ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές

24.6.2015 - (2014/2150(INI))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγήτρια Sylvia-Yvonne Kaufmann

Διαδικασία : 2014/2150(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A8-0208/2015
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A8-0208/2015
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές

(2014/2150(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–       έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας[1],

–       έχοντας υπόψη τις πρακτικές ρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν στις 22 Ιουλίου 2011 μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την εφαρμογή του άρθρου 294 παράγραφος 4 ΣΛΕΕ, σε περίπτωση συμφωνιών σε πρώτη ανάγνωση,

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα – 19η έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας» για το 2011[2],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 27ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εκτίμηση επιπτώσεων και τον ρόλο της δοκιμής ΜΜΕ[3],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Φεβρουαρίου 2012 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[4],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Σεπτεμβρίου 2012 σχετικά με την 18η έκθεση για τη βελτίωση της νομοθεσίας – Εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (2010)[5],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Σεπτεμβρίου 2011σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας, την επικουρικότητα και την αναλογικότητα και την έξυπνη νομοθεσία[6],

–       έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τη διασφάλιση ανεξάρτητων εκτιμήσεων αντικτύπου[7],

–       έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με την έξυπνη νομοθεσία,

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές (COM(2014)0368),

–       έχοντας υπόψη τις προηγούμενες ανακοινώσεις της Επιτροπής σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ (COM(2012)0746) και (COM(2013)0685),

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής για την επικουρικότητα και την αναλογικότητα (19η έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας» για το 2011) (COM(2012)0373),

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Έξυπνη νομοθεσία – Ανταπόκριση στις ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων» (COM(2013)0122),

–       έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής σχετικά με την παρακολούθηση και τη διαβούλευση όσον αφορά την έξυπνη νομοθεσία για τις ΜΜΕ (SWD(2013)0060),

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (COM(2010)0543),

–       έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη του 2014,

–       έχοντας υπόψη την τελική έκθεση της 24ης Ιουλίου 2014 της ομάδας υψηλού επιπέδου ανεξάρτητων ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τον διοικητικό φόρτο, με τίτλο «Cutting Red Tape in Europe – Legacy and Outlook» (Μειώνοντας τη γραφειοκρατία στην Ευρώπη – Κληρονομιά και προοπτικές), και ιδίως την αντίθετη γνώμη που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 12 και εκφράστηκε από 4 μέλη της ομάδας υψηλού επιπέδου με υπόβαθρο στην προώθηση των συμφερόντων των εργαζομένων, του τομέα της δημόσιας υγείας, του περιβάλλοντος και των καταναλωτών,

–       έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που εκδόθηκε της 26ης Νοεμβρίου 2014[8],

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας για καλύτερα αποτελέσματα – Ένα θεματολόγιο της ΕΕ» (COM(2015)0215),

–       έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Πρόταση για τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας» (COM(2015)0216),

–       έχοντας υπόψη την απόφαση της Επιτροπής σχετικά με τη δημιουργία της πλατφόρμας REFIT (C(2015) 3261) και την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Η πλατφόρμα REFIT - Δομή και τρόπος λειτουργίας» (C(2015) 3260),

–       έχοντας υπόψη την απόφαση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την ίδρυση μιας ανεξάρτητης επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου (C(2015) 3263), την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου - Εντολή, αρμοδιότητες και προσωπικό» (C(2015) 3262), και την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Πρότυπη αιτιολογική έκθεση» (C(2015) 3264/2),

–       έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση της νομοθεσίας» (SWD(2015) 0111),

–       έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A8-0208/2015),

Α.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόγραμμα REFIT έχει καίρια σημασία για τη νέα στρατηγική της Επιτροπής σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας·

Β.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το πρόγραμμα REFIT έχει ως στόχο την παγίωση των διαδικασιών για τη βελτίωση της νομοθεσίας, την απλούστευση του δικαίου της ΕΕ, τη μείωση του διοικητικού και/ή κανονιστικού φόρτου, καθώς και μια πορεία προς τη χρηστή διακυβέρνηση που θα βασίζεται στη χάραξη πολιτικής βάσει αποδεικτικών στοιχείων, στο πλαίσιο της οποίας οι εκτιμήσεις επιπτώσεων και οι εκ των υστέρων αξιολογήσεις διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο, χωρίς να αντικαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις·

Γ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι για να στηρίξει τις δραστηριότητές της στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT, η Επιτροπή δημιούργησε μια νέα πλατφόρμα REFIT, η οποία αποτελείται από δύο ομάδες: την «ομάδα των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων», η οποία αποτελείται από εμπειρογνώμονες υψηλού επιπέδου της δημόσιας διοίκησης κάθε κράτους μέλους και την «ομάδα των ενδιαφερόμενων μερών», η οποία αποτελείται από 20 εμπειρογνώμονες κατ' ανώτατο όριο, εκ των οποίων οι δύο εκπροσωπούν την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών και οι υπόλοιποι εκπροσωπούν τον κλάδο της οικονομίας, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, τους κοινωνικούς εταίρους και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών·

Δ.     λαμβάνοντας υπόψη τον ετήσιο πίνακα αποτελεσμάτων για το REFIT που επιτρέπει την αξιολόγηση της προόδου σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικής και σε όλες τις πρωτοβουλίες που επισήμανε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που λαμβάνονται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

Ε.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας του 2003 έχει καταστεί παρωχημένη από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε μέσω της Συνθήκης της Λισαβόνας·

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, εντούτοις, κατά τα προηγούμενα έτη το θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας συνέβαλε στη βελτίωση των νομοθετικών πρακτικών· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μεγάλος αριθμός διαφορετικών ονομασιών και προγραμμάτων που εισήχθησαν από την Επιτροπή στον συγκεκριμένο τομέα, όπως «καλύτερη νομοθεσία», «βελτίωση της νομοθεσίας», «έξυπνη νομοθεσία», «καταλληλότητα της νομοθεσίας», «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις», «έλεγχοι καταλληλότητας» και «ABR+» δεν διασφαλίζει επαρκή σαφήνεια και διαφάνεια σχετικά με τους στόχους των μέτρων, ιδίως για τους πολίτες, και ως εκ τούτου, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν καλύτερα·

Ζ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή με την ανακοίνωσή της με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας για καλύτερα αποτελέσματα – Ένα θεματολόγιο της ΕΕ» της 19ης Μαΐου 2015 εισηγείται πλέον μια συνεκτική, ολιστική προσέγγιση για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η οποία λαμβάνει υπόψη τον συνολικό πολιτικό κύκλο της νομοθεσίας και απαιτεί στοχοθετημένη επικοινωνία όλων των θεσμικών οργάνων· και λαμβάνοντας υπόψη ότι για τον λόγο αυτό η επικοινωνία θα ελέγχεται ενδελεχώς από το Κοινοβούλιο ώστε να επιτυγχάνονται τα βέλτιστα δυνατά αποτελέσματα προς όφελος των πολιτών της Ένωσης·

Η.     λαμβάνοντας υπόψη ότι οι στόχοι και οι σκοποί της Ένωσης που προβλέπονται στο άρθρο 3 της ΣΕΕ έχουν όλοι εξίσου μεγάλη σημασία· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το πρόγραμμα REFIT δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τους ισχύοντες πολιτικούς στόχους, ούτε πρέπει να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην υγεία και την ασφάλεια των πολιτών, των καταναλωτών και των εργαζομένων ή στο περιβάλλον·

Θ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2014 η Επιτροπή διενήργησε δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της για την εκτίμηση επιπτώσεων και για τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη·

Ι.      λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή, κατά την κατάρτιση του προγράμματος εργασίας της για το 2015, εφάρμοσε για πρώτη φορά την επονομαζόμενη αρχή της έλλειψης συνέχειας σε πολιτικό επίπεδο για να αιτιολογήσει την απόσυρση τεράστιου αριθμού εκκρεμών νομοθετικών προτάσεων·

ΙΑ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή στο πρόγραμμα εργασιών της για το 2015 προβλέπει ότι θα επικεντρώσει τις δραστηριότητές της στις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις, και ότι η νέα δομή της στοχεύει να διασφαλίσει μια πιο συνεκτική πολιτική προσέγγιση, αυξάνοντας έτσι τη διαφάνεια στην ΕΕ και συνεπώς την αποδοχή εκ μέρους των πολιτών·

Βελτίωση της νομοθεσίας

1.      επισημαίνει την απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής Juncker να αναθέσει στον πρώτο αντιπρόεδρο της Επιτροπής το χαρτοφυλάκιο της βελτίωσης της νομοθεσίας, γεγονός που ανταποκρίνεται στις εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και υπογραμμίζει την υψηλή πολιτική σημασία του ζητήματος αυτού· αναμένει ότι η ανάθεση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη θέσπιση μιας όσο το δυνατό καλύτερης από πλευράς ποιότητας ευρωπαϊκής νομοθεσίας η οποία θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών και των ενδιαφερομένων μερών και θα διασφαλίζει ότι δεν διακυβεύονται οι στόχοι δημόσιας πολιτικής, όπως τα καταναλωτικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά πρότυπα καθώς και τα πρότυπα στον τομέα της υγείας και της ασφάλειας·

2.      επισημαίνει ότι η βελτίωση της νομοθεσίας θα πρέπει να περιλαμβάνει τη νοοτροπία της δημόσιας διοίκησης σε όλα τα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον υπερβολικό βαθμό γραφειοκρατίας σε επίπεδο ΕΕ και την ανάγκη απλούστευσης της νομοθεσίας, και θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης την υλοποίηση και την εφαρμογή των νομικών πράξεων της Ένωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθώς και σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, προκειμένου να διασφαλισθεί η χρηστή διοίκηση και η «φιλική προς την Ευρώπη συμπεριφορά» σε όλα τα επίπεδα·

3.      υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη ορισμένων μέτρων και να εστιάσει περισσότερο στην ποιότητα της νομοθεσίας καθώς και στην καλύτερη επιβολή της ισχύουσας νομοθεσίας παρά στον αριθμό των νομοθετικών πράξεων· υπογραμμίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι το κόστος δεν θα πρέπει να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα αλλά ότι η ποιότητα της νομοθεσίας είναι το μόνο κατάλληλο σημείο αναφοράς και ότι το πρόγραμμα REFIT δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την υπονόμευση της αειφορίας ή των κοινωνικών, εργασιακών, περιβαλλοντικών ή καταναλωτικών προτύπων·

4.      προτείνει η Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο εισαγωγής «ρητρών λήξης ισχύος» σε νομοθετικές πρωτοβουλίες περιορισμένης χρονικής διάρκειας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν οδηγεί σε νομική αβεβαιότητα, και να περιλάβει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, «ρήτρες αναθεώρησης» σε νομοθετικά μέτρα προκειμένου να επαναξιολογεί τακτικά κατά πόσο τα νομοθετικά μέτρα εξακολουθούν να είναι κατάλληλα σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

5.      τονίζει ότι ένα ευρωπαϊκό πρότυπο γενικά αντικαθιστά 28 εθνικά πρότυπα, κάτι που ενισχύει την ενιαία αγορά και συμβάλλει στη μείωση της γραφειοκρατίας·

6.      χαιρετίζει τη δέσμη μέτρων της 19ης Μαΐου 2015 που στοχεύει στη βελτίωση της νομοθεσίας· υποστηρίζει τη διαρκή δέσμευση της Επιτροπής στο θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας· υπογραμμίζει ότι οι εργασίες που προβλέπονται στην ανακοίνωση για το πρόγραμμα REFIT πρέπει να εκληφθούν ως συνεχής διαδικασία, που διασφαλίζει ότι η ισχύουσα νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κατάλληλη για τον σκοπό, επιτυγχάνει τον κοινό στόχο των νομοθετών και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες πολιτών, ιδίως των εργαζομένων, των επιχειρήσεων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών·

7.      επισημαίνει την πρόταση της Επιτροπής για διαπραγμάτευση μιας νέας διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας που θα λαμβάνει υπόψη τις αλλαγές που επέφεραν η Συνθήκη της Λισαβόνας και η συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής, που παγιώνουν βέλτιστες πρακτικές σε τομείς όπως ο νομοθετικός προγραμματισμός, οι εκτιμήσεις αντικτύπου, οι συστηματικοί εκ των υστέρων έλεγχοι της νομοθεσίας της ΕΕ, και η εφαρμογή και διαχείριση των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων, και υπογραμμίζει τη βούλησή του να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις μέχρι το τέλος του έτους·

8.      χαιρετίζει τη διαβεβαίωση της Επιτροπής ότι η στρατηγική της για τη βελτίωση της νομοθεσίας δεν αποσκοπεί στην απορρύθμιση συγκεκριμένων τομέων άσκησης πολιτικής ούτε στην αμφισβήτηση των αξιών που είναι σημαντικές για εμάς όπως η κοινωνική προστασία, η προστασία του περιβάλλοντος και τα θεμελιώδη δικαιώματα, περιλαμβανομένου του δικαιώματος στην υγεία·

9.      αναγνωρίζει το μακροπρόθεσμο εντατικό έργο της ομάδας υψηλού επιπέδου ανεξάρτητων ενδιαφερόμενων μερών, η οποία έχει υποβάλει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτάσεις για τη μείωση του διοικητικού φόρτου και η οποία έχει παρουσιάσει βέλτιστες πρακτικές για μια όσο το δυνατόν λιγότερο γραφειοκρατική εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων της ΕΕ στα κράτη μέλη· σημειώνει ότι τέσσερα μέλη της ομάδας υψηλού επιπέδου ανεξάρτητων ενδιαφερόμενων μερών έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με αρκετά από τα συμπεράσματα που παρουσιάζονται στην τελική έκθεση της ομάδας για τον διοικητικό φόρτο και έχουν προβεί στην κατάρτιση αντίθετης γνώμης· αναμένει από την Επιτροπή να λάβει υπόψη τους προβληματισμούς όλων των ενδιαφερόμενων μερών που μετείχαν στη διαδικασία·

