ΣΥΣΤΑΣΗ σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, για τη σύναψη συμφωνίας για τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός και του Καναδά, αφετέρου

2.3.2011 - (15380/2010 – C7-0386/2010 – 2009/0018(NLE)) - ***

Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού
Εισηγήτρια: Silvia-Adriana Ţicău

Διαδικασία : 2009/0018(NLE)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0045/2011
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0045/2011
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου, για τη σύναψη συμφωνίας για τις αεροπορικές μεταφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός και του Καναδά, αφετέρου

(15380/2010 – C7-0386/2010 – 2009/0018(NLE))

(Έγκριση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου και των εκπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών που συνήλθαν στο πλαίσιο του Συμβουλίου (15380/2010),

–   έχοντας υπόψη το σχέδιο συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και του Καναδά, αφετέρου (08303/10/2009),

–   έχοντας υπόψη την αίτηση του Συμβουλίου για παροχή σύμφωνης γνώμης, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, το άρθρο 218 παράγραφος 6, εδάφιο 2, στοιχείο (α), σημείο (v) και το άρθρο 218 παράγραφος 8, εδάφιο 1, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (C7-0386/2010),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 81 και το άρθρο 90, παράγραφος 8, του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A7-0045/2011),

1.  εγκρίνει τη σύναψη της συμφωνίας·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών και του Καναδά.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Η Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009, διεύρυνε τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου για τη σύναψη διεθνούς συμφωνίας. Οι αεροπορικές συμφωνίες εντάσσονται πλέον σε αυτές τις περιπτώσεις διότι αφορούν τομέα στον οποίο ισχύει η συνήθης νομοθετική διαδικασία[1]. Πριν από τη νέα Συνθήκη, για τέτοιου είδους συμφωνίες το Κοινοβούλιο απλώς γνωμοδοτούσε.

Παρότι η ΕΕ και ο Καναδάς έχουν μακροχρόνιους οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς, μέχρι τώρα η αεροπορία αποτελούσε αντικείμενο διμερών συμφωνιών με 19 από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Πολλές από τις συμφωνίες αυτές ήταν περιοριστικές και δεν προσέφεραν πλήρη πρόσβαση στις αντίστοιχες αγορές. Τον Νοέμβριο του 2002, Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ορισμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών ήταν ασύμβατες με την κοινοτική νομοθεσία. Κατά συνέπεια, τον Οκτώβριο του 2007 το Συμβούλιο έδωσε στην Επιτροπή εντολή διαπραγμάτευσης μιας ολοκληρωμένης συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών η οποία να αντικαθιστά τις διμερείς συμφωνίες. Το έτος εκείνο έγιναν εννέα εκατομμύρια μετακινήσεις μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά.

Η εντολή διαπραγμάτευσης όριζε ως στόχο τη δημιουργία Ανοικτού Εναέριου Χώρου (ΑΕΧ) μεταξύ ΕΕ και Καναδά. Έτσι, θα διαμορφωνόταν μια ενιαία αγορά αερομεταφορών, μέσα στην οποία οι ροές των επενδύσεων θα ήταν ελεύθερες και όπου οι ευρωπαϊκές και οι καναδικές αεροπορικές εταιρείες θα μπορούσαν να προσφέρουν αεροπορικά δρομολόγια χωρίς κανένα περιορισμό, ακόμη και στις αγορές εσωτερικών πτήσεων αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών. Η πλήρης υλοποίηση της εντολής θα απαιτούσε σημαντικές νομοθετικές αλλαγές στον Καναδά, ιδίως για να αρθούν οι υπάρχοντες νομικοί περιορισμοί σχετικά με την κυριότητα και τον έλεγχο καναδικών αεροπορικών εταιρειών από αλλοδαπούς και με τις ενδομεταφορές. Για το λόγο αυτό, στην εντολή αναγνωριζόταν ρητά η δυνατότητα εφαρμογής της συμφωνίας κατά στάδια. Η ΕΕ αποδέχτηκε, κατά τις διαπραγματεύσεις, ότι το πλήρες άνοιγμα των επενδύσεων δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί εξαρχής, αλλά πρέπει να καθιερωθεί βαθμιαία στα διάφορα στάδια κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου.

