Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου 2005 - Στρασβούργο
Ευρωμεσογειακή συμφωνία ΕΕ/Αίγυπτος ***
 Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας ***II
 Στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις ***I
 Έγγραφα ταυτότητας των ναυτικών *
 Θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις όσον αφορά τη ρύπανση ***II
 Άδεια οδήγησης ***I
 Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας ***I
 Αναγνώριση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας ***I
 Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας *
 Περιβάλλον και υγεία (2004-2010)
 Σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την περιοχή της Μεσογείου

Ευρωμεσογειακή συμφωνία ΕΕ/Αίγυπτος ***
PDF 255kWORD 29k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη ενός πρωτοκόλλου της ευρωμεσογειακής συμφωνίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου αφετέρου ως συνέπεια της προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, και της Δημοκρατίας της Σλοβακίας (5100/2005 – COM(2004)0428 – C6-0027/2005 – 2004/0131(AVC))
P6_TA(2005)0036A6-0041/2005

(Διαδικασία σύμφωνης γνώμης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (5100/2005 – COM(2004)0428)(1),

–   έχοντας υπόψη την αίτηση του Συμβουλίου για παροχή σύμφωνης γνώμης, σύμφωνα με το άρθρο 300, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, σε συνδυασμό με το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη πρόταση, και του άρθρου 310, της Συνθήκης ΕΚ (C6-0027/2005),

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 43, παράγραφος 1, 75 και 83, παράγραφος 7, του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (A6-0041/2005),

1.   εκδίδει σύμφωνη γνώμη σχετικά με τη σύναψη του πρωτοκόλλου·

2.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Κοινοτικός τελωνειακός κώδικας ***II
PDF 254kWORD 28k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2913/92 του Συμβουλίου περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (12060/2/2004 – C6-0211/2004 – 2003/0167(COD))
P6_TA(2005)0037A6-0021/2005

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (12060/2/2004 – C6-0211/2004),

–   έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2003)0452)(2),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6-0021/2005),

1.   εγκρίνει την κοινή θέση·

2.   διαπιστώνει ότι η πράξη εκδόθηκε σύμφωνα με την κοινή θέση·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να υπογράψει την πράξη, μαζί με την Πρόεδρο του Συμβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 254, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ·

4.   αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα του να υπογράψει την πράξη, αφού προηγουμένως ελεγχθεί ότι όλες οι διαδικασίες έχουν δεόντως ολοκληρωθεί, και να προβεί, σε συμφωνία με τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου, στη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

5.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 20.4.2004, P5_TA(2004)0281.
(2) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις ***I
PDF 407kWORD 77k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις (COM(2004)0095 – C5-0083/2004 – 2004/0041(COD))
P6_TA(2005)0038A6-0033/2005

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0095)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 285, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C5-0083/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A6-0033/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Φεβρουαρίου 2005 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΚ) αριθ. …/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις στατιστικές για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις

P6_TC1-COD(2004)0041


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 285 παράγραφος 1,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής(2),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας το Μάρτιο του 2000, η Ευρωπαϊκή Ένωση έθεσε το στόχο να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή.

(2)  Η απασχολησιμότητα, η προσαρμοστικότητα και η κινητικότητα των πολιτών είναι καίριας σημασίας προκειμένου η Ευρώπη να τηρήσει τη δέσμευσή της να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη κοινωνία της γνώσης στον κόσμο.

(3)  Η διά βίου μάθηση αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο για την ανάπτυξη και την προώθηση των δεξιοτήτων, της κατάρτισης και της προσαρμοστικότητας του εργατικού δυναμικού.

(4)  Το Συμβούλιο, στα συμπεράσματά του της 5ης Μαΐου 2003, σχετικά με τα επίπεδα αναφοράς μέσων ευρωπαϊκών επιδόσεων στην εκπαίδευση και την κατάρτιση (Benchmarks)(5), υιοθέτησε το ακόλουθο επίπεδο αναφοράς: "Επομένως, μέχρι το 2010 το μέσο επίπεδο συμμετοχής στη διά βίου μάθηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φθάνει τουλάχιστον το 12,5 % του πληθυσμού των ενηλίκων σε ηλικία εργασίας (25 έως 64 ετών)".

(5)  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβώνας επανεπιβεβαίωσε τη διά βίου μάθηση ως βασικό συστατικό του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου.

(6)  Η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για την απασχόληση, την οποία ενέκρινε το Συμβούλιο στην απόφασή του 2003/578/ΕΚ, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές των κρατών μελών για την απασχόληση(6), έχει ως στόχο να συμβάλει καλύτερα στην εφαρμογή της στρατηγικής της Λισσαβώνας και στην υλοποίηση συνεκτικών και συνολικών στρατηγικών για τη διά βίου μάθηση.

(7)  Κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ορισμός των "μειονεκτούντων ατόμων" στην αγορά εργασίας, ο οποίος υπάρχει στις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές των κρατών μελών υπέρ της απασχόλησης.

(8)  Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην κατάρτιση στο χώρο και κατά τη διάρκεια της εργασίας, πτυχές που αποτελούν αποφασιστικά στοιχεία της διά βίου μάθησης.

(9)  Η συλλογή συγκριτικών στατιστικών στοιχείων σε κοινοτικό επίπεδο, με συγκεκριμένους στόχους όσον αφορά την κατάρτιση στις επιχειρήσεις, είναι πρωταρχικής σημασίας για την ανάπτυξη των στρατηγικών διά βίου μάθησης και για την επιτήρηση της προόδου που επιτελείται στην εφαρμογή τους.

(10)  Η παραγωγή ειδικών στατιστικών στοιχείων στην Κοινότητα διέπεται από τους κανόνες που ορίζουν ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1997, σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές(7).

(11)  Η διαβίβαση στοιχείων που υπόκεινται στο στατιστικό απόρρητο διέπεται από τους κανόνες που ορίζουν ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 322/97 και ο κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90, της 11ης Ιουνίου 1990, σχετικά με τη διαβίβαση στη Στατιστική Υπηρεσία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πληροφοριών που καλύπτονται από το στατιστικό απόρρητο(8).

(12)  Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 831/2002 της Επιτροπής, της 17ης Μαΐου 2002, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 322/97 του Συμβουλίου σχετικά με τις κοινοτικές στατιστικές, όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπιστευτικά δεδομένα για επιστημονικούς σκοπούς(9), καθορίζει τους όρους βάσει των οποίων μπορεί να επιτραπεί η πρόσβαση σε εμπιστευτικά στοιχεία που διαβιβάζονται στις κοινοτικές αρχές.

(13)  Καθώς τα κράτη μέλη δεν είναι δυνατόν να επιτύχουν επαρκώς το στόχο του παρόντος κανονισμού για τη δημιουργία κοινών στατιστικών προτύπων που να επιτρέπουν την παραγωγή εναρμονισμένων στοιχείων και καθώς, κατά συνέπεια, οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διαλαμβάνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα μέτρα που απαιτούνται για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου.

(14)  Τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(10). Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λάβουν υπόψη το διαθέσιμο δυναμικό στο εσωτερικό των κρατών μελών για τη συγκέντρωση και την επεξεργασία στοιχείων.

(15)  Έχει προηγηθεί διαβούλευση με την επιτροπή του στατιστικού προγράμματος σύμφωνα με το άρθρο 3 της απόφασης 89/382/ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1989, για τη σύσταση επιτροπής του στατιστικού προγράμματος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(11),

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την παραγωγή των κοινοτικών στατιστικών στοιχείων για την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   α) "επιχείρηση": η επιχείρηση όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 696/93 του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 1993, για τις στατιστικές μονάδες παρατήρησης και ανάλυσης του παραγωγικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα(12)·
   β) "NACE Αναθ. 1": η γενική βιομηχανική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που θεσπίστηκε από τον κανονισμό (EΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου της 9ης Οκτωβρίου 1990 για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Κοινότητα(13).

Άρθρο 3

Συλλογή στοιχείων

1.  Τα στοιχεία συλλέγονται από τα κράτη μέλη με σκοπό την παραγωγή κοινοτικών στατιστικών για την ανάλυση της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης στις επιχειρήσεις στους εξής τομείς:

   α) την πολιτική κατάρτισης και τις στρατηγικές κατάρτισης που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις για την ανάπτυξη των ικανοτήτων του εργατικού τους δυναμικού·
   β) τη διαχείριση, την οργάνωση και τις μορφές της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης στις επιχειρήσεις·
   γ) το ρόλο των κοινωνικών εταίρων για τη διασφάλιση κάθε είδους συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης για το εργατικό δυναμικό·
   δ) την πρόσβαση στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση, το μέγεθος και το περιεχόμενό της, στο πλαίσιο ιδίως των οικονομικών δραστηριοτήτων και του μεγέθους της επιχείρησης·
   ε) τα μέτρα ειδικής συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις για τη βελτίωση των δεξιοτήτων ΤΠΕ του δυναμικού τους·
   στ) τις ευκαιρίες πρόσβασης των εργαζομένων στις ΜΜΕ στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση και στην απόκτηση νέων δεξιοτήτων, καθώς και τις ιδιαίτερες ανάγκες των ΜΜΕ για την παροχή κατάρτισης·
   ζ) τις επιπτώσεις των δημόσιων μέτρων στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις·
   η) τις ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις για όλους τους εργαζομένους, με ιδιαίτερη αναφορά στο φύλο και σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες·
   θ) τα μέτρα ειδικής συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης των μειονεκτουσών ομάδων στην αγορά εργασίας·
   ι) τα μέτρα επαγγελματικής κατάρτισης που λαμβάνονται για τις διάφορες μορφές συμβάσεων εργασίας·
   ια) τις δαπάνες για τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση: τα επίπεδα και τους πόρους χρηματοδότησης, τα κίνητρα για τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση·
   ιβ) διαδικασίες αξιολόγησης και παρακολούθησης των επιχειρήσεων σε σχέση με τη συνεχή επαγγελματική κατάρτιση.

2.  Τα κράτη μέλη θα συλλέγουν ειδικά στοιχεία για την αρχική επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις σχετικά με:

   α) τους συμμετέχοντες στην αρχική κατάρτιση·
   β) τις συνολικές δαπάνες για την αρχική κατάρτιση.

Άρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής

Τα στατιστικά στοιχεία για την επαγγελματική κατάρτιση θα αφορούν τουλάχιστον όλες τις οικονομικές δραστηριότητες που καθορίζονται στους τίτλους Γ έως K και O της NACE αναθ. 1.

Άρθρο 5

Στατιστικές μονάδες

Για τη συλλογή των στοιχείων οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε μια από τις οικονομικές δραστηριότητες που αναφέρονται στο άρθρο 4 και απασχολούν πάνω από 10 εργαζομένους θα εκλαμβάνονται ως μια στατιστική μονάδα.

Έχοντας υπόψη την ειδική, σε εθνικό επίπεδο, κατανομή των επιχειρήσεων αναλόγως του μεγέθους τους και την εξέλιξη των αναγκών όσον αφορά τις δράσεις που πρέπει να αναληφθούν, τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν τον ορισμό της στατιστικής μονάδας στην επικράτειά τους. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να αποφασίσει να διευρύνει τον ορισμό αυτό, σύμφωνα με την διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2, εφόσον μια τέτοια διεύρυνση ενισχύει ουσιαστικά την αντιπροσωπευτικότητα και την ποιότητα του αποτελέσματος της έρευνας στα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Άρθρο 6

Πηγές στοιχείων

1.  Τα κράτη μέλη συλλέγουν τα απαιτούμενα στοιχεία είτε μέσω έρευνας στις επιχειρήσεις είτε μέσω ενός συνδυασμού έρευνας στις επιχειρήσεις και άλλων πηγών, εφαρμόζοντας τις αρχές του μειωμένου φόρτου για τους απαντώντες και της διοικητικής απλοποίησης.

2.  Με την έρευνα οι επιχειρήσεις οφείλουν να δώσουν ορθά και ολοκληρωμένα στοιχεία εντός καθορισμένων προθεσμιών.

3.  Τα κράτη μέλη ορίζουν τις διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες οι επιχειρήσεις απαντούν στην έρευνα.

4.  Μπορούν να χρησιμοποιηθούν και άλλες κατάλληλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών στοιχείων, για να συμπληρωθεί η συλλογή των στοιχείων, όταν οι πηγές αυτές κρίνονται κατάλληλες από πλευράς συνάφειας με το θέμα της έρευνας και επικαιρότητας.

Άρθρο 7

Χαρακτηριστικά της έρευνας

1.  Η έρευνα πρέπει να είναι δειγματοληπτική.

2.  Τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα στοιχεία που διαβιβάζονται αντικατοπτρίζουν τη δομή του πληθυσμού των στατιστικών μονάδων. Η έρευνα πρέπει να διεξάγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει την ανάλυση των αποτελεσμάτων σε κοινοτικό επίπεδο τουλάχιστον στις εξής κατηγορίες:

α)   οικονομικές δραστηριότητες βάσει της NACE αναθ. 1·

β)   μέγεθος των επιχειρήσεων.

3.  Οι απαιτήσεις δειγματοληψίας και ακρίβειας, καθώς και οι απαραίτητες διαστάσεις του δείγματος που απαιτείται προκειμένου να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές αυτές, οι προδιαγραφές της NACE και οι κατηγορίες μεγέθους με βάση τις οποίες μπορούν να αναλυθούν τα αποτελέσματα καθορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Άρθρο 8

Προσέγγιση της έρευνας

1.  Για να μειωθεί ο φόρτος των απαντώντων, η προσέγγιση της έρευνας πρέπει να επιτρέπει την προσαρμογή της συλλογής στοιχείων στις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν:

   α) τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν και τις επιχειρήσεις που δεν πραγματοποιούν κατάρτιση·
   β) τις διάφορες μορφές κατάρτισης.

2.  Τα ειδικά στοιχεία που θα πρέπει να συλλέγονται ανάλογα με τις επιχειρήσεις που πραγματοποιούν ή μη κατάρτιση και τις διάφορες μορφές κατάρτισης καθορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Άρθρο 9

Έλεγχος ποιότητας και υποβολή εκθέσεων

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων.

2.  Το αργότερο 21 μήνες μετά το πέρας της περιόδου αναφοράς τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή (Eurostat) έκθεση ποιότητας με όλες τις πληροφορίες και στοιχεία τα οποία έχει ζητήσει η τελευταία προκειμένου να εξακριβώσει την ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων. Επίσης, προσδιορίζουν πιθανές ασυνέπειες στην εφαρμογή των μεθοδολογικών απαιτήσεων.

3.  Με βάση τις εκθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή (Eurostat) αξιολογεί την ποιότητα των διαβιβαζόμενων στοιχείων, μεριμνώντας ειδικότερα για την εξασφάλιση της συγκρισιμότητας των στοιχείων μεταξύ των κρατών μελών.

4.  Οι απαιτήσεις ποιότητας για τα στοιχεία που συλλέγονται και διαβιβάζονται για τις κοινοτικές στατιστικές σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση στις επιχειρήσεις, τη δομή των εκθέσεων ποιότητας που πρέπει να υποβάλλονται από τα κράτη μέλη και όποια μέτρα απαιτούνται για την αξιολόγηση ή τη βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων καθορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Περίοδος αναφοράς και συχνότητα

1.  Η περίοδος αναφοράς την οποία πρέπει να καλύπτει η συλλογή στοιχείων καθορίζεται σε ένα ημερολογιακό έτος.

2.  Η Επιτροπή καθορίζει το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο πρέπει να συλλεγούν στοιχεία σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

3.  Τα κράτη μέλη συλλέγουν στοιχεία κάθε πέντε έτη.

Άρθρο 11

Υποβολή στοιχείων

1.  Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή, μέσα στα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων τους, εξασφαλίζουν τις αναγκαίες συνθήκες για την αυξημένη χρήση της ηλεκτρονικής συλλογής, της ηλεκτρονικής μεταβίβασης και της αυτόματης επεξεργασίας των στοιχείων.

2.  Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή (Eurostat) τα ατομικά στοιχεία των επιχειρήσεων σύμφωνα με τις υφιστάμενες κοινοτικές διατάξεις για τη διαβίβαση στοιχείων οι οποίες προβλέπονται από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 322/97, καθώς και τον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΟΚ) αριθ. 1588/90. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα διαβιβαζόμενα στοιχεία να μην επιτρέπουν την άμεση αναγνώριση των στατιστικών μονάδων.

3.  Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή, σύμφωνα με τον κατάλληλο τεχνικό μορφότυπο και το πρότυπο ανταλλαγής που καθορίζονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

4.  Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν τα πλήρη και ορθά στοιχεία εντός χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες από το πέρας του έτους αναφοράς.

Άρθρο 12

Έκθεση εφαρμογής

1.  Μέσα σε 5 έτη από την έναρξη ισχύος του κανονισμού και μετά από διαβούλευση με την επιτροπή στατιστικού προγράμματος, η Επιτροπή διαβιβάζει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Ειδικότερα, η εν λόγω έκθεση:

   α) αξιολογεί τα οφέλη που αποκομίζει η Κοινότητα, τα κράτη μέλη και οι χρήστες των στατιστικών στοιχείων που παράγονται σε σχέση με το φόρτο των απαντώντων·
   β) εντοπίζει τομείς στους οποίους μπορούν να γίνουν βελτιώσεις, καθώς και τις τροποποιήσεις που κρίνονται απαραίτητες υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων που έχουν επιτευχθεί.

2.  Ύστερα από την έκθεση εφαρμογής, η Επιτροπή μπορεί να προτείνει μέτρα για τη βελτίωση της εκτέλεσης του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 13

Μέτρα εφαρμογής

Τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για να ληφθούν υπόψη οι οικονομικές και τεχνικές εξελίξεις σχετικά με τη συλλογή, διαβίβαση και επεξεργασία στοιχείων, λαμβάνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 14, παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Συμβουλευτική επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή του στατιστικού προγράμματος.

2.  Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 8 της εν λόγω απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 15

Χρηματοδότηση

1.  Για το πρώτο έτος αναφοράς για το οποίο παράγονται τα κοινοτικά στατιστικά στοιχεία που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή χορηγεί χρηματοδοτική συνεισφορά στα κράτη μέλη για να συμβάλει στην κάλυψη των δαπανών που πραγματοποιούν για τη συλλογή, την επεξεργασία και τη διαβίβαση των στοιχείων.

2.  Το ποσό της χρηματοδοτικής συνεισφοράς καθορίζεται στο πλαίσιο της σχετικής ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού. Η αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή καθορίζει τη διαθέσιμη πίστωση.

3.  Η Επιτροπή, κατά την εκτέλεση του παρόντος κανονισμού, μπορεί να προσφεύγει σε εμπειρογνώμονες και σε οργανισμούς τεχνικής βοήθειας, η χρηματοδότηση των οποίων μπορεί να προβλέπεται εντός του συνολικού χρηματοδοτικού πλαισίου για τον παρόντα κανονισμό. Η Επιτροπή μπορεί να διοργανώνει σεμινάρια, συνέδρια ή άλλες συναντήσεις εμπειρογνωμόνων που εκτιμάται ότι θα διευκολύνουν την εφαρμογή της απόφασης, και να αναλαμβάνει τις δέουσες ενέργειες ενημέρωσης, δημοσίευσης και διάδοσης.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) ΕΕ C [], [], σ. [].
(3) ΕΕ C [], [], σ. [].
(4) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2005.
(5) ΕΕ C 134 της 7.6.2003, σ. 3.
(6) ΕΕ L 197 της 5.8.2003, σ. 13.
(7) ΕΕ L 52 της 22.2.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
(8) ΕΕ L 151 της 15.6.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.
(9) ΕΕ L 133 της 18.5.2002, σ. 7.
(10) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(11) ΕΕ L 181 της 28.6.1989, σ. 47.
(12) ΕΕ L 76 της 30.3.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.
(13) ΕΕ L 293 της 24.10.1990, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003.


Έγγραφα ταυτότητας των ναυτικών *
PDF 253kWORD 27k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου με την οποία εξουσιοδοτούνται τα κράτη μέλη να κυρώσουν, προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, τη σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σχετικά με τα έγγραφα ταυτότητας των ναυτικών (Σύμβαση αριθ. 185) (COM(2004)0530 – C6-0167/2004 – 2004/0180(CNS))
P6_TA(2005)0039A6-0037/2005

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου (COM(2004)0530)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 62, παράγραφος 2, στοιχεία β) και θ) καθώς και το άρθρο 300, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση, της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 300, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0167/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 και το άρθρο 83, παράγραφος 7, του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0037/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου·

2.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις όσον αφορά τη ρύπανση ***II
PDF 486kWORD 126k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου ενόψει της έγκρισης πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη ρύπανση από πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις (11964/3/2004 – C6-0157/2004 – 2003/0037(COD))
P6_TA(2005)0040A6-0015/2005

(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (11964/3/2004 – C6-0157/2004),

–   έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση(1) σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2003)0092)(2),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0015/2005),

1.   εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·

2.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε δεύτερη ανάγνωση στις 23 Φεβρουαρίου 2005 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη ρύπανση από πλοία και τη θέσπιση κυρώσεων για παραβάσεις

P6_TC2-COD(2003)0037


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως την παράγραφο 2 του άρθρου 80,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(3),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(4),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(5),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η πολιτική της Κοινότητας στον τομέα της ασφάλειας της ναυσιπλοΐας επιδιώκει να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος βασίζεται δε στην παραδοχή ότι όλα τα μέρη που συμμετέχουν στη θαλάσσια μεταφορά εμπορευμάτων έχουν την ευθύνη να διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των πλοίων που χρησιμοποιούνται στα κοινοτικά ύδατα με τους ισχύοντες κανόνες και πρότυπα.

(2)  Τα ουσιώδη πρότυπα για τις απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία σε όλα τα κράτη μέλη βασίζονται στη σύμβαση Μarpol 73/78· ωστόσο, πάρα πολλά πλοία που διαπλέουν τα κοινοτικά ύδατα αγνοούν καθημερινά τους κανόνες αυτούς χωρίς να λαμβάνονται διορθωτικά μέτρα.

(3)  Η εφαρμογή της σύμβασης Μarpol 73/78 παρουσιάζει αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών και, κατά συνέπεια, καθίσταται αναγκαία η εναρμόνιση της εφαρμογής της σε κοινοτικό επίπεδο· ειδικότερα, η πρακτική των κρατών μελών διαφέρει σημαντικά όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων για απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία.

(4)  Τα μέτρα αποτρεπτικού χαρακτήρα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής της Κοινότητας για την ασφάλεια της ναυτιλίας, δεδομένου ότι συνδέουν την ευθύνη καθενός από τα μέρη που συμμετέχουν στη θαλάσσια μεταφορά ρυπογόνων εμπορευμάτων και την επιβολή κυρώσεων σε αυτά· για να επιτευχθεί συνεπώς αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος απαιτούνται ουσιαστικές αποτρεπτικές και αναλογικές κυρώσεις.

(5)  Προς τούτο αποκτά ουσιώδη σημασία η προσέγγιση, με τα κατάλληλα νομικά μέσα, των ισχυουσών νομικών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τον ακριβή ορισμό της εκάστοτε παράβασης, τις περιπτώσεις απαλλαγής και τους ελάχιστους κανόνες για τις ποινές, καθώς και την αστική ευθύνη και τη δικαιοδοσία.

(6)  Την παρούσα οδηγία συμπληρώνουν λεπτομερείς κανόνες για τα ποινικά αδικήματα και τις κυρώσεις καθώς και άλλες διατάξεις που περιλαμβάνονται στην απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2005/.../ΔΕΥ της ... [προκειμένου να ενισχυθεί το πλαίσιο ποινικής νομοθεσίας για την επιβολή του νόμου κατά της ρύπανσης από πλοία](6).

(7)  Το διεθνές σύστημα κανόνων για την αστική ευθύνη και αποζημίωση λόγω ρύπανσης από πετρέλαιο, αλλά ούτε εκείνο που αφορά τη ρύπανση από άλλες επικίνδυνες ή επιβλαβείς ουσίες δεν παράγουν επαρκώς αποτρεπτικά αποτελέσματα ώστε να αποθαρρύνουν τα μέρη τα οποία συμμετέχουν στη θαλάσσια μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων από πρακτικές που δεν ανταποκρίνονται στα ισχύοντα πρότυπα· τα απαιτούμενα αποτρεπτικά αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη θέσπιση κυρώσεων που θα επιβάλλονται σε όποιον προξενεί θαλάσσια ρύπανση ή συνεργεί στην προξένησή της κυρώσεις πρέπει να επιβάλλονται όχι μόνο στον κύριο του πλοίου ή τον πλοίαρχο, αλλά και στον κύριο του φορτίου, το νηογνώμονα ή κάθε άλλον ενεχόμενο.

(8)  Οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία πρέπει να θεωρούνται παραβάσεις εφόσον διαπράττονται από πρόθεση, ενσυνείδητη αμέλεια ή βαρεία αμέλεια. Οι παραβάσεις αυτές θεωρούνται ποινικά αδικήματα από την, και υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στην απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2005/.../ΔΕΥ που συμπληρώνει την παρούσα οδηγία.

(9)  Οι κυρώσεις για απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία δεν συνδέονται με την αστική ευθύνη των σχετιζομένων μερών και, κατά συνέπεια, δεν υπόκεινται σε κανόνες σχετικούς με τον περιορισμό ή τη μετακύλιση της αστικής ευθύνης, ούτε περιορίζουν την αποτελεσματική αποζημίωση των θυμάτων ατυχημάτων ρύπανσης.

(10)  Απαιτείται περαιτέρω αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών ώστε να εξασφαλισθεί ο έγκαιρος εντοπισμός των απορρίψεων ρυπογόνων ουσιών από πλοία και των υπαιτίων. Για τον λόγο αυτό, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα έχει να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, για την ανάπτυξη τεχνικών λύσεων και την παροχή τεχνικής συνδρομής σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας καθώς και για την παροχή βοήθειας στην Επιτροπή κατά την επιτέλεση οιουδήποτε καθήκοντος της ανατίθεται για την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(11)  Προκειμένου να αποτρέπεται και να καταπολεμάται καλύτερα η ρύπανση από τα πλοία, θα πρέπει να δημιουργηθούν συνεργίες μεταξύ των αρμοδίων για την επιβολή του νόμου αρχών, όπως οι εθνικές υπηρεσίες ακτοφυλακής. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να διεξαγάγει μελέτη σκοπιμότητας σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκής ακτοφυλακής επιφορτισμένης ειδικά με την πρόληψη της ρύπανσης και την αντιμετώπισή της, ορίζοντας σαφώς το κόστος και τις ωφέλειες. Την μελέτη αυτή θα πρέπει, αν κριθεί ενδεδειγμένο, να ακολουθήσει πρόταση για τη θέσπιση ευρωπαϊκής ακτοφυλακής.

(12)  Εφόσον υπάρχουν σαφείς αντικειμενικές αποδείξεις απόρριψης που προξενούν σημαντική ζημία ή συνιστούν απειλή σημαντικής ζημίας, τα κράτη μέλη υποβάλλουν το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές τους για να κινήσουν διαδικασία που συνάδει προς το άρθρο 220 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας.

(13)  Η επιβολή της εφαρμογής της οδηγίας 2000/59/ΕΚ(7) αποτελεί, μαζί με την παρούσα οδηγία, ζωτικό μέσο στη δέσμη μέτρων για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία.

(14)  Η οδηγία είναι σύμφωνη με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας όπως τις ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης. Η ενσωμάτωση στο κοινοτικό δίκαιο των διεθνών προτύπων περί θαλάσσιας ρύπανσης και η θέσπιση κυρώσεων, στις οποίες μπορούν να περιλαμβάνονται ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις, για παραβιάσεις των προτύπων αυτών, αποτελεί αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη υψηλού επιπέδου ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος στις θαλάσσιες μεταφορές. Ο στόχος αυτός είναι δυνατόν να επιτευχθεί από την Κοινότητα μόνο μέσω εναρμονισμένων κανόνων. Η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου αυτού και δεν υπερβαίνει τα αναγκαία προς τούτο όρια. Δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της ρύπανσης από πλοία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

(15)  Η παρούσα οδηγία συνάδει πλήρως προς το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης· σε κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχουν υποψίες ότι διέπραξε παράβαση πρέπει να εξασφαλίζεται δίκαιη και αμερόληπτη ακρόαση και οι κυρώσεις πρέπει να είναι αναλογικές.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Σκοπός

1.  Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενσωματωθούν τα διεθνή πρότυπα για τη ρύπανση από πλοία στην κοινοτική νομοθεσία και να διασφαλισθεί ότι επιβάλλονται οι ενδεδειγμένες κυρώσεις στα πρόσωπα τα υπεύθυνα για απορρίψεις, όπως ορίζει το άρθρο 8, ώστε να βελτιωθεί η ασφάλεια στην ναυτιλία και να ενισχυθεί η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη ρύπανση που προξενούν πλοία.

2.  Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν αυστηρότερα μέτρα κατά της ρύπανσης από πλοία σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

1.   ως "Marpol 73/78" νοούνται η Διεθνής Σύμβαση του 1973 για την πρόληψη της ρύπανσης από πλοία και το πρωτόκολλό της του 1978, όπως ισχύει κατόπιν των εκάστοτε τροποποιήσεων,

   2. ως "ρυπογόνες ουσίες" νοούνται οι ουσίες που ορίζονται στα παραρτήματα I (πετρέλαιο) και II (επιβλαβείς υγρές ουσίες που μεταφέρονται χύδην) της Marpol 73/78,
   3. ως "απόρριψη" νοείται κάθε έκλυση από πλοίο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 της Marpol 73/78,
   4. ως "πλοίο" νοείται θαλασσοπλούν σκάφος, ανεξαρτήτως σημαίας, οποιουδήποτε τύπου, το οποίο ασκεί δραστηριότητες στο θαλάσσιο περιβάλλον, περιλαμβανομένων των υδροπτερύγων, των αερόστρωμνων σκαφών, των υποβρυχίων και των πλωτών ναυπηγημάτων.

Άρθρο 3

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών:

   α) στα εσωτερικά ύδατα κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των λιμένων, εφόσον εφαρμόζεται το καθεστώς Marpol,
   β) στα χωρικά ύδατα κράτους μέλους,
   γ) στα στενά που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα και υπόκεινται στο καθεστώς του πλοίου διέλευσης, όπως ορίζεται από το Μέρος III, Τμήμα 2, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, εφόσον κάποιο κράτος μέλος ασκεί δικαιοδοσία στα στενά αυτά,
   δ) στην αποκλειστική οικονομική ζώνη ή σε ανάλογη ζώνη κράτους μέλους, που έχει καθορισθεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και
   ε) στην ανοικτή θάλασσα.

2.  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από οποιοδήποτε πλοίο, ανεξαρτήτως σημαίας, με εξαίρεση τα πολεμικά πλοία, τα βοηθητικά πλοία του πολεμικού ναυτικού, ή άλλα πλοία κρατικής ιδιοκτησίας ή κρατικής εκμετάλλευσης, τα οποία χρησιμοποιούνται, προσωρινώς, μόνο για κρατικούς και μη εμπορικούς σκοπούς.

Άρθρο 4

Παραβάσεις

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών από πλοία σε οποιαδήποτε από τις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, αντιμετωπίζονται ως παραβάσεις, εφόσον διαπράττονται από πρόθεση, ενσυνείδητη αμέλεια ή βαρεία αμέλεια. Οι παραβάσεις αυτές θεωρούνται ποινικά αδικήματα από την, και υπό τις περιστάσεις που προβλέπονται στην απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου 2005/.../ΔΕΥ που συμπληρώνει την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 5

Εξαιρέσεις

1.  Η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών σε οποιαδήποτε από τις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, δεν θεωρείται παράβαση εφόσον πληροί τους όρους των Κανονισμών 9, 10, 11, στοιχεία (α) ή (γ), του Παραρτήματος I, ή των Κανονισμών 5, 6, στοιχεία (α) ή (γ), του Παραρτήματος II της Marpol 73/78.

2.  Η απόρριψη ρυπογόνων ουσιών στις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία (γ), (δ) και (ε), δεν αντιμετωπίζεται ως παράβαση για τον κύριο του πλοίου, τον πλοίαρχο ή το πλήρωμα, όταν αυτό ενεργεί υπό την ευθύνη του πλοιάρχου, εφόσον πληροί τους όρους του Κανονισμού 11, στοιχείο (β), του Παραρτήματος I, ή του Κανονισμού 6, στοιχείο (β), του Παραρτήματος II της Marpol 73/78.

Άρθρο 6

Εκτελεστικά μέτρα που αφορούν πλοία ελλιμενισμένα σε κράτος μέλος

1.  Εάν παρατυπίες ή πληροφορίες γεννούν υπόνοιες ότι πλοίο το οποίο ευρίσκεται εκουσίως σε λιμένα ή σε τερματικό σταθμό ανοικτής θάλασσας κράτους μέλους έχει προβεί ή προβαίνει σε απόρριψη ρυπογόνων ουσιών σε οποιαδήποτε από τις περιοχές που αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, το εν λόγω κράτος μέλος μεριμνά να διενεργηθεί, σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, η ενδεδειγμένη επιθεώρηση, λαμβάνοντας υπόψη του τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που έχει εγκρίνει ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (IMO).

