ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας για την έγκριση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος (EUCPN) και την κατάργηση της απόφασης 2001/427/ΔΕΥ
17.11.2009 - (11421/2009 – C7‑0109/2009 – 2009/0812(CNS)) - *
Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγήτρια: Sonia Alfano
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασίλειου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασίλειου της Ισπανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, του Βασίλειου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασίλειου της Σουηδίας, του Ηνωμένου Βασίλειου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, για την έγκριση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος (EUCPN) και την κατάργηση της απόφασης 2001/427/ΔΕΥ
(11421/2009 – C7-0109/2009 – 2009/0812(CNS))
(Διαδικασία διαβούλευσης)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας (11421/2009),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1 και το άρθρο 34, παράγραφος 2, στοιχείο γ) της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με τα οποία κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0109/2009),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 100 και 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A7-0072/2009),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος (EUCPN) και για την κατάργηση της απόφασης 2001/427/ΔΕΥ εγείρει ζητήματα τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη διαδικασία, δεδομένου ότι δεν είναι αρκετά φιλόδοξο και ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας, που αναμένεται να τεθεί σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, προβλέπει νέα νομική βάση (το άρθρο 84 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η οποία εκχωρεί εξουσίες συναπόφασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας) στον τομέα πρόληψης του εγκλήματος,
1. απορρίπτει την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας·
2. ζητεί από το Βασίλειο του Βελγίου, την Τσεχική Δημοκρατία, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Σλοβακίας, τη Δημοκρατία της Φινλανδίας, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, να αποσύρουν την πρωτοβουλία τους·
3. ζητεί από το Συμβούλιο να μην εγκρίνει επισήμως την πρωτοβουλία πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η οριστικοποίηση της τελικής πράξης ώστε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή και το Κοινοβούλιο να μπορέσουν να διαδραματίσουν πλήρως το ρόλο τους και να ασκήσουν πλήρως τις αρμοδιότητες ελέγχου τους (πρωτόκολλο στη Συνθήκης της Λισαβόνας σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις). Στο πλαίσιο αυτό δεσμεύεται να εξετάσει κάθε περαιτέρω πρόταση, ιδιαίτερα όσον αφορά τη δημιουργία παρατηρητηρίου, με τη διαδικασία του επείγοντος·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του στο Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις του Βασιλείου του Βελγίου, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Σλοβακίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας, του Βασιλείου της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πρόληψης του εγκλήματος
Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Πρόληψης του εγκλήματος (ΕΔΠΕ) δημιουργήθηκε το 2001 βάσει της απόφασης του Συμβουλίου 2001/427/JHA[1]. Η απόφαση τονίζει ότι το ΕΔΠΕ ασχολείται με:
- τη διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο σε σχέση με την πρόληψη του εγκλήματος·
- τη συλλογή και ανάλυση των σχετικών πληροφοριών με στόχο την ανταλλαγή των βέλτιστων πρακτικών·
- τη διοργάνωση διασκέψεων, σεμιναρίων, συναντήσεων, πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων που θα ευνοούν και θα εντείνουν την ανταλλαγή εμπειριών και βέλτιστων πρακτικών·
- την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο και την Επιτροπή σε σχέση με την πρόληψη του εγκλήματος.
Για το σκοπό αυτό, η απόφαση προέβλεπε μια δομή του ΕΔΠΕ βασιζόμενη σε σημεία επαφής που ορίζονται από την Επιτροπή (ένα σημείο) και από τα μεμονωμένα κράτη μέλη (για τρία το πολύ σημεία επαφής σε εθνικό επίπεδο ανά κράτος μέλος), σημεία που θα έπρεπε να περιλαμβάνουν τουλάχιστον έναν εκπρόσωπο των αρμοδίων εθνικών αρχών για την πρόληψη του εγκλήματος σε όλες τις πτυχές του, ενώ τα άλλα σημεία επαφής θα μπορούσαν να ορίζονται μεταξύ ερευνητών και εξειδικευμένων πανεπιστημιακών διδασκάλων ή άλλων παραγόντων που ασχολούνται με την πρόληψη του εγκλήματος. Τα κράτη μέλη έπρεπε σε κάθε περίπτωση να προβλέπουν τη συμμετοχή ερευνητών, πανεπιστημιακών διδασκάλων και άλλων παραγόντων που ασχολούνται με την πρόληψη του εγκλήματος όπως οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι τοπικές αρχές και οι παράγοντες του ιδιωτικού τομέα. Η Europol και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (ΕΠΝΤ) είχαν συνδεθεί με τις εργασίες, όπως επίσης και άλλοι αρμόδιοι οργανισμοί.