10.    τονίζει τη σημασία του κοινωνικού διαλόγου και του σεβασμού της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων· υπογραμμίζει ειδικότερα σε σχέση με το άρθρο 9 της ΣΛΕΕ ότι οι κοινωνικοί εταίροι δύνανται, σύμφωνα με το άρθρο 155 της ΣΛΕΕ, να συνάπτουν συμφωνίες που μπορούν να οδηγήσουν στη θέσπιση νομοθεσίας της ΕΕ κατόπιν κοινού αιτήματος των υπογραφόντων μερών· αναμένει από την Επιτροπή να σεβαστεί την αυτονομία των μερών και τις συμφωνίες στις οποίες κατέληξαν κατόπιν διαπραγματεύσεων, και να λάβει σοβαρά υπόψη τους προβληματισμούς τους, τονίζει δε ότι το θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας δεν θα πρέπει να αποτελέσει πρόφαση για να μη ληφθούν υπόψη ή να παρακαμφθούν συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, και θα απέρριπτε συνεπώς κάθε εκτίμηση αντικτύπου για τις συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων·

11.    υπενθυμίζει ότι, κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο, η επιλογή μεταξύ εκτελεστικών και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων προκάλεσε πολλές διαφωνίες σε διοργανικό επίπεδο· θεωρεί, συνεπώς, σημαντικό να καθοριστούν ακριβείς κατευθυντήριες γραμμές, όπως ζητεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκθεσή του, η οποία εγκρίθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 2012·

12.    χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι προτίθεται να απλουστεύει τη διαχείριση της οικονομικής αρωγής στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων και της πρωτοβουλίας Ορίζων 2020·

Διαφάνεια και διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη

13.    επικροτεί την αναγνώριση από την Επιτροπή του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει η διαδικασία διαβούλευσης στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT· επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 της ΣΕΕ, όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ οφείλουν να διατηρούν ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και την κοινωνία των πολιτών· καλεί τα θεσμικά όργανα να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στον υποχρεωτικό και τακτικό διάλογο με τις αντιπροσωπευτικές ενώσεις και την κοινωνία των πολιτών κατά τις διαπραγματεύσεις για μια νέα διοργανική συμφωνία·

14.    επισημαίνει ότι, εάν καθιερωθεί μεγαλύτερη διαφάνεια, ο τρόπος λειτουργίας της ΕΕ μπορεί να καταστεί αποτελεσματικότερος και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη της κοινωνίας των πολιτών στην ΕΕ·

15.    επικροτεί, εν προκειμένω, το γεγονός ότι η Επιτροπή τονίζει πως ο διάλογος με τους πολίτες, τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους παράγοντες των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών συμβάλλει στην προσπάθεια να εξασφαλιστεί ότι η νομοθεσία της ΕΕ θα είναι διαφανής, αποτελεσματική και συνεκτική, και υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να αναφέρει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει στις προτάσεις της, για παράδειγμα με τη μορφή νομοθετικών κειμένων ή ανακοινώσεων της Επιτροπής·

16.    επισημαίνει ότι η Επιτροπή στο πλαίσιο της στρατηγικής της για τη βελτίωση της νομοθεσίας αναβαθμίζει σημαντικά τον ρόλο των δημόσιων διαβουλεύσεων· σημειώνει ότι η Επιτροπή θα διενεργεί στο μέλλον δημόσια διαβούλευση δώδεκα εβδομάδων α) πριν την κατάρτιση νέων νομοθετικών προτάσεων και β) όταν αξιολογεί υφιστάμενες νομοθετικές διατάξεις και ελέγχει την καταλληλότητά τους και γ) στο πλαίσιο οδικών χαρτών και εκ των προτέρων εκτιμήσεων αντικτύπου· σημειώνει άλλωστε ότι, πέραν τούτου, η Επιτροπή, ακόμα και μετά την έγκριση μιας πρότασης, θα δίνει τη δυνατότητα σε πολίτες και ενδιαφερόμενους φορείς να εκφράσουν την άποψή τους σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής εντός οκτώ εβδομάδων και θα διαβιβάζει τις απόψεις αυτές στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο·

17.    καλεί στο πλαίσιο αυτό την Επιτροπή να προβεί σε ισορροπημένη και διαφανή αξιολόγηση των απόψεων και των παρατηρήσεων όλων των συμμετεχόντων στη διαδικασία της διαβούλευσης και ιδίως να εγγυηθεί ότι οικονομικά και οργανωτικά ισχυρές ομάδες συμφερόντων δεν θα έχουν τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται τις δημόσιες διαβουλεύσεις για την εξυπηρέτηση των σκοπών τους· ζητεί από την Επιτροπή να δημοσιεύει τα συμπεράσματά της από τις διαβουλεύσεις·

18.    επισημαίνει ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου θα πρέπει να δημοσιεύονται μόνο όταν η Επιτροπή εγκρίνει την εκάστοτε πολιτική πρωτοβουλία· θεωρεί αναγκαίο, για λόγους διαφάνειας των αποφάσεων της Επιτροπής, οι εκτιμήσεις αντικτύπου να δημοσιεύονται ακόμα και όταν η Επιτροπή έχει λάβει την απόφαση να μην καταθέσει πρόταση νομοθετικής πράξης·

19.    διαπιστώνει ότι η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, που διαθέτει συμβουλευτικές αρμοδιότητες, συνιστά σημαντικό εκπρόσωπο της κοινωνίας των πολιτών· διαπιστώνει ότι η Επιτροπή των Περιφερειών, που διαθέτει επίσης συμβουλευτικές αρμοδιότητες, συνιστά σημαντικό εκπρόσωπο των περιφερειακών και των τοπικών αρχών της ΕΕ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ· επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή δύνανται να ζητούν εκ των προτέρων τη γνώμη και των δύο συμβουλευτικών οργάνων σε κάθε περίπτωση που το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το κρίνουν σκόπιμο· φρονεί ότι η στοχοθετημένη και έγκαιρη διαβούλευση μαζί τους, καθώς και η ειδική εμπειρογνωμοσύνη τους, μπορούν να συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου της βελτίωσης της νομοθεσίας·

20.    εκτιμά ότι θα πρέπει να υπάρχει εντονότερη συμμετοχή των περιφερειακών και τοπικών αρχών στη χάραξη των πολιτικών της ΕΕ, ιδίως μέσω της αξιοποίησης της εμπειρογνωμοσύνης και της πείρας των κρατών μελών σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο σε αρχικό στάδιο κατά την προετοιμασία της νομοθεσίας· επισημαίνει ότι όλα τα θεσμικά όργανα πρέπει να τηρούν στο νομοθετικό τους έργο τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·

21.    επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να καθιερώσει μεγαλύτερη διαφάνεια στη νομοθετική διαδικασία και να ενθαρρύνει τη συμμετοχή των πολιτών και των εκπροσώπων των ενδιαφερόμενων μερών στην όλη διαδικασία·

22.    επικροτεί την απόφαση της Επιτροπής να διενεργεί επίσης στο μέλλον δημόσιες διαβουλεύσεις διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων για σχέδια κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και σημαντικές εκτελεστικές πράξεις προτού τα κράτη μέλη αποφανθούν στην αρμόδια επιτροπή για την άποψή τους·

23.    ζητεί από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τις κατευθυντήριες γραμμές της σχετικά με την αξιολόγηση, ενισχύοντας τη συμμετοχή και τη διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών και καθιστώντας αμεσότερη τη συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων·

24.    επισημαίνει τη νέα επιλογή «Ελάφρυνση του βάρους – Εκφράστε την άποψή σας» (Lighten the Load – Have your Say) στη διαδικτυακή σελίδα της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας και ζητεί ισορροπημένο και διαφανή έλεγχο των λαμβανόμενων παρατηρήσεων των ενδιαφερομένων από την Επιτροπή και τη νέα πλατφόρμα REFIT· πιστεύει, ωστόσο, ότι η ειδική ομάδα REFIT δεν πρέπει να υπόκειται σε υπερβολικά επαχθείς διαδικασίες και διαβουλεύσεις, αλλά θα πρέπει να είναι ένα όργανο ικανό να παρέχει γρήγορες απαντήσεις, καθώς και περισσότερο λεπτομερές πρόγραμμα εργασίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθετικής διαδικασίας· είναι της γνώμης ότι οι διαβουλεύσεις μέσω του εν λόγω ιστοτόπου της Επιτροπής δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις δημόσιες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη·

Εκτιμήσεις αντικτύπου και ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία

25.    σημειώνει ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την υποστήριξη της λήψης των αποφάσεων σε όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στη βελτίωση της νομοθεσίας· στο πλαίσιο αυτό, καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να είναι περισσότερο αυστηρά κατά την τήρηση των δεσμεύσεων τους και κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων των μελλοντικών και ισχυουσών νομοθετικών πράξεων· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι οι εν λόγω εκτιμήσεις δεν υποκαθιστούν τις πολιτικές εκτιμήσεις και αποφάσεις και ότι οι ελευθερίες των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την άσκηση των πολιτικών τους καθηκόντων δεν πρέπει να περιοριστούν σε καμία περίπτωση·

26.    φρονεί ότι η αξιολόγηση της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας εκτίμησης αντικτύπου· θεωρεί ότι το σχέδιο αναθεωρημένων κατευθυντήριων γραμμών θα πρέπει να περιέχει οδηγίες σχετικά με τον τρόπο που πρέπει να εκτιμώνται και να σταθμίζονται στην τελική ανάλυση οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα· υποστηρίζει ένα γενικώς ισχύον τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο δεν πρέπει να εγκρίνονται από την Επιτροπή οι προτάσεις που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα, εκτός εάν προσκομίζονται στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών μη μετρήσιμων οφελών·

27.    πιστεύει ότι οι αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να εφαρμόζονται στις αποφάσεις σχετικά με το παράγωγο δίκαιο, καθώς και με το πρωτογενές δίκαιο· καλεί την Επιτροπή να συνοδεύει, κατά περίπτωση, τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις με εκτίμηση αντικτύπου, η οποία θα περιλαμβάνει διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους εμπλεκόμενους φορείς·

28.    θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου θα πρέπει να είναι πλήρεις, ότι θα πρέπει να εκτιμώνται σταθμισμένα οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές συνέπειες, και να αξιολογείται ο αντίκτυπος στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και στην ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών· τονίζει ότι η ανάλυση κόστους-οφέλους αποτελεί ένα μόνο μεταξύ πολλών κριτηρίων·

29.    επισημαίνει ότι σε πολλά κράτη μέλη, όπως στη Σουηδία, τη Τσεχική Δημοκρατία, την Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, υφίστανται ανεξάρτητα όργανα, τα οποία επικουρούν εποικοδομητικά τις κυβερνήσεις στο νομοθετικό έργο με στόχο να μειωθεί η γραφειοκρατία για τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, καθώς και να περιοριστούν τα έξοδα που συνδέονται με την υποχρέωση ενημέρωσης με μετρήσιμο και επαληθεύσιμο τρόπο· επισημαίνει ότι θα μπορούσαν να λαμβάνονται υπόψη οι βέλτιστες πρακτικές και η πείρα των υφιστάμενων οργάνων που είναι αρμόδια για τη βελτίωση της νομοθεσίας· λαμβάνει υπό σημείωση τη μετατροπή της επιτροπής εκτίμησης αντικτύπου της Επιτροπής σε ανεξάρτητη «επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου» και αναμένει ότι η ένταξη ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων θα έχει θετικό αντίκτυπο στη διαδικασία εκτίμησης επιπτώσεων στο εσωτερικό της Επιτροπής· επιμένει ότι η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου έχει αποκλειστικά συμβουλευτικό ρόλο και δεν θα πρέπει να εκδίδει δεσμευτικές γνωμοδοτήσεις· επιμένει στην άποψη ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου θα πρέπει να είναι συνεπείς και να λαμβάνουν υπόψη όλες τις αλλαγές που επέρχονται στο στάδιο της διϋπηρεσιακής διαβούλευσης καθώς και να βασίζονται, μεταξύ άλλων, στην εκτίμηση του επιπρόσθετου κόστους για τα κράτη μέλη σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο· θεωρεί ότι η γνώμη της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου θα πρέπει να συνοδεύει τη τελική νομοθετική πρόταση· προτείνει κατά τη προσεχή διαβούλευση για τη διοργανική συμφωνία να συζητηθεί, ως ιδέα, το εάν ένα συμβούλιο ρυθμιστικού ελέγχου θα εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον των θεσμικών οργάνων ως ένα καθαρά συμβουλευτικό όργανο·

30.    επικροτεί το γεγονός ότι οι ομάδες εργασίας του Συμβουλίου πρόκειται τώρα, σε αρχικό στάδιο της συζήτησης σχετικά με συγκεκριμένες νομοθετικές προτάσεις, να εξετάσουν τις σχετικές εκτιμήσεις αντικτύπου της Επιτροπής με βάση έναν ενδεικτικό κατάλογο σημείων ελέγχου· εκφράζει, ωστόσο, λύπη διότι η Γραμματεία του Συμβουλίου δεν διαθέτει ακόμα δική της μονάδα εκτίμησης αντικτύπου και πιστεύει ότι η προαναφερθείσα λύση θα μπορούσε να συμβάλει στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του Συμβουλίου όσον αφορά την εκτίμηση σημαντικών τροποποιήσεων προτάσεων της Επιτροπής·

