ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων

18.7.2012 - (COM(2011)0275 – C7‑0127/2011 – 2011/0129(COD)) - ***I

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
Εισηγήτριες: Teresa Jiménez-Becerril Barrio, Antonyia Parvanova
(Kοινές συνεδριάσεις επιτροπών - Άρθρο 51 του Κανονισμού)


Διαδικασία : 2011/0129(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0244/2012
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0244/2012
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων

(COM(2011)0275 – C7‑0127/2011 – 2011/0129(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2011)0275),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 82 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0127/2011),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–   έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 7ης Δεκεμβρίου 2011[1],

­     έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 16ης Δεκεμβρίου 2012[2],

–    έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 14ης Ιουνίου 2012, να εγκρίνει τη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τις κοινές συνεδριάσεις της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0244/2012),

1.  εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ[3]*

ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

---------------------------------------------------------

ΟΔΗΓΙΑ 2012/…/EE ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 2,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[4]1,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[5]2,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία3

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)         Η ▌ Ένωση θέτει ως στόχο τη διατήρηση και την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ακρογωνιαίος λίθος του οποίου είναι η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και ποινικές υποθέσεις.

(2)         Η Ένωση έχει αναλάβει δέσμευση όσον αφορά την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων και τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων και έχει εγκρίνει την απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 15 Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας[6]. Στο πλαίσιο του προγράμματος της Στοκχόλμης με τίτλο Μια ανοικτή και ασφαλής Ευρώπη που εξυπηρετεί και προστατεύει τους πολίτες[7],το οποίο εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2009, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη εκλήθησαν να εξετάσουν τρόπους βελτίωσης της νομοθεσίας και των μέτρων πρακτικής υποστήριξης για την προστασία των θυμάτων, με προτεραιότητα στην παροχή προσοχής, υποστήριξης και αναγνώρισης σε όλα τα θύματα και ιδίως στα θύματα της τρομοκρατίας.

(2α)       Στο άρθρο 82 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) προβλέπεται η θέσπιση ελάχιστων κανόνων εφαρμοστέων στα κράτη μέλη προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακή διάσταση. Το άρθρο 82 παράγραφος 2 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ αναφέρεται στα «δικαιώματα των θυμάτων εγκληματικών πράξεων» ως έναν από τους τομείς στους οποίους είναι δυνατόν να θεσπιστούν ελάχιστοι κανόνες.

(2β)       Το Συμβούλιο, στο ψήφισμά του της 10ης Ιουνίου 2011 σχετικά με έναν οδικό χάρτη για την ενίσχυση των δικαιωμάτων και της προστασίας των θυμάτων, ιδίως σε ποινικές διαδικασίες[8], δήλωσε ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα σε επίπεδο Ένωσης προκειμένου να ενισχυθούν τα δικαιώματα, η στήριξη και η προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Για αυτόν τον σκοπό, και σύμφωνα με το εν λόγω ψήφισμα, η παρούσα οδηγία έχει ως στόχο την αναθεώρηση και συμπλήρωση των αρχών που ορίζονται στην απόφαση πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ καθώς και να λάβει περαιτέρω μέτρα όσον αφορά το επίπεδο προστασίας των θυμάτων στην επικράτεια της Ένωσης, ιδίως μέσα στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

(3)         Το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών κάλεσε τα κράτη μέλη να βελτιώσουν τις εθνικές νομοθεσίες και πολιτικές τους εναντίον κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών[9] και να αναλάβουν δράσεις για την αντιμετώπιση των αιτιών της βίας κατά των γυναικών, ιδίως με την εφαρμογή προληπτικών μέτρων, και επίσης κάλεσε την Ένωση να διασφαλίσει το δικαίωμα όλων των θυμάτων βίας στη συνδρομή και την υποστήριξη.

(3a)       Στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 5ης Απριλίου 2011 σχετικά με τις προτεραιότητες και τα γενικά χαρακτηριστικά ενός νέου πλαισίου πολιτικής της ΕΕ για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών[10] προτείνεται στρατηγική για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών, της ενδοοικογενειακής βίας και του ακρωτηριασμού των γυναικείων γεννητικών οργάνων, η οποία θα αποτελέσει τη βάση μελλοντικών νομοθετικών πράξεων ποινικού δικαίου κατά της βίας λόγω φύλου, περιλαμβανομένου πλαισίου για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών (πολιτική, πρόληψη, προστασία, δίωξη, μέριμνα και συνεργασία) το οποίο θα ακολουθήσει σχέδιο δράσης της ΕΕ. Οι διεθνείς πράξεις που διέπουν τον παρόντα τομέα περιλαμβάνουν τη Σύμβαση του 1979 των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW), τις συστάσεις και αποφάσεις της επιτροπής CEDAW, και τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας, η οποία εκδόθηκε στις 7 Απριλίου 2011.

(3β)       Η οδηγία 2011/99/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, περί της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας[11] [και ο κανονισμός (EΕ) αριθ. …/2012 σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις[12] ] θεσπίζουν μηχανισμούς για την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων προστασίας μεταξύ κρατών μελών. Η οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας[13] και η οδηγία 2011/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2011, για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και για την προστασία των θυμάτων της[14] καλύπτουν τις ειδικές ανάγκες των συγκεκριμένων κατηγοριών θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και παιδικής πορνογραφίας και εμπορίας ανθρώπων.

(3γ)       Η απόφαση πλαίσιο 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, αναγνωρίζει ότι η τρομοκρατία συνιστά μια από τις πιο σοβαρές παραβιάσεις των αρχών στις οποίες είναι θεμελιωμένη η Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της δημοκρατίας και της ελεύθερης άσκησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

(5)         Οι εγκληματικές πράξεις συνιστούν προσβολή κατά του κοινωνικού ιστού, καθώς και παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων των θυμάτων. Επομένως, τα θύματα θα πρέπει να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία και επαγγελματισμό και χωρίς κανενός είδους διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών ή άλλων φρονημάτων, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσιακής κατάστασης, καταβολών, αναπηρίας, ηλικίας, φύλου, έκφρασης ή ταυτότητας φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, καθεστώτος διαμονής και κατάστασης υγείας. Σε όλες τις επαφές με τις αρμόδιες αρχές που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, και τις υπηρεσίες που έρχονται σε επαφή με τα θύματα, όπως υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η προσωπική ▌.κατάσταση και οι άμεσες ανάγκες των θυμάτων, καθώς και η ηλικία, το φύλο, η ενδεχόμενη αναπηρία και ο βαθμός ωριμότητάς τους, με πλήρη σεβασμό της σωματικής, νοητικής και ηθικής τους ακεραιότητας. Τα θύματα πρέπει να προστατεύονται από επακόλουθη και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και από εκφοβισμό, να δέχονται κατάλληλη υποστήριξη που να διευκολύνει την αποκατάστασή τους και να έχουν κατάλληλη πρόσβαση στις υπηρεσίες της δικαιοσύνης.

(5a)       Η παρούσα οδηγία δεν ασχολείται με τους όρους διαμονής των θυμάτων εγκληματικών πράξεων στην επικράτεια των κρατών μελών. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν εξαρτώνται από το νομικό καθεστώς διαμονής των θυμάτων στο έδαφός τους ή από την ιθαγένεια ή την εθνικότητα του θύματος. Η καταγγελία εγκλήματος και η συμμετοχή σε ποινική διαδικασία δεν δημιουργούν δικαιώματα όσον αφορά το καθεστώς διαμονής του θύματος.

(6)         Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να τροποποιήσει και να επεκτείνει τις διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν είναι ουσιαστικές ως προς τον αριθμό και τη φύση τους, η εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θα πρέπει για λόγους σαφήνειας να αντικατασταθεί στο σύνολό της.

(7)         Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικότερα, σκοπός της είναι να προάγει το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια, τη ζωή, τη σωματική και νοητική ακεραιότητα, την ελευθερία και την ασφάλεια, το δικαίωμα της μη διακριτικής μεταχείρισης, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών, το δικαίωμα ιδιοκτησίας, ▌ τα δικαιώματα των παιδιών, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρία και το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη.

(8)         Η παρούσα οδηγία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία προκειμένου να παράσχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας.

(8a)       Τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν θίγουν τα δικαιώματα του δράστη. Ο όρος «δράστης» χρησιμοποιείται με την επιφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας και αφορά τους υπόπτους και κατηγορουμένους όταν αναφέρεται σε στάδια πριν από την ενδεχόμενη ομολογία της ενοχής ή την καταδίκη. Καλύπτει πάντως επίσης την περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο έχει καταδικασθεί για τη διάπραξη εγκλήματος.

(8β)       Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις αξιόποινες πράξεις που διαπράττονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ποινικές διαδικασίες που διεξάγονται στην Ένωση. Παρέχει δικαιώματα στα θύματα αξιόποινων πράξεων που έχουν διαπραχθεί σε τρίτες χώρες μόνο σε σχέση με ποινικές διαδικασίες που διεξάγονται στην Ένωση. Οι καταγγελίες προς αρμόδιες αρχές εκτός της Ένωσης, όπως πρεσβείες, δεν δημιουργούν υποχρεώσεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

(8γ)       Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, πρωταρχικό κριτήριο πρέπει να είναι το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού. Τα παιδιά θύματα θα πρέπει να θεωρούνται και να αντιμετωπίζονται ως πλήρεις κάτοχοι των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και θα πρέπει να δικαιούνται να ασκούν τα δικαιώματα αυτά κατά τρόπο ο οποίος να λαμβάνει υπόψη την ικανότητά τους να διαμορφώνουν τις δικές τους απόψεις.

(8δ)       Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα θύματα με αναπηρίες απολαύουν πλήρως των δικαιωμάτων που προβλέπει η παρούσα οδηγία σε ίση βάση με τους λοιπούς, μεταξύ άλλων διευκολύνοντας την πρόσβασή τους στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, καθώς και την πρόσβασή τους στην ενημέρωση.

(8ε)       Τα θύματα τρομοκρατίας έχουν υποστεί επιθέσεις των οποίων απώτερος σκοπός είναι να βλάψουν την κοινωνία. Ενδέχεται λοιπόν να χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή, υποστήριξη και κοινωνική αναγνώριση λόγω της ιδιάζουσας φύσης του εγκλήματος που διεπράχθη εις βάρος τους. Τα θύματα τρομοκρατίας μπορεί να βρεθούν στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής και συχνά χρειάζονται κοινωνική αναγνώριση και σεβασμό στην αντιμετώπισή τους από την κοινωνία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει επομένως να αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα τρομοκρατίας, και να προστατεύουν την αξιοπρέπεια και την ασφάλειά τους.

(8στ)     Η βία που στρέφεται κατά προσώπου λόγω φύλου, ταυτότητας ή έκφρασης του φύλου ή θίγει δυσανάλογα πρόσωπα συγκεκριμένου φύλου νοείται ως βία λόγω φύλου. Ενδέχεται να προκαλέσει σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή ταλαιπωρία του θύματος. Η βία λόγω φύλου νοείται ως μορφή διάκρισης και ως παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών του θύματος και περιλαμβάνει τις ακόλουθες μορφές βίας χωρίς να περιορίζεται σε αυτές : βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων, σεξουαλική βία (συμπεριλαμβανομένων του βιασμού, της σεξουαλικής επίθεσης και της σεξουαλικής παρενόχλησης), εμπορία ανθρώπων και δουλεία και διάφορες μορφές βάρβαρων πρακτικών όπως οι αναγκαστικοί γάμοι, ο ακρωτηριασμός των γεννητικών οργάνων των γυναικών και τα λεγόμενα εγκλήματα "τιμής". Οι γυναίκες που υπήρξαν θύματα βίας λόγω φύλου και τα παιδιά τους συχνά απαιτούν ειδική υποστήριξη και προστασία λόγω υψηλού κινδύνου επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης και εκφοβισμού σε αυτού του είδους τα εγκλήματα.

(8ζ)       Όταν η βία διαπράττεται στο πλαίσιο στενής σχέσης, δράστης είναι πρόσωπο το οποίο είναι ή υπήρξε σύζυγος ή σύντροφος του θύματος, ή είναι άλλο μέλος της οικογενείας του, ασχέτως αν μοιράζεται ή έχει μοιρασθεί την ίδια στέγη με το θύμα. Η βία αυτή μπορεί να καλύπτει σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βία και να προξενεί σωματική ή ψυχική βλάβη, συγκινησιακή δοκιμασία ή οικονομική ζημία. Η βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων αποτελεί σοβαρό και συχνά συγκεκαλυμμένο κοινωνικό πρόβλημα που μπορεί να προκαλεί συστηματικό ψυχολογικό και σωματικό τραυματισμό με σοβαρές συνέπειες διότι διαπράττεται από πρόσωπο το οποίο ευλόγως έχει την εμπιστοσύνη του θύματος. Τα θύματα βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων ενδέχεται επομένως να χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας. Οι γυναίκες θίγονται δυσανάλογα από αυτή τη μορφή βίας και η κατάσταση μπορεί να είναι πιο σοβαρή αν η γυναίκα είναι εξαρτημένη από το δράστη οικονομικά, κοινωνικά ή όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής της.

(9)         Η ιδιότητα του θύματος θα πρέπει να αναγνωρίζεται ασχέτως του εντοπισμού, της σύλληψης, της δίωξης ή της καταδίκης του δράστη καθώς και της οικογενειακής σχέσης μεταξύ δράστη και θύματος. Μέλη της οικογενείας των θυμάτων ενδέχεται επίσης να βλάπτονται λόγω του εγκλήματος. Αυτό ισχύει ειδικότερα για τα μέλη της οικογενείας προσώπου του οποίου ο θάνατος προκλήθηκε άμεσα από εγκληματική ενέργεια. Επομένως, βάσει της παρούσας οδηγίας, δύνανται να τυγχάνουν προστασίας και τα έμμεσα θύματα. Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν διαδικασίες για τον περιορισμό του αριθμού των μελών της οικογενείας του θύματος που μπορούν να επωφελούνται από τα δυνάμει της παρούσας οδηγίας δικαιώματα. Εφόσον το θύμα είναι παιδί, το ίδιο το παιδί ή ο δικαιούχος της γονικής μέριμνας εξ ονόματος του παιδιού θα πρέπει να δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που παρέχει η παρούσα οδηγία εκτός αν αυτό δεν είναι προς το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διοικητικές διαδικασίες και διατυπώσεις για την επιβεβαίωση ενός προσώπου ως θύματος.

(9a)       Ο ρόλος των θυμάτων στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και η δυνατότητά τους να συμμετέχουν ενεργά στην ποινική διαδικασία ποικίλλουν στα κράτη μέλη, αναλόγως του εθνικού συστήματος, καθορίζονται δε βάσει ενός από τα ακόλουθα κριτήρια : το εθνικό σύστημα προβλέπει νομικό καθεστώς διαδίκου σε ποινική διαδικασία, το θύμα υπέχει νομική υποχρέωση ή καλείται να συμμετάσχει ενεργά στην ποινική διαδικασία, λ.χ. ως μάρτυρας, και/ή το θύμα δικαιούται δυνάμει του εθνικού δικαίου να συμμετάσχει ενεργά στην ποινική διαδικασία και επιδιώκει την άσκηση του δικαιώματός του, όταν το εθνικό σύστημα δεν προβλέπει νομικό καθεστώς διαδίκου στην ποινική διαδικασία. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν ποιο από τα κριτήρια αυτά εφαρμόζεται για τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής των δικαιωμάτων που προβλέπονται δυνάμει των άρθρων, όταν υπάρχουν αναφορές στο ρόλο του θύματος στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης.

(9β)       Οι πληροφορίες και συμβουλές που παρέχονται από τις δημόσιες αρχές, τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνουν διάφορες μορφές, ώστε να γίνονται κατανοητές από το θύμα. Οι εν λόγω πληροφορίες και συμβουλές θα πρέπει να παρέχονται σε γλώσσα απλή και κατανοητή. Επίσης, θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι το ίδιο το θύμα μπορεί να γίνεται κατανοητό κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ως προς αυτό, πρέπει να εξετάζεται εάν το θύμα γνωρίζει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την παροχή πληροφοριών, η ηλικία του, η ωριμότητα, οι πνευματικές και συναισθηματικές του ικανότητες, το επίπεδο στοιχειώδους εκπαίδευσης και κάθε νοητική ή φυσική ανεπάρκεια, όπως για παράδειγμα σε σχέση με την όραση ή την ακοή. Θα πρέπει να λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη οι δυσκολίες κατανόησης ή επικοινωνίας που μπορεί να οφείλονται σε κάποιου είδους αναπηρία, όπως προβλήματα ακοής ή ομιλίας. Επίσης, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες αδυναμίες επικοινωνίας του θύματος.

(9γ)       Ο χρόνος υποβολής της καταγγελίας θα πρέπει να θεωρείται ότι εμπίπτει στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας. Αυτό περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις αυτεπάγγελτης κίνησης της ποινικής διαδικασίας από τις αρχές συνεπεία εγκληματικής πράξης κατά του θύματος.

(9δ)       Πληροφορίες για την επιστροφή των εξόδων μπορούν να παρέχονται , από τη στιγμή της πρώτης επαφής με αρμόδια αρχή, π.χ. σε φυλλάδιο που περιλαμβάνει τους βασικούς όρους. Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, σε αυτό το πρώιμο στάδιο της ποινικής διαδικασίας, να αποφασίσουν αν το εν λόγω θύμα πληροί τους όρους επιστροφής των εξόδων.

(9ε)       Όταν τα θύματα καταγγέλλουν αξιόποινη πράξη, θα πρέπει να λαμβάνουν έγγραφη βεβαίωση της αστυνομίας, στο οποίο αναφέρονται τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος, όπως το είδος του εγκλήματος, ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, η προκληθείσα ζημία και βλάβη κλπ. Η βεβαίωση θα πρέπει να αναφέρει αριθμό φακέλου και το χρόνο και τόπο καταγγελίας του εγκλήματος προκειμένου να χρησιμεύσει ενδεχομένως ως τεκμηρίωση της καταγγελίας, π.χ. σε σχέση με ασφαλιστικές αξιώσεις.

(9στ)     Με την επιφύλαξη των κανόνων περί παραγραφής, η καθυστερημένη καταγγελία αξιόποινης πράξης λόγω φόβου αντιποίνων, ταπείνωσης ή στιγματισμού δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την άρνηση βεβαίωσης της καταγγελίας του θύματος.

(10)    Κατά την παροχή πληροφοριών θα πρέπει να δίδονται επαρκείς λεπτομέρειες ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα θύματα αντιμετωπίζονται με σεβασμό και ότι είναι σε θέση να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ▌. Ως προς αυτό, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τους παρέχονται πληροφορίες ώστε να γνωρίζουν την εκάστοτε κατάσταση κάθε διαδικασίας ▌ . Επίσης, είναι σημαντικό να παρέχονται στα θύματα πληροφορίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν κατά πόσο θα ζητήσουν να επανεξεταστεί απόφαση μη δίωξης. Εάν δεν απαιτείται ρητά, οι πληροφορίες που κοινοποιούνται στο θύμα μπορούν να παρασχεθούν προφορικά ή γραπτά, μεταξύ άλλων με ηλεκτρονικά μέσα.

