ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

14.5.2018 - (2016/2018(INI))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
Εισηγητές: Pavel Svoboda, Richard Corbett
(Κοινή διαδικασία επιτροπών – Άρθρο 55 του Κανονισμού)

Διαδικασία : 2016/2018(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A8-0170/2018
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A8-0170/2018
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

(2016/2018(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 17 παράγραφος 1 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ),

  έχοντας υπόψη το άρθρο 295 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου[1] («η νέα ΔΣ»),

–  έχοντας υπόψη τη συμφωνία πλαίσιο της 20ής Οκτωβρίου 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2] («η συμφωνία πλαίσιο του 2010»),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 16ης Δεκεμβρίου 2003 για τη βελτίωση της νομοθεσίας[3] («η ΔΣ του 2003»),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 20ής Δεκεμβρίου 1994 που αφορά την ταχεία μέθοδο εργασίας για την επίσημη κωδικοποίηση νομοθετικών κειμένων[4],

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 22ας Δεκεμβρίου 1998 για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της κοινοτικής νομοθεσίας[5],

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία, της 28ης Νοεμβρίου 2001, για μια πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων[6],

–  έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση της 13ης Ιουνίου 2007 σχετικά με την εφαρμογή στην πράξη της διαδικασίας συναπόφασης[7],

–  έχοντας υπόψη την κοινή πολιτική δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 27ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα[8],

–  έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2017[9],

–  έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2018-2019[10],

–  έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 18ης Μαρτίου 2014 (υπόθεση «βιοκτόνων»), της 16ης Ιουλίου 2015 (υπόθεση «μηχανισμού αμοιβαιότητας για τις θεωρήσεις»), της 17ης Μαρτίου 2016 («κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός για τη σύσταση της ΔΣΕ»), της 14ης Ιουνίου 2016 (υπόθεση «Τανζανία») και της 24ης Ιουνίου 2016 (υπόθεση «Μαυρίκιος»)[11],

–  έχοντας υπόψη την απόφασή του της 13ης Δεκεμβρίου 2016 σχετικά με τη γενική αναθεώρηση του Κανονισμού του Κοινοβουλίου[12],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Απριλίου 2016 σχετικά με το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT): τρέχουσα κατάσταση και προοπτικές[13],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 6ης Ιουλίου 2016, σχετικά με τις στρατηγικές προτεραιότητες ως προς το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2017[14],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[15],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 27ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εκτίμηση αντικτύπου και τον ρόλο του «τεστ ΜΜΕ»[16],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[17],

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την καταλληλότητα του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ και την επικουρικότητα και την αναλογικότητα – 19η έκθεση «Βελτίωση της νομοθεσίας» για το 2011[18],

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Σεπτεμβρίου 2012 σχετικά με την 18η έκθεση για τη βελτίωση της νομοθεσίας – Εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (2010)[19],

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του, της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας, την επικουρικότητα και την αναλογικότητα και την έξυπνη νομοθεσία[20],

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τη διασφάλιση ανεξάρτητων εκτιμήσεων αντικτύπου[21],

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Οκτωβρίου 2017, με τίτλο «Ολοκλήρωση του θεματολογίου για τη βελτίωση της νομοθεσίας: καλύτερες λύσεις για καλύτερα αποτελέσματα» COM(2017)0651,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 ΣΛΕΕ σχετικά με τη διαδικασία συναπόφασης,

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 24ης Οκτωβρίου 2017 με τίτλο «Επισκόπηση των προσπαθειών της Ένωσης για την απλοποίηση και τη μείωση των ρυθμιστικών βαρών» (SWD(2017)0675),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Δεκεμβρίου 2016 με τίτλο «Δίκαιο της ΕΕ: καλύτερη εφαρμογή για καλύτερη αποτελέσματα» (C(2016)8600),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας: επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων για μια ισχυρότερη Ένωση» COM(2016)0615,

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Μαΐου 2015 με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας για καλύτερα αποτελέσματα – ένα θεματολόγιο της ΕΕ» (COM(2015)0215),

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 7ης Ιουλίου 2017 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση της νομοθεσίας (SWD(2017)0350),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 52 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη τις κοινές διαβουλεύσεις της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 55 του Κανονισμού,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και της Επιτροπής Αναφορών (A8-0170/2018),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα ΔΣ τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της υπογραφής της, στις 13 Απριλίου 2016·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την ευκαιρία της έγκρισης της νέας ΔΣ, το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή υπέβαλαν δήλωση που επιβεβαιώνει ότι η νέα συμφωνία «αποτυπώνει την ισορροπία μεταξύ των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, όπως ορίζονται στις Συνθήκες» και «δεν θίγει τη συμφωνία πλαίσιο της 20ής Οκτωβρίου 2010 για τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής»[22]·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις της νέας ΔΣ σχετικά με τον διοργανικό προγραμματισμό, το Κοινοβούλιο προέβη στην αναθεώρηση του Κανονισμού του για να καθορίσει μεταξύ άλλων τις εσωτερικές διαδικασίες για τη διαπραγμάτευση και έγκριση κοινών συμπερασμάτων για τον πολυετή προγραμματισμό και κοινών δηλώσεων για τον ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στο πλαίσιο του ετήσιου διοργανικού προγραμματισμού, τα τρία θεσμικά όργανα συμφώνησαν σε δύο κοινές δηλώσεις σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2017 και την περίοδο 2018-2019 αντίστοιχα·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε αντίθεση με τη διοργανική συμφωνία του 2003, η νέα ΔΣ δεν προβλέπει πλέον ένα ρυθμιστικό πλαίσιο για τη χρήση εναλλακτικών μεθόδων νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως η συρρύθμιση και η αυτορρύθμιση και, ως εκ τούτου, απουσιάζει κάθε αναφορά σε τέτοιες μεθόδους·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράγραφος 13 της νέας ΔΣ υποχρεώνει την Επιτροπή να προβαίνει σε όσο το δυνατόν ευρύτερες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας εκτίμησης επιπτώσεων που εφαρμόζει· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 19 της νέας ΔΣ, η Επιτροπή οφείλει, πριν και όχι μετά την έγκριση μιας πρότασης, να πραγματοποιεί δημόσιες διαβουλεύσεις με ανοικτό και διαφανή τρόπο, διασφαλίζοντας ότι οι όροι και οι προθεσμίες των δημοσίων αυτών διαβουλεύσεων επιτρέπουν την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή που δεν περιορίζεται σε ομάδες που προωθούν κατεστημένα συμφέροντα·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τον Ιούλιο 2017 η Επιτροπή αναθεώρησε τις κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, ούτως ώστε να εξηγηθούν καλύτερα και να αξιοποιηθούν οι διασυνδέσεις μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας χάραξης πολιτικής εντός της Επιτροπής, που αντικαθιστούν τις προηγούμενες αυτόνομες κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες ρύθμιζαν χωριστά την εκτίμηση αντικτύπου, την αξιολόγηση και την εφαρμογή, και προκειμένου να συμπεριληφθούν νέες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον προγραμματισμό και τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 16 της νέας ΔΣ, η Επιτροπή δύναται, με δική της πρωτοβουλία μετά από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου, να συμπληρώνει την δική της εκτίμηση αντικτύπου ή να πραγματοποιεί άλλες αναλύσεις που θεωρεί απαραίτητες·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι με τη νέα ΔΣ αναγνωρίζεται η αντικατάσταση της πρώην επιτροπής εκτίμησης αντικτύπου από την επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου της Επιτροπής· λαμβάνοντας υπόψη ότι καθήκον της τελευταίας είναι, μεταξύ άλλων, να προβαίνει σε αντικειμενικό έλεγχο ποιότητας των εκτιμήσεων αντικτύπου της Επιτροπής· λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου μια πρωτοβουλία, συνοδευόμενη από εκτίμηση αντικτύπου, να υποβληθεί από την Επιτροπή προς έγκριση, απαιτείται θετική γνώμη της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε περίπτωση αρνητικής γνώμης, το σχέδιο έκθεσης πρέπει να αναθεωρηθεί και να υποβληθεί εκ νέου στην επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου, και, σε περίπτωση δεύτερης αρνητικής γνώμης, απαιτείται η λήψη πολιτικής απόφασης ώστε η πρωτοβουλία να προχωρήσει περαιτέρω· λαμβάνοντας υπόψη ότι η γνώμη της επιτροπής δημοσιοποιείται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής ταυτόχρονα με την έκθεση σχετικά με την εν λόγω πρωτοβουλία και, σε περίπτωση εκτιμήσεων αντικτύπου, αφότου η Επιτροπή έχει εγκρίνει τη σχετική πολιτική πρωτοβουλία[23]·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στις αρχές του 2017, η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου ολοκλήρωσε την πρόσληψη του προσωπικού της, συμπεριλαμβανομένων τριών μελών εκτός των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2016 η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέτασε 60 χωριστές εκτιμήσεις αντικτύπου, εκ των οποίων 25 (42 %) έτυχαν μιας πρώτης αρνητικής εκτίμησης, με αποτέλεσμα την αναθεώρηση και εκ νέου υποβολή τους στην επιτροπή αυτή· λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου διατύπωσε στη συνέχεια θετικές εκτιμήσεις για όλες τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις αντικτύπου που είχε λάβει πλην μιας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιτροπή αντάλλαξε πληροφορίες με τις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου σχετικά με βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες που αφορούν εκτιμήσεις αντικτύπου·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25 της νέας ΔΣ, εάν προβλέπεται τροποποίηση της νομικής βάσης που συνεπάγεται μετάβαση από τη συνήθη νομοθετική διαδικασία σε ειδική νομοθετική διαδικασία ή σε μη νομοθετική διαδικασία, τα τρία θεσμικά όργανα ανταλλάσσουν απόψεις επί του ζητήματος αυτού· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο προέβη στην αναθεώρηση του Κανονισμού του προκειμένου να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω διάταξη δεν έχει μέχρι σήμερα εφαρμοστεί·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 27 της νέας ΔΣ τα τρία θεσμικά όργανα αναγνωρίζουν την ανάγκη να ευθυγραμμιστεί όλη η υφιστάμενη νομοθεσία με το ρυθμιστικό πλαίσιο που θέσπισε η Συνθήκη της Λισαβόνας, και ιδίως την ανάγκη να δοθεί ύψιστη προτεραιότητα στην ταχεία ευθυγράμμιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να παραπέμπουν στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ)· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή πρότεινε την τελευταία αυτή ευθυγράμμιση τον Δεκέμβριο του 2016[24]· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξετάζουν επί του παρόντος λεπτομερώς την πρόταση αυτή·

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μια νέα έκδοση της κοινής συμφωνίας σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τις συναφείς τυποποιημένες ρήτρες επισυνάπτεται ως παράρτημα στη νέα ΔΣ· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 28 της νέας ΔΣ, τα τρία θεσμικά όργανα θα ξεκινήσουν αμελλητί διαπραγματεύσεις μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, ώστε να συμπληρωθεί η παρούσα κοινή συμφωνία με την πρόβλεψη μη δεσμευτικών κριτηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ· λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά από εκτενείς προπαρασκευαστικές εργασίες, οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκίνησαν τελικά τον Σεπτέμβριο του 2017·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 29 της νέας ΔΣ, τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συγκροτήσουν, το αργότερο έως το τέλος του 2017, κοινό λειτουργικό μητρώο κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, που θα παρέχει πληροφορίες με σωστά διαρθρωμένο και εύχρηστο τρόπο, ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια, να διευκολυνθεί ο προγραμματισμός και να καταστεί δυνατή η ιχνηλασιμότητα όλων των επιμέρους σταδίων του κύκλου ζωής μιας κατ’ εξουσιοδότηση πράξης· λαμβάνοντας υπόψη ότι το μητρώο έχει πλέον συσταθεί και άρχισε να λειτουργεί τον Δεκέμβριο του 2017·

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το σημείο 32 της νέας ΔΣ, «η Επιτροπή ασκεί το ρόλο του διαμεσολαβητή επιφυλάσσοντας ίση μεταχείριση στους δύο βραχίονες της νομοθετικής αρχής με πλήρη σεβασμό στους ρόλους που αναθέτουν οι Συνθήκες στα τρία θεσμικά όργανα»·

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 34 της νέας ΔΣ, Κοινοβούλιο και Συμβούλιο υπό την ιδιότητά τους ως συννομοθετών τόνισαν πόσο σημαντικό είναι να διατηρούν στενές επαφές ήδη πριν από τις διοργανικές διαπραγματεύσεις, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των αντιστοίχων θέσεών τους και συμφώνησαν προς το σκοπό αυτό να διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, μεταξύ άλλων προσκαλώντας εκπροσώπους των λοιπών θεσμικών οργάνων για άτυπη ανταλλαγή απόψεων σε τακτική βάση· λαμβάνοντας υπόψη ότι με τις διατάξεις αυτές δεν δημιουργήθηκαν νέες ειδικές διαδικασίες ή δομές· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ οι επαφές μεταξύ των θεσμικών οργάνων αυξήθηκαν στο πλαίσιο της κοινής δήλωσης για τις νομοθετικές προτεραιότητες, από την εμπειρία των επιτροπών προκύπτει ότι δεν υπάρχει συστηματική προσέγγιση για τη διευκόλυνση της εν λόγω αμοιβαίας ανταλλαγής απόψεων και ότι εξακολουθεί να είναι δύσκολη η απόκτηση πληροφοριών και η ενημέρωση από το Συμβούλιο σχετικά με ζητήματα που έχουν εγείρει στους κόλπους του τα κράτη μέλη· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου ικανοποιητική·

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να ενισχυθεί περαιτέρω η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας, το Κοινοβούλιο έχει αναθεωρήσει τον Κανονισμό του ούτως ώστε να προσαρμόσει τις ρυθμίσεις του σχετικά με τις διοργανικές διαπραγματεύσεις κατά τη διάρκεια της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, βάσει των διατάξεων που θεσπίστηκαν το 2012· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ το σύνολο των εντολών διαπραγμάτευσης του Κοινοβουλίου δημοσιοποιείται, αυτό δεν ισχύει όσον αφορά τις εντολές του Συμβουλίου· λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου ικανοποιητική·

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 39 της νέας ΔΣ, προκειμένου να καταστεί εφικτή η ιχνηλασιμότητα των επιμέρους σταδίων της νομοθετικής διαδικασίας, τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύτηκαν να προσδιορίσουν έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016 τρόπους περαιτέρω ανάπτυξης πλατφορμών και εργαλείων για το σκοπό αυτόν, ώστε να δημιουργηθεί ειδική κοινή βάση δεδομένων σχετικά με την πρόοδο των νομοθετικών θεμάτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σήμερα η εν λόγω κοινή βάση δεδομένων δεν έχει δημιουργηθεί·

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 40 της νέας ΔΣ, σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών, τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να συναντηθούν εντός έξι μηνών από την έναρξη ισχύος της νέας ΔΣ προκειμένου να διαπραγματευτούν βελτιωμένες πρακτικές ρυθμίσεις για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο των Συνθηκών, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2016 και είναι ακόμη σε εξέλιξη·

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεργασία στον ρυθμιστικό τομέα έχει αναδειχθεί σε βασικό εργαλείο στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το οποίο προωθεί τον διάλογο σε ρυθμιστικά ζητήματα και τη συνοχή μεταξύ των εμπορικών εταίρων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή θα παραμείνει, στη διαδικασία αυτή, δεσμευμένη στις αρχές του δίκαιου και ισότιμου ανταγωνισμού για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, διασφαλίζοντας τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στο άρθρο 46 της νέας ΔΣ τα τρία θεσμικά όργανα επιβεβαιώνουν τη δέσμευσή τους να κάνουν συχνότερα χρήση της νομοθετικής τεχνικής της αναδιατύπωσης για την τροποποίηση της ισχύουσας νομοθεσίας και να τηρούν πλήρως την διοργανική συμφωνία της 28ης Νοεμβρίου 2001 για μία πιο συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομοθετικών πράξεων[25]·

ΚΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 48 της νέας ΔΣ, ως συμβολή στο πρόγραμμά της για τη βελτίωση της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου (REFIT), η Επιτροπή αναλαμβάνει να υποβάλλει σε ετήσια βάση επισκόπηση, συμπεριλαμβανομένης ετήσιας έρευνας για τον διοικητικό φόρτο που προκύπτει, των αποτελεσμάτων των προσπαθειών της Ένωσης για την απλούστευση της νομοθεσίας και την αποφυγή υπέρμετρων ρυθμιστικών παρεμβάσεων και για τη μείωση του διοικητικού φόρτου· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα αποτελέσματα της πρώτης ετήσιας έρευνας του φόρτου υποβλήθηκαν στις 24 Οκτωβρίου 2017 ως μέρος του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το 2018·

ΚΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ετήσια έρευνα για τον διοικητικό φόρτο παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των προσπαθειών της ΕΕ για την αποφυγή υπέρμετρων ρυθμιστικών παρεμβάσεων και για τη μείωση του διοικητικού φόρτου· λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα αυτή παρέχει μια εξαιρετική δυνατότητα να αποδειχθεί η προστιθέμενη αξία της νομοθεσίας της ΕΕ και διασφαλιστεί η διαφάνεια για τους πολίτες της ΕΕ·

ΚΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα ΔΣ ζητεί τη διοργανική συνεργασία με στόχο την απλούστευση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας και την αποφυγή των περιττών ρυθμίσεων και του διοικητικού φόρτου για τους πολίτες, τις διοικητικές υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όσον αφορά τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το Κοινοβούλιο τονίζει πως οι στόχοι αυτοί δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε λιγότερο αυστηρά πρότυπα για την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία, την υγεία των εργαζομένων, την ασφάλεια, τα εργασιακά πρότυπα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, καθώς και τα δικαιώματα των καταναλωτών·

ΚΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 50 της νέας ΔΣ, τα τρία θεσμικά όργανα ελέγχουν από κοινού και σε τακτική βάση την εφαρμογή της νέας ΔΣ, τόσο σε πολιτικό επίπεδο με ετήσιες συζητήσεις όσο και σε τεχνικό επίπεδο στο πλαίσιο της διοργανικής ομάδας συντονισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο έλεγχος σε πολιτικό επίπεδο περιλαμβάνει τακτικές συζητήσεις στη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών καθώς και στην ετήσια σε υψηλό επίπεδο συνεδρίαση απολογισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι, επιπλέον, έχουν θεσπιστεί ειδικές ρυθμίσεις παρακολούθησης στο πλαίσιο των κοινών δηλώσεων σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2017 και την περίοδο 2018-2019 αντίστοιχα· λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι, , η εμπειρία που έχουν αποκτήσει μέχρι σήμερα οι επιτροπές αποτελούν ανεκτίμητο εργαλείο για την αξιολόγηση της εφαρμογής της νέας ΔΣ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων έχει ειδική αρμοδιότητα για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και την απλούστευση του δικαίου της Ένωσης·

Κοινές δεσμεύσεις και στοχεύσεις

1.  θεωρεί ότι η νέα ΔΣ αποτελεί διοργανική διαδικασία που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης· υπενθυμίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις η νομοθεσία της ΕΕ εναρμονίζει ή αντικαθιστά διαφορετικούς κανόνες στα 28 κράτη μέλη, καθιστώντας τις εθνικές αγορές αμοιβαία και εξίσου προσβάσιμες και μειώνοντας συνολικά το διοικητικό κόστος για τη δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής εσωτερικής αγοράς·

2.  χαιρετίζει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί και την κτηθείσα εμπειρία κατά το ενάμιση έτος εφαρμογής της νέας ΔΣ και παροτρύνει τα θεσμικά όργανα να καταβάλλουν πιο εντατικές προσπάθειες για την πλήρη εφαρμογή της συμφωνίας, ιδίως σε ό,τι αφορά τις διοργανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με μη δεσμευτικά κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ, την ευθυγράμμιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ), τις διοργανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με πρακτικές ρυθμίσεις για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών, και τη θέσπιση μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων αναφορικά με την πορεία των νομοθετικών φακέλων·

3.  επισημαίνει ότι η νέα ΔΣ αποσκοπεί στην ανάπτυξη μιας πιο ανοικτής και διαφανούς σχέσης μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων με σκοπό τη θέσπιση υψηλής ποιότητας νομοθετικών διατάξεων προς όφελος των πολιτών της ΕΕ· θεωρεί ότι, ενώ η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων μνημονεύεται μόνο στις παραγράφους 9 και 32 σε σχέση με συγκεκριμένους τομείς που καλύπτονται από τη νέα ΔΣ, αυτή πρέπει να τηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του νομοθετικού κύκλου ως μία από τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 13 της ΣΕΕ·

Προγραμματισμός

4.  χαιρετίζει τη συμφωνία των τριών θεσμικών οργάνων για την ενίσχυση του ετήσιου και πολυετούς προγραμματισμού της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 1 της ΣΕΕ μέσω μιας πιο δομημένης διαδικασίας με ακριβές χρονοδιάγραμμα· επισημαίνει με ικανοποίηση ότι για πρώτη φορά στο πλαίσιο του διοργανικού ετήσιου προγραμματισμού σύμφωνα με τη νέα ΔΣ παρατηρήθηκε ενεργός συμμετοχή των τριών θεσμικών οργάνων, η οποία οδήγησε σε κοινή δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2017, σύμφωνα με την οποία 59 βασικές νομοθετικές προτάσεις κρίθηκαν ως έχουσες χαρακτήρα προτεραιότητας για το 2017, σε συνέχεια δε της κοινής δήλωσης για τις νομοθετικές προτεραιότητες για το διάστημα 2018-2019, 31 βασικές νομοθετικές προτάσεις κρίθηκαν ως έχουσες προτεραιότητα έως το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου· επιδοκιμάζει ιδιαιτέρως, στη συνάρτηση αυτή, την ενεργό σύμπραξη του Συμβουλίου και ευελπιστεί ότι αυτή θα συνεχιστεί και στο μέλλον, όσον αφορά μεταξύ άλλων τον πολυετή προγραμματισμό για τη νέα κοινοβουλευτική περίοδο· θεωρεί, ωστόσο, ότι η κατά προτεραιότητα εξέταση ορισμένων νομοθετικών φακέλων που συμφωνήθηκε σε κοινές δηλώσεις δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για να ασκείται αδικαιολόγητη πίεση στους συννομοθέτες και ότι η επιτάχυνση των εργασιών δεν θα πρέπει να αποβαίνει σε βάρος της νομοθετικής ποιότητας· θεωρεί ότι είναι σημαντικό να αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζονται η τρέχουσα πρακτική και οι κανόνες για την έγκριση κοινών δηλώσεων και κατά πόσον μπορεί να επέλθουν ορισμένες βελτιώσεις στον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για τον διοργανικό προγραμματισμό, για παράδειγμα προκειμένου να ενισχυθεί η εντολή που δόθηκε στον Πρόεδρο από τις πολιτικές ομάδες·