2.  Εφόσον από την επιθεώρηση που προβλέπει η παράγραφος 1 αποκαλυφθούν γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν παράβαση κατά την έννοια του άρθρου 4, ενημερώνονται οι αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους μέλους και του κράτους της σημαίας.

Άρθρο 7

Εκτελεστικά μέτρα από παράκτια κράτη, που αφορούν διερχόμενα πλοία

1.  Εάν υπάρχουν υπόνοιες ότι διαπράττεται απόρριψη ρυπογόνων ουσιών στις περιοχές τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία β), γ), δ) ή ε), και το ύποπτο για την απόρριψη πλοίο δεν καταπλεύσει σε λιμένα του κράτους μέλους το οποίο διαθέτει τις πληροφορίες σχετικά με την εικαζόμενη απόρριψη, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:

   α) Εάν ο επόμενος κατάπλους του πλοίου θα γίνει σε λιμένα άλλου κράτους μέλους, τα οικεία κράτη μέλη συνεργάζονται στενά κατά την επιθεώρηση που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 1, και κατά τη λήψη απόφασης περί των ενδεδειγμένων μέτρων που αφορούν κάθε απόρριψη αυτού του είδους.
   β) Εάν ο επόμενος κατάπλους του πλοίου θα γίνει σε λιμένα κράτους εκτός της Κοινότητας, το κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την ενημέρωση του επόμενου λιμένα κατάπλου του πλοίου σχετικά με την εικαζόμενη απόρριψη, ζητεί δε από το κράτος του επόμενου λιμένα να λάβει τα αναγκαία μέτρα που αφορούν κάθε απόρριψη αυτού του είδους.

2.  Εφόσον υπάρχουν σαφή αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία ότι πλοίο το οποίο πλέει στις περιοχές τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία β) ή δ), διέπραξε στην περιοχή την οποία αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δ), παράβαση με αποτέλεσμα απόρριψη που προκαλεί σημαντική ζημία ή συνιστά απειλή σημαντικής ζημίας για τις ακτές ή άλλα σχετικά συμφέροντα του οικείου κράτους μέλους, ή για οποιουσδήποτε πόρους των περιοχών τις οποίες αναφέρει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία β) ή δ), το εν λόγω κράτος, υπό την επιφύλαξη του Τμήματος 7 του Μέρους ΧΙΙ της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας και εφόσον το δικαιολογούν τα αποδεικτικά στοιχεία υποβάλλει το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές του προκειμένου να κινήσουν διαδικασία, περιλαμβανομένης της κράτησης του πλοίου, σύμφωνα με την εθνική του νομοθεσία.

3.  Σε κάθε περίπτωση ενημερώνονται οι αρχές του κράτους της σημαίας.

Άρθρο 8

Κυρώσεις

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι παραβάσεις κατά το άρθρο 4 επισύρουν αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται ποινικές ή διοικητικές κυρώσεις.

2.  Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι κυρώσεις στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 εφαρμόζονται σε οποιονδήποτε υπαίτιο παράβασης κατά το άρθρο 4.

Άρθρο 9

Συμμόρφωση προς το διεθνές δίκαιο

Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας χωρίς διάκριση ως προς τον τύπο ή την ουσία κατά των αλλοδαπών πλοίων και σύμφωνα με το εφαρμοστέο διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του Τμήματος 7 του Μέρους XII της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982, ενημερώνουν δε πάραυτα το κράτος σημαίας του πλοίου και οποιοδήποτε άλλο σχετιζόμενο κράτος για τα μέτρα που λαμβάνουν βάσει της παρούσας οδηγίας.

Άρθρο 10

Συνοδευτικά μέτρα

1.  Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εργάζονται από κοινού, εφόσον απαιτείται, σε στενή συνεργασία με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια της Ναυτιλίας και, λαμβάνοντας υπόψη το πρόγραμμα δράσης για την αντιμετώπιση της ακούσιας ή εκούσιας θαλάσσιας ρύπανσης που θεσπίσθηκε με την απόφαση αριθ. 2850/2000/ΕΚ(8) και, ενδεχομένως, την εφαρμογή της οδηγίας 2000/59/ΕΚ, ώστε:

   α) να αναπτύξουν τα αναγκαία συστήματα πληροφοριών που απαιτούνται για την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,
  β) να θεσπίσουν κοινές πρακτικές και κατευθυντήριες γραμμές χρησιμοποιώντας ως βάση εκείνες που ισχύουν σε διεθνές επίπεδο, με στόχους ιδίως :
   την παρακολούθηση και την έγκαιρη αναγνώριση των πλοίων που προβαίνουν σε απορρίψεις ρυπογόνων ουσιών κατά παράβαση της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένης, όταν κρίνεται αναγκαίο, της εγκατάστασης εξοπλισμού παρακολούθησης στα πλοία,
   την εφαρμογή αξιόπιστων μεθόδων για την ανίχνευση του συγκεκριμένου πλοίου που έχει απορρίψει ρυπογόνες ουσίες στη θάλασσα, και
   την αποτελεσματική επιβολή της παρούσας οδηγίας.

2.  Σύμφωνα με τα καθήκοντά του που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002(9), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια στη Θάλασσα:

   α) συνεργάζεται με τα κράτη μέλη στην ανάπτυξη τεχνικών λύσεων και στην παροχή τεχνικής συνδρομής όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, σε δράσεις όπως η ανίχνευση απορρίψεων με δορυφορική παρακολούθηση και εποπτεία·
   β) επικουρεί την Επιτροπή στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και μέσω, εάν κρίνεται ενδεδειγμένο, επισκέψεων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1406/2002.

Άρθρο 11

Μελέτη σκοπιμότητας

Προκειμένου να αποτρέπεται και να καταπολεμάται καλύτερα η ρύπανση από τα πλοία, θα πρέπει να δημιουργηθούν συνεργίες μεταξύ των αρμοδίων για την επιβολή του νόμου αρχών, όπως οι εθνικές υπηρεσίες ακτοφυλακής. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει να διεξαγάγει πριν το 2006 μελέτη σκοπιμότητας σχετικά με τη θέσπιση ευρωπαϊκής ακτοφυλακής επιφορτισμένης ειδικά με την πρόληψη της ρύπανσης και την αντιμετώπισή της, ορίζοντας σαφώς το κόστος και τις ωφέλειες.

Άρθρο 12

Εκθέσεις

Τα κράτη μέλη υποβάλλουν ανά τριετία στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας από τις αρμόδιες αρχές. Βάσει των εκθέσεων αυτών, η Επιτροπή υποβάλλει κοινοτική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Στην εν λόγω έκθεση η Επιτροπή αξιολογεί, μεταξύ άλλων, τη σκοπιμότητα της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής ή της αναθεώρησης της παρούσας οδηγίας. Αναγράφεται επίσης η εξέλιξη στη σχετική νομολογία των κρατών μελών και εξετάζεται το ενδεχόμενο δημιουργίας δημόσιας βάσης δεδομένων η οποία θα εμπεριέχει τη σχετική νομολογία.

Άρθρο 13

Επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την Επιτροπή Ασφάλειας της Ναυτιλίας και Πρόληψης της Ρύπανσης από τα Πλοία (COSS), η οποία έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002(10).

2.  Η Επιτροπή ενημερώνει τακτικά την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει της αποφάσεως αριθ. 2850/2000/ΕΚ, σχετικά με τα προτεινόμενα μέτρα ή με άλλες σχετικές ενέργειες που αναλαμβάνονται σε περίπτωση θαλάσσιας ρύπανσης.

Άρθρο 14

Διαδικασία τροποποίησης

Οι τροποποιήσεις της Marpol 73/78 περί των οποίων το άρθρο 2, σημείο 1, είναι δυνατόν να εξαιρεθούν του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2099/2002.

Άρθρο 15

Εφαρμογή

Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την ...(11) και πληροφορούν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 17

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Σύνοψη, η οποία χρησιμοποιείται ως πλαίσιο αναφοράς, των κανόνων της Marpol 73/78

περί απορρίψεων πετρελαίου και επιβλαβών υγρών ουσιών, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2

Μέρος I: Πετρέλαιο (Marpol 73/78, Παράρτημα I)

Για την εφαρμογή του Παραρτήματος Ι της Marpol 73/78, "πετρέλαιο" σημαίνει το πετρέλαιο σε κάθε μορφή, συμπεριλαμβανομένου του αργού πετρελαίου, του καυσίμου πετρελαίου, της ιλύος, των αποβλήτων πετρελαίου και των προϊόντων διύλισης πετρελαίου (εκτός των πετροχημικών τα οποία υπάγονται στις διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ της σύμβασης Marpol 73/78) και "πετρελαιοειδές μείγμα" σημαίνει μείγμα με περιεκτικότητα πετρελαίου σε οιαδήποτε αναλογία.

Αποσπάσματα των συναφών διατάξεων του παραρτήματος Ι της Marpol 73/78:

Κανονισμός 9: Έλεγχος της απόρριψης πετρελαίου

(1)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων των κανονισμών 10 και 11 του παρόντος παραρτήματος και της παραγράφου 2 του παρόντος κανονισμού, απαγορεύεται κάθε απόρριψη στη θάλασσα πετρελαίου ή μειγμάτων πετρελαίου από τα πλοία, στα οποία εφαρμόζεται το παρόν παράρτημα, εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  α) για πετρελαιοφόρο, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται από το στοιχείο (β) της παρούσας παραγράφου, εφόσον:
   i) το δεξαμενόπλοιο βρίσκεται εκτός ειδικής περιοχής·
   ii) το δεξαμενόπλοιο απέχει περισσότερο από 50 ναυτικά μίλια από την πλησιέστερη ακτή·
   iii) το δεξαμενόπλοιο βρίσκεται σε πορεία·
   iv) ο στιγμιαίος ρυθμός απόρριψης πετρελαίου δεν υπερβαίνει τα 30 λίτρα ανά ναυτικό μίλι·
   v) η ολική ποσότητα πετρελαίου που απορρίφθηκε στη θάλασσα δεν υπερβαίνει για τα υπάρχοντα δεξαμενόπλοια το 1/15.000 της συνολικής ποσότητας του συγκεκριμένου φορτίου, μέρος του οποίου αποτελούσε το κατάλοιπο, και για τα νέα δεξαμενόπλοια το 1/30.000 της συνολικής ποσότητας του συγκεκριμένου φορτίου, μέρος του οποίου αποτελούσε το κατάλοιπο· και
   vi) το δεξαμενόπλοιο έχει εν λειτουργία σύστημα αυτόματης παρακολούθησης και ελέγχου των απορρίψεων πετρελαίου και δεξαμενή ακαθάρτων κατάλοίπων, όπως απαιτείται από τον κανονισμό 15 του παρόντος παραρτήματος.
  β) από πλοίο μη πετρελαιοφόρο, ολικής χωρητικότητας 400 κόρων και άνω, και από τους υδροσυλλέκτες του χώρου του μηχανοστασίου, εξαιρουμένων των υδροσυλλεκτών του αντλιοστασίου φορτίου για τα πετρελαιοφόρα, εκτός εάν υπάρχει ανάμειξη με υπολείμματα φορτίου πετρελαίου, εφόσον:
   i) το πλοίο βρίσκεται εκτός ειδικής περιοχής·
   ii) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία·
   iii) η περιεκτικότητα σε πετρέλαιο της εκροής χωρίς αραίωση δεν υπερβαίνει τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο· και
   iv) το πλοίο διαθέτει σε λειτουργία [εξοπλισμό παρακολούθησης, ελέγχου και φίλτρου] όπως απαιτείται από τον κανονισμό 16 του παρόντος παραρτήματος.

(2)  Όταν πρόκειται για πλοίο μη πετρελαιοφόρο, ολικής χωρητικότητας κάτω των 400 κόρων που ευρίσκεται έξω από την ειδική περιοχή, η αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας] θα εξασφαλίζει να είναι εξοπλισμένο, όσον είναι πρακτικώς δυνατό και εύλογο, με εγκαταστάσεις αποθήκευσης των υπολειμμάτων πετρελαίου στο πλοίο και εκφόρτωσής τους σε εγκαταστάσεις υποδοχής ή απόρριψής τους στην θάλασσα κατά τις επιταγές της παραγράφου 1, στοιχείο (β), του παρόντος κανονισμού.

[....]

(3)  Οι διατάξεις της παραγράφου (1) του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στις απορρίψεις καθαρού ή διαχωρισμένου έρματος, ή μη κατεργασμένων πετρελαιοειδών μειγμάτων τα οποία χωρίς αραίωση έχουν περιεκτικότητα σε πετρέλαιο μη υπερβαίνουσα τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο, δεν προέρχονται από τους υδροσυλλέκτες του αντλιοστασίου φορτίου και δεν είναι αναμεμειγμένα με υπολείμματα φορτίου πετρελαίου.

(4)  Καμία απόρριψη στη θάλασσα δεν πρέπει να περιέχει χημικά ή άλλες ουσίες σε ποσότητες ή συγκεντρώσεις επιβλαβείς για το θαλάσσιο περιβάλλον, ή χημικά ή άλλες ουσίες που χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση των όρων απόρριψης που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό.

(5)  Τα κατάλοιπα πετρελαίου τα οποία δεν επιτρέπεται να απορριφθούν στη θάλασσα σύμφωνα με τις παραγράφους (1), (2) και (4) του παρόντος κανονισμού παραμένουν στο πλοίο ή εκφορτώνονται σε εγκαταστάσεις υποδοχής.

[....]

Κανονισμός 10: Μέθοδοι για την πρόληψη ρύπανσης από πλοία που ταξιδεύουν σε ειδικές περιοχές

(1)  Για τους σκοπούς του παρόντος Παραρτήματος, ειδικές περιοχές είναι η Μεσόγειος Θάλασσα, η Βαλτική Θάλασσα, ο Εύξεινος Πόντος, η Ερυθρά Θάλασσα, η περιοχή των "Κόλπων", ο Κόλπος του Aden, η περιοχή της Ανταρκτικής και τα ύδατα της βορειοδυτικής Ευρώπης, [όπως καθορίζονται και διευκρινίζονται περαιτέρω].

(2)  Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κανονισμού 11 του παρόντος Παραρτήματος:

α)   Απαγορεύεται κάθε απόρριψη στην θάλασσα πετρελαίου ή πετρελαιοειδούς μείγματος από οιοδήποτε πετρελαιοφόρο και οιοδήποτε μη πετρελαιοφόρο πλοίο ολικής χωρητικότητας άνω των 400 κόρων, όταν βρίσκεται σε ειδική περιοχή. [...]

   β) […] Απαγορεύεται κάθε απόρριψη στη θάλασσα πετρελαίου ή πετρελαιοειδούς μείγματος από πλοίο μη πετρελαιοφόρο, ολικής χωρητικότητας κάτω των 400 κόρων, όταν αυτό βρίσκεται εντός ειδικής περιοχής, εκτός εάν το περιεχόμενο πετρελαίου της εκροής χωρίς αραίωση δεν υπερβαίνει τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm).

3)   (α) Οι διατάξεις της παραγράφου (2) του παρόντος κανονισμού δεν ισχύουν για τις απορρίψεις καθαρού ή διαχωρισμένου έρματος.

β)   Οι διατάξεις της παραγράφου 2, στοιχείο (α), του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται στην απόρριψη κατεργασμένων υδάτων υδροσυλλεκτών από χώρους μηχανοστασίου, εφόσον πληρούνται όλες οι κατωτέρω προϋποθέσεις.

   i) τα ύδατα υδροσυλλεκτών δεν προέρχονται από υδροσυλλέκτες του αντλιοστασίου φορτίου·
   ii) τα ύδατα υδροσυλλεκτών δεν έχουν αναμειχθεί με κατάλοιπα φορτίου πετρελαίου·
   iii) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία·
   iv) το περιεχόμενο πετρελαίου της εκροής χωρίς αραίωση δεν υπερβαίνει τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο·
   v) το πλοίο διαθέτει σε λειτουργία εξοπλισμό φίλτρου πετρελαίου σύμφωνου προς τον κανονισμό 16, παράγραφος 5, του παρόντος Παραρτήματος·
   vi) το σύστημα φίλτρου πετρελαίου διαθέτει διάταξη που αυτομάτως διακόπτει την απόρριψη όταν το περιεχόμενο πετρελαίου της εκροής υπερβεί τα 15 μέρη ανά εκατομμύριο.

4)   (α) Καμία απόρριψη στη θάλασσα δεν πρέπει να περιέχει χημικά ή άλλες ουσίες σε ποσότητες ή συγκεντρώσεις επικίνδυνες για το θαλάσσιο περιβάλλον ή χημικά ή άλλες ενώσεις που χρησιμοποιούνται για την καταστρατήγηση των διατάξεων απόρριψης που καθορίζονται με τον παρόντα κανονισμό.

β)   Τα κατάλοιπα πετρελαίου τα οποία δεν επιτρέπεται να απορριφθούν στη θάλασσα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 3 του παρόντος κανονισμού παραμένουν στο πλοίο ή εκφορτώνονται σε εγκαταστάσεις υποδοχής.

(5)  Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν απαγορεύουν σε πλοίο, μέρος μόνο της διαδρομής του οποίου ευρίσκεται σε ειδική περιοχή, να προβαίνει σε απόρριψη εκτός της ειδικής περιοχής σύμφωνα με τον κανονισμό 9 του παρόντος παραρτήματος.

[....]

Κανονισμός 11 : Εξαιρέσεις

Οι κανονισμοί 9 και 10 του παρόντος Παραρτήματος δεν εφαρμόζονται :

   α) στην απόρριψη στη θάλασσα πετρελαίου ή πετρελαιοειδούς μείγματος αναγκαίου για την ασφάλεια του πλοίου ή για την διάσωση ανθρωπίνων ζωών στη θάλασσα· ή
  β) στην απόρριψη στη θάλασσα πετρελαίου ή πετρελαιοειδούς μείγματος που προήλθε από βλάβη που προξενήθηκε σε πλοίο ή στον εξοπλισμό του:
   i) εφόσον, μετά την επέλευση της βλάβης ή την ανακάλυψη της απόρριψης, ληφθούν όλες οι εύλογες προφυλάξεις, προκειμένου να προληφθεί ή να μειωθεί στο ελάχιστο η απόρριψη· και
   ii) εκτός αν ο κύριος του πλοίου ή ο πλοίαρχος ενήργησαν είτε με πρόθεση να προξενήσουν βλάβη είτε από αμέλεια και εν επιγνώσει της πιθανότητας να προκληθεί βλάβη, ή
   γ) στην απόρριψη στη θάλασσα ουσιών που περιέχουν πετρέλαιο, οι οποίες έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας], όταν οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση ειδικών περιστατικών ρύπανσης με σκοπό την μείωση στο ελάχιστο των ζημιών από τη ρύπανση. Οιαδήποτε τέτοια απόρριψη υπόκειται στην έγκριση της κυβέρνησης, στη δικαιοδοσία της οποίας προβλέπεται να πραγματοποιηθεί η απόρριψη.

Μέρος II: Επιβλαβείς υγρές ουσίες (Marpol 73/78 Παράρτημα II)

Αποσπάσματα από τις σχετικές διατάξεις του Παραρτήματος ΙΙ της Marpol 73/78:

Κανονισμός 3: Κατηγορίες και κατάλογος επιβλαβών υγρών ουσιών

(1)  Για την εφαρμογή των κανονισμών του παρόντος Παραρτήματος, οι επιβλαβείς υγρές ουσίες κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες ως εξής:

α)   Κατηγορία A: Επιβλαβείς υγρές ουσίες οι οποίες, εάν απορριφθούν στη θάλασσα από λειτουργίες καθαρισμού δεξαμενών ή αφερματισμού, θα δημιουργήσουν σοβαρό κίνδυνο είτε για τους θαλάσσιους πόρους είτε για την ανθρώπινη υγεία, ή θα προκαλέσουν σοβαρή βλάβη στις ψυχαγωγικές ή άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας και ως εκ τούτου δικαιολογείται η εφαρμογή αυστηρών μέτρων κατά της ρύπανσης.

β)   Κατηγορία B: Επιβλαβείς υγρές ουσίες οι οποίες, εάν απορριφθούν στη θάλασσα από λειτουργίες καθαρισμού δεξαμενών ή αφερματισμού, θα δημιουργήσουν κίνδυνο είτε για τους θαλάσσιους πόρους είτε για την ανθρώπινη υγεία, ή θα προκαλέσουν βλάβη σε ψυχαγωγικές ή άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας και, ως εκ τούτου, δικαιολογείται η εφαρμογή ειδικών μέτρων κατά της ρύπανσης.

γ)   Κατηγορία Γ: Επιβλαβείς υγρές ουσίες οι οποίες, εάν απορριφθούν στη θάλασσα από λειτουργίες καθαρισμού δεξαμενών ή αφερματισμού, θα δημιουργήσουν χαμηλό κίνδυνο είτε για τους θαλάσσιους πόρους είτε για την ανθρώπινη υγεία, ή θα προκαλέσουν μικρή βλάβη σε ψυχαγωγικές ή άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας και, ως εκ τούτου, απαιτείται η εφαρμογή ειδικών όρων όσον αφορά τις λειτουργίες αυτές.

δ)   Κατηγορία Δ: Επιβλαβείς υγρές ουσίες οι οποίες, εάν απορριφθούν στη θάλασσα από λειτουργίες καθαρισμού δεξαμενών ή αφερματισμού, θα δημιουργήσουν εμφανή κίνδυνο είτε για τους θαλάσσιους πόρους είτε για την ανθρώπινη υγεία, ή θα προκαλέσουν ελάχιστη βλάβη σε ψυχαγωγικές ή άλλες θεμιτές χρήσεις της θάλασσας και, ως εκ τούτου, απαιτείται προσοχή κατά την εκτέλεση των εργασιών αυτών.

[....]

[Περαιτέρω κατευθυντήριες γραμμές για την κατάταξη των ουσιών, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου ενώσεων ταξινομημένων σε κατηγορίες, υπάρχουν στους κανονισμούς 3, παράγραφοι 2 και 4, και 4 και στα προσαρτήματα του παραρτήματος ΙΙ της Marpol 73/78]

[....]

Kανονισμός 5: Απόρριψη επιβλαβών υγρών ουσιών

Ουσίες των κατηγοριών Α, Β και Γ εκτός των ειδικών περιοχών και ουσίες της κατηγορίας Δ σε όλες τις περιοχές

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του […] κανονισμού 6 του παρόντος παραρτήματος,

(1)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Α, όπως ορίζονται με τον κανονισμού 3, παράγραφος 1, στοιχείο (α), του παρόντος παραρτήματος ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες, ή υδάτινου έρματος, αποπλυμάτων δεξαμενών ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες. Εάν οι δεξαμενές που περιέχουν τέτοιες ουσίες ή μείγματα πρόκειται να καθαρισθούν, τα κατάλοιπα εκφορτώνονται σε εγκατάσταση υποδοχής μέχρις ότου η συγκέντρωση της ουσίας στα αποπλύματα που εκρέουν σε μια τέτοια εγκατάσταση καταστεί ίση ή χαμηλότερη του 0,1% κατά βάρος και μέχρις ότου αδειάσει η δεξαμενή, με εξαίρεση τον κίτρινο ή λευκό φώσφορο, για τον οποίο η συγκέντρωση του καταλοίπου πρέπει να είναι 0,01% κατά βάρος. Κάθε ποσότητα ύδατος που θα προστεθεί κατόπιν στη δεξαμενή μπορεί να απορριφθεί στη θάλασσα εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανόμενης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών θάλασσας· και
   γ) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(2)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Β, όπως ορίζονται από τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (β), του παρόντος παραρτήματος, ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες, ή του υδάτινου έρματος ή των αποπλυμάτων της δεξαμενής ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) οι διαδικασίες και διατάξεις απόρριψης έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας]. Οι εν λόγω διαδικασίες και ρυθμίσεις πρέπει να βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝΟ] και να εξασφαλίζουν ότι η συγκέντρωση και ο ρυθμός απόρριψης του αποβλήτου είναι τέτοιοι ώστε η συγκέντρωση της ουσίας στα απόνερα της έλικας του πλοίου να μην υπερβαίνει το 1 μέρος ανά εκατομμύριο·
   γ) η μέγιστη ποσότητα του φορτίου που απερρίφθη από κάθε δεξαμενή και από τις σχετικές σωληνώσεις δεν υπερβαίνει τη μέγιστη ποσότητα που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του στοιχείου (β) της παρούσας παραγράφου, και η οποία σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει το 1 m³ ή 1/3.000 της χωρητικότητας της δεξαμενής σε m³·
   δ) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών θάλασσας· και
   ε) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(3)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Γ, όπως ορίζονται με τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (γ), του παρόντος παραρτήματος ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες ή του υδάτινου έρματος ή των αποπλυμάτων της δεξαμενής ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) οι διαδικασίες και διατάξεις απόρριψης έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας]. Οι εν λόγω διαδικασίες και διατάξεις πρέπει να βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝΟ] και να εξασφαλίζουν ότι η συγκέντρωση και ο ρυθμός απόρριψης του αποβλήτου είναι τέτοιοι ώστε η συγκέντρωση της ουσίας στα απόνερα της έλικος του πλοίου να μην υπερβαίνει τα 10 μέρη ανά εκατομμύριο·
   γ) η μέγιστη ποσότητα του φορτίου που απορρίφθηκε από κάθε δεξαμενή και από τις σχετικές σωληνώσεις δεν υπερβαίνει τη μέγιστη ποσότητα που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τις διαδικασίες του στοιχείου (β) της παρούσας παραγράφου, και η οποία σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνει τα 3 m³ ή 1/1.000 της χωρητικότητας της δεξαμενής σε m³·
   δ) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών θάλασσας· και
   ε) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(4)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Δ, όπως ορίζονται με τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (δ), του παρόντος παραρτήματος ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες ή του υδάτινου έρματος ή των αποπλυμάτων της δεξαμενής ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) τα μείγματα αυτά έχουν συγκέντρωση όχι μεγαλύτερη από ένα μέρος της ουσίας σε δέκα μέρη ύδατος· και
   γ) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή.

(5)  Είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται διαδικασίες εξαερισμού, εγκεκριμένες από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας] για την απομάκρυνση των καταλοίπων φορτίου από δεξαμενή. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝΟ]. Κάθε ποσότητα ύδατος που στη συνέχεια εισάγεται στη δεξαμενή θεωρείται καθαρή και δεν υπάγεται στις διατάξεις των παραγράφων (1), (2), (3) ή (4) του παρόντος κανονισμού.

(6)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε κάποια κατηγορία, δεν έχουν προσωρινά ταξινομηθεί ή εκτιμηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του κανονισμού 4 του παρόντος παραρτήματος, ή του υδάτινου έρματος, των αποπλυμάτων δεξαμενών ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες.

Ουσίες των κατηγοριών Α, Β και Γ εντός των ειδικών περιοχών

[όπως ορίζονται από τον κανονισμό 1 του Παραρτήματος ΙΙ της Marpol 73/78, συμπεριλαμβανομένης της Βαλτικής Θάλασσας]

Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (14) του παρόντος κανονισμού και του κανονισμού 6 του παρόντος παραρτήματος,

(7)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Α, όπως ορίζονται με τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (α), του παρόντος παραρτήματος, ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες, ή υδάτινου έρματος, αποπλυμάτων δεξαμενών ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιου είδους ουσίες. Εάν οι δεξαμενές που περιέχουν τέτοιες ουσίες ή μείγματα πρόκειται να καθαρισθούν, τα προκύπτοντα κατάλοιπα εκφορτώνονται σε εγκατάσταση υποδοχής την οποία παρέχουν, σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του παρόντος παραρτήματος, τα κράτη που γειτνιάζουν με την ειδική περιοχή, μέχρις ότου η συγκέντρωση της ουσίας στα απόβλητα που εκχέονται στην εν λόγω εγκατάσταση καταστεί ίση ή μικρότερη του 0,05% κατά βάρος και μέχρις ότου αδειάσει η δεξαμενή, με εξαίρεση τον κίτρινο ή λευκό φώσφορο, για τον οποίο η συγκέντρωση του καταλοίπου πρέπει να είναι 0,005% κατά βάρος. Κάθε ποσότητα ύδατος που στη συνέχεια θα προστεθεί στη δεξαμενή μπορεί να απορρίπτεται στη θάλασσα εφόσον πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών της θαλάσσης· και
   γ) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(8)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Β, όπως ορίζονται με τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (β), του παρόντος παραρτήματος ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες, ή του υδάτινου έρματος ή των αποπλυμάτων της δεξαμενής, ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) η δεξαμενή έχει προπλυθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που έχει εγκρίνει η αρμόδια αρχή του [κράτους της σημαίας] και με βάση τα πρότυπα του [ΔΝΟ], τα δε κατάλοιπα καθαρισμού της δεξαμενής που προέκυψαν έχουν εκφορτωθεί σε εγκατάσταση υποδοχής·
   β) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   γ) οι διαδικασίες και διατάξεις απόρριψης και πλύσης έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημασίας]. Οι εν λόγω διαδικασίες και διατάξεις βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝO] και εξασφαλίζουν ότι η συγκέντρωση της ουσίας και ο ρυθμός απόρριψης των αποβλήτων είναι τέτοιοι ώστε η συγκέντρωση της ουσίας στα απόνερα της έλικος του πλοίου να μην υπερβαίνει το 1 μέρος ανά εκατομμύριο·
   δ) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών θάλασσας· και
   ε) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(9)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών της κατηγορίας Γ, όπως ορίζονται με τον κανονισμό 3, παράγραφος 1, στοιχείο (γ), του παρόντος παραρτήματος ή εκείνων που έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ως τέτοιες ή του υδάτινου έρματος ή των αποπλυμάτων της δεξαμενής ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες, εκτός εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το πλοίο ταξιδεύει σε πορεία με ταχύτητα τουλάχιστον 7 κόμβων στην περίπτωση των αυτοκινούμενων πλοίων ή τουλάχιστον 4 κόμβων στην περίπτωση των μη αυτοκινούμενων πλοίων·
   β) οι διαδικασίες και διατάξεις απόρριψης έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας]. Οι εν λόγω διαδικασίες και ρυθμίσεις πρέπει να βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝΟ] και να εξασφαλίζουν ότι η συγκέντρωση και ο ρυθμός απόρριψης του αποβλήτου είναι τέτοιοι ώστε η συγκέντρωση της ουσίας στα απόνερα της έλικας του πλοίου να μην υπερβαίνει το 1 μέρος ανά εκατομμύριο·
   γ) η μέγιστη ποσότητα φορτίου που απορρίφθηκε από κάθε δεξαμενή και από τις σχετικές σωληνώσεις δεν υπερβαίνει τη μέγιστη ποσότητα που έχει εγκριθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του στοιχείου (β) της παρούσης παραγράφου, και η οποία ποσότητα σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1 m³ ή το 1/3.000 της χωρητικότητας της δεξαμενής σε m³·
   δ) η απόρριψη γίνεται κάτω από την ίσαλο γραμμή, λαμβανομένης υπόψη της θέσεως των εισόδων εισαγωγών θάλασσας· και
   ε) η απόρριψη γίνεται σε απόσταση τουλάχιστον 12 ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή και σε περιοχή με βάθος όχι μικρότερο των 25 μέτρων.

(10)  Επιτρέπεται η χρησιμοποίηση διαδικασιών εξαερισμού οι οποίες έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας] για την απομάκρυνση των καταλοίπων φορτίου από τις δεξαμενές. Οι διαδικασίες αυτές πρέπει να βασίζονται σε πρότυπα του [ΔΝO]. Κάθε ποσότητα ύδατος που στη συνέχεια θα προστεθεί στη δεξαμενή θεωρείται καθαρή και δεν υπόκειται στις διατάξεις των παραγράφων (7), (8) ή (9) του παρόντος κανονισμού.

(11)  Απαγορεύεται η απόρριψη στη θάλασσα ουσιών οι οποίες δεν έχουν υπαχθεί σε κάποια κατηγορία, δεν έχουν προσωρινά εκτιμηθεί ή καθοριστεί κατά τον κανονισμό 4, παράγραφος 1, του παρόντος παραρτήματος, ή υδάτινου έρματος, αποπλυμάτων των δεξαμενών ή άλλων καταλοίπων ή μειγμάτων που περιέχουν τέτοιες ουσίες.

(12)  Καμία από τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν απαγορεύει τη διατήρηση επί του πλοίου καταλοίπων φορτίου της κατηγορίας Β ή Γ και την απόρριψη τέτοιου είδους καταλοίπων στη θάλασσα εκτός ειδικής περιοχής, σύμφωνα με τις παραγράφους (2) ή (3) του παρόντος κανονισμού, αντιστοίχως.