31.    επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο έχει ιδρύσει δική του διεύθυνση για την εκτίμηση αντικτύπου και την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, η οποία προσφέρει στις κοινοβουλευτικές επιτροπές πλήθος υπηρεσιών όσον αφορά την εκ των προτέρων και την εκ των υστέρων εκτίμηση του αντικτύπου, αξιολογεί την προστιθέμενη αξία των μελλοντικών ή των υφιστάμενων πολιτικών της ΕΕ, και εκτιμά πολιτικές επιλογές στους τομείς της επιστήμης και της τεχνολογίας· σημειώνει ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής, έχουν διεξαχθεί στο Κοινοβούλιο 20 περίπου εκτιμήσεις αντικτύπου για τροποποιήσεις σε προτάσεις της Επιτροπής· υπενθυμίζει στις εξειδικευμένες επιτροπές του Κοινοβουλίου ότι πρέπει να χρησιμοποιούν με μεγαλύτερη συνέπεια το ήδη υπάρχον μέσο της εκτίμησης αντικτύπου, ιδίως όταν σκοπεύουν να επιφέρουν σημαντικές τροποποιήσεις στην αρχική πρόταση της Επιτροπής· επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε περιορισμό του πεδίου ελιγμών που διαθέτουν οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

32.    παραπέμπει σε καθεμία από τις αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας· καλεί όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ να λαμβάνουν πάντα υπόψη τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της νομοθεσίας·

33.    επισημαίνει ότι η προθεσμία υπαναχώρησης που λαμβάνεται μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, αλλά πριν από την τελική ψηφοφορία –η οποία χρησιμοποιείται σήμερα για αναθεώρηση από νομική και γλωσσική άποψη– θα μπορούσε να αξιοποιηθεί περαιτέρω για την ολοκλήρωση της εκτίμησης αντικτύπου και του ελέγχου της επικουρικότητας·

34.    θεωρεί ότι όλα τα θεσμικά όργανα της ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξουν μια κοινή μεθοδολογική προσέγγιση για τις εκτιμήσεις αντικτύπου και τα καλεί να τη συμπεριλάβουν κατά προτεραιότητα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις για μια νέα διοργανική συμφωνία· τονίζει το γεγονός ότι οι νομοθετικές εξουσίες του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη τροποποίηση προτάσεων της Επιτροπής πρέπει να παραμείνουν αμετάβλητες·

35.    παροτρύνει την Επιτροπή να αυξήσει τον αριθμό τόσο των δημόσιων όσο και των ιδιωτικών διαβουλεύσεών της με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών, κατά την κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων, αναζητώντας τρόπους ενίσχυσης της ευαισθητοποίησης επί των προτάσεων σε προκαταρκτικό στάδιο·

ΜΜΕ και προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις

36.    επισημαίνει τη δέσμευση της Επιτροπής για περαιτέρω βελτίωση της δοκιμής ΜΜΕ, έχοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι τα 20 και πλέον εκατομμύρια των ΜΜΕ αποτελούν το 99 % όλων των επιχειρήσεων της ΕΕ και ότι, συνεπώς, οι ΜΜΕ αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής δραστηριότητας, της ανάπτυξης και της απασχόλησης· υποστηρίζει ότι πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα σύναψης προσαρμοσμένων συμφωνιών και θέσπισης πλέον ευέλικτων ρυθμίσεων για τις ΜΜΕ στις εκτιμήσεις αντικτύπου, εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι κατ' αυτόν τον τρόπο δεν υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας και ότι με τις εξαιρέσεις ή τις πλέον ευέλικτες διατάξεις δεν ευνοείται ο κατακερματισμός της εσωτερικής αγοράς ούτε εμποδίζεται η πρόσβαση σε αυτή· επικροτεί, ως εκ τούτου, τη δέσμευση της Επιτροπής να εξετάσει πλέον ευέλικτους κανόνες για ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένης της χωρίς όρους απαλλαγής για τις μικρές επιχειρήσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό είναι εύλογο και εφικτό και δεν υπονομεύεται η αποτελεσματική επίτευξη των κοινωνικών, οικολογικών και οικονομικών στόχων των προτεινόμενων νομοθετικών διατάξεων·

37.    καλεί την Επιτροπή να μην εγκαταλείψει τους φιλόδοξους στόχους της για τη θέσπιση βάσης με στόχο τη δημιουργία υψηλής αξίας θέσεων απασχόλησης, μέσω της μείωσης του διοικητικού φόρτου για τις ΜΜΕ, και ζητεί να ληφθούν μέτρα προκειμένου να μην διακυβευθούν οι στόχοι γενικού συμφέροντος, συμπεριλαμβανομένων των φιλικών προς τους χρήστες, οικολογικών, κοινωνικών προτύπων και των προτύπων για την υγεία και την ασφάλεια, καθώς και των προτύπων για την ισότητα των φύλων· τονίζει ότι η μείωση του διοικητικού φόρτου δεν πρέπει να οδηγήσει σε υποβάθμιση των εργασιακών προτύπων ή σε αύξηση των επισφαλών συμβάσεων απασχόλησης, και ότι οι εργαζόμενοι στις ΜΜΕ και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις πρέπει να απολαμβάνουν την ίδια μεταχείριση και υψηλό επίπεδο προστασίας όπως οι εργαζόμενοι σε μεγαλύτερες εταιρείες·

38.    επισημαίνει ότι η εκτίμηση αντικτύπου των νέων κανονισμών για τις ΜΜΕ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αποβεί εις βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων·

39.    τονίζει την ανάγκη για σαφέστερους κανονισμούς που θα μπορούν να εφαρμόζονται με απλό τρόπο και να βοηθούν όλους τους παράγοντες να λειτουργούν εντός των ορίων του κράτους δικαίου· υπογραμμίζει ότι η απλούστερη και εξυπνότερη νομοθεσία μπορεί να διευκολύνει τη συνεπή μεταφορά αλλά και την πιο αποτελεσματική και ενιαία επιβολή της από τα κράτη μέλη·

Εκ των υστέρων αξιολογήσεις

40.    επικροτεί το γεγονός ότι η Επιτροπή καθιστά την εκ των υστέρων ανάλυση αναπόσπαστο μέρος της βελτίωσης της νομοθεσίας· τονίζει ότι, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, τέτοιου είδους αναλύσεις θα πρέπει να διενεργούνται εντός επαρκούς χρονικού πλαισίου, κατά προτίμηση αρκετά χρόνια μετά το πέρας της προθεσμίας για τη μεταφορά της νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι οι εκ των υστέρων αξιολογήσεις δεν πρέπει ποτέ να αντικαταστήσουν το καθήκον που έχει η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των Συνθηκών, να παρακολουθεί αποτελεσματικά και έγκαιρα την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής αυτού·

41. τονίζει τη σημασία της εκ των υστέρων εκτίμησης και της αξιολόγησης των επιδόσεων στον τομέα της πολιτικής για την αξιολόγηση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας της ΕΕ και των πολιτικών της ΕΕ υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων στα οποία απέβλεπε ο νομοθέτης·

42.    θεωρεί ότι τα εθνικά κοινοβούλια θα πρέπει να μετέχουν στην εκ των υστέρων αξιολόγηση της νέας νομοθεσίας, καθώς αυτό θα ωφελήσει, επίσης, τις εκθέσεις της Επιτροπής και θα συμβάλει στη διερεύνηση των διαφόρων εθνικών προκλήσεων που τίθενται από μεμονωμένους νόμους και κανονισμούς·

Εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ από τα κράτη μέλη

43.    διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με την Επιτροπή, ένα τρίτο του ρυθμιστικού και διοικητικού φόρτου που συνοδεύει τη νομοθεσία της ΕΕ απορρέει από τα μέτρα μεταφοράς της που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη·

44.    αναγνωρίζει ότι, στην περίπτωση των οδηγιών, εναπόκειται στην εξουσία των κρατών μελών να αποφασίζουν σχετικά με την έγκριση υψηλότερων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προτύπων και προτύπων στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών σε εθνικό επίπεδο από εκείνα τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας που έχουν συμφωνηθεί σε επίπεδο ΕΕ, και επικροτεί κάθε σχετική απόφαση· επιβεβαιώνει ότι αυτά τα υψηλότερα πρότυπα δεν πρέπει να θεωρούνται κανονιστικός υπερθεματισμός· καλεί, ωστόσο, τις αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν επίγνωση των πιθανών συνεπειών της πρακτικής του επονομαζόμενου κανονιστικού υπερθεματισμού («Gold-Plating»), μέσω της οποίας προστίθεται άσκοπη γραφειοκρατική επιβάρυνση στη νομοθεσία της ΕΕ, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε παρανόηση της νομοθετικής δραστηριότητας της ΕΕ που με τη σειρά της μπορεί να προαγάγει τον ευρωσκεπτικισμό· καλεί τα κράτη μέλη, χάριν της φιλικότητας προς τους χρήστες, να καταργήσουν τους υφιστάμενους περιττούς διοικητικούς κανόνες κατά την εφαρμογή των οδηγιών και των κανονισμών·

45.    ενθαρρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντατικοποιήσουν την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών κατά την υλοποίηση και την εφαρμογή των οδηγιών της ΕΕ· εκτιμά ότι αυτό θα ενθαρρύνει τα ενδιαφερόμενα μέρη και τις τοπικές και περιφερειακές αρχές να συμμετάσχουν στον προσδιορισμό των δυσκολιών που συναντώνται κατά την εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο·

46.    τονίζει το ενδιαφέρον του Κοινοβουλίου να γνωρίζει ως συννομοθέτης τα αποτελέσματα που παράγει στην πραγματικότητα η νομοθεσία της ΕΕ μετά την εφαρμογή της· καλεί επομένως την Επιτροπή να παρέχει στο Κοινοβούλιο πλήρη πρόσβαση σε οποιαδήποτε σχετική αξιολόγηση, μεταξύ άλλων στα βασικά στοιχεία που συλλέγονται και στα προπαρασκευαστικά έγγραφα·

47.    καλεί την Επιτροπή, ενόψει των σοβαρών και διαρκών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα, περιλαμβανομένων προβλημάτων στρέβλωσης του ανταγωνισμού, να επανεξετάσει την επιστημονική βάση του εν λόγω κανονισμού, τη χρησιμότητά του και τον ρεαλιστικό χαρακτήρα του, και να διαγράψει, κατά περίπτωση, την έννοια των θρεπτικών χαρακτηριστικών· φρονεί ότι οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006, όπως η ακρίβεια των στοιχείων που αφορούν τα τρόφιμα και η αναγραφή ειδικών ενδείξεων σχετικά με την περιεκτικότητα σε λίπος, ζάχαρη και αλάτι, έχουν εν τω μεταξύ επιτευχθεί μέσω του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές·

48.    παραπέμπει στην κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής, της 28ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα καθώς και στην κοινή πολιτική δήλωση, της 27ης Οκτωβρίου 2011, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα, και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει την πρόσβαση του Κοινοβουλίου στα εν λόγω επεξηγηματικά έγγραφα·

Απόσυρση από την Επιτροπή εκκρεμουσών νομοθετικών προτάσεων

49.    επισημαίνει ότι η νεοεκλεγείσα Επιτροπή, στο πρόγραμμα εργασίας της για το 2015, και επικαλούμενη την αρχή της έλλειψης συνέχειας σε πολιτικό επίπεδο, έθεσε για πρώτη φορά προς εξέταση όλες τις εκκρεμούσες νομοθετικές πρωτοβουλίες·

50.    επισημαίνει ότι η Επιτροπή μπορεί καθ’ οιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας έγκρισης ενωσιακής πράξης, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, να αποσύρει μια πρόταση, εφόσον το Συμβούλιο δεν έχει ενεργήσει σχετικά, όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 14ης Απριλίου 2015[9]· καλεί, συνεπώς, χάριν της διοργανικής ισορροπίας, την Επιτροπή, σε περίπτωση απόσυρσης, να ζητήσει πρώτα τη γνώμη του Κοινοβουλίου, ιδίως μετά την πρώτη ανάγνωση και να λάβει δεόντως υπόψη τις θέσεις του· στο πλαίσιο αυτό παραπέμπει ειδικότερα στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2015·

51.    επισημαίνει, περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο, με την ίδια απόφαση, αποδέχεται τους ισχυρισμούς του Συμβουλίου ότι η Επιτροπή, σε περίπτωση απόσυρσης μιας νομοθετικής πρότασης, πρέπει να σέβεται την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, την αρχή της θεσμικής ισορροπίας και την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας όπως προβλέπονται στο άρθρο 13 παράγραφος 2 της ΣΕΕ και την αρχή της δημοκρατίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2 της ΣΕΕ·

52.    επισημαίνει την ανάγκη να αποτραπεί η αλληλοεπικάλυψη νομοθεσιών·

o

o       o

53.    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

  • [1]  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
  • [2]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0061.
  • [3]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2014)0069.
  • [4]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2014)0127.
  • [5]  ΕΕ C 353 E της 3.12.2013, σ. 117.
  • [6]  ΕΕ C 51 E της 22.2.2013, σ. 87.
  • [7]  ΕΕ C 380 E της 11.12.2012, σ. 31
  • [8]  Έγγραφο ΕΟΚΕ INT/750.
  • [9]  Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2015 στην υπόθεση C-409/13, Συμβούλιο κατά Επιτροπής [ECLI:EU:C:2015:217].