5.  θεωρεί ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να πραγματοποιούνται εκτεταμένες διαβουλεύσεις με τις κοινοβουλευτικές επιτροπές καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας προετοιμασίας και υλοποίησης μιας κοινής δήλωσης·

6.  τονίζει ότι η νέα ΔΣ δεν θίγει τις αμοιβαίες δεσμεύσεις που συνομολόγησαν το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή στη συμφωνία πλαίσιο του 2010· υπενθυμίζει, ειδικότερα, ότι οι συμφωνίες που σχετίζονται με το χρονοδιάγραμμα του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής, που παρατίθεται στο παράρτημα 4 της συμφωνίας πλαίσιο του 2010 πρέπει να τηρείται κατά την εφαρμογή των άρθρων 6-11 της νέας ΔΣ·

7.  φρονεί ότι η Επιτροπή, κατά την υποβολή του προγράμματος εργασιών θα πρέπει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 8 της νέας ΔΣ, να επισημαίνει πώς δικαιολογείται η σχεδιαζόμενη νομοθεσία υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και να εξειδικεύει την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία της·

8.  εκφράζει ικανοποίηση για τη σύσταση της Ειδικής Ομάδας της Επιτροπής για την επικουρικότητα, την αναλογικότητα και την προσέγγιση «κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο», η οποία πρέπει να εργαστεί με γνώμονα τη νέα ΔΣ με σκοπό την αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών, οι οποίοι θεωρούν την αρχή της επικουρικότητας βασική πτυχή της δημοκρατικής διαδικασίας·

9.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει πιο συνεκτικά, λεπτομερή και αξιόπιστα προγράμματα εργασίας· ζητεί, συγκεκριμένα, τα προγράμματα εργασίας της Επιτροπής να αναφέρουν σαφώς τη νομική φύση κάθε πρότασης με ακριβή και ρεαλιστικά χρονοδιαγράμματα· καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι οι επικείμενες νομοθετικές προτάσεις – και ιδίως οι βασικές νομοθετικές δέσμες – θα υποβληθούν πολύ πριν από το τέλος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου, παρέχοντας με τον τρόπο αυτό στους συννομοθέτες επαρκή χρόνο για να ασκήσουν στο έπακρο τις προνομίες τους·

10.  ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής νομοθεσίας για την καλύτερη προστασία της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε όλους τους τομείς της οικονομίας·

11.  επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στο αίτημα του Κοινοβουλίου σχετικά με την υποβολή προτάσεων ενωσιακών πράξεων βάσει του άρθρο 225 της ΣΛΕΕ, ως επί το πλείστον εντός της τρίμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στην παράγραφο 10 της νέας ΔΣ· επισημαίνει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε ειδικές ανακοινώσεις, όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη· καλεί την Επιτροπή να προβεί στις εν λόγω ανακοινώσεις, με σκοπό να διασφαλιστεί πλήρης διαφάνεια και να δοθεί πολιτική απάντηση στα αιτήματα που διατύπωσε το Κοινοβούλιο στα ψηφίσματά του, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σχετικές μελέτες του Κοινοβουλίου όσον αφορά την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία και το κόστος από τη μη ολοκλήρωση της Ευρώπης·

12.  υπογραμμίζει τη σημασία της δίκαιης και διαφανούς συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που θα πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη με την γνήσια δέσμευση της Επιτροπής να εξασφαλίσει τη συμμετοχή, στο ίδιο επίπεδο, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στην εφαρμογή των ρυθμίσεων προγραμματισμού της και υπενθυμίζει στην Επιτροπή την υποχρέωσή της να ανταποκρίνεται εγκαίρως στις νομοθετικές και μη νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι αρκετές εκθέσεις πρωτοβουλίας παραμένουν αναπάντητες και καλεί την Επιτροπή να κοινοποιεί στους συννομοθέτες, εντός τριών μηνών, τους λόγους ανάκλησης ενός κειμένου καθώς και να τους παρέχει αιτιολογημένη απάντηση όσον αφορά αιτήματα για νομοθετικές ή μη νομοθετικές προτάσεις·

13.  θεωρεί ότι η απάλειψη όλων των αναφορών στη χρήση εναλλακτικών μεθόδων νομοθετικών ρυθμίσεων στη νέα ΔΣ δεν θίγει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την οποία διατάξεις περιορισμένης νομικής δεσμευτικότητας πρέπει να εφαρμόζονται με μέγιστη προσοχή και σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, χωρίς να υπονομεύεται η νομική ασφάλεια και η σαφήνεια της ισχύουσας νομοθεσίας, και ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο[26]· εκφράζει επίσης επιφυλάξεις για το γεγονός ότι με την έλλειψη σαφών ορίων σχετικά με τη χρήση μη δεσμευτικών διατάξεων μπορεί ακόμη και να ενθαρρυνθεί η προσφυγή σε αυτές, χωρίς εγγυήσεις ότι το Κοινοβούλιο θα είναι σε θέση να διεξάγει σχετικό έλεγχο·

14.  καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συμφωνήσουν ότι εναλλακτικές μέθοδοι ρύθμισης, υπό τον όρο ότι είναι απολύτως απαραίτητες, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στα πολυετή και ετήσια έγγραφα προγραμματισμού, ούτως ώστε να καθίσταται δυνατός κατάλληλος προσδιορισμός και έλεγχός τους από τους νομοθέτες·

Εργαλεία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

15.   υπογραμμίζει ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου μπορεί να έχουν ενημερωτικό χαρακτήρα αλλά δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να υποκαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις ή να προκαλούν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη νομοθετική διαδικασία· υπογραμμίζει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας και σε όλες τις εκτιμήσεις αντικτύπου της προτεινόμενης νομοθεσίας, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στον δυνητικό αντίκτυπο για όσους αδυνατούν να εκφράσουν πλήρως τις επιφυλάξεις τους προς τους φορείς λήψης αποφάσεων, όπως ΜΜΕ και άλλες οντότητες που δεν διαθέτουν το πλεονέκτημα της εύκολης πρόσβασης στα θεσμικά όργανα· θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου πρέπει να εφιστούν ισότιμη προσοχή στην αξιολόγηση ιδίως των κοινωνικών συνεπειών και των συνεπειών στην υγεία και στο περιβάλλον, και ότι πρέπει να αξιολογείται ο αντίκτυπος σε θέματα που άπτονται των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών και της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών·

16.   υπενθυμίζει ότι οι ΜΜΕ αντιπροσωπεύουν το 99 % όλων των επιχειρήσεων στην ΕΕ, δημιουργούν το 58 % του κύκλου εργασιών της ΕΕ και παρέχουν τα δύο τρίτα των συνολικών θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα· επισημαίνει ότι η Επιτροπή, στην πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις (Small Business Act), δεσμεύθηκε να εφαρμόζει κατά τη διαμόρφωση της πολιτική της την αρχή «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» και ότι η αρχή αυτή καλύπτει επίσης το «τεστ ΜΜΕ» για την εκτίμηση αντικτύπου της μελλοντικής νομοθεσίας και των διοικητικών πρωτοβουλιών για τις ΜΜΕ[27]· υπενθυμίζει ότι το Κοινοβούλιο, στην απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη νέα ΔΣ, δήλωσε ότι το κείμενο της νέας ΔΣ δεν δεσμεύει επαρκώς τα τρία θεσμικά όργανα να συμπεριλάβουν τις ΜΜΕ και τους ελέγχους ανταγωνιστικότητας στις εκτιμήσεις αντικτύπου[28]· τονίζει ότι είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη και να αποδίδεται η δέουσα προσοχή στον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία καθώς και να υπάρχει μέριμνα για τις ανάγκες των ΜΜΕ σε όλα τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας και εκφράζει ικανοποίηση για το γεγονός ότι οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου προβλέπουν ότι οι πιθανές επιπτώσεις για τις ΜΜΕ και την ανταγωνιστικότητα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να αναφέρονται συστηματικά, όταν απαιτείται, σε όλες τις εκτιμήσεις αντικτύπου· επισημαίνει ότι τα τεστ ΜΜΕ παρουσιάζουν συχνά ελλείψεις ως προς την ποιότητα και τη συνεκτικότητα της εφαρμογής τους· προτρέπει την Επιτροπή να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ο αντίκτυπος στις ΜΜΕ μπορεί να λαμβάνεται υπόψη, προτίθεται δε να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς το θέμα αυτό κατά τα προσεχή έτη·

17.  παροτρύνει την Επιτροπή, στο πλαίσιο της βελτίωσης του νομοθετικού έργου, να αξιολογήσει καλύτερα τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των πολιτικών της, καθώς και τον αντίκτυπό τους στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη το κόστος της έλλειψης νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και το γεγονός ότι οι αναλύσεις κόστους-οφέλους αποτελούν ένα μόνο από πολλά κριτήρια·

18.  ζητεί για άλλη μία φορά στις εκτιμήσεις επιπτώσεων να περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ισορροπημένη ανάλυση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και υγειονομικών επιπτώσεων·

19.  ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιεί τις εκτιμήσεις επιπτώσεων και τις εκ των υστέρων αξιολογήσεις για να εξετάζει τη συμβατότητα των πρωτοβουλιών, των προτάσεων ή των υφιστάμενων νομοθετικών πράξεων με τους στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς και τις επιπτώσεις τους, αντίστοιχα, στην πρόοδο και στην εφαρμογή των στόχων αυτών·

20.  υπενθυμίζει ότι η ιδέα μιας συμπληρωματικής ad hoc ανεξάρτητης τεχνικής επιτροπής που διατυπώθηκε στην αρχική πρόταση της Επιτροπής για τη νέα ΔΣ δεν υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων· τονίζει ότι σκοπός της σύστασης της επιτροπής αυτής ήταν να ενισχυθεί η ανεξαρτησία, η διαφάνεια και ο αντικειμενικός χαρακτήρας των εκτιμήσεων αντικτύπου· υπενθυμίζει ότι στο άρθρο 15 της νέας ΔΣ συμφωνήθηκε ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, όπου και όταν το κρίνουν σκόπιμο και αναγκαίο, θα διεξάγουν εκτιμήσεις αντικτύπου όσον αφορά τις ουσιαστικές τους τροπολογίες στην πρόταση της Επιτροπής, κάτι απολύτως απαραίτητο προκειμένου να ληφθεί τεκμηριωμένη απόφαση· επισημαίνει στις επιτροπές του πόσο σημαντικό είναι να κάνουν χρήση αυτού του εργαλείου, οσάκις απαιτείται·

21.  επιδοκιμάζει την παραπομπή στη νέα ΔΣ στην ενσωμάτωση των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας στο πλαίσιο της εκτίμησης αντικτύπου· τονίζει, στη συνάρτηση αυτή, ότι στις εκτιμήσεις αντικτύπου θα πρέπει πάντοτε να περιλαμβάνεται λεπτομερής και αυστηρός έλεγχος της συμμόρφωσης της πρότασης με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας και να προσδιορίζεται η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία της·

22.  διαπιστώνει ότι σημαντικός αριθμός των προτάσεων της Επιτροπής δεν συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων και ότι οι επιτροπές έχουν εκφράσει την ανησυχία ότι η ποιότητα και το επίπεδο λεπτομέρειας των εκτιμήσεων αντικτύπου κυμαίνονται από μία εκτεταμένη έως μία μάλλον επιφανειακή αξιολόγηση· τονίζει ότι, κατά την πρώτη φάση εφαρμογής της νέας ΔΣ, 20 από τις 59 προτάσεις της Επιτροπής που περιλαμβάνονταν στην κοινή δήλωση του 2017 δεν συνοδεύονταν από εκτιμήσεις αντικτύπου· υπενθυμίζει, στη συνάρτηση αυτή, ότι, αν και σε κάθε περίπτωση προβλέπεται ότι πρωτοβουλίες που αναμένεται να έχουν σημαντικό κοινωνικό, οικονομικό ή περιβαλλοντικό αντίκτυπο θα πρέπει να συνοδεύονται από εκτίμηση αντικτύπου, στην παράγραφο 13 της νέας ΔΣ ορίζεται επίσης ότι οι πρωτοβουλίες που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής ή στην κοινή δήλωση θα συνοδεύονται, κατά γενικό κανόνα, από εκτίμηση αντικτύπου·

23.  επικροτεί το γεγονός ότι η διοργανική συμφωνία ορίζει ότι κατά τον προσδιορισμό του νομοθετικού προγράμματος θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η «ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία» κάθε προτεινόμενης ενωσιακής δράσης καθώς και το «κόστος της μη Ευρώπης» ελλείψει δράσης σε επίπεδο Ένωσης· υπογραμμίζει το γεγονός ότι το κόστος της μη Ευρώπης μπορεί να εκτιμηθεί σε 1,75 τρισεκατομμύρια EUR ετησίως, ποσό που ισοδυναμεί με το 12% του ΑΕγχΠ της ΕΕ (2016)· τιμά το έργο της Διεύθυνσης Αξιολόγησης Αντικτύπου και Ευρωπαϊκής Προστιθέμενης Αξίας της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΥΕΕΚ) στον συγκεκριμένο τομέα·

24.  καλεί την Επιτροπή να διευκρινίσει περαιτέρω με ποιον τρόπο προτίθεται να αξιολογήσει το κόστος από τη μη ολοκλήρωση Ευρώπης, μεταξύ άλλων το κόστος για τους παραγωγούς, τους καταναλωτές, τους εργαζόμενους, τις διοικητικές υπηρεσίες και το περιβάλλον από τη μη εναρμόνιση των νομοθεσιών σε ενωσιακό επίπεδο και σε ποιους τομείς οι αποκλίνοντες εθνικοί κανόνες προκαλούν πρόσθετο κόστος και καθιστούν τις πολιτικές λιγότερο αποτελεσματικές (όπως αναφέρεται στα άρθρα 10 και 12 της νέας ΔΣ)· επισημαίνει ότι η αξιολόγηση αυτή δεν θα πρέπει να διενεργείται μόνον στην περίπτωση των ρητρών λήξης ισχύος, προς το τέλος ενός προγράμματος, ή όταν προβλέπεται κατάργηση, αλλά θα πρέπει επίσης να εξετάζεται στις περιπτώσεις όπου η λήψη μέτρων ή η νομοθέτηση σε επίπεδο ΕΕ δεν έχει ακόμη αποφασιστεί ή τελεί υπό εξέταση·

25.  υπενθυμίζει ότι η πρώην επιτροπή εκτίμησης επιπτώσεων αντικαταστάθηκε από μια νέα επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου και κατ’ αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκε η ανεξαρτησία της· τονίζει ότι η ανεξαρτησία, η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου και των εργασιών της πρέπει να διασφαλίζονται και ότι τα μέλη της επιτροπής αυτής δεν πρέπει να υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο[29]· υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να διασφαλίσει ότι όλες οι γνώμες της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών, δημοσιοποιούνται και είναι προσβάσιμες ταυτόχρονα με τη δημοσίευση των συναφών εκτιμήσεων αντικτύπου· ζητεί την αξιολόγηση και την παρακολούθηση της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου κατά την εκπλήρωση του ρόλου της που συνίσταται στην εποπτεία και στην παροχή αντικειμενικών συμβουλών σχετικά με τις εκτιμήσεις αντικτύπου·

26.  υπενθυμίζει ότι η Διεύθυνση Εκτίμησης Αντικτύπου και Ευρωπαϊκής Προστιθέμενης Αξίας του Κοινοβουλίου, που συστάθηκε στο πλαίσιο των διοικητικών υπηρεσιών του, επικουρεί τις κοινοβουλευτικές επιτροπές και τους προσφέρει ένα φάσμα υπηρεσιών, για τις οποίες πρέπει να διατίθενται επαρκείς πόροι ώστε να διασφαλίζεται ότι οι βουλευτές και οι επιτροπές τυγχάνουν της καλύτερης δυνατής υποστήριξης· σημειώνει με ικανοποίηση το γεγονός ότι η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών ενέκρινε στις 12 Σεπτεμβρίου 2017 επικαιροποιημένη έκδοση του «εγχειριδίου αξιολόγησης αντικτύπου – Κατευθυντήριες γραμμές για τις επιτροπές»·

27.  καλεί όλες τις επιτροπές του να προβαίνουν συστηματικά σε επανεξέταση των εκτιμήσεων αντίκτυπου της Επιτροπής και σε επανεξέταση της ανάλυσης του Κοινοβουλίου σχετικά με την εκ των προτέρων εκτίμηση αντικτύπου σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας·

28.   υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14 της νέας ΔΣ, στο πλαίσιο της εξέτασης των νομοθετικών προτάσεων της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο θα λαμβάνει πλήρως υπόψη τις εκτιμήσεις αντικτύπου της Επιτροπής· υπενθυμίζει, στη συνάρτηση αυτή, ότι οι κοινοβουλευτικές επιτροπές μπορούν να ζητούν από την Επιτροπή να παρουσιάζει την εκτίμηση αντικτύπου της και την πολιτική επιλογή της σε συνεδρίαση ολομέλειας μιας επιτροπής και καλεί τις επιτροπές του να αξιοποιήσουν την ευκαιρία αυτή σε πιο τακτική βάση, καθώς και τη δυνατότητα παρουσίασης από τις υπηρεσίες του Κοινοβουλίου της αρχικής αξιολόγησης της εκτίμησης αντικτύπου της Επιτροπής· επισημαίνει, ωστόσο, ότι αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε περιορισμό των περιθωρίων για ελιγμούς που διαθέτουν οι συννομοθέτες·

29.  επικροτεί τη δυνατότητα της Επιτροπής να συμπληρώνει τις αξιολογήσεις αντικτύπου που διενεργεί κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας· θεωρεί ότι το άρθρο 16 της νέας ΔΣ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν καλείται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, η Επιτροπή θα πρέπει κατά κανόνα να παρέχει αμέσως τις εν λόγω συμπληρωματικές εκτιμήσεις αντικτύπου·

30.  τονίζει τη σημασία της έγκαιρης, δημόσιας και διαφανούς σύμπραξης και διαβούλευσης με τις ομάδες συμφερόντων, ώστε να διατίθεται επαρκής χρόνος για ουσιαστικές απαντήσεις· υπογραμμίζει ότι είναι ουσιώδες οι δημόσιες διαβουλεύσεις να διεξάγονται από την Επιτροπή σε όλες τις επίσημες γλώσσες κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού σταδίου·

31.  σημειώνει ότι, όπως διευκρινίζεται στην παράγραφο 17 της νέας ΔΣ στο πλαίσιο της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, «καθένα από τα τρία θεσμικά όργανα είναι αρμόδιο να καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης των εργασιών του σχετικά με την εκτίμηση επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών οργανωτικών πόρων και ελέγχου ποιότητας»·

32.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι στο άρθρο 17 της νέας ΔΣ τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύτηκαν να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με βέλτιστες πρακτικές και μεθοδολογίες που αφορούν τις εκτιμήσεις αντικτύπου· φρονεί ότι αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει την ανταλλαγή πρωτογενών δεδομένων στα οποία βασίζεται η εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, όταν αυτό είναι δυνατόν, και ιδίως οσάκις το Κοινοβούλιο αποφασίζει να συμπληρώνει την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής με δικές του πρόσθετες παρεμβάσεις· προτρέπει προς τούτο τις υπηρεσίες των τριών θεσμικών οργάνων να συνεργαστούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό, μεταξύ άλλων όσον αφορά κοινές συνεδρίες κατάρτισης σχετικά με μεθοδολογίες εκτίμησης αντικτύπου, με σκοπό, επιπλέον, να επιτευχθεί στο μέλλον μια κοινή διοργανική μεθοδολογία·

33.  φρονεί ότι έχει ουσιαστική σημασία, η αναφερόμενη στην παράγραφο 18 της νέας ΔΣ «αρχική εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής και τυχόν πρόσθετες εκτιμήσεις επιπτώσεων που πραγματοποιούν τα θεσμικά όργανα κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας» να δημοσιοποιούνται έως το τέλος της νομοθετικής διαδικασίας, προς το συμφέρον της διαφάνειας έναντι των πολιτών και των ενδιαφερομένων μερών·

34.  επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως συνδικαλιστικές οργανώσεις και κοινωνία πολιτών, θα πρέπει να είναι σε θέση να συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαδικασία εκτίμησης αντικτύπου το νωρίτερο δυνατό κατά τη φάση των διαβουλεύσεων και παροτρύνει την Επιτροπή, προς το σκοπό αυτό, να χρησιμοποιεί πιο συστηματικά χάρτες πορείας και αρχικές εκτιμήσεις αντικτύπου και να δημοσιεύει τα στοιχεία αυτά εγκαίρως κατά την έναρξη της διαδικασίας εκτίμησης αντικτύπου·

35.  επικροτεί τη δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή, πριν από την έκδοση μιας πρότασης, να προβαίνει σε ευρείες διαβουλεύσεις και να ενθαρρύνει ειδικότερα την άμεση συμμετοχή των ΜΜΕ, της κοινωνίας πολιτών και άλλων τελικών χρηστών στις διαβουλεύσεις· σημειώνει με ικανοποίηση ότι οι αναθεωρημένες κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για τη βελτίωση της νομοθεσίας κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση·

