ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα

25.10.2012 - (2012/2115(INI))

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Saïd El Khadraoui

Διαδικασία : 2012/2115(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0354/2012
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0354/2012
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα

(2012/2115(INI))

Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τις προτάσεις και την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, για την τραπεζική ένωση,

–   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της ομάδας G20, της 18ης Ιουνίου 2012, στα οποία ζητείται η ολοκλήρωση των εργασιών σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων,

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 6ης Ιουλίου 2011, σχετικά με τη χρηματοπιστωτική, οικονομική και κοινωνική κρίση: συστάσεις για τα ενδεικνυόμενα μέτρα και πρωτοβουλίες[1],

–   έχοντας υπόψη την ενδιάμεση έκθεση προόδου των αξόνων δράσης που προσδιόρισε το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) όσον αφορά τις συμφωνίες επαναγοράς (repos) και τον δανεισμό τίτλων, η οποία δημοσιεύθηκε στις 27 Απριλίου 2012, και την έκθεση διαβούλευσης σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς (MMF), η οποία δημοσιεύθηκε από τη Διεθνή Οργάνωση Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO) την ίδια ημερομηνία,

–   έχοντας υπόψη το έκτακτο έγγραφο αρ. 133 της ΕΚΤ, σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα στη ζώνη του ευρώ, που δημοσιεύθηκε στις 30 Απριλίου 2012,

–   έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής με τίτλο «Σκιώδες τραπεζικό σύστημα» (COM(2012)0102),

–   έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 2012, με τίτλο «Product Rules, Liquidity Management, Depositary, Money Market Funds and Long-term Investments for UCITs» (Κανόνες περί προϊόντων, διαχείριση ρευστότητας, υπηρεσίες θεματοφυλακής, αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς και μακροπρόθεσμες επενδύσεις για τους ΟΣΕΚΑ),

–   έχοντας υπόψη την έκθεση για την ενίσχυση της εποπτείας και τη ρύθμιση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, που δημοσίευσε το FSB στις 27 Οκτωβρίου 2011 ανταποκρινόμενο στις προσκλήσεις της G20 στη Σεούλ το 2010 και στις Κάννες το 2011,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0354/2012),

A. λαμβάνοντας υπόψη ότι η έννοια του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, όπως ορίζεται από το FSB, καλύπτει το σύστημα πιστωτικής διαμεσολάβησης που περιλαμβάνει οντότητες και δραστηριότητες εκτός του κανονικού τραπεζικού συστήματος·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ρυθμιζόμενες οντότητες του κανονικού τραπεζικού συστήματος συμμετέχουν εκτενώς στις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον ορισμό του σκιώδους τραπεζικού συστήματος και διασυνδέονται από πολλές απόψεις με οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλο ποσοστό των δραστηριοτήτων σκιώδους τραπεζικού συστήματος συγκαταλέγονται εν μέρει στον ρυθμιζόμενο τραπεζικό τομέα και αυτό θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται πλήρως στο υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα στοιχεία που εμπίπτουν στον όρο «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» είναι ζωτικής σημασίας για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή κατά τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής οποιουδήποτε νέου ρυθμιστικού μέτρου ή κατά την επέκταση τυχόν υφιστάμενου τέτοιου μέτρου·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα ορθώς κρατά τον κίνδυνο χωριστά από τον τραπεζικό τομέα και ως εκ τούτου μακριά από τον δυνητικό αντίκτυπο στον φορολογούμενο ή στο ίδιο το σύστημα· λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι η πληρέστερη κατανόηση των σκιωδών τραπεζικών δραστηριοτήτων, της σύνδεσής τους με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και των ρυθμίσεων για να εξασφαλισθεί διαφάνεια, μείωση του συστημικού κινδύνου και εξάλειψη οιωνδήποτε αθέμιτων πρακτικών αποτελεί αναγκαίο μέρος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι για να αποσαφηνιστεί το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, είναι απαραίτητο κάθε ρύθμιση να αντιμετωπίζει πλήρως την αναλυτική ικανότητα, την πολυπλοκότητα και την αδιαφάνεια των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων που την αφορούν, και δη σε κατάσταση κρίσης·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις του FSB, το μέγεθος του σκιώδους τραπεζικού συστήματος ανήλθε περίπου σε 51 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2011, από 21 τρισεκατομμύρια ευρώ το 2002· το μέγεθος αυτό αντιπροσωπεύει το 25 έως 30% του συνολικού χρηματοπιστωτικού συστήματος και το ήμισυ του μεγέθους των τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων·

Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρά ορισμένες ενδεχομένως θετικές επιπτώσεις της, όπως αυξημένη αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μεγαλύτερη ποικιλία προϊόντων και μεγαλύτερος ανταγωνισμός, η σκιώδης τραπεζική δραστηριότητα έχει αναγνωριστεί ως μία από τις πιθανές βασικές αιτίες ή τους πιθανούς βασικούς παράγοντες της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ενδέχεται να απειλήσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· λαμβάνοντας υπόψη ότι το FSB απαιτεί αυξημένη εποπτεία για την έκταση της σκιώδους τραπεζικής δραστηριότητας, που δημιουργεί ανησυχίες i) σχετικά με συστημικούς κινδύνους, ιδίως μέσω μετατροπής της λήξης/της ρευστότητας, βαθμών μόχλευσης και ελλιπούς μεταβίβασης πιστωτικού κινδύνου, και ii) σχετικά με το ρυθμιστικό αρμπιτράζ·

Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προτάσεις σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα και τη δομή των λιανικών δραστηριοτήτων και των επενδυτικών βραχιόνων των δανειστών αποτελούν σημαντικά στοιχεία για μια αποτελεσματική εφαρμογή της απόφασης της G20 του 2008, που στόχο έχει να ρυθμίζει κάθε προϊόν και κάθε φορέα· εκτιμώντας επίσης ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει αυτό το πεδίο ταχύτερα και πιο κριτικά·

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, ως παγκόσμιο φαινόμενο, η σκιώδης τραπεζική απαιτεί την υιοθέτηση μιας συνεκτικής παγκόσμιας ρυθμιστικής προσέγγισης βάσει των συστάσεων του FSB (πρόκειται να δημοσιευθούν εντός των προσεχών εβδομάδων), μαζί με εκείνες οποιωνδήποτε άλλων αρμόδιων εθνικών ή υπερεθνικών ρυθμιστικών φορέων·