(10α)     Οι πληροφορίες προς το θύμα θα πρέπει να αποστέλλονται στην τελευταία γνωστή διεύθυνση αλληλογραφίας ή στα ηλεκτρονικά στοιχεία επικοινωνίας που έχουν δοθεί στην αρμόδια αρχή από το θύμα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, π.χ. λόγω του μεγάλου αριθμού θυμάτων σε μια υπόθεση, οι πληροφορίες μπορούν να παρέχονται μέσω του τύπου, μέσω της επίσημης ιστοσελίδας της αρμόδιας αρχής ή άλλου ανάλογου διαύλου επικοινωνίας.

(10β)     Τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να παρέχουν πληροφορίες, όταν η αποκάλυψη των πληροφοριών θα μπορούσε να επηρεάσει τον ορθό χειρισμό μία υπόθεσης ή να βλάψει συγκεκριμένη υπόθεση ή συγκεκριμένο πρόσωπο, ή αν το κράτος μέλος θεωρεί ότι αντιβαίνει στα ουσιώδη συμφέροντα της εθνικής του ασφάλειας.

(10γ)     Οι οικείες αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μεριμνούν ώστε τα θύματα να λαμβάνουν ενημερωμένα στοιχεία επαφής προκειμένου να επικοινωνούν όσον αφορά την υπόθεσή τους, εκτός αν το θύμα έχει εκφράσει την επιθυμία να μη λαμβάνει τις πληροφορίες αυτές.

(10δ)     Η αναφορά σε «απόφαση», στο πλαίσιο του δικαιώματος ενημέρωσης, μετάφρασης και διερμηνείας θα πρέπει να ερμηνεύεται μόνο ως αναφορά στη διαπίστωση της ενοχής ή σε κατ’ άλλο τρόπο περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Οι λόγοι της απόφασης αυτής μπορούν να γνωστοποιηθούν στο θύμα είτε μέσω αντίγραφου του εγγράφου το οποίο περικλείει την απόφαση είτε μέσω σύντομης περίληψής τους.

(10ε)     Το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με το χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής δίκης συνεπεία καταγγελίας αξιόποινης πράξης κατά του θύματος ισχύει επίσης για την ενημέρωση σχετικά με το χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής ακρόασης που αφορά έφεση ασκηθείσα κατά απόφασης στη συγκεκριμένη υπόθεση.

(10στ)   Θα πρέπει να παρέχονται στα θύματα συγκεκριμένες πληροφορίες για την αποφυλάκιση ή την απόδραση του δράστη εφόσον έχουν εκφράσει σχετική επιθυμία, τουλάχιστον όταν υπάρχει ενδεχόμενος ή διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης των θυμάτων, εκτός εάν υπάρχει διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης του δράστη λόγω της κοινοποίησης των πληροφοριών. Όταν υπάρχει διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης του δράστη λόγω της κοινοποίησης των πληροφοριών, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλους τους κινδύνους κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τις ενδεδειγμένες ενέργειες. Η αναφορά σε «διαπιστωμένο κίνδυνο βλάβης των θυμάτων» θα πρέπει να καλύπτει παράγοντες όπως η σοβαρότητα ή η φύση του εγκλήματος και ο κίνδυνος αντιποίνων. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να ισχύει σε περιπτώσεις ησσόνων εγκλημάτων με μικρή πιθανότητα βλάβης του θύματος .

(10ζ)     Τα θύματα θα πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με οιοδήποτε δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης αποφυλάκισης του δράστη, εφόσον προβλέπεται το δικαίωμα αυτό στο εθνικό δίκαιο.

(12)       Η δικαιοσύνη δεν μπορεί να αποδοθεί αποτελεσματικά εάν τα θύματα δεν μπορέσουν να εξηγήσουν με τον κατάλληλο τρόπο τις περιστάσεις του εγκλήματος που υπέστησαν και να καταθέσουν τα αποδεικτικά τους στοιχεία με μορφή κατανοητή για τις αρμόδιες αρχές. Είναι επίσης σημαντικό να εξασφαλιστεί ότι η μεταχείριση του θύματος γίνεται με σεβασμό και ότι μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Συνεπώς θα πρέπει να προβλέπεται πάντα, σύμφωνα με το ρόλο του θύματος στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, δωρεάν διερμηνεία κατά την εξέταση του θύματος και για την ενεργό συμμετοχή του στην ακροαματική διαδικασία. Όσον αφορά άλλες πτυχές της ποινικής διαδικασίας, η ανάγκη υπηρεσίας διερμηνείας και μετάφρασης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με ειδικά θέματα, τον ρόλο του θύματος, τη συμμετοχή του στη διαδικασία και ορισμένα άλλα ειδικά δικαιώματα τα οποία απολαμβάνει. Στις περιπτώσεις αυτές, υπηρεσίες διερμηνείας και μετάφρασης πρέπει να παρέχονται μόνο στον βαθμό που απαιτείται προκειμένου τα θύματα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

(12α)     Τα θύματα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να προσβάλλουν απόφαση με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ανάγκη μετάφρασης ή διερμηνείας, σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου. Το δικαίωμα αυτό δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν χωριστό μηχανισμό ή διαδικασία καταγγελιών για την προσβολή της εν λόγω απόφασης και δεν θα πρέπει να προκαλεί αδικαιολόγητη παράταση της ποινικής διαδικασίας. Αρκεί εσωτερική επανεξέταση της απόφασης.

(12β)     Το γεγονός ότι το θύμα ομιλεί μόνο μία γλώσσα, η οποία είναι σπάνια, δεν δικαιολογεί αφ΄εαυτού την απόφαση ότι η μετάφραση ή διερμηνεία θα προκαλούσε αδικαιολόγητη παράταση της ποινικής διαδικασίας.

(13)       Η υποστήριξη που παρέχεται ▌πρέπει να είναι διαθέσιμη από τη στιγμή που οι αρχές αποκτούν επίγνωση για το θύμα και καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και για κατάλληλο χρονικό διάστημα μετά από τις διαδικασίες αυτές, σύμφωνα με τις ανάγκες του θύματος και τα δικαιώματα δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Η υποστήριξη πρέπει να παρέχεται με διάφορα μέσα, χωρίς υπερβολικές διατυπώσεις και με επαρκή γεωγραφική κατανομή, ώστε να δίδεται η δυνατότητα σε όλα τα θύματα να έχουν πρόσβαση σ'αυτές τις υπηρεσίες. Τα θύματα που έχουν υποστεί σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος ενδέχεται να χρειάζονται υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης ▌.

(13α)     Όσοι είναι εξαιρετικά ευάλωτοι ή ιδιαίτερα εκτεθειμένοι, όπως τα πρόσωπα κατά των οποίων ασκείται κατ’ επανάληψη βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων, τα θύματα βίας λόγω φύλου ή τα πρόσωπα που έχουν πέσει θύματα άλλου είδους εγκλημάτων σε κράτος μέλος του οποίου δεν είναι υπήκοοι ή κάτοικοι, χρειάζονται ειδική υποστήριξη και νομική προστασία. Οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης θα πρέπει να βασίζονται σε ολοκληρωμένη και στοχευμένη προσέγγιση η οποία λαμβάνει υπόψη κυρίως τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων, τη σοβαρότητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω του εγκλήματος, καθώς και τη σχέση ανάμεσα στα θύματα, τους δράστες, τα παιδιά και το ευρύτερο περιβάλλον τους. Βασικό καθήκον των υπηρεσιών αυτών και του προσωπικού τους, που έχουν καίριο ρόλο στην υποστήριξη του θύματος ώστε να συνέλθει από και να ξεπεράσει τη βλάβη ή το τραύμα που έχει πιθανώς υποστεί από την αξιόποινη πράξη, θα πρέπει να είναι η ενημέρωση των θυμάτων σχετικά με τα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας και η συμβολή τους ώστε τα θύματα να μπορούν να λαμβάνουν αποφάσεις σε ενθαρρυντικό περιβάλλον που τα αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια, σεβασμό και ευαισθησία. Η υποστήριξη που παρέχεται από τις ειδικές αυτές υπηρεσίες μπορεί να λαμβάνει διάφορες μορφές, μεταξύ άλλων την παροχή προστασίας και ασφαλούς στέγης, την άμεση ιατρική υποστήριξη, την παραπομπή σε ιατρική και ιατροδικαστική εξέταση για αποδεικτικά στοιχεία σε περιπτώσεις βιασμού και σεξουαλικής επίθεσης, την παροχή βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ψυχολογικής υποστήριξης, μετατραυματικής περίθαλψης, νομικών συμβουλών, πρόσβασης σε υπηρεσίες συνηγορίας και ειδικών υπηρεσιών για τα παιδιά ως άμεσα ή έμμεσα θύματα. Οι υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων δεν αναμένεται εξ ορισμού να παρέχουν οι ίδιες εκτενή ειδικευμένη και επαγγελματική εμπειρογνωμοσύνη. Οι υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων θα πρέπει να βοηθούν τα θύματα, εφόσον απαιτείται, να χρησιμοποιούν τις υπάρχουσες επαγγελματικές υπηρεσίες υποστήριξης, λόγου χάρη ψυχολόγους.

(14)       Μολονότι η παροχή υποστήριξης δεν πρέπει να εξαρτάται από την υποβολή καταγγελίας εκ μέρους θύματος σε αρμόδια αρχή, όπως στην αστυνομία, οι αρχές αυτές είναι συχνά οι πλέον κατάλληλες για να ενημερώσουν τα θύματα για τις δυνατότητες υποστήριξης. Για τον λόγο αυτόν, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να δημιουργήσουν κατάλληλο πλαίσιο συνθηκών που να καθιστά δυνατή την παραπομπή των θυμάτων σε υπηρεσίες υποστήριξης, εξασφαλίζοντας κυρίως ότι μπορεί να τηρηθούν και τηρούνται οι απαιτήσεις προστασίας των δεδομένων. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι επανειλημμένες παραπομπές.

(14α)     Το δικαίωμα ακρόασης των θυμάτων θα πρέπει επίσης να θεωρείται ότι παρέχεται όταν τα θύματα έχουν τη δυνατότητα να καταθέσουν ή να δώσουν εξηγήσεις γραπτώς.

(14β)     Το δικαίωμα ακρόασης των παιδιών θυμάτων κατά την ποινική διαδικασία δεν θα πρέπει να αποκλείεται μόνο επειδή το θύμα είναι παιδί ή λόγω της ηλικίας του παιδιού.

(15)       Το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης για τη μη άσκηση δίωξης αφορά αποφάσεις εισαγγελέων και ανακριτών ή αρχών επιβολής του νόμου, όπως αστυνομικών, αλλά όχι αποφάσεις δικαστηρίων. Η επανεξέταση της απόφασης μη άσκησης δίωξης θα πρέπει να διενεργείται από διαφορετικό πρόσωπο ή αρχή από αυτήν που εξέδωσε την αρχική απόφαση, εκτός εάν η εν λόγω απόφαση εξεδόθη από την ανώτατη εισαγγελική αρχή, η απόφαση της οποίας δεν επιδέχεται επανεξέταση· στην περίπτωση αυτή, η επανεξέταση μπορεί να διενεργείται από την ίδια αρχή. Το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης για τη μη άσκηση δίωξης δεν αφορά ειδικές διαδικασίες, όπως διαδικασίες κατά βουλευτών ή μελών της κυβέρνησης, όσον αφορά την άσκηση των επίσημων καθηκόντων τους.

(15α)     Η απόφαση περάτωσης της διαδικασίας θα πρέπει να καλύπτει και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εισαγγελέας αποφασίζει να αποσύρει τις κατηγορίες ή να παύσει την ποινική δίωξη.

(15β)     Η απόφαση του εισαγγελέα που έχει ως αποτέλεσμα εξωδικαστικό διακανονισμό και, ως εκ τούτου, την περάτωση της διαδικασίας δεν θα πρέπει να στερεί από τα θύματα το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης του εισαγγελέα να μην ασκήσει δίωξη, εκτός αν με τον εξωδικαστικό διακανονισμό επιβάλλεται προειδοποίηση ή υποχρέωση.

(16)       Οι υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπως η διαμεσολάβηση μεταξύ θύματος και δράστη, οι ευρύτερες οικογενειακές συναντήσεις και οι κύκλοι καθορισμού της ποινής, μπορεί να ωφελήσουν σε μεγάλο βαθμό το θύμα, αλλά απαιτούν ορισμένες διασφαλίσεις προκειμένου να αποφευχθεί η περαιτέρω θυματοποίηση. Οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει να έχουν ως πρωταρχικό κριτήριο τα συμφέροντα και τις ανάγκες του θύματος, την αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη και την πρόληψη άλλης βλάβης. Κατά την παραπομπή υπόθεσης στην αποκαταστατική δικαιοσύνη και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποκατάστασης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ορισμένοι παράγοντες όπως το είδος, η φύση και η σοβαρότητα του εγκλήματος, ο βαθμός του τραύματος που έχει προκληθεί, η κατ' επανάληψη παραβίαση της σωματικής, σεξουαλικής ή ψυχολογικής ακεραιότητας του θύματος, οι ανισορροπίες συσχετισμού δυνάμεων, η ηλικία, η ωριμότητα ή η νοητική ικανότητα του θύματος, οι οποίοι θα μπορούσαν να περιορίσουν ή να μειώσουν την ικανότητά του να κάνει συνειδητή επιλογή ή να έχουν αρνητικές επιπτώσεις για το θύμα. Οι ιδιωτικές διαδικασίες πρέπει γενικά να έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, πλην αντίθετης συμφωνίας των διαδίκων ή εκτός αν προβλέπεται διαφορετική ρύθμιση στο εθνικό δίκαιο λόγω υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος. Ορισμένοι παράγοντες, όπως απειλές ή οιαδήποτε μορφή βίας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί ότι πρέπει να γνωστοποιούνται για το κοινό συμφέρον.

(16α)  Τα θύματα δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα υποβάλλονται σε έξοδα για να συμμετάσχουν σε ποινική διαδικασία. Ωστόσο, όταν το πράττουν δεν πρέπει να προκαλούν περιττά έξοδα. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να καλύπτουν μόνο τα αναγκαία έξοδα, αλλά δεν υποχρεούνται να καλύπτουν τα δικαστικά έξοδα των θυμάτων. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν όρους πληρωμής στο εθνικό δίκαιο, όπως προθεσμίες για την αίτηση επιστροφής εξόδων, τυποποιημένους συντελεστές για τα έξοδα διατροφής και μετακίνησης και μέγιστα ημερήσια ποσά για απώλεια εσόδων. Το δικαίωμα επιστροφής εξόδων σε ποινική διαδικασία δεν θα πρέπει να αφορά την περίπτωση κατά την οποία το θύμα έχει δώσει κατάθεση σχετικά με εγκληματική πράξη. Τα έξοδα πρέπει να αποδίδονται μόνο στο βαθμό που το θύμα υποχρεούται ή καλείται από τις αρμόδιες αρχές να παραστεί και να συμμετάσχει ενεργώς στη διαδικασία .

(16β)     Τα αποδοτέα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν κατασχεθεί κατά την ποινική διαδικασία θα πρέπει να επιστρέφονται το ταχύτερο δυνατό στο θύμα του εγκλήματος, εκτός εάν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, όπως διαφορά σχετικά με την κυριότητα ή την κατοχή των περιουσιακών στοιχείων, ή εάν είναι παράνομα τα ίδια τα περιουσιακά στοιχεία. Η επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων δεν θίγει τη νόμιμη φύλαξή τους για το σκοπό άλλων νομικών διαδικασιών.

(16γ)     Το δικαίωμα απόφασης για τη χορήγηση αποζημίωσης από τον δράστη και η οικεία εφαρμοστέα διαδικασία θα πρέπει να ισχύουν και για τα θύματα που διαμένουν σε κράτος μέλος διαφορετικό του κράτους τέλεσης του εγκλήματος.

(16δ)     Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία όσον αφορά τη διαβίβαση των καταγγελιών δεν θα πρέπει να θίγει την αρμοδιότητα των κρατών μελών να κινούν διαδικασίες ούτε τους κανόνες περί σύγκρουσης δικαιοδοσίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών, που θεσπίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 2009 για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις[15].

(16ε)     Εφόσον το θύμα έχει εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους τέλεσης του εγκλήματος, το εν λόγω κράτος δεν υποχρεούται πλέον να παρέχει συνδρομή, υποστήριξη και προστασία εκτός αν αφορά άμεσα ποινική διαδικασία την οποία διεξάγει όσον αφορά το εν λόγω έγκλημα, όπως ειδικά μέτρα προστασίας κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Το κράτος μέλος κατοικίας του θύματος θα πρέπει να παρέχει την αναγκαία βοήθεια, υποστήριξη και προστασία για την αποκατάσταση του θύματος.

(16στ)   Θα πρέπει να προβλέπονται μέτρα για τη διαφύλαξη της αξιοπρέπειας και την προστασία των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους από αντίποινα, εκφοβισμό, επανειλημμένη ή επακόλουθη θυματοποίηση, όπως ασφαλιστικά μέτρα, εντολές προστασίας ή περιοριστικά μέτρα.

(16ζ)   Ο κίνδυνος να υποστεί το θύμα περαιτέρω θυματοποίηση είτε από τον δράστη είτε ως αποτέλεσμα της συμμετοχής του στην ποινική διαδικασία θα πρέπει να περιοριστεί με τη συντονισμένη εφαρμογή της διαδικασίας, έτσι ώστε η μεταχείριση των θυμάτων γίνεται με σεβασμό και να τους παρέχεται η δυνατότητα να αναπτύξουν σχέσεις εμπιστοσύνης με τις αρχές. Η αλληλεπίδραση με τις αρχές θα πρέπει να είναι όσο το δυνατό ευκολότερη, να περιορίζεται ο αριθμός των μη αναγκαίων αλληλεπιδράσεων με το θύμα, παραδείγματος χάρη, με τη μαγνητοσκόπηση της εξέτασης, και να χορηγείται άδεια να χρησιμοποιηθεί κατά τη δικαστική διαδικασία. Για να αποφευχθεί η ταλαιπωρία του θύματος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και ιδίως ως αποτέλεσμα οπτικής επικοινωνίας με τον δράστη, την οικογένειά του, τους συνεταίρους ή το κοινό, οι επαγγελματίες του κλάδου θα πρέπει να διαθέτουν ευρύ φάσμα μέτρων. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να λάβουν, ιδίως στα κτίρια των δικαστηρίων και στα αστυνομικά τμήματα, εφικτά και πρακτικά μέτρα ώστε να εξοπλισθούν οι εγκαταστάσεις με χωριστές εισόδους, χώρους αναμονής κλπ., για τα θύματα. Επιπλέον τα κράτη μέλη θα πρέπει να σχεδιάζουν, κατά το δυνατόν, τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας ούτως ώστε να αποφεύγονται οι επαφές μεταξύ του δράστη και των θυμάτων και των μελών της οικογενείας τους, παραδείγματος χάρη κλητεύοντας το θύμα και το δράστη σε ακροάσεις σε διαφορετική ώρα.

(16η)     Η προστασία της ιδιωτικής ζωής του θύματος μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέσο για την πρόληψη επακόλουθης θυματοποίησης και μπορεί να επιτευχθεί χάρη σε μια σειρά μέτρων που συμπεριλαμβάνουν τη μη κοινολόγηση ή την περιορισμένη κοινολόγηση πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα και τον τόπο στον οποίον βρίσκεται το θύμα. Η προστασία αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τα θύματα παιδικής ηλικίας, κυρίως η μη κοινολόγηση του ονόματός τους. Ενδέχεται ωστόσο σε ορισμένες έκτακτες περιπτώσεις να είναι προς όφελος του παιδιού η αποκάλυψη ή ακόμη και η ευρεία διάδοση πληροφοριών, π.χ. σε περίπτωση απαγωγής του παιδιού. Τα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της εικόνας των θυμάτων και των μελών της οικογενείας τους θα πρέπει πάντοτε να συνάδουν με τα άρθρα 6 και 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και την ελευθερία της έκφρασης.