36.  επισημαίνει τις νέες διατάξεις για τις δημόσιες διαβουλεύσεις και τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι οποίες θα πρέπει να χρησιμεύουν ως σημαντικό εργαλείο τόσο κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας·

37.  καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να τηρεί τις υποχρεωτικές προθεσμίες που θεσπίζονται για τις εκθέσεις εφαρμογής και τις αναθεωρήσεις οδηγιών και κανονισμών·

38.  υπογραμμίζει πόσο σημαντική είναι η εκ των υστέρων αξιολόγηση της ισχύουσας νομοθεσίας, σύμφωνα με την αρχή «πρώτα η αξιολόγηση», και συνιστά, στο μέτρο του δυνατού, να λαμβάνει τη μορφή εκ των υστέρων εκτίμησης αντικτύπου, με εφαρμογή της ίδιας μεθοδολογίας όπως και στην εκ των προτέρων εκτίμηση αντικτύπου για την ίδια νομοθετική πράξη, ώστε να καταστεί δυνατή η καλύτερη αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της τελευταίας·

39.  επικροτεί το άρθρο 22 της νέας ΔΣ, σύμφωνα με το οποίο, προκειμένου να υποστηριχθεί η διαδικασία αξιολόγησης της ισχύουσας νομοθεσίας, τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να θεσπίσουν στη νομοθεσία κατάλληλες απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή εκθέσεων, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση, αποφεύγοντας παράλληλα την υπερβολική ρύθμιση και τον διοικητικό φόρτο, ιδίως για τα κράτη μέλη· επισημαίνει τις προκλήσεις που συναρτώνται με τη συλλογή δεδομένων στα κράτη μέλη όσον αφορά τα αποτελέσματα της νομοθεσίας και προτρέπει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους στον τομέα αυτό·

40.  επικροτεί το άρθρο 23 της νέας ΔΣ, σύμφωνα με το οποίο τα τρία θεσμικά όργανα συμφωνούν να εξετάζουν συστηματικά τη χρήση ρητρών αναθεώρησης στη νομοθεσία· καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει ρήτρες αναθεώρησης στις προτάσεις της, εφόσον αυτό είναι σκόπιμο και, σε αντίθετη περίπτωση, να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους παρέκκλινε από το γενικό αυτό κανόνα·

Νομοθετικές πράξεις

41.   επιδοκιμάζει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Επιτροπή όσον αφορά το περιεχόμενο της αιτιολογικής έκθεσης που συνοδεύει τις προτάσεις της· εκφράζει ιδιαίτερη ικανοποίηση για το γεγονός ότι η Επιτροπή θα εξηγεί επίσης πώς αιτιολογούνται τα προτεινόμενα μέτρα υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία που έχει μια εδραία και διεξοδική αξιολόγηση και αιτιολόγηση σχετικά με την τήρηση των αρχών αυτών και σχετικά με την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία του προτεινόμενου μέτρου·

42.  θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει συνοχή μεταξύ αιτιολογικής έκθεσης και εκτίμησης αντικτύπου που αφορούν την ίδια πρόταση· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να εξασφαλίζει τη συνοχή αυτή και να αιτιολογεί τη σχετική επιλογή, όταν αποκλίνει από τα συμπεράσματα της εκτίμησης αντικτύπου·

43.  εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι στο άρθρο 25 της νέας ΔΣ, η Επιτροπή δεσμεύθηκε μόνο να λάβει «δεόντως υπόψη τη διαφορετική φύση και τα διαφορετικά αποτελέσματα των κανονισμών και των οδηγιών»· επαναλαμβάνει το αίτημά του ότι, ακολουθώντας την ίδια προσέγγιση με την αντίστοιχη που εκτίθεται στην έκθεση Monti, πρέπει να γίνεται μεγαλύτερη χρήση των κανονισμών σε νομοθετικές προτάσεις[30], σύμφωνα με τις νομικές απαιτήσεις που θεσπίζονται από τις Συνθήκες όσον αφορά τη χρήση τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνοχή, η απλότητα και η ασφάλεια δικαίου σε ολόκληρη την Ένωση·

44.  επικροτεί το γεγονός ότι τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τις τροποποιήσεις της νομικής βάσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 25 της νέας ΔΣ· τονίζει τον ρόλο και την εμπειρογνωμοσύνη της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων στον τομέα του ελέγχου της νομικής βάσης[31]· υπενθυμίζει τη θέση του Κοινοβουλίου ότι θα αντιταχθεί σε κάθε απόπειρα υπονόμευσης των νομοθετικών αρμοδιοτήτων του μέσω αδικαιολόγητων αλλαγών της νομικής βάσης· καλεί το Συμβούλιο να τηρήσει πλήρως τη δέσμευσή του ότι θα συνεχίζει το διάλογο με το Κοινοβούλιο σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση, ιδίως σε πολιτικά ευαίσθητους φακέλους·

45.  επισημαίνει το γεγονός ότι η επιλογή της νομικής βάσης για τις προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να γίνεται σε αντικειμενική βάση υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο· ωστόσο, τονίζει το δικαίωμα του Κοινοβουλίου, ως συννομοθέτη, να προτείνει τροποποιήσεις στις νομικές βάσεις, σύμφωνα με την ερμηνεία των Συνθηκών·

Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις

46.  υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 26 της νέας ΔΣ και επαναλαμβάνει ότι υπάγεται στην αρμοδιότητα του νομοθέτη να αποφασίσει, μέσα στα όρια που θέτουν οι Συνθήκες, και υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΔΕΕ, κατά πόσον και σε ποιον βαθμό θα γίνει χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και κατά πόσον και σε ποιον βαθμό θα γίνει χρήση εκτελεστικών πράξεων[32]·

47.  επισημαίνει ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει ευαίσθητα από πολιτική άποψη θέματα που έχουν μεγάλη σημασία για τους πολίτες της ΕΕ, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις·

48.  επικροτεί την προσπάθεια της Επιτροπής να τηρεί την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 27 της νέας ΔΣ για να προτείνει την ευθυγράμμιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην ΚΔΕ· θεωρεί επιπλέον ότι, κατά κανόνα, όλες οι υποθέσεις που στο παρελθόν έχουν εξεταστεί στο πλαίσιο της ΚΔΕ πρέπει πλέον να ευθυγραμμιστούν με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, να μετατραπούν σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις[33]·

49.  απευθύνει προειδοποίηση ότι η προβλεπόμενη υποχρέωση της Επιτροπής να προσφεύγει συστηματικά στους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών σε σχέση με την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται η σχετική διαδικασία παρόμοια, αν όχι πανομοιότυπη, με εκείνη που έχει θεσπιστεί για την προετοιμασία των εκτελεστικών πράξεων, ιδίως όσον αφορά τις διαδικαστικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στους εμπειρογνώμονες αυτούς· θεωρεί ότι αυτό μπορεί επίσης να καταστήσει δυσδιάκριτες τις διαφορές μεταξύ των δύο ειδών πράξεων στον βαθμό που αυτό θα μπορούσε να σημαίνει μια de facto αναβίωση της διαδικασίας επιτροπολογίας που ίσχυε πριν τη Συνθήκη της Λισαβόνας·

50.  αποδοκιμάζει το γεγονός ότι, παρά τις παραχωρήσεις του Κοινοβουλίου, το Συμβούλιο εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα απρόθυμο να κάνει δεκτές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις όταν πληρούνται τα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ· επισημαίνει ότι, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 7, η νέα ΔΣ θα πρέπει να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και να βελτιώνει την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ· τονίζει ότι σε πολλούς νομοθετικούς φακέλους το Συμβούλιο, παρ’ όλα αυτά, επέμεινε είτε στην ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, είτε στην ενσωμάτωση στην ίδια τη βασική πράξη όλων των στοιχείων που δικαιολογούν in abstracto τη μεταβίβαση εξουσιών ή την εκχώρηση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων· εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η Επιτροπή δεν στήριξε τις δικές της αρχικές προτάσεις·

51.  εκφράζει την έντονη ανησυχία του για το γεγονός ότι το Συμβούλιο προσπαθεί σχεδόν συστηματικά να αντικαθιστά τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις με εκτελεστικές πράξεις· θεωρεί ιδιαίτερα απαράδεκτο ότι το Συμβούλιο προσπαθεί να χρησιμοποιεί την ευθυγράμμιση με τα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά την Λισαβόνα, για να αντικαθιστά την ΚΔΕ με εκτελεστικές πράξεις και όχι με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις·

52.  επικροτεί την έναρξη των διοργανικών διαπραγματεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 28 της νέας ΔΣ· επιβεβαιώνει τη θέση του όσον αφορά τα μη δεσμευτικά κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ, όπως ορίζεται στο ψήφισμά του της 25ης Φεβρουαρίου 2014[34]· θεωρεί ότι αυτά θα έπρεπε να αποτελούν τη βάση για τις εν λόγω διαπραγματεύσεις·

53.  υπενθυμίζει ότι σημαντικά από πολιτική άποψη στοιχεία, όπως κατάλογοι της Ένωσης ή μητρώα προϊόντων ή ουσιών, θα πρέπει να παραμένουν αναπόσπαστα στοιχεία της βασικής πράξης – κατά περίπτωση με την μορφή παραρτημάτων – και θα πρέπει, επομένως, να τροποποιούνται μόνον μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· τονίζει ότι η κατάρτιση αυτοτελών καταλόγων θα πρέπει να αποφεύγεται για λόγους ασφάλειας δικαίου·

54.  θεωρεί ότι τα κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αποφάσεις του ΔΕΕ, όπως αυτές που εκδόθηκαν στην υπόθεση βιοκτόνων, στην υπόθεση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού για την διευκόλυνση «Συνδέοντας την Ευρώπη» (ΔΣΕ) και στην υπόθεση για τον μηχανισμό αμοιβαιότητας στον τομέα των θεωρήσεων[35]·

55.  επιδοκιμάζει τη δέσμευση της Επιτροπής, όποτε απαιτούνται ευρείες ειδικές γνώσεις κατά την αρχική επεξεργασία των σχεδίων εκτελεστικών πράξεων, να κάνει χρήση ομάδων εμπειρογνωμόνων, να διαβουλεύεται ενδεχομένως με συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων και να διενεργεί δημόσιες διαβουλεύσεις· θεωρεί ότι, στις περιπτώσεις που κινείται η εν λόγω διαδικασία διαβούλευσης, το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται δεόντως·

56.  σημειώνει με ικανοποίηση το γεγονός ότι η Επιτροπή, στο άρθρο 28 της νέας ΔΣ, δέχτηκε να διασφαλίσει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έχουν ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις, ώστε τα όργανα αυτά να παραλαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών· επιδοκιμάζει το γεγονός ότι οι εμπειρογνώμονες από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, στις οποίες προσκαλούνται εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι οποίες αφορούν την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· καλεί την Επιτροπή να τηρεί τη δέσμευση αυτή πραγματικά και σταθερά· σημειώνει ότι η πρόσβαση αυτή έχει ήδη βελτιωθεί·

57.  τονίζει ότι πρέπει να βελτιωθεί η άτυπη συνεργασία κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής φάσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων∙ απευθύνει προειδοποίηση ότι, κατά την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων, δεν πρέπει να παραβλέπεται η πρόθεση των δύο νομοθετικών οργάνων, όπως αυτή εκφράζεται σε μια νομοθετική πράξη και ως ένας εκ των σκοπών της· υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το οποίο είναι ήδη λειτουργικό·

58.  εκφράζει λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί συχνά ως εγκριθέντα χωρίς αλλαγές τα προτεινόμενα από τις τρεις αρχές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΑΚΑΑ, ΕΑΤ και ΕΑΑΕΣ) μέτρα, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο χρόνος για τη διενέργεια ελέγχων που διαθέτει το Κοινοβούλιο, όταν πραγματοποιούνται σημαντικές ή πολυάριθμες αλλαγές·

59.  επιδοκιμάζει την ταχεία πρόοδο που επιτεύχθηκε σε διοργανικό επίπεδο όσον αφορά τη δημιουργία ενός κοινού λειτουργικού μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και εκφράζει την ικανοποίησή του για την επίσημη έναρξη εφαρμογής του στις 12 Δεκεμβρίου 2017·

60.  προσβλέπει στη δυνατότητα χρήσης του καλά δομημένου και εύχρηστου λειτουργικού μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, που δημοσιεύτηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017 και έχει ζητηθεί από το Κοινοβούλιο·

61.  σημειώνει ότι οι βελτιωμένες νομοθετικές διαδικασίες σε επίπεδο ΕΕ, με έγκαιρη και βαθύτερη διοργανική συνεργασία, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια πιο συνεκτική και εναρμονισμένη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ·

Διαφάνεια και συντονισμός της νομοθετικής διαδικασίας

62.  επικροτεί το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 32 της νέας ΔΣ, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ως συννομοθέτες, ασκούν τις εξουσίες τους σε ισότιμη βάση και ότι η Επιτροπή πρέπει να ασκεί διαμεσολαβητικό ρόλο επιφυλάσσοντας ίση μεταχείριση στους δύο βραχίονες της νομοθετικής αρχής· επισημαίνει ότι η αρχή αυτή έχει ήδη κατοχυρωθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να διαβιβάζει ταυτόχρονα σε αμφότερα τα νομοθετικά όργανα και, εφόσον αυτό είναι εφικτό, να δημοσιοποιεί όλα τα σημαντικά έγγραφα που αφορούν νομοθετικές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ανεπισήμων εγγράφων·

63.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα άρθρα 33 και 34 της νέας ΔΣ δεν έχουν ακόμη οδηγήσει σε βελτίωση της ροής πληροφοριών από το Συμβούλιο, κυρίως επειδή φαίνεται να υπάρχει γενική έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τα θέματα που εγείρονται από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Συμβουλίου καθώς και απουσία συστηματικής προσέγγισης που θα διευκόλυνε την αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών· σημειώνει με ανησυχία ότι η ροή πληροφοριών συνήθως διαφέρει σε μεγάλο βαθμό τόσο από Προεδρία σε Προεδρία όσο και μεταξύ των υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου· υπογραμμίζει την ασύμμετρη πρόσβαση σε πληροφορίες μεταξύ των συννομοθετών, δεδομένου ότι το Συμβούλιο μπορεί να παρίσταται σε συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών, ενώ οι εκπρόσωποι του Κοινοβουλίου δεν καλούνται να παρίστανται στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου· θεωρεί, συνεπώς, ότι είναι επιθυμητή μια συνεκτικά διαφανής προσέγγιση· προτείνει να διενεργεί το Συμβούλιο, κατά κανόνα, όλες τις συνεδριάσεις του δημοσίως, όπως το πράττει το Κοινοβούλιο·

64.  ζητεί να εφαρμόζονται πλήρως τα άρθρα 33 και 34 της νέας ΔΣ· ζητεί ειδικότερα από το Συμβούλιο, οι ημερήσιες διατάξεις, τα έγγραφα εργασίας και οι προτάσεις της προεδρίας των ομάδων εργασίας και της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών (ΕΜΑ), να διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο σε τακτική βάση και με δομημένο τρόπο, προκειμένου να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο επίπεδο πληροφόρησης μεταξύ των συννομοθετών· θεωρεί ότι τα άρθρα 33 και 34 της νέας ΔΣ πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι, εκτός από τις ανεπίσημες ανταλλαγές απόψεων, το Κοινοβούλιο μπορεί να κληθεί να αποστείλει αντιπρόσωπο στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής Μονίμων Αντιπροσώπων·

65.  τονίζει ότι, κατά την έννοια των αντίστοιχων άρθρων 35 και 36 της νέας ΔΣ, ο συγχρονισμός και η επιτάχυνση της νομοθετικής διαδικασίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο εφόσον διασφαλίζεται παράλληλα ότι τα δικαιώματα κάθε θεσμικού οργάνου γίνονται πλήρως σεβαστά· θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν ο συγχρονισμός ή η επιτάχυνση να συνεπάγεται την επιβολή χρονοδιαγράμματος στο Κοινοβούλιο από άλλα θεσμικά όργανα·

66.  ζητεί μετ’ επιτάσεως να ενταθούν οι προσπάθειες για τη δημιουργία κοινής ειδικής βάσης δεδομένων όσον αφορά την πορεία των νομοθετικών φακέλων που αναφέρεται στο άρθρο 39 της νέας ΔΣ· επισημαίνει ότι η εν λόγω βάση δεδομένων θα πρέπει να περιέχει πληροφορίες για όλα τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να διευκολύνεται η ιχνηλασιμότητα τους· θεωρεί ότι τούτο θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία εκτίμησης αντικτύπου·

67.  υπενθυμίζει στα τρία θεσμικά όργανα της ΕΕ ότι πρέπει να συντελεστεί μεγαλύτερη πρόοδος όσον αφορά τη δημιουργία μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων σχετικά με την πορεία των νομοθετικών φακέλων·

68.  προτείνει να συνεδριάζει το Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά με το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, ούτως ώστε να μπορεί το Κοινοβούλιο να παρουσιάσει και να αιτιολογήσει τις εγκριθείσες τροπολογίες, και το Συμβούλιο να μπορεί να λάβει θέση για καθεμία από τις τροπολογίες αυτές· προτείνει σε κάθε περίπτωση το Συμβούλιο να παρέχει γραπτή απάντηση·

69.  προτείνει να εκπονήσει το Κοινοβούλιο μια ποσοτική μελέτη σχετικά με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαβούλευσης·

70.  καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να τηρεί το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στον κανονισμό για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όσον αφορά τις αποφάσεις για την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη σχεδίων τεχνικών προτύπων και, τουλάχιστον, να ενημερώνει επισήμως και εκ των προτέρων τα νομοθετικά όργανα, εφ’ όσον αδυνατεί, κατ’ εξαίρεση, να μην τηρήσει το χρονοδιάγραμμα αυτό, καθώς και να αναφέρει τους λόγους γι’ αυτό· υπογραμμίζει το γεγονός ότι πρόσφατα η Επιτροπή παρέλειψε σε πολλές περιπτώσεις να το πράξει· υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι οι διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες το Κοινοβούλιο δηλώνει ότι δεν αντιτίθεται σε μια νομοθετική πράξη ουδέποτε εθεωρούντο αντιστάθμιση για καθυστερήσεις για τις οποίες ευθύνεται η Επιτροπή και ότι οι διαδικασίες αυτές επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του το Κοινοβούλιο για να ασκήσει τα ελεγκτικά του δικαιώματα·

71.  εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι διοργανικές διαπραγματεύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 40 της νέας ΔΣ ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2016· σημειώνει με απογοήτευση ότι μετά από συζητήσεις ενός έτους, δύο γύρους διαπραγματεύσεων σε πολιτικό επίπεδο και διάφορες συνεδριάσεις σε τεχνικό επίπεδο, δεν έχει ακόμα επιτευχθεί συμφωνία, παρά την ύπαρξη σαφούς και πάγιας νομολογίας·

72.  επιδοκιμάζει τη γραπτή ενημέρωση που παρέχεται από την Επιτροπή πριν από διεθνείς διασκέψεις και την καθημερινή προφορική ενημέρωση που παρέχουν η Προεδρία του Συμβουλίου και η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των εν λόγω διασκέψεων·

73.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στο Κοινοβούλιο να παρίσταται, ως παρατηρητής, στις συντονιστικές συνεδριάσεις της ΕΕ κατά τις διεθνείς διασκέψεις·

74.  ζητεί από τα τρία θεσμικά όργανα της ΕΕ να ολοκληρώσουν – εγκαίρως – τις διαπραγματεύσεις για βελτιωμένες πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2016, σύμφωνα με το άρθρο 40 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

75.  υπενθυμίζει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ότι οι πρακτικές διευθετήσεις σε σχέση με διεθνείς συμφωνίες πρέπει να συνάδουν με τις Συνθήκες και ειδικότερα με το άρθρο 218 παράγραφος 10 της ΣΛΕΕ, και να λαμβάνουν υπόψη τις αποφάσεις του ΔΕΕ, όπως αυτές που εκδόθηκαν στην υπόθεση «Τανζανία» και στην υπόθεση «Μαυρίκιος»[36]·

76.  ζητεί από τα άλλα θεσμικά όργανα να τηρούν τις Συνθήκες και τους κανονισμούς και να εφαρμόζουν τη σχετική νομολογία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο:

α.  ενημερώνεται άμεσα, πλήρως και ορθά καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των διεθνών συμφωνιών, κατά τρόπο προορατικό, δομημένο και ορθολογικό, χωρίς να υπονομεύεται η διαπραγματευτική θέση της ΕΕ, του προσφέρεται επαρκής χρόνος να εκφράσει τις απόψεις του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και οι απόψεις αυτές λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερο·

β.  ενημερώνεται επακριβώς και συμμετέχει στην εφαρμογή των συμφωνιών και, ειδικά σε σχέση με τις αποφάσεις που λαμβάνουν τα όργανα τα οποία έχουν συσταθεί από τις συμφωνίες, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του ως συννομοθέτης, όταν αυτές έχουν αντίκτυπο στη νομοθεσία της ΕΕ·

γ.  ενημερώνεται εκ των προτέρων για τη θέση της Επιτροπής σε διεθνή φόρουμ, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO), η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD), ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OECD), το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών γι ατην Ανάπτυξη (UNDP), ο Οργανισμός Επισιτισμού και Γεωργίας (FAO) και η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHRC)·

77.  θεωρεί ότι είναι ουσιαστικής σημασίας να τηρηθεί απολύτως η μακροχρόνια πρακτική να αναμένεται η έγκριση του Κοινοβουλίου πριν από την προσωρινή εφαρμογή των διατάξεων που περιλαμβάνονται σε σημαντικές συμφωνίες για το εμπόριο και τις επενδύσεις, κάτι για το οποίο δεσμεύτηκε και η Επίτροπος Malmström κατά την ακρόασή της στις 29 Σεπτεμβρίου 2014· καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης να συνεχίσουν να επεκτείνουν αυτή την πρακτική σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες·