A. Ορισμός του σκιώδους τραπεζικού συστήματος

1.  επικροτεί την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής ως ένα πρώτο βήμα προόδου προς την αυστηρότερη παρακολούθηση και εποπτεία του σκιώδους τραπεζικού συστήματος· τάσσεται υπέρ της προσέγγισης της Επιτροπής, που βασίζεται στην έμμεση ρύθμιση και στην κατάλληλη επέκταση ή αναθεώρηση των ισχυόντων κανονισμών για το σκιώδες τραπεζικό σύστημα· υπογραμμίζει ταυτόχρονα την ανάγκη άμεσης ρύθμισης, εκεί όπου οι υπάρχουσες ρυθμίσεις κρίνονται ανεπαρκείς, σε ορισμένες πτυχές τους, όσον αφορά τη λειτουργικότητά τους, αποφεύγοντας τυχόν επικαλύψεις και διασφαλίζοντας συνέπεια με τους ισχύοντες κανονισμούς· ζητεί μια ολιστική προσέγγιση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος, με ιδιαίτερη βαρύτητα τόσο στην πρόληψη όσο και στη συμπεριφορά στην αγορά· σημειώνει την αυξανόμενη μετάβαση στη χρηματοδότηση που βασίζεται στην αγορά και τη διεύρυνση των επενδύσεων ιδιωτών σε άκρως περίπλοκα χρηματοπιστωτικά προϊόντα· τονίζει, συνεπώς, ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η συμπεριφορά στην αγορά και η προστασία των καταναλωτών·

2.  υπογραμμίζει ότι η όποια ενδυνάμωση της ρύθμισης των πιστωτικών ιδρυμάτων, των εταιρειών επενδύσεων και των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων θα δημιουργήσει οπωσδήποτε κίνητρα για τη μετακίνηση δραστηριοτήτων εκτός του πεδίου εφαρμογής της υφιστάμενης τομεακής νομοθεσίας· τονίζει, συνεπώς, την ανάγκη ενίσχυσης των διαδικασιών για τη συστηματική προληπτική αναθεώρηση του πιθανού αντίκτυπου των αλλαγών στη νομοθεσία του χρηματοπιστωτικού τομέα στη ροή κινδύνων και κεφαλαίου μέσω λιγότερο ρυθμιζόμενων ή μη ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών οντοτήτων, καθώς και την ανάγκη αντίστοιχης επέκτασης του ρυθμιστικού καθεστώτος, ώστε να αποφεύγεται το αρμπιτράζ·

3.  συμφωνεί με τον ορισμό του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που παρέχει το FSB, σύμφωνα με τον οποίο πρόκειται για «ένα σύστημα διαμεσολαβητών, πράξεων, οντοτήτων ή χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που δημιουργούν έναν συνδυασμό λειτουργιών τραπεζικού μεν τύπου, αλλά εκτός του κανονιστικού πλαισίου ή υπό κανονιστικό καθεστώς το οποίο είτε είναι επιεικές είτε αντιμετωπίζει άλλα ζητήματα πλην των συστημικών κινδύνων και δεν παρέχει εγγυημένη πρόσβαση σε διευκολύνσεις ρευστότητας κεντρικών τραπεζών ή σε πιστωτικές εγγυήσεις του δημόσιου τομέα»· τονίζει ότι, αντίθετα από ό,τι υπονοείται στον ορισμό, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα δεν συνιστά απαραιτήτως μη ρυθμιζόμενο ή παράνομο μέρος του χρηματοπιστωτικού τομέα· υπογραμμίζει την πρόκληση που συνεπάγεται η εφαρμογή του ορισμού αυτού σε ένα πλαίσιο παρακολούθησης, ρύθμισης και εποπτείας, λαμβάνοντας μεταξύ άλλων υπόψη τη διαρκή αδιαφάνεια του συστήματος αυτού και την έλλειψη δεδομένων και κατανόησής του·

B. Χαρτογράφηση στοιχείων και ανάλυση

4.  επισημαίνει ότι λίγες μόνο από τις πρακτικές της σκιώδους τραπεζικής εξαφανίστηκαν μετά την έλευση της κρίσης· παρατηρεί, ωστόσο, ότι τα καινοτόμα χαρακτηριστικά του σκιώδους τραπεζικού συστήματος ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέες εξελίξεις που μπορεί να αποτελέσουν πηγή συστημικού κινδύνου, ο οποίος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί· τονίζει, συνεπώς, την ανάγκη συλλογής, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, περισσότερων και καλύτερων στοιχείων όσον αφορά τις συναλλαγές στο πλαίσιο της σκιώδους τραπεζικής, τους συμμετέχοντες στην αγορά καθώς και τις χρηματοοικονομικές ροές και διασυνδέσεις, ούτως ώστε να επιτευχθεί πλήρης επισκόπηση του κλάδου·

5.  πιστεύει ότι η στενή διεθνής συνεργασία και ο συνδυασμός των προσπαθειών σε παγκόσμιο επίπεδο είναι στοιχεία απολύτως αναγκαία για να γίνει δυνατή μια ολιστική άποψη του σκιώδους τραπεζικού συστήματος·

6.  πιστεύει ότι η πιο ολοκληρωμένη επισκόπηση και η καλύτερη παρακολούθηση και ανάλυση θα καταστήσουν δυνατό τον προσδιορισμό τόσο των πτυχών του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που αποφέρουν οφέλη για την πραγματική οικονομία όσο και εκείνων που εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τον συστημικό κίνδυνο ή το ρυθμιστικό αρμπιτράζ· υπογραμμίζει την ανάγκη ενίσχυσης των διαδικασιών εκτίμησης του κινδύνου, γνωστοποίησης και εποπτείας για όλα τα ιδρύματα που παρουσιάζουν συγκεντρωμένο προφίλ κινδύνου με συστημική σημασία· υπενθυμίζει τις δεσμεύσεις της συνόδου της G-20 στο Los Cabos όσον αφορά τη θέσπιση ενός συστήματος διεθνούς αναγνωριστικού κωδικού για τις νομικές οντότητες και υπογραμμίζει την ανάγκη να εξασφαλιστεί η αρμόζουσα εκπροσώπηση των ευρωπαϊκών συμφερόντων στο πλαίσιο διακυβέρνησης του συστήματος αυτού·

7.  σημειώνει ότι οι εποπτικές αρχές χρειάζεται να γνωρίζουν, τουλάχιστον σε συνολικά μεγέθη, το επίπεδο των συμφωνιών πώλησης και επαναγοράς, των πράξεων δανειοδοσίας τίτλων και των πάσης μορφής ρυθμίσεων επιβάρυνσης ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών των ιδρυμάτων· επισημαίνει επίσης ότι, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ζήτημα αυτό, στην έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με την CRD IV, που βρίσκεται επί του παρόντος στο στάδιο των διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο, ζητείται αυτές οι πληροφορίες να υποβάλλονται σε ένα αρχείο καταγραφής συναλλαγών ή σε ένα κεντρικό αρχείο καταγραφής τίτλων, ώστε να επιτρέπεται η πρόσβαση, μεταξύ άλλων, της ΕΑΤ, της ΕΑΚΑΑ, των αρμόδιων αρχών, του ΕΣΣΚ και των αρμόδιων κεντρικών τραπεζών και του ΕΣΚΤ. τονίζει επίσης ότι στην έκθεση αυτή ζητείται επίσης οι μη καταγεγραμμένες ρυθμίσεις επιστροφής αμοιβών να μην έχουν νομικό αποτέλεσμα σε διαδικασίες εκκαθάρισης·