(17)    Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, ορισμένα θύματα είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα στον κίνδυνο επακόλουθης και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης και εκφοβισμού από το δράστη▌. Ο κίνδυνος αυτός οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, στο είδος ή τη φύση του εγκλήματος και στις περιστάσεις τέλεσής του. Μόνο με την ταχύτερη δυνατή διεξαγωγή ατομικών αξιολογήσεων είναι δυνατόν να εντοπισθεί αποτελεσματικά ο εν λόγω κίνδυνος. Όλα τα θύματα θα πρέπει να υπάγονται σε αξιολόγηση προκειμένου να καθορίζεται αν κινδυνεύουν να υποστούν περαιτέρω θυματοποίηση και ποια συγκεκριμένα μέτρα προστασίας απαιτούνται.

(18)    Στις ατομικές αξιολογήσεις θα πρέπει ▌να λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος όπως η ηλικία, το φύλο, και η ταυτότητα ή έκφραση του φύλου, η εθνότητα, η φυλή, η θρησκεία, ο γενετήσιος προσανατολισμός,▌ η υγεία, η αναπηρία, το καθεστώς διαμονής, οι δυσκολίες επικοινωνίας, η σχέση με τον δράστη ή η εξάρτηση από αυτόν, προηγούμενη εμπειρία από εγκληματικές πράξεις, το είδος ή η φύση του εγκλήματος ή οι περιστάσεις του εγκλήματος όπως έγκλημα μίσους ή έγκλημα λόγω προκαταλήψεων ή έγκλημα που διαπράχθηκε με κίνητρο σχετικό με διάκριση, σεξουαλική βία, βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων, όπου ο δράστης ήταν σε θέση ισχύος, το γεγονός ότι η κατοικία του θύματος βρίσκεται σε συνοικία με μεγάλη εγκληματικότητα ή στην οποία κυκλοφορούν συμμορίες, ή το γεγονός ότι το θύμα είναι αλλοδαπός.

(18α)     Τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, βίας λόγω φύλου, εγκλημάτων μίσους, τα θύματα με αναπηρίες και τα παιδιά θύματα τείνουν να υφίστανται σε μεγάλο βαθμό επακόλουθη ή επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση η εκφοβισμό. Θα πρέπει να αξιολογείται με ιδιαίτερη προσοχή αν τα θύματα αυτά κινδυνεύουν να υποστούν περαιτέρω θυματοποίηση και θα πρέπει να υπάρχει ισχυρό τεκμήριο ότι θα ωφεληθούν από τα ειδικά μέτρα προστασίας .

(19)    Τα θύματα τα οποία έχουν κριθεί ευάλωτα στον κίνδυνο επακόλουθης και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης ή εκφοβισμού θα πρέπει να τυγχάνουν κατάλληλων μέτρων προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Η ακριβής φύση ▌αυτών των μέτρων θα πρέπει να καθορίζεται μέσω της ατομικής αξιολόγησης συνεκτιμώντας την επιθυμία του θύματος. Η εμβέλεια των μέτρων θα πρέπει να καθορίζεται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και σύμφωνα με τους κανόνες της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Οι ανησυχίες και οι φόβοι των θυμάτων σε σχέση με τη διαδικασία θα πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη παράγοντα προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον χρειάζονται κάποιο ειδικό μέτρο.

(19α)     Λόγω άμεσων επιχειρησιακών αναγκών και περιορισμών ενδέχεται να είναι αδύνατον να εξασφαλισθεί, λ.χ., ότι η εξέταση του θύματος θα διενεργείται πάντα από τον ίδιο αστυνομικό· οι περιορισμοί αυτοί μπορεί να οφείλονται π.χ. σε ασθένεια, άδεια μητρότητας ή γονική άδεια. Εκτός αυτού, οι ειδικοί χώροι που προορίζονται για την εξέταση των θυμάτων μπορεί να μην είναι διαθέσιμοι λόγω ανακαίνισης, κλπ. Σε περίπτωση τέτοιων επιχειρησιακών ή πρακτικών περιορισμών, μπορεί να υπάρξουν περιπτώσεις στις οποίες είναι αδύνατη η εφαρμογή ειδικού μέτρου που αποφασίσθηκε μετά από την ατομική αξιολόγηση.

(23)       Όταν, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, πρόκειται να οριστεί κηδεμόνας ή ▌εκπρόσωπος για τα παιδιά, οι ρόλοι αυτοί μπορούν να επιτελούνται από το ίδιο πρόσωπο ή από νομικό πρόσωπο, ίδρυμα ή αρχή.

(24)     Κάθε υπάλληλος που συμμετέχει σε ποινική διαδικασία ο οποίος ενδέχεται να έλθει σε προσωπική επαφή με θύματα θα πρέπει να έχει πρόσβαση σε και να λαμβάνει κατάλληλη εκπαίδευση, ούτως ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζει ▌ τα θύματα και τις ανάγκες τους, και να τα αντιμετωπίζει με σύνεση, σεβασμό, επαγγελματισμό και χωρίς διακρίσεις, στο πλαίσιο τόσο της αρχικής όσο και της συνεχούς εκπαίδευσης, και σε βαθμό ανάλογο με την επαφή του με τα θύματα. Οι επαγγελματίες του κλάδου που ενδέχεται να συμμετέχουν στην ατομική αξιολόγηση για τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων αναγκών προστασίας του θύματος και να κρίνουν αν το θύμα χρειάζεται ειδικά μέτρα προστασίας θα πρέπει να λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση για τη διενέργεια της αξιολόγησης αυτής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν την εν λόγω απαίτηση εκπαίδευσης για τις αστυνομικές υπηρεσίες και το προσωπικό των δικαστικών αρχών. Θα πρέπει επίσης να προτείνεται η εκπαίδευση για δικηγόρους, εισαγγελείς και δικαστές και για τους επαγγελματίες του κλάδου που παρέχουν υποστήριξη στα θύματα και υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Η εν λόγω απαίτηση θα πρέπει να περιλαμβάνει εκπαίδευση σχετικά με τις ειδικές υπηρεσίες στις οποίες θα πρέπει να παραπέμπονται τα θύματα ή εξειδικευμένη κατάρτιση όταν η εργασία τους έχει ως επίκεντρο θύματα με ειδικές ανάγκες, και ειδική ψυχολογική εκπαίδευση ανάλογα με την περίπτωση. Η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη διάσταση του φύλου όταν χρειάζεται. Οι δράσεις των κρατών μελών για την εκπαίδευση θα πρέπει να συμπληρώνονται με κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών σύμφωνα με το ψήφισμα του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 2011.

(25)       Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ενθαρρύνουν τη στενή συνεργασία με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και, κυρίως, με τις αναγνωρισμένες και ενεργές μη κυβερνητικές οργανώσεις που βοηθούν θύματα εγκληματικών πράξεων, ιδιαίτερα στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση πολιτικών, εκστρατειών για τη βελτίωση της πληροφόρησης και της ευαισθητοποίησης, ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και στο πλαίσιο της κατάρτισης, καθώς και στο πλαίσιο της παρακολούθησης και της αξιολόγησης του αντικτύπου των μέτρων υποστήριξης και προστασίας θυμάτων εγκληματικών πράξεων. Για να αντιμετωπίζονται τα θύματα εγκληματικών πράξεων με την κατάλληλη προσοχή και για να λαμβάνουν την κατάλληλη υποστήριξη και προστασία, οι δημόσιες υπηρεσίες θα πρέπει να εργάζονται με συντονισμένο τρόπο και να έχουν συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης - σε επίπεδο Ένωσης και σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Θα πρέπει να παρέχεται βοήθεια στα θύματα ώστε να βρίσκουν και να απευθύνονται στις κατάλληλες αρχές προκειμένου να αποφεύγονται οι επανειλημμένες παραπομπές. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μελετήσουν την ανάπτυξη της παροχής πολλαπλών υπηρεσιών σύμφωνα με την αρχή του "μοναδικού σημείου πρόσβασης" ή της "μονοαπευθυντικής θυρίδας" για την αντιμετώπιση των πολλαπλών αναγκών των θυμάτων όταν εμπλέκονται στην ποινική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης λήψης πληροφοριών, υποστήριξης, βοήθειας, προστασίας και αποζημίωσης.

(25α)     Προκειμένου να ενθαρρυνθούν και να διευκολυνθούν οι καταγγελίες και να μπορέσουν τα θύματα να σπάσουν τον κύκλο της επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης, είναι απαραίτητο τα θύματα να έχουν στη διάθεσή τους αξιόπιστες υπηρεσίες στήριξης και να είναι οι αρμόδιες αρχές διατεθειμένες να απαντήσουν στις καταγγελίες τους με σεβασμό, προσοχή και με ισότιμο και επαγγελματικό τρόπο. Αυτό θα μπορούσε να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των θυμάτων στα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης και να μειώσει τον αριθμό των μη καταγγελλόμενων εγκλημάτων. Οι επαγγελματίες του κλάδου οι οποίοι ως επί το πλείστον δέχονται καταγγελίες εγκλημάτων από μέρους των θυμάτων εκπαιδεύονται καταλλήλως για να διευκολύνουν την υποβολή της καταγγελίας, απαιτούνται δε μέτρα για την υποβολή καταγγελιών από μέρους τρίτων, συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Θα πρέπει να είναι δυνατή η χρήση τεχνολογιών της επικοινωνίας, όπως το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, οι μαγνητοσκοπήσεις ή επιγραμμικά ηλεκτρονικά έντυπα για την υποβολή καταγγελιών.

(25β)     Η συστηματική και κατάλληλη συλλογή δεδομένων αναγνωρίζεται ως βασικό στοιχείο της αποτελεσματικής χάραξης πολιτικών στον τομέα των δικαιωμάτων των θυμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα συναφή δεδομένα που σχετίζονται με την εφαρμογή εθνικών διαδικασιών στα θύματα εγκληματικών πράξεων, περιλαμβανομένων τουλάχιστον του αριθμού, του είδους ή της φύσης των καταγγελλόμενων εγκλημάτων και, εφόσον τα δεδομένα αυτά είναι γνωστά και διαθέσιμα, του αριθμού, της ηλικίας και του φύλου των θυμάτων. Τα συναφή στατιστικά δεδομένα μπορούν να περιλαμβάνουν δικαστικά δεδομένα τα οποία καταγράφουν οι δικαστικές αρχές και οι υπηρεσίες επιβολής του νόμου και, κατά το μέτρο του δυνατού, διοικητικά δεδομένα που συγκεντρώνουν οι υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας, καθώς και οι δημόσιες και μη κυβερνητικές οργανώσεις υποστήριξης των θυμάτων, αποκαταστατικής δικαιοσύνης και άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με τα θύματα εγκληματικών πράξεων. Τα δικαστικά δεδομένα μπορούν να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τα καταγγελλόμενα εγκλήματα, τον αριθμό των διερευνώμενων υποθέσεων, των διώξεων και των σχετικών καταδικών. Τα διοικητικά δεδομένα ανά υπηρεσία μπορούν να περιλαμβάνουν, κατά το μέτρο του δυνατού, δεδομένα σχετικά με τον τρόπο χρήσης από τα θύματα των υπηρεσιών που παρέχονται από κυβερνητικούς φορείς και από δημόσιες και ιδιωτικές οργανώσεις υποστήριξης, όπως τον αριθμό των περιπτώσεων παραπομπής θυμάτων από την αστυνομία προς τις υπηρεσίες υποστήριξης και τον αριθμό των θυμάτων που ζητούν, λαμβάνουν και δεν λαμβάνουν υποστήριξη ή αποκαταστατική δικαιοσύνη.

(26)       Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, συγκεκριμένα η θέσπιση ▌ ελάχιστων προτύπων για τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, δεν μπορεί να επιτευχθεί ικανοποιητικά με τη μονομερή δράση των κρατών μελών, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, αλλά μπορεί αντιθέτως, λόγω της κλίμακας και των δυνητικών αποτελεσμάτων του, να επιτευχθεί καλύτερα στο επίπεδο της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίζει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο αυτό, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτού του στόχου.

(27)       Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να προστατεύονται δυνάμει της απόφασης- πλαισίου 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζονται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 28ης Ιανουαρίου 1981, για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα, την οποία έχουν επικυρώσει όλα τα κράτη μέλη.

(28)       Η παρούσα οδηγία δεν θίγει διατάξεις μεγαλύτερης εμβέλειας που περιλαμβάνονται σε άλλες πράξεις της Ένωσης οι οποίες καλύπτουν με πιο στοχοθετημένο τρόπο τις ειδικές ανάγκες συγκεκριμένων θυμάτων, όπως τα θύματα εμπορίας ανθρώπων και τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και παιδικής πορνογραφίας.

(29)        Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία κοινοποίησαν την επιθυμία τους να μετάσχουν στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(30)       Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση της Δανίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, και ▌δεν δεσμεύεται από αυτή ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Κεφάλαιο 1

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Στόχοι

1.      Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλίσει ότι ▌τα θύματα εγκληματικών πράξεων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2, τυγχάνουν της δέουσας υποστήριξης και προστασίας ▌και είναι ικανά να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία ▌.

         Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, ατομική, επαγγελματική και αμερόληπτη προσέγγιση ▌, σε κάθε επαφή με ▌ τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ή οποιαδήποτε αρμόδια αρχή που ενεργεί στο πλαίσιο των ποινικών διαδικασιών. Τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ασχέτως του καθεστώτος διαμονής τους.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν το θύμα είναι παιδί, πρωταρχικό κριτήριο κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού το οποίο θα αξιολογείται σε ατομική βάση. Σε κάθε επικοινωνία υιοθετείται προσέγγιση με ευαισθησία προς το παιδί, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ηλικία, την ωριμότητα και τις απόψεις, ανάγκες και ανησυχίες του παιδιού. Το παιδί και ο νόμιμος εκπρόσωπός του, εφόσον υπάρχει, ενημερώνεται για τυχόν μέτρα ή δικαιώματα που αφορούν συγκεκριμένα τα δικαιώματα του παιδιού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

1.        Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

(α)      ως «θύματα» νοούνται:

(i)     το φυσικό πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία, συμπεριλαμβανομένης σωματικής ή     ψυχικής βλάβης, συγκινησιακής δοκιμασίας ή οικονομικής απώλειας, που   προκαλείται απευθείας από αξιόποινη πράξη,

(ii)     ▌μέλη της οικογενείας προσώπου ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε απευθείας    από αξιόποινη πράξη και τα οποία έχουν υποστεί ζημία εξ αυτής της αιτίας,

(β)                 ως «μέλη της οικογένειας» νοούνται ο/η σύζυγος, το πρόσωπο που ζει με το θύμα σε μια στενή σχέση δέσμευσης σε σταθερή και συνεχή βάση με κοινό νοικοκυριό, οι συγγενείς σε ευθεία γραμμή, τα αδέλφια και τα εξαρτώμενα από το θύμα πρόσωπα·

(ε)       ως «υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης» νοούνται οποιεσδήποτε διαδικασίες μέσω των οποίων το θύμα και ο δράστης μπορούν, εφόσον δώσουν την ελεύθερη συναίνεσή τους, να συμμετάσχουν ενεργά στην επίλυση των ζητημάτων που απορρέουν από την αξιόποινη πράξη με τη βοήθεια αμερόληπτου τρίτου.

(στ)    «παιδί» κάθε πρόσωπο κάτω των 18 ετών,

2.        Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν διαδικασίες :

(a)       για να περιορίζουν τον αριθμό των μελών της οικογένειας που μπορούν να απολαύουν των δικαιωμάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάθε υπόθεσης· και

(β)    στις υποθέσεις που εμπίπτουν στο άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο α) στοιχείο (ii), να καθορίζουν ποια μέλη της οικογένειας έχουν προτεραιότητα όσον αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

Κεφάλαιο 2

ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ

Άρθρο 2α

Δικαίωμα των θυμάτων να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να βοηθούν τα θύματα να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά, από την πρώτη επαφή τους και σε κάθε αναγκαία επικοινωνία τους με τις αρμόδιες αρχές στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, καθώς και να κατανοούν τις πληροφορίες που παρέχονται από τις εν λόγω αρχές.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε στην επικοινωνία με τα θύματα να χρησιμοποιείται γλώσσα απλή και κατανοητή, είτε προφορικά είτε γραπτά. Στις επικοινωνίες αυτές λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, συμπεριλαμβανομένης τυχόν αναπηρίας η οποία ενδεχομένως θίγει την ικανότητά τους να κατανοούν ή να επικοινωνούν.

3.      Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στα θύματα να συνοδεύονται από πρόσωπο της επιλογής τους κατά την πρώτη τους επαφή με τις αρμόδιες αρχές ,όταν το θύμα χρειάζεται βοήθεια για να κατανοήσει ή για να γίνει κατανοητό λόγω του αντίκτυπου του εγκλήματος, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στα συμφέροντα του θύματος ή θα έβλαπτε την πορεία της διαδικασίας.

Άρθρο 3

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών από την πρώτη επικοινωνία με αρμόδια αρχή

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να παρέχονται στα θύματα οι ακόλουθες πληροφορίες, χωρίς περιττή καθυστέρηση, από την πρώτη τους επαφή με την αρμόδια αρχή προκειμένου να είναι σε θέση να ασκήσουν τα δικαιώματά τους δυνάμει της παρούσας οδηγίας :

(α)    το είδος της υποστήριξης που μπορούν να λάβουν και από ποιον, συμπεριλαμβανομένων κατά περίπτωση βασικών πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη, ειδική υποστήριξη όπως ψυχολογική βοήθεια, και εναλλακτική στέγαση.▌

(δ)    διαδικασίες σχετικά με την υποβολή της καταγγελίας και ο ρόλος των θυμάτων στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών,

(ε)     τρόπος και όροι παροχής προστασίας, συμπεριλαμβανομένων μέτρων           προστασίας,

(στ)  τρόπος και όροι παροχής νομικών συμβουλών, νομικής συνδρομής ή άλλου  είδους συμβουλών,

)     τρόπος και όροι υπό τους οποίους μπορούν να λάβουν αποζημίωση,

(ζα)  τρόπος και όροι υπό τους οποίους δικαιούνται υπηρεσίες διερμηνείας και  μετάφρασης

(η)    εάν κατοικούν σε ▌ κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου της τέλεσης του         εγκλήματος, τυχόν ειδικά μέτρα, διαδικασίες ή ρυθμίσεις που υπάρχουν στη   διάθεσή τους ▌για την προστασία των συμφερόντων τους στο κράτος μέλος στο   οποίο γίνεται η επαφή,

(θ)        τυχόν διαδικασίες υποβολής καταγγελιών σε περίπτωση που τα δικαιώματά τους  δεν γίνονται σεβαστά από την αρμόδια αρχή που ενεργεί στο πλαίσιο της ποινικής   διαδικασίας,

)     χρήσιμες πληροφορίες για λόγους επικοινωνίας σχετικά με την υπόθεσή τους.

α)   διαθέσιμες υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης.

β)   τρόπος και όροι επιστροφής των εξόδων της συμμετοχής τους στην ποινική         διαδικασία.