78.  επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο είναι διατεθειμένο να προσφύγει εκ νέου στο ΔΕΕ για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του, εάν δεν υπάρξει στο εγγύς μέλλον οριστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την παράγραφο 40 της νέας ΔΣ·

79.  επισημαίνει ότι το κάθε ένα από τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι η ευθύνη τους ως νομοθετικών οργάνων δεν εξαντλείται με τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών· τονίζει την ανάγκη για στενή παρακολούθηση της εφαρμογής και συνεχείς προσπάθειες προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι συμφωνίες επιτυγχάνουν τους στόχους τους· καλεί τα θεσμικά όργανα να εφαρμόσουν βέλτιστες πρακτικές και πνεύμα συνεργασίας και κατά τη διάρκεια των σταδίων εφαρμογής και αξιολόγησης των διεθνών συμφωνιών·

80.  επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις αντικτύπου, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για τη διαπραγμάτευση εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών, ώστε να μπορέσουν τα μέρη να τηρούν τις υποχρεώσεις τους στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και υπενθυμίζει τον δεσμευτικό χαρακτήρα συμφωνιών όπως το διεθνές σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα·

81.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να σεβαστούν πλήρως την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, σύμφωνα με τη γνώμη 2/15 του ΔΕΕ της 16ης Μαΐου 2017, όσον αφορά την έγκριση διαπραγματευτικών οδηγιών, τις διαπραγματεύσεις και τη νομική βάση των προς υπογραφή και σύναψη προτάσεων, και ειδικότερα την υπογραφή και σύναψη διεθνών εμπορικών συμφωνιών από το Συμβούλιο·

82.  καλεί τους εκπροσώπους της ΕΕ να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στη συνέπεια μεταξύ διεθνών προτύπων και απαιτήσεων αφενός και δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων της ΕΕ αφετέρου·

83.  ζητεί από την Επιτροπή να δημοσιοποιεί έγγραφα στα οποία εκτίθεται η θέση της στους διεθνείς οργανισμούς που θεσπίζουν πρότυπα στους τομείς της χρηματοπιστωτικής πολιτικής, της νομισματικής πολιτικής και της προληπτικής εποπτείας, και ειδικότερα στο πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών· ζητεί να τηρείται το Κοινοβούλιο πλήρως ενήμερο σε όλα τα στάδια της εκπόνησης διεθνών προτύπων που ενδέχεται να επηρεάζουν το δίκαιο της ΕΕ·

84.  ζητεί την καθιέρωση και θεσμοθέτηση ενός χρηματοπιστωτικού διαλόγου σχετικά με την υιοθέτηση και συνοχή των ευρωπαϊκών θέσεων πριν από σημαντικές διεθνείς διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με το ψήφισμα που ενέκρινε το Κοινοβούλιο σχετικά με τον ρόλο της ΕΕ στο πλαίσιο διεθνών οικονομικών, νομισματικών και ρυθμιστικών οργανισμών και οργάνων· τονίζει ότι, με βάση λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές, που μπορεί να συμπληρωθούν με προδραστικά ψηφίσματα καθοδηγητικού χαρακτήρα, οι θέσεις αυτές θα πρέπει να συζητούνται και να γνωστοποιούνται εκ των προτέρων και να διασφαλίζεται εν συνεχεία μια παρακολούθηση με την υποβολή τακτικών εκθέσεων από την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών·

85.   υπενθυμίζει τη δήλωσή του της 15ης Μαρτίου 2018 σχετικά με τον καθορισμό της έδρας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, με την οποία το Κοινοβούλιο αποδοκίμασε το γεγονός ότι ο ρόλος και τα δικαιώματα του ως ισότιμου συννομοθέτη με το Συμβούλιο δεν είχαν ληφθεί δεόντως υπόψη·

86.   επιδοκιμάζει την εντολή που εγκρίθηκε από την ΕΜΑ στις 6 Δεκεμβρίου 2107 η οποία συμφώνησε με τη θέση του Συμβουλίου όσον αφορά την πρόταση της Επιτροπής για ένα υποχρεωτικό μητρώο διαφάνειας· καλεί όλα τα μέρη να ολοκληρώσουν τις διαπραγματεύσεις σε πνεύμα καλής συνεργασίας ώστε να βελτιωθεί η διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας·

Μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης

87.  υπογραμμίζει τη σημασία της αρχής που ορίζεται στο άρθρο 43 της νέας ΔΣ, σύμφωνα με την οποία, όταν κατά τη μεταφορά των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο τα κράτη μέλη επιλέγουν να προσθέτουν στοιχεία που ουδόλως συνδέονται με την εν λόγω νομοθεσία της Ένωσης, οι προσθήκες αυτές θα πρέπει να επισημαίνονται είτε μέσω της πράξης ή των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο είτε μέσω συναφών εγγράφων· παρατηρεί ότι οι πληροφορίες αυτές είναι συχνά ανεπαρκείς· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενεργούν από κοινού και με συνέπεια για να αντιμετωπίζουν τη έλλειψη διαφάνειας και άλλα προβλήματα σχετικά με τον κανονιστικό υπερθεματισμό[37]·

88.  φρονεί ότι, κατά την εφαρμογή και τη μεταφορά των πράξεων της ΕΕ, πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων κανονιστικού υπερθεματισμού, όπου τα κράτη μέλη θεσπίζουν πρόσθετες διοικητικές απαιτήσεις που δεν αφορούν τη νομοθεσία της ΕΕ, και των περιπτώσεων καθορισμού υψηλότερων προτύπων που υπερβαίνουν τα ελάχιστα πρότυπα που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ για το περιβάλλον και την προστασία των καταναλωτών, για την υγειονομική περίθαλψη και την ασφάλεια των τροφίμων·

89.   φρονεί ότι, για να μειωθούν τα προβλήματα που σχετίζονται με τον κανονιστικό υπερθεματισμό, τα τρία θεσμικά όργανα θα πρέπει να δεσμευθούν να υιοθετήσουν ενωσιακή νομοθεσία, η οποία θα είναι σαφής, θα μπορεί να μεταφερθεί εύκολα και θα ενσωματώνει ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία· υπενθυμίζει ότι, ενώ δεν θα πρέπει να επιβάλλονται πρόσθετα και περιττά διοικητικά βάρη, αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν πιο φιλόδοξα μέτρα και να θεσπίζουν αυστηρότερα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα καθώς και πρότυπα προστασίας των καταναλωτών σε περιπτώσεις όπου στο δίκαιο της Ένωσης προβλέπονται μόνο ελάχιστα πρότυπα·

90.  ζητεί από τα κράτη μέλη να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο από την επιβολή διοικητικών απαιτήσεων κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της νομοθεσίας της ΕΕ και, σύμφωνα με το άρθρο 43 της διοργανικής συμφωνίας, να επισημαίνουν αυτές τις προσθήκες στην πράξη μεταφοράς ή σε συναφή έγγραφα·

91.  υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 44 της νέας ΔΣ, τα κράτη μέλη καλούνται να συνεργαστούν με την Επιτροπή κατά τη συλλογή των πληροφοριών και των στοιχείων που απαιτούνται για την παρακολούθηση και αξιολόγηση της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης· καλεί, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να ανταποκριθούν στις δεσμεύσεις τους, υποβάλλοντας μεταξύ άλλων πίνακες αντιστοιχίας με σαφείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη τους, όπως συμφωνήθηκε στην κοινή πολιτική δήλωση των κρατών μελών και της Επιτροπής της 28ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα και στην κοινή πολιτική δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής 27ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με τα επεξηγηματικά έγγραφα·

92.  θεωρεί ότι η δέσμευση που ανέλαβε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 45 της νέας ΔΣ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, τηρουμένων των κανόνων εμπιστευτικότητας, η πρόσβαση του Κοινοβουλίου στις πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες επί παραβάσει και τη σχετική προδικασία θα βελτιωθεί σημαντικά· επαναλαμβάνει, προς το σκοπό αυτό, τη μακροχρόνια αιτήματα προς την Επιτροπή όσον αφορά τα στοιχεία στα οποία το Κοινοβούλιο έχει δικαίωμα πρόσβασης[38]·

93.  επαναλαμβάνει την εκτίμησή του για το μηχανισμό επίλυσης προβλημάτων EU Pilot, ο οποίος αποτελεί πιο άτυπη, πλην όμως αποτελεσματική, μέθοδο που διασφαλίζεται τη συμμόρφωση των κρατών μελών με το δίκαιο της Ένωσης[39]· αποδοκιμάζει την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι, κατά κανόνα, θα κινεί διαδικασίες επί παραβάσει χωρίς να στηρίζεται πλέον στον εν λόγω μηχανισμό[40]·

94.  υπενθυμίζει ότι τα μέλη της Επιτροπής πρέπει να σέβονται τις νομοθετικές εξουσίες των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· φρονεί ότι πρέπει να θέτουν στη διάθεση του Κοινοβουλίου όλες τις μελέτες που διενεργούνται με πλήρη ανεξαρτησία και βάσει των οποίων λαμβάνουν τις αποφάσεις τους, δημοσιοποιώντας παράλληλα τις μελέτες που αμφισβητούν τα συμπεράσματά τους·

95.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν διατίθενται ταυτόχρονα όλες οι μεταφράσεις των νομοθετικών προτάσεων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται καθυστερήσεις στη νομοθετική διαδικασία·

96.  τονίζει ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της, μια αποτελεσματική νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί ανταποκρίνονται στον επιδιωκόμενο στόχο της επιμέρους νομοθεσίας, και ιδίως στον τελικό στόχο της προστασίας του περιβάλλοντος όταν πρόκειται για τη διασφάλιση υψηλού βαθμού προστασίας του περιβάλλοντος·

97.  αναγνωρίζει τη σημασία του έργου που επιτελεί η Επιτροπή Αναφορών για την αξιολόγηση της ποιότητας της νομοθεσίας της ΕΕ σε ό, τι αφορά την υλοποίησή της στην πράξη και ως βάση για τη βελτίωση των νομοθετικών κειμένων και διαδικασιών· σημειώνει, στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία μιας πραγματικής διοργανικής συνεργασίας με την Επιτροπή για να διασφαλιστεί η προσήκουσα εξέταση των αναφορών·

Απλούστευση

98.  επικροτεί τη δέσμευση που διατυπώνεται στο άρθρο 46 της νέας ΔΣ για μια πιο συχνή χρήση της νομοθετικής τεχνικής της αναδιατύπωσης· επαναλαμβάνει ότι η τεχνική αυτή, ως πολύτιμο εργαλείο για την επίτευξη απλούστευσης, πρέπει να συνιστά τη συνήθη νομοθετική τεχνική[41]· θεωρεί, ωστόσο, ότι σε περίπτωση πλήρους πολιτικού αναπροσανατολισμού, η Επιτροπή θα πρέπει, αντί να χρησιμοποιεί την τεχνική της αναδιατύπωσης, να υποβάλλει πρόταση για μια εντελώς νέα νομοθετική πράξη που καταργεί την ισχύουσα νομοθεσία, ούτως ώστε οι συννομοθέτες να μπορούν να συμμετέχουν σε διεξοδικές και αποτελεσματικές πολιτικές συζητήσεις και τα δικαιώματά τους, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, να διαφυλάσσονται πλήρως·

99.  υπενθυμίζει ότι, κατά την αξιολόγηση του περιττού κανονιστικού και διοικητικού φόρτου, με βάση τη συμφωνία που έχει συναφθεί από τα τρία θεσμικά όργανα στις παραγράφους 47 και 48 της νέας ΔΣ, και κατά την εξέταση δυνητικών στόχων ελάττωσης του φόρτου με στόχο τη μείωση του κόστους για τις διοικήσεις και τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΜΜΕ, η βελτίωση της νομοθεσίας μπορεί, ενδεχομένως, να συνεπάγεται αύξηση του όγκου της νομοθεσίας της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της εναρμόνισης των ανισοτήτων στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη των νομοθετικών μέτρων και τις επιπτώσεις της μη λήψης μέτρων σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά πρότυπα και τα πρότυπα προστασίας των καταναλωτών, και έχοντας κατά νου ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να εφαρμόζουν υψηλότερα πρότυπα, εφόσον στο δίκαιο της Ένωσης προβλέπονται ελάχιστα μόνον πρότυπα· υπενθυμίζει, επιπλέον, ότι σύμφωνα με την οριζόντια κοινωνική ρήτρα που προβλέπεται στο άρθρο 9 της ΣΛΕΕ, η Ένωση οφείλει να λαμβάνει δεόντως υπόψη τον αντίκτυπο της νομοθεσίας της ΕΕ για τα κοινωνικά πρότυπα και την απασχόληση, κατόπιν κατάλληλης διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, ιδίως τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους καταναλωτές και τους εκπροσώπους των ευάλωτων ομάδων συμφερόντων, με σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων και των συμφωνιών που μπορούν να συνάψουν, σύμφωνα με το άρθρο 155 της ΣΛΕΕ· τονίζει, ως εκ τούτου, ότι η μείωση του διοικητικού φόρτου δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη απορρύθμιση και ότι δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να θέσει σε κίνδυνο θεμελιώδη δικαιώματα και πρότυπα που αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνική πρόνοια, την εργασία, την υγεία και την ασφάλεια, την προστασία των καταναλωτών, την ισότητα των φύλων ή την καλή διαβίωση των ζώων, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων παροχής συναφών πληροφοριών, και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αποβεί εις βάρος των δικαιωμάτων των εργαζομένων – ανεξάρτητα από το μέγεθος της εταιρείας – ή να οδηγήσει σε αύξηση των επισφαλών συμβάσεων απασχόλησης·

100.   επικροτεί την πρώτη ετήσια μελέτη της Επιτροπής για το διοικητικό φόρτο που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της απλούστευσης της νομοθεσίας της ΕΕ, για την οποία διενεργήθηκε έρευνα του έκτακτου ευρωβαρόμετρου σχετικά με την εικόνα που έχουν οι επιχειρήσεις όσον αφορά το ρυθμιστικό πλαίσιο, υποβάλλοντας ερωτήσεις σε πάνω από 10 000 επιχειρήσεις, κυρίως ΜΜΕ, στα 28 κράτη μέλη, και αποτυπώνοντας την κατανομή των επιχειρήσεων στην ΕΕ· εφιστά την προσοχή στα πορίσματα της μελέτης, τα οποία επιβεβαιώνουν ότι η επικέντρωση στην περικοπή περιττών δαπανών εξακολουθεί να είναι ενδεδειγμένη και ότι υπάρχει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν την αντίληψη που σχηματίζουν οι επιχειρήσεις, η οποία μπορεί επίσης να προκαλείται από διαφορές στις εθνικές διοικητικές και δικαστικές δομές που αφορούν την εφαρμογή της νομοθεσίας· επισημαίνει ότι ο κανονιστικός υπερθεματισμός και ιδίως η εσφαλμένη κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης μπορεί να επηρεάσουν την αντίληψη αυτή· θεωρεί ότι η ιδέα της ετήσιας έρευνας του φόρτου, ενώ είναι ένα σημαντικό εργαλείο για τον εντοπισμό των προβλημάτων σχετικά με τη μεταφορά και την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, δεν πρέπει να δημιουργεί την εντύπωση ότι οι κανονιστικές ρυθμίσεις οδηγούν από τη φύση του σε υπερβολικό διοικητικό φόρτο· συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι ο μόνος τρόπος για να προσδιοριστεί συγκεκριμένα το ποιες ρυθμίσεις πράγματι μπορεί να απλουστευθούν, να εναρμονιστούν ή να εξαλειφθούν είναι να συγκεντρωθούν απόψεις από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων όσων υποεκπροσωπούνται, όσον αφορά συγκεκριμένες νομοθετικές πράξεις ή διάφορα νομοθετήματα που ισχύουν για ένα συγκεκριμένο τομέα· ζητεί από την Επιτροπή να βελτιώσει την ετήσια έρευνα για τον διοικητικό φόρτο, με βάση τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την αρχική μελέτη, να εφαρμόσει διαφανείς και επαληθεύσιμες μεθόδους συλλογής δεδομένων, να λάβει ιδιαιτέρως υπόψη τις ανάγκες των ΜΜΕ και να συνεκτιμήσει τόσο τα πραγματικά όσο και τα εικαζόμενα βάρη·

101.  σημειώνει, επιπροσθέτως, τα αποτελέσματα της μελέτης εφικτότητας της Επιτροπής, που έγκειται στον καθορισμό στόχων για τη μείωση του διοικητικού βάρους σε συγκεκριμένους τομείς χωρίς να θίγεται ο σκοπός της νομοθεσίας· προτρέπει την Επιτροπή να θέσει στόχους μείωσης του φόρτου για κάθε πρωτοβουλία, κατά τρόπο ευέλικτο αλλά τεκμηριωμένο και αξιόπιστο, και σε πλήρη διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως συμβαίνει ήδη στο πλαίσιο του προγράμματος REFIT·

102.  τονίζει ότι ένα ενωσιακό πρότυπο αντικαθιστά γενικώς 28 εθνικά πρότυπα, κάτι που ενισχύει την ενιαία αγορά και συμβάλλει στη μείωση της γραφειοκρατίας·

103.  τονίζει πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγεται η περιττή γραφειοκρατία και να λαμβάνεται υπόψη η συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους της εταιρείας και των πόρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων·

Εφαρμογή και παρακολούθηση της νέας ΔΣ

104.  επισημαίνει ότι στη Διάσκεψη των Προέδρων θα υποβάλλεται τακτική έκθεση, την οποία θα συντάσσει ο Πρόεδρος και η οποία θα συνοψίζει το τρέχον στάδιο εφαρμογής, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διοργανικό επίπεδο· πιστεύει ότι η έκθεση αυτή θα πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη την αξιολόγηση που πραγματοποίησε η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών με βάση τις εμπειρίες διαφόρων επιτροπών, ως ιδίως της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, που είναι η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και την απλούστευση του δικαίου της Ένωσης[42]·

105.  χαιρετίζει την πρώτη ετήσια διοργανική, υψηλού επιπέδου, πολιτική συνεδρίαση απολογισμού σχετικά με την εφαρμογή της ΔΣ, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Δεκεμβρίου 2017· προτρέπει τη Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών να υποβάλει στη Διάσκεψη των Προέδρων στις συστάσεις που κρίνει σκόπιμες σχετικά με την εφαρμογή της νέας ΔΣ·

o

o    o

106.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

  • [1]  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.
  • [2]  ΕΕ L 304 της 20.11.2010, σ. 47.
  • [3]  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
  • [4]  ΕΕ C 102 της 4.4.1996, σ. 2.
  • [5]  ΕΕ C 73 της 17.3.1999, σ. 1.
  • [6]  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.
  • [7]  ΕΕ C 145 της 30.6.2007, σ. 5.
  • [8]  ΕΕ C 369 της 17.12.2011, σ. 15.
  • [9]  ΕΕ C 484 της 24.12.2016, σ. 7.
  • [10]  ΕΕ C 446 της 29.12.2017, σ. 1.
  • [11]  Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 18ης Μαρτίου 2014, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση C-427/12, EU:C:2014:170· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 16ης Ιουλίου 2015, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση C-88/14, ECLI:EU:C:2015:499· απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2016, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπόθεση C-286/14, EU:C:2016:183· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Υπόθεση C-263/14, ECLI:EU:C:2016:435· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 24ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, υπόθεση C-658/11, ECLI:EU:C:2014:2025.
  • [12]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0484.
  • [13]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0104.
  • [14]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0312.
  • [15]  Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0081.
  • [16]  ΕΕ C 289 της 9.8.2016, σ. 53.
  • [17]  ΕΕ C 285 της 29.8.2017, σ. 11.
  • [18]  ΕΕ C 93 της 24.3.2017, σ. 14.
  • [19]  ΕΕ C 353 E της 3.12.2013, σ. 117.
  • [20]  ΕΕ C 51 E της 22.2.2013, σ. 87.
  • [21]  ΕΕ C 380 E της 11.12.2012, σ. 31.
  • [22]  Βλέπε Παράρτημα ΙΙ στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0081).
  • [23]  Άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 19ης Μαΐου 2015, σχετικά με την ίδρυση μιας ανεξάρτητης επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου (C(2015)3263).
  • [24]  Βλέπε COM(2016)0798 και COM(2016)0799.
  • [25]  ΕΕ C 77 της 28.3.2002, σ. 1.
  • [26]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την καλύτερη νομοθέτηση – 15η ετήσια έκθεση της Επιτροπής σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (ΕΕ C 308E της 20.10.2011, σ. 66), παράγραφος 47.
  • [27]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2014 σχετικά με την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών της Επιτροπής για την εκτίμηση αντικτύπου και τον ρόλο του «τεστ ΜΜΕ» (ΕΕ C 289 της 9.8.2016, σ. 53), παράγραφος 16.
  • [28]  Βλέπε ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0081), παράγραφος 4.
  • [29]  Βλέπε ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2014, όπως παρατίθεται ανωτέρω, παράγραφος 12· απόφαση του Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016, όπως παρατίθεται ανωτέρω, παράγραφος 6.
  • [30]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας, την επικουρικότητα και την αναλογικότητα και την έξυπνη νομοθεσία, παράγραφος 5.
  • [31]  Βλέπε τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Παράρτημα V, σημείο XVI.1.
  • [32]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, όπως παρατίθεται ανωτέρω, αιτιολογική σκέψη Δ.
  • [33]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στην ανάθεση νομοθετικών αρμοδιοτήτων και τον έλεγχο από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, όπως παρατίθεται ανωτέρω, παράγραφος 6.
  • [34]  Αυτόθι, παράγραφος 1.
  • [35]  Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 18ης Μαρτίου 2014, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2016, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω.
  • [36]  Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 24ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω.
  • [37]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2012 σχετικά με την 28η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2010) (ΕΕ C 419 της 16.12.2015, σ. 73), παράγραφος 7.
  • [38]  Βλέπε ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με την 29η ετήσια έκθεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του δικαίου της ΕΕ (2011) (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2014)0051), παράγραφοι 21 και 22.
  • [39]  Βλέπε ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2016 σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου: ετήσια έκθεση για το 2014 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P8_TA(2016)0385), παράγραφος 16.
  • [40]  Βλέπε ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Δίκαιο της ΕΕ: καλύτερη εφαρμογή για καλύτερη αποτελέσματα», όπως παρατίθεται ανωτέρω, σελίδα 5.
  • [41]  Βλέπε ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2011, όπως παρατίθεται ανωτέρω, παράγραφος 41.
  • [42]  Βλέπε τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Παράρτημα V, σημείο XVI.3.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

I. Ιστορικό

Στις 13 Απριλίου 2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκριναν τη νέα διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (εφεξής «η νέα ΔΣ») με στόχο τη βελτίωση του τρόπου με τον οποίον νομοθετεί η ΕΕ προκειμένου η νομοθεσία της να εξυπηρετεί καλύτερα τους πολίτες και τις επιχειρήσεις και τόσο η νομοθεσία όσο και οι πολιτικές της ΕΕ να είναι αποτελεσματικές όσον αφορά την επίτευξη των στόχων τους, με τον ελάχιστο δυνατό διοικητικό φόρτο.