8.  υποστηρίζει τη δημιουργία και διαχείριση, πιθανώς εκ μέρους της ΕΚΤ, μιας κεντρικής βάσης δεδομένων της ΕΕ για τις συναλλαγές repos σε ευρώ, η οποία θα τροφοδοτείται από υποδομές και τράπεζες-θεματοφύλακες στον βαθμό που εσωτερικοποιούν τον διακανονισμό repos στα βιβλία τους· πιστεύει, ωστόσο, ότι μια τέτοιου είδους βάση δεδομένων πρέπει να καλύπτει συναλλαγές σε όλα τα νομίσματα, ούτως ώστε οι εποπτικές αρχές να έχουν πλήρη εικόνα και κατανόηση της παγκόσμιας αγοράς repos· καλεί την Επιτροπή να υιοθετήσει γρήγορα (στις αρχές του 2013) μια συνεκτική προσέγγιση όσον αφορά την κεντρική συλλογή δεδομένων, αναγνωρίζοντας τα κενά δεδομένων και συνδυάζοντας τις προσπάθειες που πραγματοποιούνται μέσω των υφιστάμενων πρωτοβουλιών από άλλους φορείς και εθνικές αρχές και ιδίως από τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών που προβλέπονται από τον κανονισμό EMIR· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση (έως τα μέσα του 2013) η οποία θα καλύπτει, ενδεικτικά, τις απαιτούμενες θεσμικές διευθετήσεις (π.χ. ΕΚΤ, ΕΣΣΚ, ανεξάρτητο κεντρικό μητρώο), το περιεχόμενο και τη συχνότητα των ερευνών σχετικά με δεδομένα, ιδίως όσον αφορά τις συναλλαγές repos σε ευρώ και τις μεταβιβάσεις χρηματοπιστωτικού κινδύνου, καθώς και το επίπεδο των απαιτούμενων πόρων·

9.  θεωρεί ότι παρά τον μεγάλο όγκο δεδομένων και πληροφοριών που απαιτούνται από την CRD στο πλαίσιο της υποχρέωσης αναφοράς των repos, η Επιτροπή πρέπει να διερευνήσει τη διαθεσιμότητα, την έγκαιρη υποβολή και την πληρότητα των δεδομένων που υποβάλλονται για λόγους χαρτογράφησης και παρακολούθησης·

10. επικροτεί τη δημιουργία ενός ταυτοποιητή νομικής οντότητας (Legal Entity Identifier – LEI) και πιστεύει ότι, αξιοποιώντας τη χρησιμότητά του, πρέπει να δημιουργηθούν παρόμοια κοινά πρότυπα σε σχέση με την αναφορά repos και τίτλων που θα καλύπτουν το κεφάλαιο, το επιτόκιο, την εγγύηση, την περικοπή αποτίμησης, τη λήξη, τα αντισυμβαλλόμενα μέρη και άλλες πτυχές που συμβάλλουν στη διαμόρφωση των συνολικών μεγεθών·

11. υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να υπάρξει μια κοινή παγκόσμια προσέγγιση για τις ρυθμιστικές αρχές, όσον αφορά την ανάλυση δεδομένων, και προκειμένου να είναι οι αρχές αυτές σε θέση να ανταλλάσσουν δεδομένα μεταξύ τους για να αναλαμβάνουν δράση όποτε καθίσταται αναγκαίο για την πρόληψη της αύξησης του συστημικού κινδύνου και την προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, είναι ουσιώδους σημασίας να υπάρχουν κοινές μορφές αναφοράς βάσει ανοιχτών βιομηχανικών προτύπων·

12. τονίζει, περαιτέρω, την ανάγκη να επιτευχθεί πιο ολοκληρωμένη επισκόπηση της μεταβίβασης κινδύνου από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς -περιλαμβανομένων, ενδεικτικά, των μεταβιβάσεων που πραγματοποιούνται μέσω συναλλαγών παραγώγων, τα δεδομένα για τις οποίες θα παρέχονται στο πλαίσιο των EMIR και MIFID/MIFIR-, ώστε να προσδιορίζεται ποιος αγοράζει τι και από ποιον και πώς αντιμετωπίζεται ο μεταβιβαζόμενος κίνδυνος· υπογραμμίζει ότι στόχος πρέπει να είναι η χαρτογράφηση των συναλλαγών σε πραγματικό χρόνο σε όλες τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και ότι αυτό μπορεί να υποστηριχθεί και να αυτοματοποιηθεί μέσω τυποποιημένων μηνυμάτων και ταυτοποιητών δεδομένων· καλεί, επομένως, την Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με το ΕΣΣΚ και διεθνείς φορείς όπως το FSB, να περιλάβει στην έκθεσή της για την κεντρική συλλογή δεδομένων στοιχεία σχετικά με τις εν εξελίξει εργασίες για τα τυποποιημένα μηνύματα και τις μορφές δεδομένων, καθώς και για τη σκοπιμότητα σύστασης ενός κεντρικού μητρώου μεταβίβασης κινδύνων, το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να συλλέγει και να παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο δεδομένα μεταβίβασης κινδύνου, αξιοποιώντας στο έπακρο τα δεδομένα που παρέχονται δυνάμει των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων της ισχύουσας και μελλοντικής νομοθεσίας περί χρηματοπιστωτικών θεμάτων και ενσωματώνοντας τα διεθνώς διαθέσιμα δεδομένα·

13. πιστεύει ότι οι απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων για τις τράπεζες συνιστούν καίριο και πολύτιμο εργαλείο για τον εντοπισμό δραστηριοτήτων σκιώδους τραπεζικής· επαναλαμβάνει ότι οι λογιστικοί κανόνες πρέπει να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα και ότι, στην ιδανική περίπτωση, ο ισολογισμός πρέπει να αντικατοπτρίζει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τα συνολικά μεγέθη·

14. υπογραμμίζει ότι τα ανωτέρω νέα καθήκοντα προϋποθέτουν επαρκές επίπεδο νέων πόρων·

Γ.  Αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων της σκιώδους τραπεζικής