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (28.5.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές
(2014/2150(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Anthea McIntyre

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  αναγνωρίζει ότι το REFIT είναι σημαντικό πρώτο βήμα για την απλούστευση της νομοθεσίας και τη μείωση του όγκου των ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις, καθώς και για την κατάργηση των φραγμών για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας·

2.  επικροτεί την δέσμη μέτρων της Επιτροπής για την βελτίωση της νομοθεσίας και την θεωρεί σημαντικό μέσο για την επίτευξη καλύτερης νομοθεσίας· ζητεί το REFIT να εστιασθεί και να επικεντρωθεί στην ποιότητα της νομοθεσίας και στην ικανότητά της να προστατεύει και να προασπίζει τα συμφέροντα των πολιτών της ΕΕ· σημειώνει ότι στις αξιολογήσεις του αντίκτυπου θα πρέπει επίσης να αξιολογούνται οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της έλλειψης νομοθεσίας, καθώς και ο αντίκτυπός της στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών σε επίπεδο ΕΕ· τονίζει ότι η βελτίωση της νομοθεσίας θα πρέπει να βασίζεται σε ποιοτικά και όχι σε ποσοτικά κριτήρια·

3.  υπογραμμίζει ότι, κατά τη διεξαγωγή αξιολογήσεων και ελέγχων καταλληλότητας του κανονιστικού πλαισίου, πρέπει να αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα στα θεμελιώδη και στα κοινωνικά δικαιώματα απ΄ όσο σε ζητήματα οικονομικού χαρακτήρα·

4.   υπενθυμίζει ότι τέσσερα μέλη της ομάδας υψηλού επιπέδου για τον διοικητικό φόρτο, συγκεκριμένα εκείνα που εκπροσωπούν τις απόψεις των εργαζομένων, τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και τους καταναλωτές, υιοθέτησαν διαφορετική άποψη σε σχέση με την τελική έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου της 24ης Ιουλίου 2014[1]·

5.  στηρίζει τη δέσμευση της Επιτροπής για περιορισμό της γραφειοκρατίας· θεωρεί ότι ο περιορισμός της γραφειοκρατίας πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και να μην ελαττώνει επ’ ουδενί την προστασία των εργαζομένων·

6.  θεωρεί ότι το REFIT αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του περιορισμού των περιττών κανονιστικών επιβαρύνσεων και της εξάλειψης των φραγμών που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας· τονίζει, ωστόσο, ότι η «βελτίωση της νομοθεσίας» δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για την κατάργηση των ρυθμίσεων με σκοπό την υπονόμευση των δικαιωμάτων των εργαζομένων ή των καταναλωτών·

7.  επισημαίνει τις οριζόντιες ρήτρες του άρθρου 9 και του άρθρου 11 της ΣΛΕΕ, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον ορισμό και την εφαρμογή πολιτικών και δραστηριοτήτων σε επίπεδο ΕΕ· υπογραμμίζει την ανάγκη αξιολόγησης όχι μόνο των οικονομικών συντελεστών και βραχυπρόθεσμων επιπτώσεων, αλλά και της μακροπρόθεσμης αξίας της νομοθεσίας, όπως η μείωση των δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία ή η διατήρηση των οικοσυστημάτων, που συχνά είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, κατά συνέπεια, συχνά δεν λαμβάνονται υπόψη τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη και το κόστος·

8.  παροτρύνει την Επιτροπή να παράσχει σαφείς ορισμούς όσον αφορά τις δραστηριότητες που σχετίζονται με το REFIT, όπως είναι η «αξιολόγηση», η «απλοποίηση», η «ενοποίηση» και η «στοχευμένη αναθεώρηση» της υφιστάμενης νομοθεσίας, προκειμένου να διασφαλιστεί μεγαλύτερη διαφάνεια·

9.  επιδοκιμάζει τις προσπάθειες για απλοποίηση της νομοθετικής διαδικασίας στο σύνολό της με ταυτόχρονη διατήρηση υψηλών προτύπων· τονίζει την ανάγκη για απλούστερες και σαφέστερες νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες θα απλοποιούν τις διαδικασίες και θα εφαρμόζονται με απλό τρόπο, προκειμένου να βελτιωθεί η συμμόρφωση προς αυτές και να εξασφαλιστεί μεγαλύτερη προστασία των εργαζομένων μας· υπενθυμίζει τη σημασία των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·

10. υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι στην «Πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις» δεσμεύθηκε να εφαρμόζει την αρχή της «προτεραιότητας στις μικρές επιχειρήσεις» κατά τη διαμόρφωση της πολιτικής της· πιστεύει ότι η εφαρμογή αυτής της αρχής θα συμβάλει κατά πάσα πιθανότητα στην μείωση του πρόσθετου διοικητικού και ρυθμιστικού φόρτου που πολύ συχνά εμποδίζει την ομαλή λειτουργία των ΜΜΕ μας, μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους και περιορίζει την ικανότητά τους για καινοτομία και δημιουργία θέσεων εργασίας. καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει επειγόντως την «Πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις» ώστε να εξετάσει πώς μπορεί να βελτιωθεί και να λειτουργεί αποδοτικότερα, σύμφωνα με την ατζέντα για τη βελτίωση της νομοθεσίας·

11. τονίζει ότι η βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να προσεγγιστεί από τη βάση προς την κορυφή· υπενθυμίζει το αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για συγκρότηση νέας ομάδας υψηλού επιπέδου για τη βελτίωση της νομοθεσίας, η οποία θα απαρτίζεται από τα ενδιαφερόμενα μέρη και εθνικούς εμπειρογνώμονες· εκφράζει επιδοκιμασία για τις προτάσεις της Επιτροπής για σύσταση Ευρωπαϊκής πλατφόρμας ενδιαφερομένων για τη βελτίωση της νομοθεσίας· επισημαίνει ότι στο φόρουμ πρέπει να συμμετέχουν τα αρμόδια ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων επίσημων εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, των κοινωνικών εταίρων, των οργανώσεων καταναλωτών και της επιχειρηματικής κοινότητας, ιδίως των ΜΜΕ που αντιπροσωπεύουν το 80% της δημιουργίας θέσεων εργασίας στην Ευρώπη· τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή πλατφόρμα ενδιαφερομένων πρέπει να είναι ορατή, ανεξάρτητη και ικανή να αντιμετωπίζει τον διοικητικό φόρτο που δημιουργείται εξαιτίας των νομοθετικών προτάσεων και το κόστος συμμόρφωσης, ενώ πρέπει επίσης να τηρεί τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας· τονίζει ότι οι προτάσεις αυτής της πλατφόρμας θα πρέπει να εξετάζονται ενεργά από την Επιτροπή· υπογραμμίζει ότι η πλατφόρμα θα πρέπει επίσης να προτείνει πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της νομοθεσίας και την υποστήριξη των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο·

12. σημειώνει ότι η νομοθεσία για την απασχόληση και την υγεία και την ασφάλεια αντιπροσωπεύει ελάχιστα πρότυπα προστασίας των εργαζομένων, τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να υπερβούν. υπενθυμίζει ότι ο κανονιστικός υπερθεματισμός από τα κράτη μέλη μπορεί να αυξήσει την πολυπλοκότητα της κανονιστικής ρύθμισης και να μειώσει περαιτέρω τη συμμόρφωση· πιστεύει ότι τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο πρέπει να είναι σαφή και απλά· συνιστά στα κράτη μέλη να αποφύγουν την αύξηση του διοικητικού φόρτου κατά τη μεταφορά της νομοθεσίας της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο·

13. τονίζει ότι η έξυπνη νομοθεσία πρέπει να συμμορφώνεται με την κοινωνική διάσταση της εσωτερικής αγοράς, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη· υπογραμμίζει ότι η ατζέντα του REFIT δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την υπονόμευση συμφωνιών που επιτεύχθηκαν από τους κοινωνικούς εταίρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο· τονίζει ότι πρέπει να γίνεται σεβαστή η αυτονομία των κοινωνικών εταίρων· υπενθυμίζει ότι το άρθρο 155 της ΣΛΕΕ εγγυάται ότι οι συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων καθίστανται νομοθεσία της ΕΕ κατόπιν κοινού αιτήματος των υπογραφόντων μερών· χαιρετίζει εν προκειμένω τη δήλωση του Προέδρου της Επιτροπής, κ. Juncker, ότι η κοινωνική οικονομία της αγοράς μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν υπάρχει κοινωνικός διάλογος και ότι θα ήθελε να είναι πρόεδρος κοινωνικού διαλόγου·

14. εμμένει στο γεγονός ότι ένας εργαζόμενος δικαιούται προστασία της υγείας και της ασφάλειας στον χώρο εργασίας καθώς και ελάχιστες συνθήκες εργασίας, ανεξαρτήτως του αν ο χώρος εργασίας βρίσκεται σε μικρομεσαία ή μεγάλη επιχείρηση·

15. καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την οδηγία για την άδεια μητρότητας·

16. καλεί την Επιτροπή να αυξήσει την προστασία των εργαζομένων· καλεί ειδικότερα την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση σχετικά με τις μυοσκελετικές παθήσεις και το παθητικό κάπνισμα και να προβεί στις απαραίτητες επικαιροποιήσεις όσον αφορά τους καρκινογόνους και μεταλλαξιογόνους παράγοντες·

17. ζητεί από την Επιτροπή να πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη πριν από την ανάκληση οιασδήποτε νομοθετικής πρότασης·

18. τονίζει την ανάγκη να διασφαλιστεί η προβλεψιμότητα, η ασφάλεια δικαίου και η διαφάνεια προκειμένου να μην καταστεί το REFIT πηγή μόνιμης νομικής αβεβαιότητας· υπογραμμίζει ότι τυχόν αλλαγές στη νομοθεσία πρέπει να εξετάζονται ενδελεχώς και με μακροπρόθεσμη προοπτική· σημειώνει ότι η αρχή της έλλειψης συνέχειας σε πολιτικό επίπεδο και η ανάκληση υφιστάμενων νομοθετικών πράξεων δεν θα πρέπει να εγείρει αμφιβολίες όσον αφορά την πολιτική σκοπιμότητα των κοινωνικών στόχων·

19. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή είναι απρόθυμη να ελέγξει την προτεινόμενη οδηγία σχετικά με τις μονοπρόσωπες εταιρείες περιορισμένης ευθύνης (SUP) στο πλαίσιο του REFIT· προειδοποιεί ότι η προτεινόμενη οδηγία θα μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, παρέχοντας νέους και εύκολους τρόπους ίδρυσης εικονικών εταιρειών, καθώς και υπονομεύοντας τα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων και αποφεύγοντας την καταβολή κοινωνικών εισφορών·

20. ανησυχεί για την τρέχουσα αξιολόγηση της υφιστάμενης νομοθεσίας σχετικά με τον χρόνο εργασίας με σκοπό την απλούστευσή της· προτείνει αντίθετα να καταβληθούν προσπάθειες για την βελτίωση και την εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής της·

21. απορρίπτει την πρόταση να αποσυρθούν τα προγράμματα βοήθειας που συνίστανται στη διανομή φρούτων (μπανανών) και γάλακτος στα σχολεία·

22. καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει το τεστ ΜΜΕ για να διασφαλίσει ότι δεν διακινδυνεύει την ελάττωση των δικαιωμάτων και διασφαλίσεων που αφορούν την υγείας, την ασφάλεια και την απασχόληση των εργαζομένων στις ΜΜΕ·

23. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει επειγόντως μέτρα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που έχουν στις πολύ μικρές επιχειρήσεις οι κανόνες περί ΦΠΑ της ΕΕ για τις ψηφιακές υπηρεσίες που εφαρμόστηκαν πρόσφατα, ιδίως όσον αφορά τον μεγάλο διοικητικό φόρτο, προκειμένου να μπορέσει να ανθίσει η ψηφιακή οικονομία·

24. υπενθυμίζει ότι η Επίτροπος Bieńkowska, κατά την ακρόαση ενόψει της επικύρωσης του διορισμού της ως μέλους της Επιτροπής, δήλωσε ότι η Επιτροπή θα αναλάβει τη δέσμευση να εξετάζει την απόσυρση κάθε πρότασης για την οποία τα κράτη μέλη διαπιστώνουν ότι βασίζεται σε εσφαλμένη εκτίμηση αντίκτυπου ή ότι περιέχει στοιχεία που δεν έχουν εξεταστεί πλήρως· καλεί την Επιτροπή να επιβεβαιώσει γραπτώς αυτή τη δέσμευσή της·

25. επισημαίνει ότι η νομοθεσία μπορεί να έχει διαφορετικό αντίκτυπο στις μεγάλες επιχειρήσεις και στις ΜΜΕ, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κατάρτισης νομοθεσίας· τονίζει ότι όλοι οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια στον χώρο εργασίας, ανεξαρτήτως του μεγέθους του εργοδότη ή της υποκείμενης σύμβασης·

26. υποστηρίζει το συνεχές έργο που επιτελεί η Επιτροπή, όπως τη διενέργεια καλύτερων εκτιμήσεων αντίκτυπου και εκ των υστέρων αξιολογήσεων καθ’ όλη τη νομοθετική διαδικασία, την περαιτέρω ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της αντικειμενικότητας και της ουδετερότητας των εκτιμήσεων αντίκτυπου και την εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας όσον αφορά τον βαθμό στον οποίο λαμβάνονται υπόψη τα σχόλια που υποβάλλονται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων· ζητεί ουσιαστική παρακολούθηση της νομοθεσίας, ούτως ώστε να εξακριβωθεί εάν επιτυγχάνει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και να εντοπιστούν πεδία όπου υπάρχουν ασυνέπειες μεταξύ των υφιστάμενων και των νέων κανόνων, καθώς και αναποτελεσματικά μέτρα που συνδέουν αυτούς τους κανόνες, τα οποία θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντικές επιβαρύνσεις και σημαντικό κόστος για τις επιχειρήσεις που προσπαθούν να συμμορφωθούν· τονίζει την ανάγκη καλύτερης επιβολής της υφιστάμενης νομοθεσίας·

