Εισαγωγή

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει μία από τις μεγαλύτερες υπηρεσίες διερμηνείας στον κόσμο. Οι διερμηνείς διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διασφάλιση μιας αποτελεσματικής επικοινωνίας στο μοναδικό αυτό θεσμικό όργανο, το οποίο εργάζεται επί καθημερινής βάσεως σε 24 γλώσσες.

Αρχικά, οι επίσημες γλώσσες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ήταν οι 4 γλώσσες των ιδρυτικών χωρών: η γερμανική, η γαλλική, η ολλανδική και η ιταλική, άρα 12 γλωσσικοί συνδυασμοί. 

Προσθήκη γλωσσών μετά τη διεύρυνση:

    1973: αγγλική, δανική και ιρλανδική ή γαελική (αποκλειστικά για τη μετάφραση της πράξης προσχώρησης της Ιρλανδίας και των θεμελιωδών κειμένων), επομένως 4+2 = 6 επίσημες γλώσσες και 30 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    1981: ελληνική = 7 επίσημες γλώσσες και 42 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    1986: ισπανική και πορτογαλική = 9 επίσημες γλώσσες και 72 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    1995: φινλανδική και σουηδική = 11 επίσημες γλώσσες και 110 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    2004: εσθονική, ουγγρική, λεττονική, λιθουανική, μαλτέζικη, πολωνική, τσεχική, σλοβακική και σλοβενική = 20 επίσημες γλώσσες και 380 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    2007: ρουμανική, βουλγαρική και ιρλανδική = 23 επίσημες γλώσσες και 506 γλωσσικοί συνδυασμοί.

    2013: κροατική = 24 επίσημες γλώσσες και 552 γλωσσικοί συνδυασμοί.

Πολύ συχνά, εκτός από τις επίσημες γλώσσες χρησιμοποιούνται γλώσσες υποψήφιων χωρών, καθώς και η ρωσική, κινεζική, αραβική, ιαπωνική κ.τ.λ.

Η διερμηνεία επιτρέπει στους βουλευτές του ΕΚ την αμοιβαία κατανόηση και τη μεταξύ τους επικοινωνία.

  • Ενεργητική γλώσσα: γλώσσα προς την οποία γίνεται διερμηνεία (γλώσσα την οποία ακούν οι συμμετέχοντες).
  • Παθητική γλώσσα: γλώσσα από την οποία γίνεται διερμηνεία (γλώσσα που μιλούν οι συμμετέχοντες).
  • Γλώσσα αναφοράς: διερμηνεία μέσω τρίτης γλώσσας από λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες.
  • Γλώσσα επιστροφής: χρησιμοποιείται για τις λιγότερο διαδεδομένες γλώσσες: ο διερμηνέας ενδέχεται να παράσχει διερμηνεία προς αλλά και από την πρώτη γλώσσα του προς μία δεύτερη ενεργητική γλώσσα.

Οι γλωσσικοί συνδυασμοί ενός διερμηνέα αποτελούνται από το σύνολο των παθητικών και ενεργητικών γλωσσών που αυτός κατέχει.