15. τονίζει ότι ορισμένες δραστηριότητες και οντότητες σκιώδους τραπεζικής ενδέχεται να τελούν ή να μην τελούν υπό καθεστώς ρύθμισης ανάλογα με τη χώρα· υπογραμμίζει τη σημασία της ύπαρξης ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών, καθώς και μεταξύ του τραπεζικού τομέα και των οντοτήτων σκιώδους τραπεζικής, ώστε να αποφευχθεί το ρυθμιστικό αρμπιτράζ που θα οδηγούσε σε στρέβλωση των ρυθμιστικών κινήτρων· παρατηρεί, επιπλέον, ότι ο βαθμός χρηματοπιστωτικής αλληλεξάρτησης μεταξύ του τραπεζικού τομέα και των οντοτήτων σκιώδους τραπεζικής είναι σήμερα υπερβολικά υψηλός·

16. επισημαίνει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρξει ακριβής ρύθμιση, αξιολόγηση και έλεγχος εκεί όπου παρατηρείται στρέβλωση του πιστωτικού κινδύνου ή διαταραχές των χρηματικών ροών·

17. πιστεύει ότι τα κεφάλαια και οι διαχειριστές πρέπει να αποδεικνύουν ότι διαθέτουν δικλείδες ασφαλείας και ότι οι θέσεις μπορούν να γίνονται δεόντως κατανοητές και να αναλαμβάνονται από άλλους·

18. υπογραμμίζει την ανάγκη βελτίωσης της γνωστοποίησης των μεταβιβάσεων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων από τον ισολογισμό, με τη συμπλήρωση των κενών που υπάρχουν στα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς· τονίζει την ευθύνη των χρηματοοικονομικών «θυροφυλάκων», όπως οι λογιστές και οι εσωτερικοί ελεγκτές, όσον αφορά την επισήμανση πιθανώς επιβλαβών εξελίξεων και τη συσσώρευση κινδύνων·

19. πιστεύει ότι οι λογιστικοί κανόνες πρέπει να αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα και ότι η αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων στο κόστος αγοράς όταν αυτή βρίσκεται πολύ πάνω από την αγοραία αξία έχει συμβάλει στην αστάθεια των τραπεζικών και λοιπών οντοτήτων και δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται· καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει τις αλλαγές των ΔΠΧΑ και να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα συνολκά μεγέθη χωρίς συμψηφισμό και συντελεστές στάθμισης κινδύνου·

20. πιστεύει ότι η δημοσιονομικές ρυθμίσεις πρέπει να αποσκοπούν στην αντιμετώπιση της πολυπλοκότητας και αδιαφάνειας στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και προϊόντα, και ότι τα ρυθμιστικά μέτρα όπως η αύξηση των κεφαλαιουχικών χρεώσεων και η αφαίρεση των μειώσεων των συντελεστών στάθμισης κινδύνου έχουν τον δικό τους ρόλο στην αποθάρρυνση της περίπλοκης αντιστάθμισης κινδύνων των παραγώγων· πιστεύει ότι τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα δεν πρέπει να διατίθενται στην αγορά ή να εγκρίνονται εάν δεν συνοδεύονται από επίδειξη της αναλυσιμότητάς τους στις ρυθμιστικές αρχές·

21. προτείνει την ποινικοποίηση της ασύμμετρης πληροφόρησης, ιδίως όσον αφορά την τεκμηρίωση και τις ρήτρες αποποίησης ευθυνών των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και προϊόντων· πιστεύει επίσης ότι, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, οι εν λόγω ρήτρες αποποίησης ευθυνών πρέπει να υπόκεινται σε τέλος «ψιλών γραμμάτων» βάσει σελίδας ανά ρήτρα αποποίησης ευθυνών·

22. επισημαίνει ότι οι εκθέσεις της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD IV)[2], οι οποίες βρίσκονται επί του παρόντος στο στάδιο των διαβουλεύσεων με το Συμβούλιο, αποτελούν σημαντικό βήμα προόδου για την αντιμετώπιση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος με εποικοδομητικό τρόπο, με την επιβολή κεφαλαιακού χειρισμού των παροχών ρευστότητας σε διαρθρωμένα επενδυτικά οχήματα και ενδιάμεσους φορείς, μέσω του καθορισμού του ορίου των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο 25% των ιδίων κεφαλαίων για όλες τις μη ρυθμιζόμενες οντότητες, το οποίο θα ωθήσει τις τράπεζες να στραφούν προς τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης και, αναγνωρίζοντας τον υψηλότερο κίνδυνο σε σχέση με τις ρυθμιζόμενες και τις μη χρηματοπιστωτικές οντότητες, της έκθεσης των εν λόγω οντοτήτων στις προληπτικές διατάξεις για τους κινδύνους ρευστότητας·

23. επισημαίνει ότι ένα από τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση είναι ότι ενώ υπάρχει συνήθως σαφής διάκριση μεταξύ ασφαλιστικού κινδύνου και πιστωτικού κινδύνου, η διάκριση μπορεί να είναι λιγότερο σαφής σε, για παράδειγμα, πιστωτικά ασφαλιστικά προϊόντα· καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει τη νομοθεσία για τους τραπεζικούς, ασφαλιστικούς και ιδίως χρηματοπιστωτικούς ομίλους, για τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών και την πρόληψη του ρυθμιστικού ή/και εποπτικού αρμπιτράζ·

24. θεωρεί επιπροσθέτως απαραίτητη την προτεινόμενη επέκταση των CRD IV σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δεν δέχονται καταθέσεις και δεν καλύπτονται από τον ορισμό στον κανονισμό περί κεφαλαιακών απαιτήσεων (CRR) , ώστε να αντιμετωπιστούν συγκεκριμένοι κίνδυνοι, λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες διατάξεις μπορεί να προσαρμοστούν στις ιδιαιτερότητες των εν λόγω οντοτήτων, ώστε να αποφευχθούν ενδεχομένως δυσανάλογες επιπτώσεις στα ιδρύματα αυτά·

25. πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή δεν μπορεί να εξαιρεί τον τομέα της σκιώδους τραπεζικής·

26. επισημαίνει την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι όλες οι οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που υποστηρίζονται από κάποια τράπεζα ή συνδέονται με τράπεζα περιλαμβάνονται στον ισολογισμό της τράπεζας αυτής, για λόγους ενοποίησης προληπτικής εποπτείας· καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει, έως τις αρχές του 2013, τα κατάλληλα μέσα με τα οποία θα διασφαλίζεται ότι οι οντότητες που δεν έχουν υποβληθεί σε λογιστική ενοποίηση προβαίνουν σε ενοποίηση προληπτικής εποπτείας, για τη βελτίωση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· ενθαρρύνει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τυχόν καθοδήγηση της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) ή άλλων διεθνών φορέων, για την καλύτερη ευθυγράμμιση του λογιστικού και του βασισμένου στους κινδύνους πεδίου εφαρμογής της ενοποίησης·

27. υπογραμμίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια στη δομή και τις δραστηριότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· καλεί την Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της έκθεσης Liikanen, να προτείνει μέτρα σχετικά με τη διάρθρωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους του συνδυασμού των εμπορικών και επενδυτικών τραπεζικών δραστηριοτήτων·

28. διαπιστώνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η αγορά των συμφωνιών επαναγοράς (repos) και του δανεισμού τίτλων· καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει, έως τις αρχές του 2013, μέτρα για την ενίσχυση της διαφάνειας, ιδίως για τους πελάτες, τα οποία θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν έναν ταυτοποιητή εγγυήσεων και αναφορά επαναχρησιμοποίησης εγγυήσεων στις ρυθμιστικές αρχές σε συνολική βάση, καθώς και για την παροχή της δυνατότητας στις ρυθμιστικές αρχές να επιβάλλουν ελάχιστες συνιστώμενες περικοπές αποτίμησης ή επίπεδα περιθωρίων ασφαλείας για τις αγορές εγγυημένης χρηματοδότησης, χωρίς όμως να τις τυποποιούν· αναγνωρίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι είναι σημαντικό να καθοριστεί ρητά η κυριότητα των τίτλων και να διασφαλιστεί η προστασία της· καλεί ωστόσο την Επιτροπή να αναπτύξει έναν ευρύ προβληματισμό σχετικά με τα περιθώρια, πέρα από ήδη υπάρχουσες τομεακές προσεγγίσεις, καθώς και να μελετήσει και να εξετάσει την επιβολή ορίων όσον αφορά την εκ νέου υποθήκευση των εγγυήσεων· τονίζει την ανάγκη αναθεώρησης του πτωχευτικού δικαίου όσον αφορά την αγορά των repos και του δανεισμού τίτλων αλλά και τις τιτλοποιήσεις, με στόχο την εναρμόνιση και την αντιμετώπιση ζητημάτων αρχαιότητας σχετικά με την εξυγίανση ρυθμιζόμενων χρηματοπιστωτικών οργανισμών· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει διάφορες προσεγγίσεις για τον περιορισμό των πτωχευτικών προνομίων, περιλαμβανομένων προτάσεων περιορισμού των πτωχευτικών προνομίων σε συναλλαγές που εκκαθαρίζονται κεντρικά και σε εγγυήσεις που πληρούν εναρμονισμένα και προκαθορισμένα κριτήρια επιλεξιμότητας·

29. φρονεί ότι πρέπει να διερευνηθούν επαρκώς τα κίνητρα που συνδέονται με τις τιτλοποιήσεις· τονίζει ότι οι απαιτήσεις φερεγγυότητας και ρευστότητας για τις τιτλοποιήσεις πρέπει να προάγουν επαρκώς διαφοροποιημένα επενδυτικά χαρτοφυλάκια υψηλής ποιότητας, αποφεύγοντας κατά αυτόν τον τρόπο τις μετακινήσεις· καλεί την Επιτροπή να μελετήσει την αγορά τιτλοποίησης, περιλαμβάνοντας την επανεξέταση των καλυπτόμενων ομολόγων που μπορεί να αυξήσουν τους κινδύνους για τους ισολογισμούς των τραπεζών· καλεί την Επιτροπή να προτείνει μέτρα για να αυξηθεί η διαφάνεια της αγοράς αυτής· καλεί την Επιτροπή να επικαιροποιήσει, στα σημεία που είναι αναγκαίο, τις ισχύουσες ρυθμίσεις, το αργότερο έως τις αρχές του 2013, ώστε να γίνουν συμβατές με το νέο πλαίσιο τιτλοποίησης της BCBS που τώρα βρίσκεται στο στάδιο των διαβουλεύσεων· προτείνει να επιβληθεί ένα όριο στον αριθμό των φορών που μπορεί να τιτλοποιηθεί ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν και να υποχρεωθούν οι πάροχοι τιτλοποιήσεων (π.χ. εντολείς ή χορηγοί) να παρακρατούν μέρος των κινδύνων που συνδέονται με την τιτλοποίηση, ώστε να διασφαλιστεί ότι η διατήρηση των κινδύνων βαρύνει πράγματι τον πάροχο και δεν μεταβιβάζεται στους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, καθώς και να ληφθούν μέτρα για την εξασφάλιση διαφάνειας· ζητεί ειδικότερα την καθιέρωση μιας συνεπούς μεθοδολογίας για την αποτίμηση των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων και την τυποποίηση των προϊόντων τιτλοποίησης στις διάφορες νομοθεσίες και δικαιοδοσίες·

30. επισημαίνει ότι καλάθια περιουσιακών στοιχείων έχουν μετατραπεί σε repos, υπό την έννοια ότι προέρχονται από repos, αποκτώντας σε ορισμένες περιπτώσεις ενισχυμένες αξιολογήσεις· τονίζει ότι οι εν λόγω συναλλαγές δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ρυθμιστικό μέτρο ρευστότητας (βλ. την έκθεση της ECON για την οδηγία CRD IV)·

31. αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν τα αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς (MMF) τόσο στη χρηματοδότηση χρηματοπιστωτικών οργανισμών βραχυπρόθεσμα όσο και στη δυνατότητα διαφοροποίησης του κινδύνου· αναγνωρίζει τις διαφορές που παρουσιάζουν τα MMF, μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ως προς τον ρόλο και τη διάρθρωσή τους· αναγνωρίζει το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε το 2010 η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) επέβαλαν αυστηρότερα πρότυπα στα MMF (ποιότητα των πιστώσεων, ληκτικότητα των υποκείμενων τίτλων και καλύτερα κριτήρια γνωστοποίησης προς τους επενδυτές)· σημειώνει, ωστόσο, ότι ορισμένα MMF, ιδιαίτερα εκείνα που προσφέρουν σταθερή καθαρή αξία ενεργητικού στους επενδυτές, είναι ευάλωτα σε «μαζικές φυγές»· υπογραμμίζει, συνεπώς, την ανάγκη λήψης πρόσθετων μέτρων για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας των εν λόγω κεφαλαίων και για την κάλυψη του κινδύνου ρευστότητας· συμφωνεί με την τελική έκθεση της IOSCO, του Οκτωβρίου 2012, όσον αφορά τις προτεινόμενες συστάσεις για τη ρύθμιση και τη διαχείριση των MMF στις διάφορες δικαιοδοσίες· πιστεύει ότι τα MMF που προσφέρουν σταθερή καθαρή αξία ενεργητικού πρέπει να υπόκεινται σε μέτρα με στόχο τη μείωση των ιδιαίτερων κινδύνων οι οποίοι σχετιίζονται με αυτή τη σταθερή καθαρή αξία ενεργητικού και την εσωτερίκευση του κόστους που προκύπτει από τους κινδύνους αυτούς· πιστεύει ότι οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να απαιτούν, όπου αυτό είναι δυνατό, τη μετατροπή σε μεταβλητή/κυμαινόμενη καθαρή αξία ενεργητικού ή, εναλλακτικά, θα πρέπει να επιβληθούν διασφαλίσεις που θα ενισχύουν την ανθεκτικότητα των MMF σταθερής καθαρής αξίας ενεργητικού και την ικανότητά τους να ανταποκρίνονται σε σημαντικές εξαγορές· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει, στις αρχές του 2013, μια πρόταση αναθεώρησης του πλαισίου των ΟΣΕΚΑ, εστιάζοντας ιδίως στο ζήτημα των MMF, βάσει της οποίας θα απαιτείται από τα MMF είτε να υιοθετούν μεταβλητή αξία ενεργητικού βάσει ημερήσιου υπολογισμού είτε να απαιτείται να υποβάλουν αίτημα για τραπεζική άδεια περιορισμένου σκοπού και να υπόκεινται σε κεφαλαιακές και άλλες προληπτικές απαιτήσεις, εφόσον διατηρούν σταθερή αξία· υπογραμμίζει ότι σε αυτές τις προτάσεις πρέπει να ελαχιστοποιείται το ρυθμιστικό αρμπιτράζ·