27. προειδοποιεί ενάντια στην εφαρμογή ρητρών λήξης ισχύος στη νομοθεσία, καθώς ενέχουν τον κίνδυνο δημιουργίας νομικής αβεβαιότητας και διακοπής της νομοθετικής διαδικασίας·

28. πιστεύει ότι οι αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να εφαρμόζονται στις αποφάσεις σχετικά με το δευτερογενές δίκαιο, καθώς και με το πρωτογενές δίκαιο· καλεί την Επιτροπή να λάβει κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι όλες οι εκτελεστικές και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις στον τομέα της απασχόλησης και των κοινωνικών υποθέσεων είναι ανοικτές για περαιτέρω έλεγχο με απλό, σαφή και διαφανή τρόπο·

29. καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει λεπτομερή εκτίμηση αντίκτυπου σχετικά με την οδηγία για τον χρόνο εργασίας· εκφράζει, επίσης, την ανησυχία του για τις επιβαρύνσεις που συνεπάγεται για τις ΜΜΕ η εφαρμογή της οδηγίας REACH και για τον συνακόλουθο αντίκτυπό της στην απασχόληση στις ευρωπαϊκές ΜΜΕ της χημικής βιομηχανίας· χαιρετίζει, ως εκ τούτου, την προθυμία της Επιτροπής να μετριάσει την επιβάρυνση των ΜΜΕ που επιδεικνύουν συμμόρφωση με την οδηγία REACH, χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο τα πρότυπα υγείας, ασφάλειας και απασχόλησης·

30. επισημαίνει το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ικανοποιητικά κριτήρια μέτρησης της «αποτελεσματικότητας» και του «κόστους»· παρατηρεί ότι οι όροι αυτοί δεν είναι κατάλληλοι όσον αφορά τα επαγγελματικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες· τονίζει ότι τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση και τους ελεγκτές και, κατά συνέπεια, στην παράκαμψη των νόμιμων, δημοκρατικά εκλεγμένων νομοθετών·

31. υπενθυμίζει το άρθρο 155 της ΣΛΕΕ· καλεί τους κοινωνικούς εταίρους να υιοθετήσουν μηχανισμούς για βελτίωση της νομοθεσίας, να χρησιμοποιούν περισσότερο τις εκτιμήσεις αντίκτυπου κατά τις διαπραγματεύσεις τους και να παραπέμπουν τις συμφωνίες που προτείνουν νομοθετική δράση στην επιτροπή εκτίμησης του αντίκτυπου της Επιτροπής·

32. αντιτίθεται στον καθορισμό ενός καθαρού στόχου για τη μείωση του κανονιστικού κόστους, καθώς το γεγονός αυτό αγνοεί τόσο τον στόχο της θέσπισης ρυθμίσεων όσο και τα αντίστοιχα οφέλη της·

33. παροτρύνει τις τεχνικές επιτροπές του Κοινοβουλίου να χρησιμοποιούν με μεγαλύτερη συνέπεια τα εσωτερικά μέσα εκτίμησης επιπτώσεων, ιδίως όταν σκοπεύουν να πραγματοποιήσουν σημαντικές τροποποιήσεις στην αρχική πρόταση της Επιτροπής.

34. υποστηρίζει ένθερμα τη λήψη περαιτέρω μέτρων στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων, όπως η προώθηση συμβάσεων χαμηλότερου ύψους για την παροχή συνδρομής στις ΜΜΕ και στις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ώστε να είναι ανταγωνιστικές στο πλαίσιο διαγωνισμών δημοσίων συμβάσεων·

35. φρονεί ότι οι όροι «απλοποίηση» και «μείωση του φόρτου» είναι κενές περιεχομένου σε μία κατάσταση που γίνεται όλο και πιο περίπλοκη. τονίζει ότι οι νέες τεχνολογίες και διαδικασίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων και να απαιτήσουν νέα μέτρα προστασίας, που με τη σειρά τους θα μπορούσαν να αυξήσουν τον διοικητικό φόρτο·

36. παροτρύνει την Επιτροπή να αξιολογήσει με καλύτερο τρόπο τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις, καθώς και τον αντίκτυπο της πολιτικής της στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, έχοντας κατά νου το κόστος της έλλειψης νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και το γεγονός ότι οι αναλύσεις κόστους-οφέλους αποτελούν ένα μόνο κριτήριο από πολλές πιθανές δέσμες κριτηρίων·

37. είναι πεπεισμένο ότι οι βάσιμες εκτιμήσεις επιπτώσεων αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την υποστήριξη της λήψης των αποφάσεων και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη βελτίωση της νομοθεσίας· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι αυτού του είδους οι εκτιμήσεις δεν υποκαθιστούν τις πολιτικές εκτιμήσεις και αποφάσεις·

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

28.5.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

28

25

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Laura Agea, Guillaume Balas, Tiziana Beghin, Brando Benifei, Enrique Calvet Chambon, David Casa, Ole Christensen, Agnes Jongerius, Jan Keller, Ádám Kósa, Agnieszka Kozłowska-Rajewicz, Zdzisław Krasnodębski, Jean Lambert, Jérôme Lavrilleux, Patrick Le Hyaric, Jeroen Lenaers, Verónica Lope Fontagné, Javi López, Thomas Mann, Dominique Martin, Anthea McIntyre, Joëlle Mélin, Elisabeth Morin-Chartier, Emilian Pavel, Terry Reintke, Claude Rolin, Anne Sander, Sven Schulze, Siôn Simon, Jutta Steinruck, Yana Toom, Ulrike Trebesius, Ulla Tørnæs, Marita Ulvskog, Renate Weber, Tatjana Ždanoka, Jana Žitňanská, Inês Cristina Zuber, Λάμπρος Φουντούλης, Георги Пирински

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Daniela Aiuto, Georges Bach, Heinz K. Becker, Lynn Boylan, Mercedes Bresso, Tania González Peñas, António Marinho e Pinto, Evelyn Regner, Csaba Sógor, Michaela Šojdrová, Gabriele Zimmer, Εύα Καϊλή, Амджад Башир

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (30.3.2015)

για την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές
(2014/2150(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Giovanni La Via

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  χαιρετίζει τη δέσμευση της Επιτροπής για ένα απλό, σαφές, εναρμονισμένο και προβλέψιμο κανονιστικό πλαίσιο, το οποίο θα εκφράζεται στο πρόγραμμα REFIT· υπογραμμίζει ότι οι εργασίες που προβλέπονται στην ανακοίνωση για το πρόγραμμα REFIT πρέπει να αποτελούν μέρος μιας συνεχούς διαδικασίας που διασφαλίζει ότι η ισχύουσα νομοθεσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι κατάλληλη για τον σκοπό, επιτυγχάνει τον κοινό στόχο των νομοθετών και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες πολιτών, επιχειρήσεων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών·

2.  επισημαίνει την πρώτη έκδοση του ετήσιου πίνακα αποτελεσμάτων για το REFIT που επιτρέπει την αξιολόγηση της προόδου σε όλους τους τομείς πολιτικής και όλων των πρωτοβουλιών που επισήμανε η Επιτροπή, συμπεριλαμβανομένων των δράσεων που αναλαμβάνονται από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· πιστεύει ότι ο πίνακας αποτελεσμάτων θα πρέπει να συμπληρωθεί από μια ετήσια δήλωση του καθαρού κόστους και των οφελών που προκύπτουν από την έγκριση και την κατάργηση ευρωπαϊκής νομοθεσίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να παρέχεται μια πιο ολοκληρωμένη αξιολόγηση της προόδου που έχει σημειωθεί στην αντιμετώπιση της περιττής γραφειοκρατίας, έχοντας παράλληλα ως στόχο να αναγνωρίσει η Επιτροπή το γεγονός ότι συχνά το σωρευτικό κόστος της νομοθεσίας αποτελεί βασικό πρόβλημα για τις επιχειρήσεις·

3.  επικροτεί την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι στο πλαίσιο της αναθεώρησης των υφιστάμενων και των προβλεπόμενων νόμων θα ληφθούν υπόψη τα ειδικά συμφέροντα των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των ΜΜΕ και θα μειωθεί η επιβάρυνση για τις εν λόγω επιχειρήσεις μέσω εξαιρέσεων και απλουστεύσεων·

4.  θεωρεί ότι δεν είναι σκόπιμη η καθιέρωση ομαδικών απαλλαγών των ΜΜΕ από την νομοθεσία· είναι της γνώμης ότι οι προτάσεις που επιτρέπουν την εναλλακτική επιλογή ελάφρυνσης των κανονιστικών ρυθμίσεων και απαλλαγών θα πρέπει να αξιολογηθούν για κάθε περίπτωση χωριστά·

5.  τονίζει την εκτίμηση της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία έως ένα τρίτο της διοικητικής επιβάρυνσης που συνδέεται με τη νομοθεσία της ΕΕ απορρέει από εθνικά μέτρα εφαρμογής ή επιλογές ευέλικτης εφαρμογής· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να προωθήσει εκ νέου την αρχή της ενιαίας αγοράς κατά την αναθεώρηση του νομικού πλαισίου των κανονισμών και των οδηγιών, και να αποφύγει στο μέτρο του εφικτού τη δυνατότητα θέσπισης ειδικών καθεστώτων σε εθνικό επίπεδο·

6.  στηρίζει το στόχο του περιορισμού της γραφειοκρατίας και της άρσης περιττών ρυθμιστικών επιβαρύνσεων, δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να διευκολυνθεί η παροχή αναλογικών και τεκμηριωμένων μέσων προστασίας στους πολίτες· εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία της για ενδεχόμενη μείωση των ρυθμιστικών παρεμβάσεων, ιδίως στους τομείς του περιβάλλοντος, της ασφάλειας των τροφίμων, της υγείας και των δικαιωμάτων των καταναλωτών, με το πρόσχημα της «μείωσης της γραφειοκρατίας»· καλεί την Επιτροπή να λαμβάνει πλήρως υπόψη τα οφέλη της περιβαλλοντικής και υγειονομικής νομοθεσίας για τους πολίτες, την οικονομία, το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία κατά την αξιολόγηση του διοικητικού φόρτου των κανονισμών, ενώ παράλληλα θα στηρίζει και θα ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το κατάλληλο σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση αποτελεί η ποιότητα της νομοθεσίας και όχι ο αριθμός των νομοθετικών πράξεων· υπενθυμίζει τη ρυθμιστική ανεξαρτησία των κρατών μελών σε περιπτώσεις στις οποίες η νομοθεσία της ΕΕ προβλέπει μόνον ελάχιστα πρότυπα· καλεί την Επιτροπή να μην περιορίσει το επίπεδο φιλοδοξίας της, και ζητεί τη διασφάλιση των στόχων δημόσιας τάξης, στους οποίους περιλαμβάνονται τα περιβαλλοντικά και υγειονομικά πρότυπα·

7.  τονίζει ότι ορισμένες διοικητικές επιβαρύνσεις είναι αναγκαίες για την επαρκή επίτευξη των στόχων της νομοθεσίας και την τήρηση του προβλεπόμενου επιπέδου προστασίας, ιδίως στους τομείς του περιβάλλοντος και της προστασίας της δημόσιας υγείας, στους οποίους πρέπει να τηρούνται οι υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων·

8.  επισημαίνει τη συνέπεια με την οποία οι ευρωπαίοι πολίτες εκφράζουν τη σθεναρή υποστήριξή τους στη δράση της ΕΕ στον τομέα του περιβάλλοντος· τονίζει ότι οι εργασίες απλούστευσης του κανονιστικού πλαισίου (REFIT), ιδίως στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για τον περιορισμό του επιπέδου φιλοδοξίας σχετικά με θέματα ζωτικής σημασίας για την προστασία του περιβάλλοντος·

9.  υπενθυμίζει ότι τέσσερα μέλη της ομάδας υψηλού επιπέδου για τον διοικητικό φόρτο, συγκεκριμένα εκείνα που εκπροσωπούν τις απόψεις των εργαζομένων, τη δημόσια υγεία, το περιβάλλον και τους καταναλωτές, υιοθέτησαν διαφορετική άποψη σε σχέση με την τελική έκθεση της ομάδας υψηλού επιπέδου της 24ης Ιουλίου 2014[1]·

10. υπογραμμίζει ότι η απλούστερη και εξυπνότερη νομοθεσία έχει ως αποτέλεσμα τη συνεπή μεταφορά αλλά και την πιο αποτελεσματική και ενιαία επιβολή της από τα κράτη μέλη·

11. τονίζει ότι το 32% του ενωσιακού διοικητικού φόρτου οφείλεται στην απόφαση ορισμένων κρατών μελών να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ένωσης και στην αναποτελεσματικότητα των διοικητικών διαδικασιών τους επισημαίνει ότι συνεπώς, είναι απαραίτητο να αποφευχθεί ο κανονιστικός υπερθεματισμός, δηλαδή η καθιέρωση, κατά τη μεταφορά των οδηγιών της ΕΕ, περαιτέρω απαιτήσεων και επιβαρύνσεων σε σχέση με εκείνα που προβλέπει η νομοθεσία της ΕΕ· ο κανονιστικός υπερθεματισμός αυξάνει την περιπλοκότητα και τις δαπάνες που βαρύνουν όχι μόνο τις τοπικές και περιφερειακές αρχές αλλά και τις δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις· είναι της άποψης ότι απαιτείται ενωσιακός ορισμός του κανονιστικού υπερθεματισμού, προκειμένου να κατοχυρωθεί η ασφαλής εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ και να επιτραπεί η αξιολόγηση των κρατών που δηλώνουν ότι δεν προβαίνουν σε κανονιστικό υπερθεματισμό·