Κανονισμός 6: Εξαιρέσεις

Ο κανονισμός 5 του παρόντος παραρτήματος δεν εφαρμόζεται:

   α) στην απόρριψη στη θάλασσα επιβλαβών υγρών ουσιών ή μειγμάτων που περιέχουν ουσίες αναγκαίες για την ασφάλεια του πλοίου ή την διάσωση ζωών στη θάλασσα· ή
  β) στην απόρριψη στη θάλασσα πετρελαίου ή πετρελαιοειδούς μείγματος που προήλθε από βλάβη που προξενήθηκε σε πλοίο ή στον εξοπλισμό του:
   i) αρκεί, αφού συνέβη η βλάβη ή αφού ανακαλύφθηκε η απόρριψη, να ελήφθησαν όλες οι εύλογες προφυλάξεις ώστε η απόρριψη να προληφθεί ή να μειωθεί στο ελάχιστο, και
   ii) εκτός αν ο κύριος του πλοίου ή ο πλοίαρχος ενήργησαν είτε με πρόθεση να προξενήσουν βλάβη, είτε από αμέλεια και εν επιγνώσει της πιθανότητας να προκληθεί βλάβη, ή
   γ) στην απόρριψη στη θάλασσα ουσιών που περιέχουν πετρέλαιο, οι οποίες έχουν εγκριθεί από την αρμόδια αρχή [του κράτους της σημαίας], όταν οι ουσίες αυτές χρησιμοποιούνται για την καταπολέμηση ειδικών περιστατικών ρύπανσης με σκοπό την μείωση στο ελάχιστο της ζημίας από τη ρύπανση. Οιαδήποτε τέτοια απόρριψη υπόκειται στην έγκριση της κυβέρνησης, στη δικαιοδοσία της οποίας προβλέπεται να πραγματοποιηθεί η απόρριψη.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν στις 13.1.2004, P5_TA(2004)0009.
(2) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) ΕΕ C 220 της 16.9.2003, σ. 72.
(4) ΕΕ C
(5) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Ιανουαρίου 2004 (ΕΕ C 92 Ε της 21.4.2004, σ. 77)), κοινή θέση του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ C 25 Ε της 1.2.2005, σ. 29), θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2005.
(6) Βλ. σ. της παρούσας ΕΕ.
(7) Οδηγία 2000/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με τις λιμενικές εγκαταστάσεις παραλαβής αποβλήτων πλοίου και καταλοίπων φορτίου (ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 81). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/84/ΕΚ (ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 53).
(8) Απόφαση αριθ. 2850/2000/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 2000 για τη θέσπιση κοινοτικού πλαισίου συνεργασίας στον τομέα της ακούσιας ή εκούσιας θαλάσσιας ρύπανσης (ΕΕ L 332 της 28.12.2000, σ. 1). Απόφαση όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 787/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 12).
(9) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2002 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1).
(10) ΕΕ L 324 της 29.11.2002, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 415/2004 (ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 10).
(11)* 18 μήνες μετά την έναρξη ισχύος της.


Άδεια οδήγησης ***I
PDF 848kWORD 553k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης (COM(2003)0621 – C5-0610/2003 – 2003/0252(COD))
P6_TA(2005)0041A6-0016/2005

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2003)0621)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C5-0610/2003),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0016/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, σε περίπτωση που προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Φεβρουαρίου 2005 εν όψει της έγκρισης της οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την άδεια οδήγησης

P6_TC1-COD(2003)0252


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Η οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουλίου 1991 για την άδεια οδήγησης(4) έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα κατά τρόπο ουσιαστικό. Με την ευκαιρία νέων τροποποιήσεων είναι σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η αναδιατύπωση της εν λόγω οδηγίας.

(2)  Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα της εναρμόνισης των κανόνων που αφορούν την άδεια οδήγησης, παραμένουν στοιχειώδεις αποκλίσεις ανάμεσα στις νομοθεσίες των κρατών μελών, γεγονός που απαιτεί πιο προωθημένη εναρμόνιση προκειμένου να προωθηθεί η υλοποίηση κοινοτικών πολιτικών. Οι νομοθεσίες σχετικά με την άδεια οδήγησης αποτελούν απαραίτητο στοιχείο για την υλοποίηση της κοινής πολιτικής μεταφορών και για την βελτίωση της ασφάλειας της οδικής κυκλοφορίας καθώς και για να διευκολύνουν την κυκλοφορία των προσώπων που εγκαθίστανται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο που χορήγησε την άδεια. Λόγω της σημασίας των ατομικών μέσων μεταφοράς, η κατοχή άδειας οδήγησης που αναγνωρίζεται νόμιμα από το κράτος υποδοχής αποτελεί στοιχείο που ευνοεί την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών.

(3)  Η δυνατότητα επιβολής εθνικών διευθετήσεων σχετικά με την διάρκεια ισχύος, που προβλέπεται στην οδηγία 91/439/ΕΟΚ, έχει ως αποτέλεσμα τη συνύπαρξη διάφορων κανόνων στα διάφορα κράτη μέλη και την κυκλοφορία πάνω από 110 διαφορετικών υποδειγμάτων άδειας οδήγησης το οποία ισχύουν στα κράτη μέλη. Αυτό δημιουργεί προβλήματα διαφάνειας για τους πολίτες, τις δυνάμεις δημοσίας τάξεως και τις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την διαχείριση των αδειών οδήγησης και έχει ως αποτέλεσμα πλαστογραφήσεις εγγράφων που μερικές χρονολογούνται από αρκετές δεκαετίες.

(4)  Σε όλες τις χώρες οι παλαιές άδειες θα πρέπει να ανταλλάσσονται, προκειμένου το ενιαίο ευρωπαϊκό ευρωπαϊκό πρότυπο να μην εξελιχθεί σε ένα συμπληρωματικό ευρωπαϊκό πρότυπο. Προς τούτο θα πρέπει να προβλεφθεί προθεσμία 10 ετών για τις παλαιές άδειες από χαρτί και 20 ετών για τις παλαιές άδειες από πλαστικό.

(5)  Τα υφιστάμενα δικαιώματα από τις άδειες οδήγησης διαφόρων κατηγοριών δεν θα πρέπει να περιορίζονται από την ανωτέρω ανταλλαγή των υφισταμένων αδειών.

(6)  Η εισαγωγή διοικητικής διάρκειας ισχύος θα επιτρέψει την τακτική ανανέωση των αδειών οδήγησης με στόχο την εφαρμογή των πλέον πρόσφατων μεθόδων κατά της πλαστογράφησης, καθώς και την πραγματοποίηση ιατρικών εξετάσεων κατά τη στιγμή της περιοδικής ανανέωσης ή την λήψη άλλων μέτρων που προβλέπονται από τα κράτη μέλη όπως μαθήματα επικαιροποίησης των θεωρητικών γνώσεων ή των πρακτικών δεξιοτήτων.

(7)  Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν ιατρικές εξετάσεις προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή ελάχιστων προδιαγραφών φυσικής και διανοητικής κατάστασης για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος. Έτσι, η διενέργεια, μεταξύ άλλων, οφθαλμολογικών εξετάσεων από την ηλικία των 45 ετών θα μπορούσε να συμβάλει στην ενίσχυση της οδικής ασφάλειας.

(8)  Η εφαρμογή ελάχιστων προδιαγραφών σχετικά με την σωματική και διανοητική ικανότητα οδήγησης μηχανοκίνητου οχήματος για τους οδηγούς οχήματος που προορίζεται για μεταφορά επιβατών ή αγαθών, και που ανήκουν σε ορισμένες κατηγορίες, θα πρέπει να ελέγχεται στα πλαίσια ιατρικής εξέτασης κατά τη στιγμή της έκδοσης της άδειας οδήγησης και περιοδικά στη συνέχεια, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθετικές διατάξεις. Είναι απαραίτητη η εναρμόνιση της περιοδικότητας αυτών των ιατρικών εξετάσεων προκειμένου να ενισχυθεί η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, να αποφευχθούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να ληφθεί υπόψη η ευθύνη των οδηγών αυτών των οχημάτων.

(9)  Όσον αφορά τις ελάχιστες ηλικίες, απαιτείται η περαιτέρω ενίσχυση της αρχής της σταδιακής πρόσβασης στις κατηγορίες. Για τις διάφορες κατηγορίες δικύκλων και τρικύκλων οχημάτων καθώς και για τις διάφορες κατηγορίες οχημάτων που προορίζονται για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων, ενδείκνυται ο περαιτέρω εμπλουτισμός των λεπτομερειών πρόσβασης στις κατηγορίες άδειας. Η κατηγορία Β1 θα πρέπει να παραμείνει προαιρετική, με δυνατότητα παρέκκλισης όσον αφορά το κατώτατο όριο ηλικίας, προκειμένου να διατηρηθεί η δυνατότητα μελλοντικής εισαγωγής σταδιακής πρόσβασης στην κατηγορία αυτή.

(10)  Ενδείκνυται η εναρμόνιση των κατηγοριών προκειμένου να ενισχυθεί η αρχή της σταδιακής πρόσβασης.

(11)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα αλλαγής της ελάχιστης ηλικίας για τη χορήγηση αδειών οδήγησης αυτοκινήτου και μοτοσυκλέτας, για λόγους αύξησης της ασφάλειας των οδών ή της κινητικότητας. Παράλληλα, ωστόσο, θα πρέπει να διατηρηθεί η αρχή της σταδιακής πρόσβασης στις κατηγορίες αδειών μοτοσυκλέτας. Θα πρέπει να μελετηθεί προσεκτικά το κατά πόσον η αρχή της σταδιακής πρόσβασης θα πρέπει στο μέλλον να επεκταθεί στον τομέα των επιβατικών οχημάτων.

(12)  Οι ορισμοί τόσο των νέων κατηγοριών όσο και των υφιστάμενων κατηγοριών πρέπει να αντικατοπτρίζουν περισσότερο τα τεχνικά χαρακτηριστικά των σχετικών οχημάτων καθώς και την γνώση που είναι αναγκαία για την οδήγηση των οχημάτων.

(13)  Η εισαγωγή κατηγορίας άδειας οδήγησης για τα μοτοποδήλατα αποβλέπει ιδιαίτερα στην ενίσχυση της οδικής ασφάλειας όσον αφορά τους νεαρότερους οδηγούς, οι οποίοι με βάση τις στατιστικές υποφέρουν περισσότερο από τα οδικά ατυχήματα.

(14)  Προκειμένου, να υπάρξει ανταπόκριση στις επιτακτικές ανάγκες της οδικής ασφάλειας, είναι συνεπώς αναγκαίος ο καθορισμός ελάχιστων προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας οδήγησης.

(15)  Θα πρέπει να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις ώστε να διευκολυνθεί η οδήγηση οχημάτων από τα σωματικώς μειονεκτούντα άτομα.

(16)  Για λόγους ασφαλείας της οδικής κυκλοφορίας τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να εφαρμόζουν τις εθνικές τους διατάξεις όσον αφορά την ανάκληση, αναστολή, περιορισμό ή ακύρωση της άδειας οδήγησης, σε κάθε κάτοχο αδείας οδήγησης που διαμένει πλέον κανονικά στο έδαφός τους.

(17)  Το υπόδειγμα της άδειας οδήγησης όπως ορίζεται στην οδηγία 91/439/ΕΟΚ ενδείκνυται να αντικατασταθεί από ενιαίο υπόδειγμα με τη μορφή πλαστικής κάρτας. Ταυτόχρονα, το υπόδειγμα αυτό άδειας οδήγησης απαιτεί προσαρμογή λόγω της εισαγωγής νέας κατηγορίας άδειας οδήγησης για τα μοτοποδήλατα.

(18)  Η προαιρετική εισαγωγή μικροεπεξεργαστή στο υπόδειγμα της άδειας οδήγησης με τη μορφή πιστωτικής κάρτας, πρέπει να επιτρέψει στα κράτη μέλη να βελτιώσουν περαιτέρω το επίπεδο προστασίας κατά της πλαστογράφησης. Οι τεχνικές προδιαγραφές του μικροεπεξεργαστή θα καθορισθούν από την Επιτροπή, με τη βοήθεια της επιτροπής για την άδεια οδήγησης.

(19)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αποθηκεύουν στον μικροεπεξεργαστή πρόσθετες πληροφορίες, εφόσον τούτο δεν εμποδίζει τη χρήση του. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τηρείται η προστασία των δεδομένων.

(20)  Ενδείκνυται ο καθορισμός των ελάχιστων απαιτήσεων σχετικά με την πρόσβαση στο επάγγελμα του εξεταστή και τη συνεχή επιμόρφωσή του προκειμένου να βελτιωθούν οι γνώσεις και οι δεξιότητες των εξεταστών, να γίνει δυνατή η αντικειμενικότερη αξιολόγηση των υποψηφίων οδηγών, να επιτευχθεί μεγαλύτερη εναρμόνιση των εξετάσεων οδήγησης και να ενισχυθεί η γενική αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών οδήγησης.

(21)  Πρέπει να επιτραπεί στην Επιτροπή να προβαίνει σε προσαρμογή των παραρτημάτων Ι έως IV στην τεχνική πρόοδο.

(22)  Τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας θεσπίζονται σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(5).

(23)  Δεδομένου ότι οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, δύνανται, κατά συνέπεια λόγω των διαστάσεων και των αποτελεσμάτων τους να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που διατυπώνεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(24)  Η παρούσα οδηγία δεν πρέπει να θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογής των οδηγιών που παρατίθενται στο παράρτημα VΙΙΙ, μέρος Β,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Υπόδειγμα άδειας

1.  Τα κράτη μέλη εκδίδουν τις εθνικές άδειες οδήγησης ακολουθώντας το κοινοτικό υπόδειγμα που περιγράφεται στο παράρτημα I, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

2.  Τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να εφοδιάζουν με μικροεπεξεργαστή τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν από τη στιγμή που οι τεχνικές προδιαγραφές θα καθορισθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10. Η Επιτροπή φροντίζει οι τεχνικές προδιαγραφές που αφορούν τον μικροεπεξεργαστή, ο οποίος θα ενσωματωθεί στην άδεια οδήγησης, να προβλέπουν έγκριση ΕΚ που θα είναι δυνατόν να χορηγηθεί μόνον όταν αποδειχθεί η ικανότητά του να αντισταθεί στις προσπάθειες παραποίησης ή μεταβολής των δεδομένων.

3.  Ο μικροεπεξεργαστής περιέχει τα εναρμονισμένα στοιχεία της άδειας οδήγησης που παρατίθενται στο παράρτημα Ι.

Τα κράτη μέλη μπορούν, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή, να αποθηκεύουν πρόσθετα στοιχεία στο μικροεπεξεργαστή, εφόσον τούτο δεν παρεμποδίζει την εφαρμογή της οδηγίας και δεν παραβιάζει τις ισχύουσες διατάξεις περί προστασίας των δεδομένων.

Η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει το παράρτημα Ι, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 9, για να εξασφαλίζεται η μελλοντική διαλειτουργικότητα.

Άρθρο 2

Αμοιβαία αναγνώριση

Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν αμοιβαία τις άδειες οδήγησης που εκδίδουν.

Άρθρο 3

Μέτρα κατά της πλαστογράφησης

1.  Το διακριτικό σήμα του εκδώσαντος την άδεια κράτους μέλους τίθεται εντός του εμβλήματος που απεικονίζεται στη σελίδα 1 του υποδείγματος κοινοτικής άδειας οδήγησης.

2.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν κάθε ενδεικνυόμενη διάταξη για να αποφευχθεί ο κίνδυνος πλαστογράφησης των αδειών οδήγησης, συμπεριλαμβανομένων των υποδειγμάτων αδειών που εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας. Ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά.

3.  Η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίζει από πλαστογραφία το υλικό που χρησιμοποιείται για την άδεια οδήγησης σύμφωνα με το παράρτημα Ι, με προδιαγραφές τις οποίες καθορίζει με τη διαδικασία του άρθρου 10. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας.

4.  Μέσα σε διάστημα ...(6), οι άδειες οδήγησης που δεν ανταποκρίνονται ούτε στο παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας ούτε στο παράρτημα Ια της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ, το οποίο προστέθηκε με την οδηγία 96/47/ΕΚ, αντικαθίστανται από το πρότυπο του παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας.

Μέσα σε διάστημα ...(7)*, οι άδειες οδήγησης που δεν ανταποκρίνονται στο παράρτημα Ι της παρούσας οδηγίας αντικαθίστανται από το πρότυπο του παραρτήματος Ι.

Άδειες οδήγησης για μια συγκεκριμένη κατηγορία, οι οποίες χορηγήθηκαν πριν από ...(8)**, δεν αφαιρούνται βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας ούτε περιορίζονται με οποιοδήποτε τρόπο.

Άρθρο 4

Κατηγορίες

1.  Η άδεια οδήγησης που προβλέπεται στο άρθρο 1 δίνει δικαίωμα οδήγησης οχημάτων των εξής κατηγοριών:

κατηγορία ΑΜ:

   μοτοποδήλατα, δηλαδή δίκυκλα ή τρίκυκλα οχήματα με μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής άνω των 6 χιλιομέτρων την ώρα (km/h) που όμως δεν υπερβαίνει τα 45 km/h που διαθέτουν κινητήρα κυβισμού μικρότερου ή ίσου με 50 cm³ αν είναι εσωτερικής καύσης, ή των οποίων η μέγιστη συνεχής ονομαστική ισχύς είναι μικρότερη ή ίση με 4 κιλοβάτ (kW) αν είναι ηλεκτρικοί, ή στην περίπτωση τρικύκλων που διαθέτουν κινητήρα του οποίου η μέγιστη καθαρή ισχύς δεν υπερβαίνει τα 4 kW αν πρόκειται για άλλον κινητήρα εσωτερικής καύσης·
   τετράτροχα ελαφρά οχήματα με μάζα κενού οχήματος έως 350 κιλά, χωρίς τις ηλεκτρικές στήλες στην περίπτωση των ηλεκτρικών οχημάτων, με μέγιστη ταχύτητα έως 45 χλμ/ώρα, ανάλογα με την κατασκευή, και κυβισμό έως 50 κ.ε. στην περίπτωση οχημάτων με εξωτερική ανάφλεξη, ή με μέγιστη ωφέλιμη ισχύ έως 4 κιλοβάτ στην περίπτωση άλλων κινητήρων εσωτερικής καύσης, ή με μέγιστη ονομαστική συνεχή ισχύ 4 κιλοβάτ στην περίπτωση ηλεκτροκινητήρων·
  

κατηγορία Α1:

   ελαφρές μοτοσυκλέτες μέγιστου κυβισμού 125 κυβικών εκατοστών μέγιστης ισχύος 11 kW και με λόγο ισχύος προς βάρος μικρότερο από 0,1 kw/kg·
   τρίκυκλα με κινητήρα, με ισχύ έως 15 κιλοβάτ·
  

κατηγορία Α2:

   μοτοσυκλέτες, με ή χωρίς πλευρικό κάνιστρο, μέγιστης ισχύος 35 kW και με λόγο ισχύος προς βάρος μικρότερο από 0,2 kW/kg· οι μοτοσυκλέτες αυτές δεν είναι δυνατόν να προκύπτουν από τύπο που αναπτύσσει πάνω από τη διπλή μέγιστη ισχύ· οι μοτοσυκλέτες αυτές είναι δυνατόν να φέρουν πλευρικό κάνιστρο·
   τρίκυκλα με κινητήρα, με ισχύ έως 35 κιλοβάτ·
  

κατηγορία Α:

   μοτοσυκλέτες με ή χωρίς πλευρικό κάνιστρο·
   τρίκυκλα με κινητήρα, με ισχύ έως 35 κιλοβάτ·
  

κατηγορία Β1:

   τρίκυκλα με κινητήρα μέγιστης ισχύος έως 15 κιλοβάτ, ή τετράκυκλα με κινητήρα τα οποία δεν εμπίπτουν στα τετράκυκλα ελαφρά οχήματα της δεύτερης παραγράφου της κατηγορίας ΑΜ με μάζα κενού οχήματος έως 400 κιλά (550 κιλά στην περίπτωση οχημάτων μεταφοράς φορτίου), χωρίς τους συσσωρευτές στην περίπτωση ηλεκτρικών οχημάτων, με μέγιστη ωφέλιμη ισχύ έως 15 κιλοβάτ και μέγιστη ταχύτητα σχεδιασμού έως 80 χλμ./ώρα·
  

κατηγορία Β:

  α) Αυτοκίνητα:
   με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα μέχρι 3.500 kg·
   που έχουν σχεδιαστεί και κατασκευαστεί με τρόπο ώστε ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών, εκτός από τον οδηγό, να μην υπερβαίνει τους οκτώ·

Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί έγκρισης τύπου των εν λόγω αυτοκινήτων, επιτρέπεται η έλξη ρυμουλκούμενου εφόσον η συνολική επιτρεπόμενη μάζα του συγκεκριμένου συνδυασμού οχήματος-ρυμουλκούμενου δεν υπερβαίνει τα 3.500 κιλά.

Αν ο οδηγός έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το παράρτημα V, επιτρέπεται, με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, η έλξη ρυμουλκούμενου, εφόσον η συνολική επιτρεπόμενη μάζα του συνδυασμού οχήματος-ρυμουλκούμενου δεν υπερβαίνει τα 4.250 κιλά και ο συνδυασμός δεν χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς. Η επιπλέον κατάρτιση του οδηγού δεν είναι υποχρεωτική εάν η μάζα του ρυμουλκούμενου δεν υπερβαίνει τα 750 κιλά.

Αν ο οδηγός έχει καταρτιστεί σύμφωνα με το παράρτημα VΙ, η συνολική επιτρεπόμενη μάζα του οχήματος επιτρέπεται να ανέρχεται σε 4.250 κιλά, εφόσον πρόκειται για μηχανοκίνητο τροχόσπιτο, σύμφωνα με τον ορισμό του παραρτήματος ΙΙ, μέρος Α, παράγραφος 5.1. της οδηγίας 2001/116/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2001, για προσαρμογή στην τεχνική πρόοδο της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την έγκριση τύπου των μηχανοκίνητων οχημάτων και των ρυμουλκουμένων τους(9), το ωφέλιμο φορτίο ανέρχεται το πολύ σε 1000 κιλά και το όχημα δεν χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς·

   β) Τρίκυκλα μέγιστης ισχύος μέχρι 35 kw·
   γ) Τρίκυκλα μέγιστης ισχύος μεγαλύτερης από 35 kw, εφόσον ο κάτοχος αυτής της άδειας οδήγησης έχει συμπληρώσει το 21ο έτος ηλικίας·
  

κατηγορία Β+Ε:

   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Β και από ρυμουλκούμενο ή ημι-ρυμουλκούμενο, εφόσον η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του ρυμουλκούμενου ή του ημι-ρυμουλκούμενου δεν υπερβαίνει τα 3.500 kg·
  

κατηγορία Γ1:

   αυτοκίνητα που δεν υπάγονται στις κατηγορίες Δ1 ή Δ, των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα ξεπερνά τα 3.500 kg χωρίς να υπερβαίνει τα 7.500 kg και των οποίων η σχεδίαση και η κατασκευή είναι τέτοιες ώστε ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών, εκτός του οδηγού, να μην υπερβαίνει τους οκτώ· - αυτοκίνητα των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα ξεπερνά τα 3.500 kg χωρίς ωστόσο να υπερβαίνει τα 6.000 kg και στα οποία ο αριθμός των επιβατών που μπορούν να μεταφέρουν, εκτός του οδηγού, δεν υπερβαίνει τους οκτώ·
  

κατηγορία Γ1+Ε:

   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Γ1 και από ρυμουλκούμενο ή ημι-ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg υπό την προϋπόθεση ότι η μάζα του σχηματιζόμενου συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12.000 kg·
   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Γ1 και από ρυμουλκούμενο ή ημι-ρυμουλκούμενο, του οποίου η επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 3.500 kg υπό την προϋπόθεση ότι η μάζα του σχηματιζόμενου συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12.000 kg·
  

κατηγορία Γ:

   αυτοκίνητα που δεν υπάγονται στις κατηγορίες Δ1 ή Δ, των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα ξεπερνά τα 3.500 kg και των οποίων η σχεδίαση και η κατασκευή είναι τέτοιες ώστε ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών, εκτός του οδηγού, να μην υπερβαίνει τους οκτώ· τα αυτοκίνητα των οποίων η οδήγηση επιτρέπεται με άδεια κατηγορίας Γ μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg·
  

κατηγορία Γ+Ε:

   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολα συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα το οποίο υπάγεται στην κατηγορία Γ και από ρυμουλκούμενο ή ημι-ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg·
  

κατηγορία Δ1:

   αυτοκίνητα των οποίων η σχεδίαση και η κατασκευή είναι τέτοιες ώστε ο αριθμός των επιβατών που μπορούν να μεταφέρουν, εκτός του οδηγού, δεν υπερβαίνει τους δεκαέξι, και μεγίστου μήκους οκτώ μέτρων· τα αυτοκίνητα των οποίων η οδήγηση επιτρέπεται με άδεια κατηγορίας Δ1 μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg·
  

κατηγορία Δ1+Ε:

   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολα οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα της κατηγορίας Δ1 και από ρυμουλκούμενο, του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg υπό την προϋπόθεση ότι η μάζα του σχηματιζόμενου συνόλου δεν υπερβαίνει τα 12.000 kg·
  

κατηγορία Δ:

   αυτοκίνητα των οποίων η σχεδίαση και η κατασκευή είναι τέτοιες ώστε ο αριθμός των επιβατών που είναι δυνατό να μεταφέρουν, εκτός του οδηγού, δεν υπερβαίνει τα οκτώ· τα αυτοκίνητα των οποίων η οδήγηση επιτρέπεται με άδεια κατηγορίας Δ μπορούν να έλκουν ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα δεν υπερβαίνει τα 750 kg·
  

κατηγορία Δ+Ε:

   με την επιφύλαξη των διατάξεων για την έγκριση τύπου του συγκεκριμένου οχήματος, σύνολο συζευγμένων οχημάτων που αποτελούνται από έλκον όχημα το οποίο  υπάγεται στην κατηγορία Δ, και από ρυμουλκούμενο του οποίου η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 750 kg. Τα ρυμουλκούμενα δεν επιτρέπεται -με εξαίρεση τις αστικές συγκοινωνίες- να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσώπων.
  

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

   α) νοείται ως "μηχανοκίνητο όχημα": κάθε όχημα το οποίο φέρει κινητήρα για την προώθησή του και κυκλοφορεί σε δρόμους με τα δικά του μέσα, εκτός από τα οχήματα που κινούνται πάνω σε τροχιές·
   β) ο όρος "μοτοποδήλατο" δεν περιλαμβάνει τα ποδήλατα με υποβοηθούμενη ποδηλάτηση·
   γ) νοείται ως "τρίκυκλο" το όχημα με τρεις συμμετρικούς τροχούς που είναι εφοδιασμένο με κινητήρα κυβισμού άνω των 50 cm³ εάν είναι εσωτερικής καύσης ή/και του οποίου η μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής υπερβαίνει τα 45 km/h·
   δ) νοείται ως "μοτοσυκλέτα" κάθε δίκυκλο όχημα του οποίου η μέγιστη ταχύτητα εκ κατασκευής υπερβαίνει τα 45 km/h ή, στην περίπτωση που το όχημα αυτό είναι εφοδιασμένο με κινητήρα εσωτερικής καύσης, ο κυβισμός του δεν υπερβαίνει τα 50 cm³. Το πλευρικό κάνιστρο εξομοιούται με όχημα τέτοιου τύπου·
   ε) νοείται ως "αυτοκίνητο": μηχανοκίνητο όχημα εκτός από τις μοτοσυκλέτες που κανονικά μεταφέρει οδικώς πρόσωπα ή αγαθά ή έλκει οχήματα που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσώπων ή αγαθών. Ο όρος αυτός περιλαμβάνει τα ηλεκτροκίνητα λεωφορεία (τρόλεϊ), δηλαδή τα οχήματα τα οποία συνδέονται με γραμμή μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και δεν κυκλοφορούν σε τροχιά. Δεν περιλαμβάνει τους γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες·
   στ) νοείται ως "γεωργικός ή δασικός ελκυστήρας": κάθε τροχοφόρο ή ερπυστριοφόρο μηχανοκίνητο όχημα, το οποίο έχει τουλάχιστον δύο άξονες, του οποίου η βασική λειτουργία στηρίζεται ουσιαστικά στην ελκτική του δύναμη, και το οποίο έλκει, ωθεί, φέρει ή ενεργοποιεί ορισμένα εργαλεία, μηχανήματα ή ρυμουλκούμενα που χρησιμοποιούνται στις γεωργικές ή δασικές εργασίες και του οποίου η χρήση για την οδική μεταφορά προσώπων ή αγαθών ή για την έλξη επί οδού οχημάτων που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά προσώπων ή αγαθών, είναι δευτερεύουσα.

3.  Η κατηγορία Β1 είναι προαιρετική. Στα κράτη μέλη που δεν προβλέπουν τέτοια κατηγορία οχημάτων, για την οδήγησή τους απαιτείται άδεια οδήγησης κατηγορίας Β.

4.  Κατόπιν συμφωνίας με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ορισμένους ιδιαίτερους τύπους μηχανοκίνητων οχημάτων, όπως τα ειδικά αναπηρικά οχήματα.

Άρθρο 5

Προϋποθέσεις - περιορισμοί

1.  Στην άδεια οδήγησης αναγράφονται οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται στον οδηγό να οδηγεί.

2.  Εάν, λόγω σωματικής μειονεξίας, η οδήγηση επιτρέπεται μόνο για ορισμένους τύπους οχημάτων ή για ειδικά προσαρμοσμένα οχήματα, η δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 8 γίνεται σε τέτοιο όχημα.

Άρθρο 6

Ισοδυναμίες μεταξύ κατηγοριών

1.  Η χορήγηση της άδειας οδήγησης υπόκειται στις παρακάτω προϋποθέσεις:

   α) η άδεια για τις κατηγορίες Γ1, Γ, Δ1 και Δ χορηγείται μόνο στους οδηγούς που είναι ήδη κάτοχοι άδειας για την κατηγορία Β·
   β) η άδεια για τις κατηγορίες Β+Ε, Γ1+Ε, Γ+Ε, Δ1+Ε, Δ+Ε χορηγείται μόνο στους οδηγούς που είναι ήδη κάτοχοι άδειας για τις κατηγορίες Β, Γ1, Γ, Δ1 ή Δ αντίστοιχα.

2.  Η ισχύς της άδειας οδήγησης ορίζεται ως εξής:

   α) η άδεια που ισχύει για τις κατηγορίες Γ1+Ε, Γ+Ε, Δ1+Ε ή Δ+Ε ισχύει και για την οδήγηση συνόλων της κατηγορίας Β+Ε·
   β) η άδεια που ισχύει για την κατηγορία Γ+Ε ισχύει για την κατηγορία Δ+Ε εάν ο κάτοχός της είναι κάτοχος άδειας για την κατηγορία Δ·
   γ) οι άδειες οδήγησης των κατηγοριών Α, Β, Γ ή Δ ισχύουν επίσης για τις κατηγορίες Α1 και Α2, Β1, Γ1 ή Δ1, αντίστοιχα·

δ)   οι άδειες οδήγησης της κατηγορίας Α2 ισχύουν επίσης για την κατηγορία Α1·

ε)   οι άδειες οδήγησης για τις κατηγορίες Γ+Ε και Δ+Ε ισχύουν επίσης για τις κατηγορίες Γ1+Ε και Δ1+Ε, αντίστοιχα.

   f) (στ) οι άδειες οδήγησης όλων των κατηγοριών ισχύουν και για την οδήγηση της κατηγορίας ΑΜ. Τα κράτη μέλη, ωστόσο, μπορούν για τις άδειες που εκδίδουν στην επικράτειά τους να περιορίζουν τις ισοδυναμίες προς την κατηγορία ΑΜ στις κατηγορίες Α1, Α2 και Α, αν προβλέπουν πρακτική κατάρτιση για την απόκτηση άδειας κατηγορίας ΑΜ.

3.  Τα κράτη μέλη μπορούν να εγκρίνουν, για την οδήγηση στο έδαφός τους, τις ακόλουθες ισοτιμίες:

   μοτοποδήλατα και ελαφρές μοτοσυκλέτες με άδεια κατηγορίας Β.

Επειδή η παρούσα διάταξη ισχύει μόνο στην εκάστοτε επικράτεια, τα κράτη μέλη δεν αναφέρουν στην άδεια οδήγησης ότι ο κάτοχος μπορεί να οδηγεί οχήματα αυτού του τύπου.

4.  Έπειτα από διαβούλευση με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν να οδηγούνται στο έδαφός τους:

   α) οχήματα κατηγορίας Δ1 (μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας 3.500 kg χωρίς να περιλαμβάνεται ο ειδικός εξοπλισμός για τη μεταφορά αναπήρων) από οδηγούς ηλικίας τουλάχιστον 21 ετών που είναι τουλάχιστον από διετίας κάτοχοι άδειας οδήγησης κατηγορίας Β, υπό την προϋπόθεση ότι τα οχήματα αυτά χρησιμοποιούνται από μη εμπορικούς φορείς για κοινωνικούς σκοπούς και οδηγούνται από εθελοντές οδηγούς·
   β) οχήματα των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 3.500 kg από οδηγούς ηλικίας τουλάχιστον 21 ετών και κατόχους, από διετίας τουλάχιστον, άδειας οδήγησης κατηγορίας Β, υπό την προϋπόθεση ότι τα οχήματα αυτά πρόκειται να χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο, εν στάσει, για εκπαιδευτικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς, χρησιμοποιούνται από μη εμπορικούς φορείς για κοινωνικούς σκοπούς, και έχουν διαρρυθμιστεί εις τρόπον ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά περισσότερων των εννέα ατόμων ή για τη μεταφορά αγαθών άλλων από τα απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους·
   γ) οχήματα των οποίων η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα υπερβαίνει τα 3.500 kg από οδηγούς ηλικίας τουλάχιστον 21 ετών και κατόχους, από διετίας τουλάχιστον, άδειας οδήγησης κατηγορίας Β, υπό την προϋπόθεση ότι η αρχαιότητα των οχημάτων αυτών είναι άνω των 25 ετών και ότι αυτά συντηρούνται κατά τρόπο ορθό και περιβαλλοντικά ασφαλή, βρίσκονται σε καλή κατάσταση, από ιστορική άποψη, και χρησιμοποιούνται για μη εμπορικούς σκοπούς·
   δ) οχήματα των κατηγοριών Δ και Δ1 από κατόχους άδειας οδήγησης των κατηγοριών Γ, Γ1 και Γ+Ε, εφόσον πρόκειται για σύντομες μετακινήσεις κενών οχημάτων.