2.      Η έκταση ή ο βαθμός λεπτομέρειας των πληροφοριών αυτών μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις ειδικές ανάγκες και την προσωπική κατάσταση του θύματος και το είδος ή τη φύση του εγκλήματος. Μπορούν επίσης να παρέχονται πρόσθετες λεπτομέρειες σε μεταγενέστερα στάδια ανάλογα με τις ανάγκες του θύματος και τη χρησιμότητά τους σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Άρθρο 3a

Δικαίωμα των θυμάτων κατά την υποβολή καταγγελίας

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να λαμβάνουν έγγραφο αποδεικτικό για κάθε επίσημη καταγγελία εγκλήματος προς αρμόδια αρχή του κράτους μέλους, στο οποίο αναφέρονται τα βασικά στοιχεία του εγκλήματος.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα που επιθυμούν να καταγγείλουν έγκλημα και δεν κατανοούν ή δεν ομιλούν τη γλώσσα της αρμόδιας αρχής, να είναι σε θέση να υποβάλλουν την καταγγελία σε γλώσσα την οποία κατανοούν ή να λαμβάνουν την αναγκαία γλωσσική βοήθεια.

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα, τα οποία δεν κατανοούν ή δεν ομιλούν τη γλώσσα της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, δωρεάν μετάφραση του έγγραφου αποδεικτικού της καταγγελίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1 σε γλώσσα την οποία κατανοούν.

Άρθρο 4

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών σχετικά με την υπόθεσή τους

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να ενημερώνονται χωρίς περιττή καθυστέρηση σχετικά με το δικαίωμά τους να λαμβάνουν, και ώστε να λαμβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με ▌την ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν της υπ΄αυτών καταγγελίας του εγκλήματος το οποίο διεπράχθη εις βάρος τους :

         (a)         οιαδήποτε απόφαση να μη συνεχισθεί ή να περατωθεί έρευνα ή να μην ασκηθεί δίωξη κατά του δράστη,

         (β)         το χρόνο και τόπο διεξαγωγής της δίκης, και τη φύση των κατηγοριών.

1α.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα, σύμφωνα με το ρόλο τους στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, να ενημερώνονται χωρίς περιττή καθυστέρηση σχετικά με το δικαίωμά τους να λαμβάνουν, και ώστε να λαμβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατόπιν της υπ' αυτών καταγγελίας του εγκλήματος το οποίο διεπράχθη εις βάρος τους :

         (α)         οιαδήποτε οριστική απόφαση εκδοθείσα σε δίκη ▌·

         (β)         πληροφορίες που επιτρέπουν στο θύμα να γνωρίζει την κατάσταση σχετικά με                 την ποινική διαδικασία ▌, εκτός από ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις κατά     τις οποίες είναι δυνατόν να διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή της υπόθεσης,

1β.    Οι πληροφορίες που παρέχονται δυνάμει της παραγράφου 1 σημείο -α) και της παραγράφου 1α σημείο α) περιλαμβάνουν είτε τους λόγους είτε σύντομη περίληψη των λόγων της εν λόγω απόφασης εκτός αν πρόκειται για εμπιστευτική απόφαση ή απόφαση ενόρκων στην οποία δεν παρέχονται οι λόγοι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

1γ.    Η επιθυμία των θυμάτων να λάβουν ή όχι τις πληροφορίες δεσμεύει την αρμόδια αρχή εκτός αν η παροχή των πληροφοριών είναι υποχρεωτική λόγω του δικαιώματος ενεργού συμμετοχής του θύματος στην ποινική διαδικασία. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη ανά πάσα στιγμή κάθε μεταβολή της επιθυμίας των θυμάτων.

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι προσφέρεται στα θύματα η δυνατότητα να ενημερώνονται χωρίς περιττή καθυστέρηση, για την αποφυλάκιση ή την απόδραση του συλληφθέντος, προφυλακισθέντος, κατηγορουμένου ή καταδικασθέντος για εγκληματική πράξη που τα αφορά. Επιπλέον, τα θύματα ενημερώνονται για τυχόν σχετικά μέτρα που αποφασίζονται για την προστασία τους σε περίπτωση αποφυλάκισης ή απόδρασης.

3.      Τα θύματα λαμβάνουν τις πληροφορίες της παραγράφου 2, εφόσον το ζητήσουν, τουλάχιστον στις περιπτώσεις κατά τις οποίες υπάρχει ενδεχόμενος ή διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης των θυμάτων, εκτός εάν υπάρχει διαπιστωμένος κίνδυνος βλάβης του δράστη λόγω της κοινοποίησης των πληροφοριών.

Άρθρο 6

Δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης

1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στα θύματα που δεν κατανοούν ή δεν ομιλούν τη γλώσσα της οικείας ποινικής διαδικασίας παρέχεται, εφόσον το ζητήσουν, δωρεάν διερμηνεία, σύμφωνα με το ρόλο τους στην ποινική διαδικασία στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια κάθε εξέτασης του θύματος στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ενώπιον των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, περιλαμβανομένων των αστυνομικών ανακρίσεων, καθώς και διερμηνεία για την ενεργό συμμετοχή τους στην ακροαματική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου και σε τυχόν αναγκαίες διαδικασίες ασφαλιστικών μέτρων.

3.      Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και σύμφωνα με τους κανόνες της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, επιτρέπεται η χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το Διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα είναι απαραίτητη προκειμένου τα θύματα να ασκούν δεόντως τα δικαιώματά τους ή να κατανοούν τη διαδικασία.

4.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι θύματα που δεν κατανοούν ή που δεν ομιλούν τη γλώσσα της ποινικής διαδικασίας λαμβάνουν, σύμφωνα με το ρόλο τους στο σχετικό σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, κατά την ποινική διαδικασία, εφόσον το ζητήσουν, δωρεάν μετάφραση, σε γλώσσα που κατανοούν τα θύματα, των ▌πληροφοριών που είναι απαραίτητες προκειμένου τα θύματα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους στην ποινική διαδικασία, στον βαθμό που οι πληροφορίες αυτές τίθενται στη διάθεση των θυμάτων, τουλάχιστον κάθε απόφαση που περατώνει την ποινική διαδικασία που αφορά την αξιόποινη πράξη που υπέστη το θύμα και, κατόπιν αιτήσεως του θύματος, τους λόγους ή σύντομη περίληψη των λόγων έκδοσης αυτής της απόφασης, με εξαίρεση την περίπτωση εμπιστευτικής απόφασης ή απόφασης ενόρκων για την οποία δεν παρέχονται οι λόγοι βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

4α.   Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα, τα οποία δικαιούνται να ενημερώνονται ως προς το χρόνο και τον τόπο διεξαγωγής της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, και τα οποία δεν κατανοούν τη γλώσσα της αρμόδιας αρχής, να λαμβάνουν μετάφραση των πληροφοριών αυτών, εφόσον το ζητήσουν.

4β.    Δεν υφίσταται απαίτηση μετάφρασης χωρίων ουσιωδών εγγράφων τα οποία δεν συμβάλλουν στην ενεργό συμμετοχή των θυμάτων στην ποινική διαδικασία. Τα θύματα μπορούν να υποβάλλουν αιτιολογημένη αίτηση για το χαρακτηρισμό εγγράφου ως ουσιώδους.

4γ.    Κατεξαίρεση από τους γενικούς κανόνες των παραγράφων 1, 3 και 4, η έγγραφη μετάφραση μπορεί να αντικατασταθεί από προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη των ουσιωδών εγγράφων, υπό τον όρο ότι αυτή η προφορική μετάφραση ή προφορική σύνοψη δεν επηρεάζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης.

5.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή να αξιολογεί αν τα θύματα χρειάζονται μετάφραση και τη βοήθεια διερμηνέα σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4. Τα θύματα μπορούν να προσβάλλουν απόφαση για την μη παροχή μετάφρασης ή διερμηνείας. Οι δικονομικοί κανόνες καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

5α.   Η μετάφραση και η διερμηνεία, καθώς και η τυχόν προσβολή απόφασης για την μη παροχή μετάφρασης ή διερμηνείας δεν καθυστερεί αδικαιολόγητα την ποινική διαδικασία.

Άρθρο 7

Δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα ▌, ανάλογα με τις ανάγκες τους να έχουν πρόσβαση σε δωρεάν, εμπιστευτικές υπηρεσίες υποστήριξης οι οποίες ενεργούν προς το συμφέρον των θυμάτων πριν, κατά , και, για εύλογο χρονικό διάστημα, μετά από την ποινική διαδικασία. Τα μέλη της οικογένειας έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων, ανάλογα με τις ανάγκες τους και με τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω της εγκληματικής πράξης που διεπράχθη εις βάρος του θύματος.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την παραπομπή των θυμάτων, από την αρχή στην οποία κατατέθηκε η καταγγελία και από άλλες σχετικές υπηρεσίες, σε υπηρεσίες υποστήριξης.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την πρόβλεψη δωρεάν και εμπιστευτικών υπηρεσιών ειδικής υποστήριξης εκτός από τις υπηρεσίες γενικής υποστήριξης των θυμάτων, ή ως αναπόσπαστο τμήμα τους, ή με τη δυνατότητα των οργανώσεων υποστήριξης των θυμάτων να απευθύνονται σε επαγγελματικές υπηρεσίες που παρέχουν ειδική υποστήριξη. Τα θύματα και τα μέλη της οικογενείας τους έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές ανάλογα με τις ειδικές τους ανάγκες, όσον αφορά δε τα μέλη της οικογενείας, ανάλογα και με τη βαρύτητα της βλάβης που υπέστησαν λόγω της εγκληματικής πράξης που διεπράχθη εις βάρος του θύματος.

3a.    Οι υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων και οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης μπορούν να συγκροτούνται ως δημόσιες ή μη κυβερνητικές οργανώσεις και να οργανώνονται σε επαγγελματική ή σε εθελοντική βάση.

3β.    Τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν ότι η πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων δεν εξαρτάται από την υποβολή καταγγελίας για αξιόποινη πράξη σε κάποια αρμόδια αρχή από το θύμα.

Άρθρο 7a

Υποστήριξη παρεχόμενη από τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων

1.      Οι κατά το άρθρο 7 υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων παρέχουν τουλάχιστον :

(a)    πληροφορίες, συμβουλές και υποστήριξη σχετικά με τα δικαιώματα των θυμάτων, κυρίως όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε συστήματα δημόσιας αποζημίωσης για ζημίες οφειλόμενες σε αξιόποινη πράξη, τον ρόλο τους στην ποινική διαδικασία, καθώς και την προετοιμασία για τη συμμετοχή στη δίκη,

(β)    πληροφορίες για τις υπάρχουσες σχετικές υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης θυμάτων ▌ή άμεση παραπομπή σε αυτές

(γ)    συναισθηματική και, εφόσον υπάρχει, ψυχολογική υποστήριξη,

(δ)    συμβουλές σχετικά με οικονομικά και πρακτικά θέματα ▌που ανακύπτουν από την εγκληματική πράξη.

(ε)    εκτός αν παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες, συμβουλές σχετικά με τον κίνδυνο αντιποίνων, εκφοβισμού και επαναλαμβανόμενης ή περαιτέρω θυματοποίησης και με τρόπους αποτροπής ή αποφυγής του.

2.      Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή τις ειδικές ανάγκες των θυμάτων που υπέστησαν σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος.

3.      Εκτός αν παρέχονται με άλλο τρόπο από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης του άρθρου 7 παράγραφος 3 αναπτύσσουν και παρέχουν τουλάχιστον τα εξής :

         (a)         κέντρα υποδοχής ή άλλη κατάλληλη προσωρινή στέγαση για θύματα που          χρειάζονται ασφαλή τόπο παραμονής λόγω άμεσου κινδύνου αντιποίνων,   εκφοβισμού ή επαναλαμβανόμενης ή περαιτέρω θυματοποίησης,

         (β)         στοχευμένη και ολοκληρωμένη υποστήριξη για τα θύματα με ειδικές    ανάγκες, όπως είναι τα θύματα σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου και βίας   στο πλαίσιο στενών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της μετατραυματικής   υποστήριξης και συμβουλευτικής.

Κεφάλαιο 3

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρο 9

Δικαίωμα ακρόασης

1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα μπορούν να χαίρουν του δικαιώματος ακρόασης κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας και ότι μπορούν προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία. Κατά την ακρόαση παιδιού θύματος λαμβάνονται δεόντως υπόψη η ηλικία και η ωριμότητα του παιδιού.

2.      Οι δικονομικοί κανόνες σχετικά με την ακρόαση των θυμάτων κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας και την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 10

Δικαιώματα σε περίπτωση απόφασης μη άσκησης δίωξης

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα, σύμφωνα με το ρόλο τους στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, να έχουν το δικαίωμα να ζητούν επανεξέταση της απόφασης να μην ασκηθεί δίωξη για το έγκλημα που διεπράχθη εις βάρος τους. Οι δικονομικοί κανόνες της επανεξέτασης αυτής καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

1α.   Όταν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο ρόλος του θύματος στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης καθορίζεται μόνο αφού ληφθεί απόφαση για τη δίωξη του δράστη, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τουλάχιστον τα θύματα σοβαρών εγκλημάτων να έχουν το δικαίωμα επανεξέτασης της απόφασης να μην ασκηθεί δίωξη για το έγκλημα το οποίο διεπράχθη εναντίον τους. Οι δικονομικοί κανόνες της επανεξέτασης αυτής καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να ενημερώνονται χωρίς περιττή καθυστέρηση σχετικά με το δικαίωμά τους να λαμβάνουν, και να λαμβάνουν, εφόσον το ζητήσουν, επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να αποφασίσουν αν θα ζητήσουν να επανεξετασθεί η απόφαση μη άσκησης δίωξης.

2α.   Όταν η αρχική απόφαση μη άσκησης δίωξης λαμβάνεται από την ανώτατη εισαγγελική αρχή, της οποίας η απόφαση δεν επιδέχεται επανεξέταση βάσει του εθνικού δικαίου, η επανεξέταση δύναται να διενεργηθεί από την ίδια αρχή.

2β.    Οι παράγραφοι 1, 2 και 2α δεν εφαρμόζονται όταν η απόφαση του εισαγγελέα να μην ασκήσει ποινική δίωξη συνεπάγεται εξωδικαστικό διακανονισμό, εφόσον το εθνικό δίκαιο προβλέπει αυτή τη δυνατότητα.

Άρθρο 11

Δικαίωμα διασφαλίσεων στο πλαίσιο ▌υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για την προφύλαξη του θύματος από εκφοβισμό ή περαιτέρω θυματοποίηση, τα οποία πρέπει να εφαρμόζονται κατά την παροχή ▌ ενδεχόμενων υπηρεσιών αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Με τα μέτρα αυτά διασφαλίζεται ότι το θύμα που επιλέγει να συμμετάσχει σε διαδικασία αποκαταστατικής δικαιοσύνης έχει πρόσβαση σε ασφαλείς και αρμόδιες υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και εξασφαλίζεται τουλάχιστον ότι :

         (α)    οι υπηρεσίες ▌ αποκαταστατικής δικαιοσύνης χρησιμοποιούνται μόνο αν είναι           προς το συμφέρον του θύματος, με την επιφύλαξη τυχόν ζητημάτων ασφαλείας,   και βασίζονται στην ελεύθερη και εν επιγνώσει συναίνεση του θύματος· η   συναίνεση αυτή μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή.

(β)    το θύμα, πριν συμφωνήσει να συμμετάσχει στη διαδικασία αποκατάστασης, λαμβάνει πλήρεις και αμερόληπτες πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και τα δυνητικά αποτελέσματα, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τις διαδικασίες ελέγχου της εφαρμογής ενδεχόμενης συμφωνίας,

         (γ)    ο ▌δράστης πρέπει να έχει αναγνωρίσει τα βασικά περιστατικά μιας υπόθεσης,

         (δ)    κάθε συμφωνία πρέπει να συνάπτεται σε εθελοντική βάση και θα μπορούσε να          λαμβάνεται υπόψη σε κάθε μεταγενέστερη ποινική διαδικασία,

(ε)    οι συνομιλίες στο στάδιο της ▌ αποκαταστατικής δικαιοσύνης που δεν διεξάγονται δημοσίως είναι εμπιστευτικές και, κατά συνέπεια, δεν δημοσιοποιούνται, εκτός και εάν υφίσταται σύμφωνη γνώμη των διαδίκων ή εάν απαιτείται από το εθνικό δίκαιο λόγω υπερισχύοντος δημοσίου συμφέροντος.

2.      Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την παραπομπή υποθέσεων, στις οποίες ενδείκνυται η λήψη τέτοιων μέτρων, σε υπηρεσίες ▌αποκαταστατικής δικαιοσύνης, μεταξύ άλλων με τη θέσπιση διαδικασιών ή κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τους όρους παραπομπής.

Άρθρο 12

Δικαίωμα νομικής συνδρομής

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να έχουν πρόσβαση ▌ σε νομική συνδρομή όταν έχουν την ιδιότητα διαδίκου στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας. Οι όροι ή οι δικονομικοί κανόνες υπό τους οποίους τα θύματα δικαιούνται πρόσβαση σε νομική συνδρομή καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 13

Δικαίωμα επιστροφής εξόδων

Τα κράτη μέλη παρέχουν στα θύματα που συμμετέχουν σε ποινική διαδικασία ▌τη δυνατότητα επιστροφής των εξόδων τα οποία πραγματοποίησαν λόγω της ενεργού συμμετοχής τους σε ποινική διαδικασία, σύμφωνα με το ρόλο τους στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Οι όροι ή οι δικονομικοί κανόνες υπό τους οποίους τα θύματα δικαιούνται επιστροφή των εξόδων τους καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 14

Δικαίωμα επιστροφής περιουσιακών στοιχείων

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, μετά από απόφαση αρμόδιας αρχής, τα αποδοτέα περιουσιακά στοιχεία ▌ τα οποία κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία να επιστρέφονται αμελλητί στα θύματα, εκτός εάν αυτό αντιβαίνει στις επιταγές της ποινικής διαδικασίας. Οι όροι ή οι δικονομικοί κανόνες υπό τους οποίους επιστρέφονται τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 15

Δικαίωμα απόφασης για τη χορήγηση αποζημίωσης από τον δράστη στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα να έχουν το δικαίωμα να ζητούν, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, την έκδοση απόφασης για την αποζημίωσή τους από μέρους του δράστη, εντός εύλογης προθεσμίας, εκτός εάν το εθνικό δίκαιο προβλέπει ότι η σχετική απόφαση λαμβάνεται σε άλλη νομική διαδικασία.

2.      Τα κράτη μέλη προωθούν μέτρα ώστε να διευκολύνεται η παροχή επαρκούς αποζημίωσης στα θύματα εκ μέρους του δράστη.

Άρθρο 16

Δικαιώματα θυμάτων που κατοικούν σε άλλο κράτος μέλος

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές τους να μπορούν να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν όταν το θύμα κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο διαπράττεται η εγκληματική πράξη, ιδίως όσον αφορά την οργάνωση της διαδικασίας. Για τον λόγο αυτόν, οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο διαπράχτηκε η εγκληματική πράξη είναι, ιδίως, σε θέση:

(a)    να λάβουν κατάθεση του θύματος αμέσως μετά την καταγγελία της αξιόποινης πράξης στην αρμόδια αρχή,

(β)    να χρησιμοποιούν όσο το δυνατό περισσότερο τις διατάξεις περί εικονοτηλεδιάσκεψης και τηλεφωνικής συνδιάλεξης που προβλέπονται στη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 29ης Μαΐου 2000[16], για την ακρόαση θυμάτων που κατοικούν στο εξωτερικό.