12. πιστεύει ότι η Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύει προσωρινές εκτιμήσεις επιπτώσεων, ιδίως με σκοπό να συνοδεύουν δημόσιες διαβουλεύσεις, καθορίζοντας το πλήρες φάσμα των επιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν λόγω των προτεινόμενων επιλογών·

13. υπενθυμίζει στην Επιτροπή τα αιτήματα του Κοινοβουλίου να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της επιτροπής εκτίμησης αντικτύπου (ΕΕΕ), και ειδικότερα να μην υπόκεινται τα μέλη της ΕΕΕ σε πολιτικό έλεγχο· θεωρεί ότι η ΕΕΕ θα πρέπει να απαρτίζεται μόνο από πρόσωπα με κατάλληλα προσόντα και με ικανότητα αξιολόγησης των αναλύσεων που υποβάλλονται και που αφορούν τον σχετικό οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο·

14. τονίζει ότι η παρακολούθηση του περιττών επιβαρύνσεων και δαπανών εκ μέρους όσων υπόκεινται σε αυτές μπορεί να αποτελέσει ουσιαστικό συμπλήρωμα της ανάλυσης κόστους-οφέλους και για το λόγο αυτό οι διαβουλεύσεις και ο δημόσιος διάλογος αποτελούν σημαντικά στοιχεία και πρέπει να ενισχυθούν από την Επιτροπή·

15. αντιτίθεται στον προσδιορισμό σαφούς στόχου για τη μείωση του κόστους που προκύπτει από νομοθετικές ρυθμίσεις, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε περιττή μείωση του φάσματος των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση νέων ή ανεπίλυτων ζητημάτων και αγνοεί τα αντίστοιχα οφέλη της νομοθεσίας·

16. αντιτίθεται στην έννοια της αντιστάθμισης των νέων κανονιστικών «επιβαρύνσεων» μέσω της κατάργησης υφιστάμενων «επιβαρύνσεων»· εάν ένας υφιστάμενος κανόνας δημιουργεί περιττές επιβαρύνσεις ή είναι παρωχημένος, πρέπει να καταργείται· εάν εξυπηρετεί κάποιο χρήσιμο σκοπό, όπου τα οφέλη υπερτερούν των επιβαρύνσεων, τότε δεν πρέπει να καταργείται απλώς και μόνον επειδή κάποιο νέο μέτρο έχει θεσπιστεί σε άλλο σημείο·

17. υπογραμμίζει ότι όταν πραγματοποιούνται αξιολογήσεις και έλεγχοι καταλληλότητας σε θέματα περιβαλλοντικής νομοθεσίας, νομοθεσίας για την ασφάλεια των τροφίμων και νομοθεσίας για την υγεία, πρέπει στις ποιοτικές πτυχές που άπτονται του περιβάλλοντος και της υγείας να αποδίδεται η ίδια με τις ποσοτικές κοινωνικο-οικονομικές πτυχές σημασία λαμβάνοντας υπόψη την ανάλυση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των διαδικασιών εκτίμησης αντικτύπου· επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με το επιχειρηματικό κόστος, τα μακροχρόνια οφέλη για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία είναι συχνά δυσκολότερο να προσδιοριστούν ποσοτικά·

18. υπογραμμίζει ότι σε αυτές τις αξιολογήσεις και τους ελέγχους καταλληλότητας νομοθεσίας σε θέματα περιβάλλοντος πρέπει να εφιστάται επίσης προσοχή στην ανάγκη για ίσους όρους ανταγωνισμού στην Ευρώπη, με ισότιμη εφαρμογή και τήρηση της νομοθεσίας στα διάφορα κράτη μέλη·

19. επισημαίνει την ανάγκη να αποτραπεί η αλληλοεπικάλυψη νομοθεσιών·

20. υποστηρίζει τη συνεχή βελτίωση των εκτιμήσεων επιπτώσεων, τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων, προωθώντας παράλληλα την τεκμηριωμένη χάραξη πολιτικής·

21. ζητεί από την Επιτροπή να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα και την προβολή της πρωτοβουλίας EU Pilot, στόχος της οποίας είναι να παρέχει ταχείες και πλήρεις απαντήσεις στις ερωτήσεις των πολιτών και των επιχειρήσεων σχετικά με τη νομοθεσία της Ένωσης· τονίζει ότι οι περισσότερες ερωτήσεις που υποβάλλονται στο EU Pilot αφορούν παραβιάσεις που σχετίζονται με τον τομέα των αποβλήτων και με τις απαιτήσεις εκτίμησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, τομείς οι οποίοι είναι βασικοί για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον·

22. επαναλαμβάνει ότι η Επιτροπή έχει προηγουμένως αναγνωρίσει ότι τα περιβαλλοντικά πρότυπα και η προοδευτική νομοθεσία δεν συνιστούν εμπόδιο για την οικονομία, αντιθέτως αποτελούν πλεονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας·

23. ζητεί από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την αξιολόγηση, ενισχύοντας τη συμμετοχή και τη διαβούλευση των ενδιαφερόμενων μερών και καθιστώντας αμεσότερη τη συμμετοχή των ευρωπαίων πολιτών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων·

24. τονίζει ότι η υψηλού επιπέδου προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας δημιουργεί καινοτομίες και ευκαιρίες για επιχειρήσεις και, ως εκ τούτου, ωφελεί την ευρωπαϊκή οικονομία, ιδίως τις ΜΜΕ στο πλαίσιο της μετάβασης προς μια βιώσιμη πράσινη οικονομία που θα εστιάζει σε μια Ευρώπη περισσότερο αυτάρκη στον τομέα της ενέργειας·

25. υπογραμμίζει το γεγονός ότι η ενωσιακή πολιτική στον τομέα του περιβάλλοντος έχει τονώσει την καινοτομία και τις επενδύσεις σε περιβαλλοντικά προϊόντα και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και ευκαιριών για εξαγωγές·

26. επισημαίνει το γεγονός ότι η διαχείριση κινδύνου και η επιστήμη αποτελούν τη βάση για την προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας στην ενωσιακή νομοθεσία·

27. επισημαίνει ότι η Επιτροπή αναλαμβάνει τη διενέργεια ελέγχων καταλληλότητας της οδηγίας για τα πτηνά και της οδηγίας για τους οικοτόπους· τονίζει ότι οι εν λόγω οδηγίες αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο των προσπαθειών της ΕΕ να αναστείλει την απώλεια βιοποικιλότητας και να αποκαταστήσει υποβαθμισμένα οικοσυστήματα, και ότι το κανονιστικό τους πλαίσιο είναι ευέλικτο και σύγχρονο, και αποτελεί ένα πλαίσιο στο οποίο η επιχειρηματική δραστηριότητα μπορεί να προσαρμοστεί και να λειτουργήσει με επιτυχία·

28. αντιτίθεται, στο πλαίσιο αυτό, στην επανεξέταση των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους·

29. διαπιστώνει με έκπληξη ότι η Επιτροπή απέσυρε τις προτάσεις για αναθεώρηση της νομοθεσίας περί αποβλήτων και για τη διαφάνεια της σχετικής με θέματα υγείας νομοθεσίας· επισημαίνει με ανησυχία την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι προτίθεται να τροποποιήσει την πρόταση για τη μείωση των εθνικών εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων χωρίς να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η πρόταση για τις δύο αποσύρσεις ανακοινώθηκε χωρίς να υποβληθούν αναλύσεις ή στοιχεία τεκμηρίωσης που να την αιτιολογούν, ούτε προηγήθηκε διαβούλευση με τα δύο νομοθετικά όργανα και τα ενδιαφερόμενα μέρη· τονίζει τη δεδηλωμένη δέσμευση της Επιτροπής, όπως ορίζεται στο πρόγραμμα εργασίας της για το 2015, να εξετάσει την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου προτού οριστικοποιήσει την απόφασή της για το οικείο πρόγραμμα εργασίας για το 2015, ιδίως όσον αφορά την απόσυρση νομοθεσίας· υπογραμμίζει το γεγονός ότι, σε αρκετές ψηφοφορίες της Ολομέλειας, η πλειοψηφία των βουλευτών του ΕΚ εξέφρασε τη στήριξή της στη διατήρηση της δέσμης για την κυκλική οικονομία ως έχει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων· εκφράζει τη βαθειά του λύπη για το γεγονός ότι η Επιτροπή απέσυρε παρόλα αυτά την πρόταση για την αναθεώρηση της νομοθεσίας περί αποβλήτων, και θλίβεται για την περιττή σπατάλη χρόνου και πόρων που προκάλεσε η απόσυρση αυτή· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή ανακοίνωσε την πρόθεσή της να αποσύρει τη πρότασή της για αναθεώρηση της οδηγίας για τη φορολογία της ενέργειας·

30. υπενθυμίζει τα πορίσματα της έκθεσης που εκπόνησε η ομάδα υψηλού επιπέδου για τον διοικητικό φόρτο, με τίτλο «Cutting Red Tape in Europe» («Μείωση της γραφειοκρατίας στην Ευρώπη»), σύμφωνα με τα οποία η περιβαλλοντική νομοθεσία δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον επαχθών νομοθεσιών· προτρέπει την Επιτροπή να λάβει υπόψη της τα εν λόγω πορίσματα κατά την εξέταση του ενδεχομένου απόσυρσης ή αναστολής περαιτέρω περιβαλλοντικών προτάσεων· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις αντιστοιχούν μόλις στο 1% του συνολικού όγκου περιττού διοικητικού φόρτου·

31. θεωρεί ότι η νομιμότητα του προγράμματος REFIT στηρίζεται στον διαχωρισμό των ζητημάτων εκείνων που αφορούν την καταλληλότητα και την αποδοτικότητα του κανονιστικού πλαισίου, από τον πολιτικό στόχο του κανονισμού και τη σύγκρουση στόχων και τους συμβιβασμούς που αποτελούν εγγενές χαρακτηριστικό των σχέσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, πράγμα που αποτελεί ευθύνη των νομοθετών· όσον αφορά τις δράσεις του REFIT που προβλέπονται στο παράρτημα 3 του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το 2015 στους τομείς της δράσης για το κλίμα και της ενέργειας, του περιβάλλοντος, της θαλάσσιας πολιτικής και της αλιείας, της υγείας και της ασφάλειας των τροφίμων, καθώς επίσης της εσωτερικής αγοράς, της βιομηχανίας, της επιχειρηματικότητας και των ΜΜΕ, τονίζει τη σημασία περιορισμού του πεδίου εφαρμογής των εν λόγω δράσεων με στόχο την απλούστευση, καθώς επίσης το γεγονός ότι δεν πρέπει να υπονομεύονται οι στόχοι δημόσιας τάξης·

32. καλεί την Επιτροπή να μην διενεργεί μεμονωμένες και μονομερείς σωρευτικές εκτιμήσεις κόστους πέραν του προγράμματος REFIT, όπως για παράδειγμα εκείνες που προβλέπονταν στην περίπτωση της πλέον σχετικής νομοθεσίας και των πλέον σχετικών πολιτικών της ΕΕ που αφορούν την ευρωπαϊκή χημική βιομηχανία, αλλά αντιθέτως να εντάξει αυτήν την πτυχή στον γενικό έλεγχο καταλληλότητας, ώστε να διασφαλιστεί μια ισορροπημένη προσέγγιση η οποία να λαμβάνει επίσης υπόψη της τα οφέλη της εν λόγω νομοθεσίας·

33. καλεί την Επιτροπή, ενόψει των σοβαρών και διαρκών προβλημάτων που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006 σχετικά με τους ισχυρισμούς διατροφής και υγείας που διατυπώνονται στα τρόφιμα, περιλαμβανομένων προβλημάτων στρέβλωσης του ανταγωνισμού, να επανεξετάσει την επιστημονική βάση του εν λόγω κανονισμού, τη χρησιμότητά του και τον ρεαλιστικό χαρακτήρα του, και να διαγράψει, κατά περίπτωση, την έννοια των θρεπτικών χαρακτηριστικών· φρονεί ότι οι στόχοι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1924/2006, όπως η ακρίβεια των ισχυρισμών που αφορούν τα τρόφιμα και των ειδικών ισχυρισμών σχετικά με την περιεκτικότητα σε λίπος, ζάχαρη και αλάτι, έχουν εν τω μεταξύ επιτευχθεί μέσω του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1169/2011 σχετικά με την παροχή πληροφοριών για τα τρόφιμα στους καταναλωτές·

34. καλεί την Επιτροπή να λάβει σοβαρά υπόψη το αποτέλεσμα του έργου της πρωτοβουλίας ευρωπαίων πολιτών «Right2Water», καθώς και να διασφαλίσει ότι οι προτάσεις της εφαρμόζονται με στόχο τη γενική ικανοποίηση όλων των ενδιαφερόμενων φορέων και ιδίως όλων των ευρωπαίων πολιτών·

35. αναμένει από την Επιτροπή, προτού ανακοινώσει την απόσυρση μιας πρότασής της, να προβεί σε δομημένη διαβούλευση, με συμμετοχή και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·

36. τονίζει την υποχρέωση της Επιτροπής, βάσει της συμφωνίας-πλαισίου για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να παρέχει εγκαίρως λεπτομερείς επεξηγήσεις πριν αποσύρει τις όποιες προτάσεις της επί των οποίων το Κοινοβούλιο έχει ήδη λάβει θέση σε πρώτη ανάγνωση, όπως στην περίπτωση της οδηγίας για τη διαφάνεια στην τιμολόγηση και την επιστροφή δαπανών για τα φάρμακα·

37. εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ανέλαβε ρόλο διαμεσολαβητή στις διαπραγματεύσεις για την έκδοση νέας οδηγίας σχετικά με τις πλαστικές σακούλες, και μάλιστα απείλησε δημοσίως να αποσύρει την πρόταση λίγο πριν τη σύναψη συμφωνίας από τα δύο νομοθετικά όργανα, στο όνομα της «βελτίωσης της νομοθεσίας»·