Η συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Καναδά μονογραφήθηκε στις 30 Νοεμβρίου 2008, εγκρίθηκε στη σύνοδο κορυφής ΕΕ-Καναδά, στις 6 Μαΐου 2009, και υπογράφηκε στις 17-18 Δεκεμβρίου 2009. Η ΕΕ και ο Καναδάς διαπραγματεύθηκαν επίσης μια συμφωνία σχετικά με την ασφάλεια της αεροπορίας. Η συμφωνία αυτή αποτελεί το αντικείμενο χωριστής σύστασης (A7-0298/2010).

Περιεχόμενο της συμφωνίας

Η συμφωνία προβλέπει τη σταδιακή θέση σε ισχύ των διατάξεων περί μεταφορικών δικαιωμάτων και επενδυτικών ευκαιριών, καθώς και η ευρύτατη συνεργασία σε αρκετά ζητήματα, όπως η ασφάλεια των πτήσεων, η αεροπορική ασφάλεια, τα κοινωνικά ζητήματα, τα συμφέροντα των καταναλωτών, το περιβάλλον, η διαχείριση της εναέριας κυκλοφορίας, οι κρατικές ενισχύσεις και ο ανταγωνισμός. Όλες οι αεροπορικές εταιρείες της ΕΕ θα μπορούν να εκτελούν απευθείας πτήσεις προς τον Καναδά, από οπουδήποτε στην Ευρώπη. Με τη συμφωνία καταργούνται όλοι οι περιορισμοί στις διαδρομές, τις τιμές ή τον αριθμό των εβδομαδιαίων πτήσεων μεταξύ Καναδά και ΕΕ. Οι αεροπορικές εταιρείες θα μπορούν να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες όπως π.χ. οι συμφωνίες κοινού κωδικού, που έχουν μεγάλη σημασία για τις εταιρείες που εξυπηρετούν μεγάλο αριθμό προορισμών, καθώς και να ορίζουν τα τιμολόγιά τους κατά τους νόμους του ανταγωνισμού.

Η συμφωνία περιλαμβάνει διατάξεις για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς, σε συνδυασμό με τη διάθεση μεγαλύτερης επενδυτικής ελευθερίας και από τις δύο πλευρές:

Το πρώτο στάδιο ξεκινά εκεί όπου το ποσοστό ξένης ιδιοκτησίας περιορίζεται στο 25%, όπως συνέβαινε όταν ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία. Οι αεροπορικές εταιρείες έχουν απεριόριστη ελευθερία να εκτελούν απευθείας πτήσεις μεταξύ κάθε σημείου στα κράτη μέλη και κάθε σημείου στον Καναδά. Δεν θα υπάρχουν πια περιορισμοί στον αριθμό των εταιριών που πραγματοποιούν πτήσεις μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά, ούτε στον αριθμό των πτήσεων που πραγματοποιεί κάθε αεροπορική εταιρεία. Οι αεροπορικές εταιρείες μεταφοράς φορτίων θα έχουν το δικαίωμα να συνεχίζουν τις πτήσεις τους προς τρίτους προορισμούς.

Το δεύτερο στάδιο ξεκινά μόλις ο Καναδάς λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να επιτραπεί στους ευρωπαίους επενδυτές να αποκτούν το 49% των μετοχών με δικαίωμα ψήφου σε καναδικές αεροπορικές εταιρείες. Θα δοθούν έτσι μερικές ακόμα ελευθερίες, περιλαμβανομένου του δικαιώματος (για τις εταιρίες μεταφοράς φορτίων) να εξυπηρετούν προορισμούς σε τρίτες χώρες από το έδαφος του άλλου μέρους, χωρίς ενδιάμεση επαφή με την αρχική αφετηρία τους (που λέγονται και δικαιώματα "7ης ελευθερίας"). Πράγματι, ο Καναδάς έδωσε αυτή τη δυνατότητα, τον Μάρτιο του 2009.

Το τρίτο στάδιο ξεκινά μόλις τα δύο μέρη επιτρέψουν στους επενδυτές να ιδρύουν και να ελέγχουν νέες αεροπορικές εταιρείες στην αγορά του άλλου μέρους. Τότε οι αεροπορικές εταιρείες θα μπορούν να πραγματοποιούν πτήσεις προς τρίτες χώρες.