Άρθρο 7

Ελάχιστη ηλικία

1.  Η ελάχιστη ηλικία για τη χορήγηση άδειας οδήγησης είναι:

  α) 16 ετών:
   για την κατηγορία ΑΜ·
   για την κατηγορία Α1·
   για την κατηγορία B1·
  β) 18 ετών:
   για την κατηγορία Α2·
   για τις κατηγορίες Β, Β+Ε·
   για τις κατηγορίες Γ1 και Γ1+Ε με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται για την οδήγηση των οχημάτων αυτών στην οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2003, σχετικά με την αρχική επιμόρφωση και την περιοδική κατάρτιση των οδηγών ορισμένων οδικών οχημάτων τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά εμπορευμάτων ή επιβατών(10)·
  γ) 21 ετών:
   για την κατηγορία Α·
   για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Δ1 και Δ1+Ε, με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται για την οδήγηση των οχημάτων αυτών στην οδηγία 2003/59/ΕΚ·
   για τις κατηγορίες Δ και Δ+Ε, με την επιφύλαξη των διατάξεων της οδηγίας 2003/59/ΕΚ που αφορά την οδήγηση αυτών των οχημάτων·
  δ) 24 ετών:
   για την κατηγορία Α·
   για τις κατηγορίες Δ και Δ+Ε με την επιφύλαξη των διατάξεων που προβλέπονται για την οδήγηση των οχημάτων αυτών στην οδηγία 2003/59/ΕΚ.

2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις σχετικά με το κατώτατο όριο ηλικίας που προβλέπονται για τις κατηγορίες Β και Β+Ε και να χορηγούν άδεια για τις κατηγορίες αυτές από την ηλικία των 17 ετών, καθώς και και από τις προϋποθέσεις που ορίζονται για την κατηγορία Β1 και να χορηγούν άδειες της κατηγορίας αυτής μόνον από την ηλικία των 18 ετών. Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν να αναγνωρίσουν στην επικράτειά τους την ισχύ άδειας οδήγησης των κατηγοριών Β και Β1 της οποίας ο κάτοχος δεν έχει συμπληρώσει ηλικία 18 ετών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις προϋποθέσεις σχετικά με το κατώτατο όριο ηλικίας που προβλέπονται για την κατηγορία ΑΜ και να χορηγούν άδεια για την κατηγορία αυτή από την ηλικία των 14 ετών. Τα κράτη μέλη μπορούν να αρνηθούν να αναγνωρίσουν στην επικράτειά τους την ισχύ άδειας οδήγησης της κατηγορίας ΑΜ της οποίας ο κάτοχος δεν έχει συμπληρώσει ηλικία 16 ετών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αυξάνουν τα προβλεπόμενα όρια ηλικίας για τις κατηγορίες Α1, Α2 και Α, υπό την προϋπόθεση ότι:

   οι ελάχιστες ηλικίες για την κατηγορία Α1 και την κατηγορία Α2 διαφέρουν κατά δύο έτη τουλάχιστον·
   πριν από την απόκτηση της άδειας κατηγορίας Α είτε έχει αποκτηθεί τριετής πείρα στην οδήγηση μοτοσυκλέτας της κατηγορίας Α2 είτε το όριο ηλικίας για την κατηγορία Α χωρίς πείρα οδήγησης σε μοτοσυκλέτα της κατηγορίας Α2 είναι έξι χρόνια μεγαλύτερο από αυτό για την κατηγορία Α2.

Το όριο ηλικίας για την κατηγορία Α χωρίς πείρα στην οδήγηση μοτοσυκλέτας κατηγορίας Α2 δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 26 έτη.

Τα κράτη μέλη που έχουν αυξήσει το όριο ηλικίας για τις κατηγορίες Α1, Α2 ή Α αναγνωρίζουν τις άδειες οδήγησης άλλων κρατών μελών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να μειώσουν το κατώτατο όριο ηλικίας για την έκδοση άδειας οδήγησης για την κατηγορία Δ1 στα 18 έτη, όσον αφορά οχήματα που χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις ανάγκης ή σε αποστολές διάσωσης.

Τα κράτη μέλη, εφόσον ζητούν από τους υποψηφίους να υποβάλλονται σε εξέταση ικανότητας και συμπεριφοράς ως προϋπόθεση για τη λήψη άδειας κατηγορίας AM, μπορούν να παρεκλίνουν από τις απαιτήσεις του ελαχίστου ορίου ηλικίας που προβλέπεται για την κατηγορία A2 και να εκδίδουν την άδεια αυτής της κατηγορίας για άτομα ηλικίας 17 ετών και άνω.

Τα κράτη μέλη μπορούν να παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις του ελαχίστου ορίου ηλικίας που προβλέπεται για δίκυκλα της κατηγορίας Α (άλλα από αυτά της κατηγορίας Α1 και Α2) και μπορούν να εκδίδουν τις άδειες αυτές για άτομα ελάχιστης ηλικίας μεταξύ 21-26 ετών.

Άρθρο 8

Χορήγηση - Ισχύς - Ανανέωση

1.  Η χορήγηση της άδειας οδήγησης προϋποθέτει:

   α) επιτυχία σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς και σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων, καθώς και πλήρωση των απαιτήσεων υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων II και III·
   β) επιτυχία σε δοκιμασία ελέγχου των γνώσεων μόνον όσον αφορά την κατηγορία ΑΜ· τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν την επιτυχία σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς καθώς και την υποβολή σε ιατρική εξέταση για τις άδειες οδήγησης της κατηγορίας ΑΜ που χορηγούν.

Για τρίτροχα και τετράτροχα οχήματα της κατηγορίας αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ειδική πρακτική κατάρτιση. Για τη διαφοροποίηση των οχημάτων κατηγορίας ΑΜ, μπορεί να περιληφθεί στην άδεια οδήγησης ειδικός κωδικός κράτους·

   γ) επιτυχία σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς μόνον για τους υποψήφιους άδειας οδήγησης της κατηγορίας Α2 που απέκτησαν ελάχιστη εμπειρία δύο ετών οδηγώντας μοτοσυκλέτα με άδεια Α1·
   δ) συμμετοχή σε εκπαίδευση οδηγών σύμφωνα με το παράρτημα VΙΙ μόνον για τους υποψήφιους άδειας οδήγησης της κατηγορίας Α που απέκτησαν ελάχιστη εμπειρία τριών ετών οδηγώντας μοτοσυκλέτα με άδεια Α2· δεν απαιτείται καμία άλλη δοκιμασία για τους υποψήφιους άδειας οδήγησης της κατηγορίας Α που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον τριετή εμπειρία οδήγησης μοτοσυκλέτας με άδεια οδήγησης της κατηγορίας Α2 και διετή εμπειρία οδήγησης μοτοσυκλέτας με άδεια οδήγησης της κατηγορίας Α1·
   ε) επιτυχία σε δοκιμασία ελέγχου των ικανοτήτων και της συμπεριφοράς μόνο για τους υποψήφιους άδειας οδήγησης της κατηγορίας Α1, Α2 ή Α, που είναι ήδη κάτοχοι άδειας οδήγησης των κατηγοριών ΑΜ, Α1 ή Α2·
   στ) κανονική διαμονή ή απόδειξη της σπουδαστικής ιδιότητας επί διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης.

2.  Από τις ...(11), οι άδειες οδήγησης που χορηγούν τα κράτη μέλη για τις κατηγορίες ΑΜ, Α1, Α2, Α, Β, Β1 και Β+Ε, έχουν διάρκεια ισχύος από διοικητική άποψη δέκα ετών. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την διάρκεια ισχύος της πρώτης άδειας οδήγησης, η οποία χορηγείται σε νέους οδηγούς για τις κατηγορίες Α και Β σε τρία έτη, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα εφαρμογής ειδικών μέτρων για τους οδηγούς αυτούς με στόχο την βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

Από τις ...*, οι άδειες οδήγησης που χορηγούν τα κράτη μέλη για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε, έχουν διάρκεια ισχύος πέντε ετών. Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν την διάρκεια ισχύος της πρώτης άδειας οδήγησης, η οποία χορηγείται σε νέους οδηγούς για τις κατηγορίες Γ και Δ σε τρία έτη, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα εφαρμογής ειδικών μέτρων για τους οδηγούς αυτούς με στόχο την βελτίωση της οδικής ασφάλειας.

Ωστόσο στην περίπτωση κατά την οποία πρέπει να ανανεωθεί, λόγω λήξης της ισχύος της, άδεια οδήγησης, η οποία χορηγήθηκε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας, ισχύουν για την ανανέωση οι διάφορες περίοδοι ισχύος που καθορίσθηκαν στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο.

Η διαθεσιμότητα μικροεπεξεργαστή σύμφωνα με το άρθρο 1 δεν αποτελεί προϋπόθεση ισχύος της άδειας οδήγησης. Η απώλεια, η αδυναμία ανάγνωσης ή άλλη βλάβη του μικροεπεξεργαστή δεν έχουν επίπτωση στην ισχύ του εγγράφου.

3.  Η ανανέωση της άδειας οδήγησης τη στιγμή της λήξης της ισχύος της υπόκειται στα ακόλουθα:

   α) Διαρκή τήρηση των ελάχιστων προδιαγραφών για τη φυσική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ για τις άδειες οδήγησης των κατηγοριών Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε·
   β) Kανονική διαμονή ή απόδειξη της σπουδαστικής ιδιότητας στην επικράτεια του κράτους μέλους που χορηγεί την άδεια οδήγησης, χωρίς υποχρέωση διαμονής επί ελάχιστο διάστημα έξη μηνών.

Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν κατά την ανανέωση άδειας οδήγησης των κατηγοριών Α, Α1, Α2, Β, Β1 και Β+Ε, έλεγχο των ελάχιστων προδιαγραφών για τη φυσική και διανοητική ικανότητα οδήγησης που περιγράφονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

Τα κράτη μέλη μπορούν να περιορίσουν τη διάρκεια ισχύος που προβλέπεται στην παράγραφο 2, σε μεμονωμένες περιπτώσεις για όλες τις κατηγορίες, αν θεωρούν αναγκαίους συχνότερους ιατρικούς ελέγχους ή άλλα ειδικά μέτρα όπως περιορισμούς μετά από παραβάσεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν συστήματα υπολογισμού των παραβάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας ('σύστημα σημείων') που θα έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό της περιόδου ισχύος των αδειών οδήγησης κάθε κατηγορίας, που ορίζεται στην παράγραφο 2. Τα συστήματα αυτά πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αποτρεπτικά, αναλογικά και να προσαρμόζονται ανάλογα με την κατηγορία των επαγγελματιών ή ιδιωτών οδηγών.

4.  Με την επιφύλαξη των εθνικών, ποινικών και αστυνομικών διατάξεων, τα κράτη μέλη, μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή, μπορούν να εφαρμόζουν στη χορήγηση της άδειας οδήγησης τις εθνικές τους διατάξεις που αφορούν προϋποθέσεις άλλες, εκτός αυτών της παρούσας οδηγίας.

5.   (α) Το ίδιο πρόσωπο μπορεί να είναι κάτοχος μόνο μίας άδειας οδήγησης.

β)   Τα κράτη μέλη αρνούνται να χορηγήσουν άδεια όταν διαπιστώνουν ότι ο υποψήφιος είναι ήδη κάτοχος ισχύουσας άδειας οδήγησης που έχει εκδοθεί από τις αρχές άλλου κράτους μέλους. Τα κράτη μέλη αρνούνται επίσης να εκδώσουν άδεια οδήγησης όταν ο υποψήφιος υπόκειται, σε άλλο κράτος μέλος, σε κάποιο από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 2.

γ)   Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα, κατ´ εφαρμογή του στοιχείου (β).

Όσον αφορά την έκδοση, αντικατάσταση ή ανανέωση μιας άδειας, τα αναγκαία μέτρα είναι η διερεύνηση, μαζί με άλλα κράτη μέλη του, κατά πόσον υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες πως ο υποψήφιος είναι ήδη κάτοχος άδειας οδήγησης.

Όσον αφορά την ανταλλαγή μιας άδειας που εκδόθηκε από άλλο κράτος μέλος, τα αναγκαία μέτρα είναι να διευκρινισθεί, σε συνεννόηση με το κράτος μέλος που εξέδωσε την άδεια, κατά πόσο ο υποψήφιος υπόκειται σε κάποιο από τα μέτρα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 12, παράγραφος 2.

δ)   Για τη διευκόλυνση των διεθνών ελέγχων που απαιτούνται για την εφαρμογή του στοιχείου (β), η Επιτροπή, με την υποστήριξη των κρατών μελών, σχεδιάζει, θέτει σε λειτουργία και χειρίζεται ένα δίκτυο για τη διεθνή ανταλλαγή δεδομένων που αφορούν τις άδειες οδήγησης μεταξύ όλων των κρατών μελών.

Άρθρο 9

Επιτροπή

Οι αναγκαίες τροπολογίες για την προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο των παραρτημάτων Ι έως VΙΙ, εγκρίνονται σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 10.

Άρθρο 10

Διαδικασία επιτροπολογίας

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από μια "επιτροπή για την άδεια οδήγησης", καλούμενη στο εξής "η επιτροπή".

2.  Στις περιπτώσεις που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται σε 3 μήνες.

3.  Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.

Άρθρο 11

Εξεταστές

Από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, οι εξεταστές άδειας οδήγησης οφείλουν να ανταποκρίνονται στις ελάχιστες προδιαγραφές του παραρτήματος IV. Οι εξεταστές άδειας οδήγησης που εξασκούν την αποστολή τους πριν από ...(12) υπόκεινται μόνο στις διατάξεις σχετικά με τη διασφάλιση ποιότητας και τα τακτικά μέτρα μετεκπαίδευσης.

Άρθρο 12

Διάφορες διατάξεις σχετικά με την αναγνώριση αδειών οδήγησης

1.  Σε περίπτωση που ο κάτοχος άδειας οδηγήσεως, της οποίας η ισχύς δεν έχει λήξει και η οποία έχει εκδοθεί από ένα κράτος μέλος, έχει πλέον την κανονική του διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, μπορεί να ζητήσει την αντικατάσταση της παλαιάς του αδείας με νέα ισοδύναμη. Το κράτος μέλος που αντικαθιστά την άδεια ελέγχει, ενδεχομένως, αν η προς αντικατάσταση άδεια εξακολουθεί πράγματι να ισχύει.

2.  Με την επιφύλαξη της αρχής της εδαφικότητας όσον αφορά την ισχύ των ποινικών και αστυνομικών διατάξεών του, το κράτος μέλος κανονικής διαμονής μπορεί να εφαρμόσει στον κάτοχο άδειας οδήγησης η οποία έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος, τις εθνικές του διατάξεις όσον αφορά τον περιορισμό, την αναστολή, την αφαίρεση ή την ακύρωση του δικαιώματος οδήγησης και, ενδεχομένως, να προβεί, για τους σκοπούς αυτούς, σε αντικατάσταση της άδειας αυτής.

3.  Το κράτος μέλος που αντικαθιστά την άδεια αποστέλλει την αντικατασταθείσα άδεια στο κράτος μέλος που την έχει εκδώσει, παρέχοντας τις δέουσες διευκρινίσεις.

4.  Ένα κράτος μέλος οφείλει να αρνηθεί να αναγνωρίσει σε πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται, στο έδαφός του, ένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 2, την ισχύ άδειας οδήγησης που έχει εκδώσει άλλο κράτος μέλος.

Επίσης, ένα κράτος μέλος οφείλει να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια οδήγησης σε υποψήφιο ο οποίος αποτελεί αντικείμενο περιορισμού, αναστολής ή ανάκλησης της άδειας οδήγησης σε άλλο κράτος μέλος.

Επίσης, ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια οδήγησης σε υποψήφιο ο οποίος αποτελεί αντικείμενο ακύρωσης σε άλλο κράτος μέλος.

Εξάλλου, ένα κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να αναγνωρίσει την ισχύ μιας άδειας οδήγησης, η οποία εκδόθηκε για ένα πρόσωπο από ένα άλλο κράτος μέλος σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε τον τόπο κατοικίας του στο κράτος μέλος της έκδοσης.

5.  Η αντικατάσταση μιας άδειας οδήγησης, παραδείγματος χάριν λόγω απώλειας ή κλοπής, μπορεί να γίνεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους όπου ο κάτοχος της άδειας διαμένει κανονικά. Οι αρχές αυτές αντικαθιστούν την άδεια με βάση τις πληροφορίες που διαθέτουν ή, ενδεχομένως, με βάση μια βεβαίωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους που είχε εκδώσει την αρχική άδεια.

6.  Όταν ένα κράτος μέλος αντικαθιστά μια άδεια οδήγησης που έχει εκδοθεί από τρίτη χώρα με άδεια οδήγησης κοινοτικού τύπου, η τελευταία αυτή άδεια περιέχει σχετική ένδειξη, η οποία τίθεται επίσης και σε κάθε μελλοντική αντικατάσταση ή ανανέωσή της.

Η αντικατάσταση μπορεί να γίνεται μόνον αν η εκδοθείσα από τρίτη χώρα άδεια παραδοθεί στις αρμόδιες αρχές του αντικαθιστούντος κράτους μέλους. Αν ο κάτοχος της αδείας αυτής μεταφέρει την κανονική διαμονή του σε άλλο κράτος μέλος, το τελευταίο αυτό δύναται να μην εφαρμόσει την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2.

Άρθρο 13

Κανονική διαμονή

Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, ως "κανονική διαμονή" νοείται ο τόπος, όπου ένα πρόσωπο διαμένει συνήθως, δηλαδή επί 185 τουλάχιστον ημέρες κατά ημερολογιακό έτος, λόγω προσωπικών ή επαγγελματικών δεσμών, ή, όταν πρόκειται για άτομο χωρίς επαγγελματικούς δεσμούς, λόγω προσωπικών δεσμών, που συνεπάγονται στενή σχέση του με τον τόπο όπου κατοικεί.

Εντούτοις, ως κανονική διαμονή ενός ατόμου, του οποίου οι επαγγελματικοί δεσμοί βρίσκονται σε τόπο διαφορετικό από εκείνο των προσωπικών του δεσμών, και το οποίο, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, υποχρεούται να διαμένει εναλλάξ σε διαφορετικούς τόπους που βρίσκονται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, θεωρείται ο τόπος στον οποίο βρίσκονται οι προσωπικοί του δεσμοί, υπό τον όρον ότι το άτομο αυτό επιστρέφει εκεί τακτικά. Η τελευταία αυτή προϋπόθεση δεν χρειάζεται να πληρούται, όταν το άτομο διαμένει σε ένα κράτος μέλος για την εκτέλεση αποστολής συγκεκριμένης διάρκειας. Η φοίτηση σε πανεπιστήμιο ή σε σχολείο δεν συνεπάγεται μεταφορά της κανονικής διαμονής.

Άρθρο 14

Ισοδυναμία αδειών οδήγησης μη κοινοτικών υποδειγμάτων

Με τη σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής, τα κράτη μέλη ορίζουν την ισοδυναμία μεταξύ των κατηγοριών αδειών που είχαν χορηγηθεί πριν από τη θέση σε εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και των κατηγοριών που προβλέπονται στο άρθρο 4.

Ύστερα από διαβούλευση με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να επιφέρουν στις εθνικές νομοθεσίες τις προσαρμογές που είναι απαραίτητες για την εφαρμογή του άρθρου 12, παράγραφοι 4, 5 και 6.

Άρθρο 15

Αξιολόγηση

Το αργότερο μέχρι τις ...(13), η Επιτροπή προβαίνει σε αξιολόγηση των κοινοτικών διατάξεων που αφορούν τις κατηγορίες που αναφέρονται στο άρθρο 4 και τις ελάχιστες ηλικίες που καθορίζονται στο άρθρο 7 και των επιπτώσεών τους στην οδική ασφάλεια καθώς και αξιολόγηση της πιθανής εισαγωγής βαθμιαίας πρόσβασης στην κατηγορία Β συμπεριλαμβανομένης της κατηγορίας Β1.

Άρθρο 16

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

Τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και ανταλλάσσουν, πληροφορίες για τις άδειες που χορηγούν, ανταλλάσουν ή αντικαθιστούν· προς τούτο συμβουλεύονται το δίκτυο αδειών οδήγησης της ΕΕ που θα δημιουργηθεί για το σκοπό αυτό, αμέσως μόλις τεθεί σε λειτουργία.

Άρθρο 17

Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν το αργότερο μέχρι τις ...(14), τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με το άρθρο 1, παράγραφος 2, το άρθρο 3, παράγραφος 2, το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 3, το άρθρο 6, παράγραφος 2, σημεία γ) και δ), το άρθρο 7, το άρθρο 8, παράγραφοι 1, 2, 3 και 5, το άρθρο 11, τα άρθρα 16 έως 20, καθώς και το παράρτημα II, σημείο 5.2 και το παράρτημα IV. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.

2.  Εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από τις ...(15)*.

3.  Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, οι τελευταίες αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση που διευκρινίζει ότι οι αναφορές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος αυτής της αναφοράς και της διατύπωσης αυτής της δήλωσης καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

4.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

5.  Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/439/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/47/ΕΚ, καταργείται την ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Κατάργηση

Η οδηγία 91/439/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που εμφαίνονται στο παράρτημα VΙΙΙ, μέρος Α καταργείται από τις ...**, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που εμφαίνονται στο παράρτημα VΙΙΙ, μέρος Β.

Οι αναφορές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται ότι γίνονται στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχιών που παρατίθεται στο παράρτημα IΧ.

Άρθρο 19

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά την ημέρα δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, το άρθρο 2, το άρθρο 3, παράγραφος 1, το άρθρο 4, παράγραφος 4, το άρθρο 5, το άρθρο 6, παράγραφος 1, παράγραφος 2, σημεία α) και β), παράγραφοι 3 και 4, το άρθρο 8, παράγραφος 4, το άρθρο 9, το άρθρο 10, τα άρθρα 12 έως 15 και τα παραρτήματα I, II και III εφαρμόζονται από τις ...(16).

Άρθρο 20

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

1.  Τα φυσικά χαρακτηριστικά της κάρτας του κοινοτικού υποδείγματος άδειας οδήγησης είναι σύμφωνα με τα πρότυπα ISO 7810 και ISO 7816-1.

Η κάρτα κατασκευάζεται από πολυανθρακικό υλικό.

Οι μέθοδοι επαλήθευσης των χαρακτηριστικών των αδειών οδήγησης οι οποίες έχουν σκοπό να διασφαλίσουν τη συμφωνία τους με τα διεθνή πρότυπα είναι σύμφωνες με το πρότυπο ISO 10373.

2.  Φυσική ασφάλεια των αδειών οδήγησης

Η φυσική ασφάλεια των αδειών οδήγησης απειλείται από:

   την κατασκευή πλαστών καρτών: κατασκευή νέου αντικειμένου με μεγάλη ομοιότητα προς το έγγραφο, είτε ως ιδιοκατασκευή είτε ως αντίγραφο του αυθεντικού εγγράφου·
   ριζική αλλοίωση: μεταβολή μιας από τις ιδιότητες του αυθεντικού εγγράφου, π.χ. τροποποίηση των στοιχείων που είναι τυπωμένα στο έγγραφο.

Η συνολική ασφάλεια καθορίζεται από το σύστημα στο σύνολό του, το οποίο αποτελείται από τα ακόλουθα επιμέρους στοιχεία: Διαδικασία αίτησης, διαβίβαση δεδομένων, υλικό της κάρτας, μέθοδος εκτύπωσης, ελάχιστη ποσότητα διαφόρων χαρακτηριστικών ασφαλείας και εξατομίκευση.

α)   Το υλικό της άδειας οδήγησης πρέπει να καθίσταται ασφαλές από πλαστογραφία με τις ακόλουθες τεχνικές (υποχρεωτικά χαρακτηριστικά ασφαλείας):

   υλικό κάρτας χωρίς παράγοντα οπτικής λεύκανσης·
   υπόστρωμα ασφαλείας, που προστατεύεται από πλαστογραφία μέσω οπτικής σάρωσης, εκτύπωσης ή αντιγραφής με τη χρήση πολυχρωματικού ιριδισμού με χρώματα και θετικό και αρνητικό έμβλημα ασφαλείας GuilloΓhis. Το υπόστρωμα δεν πρέπει να συντίθεται από τα βασικά χρώματα (ΓMYK)· πρέπει να έχει πολύπλοκη διάθρωση και τουλάχιστον δύο ειδικά χρώματα και μικροσήμανση.
   οπτικώς μεταβλητά στοιχεία που να προσφέρουν επαρκή προστασία από αντιγραφή και φωτογραφική αλλοίωση·
   χάραξη με λέιζερ·
   στον τομέα της φωτογραφίας το υπόστρωμα ασφαλείας και η φωτογραφία θα πρέπει να επικαλύπτονται τουλάχιστον στο πλαίσιο της φωτογραφίας.

β)   επιπλέον, το υλικό των αδειών οδήγησης πρέπει να προστατεύεται με τουλάχιστον τρεις από τις ακόλουθες τεχνικές (πρόσθετα χαρακτηριστικά ασφαλείας):

   χρώματα που να μην επηρεάζονται από την οπτική γωνία *·
   θερμοχρωματικά χρώματα *·
   ειδικά ολογραφήματα *·
   μεταβλητές εικόνες λέηζερ *·
   ορατά και διαφανή χρώματα φθορισμού και υπεριωδών·
   ιριδίζουσα εκτύπωση·
   ψηφιακή υδατογραφία στο υπόστρωμα·
   υπέρυθρες ή φωσφορίζουσες χρωστικές ουσίες·
   ανάγλυφα στοιχεία, σύμβολα ή σχήματα *.

Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν πρόσθετα μέτρα ασφαλείας. Κατά βάση θα πρέπει να προτιμώνται οι τεχνικές που επισημαίνονται με αστερίσκο, διότι επιτρέπουν στις διωκτικές αρχές να ελέγχουν την ισχύ της κάρτας χωρίς πρόσθετα βοηθήματα.

3.  Η άδεια αποτελείται από δύο όψεις:

Η σελίδα 1 περιλαμβάνει:

   α) τις λέξεις "άδεια οδήγησης" οι οποίες εκτυπώνονται με έντονα γράμματα στη γλώσσα ή τις γλώσσες του εκδίδοντος την άδεια κράτους μέλους·
   β) προαιρετικά, το όνομα του εκδίδοντος την άδεια κράτους μέλους·
   γ) το διακριτικό σήμα του κράτους μέλους που εκδίδει την άδεια, τυπωμένο αρνητικά μέσα σε ένα μπλε παραλληλόγραμμο και περιβαλλόμενο από δώδεκα κίτρινα αστέρια· τα διακριτικά σήματα είναι τα ακόλουθα:

B:

Βέλγιο

CZ :

Τσεχική Δημοκρατία

DK:

Δανία

D:

Γερμανία

EST :

Εσθονία

GR:

Ελλάδα

E:

Ισπανία

F:

Γαλλία

IRL:

Ιρλανδία

I:

Ιταλία

CY :

Κύπρος

LV :

Λετονία

LT :

Λιθουανία

L:

Λουξεμβούργο

H :

Ουγγαρία

M :

Μάλτα

NL:

Κάτω Χώρες

A:

Αυστρία

PL :

Πολωνία

P:

Πορτογαλία

SLO :

Σλοβενία

SK :

Σλοβακία

FIN:

Φινλανδία

S:

Σουηδία

UK:

Ηνωμένο Βασίλειο
  δ) τις πληροφορίες που αφορούν την εκδιδόμενη άδεια, οι οποίες απαριθμούνται ως εξής:
   1. επώνυμο του κατόχου,
   2. όνομα του κατόχου,
   3. ημερομηνία και τόπος γέννησης του κατόχου,
   4. (α) ημερομηνία έκδοσης της άδειας,
   β) ημερομηνία λήξης της διοικητικής ισχύος της άδειας ή μια παύλα στην περίπτωση που η διάρκεια του εγγράφου είναι απεριόριστη,
   γ) ορισμό της αρχής που εκδίδει την άδεια (μπορεί να εκτυπωθεί στη σελίδα 2),
   δ) αριθμό άλλο από τον περιλαμβανόμενο στη στήλη 5, που χρησιμεύει στη διαχείριση της άδειας οδήγησης (προαιρετικά),
   5. τον αριθμό της άδειας,
   6. φωτογραφία του κατόχου,
   7. την υπογραφή του κατόχου,
   8. διαμονή, κατοικία ή ταχυδρομική διεύθυνση (προαιρετικά),
   9. τις κατηγορίες οχημάτων που έχει δικαίωμα να οδηγεί ο κάτοχος της άδειας (οι εθνικές κατηγορίες εκτυπώνονται με άλλο τύπο στοιχείων από τις εναρμονισμένες κατηγορίες)·
   ε) την ένδειξη "υπόδειγμα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων" στην ή (-ις) γλώσσα (-ες) του εκδίδοντος την άδεια κράτους μέλους και την ένδειξη "άδεια οδήγησης" στις άλλες γλώσσες της Κοινότητας, σε ροζ χρώμα, ώστε να αποτελεί το φόντο της άδειας:

Permiso de Conducción

Řidičský průkaz

Kørekort

Führerschein

Juhiluba

Άδεια Οδήγησης

Driving Licence

Ajokortti

Permis de Conduire

Ceadúnas Tiomána

Patente di guida

Vadītāja apliecība

Vairuotojo pažymėjimas 

Vezetői engedély

Liċenzja tas-Sewqan 

Rijbewijs

Prawo Jazdy

Carta de Condução

Vodičský preukaz

Vozniško dovoljenje

Körkort·

  στ) χρώματα αναφοράς:
   μπλε: Pantone Reflex blue·
   κίτρινο: Pantone Yellow.

Η σελίδα 2 περιλαμβάνει:

   α) 9. τις κατηγορίες οχημάτων που έχει δικαίωμα να οδηγεί ο κάτοχος της άδειας (οι εθνικές κατηγορίες εκτυπώνονται με άλλο τύπο στοιχείων από τις εναρμονισμένες κατηγορίες)·
   10. την ημερομηνία πρώτης έκδοσης για κάθε κατηγορία (η ημερομηνία αυτή πρέπει να ξαναγράφεται στη νέα άδεια κάθε φορά που αυτή αντικαθίσταται ή αλλάζεται)·
   11. την ημερομηνία λήξης της ισχύος για κάθε κατηγορία ·
   12. τις πιθανές πρόσθετες ή περιοριστικές ενδείξεις σε κωδικοποιημένη μορφή για κάθε σχετική κατηγορία.