Η νέα ΔΣ καθορίζει κοινές δεσμεύσεις και στοχεύσεις, περιέχει διατάξεις για τη διοργανική συνεργασία όσον αφορά τον πολυετή και ετήσιο διοργανικό προγραμματισμό, εργαλεία για τη βελτίωση της νομοθεσίας, νομοθετικά μέσα, πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, τη διαφάνεια και το συντονισμό της νομοθετικής διαδικασίας, τη μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης και την απλοποίηση. Επίσης, καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο για την εφαρμογή και την παρακολούθηση της νέας ΔΣ από τα τρία θεσμικά όργανα. Με τη νέα ΔΣ τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται επίσης να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τη θέσπιση των κατάλληλων κριτηρίων για την οριοθέτηση των κατ’ εξουσιοδότηση και των εκτελεστικών πράξεων και τη βελτίωση των πρακτικών ρυθμίσεων για τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών. Δεσμεύονται επίσης για την ευθυγράμμιση της ισχύουσας νομοθεσίας με το νομικό πλαίσιο που εισήγαγε η Συνθήκη της Λισαβόνας, ιδίως όσον αφορά τα μέτρα που θεσπίζονται με βάση την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ). Τέλος, στη νέα ΔΣ προβλέπεται επίσης η δημιουργία μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων όσον αφορά την πορεία των νομοθετικών διαδικασιών, καθώς και ένα μητρώο για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις.

II. Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σύναψη της νέας διοργανικής συμφωνίας και τη συγκρότηση μιας ομάδας εργασίας για την ερμηνεία και την εφαρμογή της

Μετά από σύσταση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, της 9ης Μαρτίου 2016, το Κοινοβούλιο αποφάσισε, με 516 ψήφους υπέρ, 92 ψήφους κατά και 95 αποχές, να εγκρίνει τη νέα ΔΣ[1]. Η απόφαση του Κοινοβουλίου καθόρισε επίσης μια σειρά ζητημάτων, τα οποία απαιτούν περαιτέρω παρακολούθηση σε πολιτικός ή/και τεχνικό επίπεδο[2].

Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων κλήθηκαν από τη Διάσκεψη των Προέδρων να εξετάσουν την εφαρμογή της νέας ΔΣ, στο πλαίσιο του άρθρου 55 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Για το σκοπό αυτό, συγκροτήθηκε ομάδα εργασίας, τα κύρια συμπεράσματα της οποίας χρησίμευσαν ως αφετηρία για την κατάρτιση από τους εισηγητές του παρόντος σχεδίου έκθεσης.

Η ομάδα εργασίας συνεδρίασε 9 φορές, μεταξύ της 10ης Μαΐου 2016 και της 20ής Νοεμβρίου 2017. Ολοκλήρωσε τις εργασίες της εγκρίνοντας μια συνοπτική παρουσίαση δραστηριοτήτων, τα δε κύρια πορίσματά της παρουσιάστηκαν στην κοινή συνεδρίαση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων στις 28 Νοεμβρίου 2017.

III. Αποτίμηση της εφαρμογής της ΔΣ από τους εισηγητές: βασικές πτυχές

Κοινές δεσμεύσεις και στοχεύσεις

Η πρόοδος που έχει επιτευχθεί και η κτηθείσα εμπειρία κατά το πρώτο ενάμιση έτος εφαρμογής της νέας ΔΣ είναι γενικά θετική και θα πρέπει να παρακινήσει τα τρία θεσμικά όργανα να καταβάλλουν περαιτέρω προσπάθειες για την πλήρη εφαρμογή της, ιδίως όσον αφορά τα εξής εναπομένοντα θέματα: τα μη δεσμευτικά κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ και την ευθυγράμμιση όλων των βασικών πράξεων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ), β) τις πρακτικές ρυθμίσεις για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη διαπραγμάτευση και σύναψη διεθνών συμφωνιών και γ) τη συγκρότηση μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων όσον αφορά την πορεία των νομοθετικών διαδικασιών.

Απώτερος στόχος της νέας ΔΣ είναι η εκπόνηση νομοθετικών διατάξεων υψηλής ποιότητας προς όφελος των πολιτών της Ένωσης. Για τον σκοπό αυτό, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των θεσμικών οργάνων θα πρέπει να τηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του νομοθετικού κύκλου ως μία από τις αρχές που κατοχυρώνονται στο άρθρο 13 της ΣΕΕ.

Προγραμματισμός

Η πραγματοποίηση διοργανικού ετήσιου προγραμματισμού για πρώτη φορά στο πλαίσιο της νέας ΔΣ οδήγησε σε μια πρώτη κοινή δήλωση σχετικά με τις νομοθετικές προτεραιότητες της ΕΕ για το 2017 και σε μια δεύτερη κοινή δήλωση για την περίοδο 2018-2019. Αυτό καταδεικνύει τη δέσμευση των τριών θεσμικών οργάνων για συνεργασία και πρέπει να επικροτηθεί, υπό τον όρο ότι η μεγαλύτερη ταχύτητα δεν θα πρέπει να αποβαίνει σε βάρος της νομοθετικής ποιότητας.

Κατά την παρουσίαση του προγράμματος εργασιών της, η Επιτροπή θα πρέπει να αναφέρει σαφώς τη νομική φύση της κάθε πρότασης καθώς και ένα ακριβές και ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα.

Όσον αφορά τις απαντήσεις της Επιτροπής στα αιτήματα του Κοινοβουλίου για υποβολή προτάσεων ενωσιακών πράξεων βάσει του άρθρου 225 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένες ανακοινώσεις, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 της νέας ΔΣ. Το Κοινοβούλιο αποδίδει μεγάλη σημασία στις συγκεκριμένες αυτές ανακοινώσεις, δεδομένου ότι με αυτές διασφαλίζεται πλήρως η διαφάνεια και θα παρέχεται πολιτική απάντηση στα αιτήματα του Κοινοβουλίου.

Εργαλεία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου

Η νέα ΔΣ ορθώς καθιστά σαφές ότι οι εκτιμήσεις αντικτύπου δεν πρέπει ποτέ να υποκαθιστούν τις πολιτικές αποφάσεις ούτε να προκαλούν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη νομοθετική διαδικασία. Η εκτίμηση αντικτύπου είναι ένα σημαντικό εργαλείο, το οποίο θα πρέπει να καλύπτει με ισορροπημένο τρόπο τις διάφορες πτυχές που προβλέπονται στη διοργανική συμφωνία, συμπεριλαμβανομένων, όπως υποστήριξε το Κοινοβούλιο, των δοκιμών ΜΜΕ. Η Επιτροπή αναθεώρησε τον Ιούλιο του 2017 τις κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

Παρά την αναθεώρηση αυτή και τη δέσμευση που προβλέπεται στο άρθρο 13 της νέας ΔΣ, πολλές προτάσεις της Επιτροπής, μεταξύ των οποίων και πολιτικά ευαίσθητες προτάσεις, δεν συνοδεύονται από εκτίμηση αντικτύπου. Πιο συγκεκριμένα, 20 από τις 59 προτάσεις που συνιστούν προτεραιότητες με βάση την κοινή δήλωση του 2017 δεν συνοδεύονταν από εκτίμηση αντικτύπου. Φαίνεται επίσης ότι η ποιότητα και η ενδελέχεια των εκτιμήσεων αντικτύπου μπορεί να διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό.

Η συγκρότηση μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων όσον αφορά την πορεία των νομοθετικών φακέλων καθώς και πληροφορίες για όλα τα στάδια της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να διευκολύνεται η ιχνηλασιμότητά τους, όπως αναφέρεται στο άρθρο 39 της νέας ΔΣ, αποτελεί ζωτικό στόχο, ο οποίος πρέπει να επιδιώκεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Νομοθετικές πράξεις

Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τις προτάσεις της Επιτροπής πρέπει πλέον να εξηγείται πώς αιτιολογούνται τα προτεινόμενα μέτρα υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Σκόπιμο είναι επίσης να υπάρχει συνοχή μεταξύ της αιτιολογικής έκθεσης και της εκτίμησης αντικτύπου που αφορούν την ίδια πρόταση.

Τα τρία θεσμικά όργανα δεσμεύονται να ανταλλάσσουν απόψεις σχετικά με τις τροποποιήσεις της νομικής βάσης στο άρθρο 25 της νέας ΔΣ. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να τονιστεί ο ρόλος και η εμπειρογνωμοσύνη της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων όσον αφορά τον έλεγχο της νομικής βάσης. Πρέπει να υπογραμμιστεί η θέση του Κοινοβουλίου ότι θα αντιταχθεί σε κάθε απόπειρα υπονόμευσης των νομοθετικών αρμοδιοτήτων του μέσω της αδικαιολόγητης τροποποίησης της νομικής βάσης.

Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις

Η Επιτροπή τήρησε την προθεσμία που όρισε η νέα ΔΣ και τον Δεκέμβριο του 2016, πρότεινε την προσαρμογή ορισμένων βασικών πράξεων που εξακολουθούν να αναφέρονται στην κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ). Οι εν λόγω προτάσεις τελούν σήμερα υπό εξέταση από τους συννομοθέτες.

Η συστηματική προσφυγή της Επιτροπής σε εμπειρογνώμονες των κρατών μελών σε συνάρτηση με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων είναι μία από τις κύριες παραχωρήσεις που έγιναν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παρά τις επιφυλάξεις ότι αυτό θα μπορούσε να συσκοτίσει τις διαφορές μεταξύ κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων, στο μέτρο που θα μπορούσε να σημαίνει μια de facto αναβίωση της επιτροπολογίας που υφίστατο πριν τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η παραχώρηση αυτή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων είχε ως στόχο να ενθαρρύνει το Συμβούλιο να κάνει δεκτές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ. Παραδόξως, το Συμβούλιο φαίνεται ότι επιμένει είτε στην ανάθεση εκτελεστικών αρμοδιοτήτων, σύμφωνα με το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ, είτε στην ενσωμάτωση στην ίδια τη βασική πράξη όλων των στοιχείων που δικαιολογούν in abstracto τη μεταβίβαση εξουσιών ή εκτελεστικών αρμοδιοτήτων. Ακόμη περισσότερο εκπλήσσει το γεγονός ότι, στις εν λόγω περιπτώσεις, η Επιτροπή επέλεξε να μην υπερασπίσει τις δικές της προτάσεις.

Οι διοργανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με μη δεσμευτικά κριτήρια για την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ που αναφέρονται στην παράγραφο 28 της νέας ΔΣ («κριτήρια οριοθέτησης») ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2017. Η εντολή του Κοινοβουλίου για τις διαπραγματεύσεις αυτές καθορίζεται σε ψήφισμά του της 25ης Φεβρουαρίου 2014[3]. Κατά τον καθορισμό των σχετικών κριτηρίων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου[4].

Η Επιτροπή συμφώνησε να ληφθεί μέριμνα ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να έχουν ισότιμη πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες σχετικά με κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις, ώστε τα όργανα αυτά να λαμβάνουν όλα τα έγγραφα ταυτόχρονα με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών. Οι εμπειρογνώμονες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής, στις οποίες είναι προσκεκλημένοι εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και οι οποίες αφορούν την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Από τα μέχρι στιγμής στοιχεία προκύπτει ότι η πρόσβαση αυτή έχει βελτιωθεί σημαντικά.

Σε διοργανικό επίπεδο επιτεύχθηκε ταχεία πρόοδος για τη δημιουργία ενός κοινού λειτουργικού μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Επισήμως, το μητρώο αυτό τέθηκε σε λειτουργία στις 12 Δεκεμβρίου 2017. Πρόκειται για σημαντικό επίτευγμα.

Διαφάνεια και συντονισμός της νομοθετικής διαδικασίας

Η αρχή σύμφωνα με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, ως συννομοθέτες, ασκούν τις εξουσίες τους επί ίσοις όροις είναι υψίστης σημασίας, αλλά τείνει να υπονομεύεται από το γεγονός ότι υπάρχει γενική έλλειψη ενημέρωσης από το Συμβούλιο. Ενώ οι συνεδριάσεις επιτροπών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι δημόσιες, οι ομάδες εργασίας του Συμβουλίου δεν συνεδριάζουν δημόσια. Είναι, συνεπώς, δικαιολογημένο το αίτημα οι ημερήσιες διατάξεις των ομάδων εργασίας και της ΕΜΑ, τα έγγραφα εργασίας και οι προτάσεις της Προεδρίας να διαβιβάζονται στο Κοινοβούλιο σε τακτική βάση και με δομημένο τρόπο. Εκτός από τις άτυπες ανταλλαγές απόψεων, το Κοινοβούλιο πρέπει επίσης να καλείται να αποστέλλει εκπροσώπους στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου και της ΕΜΑ.

Οι διοργανικές διαπραγματεύσεις σχετικά με πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης και σύναψης διεθνών συμφωνιών ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2016. Εν τούτοις, έπειτα από συζητήσεις ενός και πλέον έτους δεν έχει μέχρι στιγμής επιτευχθεί συμφωνία, παρά την ύπαρξη πάγιας και σαφούς νομολογίας[5].

Μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης

Η ορθή και έγκαιρη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της νομοθεσίας της ΕΕ, η οποία είναι σαφής, μπορεί να μεταφερθεί εύκολα και έχει ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία, έχει καίρια σημασία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου. Όταν, κατά τη μεταφορά οδηγιών στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη επιλέγουν να προσθέτουν στοιχεία που δεν συνδέονται με κανέναν τρόπο με την εν λόγω νομοθεσία της Ένωσης, οι προσθήκες αυτές θα πρέπει, με βάση τη νέα ΔΣ, να καθίστανται αναγνωρίσιμες είτε μέσω της πράξης ή των πράξεων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο είτε μέσω συναφών εγγράφων. Σημαντική πρόοδος μένει ακόμη να επιτευχθεί στη διαπίστωση κανονιστικού υπερθεματισμού.

Το Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι πρέπει να διαθέτει πρόσβαση σε πληροφορίες που αφορούν τις διαδικασίες επί παραβάσει και τη σχετική προδικασία. Αποτελεσματικές μέθοδοι επίλυσης προβλημάτων, όπως ο μηχανισμός «EU Pilot», δεν θα πρέπει να απορρίπτονται βεβιασμένα.

Απλούστευση

Η απλούστευση βρίσκεται στο επίκεντρο της βελτίωσης της νομοθέτησης. Ένας τρόπος για την επίτευξή της αποτελεί η συστηματική εφαρμογή της νομοτεχνικής μεθόδου της αναδιατύπωσης, η οποία πρέπει συνεπώς να αποτελεί τη συνήθη νομοθετική τεχνική. Ωστόσο, σε περίπτωση πλήρους πολιτικού αναπροσανατολισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλλει πρόταση για μια εντελώς νέα νομοθετική πράξη που καταργεί την ισχύουσα νομοθεσία, ούτως ώστε οι συννομοθέτες να μπορούν να συμμετάσχουν σε διεξοδικές και αποτελεσματικές πολιτικές συζητήσεις και τα δικαιώματά τους, όπως κατοχυρώνονται στις Συνθήκες, να διαφυλάσσονται πλήρως.

Η Επιτροπή πραγματοποίησε την πρώτη της ετήσια έρευνα για το διοικητικό φόρτο και αξιολόγησε τη σκοπιμότητα του καθορισμού στόχων για τη μείωση του φόρτου αυτού σε συγκεκριμένους τομείς, όπως προβλέπεται στη διοργανική συμφωνία. Τα πορίσματα παρουσιάστηκαν στις 24 Οκτωβρίου 2017 ως μέρος του προγράμματος εργασίας της Επιτροπής για το 2018 και επιβεβαιώνουν ότι η επικέντρωση στην περικοπή περιττών δαπανών εξακολουθεί να είναι ενδεδειγμένο μέτρο και ότι υπάρχει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν την αντίληψη των επιχειρήσεων. Μόνο μέσω της συγκέντρωσης απόψεων για ειδικά ή τομεακά νομοθετήματα είναι δυνατόν να προσδιοριστεί συγκεκριμένα τι μπορεί πράγματι να απλουστευθεί. Η Επιτροπή πρέπει να επεξεργαστεί περαιτέρω την ετήσια μελέτη για το διοικητικό φόρτο, με βάση τα διδάγματα που αντλήθηκαν από την πρώτη μελέτη και να εφαρμόζει διαφανείς και επαληθεύσιμες μεθόδους συλλογής δεδομένων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις ανάγκες των ΜΜΕ και περιλαμβάνοντας τόσο πραγματικές όσο και εικαζόμενες επιβαρύνσεις, συνεκτιμώντας ταυτόχρονα την ανάγκη η νομοθεσία να επιτύχει τους στόχους της. Η Επιτροπή θα πρέπει να καθορίσει στόχους μείωσης του διοικητικού φόρτου για κάθε πρωτοβουλία κατά τρόπο ευέλικτο αλλά τεκμηριωμένο και αξιόπιστο, και σε πλήρη διαβούλευση με ενδιαφερόμενους φορείς, όπως ήδη πράττει στο πλαίσιο του REFIT.

Εφαρμογή και παρακολούθηση της νέας ΔΣ

Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών καλείται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής της νέας ΔΣ και θα πρέπει να παρέχει στη Διάσκεψη των Προέδρων κάθε σύσταση που κρίνει κατάλληλη. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και την απλούστευση του δικαίου της Ένωσης[6], θα πρέπει να συμβάλει σημαντικά στην εν λόγω διαδικασία.

  • [1]  Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου, μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, P8_TA(2016)0081.
  • [2]  Βλέπε απόφαση του Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016, όπως παρατίθεται ανωτέρω, παράγραφος 16.
  • [3]  ΕΕ C 285 της 29.8.2017, σ. 11.
  • [4]  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 18ης Μαρτίου 2014, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2016, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω.
  • [5]  Βλέπε απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 14ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω· απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος σύνθεσης) της 24ης Ιουνίου 2016, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, όπως παρατίθεται ανωτέρω.
  • [6]  Βλέπε τον Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Παράρτημα V, σημείο XVI.3.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (12.2.2018)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου
(2016/2018(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Bendt Bendtsen

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου ζητεί τη διοργανική συνεργασία με στόχο την απλούστευση της υφιστάμενης ενωσιακής νομοθεσίας και την αποφυγή των περιττών ρυθμίσεων και του διοικητικού φόρτου για τους πολίτες, τις διοικητικές υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις· λαμβάνοντας υπόψη ότι, όσον αφορά τις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το Κοινοβούλιο τονίζει πως οι στόχοι αυτοί δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε λιγότερο αυστηρά πρότυπα για την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία, την υγεία των εργαζομένων, την ασφάλεια, τα εργασιακά πρότυπα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, καθώς και τα δικαιώματα των καταναλωτών·

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ρυθμιστική συνεργασία έχει αναδειχθεί σε βασικό εργαλείο στις διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, το οποίο προωθεί τον διάλογο και τη συνοχή μεταξύ των εμπορικών εταίρων όσον αφορά τη ρύθμιση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή θα παραμείνει, στη διαδικασία αυτή, δεσμευμένη στις αρχές των δίκαιων και ίσων όρων ανταγωνισμού για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, διασφαλίζοντας τη μέγιστη δυνατή διαφάνεια στη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου έχει αρχίσει να οδηγεί σε απτές βελτιώσεις σε ορισμένα ζητήματα προτεραιότητας, και ότι η παράγραφος 40 της εν λόγω συμφωνίας επιβάλλει τη διαπραγμάτευση για τη βελτίωση των πρακτικών ρυθμίσεων της συνεργασίας και την ανταλλαγή πληροφοριών σε σχέση με διεθνείς συμφωνίες·

1.  θεωρεί ότι είναι ουσιαστικής σημασίας να τηρηθεί απολύτως η μακροχρόνια πρακτική να αναμένεται η έγκριση του Κοινοβουλίου πριν από την προσωρινή εφαρμογή των εμπορικών και επενδυτικών διατάξεων πολιτικώς σημαντικών συμφωνιών, όπως δεσμεύτηκε επίσης η Επίτροπος Malmström στην ακρόασή της στις 29 Σεπτεμβρίου 2014· καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την ΕΥΕΔ να συνεχίσουν να επεκτείνουν αυτή την πρακτική σε όλες τις διεθνείς συμφωνίες·

2.  ζητεί από τα άλλα θεσμικά όργανα να τηρούν τις Συνθήκες και τους κανονισμούς και να εφαρμόζουν τη σχετική νομολογία, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το Κοινοβούλιο:

α.  ενημερώνεται άμεσα, πλήρως και ορθά καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των διεθνών συμφωνιών, κατά τρόπο προορατικό, δομημένο και ορθολογικό, χωρίς να υπονομεύεται η διαπραγματευτική θέση της ΕΕ, του προσφέρεται επαρκής χρόνος να εκφράσει τις απόψεις του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και οι απόψεις αυτές λαμβάνονται υπόψη όσο το δυνατόν περισσότερο·