Το 2005, το Δίκτυο απετέλεσε αντικείμενο μιας εσωτερικής μεταρρύθμισης της δομής του που οδήγησε στη σύσταση δύο μονίμων επιτροπών, μια για το πρόγραμμα εργασίας και μια για την έρευνα, ενώ η διαχείριση της ιστοσελίδας ανατέθηκε από την Επιτροπή στο Ηνωμένο Βασίλειο που από τότε φροντίζει για την ενημέρωση της ιστοσελίδας αυτής[2].
Το 2007, μια περαιτέρω εσωτερική αναθεώρηση των επιδόσεων του ΕΔΠΕ, πραγματοποιήθηκε από τους εθνικούς εκπροσώπους οι οποίοι όρισαν ότι έπρεπε να ενισχυθεί η Γραμματεία (αποτελούμενη μέχρι τότε από έναν υπάλληλο της Επιτροπής που ασχολείτο με το Δίκτυο σε καθεστώς μερικής απασχόλησης), τονίζοντας την ανάγκη να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα των πόρων για τις μόνιμες επιτροπές και τους εθνικούς εκπροσώπους.
Το Μάρτιο του 2009 δημοσιεύθηκε μια εξωτερική αξιολόγηση της λειτουργίας του ΕΔΠΕ η οποία αφενός υπογράμμισε τη σημασία των στόχων και των καθηκόντων του Δικτύου, αφετέρου όμως επεσήμανε μια οργανωτική αποτυχία που εμπόδισε την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων και της επίδρασης του Δικτύου. Μεταξύ των προβλημάτων που επεσήμανε η εξωτερική έκθεση αναφέρεται: η έλλειψη των καταλλήλων πόρων, μια ανεπαρκής Γραμματεία, η έλλειψη δέσμευσης εκ μέρους των εθνικών εκπροσώπων, ένα ελλιπές πρόγραμμα εργασίας, η ανάθεση σε εξωτερικούς παράγοντες της εγκληματολογικής έρευνας (που πραγματοποιείται από το πανεπιστήμιο της Βιέννης από έναν ερευνητή μερικής απασχόλησης, δύο εργάσιμες ημέρες επί πέντε). Η αξιολόγηση προέβλεψε μεταξύ άλλων το ενδεχόμενο κατάργησης του Δικτύου.
Το Δίκτυο δημιούργησε στη συνέχεια μια ομάδα εργασίας προκειμένου να εξετασθούν οι συστάσεις της εξωτερικής αξιολόγησης του Μαρτίου 2009 και απεφάνθη ότι ήσαν αναγκαίες μερικές τροποποιήσεις στην πράξη δημιουργίας του Δικτύου. Προτάθηκε ιδιαίτερα η σύσταση μιας εξωτερικής Γραμματείας χρηματοδοτούμενης με τους πόρους των κοινοτικών προγραμμάτων, "Πρόληψη και Καταπολέμηση του Εγκλήματος" (στο πλαίσιο του γενικού προγράμματος "Ασφάλεια και προστασία των ελευθεριών"). Αν και ορισμένα κράτη μέλη είχαν επίσης προβλέψει το ενδεχόμενο διάλυσης του Δικτύου, δεδομένης της γενικής έλλειψης ικανοποίησης σε σχέση με τη μη επίτευξη των προκαθορισμένων στόχων, μια ομάδα κρατών μελών υπέβαλε πρόταση μεταρρύθμισης του ΕΔΠΕ και η Σουηδική Προεδρία της ΕΕ κατέστησε την πρόταση αυτή μια από τις προτεραιότητές της κατά τη διάρκεια του εξαμήνου της Σουηδικής Προεδρίας και σε κάθε περίπτωση πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας.
Η πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του εγκλήματος (ΕΔΠΕ) που καταργεί την απόφαση 2001/427/JΗΑ
Η υπό εξέταση πρόταση προβλέπει την κατάργηση της απόφασης 2001/427/JΗΑ. Μεταξύ των λίγων αλλαγών που προτείνονται στο κείμενο προβλέπεται μια περιορισμένη αναδιάρθρωση του Δικτύου με τη δημιουργία μιας εξωτερικής Γραμματείας, καθώς και μια προσπάθεια να καταστούν σαφείς οι λειτουργίες του Δικτύου, οι ρόλοι και οι ευθύνες του καθώς και τα όργανα που λειτουργούν στο εσωτερικό του.