2.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα θύματα εγκληματικών πράξεων που διαπράχθηκαν σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας τους, να μπορούν να υποβάλουν καταγγελία στις αρμόδιες αρχές του κράτους της κατοικίας τους, όταν αδυνατούν να το πράξουν στο κράτος μέλος στο οποίο διαπράχθηκε το αδίκημα ή, σε περίπτωση σοβαρής εγκληματικής πράξης κατά την έννοια του εθνικού δικαίου εκείνου του κράτους, εάν δεν έχουν εκφράσει αυτή την επιθυμία.

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αρμόδια αρχή στην οποία κατατέθηκε η καταγγελία να τη διαβιβάζει αμελλητί στην αρμόδια αρχή στην επικράτεια της οποίας τελέσθηκε το έγκλημα, εφόσον δεν έχει ασκηθεί η αρμοδιότητα.

Κεφάλαιο 4

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Άρθρο 17

Δικαίωμα προστασίας

Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να προβλέπονται μέτρα για την προστασία των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους από καταστάσεις αντιποίνων, εκφοβισμού, επανειλημμένης ή επακόλουθης θυματοποίησης, καθώς και από τους κινδύνους ψυχολογικής ή συναισθηματικής βλάβης και για την προστασία της αξιοπρέπειας των θυμάτων κατά τη διάρκεια της εξέτασης ή της κατάθεσής τους. Εφόσον απαιτείται, το δικαίωμα προστασίας περιλαμβάνει επίσης διαδικασίες καθιερωμένες από το εθνικό δίκαιο για τη σωματική προστασία των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους.

Άρθρο 17a

Δικαίωμα αποφυγής επαφής μεταξύ θύματος και δράστη

1.      Τα κράτη μέλη προβλέπουν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αποφεύγεται η επαφή μεταξύ των θυμάτων και των μελών της οικογένειάς τους, εφόσον απαιτείται, και των δραστών στους χώρους διεξαγωγής της ποινικής διαδικασίας, εκτός εάν η επαφή αυτή είναι αναγκαία λόγω της ποινικής διαδικασίας.

2.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στο σχεδιασμό νέων δικαστικών κτηρίων περιλαμβάνονται χωριστοί χώροι αναμονής για τα θύματα.

Άρθρο 17β

Δικαίωμα προστασίας των θυμάτων κατά την ποινική έρευνα

Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και σύμφωνα με τους κανόνες της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας :

(a)           όταν τα θύματα πρόκειται να εξετασθούν, η εξέταση πραγματοποιείται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την καταγγελία του εγκλήματος στις αρμόδιες αρχές,

(β)           ο αριθμός εξετάσεων των θυμάτων να περιορίζεται στο ελάχιστο και τα θύματα να εξετάζονται μόνο όταν είναι αυστηρά αναγκαίο για τον σκοπό της ποινικής διαδικασίας,

(γ)           τα θύματα μπορούν να συνοδεύονται από τον νόμιμο εκπρόσωπό τους ή, κατά περίπτωση, από πρόσωπο της επιλογής τους, εκτός αν έχει ληφθεί αιτιολογημένη απόφαση για το αντίθετο σχετικά με το ή τα πρόσωπα αυτά.

(δ)           οι ιατρικές εξετάσεις για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας περιορίζονται στο ελάχιστο και διενεργούνται μόνο όταν είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς αυτούς.

Άρθρο 17γ

Δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να εγκρίνουν, κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών χαρακτηριστικών που λαμβάνονται υπόψη κατά την ατομική αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 18, και της εικόνας του θύματος και των μελών της οικογένειάς του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επιπλέον ώστε οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν κάθε νόμιμο μέτρο για την αποφυγή της διάδοσης οιασδήποτε πληροφορίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην αναγνώριση παιδιού θύματος.

2.      Προκειμένου να προστατευθούν η ιδιωτική ζωή, η προσωπική ακεραιότητα και τα προσωπικά δεδομένα του θύματος, τα κράτη μέλη, στο πλαίσιο του σεβασμού της ελευθερίας του Τύπου και της ελευθερίας έκφρασης, ενθαρρύνουν τα μέσα ενημέρωσης να προβαίνουν σε μέτρα αυτορρύθμισης.

Άρθρο 18

Ατομική αξιολόγηση των θυμάτων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να διενεργείται εγκαίρως ατομική αξιολόγηση των θυμάτων, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας και για να αποφασίζεται αν και σε ποιο βαθμό τα θύματα θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ειδικά μέτρα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21, λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστούν επακόλουθη και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση ή εκφοβισμό.

2.      Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται κυρίως υπόψη :

         (α)         τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος,

         (β)         το είδος ή η φύση του εγκλήματος, και

         (βα)       οι περιστάσεις του εγκλήματος.

2α.   Στο πλαίσιο της ατομικής αξιολόγησης δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα που υπέστησαν σημαντική βλάβη λόγω της σοβαρότητας του εγκλήματος, στα θύματα εγκλήματος που οφείλεται σε προκαταλήψεις ή διακρίσεις, σε σχέση ιδίως με τα προσωπικά χαρακτηριστικά τους, και στα θύματα τα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτα λόγω της σχέσης τους με το δράστη ή της εξάρτησής τους από αυτόν. Σε αυτή τη συνάρτηση, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα θύματα τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, εμπορίας ανθρώπων, βίας λόγω φύλου, βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων, σεξουαλικής βίας ή εκμετάλλευσης, εγκλήματος μίσους και τα θύματα με αναπηρίες.

3.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τεκμαίρεται ότι τα παιδιά θύματα έχουν πάντα ειδικές ανάγκες προστασίας λόγω ιδιαίτερου κινδύνου να υποστούν επακόλουθη και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση ή εκφοβισμό. Για να καθορισθεί αν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να επωφεληθούν από τα ειδικά μέτρα των άρθρων 22 και 23 υποβάλλονται σε ατομική αξιολόγηση κατά την παράγραφο 1.

5.      Η έκταση της αξιολόγησης μπορεί να προσαρμοστεί ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος και τον βαθμό της προφανούς βλάβης που υπέστη το θύμα.

5α.   Η ατομική αξιολόγηση διενεργείται με τη στενή συμμετοχή των θυμάτων και λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες τους, μεταξύ άλλων στην περίπτωση που δεν επιθυμούν τη λήψη ειδικών μέτρων.

5β.    Αν τα στοιχεία για τη διενέργεια της ατομικής αξιολόγησης έχουν μεταβληθεί σημαντικά, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η κατά την παράγραφο 1 ατομική αξιολόγηση να ενημερώνεται καθ' όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Άρθρο 21

Δικαίωμα προστασίαςθυμάτων με ειδικές ανάγκες προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας

1.      Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων της υπεράσπισης και σύμφωνα με τους κανόνες της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα ▌θύματα που επωφελούνται ειδικών μέτρων τα οποία αποφασίζονται μετά από τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης να μπορούν να επωφελούνται από τα μέτρα των παραγράφων 2 και 3. Η εφαρμογή ειδικού μέτρου που αποφασίσθηκε μετά από την ατομική αξιολόγηση μπορεί να είναι αδύνατη λόγω επιχειρησιακών ή πρακτικών περιορισμών, ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη εξέτασης του θύματος και η παράλειψη εξέτασής του θα μπορούσε να βλάψει το θύμα, άλλο πρόσωπο ή τη διαδικασία.

2.      Κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας τα θύματα που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα ειδικά μέτρα :

(α)    το θύμα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιαστεί ή προσαρμοστεί εδικά για         τον σκοπό αυτό,

         (β)    η εξέταση του θύματος διεξάγεται από επαγγελματίες καταρτισμένους για τον            πό αυτό ή με τη βοήθειά τους,

(γ)    κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό αντίκειται στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης,

(δ)    κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων, εφόσον δεν διεξάγεται από εισαγγελέα ή δικαστή, διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εφόσον το επιθυμεί το θύμα και εφόσον δεν θίγεται η πορεία της διαδικασίας.

3.      Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του δικαστηρίου τα θύματα που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα:

(α)    μέτρα προκειμένου να αποφεύγεται κάθε οπτική επαφή μεταξύ θυμάτων και δραστών, συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης, με τη χρησιμοποίηση των κατάλληλων μέσων, μεταξύ των οποίων και η χρήση της κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών,

         (β)    μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι το θύμα μπορεί να συμμετέχει στην ακροαματική διαδικασία στην αίθουσα του δικαστηρίου χωρίς να είναι παρόν, κυρίως με τη χρήση της κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών,

(γ)    μέτρα για να αποφεύγονται οι άσκοπες ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή των θυμάτων που δεν έχουν σχέση με την αξιόποινη πράξη, και και

(δ)    μέτρα που καθιστούν δυνατή τη διεξαγωγή της ακροαματικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών.

Άρθρο 22

Δικαίωμα προστασίας θυμάτων παιδικής ηλικίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας

1.      Εκτός από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 21, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν το θύμα είναι παιδί:

         (α)    στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας, κάθε εξέταση του παιδιού θύματος να μπορεί να καταγράφεται οπτικοακουστικά και οι μαγνητοσκοπημένες αυτές εξετάσεις να μπορούν να χρησιμοποιούνται ▌ως αποδεικτικά στοιχεία κατά την ποινική διαδικασία. Οι δικονομικοί κανόνες για τις μαγνητοσκοπήσεις και τη χρήση τους καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο·

(β)    στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας και της ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με το ρόλο των θυμάτων στο οικείο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, οι αρμόδιες αρχές να διορίζουν ειδικό εκπρόσωπο των παιδιών θυμάτων όταν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού θύματος λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού θύματος ή στην περίπτωση που το παιδί θύμα είναι ασυνόδευτο ή ζει χωριστά από την οικογένειά του.

(βα)  όταν το παιδί θύμα δικαιούται συνήγορο, δικαιούται να έχει δικό του συνήγορο ή εκπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός του, σε διαδικασίες όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του παιδιού και των γονέων ή άλλων διαδίκων.

1a.    Όταν η ηλικία του θύματος είναι αβέβαιη, και υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι πρόκειται για παιδί, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας τεκμαίρεται ότι το θύμα είναι παιδί.

Κεφάλαιο 6

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 24

Κατάρτιση των επαγγελματιών του κλάδου

1.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι υπάλληλοι που ενδέχεται να έρθουν σε επαφή με τα θύματα, όπως οι αστυνομικοί και το προσωπικό των δικαστηρίων, να λαμβάνουν γενική και ειδική εκπαίδευση, επιπέδου ανάλογου με τις επαφές που έχουν με τα θύματα, προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν ως προς τις ανάγκες των θυμάτων και να τα αντιμετωπίζουν με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματισμό.

2.      Με την επιφύλαξη της δικαστικής ανεξαρτησίας και των διαφορών στην οργάνωση των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης στην Ένωση, τα κράτη μέλη ζητούν από τους αρμόδιους για την εκπαίδευση των δικαστών και εισαγγελέων που ασχολούνται με ποινικές διαδικασίες να παρέχουν γενική και ειδική εκπαίδευση, ώστε να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση των δικαστών και των εισαγγελέων ως προς τις ανάγκες των θυμάτων.

2α.   Με τη δέουσα επιφύλαξη της ανεξαρτησίας του νομικού επαγγέλματος, τα κράτη μέλη συνιστούν να παρέχεται γενική και ειδική εκπαίδευση στους δικηγόρους από τους αρμόδιους φορείς εκπαίδευσης για να ενισχυθεί η ευαισθητοποίηση των δικηγόρων ως προς τις ανάγκες των θυμάτων.

3.      Μέσω των δημοσίων υπηρεσιών ή της χρηματοδότησης των οργανώσεων υποστήριξης των θυμάτων, τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν πρωτοβουλίες ούτως ώστε όσοι παρέχουν υποστήριξη στα θύματα και υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης να λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση επιπέδου ανάλογου με τις επαφές τους με τα θύματα και να τηρούν τα επαγγελματικά πρότυπα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

4.      Ανάλογα με τα προβλεπόμενα καθήκοντα, και τη φύση και το επίπεδο της επαφής του με τα θύματα, σκοπός της εκπαίδευσης είναι να αποκτήσει ο επαγγελματίας του κλάδου τη δυνατότητα να αναγνωρίζει και να αντιμετωπίζει τα θύματα με σεβασμό, επαγγελματικό τρόπο και χωρίς διακρίσεις.

Άρθρο 25

Συνεργασία και συντονισμός των υπηρεσιών

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών προς βελτίωση της πρόσβασης των θυμάτων στα δικαιώματα που τους παρέχουν η παρούσα οδηγία και το εθνικό δίκαιο. Η συνεργασία αυτή αφορά τουλάχιστον τα εξής:

(a)         ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών,

(β)         διαβούλευση σε ατομικές υποθέσεις, και και

(γ)         συνδρομή προς τα ευρωπαϊκά δίκτυα που ασχολούνται με θέματα τα οποία αφορούν άμεσα τα δικαιώματα των θυμάτων.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα, και μέσω του διαδικτύου, ώστε να έχουν τα θύματα μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, να μειωθεί ο κίνδυνος θυματοποίησης και να ελαχιστοποιηθούν ο αρνητικός αντίκτυπος του εγκλήματος και οι κίνδυνοι επακόλουθης και επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης , με στόχο ιδίως ομάδες κινδύνου όπως τα παιδιά, τα θύματα βίας λόγω φύλου και βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων. Τα μέτρα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης , ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα, εφόσον ενδείκνυται σε συνεργασία με τις οικείες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλους φορείς.

Κεφάλαιο 7

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26

Μεταφορά

1.      Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως …[17]*

3.      Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 27

Παροχή δεδομένων και στατιστικών στοιχείων

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή το αργότερο έως[18]** και στη συνέχεια ανά τριετία, διαθέσιμα δεδομένα που δείχνουν με ποιο τρόπο απέκτησαν τα θύματα πρόσβαση στα δικαιώματά τους που καλύπτονται από το πεδίο της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 27α

Εκθέσεις

Η Επιτροπή, το αργότερο έως ...[19]***, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογείται το κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της περιγραφής της δράσης που αναλαμβάνεται δυνάμει των άρθρων 7, 7α και 21, συνοδευόμενη, αν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 28

Αντικατάσταση

Η απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ αντικαθίσταται από την παρούσα πρόταση αναφορικά με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών ως προς τις προθεσμίες μεταφοράς της απόφασης-πλαίσιο στην εθνική νομοθεσία.

Αναφορικά με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, οι παραπομπές στην εν λόγω απόφαση-πλαίσιο θεωρούνται παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 29

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την επομένη της ημέρας δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 30

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις Συνθήκες.

Έγινε στ ...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                                Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος                                                                Η Πρόεδρος

_______________

  • [1]       ΕΕ C 43, 15.2.2012, σ. 39.
  • [2]       ΕΕ C 113, 18.4.2012, σ. 56.
  • [3] *          Τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· η διαγραφή κειμένου σημειώνεται με το σύμβολο ▌.
  • [4] 1       ΕΕ C 43, 15.2.2012, σ. 39.
  • [5] 2       ΕΕ C 113, 18.4.2012, σ. 56.
    3                Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της …. (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της …
  • [6]               ΕΕ L 82, 22.3.2001, σ. 1.
  • [7]               ΕΕ C115, 4.5.2010, σ. 1.
  • [8]           ΕΕ C 187, 28.6.2011, σ. 1.
  • [9]           ΕΕ C 285E , 21.10.2010, σ. 53.
  • [10]  Δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα.
  • [11]  ΕΕ L 388, 21.12.2011, σ. 2
  • [12]  EE L
  • [13]  ΕΕ L 335, 17.12.2011, σ. 1
  • [14]  ΕΕ L 101, 14.4.2011, σ. 1
  • [15]          ΕΕ L 328, 15.12.2009, σ. 42.
  • [16]             ΕΕ C 197, 12.7.2000, σ. 3.
  • [17] *              ΕΕ: να προστεθεί ημερομηνία: τρία έτη από την έκδοση της παρούσας οδηγίας.
  • [18] **            ΕΕ: να προστεθεί ημερομηνία: πέντε έτη από την έκδοση της παρούσας οδηγίας.
  • [19] ***           ΕΕ: να προστεθεί ημερομηνία: δύο έτη από την έκδοση της παρούσας οδηγίας

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Οι εισηγητές χαιρετίζουν την πρόταση της Επιτροπής για μια οδηγία σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων ως τμήμα μιας νομοθετικής δέσμης μέτρων με στόχο την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην ΕΕ, που θα περιλαμβάνει επίσης πρόταση κανονισμού σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων προστασίας σε αστικές υποθέσεις, και ανακοίνωση για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην ΕΕ. Από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2009 και των κατευθυντηρίων γραμμών προς την επίτευξη ενός Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, όπως προβλέπει το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, η προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων στην ΕΕ βρίσκεται στο επίκεντρο της ατζέντας της ΕΕ.

Η πρόταση της Επιτροπής επιβεβαιώνει την ανάγκη έγκρισης ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού νομοθετικού πλαισίου που θα παρέχει σε όλα τα θύματα εγκληματικών πράξεων, ανεξάρτητα από το νομικό τους καθεστώς, αναγνώριση και την ευρύτερη δυνατή προστασία εντός της επικράτειας της Ένωσης. Η πρόταση αυτή προωθεί περαιτέρω την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2011/220/ΔΕΥ της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες. Η Επιτροπή έχει διευρύνει τα δικαιώματα όλων των θυμάτων, οποιασδήποτε εγκληματικής πράξης στα ελάχιστα πρότυπα σε όλη την ΕΕ, παρέχοντας σε όλα τα θύματα – ανεξάρτητα από την εθνικότητα ή τον τόπο διεξαγωγής του εγκλήματος – δικαιώματα όσον αφορά την ενημέρωση, όπως μεταξύ άλλων, το δικαίωμα να κατανοήσουν και να γίνονται κατανοητά, το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης, το δικαίωμα πρόσβασης σε νομική βοήθεια, πρόσβασης σε υπηρεσίες υποστήριξης των θυμάτων, το δικαίωμα ακρόασης, το δικαίωμα αποζημίωσης, το δικαίωμα στην περίπτωση απόφασης μη δίωξης, το δικαίωμα αποφυγής της επαφής μεταξύ του θύματος και του δράστη, το δικαίωμα προστασίας του θύματος κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας και της δικαστικής έρευνας. Είναι επίσης απαραίτητο να προβλέπει η μελλοντική οδηγία έναν ενιαίο ορισμό του όρου «θύμα», ώστε το καθεστώς του θύματος να περιλαμβάνει όχι μόνο τα άτομα που έχουν υποστεί βλάβη, αλλά επίσης και το στενό οικογενειακό τους περιβάλλον.

Οι εισηγητές χαιρετίζουν πολλές από τις προτάσεις της οδηγίας.

Η εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη αποτελεί προτεραιότητα για όλους τους πολίτες, ιδιαίτερα για τα θύματα που πιστεύουν ότι τα δικαιώματά τους δεν τηρούνται ή δεν εισακούονται. Ένα ενιαίο και διαφανές σύστημα δικαιοσύνης που θα εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ αποτελεί επείγουσα ανάγκη εάν η ΕΕ θέλει να ολοκληρώσει το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης. Η οδηγία δεν θα συμβάλει μόνο στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των θυμάτων, παρέχοντας υποστήριξη και προστασία, αλλά θα βοηθήσει και τους ευρωπαίους πολίτες να εμπιστευθούν τα εθνικά τους δικαστικά συστήματα και τα συστήματα των ευρωπαίων γειτόνων τους με την εναρμόνιση αυτών των ελάχιστων προτύπων.