β.  ενημερώνεται επακριβώς και συμμετέχει στην εφαρμογή των συμφωνιών και, ειδικά σε σχέση με τις αποφάσεις που λαμβάνουν τα όργανα τα οποία έχουν συσταθεί από τις συμφωνίες, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματά του ως συννομοθέτης, όταν αυτές έχουν αντίκτυπο στη νομοθεσία της ΕΕ·

γ.  ενημερώνεται εκ των προτέρων για τη θέση της Επιτροπής σε διεθνή φόρουμ, όπως ο ΠΟΕ, η ΔΗΕΕΑ, ο ΟΟΣΑ, το UNDP, ο FAO και το ΣΑΔΗΕ·

3.   επισημαίνει ότι το Κοινοβούλιο είναι έτοιμο να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και πάλι για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του, εάν δεν υπάρξει στο εγγύς μέλλον κατάληξη στις διαπραγματεύσεις σχετικά με την παράγραφο 40 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

4.  σημειώνει ότι το κάθε ένα από τα θεσμικά όργανα θα πρέπει να έχει υπόψη ότι η ευθύνη του ως νομοθέτη δεν τελειώνει με τη σύναψη των διεθνών συμφωνιών· τονίζει την ανάγκη για στενή παρακολούθηση της εφαρμογής και των εν εξελίξει προσπαθειών προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι συμφωνίες επιτυγχάνουν τους στόχους τους· καλεί τα θεσμικά όργανα να επεκτείνουν τη βέλτιστη πρακτική και μια συνεργατική προσέγγιση όσον αφορά τα στάδια εφαρμογής και αξιολόγησης των διεθνών συμφωνιών·

5.  επιδοκιμάζει το πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής όσον αφορά τους φακέλους προτεραιότητας που συνδέονται με το εμπόριο, αν και θα μπορούσαν να παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον προγραμματισμό των διεθνών εμπορικών διαπραγματεύσεων· ζητεί μεγαλύτερη διαφάνεια της νομοθετικής διαδικασίας, π.χ. με τη χρήση μιας κοινής βάσης δεδομένων·

6.  επισημαίνει ότι οι αξιολογήσεις αντικτύπου, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό εργαλείο για τη διαπραγμάτευση εμπορικών και επενδυτικών συμφωνιών, ώστε να μπορέσουν τα μέρη να τηρούν τις υποχρεώσεις τους στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και υπενθυμίζει τον δεσμευτικό χαρακτήρα συμφωνιών όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα·

7.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πιο συστηματική προσέγγιση στις εκτιμήσεις αντικτύπου, παρόλο που η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται δεν είναι πάντα η βέλτιστη δυνατή· καλεί την Επιτροπή να συνεχίσει να επιδιώκει μια εμπορική πολιτική βασισμένη στα αποτελέσματα, που θα μειώνει τον διοικητικό και κανονιστικό φόρτο για τις επιχειρήσεις, με παράλληλο σεβασμό των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές των Ηνωμένων Εθνών και τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής·

8.  καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να σεβαστούν πλήρως την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της, όπως μπορεί να συναχθεί από τη γνώμη 2/15 του ΔΕΕ, της 16ης Μαΐου 2017, για την έγκριση των διαπραγματευτικών οδηγιών, των διαπραγματεύσεων και της νομικής βάσης των προτάσεων προς υπογραφή και σύναψη, και ειδικότερα για την υπογραφή και σύναψη διεθνών εμπορικών συμφωνιών από το Συμβούλιο·

9.  επιδοκιμάζει τις βελτιώσεις στον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζονται οι κατ’ εξουσιοδότηση και οι εκτελεστικές πράξεις, αλλά πιστεύει ότι είναι αναγκαία η περαιτέρω σύγκλιση με τις απόψεις του Κοινοβουλίου· ενθαρρύνει τη χρήση του διοργανικού μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και τη συμμετοχή σε συναντήσεις εμπειρογνωμόνων.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

20.2.2018

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

35

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

William (The Earl of) Dartmouth, Laima Liucija Andrikienė, David Campbell Bannerman, Daniel Caspary, Salvatore Cicu, Santiago Fisas Ayxelà, Christofer Fjellner, Karoline Graswander-Hainz, Heidi Hautala, Nadja Hirsch, Patricia Lalonde, Bernd Lange, David Martin, Anne-Marie Mineur, Sorin Moisă, Alessia Maria Mosca, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Viviane Reding, Tokia Saïfi, Marietje Schaake, Helmut Scholz, Joachim Schuster, Joachim Starbatty, Adam Szejnfeld, Hannu Takkula, Iuliu Winkler, Jan Zahradil

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Bendt Bendtsen, Klaus Buchner, Nicola Danti, Agnes Jongerius, Sajjad Karim, Jarosław Wałęsa

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Mario Borghezio, Jacques Colombier

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

35

+

ALDE

Nadja Hirsch, Patricia Lalonde, Marietje Schaake, Hannu Takkula

ECR

David Campbell Bannerman, Sajjad Karim, Joachim Starbatty, Jan Zahradil

EFDD

William (The Earl of) Dartmouth

ENF

Mario Borghezio, Jacques Colombier

GUE/NGL

Anne-Marie Mineur, Helmut Scholz

PPE

Laima Liucija Andrikienė, Bendt Bendtsen, Daniel Caspary, Salvatore Cicu, Santiago Fisas Ayxelà, Christofer Fjellner, Sorin Moisă, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Viviane Reding, Tokia Saïfi, Adam Szejnfeld, Jarosław Wałęsa, Iuliu Winkler

S&D

Nicola Danti, Karoline Graswander-Hainz, Agnes Jongerius, Bernd Lange, David Martin, Alessia Maria Mosca, Joachim Schuster

VERTS/ALE

Klaus Buchner, Heidi Hautala

0

-

 

 

0

0

 

 

Υπόμνημα για τα χρησιμοποιούμενα σύμβολα:

+  :  υπέρ

-  :  κατά

0  :  αποχή

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (24.11.2017)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου
(2016/2018(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Roberto Gualtieri

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδιες επί της ουσίας, να συμπεριλάβουν στην πρόταση ψηφίσματός τους τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν διατίθενται ταυτόχρονα όλες οι μεταφράσεις των νομοθετικών προτάσεων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται καθυστερήσεις στη νομοθετική διαδικασία∙

2.  πιστεύει ότι οι προεδρίες του Συμβουλίου πρέπει να παρέχουν λεπτομερέστερες πληροφορίες στο Κοινοβούλιο σχετικά με τις διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο, προκειμένου το Κοινοβούλιο να σχηματίζει καλύτερη εικόνα για τις θέσεις των κρατών μελών και τη φύση των προβλημάτων τους και προκειμένου να καθίσταται δυνατή η επιτυχής και έγκαιρη ολοκλήρωση των τριμερών διαπραγματεύσεων∙ επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το σημείο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (ΔΣ), τα δύο νομοθετικά όργανα συμφωνούν ότι «είναι σημαντικό να διατηρούν στενές επαφές ήδη πριν από τις διοργανικές διαπραγματεύσεις, ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη αμοιβαία κατανόηση των αντιστοίχων θέσεών τους» και επιπλέον για τον σκοπό αυτό «θα διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, μεταξύ άλλων προσκαλώντας εκπροσώπους των λοιπών θεσμικών οργάνων για άτυπη ανταλλαγή απόψεων σε τακτική βάση»· τονίζει ότι το σημείο αυτό της διοργανικής συμφωνίας δεν έχει μέχρι τούδε υλοποιηθεί επαρκώς και ότι εξακολουθεί να επικρατεί ασυμμετρία στην πληροφόρηση, δεδομένου ότι οι συνεδριάσεις των επιτροπών του Κοινοβουλίου είναι δημόσιες ενώ αυτό δεν ισχύει για τις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου· εκφράζει τη λύπη του για τη συνεχιζόμενη έλλειψη διαφάνειας των συνεδριάσεων της Ευρωομάδας και τονίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι βουλευτές του πρέπει, πριν από τη λήψη αποφάσεων, να έχουν πρόσβαση σε έγγραφα που αφορούν προγράμματα ανά χώρα καθώς και σε υπομνήματα που υποβάλλονται στην Ευρωομάδα μετά τις συνεδριάσεις, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών πρακτικών· φρονεί ότι η συμμετοχή εκπροσώπων του Κοινοβουλίου στις συνεδριάσεις των ομάδων εργασίας του Συμβουλίου, όπως ακριβώς η συμμετοχή στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων, θα προωθούσε την αμοιβαία κατανόηση∙

3.  επισημαίνει ότι σύμφωνα με το σημείο 32 της ΔΣ «η Επιτροπή ασκεί το ρόλο του διαμεσολαβητή επιφυλάσσοντας ίση μεταχείριση στους δύο βραχίονες της νομοθετικής αρχής με πλήρη σεβασμό στους ρόλους που αναθέτουν οι Συνθήκες στα τρία θεσμικά όργανα»· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να διαβιβάζει ταυτόχρονα σε αμφότερα τα νομοθετικά όργανα και, εφόσον αυτό είναι εφικτό, να δημοσιοποιεί όλα τα σημαντικά έγγραφα που αφορούν νομοθετικές προτάσεις, συμπεριλαμβανομένων των ανεπισήμων εγγράφων∙

4.  τονίζει ότι, κατά την αξιολόγηση των συνεπειών των νέων νομοθετικών προτάσεων, θα πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, τα υψηλά επίπεδα κοινωνικής ένταξης, το κόστος από τη μη ολοκλήρωση της Ευρώπης, η αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και ότι θα πρέπει να εξασφαλίζεται πλήρης συμμετοχή του κοινού και της κοινωνίας πολιτών με στόχο να διασφαλίζεται πλήρης διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και υψηλό επίπεδο κοινωνικής δικαιοσύνης·

5.  τονίζει ότι πρέπει να βελτιωθεί η άτυπη συνεργασία κατά τη διάρκεια της προπαρασκευαστικής φάσης των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων∙ απευθύνει προειδοποίηση ότι, κατά την προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και των εκτελεστικών πράξεων, δεν πρέπει να παραβλέπεται η πρόθεση των δύο νομοθετικών οργάνων, όπως αυτή εκφράζεται σε μια νομοθετική πράξη και ως ένας εκ των σκοπών της· υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το οποίο θα καταστεί σύντομα λειτουργικό∙ ζητεί από την Επιτροπή να κοινοποιεί ταυτόχρονα και στα δύο νομοθετικά όργανα όλα τα εγκριθέντα σχέδια εκτελεστικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των εκτελεστικών πράξεων και των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων∙

6.  εκφράζει λύπη του για το γεγονός ότι η Επιτροπή θεωρεί συχνά ως εγκριθέντα χωρίς αλλαγές τα προτεινόμενα από τις τρεις αρχές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΑΚΑΑ, ΕΑΤ και ΕΑΑΕΣ) μέτρα, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο χρόνος για τη διενέργεια ελέγχων που διαθέτει το Κοινοβούλιο, όταν πραγματοποιούνται σημαντικές ή πολυάριθμες αλλαγές·

7.  προτείνει να συνεδριάζει το Συμβούλιο τουλάχιστον μία φορά με το Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης, ούτως ώστε να μπορεί το Κοινοβούλιο να παρουσιάσει και να αιτιολογήσει τις εγκριθείσες τροπολογίες, και το Συμβούλιο να μπορεί να λάβει θέση για καθεμία από τις τροπολογίες αυτές· προτείνει σε κάθε περίπτωση το Συμβούλιο να παρέχει γραπτή απάντηση·

8.  προτείνει να εκπονήσει το Κοινοβούλιο μια ποσοτική μελέτη σχετικά με την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας διαβούλευσης·

9.  καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να τηρεί το χρονοδιάγραμμα που ορίζεται στον κανονισμό για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όσον αφορά τις αποφάσεις για την έγκριση, τροποποίηση ή απόρριψη σχεδίων τεχνικών προτύπων και, τουλάχιστον, να ενημερώνει επισήμως και εκ των προτέρων τα νομοθετικά όργανα, εφ’ όσον αδυνατεί, κατ’ εξαίρεση, να μην τηρήσει το χρονοδιάγραμμα αυτό, καθώς και να αναφέρει τους λόγους γι’ αυτό∙ υπογραμμίζει το γεγονός ότι πρόσφατα η Επιτροπή παρέλειψε σε πολλές περιπτώσεις να το πράξει· υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι οι διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες το Κοινοβούλιο δηλώνει ότι δεν αντιτίθεται σε μια νομοθετικής πράξη ουδέποτε εθεωρούντο αντιστάθμιση για καθυστερήσεις για τις οποίες ευθύνεται η Επιτροπή και ότι οι διαδικασίες αυτές επηρεάζουν σημαντικά τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του το Κοινοβούλιο για να ασκήσει τα δικαιώματά του για έλεγχο·

10.  ζητεί από την Επιτροπή να τηρεί τις υποχρεωτικές προθεσμίες που θεσπίζονται για τις εκθέσεις εφαρμογής και τις αναθεωρήσεις οδηγιών και κανονισμών·

11.  ζητεί να ενισχυθεί μέσω μιας διοργανικής συμφωνίας ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο ευρωπαϊκό εξάμηνο·

12.  καλεί τους εκπροσώπους της ΕΕ να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή στη συνέπεια μεταξύ διεθνών προτύπων και απαιτήσεων αφενός και δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων της ΕΕ αφετέρου·

13.  ζητεί από την Επιτροπή να δημοσιοποιεί έγγραφα στα οποία εκτίθεται η θέση της στους διεθνείς οργανισμούς που θεσπίζουν πρότυπα στους τομείς της χρηματοπιστωτικής πολιτικής, της νομισματικής πολιτικής και της προληπτικής εποπτείας, και ειδικότερα στο πλαίσιο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών∙ ζητεί να τηρείται το Κοινοβούλιο πλήρως ενήμερο σε όλα τα στάδια της εκπόνησης διεθνών προτύπων που ενδέχεται να επηρεάζουν το δίκαιο της ΕΕ·

14.  ζητεί την καθιέρωση και θεσμοθέτηση ενός χρηματοπιστωτικού διαλόγου σχετικά με την υιοθέτηση και συνοχή των ευρωπαϊκών θέσεων πριν από σημαντικές διεθνείς διαπραγματεύσεις, σύμφωνα με το ψήφισμα που ενέκρινε το Κοινοβούλιο σχετικά με τον ρόλο της ΕΕ στο πλαίσιο διεθνών οικονομικών, νομισματικών και ρυθμιστικών οργανισμών και οργάνων[1]· τονίζει ότι, με βάση λεπτομερείς κατευθυντήριες γραμμές, που μπορεί να συμπληρωθούν με προδραστικά ψηφίσματα καθοδηγητικού χαρακτήρα, οι θέσεις αυτές θα πρέπει να συζητούνται και να γνωστοποιούνται εκ των προτέρων και να διασφαλίζεται εν συνεχεία μια παρακολούθηση με την υποβολή τακτικών εκθέσεων από την Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή των εν λόγω κατευθυντήριων γραμμών.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

21.11.2017

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

47

0

6

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Gerolf Annemans, Hugues Bayet, Pervenche Berès, Udo Bullmann, Thierry Cornillet, Markus Ferber, Jonás Fernández, Sven Giegold, Neena Gill, Roberto Gualtieri, Brian Hayes, Gunnar Hökmark, Cătălin Sorin Ivan, Barbara Kappel, Wajid Khan, Philippe Lamberts, Sander Loones, Olle Ludvigsson, Ivana Maletić, Gabriel Mato, Bernard Monot, Caroline Nagtegaal, Luděk Niedermayer, Stanisław Ożóg, Pirkko Ruohonen-Lerner, Anne Sander, Alfred Sant, Molly Scott Cato, Pedro Silva Pereira, Peter Simon, Theodor Dumitru Stolojan, Kay Swinburne, Ramon Tremosa i Balcells, Ernest Urtasun, Marco Valli, Tom Vandenkendelaere, Miguel Viegas, Jakob von Weizsäcker, Marco Zanni, Σωτήριος Ζαριανόπουλος, Γεώργιος Κύρτσος, Κώστας Μαυρίδης, Δημήτριος Παπαδημούλης

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Andrea Cozzolino, Herbert Dorfmann, Frank Engel, Ashley Fox, Paloma López Bermejo, Thomas Mann, Siegfried Mureşan

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Bogdan Brunon Wenta, Wim van de Camp

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

47

+

ALDE

Thierry Cornillet

ECR

Ashley Fox, Sander Loones, Stanisław Ożóg, Pirkko Ruohonen-Lerner, Kay Swinburne

EFDD

Marco Valli

ENF

Gerolf Annemans, Barbara Kappel, Bernard Monot

GUE/NGL

Dimitrios Papadimoulis

PPE

Herbert Dorfmann, Frank Engel, Markus Ferber, Brian Hayes, Gunnar Hökmark, Georgios Kyrtsos, Ivana Maletić, Thomas Mann, Gabriel Mato, Siegfried Mureşan, Luděk Niedermayer, Anne Sander, Theodor Dumitru Stolojan, Tom Vandenkendelaere, Bogdan Brunon Wenta, Wim van de Camp

S&D

Hugues Bayet, Pervenche Berès, Udo Bullmann, Andrea Cozzolino, Jonás Fernández, Neena Gill, Roberto Gualtieri, Cătălin Sorin Ivan, Ramón Jáuregui Atondo, Wajid Khan, Olle Ludvigsson, Costas Mavrides, Alfred Sant, Pedro Silva Pereira, Peter Simon, Jakob von Weizsäcker

Verts/ALE

Sven Giegold, Philippe Lamberts, Molly Scott Cato, Ernest Urtasun

0

-

6

0

ALDE

Caroline Nagtegaal, Ramon Tremosa i Balcells

ENF

Marco Zanni

GUE/NGL

Paloma López Bermejo, Miguel Viegas

NI

Sotirios Zarianopoulos

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+  :  υπέρ

-  :  κατά

0  :  αποχή

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (28.3.2018)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου
(2016/2018(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Anthea McIntyre

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδιες επί της ουσίας, να συμπεριλάβουν στην πρόταση ψηφίσματός τους τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  λαμβάνει υπό σημείωση τη διοργανική συμφωνία (ΔΣ) για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και την ένταξη νέων, καινοτόμων στοιχείων για τη βελτίωση της ποιότητας της ρύθμισης, που μπορούν να συμβάλουν στην εξασφάλιση πραγματικής προστιθέμενης αξίας όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση, ιδίως με την καθιέρωση μιας ετήσιας έρευνας του φόρτου, στόχων μείωσης του φόρτου, δοκιμών για τις ΜΜΕ και την ανταγωνιστικότητα, που θα πρέπει να αποτελούν τον κύριο άξονα κάθε αξιολόγησης αντικτύπου, με την εξασφάλιση της συμμετοχής της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου στον έλεγχο της ποιότητας των αξιολογήσεων αντικτύπου καθώς και με τη βελτίωση των νομοθετικών διαδικασιών, την απαίτηση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και την ενίσχυση της διαφάνειας της νομοθετικής διαδικασίας και με ταυτόχρονη τήρηση των θεμελιωδών αρχών του δικαίου της ΕΕ, δηλαδή της δημοκρατικής νομιμότητας, της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·

2.  θεωρεί ότι η συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας αποτελεί διοργανική διαδικασία που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης· υπενθυμίζει ότι σε πολλές περιπτώσεις η νομοθεσία της ΕΕ εναρμονίζει ή αντικαθιστά διαφορετικούς κανόνες στα 28 κράτη μέλη, καθιστώντας τις εθνικές αγορές αμοιβαία και εξίσου προσβάσιμες και μειώνοντας συνολικά το διοικητικό κόστος για τη δημιουργία μιας πλήρως λειτουργικής εσωτερικής αγοράς·

3.  υπογραμμίζει τη σημασία της δίκαιης και διαφανούς συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, που θα πρέπει να μετουσιωθεί σε πράξη με την γνήσια δέσμευση της Επιτροπής να εξασφαλίσει τη συμμετοχή, στο ίδιο επίπεδο, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στην εφαρμογή των ρυθμίσεων προγραμματισμού της και υπενθυμίζει στην Επιτροπή την υποχρέωσή της να ανταποκρίνεται εγκαίρως στις νομοθετικές και μη νομοθετικές εκθέσεις πρωτοβουλίας· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι αρκετές εκθέσεις πρωτοβουλίας παραμένουν αναπάντητες, και καλεί την Επιτροπή να κοινοποιεί στους συννομοθέτες, εντός τριών μηνών, τους λόγους ανάκλησης ενός κειμένου, καθώς και να τους παρέχει αιτιολογημένη απάντηση όσον αφορά αιτήματα για νομοθετικές ή μη νομοθετικές προτάσεις·

4.  υπογραμμίζει ότι υπάρχει σήμερα ασυμμετρία πληροφόρησης μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς οι συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών είναι δημόσιες, ενώ εκείνες του Συμβουλίου δεν είναι· ως εκ τούτου, τονίζει τη σημασία της άμεσης εφαρμογής του σημείου 34 της συμφωνίας που ορίζει ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, υπό την ιδιότητά τους ως συννομοθέτες, πρέπει να διατηρούν στενή επαφή σε όλες τις διοργανικές διαπραγματεύσεις, μεταξύ άλλων μέσω της αμοιβαίας ανταλλαγής απόψεων και πληροφοριών·

5.  ως συννομοθέτης επιφορτισμένος με το έργο της άσκησης ελέγχου στην Επιτροπή, λαμβάνει υπό σημείωση τη σύσταση της Ειδικής Ομάδας της Επιτροπής για την επικουρικότητα, την αναλογικότητα και την προσέγγιση «κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο», η οποία πρέπει να εργαστεί με γνώμονα τη διοργανική συμφωνία με σκοπό την αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών που θεωρούν την αρχή της επικουρικότητας βασική πτυχή της δημοκρατικής διαδικασίας και προσδοκούν από την ΕΕ να δρα εκεί όπου υπάρχει πραγματική προστιθέμενη αξία και να τους δίνει τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε μεγαλύτερο βαθμό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε επίπεδο ΕΕ·