Η νέα -και περίπλοκη- δομή που προτείνεται προβλέπει ότι το Δίκτυο θα αποτελείται από μια Γραμματεία, από τα σημεία επαφής τα οποία θα ορίζει το κάθε κράτος μέλος και από ένα διοικητικό συμβούλιο. Το τελευταίο αποτελείται από εθνικούς εκπροσώπους τους οποίους διορίζουν τα κράτη μέλη υπό την προεδρία ενός Προέδρου (διοριζόμενου μεταξύ των εθνικών εκπροσώπων) που καθοδηγεί μια εκτελεστική επιτροπή (αποτελούμενη το πολύ από τα άλλα έξι μέλη του διοικητικού συμβουλίου και από έναν εκπρόσωπο της Επιτροπής). Δέον να επισημανθεί ότι η νέα πρόταση δημιουργεί κάποια σύγχυση μεταξύ των σημείων επαφής και των εθνικών εκπροσώπων. Καταργούνται εξάλλου εν μέρει οι αναφορές στη συμμετοχή των εμπειρογνωμόνων, των ακαδημαϊκών και των ΜΚΟ, της κοινωνίας των πολιτών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Καταργούνται ορισμένες εκ των διαρθρωτικών συνδέσεων μεταξύ του Δικτύου και των άλλων κοινοτικών θεσμικών οργάνων και οργανισμών που ασχολούνται με θέματα εγκληματικότητας και πρόληψης. Η απόφαση ιδιαίτερα, δεν προβλέπει κάποια μορφή συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παραλείπεται εξάλλου η απαίτηση της γνώσης ξένων γλωσσών η οποία προβλεπόταν στο παρελθόν.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της πρότασης μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών σε πλαίσιο Συμβουλίου, το πιο συζητημένο και αντιφατικό θέμα ήταν εκείνο της Γραμματείας, της χρηματοδότησής της, της δυνατότητας ανάθεσής της σε εξωτερικούς παράγοντες, της ανεξαρτησίας της και του καθοδηγητικού ρόλου που θα έπρεπε να διαδραματίσει η Επιτροπή και το Συμβούλιο, καθώς και τα προβλήματα από πλευράς προσωπικού.
Θέση της εισηγήτριας
Η εισηγήτρια είναι εξαιρετικά απογοητευμένη από το γεγονός ότι το Δίκτυο δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσει σε πλαίσιο σεβασμού της απόφασης για την ίδρυσή του και των προσδοκιών και να συμβάλει κατά τον δέοντα τρόπο στην επίτευξη του σημαντικότατου στόχου της πρόληψης του εγκλήματος στην ΕΕ. Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ Επιτροπής, Συμβουλίου και κρατών μελών συνέβαλε ουσιαστικά στη δημιουργία μιας κατάστασης υπόσκαψης του Δικτύου καθώς και του γενικότερου στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταπολεμηθεί το έγκλημα, περιλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, με την πρόληψη των φαινομένων αυτών. Η πρόληψη του εγκλήματος και ιδιαίτερα του οργανωμένου, δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί στις ανταλλαγές βέλτιστων πρακτικών σε συναντήσεις με μικρή συμμετοχή και με κακή οργάνωση, με εθνικούς εκπροσώπους που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους λόγω του ότι δεν γνωρίζουν ξένες γλώσσες με συνέπεια η όλη υπόθεση να καταλήγει σε τουρισμό εθνικών υπαλλήλων. Η μη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, του ακαδημαϊκού κόσμου, των ΜΚΟ, η έλλειψη μετάφρασης των εγγράφων και των πληροφοριών που διοχετεύονται στην ιστοσελίδα του Δικτύου, η μη ανάπτυξη υλικού για την πρόληψη (όπως επί παραδείγματι έγγραφα για τα σχολεία, το διδακτικό προσωπικό και τους μαθητές) συνέβαλαν μεταξύ άλλων στην έλλειψη ορατότητας του Δικτύου σε σχέση με άλλα θεσμικά όργανα και παράγοντες του τομέα.
Η υπό εξέταση πρόταση εμφανίζεται απόλυτα ανεπαρκής για την επίλυση των προβλημάτων που επισημάνθηκαν στο πλαίσιο των επανειλημμένων αξιολογήσεων του Δικτύου -καταφανής ένδειξη της επίγνωσης της ανεπαρκούς του λειτουργίας- δεδομένου ότι τα προβλήματα αυτά φαίνεται ότι περιπλέκονται περισσότερο αντί να βρίσκονται οι κατάλληλες λύσεις. Η εισηγήτρια θεωρεί εξάλλου ότι για να λειτουργήσει σε τελευταία ανάλυση το Δίκτυο πρέπει να ενισχυθούν σαφώς οι αρμοδιότητές του προκειμένου να αντιμετωπισθεί μεταξύ άλλων και το πρόβλημα της πρόληψης του οργανωμένου εγκλήματος που επεκτείνεται όλο και περισσότερο σαν ένα χταπόδι σε όλο και μεγαλύτερο αριθμό ευρωπαϊκών κρατών, ιδιαίτερα μετά την αναστολή των δραστηριοτήτων του Φόρουμ για την πρόληψη του οργανωμένου εγκλήματος. Η εισηγήτρια καυτηριάζει την αντίθεση ορισμένων κρατών μελών σχετικά και εκφράζει το φόβο ότι πίσω από τη θέση αυτή κρύβεται στην πραγματικότητα η έλλειψη βούλησης να γίνει παραδεκτό και να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σταδιακής και όλο και πιο ανησυχητικής διείσδυσης των εγκληματικών οργανώσεων σε έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό ευρωπαϊκών κρατών.