Οι κωδικοί έχουν ως εξής:

κωδικοί 01 έως 99:

εναρμονισμένοι κοινοτικοί κωδικοί

ΟΔΗΓΟΣ (Ιατρικοί λόγοι)

01.  Διόρθωση ή/και προστασία της όρασης

01.01  Γυαλιά

01.02  Φακός(-οί) επαφής

01.03  Προστατευτικά γυαλιά

01.04  Αδιαφανής φακός

01.05  Κάλυπτρο ματιού

01.06  Γυαλιά ή φακοί επαφής

02.  Ακουστική συσκευή/επικοινωνιακό βοήθημα

02.01  Ακουστική συσκευή για ένα αυτί

02.02  Ακουστική συσκευή και για τα δύο αυτιά

03.  Κινητική πρόθεση/νάρθηκας άκρων

03.01  Κινητική πρόθεση/νάρθηκας άνω άκρου

03.02  Κινητική πρόθεση/νάρθηκας κάτω άκρου

05.  Περιορισμένη χρήση (υποχρεωτική χρήση υποκωδικού, οδήγηση υπό περιορισμούς για ιατρικούς λόγους)

05.01  Οδήγηση μόνον την ημέρα (π.χ.: μία ώρα μετά την ανατολή και μία ώρα πριν τη δύση του ηλίου)

05.02  Οδήγηση μόνον εντός ακτίνας… km από τον τόπο κατοικίας του κατόχου της αδείας ή μόνον εντός της πόλης/περιφέρειας

05.03  Οδήγηση χωρίς συνεπιβάτες

05.04  Οδήγηση με ταχύτητα έως… km/h

05.05  Οδήγηση επιτρεπόμενη μόνον συνοδεία κατόχου αδείας οδήγησης

05.06  Χωρίς ρυμουλκούμενο

05.07  Απαγόρευση οδήγησης σε αυτοκινητόδρομο

05.08  Απαγόρευση κατανάλωσης οινοπνευματωδών

ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

10.  Τροποποιημένο κιβώτιο ταχυτήτων

10.01  Χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων

10.02  Αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων

10.03  Ηλεκτρονικό κιβώτιο ταχυτήτων

10.04  Προσαρμοσμένος μοχλός αλλαγής ταχυτήτων

10.05  Χωρίς βοηθητικό κιβώτιο ταχυτήτων

15.  Τροποποιημένος συμπλέκτης

15.01  Προσαρμοσμένο ποδόπληκτρο συμπλέκτη

15.02  Χειροκίνητος συμπλέκτης

15.03  Αυτόματος συμπλέκτης

15.04  Εμπρόσθιο/πλευρικό διαχωριστικό ποδόπληκτρου συμπλέκτη/αποσπασμένο ποδόπληκτρο συμπλέκτη

20.  Τροποποιημένα συστήματα πέδησης

20.01  Τροποποιημένο ποδόπληκτρο πέδησης

20.02  Πεπλατυμένο ποδόπληκτρο πέδησης

20.03  Ποδόπληκτρο πέδησης κατάλληλο για το αριστερό πόδι

20.04  Ποδόπληκτρο πέδησης με υποδοχή υποδήματος

20.05  Ποδόπληκτρο πέδησης μεταβλητής κλίσης

20.06  Χειροκίνητη (προσαρμοσμένη) πέδηση πορείας

20.07  Μέγιστη χρήση ενισχυμένης πέδησης πορείας

20.08  Μέγιστη χρήση πέδησης έκτακτης ανάγκης ενσωματωμένης στην πέδηση πορείας

20.09  Προσαρμοσμένη πέδηση στάθμευσης

20.10  Ηλεκτρική πέδηση στάθμευσης

20.  11 (Προσαρμοσμένη) ποδοκίνητη πέδηση στάθμευσης

20.12  Εμπρόσθιο/πλευρικό διαχωριστικό ποδόπληκτρου πέδησης/αποσπασμένο ποδόπληκτρο πέδησης

20.13  Χειρισμός πέδησης με το γόνατο

20.14  Ηλεκτρική πέδηση πορείας

25.  Τροποποιημένα συστήματα επιτάχυνσης

25.01  Προσαρμοσμένο ποδόπληκτρο επιταχυντή

25.02  Ποδόπληκτρο επιταχυντή με αποτύπωμα υποδήματος

25.03  Ποδόπληκτρο επιταχυντή μεταβλητής κλίσης

25.04  Χειροκίνητος επιταχυντής

25.05  Επιταχυντής στο γόνατο

25.06  Επιταχυντής με σερβομηχανισμό (ηλεκτρονικός, πνευματικός, κ.λπ.)

25.07  Ποδόπληκτρο επιταχυντή αριστερά του ποδόπληκτρου πέδησης

25.08  Ποδόπληκτρο επιταχυντή αριστερά

25.09  Εμπρόσθιο/πλευρικό διαχωριστικό ποδόπληκτρου επιταχυντή/αποσπασμένο ποδόπληκτρο επιταχυντή

30.  Τροποποιημένα συνδυασμένα συστήματα πέδησης και επιτάχυνσης

30.01  Παράλληλα ποδόπληκτρα

30.02  Ποδόπληκτρα στο ίδιο (ή σχεδόν το ίδιο) ύψος

30.03  Ποδόπληκτρα επιταχυντή και πέδησης μεταβλητής κλίσης

30.04  Ποδόπληκτρα επιταχυντή και πέδησης μεταβλητής κλίσης και με νάρθηκα

30.05  Πλευρικό διαχωριστικό ποδόπληκτρου επιταχυντή και πέδησης/αποσπασμένο ποδόπληκτρο επιταχυντή και πέδησης

30.06  Υπερυψωμένο δάπεδο

30.07  Διαχωριστικό στην πλευρά του ποδόπληκτρου πέδησης

30.08  Διαχωριστικό για νάρθηκα στην πλευρά του ποδόπληκτρου πέδησης

30.09  Διαχωριστικό εμπρός από τα ποδόπληκτρα επιταχυντή και πέδησης

30.10  Υποστήριγμα πτέρνας/κνήμης

30.11  Ηλεκτρικός επιταχυντής και ηλεκτρική πέδηση

35.  Τροποποιημένα χειριστήρια

(Διακόπτες φανών, εκτοξευτή ύδατος/υαλοκαθαριστήρα, ηχητικό όργανο, δείκτες διεύθυνσης, κ.λπ.)

35.01  Χειριστήρια των οποίων η λειτουργία δεν έχει αρνητική επίπτωση στην οδήγηση και το χειρισμό

35.02  Χειριστήρια που λειτουργούν χωρίς άφεση του τιμονιού και των εξαρτημάτων (κουμπί, περόνη, κ.λπ.)

35.03  Χειριστήρια που λειτουργούν χωρίς άφεση του τιμονιού και των εξαρτημάτων (κουμπί, περόνη, κ.λπ.) με το αριστερό χέρι

35.04  Χειριστήρια που λειτουργούν χωρίς άφεση του τιμονιού και των εξαρτημάτων (κουμπί, περόνη, κ.λπ.) με το δεξί χέρι

35.05  Χειριστήρια που λειτουργούν χωρίς άφεση του τιμονιού και των εξαρτημάτων (κουμπί, περόνη, κ.λπ.) και των συνδυασμένων μηχανισμών επιταχυντή και πέδησης

40.  Τροποποιημένο σύστημα διεύθυνσης

40.01  Τυποποιημένο υποβοηθούμενο σύστημα διεύθυνσης

40.02  Ενισχυμένο υποβοηθούμενο σύστημα διεύθυνσης

40.03  Σύστημα διεύθυνσης με εφεδρικό σύστημα

40.04  Επιμήκυνση κολώνας τιμονιού

40.05  Προσαρμοσμένο τιμόνι (φαρδύτερη ή/και παχύτερη διατομή τιμονιού, κ.λπ.)

40.06  Τιμόνι μεταβλητής κλίσης

40.07  Κατακόρυφο τιμόνι

40.08  Οριζόντιο τιμόνι

40.09  Οδήγηση με το πόδι

40.10  Εναλλακτικό προσαρμοσμένο τιμόνι (χειριστήριο χειρός, κ.λπ.)

40.11  Κουμπί στο τιμόνι

40.12  Νάρθηκας χειρός στο τιμόνι

40.13  Με τενόδεση νάρθηκα

42.  Τροποποιημένα κάτοπτρα οδήγησης

42.01  Εξωτερικό (αριστερό ή δεξί) πλαϊνό κάτοπτρο

42.02  Εξωτερικό κάτοπτρο στο φτερό του αμαξώματος

42.03  Πρόσθετο εσωτερικό κάτοπτρο για την παρακολούθηση της κυκλοφορίας

42.04  Πανοραμικό εσωτερικό κάτοπτρο

42.05  Κάτοπτρο νεκρού σημείου

42.06  Ηλεκτρικά εξωτερικά κάτοπτρα

43.  Τροποποιημένο κάθισμα οδηγού

43.01  Κάθισμα οδηγού σε ύψος που επιτρέπει καλή ορατότητα και σε σωστή απόσταση από το τιμόνι και το ποδόπληκτρο

43.02  Κάθισμα οδηγού προσαρμοσμένο στη σωματική διαμόρφωση του οδηγού

43.03  Κάθισμα οδηγού με πλάγιο υποστήριγμα για περισσότερη ευστάθεια

43.04  Κάθισμα οδηγού με βραχίονες

43.05  Επιμήκυνση της μετατόπισης του καθίσματος του οδηγού κατά μήκος

43.06  Προσαρμογή της ζώνης ασφαλείας

43.07  Ζώνη ασφαλείας τύπου σαγής (4 σημείων)

44.  Τροποποιήσεις μοτοσυκλετών (υποχρεωτική η χρήση υποκωδικού)

44.01  Με μία πέδη μόνο

44.  02 (Προσαρμοσμένη) χειροκίνητη πέδη (εμπρόσθιος τροχός)

44.  03 (Προσαρμοσμένη) ποδοκίνητη πέδη (πίσω τροχός)

44.  04 (Προσαρμοσμένος) χειρισμός επιταχυντή

44.  05 (Προσαρμοσμένη) χειροκίνητη μετάδοση της κίνησης και χειροκίνητος συμπλέκτης

44.  06 (Προσαρμοσμένα) κάτοπτρα οδήγησης

44.  07 (Προσαρμοσμένα) χειριστήρια (δείκτες διεύθυνσης, λυχνία πέδησης,…)

44.08  Ύψος καθίσματος που επιτρέπει στον οδηγό, στη στάση καθημένου, να έχει ταυτόχρονα και τα δύο πόδια επί του οδοστρώματος

45.  Μοτοσυκλέτα με κάνιστρο (side-car) μόνο

50.  Ισχύει για ειδικό όχημα/αριθμό πλαισίου (αναγνωριστικός αριθμός οχήματος, VIN)

51.  Ισχύει για ειδικό όχημα/πινακίδα κυκλοφορίας (αριθμός ταξινόμησης του οχήματος, VRN)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΘΕΜΑΤΑ

70.  Αλλαγή της αδείας αριθ.… που εκδόθηκε από… (διακριτικό σήμα ΕΕ/ΟΗΕ για τρίτη χώρα· π.χ.: 70.0123456789.NL)

71.  Αντίγραφο της αδείας αριθ.… (Διακριτικό σήμα ΕΕ/ΟΗΕ για τρίτη χώρα· π.χ.: 71.987654321.HR)

72.  Περιορισμός στην κατηγορία οχημάτων Α μέγιστου κυλινδρισμού 125cc και μέγιστης παραγωγής ισχύος 11kW (Α1)

73.  Ισχύει για την κατηγορία οχημάτων Β μηχανοκίνητου τρίκυκλου ή τετράκυκλου τύπου (Β1)

74.  Ισχύει για την κατηγορία οχημάτων Γ η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα των οποίων δεν υπερβαίνει τα 7 500 kg (Γ1)

75.  Ισχύει για την κατηγορία οχημάτων Δ έως 16 θέσεων καθημένων, χωρίς το κάθισμα του οδηγού (Δ1)

76.  Ισχύει για την κατηγορία οχημάτων Γ, μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα των οποίων δεν υπερβαίνει τα 7 500 kg (Γ1), τα οποία συναρμόζονται με ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας άνω των 750 kg, υπό τον όρο ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του σχηματιζόμενου συρμού του οχήματος δεν υπερβαίνει τα 12 000 kg, και ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του ρυμουλκούμενου δέν υπερβαίνει τη μάζα του έλκοντος οχήματος άνευ φορτίου (Γ1+Ε)

77.  Ισχύει για την κατηγορία οχημάτων Δ έως 16 θέσεων επιβατών, εκτός της θέσης του οδηγού (Δ1), τα οποία συναρμόζονται με ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας άνω των 750 kg υπό τον όρο α) ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του σχηματιζόμενου συρμού του οχήματος δεν υπερβαίνει τα 12 000 kg και ότι η μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα του ρυμουλκούμενου δεν υπερβαίνει τη μάζα του έλκοντος οχήματος άνευ φορτίου και β) το ρυμουλκούμενο δεν χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών (Δ1+Ε)

78.  Ισχύει για οχήματα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων

(Οδηγία 91/439/ΕΟΚ παράρτημα ΙΙ, σημείο 8.1.1, παράγραφος 2)

   79. (…) Ισχύει για τα οχήματα που είναι σύμφωνα με τις προδιαγραφές εντός αγκύλης, στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 10 παράγραφος 1 της οδηγίας.
   90. 01 προς τα αριστερά
   90. 02: προς τα δεξιά
   90. 03: αριστερά
   90. 04: δεξιά
   90. 05: χέρι
   90. 06: πόδι
   90. 07: χρησιμοποιήσιμο

95.  Οδηγός, κάτοχος ΠΕΙ, ο οποίος ανταποκρίνεται στην υποχρέωση επαγγελματικής ικανότητας που αναφέρεται στην οδηγία 2003/59/ΕΚ μέχρι την ... [(π.χ. 1.1.2012)]

96.  Οδηγοί οι οποίοι υποβάλλονται σε εκπαίδευση σύμφωνα με το παράρτημα V, που τους επιτρέπει να οδηγούν, για μη εμπορικούς σκοπούς, οχήματα με κινητήρα κατηγορίας Β με ρυμουλκούμενο, συνολικής μάζας 3.500 κιλών έως 4250 κιλών.

97.  Οδηγοί οι οποίοι υποβάλλονται σε εκπαίδευση σύμφωνα με το παράρτημα VΙ, που τους επιτρέπει να οδηγούν, για μη εμπορικούς σκοπούς, μηχανοκίνητα τροχόσπιτα, κατά τον ορισμό του παραρτήματος ΙΙ, μέρος Α, τμήμα 5, παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/116/ΕΚ, συνολικής μάζας 3.500 κιλών έως 4250 κιλών και ωφέλιμο φορτίο έως 1000 τόνων.

κωδικοί 100 και εξής:

εθνικοί κωδικοί που ισχύουν μόνο στο έδαφος του κράτους μέλους που εκδίδει την άδεια.

Όταν ένας κωδικός ισχύει για όλες τις κατηγορίες για τις οποίες εκδίδεται η άδεια, μπορεί να εκτυπωθεί στις στήλες 9, 10 και 11·

   13. χώρο για την ενδεχόμενη αναγραφή, από το κράτος μέλος υποδοχής, στα πλαίσια της εφαρμογής της παραγράφου 3, στοιχείο α), του παρόντος παραρτήματος, των στοιχείων που απαιτούνται για τη διαχείριση της άδειας·
   14. χώρο για την ενδεχόμενη αναγραφή, από το κράτος μέλος που εκδίδει την άδεια, των στοιχείων που απαιτούνται για τη διαχείρισή της ή αφορούν την οδική ασφάλεια (προαιρετικά). Στην περίπτωση που το στοιχείο εμπίπτει σε στήλη καθοριζόμενη στο παρόν παράρτημα, πρέπει να προηγείται της αναγραφής του ο αριθμός της αντίστοιχης στήλης.

Στο χώρο αυτό μπορεί επίσης να αναγράφεται, με τη γραπτή επί τούτου συγκατάθεση του κατόχου, μνεία μη συνδεόμενη με τη διαχείριση της άδειας οδήγησης ή με την οδική ασφάλεια· η προσθήκη της εν λόγω μνείας δεν επηρεάζει ουδόλως τη χρήση του υποδείγματος ως άδειας οδήγησης·

   15. σε αυτόν τον χώρο (αριθ. 14) αναγράφονται ιατρικές πληροφορίες για επείγοντα περιστατικά.
   β) επεξήγηση των αριθμημένων στηλών οι οποίες εμφανίζονται στις σελίδες 1 και 2 της άδειας [τουλάχιστον των στηλών 1, 2, 3, 4α), 4β), 4γ), 5, 10, 11 και 12].

Εάν ένα κράτος μέλος επιθυμεί να διατυπώσει τα στοιχεία αυτά σε εθνική γλώσσα, μη συμπεριλαμβανόμενη μεταξύ των ακόλουθων γλωσσών: αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, δανικά, ελληνικά, εσθονικά, ισπανικά, ιταλικά, λετονικά, λιθουανικά, μαλτέζικα, ολλανδικά, ουγγρικά, πολωνικά, πορτογαλικά, σλοβακικά, σλοβενικά, σουηδικά, τσεχικά και φινλανδικά, καταρτίζει δίγλωσση άδεια οδήγησης, στην οποία χρησιμοποιείται μία από τις ανωτέρω γλώσσες, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος παραρτήματος·

   γ) πρέπει να προβλέπεται χώρος στο κοινοτικό υπόδειγμα άδειας, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να εισαχθεί, ενδεχομένως, μικροεπεξεργαστής ή άλλος αντίστοιχος μηχανογραφικός μηχανισμός.

4.  Ειδικές διατάξεις

α)   Όταν ο κάτοχος άδειας οδήγησης την οποία έχει εκδώσει κράτος μέλος σύμφωνα με το παρόν παράρτημα αποκτά κανονική διαμονή σε άλλο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αναγράψει στην άδεια τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διαχείρισή της, υπό την επιφύλαξη ότι αναγράφει επίσης τα στοιχεία αυτά στις άδειες που εκδίδει και ότι υπάρχει, ο απαιτούμενος, για το σκοπό αυτό, χώρος.

β)   Μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή, τα κράτη μέλη μπορούν να προσθέτουν χρώματα ή σημάνσεις, όπως ραβδωτούς κωδικούς, εθνικά σύμβολα και στοιχεία ασφάλειας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του παρόντος παραρτήματος.

Στα πλαίσια της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών, οι ραβδωτοί κωδικοί δεν μπορούν να περιέχουν άλλες πληροφορίες εκτός από αυτές που περιλαμβάνονται ήδη κατά αναγνώσιμο τρόπο στην άδεια οδήγησης ή είναι απαραίτητες για τη διαδικασία έκδοσης της άδειας.

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Σελίδα 1

ΑDΕIΑ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ………………………. [ΚΡΑΤΟΣ MEΛΟΣ]

20050223-P6_TA(2005)0041_EL-p0000001.fig

Σελίδα 2

20050223-P6_TA(2005)0041_EL-p0000003.fig

Επίθετο 2. Όνομα 3. Ημερομηνία και τόπος γέννησης 4α. Ημερομηνία έκδοσης της άδειας 4β. Διοικητική ημερομηνία λήξης 4γ. Εκδίδουσα αρχή 5. Αριθμός άδειας 8. Διεύθυνση 9. Κατηγορία 10. Ημερομηνία έκδοσης κατηγορίας 11. Ημερομηνία λήξης κατηγορίας 12. Περιορισμοί

ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΔΕΙΑΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Βελγικό υπόδειγμα (ενημερωτικά)

20050223-P6_TA(2005)0041_EL-p0000005.fig

20050223-P6_TA(2005)0041_EL-p0000006.fig

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

I.  ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι υποψήφιοι κάτοχοι άδειας οδήγησης διαθέτουν τις αναγκαίες γνώσεις και προσόντα και επιδεικνύουν την απαιτούμενη συμπεριφορά στην οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος. Οι εξετάσεις προς το σκοπό αυτό συνίστανται σε:

   θεωρητική εξέταση, και στη συνέχεια,
   εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς.

Οι όροι υπό τους οποίους διεξάγονται οι εξετάσεις αυτές καθορίζονται κατωτέρω.

A.  ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

1.  Μορφή

Η μορφή εξέτασης που επιλέγεται εξασφαλίζει ότι ο υποψήφιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις των θεμάτων που αναφέρονται στα σημεία 2 έως 4.

Κάθε υποψήφιος οδηγός μίας κατηγορίας οχήματος, ο οποίος έχει περάσει τη θεωρητική εξέταση για άδεια διαφορετικής κατηγορίας, μπορεί να απαλλαγεί από τις κοινές διατάξεις που προβλέπονται στα σημεία 2 έως 4 υπό την προϋπόθεση ότι παραμένει ο υποχρεωτικός χαρακτήρας που έχει η εξέταση.

2.  Περιεχόμενο της θεωρητικής εξέτασης για όλες τις κατηγορίες οχημάτων

2.1.  Τίθενται ερωτήσεις για καθένα από τα σημεία που αναφέρονται στη συνέχεια, το περιεχόμενο και η μορφή των οποίων επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους:

2.1.1.   νομικές διατάξεις οδικής κυκλοφορίας:

   ιδίως όσον αφορά τα οδικά σήματα, τη σήμανση και τη σηματοδότηση, την προτεραιότητα κυκλοφορίας και τα όρια ταχύτητας·

2.1.2.   οδηγός:

   βαθμός ετοιμότητας και στάση απέναντι στους άλλους οδικούς χρήστες,
   αντίληψη, κρίση και λήψη απόφασης, ειδικότερα χρόνος αντίδρασης, καθώς και μεταβολές στην συμπεριφορά οδήγησης εξαιτίας της επίδρασης οινοπνευματωδών, ναρκωτικών και ιατρικών προϊόντων, διανοητική κατάσταση και κόπωση·

2.1.3.   οδός:

   οι πλέον σημαντικές αρχές για την τήρηση ασφαλούς απόστασης μεταξύ των οχημάτων, των αποστάσεων πέδησης και το κράτημα επί της οδού υπό ποικίλες καιρικές και οδικές συνθήκες,
   παράγοντες κινδύνου κατά την οδήγηση σχετιζόμενη με ποικίλες οδικές συνθήκες, ιδίως όπως αυτές αλλάζουν αναλόγως των καιρικών συνθηκών και του χρόνου εντός της ημέρας ή της νύκτας,
   χαρακτηριστικά των διαφόρων τύπων οδών και σχετικές απαιτήσεις σύμφωνα με τον νόμο·

2.1.4.   άλλοι χρήστες οδού:

   ειδικοί παράγοντες κινδύνου σχετιζόμενοι με την έλλειψη πείρας των άλλων χρηστών οδού και των πλέον ευάλωτων κατηγοριών χρηστών όπως είναι τα παιδιά, οι πεζοί, οι ποδηλάτες, οι μοτοσυκλετιστές και τα άτομα με μειωμένη κινητικότητα,
   κίνδυνοι ενδεχόμενοι στην κίνηση και την οδήγηση διαφόρων τύπων οχημάτων και κίνδυνοι εξαιτίας των διαφορετικών πεδίων ορατότητας των οδηγών τους·

2.1.5.   γενικοί κανόνες και ρυθμίσεις και άλλα θέματα:

   κανόνες σχετικά με τα διοικητικά έγγραφα που απαιτούνται για τη χρήση οχημάτων,
   γενικοί κανόνες που προδιαγράφουν πώς πρέπει να συμπεριφερθεί ο οδηγός σε περίπτωση ατυχήματος (τοποθέτηση προειδοποιητικών διατάξεων και ενεργοποίηση του συναγερμού) και τα μέτρα που μπορεί να λάβει για να συνδράμει, εφόσον χρειάζεται, τα θύματα τροχαίου ατυχήματος,
   παράγοντες ασφάλειας σχετικοί με το όχημα, το φορτίο και τα μεταφερόμενα άτομα·

2.1.6.   αναγκαίες προφυλάξεις κατά την αποβίβαση από το όχημα·

2.1.7.   μηχανολογικές πτυχές που αφορούν την οδική ασφάλεια· οι υποψήφιοι οδηγοί πρέπει να είναι ικανοί να ανιχνεύουν βλάβες, ιδίως στο σύστημα διεύθυνσης, ανάρτησης και πέδησης, τα ελαστικά, τους δείκτες φώτων και στο σύστημα διεύθυνσης, τους ανακλαστήρες, τα κάτοπτρα, τους εκτοξευτήρες ύδατος και τους υαλοκαθαριστήρες, το σύστημα εξάτμισης, τις ζώνες ασφαλείας και το ηχητικό όργανο·

2.1.8.   εξοπλισμός ασφαλείας του οχήματος και ιδίως χρήση των ζωνών ασφαλείας, των προσκέφαλων και του εξοπλισμού ασφαλείας των παιδιών·

2.1.9.   κανόνες που αφορούν τη χρήση του οχήματος ως προς το περιβάλλον (κατάλληλη χρήση των ηχητικών οργάνων, μετριοπαθής κατανάλωση καυσίμων, περιορισμός των ρυπογόνων εκπομπών, κ.λπ.).

3.  Ειδικές διατάξεις σχετικά με τις κατηγορίες Α, Α2 και Α1

3.1.  Υποχρεωτικός έλεγχος γενικών γνώσεων σε ό,τι αφορά:

   3.1.1. τη χρήση προστατευτικών εφοδίων όπως είναι τα γάντια, οι μπότες, ο ρουχισμός και το κράνος·
   3.1.2. ορατότητα των μοτοσυκλετιστών για τους άλλους χρήστες των οδών·
   3.1.3. παράγοντες κινδύνου σχετιζόμενοι με τις διάφορες οδικές συνθήκες όπως αυτές ορίζονται ανωτέρω με ιδιαίτερη προσοχή στα ολισθηρά τμήματα όπως οι εσχάρες ομβρίων, η οδική σήμανση όπως οι διαγραμμίσεις και τα τόξα, οι τροχιές τράμ·
   3.1.4. μηχανολογικές πτυχές που αφορούν την οδική ασφάλεια όπως ορίζεται ανωτέρω με ιδιαίτερη προσοχή στο διακόπτη στάσης εκτάκτου ανάγκης, τη στάθμη λαδιού και τον ιμάντα.

4.  Ειδικές διατάξεις για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε

4.1.  Υποχρεωτικός έλεγχος γενικών γνώσεων σχετικά με:

   4.1.1. τους κανόνες των ωρών οδήγησης και του χρόνου ανάπαυσης, όπως ορίζονται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3820/85 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 για την εναρμόνιση ορισμένων κοινωνικών διατάξεων στον τομέα των οδικών μεταφορών(17)· χρήση της συσκευής ελέγχου όπως ορίζεται από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85 του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985 σχετικά με τη συσκευή ελέγχου στον τομέα των οδικών μεταφορών(18)·
   4.1.2. κανόνες σχετικά με το είδος της αντίστοιχης μεταφοράς: εμπορευμάτων ή επιβατών·
   4.1.3. έγγραφα οχήματος και μεταφοράς που απαιτούνται για τις εθνικές και διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών·
   4.1.4. τρόπος συμπεριφοράς σε περίπτωση ατυχήματος γνώση των μέτρων που πρέπει να ληφθούν μετά από ατύχημα ή παρεμφερές συμβάν, όπου συμπεριλαμβάνονται τα μέτρα έκτακτης ανάγκης όπως η εκκένωση επιβατών και οι βασικές γνώσεις παροχής πρώτων βοηθειών·
   4.1.5. προφυλάξεις κατά την αφαίρεση και αντικατάσταση τροχών·
   4.1.6. κανόνες για τα βάρη και τις διαστάσεις των οχημάτων· κανόνες για τις διατάξεις περιορισμού της ταχύτητας·
   4.1.7. παρεμπόδιση του πεδίου ορατότητας εξαιτίας των χαρακτηριστικών των οχημάτων·
   4.1.8. ανάγνωση οδικού χάρτη, οδικού σχεδίου, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης των ηλεκτρονικών συστημάτων πλοήγησης (προαιρετικά)·
   4.1.9. παράγοντες ασφαλείας σχετιζόμενοι με τη φόρτωση του οχήματος: έλεγχος του φορτίου (στοιβασία και πρόσδεση), δυσχέρειες αναλόγως των διαφόρων ειδών φορτίου (π.χ. υγρά, αναρτημένα φορτία,…), φόρτωση και εκφόρτωση εμπορευμάτων και χρήση του εξοπλισμού φόρτωσης (κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε μόνο)·
   4.1.10. ευθύνη του οδηγού όσον αφορά τη μεταφορά επιβατών· άνεση και ασφάλεια επιβατών· μεταφορά παιδιών αναγκαίοι έλεγχοι πριν την εκκίνηση· όλα τα είδη λεωφορείων πρέπει να αποτελούν μέρος της θεωρητικής εξέτασης (λεωφορεία δημοσίας χρήσεως και πούλμαν, λεωφορεία ειδικών διαστάσεων,…) (κατηγορίες Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε μόνο).

4.2.  Υποχρεωτικός έλεγχος γενικών γνώσεων στις ακόλουθες πρόσθετες διατάξεις σχετικά με τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Δ, και Δ+Ε:

   4.2.1. βασικές αρχές κατασκευής και λειτουργίας: κινητήρων εσωτερικής καύσης, υγρών (π.χ. λάδι κινητήρα, ψυκτικό υγρό, υγρό υαλοκαθαριστήρα), του συστήματος καυσίμων, του ηλεκτρικού συστήματος, του συστήματος ανάφλεξης, του συστήματος μετάδοσης της κίνησης (συμπλέκτης, κιβώτιο ταχυτήτων, κ.λπ.)·
   4.2.2. λίπανση και αντιψυκτική προστασία·
   4.2.3. βασικές αρχές κατασκευής, τοποθέτησης, ορθής χρήσης και φροντίδας ελαστικών·
   4.2.4. βασικές αρχές σχετικά με τα είδη, τη λειτουργία, τα κύρια μέρη, τη σύνδεση, τη χρήση και καθημερινή συντήρηση των εξαρτημάτων πέδησης και των χειριστηρίων ταχύτητας·
   4.2.5. βασικές αρχές σχετικά με τα είδη, τη λειτουργία, τα κύρια μέρη, τη σύνδεση, τη χρήση και καθημερινή συντήρηση των συστημάτων ζεύξης (μόνο για τις κατηγορίες Γ+Ε, Δ+Ε)·
   4.2.6. μέθοδοι εντοπισμού των αιτιών μηχανικών βλαβών·
   4.2.7. προληπτική συντήρηση οχημάτων και αναγκαίες μικροεπισκευές·
   4.2.8. ευθύνη του οδηγού όσον αφορά την παραλαβή, μεταφορά και παράδοση εμπορευμάτων σύμφωνα με τους συμπεφωνημένους όρους (μόνο για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε).

B.  ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ

5.  Το όχημα και ο εξοπλισμός του

5.1.  Η οδήγηση οχήματος με χειροκίνητη μετάδοση της κίνησης υπόκειται στην επιτυχή εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς σε όχημα με χειροκίνητη μετάδοση της κίνησης.

Εφόσον ο υποψήφιος υποβάλλεται σε εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς σε όχημα με αυτόματη μετάδοση της κίνησης, καταγράφεται το γεγονός σε κάθε άδεια που θα εκδοθεί με βάση την εν λόγω εξέταση. Οι άδειες που φέρουν τη σχετική μνεία χρησιμοποιούνται μόνο για την οδήγηση οχημάτων με αυτόματη μετάδοση της κίνησης.

Εάν στη συνέχεια τέτοιος υποψήφιος επιτύχει σε εξέταση που επικεντρώνεται μόνο στον χειρισμό του κιβωτίου ταχυτήτων σε όχημα με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων, η μνεία αυτή διαγράφεται.

"Όχημα με αυτόματη μετάδοση της κίνησης" νοείται το όχημα, στο οποίο οι σχέσεις μετάδοσης μεταξύ κινητήρα και τροχών μπορούν να αλλάξουν με τη χρήση μόνο του επιταχυντή ή των πεδών.

5.2.  Τα οχήματα που χρησιμοποιούνται στις εξετάσεις προσόντων και συμπεριφοράς είναι σύμφωνα με τα ελάχιστα κριτήρια που καθορίζονται κατωτέρω.

Κατηγορία Α1:

Μοτοσυκλέτα της κατηγορίας Α1 χωρίς πλευρικό κάνιστρο, ελάχιστου κυβισμού 120 cm³ που έχει δυνατότητα να αναπτύξει ταχύτητα τουλάχιστον 90 km/h

Κατηγορία Α2:

Μοτοσυκλέτα της κατηγορίας Α2 χωρίς πλευρικό κάνιστρο, ελάχιστου κυβισμού 375 cm³ ισχύος τουλάχιστον 25 kW

Κατηγορία Α:

Μοτοσυκλέτα της κατηγορίας Α χωρίς πλευρικό κάνιστρο, ισχύος τουλάχιστον 35 kW

Κατηγορία Β:

Τετράτροχο όχημα της κατηγορίας Β ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 100 km/h

Κατηγορία Β+Ε:

Συνδυασμός αποτελούμενος από όχημα δοκιμασίας της κατηγορίας Β και ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 1.000 kg ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 100 km/h, το οποίο δεν εντάσσεται στην κατηγορία Β· το διαμέρισμα φορτίου του ρυμουλκούμενου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον το πλάτος και το ύψος του μηχανοκίνητου οχήματος· το κλειστό αμάξωμα μπορεί επίσης να είναι ελαφρώς στενότερο από το μηχανοκίνητο όχημα αρκεί η θέα προς τα όπισθεν να είναι δυνατή μόνο με τη χρήση των εξωτερικών κατόπτρων οδήγησης του μηχανοκίνητου οδήγησης· το ρυμουλκούμενο κατά την εξέταση έχει συνολική πραγματική μάζα, τουλάχιστον 800 kg.

Κατηγορία Β1:

Μηχανοκίνητο τρίκυκλο ή τετράτροχο ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 60 km/h·

Κατηγορία Γ:

Όχημα της κατηγορίας Γ μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 12 000 kg, μήκους τουλάχιστον 8 m, πλάτους τουλάχιστον 2,40 m και ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· εξοπλισμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών, με κιβώτιο ταχυτήτων που έχει τουλάχιστον 8 εμπρόσθιες ταχύτητες και με συσκευή ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85· το διαμέρισμα φορτίου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον το πλάτος και το ύψος του θαλάμου· το όχημα κατά την δοκιμασία έχει συνολική πραγματική μάζα, τουλάχιστον 10 000 kg.

Κατηγορία Γ+Ε:

Είτε αρθρωτό όχημα, είτε συνδυασμός οχήματος δοκιμασίας στην κατηγορία Γ και ρυμουλκούμενου τουλάχιστον 7,5 m μήκους· τόσο το άρθρωτό όχημα όσο και ο συνδυασμός έχουν μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα τουλάχιστον 20 000 kg, μήκος τουλάχιστον 14 m και πλάτος τουλάχιστον 2,40 m, είναι δε ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h και είναι εξοπλισμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών, με κιβώτιο ταχυτήτων με 8 τουλάχιστον εμπρόσθιες ταχύτητες και με συσκευή ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85· το διαμέρισμα φορτίου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον το πλάτος και το ύψος του θαλάμου· τόσο το αρθρωτό όχημα όσο και ο συνδυασμός κατά τη δοκιμασία έχουν πραγματική συνολική μάζα, τουλάχιστον 15 000 kg.