Το τέταρτο στάδιο είναι το τελευταίο· παραχωρούνται πλήρη δικαιώματα εκτέλεσης δρομολογίων εντός και πέραν των αντίστοιχων αγορών, ακόμη και μεταξύ σημείων της επικράτειας της άλλης χώρας (καμποτάζ). Το δικαίωμα αυτό θα δοθεί μόλις τα δύο μέρη ολοκληρώσουν τη διαδικασία ώστε να επιτρέπεται η πλήρης ιδιοκτησία και ο έλεγχος των αεροπορικών εταιριών τους από πολίτες της άλλης χώρας.

Τα δύο μέρη συμφωνούν να συνεργασθούν στενά για να περιορίσουν τις συνέπειες της εναέριας κυκλοφορίας στην αλλαγή του κλίματος. Στο πεδίο της ασφάλειας, η συμφωνία προβλέπει την αμοιβαία αναγνώριση των προτύπων και ένα "ενιαίο σύστημα ασφάλειας" (δηλαδή οι διερχόμενοι επιβάτες, οι αποσκευές και τα φορτία θα απαλλάσσονται από τυχόν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας). Υπάρχουν επίσης ειδικές διατάξεις για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών, περιλαμβανομένης μιας δέσμευσης για διαβουλεύσεις με στόχο την επίτευξη όσο το δυνατό πιο συμβατών προσεγγίσεων σε θέματα όπως η αποζημίωση για άρνηση επιβίβασης, μέτρα για τη διευκόλυνση της πρόσβασης και επιστροφή χρημάτων στους επιβάτες. Το κείμενο προβλέπει έναν αυστηρό μηχανισμό ώστε να εξασφαλισθεί ότι οι αεροπορικές εταιρείες δεν θα αντιμετωπίζονται μεροληπτικά όσον αφορά την πρόσβασή τους στις υποδομές ή τις κρατικές ενισχύσεις.

Αξιολόγηση

Η συμφωνία αυτή θα μπορούσε δικαίως να χαρακτηρισθεί ως η πιο φιλόδοξη συμφωνία αεροπορικών μεταφορών που έχει υπογράψει η ΕΕ με έναν σημαντικό σε παγκόσμιο επίπεδο εταίρο. Με τη συμφωνία όχι μόνο θα βελτιωθούν οι συνδέσεις μεταξύ των αντίστοιχων αγορών και οι επαφές μεταξύ ανθρώπων, αλλά και θα δημιουργηθούν νέες ευκαιρίες για τον τομέα των αεροπορικών εταιριών, μέσω της σταδιακής χαλάρωσης των κανόνων σχετικά με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των αλλοδαπών. Η συμφωνία είναι, ιδίως, πιο φιλόδοξη και συγκεκριμένη από τη συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ όσον αφορά τα δικαιώματα κυκλοφορίας, την ιδιοκτησία και τον έλεγχο, ακόμα και μετά την προσωρινή εφαρμογή του τροποποιητικού πρωτοκόλλου ("2ο στάδιο").

Σύμφωνα με μια μελέτη της Επιτροπής, μια μη περιοριστική συμφωνία με τον Καναδά θα μπορούσε να προσθέσει μισό εκατομμύριο επιβάτες κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της και, μέσα σε μερικά χρόνια, αναμένεται να επωφεληθούν από τις ευκαιρίες που προσφέρει μια τέτοια συμφωνία περί τα 3,5 εκατομμύρια πρόσθετοι επιβάτες. Η συμφωνία θα μπορούσε να οδηγήσει σε όφελος τουλάχιστον 72 εκατ. ευρώ για τους καταναλωτές, μέσω των χαμηλότερων ναύλων, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσαν να δημιουργηθούν πολλές νέες θέσεις εργασίας.

Παρότι η συμφωνία αυτή είναι πιο φιλόδοξη από ό,τι εκείνη με τις ΗΠΑ, όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά, δεν είναι εξίσου σαφής όσον αφορά την αναγνώριση της σημασίας που έχει η κοινωνική διάσταση. Κάθε μέρος μπορεί να ζητήσει τη σύγκληση της μικτής επιτροπής για να εξετασθούν οι συνέπειες της συμφωνίας για την εργασία, την απασχόληση και τις συνθήκες εργασίας, δεν υπάρχει ρητή αναφορά ότι "οι ευκαιρίες που δημιουργούνται με τη συμφωνία δεν αποσκοπούν στην υπονόμευση των εργασιακών προτύπων"[2], ούτε είναι υποχρεωμένη η μικτή επιτροπή να εξετάσει "τις κοινωνικές συνέπειες της συμφωνίας κατά την εφαρμογή της και να [αναπτύσσει] κατάλληλες απαντήσεις σε όσες ανησυχίες αποδειχθεί πως είναι βάσιμες"[3].