Σύμφωνα με τις διαδικασίες που απορρέουν από την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας, το άρθρο 51 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου επιτρέπει να εκπονούνται εκθέσεις σε διατομεακή βάση. Η παρούσα έκθεση έχει αντλήσει ιδέες από τις συζητήσεις στο πλαίσιο της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, της Επιτροπής Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων καθώς και από τη συνεργασία μεταξύ των δύο εισηγητών.

Γενική προσέγγιση Ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων

Παρά τις διατάξεις που περιλαμβάνονται σήμερα στην πρόταση της Επιτροπής, μπορούν να γίνουν περισσότερα για τις ανάγκες των θυμάτων σε κάθε ένα από τα κράτη μέλη. Όλα τα θύματα, από όπου και αν προέρχονται, και άσχετα με τη βλάβη που έχουν υποστεί, πρέπει να νοιώθουν ότι καλύπτονται από αυτή την οδηγία. Οι έρευνες και τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι πολύ συχνά τα θύματα δεν αναφέρουν την εγκληματική πράξη, εξαιτίας φόβου, αβεβαιότητας ή έλλειψης εμπιστοσύνης ή ενημέρωσης. Τα θύματα, εξαιτίας της ευάλωτης θέσης στην οποία βρίσκονται, ασφυκτιούν από μια ψυχοφθόρο εμπειρία που κάνει δύσκολη την προσφυγή στις νομικές διαδικασίες. Είναι, για το λόγο αυτό, σημαντικό να παρέχεται υποστήριξη στα θύματα ήδη από τη στιγμή που βλάπτονται. Σε όλες τις φάσεις της νομικής διαδικασίας, τα θύματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, αξιοπρέπεια, και, στην πράξη, σε μια γλώσσα που κατανοούν.

Οι εισηγητές πιστεύουν ότι ορισμένες πτυχές πρέπει να τονιστούν περισσότερο και να διευκρινιστούν. Για το λόγο αυτό, έχουν επεκτείνει και εμβαθύνει το δικαίωμα πληροφόρησης από την πρώτη επαφή με μια αρμόδια αρχή για τα θύματα που υπέστησαν σημαντικά τραύματα. Το δικαίωμα πληροφόρησης σχετικά με την υπόθεσή τους περιλαμβάνει ότι τα κράτη μέλη θα παρέχουν βοήθεια στο θύμα όταν το πληροφορούν για την απελευθέρωση του δράστη. Εξαιτίας ενδεχόμενης ψυχολογικής πίεσης και για την ανακούφιση του ατόμου που έχει υποστεί βία, το θύμα θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να αρνηθεί ορισμένες πληροφορίες ή να επανέλθει στην άρνησή του οποιαδήποτε στιγμή.

Θα πρέπει να παρέχεται στο θύμα δωρεάν υποστήριξη από τη στιγμή που αυτός ή αυτή έχουν υποστεί τη βλάβη. Αυτό περιλαμβάνει και τα παιδιά και τα μέλη της οικογένειάς τους. Η υποστήριξη προς τα θύματα πρέπει επίσης να καλύπτεται από προγράμματα στη βάση της τοπικής κοινότητας ή πρωτοβουλίες των κρατών μελών. Μια ευρύτερη κοινωνική ευαισθητοποίηση, είναι σημαντική για τα θύματα και η αποκατάσταση του θύματος συνδέεται με την εμπειρία θετικών αντιδράσεων από την κοινωνία, ως προς την αναγνώριση της ιδιαίτερης κατάστασης στην οποία βρίσκεται το θύμα και της δύσκολης φάσης που διέρχεται. Οι εισηγητές εκτιμούν ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ενίσχυση της ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, ενώ συγχρόνως πρέπει να ληφθούν από τα ΜΜΕ τα κατάλληλα μέτρα που θα εξασφαλίζουν την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των θυμάτων και των μελών της οικογενείας τους στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων ενημέρωσης.

Οι εισηγητές έχουν συνείδηση του γεγονότος ότι τα συνιστώμενα συμπληρωματικά μέτρα πιθανόν να έχουν ως αποτέλεσμα για τα κράτη μέλη σε ορισμένες περιπτώσεις μια ανακατανομή ή αύξηση της κινητοποίησης πόρων για τις εθνικές αρχές. Είναι, όμως, σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι, κατά την εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το συνολικό κόστος της εγκληματικής δραστηριότητας – όχι μόνο για τα θύματα, αλλά και για τους εργοδότες, το κράτος και την κοινωνία στο σύνολό της, εκτιμάται σε 233 δις ευρώ ετησίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κόστος αυτό απορρέει όχι μόνο από το ίδιο το έγκλημα αλλά και από την έλλειψη της κατάλληλης υποστήριξης προς τα θύματα για την αποκατάσταση τους και την παροχή βοήθειας κατά την ποινική διαδικασία. Όλες οι προσπάθειες που αποσκοπούν στην ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων και την παροχή κατάλληλων υπηρεσιών υποστήριξης πρέπει, για το λόγο αυτό, να θεωρούνται ως ένα αποτελεσματικό ως προς το κόστος μέτρο που θα συμβάλει θετικά στην αποκάλυψη των εγκλημάτων, και στη διατήρηση της βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων δικαιοσύνης και υγείας.

Επιπρόσθετη προστασία θυμάτων που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες

Οι εισηγητές συμφωνούν με τη συνολική θεώρηση της οδηγίας για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων, αλλά θεωρούν ότι είναι σημαντική η περαιτέρω δημιουργία υπηρεσιών υποστήριξης για τα θύματα που διατρέχουν ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο να υποστούν περαιτέρω ζημία, ταπείνωση ή επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Οι εισηγητές συμφωνούν με την πρόταση της Επιτροπή να υπάρξει αναφορά σε ευάλωτα θύματα, αλλά προτιμούν τον όρο «θύματα που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες». Ο όρος που χρησιμοποιείται στην πρόταση της Επιτροπής, που ορίζει αυτή την κατηγορία θυμάτων ως «ευάλωτα θύματα», μπορεί να θεωρηθεί ως ακούσια διακριτική ονομασία. Πολλά θύματα, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων βίας λόγω φύλου δεν επιθυμούν να θεωρούνται «ευάλωτης κατάστασης». Εντούτοις, ένα θύμα βίας λόγω φύλου μπορεί να έχει ιδιαίτερες ανάγκες χωρίς να θεωρείται ευάλωτο. Η πρόταση της Επιτροπής σωστά αναφέρει τα παιδιά και τα άτομα με αναπηρία ως ευάλωτα θύματα εξαιτίας των προσωπικών χαρακτηριστικών τους. Πράγματι φαίνεται λογικό να ορίζεται ένα άτομο με αναπηρία, μια γυναίκα που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ή ένα παιδί ως ευάλωτο θύμα, αλλά τα προσωπικά χαρακτηριστικά των θυμάτων πριν υποστούν την επίθεση δεν πρέπει να θεωρούνται ως το μόνο κριτήριο για τον χαρακτηρισμό τους. Οι εισηγητές για το λόγο αυτό προτιμούν να αναφέρονται σε αυτή την ομάδα ατόμων ως «άτομα που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες» και προτείνουν τη λήψη ειδικών μέτρων προστασίας για αυτά τα θύματα.

Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στην παροχή στέγης, ιατρικής υποστήριξης, ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης, ψυχολογικής υποστήριξης και την παροχή νομικών συμβουλών. Αυτές οι υπηρεσίες υποστήριξης θα πρέπει να καλύπτουν επαρκώς όλη τη χώρα και να είναι προσβάσιμες για όλα τα θύματα.

Για την περαιτέρω εκτίμηση των συνθηκών και των χαρακτηριστικών των θυμάτων, οι εισηγητές προτείνουν επίσης συμπληρωματικούς ορισμούς, όπως την «βία λόγω φύλου» και «βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων». Η βία λόγω φύλου αναφέρεται στη βία που απευθύνεται κατά του θύματος εξαιτίας του φύλου του. Η βία στο πλαίσιο στενών σχέσεων περιλαμβάνει τη βία που ασκείται σε μια στενή σχέση μεταξύ συντρόφων ή πρώην συντρόφων ή άλλων μελών της οικογένειας και οδηγεί σε διακρίσεις και παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θυμάτων.

Επίσης στις περιπτώσεις θυμάτων που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες εξαιτίας της φύσης του εγκλήματος, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και άλλους τύπους θυμάτων, όχι μόνο τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ή σεξουαλικής βίας (όπως αναφέρεται στο κείμενο της Επιτροπής).

Τα θύματα τρομοκρατίας, οργανωμένου εγκλήματος, βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων και τα θύματα βίας λόγω φύλου πρέπει επίσης να περιλαμβάνονται στα θύματα που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες. Επειδή ότι το έγκλημα παρουσιάζεται με διαφορετικές μορφές, διαφέρουν και οι ανάγκες των θυμάτων. Η αναφορά στην έννοια της ιδιαίτερης ανάγκης είναι τόσο ουσιαστική όσο και ο ευαίσθητος χαρακτήρας της. For example victims of terrorism: the main difference with other victims lies in the context in which terrorist victimisation occurs, and its audience. Τα θύματα τρομοκρατίας, εξ ορισμού, δέχονται επιθέσεις ως εκπρόσωποι μιας ευρύτερης ομάδας. Η αναγνώριση της θυματοποίησης τους έχει σαν αποτέλεσμα την αναγνώριση αυτού του γεγονότος. Οι ομάδες υποστήριξης για τα θύματα τρομοκρατίας περιλαμβάνει την αντιμετώπιση των αναγκών των θυμάτων, και την παροχή νομικής βοήθειας με τέσσερις τρόπους: το δικαίωμα σε απόδοση δικαιοσύνης, αξιοπρέπεια, αλήθεια και μνήμη, τόσο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και θυματοποίησης όσο και για τη διατήρηση της μνήμης για τις μελλοντικές γενεές.

Εξατομικευμένη εκτίμηση και εκπαίδευση

Πέραν της συμβατικής υποστήριξης προς τα θύματα, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στα θύματα που έχουν υποστεί ιδιαίτερα άσχημες εμπειρίες: η σοβαρή έκθεση και βλάβες ή τραυματικές απώλειες· η εμπειρία τραυματικών γεγονότων ή υπάρχον ή προηγούμενο ιστορικό ψυχικής νόσου ή θεραπεία για ψυχική νόσο και έλλειψη κοινωνικής στήριξης, καθώς και η έλλειψη φροντίδας από στενό οικογενειακό κύκλο και φίλους, είναι στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Θα πρέπει να καταβάλλονται προσπάθειες για την εξεύρεση αυτών των μελών της κοινωνίας που είναι μόνα, δεδομένου ότι αυτά είναι που χρειάζονται ιδιαίτερα την κοινωνική στήριξη και βοήθεια.

Οι εισηγητές, θεωρούν, για το λόγο αυτό, ότι είναι σημαντική η εξατομικευμένη εκτίμηση από τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η βλάβη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα εξακριβώνονται οι ανάγκες των θυμάτων πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την ποινική διαδικασία. Κατά την ποινική διαδικασία συχνά οι αρχές, δεν γνωρίζουν τις ανάγκες του θύματος, κάνοντας δύσκολη για το θύμα τη συνεργασία. Η αστυνομία, οι αρχές δίωξης και το προσωπικό γενικά πρέπει να εκπαιδεύονται ώστε να ξέρουν πώς να πλησιάσουν το θύμα, ανάλογα με τον τύπο του εγκλήματος. Ειδικά για την καλύτερη αντιμετώπιση των αναγκών των θυμάτων βίας λόγω φύλου και βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων, οι εισηγητές ζητούν να υπάρξει εκπαίδευση των επαγγελματιών στον τομέα της δικαιοσύνης, των αστυνομικών και των μελών των υπηρεσιών στήριξης των θυμάτων, ώστε να ευαισθητοποιηθούν στα θέματα φύλου και να καταστεί δυνατή η γρήγορη εξακρίβωση των αναγκών των θυμάτων. Στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας, οι εισηγητές θεωρούν ότι η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει να διεξάγεται σε στενή συνεργασία με μη κυβερνητικές οργανώσεις και παρόχους υπηρεσιών υπέρ των θυμάτων βίας λόγω φύλου, θα πρέπει δε να θεσμοθετηθεί και να τυποποιηθεί σε όλα τα κράτη μέλη.

Κατανόηση της δυναμικής του φύλου όσον αφορά τα δικαιώματα των θυμάτων

Η βία λόγω φύλου αποτελεί μια μορφή βίας που πλήττει δυσανάλογα τις γυναίκες και συνδέεται, αλλά δεν περιορίζεται, με περιπτώσεις βίας στο πλαίσιο στενών σχέσεων. Οι ερευνητές έχουν καταλήξει ότι στην Ευρώπη το 1/5 έως το 1/4 του συνόλου των γυναικών έχουν υποστεί σωματική βία τουλάχιστον μια φορά κατά την ενήλικη ζωή τους, και περισσότερο από το 1/10 έχει υποστεί σεξουαλική βία υπό την απειλή σωματικής βίας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εισηγητές θεωρούν ότι είναι σημαντική η ποινικοποίηση όλων των μορφών βίας λόγω φύλου και η παροχή στα θύματα ειδικής φροντίδας προστασίας και μέτρων αποκατάστασης.

Προς τούτο, οι εισηγητές προτείνουν να οριστεί η σαφής υποχρέωση, στο πλαίσιο της παροχής υποστήριξης προς τα θύματα που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες, να αναγνωρίζεται η δυναμική των φύλων, να λειτουργεί δε αυτή η βοήθεια εντός ενός πλαισίου ισότητας των φύλων και σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι εισηγητές πιστεύουν ότι η προσέγγιση αυτή είναι, επίσης, ζωτικής σημασίας για την αποφυγή επακόλουθης θυματοποίησης των θυμάτων βίας λόγω φύλου.

Πρόθεση των εισηγητών είναι να διασφαλίσουν ότι θα υιοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένας συνεκτικός ορισμός του όρου «θύμα» και ότι η ιδιαίτερη κατάσταση των θυμάτων που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες να λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό των κατάλληλων υπηρεσιών υποστήριξης και των επαγγελματιών κατάρτισης που βρίσκονται σε άμεση επαφή με τα θύματα. Για το λόγο αυτό, η οδηγία περιλαμβάνει ορισμένα δικαιώματα που θα πρέπει να εξασφαλιστούν για τα θύματα, και καλύπτει το σημαντικό κενό στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για τα θύματα εγκληματικών πράξεων. Οι εισηγητές κατατάσσουν επίσης τη βία λόγω φύλου στις εκδηλώσεις έλλειψης ισότητας λόγω φύλου και παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων και, ως εκ τούτου αναγνωρίζουν τη βία κατά των γυναικών ως μια μορφή διάκρισης που θα πρέπει να αναγνωριστεί και να καταπολεμηθεί.

Μεγαλύτερη συνεργασία και συντονισμός στην προστασία των θυμάτων

Προτείνεται στα κράτη μέλη να αναπτύξουν μια γενική πολυδιάστατη προσέγγιση που θα εξασφαλίζει την αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών που παρέχουν υποστήριξη προς τα θύματα. Για το λόγο αυτό η οδηγία προτείνει τη δημιουργία επισήμων ή άτυπων δομών που θα επιτρέψουν στους επαγγελματίες από τον τομέα της δικαιοσύνης, των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και τις ΜΚΟ να συνεργαστούν στο πλαίσιο μιας τυποποιημένης μεθόδου. Οι εισηγητές πιστεύουν ότι η ενιαία αντιμετώπιση θα ελαχιστοποιήσει τις αρνητικές επιπτώσεις των εγκληματικών πράξεων, τους κινδύνους της επακόλουθης ή της επαναλαμβανόμενης θυματοποίησης και του στιγματισμού, καθώς και την ταλαιπωρία του θύματος εξαιτίας των επαναλαμβανόμενων επαφών με τις υπηρεσίες της ποινικής δικαιοσύνης.

Διασφάλιση της προστασίας της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων

Οι εισηγητές ορίζουν σαφώς την υποχρέωση προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των θυμάτων κατά τη διάρκεια των ποινικών διαδικασιών και μετά τις διαδικασίες αυτές. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής των θυμάτων, άσχετα με το είδος της ζημίας που έχουν υποστεί, θα πρέπει να εξασφαλίζεται οπωσδήποτε δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της συμμετοχής του θύματος στη νομική διαδικασία ειδικότερα και στην ψυχολογική αποκατάστασή του γενικότερα. Για παράδειγμα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συχνά προβαίνουν σε μια περαιτέρω θυματοποίηση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων ή των ατόμων που έχουν επιζήσει από καταστροφές επιδεινώνοντας το αίσθημα βιασμού, αποπροσανατολισμού και έλλειψης ελέγχου των θυμάτων. Για το λόγο αυτό οι εισηγητές απαιτούν επίσης από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να επιδείξουν «αυτοπειθαρχία» με στόχο την προστασία της προσωπικής ακεραιότητας των θυμάτων από παρενοχλήσεις.

Ευρωπαϊκό δίκτυο και στατιστικές

Τα θύματα πρέπει να έχουν γνώση του γεγονότος ότι τα δικαιώματά τους θα τυποποιηθούν στο σύνολο της ΕΕ. Θα πρέπει να δρομολογηθούν εκστρατείες ενημέρωσης και αύξησης της ευαισθητοποίησης, προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης και συνεργασία με τις υπηρεσίες της κοινωνίας των πολιτών μέσω καλά οργανωμένων εκστρατειών στα κράτη μέλη της ΕΕ. Επιπλέον, η συλλογή και ανταλλαγή στοιχείων σχετικά με όλους τους τύπους θυματοποίησης είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική αντιμετώπιση εγκληματικών πράξεων. Για το λόγο αυτό οι εισηγητές ζητούν τη θέσπιση, στη βάση των υπαρχόντων ήδη ευρωπαϊκών ενώσεων που ασχολούνται με τις ανάγκες των θυμάτων, ενός ευρωπαϊκού δικτύου παρατήρησης και παροχής βοήθειας προς τα θύματα, που θα δημιουργήσει μια τράπεζα δεδομένων με στατιστικά που θα περιλαμβάνουν τον αριθμό, την ηλικία, το φύλο και την ιθαγένεια των θυμάτων. Το δίκτυο αυτό θα αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές οδηγίες και θα συμβάλει στην ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Ευχαριστίες

Οι εισηγητές εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για τις εξηγήσεις που τους παρείχε η Επιτροπή μέσω της ΓΔ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, καθώς και για την εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων με τους σκιώδεις εισηγητές και τη Δανική Προεδρεία της ΕΕ. Οι εισηγητές θα ήθελαν επίσης να εκφράσουν τις ευχαριστίες τους για τις θέσεις και την εμπειρογνωμοσύνη που παρείχαν οργανώσεις, ενώσεις και ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (26.3.2012)

προς την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και την Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων
(COM(2011)0275 – C7‑0127/2011 – 2011/0129(COD))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Antonio López-Istúriz White

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

Το Δικαστήριο, σε μια γνωστή απόφασή του, έκρινε την υπόθεση του Ian Cowan, βρετανού πολίτη, ο οποίος έπεσε θύμα βίαιης επίθεσης στην έξοδο ενός σταθμού του μετρό κατά τη διάρκεια μία σύντομης διαμονής του στο Παρίσι. Η ταυτότητα των ατόμων που του επιτέθηκαν δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί. Ζήτησε, συνεπώς, αποζημίωση από τις γαλλικές αρχές για τον τραυματισμό που υπέστη εξ αιτίας της επίθεσης αυτής.