6.  πιστεύει ότι η αρχή «προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις» θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη δημιουργία θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη, μειώνοντας το αδικαιολόγητο κόστος της νομοθεσίας για τις ΜΜΕ· επισημαίνει ότι η νομοθεσία μπορεί να έχει διαφορετικό αντίκτυπο στις μεγάλες επιχειρήσεις και στις ΜΜΕ, πράγμα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας· ενθαρρύνει την Επιτροπή να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη οι ανάγκες των ΜΜΕ κατά την κατάρτιση της νομοθεσίας και να πραγματοποιεί συστηματικά «δοκιμές ΜΜΕ», προκειμένου να επαληθεύει τις επιπτώσεις των προτάσεών της στις ΜΜΕ, συνεχίζοντας παράλληλα να εξασφαλίζει υψηλά πρότυπα προστασίας των καταναλωτών, των εργαζομένων, της υγείας και του περιβάλλοντος, ανεξαρτήτως του μεγέθους της επιχείρησης· τονίζει ότι η συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους μπορεί να εξασφαλίσει ότι τα μέτρα θα εφαρμόζονται χωρίς περιττή γραφειοκρατία, μεταξύ άλλων και στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις·

7.  παροτρύνει την Επιτροπή, στο πλαίσιο της βελτίωσης του νομοθετικού έργου, να αξιολογήσει καλύτερα τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις των πολιτικών της, καθώς και τον αντίκτυπό τους στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη το κόστος της έλλειψης νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς και το γεγονός ότι οι αναλύσεις κόστους-οφέλους αποτελούν ένα μόνο από πολλά κριτήρια·

8.  επισημαίνει το εγχειρίδιο για την αξιολόγηση αντίκτυπου (ΑΑ), και ειδικότερα τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διενέργεια εκτιμήσεων αντίκτυπου για ουσιαστικές τροποποιήσεις· πιστεύει ακράδαντα ότι οι εκτιμήσεις αντίκτυπου για τις τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου θα συμβάλουν στην ενίσχυση της θέσης του· επισημαίνει ότι, ενώ οι αξιολογήσεις αντίκτυπου συμβάλλουν θετικά στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της ΕΕ, η διοργανική συμφωνία, ωστόσο, αναφέρει ότι δεν πρέπει να καθυστερούν αδικαιολόγητα τη νομοθετική διαδικασία ή να θίγουν τη δυνατότητα των συννομοθετών να προτείνουν τροποποιήσεις ή να υποκαθιστούν τη διαδικασία λήψης πολιτικών αποφάσεων·

9.  σημειώνει ότι, όπως διευκρινίζεται στο πλαίσιο της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, «καθένα από τα τρία θεσμικά όργανα είναι αρμόδιο να καθορίζει τον τρόπο οργάνωσης των εργασιών του σχετικά με την εκτίμηση επιπτώσεων, συμπεριλαμβανομένων εσωτερικών οργανωτικών πόρων και ελέγχου ποιότητας»·

10.  φρονεί ότι έχει ουσιαστική σημασία, η αναφερόμενη στη διοργανική συμφωνία «αρχική εκτίμηση επιπτώσεων της Επιτροπής και τυχόν πρόσθετες εκτιμήσεις επιπτώσεων που πραγματοποιούν τα θεσμικά όργανα κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας» να δημοσιοποιούνται έως το τέλος της νομοθετικής διαδικασίας, προς το συμφέρον της διαφάνειας έναντι των πολιτών και των συμφεροντούχων·

11.  τονίζει τη σημασία της έγκαιρης, δημόσιας και διαφανούς συμμετοχής και διαβούλευσης των συμφεροντούχων, με επαρκή χρόνο για ουσιαστικές απαντήσεις· υπογραμμίζει ότι είναι ουσιώδες οι δημόσιες διαβουλεύσεις να διεξάγονται από την Επιτροπή σε όλες τις επίσημες γλώσσες κατά τη διάρκεια του προπαρασκευαστικού σταδίου·

12.  τονίζει τη σημασία της συμφωνηθείσας ετήσιας έρευνας για τον διοικητικό φόρτο ως εργαλείου που θα μπορούσε να χρησιμεύσει στον εντοπισμό και την παρακολούθηση των αποτελεσμάτων των προσπαθειών της ΕΕ για αποφυγή των περιττών επιβαρύνσεων και στη βελτίωση της ποιότητας της νομοθεσίας της Ένωσης που πρέπει να είναι φιλόδοξη·

13.  παροτρύνει την Επιτροπή να καθιερώσει χωρίς καθυστέρηση όλα τα μέτρα που προτείνονται από τη διοργανική συμφωνία, και ιδίως εκείνα που αφορούν την καλόπιστη συνεργασία μεταξύ των θεσμικών οργάνων και ειδικά την ετήσια έρευνα για τον διοικητικό φόρτο, δεδομένου ότι μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο κατά τη μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ, και κυρίως κατά τον έλεγχο της μεταφοράς των οδηγιών στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών και της επιβολής τους, καθώς και όλων των εθνικών διατάξεων που υπερβαίνουν τις διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας («κανονιστικός υπερθεματισμός»), λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη είναι πάντα ελεύθερα να εφαρμόζουν υψηλότερα πρότυπα εάν το ενωσιακό δίκαιο ορίζει μόνο ελάχιστα πρότυπα· πιστεύει, εν προκειμένω, ότι η ετήσια έρευνα για τον διοικητικό φόρτο παρέχει μια πρόσθετη δυνατότητα να αποδειχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η προστιθέμενη αξία της νομοθεσίας της ΕΕ και να διασφαλιστεί η διαφάνεια για τους πολίτες·

14.  επισημαίνει ότι η ΕΡΕ αποτελεί ένα θετικό πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της επίτευξης μιας ανεξάρτητης επιτροπής ελέγχου· πιστεύει ότι η νέα ΕΡΕ πρέπει να επιδείξει μεγαλύτερη φιλοδοξία· ζητεί την τακτική αξιολόγηση και παρακολούθηση του έργου της ΕΡΕ κατά την εκπλήρωση του ρόλου της του ελέγχου και της παροχής αντικειμενικών συμβουλών σχετικά με την ποιότητα των αξιολογήσεων αντίκτυπου· θεωρεί χρήσιμη τη δημοσιοποίηση της γνώμης της ΕΡΕ μαζί με τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων αντικτύπου, εφόσον είναι δυνατόν·

15.  επικροτεί το γεγονός ότι η διοργανική συμφωνία ορίζει ότι κατά τον προσδιορισμό του νομοθετικού προγράμματος θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η «ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία» κάθε προτεινόμενης ενωσιακής δράσης καθώς και το «κόστος της μη Ευρώπης» ελλείψει δράσης σε επίπεδο Ένωσης· υπογραμμίζει το γεγονός ότι το κόστος της μη Ευρώπης μπορεί να εκτιμηθεί σε 1,75 τρισεκατομμύρια EUR ετησίως, ποσό που ισοδυναμεί με το 12% του ΑΕγχΠ της ΕΕ (2016)[1]· τιμά το έργο της Διεύθυνσης Αξιολόγησης Αντικτύπου και Ευρωπαϊκής Προστιθέμενης Αξίας της Υπηρεσίας Έρευνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΥΕΕΚ) στον συγκεκριμένο τομέα·

16.  επισημαίνει το γεγονός ότι η επιλογή της νομικής βάσης για τις προτάσεις της Επιτροπής θα πρέπει να γίνεται σε αντικειμενική βάση υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο· ωστόσο, τονίζει το δικαίωμα του Κοινοβουλίου, ως συννομοθέτη, να προτείνει τροποποιήσεις στις νομικές βάσεις, σύμφωνα με την ερμηνεία των Συνθηκών·

17.  τονίζει ότι η βελτίωση του νομοθετικού έργου θα πρέπει να επικεντρωθεί λιγότερο στη μείωση των ρυθμίσεων και περισσότερο στην ποιότητα της νομοθεσίας και στην ικανότητά της να προστατεύει και να προασπίζει τα συμφέροντα των πολιτών της ΕΕ· υπογραμμίζει ότι, όταν διενεργούνται έλεγχοι καταλληλότητας, είναι σημαντικό να αποδίδεται στα θεμελιώδη δικαιώματα και σε θέματα απασχόλησης και υγείας και ασφάλειας η ίδια βαρύτητα με τα οικονομικά θέματα· επισημαίνει ότι όταν τα δύο αυτά πεδία αλληλοσυγκρούονται, θα πρέπει πάντοτε να προηγούνται τα θεμελιώδη δικαιώματα·

18.  υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία, «η Επιτροπή θα εξετάσει κατά πόσο είναι σκόπιμο να θεσπιστούν στο πρόγραμμα REFIT [το πρόγραμμα βελτίωσης της καταλληλότητας και της αποδοτικότητας του κανονιστικού πλαισίου] στόχοι για τη μείωση του φόρτου σε συγκεκριμένους τομείς», προκειμένου να καταβληθεί προσπάθεια για τη μείωση του ρυθμιστικού και διοικητικού φόρτου· καλεί την Επιτροπή να αποσαφηνίσει, και, κατά περίπτωση, να ορίσει στόχους για τη μείωση του αδικαιολόγητου φόρτου σε βασικούς τομείς, χωρίς να καταστεί δυσχερέστερη η επίτευξη των φιλόδοξων στρατηγικών στόχων της ΕΕ·

19.  υπενθυμίζει ότι, στην απόφασή του της 9ης Μαρτίου 2016 σχετικά με τη νέα διοργανική συμφωνία, το Κοινοβούλιο δήλωσε ότι η διατύπωση που περιλαμβάνεται στη διοργανική συμφωνία δε δεσμεύει επαρκώς τα τρία θεσμικά όργανα να συμπεριλάβουν τις δοκιμές για τις ΜΜΕ και την ανταγωνιστικότητα στις εκτιμήσεις αντίκτυπου που διενεργούν· πιστεύει ότι είναι απολύτως αναγκαίο να ληφθούν περαιτέρω μέτρα προκειμένου τα τρία θεσμικά όργανα να αναλάβουν τη δέσμευση να συμπεριλάβουν τις δοκιμές αυτές στις οικείες εκτιμήσεις αντίκτυπου·

20.  καλεί την Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων να αφιερώνει, σε τακτική βάση, χρόνο για τη διεξαγωγή αναλύσεων σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας· πιστεύει ότι η εν λόγω επιτροπή θα πρέπει να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποβάλλει σε τακτική βάση τις εκτιμήσεις αντίκτυπου που διενεργεί σε συνεδριάσεις ολομέλειας της επιτροπής·

21.  καλεί όλες τις επιτροπές του να προβαίνουν συστηματικά σε επανεξέταση των εκτιμήσεων αντίκτυπου της Επιτροπής και σε επανεξέταση της ανάλυσης της εκ των προτέρων εκτίμησης αντίκτυπου του Κοινοβουλίου σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

27.3.2018

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

26

18

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Guillaume Balas, Tiziana Beghin, Brando Benifei, Mara Bizzotto, Enrique Calvet Chambon, David Casa, Michael Detjen, Elena Gentile, Arne Gericke, Marian Harkin, Czesław Hoc, Agnes Jongerius, Ádám Kósa, Agnieszka Kozłowska-Rajewicz, Patrick Le Hyaric, Jeroen Lenaers, Thomas Mann, Dominique Martin, Miroslavs Mitrofanovs, Emilian Pavel, João Pimenta Lopes, Georgi Pirinski, Marek Plura, Sofia Ribeiro, Robert Rochefort, Claude Rolin, Siôn Simon, Romana Tomc, Ulrike Trebesius, Marita Ulvskog, Renate Weber, Λάμπρος Φουντούλης

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Georges Bach, Amjad Bashir, Heinz K. Becker, Tania González Peñas, Ivari Padar, Anne Sander, Sven Schulze, Jasenko Selimovic, Csaba Sógor, Ivo Vajgl, Νεοκλής Συλικιώτης

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jude Kirton-Darling, Ana Miranda, James Nicholson, Massimo Paolucci

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

26

+

ALDE

Enrique Calvet Chambon, Marian Harkin, Robert Rochefort, Jasenko Selimovic, Ivo Vajgl, Renate Weber

ECR

Amjad Bashir, Arne Gericke, Czesław Hoc, James Nicholson, Ulrike Trebesius

ENF

Dominique Martin

PPE

Georges Bach, Heinz K. Becker, David Casa, Ádám Kósa, Agnieszka Kozłowska-Rajewicz, Jeroen Lenaers, Thomas Mann, Marek Plura, Sofia Ribeiro, Claude Rolin, Anne Sander, Sven Schulze, Csaba Sógor, Romana Tomc

18

-

GUE/NGL

Tania González Peñas, Patrick Le Hyaric, João Pimenta Lopes, Neoklis Sylikiotis

S&D

Guillaume Balas, Brando Benifei, Michael Detjen, Elena Gentile, Agnes Jongerius, Jude Kirton-Darling, Ivari Padar, Massimo Paolucci, Emilian Pavel, Georgi Pirinski, Siôn Simon, Marita Ulvskog

VERTS/ALE

Ana Miranda, Miroslavs Mitrofanovs

3

0

EFDD

Tiziana Beghin

ENF

Mara Bizzotto

NI

Lampros Fountoulis

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+  :  υπέρ

-  :  κατά

0  :  αποχή

  • [1]  http://www.europarl.europa.eu/RegData/etudes/STUD/2017/603239/EPRS_STU%282017%29603239_EN.pdf

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (21.3.2018)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου
(2016/2018(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Adina-Ioana Vălean

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδιες επί της ουσίας, να συμπεριλάβουν στην πρόταση ψηφίσματός τους τις ακόλουθες προτάσεις:

Διεθνείς συμφωνίες

1.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα του Συμβουλίου που αφορούν διεθνείς συμφωνίες, ιδίως διαπραγματευτικές εντολές, δεν είναι συνήθως δυνατή·

2.  ζητεί πιο εναρμονισμένη και διαρθρωμένη προσέγγιση, με εγγυημένη την πρόσβαση του Κοινοβουλίου, για όλα τα κείμενα των διαπραγματεύσεων και τα σχετικά έγγραφα, ακόμη και για τα έγγραφα με εμπιστευτικό ή διαβαθμισμένο χαρακτήρα, περιλαμβανομένων των διαπραγματευτικών εντολών, και για άλλα σχετικά έγγραφα που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια των προπαρασκευαστικών σταδίων και των διαπραγματεύσεων αυτών καθαυτών· θεωρεί επιπλέον ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να παρέχουν στο Κοινοβούλιο τακτικά επικαιροποιημένους καταλόγους των εγγράφων που έχουν στη διάθεσή τους όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις·

3.  επιδοκιμάζει τη γραπτή ενημέρωση που παρέχεται από την Επιτροπή πριν από διεθνείς διασκέψεις και την καθημερινή προφορική ενημέρωση που παρέχουν η Προεδρία του Συμβουλίου και η Επιτροπή κατά τη διάρκεια των εν λόγω διασκέψεων·

4.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται στο Κοινοβούλιο να παρίσταται, ως παρατηρητής, στις συντονιστικές συνεδριάσεις της ΕΕ κατά τις διεθνείς διασκέψεις·

5.  ζητεί από τα τρία θεσμικά όργανα της ΕΕ να ολοκληρώσουν – εγκαίρως – τις διαπραγματεύσεις για βελτιωμένες πρακτικές ρυθμίσεις όσον αφορά τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών που ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2016, σύμφωνα με το άρθρο 40 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις

6.  επισημαίνει ότι η ανάθεση αρμοδιοτήτων στην Επιτροπή δεν είναι απλώς ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει ευαίσθητα από πολιτική άποψη θέματα που έχουν μεγάλη σημασία για τους πολίτες της ΕΕ, τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις·

7.  υπενθυμίζει το γεγονός ότι, όπως ορίζεται στην αιτιολογική σκέψη 7, η νέα διοργανική συμφωνία θα πρέπει να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας και να βελτιώνει την εφαρμογή των άρθρων 290 και 291 της ΣΛΕΕ, ωστόσο εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι τούτο δεν έχει συμβεί ακόμη· αποδοκιμάζει έντονα το γεγονός ότι το Συμβούλιο εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα απρόθυμο να κάνει δεκτές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις όταν πληρούνται τα κριτήρια που θεσπίζονται στο άρθρο 290 της ΣΛΕΕ· τονίζει ότι το γεγονός αυτό λειτουργεί πολύ επιβαρυντικά για τις διαπραγματεύσεις·

8.  εκφράζει την έντονη ανησυχία του για το γεγονός ότι το Συμβούλιο προσπαθεί σχεδόν συστηματικά να αντικαθιστά τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις με εκτελεστικές πράξεις· θεωρεί ιδιαίτερα απαράδεκτο το γεγονός ότι το Συμβούλιο προσπαθεί να χρησιμοποιεί την ευθυγράμμιση με τα δεδομένα που έχουν προκύψει μετά την Λισαβόνα, για να αντικαθιστά την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο με εκτελεστικές πράξεις και όχι με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις·

9.  εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν υποστήριζε πάντα τις δικές του αρχικές προτάσεις όσον αφορά τη χρήση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων·

10.  υπενθυμίζει ότι σημαντικά από πολιτική άποψη στοιχεία, όπως κατάλογοι της Ένωσης ή μητρώα προϊόντων ή ουσιών, θα πρέπει να παραμένουν αναπόσπαστα στοιχεία της βασικής πράξης – κατά περίπτωση με την μορφή παραρτημάτων – και θα πρέπει, επομένως, να τροποποιούνται μόνον μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· τονίζει ότι η κατάρτιση αυτοτελών καταλόγων θα πρέπει να αποφεύγεται για λόγους ασφάλειας δικαίου·

11.  προσβλέπει στη δυνατότητα χρήσης του καλά δομημένου και εύχρηστου λειτουργικού μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, που δημοσιεύτηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2017 και έχει ζητηθεί από το Κοινοβούλιο·

12.  υπενθυμίζει στα τρία θεσμικά όργανα της ΕΕ ότι πρέπει να συντελεστεί μεγαλύτερη πρόοδος όσον αφορά τη δημιουργία μιας ειδικής κοινής βάσης δεδομένων σχετικά με την πορεία των νομοθετικών φακέλων·

Εκτιμήσεις επιπτώσεων

13.  ζητεί για άλλη μία φορά στις εκτιμήσεις επιπτώσεων να περιλαμβάνεται υποχρεωτικά ισορροπημένη ανάλυση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και υγειονομικών επιπτώσεων·

14.  τονίζει ότι οι εκτιμήσεις επιπτώσεων θα πρέπει να χρησιμεύουν μόνον ως οδηγός για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου και ως βοήθεια για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, και επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να αντικαθιστούν πολιτικές αποφάσεις στα πλαίσια της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων ούτε να παρεμποδίζουν τον ρόλο των πολιτικά υπευθύνων για τη λήψη αποφάσεων·

15.  θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις επιπτώσεων δεν θα πρέπει να προκαλούν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις νομοθετικές διαδικασίες, ούτε να χρησιμοποιούνται ως διαδικαστικά εμπόδια σε μια προσπάθεια να καθυστερήσει ανεπιθύμητη νομοθετική πράξη·

16.  ζητεί από την Επιτροπή να χρησιμοποιεί τις εκτιμήσεις επιπτώσεων και τις εκ των υστέρων αξιολογήσεις για να εξετάζει τη συμβατότητα των πρωτοβουλιών, των προτάσεων ή των υφιστάμενων νομοθετικών πράξεων με τους στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς και τις επιπτώσεις τους, αντίστοιχα, στην πρόοδο και στην εφαρμογή των στόχων αυτών·

Απλούστευση

17.  πιστεύει ότι ορισμένες διοικητικές επιβαρύνσεις είναι αναγκαίες για να εξασφαλιστεί η δέουσα συμμόρφωση προς τους νομοθετικούς στόχους και το απαιτούμενο επίπεδο προστασίας, ιδίως στους τομείς του περιβάλλοντος και της προστασίας της δημόσιας υγείας, στους οποίους πρέπει να τηρούνται οι υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων·

18.  τονίζει πόσο σημαντικό είναι να αποφεύγεται η περιττή γραφειοκρατία και να λαμβάνεται υπόψη η συσχέτιση μεταξύ του μεγέθους της εταιρείας και των πόρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων·

19.  πιστεύει ότι, επειδή η ποιότητα έχει ύψιστη σημασία, οι εργασίες της απλούστευσης του κανονιστικού πλαισίου δεν θα πρέπει να αποτελούν πρόσχημα για να μειώνεται το επίπεδο φιλοδοξίας σε ζητήματα ζωτικής σημασίας για την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία ή την επισιτιστική ασφάλεια·

20.  ενώ επισημαίνει την ανάγκη εξέτασης και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων παρεμβάσεων μέσω της μείωσης του περιττού κόστους που προκύπτει από νομοθετικές ρυθμίσεις, θεωρεί ότι δεν ενδείκνυται ο προσδιορισμός σαφούς στόχου για τη μείωση του κόστους που προκύπτει από νομοθετικές ρυθμίσεις, δεδομένου ότι κάτι τέτοιο οδηγεί σε περιττή μείωση του φάσματος των διαθέσιμων μέσων για την αντιμετώπιση νέων ή ανεπίλυτων ζητημάτων και αγνοεί τα αντίστοιχα οφέλη της νομοθεσίας·

21.  επικροτεί την ανακοίνωση της Επιτροπής ότι στο πλαίσιο της επανεξέτασης των υφιστάμενων και των προβλεπόμενων νόμων θα ληφθούν υπόψη τα ειδικά συμφέροντα των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των ΜΜΕ, και θα μειωθεί η επιβάρυνση για τις εν λόγω επιχειρήσεις μέσω εξαιρέσεων και απλουστεύσεων· ενθαρρύνει την Επιτροπή να διερευνήσει τρόπους με τους οποίους μπορούν να λαμβάνονται περισσότερο υπόψη οι ανάγκες των ΜΜΕ και των πολύ μικρών επιχειρήσεων κατά την κατάρτιση της νομοθεσίας, διασφαλίζοντας παράλληλα υψηλά πρότυπα προστασίας των καταναλωτών, των εργαζομένων, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος·