Κατηγορία Γ1:

Όχημα της κατηγορίας Γ1 με μέγιστη επιτρεπόμενη μάζα τουλάχιστον 4 000 kg, μήκους τουλάχιστον 5 m και ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· εξοπλισμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών και με συσκευή ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85· το διαμέρισμα φορτίου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον το πλάτος και το ύψος του θαλάμου.

Κατηγορία Γ1+Ε:

Συνδυασμός αποτελούμενος από όχημα δοκιμασίας της κατηγορίας Γ1 και ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 1 250 kg· ο συνδυασμός έχει μήκος τουλάχιστον 8 m και είναι ικανός να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h το διαμέρισμα φορτίου του ρυμουλκούμενου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον το πλάτος και το ύψος του θαλάμου· το κλειστό αμάξωμα μπορεί επίσης να είναι ελαφρώς στενότερο από το θάλαμο, αρκεί η θέα προς τα όπισθεν να είναι δυνατή μόνο με τη χρήση των εξωτερικών κατόπτρων οδήγησης του μηχανοκίνητου οχήματος· το ρυμουλκούμενο κατά τη δοκιμασία έχει πραγματική συνολική μάζα τουλάχιστον 800 kg.

Κατηγορία Δ:

Όχημα της κατηγορίας Δ μήκους τουλάχιστον 10 m, πλάτους τουλάχιστον 2,40 m και ικανό να αναπτύσσει, ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· εξοπλισμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών και με συσκευή ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

Κατηγορία Δ+Ε:

Συνδυασμός αποτελούμενος από όχημα δοκιμασίας της κατηγορίας Δ και ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 1 250 kg, πλάτους τουλάχιστον 2,40 m, ικανός να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· το διαμέρισμα φορτίου του ρυμουλκούμενου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον 2 m πλάτος και 2 m ύψος· το ρυμουλκούμενο κατά τη δοκιμασία έχει πραγματική συνολική μάζα, τουλάχιστον 800 kg.

Κατηγορία Δ1:

Όχημα της κατηγορίας Δ1 μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 4 000 kg με ελάχιστο μήκος 5 m και ικανό να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· εξοπλισμένο με σύστημα αντιεμπλοκής των τροχών και με συσκευή ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85.

Κατηγορία Δ1+Ε:

Συνδυασμός αποτελούμενος από όχημα δοκιμασίας της κατηγορίας Δ1 και ρυμουλκούμενο μέγιστης επιτρεπόμενης μάζας τουλάχιστον 1 250 kg και ικανός να αναπτύσσει ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h· το διαμέρισμα φορτίου του ρυμουλκούμενου συνίσταται σε κλειστό αμάξωμα το οποίο έχει τουλάχιστον 2 m πλάτος και 2 m ύψος· το όχημα κατά τη δοκιμασία έχει ελάχιστη συνολική πραγματική μάζα τουλάχιστον 800 kg.

Τα οχήματα δοκιμασίας για τις κατηγορίες Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1 και Δ1+Ε τα οποία δεν είναι σύμφωνα με τα ελάχιστα ανωτέρω κριτήρια αλλά ήταν εν χρήσει την ημέρα έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας της Επιτροπής ή πριν την έναρξη ισχύος της, επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για μία περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη μετά την εν λόγω ημερομηνία. Οι απαιτήσεις που περιέχονται στο παράρτημα, σχετικά με το φορτίο που μεταφέρεται από αυτά τα οχήματα, εφαρμόζονται από τα κράτη μέλη, το αργότερο μέσα σε δέκα χρόνια, από τη στιγμή που η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ.

6.  Εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς για τις κατηγορίες Α, Α2 και Α1

6.1.  Προετοιμασία και τεχνικός έλεγχος του οχήματος σε ό,τι αφορά την οδική ασφάλεια

Οι υποψήφιοι πρέπει να αποδεικνύουν ότι είναι ικανοί να προετοιμάζονται για να οδηγούν με ασφάλεια εκπληρώνοντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

   6.1.1. τοποθέτηση προστατευτικών εφοδίων, όπως γάντια, μπότες, ρουχισμός και κράνος·
   6.1.2. διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου της κατάστασης των ελαστικών, των πεδών του συστήματος διεύθυνσης, του διακόπτη στάθμευσης έκτακτης ανάγκης (εφόσον μπορεί να χρησιμοποιηθεί), του ιμάντα, της στάθμης λαδιού, των φώτων, των ανακλαστήρων, των δεικτών κατεύθυνσης και του ηχητικού οργάνου.

6.2.  Δοκιμασία ειδικών ελιγμών που αφορούν την οδική ασφάλεια:

6.2.1.   εκκίνηση, ακινητοποίηση και κίνηση της μοτοσυκλέτας χωρίς τη βοήθεια του κινητήρα με βάδισμα δίπλα στο όχημα·

   6.2.2. στάθμευση της μοτοσυκλέτας στο πόδι της·
   6.2.3. πρέπει να εκτελούνται με αργή ταχύτητα τουλάχιστον δύο ελιγμοί, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο ελιγμός τύπου slalom· με τον τρόπο αυτό πρέπει να δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης της ικανότητας χειρισμού του συμπλέκτη σε συνδυασμό με την πέδηση, την ισορροπία, την κατεύθυνση ορατότητας και τη θέση της μοτοσυκλέτας και τη θέση των ποδιών στα υποπόδια·
   6.2.4. πρέπει να εκτελούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα τουλάχιστον δύο ελιγμοί, από τους οποίους ένας με τη δεύτερη ή τρίτη ταχύτητα, τουλάχιστον 30 km/h και ένας με αποφυγή εμποδίου με ελάχιστη ταχύτητα 50 km/h· με τον τρόπο αυτό πρέπει να δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης της θέσης του οδηγού επί της μοτοσυκλέτας, της κατεύθυνσης του βλέμματος, της ισορροπίας, της τεχνικής διεύθυνσης και της τεχνικής αλλαγής των ταχυτήτων·
   6.2.5. πέδηση: εκτελούνται τουλάχιστον δύο ασκήσεις πέδησης στις οποίες περιλαμβάνεται η πέδηση εκτάκτου ανάγκης με ελάχιστη ταχύτητα 50 km/h· με τον τρόπο αυτό πρέπει να δίνεται η δυνατότητα αξιολόγησης της ικανότητας χειρισμού της εμπρόσθιας και πίσω πέδης, της κατεύθυνσης του βλέμματος και της θέσης του οδηγού επί της μοτοσυκλέτας.

Οι ειδικοί ελιγμοί που αναφέρονται στα σημεία 6.2.3 έως 6.2.5 τίθενται σε εφαρμογή τουλάχιστον πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.

6.3.  Συμπεριφορά κατά την κυκλοφορία

Οι υποψήφιοι οφείλουν να επιτελούν όλες τις ενέργειες που ακολουθούν υπό φυσιολογικές συνθήκες κυκλοφορίας, με πλήρη ασφάλεια και λαμβάνοντας όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις:

   6.3.1. εκκίνηση: από θέση στάθμευσης, μετά από στάση κατά την κυκλοφορία, κατά την έξοδο από δευτερεύοντα δρόμο·
   6.3.2. οδήγηση σε ευθεία οδό· συμπεριφορά απέναντι στα οχήματα του αντίθετου ρεύματος, ακόμη και σε περιορισμένο χώρο·
   6.3.3. οδήγηση επί καμπύλης οδού·
   6.3.4. διασταυρώσεις: προσέγγιση και διέλευση από συμβολές δρόμων και κόμβους·
   6.3.5. αλλαγή διεύθυνσης: αριστερή και δεξιά στροφή, αλλαγή λωρίδας κυκλοφορίας·
   6.3.6. προσέγγιση/έξοδος από αυτοκινητοδρόμους ή παρεμφερείς δρόμους (εφόσον υπάρχουν): είσοδος από την λωρίδα επιτάχυνσης· έξοδος από τη λωρίδα επιβράδυνσης·
   6.3.7. προσπέρασμα/διέλευση: προσπέρασμα άλλων οχημάτων (εφόσον είναι δυνατόν)· οδήγηση κατά μήκος εμποδίων π.χ. σταθμευμένων αυτοκινήτων· άφεση προσπεράσματος από άλλα αυτοκίνητα (εφόσον επιτρέπεται)·
   6.3.8. ειδικά οδικά χαρακτηριστικά (εφόσον υπάρχουν): ισόπεδοι κυκλικοί κόμβοι, διέλευση ισόπεδης σιδηροδρομικής διάβασης· στάσεις τραμ/λεωφορείων· διαβάσεις πεζών· οδήγηση σε απότομη ανωφέρεια/κατωφέρεια·
   6.3.9. αναγκαίες προφυλάξεις κατά την αποβίβαση από το όχημα.

7.  Εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς για τις κατηγορίες Β, Β1 και Β+Ε

7.1.  Προετοιμασία και τεχνικός έλεγχος του οχήματος για την οδική ασφάλεια

Οι υποψήφιοι αποδεικνύουν ότι είναι ικανοί να προετοιμάζονται για να οδηγήσουν ασφαλώς εκπληρώνοντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

   7.1.1. προσαρμογή του καθίσματος εφόσον χρειάζεται για την επίτευξη ορθής θέσης καθημένου·
   7.1.2. προσαρμογή κατόπτρων, τοποθέτηση ζωνών ασφαλείας και προσκεφάλων εφόσον υπάρχουν·
   7.1.3. έλεγχος ορθής ασφάλισης των θυρών·
   7.1.4. διενέργεια δειγματοληπτικού ελέγχου της κατάστασης των ελαστικών, του συστήματος διεύθυνσης και πέδησης, των υγρών (π.χ. λάδι κινητήρα, ψυκτικού, υγρού υαλοκαθαριστήρα), των φώτων, των ανακλαστήρων, των δεικτών διεύθυνσης και των ηχητικών οργάνων·
   7.1.5. έλεγχος των παραγόντων ασφαλείας που συνδέονται με την φόρτωση του οχήματος: αμάξωμα, ελάσματα, θύρες του διαμερίσματος φορτίου, μανδάλωση του θαλάμου, τρόπος φόρτωσης στερέωση φορτίου (κατηγορία Β+Ε μόνο)·
   7.1.6. έλεγχος του μηχανισμού ζεύξης και της πέδης και των ηλεκτρολογικών συνδέσεων (κατηγορία Β+Ε μόνο).

7.2.  Κατηγορίες Β και Β1: δοκιμασία ειδικών ελιγμών για την οδική ασφάλεια

Ελέγχεται μία επιλογή από τους ελιγμούς που ακολουθούν (τουλάχιστον δύο ελιγμοί για τα τέσσερα σημεία, συμπεριλαμβανομένου ενός με οπισθοπορεία):

   7.2.1. οπισθοπορεία σε ευθεία γραμμή ή οπισθοπορεία με στροφή δεξιά ή αριστερά διατηρούμενης ταυτόχρονα της ορθής λωρίδας κυκλοφορίας·
   7.2.2. στροφή του οχήματος για να έλθει κατά μέτωπο προς το αντίθετο ρεύμα, με χρήση των εμπρός και όπισθεν ταχυτήτων·
   7.2.3. στάθμευση του οχήματος και εγκατάλειψη του χώρου στάθμευσης (παράλληλα, πλάγια ή δεξιά, εμπρός ή όπισθεν, σε επίπεδο χώρο, σε ανωφέρεια ή κατωφέρεια)·
   7.2.4. κατάλληλη πέδηση μπροστά από σήμα stop· η εκτέλεση πάντως ακινητοποίησης έκτακτης ανάγκης είναι προαιρετική.

7.3.  Κατηγορία Β+Ε: δοκιμασία ειδικών ελιγμών για την οδική ασφάλεια:

7.3.1.   αποσύνδεση ρυμουλκούμενου από μηχανοκίνητο όχημα και επανασύνδεσή του με αυτό· ο ελιγμός αυτός αρχίζει με το όχημα παρακείμενο στο ρυμουλκούμενο (για παράδειγμα όχι στην ίδια ευθεία) έτσι ώστε να αξιολογείται η ικανότητα του οδηγού να ευθυγραμμίζει με ασφάλεια το ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο όπως και η ικανότητά του να αποσυνδέει και να επανασυνδέει το όχημα από/στο ρυμουλκούμενο·

   7.3.2. οπισθοπορεία σε καμπύλη, η γραμμή της οποίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών·
   7.3.3. Ασφαλής στάθμευση για φόρτωση/εκφόρτωση.

7.4.  Συμπεριφορά στην κυκλοφορία

Οι υποψήφιοι οφείλουν να επιτελέσουν όλες τις ενέργειες που ακολουθούν υπό φυσιολογικές συνθήκες κυκλοφορίας, με πλήρη ασφάλεια και λαμβάνοντας όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις:

   7.4.1. εκκίνηση: από χώρο στάθμευσης, μετά από στάση στην κυκλοφορία, κατά την έξοδο από δευτερεύοντα δρόμο·
   7.4.2. οδήγηση σε ευθεία οδό· συμπεριφορά προς τα οχήματα του αντιθέτου ρεύματος, ακόμη και σε περιορισμένο χώρο·
   7.4.3. οδήγηση σε καμπύλη·
   7.4.4. διασταυρώσεις: προσέγγιση και διέλευση από συμβολές δρόμων και κόμβους·
   7.4.5. αλλαγή κατεύθυνσης: στροφή αριστερά και δεξιά· αλλαγή λωρίδας κυκλοφορίας·
   7.4.6. είσοδος σε αυτοκινητόδρομο ή παρεμφερή δρόμο (εφόσον υπάρχει)/έξοδος από αυτόν: είσοδος από τη λωρίδα επιτάχυνσης· έξοδος από τη λωρίδα επιβράδυνσης·
   7.4.7. προσπέρασμα/διέλευση: προσπέρασμα άλλων οχημάτων του αυτού ρεύματος (κατά το δυνατόν)· οδήγηση κατά μήκος εμποδίων π.χ. σταθμευμένα αυτοκίνητα· προσπέρασμα του οδηγούμενου αυτοκινήτου από άλλα αυτοκίνητα της κυκλοφορίας (κατά περίπτωση)·
   7.4.8. ειδικά οδικά χαρακτηριστικά (εφόσον υπάρχουν): ισόπεδος κυκλικός κόμβος, ισόπεδες σιδηροδρομικές διαβάσεις· στάσεις τραμ/λεωφορείων· διαβάσεις πεζών· οδήγηση σε επιμήκη ανωφέρεια/κατωφέρεια·
   7.4.9. λήψη των αναγκαίων προφυλάξεων κατά την αποβίβαση από το όχημα.

8.  Εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1 και Δ1+Ε

8.1.  Προετοιμασία και τεχνικός έλεγχος του οχήματος για την οδική ασφάλεια

Οι υποψήφιοι οφείλουν να αποδείξουν ότι είναι ικανοί να προετοιμάζονται να οδηγούν με ασφάλεια ικανοποιώντας τις ακόλουθες απαιτήσεις:

   8.1.1. προσαρμογή του καθίσματος για να επιτευχθεί η ορθή θέση καθημένου·
   8.1.2. προσαρμογή κατόπτρων, τοποθέτηση ζωνών ασφαλείας·
   8.1.3. εκτέλεση δειγματοληπτικών ελέγχων της κατάστασης των ελαστικών, του συστήματος διεύθυνσης και πέδησης, των φώτων, των ανακλαστήρων, των δεικτών κατεύθυνσης και του ηχητικού οργάνου·
   8.1.4. έλεγχος του σερβομηχανισμού των συστημάτων πέδησης προσαρμογή προσκεφάλων εφόσον υπάρχουν· και μετάδοσης της κίνησης· έλεγχος της κατάστασης των τροχών, των κοχλιών, των λασπωτήρων, του εμπρόσθιου υαλοπίνακα, των παραθύρων και των υαλοκαθαριστήρων, των υγρών (π.χ. λάδι μηχανής ψυκτικό, υγρό υαλοκαθαριστήρων)· έλεγχος και χρήση των χειριστηρίων, καθώς και της συσκευής ελέγχου όπως ορίζει ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 3821/85·
   8.1.5. έλεγχος της πίεσης του αέρα, των δεξαμενών αέρα και της ανάρτησης·
   8.1.6. έλεγχος των παραγόντων ασφαλείας που συνδέονται με τη φόρτωση του οχήματος: αμάξωμα, ελάσματα, θύρες διαμερίσματος φορτίου, μηχανισμός φόρτωσης (αν υπάρχει), ασφάλιση του θαλάμου (εάν υπάρχει), τρόπος φόρτωση, στερέωση φορτίου (κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε μόνο)·
   8.1.7. έλεγχος του μηχανισμού ζεύξης και της πέδης και των ηλεκτρολογικών συνδέσεων (κατηγορίες Γ+Ε, Γ1+Ε, Δ+Ε, Δ1+Ε μόνο)·
   8.1.8. ικανότητα λήψης ειδικών μέτρων ασφαλείας στο αυτοκίνητο· έλεγχος αμαξώματος, θυρών, εξόδων κινδύνου, εξοπλισμού πρώτων βοηθειών, πυροσβεστήρων και άλλων εξοπλισμών ασφαλείας (κατηγορίες Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε μόνο)·
   8.1.9. ανάγνωση οδικού χάρτη (προαιρετική).

8.2.  Δοκιμασία ειδικών ελιγμών για την οδική ασφάλεια:

   8.2.1. αποσύνδεση ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου από μηχανοκίνητο όχημα και επανασύνδεσή του με αυτό· ο ελιγμός πρέπει να αρχίζει με το όχημα παρακείμενο στο ρυμουλκούμενό του (για παράδειγμα όχι στην ίδια ευθεία) έτσι ώστε να αξιολογείται η ικανότητα του οδηγού να ευθυγραμμίζει με ασφάλεια το ρυμουλκό και το ρυμουλκούμενο όπως και ικανότητά του να αποσυνδέει και να επανασυνδέει το όχημα από/στο ρυμουλκούμενο (κατηγορίες Γ+Ε, Γ1+Ε, Δ+Ε, Δ1+Ε μόνο)·
   8.2.2. οπισθοπορεία σε καμπύλη, η γραμμή της οποίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών·
   8.2.3. ασφαλής στάθμευση για φόρτωση/εκφόρτωση σε κεκλιμένο επίπεδο/εξέδρα ή παρόμοια εγκατάσταση (κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε μόνο)·
   8.2.4. στάθμευση για την ασφαλή επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών λεωφορείου (κατηγορίες Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε μόνο).

8.3.  Συμπεριφορά κατά την κυκλοφορία

Οι υποψήφιοι οφείλουν να επιτελούν τις ακόλουθες ενέργειες υπό φυσιολογικές συνθήκες κυκλοφορίας, με πλήρη ασφάλεια και λαμβάνοντας όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις:

   8.3.1. εκκίνηση: από χώρο στάθμευσης, μετά από στάση κατά την κυκλοφορία κατά την έξοδο από δευτερεύοντα δρόμο·
   8.3.2. συμπεριφορά προς τα οχήματα του αντιθέτου ρεύματος, ακόμη και σε περιορισμένο χώρο·
   8.3.3. οδήγηση σε καμπύλη·
   8.3.4. διασταυρώσεις: προσέγγιση και διέλευση από συμβολές δρόμων και κόμβους·
   8.3.5. αλλαγή κατεύθυνσης: αριστερή και δεξιά στροφή· αλλαγή λωρίδας κυκλοφορίας·
   8.3.6. είσοδος/έξοδος από αυτοκινητόδρομο ή παρεμφερή δρόμο (εφόσον υπάρχει): είσοδος από τη λωρίδα επιτάχυνσης· έξοδος από τη λωρίδα επιβράδυνσης·
   8.3.7. προσπέρασμα/διέλευση: προσπέρασμα άλλων αυτοκινήτων (κατά το δυνατόν)· οδήγηση κατά μήκος εμποδίων π.χ. σταθμευμένα αυτοκίνητα προσπέρασμα του οδηγούμενου αυτοκινήτου από άλλα αυτοκίνητα (κατά περίπτωση)·
   8.3.8. ειδικά οδικά χαρακτηριστικά (εφόσον υπάρχουν): ισόπεδοι κυκλικοί κόμβοι, ισόπεδες σιδηροδρομικές διαβάσεις, στάσεις τραμ/λεωφορείων, διαβάσεις πεζών, οδήγηση σε επιμήκη ανωφέρεια/κατωφέρεια·
   8.3.9. λήψη των αναγκαίων προφυλάξεων κατά την αποβίβαση από το όχημα.

9.  Βαθμολόγηση της εξέτασης προσόντων και συμπεριφοράς

9.1.  Για κάθε μία από τις προαναφερθείσες καταστάσεις οδήγησης, η αξιολόγηση πρέπει να αντανακλά το βαθμό άνεσης με τον οποίο ο υποψήφιος χειρίζεται τα χειριστήρια του οχήματος και την ικανότητα που επέδειξε κατά την οδήγηση στην κυκλοφορία με πλήρη ασφάλεια. Ο εξεταστής οφείλει να αισθάνεται ασφαλής καθόλη τη διάρκεια της δοκιμασίας. Τα σφάλματα οδήγησης ή η επικίνδυνη συμπεριφορά που θέτει αμέσως σε κίνδυνο την ασφάλεια του οχήματος εξέτασης, τους επιβάτες του ή άλλους χρήστες της οδού πρέπει να κυρώνονται με αποτυχία του εξεταζομένου, είτε πρέπει είτε δεν πρέπει να παρέμβει ο εξεταστής ή ο συνοδός. Παρόλα αυτά, ο εξεταστής είναι ελεύθερος να αποφασίσει κατά πόσον η εξέταση προσόντων και συμπεριφοράς πρέπει να ολοκληρωθεί ή όχι.

Οι εξεταστές οφείλουν να είναι εκπαιδευμένοι ούτως ώστε να αξιολογούν ορθά την ικανότητα ασφαλούς οδήγησης των υποψηφίων. Το έργο των εξεταστών πρέπει να παρακολουθείται και να επιτηρείται, από φορέα εξουσιοδοτημένο από το κράτος μέλος, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται ορθή και συνεπής εφαρμογή της αξιολόγησης των σφαλμάτων σύμφωνα με τα πρότυπα που ορίζει το παρόν παράρτημα.

9.2.  Κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης, οι εξεταστές οφείλουν να προσέχουν ιδιαίτερα εάν ο υποψήφιος επιδεικνύει αμυντική και κοινωνική συμπεριφορά οδήγησης. Η συμπεριφορά αυτή πρέπει να αντανακλάται σε όλον τον τρόπο οδήγησης και ο εξεταστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη γενική εικόνα του υποψηφίου. Στην εικόνα αυτή περιλαμβάνεται η προσαρμοσμένη και αποφασιστική (ασφαλής) οδήγηση, λαμβανομένων υπόψη των οδικών και καιρικών συνθηκών, της υπόλοιπης κυκλοφορίας, των συμφερόντων των υπόλοιπων χρηστών της οδού (ιδιαίτερα των πλέον ευάλωτων) και της πρόβλεψης των κινήσεων.

9.3.  Ο εξεταστής εξετάζει επίσης κατά πόσον ο υποψήφιος:

   9.3.1. έχει υπό τον έλεγχό του το όχημα, λαμβάνοντας υπόψη: την ορθή χρήση των ζωνών ασφαλείας, των κατόπτρων, του προσκεφάλου, του καθίσματος· την ορθή χρήση των φώτων και του υπόλοιπου εξοπλισμού· την ορθή χρήση του συμπλέκτη, του κιβωτίου ταχυτήτων, του επιταχυντή, του συστήματος πέδησης (καθώς και του τρίτου συστήματος πέδησης εφόσον υπάρχει), του συστήματος διεύθυνσης · εάν έχει υπό τον έλεγχό του το όχημα υπό διαφορετικές περιστάσεις, σε διαφορετικές ταχύτητες· το σταθερό κράτημα επί της οδού· το βάρος και τις διαστάσεις και τα χαρακτηριστικά του οχήματος· το βάρος και τον τύπο φορτίου (κατηγορίες Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ+Ε, Δ1+Ε μόνο)· την άνεση των επιβατών (κατηγορίες Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε μόνο) (χωρίς μεγάλη επιτάχυνση, ήρεμη οδήγηση και χωρίς απότομη πέδηση)·
   9.3.2. οδηγεί οικονομικά και φιλικά προς το περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη την κατανάλωση ανά λεπτό, την αλλαγή ταχυτήτων, την πέδηση και την επιτάχυνση (κατηγορίες Β+Ε, Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+Ε, Δ1, Δ1+Ε μόνο)·
   9.3.3. παρατήρηση: σφαιρική παρατήρηση· ορθή χρήση των κατόπτρων· ορατότητα σε μεγάλη, μεσαία και μικρή απόσταση·
   9.3.4. προτεραιότητα/παραχώρηση προτεραιότητας: προτεραιότητα σε διασταυρώσεις, διαβάσεις και κόμβους· παραχώρηση προτεραιότητας σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. αλλαγή κατεύθυνσης, αλλαγή λωρίδας, ειδικοί ελιγμοί)·
   9.3.5. ορθή θέση επί της οδού: ορθή θέση επί της οδού, στις λωρίδες, στους κυκλικούς ισόπεδους κόμβους, σε καμπύλες, κατάλληλη για τον τύπο και τα χαρακτηριστικά του οχήματος προετοιμασία κατάληψης της ορθής θέσης επί της οδού·
   9.3.6. απόσταση ασφαλείας: κατάλληλη απόσταση από το προπορευόμενο και το επόμενο αυτοκίνητο κατάλληλη απόσταση από άλλους χρήστες της οδού·
   9.3.7. ταχύτητα: χωρίς υπέρβαση της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας· προσαρμογή της ταχύτητας στις καιρικές / κυκλοφοριακές συνθήκες και εφόσον χρειάζεται στα εθνικά όρια ταχύτητας· οδήγηση με ταχύτητα που επιτρέπει την ακινητοποίηση του οχήματος σε απόσταση ορατή και ελεύθερη εμποδίων· προσαρμογή της ταχύτητας στη γενική ταχύτητα του ιδίου τύπου χρηστών της οδού·
   9.3.8. φώτα κυκλοφορίας, οδική σήμανση και λοιπές συνθήκες: αντιδρώντας ορθά στα φώτα κυκλοφορίας· υπακούοντας στις ενδείξεις των τροχονόμων· ενεργώντας σωστά στη σηματοδότηση (απαγορευτικά ή υποχρεωτικά σήματα)· τήρηση της οδικής σήμανσης·
   9.3.9. σηματοδότηση: εάν ο υποψήφιος σηματοδοτεί όταν χρειάζεται, ορθά και έγκαιρα· εάν δείχνει την αλλαγή κατεύθυνσης ορθά· εάν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα όσον αφορά όλα τα σήματα που προέρχονται από άλλους χρήστες της οδού·
   9.3.10. πέδηση και ακινητοποίηση: έγκαιρη επιβράδυνση, πέδηση ή ακινητοποίηση σύμφωνα με τις περιστάσεις· πρόβλεψη των κινήσεων· χρήση των διαφόρων συστημάτων πέδησης (μόνο για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε)· χρήση των συστημάτων μείωσης της ταχύτητας, άλλων εκτός των πεδών (μόνο για τις κατηγορίες Γ, Γ+Ε, Δ, Δ+Ε).

10.  Διάρκεια της εξέτασης

Η διάρκεια της εξέτασης και η διανυόμενη απόσταση πρέπει να επαρκούν για να αξιολογηθούν τα προσόντα και η συμπεριφορά σύμφωνα με όσα ορίζει η παράγραφος Β του παρόντος παραρτήματος. Σε καμία περίπτωση η διάρκεια της δοκιμασίας οδήγησης επί της οδού δεν πρέπει να είναι μικρότερη των 25 λεπτών για τις κατηγορίες Α, Α2, Α1, Β, Β1 και Β+Ε και των 45 λεπτών για τις υπόλοιπες κατηγορίες. Στον χρόνο αυτό δεν περιλαμβάνεται η υποδοχή του υποψηφίου, η προετοιμασία του οχήματος, ο τεχνικός έλεγχος του οχήματος για την οδική ασφάλεια, οι ειδικοί ελιγμοί και η αναγγελία του αποτελέσματος της πρακτικής εξέτασης.

11.  Τόπος της εξέτασης

Η δοκιμασία για την αξιολόγηση των ειδικών ελιγμών μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ειδικό γήπεδο εξέτασης. Εφόσον πρακτικά είναι δυνατόν, η δοκιμασία για την αξιολόγηση της συμπεριφοράς σε κατάσταση κυκλοφορίας πρέπει να διενεργείται σε δρόμους εκτός δομημένων περιοχών, σε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και αυτοκινητοδρόμους (ή παρόμοιους), καθώς και σε όλων των ειδών τις αστικές οδούς (περιοχές κατοικίας, περιοχές όπου επιτρέπεται η ταχύτητα από 30 έως 50 km/h, αστικούς άξονες ταχείας κυκλοφορίας), οι οποίοι πρέπει να αντιπροσωπεύουν τους διαφόρους τύπους δυσκολίας που ενδέχεται να συναντήσουν οι οδηγοί. Κρίνεται επίσης σκόπιμο να διενεργείται η δοκιμασία υπό ποικίλες συνθήκες πυκνότητας της κυκλοφορίας. Ο χρόνος οδήγησης επί της οδού πρέπει να χρησιμοποιείται κατά το βέλτιστο τρόπο ούτως ώστε να αξιολογείται ο υποψήφιος σε όλες τις περιοχές κυκλοφορίας που μπορεί να συναντήσει, με ιδιαίτερη έμφαση στη μεταβολή των συνθηκών μεταξύ αυτών των περιοχών.

II.  ΓΝΩΣΕΙΣ, ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΔΗΓΗΣΗ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

Οι οδηγοί όλων των μηχανοκίνητων οχημάτων οφείλουν ανά πάσα στιγμή να διαθέτουν τις γνώσεις, τα προσόντα και τη συμπεριφορά που περιγράφεται στα σημεία 1 έως 9 ανωτέρω, προκειμένου να:

   αναγνωρίζουν τους κυκλοφοριακούς κινδύνους και να εκτιμούν τη σοβαρότητά τους,
   να έχουν επαρκή έλεγχο του αυτοκινήτου τους ώστε να μην δημιουργούν επικίνδυνες καταστάσεις και να μην αντιδρούν ακατάλληλα σε περίπτωση επικίνδυνης κατάστασης,
   να συμμορφώνονται προς τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας, και ιδίως εκείνους που αφορούν την αποφυγή οδικών ατυχημάτων και τη διατήρηση της κυκλοφοριακής ροής,
   να ανιχνεύουν τυχόν πρωτίστης σημασίας τεχνικές βλάβες του οχήματός τους, ιδίως εκείνες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια, και να τις επισκευάζουν με κατάλληλο τρόπο,
   να λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά οδήγησης (π.χ. κατανάλωση οινοπνεύματος, κόπωση, κακή όραση, κ.λπ.) έτσι ώστε να μπορούν να χρησιμοποιήσουν όλες τις σωματικές και διανοητικές τους ικανότητες που χρειάζονται για την ασφαλή οδήγηση,
   να συνδράμουν στην ασφάλεια όλων των χρηστών της οδού, και ιδίως των πλέον αδύναμων και των πλέον εκτεθειμένων επιδεικνύοντας τον δέοντα σεβασμό προς τους άλλους.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι οδηγοί που έχουν απωλέσει τις γνώσεις, τα προσόντα και τη συμπεριφορά σύμφωνα με όσα ορίζουν τα σημεία 1 έως 9 ανωτέρω να μπορέσουν να ανακτήσουν τις εν λόγω γνώσεις και προσόντα και να εξακολουθήσουν να επιδεικνύουν τη συμπεριφορά που απαιτείται για την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΟΔΗΓΗΣΗΣ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΟΣ

ΟΡΙΣΜΟΙ

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, οι οδηγοί κατατάσσονται σε δύο ομάδες:

  1.1. Ομάδα 1

οδηγοί οχημάτων των κατηγοριών ΑΜ, Α, Α1, Α2, Β, Β1 και Β+Ε,
οδηγοί οχημάτων των κατηγοριών Γ, Γ+Ε, Γ1, Γ1+Ε, Δ, Δ+.
   1.2. Ομάδα 2

1.3.  Η εθνική νομοθεσία μπορεί να περιλαμβάνει διατάξεις για την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπει το παρόν παράρτημα για τους οδηγούς της ομάδας 2 στους οδηγούς οχημάτων που υπάγονται στην κατηγορία Β και χρησιμοποιούν την άδεια οδήγησης τους για επαγγελματικούς σκοπούς (ταξί, ασθενοφόρα κ.λπ.).

2.  Κατ' αναλογία, οι υποψήφιοι για τη χορήγηση ή την ανανέωση μιας άδειας οδήγησης κατατάσσονται στην ομάδα στην οποία θα ανήκουν μετά τη χορήγηση ή την ανανέωση της άδειας.

ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ

3.  Ομάδα 1

Οι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλλονται σε ιατρική εξέταση, εάν κατά τη διεκπεραίωση των απαιτούμενων διατυπώσεων ή κατά τη διάρκεια των δοκιμασιών στις οποίες πρέπει να υποβάλλονται για την απόκτηση άδειας, διαφανεί ότι παρουσιάζουν μία ή περισσότερες από τις ανικανότητες που αναφέρονται στο παρόν παράρτημα.