Όπως προέκυψε, η Γαλλία εξήρτησε την κρατική αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη στη Γαλλία το θύμα μίας επίθεσης που είχε ως αποτέλεσμα σωματικές βλάβες από την προϋπόθεση ότι το θύμα κατέχει άδεια παραμονής ή έχει την ιθαγένεια ενός κράτους με το οποίο η Γαλλία έχει συνάψει ρήτρα αμοιβαιότητας. Ο κ. Cowan δεν ενέπιπτε σε καμία από τις κατηγορίες αυτές και ως εκ τούτου δεν έτυχε αποζημίωσης. Το Δικαστήριο, μετά την υποβολή ερωτήματος από το γαλλικό φορέα αποζημίωσης, απεφάνθη ότι ο περιορισμός αυτός ήταν αντίθετος με την κατοχυρωμένη στη Συνθήκη απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας.

Η υπόθεση αυτή καταδεικνύει την έκταση στην οποία τα κενά ή ακόμη τα διακριτικά μέτρα κατά την προστασία των θυμάτων στην εσωτερική αγορά και σήμερα στον χώρο της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης μπορούν να παρεμποδίσουν την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ένωσης, και ιδίως εκείνων που κάνουν χρήση της ελεύθερης κυκλοφορίας. Όπως ορθώς απεφάνθη το Δικαστήριο, η προστασία των θυμάτων «συνιστά το επακόλουθο αυτής της ελεύθερης κυκλοφορίας»[1]. Η Ένωση εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και για το λόγο αυτό οφείλει εξίσου να διασφαλίζει κατάλληλα πρότυπα και κατάλληλους κανόνες σε περίπτωση που ανακύπτουν προβλήματα.

Η Επιτροπή JURI επικροτεί, συνεπώς, την πρόταση οδηγίας της Επιτροπής για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ιδίως, λαμβανομένων υπόψη των ελλείψεων που παρουσιάζουν μέσα της ΕΕ που εγκρίθηκαν στο παρελθόν, είτε όσον αφορά το περιεχόμενό τους είτε την εφαρμογή τους[2] . Θεωρεί καθοριστικής σημασίας και από μακρού αναμενόμενη την ενίσχυση και προώθηση των δικαιωμάτων αυτών, προκειμένου να διασφαλισθεί η δέουσα ισορροπία με τις συνεχιζόμενες πρωτοβουλίες της ΕΕ αναφορικά με τα δικαιώματα των υπόπτων και κατηγορουμένων. Σε γενικές γραμμές, τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στον δράστη και την κοινή γνώμη, εις βάρος πολλές φορές των θυμάτων καθώς και στις τραυματικές συνέπειες του εγκλήματος. Τα θύματα δεν πρέπει να διακατέχονται από αίσθηση αποκλεισμού από τη διαδικασία αυτή.

Η Επιτροπή JURI θα επιθυμούσε να ενισχυθούν ορισμένες πτυχές της πρότασης και να την καταστήσει περισσότερο αποτελεσματική, χωρίς ωστόσο να θίγεται η αποδοτικότητα από πλευράς κόστους και η χρηματοδοτική βιωσιμότητα.

Η Επιτροπή JURI υποστηρίζει την προσέγγιση της Επιτροπής που συνίσταται στη θέσπιση ελάχιστων κανόνων, προκειμένου να διευκολύνονται τα κράτη μέλη να παρέχουν ευρύτερη προστασία εφόσον το επιθυμούν. Η προσέγγιση αυτή θα πρέπει να θέτει ένα βασικό επίπεδο υποστήριξης των θυμάτων σε εκείνα τα κράτη μέλη τα οποία δεν διαθέτουν παλαιόθεν οργανώσεις προστασίας των θυμάτων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις τα θύματα σοβαρών εγκλημάτων υφίστανται ιδιαίτερα τραύματα. Αυτό ισχύει ειδικότερα για τα θύματα τρομοκρατικών πράξεων, μπορεί ωστόσο να ισχύει και για τα θύματα του οργανωμένου εγκλήματος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επίμαχες αδικοπραγίες, λόγω της βαρύτητάς τους αλλά και του τρόπου τέλεσής τους, καταστρέφουν μακροπρόθεσμα την καθημερινή ζωή των θυμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να χάνουν το αίσθημα της φυσιολογικής ζωής. Η εμπιστοσύνη, για παράδειγμα, ενός θύματος μίας βομβιστικής τρομοκρατικής ενέργειας και ενός θύματος εμπορίας ανθρώπων μπορεί να πληγεί ανεπανόρθωτα με τον ίδιο τρόπο. Τα θύματα αυτά πρέπει να ανατάξουν τη ζωή τους. Για το λόγο αυτό ο εισηγητής φρονεί ότι τα θύματα των εγκληματικών αυτών πράξεων πρέπει να αντιμετωπίζονται ως θύματα που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας.

Αν και η ύπαρξη σειράς ελάχιστων δικαιωμάτων αποτελεί μια ζωτικής σημασίας βάση, τα θύματα πρέπει πρωτίστως να τύχουν εξατομικευμένης και αξιοπρεπούς αντιμετώπισης από τα εκάστοτε συστήματα απονομής δικαιοσύνης.

Τέλος, Η Επιτροπή JURI φρονεί ότι τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης των κρατών μελών πρέπει να είναι περισσότερο προσανατολισμένα προς την προστασία των θυμάτων και να μην εστιάζουν αποκλειστικά το ενδιαφέρον τους στον κατηγορούμενο. Η αλλαγή αυτή νοοτροπίας δεν μπορεί να επιτευχθεί αποκλειστικά μέσω της νομοθεσίας αλλά θα απαιτήσει περαιτέρω κατάρτιση και επιμόρφωση, πρακτική καθοδήγηση και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών. Η Ένωση βρίσκεται σε προνομιούχο θέση προκειμένου να επιληφθεί ζητημάτων όπως η ευαισθητοποίηση για τα δικαιώματα των θυμάτων, η κατίσχυση των δικαιωμάτων αυτών και η δέουσα κατάρτιση ιδίως όσον αφορά τους λειτουργούς της δικαιοσύνης και τους ασκούντες νομικά επαγγέλματα.

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καλεί την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να ενσωματώσει στην έκθεσή της τις ακόλουθες τροπολογίες:

Τροπολογία  1

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 8

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(8) Η παρούσα οδηγία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία προκειμένου να παράσχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας.

(8) Η παρούσα οδηγία ορίζει τους ελάχιστους κανόνες. Τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τα δικαιώματα που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, ιδίως ούτως ώστε να εξασφαλίζουν στα θύματα το καθεστώς του ενάγοντος στις ποινικές διαδικασίες, όπου περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της νομικής αρωγής και της πρόσβασης στον φάκελο, προκειμένου να παράσχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας

Τροπολογία  2

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 10

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(10) Κατά την παροχή πληροφοριών στα θύματα, θα πρέπει να δίδονται επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η μεταχείριση των θυμάτων γίνεται με σεβασμό και ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, καθώς και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ως προς αυτό, είναι σημαντικό να τους παρέχονται πληροφορίες που τους επιτρέπουν να γνωρίζουν την τρέχουσα κατάσταση κάθε διαδικασίας και την πρόοδο που έχει σημειωθεί. Επίσης, είναι σημαντικό να παρέχονται στα θύματα πληροφορίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν κατά πόσο θα ζητήσουν να επανεξεταστεί απόφαση μη δίωξης.

(10) Κατά την παροχή πληροφοριών, στα θύματα θα πρέπει να επιτρέπεται η πρόσβαση στους συναφείς φακέλους της υπόθεσης και θα πρέπει να δίδονται επαρκείς λεπτομέρειες, ώστε να εξασφαλίζεται ότι η μεταχείριση των θυμάτων γίνεται με σεβασμό και ότι τους παρέχεται η δυνατότητα να προβαίνουν σε τεκμηριωμένες αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή τους στη διαδικασία, καθώς και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Ως προς αυτό, είναι σημαντικό να τους παρέχονται πληροφορίες που τους επιτρέπουν να γνωρίζουν την τρέχουσα κατάσταση κάθε διαδικασίας και την πρόοδο που έχει σημειωθεί. Επίσης, είναι σημαντικό να παρέχονται στα θύματα πληροφορίες που τους δίνουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν κατά πόσο θα ζητήσουν να επανεξεταστεί απόφαση μη δίωξης.

Τροπολογία  3

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 13

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(13) Η υποστήριξη που παρέχεται από κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις πρέπει να είναι διαθέσιμη από τη στιγμή που έχει διαπραχθεί το έγκλημα, καθώς και καθόλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, καθώς και μεταγενέστερα, σύμφωνα με τις ανάγκες του θύματος. Η υποστήριξη πρέπει να παρέχεται με διάφορα μέσα, χωρίς υπερβολικές διατυπώσεις και με επαρκή γεωγραφική κατανομή, ώστε να δίδεται η δυνατότητα σε όλα τα θύματα να έχουν πρόσβαση σ'αυτές τις υπηρεσίες. Ορισμένες κατηγορίες θυμάτων, όπως τα θύματα σεξουαλικής βίας, βίας συνδεόμενης με το φύλο, το φυλετικό μίσος ή άλλων εγκληματικών πράξεων λόγω προκαταλήψεων, καθώς και τα θύματα τρομοκρατίας, μπορεί να ζητήσουν υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εγκληματικής πράξης την οποίαν έχουν υποστεί.

(13) Η υποστήριξη που παρέχεται από κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι οποίες έχουν καταχωρηθεί και εποπτεύονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, πρέπει να είναι διαθέσιμη από τη στιγμή που έχει διαπραχθεί το έγκλημα, καθώς και καθόλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, καθώς και μεταγενέστερα, σύμφωνα με τις ανάγκες του θύματος. Η υποστήριξη πρέπει να παρέχεται με διάφορα μέσα, χωρίς υπερβολικές διατυπώσεις και με επαρκή γεωγραφική κατανομή, ώστε να δίδεται η δυνατότητα σε όλα τα θύματα να έχουν πρόσβαση σ'αυτές τις υπηρεσίες. Ορισμένες κατηγορίες θυμάτων, όπως τα θύματα σεξουαλικής βίας, βίας συνδεόμενης με το φύλο, το φυλετικό μίσος ή άλλων εγκληματικών πράξεων λόγω προκαταλήψεων, καθώς και τα θύματα τρομοκρατίας ή του οργανωμένου εγκλήματος, μπορεί να ζητήσουν υπηρεσίες ειδικής υποστήριξης λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εγκληματικής πράξης την οποίαν έχουν υποστεί.

Αιτιολόγηση

Τα θύματα του οργανωμένου εγκλήματος ανήκουν στις ιδιαίτερα ευάλωτες κατηγορίες θυμάτων, καθόσον είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε εκφοβισμό και απειλές επαναλαμβανόμενης βίας από τους δράστες τέτοιου είδους εγκλημάτων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο χρειάζονται ειδικά μέτρα όχι μόνο για την προστασία τους στις ποινικές διαδικασίες αλλά και για την παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών υποστήριξης.

Τροπολογία  4

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 17

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(17) Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, ορισμένα θύματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε επακόλουθη και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και εκφοβισμό από τον δράστη και τους συνεργάτες του. Αυτός ο ευάλωτος χαρακτήρας μπορεί να αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, καθώς και από το είδος και τη φύση του εγκλήματος. Σ'αυτή τη βάση, ορισμένα θύματα όπως παιδιά, άτομα με αναπηρία, θύματα σεξουαλικής βίας και θύματα εμπορίας είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ευάλωτα για περαιτέρω θυματοποίηση και έχουν ανάγκη ειδικών μέτρων προστασίας. Η πρόσβαση σ'αυτά τα μέτρα προστασίας πρέπει να περιορίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στις περιπτώσεις εξισορρόπησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου ή ύποπτου προσώπου, ή όταν το επιθυμεί το ίδιο το θύμα. Όσον αφορά τα θύματα εμπορίας και τα παιδιά που καθίστανται θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καθώς και παιδικής πορνογραφίας, η παρούσα οδηγία δεν ασχολείται με ορισμένα θέματα που τα αφορούν, εάν αυτά έχουν ήδη ρυθμιστεί με συγκεκριμένες και λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες περιλαμβάνονται σε άλλα μέσα τα οποία έχουν εγκριθεί ή βρίσκονται στο στάδιο διαπραγμάτευσης.

(17) Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, ορισμένα θύματα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε επακόλουθη και επαναλαμβανόμενη θυματοποίηση και εκφοβισμό από τον δράστη και τους συνεργάτες του. Αυτός ο ευάλωτος χαρακτήρας μπορεί να αναγνωριστεί σε μεγάλο βαθμό από τα προσωπικά χαρακτηριστικά του θύματος, καθώς και από το είδος και τη φύση του εγκλήματος. Σ'αυτή τη βάση, ορισμένα θύματα όπως παιδιά, άτομα με αναπηρία, θύματα σεξουαλικής βίας, θύματα του οργανωμένου εγκλήματος και θύματα εμπορίας είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ευάλωτα για περαιτέρω θυματοποίηση και έχουν ανάγκη ειδικών μέτρων προστασίας. Η πρόσβαση σ'αυτά τα μέτρα προστασίας πρέπει να περιορίζεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στις περιπτώσεις εξισορρόπησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου ή ύποπτου προσώπου, ή όταν το επιθυμεί το ίδιο το θύμα. Όσον αφορά τα θύματα εμπορίας ή τα θύματα του οργανωμένου εγκλήματος και τα παιδιά που καθίστανται θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καθώς και παιδικής πορνογραφίας, η παρούσα οδηγία δεν ασχολείται με ορισμένα θέματα που τα αφορούν, εάν αυτά έχουν ήδη ρυθμιστεί με συγκεκριμένες και λεπτομερείς διατάξεις οι οποίες περιλαμβάνονται σε άλλα μέσα τα οποία έχουν εγκριθεί ή βρίσκονται στο στάδιο διαπραγμάτευσης.

Αιτιολόγηση

Τα θύματα του οργανωμένου εγκλήματος είναι μια από τις ειδικές κατηγορίες θυμάτων που ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών για την ενίσχυση των δικαιωμάτων των θυμάτων στην ΕΕ – 18.05.2011 (COM(2011) 274). Δεδομένου ότι τα θύματα του οργανωμένου εγκλήματος είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στον εκφοβισμό και την απειλή άσκησης συνεχούς βίας από πλευράς των δραστών του εγκλήματος αυτού, χρειάζονται ειδικά μέτρα προστασίας.

Τροπολογία  5

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 24

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(24) Κάθε υπάλληλος που συμμετέχει σε ποινική διαδικασία και που μπορεί να έρθει σε επικοινωνία με θύματα θα πρέπει να καταρτίζεται, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να καλύπτει τις ανάγκες τους, τόσο στο πλαίσιο της αρχικής όσο και της συνεχούς κατάρτισης, και σε βαθμό ανάλογο με την επαφή που έχει με τα θύματα. Η κατάρτιση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει κατάλληλη εξειδίκευση.

(24) Κάθε επαγγελματίας που συμμετέχει σε ποινική διαδικασία και που μπορεί να έρθει σε επικοινωνία με θύματα θα πρέπει να καταρτίζεται, ώστε να είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να καλύπτει τις ανάγκες τους, τόσο στο πλαίσιο της αρχικής όσο και της συνεχούς κατάρτισης, και σε βαθμό ανάλογο με την επαφή που έχει με τα θύματα. Η κατάρτιση αυτή θα πρέπει να περιλαμβάνει εξειδίκευση που θα αφορά, επί παραδείγματι, θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων, οικογένειες που στερήθηκαν μέλη τους από δολοφονίες, νεαρά θύματα εγκλημάτων ή θύματα διασυνοριακού εγκλήματος.

Τροπολογία  6

Πρόταση οδηγίας

Αιτιολογική σκέψη 26 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

(26α). Σύμφωνα με την Κοινή Πολιτική Δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, τα κράτη μέλη ανέλαβαν να συνοδεύσουν, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις, την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο με ένα ή περισσότερα έγγραφα στα οποία θα επεξηγείται η σχέση μεταξύ των συστατικών στοιχείων μιας οδηγίας και των αντίστοιχων μερών των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά την παρούσα οδηγία, ο νομοθέτης θεωρεί ότι πρέπει να αιτιολογείται η διαβίβαση τέτοιου είδους εγγράφων 1.

 

______________

 

Η Επιτροπή διαβίβάσε στο Συμβούλιο έγγραφη αιτιολόγηση στις X (X).

Τροπολογία  7

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 3 – εισαγωγή

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχονται στα θύματα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, από την πρώτη επικοινωνία με την αρμόδια αρχή για την παραλαβή της καταγγελίας που αφορά την αξιόποινη πράξη, οι ακόλουθες πληροφορίες:

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχονται σε όλα τα θύματα, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε γλώσσα κατανοητή από το θύμα, με τη χρήση ευαίσθητων τεχνικών επικοινωνίας για τα παιδιά, όπου κρίνεται σκόπιμο από την πρώτη επικοινωνία με οιαδήποτε αρχή μετά από καταγγελία σχετικά με αξιόποινη πράξη, οι ακόλουθες πληροφορίες:

Τροπολογία  8

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 3 – παράγραφος 1 – στοιχείο στ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(στ) ο βαθμός και οι όροι βάσει των οποίων τα θύματα έχουν δικαίωμα να λάβουν νομική συμβουλή, νομική συνδρομή ή οποιοδήποτε άλλο είδος συμβουλής,

(στ) οι όροι βάσει των οποίων τα θύματα έχουν δικαίωμα να λάβουν νομική συμβουλή, νομική συνδρομή ή οποιοδήποτε άλλο είδος ανεξάρτητης και εξειδικευμένης συμβουλής,

Τροπολογία  9

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 3 – στοιχείο στ α (νέο)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

(στ.a) έχουν, σε κάθε περίπτωση, δικαίωμα σε δωρεάν υπηρεσίες διερμηνείας και μετάφρασης·

Τροπολογία  10

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 3 – παράγραφος 1 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1, παρέχονται τόσο προφορικώς όσο και γραπτώς, σε απλή και προσιτή γλώσσα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε ιδιαίτερη ανάγκη των ευάλωτων ατόμων.

Αιτιολόγηση

Δεν αρκεί να παρέχεται στις αρχές η επιλογή της παροχής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 μόνο προφορικά.

Τροπολογία  11

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 4 – παράγραφος 1 – εισαγωγικό μέρος

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να λαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που τα αφορά και ότι λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές όταν έχουν διατυπώσει αυτή την επιθυμία:

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση που τα αφορά και ότι είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στους συναφείς φακέλους της υπόθεσης όταν έχουν διατυπώσει αυτή την επιθυμία, και ότι, ως εκ τούτου, λαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

Τροπολογία  12

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 4 – παράγραφος 2

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι προσφέρεται στα θύματα η δυνατότητα να ενημερώνονται για την αποφυλάκιση του διωχθέντος ή καταδικασθέντος για εγκληματική πράξη που τα αφορά. Τα θύματα λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές εάν έχουν διατυπώσει αυτή την επιθυμία.

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι προσφέρεται στα θύματα η δυνατότητα να ενημερώνονται για την αποφυλάκιση του διωχθέντος ή καταδικασθέντος για εγκληματική πράξη που τα αφορά ή για την απόδρασή του από τις φυλακές. Τα θύματα λαμβάνουν αμέσως τις πληροφορίες αυτές σε κάθε περίπτωση.