32. καλεί την Επιτροπή να διερευνήσει περαιτέρω, στο πλαίσιο της αναθεώρησης της ΟΣΕΚΑ, την ιδέα της θέσπισης συγκεκριμένων διατάξεων περί ρευστότητας για τα MMF, καθορίζοντας ελάχιστες απαιτήσεις για ημερήσια, εβδομαδιαία και μηνιαία ρευστότητα [20%, 40%, 60%] και να εφαρμόσει τέλη ρευστότητας εφόσον συντρέχει λόγος, πράγμα που οδηγεί επίσης σε υποχρέωση άμεσης πληροφόρησης στην αρμόδια εποπτική αρχή και την ΕΑΚΑΑ·

33. αναγνωρίζει τα οφέλη που αποφέρουν τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETF) παρέχοντας στους ιδιώτες επενδυτές πρόσβαση σε ευρύτερο φάσμα περιουσιακών στοιχείων (κατά μείζονα λόγο σε βασικά εμπορεύματα), αλλά υπογραμμίζει τους κινδύνους που παρουσιάζουν τα ETF σε επίπεδο πολυπλοκότητας, κινδύνου του αντισυμβαλλομένου, ρευστότητας των προϊόντων και πιθανού ρυθμιστικού αρμπιτράζ· προειδοποιεί για τους κινδύνους που σχετίζονται με συνθετικά ETF λόγω της αυξανόμενης αδιαφάνειας και πολυπλοκότητάς τους, ιδίως όταν τα συνθετικά ETF διατίθεται σε ιδιώτες επενδυτές· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να αξιολογήσει και να αντιμετωπίσει αυτές τις πιθανές διαρθρωτικές αδυναμίες στην εν εξελίξει αναθεώρηση ΟΣΕΚΑ 6, λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες κατηγορίες πελατών (π.χ. ιδιώτες επενδυτές, επαγγελματίες επενδυτές, θεσμικοί επενδυτές) και τα διάφορα προφίλ κινδύνου τους·

34. καλεί την Επιτροπή να διεξαγάγει, σε όλες τις νέες νομοθετικές προτάσεις της, διεξοδικές μελέτες αντικτύπου σχετικά με τις συνέπειες στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας·

35. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

  • [1]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0331.
  • [2]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2012)0000 και P7_TA(2012)0000.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Από την έναρξη ακόμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007, η ομάδα G20 αποφάσισε τη λήψη μιας ολόκληρης δέσμης κανονιστικών μέτρων για την ενίσχυση της ασφάλειας και της βιωσιμότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έκτοτε ισχυροποιήθηκαν, μεταξύ πολλών άλλων μέτρων, και οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, σηματοδοτώντας έτσι ένα πρώτο βήμα προόδου προς την αυστηρότερη ρύθμιση των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και την ανάπτυξη μιας νέας δομής χρηματοπιστωτικής εποπτείας. Παρά τα νέα αυτά κανονιστικά πλαίσια, ή ενδεχομένως λόγω αυτών, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της πιστωτικής διαμεσολάβησης εξακολουθεί να τελεί υπό καθεστώς πλημμελούς παρακολούθησης και ρύθμισης. Υπό αυτό το καθεστώς, οι δραστηριότητες της σκιώδους τραπεζικής πραγματοποιούνται μέσω οντοτήτων ή χρηματοπιστωτικών συμβάσεων που δημιουργούν έναν συνδυασμό λειτουργιών τραπεζικού μεν τύπου, αλλά εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου ή υπό ρυθμιστικό καθεστώς το οποίο είτε είναι επιεικές είτε αντιμετωπίζει άλλα ζητήματα πλην των συστημικών κινδύνων και δεν παρέχει πρόσβαση σε διευκολύνσεις ρευστότητας κεντρικών τραπεζών ή σε πιστωτικές εγγυήσεις του δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με την Πράσινη Βίβλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οντότητες όπως οι οντότητες ειδικού σκοπού (SPV), οι ενδιάμεσοι φορείς, τα ειδικά επενδυτικά οχήματα τύπου SIV, τα αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς (MMF), τα διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια (ETF) ή τα επενδυτικά κεφάλαια θα μπορούσαν ενδεχομένως να θεωρηθούν οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Μεταξύ των δραστηριοτήτων της σκιώδους τραπεζικής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακρίνει τις πράξεις επαναγοράς (repos), τον δανεισμό τίτλων και την τιτλοποίηση.

Δεδομένου ότι πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) πρωτοστατεί στις προσπάθειες για τη βελτίωση της παρακολούθησης και ρύθμισης του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Έχουν προσδιοριστεί πέντε διαφορετικοί άξονες δράσης για διάφορες πτυχές του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) θα ασχοληθεί με την περαιτέρω ρύθμιση της διάδρασης μεταξύ τραπεζών και οντοτήτων σκιώδους τραπεζικής· η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Κεφαλαιαγοράς (IOSCO) θα ασχοληθεί με τη ρύθμιση για τον μετριασμό των συστημικών κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων του τύπου «φυγής» (runs, δηλ. μαζικών και ταυτόχρονων εξαγορών από επενδυτές) των αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς (MMFs)· η IOSCO, με τη βοήθεια της BCBS, θα προβεί σε αξιολόγηση των υφιστάμενων απαιτήσεων τιτλοποίησης· μια υποομάδα του FSB θα εξετάσει τη ρύθμιση άλλων οντοτήτων σκιώδους τραπεζικής και μια άλλη υποομάδα του FSB θα ασχοληθεί με τον δανεισμό κινητών αξιών και τις συμφωνίες επαναγοράς (repos). Αμέσως μετά τη δημοσίευση των τελικών αποτελεσμάτων των διαφορετικών αξόνων δράσης, το FSB θα διατυπώσει ορισμένες συστάσεις για την αντιμετώπιση του σκιώδους τραπεζικού συστήματος. Σε συνέχεια των εργασιών που δρομολόγησε το FSB, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε στις αρχές του τρέχοντος έτους Πράσινη Βίβλο σχετικά με το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, η οποία επικεντρώνεται στους δυνητικούς κινδύνους του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στην ΕΕ, καθώς και στους πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου σε επίπεδο κανονιστικών διατάξεων.