είναι συνεπώς σημαντικό να χρησιμοποιεί η Επιτροπή τη συμφωνία και, ιδίως, τη δυνατότητα προσφυγής στη μικτή επιτροπή για να προωθεί τη συμμόρφωση προς τη σχετική διεθνή νομοθεσία για τα κοινωνικά δικαιώματα, ιδίως στα πρότυπα εργασίας που έχουν ενσωματωθεί στις θεμελιώδεις συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ 1930-1999), τις κατευθυντήριες γραμμές του ΟΟΣΑ για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις (1976, αναθ. 2000) καθώς και τη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές υποχρεώσεις (1980).

Η διεύρυνση της διαβούλευσης και της συνεργασίας σε θέματα ασφάλειας είναι αναμφισβήτητα αναγκαία, ιδίως υπό το πρίσμα της τρέχουσας διεθνούς κατάστασης. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε υπερβολικά ή ασυντόνιστα μέτρα χωρίς την κατάλληλη αξιολόγηση κινδύνου. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο η Επιτροπή και ο Καναδάς να επανεξετάσουν τα εγκριθέντα από το 2001 και μετά συμπληρωματικά μέτρα ασφαλείας όσον αφορά την αποτελεσματικότητά τους, για να αποφευχθούν επικαλύψεις και ελλείψεις στην "αλυσίδα της ασφάλειας". Στο πλαίσιο αυτό, ο στόχος της συμφωνίας για ένα ενιαίο σύστημα ασφάλειας, αντί να επανελέγχονται οι επιβάτες και οι αποσκευές σε κάθε μετεπιβίβαση, βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση.

Συμπέρασμα

Λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό ρόλο που ανατίθεται στη μικτή επιτροπή, ακόμα και για πολιτικά ευαίσθητα θέματα όπως τα περιβαλλοντικά και τα εργασιακά πρότυπα, η Επιτροπή πρέπει οπωσδήποτε να εξασφαλίσει την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και τη διαβούλευση με αυτό σχετικά με τις εργασίες της μικτής επιτροπής, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της συμφωνίας πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής[4]. Θα είναι επίσης σημαντικό να ακολουθήσει το Κοινοβούλιο τα διαφορετικά στάδια ελευθέρωσης της αγοράς, που περιγράφονται στο κεφάλαιο "Περιεχόμενο της συμφωνίας" (σελ. 8).

Παρά τις επιφυλάξεις αυτές, η φιλόδοξη φύση της συμφωνίας αυτής είναι ευπρόσδεκτη. Στο άμεσο μέλλον μπορεί να χρησιμεύσει ως στόχος για άλλες διαπραγματεύσεις που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη. Συνεπώς, η εισηγήτρια συνιστά στο Κοινοβούλιο να συναινέσει στη συμφωνία αεροπορικών μεταφορών ΕΕ-Καναδά.

  • [1]  Άρθρο 218, παράγραφος 6, σημείο (α), στοιχείο (v) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
  • [2]  Βλ., προς σύγκριση, άρθρο 17, σημείο β), στης συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ..
  • [3]  Άρθρο 18, παράγραφος 4, στοιχείο β), μετά την τροποποίηση με το πρωτόκολλο.
  • [4]  P7_TA-PROV(2010)0366.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

28.2.2011

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

27

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Georges Bach, Antonio Cancian, Saïd El Khadraoui, Carlo Fidanza, Knut Fleckenstein, Jacqueline Foster, Mathieu Grosch, Jim Higgins, Dieter-Lebrecht Koch, Eva Lichtenberger, Hella Ranner, Olga Sehnalová, Brian Simpson, Dirk Sterckx, Keith Taylor, Giommaria Uggias, Thomas Ulmer, Peter van Dalen, Artur Zasada, Roberts Zīle, Γεώργιος Κουμουτσάκος

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Philip Bradbourn, Frieda Brepoels, Ádám Kósa, Janusz Władysław Zemke, Σπύρος Δανέλλης

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Karin Kadenbach