Τροπολογία  13

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 4 – παράγραφος 2 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

2a. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η γνωστοποίηση και η ενημέρωση που παρέχονται βάσει των παραγράφων 1 και 2 είναι σε απλή και κατανοητή γλώσσα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε ιδιαίτερη ανάγκη θυμάτων που είναι ευάλωτα..

Τροπολογία  14

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 4 – παράγραφος 3 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

3a. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν το δικαίωμα των θυμάτων να μεταβάλλουν οποιαδήποτε στιγμή την απόφασή τους σχετικά με την επιθυμία τους να λαμβάνουν ή να μην λαμβάνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.

Τροπολογία  15

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 6 – παράγραφος 4 – στοιχείο α

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(α) την καταγγελία της αξιόποινης πράξης που υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή,

(α) την καταγγελία που αφορά την αξιόποινη πράξη που υποβλήθηκε στην αρμόδια αρχή,

Τροπολογία  16

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 7 – παράγραφος 1

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα και οι οικογένειές τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους, έχουν πρόσβαση σε δωρεάν υπηρεσίες εμπιστευτικής υποστήριξης θυμάτων.

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα και οι οικογένειές τους, ανάλογα με τις ανάγκες τους, έχουν πρόσβαση σε δωρεάν υπηρεσίες εμπιστευτικής υποστήριξης θυμάτων, πριν, κατά τη διάρκεια και για επαρκές χρονικό διάστημα μετά την ολοκλήρωση οιασδήποτε ποινικής διαδικασίας.

Αιτιολόγηση

Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι πρέπει να υπάρχει ένα συνεκτικό, εγγυημένο επίπεδο στήριξης σε όλα τα κράτη μέλη και ότι η στήριξη δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο διάστημα ακριβώς μετά το έγκλημα, καθώς οι ποινικές διαδικασίες μπορεί να τραβήξουν σε μάκρος, να είναι πολύπλοκες και τραυματικές, ιδίως για τα θύματα βίαιων και/ή σεξουαλικών εγκλημάτων.

Τροπολογία  17

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 7 – παράγραφος 4 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

4a. Τα κράτη μέλη σέβονται την επιλογή του θύματος να μην ζητήσει την υποστήριξη του κράτους.

Τροπολογία  18

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 7 – παράγραφος 4 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

4a. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε κυβερνητικές ή μη κυβερνητικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον και οι οποίες έχουν καταχωρηθεί και εποπτεύονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να παρεμβαίνουν σε ποινικές διαδικασίες προς υποστήριξη, ή εξ όηνοματο2 του θύματος ή των θυμάτων.

Τροπολογία  19

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 8

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα λαμβάνουν έγγραφο αποδεικτικό για κάθε καταγγελία που έχουν υποβάλει σε αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα λαμβάνουν έγγραφο αποδεικτικό σε γλώσσα που κατανοούν για κάθε καταγγελία που έχουν υποβάλει σε αρμόδια αρχή του κράτους μέλους.

Αιτιολόγηση

Ευθυγράμμιση με τα δικαιώματα που παρέχονται στα άτομα που κατηγορούνται για διάπραξη εγκλημάτων στο εξωτερικό.

Τροπολογία  20

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 9

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα μπορούν να χαίρουν του δικαιώματος ακρόασης κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας και ότι μπορούν προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα μπορούν να συμμετέχουν σε ποινικές διαδικασίες και να χαίρουν του δικαιώματος ακρόασης κατά τη διάρκεια ποινικής διαδικασίας και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία

Τροπολογία  21

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 11 – παράγραφος 1 – στοιχείο γ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(γ) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο δράστης πρέπει να έχει αποδεχθεί την ευθύνη της πράξης του,

(γ) ο ύποπτος ή κατηγορούμενος ή ο δράστης πρέπει να έχει αποδεχθεί την ευθύνη της πράξης του και πρέπει να παράσχει εξήγηση στο θύμα·

Τροπολογία  22

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 11 – παράγραφος 2

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

2. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την παραπομπή υποθέσεων σε υπηρεσίες διαμεσολάβησης ή σε άλλες υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, κυρίως με τη θέσπιση πρωτοκόλλων σχετικά με τους όρους παραπομπής.

2. Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την παραπομπή υποθέσεων σε υπηρεσίες διαμεσολάβησης ή σε άλλες υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, κυρίως με τη θέσπιση διαδικασιών σχετικά με τους όρους παραπομπής.

Τροπολογία  23

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 11 – παράγραφος 2 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

2a. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η διαμεσολάβηση ή άλλες υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, εφόσον παρέχονται από μη κυβερνητικές οργανώσεις, καταχωρούνται και εποπτεύονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Τροπολογία  24

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 14

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αποδοτέα αντικείμενα που ανήκουν στο θύμα τα οποία κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, του επιστρέφονται αμελλητί, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στις επιταγές της ποινικής διαδικασίας.

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα αντικείμενα που ανήκουν στο θύμα τα οποία κατασχέθηκαν κατά την ποινική διαδικασία, του επιστρέφονται αμελλητί, εκτός αν αυτό αντιβαίνει στις επιταγές της ποινικής διαδικασίας.

Τροπολογία  25

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 15 – παράγραφος 2

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να διευκολύνεται η παροχή επαρκούς αποζημίωσης στα θύματα εκ μέρους του δράστη.

2. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα ώστε να διευκολύνεται η παροχή επαρκούς αποζημίωσης στα θύματα εκ μέρους του δράστη και παρέχουν βοήθεια στα θύματα με την έγκαιρη εκτέλεση των εντολών αποζημίωσης.

Αιτιολόγηση

Αυτή η παράγραφος, πρέπει να ενισχυθεί, τονίζοντας ότι τα κράτη μέλη πρέπει να είναι υπεύθυνα όσον αφορά την διασφάλιση της ταχείας εκτέλεσης των εντολών αποζημίωσης.

Τροπολογία  26

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 16 – παράγραφος 3 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

3a. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται απλές, κοινές διαδικασίες που παρέχουν στα θύματα εγκλήματος που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης εύκολα και ότι οι διασυνοριακές εντολές αποζημίωσης θα εκτελούνται χωρίς περιττή καθυστέρηση.

Αιτιολόγηση

Τα θύματα εγκλήματος που διεπράχθη στο εξωτερικό δεν πρέπει να αποθαρρύνονται του δικαιώματος να υποβάλλουν την αίτηση της αποζημίωσης που δικαιούνται εξαιτίας των πολύπλοκων διαδικασιών. Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι υπάρχει μια ενιαία και απλή διαδικασία για τους υπηκόους τρίτων χωρών που υποβάλλουν αίτηση αποζημίωσης και ότι οι διασυνοριακές εντολές αποζημιώσεις εκτελούνται εγκαίρως.

Τροπολογία  27

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 18 – παράγραφος 1 – εισαγωγικό μέρος

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι ακόλουθες κατηγορίες θυμάτων θεωρούνται ότι είναι ευάλωτες λόγω των προσωπικών τους χαρακτηριστικών:

1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι ακόλουθες κατηγορίες θυμάτων θεωρούνται ότι είναι ευάλωτες λόγω των προσωπικών τους χαρακτηριστικών ή της προσωπικής τους κατάστασης:

Τροπολογία  28

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 18 – παράγραφος 1 – στοιχείο α

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(α) παιδιά,

(α) παιδιά και ηλικιωμένοι,·

Τροπολογία  29

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 18 – παράγραφος 1 – στοιχείο β α (νέο)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

(βa) Άτομα που διατρέχουν κίνδυνο να στοχοποιηθούν ή να υποστούν εκφοβισμό·

Τροπολογία  30

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 18 – παράγραφος 2 – στοιχείο α α (νέο)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

(aa) Θύματα ενδοοιιογενειακής βίας·

Τροπολογία  31

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 18 – παράγραφος 2 – στοιχείο β α (νέο)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

a) Θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων, του οργανωμένου εγκλήματος, παιδεραστίας και κυβερνοχώρου.

Τροπολογία  32

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 19

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν σταδιακά τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αποφεύγεται η επαφή μεταξύ των θυμάτων και των κατηγορούμενων ή ύποπτων προσώπων σε οποιοδήποτε χώρο στον οποίον τα θύματα μπορεί να έχουν προσωπική επαφή με τις δημόσιες αρχές λόγω της ιδιότητάς τους ως θύματα και σε συγκεκριμένους χώρους στους οποίους διενεργείται η ποινική διαδικασία.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις που επιτρέπουν να αποφεύγεται η επαφή μεταξύ των θυμάτων και των κατηγορούμενων ή ύποπτων προσώπων σε οποιοδήποτε χώρο στον οποίον τα θύματα μπορεί να έχουν προσωπική επαφή με τις δημόσιες αρχές λόγω της ιδιότητάς τους ως θύματα και σε συγκεκριμένους χώρους στους οποίους διενεργείται η ποινική διαδικασία.

Τροπολογία  33

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 20 – παράγραφος 1 – στοιχείο α

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(α) τα θύματα να εξετάζονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την κατάθεση της καταγγελίας για αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές,

(α) τα θύματα να εξετάζονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την καταγγελία που αφορά αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές,

Τροπολογία  34

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 20 – παράγραφος 1 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

1a. Τα κράτη μέλη προωθούν την εξασφάλιση προδικαστικών επισκέψεων εξοικείωσης των θυμάτων στα δικαστήρια.

Αιτιολόγηση

Η επιτροπή πιστεύει ότι τα θύματα θα πρέπει να μπορούν να επωφελούνται των προδικαστικών επισκέψεων εξοικείωσης στα δικαστήρια.

Τροπολογία  35

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 21 – παράγραφος 2 – στοιχείο γ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό αντίκειται στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης,

γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό αντίκειται στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και εκτός αν το θύμα διατυπώσει αντίθετη επιθυμία κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας·

Τροπολογία  36

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 21 – παράγραφος 2 – στοιχείο δ

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

(δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου.

(δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας διεξάγεται από πρόσωπο του ιδίου φύλου, εκτός εάν το θύμα εκφράσει διαφορετική επιθυμία.

Τροπολογία  37

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 23 – παράγραφος 1

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι δικαστικές αρχές να μπορούν να εγκρίνουν, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τη υπόληψης του θύματος και των μελών της οικογένειάς του.

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, ιδίως κατά τη διάρκεια της έρευνας, της δίωξης και της δικαστικής διαδικασίας, να μπορούν να εγκρίνονται κατάλληλα μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και τη υπόληψης του θύματος και των μελών της οικογένειάς του.

Τροπολογία  38

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 23 – παράγραφος 1 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

1a. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλες οι υπηρεσίες που βρίσκονται σε επαφή με τα θύματα θεσπίζουν σαφείς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους μπορούν να γνωστοποιήσουν σε τρίτους πληροφορίες που έλαβαν από το θύμα ή σε σχέση με αυτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το θύμα συναινεί στη γνωστοποίηση αυτή ή όταν υφίσταται σχετική νομική υποχρέωση ή έγκριση.

Τροπολογία  39

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 24 – παράγραφος 1

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές και το προσωπικό των δικαστηρίων δέχονται γενική και ειδική κατάρτιση, επιπέδου αντίστοιχου με τις επαφές που έχουν με τα θύματα, προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν στις ανάγκες τους και να τα μεταχειρίζονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές και το προσωπικό των δικαστηρίων δέχονται πάντοτε γενική και ειδική κατάρτιση, επιπέδου αντίστοιχου με τις επαφές που έχουν με τα θύματα, προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν στις ανάγκες τους και να τα μεταχειρίζονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

Τροπολογία  40

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 24 – παράγραφος 2

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δικαστικές αρχές έχουν πρόσβαση τόσο σε γενική όσο και σε ειδική κατάρτιση, ώστε να ευαισθητοποιηθούν στις ανάγκες τους και να τα μεταχειρίζονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

2. Με την επιφύλαξη της ανεξαρτησίας των δικαστικών αρχών και των διαφορών στην οργάνωση του δικαστικού συστήματος σε ολόκληρη την Ένωση τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι δικαστικές αρχές έχουν πρόσβαση τόσο σε γενική όσο και σε ειδική κατάρτιση, ώστε να συνειδητοποιούν τις ανάγκες των θυμάτων καθώς και την υποχρέωση να μεταχειρίζονται τα θύματα αυτά με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο, και ότι, εφόσον χρειάζεται, παροτρύνονται να συμμετέχουν στην εν λόγω κατάρτιση και επιμόρφωση.

Τροπολογία  41

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 24 – παράγραφος 2 α (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

2a. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν πάντοτε ότι οι δικηγόροι λαμβάνουν πάντα γενική και ειδική κατάρτιση προκειμένου να ευαισθητοποιηθούν στις ανάγκες των θυμάτων και για να τα μεταχειρίζονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

Τροπολογία  42

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 24 – παράγραφος 3

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι όσοι παρέχουν υποστήριξη στα θύματα και υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης δέχονται κατάλληλη κατάρτιση ανάλογη με το επίπεδο της επαφής τους με τα θύματα και ότι τηρούν τα επαγγελματικά πρότυπα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα πάντοτε μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι όσοι παρέχουν υποστήριξη στα θύματα και υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης δέχονται κατάλληλη κατάρτιση ανάλογη με το επίπεδο της επαφής τους με τα θύματα και ότι τηρούν τα επαγγελματικά πρότυπα, ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται με αμεροληψία, σεβασμό και επαγγελματικό τρόπο.

Τροπολογία  43

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 25 – παράγραφος 2 β (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

2β. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πρεσβείες και τα προξενεία τους διαθέτουν καθιερωμένους μηχανισμούς σύνδεσης με τους φορείς και τις υπηρεσίες παροχής υπηρεσιών προς τα θύματα στα κράτη μέλη που βρίσκονται, προκειμένου να διασφαλίζεται η ταχεία προσφυγή των θυμάτων.

Αιτιολόγηση

Αυτή η πρόταση διατυπώθηκε από διάφορα μέλη της εκλογικής μου περιφέρειας για περιπτώσεις όπου οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους έπεσαν θύματα εγκληματικής πράξης στο εξωτερικό. Πρόκειται περί παράλειψης που πρέπει να αντιμετωπιστεί στη νομοθεσία..

Τροπολογία  44

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 25 – παράγραφος 2 γ (νέα)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

2γ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το εθνικό τους δίκαιο για την επιστροφή σορών νεκρών ακολουθεί μια συνήθη διαδικασία και ένα χρονοδιάγραμμα που λαμβάνει υπόψη τόσο τις επιθυμίες της οικογένειας όσο και τις θρησκευτικές και πολιτιστικές παραδόσεις.

Αιτιολόγηση

Πρόκειται για ένα υποτροπιάζον και μόνιμο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες των θυμάτων εγκληματικών πράξεων.

Τροπολογία  45

Πρόταση οδηγίας

Άρθρο 27 α (νέο)

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή

Τροπολογία

 

Άρθρο 27α

 

Έκθεση

 

1. Η Επιτροπή, το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας, δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της.

 

2. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις τροποποίησης της παρούσας οδηγίας.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Ελάχιστα πρότυπα σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων

Έγγραφα αναφοράς

COM(2011)0275 – C7-0127/2011 – 2011/0129(COD)

Επιτροπές αρμόδιες επί της ουσίας

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE

7.6.2011

FEMM

7.6.2011

 

 

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

JURI

7.6.2011

 

 

 

Εισηγητής(ές)

       Ημερομηνία ορισμού

Antonio López-Istúriz White

20.6.2011

 

 

 

Άρθρο 51 - Κοινές συνεδριάσεις επιτροπών

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

       

       

19.1.2012

Εξέταση στην επιτροπή

10.10.2011

25.1.2012

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

26.3.2012

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

16

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Luigi Berlinguer, Sebastian Valentin Bodu, Françoise Castex, Christian Engström, Giuseppe Gargani, Klaus-Heiner Lehne, Antonio Masip Hidalgo, Bernhard Rapkay, Evelyn Regner, Alexandra Thein, Rainer Wieland, Cecilia Wikström, Димитър Стоянов

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Piotr Borys, Eva Lichtenberger

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Pablo Arias Echeverría

  • [1]  Απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 1989 στην υπόθεση 186/87 Cowan κατά Trésor public, παράγραφος 17.
  • [2]  Απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2001, σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες (2011/220/ΔΕΥ), ΕΕ L 82, 22.3.2011, σ.1· έκθεση της Επιτροπής της 20ής Απριλίου.2009, COM (2009) 166 τελικό· οδηγία 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων, ΕΕ L 261, 6.8.2004, σ. 15· έκθεση της Επιτροπής COM (2009) 170 τελικό.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Ελάχιστα πρότυπα σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων εγκληματικών πράξεων

Έγγραφα αναφοράς

COM(2011)0275 – C7-0127/2011 – 2011/0129(COD)

Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ

18.5.2011

 

 

 

Επιτροπές αρμόδιες επί της ουσίας

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE

7.6.2011

FEMM

7.6.2011

 

 

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

JURI (Επιτροπή Νομικών Θεμάτων)

7.6.2011

 

 

 

Εισηγητής(ές)

       Ημερομηνία ορισμού

Teresa Jiménez-Becerril Barrio

12.7.2011

Антония Първанова

12.7.2011

 

 

Άρθρο 51 - Κοινές συνεδριάσεις επιτροπών

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

       

       

19.1.2012

Εξέταση στην επιτροπή

9.2.2012

20.3.2012

21.3.2012

30.5.2012

Ημερομηνία έγκρισης

10.7.2012

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

79

1

1

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Philipp Albrecht, Roberta Angelilli, Regina Bastos, Edit Bauer, Mario Borghezio, Rita Borsellino, Emine Bozkurt, Arkadiusz Tomasz Bratkowski, Simon Busuttil, Philip Claeys, Carlos Coelho, Ioan Enciu, Frank Engel, Cornelia Ernst, Edite Estrela, Monika Flašíková Beňová, Hélène Flautre, Kinga Gál, Iratxe García Pérez, Kinga Göncz, Nathalie Griesbeck, Sylvie Guillaume, Zita Gurmai, Mikael Gustafsson, Anna Hedh, Salvatore Iacolino, Sophia in ‘t Veld, Lívia Járóka, Teresa Jiménez-Becerril Barrio, Nicole Kiil-Nielsen, Timothy Kirkhope, Constance Le Grip, Juan Fernando López Aguilar, Baroness Sarah Ludford, Monica Luisa Macovei, Véronique Mathieu, Anthea McIntyre, Louis Michel, Claude Moraes, Elisabeth Morin-Chartier, Siiri Oviir, Αντιγόνη Παπαδοπούλου, Γεώργιος Παπανικολάου, Carmen Romero López, Judith Sargentini, Joanna Katarzyna Skrzydlewska, Renate Sommer, Rui Tavares, Britta Thomsen, Nils Torvalds, Κυριάκος Τριανταφυλλίδης, Wim van de Camp, Axel Voss, Josef Weidenholzer, Cecilia Wikström, Anna Záborská, Tatjana Ždanoka, Auke Zijlstra, Светослав Христов Малинов, Антония Първанова

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Alexander Alvaro, Minodora Cliveti, Anna Maria Corazza Bildt, Cornelis de Jong, Leonidas Donskis, Δημήτριος Δρούτσας, Lorenzo Fontana, Monika Hohlmeier, Mojca Kleva, Ádám Kósa, Marek Henryk Migalski, Raül Romeva i Rueda, Kārlis Šadurskis, Marco Scurria, Salvador Sedó i Alabart, Bogusław Sonik, Michèle Striffler, Мария Габриел, Станимир Илчев

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Nadja Hirsch, Elisabeth Morin-Chartier

Ημερομηνία κατάθεσης

18.7.2012