Είναι προφανές ότι το σκιώδες τραπεζικό σύστημα δεν είναι αυθυπόστατο. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα τραπεζικά ιδρύματα δεν υπέστησαν βαρύτατο πλήγμα μόνο λόγω της γενικευμένης αποδιάρθρωσης των αγορών, αλλά και λόγω της έκθεσής τους στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες επένδυσαν σε προϊόντα τιτλοποίησης (ως επενδυτές, οι τράπεζες αναχρηματοδότησαν τα εν λόγω τιτλοποιημένα προϊόντα χρησιμοποιώντας τα ως εγγυήσεις σε συναλλαγές repos) και παρείχαν στήριξη σε πολλές οντότητες του σκιώδους τραπεζικού συστήματος υπό τη μορφή πιστωτικών εγγυήσεων. Παρά τις δυνητικές θετικές επιπτώσεις της τιτλοποίησης, οι τράπεζες διατήρησαν τις διασυνδέσεις τους με οντότητες εκτός ισολογισμού και ανέλαβαν τις περισσότερες ζημίες. Είναι γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική κρίση ξεκίνησε όταν η αγορά συνειδητοποίησε ότι η τιτλοποίηση δανείων ήταν υποκείμενη σε ατελή κίνητρα και συνεπαγόταν χαμηλά κριτήρια δανειοδότησης (π.χ. δάνεια υψηλού κινδύνου). Τα επενδυτικά οχήματα ειδικού σκοπού SIV, οι ενδιάμεσοι φορείς εμπορικών χρεογράφων προερχομένων από τιτλοποίηση (ABCP) και άλλα επενδυτικά οχήματα που αγόρασαν τα τιτλοποιημένα προϊόντα αδυνατούσαν να τα αναχρηματοδοτήσουν και χρειάστηκε να διασωθούν από τους χορηγούς τους, δηλαδή κατά κύριο λόγο από τις τράπεζες. Τα πιστωτικά αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου, τα τραπεζικά ιδρύματα και άλλοι οργανισμοί που είχαν επενδύσει σε τιτλοποιημένα προϊόντα υπέστησαν μείζονες ζημίες αποτίμησης βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς. Τα εν λόγω αμοιβαία κεφάλαια υψηλού κινδύνου και οι τράπεζες χρηματοδότησαν επίσης τις επενδύσεις τους σε τιτλοποιημένα προϊόντα μέσω συμφωνιών επαναγοράς, χρησιμοποιώντας τα συγκεκριμένα τιτλοποιημένα προϊόντα ως εγγυήσεις. Όταν σημείωσε πτώση η αξία των τιτλοποιημένων προϊόντων, και κυρίως εκείνων που περιελάμβαναν δάνεια υψηλού κινδύνου, τα αντισυμβαλλόμενα μέρη των συμφωνιών επαναγοράς είτε προέβησαν σε αύξηση των περικοπών αποτίμησης επί των εγγυήσεων (αναγκάζοντας τους δανειολήπτες να παράσχουν περισσότερες εγγυήσεις) είτε αρνήθηκαν να ανανεώσουν τη χρηματοδότηση. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε είτε στην αδυναμία των δανειοληπτών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους (όπως στην περίπτωση του οίκου Lehman) ή στην υποχρέωση των μητρικών πιστωτικών οργανισμών να παράσχουν μαζική στήριξη (όπως στην περίπτωση του οίκου Bear Stearns και των οικείων αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου).

Για τον λόγο αυτόν, κρίνεται σκόπιμο να διασφαλισθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και κατάλληλη αντιμετώπιση σε επίπεδο ρύθμισης για τις διασυνδέσεις μεταξύ των «παραδοσιακών τραπεζών» και των οχημάτων και πράξεων εκτός ισολογισμού.

Παρά τις εν λόγω δυνητικά επικίνδυνες διασυνδέσεις, ο εισηγητής εκφράζει την άποψη ότι ορισμένες από τις οντότητες και τις δραστηριότητες που εμπλέκονται στο σκιώδες τραπεζικό σύστημα, όπως ορίζεται από το FSB, θα μπορούσαν να αποφέρουν οφέλη στην κανονική οικονομία και να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη, συμβάλλοντας στην καλύτερη διασπορά του κινδύνου εκτός του πλαισίου του παραδοσιακού τραπεζικού τομέα. Εντούτοις, η καλύτερη διασπορά κινδύνου μπορεί να είναι επωφελής για την κανονική οικονομία μόνο υπό την προϋπόθεση ότι συντελείται σε συνθήκες απόλυτης διαφάνειας και χωρίς αυξημένο συστημικό κίνδυνο. Ως εκ τούτου, ενδείκνυται να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των τραπεζών-εντολέων και των επενδυτικών οχημάτων ειδικού σκοπού στο πλαίσιο της τιτλοποίησης. Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των επιθυμητών και των ανεπιθύμητων επιπτώσεων της σκιώδους τραπεζικής.

Όπως υπογραμμίζεται στην Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής, έχουν ήδη ληφθεί διάφορα μέτρα για την αντιμετώπιση των συστημικών κινδύνων που ενέχει το σκιώδες τραπεζικό σύστημα. Αντίδραση υπήρξε και από την αγορά, και ορισμένες από τις πρακτικές της σκιώδους τραπεζικής εξαφανίστηκαν ήδη από την έναρξη της κρίσης. Ωστόσο, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα καινοτόμα χαρακτηριστικά του σκιώδους τραπεζικού συστήματος ενδέχεται να οδηγήσουν σε νέες εξελίξεις που μπορεί να αποτελέσουν πηγή συστημικού κινδύνου, ο οποίος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Για να επιτευχθεί η δέουσα αντιμετώπιση του κινδύνου αυτού, θα πρέπει να δημιουργηθούν τα απαραίτητα μέσα παρακολούθησης ώστε να διαμορφωθεί απτή εικόνα ολόκληρου του συστήματος πιστωτικής διαμεσολάβησης.