4.  Ομάδα 2

Οι υποψήφιοι πρέπει να υποβάλλονται σε ιατρική εξέταση πριν από την αρχική χορήγηση άδειας, και στη συνέχεια οι οδηγοί οφείλουν να υποβάλλονται στις περιοδικές εξετάσεις στα πλαίσια κάθε ανανέωσης της άδειας οδήγησης, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις του κράτους μέλους όπου έχουν τη μόνιμη κατοικία τους.

5.  Κατά τη χορήγηση ή για κάθε μεταγενέστερη ανανέωση μιας άδειας οδήγησης, τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν την τήρηση αυστηρότερων κανόνων από αυτούς που προβλέπει το παρόν παράρτημα.

ΟΡΑΣΗ

6.  Κάθε υποψήφιος για την απόκτηση άδειας οδήγησης οφείλει να υποβάλλεται στις κατάλληλες εξετάσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι η όρασή του έχει την οξύτητα που απαιτείται για την οδήγηση μηχανοκίνητων οχημάτων. Σε περίπτωση αμφιβολιών όσον αφορά την επάρκεια της όρασής του, ο υποψήφιος πρέπει να εξετάζεται από κατάλληλη ιατρική αρχή. Κατά την εξέταση αυτή, πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην οξύτητα της όρασης, το οπτικό πεδίο, την όραση υπό ατελή φωτισμό και τις προϊούσες οφθαλμικές ασθένειες.

Για τους σκοπούς του παρόντος παραρτήματος, οι ενδοφθάλμιοι φακοί δεν θεωρούνται διορθωτικοί φακοί.

Ομάδα 1

6.1.  Κάθε υποψήφιος για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας οδήγησης πρέπει να έχει διοφθαλμική οξύτητα όρασης, με οπτική διόρθωση εφόσον χρειάζεται, τουλάχιστον 0,5 με την ταυτόχρονη χρησιμοποίηση και των δύο οφθαλμών. Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται εφόσον προκύπτει από την ιατρική εξέταση ότι το οπτικό πεδίο είναι μικρότερο των 120° σε οριζόντιο επίπεδο, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων που δικαιολογούνται δεόντως από ευνοϊκή ιατρική γνωμάτευση και θετική πρακτική δοκιμασία, ή ότι ο ενδιαφερόμενος πάσχει από κάποια άλλη πάθηση της όρασης που μπορεί να υπονομεύσει την ασφάλεια της οδήγησής του. Εφόσον εντοπισθεί ή δηλωθεί μια προϊούσα οφθαλμική πάθηση, η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται, υπό την προϋπόθεση περιοδικής εξέτασης που πραγματοποιείται από μία αρμόδια ιατρική αρχή.

6.2.  Κάθε υποψήφιος για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας οδήγησης που πάσχει από λειτουργική ολική απώλεια της όρασης από τον ένα οφθαλμό, ή που χρησιμοποιεί μόνο έναν οφθαλμό, λόγου χάριν σε περίπτωση διπλωπίας, πρέπει να έχει οξύτητα όρασης τουλάχιστον 0,6, με οπτική διόρθωση, εφόσον χρειάζεται. Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να βεβαιώνει ότι αυτή η κατάσταση μονόφθαλμης όρασης προϋπάρχει από αρκετό χρόνο ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει προσαρμοστεί σ' αυτή και ότι το οπτικό πεδίο του οφθαλμού αυτού είναι φυσιολογικό.

Ομάδα 2

6.3.  Κάθε υποψήφιος για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας οδήγησης πρέπει να έχει οξύτητα όρασης και από τους δύο οφθαλμούς, με οπτική διόρθωση εφόσον χρειάζεται, τουλάχιστον 0,8 για τον οφθαλμό με την καλύτερη όραση και τουλάχιστον 0,5 για τον οφθαλμό με τη λιγότερο καλή όραση. Στην περίπτωση που οι τιμές 0,8 και 0,5 επιτυγχάνονται με τη βοήθεια οπτικής διόρθωσης, πρέπει η μη διορθωμένη οξύτητα του καθενός των δύο οφθαλμών να φθάνει το 0,05, ή η διόρθωση της ελάχιστης απαιτούμενης οξύτητας (0,8 και 0,5) να επιτυγχάνεται με τη βοήθεια ομματοϋαλίων των οποίων η ισχύς δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 8 διοπτρίες περίπου, ή με την βοήθεια φακών επαφής (μη διορθωμένη όραση = 0,05). Η διόρθωση πρέπει να είναι καλώς ανεκτή. Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στην περίπτωση που ο υποψήφιος ή ο οδηγός δεν έχει φυσιολογικό διοφθαλμικό οπτικό πεδίο ή πάσχει από διπλωπία.

ΑΚΟΗ

7.  Η άδεια οδήγησης χορηγείται ή ανανεώνεται σε κάθε υποψήφιο ή οδηγό της ομάδας 2, υπό την επιφύλαξη γνωμοδότησης των αρμόδιων ιατρικών αρχών· κατά τις ιατρικές εξετάσεις πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι δυνατότητες αντιστάθμισης.

ΑΤΟΜΑ ΜΕΙΩΜΕΝΗΣ ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

8.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται σε υποψηφίους ή οδηγούς που πάσχουν από πάθηση ή ανωμαλία του κινητικού συστήματος η οποία καθιστά επικίνδυνη την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος.

Ομάδα 1

8.1.  Μετά από γνωμάτευση αρμόδιας ιατρικής αρχής είναι δυνατό να χορηγείται, εφόσον είναι σκόπιμο, άδεια οδήγησης με περιοριστικούς όρους, σε οποιοδήποτε υποψήφιο ή οδηγό που μειονεκτεί σωματικά. Η γνωμάτευση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε ιατρική αξιολόγηση της εν λόγω πάθησης ή ανωμαλίας και, εφόσον χρειάζεται, σε πρακτική δοκιμασία, πρέπει δε να συνοδεύεται από την ένδειξη του τύπου της διάταξης με την οποία πρέπει να είναι εφοδιασμένο το όχημα καθώς και του κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος οφείλει να φέρει ορθοπεδική συσκευή, στο μέτρο που ο έλεγχος της ικανότητας και της συμπεριφοράς αποδεικνύει ότι, με τα μέσα αυτά, η οδήγηση δεν είναι επικίνδυνη.

8.2.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψήφιους που πάσχουν από προϊούσα πάθηση, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλονται σε περιοδικές εξετάσεις προκειμένου να ελέγχεται η ικανότητά τους να οδηγούν το όχημά τους με ασφάλεια.

Από τη στιγμή που η κατάσταση του μειονεκτούντος σταθεροποιηθεί, η άδεια οδήγησης είναι δυνατόν να χορηγείται ή να ανανεώνεται χωρίς να επιβάλλεται τακτική ιατρική εξέταση.

Ομάδα 2

8.3.  Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

9.  Οι παθήσεις που μπορούν να εκθέσουν τους υποψηφίους ή τους οδηγούς για τη χορήγηση ή την ανανέωση άδειας οδήγησης σε αιφνίδια ανεπάρκεια του καρδιαγγειακού συστήματός τους η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει αιφνίδια αλλοίωση των εγκεφαλικών λειτουργιών, συνιστούν κινδύνους για την οδική ασφάλεια.

Ομάδα 1

9.1.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψήφιους που πάσχουν από σοβαρές διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.

9.2.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψήφιους ή οδηγούς που φέρουν συσκευή διέγερσης της καρδιακής λειτουργίας, υπό την επιφύλαξη έγκυρης ιατρικής γνωμάτευσης και τακτικού ιατρικού ελέγχου.

9.3.  Κατά κανόνα, η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψήφιους ή τους οδηγούς που πάσχουν από στηθάγχη αναπαύσεως ή κινήσεως. Η χορήγηση ή η ανανέωση άδειας οδήγησης στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που έχουν στο ιστορικό τους έμφραγμα του μυοκαρδίου υπόκειται σε έγκυρη ιατρική γνωμάτευση και, εφόσον χρειάζεται, σε τακτικό ιατρικό έλεγχο.

Ομάδα 2

9.4.  Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ

10.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, εφόσον ο οδηγός δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί θεραπεία με ινσουλίνη ή, εάν ακολουθεί θεραπεία με ινσουλίνη (τύπος 1), υπό την προϋπόθεση ιατρικής άδειας.

Ομάδα 2

10.1.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που υπάγονται στην ομάδα αυτή και πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη που απαιτεί θεραπεία με ινσουλίνη, εφόσον υπάρχει η δέουσα αιτιολόγηση με έγκυρη ιατρική γνωμάτευση. Οι οδηγοί αυτοί έχουν την ευθύνη να κοινοποιούν στις αρμόδιες εθνικές αρχές οποιαδήποτε αλλαγή στην κατάστασή τους.

ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ

11.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που πάσχουν από σοβαρή νευρολογική πάθηση, εκτός εάν η αίτηση υποστηρίζεται από έγκυρη ιατρική γνωμάτευση.

Προς το σκοπό αυτό, οι νευρολογικές διαταραχές που οφείλονται σε παθήσεις ή εγχειρήσεις του κεντρικού ή του περιφερειακού νευρικού συστήματος, και οι οποίες εκφράζονται με κινητικά, αισθητικά ή τροφικά συμπτώματα που διαταράσσουν την ισορροπία και το συντονισμό, πρέπει να αντιμετωπίζονται ανάλογα με τις λειτουργικές δυνατότητες και την εξελιξιμότητά τους. Στις περιπτώσεις αυτές, η χορήγηση ή η ανανέωση άδειας οδήγησης μπορεί να εξαρτάται από περιοδικές εξετάσεις, σε περίπτωση κινδύνου επιδείνωσης.

12.  Οι κρίσεις επιληψίας και οι άλλες βίαιες διαταραχές της συνειδησιακής κατάστασης συνιστούν σοβαρό κίνδυνο για την οδική ασφάλεια, εφόσον εκδηλώνονται κατά τη διάρκεια της οδήγησης ενός μηχανοκίνητου οχήματος.

Ομάδα 1

12.1.  Η χορήγηση ή η ανανέωση άδειας είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση εξέτασης από αρμόδια αρχή και τακτικού ιατρικού ελέγχου. Η αρχή αυτή πρέπει να κρίνει αν όντως υπάρχει επιληψία ή άλλες συνειδησιακές διαταραχές καθώς και τη μορφή και την κλινική εξέλιξή τους (λόγου χάριν απουσία κρίσεων από διετίας), την ακολουθούμενη θεραπεία και τα θεραπευτικά αποτελέσματα.

Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο ασθενής πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκπροσωπείται από τον γιατρό της επιλογής του.

Ομάδα 2

12.2.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψήφιους ή τους οδηγούς που προβάλλονται από, ή που ενδέχεται να έχουν κρίσεις επιληψίας ή άλλες βίαιες διαταραχές της συνειδησιακής κατάστασης.

ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Ομάδα 1

13.1.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς:

   που πάσχουν από σοβαρές διανοητικές διαταραχές, συγγενείς ή επίκτητες λόγω ασθενειών, τραυματισμών ή νευρο-χειρουργικών παρεμβάσεων,
   που παρουσιάζουν σοβαρή διανοητική καθυστέρηση,
   που παρουσιάζουν σοβαρές διαταραχές της συμπεριφοράς λόγω γήρατος, ή σοβαρές διαταραχές της κριτικής και προσαρμοστικής ικανότητας και της συμπεριφοράς, οι οποίες συνδέονται με την προσωπικότητα,
  

εκτός εάν η αίτηση υποστηρίζεται από έγκυρη ιατρική γνωμάτευση και υπό την προϋπόθεση, εάν υπάρχει ανάγκη, τακτικού ιατρικού ελέγχου.

Ομάδα 2

13.2.  Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση των οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑ

14.  Η κατανάλωση οινοπνεύματος συνιστά σοβαρούς κινδύνους για την οδική ασφάλεια. Λόγω της σοβαρότητας του προβλήματος, επιβάλλεται αυστηρή επαγρύπνηση σε ιατρικό επίπεδο.

Ομάδα 1

14.1.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που τελούν σε κατάσταση εξάρτησης από το οινόπνευμα, ή που δεν μπορούν να αποσυνδέσουν την οδήγηση από την κατανάλωση οινοπνεύματος.

Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που έχουν περάσει από κατάσταση εξάρτησης από το οινόπνευμα, αφού περατωθεί μια περίοδος αποδεδειγμένης αποχής και υπό την προϋπόθεση έγκυρης ιατρικής γνωμάτευσης και τακτικού ιατρικού ελέγχου.

Ομάδα 2

14.2.  Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΑ

15.  Κατάχρηση:

Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που τελούν σε κατάσταση εξάρτησης από ουσίες με ψυχότροπο δράση ή που, χωρίς να είναι εξαρτημένοι, καταναλώνουν τακτικά τις ουσίες αυτές, ανεξάρτητα από την κατηγορία της αιτούμενης άδειας.

Τακτική χρήση:

Ομάδα 1

15.1.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που καταναλίσκουν τακτικά ψυχότροπες ουσίες, υπό οποιανδήποτε μορφή και οι οποίες ενδέχεται να υπονομεύουν την ικανότητά τους να οδηγούν χωρίς κίνδυνο, εφόσον η λαμβανόμενη ποσότητα είναι τέτοια που να επιδρά δυσμενώς στην οδήγηση. Το ίδιο ισχύει για οποιοδήποτε άλλο φάρμακο ή συνδυασμό φαρμάκων που επιδρά στην ικανότητα οδήγησης.

Ομάδα 2

15.2.  Η αρμόδια ιατρική αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

ΝΕΦΡΙΚΕΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ

Ομάδα 1

16.1.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που πάσχουν από σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, υπό την προϋπόθεση έγκυρης ιατρικής γνωμάτευσης και υπό τον όρο ότι οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλονται σε περιοδικούς ιατρικούς ελέγχους.

Ομάδα 2

16.2.  Η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που πάσχουν από μη αναστρέψιμη σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων δεόντως αιτιολογημένων από έγκυρη ιατρική γνωμάτευση και με την προϋπόθεση τακτικού ιατρικού ελέγχου.

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Ομάδα 1

17.1.  Η άδεια οδήγησης μπορεί να χορηγείται ή να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που έχουν υποστεί μεταμόσχευση οργάνου ή τεχνητή εμφύτευση που μπορεί να έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης, υπό την προϋπόθεση έγκυρης ιατρικής γνωμάτευσης και, εφόσον χρειάζεται, τακτικού ιατρικού ελέγχου.

Ομάδα 2

17.2.  Η αρμόδια ιατρικά αρχή πρέπει να λαμβάνει δεόντως υπόψη της τους πρόσθετους κινδύνους που συνδέονται με την οδήγηση οχημάτων από άτομα που εμπίπτουν στον ορισμό της ομάδας αυτής.

18.  Κατά κανόνα, η άδεια οδήγησης δεν πρέπει ούτε να χορηγείται ούτε να ανανεώνεται στους υποψηφίους ή τους οδηγούς που πάσχουν από πάθηση που δεν αναφέρεται στις προηγούμενες παραγράφους, η οποία ενδέχεται να αποτελεί ή να προκαλεί λειτουργική ανικανότητα που μπορεί να υπονομεύσει την οδική ασφάλεια κατά την οδήγηση μηχανοκίνητου οχήματος , εκτός εάν η αίτηση υποστηρίζεται από έγκυρη γνωμάτευση και υπό την επιφύλαξη, εφόσον χρειάζεται, τακτικού ιατρικού ελέγχου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΒΑΣΙΚΑ ΤΥΠΙΚΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΡΚΗΣ ΕΠΙΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΕΞΕΤΑΣΤΩΝ ΑΔΕΙΑΣ ΟΔΗΓΗΣΗΣ

Ελάχιστες απαιτήσεις για τα πρόσωπα που υποβάλλονται σε πρακτικές εξετάσεις οδήγησης

1.  Απαιτούμενα προσόντα του εξεταστή

1.1.  Τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να αξιολογούν στο αυτοκίνητο τις πρακτικές ικανότητες οδήγησης των υποψηφίων οδηγών, πρέπει να διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες καθώς και την απαιτούμενη κατανόηση στους τομείς που παρατίθενται στις παραγράφους 1.2 έως 1.6.

1.2.  Η εξουσιοδότηση των εξεταστών πρέπει να τους επιτρέπει την αξιολόγηση των ικανοτήτων οδήγησης των υποψηφίων για άδεια οδήγησης της κατηγορίας που αφορά η εξέταση.

1.3.  Γνώσεις και κατανόηση της οδήγησης και της αξιολόγησης:

   θεωρία της συμπεριφοράς στην οδήγηση·
   αναγνώριση κινδύνων και πρόληψη ατυχημάτων·
   γνώση του καταλόγου απαιτήσεων της εξέτασης οδήγησης·
   απαιτήσεις από την εξέταση οδήγησης·
   ισχύουσες διατάξεις του κώδικα οδικής κυκλοφορίας συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κοινοτικών και εθνικών νομικών διατάξεων και ερμηνευτικών οδηγιών·
   θεωρία και πράξη της αξιολόγησης·
   αμυντική οδήγηση.

1.4.  Ικανότητες αξιολόγησης:

   ικανότητα συνολικής ακριβούς παρατήρησης, εποπτείας και αξιολόγησης της απόδοσης του υποψηφίου, και ιδιαίτερα
   ορθή και πλήρης αντίληψη επικίνδυνων καταστάσεων·
   ακριβής προσδιορισμός των αιτίων και των αναμενόμενων επιπτώσεων τέτοιων καταστάσεων·
   επίπεδο καταλληλότητας και αναγνώριση λαθών·
   ενότητα και συνέπεια της αξιολόγησης·
   ταχεία απορρόφηση πληροφοριών και εξαγωγή των κύριων σημείων·
   προβλεπτικότητα στους χειρισμούς, αναγνώριση ενδεχόμενων προβλημάτων και ανάπτυξη αντίστοιχων στρατηγικών αντιμετώπισης·
   έγκαιρες και εποικοδομητικές αντιδράσεις.

1.5.  Προσωπικές ικανότητες οδήγησης:

Τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να διεξάγουν πρακτικές εξετάσεις για συγκεκριμένη κατηγορία άδειας οδήγησης πρέπει να είναι σε θέση να οδηγούν οχήματα με κινητήρα του αντίστοιχου τύπου με υψηλό επίπεδο οδήγησης.

1.6.  Ποιότητα των υπηρεσιών:

   καθορισμός του αναμενομένου περιεχομένου της εξέτασης και παροχή των σχετικών πληροφοριών στον πελάτη·
   σαφήνεια στην επικοινωνία, με περιεχόμενο, ύφος και λεξιλόγιο προσαρμοσμένα στην ομάδα στόχου και στο γενικότερο πλαίσιο, και με απαντήσεις στα ερωτήματα του πελάτη·
   σαφής ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της εξέτασης·
   μεταχείριση όλων των πελατών χωρίς διακρίσεις και με σεβασμό.

1.7.  Τεχνικές και φυσικές γνώσεις σχετικά με το όχημα:

   τεχνικές γνώσεις σχετικά με το όχημα, π.χ. σχετικά με το σύστημα διεύθυνσης, τα ελαστικά, το σύστημα πέδησης, το φωτισμό, ιδιαίτερα για τα μοτοποδήλατα και τα φορτηγά·
   ασφαλής φόρτωση·
   γνώσεις σχετικά με τις φυσικές αρχές που διέπουν τα οχήματα, όπως ταχύτητα, τριβή, δυναμική ενέργεια.

1.8.  Οικονομική οδήγηση με σεβασμό στο περιβάλλον.

2.  Γενικές προϋποθέσεις

2.1.  Ο εξεταστής άδειας οδήγησης κατηγορίας Β

   α) πρέπει να είναι κάτοχος άδειας οδήγησης κατηγορίας Β επί τουλάχιστον τρία έτη·
   β) πρέπει να είναι ηλικίας τουλάχιστον 23 ετών·
   γ) πρέπει να έχει αποδείξει πως διαθέτει τα βασικά προσόντα τα οποία προβλέπονται στο σημείο 3 και ότι στη συνέχεια έχει λάβει τη διασφάλιση ποιότητας και έχει συμμετάσχει στα μέτρα τακτικής επιμόρφωσης που προβλέπονται στο σημείο 4·
   δ) πρέπει να έχει λάβει ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση βαθμίδας 3 υπό την έννοια της απόφασης 85/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουλίου 1985, για την αντιστοιχία των τίτλων επαγγελματικής εκπαίδευσης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας(19)·
   ε) δεν επιτρέπεται να απασχολείται παράλληλα ως επαγγελματίας δάσκαλος σε σχολή οδήγησης.

2.2.  Ο εξεταστής άδειας οδήγησης των άλλων κατηγοριών

   α) πρέπει να είναι κάτοχος άδειας οδήγησης της σχετικής κατηγορίας·
   β) πρέπει να έχει αποδείξει πως διαθέτει τα βασικά προσόντα τα οποία προβλέπονται στο σημείο 3 και ότι στη συνέχεια έχει λάβει τη διασφάλιση ποιότητας και έχει συμμετάσχει στα μέτρα τακτικής επιμόρφωσης που προβλέπονται στο σημείο 4·
  γ) πρέπει να έχει χρηματίσει εξεταστής άδειας οδήγησης κατηγορίας Β και να έχει εξασκήσει στην πράξη την αποστολή αυτή επί τουλάχιστον τρία έτη· η διάρκεια αυτή είναι δυνατόν να μειωθεί σε ένα έτος υπό την προϋπόθεση ότι ο εξεταστής μπορεί να αποδείξει τα ακόλουθα:
   τουλάχιστον πενταετή πείρα οδήγησης στην αντίστοιχη κατηγορία ή
   θεωρητική και πρακτική απόδειξη πείρας οδήγησης υψηλότερου επιπέδου από αυτό που απαιτείται για την απόκτηση άδειας οδήγησης, που καθιστά περιττή τη σχετική απαίτηση·
   δ) πρέπει να έχει λάβει ολοκληρωμένη επαγγελματική κατάρτιση βαθμίδας 3 υπό την έννοια της απόφασης 85/368/ΕΟΚ του Συμβουλίου·
   ε) δεν επιτρέπεται να απασχολείται παράλληλα ως επαγγελματίας δάσκαλος σε σχολή οδήγησης.

2.3.  Ισοδυναμίες

2.3.1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε εξεταστές οδήγησης τη διεξαγωγή εξετάσεων για τις κατηγορίες ΑΜ, Α1, Α2 και Α, εφόσον διαθέτουν τα βασικά προσόντα που απαιτούνται για μία από τις κατηγορίες αυτές βάσει του σημείου 3.

2.3.2.  Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε εξεταστές οδήγησης τη διεξαγωγή εξετάσεων για τις κατηγορίες Γ1, Γ, Δ1 και Δ, εφόσον διαθέτουν τα βασικά προσόντα που απαιτούνται για μία από τις κατηγορίες αυτές βάσει του σημείου 3.

2.3.3.  Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν σε εξεταστές οδήγησης τη διεξαγωγή εξετάσεων για τις κατηγορίες BE, Γ1E, ΓE, Δ1E και ΔE , εφόσον διαθέτουν τα βασικά προσόντα που απαιτούνται για μία από τις κατηγορίες αυτές βάσει του σημείου 3.

3.  Βασικά προσόντα

3.1.  Βασική κατάρτιση

3.1.1.  Προκειμένου ένα πρόσωπο να εξουσιοδοτηθεί για τη διεξαγωγή εξετάσεων για τη χορήγηση άδειας οδήγησης, πρέπει να έχει ολοκληρώσει με επιτυχία ένα πρόγραμμα κατάρτισης για την απόκτηση των προσόντων που αναφέρονται στο σημείο 1, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εκάστοτε κράτος μέλος.

3.1.2.  Τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν αν το περιεχόμενο ενός συγκεκριμένου προγράμματος κατάρτισης αντιστοιχεί στην άδεια διεξαγωγής εξετάσεων για τη χορήγηση άδειας οδήγησης για μια ή περισσότερες κατηγορίες.

3.2.  Εξετάσεις

3.2.1.  Προκειμένου ένα πρόσωπο να εξουσιοδοτηθεί για τη διεξαγωγή εξετάσεων για τη χορήγηση άδειας οδήγησης, πρέπει να αποδείξει ότι διαθέτει επαρκές επίπεδο γνώσεων, κατανόησης, ικανοτήτων και επάρκειας στους τομείς που αναφέρονται στο σημείο 1.

3.2.2.  Τα κράτη μέλη καθορίζουν διαδικασία εξέτασης με την οποία εξετάζεται κατά τρόπο παιδαγωγικώς ενδεδειγμένο, αν ο υποψήφιος διαθέτει τις ικανότητες που αναφέρονται στο σημείο 1, και ιδιαίτερα στο σημείο 1.4. Η εν λόγω διαδικασία εξέτασης πρέπει να περιλαμβάνει θεωρητικά και πρακτικά στοιχεία. Επιτρέπεται η χρήση ηλεκτρονικών εντύπων για την αξιολόγηση. Οι λεπτομέρειες όσον αφορά το είδος και τη διάρκεια της ίδιας της εξέτασης και της αξιολόγησης στο πλαίσιο της εξέτασης επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών.

3.2.3.  Τα κράτη μέλη πρέπει να καθορίζουν αν το περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης εξέτασης αντιστοιχεί στην άδεια διεξαγωγής εξετάσεων για τη χορήγηση άδειας οδήγησης για μια ή περισσότερες κατηγορίες.

4.  Διασφάλιση ποιότητας και τακτική επιμόρφωση

4.1.  Διασφάλιση ποιότητας

4.1.1.  Τα κράτη μέλη πρέπει να διαθέτουν διατάξεις για τη διασφάλιση ποιότητας που να εγγυώνται την τήρηση των απαιτήσεων όσον αφορά τους εξεταστές οδήγησης.

4.1.2.  Οι διατάξεις περί διασφάλισης ποιότητας θα πρέπει να καλύπτουν την εποπτεία των εξεταστών άδειας οδήγησης κατά τη δραστηριότητά τους, τη μετεκπαίδευση και την ανανέωση της αδείας τους, τη συνεχή επαγγελματική εξέλιξή τους και τον τακτικό έλεγχο των αποτελεσμάτων των εξετάσεων που διεξάγουν.

4.1.3.  Τα κράτη μέλη πρέπει στο πλαίσιο των διατάξεων διασφάλισης ποιότητας που αναφέρεται στο σημείο 4.1.2 να μεριμνούν ώστε οι εξεταστές άδειας οδήγησης να υπόκεινται σε εποπτεία σε ετήσια βάση. Επίσης, τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν ώστε κάθε εξεταστής άδειας οδήγησης να εποπτεύεται τουλάχιστον μία φορά ανά πενταετία για ελάχιστο χρονικό διάστημα συνολικά μισής ημέρας κατά τη διεξαγωγή της εξέτασης, ώστε να είναι δυνατόν να εποπτεύονται περισσότερες της μιας εξετάσεις. Οι επιθεωρητές πρέπει να είναι εξουσιοδοτημένοι για την εποπτεία από το εκάστοτε κράτος μέλος.

4.1.4.  Για τους εξεταστές που είναι εξουσιοδοτημένοι για τη διεξαγωγή εξετάσεων περισσότερων κατηγοριών, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η απαίτηση εποπτείας των εξετάσεων περισσότερων κατηγοριών θα ικανοποιείται με την εποπτεία για μια κατηγορία.

4.1.5.  Η δραστηριότητα της εξέτασης για άδεια οδήγησης πρέπει να εποπτεύεται από υπηρεσία εξουσιοδοτημένη από το αντίστοιχο κράτος μέλος, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή και ενιαία εφαρμογή της αξιολόγησης.

4.2.  Τακτική μετεκπαίδευση

  4.2.1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εξεταστές άδειας οδήγησης, προκειμένου να διατηρήσουν την άδειά τους ανεξάρτητα από τον αριθμό των κατηγοριών που αφορά, να υπόκεινται στα ακόλουθα:

τακτική μετεκπαίδευση τουλάχιστον τεσσάρων ημερών ανά διετία συνολικά, προκειμένου:
τακτική μετεκπαίδευση τουλάχιστον πέντε ημερών ανά πενταετία συνολικά, προκειμένου να αναπτύσσουν και να διατηρούν τις αναγκαίες πρακτικές ικανότητες οδήγησης.
   - να διατηρούν και να ανανεώνουν τις γνώσεις και ικανότητες που απαιτούνται για την εξέταση·
   - να αναπτύσσουν τις νέες ικανότητες που είναι αναγκαίες για την άσκηση του επαγγέλματός τους·
   - να διεξάγουν πάντα τις εξετάσεις υποκείμενοι σε δίκαιες και ενιαίες απαιτήσεις·

4.2.2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου οι εξεταστές άδειας οδήγησης στην απόδοση των οποίων διαπιστώνονται σοβαρές ελλείψεις με το ισχύον σύστημα διασφάλισης να υποβάλλονται αμέσως σε ειδική μετεκπαίδευση.

4.2.3.  Η τακτική μετεκπαίδευση μπορεί να έχει τη μορφή συζητήσεων, διδασκαλίας, παραδοσιακών ή ηλεκτρονικών ανακοινώσεων, και μπορεί να γίνεται ατομικά ή σε ομάδες· μπορεί, αν τα κράτη μέλη το κρίνουν σκόπιμο, να περιλαμβάνει επανακαθορισμό των απαιτήσεων.

4.2.4.  Για τους εξεταστές που είναι εξουσιοδοτημένοι για τη διεξαγωγή εξετάσεων περισσότερων κατηγοριών, τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν ότι η απαίτηση για μετεκπαίδευση σε περισσότερες κατηγορίες θα ικανοποιείται με μετεκπαίδευση σε μία κατηγορία, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του σημείου 4.2.5.

4.2.5.  Οι εξεταστές άδειας οδήγησης που δεν έχουν διεξαγάγει εξετάσεις για διάστημα 24 μηνών για μια κατηγορία πρέπει να υποβάλλονται σε νέα αξιολόγηση προκειμένου να εξουσιοδοτηθούν για την περαιτέρω διεξαγωγή εξετάσεων στην κατηγορία αυτή. Η νέα αξιολόγηση μπορεί να γίνει στο πλαίσιο των απαιτήσεων του σημείου 4.2.1.

5.  Κεκτημένα δικαιώματα

5.1.  Τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν πρόσωπα που αμέσως πριν τεθούν σε ισχύ οι παρούσες διατάξεις ήσαν εξουσιοδοτημένα να διεξάγουν εξετάσεις άδειας οδήγησης, να συνεχίσουν να διεξάγουν εξετάσεις άδειας οδήγησης, ακόμη κι αν δεν διαθέτουν άδεια σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις του σημείου 2 ή τη διαδικασία απόκτησης βασικών προσόντων του σημείου 3.

5.2.  Οι εξεταστές αυτοί, ωστόσο, υπόκεινται σε τακτική εποπτεία και στις διατάξεις διασφάλισης ποιότητας του σημείου 4.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΟΔΗΓΩΝ (ΦΟΡΤΗΓΑ ΜΕ ΡΥΜΟΥΛΚΟΥΜΕΝΟ)

1.  Οι χρήστες φορτηγών κατηγορίας Β, με ρυμουλκούμενο συνολικής μάζας μεταξύ 3.500 και 4.250 kg, πρέπει να εκπαιδεύονται στην οδήγηση.

2.  Η εκπαίδευση γίνεται σε εκπαιδευτικό ίδρυμα επίσημα αναγνωρισμένο και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη μόνιμη κατοικία του ο οδηγός. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες επαφίενται στα κράτη μέλη.

3.  Περιεχόμενο της εκπαίδευσης των οδηγών

   Μία ημέρα (τουλάχιστον 7 ώρες)
   Θεωρητικό και ως επί το πλείστον πρακτικό μέρος και τελική συζήτηση.
   Δυναμική της οδήγησης και κριτήρια ασφάλειας, οχήματα έλξης και ρυμουλκούμενα, ορθή φόρτωση και εξοπλισμός ασφαλείας.
   Πρακτικό μέρος σε κλειστή περιοχή με εξάσκηση στα ακόλουθα: ασκήσεις πέδησης, απόσταση πέδησης, αλλαγή λωρίδας, πέδηση για ακινητοποίηση, ταλάντωση ρυμουλκούμενου, ελιγμοί, στάθμευση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΟΔΗΓΩΝ (ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΑ ΤΡΟΧΟΣΠΙΤΑ)

1.  Οι χρήστες μηχανοκίνητων τροχόσπιτων, σύμφωνα με τον ορισμό του παραρτήματος ΙΙ, μέρος Α, σημείο 5, παράγραφος 1 της οδηγίας 2001/116/ΕΚ, συνολικής μάζας μεταξύ 3.500 και 4.250 kg και ωφέλιμου φορτίου έως 1.000 kg, πρέπει να εκπαιδεύονται στην οδήγηση.

2.  Η εκπαίδευση γίνεται σε εκπαιδευτικό ίδρυμα επίσημα αναγνωρισμένο και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη μόνιμη κατοικία του ο οδηγός. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες επαφίενται στα κράτη μέλη.