Η Σουηδική Προεδρία επιμένει να εγκριθεί η υπό εξέταση απόφαση από το ΕΚ μέχρι την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η εισηγήτρια διαφωνεί απόλυτα δεδομένου ότι η έναρξη ισχύος της Συνθήκης αυτής είναι πλέον θέμα ημερών. Από διοργανικής πλευράς, το ΕΚ καλείται να απαρνηθεί τα θεσμικά προνόμια που του αποδίδει η νέα Συνθήκη στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος και συγκεκριμένα τη συναπόφαση. Η εισηγήτρια θα μπορούσε να αποδεχθεί τη διαδικασία αυτή μόνον στην περίπτωση που η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα διαβεβαίωναν επισήμως την υποβολή μιας φιλόδοξης πρότασης αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, ξεκινώντας από την πρόταση για τη δημιουργία ενός παρατηρητηρίου για την εγκληματικότητα και ιδιαίτερα για το οργανωμένο έγκλημα, με πλήρεις αρμοδιότητες και εξουσίες και με συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε σχέση με τη συλλογή δεδομένων και πληροφοριών, σύγκρισης, αξιολόγησης και σύστασης.
Η εισηγήτρια θεωρεί ότι, όπως το ΕΚ ετοιμάζεται να πράξει σε σχέση με τις προτάσεις Europol και όπως εξάλλου προέβλεπαν αρχικά ορισμένα κράτη μέλη και θεσμικά όργανα, είναι αναγκαίο να απορριφθεί η πρωτοβουλία προκειμένου να αντιμετωπισθεί με πιο σοβαρό, διαρθρωμένο και φιλόδοξο τρόπο η μεταρρύθμιση του Δικτύου, βάσει μιας πραγματικής ευρωπαϊκής πολιτικής πρόληψης του εγκλήματος, περιλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος και του εγκλήματος τρομοκρατικού τύπου, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας που προβλέπει σχετικά μια ειδική νομική βάση. Κατ' αυτόν τον τρόπο, και χωρίς να παρατείνεται επ' αόριστον μια εντελώς αναποτελεσματική κατάσταση το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, με τη διαδικασία συναπόφασης, θα μπορέσουν καλύτερα να μεταφράσουν σε συγκεκριμένες ενέργειες την καταπολέμηση του εγκλήματος μέσω της πρόληψης σε πλαίσιο της ΕΕ, με τη δημιουργία ενός παρατηρητηρίου για το έγκλημα, το οργανωμένο έγκλημα και την πρόληψή τους.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος (EUCPN) |
|||||||
Έγγραφα αναφοράς |
11421/2009 – C7-0109/2009 – 2009/0812(CNS) |
|||||||
Ημερομηνία κλήσης του ΕΚ προς γνωμοδότηση |
28.7.2009 |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
LIBE 14.9.2009 |
|||||||
Εισηγητής(ές) Ημερομηνία ορισμού |
Sonia Alfano 29.9.2009 |
|
|
|||||
Εξέταση στην επιτροπή |
5.11.2009 |
12.11.2009 |
|
|
||||
Ημερομηνία έγκρισης |
12.11.2009 |
|
|
|
||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
41 2 0 |
||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jan Philipp Albrecht, Sonia Alfano, Vilija Blinkevičiūtė, Louis Bontes, Emine Bozkurt, Simon Busuttil, Carlos Coelho, Cornelis de Jong, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Cornelia Ernst, Kinga Gál, Kinga Göncz, Sylvie Guillaume, Jeanine Hennis-Plasschaert, Salvatore Iacolino, Lívia Járóka, Teresa Jiménez-Becerril Barrio, Timothy Kirkhope, Juan Fernando López Aguilar, Monica Luisa Macovei, Claude Moraes, Jacek Protasiewicz, Carmen Romero López, Judith Sargentini, Csaba Sógor, Renate Sommer, Rui Tavares, Axel Voss, Manfred Weber, Tatjana Ždanoka, Αντιγόνη Παπαδοπούλου, Γεώργιος Παπανικολάου |
|||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Alvaro, Andrew Henry William Brons, Ioan Enciu, Ana Gomes, Nadja Hirsch, Monika Hohlmeier, Ramón Jáuregui Atondo, Franziska Keller, Petru Constantin Luhan, Cecilia Wikström |
|||||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Algirdas Saudargas |
|||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
17.11.2009 |
|||||||