38. υπενθυμίζει στην Επιτροπή τις προνομίες των δύο νομοθετικών οργάνων στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας και την καλεί μετ' επιτάσεως να σεβαστεί το δικαίωμά τους να τροποποιούν τις προτάσεις της· υπενθυμίζει επίσης την ευθύνη των δύο νομοθετικών οργάνων να τηρούν τις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας και, ιδίως, τις διοργανικές συμφωνίες· θεωρεί, επιπλέον, ότι έχει καθυστερήσει η αναθεώρηση της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, και χαιρετίζει πρωτοβουλίες της Επιτροπής για την έναρξη διαπραγματεύσεων με στόχο την επικαιροποίηση της εν λόγω συμφωνίας·

39. πιστεύει ότι σε περίπτωση νομοθετικών προτάσεων σε σύνθετους και πολύπλευρους τομείς, θα πρέπει να προβλέπεται δεύτερο στάδιο διαβούλευσης, στο πλαίσιο της οποίας θα δημοσιεύεται ένα σχέδιο νομοθετικής πράξης που θα συνοδεύεται από προσωρινή εκτίμηση αντικτύπου, επί του οποίου θα υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη· θεωρεί ότι το εν λόγω δεύτερο στάδιο θα καθιστά ακριβέστερη την ανάλυση της Επιτροπής και θα ενισχύει τη λογική βάση κάθε πρότασης που εγκρίνεται μετά από αυτήν τη διαδικασία·

40. ζητεί από την Επιτροπή να παρατείνει την εντολή της ομάδας υψηλού επιπέδου, που έληξε στις 31 Οκτωβρίου 2014, διασφαλίζοντας αφενός την απαλλαγή των μελών της από κάθε είδους σύγκρουση συμφερόντων και αφετέρου τη συμμετοχή σε αυτήν ενός βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

26.3.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

62

0

6

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marco Affronte, Margrete Auken, Zoltán Balczó, Catherine Bearder, Ivo Belet, Simona Bonafè, Biljana Borzan, Nessa Childers, Alberto Cirio, Birgit Collin-Langen, Miriam Dalli, Seb Dance, Angélique Delahaye, Ian Duncan, Stefan Eck, Bas Eickhout, Eleonora Evi, José Inácio Faria, Karl-Heinz Florenz, Iratxe García Pérez, Elisabetta Gardini, Jens Gieseke, Sylvie Goddyn, Matthias Groote, Andrzej Grzyb, Jytte Guteland, György Hölvényi, Anneli Jäätteenmäki, Jean-François Jalkh, Benedek Jávor, Karin Kadenbach, Kateřina Konečná, Giovanni La Via, Peter Liese, Norbert Lins, Valentinas Mazuronis, Susanne Melior, Massimo Paolucci, Gilles Pargneaux, Piernicola Pedicini, Bolesław G. Piecha, Pavel Poc, Annie Schreijer-Pierik, Renate Sommer, Dubravka Šuica, Tibor Szanyi, Nils Torvalds, Glenis Willmott, Jadwiga Wiśniewska, Дамиано Дзофоли

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Nicola Caputo, Herbert Dorfmann, Linnéa Engström, Luke Ming Flanagan, Jan Huitema, Karol Karski, Merja Kyllönen, Anne-Marie Mineur, Alessandra Mussolini, James Nicholson, Aldo Patriciello, Marit Paulsen, Bart Staes, Theodor Dumitru Stolojan, Tom Vandenkendelaere

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marie-Christine Boutonnet, Anthea McIntyre, Emilian Pavel

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (18.3.2015)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

σχετικά με το πρόγραμμα ελέγχου της καταλληλότητας και της αποτελεσματικότητας της νομοθεσίας (REFIT): Τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές
(2014/2150(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Othmar Karas

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επισημαίνει την ανακοίνωση για το πρόγραμμα REFIT και τη διαρκή δέσμευση της Επιτροπής όσον αφορά την προώθηση του θεματολογίου για τη βελτίωση της νομοθεσίας· υπογραμμίζει ότι οι εργασίες που προβλέπονται στην ανακοίνωση για το πρόγραμμα REFIT θα πρέπει να θεωρούνται διαρκής διαδικασία που έχει ως στόχο να εξασφαλιστεί ότι η ισχύουσα νομοθεσία είναι η κατάλληλη για την επίτευξη του κοινού στόχου των νομοθετικών φορέων και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών, των επιχειρήσεων και των άλλων ενδιαφερόμενων· υπογραμμίζει ότι το πρόγραμμα REFIT θα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση των κανονιστικών ρυθμίσεων και να μην υπονομεύει την ισότητα των φύλων, τα κοινωνικά, εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα, και την προστασία των καταναλωτών·

2.  θεωρεί ότι, όταν έχει προσδιοριστεί σαφώς η ανάγκη για ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ και η δράση αυτή αναλαμβάνεται σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, θα πρέπει να αξιολογείται προσεκτικά κατά πόσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου πολιτικού στόχου ενδείκνυται μη νομοθετικό ή νομοθετικό μέσο -στην περίπτωση δε νομοθετικού μέτρου, ποιο συγκεκριμένα· θεωρεί ότι θα πρέπει να εφαρμόζεται ένα σύνολο δεικτών για τον προσδιορισμό του πλήρους κόστους συμμόρφωσης και διοικητικής επιβάρυνσης που επιφέρει μια νέα νομοθετική πράξη, προκειμένου να βελτιωθεί η εκτίμηση αντικτύπου· υπογραμμίζει ότι αυτοί οι δείκτες πρέπει να βασίζονται σε σαφή, διεξοδικά, ποσοτικοποιήσιμα (όπου είναι σκόπιμο) και πολυδιάστατα κριτήρια, μεταξύ άλλων κοινωνικά και περιβαλλοντικά, προκειμένου να εκτιμώνται σωστά οι συνέπειες της δράσης ή της αδράνειας σε επίπεδο ΕΕ·

3.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να επιδεικνύουν μεγαλύτερη αυστηρότητα στην εκτίμηση του αντίκτυπου των μελλοντικών και των υφιστάμενων κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με τις ΜΜΕ και την ανταγωνιστικότητα γενικά· πιστεύει ότι η εκτίμηση του αντικτύπου στην ανταγωνιστικότητα θα πρέπει να αποτελεί σημαντικό μέρος της διαδικασίας εκτίμησης αντικτύπου· θεωρεί ότι το σχέδιο αναθεωρημένων κατευθυντήριων γραμμών θα πρέπει να περιέχει οδηγίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εκτιμώνται και να σταθμίζονται στην τελική ανάλυση οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα· υποστηρίζει ένα γενικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να απορρίπτονται οι προτάσεις που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα, εκτός εάν προσκομίζονται στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικών μη μετρήσιμων οφελών·

4.  εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι τα μέτρα που προσδιορίζονται για αναθεώρηση στον πίνακα αποτελεσμάτων που συνοδεύει την ανακοίνωση δεν μπορούν επ’ ουδενί να θεωρηθούν νέα, αλλά αποτελούν μια σειρά μέτρων που υποχρεώθηκε να ακολουθήσει η Επιτροπή λόγω των ρητρών επανεξέτασης που λήγουν στην ισχύουσα νομοθεσία· αναμένει από τη νέα Επιτροπή μια πιο φιλόδοξη προσέγγιση στην επίτευξη των στόχων που περιέχονται στην ανακοίνωση για το πρόγραμμα REFIT, και ιδίως στον χειρισμό δύσκολων ζητημάτων, όπως αυτά που αναδείχθηκαν στη διαδικασία διαβούλευσης «top ten» με τις ΜΜΕ·

5.  θεωρεί ότι η έννοια των πινάκων αποτελεσμάτων πρέπει να αναθεωρηθεί και αντ’ αυτών να συμπεριλαμβάνει δύο έγγραφα, όπου στο πρώτο θα περιγράφεται συνοπτικά το σχέδιο του προγράμματος εργασίας, και στο δεύτερο θα αποτιμάται ποσοτικά, λεπτομερώς η πρόοδος που έχει σημειώσει η Επιτροπή· ζητά να αποτελέσει το έγγραφο αυτό τη βάση μιας ετήσιας δήλωσης νέων επιχειρηματικών εξόδων, δηλαδή μιας εύκολα κατανοητής δήλωσης ή βιβλίου «χρεοπιστώσεων», όπου θα φαίνονται οι διοικητικές και κανονιστικές επιπτώσεις των προτάσεων που εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια του προηγούμενου νομοθετικού έτους, κάτι που θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο και θα αποδείκνυε ότι η Επιτροπή αναγνωρίζει πως το πρόβλημα είναι συχνά το σωρευτικό κόστος των κανονιστικών ρυθμίσεων·

6.  επαναλαμβάνει ότι απαιτείται να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στις ΜΜΕ στην ενωσιακή νομοθεσία· καλεί την Επιτροπή να αναγνωρίσει τη σημασία της αρχής της «προτεραιότητας στις μικρές επιχειρήσεις» και να συμπεριλάβει την υποχρέωση διενέργειας «δοκιμής ΜΜΕ» και ελέγχου επιπτώσεων στην ανταγωνιστικότητα, στις αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτίμηση αντικτύπου, προκειμένου να παρέχονται στοιχεία σχετικά με την προστιθέμενη αξία, το κόστος και τα οφέλη της δράσης της ΕΕ·

7.  επισημαίνει ότι η έγκριση των προτάσεων της Επιτροπής από το Σώμα των Επιτρόπων πρέπει να βασίζεται σε θετική γνωμοδότηση της Επιτροπής Εκτίμησης Επιπτώσεων, όπου να αναφέρεται ότι η αντίστοιχη εκτίμηση επιπτώσεων διεξήχθη με τρόπο ικανοποιητικό·

8.  υπενθυμίζει τη θέση του σχετικά με τη γενική εξαίρεση των μικρών επιχειρήσεων από τη νομοθεσία, όπως καθορίζεται στα ψηφίσματά του της 23ης Οκτωβρίου 2012 με θέμα «Μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ): ανταγωνιστικότητα και εμπορικές προοπτικές»[1], και της 27ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εκτίμηση αντικτύπου και τον ρόλο του «τεστ ΜΜΕ»[2], ότι οι εξαιρέσεις πρέπει να αξιολογούνται κατά περίπτωση για κάθε πρόταση, προκειμένου να αντικατοπτρίζουν την πολιτική της αναστροφής του βάρους της απόδειξης, δηλ. οι πολύ μικρές επιχειρήσεις να παραμένουν εκτός του πεδίου εφαρμογής των προτάσεων εκτός αν θα έπρεπε αποδεδειγμένα να περιληφθούν· προτρέπει την Επιτροπή να αξιοποιήσει την πρόοδο που έχει γίνει σε αυτόν τον τομέα, συνεχίζοντας να μειώνει το κόστος της νομοθεσίας για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τις ΜΜΕ· εφιστά την προσοχή στις συστάσεις που περιλαμβάνει το προαναφερθέν ψήφισμά του της 27ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με το θέμα αυτό·

9.  επισημαίνει ότι η θέση του Κοινοβουλίου σχετικά με τη διαδικασία διαβούλευσης «top ten» και την ελάφρυνση του φόρτου που επιβάλλουν στις ΜΜΕ οι κανονιστικές ρυθμίσεις της Ένωσης, όπως εκτίθεται στο ψήφισμά του της 17ης Απριλίου 2014 για το θέμα αυτό[3], είναι ότι θα πρέπει να μειωθεί ο φόρτος που προκύπτει από την εργατική νομοθεσία και ότι η οδηγία για το ωράριο εργασίας θα πρέπει να αναθεωρηθεί, δεδομένου ότι είναι άκαμπτη σε σχέση με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τις ΜΜΕ· επισημαίνει, ακόμα, ότι στο ίδιο ψήφισμα το Κοινοβούλιο προτείνει να μην υποχρεούνται οι εταιρείες χαμηλού κινδύνου να καταρτίζουν γραπτές αξιολογήσεις σχετικά με την υγεία και την ασφάλεια, προκειμένου να μειωθούν οι επιβαρύνσεις που απορρέουν από τη νομοθεσία για την υγιεινή και την ασφάλεια·

10. επισημαίνει ότι έως και το ένα τρίτο του διοικητικού φόρτου που συνδέεται με τη νομοθεσία της ΕΕ προέρχεται από τα εθνικά μέτρα εφαρμογής, επαναλαμβάνει ότι είναι σημαντικό να εξασφαλίζεται ταχεία και συνεπής μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή της νομοθεσίας, παράλληλα με την προτεινόμενη απλούστευση, και υπογραμμίζει την ανάγκη να αποφεύγεται ο κανονιστικός υπερθεματισμός· καλεί την Επιτροπή να περιλάβει κριτήρια για την αξιολόγηση των υπερβολικών εθνικών μέτρων εφαρμογής, προκειμένου να οριστεί σαφώς τι συνιστά κανονιστικό υπερθεματισμό στον κανονιστικό πίνακα αποτελεσμάτων της ΕΕ, έτσι ώστε τέτοιες πρόσθετες καινοτομίες στα επιμέρους κράτη μέλη να εντοπίζονται σαφώς· υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν αυστηρότερα πρότυπα σε περιπτώσεις που η νομοθεσία της ΕΕ προβλέπει μόνο ελάχιστα επίπεδα εναρμόνισης·