22.  εκφράζει ικανοποίηση για τη σύσταση της Ειδικής Ομάδας της Επιτροπής για την επικουρικότητα, την αναλογικότητα και την προσέγγιση «κάνουμε λιγότερα με πιο αποδοτικό τρόπο», η οποία πρέπει να εργαστεί με γνώμονα τη διοργανική συμφωνία με σκοπό την αύξηση της εμπιστοσύνης των πολιτών, οι οποίοι θεωρούν την αρχή της επικουρικότητας βασική πτυχή της δημοκρατικής διαδικασίας·

23.  επισημαίνει τις νέες διατάξεις για τις δημόσιες διαβουλεύσεις και τις διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη, οι οποίες θα πρέπει να χρησιμεύουν ως σημαντικό εργαλείο τόσο κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας·

Εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ

24.  είναι της άποψης ότι, κατά την εφαρμογή και τη μεταφορά των πράξεων της ΕΕ, πρέπει να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων «κανονιστικού υπερθεματισμού» όπου τα κράτη μέλη θεσπίζουν πρόσθετες διοικητικές απαιτήσεις που δεν αφορούν τη νομοθεσία της ΕΕ και των περιπτώσεων καθορισμού υψηλότερων προτύπων που υπερβαίνουν τα ελάχιστα πρότυπα που ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ για το περιβάλλον και την προστασία των καταναλωτών, για την υγειονομική περίθαλψη και την ασφάλεια των τροφίμων·

25.  ζητεί από τα κράτη μέλη να απέχουν όσο το δυνατόν περισσότερο από την επινόηση διοικητικών απαιτήσεων κατά τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της νομοθεσίας της ΕΕ και, σύμφωνα με το άρθρο 43 της διοργανικής συμφωνίας, να επισημαίνουν αυτές τις προσθήκες στην πράξη μεταφοράς ή σε συναφή έγγραφα·

°

°  °

26.  υπογραμμίζει ότι, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ και στις περιπτώσεις όπου η νομοθεσία της ΕΕ ορίζει μόνον ελάχιστα πρότυπα, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν υψηλότερα πρότυπα για την προστασία του περιβάλλοντος και των καταναλωτών, για την υγειονομική περίθαλψη και την ασφάλεια των τροφίμων·

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

20.3.2018

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

54

5

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marco Affronte, Margrete Auken, Pilar Ayuso, Ivo Belet, Biljana Borzan, Paul Brannen, Soledad Cabezón Ruiz, Nessa Childers, Birgit Collin-Langen, Miriam Dalli, Seb Dance, Angélique Delahaye, Mark Demesmaeker, Stefan Eck, Bas Eickhout, Karl-Heinz Florenz, Francesc Gambús, Elisabetta Gardini, Gerben-Jan Gerbrandy, Arne Gericke, Jens Gieseke, Julie Girling, Sylvie Goddyn, Françoise Grossetête, Andrzej Grzyb, Jytte Guteland, Anneli Jäätteenmäki, Karin Kadenbach, Kateřina Konečná, Urszula Krupa, Giovanni La Via, Jo Leinen, Peter Liese, Lukas Mandl, Valentinas Mazuronis, Susanne Melior, Rory Palmer, Massimo Paolucci, Piernicola Pedicini, Bolesław G. Piecha, Pavel Poc, Julia Reid, Frédérique Ries, Michèle Rivasi, Daciana Octavia Sârbu, Annie Schreijer-Pierik, Davor Škrlec, Renate Sommer, Claudiu Ciprian Tănăsescu, Ivica Tolić, Adina-Ioana Vălean, Damiano Zoffoli

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Christofer Fjellner, Elena Gentile, Merja Kyllönen, Norbert Lins, Gesine Meissner, Ulrike Müller, Mihai Ţurcanu

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Fernando Ruas, Ruža Tomašić, Jadwiga Wiśniewska

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

54

+

ALDE

Gerben-Jan Gerbrandy, Anneli Jäätteenmäki, Valentinas Mazuronis, Gesine Meissner, Ulrike Müller, Frédérique Ries

EFDD:

Piernicola Pedicini

GUE/NGL:

Stefan Eck, Kateřina Konečná, Merja Kyllönen

PPE:

Pilar Ayuso, Ivo Belet, Birgit Collin-Langen, Angélique Delahaye, Christofer Fjellner, Karl-Heinz Florenz, Francesc Gambús, Elisabetta Gardini, Jens Gieseke, Julie Girling, Françoise Grossetête, Andrzej Grzyb, Giovanni La Via, Peter Liese, Norbert Lins, Lukas Mandl, Fernando Ruas, Annie Schreijer-Pierik, Renate Sommer, Ivica Tolić, Mihai Ţurcanu, Adina-Ioana Vălean

S&D:

Biljana Borzan, Paul Brannen, Soledad Cabezón Ruiz, Nessa Childers, Miriam Dalli, Seb Dance, Elena Gentile, Jytte Guteland, Karin Kadenbach, Jo Leinen, Susanne Melior, Rory Palmer, Massimo Paolucci, Pavel Poc, Daciana Octavia Sârbu, Claudiu Ciprian Tănăsescu, Damiano Zoffoli

VERTS/ALE:

Marco Affronte, Margrete Auken, Bas Eickhout, Michèle Rivasi, Davor Škrlec

5

-

ECR

Arne Gericke, Urszula Krupa, Bolesław G. Piecha, Ruža Tomašić, Jadwiga Wiśniewska

3

0

ECR:

Mark Demesmaeker

EFDD:

Julia Reid

ENF:

Sylvie Goddyn

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+  :  υπέρ

-  :  κατά

0  :  αποχή

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Αναφορών (25.1.2017)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου
(2016/2018(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Νότης Μαριάς

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Αναφορών καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδιες επί της ουσίας, να συμπεριλάβουν στην πρόταση ψηφίσματός τους τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επισημαίνει τον στόχο προτεραιότητας της Επιτροπής για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου για αυτήν την κοινοβουλευτική περίοδο και επιβεβαιώνει την ανάγκη για μια σαφή, απλή, αποτελεσματική και ισορροπημένη νομοθεσία της ΕΕ, η οποία θα εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο κοινωνικής, περιβαλλοντικής και επαγγελματικής προστασίας που θα είναι εύκολο να μεταφερθεί και να εφαρμοστεί·

2.  σημειώνει ότι οι βελτιωμένες νομοθετικές διαδικασίες σε επίπεδο ΕΕ, με έγκαιρη και βαθύτερη διοργανική συνεργασία, ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια πιο συνεκτική και εναρμονισμένη εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ·

3.  θεωρεί ότι η βελτίωση της διαφάνειας της διαδικασίας διαπραγματεύσεων, ιδίως όσον αφορά την διατλαντική εταιρική σχέση συναλλαγών και επενδύσεων (ΤΤΙΡ) και τη συνολική οικονομική και εμπορική συμφωνία (CETA), καθώς και της νομοθετικής διαδικασίας, και ο ενισχυμένος έλεγχος της υφιστάμενης νομοθεσίας πρέπει να είναι οι κατευθυντήριες αρχές για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

4.  τονίζει ότι οι διαπραγματεύσεις σχετικά με μια συμφωνία αποχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 50 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση διεξάγονται σε διοργανική βάση· υπενθυμίζει ότι το άρθρο 50 απλώς διευκρινίζει για τη συμμετοχή των μελών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου· επισημαίνει ότι δεν εμποδίζεται η συμμετοχή στις συζητήσεις και ψηφοφορίες στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου και επιτροπών βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν το αποχωρούν κράτος μέλος· θεωρεί αναγκαίο να ενισχυθεί η διαφάνεια όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση τόσο σε επίπεδο Κοινοβουλίου όσο και σε διοργανικό επίπεδο·

5.  τονίζει τη σημασία να αναπτυχθεί και να προωθηθεί περαιτέρω ο ρόλος του Κοινοβουλίου ως συν-νομοθέτη και να εξασφαλισθεί ισότητα σε σχέση με το Συμβούλιο, καθώς και να ενισχυθεί ο ρόλος του ως οργάνου εποπτείας του συνόλου των θεσμικών οργάνων της ΕΕ·

6.  τονίζει ότι, όσον αφορά την εφαρμογή της, μια αποτελεσματική νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να εξασφαλίζει ότι οι διαδικασίες που έχουν θεσπιστεί ανταποκρίνονται στον επιδιωκόμενο στόχο της επιμέρους νομοθεσίας, και ιδίως στον τελικό στόχο της προστασίας του περιβάλλοντος όταν πρόκειται για τη διασφάλιση υψηλού βαθμού προστασίας του περιβάλλοντος·

7.  υπενθυμίζει τις πολυάριθμες αναφορές που ελήφθησαν σχετικά με την οικονομική και κοινωνική κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και θεωρεί ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στις νομοθετικές πρωτοβουλίες με στόχο την αναζωογόνηση της οικονομίας, την αντιμετώπιση της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, και την καταπολέμηση των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας·

8.  αναγνωρίζει τη σημασία του έργου που επιτελεί η Επιτροπή Αναφορών για την αξιολόγηση της ποιότητας της νομοθεσίας της ΕΕ σε ό, τι αφορά την υλοποίησή της στην πράξη, και ως βάση για τη βελτίωση των νομοθετικών κειμένων και διαδικασιών· σημειώνει, στο πλαίσιο αυτό, τη σημασία μιας πραγματικής διοργανικής συνεργασίας με την Επιτροπή για να διασφαλιστεί η προσήκουσα εξέταση των αναφορών·

9.  ενθαρρύνει την ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής νομοθεσίας για την καλύτερη προστασία της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε όλους τους τομείς της οικονομίας·

10.  αντιτίθεται σε οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία ή νομικό πλαίσιο, με τη συμμετοχή οποιουδήποτε θεσμικού οργάνου της ΕΕ, εάν ενδέχεται να οδηγήσει σε πραγματική επισφάλεια της αγοράς εργασίας, αύξηση των ατόμων που πρακτικά θα βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, ή που θα υπονομεύει τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ·

11.  επισημαίνει ότι στις εκτιμήσεις των επιπτώσεων των νέων νομοθετικών προτάσεων θα πρέπει να λαμβάνονται συστηματικά υπόψη οι πραγματικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένων των βραχυπρόθεσμων, σε στόχους όπως η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, τα υψηλότερα επίπεδα κοινωνικής ένταξης, το κόστος της μη Ευρώπης και μορφές απασχόλησης που θα προστατεύουν πλήρως τα κοινωνικά και μισθολογικά δικαιώματα των πολιτών, καθώς και την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος· θεωρεί ότι θα πρέπει επίσης να περιληφθεί μια δοκιμαστική εφαρμογή στις ΜΜΕ· είναι απόλυτα πεπεισμένο ότι η ΕΕ πρέπει να εγκρίνει νομοθεσία που θα επιδιώκει να εξασφαλίσει τα υψηλότερα δυνατά επίπεδα κοινωνικής δικαιοσύνης· θεωρεί, ως εκ τούτου, σημαντικό όλα τα μέτρα και τα μέσα που θα χρησιμοποιούνται σε επίπεδο ΕΕ να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται με συνέπεια και αποτελεσματικότητα για την καταπολέμηση της ανισότητας, της επισφαλούς απασχόλησης και του κοινωνικού αποκλεισμού·

12.  ζητεί εντατικότερη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους σε πρώιμο στάδιο, και μεγαλύτερη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και της Επιτροπής των Περιφερειών, καθώς και να λαμβάνονται δεόντως υπόψη οι προβληματισμοί τους·

13.  επισημαίνει ότι η υιοθέτηση συστηματικών εκτιμήσεων των επιπτώσεων δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια απο-πολιτικοποίηση της νομοθετικής διαδικασίας, επηρεάζοντας έτσι τον κεντρικό ρόλο του Κοινοβουλίου στην δημοκρατική λειτουργία της Ένωσης, ως τον πραγματικό εκπρόσωπο της άμεσης βούλησης και της διαφορετικότητας των πολιτών της ΕΕ, ούτε να αποδυναμώσει τη νομοθετική εξουσία του, μειώνοντας τη σημασία των συζητήσεών του ή καθιστώντας τις άνευ νοήματος, και αντικαθιστώντας τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνει·

14.  τονίζει ότι, υπό το πρίσμα του σκοπού της διασφάλισης πλήρους διαφάνειας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και κοινωνικής δικαιοσύνης υψηλού επιπέδου, οι διαβουλεύσεις και οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων θα πρέπει να έχουν ως κύριο στόχο την πλήρη συμμετοχή του κοινού και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών ως κινητήρια δύναμη, και να προωθούν την έγκριση μιας νομοθεσίας που θα εγγυάται την πλήρη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος· θεωρεί ότι οι διαβουλεύσεις και οι εκτιμήσεις των επιπτώσεων πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας εκδημοκρατισμού που οδηγεί στην άμεση συμμετοχή των πολιτών σε όλα τα στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΕΕ·

15.  πιστεύει ότι πρέπει να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου της Επιτροπής και ο ρόλος της να καθοριστεί με μεγαλύτερη σαφήνεια, και προτείνει τη δημιουργία ενός κοινού φορέα για τα τρία θεσμικά όργανα, όπως για παράδειγμα, ένα συμβουλευτικό σώμα για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου·

16.  χαιρετίζει τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων του ΕΚ στις συνεδριάσεις της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου της Επιτροπής, τη συστηματική δημοσίευση σχεδίων κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών μέτρων και τη δημιουργία ενός μητρώου κατ' εξουσιοδότηση πράξεων·

17.  ζητεί να κληθεί το Κοινοβούλιο να παρίσταται στις συνεδριάσεις της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου και της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων, και επιμένει να διαβιβάζονται οι ημερήσιες διατάξεις στο Κοινοβούλιο με δομημένο τρόπο.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

24.1.2017

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

15

1

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marina Albiol Guzmán, Margrete Auken, Beatriz Becerra Basterrechea, Pál Csáky, Rosa Estaràs Ferragut, Eleonora Evi, Peter Jahr, Notis Marias, Roberta Metsola, Julia Pitera, Virginie Rozière, Josep-Maria Terricabras, Jarosław Wałęsa, Cecilia Wikström, Tatjana Ždanoka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Kostadinka Kuneva, Ángela Vallina, Rainer Wieland

Αναπληρωτές (άρθρο 200 παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Edouard Martin

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

TRAN/D/2018/LR/sf - 5251

Κύριο Pavel Svoboda

Πρόεδρο της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ASP 06F365

Κυρία Danuta Maria Hübner

Πρόεδρο της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ASP 12E157

Θέμα:   Βελτίωση της νομοθέτησης και ερμηνεία και εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (2016/2018(INI))

Κύριε πρόεδρε,

Κυρία πρόεδρε,

Η Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων που είναι αρμόδιες επί της ουσίας, να συμπεριλάβουν στην πρόταση ψηφίσματός τους τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  επαναλαμβάνει την υποστήριξή του προς την κύρια προτεραιότητα της διοργανικής συμφωνίας, που συνίσταται στην παροχή υψηλής ποιότητας νομοθεσίας της Ένωσης η οποία επικεντρώνεται σε τομείς με την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία για τους πολίτες της ΕΕ· πιστεύει ότι το δίκαιο της Ένωσης θα πρέπει να θεσπίζεται με σκοπό να επιτύχει τους στόχους του με ελάχιστο κόστος και διοικητικό φόρτο, λαμβανομένης παράλληλα υπόψη της δημοκρατικής νομιμότητας, της επικουρικότητας, της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου·

2.  τονίζει τη σημασία του διοργανικού διαλόγου για τον πολυετή προγραμματισμό, καθώς και για το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής, προκειμένου να εντοπιστούν από κοινού ζητήματα μείζονος σημασίας για την Ένωση· τονίζει ότι, κατά τον καθορισμό των προτεραιοτήτων της, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει καλύτερα υπόψη της τους πολιτικούς κύκλους που συνδέονται με τις ευρωπαϊκές εκλογές· καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να υποβάλλει φακέλους με σημαντικά θέματα το αργότερο έως το μέσο της κοινοβουλευτικής περιόδου·

3.  ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλλει ετήσια προγράμματα εργασίας που θα περιλαμβάνουν όλες τις νομοθετικές πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων προτάσεων για την τροποποίηση ή την κατάργηση της ισχύουσας νομοθεσίας, τηρώντας ένα ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα όσον αφορά τις παρατηρήσεις της·

4.  τονίζει τη σημασία της υποβολής αξιολογήσεων αντικτύπου όσον αφορά τόσο τις νομοθετικές προτάσεις όσο και τις κατ’ εξουσιοδότηση και τις εκτελεστικές πράξεις, οι οποίες αναμένεται να έχουν οικονομικές, περιβαλλοντικές ή κοινωνικές συνέπειες·

5.  εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρακτική της Επιτροπής μετά από τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να καθιστά τις δημόσιες διαβουλεύσεις επί σημαντικών πρωτοβουλιών διαθέσιμες σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, προκειμένου να απευθυνθεί στο ευρύτερο δυνατό ακροατήριο και να διευκολύνει την αναπληροφόρηση·

6.  φρονεί ότι η διαφάνεια αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των δημοκρατικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της νομοθέτησης· τονίζει, ως εκ τούτου, ότι η διαφάνεια πρέπει να αποτελεί κεφαλαιώδη αρχή για την εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας· καλεί συνεπώς την Επιτροπή να τηρεί την υποχρέωσή της να ενημερώνει πλήρως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε όλα τα στάδια των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς·

7.  εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι οι εμπειρογνώμονες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν πρόσβαση στις συνεδριάσεις της ομάδας εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής καθώς και για την ταχεία ανακοίνωση των σχεδίων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων και τη δημιουργία ενός μητρώου κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων· τονίζει την ανάγκη να βελτιωθεί η πρόσβαση σε έγγραφα κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, όταν στην προετοιμασία αυτή συμμετέχουν ομάδες εμπειρογνωμόνων που συνεδριάζουν εκτός του πλαισίου της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά την εκπόνηση προτύπων·

8.  εκφράζει τη λύπη του για την πρακτική της Επιτροπής να μην καλεί εμπειρογνώμονες από το Κοινοβούλιο κατά την προετοιμασία εκτελεστικών πράξεων στο πλαίσιο της συνεδρίασης των επιτροπών επιτροπολογίας· εκφράζει ωσαύτως τη λύπη του για το γεγονός ότι η πρακτική αυτή επεκτείνεται και στην εκπόνηση και εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης· προτείνει στην Επιτροπή να καταρτίζει σαφέστερη ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης των επιτροπών επιτροπολογίας, κάνοντας διάκριση, αφενός μεταξύ συνεδρίασης με διεξαγωγή ψηφοφορίας, και αφετέρου ζητημάτων που σχετίζονται με εκτελεστικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και ζητημάτων που άπτονται της προετοιμασίας και εφαρμογής της νομοθεσίας της Ένωσης, στην οποία θα πρέπει να καλούνται εμπειρογνώμονες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

9.  ζητεί από την Επιτροπή να παρέχει επαρκή χρόνο στο Κοινοβούλιο μεταξύ ψηφοφορίας στους κόλπους των επιτροπών επιτροπολογίας και έκδοσης μιας εκτελεστικής πράξης, προκειμένου το Κοινοβούλιο να μπορεί να ελέγχει καταλλήλως τις εκτελεστικές πράξεις, ιδίως όταν πραγματοποιείται μεγάλος αριθμός τροποποιήσεων.

Με εκτίμηση,

Karima Delli

Κοινοποίηση:   Antonio Tajani, Πρόεδρος

      Cecilia Wikström, πρόεδρος της Διάσκεψης των Προέδρων των Επιτροπών

      Richard Corbett, εισηγητής της επιτροπής AFCO

      Νομοθετικός συντονισμός

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

25.4.2018

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

32

3

4

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Gerolf Annemans, Joëlle Bergeron, Marie-Christine Boutonnet, Elmar Brok, Jean-Marie Cavada, Richard Corbett, Mady Delvaux, Pascal Durand, Enrico Gasbarra, Esteban González Pons, Heidi Hautala, Ramón Jáuregui Atondo, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Alain Lamassoure, Gilles Lebreton, Jo Leinen, Morten Messerschmidt, Maite Pagazaurtundúa Ruiz, Markus Pieper, Paulo Rangel, Evelyn Regner, Helmut Scholz, György Schöpflin, Pedro Silva Pereira, Pavel Svoboda, Josep-Maria Terricabras, Kazimierz Michał Ujazdowski, Axel Voss, Francis Zammit Dimech, Tadeusz Zwiefka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Max Andersson, Charles Goerens, Jérôme Lavrilleux, Cristian Dan Preda, Virginie Rozière, Rainer Wieland, Tiemo Wölken, Kosma Złotowski

Αναπληρωτές (άρθρο 200, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Μανώλης Κεφαλογιάννης, Flavio Zanonato

ΤΕΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΜΕ ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΚΛΗΣΗΣΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

32

+

ALDE

Jean-Marie Cavada, Maite Pagazaurtundúa Ruiz

EFDD

Joëlle Bergeron

PPE

Elmar Brok, Esteban González Pons, Manolis Kefalogiannis, Alain Lamassoure, Jérôme Lavrilleux, Markus Pieper, Cristian Dan Preda, Paulo Rangel, György Schöpflin, Pavel Svoboda, Axel Voss, Rainer Wieland, Francis Zammit Dimech, Tadeusz Zwiefka

S&D

Richard Corbett, Mady Delvaux, Enrico Gasbarra, Ramón Jáuregui Atondo, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Jo Leinen, Evelyn Regner, Virginie Rozière, Pedro Silva Pereira, Tiemo Wölken, Flavio Zanonato

VERTS/ALE

Max Andersson, Pascal Durand, Heidi Hautala, Josep-Maria Terricabras

3

-

ENF

Gerolf Annemans, Marie-Christine Boutonnet, Gilles Lebreton

4

0

ECR

Morten Messerschmidt, Kosma Złotowski

GUE/NGL

Helmut Scholz

NI

Kazimierz Michał Ujazdowski

Υπόμνημα των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

+  :  υπέρ

-  :  κατά

0  :  αποχή