Καταρχάς, για την επίτευξη ολοκληρωμένης επισκόπησης του τοπίου της σκιώδους τραπεζικής κρίνεται επιτακτική η ανάγκη να διασφαλιστούν περισσότερα και αξιόπιστα στοιχεία, καθώς και αναλυτικές ικανότητες. Ο εισηγητής φρονεί ότι η ΕΚΤ, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο εν προκειμένω. Η πρωτοβουλία για τη δημιουργία βάσης δεδομένων σχετικά με τις συμφωνίες επαναγοράς μπορεί να αποτελέσει καίριο βήμα προόδου προς την εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας. Επιπλέον, προκειμένου να καθίσταται σαφής η μεταβίβαση κινδύνου στον χρηματοπιστωτικό τομέα και να προσδιορίζεται ποιος αγοράζει τι και από ποιον, καθώς και πώς αντιμετωπίζεται ο μεταβιβαζόμενος κίνδυνος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να εκπονήσει επειγόντως μελέτη σκοπιμότητας σχετικά με τη σύσταση δημόσιας υπηρεσίας κοινής ωφελείας.

Δεύτερον, οι ανωτέρω εργασίες χαρτογράφησης στοιχείων αναμένεται να καταστήσουν δυνατό τον προσδιορισμό των πτυχών του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που αποφέρουν οφέλη για την πραγματική οικονομία όσο και εκείνων που εγείρουν ανησυχίες σχετικά με τον συστημικό κίνδυνο ή το ρυθμιστικό αρμπιτράζ, όπως υπέρμετρες δραστηριότητες αλλαγής της λήξης και της ρευστότητας, μόχλευση και ρυθμιστικό αρμπιτράζ.

Αφού προσδιοριστούν, οι συστημικοί αυτοί κίνδυνοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο ενός βελτιωμένου καθεστώτος παρακολούθησης και ρύθμισης. Κατά συνέπεια, ο εισηγητής είναι της άποψης ότι, κατά τους προσεχείς μήνες, θα πρέπει/θα μπορούσαν να διερευνηθούν εμπεριστατωμένα οι ακόλουθες προτάσεις:

Α. Σύμφωνα με τη θέση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής στον φάκελο CRD IV, ενδείκνυται η επιβολή κεφαλαιακού χειρισμού των παροχών ρευστότητας σε διαρθρωμένα επενδυτικά οχήματα και ενδιάμεσους φορείς (SIV), καθώς και ο καθορισμός του ορίου των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων στο 25% των ιδίων κεφαλαίων για όλες τις μη ρυθμιζόμενες οντότητες· επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο επέκτασης των απαιτήσεων CRD IV σε μη τραπεζικές οντότητες.

Β. Για την αύξηση της αξιοπιστίας των τραπεζικών ισολογισμών, καλείται η Επιτροπή να διερευνήσει, έως τις αρχές του 2013, τα κατάλληλα μέσα με τα οποία θα διασφαλίζεται ότι οι οντότητες που δεν έχουν υποβληθεί σε λογιστική ενοποίηση προβαίνουν σε ενοποίηση προληπτικής εποπτείας.

Γ. Ο εισηγητής καλεί περαιτέρω την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για τον διαχωρισμό μεταξύ των δραστηριοτήτων λιανικής και επενδύσεων των τραπεζών.

Δ. Η αγορά των συμφωνιών επαναγοράς (repos) και του δανεισμού τίτλων διαδραματίζει σημαντικό λειτουργικό ρόλο στη χρηματοδότηση των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Απαιτείται, ωστόσο, επειγόντως μεγαλύτερη διαφάνεια· προς τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να παρέχεται στις ρυθμιστικές αρχές η δυνατότητα να επιβάλλουν ελάχιστες περικοπές αποτίμησης ή επίπεδα περιθωρίων ασφαλείας για τις αγορές εγγυημένης χρηματοδότησης.

Ε. Παρότι η πρακτική της τιτλοποίησης μπορεί να έχει θετικές επιπτώσεις στην κατανομή των κινδύνων, απαιτείται επειγόντως μεγαλύτερη διαφάνεια. Για τον λόγο αυτόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει, έως τις αρχές του 2013, νομοθετική πρόταση για την επιβολή ανώτατου ορίου στον επιτρεπόμενο αριθμό πράξεων επανατιτλοποίησης ενός πιστωτικού προϊόντος. Επιπροσθέτως, ενδείκνυται να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την περαιτέρω τυποποίηση των τιτλοποιημένων προϊόντων, καθώς και για την καθιέρωση αυστηρότερων απαιτήσεων διακράτησης.

ΣΤ. Τα MMF έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη χρηματοπιστωτική κρίση. Αναγνωρίζοντας τις διαφορές μεταξύ των MMF στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλει, στις αρχές του 2013, νομοθετική πρόταση, βάσει της οποίας είτε τα MMF θα υποχρεούνται να μετασχηματίζονται σε μεταβλητή αξία ενεργητικού βάσει ημερήσιου υπολογισμού είτε θα απαιτείται από τα MMF που διακρατούν σταθερή αξία ενεργητικού να υπόκεινται σε κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Ζ. Ο εισηγητής αναγνωρίζει τη σημασία των διαπραγματευόμενων αμοιβαίων κεφαλαίων (ETF) ως επενδυτικών μέσων. Ωστόσο, τα ETF ενέχουν κινδύνους σε επίπεδο πολυπλοκότητας, κινδύνου του αντισυμβαλλομένου, ρευστότητας των προϊόντων και πιθανού ρυθμιστικού αρμπιτράζ. Κρίνεται, επομένως, σκόπιμο να υποβληθεί, στις αρχές του 2013, νομοθετική πρόταση για την αντιμετώπιση αυτών των διαρθρωτικών αδυναμιών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

22.10.2012

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

39

0

1

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Burkhard Balz, Elena Băsescu, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Diogo Feio, Markus Ferber, Elisa Ferreira, Ildikó Gáll-Pelcz, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Syed Kamall, Wolf Klinz, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Hans-Peter Martin, Ivari Padar, Alfredo Pallone, Olle Schmidt, Edward Scicluna, Peter Simon, Peter Skinner, Theodor Dumitru Stolojan, Kay Swinburne, Sampo Terho, Marianne Thyssen, Ramon Tremosa i Balcells, Corien Wortmann-Kool, Pablo Zalba Bidegain, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Άννυ Ποδηματά

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jean-Pierre Audy, Saïd El Khadraoui, Sari Essayah, Roberto Gualtieri, Danuta Maria Hübner, Sophia in ‘t Veld, Olle Ludvigsson, Thomas Mann, Sirpa Pietikäinen, Gianni Pittella, Nils Torvalds