11. πιστεύει ότι οι αρχές για τη βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να εφαρμόζονται τόσο στις αποφάσεις για παράγωγο δίκαιο όσο και σε αυτές για πρωτογενές δίκαιο· καλεί την Επιτροπή και, όπου είναι σκόπιμο, τους οργανισμούς της να συνοδεύουν τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις με υποχρεωτική εκτίμηση αντικτύπου, η οποία να περιλαμβάνει διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη και τους εμπλεκόμενους φορείς, όταν αναμένεται να είναι σημαντικός ο αντίκτυπος των πράξεων· ζητεί, για τον σκοπό αυτό, να τροποποιηθούν οι κατευθυντήριες γραμμές για τις εκτελεστικές πράξεις, σύμφωνα με τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις· τονίζει ότι οι συννομοθέτες πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο συγκεκριμένοι στη νομοθεσία της Κατηγορίας 1 σχετικά με τους στόχους των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων· επισημαίνει ότι στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα[4], η Επιτροπή καλείται να επιταχύνει την αναθεώρηση της εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, ιδίως σε σχέση με τη χρήση των άρθρων 290 και 291 ΣΛΕΕ για τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις·

12. ενστερνίζεται την πρόθεση της Επιτροπής να βελτιώσει τις αξιολογήσεις ως κεντρική πτυχή της έξυπνης νομοθεσίας· επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τα πραγματικά αποτελέσματα των νόμων για τα υποκείμενα δικαίου και ζητεί εν προκειμένω την επίσημη και ολοκληρωμένη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών που εκπροσωπούν τα εμπλεκόμενα υποκείμενα δικαίου στη διαδικασία αξιολόγησης·

13. ζητεί την αναδιαπραγμάτευση και επικαιροποίηση της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη η Συνθήκη της Λισαβόνας και η συμφωνία-πλαίσιο μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής, και να αναπτυχθούν και να παγιωθούν βέλτιστες πρακτικές σε τομείς όπως ο νομοθετικός προγραμματισμός, οι εκτιμήσεις αντικτύπου, οι συστηματικές εκ των υστέρων αξιολογήσεις των νομικών διατάξεων της ΕΕ, και η εφαρμογή και διαχείριση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων·

14. ζητεί από την Επιτροπή τη θέσπιση μιας μεθοδολογίας για ποσοτικούς στόχους με σκοπό τη μείωση του διοικητικού φόρτου σε ευρωπαϊκό επίπεδο· επισημαίνει τις θετικές εμπειρίες από τη θέσπιση στόχων καθαρής μείωσης, με στόχο την ελάττωση του κόστους συμμόρφωσης, σε ορισμένα κράτη μέλη· ζητά να συζητηθεί αυτή η μεθοδολογία από την ομάδα υψηλού επιπέδου για τον διοικητικό φόρτο και, όταν γίνει αποδεκτή, να λαμβάνεται υπόψη σε μελλοντικές εκτιμήσεις αντικτύπου·

15. ζητεί να ενισχυθεί η συμμετοχή των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων, των επιχειρηματικών συνδέσμων, των οργανώσεων προστασίας των καταναλωτών, των περιβαλλοντικών και κοινωνικών οργανώσεων, καθώς και των περιφερειακών και τοπικών αρχών, στους ελέγχους επικουρικότητας και αναλογικότητας, στην αξιολόγηση του διοικητικού φόρτου (συμπεριλαμβανομένων τόσο του θετικού αντικτύπου όσο και του κόστους που συνεπάγεται η συμμόρφωση προς τη νομοθεσία), στην επιλογή νομικής βάσης, στην εξασφάλιση της καταλληλότητας των κανονιστικών ρυθμίσεων, και στην παρακολούθηση της υλοποίησης και της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο· πιστεύει ότι οι εν λόγω έλεγχοι και αξιολογήσεις θα μπορούσαν να ενισχυθούν μέσω αξιολογήσεων ομοτίμων από τα κράτη μέλη· εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόθεση της Επιτροπής να συστήσει νέα ομάδα υψηλού επιπέδου για τη βελτίωση της νομοθεσίας, υπό την ευθύνη του αρμόδιου Αντιπροέδρου, η οποία θα περιλαμβάνει εκπροσώπους των ενδιαφερόμενων μερών και ανεξάρτητους εθνικούς εμπειρογνώμονες· προτείνει να ανατεθεί στην ομάδα αυτή ισχυρή εντολή, ώστε να αποτελέσει αποτελεσματικό και ανεξάρτητο συμβουλευτικό φορέα·

16. πιστεύει ότι η μη ισορροπημένη ή ελλιπής εκτίμηση αντικτύπου ή η απουσία εκτίμησης αντικτύπου πρέπει να αποτελεί λόγο για την ενδεχόμενη κατάργηση ή αναθεώρηση ισχύουσας νομοθεσίας της Ένωσης στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT·

17. υπογραμμίζει την ανάγκη για μια προσέγγιση από τη βάση προς την κορυφή στην αποκανονικοποίηση· καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να θεσπίσει ένα «Ευρωπαϊκό Φόρουμ Ενδιαφερομένων» για τη βελτίωση της νομοθεσίας και τη μείωση της γραφειοκρατίας, με τον ποσοτικό στόχο της μείωσης του διοικητικού φόρτου κατά 25% έως το 2020· τονίζει ότι το Φόρουμ θα πρέπει να περιλαμβάνει τους άμεσα ενδιαφερομένους, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων, των οργανώσεων των καταναλωτών και της επιχειρηματικής κοινότητας· υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάζει προσεκτικά τις προτάσεις του Φόρουμ και να τις αντιμετωπίζει με βάση την αρχή «συμμόρφωση ή αιτιολόγηση»· πιστεύει ότι το Φόρουμ θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις ή τους συλλογικούς φορείς που λειτουργούν είτε σε εθνικό επίπεδο είτε ανά την Ευρώπη μια πλατφόρμα για την άμεση συμβολή τους στις αρχές της βελτίωσης της νομοθεσίας ή στην επίτευξη της μείωσης της γραφειοκρατίας σε σχέση με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται στον τομέα τους·

18. καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει διαφάνεια στις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και να μεριμνά ώστε τα αποτελέσματά τους να αναλύονται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά, προκειμένου να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι απόψεις της μειοψηφίας· θεωρεί καθοριστικό να έχουν τα ενδιαφερόμενα μέρη ήδη στα αρχικά στάδια της νομοθετικής διαδικασίας τη δυνατότητα να υποβάλλουν στην Επιτροπή Εκτίμησης Επιπτώσεων, μέσω δημοσιευόμενου σχεδίου εκτίμησης αντικτύπου, τις παρατηρήσεις τους σχετικά με αδικαιολόγητα επαχθείς πτυχές των προτάσεων της Επιτροπής, κατά το στάδιο που προηγείται της τελικής νομοθετικής πρότασης και αξιολόγησης, για παράδειγμα εμπλέκοντας στη διαδικασία την ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τη βελτίωση της νομοθεσίας·

19. καλεί την Επιτροπή να εντάξει και να συνδέσει το πρόγραμμα REFIT στο ευρύτερο πλαίσιο του καθορισμού και της εφαρμογής του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής και των βασικών προτεραιοτήτων·

20. καλεί την Επιτροπή να εντείνει τις διαβουλεύσεις της, τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές, με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των καταναλωτών, κατά την κατάρτιση εκτελεστικών και κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, προκειμένου να εξετάσει τρόπους για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση σχετικά με τις προτάσεις σε προσωρινό στάδιο· πιστεύει ακράδαντα ότι αυτές οι προσπάθειες για μεγαλύτερη εμπλοκή των ενδιαφερομένων πριν από την οριστικοποίηση των συστάσεων θα οδηγήσει στη βελτίωση της νομοθεσίας· επικροτεί, στο πλαίσιο αυτό, πιθανές πρωτοβουλίες για τη σύγκριση των διαδικασιών διαβούλευσης σχετικά με προσωρινούς κανόνες ή πρότυπα με εκείνες που χρησιμοποιούνται σε άλλες δικαιοδοσίες, προκειμένου να αναπτυχθούν βέλτιστες πρακτικές·

21. θεωρεί ότι οι ενδιαφερόμενοι φορείς, οι τοπικές και περιφερειακές αρχές, καθώς και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν πιο ενεργό ρόλο όσον αφορά τον προσδιορισμό των συγκεκριμένων δυσκολιών κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο, και να παρέχουν ανάδραση στην Επιτροπή· ζητεί τη χρήση δεικτών για τη μέτρηση του κόστους της συμμόρφωσης καθώς και του κόστους της μη ρύθμισης (στα πρότυπα του «κόστους της μη Ευρώπης»)· ζητεί να είναι οι δείκτες αυτοί διεξοδικοί και κατάλληλα διαμορφωμένοι για την αξιολόγηση των δυνατών οφελών και μειονεκτημάτων, επιβαρύνσεων και εξοικονομήσεων μιας προσέγγισης κοινής αγοράς, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά·

22. πιστεύει ότι η αξιολόγηση του προγράμματος REFIT και οι περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση της νομοθεσίας πρέπει να ακολουθήσουν τη στροφή στην ψηφιοποίηση της οικονομίας, της κοινωνίας και της δημόσιας διοίκησης· πιστεύει ότι η εκτεταμένη χρήση του μέσου REFIT και η χρήση ελέγχων καταλληλότητας θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στην εκτίμηση της συνοχής και της συνέπειας των κανονιστικών ρυθμίσεων στο ευρύτερο πλαίσιο της ψηφιακής ενιαίας αγοράς·

23. εκφράζει την ικανοποίησή του για την προοπτική κατάρτισης εσωτερικών κατευθυντήριων γραμμών για τη βελτίωση της ποιότητας των διαβουλεύσεων και την αξιολόγησή τους· πιστεύει ότι, σε σχέση με την πολυπλοκότητα των επιλογών πολιτικής σε κάθε τομέα, τα ερωτήματα που τίθενται στις διαδικασίες διαβούλευσης θα πρέπει να διατυπώνονται με μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια· θεωρεί ότι, για τις νομοθετικές προτάσεις σε σύνθετους τομείς, θα πρέπει να προβλέπεται δεύτερο στάδιο διαβούλευσης, στο πλαίσιο της οποίας να δημοσιεύεται σχέδιο νομοθετικής πράξης συνοδευόμενο από προσωρινή εκτίμηση αντικτύπου, προς υποβολή παρατηρήσεων από όλους τους ενδιαφερόμενους· θεωρεί ότι το δεύτερο αυτό στάδιο θα καθιστά ακριβέστερη την ανάλυση της Επιτροπής και θα ενισχύει τη λογική βάση κάθε πρότασης που εγκρίνεται μετά από αυτή τη διαδικασία·

24. υπενθυμίζει ότι η Επίτροπος Bieńkowska δέσμευσε, κατά την ακρόαση για την επικύρωση του διορισμού της ως Επιτρόπου, την Επιτροπή για την εξέταση του ενδεχομένου απόσυρσης προτάσεων σε περίπτωση που οι βουλευτές διαπιστώνουν ότι η εκτίμηση αντικτύπου είναι εσφαλμένη ή δεν έχουν εξεταστεί σωστά ορισμένα στοιχεία· καλεί την Επιτροπή να επιβεβαιώσει εγγράφως ότι αυτή είναι και η πολιτική του Σώματος των Επιτρόπων συνολικά·

25. τονίζει την ανάγκη για βελτίωση της πολιτικής της ΕΕ στον τομέα της επικοινωνίας σε σχέση με την ενωσιακή νομοθεσία, θεωρεί δε ότι στο πλαίσιο αυτό το θεματολόγιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας χρησιμεύει ως βάση για να καταστεί η δράση της ΕΕ κατανοητή και χειροπιαστή· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω τη διαδικτυακή πύλη «Η Ευρώπη σου», σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, προκειμένου να παρέχεται στις ΜΜΕ εύκολη πρόσβαση σε πρακτικές πληροφορίες, σε πολυγλωσσική μορφή, για τις επικείμενες διαβουλεύσεις, τους σχετικούς κανόνες της ΕΕ και την εφαρμογή τους στα κράτη μέλη·

26. επικροτεί και υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να διεξαγάγει, μεσοπρόθεσμα, σειρά νέων αξιολογήσεων και ελέγχων καταλληλότητας σχετικά με την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων κανονισμών της ΕΕ και την εφαρμογή του δικαίου των Συνθηκών, περιλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν τις καθυστερήσεις πληρωμών.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

17.3.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

24

12

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Dita Charanzová, Carlos Coelho, Sergio Gaetano Cofferati, Lara Comi, Anna Maria Corazza Bildt, Daniel Dalton, Dennis de Jong, Pascal Durand, Vicky Ford, Ildikó Gáll-Pelcz, Antanas Guoga, Robert Jarosław Iwaszkiewicz, Liisa Jaakonsaari, Antonio López-Istúriz White, Jiří Maštálka, Jiří Pospíšil, Virginie Rozière, Christel Schaldemose, Olga Sehnalová, Mylène Troszczynski, Anneleen Van Bossuyt, Marco Zullo, Ева Паунова

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Lucy Anderson, Jussi Halla-aho, Kaja Kallas, Othmar Karas, Emma McClarkin, Jens Nilsson, Julia Reda, Adam Szejnfeld, Lambert van Nistelrooij, Josef Weidenholzer, Kerstin Westphal

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

José Blanco López, Andrea Bocskor, Roger Helmer, György Hölvényi, Emilian Pavel

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

16.6.2015

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

17

2

6

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Max Andersson, Joëlle Bergeron, Marie-Christine Boutonnet, Jean-Marie Cavada, Therese Comodini Cachia, Mady Delvaux, Rosa Estaràs Ferragut, Laura Ferrara, Enrico Gasbarra, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Mary Honeyball, Sajjad Karim, Dietmar Köster, Gilles Lebreton, Jiří Maštálka, Julia Reda, Pavel Svoboda, József Szájer, Axel Voss, Κώστας Χρυσόγονος, Емил Радев

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Pascal Durand, Jytte Guteland, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Angelika Niebler, Cecilia Wikström, Ангел Джамбазки