3.  Περιεχόμενο της εκπαίδευσης των οδηγών

   Μία ημέρα (τουλάχιστον 7 ώρες)
   Θεωρητικό και ως επί το πλείστον πρακτικό μέρος και τελική συζήτηση.
   Δυναμική της οδήγησης και κριτήρια ασφάλειας, ορθή φόρτωση και εξοπλισμός ασφαλείας.
   Πρακτικό μέρος σε κλειστή περιοχή με εξάσκηση στα ακόλουθα: ασκήσεις πέδησης, απόσταση πέδησης, αλλαγή λωρίδας, πέδηση για ακινητοποίηση, ελιγμοί, στάθμευση.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΟΔΗΓΩΝ (ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΜΟΤΟΣΥΚΛΕΤΩΝ)

1.  Eκπαίδευση οδηγών για τη μετάβαση από μια κατηγορία μοτοσυκλετών σε μιαν άλλη.

2.  Η εκπαίδευση γίνεται σε εκπαιδευτικό ίδρυμα επίσημα αναγνωρισμένο και ελέγχεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη μόνιμη κατοικία του ο οδηγός. Οι περαιτέρω λεπτομέρειες ρυθμίζονται από τα κράτη μέλη.

3.  Περιεχόμενο της εκπαίδευσης των οδηγών

   Διάρκεια: τουλάχιστον 5 ώρες
   Ειδική αναφορά στις διαφορές των κατηγοριών.
   Πρακτικό μέρος σε κλειστή περιοχή με εξάσκηση στα ακόλουθα: ασκήσεις πέδησης, απόσταση πέδησης, πέδηση/αποφυγή σύγκρουσης, ελιγμοί, επιτάχυνση.
   Πρακτικό μέρος για τη συμπεριφορά στην οδική κυκλοφορία.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙΙ

Μέρος A

Καταργούμενη οδηγία με τις διαδοχικές της τροποποιήσεις

(αναφέρονται στο άρθρο 18)

Οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου(20)

(ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 1)

Οδηγία 94/72/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 337 της 24.12.1994, σ. 86)

Οδηγία 96/47/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 235 της 17.9.1996, σ. 1)

Οδηγία 97/26/ΕΚ του Συμβουλίου

(ΕΕ L 150 της 7.6.1997, σ. 41)

Οδηγία 2000/56/ΕΚ της Επιτροπής

(ΕΕ L 237 της 21.9.2000, σ. 45)

Οδηγία 2003/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, μόνον το άρθρο 10, παράγραφος 2

(ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4)

Μέρος B

Περίοδοι μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και περίοδοι εφαρμογής

(αναφέρονται στο άρθρο 18)

Οδηγία

Προθεσμία μεταφοράς

Ημερομηνία εφαρμογής

Οδηγία 91/439/ΕΟΚ

1η Ιουλίου 1994

1η Ιουλίου 1996

Οδηγία 94/72/ΕΚ

-

xx.xx.1995

Απόφαση 96/427/ΕΚ

-

16η Ιουλίου 1996

Οδηγία 96/47/ΕΚ

1η Ιουλίου 1996

1η Ιουλίου 1996

Οδηγία 97/26/ΕΚ

1η Ιανουαρίου 1998

1η Ιανουαρίου 1998

Οδηγία 2000/56/ΕΚ

30ή Σεπτεμβρίου 2003

30ή Σεπτεμβρίου 2003,

30ή Σεπτεμβρίου 2008 (Παράρτημα II, σημείο 6.2.5) και

30ή Σεπτεμβρίου 2013 (Παράρτημα II, σημείο 5.2)

Οδηγία 2003/59/ΕΚ

10η Σεπτεμβρίου 2006

10η Σεπτεμβρίου 2008 (μεταφορά επιβατών) και 10η Σεπτεμβρίου 2009 (μεταφορά εμπορευμάτων)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΧ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Οδηγία 91/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου

Παρούσα οδηγία

Άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτη φράση

Άρθρο 1, παράγραφος 1

Άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερη φράση

---

---

Άρθρο 1, παράγραφος 2

Άρθρο 1, παράγραφος 2

Άρθρο 2

Άρθρο 1, παράγραφος 3

---

Άρθρο 2, παράγραφος 1

Άρθρο 3, παράγραφος 1

Άρθρο 2, παράγραφος 2

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη πρόταση

---

Άρθρο 3, παράγραφος 2, δεύτερη πρόταση

Άρθρο 2, παράγραφος 3

---

Άρθρο 2, παράγραφος 4

---

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

---

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

---

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, έκτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση

---

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, έβδομη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δέκατη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, έκτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ενδέκατη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, έβδομη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δέκατη τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, όγδοη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δέκατη πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, εισαγωγικές λέξεις

---

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, όγδοη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ένατη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δωδέκατη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, έκτη περίπτωση, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δέκατη τρίτη υποπερίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, έκτη περίπτωση, πρώτη υποπερίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, δέκατη τρίτη περίπτωση

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, δεύτερη υποπερίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 3, παράγραφος 3, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 4, παράγραφος 2, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 3, παράγραφος 3, πρώτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο α)

---

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β)

Άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, πρώτο εδάφιο

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γ)

Άρθρο 3, παράγραφος 3, δεύτερη περίπτωση, δεύτερο εδάφιο

---

Άρθρο 3, παράγραφος 3, τρίτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 3 παράγραφος 3, τέταρτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο ε)

Άρθρο 3, παράγραφος 3, πέμπτη περίπτωση

Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο στ)

---

Άρθρο 4, παράγραφος 3

Άρθρο 3, παράγραφος 4

---

Άρθρο 3, παράγραφος 5

---

Άρθρο 3, παράγραφος 6

Άρθρο 4, παράγραφος 4

Άρθρο 4

Άρθρο 5

Άρθρο 5, παράγραφος 1

Άρθρο 6, παράγραφος 1

Άρθρο 5, παράγραφος 2, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 6, παράγραφος 2, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο α)

Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β)

Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β)

---

Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο γ)

---

Άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο δ)

Άρθρο 5, παράγραφος 3

Άρθρο 6, παράγραφος 3

Άρθρο 5, παράγραφος 4

Άρθρο 6, παράγραφος 4

Άρθρο 6, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 7, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

---

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο α), δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α), τρίτη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), δεύτερη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο β), τρίτη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β), τρίτη περίπτωση

---

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο γ), πρώτη περίπτωση

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ), δεύτερη περίπτωση

---

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δ)

Άρθρο 6, παράγραφος 2

Άρθρο 7, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη πρόταση

---

Άρθρο 7, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη πρόταση

---

Άρθρο 6, παράγραφος 3

---

Άρθρο 7, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 8, παράγραφος 1, εισαγωγικές λέξεις

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α)

Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο α)

---

Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β)

---

Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γ)

---

Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο δ)

Άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β)

Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο ε)

Άρθρο 7, παράγραφος 2

---

Άρθρο 7, παράγραφος 3

---

---

Άρθρο 8, παράγραφος 2

---

Άρθρο 8, παράγραφος 3

Άρθρο 7, παράγραφος 4

Άρθρο 8, παράγραφος 4

Άρθρο 7, παράγραφος 5

Άρθρο 8, παράγραφος 5, πρώτη πρόταση

---

Άρθρο 8, παράγραφος 5, δεύτερη πρόταση

Άρθρο 7α, παράγραφος 1

---

Άρθρο 7α, παράγραφος 2

Άρθρο 9

Άρθρο 7β

Άρθρο 10

---

Άρθρο 11

Άρθρο 8

Άρθρο 12

Άρθρο 9

Άρθρο 13

Άρθρο 10

Άρθρο 14

Άρθρο 11

Άρθρο 15

Άρθρο 12, παράγραφος 1

---

Άρθρο 12, παράγραφος 2

---

Άρθρο 12, παράγραφος 3

Άρθρο 16

---

Άρθρο 17

Άρθρο 13

Άρθρο 18, πρώτο εδάφιο

---

Άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο

---

Άρθρο 19

Άρθρο 14

Άρθρο 20

Παράρτημα I

---

Παράρτημα Iα

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παράρτημα II

Παράρτημα III

Παράρτημα III

---

Παράρτημα IV

---

Παράρτημα V

---

Παράρτημα VI

---

Παράρτημα VIΙ

---

Παράρτημα VIΙΙ

---

Παράρτημα IΧ

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) ΕΕ C , σ..
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23.2.2005.
(4) ΕΕ L 237 της 24.8.1991, σ. 1. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τoν κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
(5) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(6)* Δέκα έτη από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(7)** Είκοσι έτη από την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(8)*** Την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(9) ΕΕ L 18 της 21.1.2002, σ. 1.
(10) ΕΕ L 226 της 10.9.2003, σ. 4. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2004/66/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 168 της 1.5.2004, σ. 35).
(11)* Ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(12)* Την ημερομηνία η οποία καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(13)* Πέντε έτη μετά την ημερομηνία που ορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 2.
(14)* Δύο έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 19.
(15)** Δύο έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1.
(16)* Δύο έτη μετά την ημερομηνία που καθορίζεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1.
(17) ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 1.
(18) ΕΕ L 370 της 31.12.1985, σ. 8.
(19) ΕΕ L 199 της 31.7.1985, σ. 56.
(20) Η οδηγία 91/439/EOK τροποποιήθηκε επίσης από την ακόλουθη μη καταργούμενη πράξη: Πράξη περί των όρων προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας (EE C 241 της 29.8.1994, σ. 21).


Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας ***I
PDF 458kWORD 96k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις εναρμονισμένες Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Κοινότητας (COM(2004)0392 – C6-0042/2004 – 2004/0123(COD))
P6_TA(2005)0042A6-0055/2004

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0392)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 71, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0042/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (A6-0055/2004),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Φεβρουαρίου 2005 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τις εναρμονισμένες Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (ΥΠΕΝ) στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Κοινότητας

P6_TC1-COD(2004)0123


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 71,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)  Η εγκατάσταση τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνιών στις εσωτερικές πλωτές οδούς βοηθά σημαντικά τη βελτίωση της ασφάλειας και της απόδοσης των εσωτερικών πλωτών μεταφορών.

(2)  Σε ορισμένα κράτη μέλη οι εθνικές εφαρμογές υπηρεσιών πληροφοριών έχουν ήδη εγκατασταθεί σε διάφορες πλωτές οδούς. Για να εξασφαλισθεί ένα εναρμονισμένο, διαλειτουργικό και ανοικτό σύστημα ραδιοναυσιπλοΐας και πληροφοριών στο δίκτυο εσωτερικών πλωτών οδών της Κοινότητας, πρέπει να εισαχθούν κοινές απαιτήσεις και τεχνικές προδιαγραφές.

(3)  Για λόγους ασφαλείας και χάριν εναρμόνισης σε ολόκληρη την Ευρώπη, το περιεχόμενο τέτοιου είδους κοινών απαιτήσεων και τεχνικών προδιαγραφών θα πρέπει να στηρίζεται στις εργασίες που έχουν διεξαχθεί στον τομέα αυτόν από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, όπως η Διεθνής Ένωση Ναυσιπλοΐας (PIANC), η Κεντρική Επιτροπή Ναυσιπλοΐας στο Ρήνο (CCNR) και η Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη (UNECE).

(4)  Οι Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (ΥΠΕΝ) θα πρέπει να είναι διαλειτουργικά συστήματα, που θα πρέπει να βασίζονται σε ανοικτά και δημόσια πρότυπα στα οποία θα έχουν πρόσβαση όλοι οι προμηθευτές και χρήστες συστημάτων κατά τρόπο που δεν θα συνεπάγεται διακρίσεις.

(5)  Στις εθνικές εσωτερικές πλωτές οδούς που δεν συνδέονται με το πλωτό δίκτυο άλλου κράτους μέλους, δεν χρειάζεται να είναι υποχρεωτικές αυτές οι απαιτήσεις και τεχνικές προδιαγραφές. Συνιστάται όμως να εφαρμόζονται οι ΥΠΕΝ, όπως ορίζει η οδηγία, στις συγκεκριμένες πλωτές οδούς, και να καταστούν διαλειτουργικά τα υπάρχοντα συστήματα με τις υπηρεσίες αυτές.

(6)  Η ανάπτυξη των ΥΠΕΝ πρέπει να βασίζεται σε στόχους για την εσωτερική ναυσιπλοΐα όπως η ασφάλεια, η απόδοση και η συμβατότητα με το περιβάλλον, οι οποίοι θα επιτευχθούν με τη διαχείριση των μεταφορών και της κυκλοφορίας, την προστασία του περιβάλλοντος και των υποδομών και την επιβολή ειδικών κανόνων.

(7)  Οι απαιτήσεις για τις ΥΠΕΝ πρέπει να αφορούν τουλάχιστον τις υπηρεσίες πληροφοριών που θα παρέχουν τα κράτη μέλη.

(8)  Η κατάρτιση τεχνικών προδιαγραφών θα περιλαμβάνει συστήματα όπως οι ηλεκτρονικοί ναυτικοί χάρτες, η ηλεκτρονική αναφορά πλοίων, συμπεριλαμβανομένου ενιαίου ευρωπαϊκού συστήματος αριθμών αναγνώρισης των πλοίων, οι ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους και ο εντοπισμός και η παρακολούθηση πλοίων. Οι εργασίες της Επιτροπής ΥΠΕΝ θα πρέπει να έχουν ως αποτέλεσμα την τεχνική συμβατότητα του αναγκαίου για την χρήση των ΥΠΕΝ εξοπλισμού.

(9)  Είναι ευθύνη των κρατών μελών, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση, να ενθαρρύνουν τους χρήστες να συμμορφούνται προς τις διαδικασίες και τις απαιτήσεις όσον αφορά τον εξοπλισμό, λαμβάνοντας υπόψη την μικρομεσαίων διαστάσεων διάρθρωση των εταιριών του τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας.

(10)  Η εισαγωγή των ΥΠΕΝ συνεπάγεται την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Η επεξεργασία αυτή θα πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες, όπως αυτοί καθορίζονται μεταξύ άλλων στην οδηγία 95/46/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(5) και στην οδηγία 2002/58/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών(6). Η εισαγωγή των ΥΠΕΝ δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη επεξεργασία οικονομικά ευαίσθητων δεδομένων των παραγόντων της αγοράς.

(11)  Για τους σκοπούς των ΥΠΕΝ για τις οποίες απαιτείται ακριβής εντοπισμός θέσης, θα πρέπει να συσταθεί η χρήση τεχνολογιών δορυφορικού εντοπισμού θέσης. Αυτές οι τεχνολογίες πρέπει, όπου αυτό είναι δυνατό, να είναι διαλειτουργικές με άλλα συναφή συστήματα και ενσωματωμένες σε αυτά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες σε αυτόν τον τομέα αποφάσεις.

(12)  Επειδή οι στόχοι της δράσης που πρόκειται να αναληφθεί, δηλαδή η δημιουργία εναρμονισμένων ΥΠΕΝ στην Κοινότητα, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και επομένως, λόγω της ευρωπαϊκής διάστασής τους, είναι δυνατόν να επιτευχθούν καλύτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας που ορίζει το άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων.

(13)  Tα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/EΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(7).

(14)  Το Συμβούλιο θα πρέπει, σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν, για ιδία χρήση και προς το συμφέρον της Κοινότητας, τους πίνακές τους, στους οποίους θα εμφαίνεται, κατά το δυνατόν, η αντιστοιχία μεταξύ της οδηγίας και των μέτρων μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο και να τους δημοσιοποιούν,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει πλαίσιο εγκατάστασης και χρήσης εναρμονισμένων Υπηρεσιών Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (ΥΠΕΝ) στην Κοινότητα που θα υποστηρίζουν τις εσωτερικές πλωτές μεταφορές με σκοπό να βελτιωθεί η ασφάλεια, η απόδοση και η περιβαλλοντική συμβατότητα και να διευκολυνθεί η σύνδεση με άλλους τρόπους μεταφοράς.

Η παρούσα οδηγία διαμορφώνει πλαίσιο για τη θέσπιση και περαιτέρω ανάπτυξη τεχνικών απαιτήσεων, προδιαγραφών και όρων για να εξασφαλισθούν εναρμονισμένες, διαλειτουργικές και ανοικτές ΥΠΕΝ στις εσωτερικές πλωτές οδούς της Κοινότητας. Η εν λόγω θέσπιση και περαιτέρω ανάπτυξη τεχνικών απαιτήσεων, προδιαγραφών και όρων θα πραγματοποιηθεί από την Επιτροπή με την υποστήριξη της επιτροπής ΥΠΕΝ που θα συσταθεί για τον σκοπό αυτό· στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα λάβει επαρκώς υπόψη τα μέτρα που θεσπίζουν συναφείς διεθνείς οργανισμοί όπως η PIANC, η CCNR και η UNECE. Πρέπει να εξασφαλισθεί η σύνδεση των υπηρεσιών αυτών με τις υπηρεσίες διαχείρισης της κυκλοφορίας άλλων τρόπων μεταφοράς, ιδίως με τη διαχείριση και τις υπηρεσίες πληροφοριών της θαλάσσιας κυκλοφορίας.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Η παρούσα οδηγία ισχύει για την εφαρμογή και τη λειτουργία των ΥΠΕΝ σε όλες τις εσωτερικές πλωτές οδούς των κρατών μελών της κλάσης IV και άνω που συνδέονται, μέσω πλωτής οδού της κλάσης ΙV και άνω, με πλωτή οδό της κλάσης ΙV και άνω άλλου κράτους μέλους, όπου περιλαμβάνονται οι λιμένες στις εν λόγω οδούς που αναφέρονται στην απόφαση αριθ. 1346/2001/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, που τροποποιεί την απόφαση αριθ. 1692/96/ΕΚ, όσον αφορά τους θαλάσσιους λιμένες, τους λιμένες εσωτερικής ναυσιπλοΐας και τους τερματικούς σταθμούς διατροπικών μεταφορών, καθώς και το σχέδιο αριθ. 8 του παραρτήματος III(8). Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύει η κατάταξη των ευρωπαϊκών εσωτερικών πλωτών οδών που περιέχει το ψήφισμα αριθ. 30 της UNΕCΕ της 12ης Νοεμβρίου 1992.

2.  Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας στις εσωτερικές πλωτές οδούς και στους λιμένες εσωτερικής ναυσιπλοΐας που δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 3

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)   Υπηρεσίες Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας (ΥΠΕΝ), οι εναρμονισμένες υπηρεσίες πληροφοριών με σκοπό να υποστηρίζεται η διαχείριση της κυκλοφορίας και των μεταφορών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα, καθώς και, όπου είναι από τεχνικής απόψεως εφικτό, η σύνδεση με άλλους τρόπους μεταφοράς. Οι ΥΠΕΝ δεν άπτονται των εσωτερικών εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ μιας ή περισσοτέρων εμπλεκόμενων εταιρειών, είναι όμως ανοικτές για διασύνδεσή τους με εμπορικές δραστηριότητες. Οι ΥΠΕΝ περιλαμβάνουν υπηρεσίες, όπως οι πληροφορίες πλωτών οδών, οι πληροφορίες κυκλοφορίας, η διαχείριση της κυκλοφορίας, η υποστήριξη αποκατάστασης καταστροφών, οι πληροφορίες διαχείρισης των μεταφορών, οι στατιστικές και οι τελωνειακές υπηρεσίες και οι φόροι πλωτών οδών και τα λιμενικά τέλη.

β)   Πληροφορίες Υδατορρευμάτων, οι γεωγραφικές, υδρολογικές και διοικητικές πληροφορίες που αφορούν την πλωτή οδό (υδατόρρευμα). Οι πληροφορίες υδατορρευμάτων είναι μονόδρομες: από την ξηρά προς το πλοίο ή προς το γραφείο.

γ)   Taκτικές Πληροφορίες Κυκλοφορίας, οι πληροφορίες που αφορούν την άμεση λήψη αποφάσεων πλοήγησης στην υπάρχουσα κατάσταση κυκλοφορίας και το στενό γεωγραφικό περίγυρο.

δ)   Στρατηγικές Πληροφορίες Κυκλοφορίας, οι πληροφορίες που αφορούν τη λήψη μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων αποφάσεων από τους χρήστες των ΥΠΕΝ.

ε)   Εφαρμογές ΥΠΕΝ, η παροχή υπηρεσιών πληροφοριών εσωτερικής ναυσιπλοΐας με ειδικά συστήματα.

στ)   Κέντρο ΥΠΕΝ, το σημείο διαχείρισης των υπηρεσιών από χειριστές.

ζ)   Χρήστες ΥΠΕΝ, όλες οι διάφορες ομάδες χρηστών όπως κυβερνήτες πλοίων, χειριστές ΥΠΕΝ, χειριστές κλεισιάδων/γεφυρών, αρχές πλωτών οδών, χειριστές λιμένων και τερματικών σταθμών, χειριστές των υπηρεσιών έκτακτης ανάγκης των κέντρων, αντιμετώπισης καταστροφών, διαχειριστές στόλου, αποστολείς φορτίων και ναυλομεσίτες.

η)   Διαλειτουργικότητα, οι υπηρεσίες, τα περιεχόμενα δεδομένων, οι μορφότυποι και οι συχνότητες ανταλλαγής δεδομένων έχουν εναρμονισθεί κατά τρόπο ώστε οι χρήστες των ΥΠΕΝ να έχουν πρόσβαση στις ίδιες υπηρεσίες και πληροφορίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Άρθρο 4

Συγκρότηση των Υπηρεσιών Πληροφοριών Εσωτερικής Ναυσιπλοΐας

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να θέσουν σε εφαρμογή τις ΥΠΕΝ στις εσωτερικές πλωτές οδούς σύμφωνα με το άρθρο 2.

2.  Τα κράτη μέλη αναπτύσσουν τις υπηρεσίες κατά τρόπο ώστε η εφαρμογή των ΥΠΕΝ να είναι αποτελεσματική, επεκτάσιμη και διαλειτουργική έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αλληλεπίδραση με άλλες εφαρμογές ΥΠΕΝ και, ει δυνατόν, με συστήματα άλλων τρόπων μεταφοράς. Πρέπει επίσης να εξασφαλίζονται διεπαφές με συστήματα διαχείρισης μεταφορών και εμπορικές δραστηριότητες.

3.  Για τη συγκρότηση των ΥΠΕΝ, τα κράτη μέλη:

   α) παρέχουν στους χρήστες ΥΠΕΝ όλα τα σχετικά δεδομένα που αφορούν την ναυσιπλοΐα και τον προγραμματισμό του ταξιδίου στις εσωτερικές πλωτές οδούς. Tα δεδομένα αυτά παρέχονται τουλάχιστον σε ένα προσβάσιμο ηλεκτρονικό μορφότυπο·
   β) εξασφαλίζουν ότι για όλες τις ευρωπαϊκές εσωτερικές πλωτές οδούς της κλάσης Vα και άνω σύμφωνα με την κατάταξη των ευρωπαϊκών εσωτερικών πλωτών οδών, πέραν των δεδομένων που αναφέρονται στο στοιχείο (α), διατίθενται στους χρήστες των ΥΠΕΝ ηλεκτρονικοί ναυτικοί χάρτες κατάλληλοι για τη ναυτιλία·
   γ) επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές, εφόσον απαιτείται η αναφορά πλοίων από εθνικούς ή διεθνείς κανονισμούς, να παραλαμβάνουν από τα πλοία ηλεκτρονικές αναφορές σχετικά με τα απαιτούμενα δεδομένα. Στις διασυνοριακές μεταφορές, οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται στις αρμόδιες αρχές του όμορου κράτους. Οιαδήποτε διαβίβαση αυτού του είδους θα ολοκληρώνεται πριν την άφιξη του πλοίου στα σύνορα·
   δ) εξασφαλίζουν ότι οι ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους, καθώς και τα δελτία για τη στάθμη των υδάτων (ή το μέγιστο επιτρεπόμενο βύθισμα) και τον παγετό στα εσωτερικά τους υδατορρεύματα, παρέχονται υπό μορφή τυποποιημένων και κωδικοποιημένων μηνυμάτων που μπορούν να τηλεφορτωθούν. Tο τυποποιημένο μήνυμα περιέχει τουλάχιστον τις πληροφορίες που χρειάζονται για ασφαλή πλοήγηση. Οι ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους παρέχονται τουλάχιστον σε έναν προσβάσιμο ηλεκτρονικό μορφότυπο.

Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο εκπληρώνονται σύμφωνα με τις προδιαγραφές που καθορίζονται στα παραρτήματα I και II.

4.  Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δημιουργούν κέντρα ΥΠΕΝ ανάλογα με τις περιφερειακές ανάγκες.

5.  Στις περιπτώσεις χρήσης Συστημάτων Αυτόματης Αναγνώρισης θα εφαρμόζεται η Περιφερειακή Ρύθμιση για τις ραδιοτηλεφωνικές υπηρεσίες στην εσωτερική ναυσιπλοΐα που συνήφθη στη Βασιλεία στις 6 Aπριλίου 2000 στο πλαίσιο του κανονισμού ραδιοεπικοινωνιών της Διεθνούς Ένωσης Τηλεπικοινωνιών (ITU).

6.  Τα κράτη μέλη, σε συνεργασία, εφόσον ενδείκνυται, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενθαρρύνουν τους κυβερνήτες των πλοίων, τους διαχειριστές ή τους ναυτιλιακούς πράκτορες πλοίων που πλέουν στα εσωτερικά τους ύδατα, τους αποστολείς ή τους ιδιοκτήτες εμπορευμάτων που μεταφέρονται με τα πλοία αυτά, να αξιοποιήσουν πλήρως τις υπηρεσίες που παρέχονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.

7.  Η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για την εξακρίβωση της διαλειτουργικότητας, της αξιοπιστίας και της ασφάλειας των ΥΠΕΝ.

Άρθρο 5

Tεχνικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές

1.  Η Επιτροπή, για να υποστηρίξει τις υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο 3, στοιχείο (α), και για να εξασφαλίσει τη διαλειτουργικότητά τους η οποία απαιτείται από το άρθρο 4, παράγραφος 2, καταρτίζει σύμφωνα με την παράγραφο 2 τεχνικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επιχειρησιακή χρήση των υπηρεσιών (κατευθύνσεις ΥΠΕΝ) και τεχνικές προδιαγραφές ιδίως στα εξής πεδία:

α)   Ηλεκτρονικό Σύστημα Απεικόνισης Χαρτών και Πληροφοριών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα (Inland ECDIS)

β)   Ηλεκτρονική υποβολή αναφορών των πλοίων

γ)   Ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους

δ)   Συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης

ε)   Συμβατότητα του αναγκαίου για τη χρήση των ΥΠΕΝ εξοπλισμού.

Οι εν λόγω κατευθύνσεις και προδιαγραφές βασίζονται στις τεχνικές αρχές που ορίζονται στο παράρτημα II και λαμβάνουν υπόψη τις εργασίες που έχουν διεξαχθεί στον τομέα αυτό από αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς.

2.  Οι τεχνικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 καταρτίζονται και, εφόσον είναι αναγκαίο, τροποποιούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 3. Η κατάρτιση πραγματοποιείται σύμφωνα με το εξής χρονοδιάγραμμα:

   α) οι κατευθύνσεις ΥΠΕΝ το αργότερο ...(9),
   β) οι τεχνικές προδιαγραφές για το Inland ECDIS, την ηλεκτρονική υποβολή αναφορών των πλοίων και τις ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους το αργότερο ...(10)*,
   γ) οι τεχνικές προδιαγραφές για τα συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης το αργότερο ...(11)**.

3.  Οι κατευθύνσεις και οι τεχνικές προδιαγραφές ΥΠΕΝ δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 6

Δορυφορικός εντοπισμός θέσης

Για τους σκοπούς των ΥΠΕΝ για τις οποίες απαιτείται ακριβής εντοπισμός θέσης, συνιστάται η χρήση τεχνολογιών δορυφορικού εντοπισμού θέσης.

Άρθρο 7

Έγκριση τύπου εξοπλισμού ΥΠΕΝ

1.  Εφόσον χρειάζεται για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας και εφόσον απαιτείται από τις σχετικές τεχνικές προδιαγραφές, ο εξοπλισμός και οι εφαρμογές λογισμικού των τερματικών και των δικτύων των ΥΠΕΝ λαμβάνουν έγκριση τύπου με βάση τις εν λόγω τεχνικές προδιαγραφές προτού τεθούν σε εφαρμογή στις εσωτερικές πλωτές οδούς.

2.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τους εθνικούς φορείς που είναι αρμόδιοι για την έγκριση τύπου· η Επιτροπή κοινοποιεί αυτές τις πληροφορίες στα λοιπά κράτη μέλη.

3.  Όλα τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τις εγκρίσεις τύπου που εκδίδουν οι εγκεκριμένοι φορείς των λοιπών κρατών μελών.

Άρθρο 8

Αρμόδιες αρχές

Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για τις εφαρμογές ΥΠΕΝ και για τη διεθνή ανταλλαγή δεδομένων. Οι εν λόγω αρχές κοινοποιούνται στην Επιτροπή.

Άρθρο 9

Κανόνες για την προστασία της ιδιωτική ζωής, την ασφάλεια και την περαιτέρω χρήση πληροφοριών

1.  Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία των ΥΠΕΝ πραγματοποιείται σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες προστασίας των ατομικών ελευθεριών και θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EΚ και την οδηγία 2002/58/EΚ.

2.  Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν και διατηρούν μέτρα ασφαλείας για την προστασία των μηνυμάτων ΥΠΕΝ και των αρχείων τους από κάθε ζημιογόνο ενέργεια ή κατάχρηση, καθώς και από αντικανονική πρόσβαση, παραποίηση ή απώλεια.

3.  Εφαρμόζεται η οδηγία 2003/98/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Νοεμβρίου 2003, για την περαιτέρω χρήση πληροφοριών του δημόσιου τομέα(12).

Άρθρο 10

Διαδικασία τροποποίησης

Τα παραρτήματα I και II μπορούν να τροποποιούνται με βάση την πείρα που αποκτάται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και να προσαρμόζονται στην τεχνική πρόοδο σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 11, παράγραφος 3.

Άρθρο 11

Επιτροπή ΥΠΕΝ

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας 91/672/EΟΚ(13).

2.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 8 αυτής.

3.  3 Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/EΚ σχετικά με τις διατάξεις του άρθρου 8 αυτής.

4.  Η προθεσμία του άρθρου 5, παράγραφος 6, της απόφασης 1999/468/EΚ ορίζεται τρίμηνη.

5.  Η Επιτροπή θα συμβουλεύεται τακτικά εκπροσώπους του τομέα.

Άρθρο 12

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη που έχουν εσωτερικές πλωτές οδούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία το αργότερο έως ...(14). Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων που θεσπίζουν σχετικά.

Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι διατάξεις που θεσπίζουν σχετικά να περιέχουν ή να συνοδεύονται κατά την επίσημη δημοσίευσή τους από παραπομπή στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της παραπομπής αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4 το αργότερο εντός 30 μηνών από την έναρξη ισχύος των σχετικών τεχνικών κατευθύνσεων και προδιαγραφών που αναφέρονται στο άρθρο 5. Οι τεχνικές κατευθύνσεις και προδιαγραφές τίθενται σε ισχύ την επομένη της δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3.  Εφόσον ζητηθεί από κράτος μέλος, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 2, την προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 για την εφαρμογή μιας ή περισσοτέρων απαιτήσεων του άρθρου 4, στις εσωτερικές πλωτές οδούς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, οι οποίες όμως έχουν χαμηλή κυκλοφορία ή όσον αφορά εσωτερικές πλωτές οδούς για τις οποίες το κόστος της εφαρμογής των μέτρων αυτών θα ήταν δυσανάλογο προς τα πλεονεκτήματα. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με απλή απόφαση της Επιτροπής· η παράταση είναι ανανεώσιμη. Η αιτιολόγηση του αιτήματος που έχει υποβάλει το συγκεκριμένο κράτος μέλος πρέπει να αφορά την κυκλοφορία και τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη δεδομένη πλωτή οδό. Έως ότου ληφθεί η απόφαση της Επιτροπής, το κράτος μέλος που έχει ζητήσει παράταση μπορεί να συνεχίσει τις δραστηριότητές του σαν να είχε ήδη χορηγηθεί η παράταση.

4.  Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή το κείμενο των κύριων διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στο πεδίο που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

5.  Εφόσον χρειάζεται, τα κράτη μέλη αλληλοβοηθούνται στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

6.  Η Επιτροπή παρακολουθεί την εγκαθίδρυση των ΥΠΕΝ στην Κοινότητα και υποβάλλει σχετική έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο το αργότερο ...(15).

Άρθρο 13

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 14

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη που έχουν εσωτερικές πλωτές οδούς οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

Ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά τα δεδομένα

Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο α), παρέχονται ιδίως τα εξής δεδομένα:

   Ο υδάτινος άξονας και το μήκος του σε χιλιόμετρα,
   Οι περιορισμοί για τα πλοία και τους συνδυασμούς πλοίων από άποψη μήκους, πλάτους, ικανότητας ρυμούλκησης και βυθίσματος,
   Οι ώρες λειτουργίας των περιοριστικών δομών, και ιδίως των κλεισιάδων και των γεφυρών,
   Η χωροθέτηση λιμένων και των σημείων μεταφόρτωσης,
   1. Τα δεδομένα αναφοράς για τους μετρητές στάθμης των υδάτων στην εσωτερική ναυσιπλοΐα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Αρχές για τις κατευθύνσεις και τις τεχνικές προδιαγραφές των ΥΠΕΝ

Κατευθύνσεις για τις ΥΠΕΝ

Στις κατευθύνσεις για τις ΥΠΕΝ που αναφέρονται στο άρθρο 5 τηρούνται οι εξής αρχές:

   α) αναφορά των τεχνικών απαιτήσεων για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επιχειρησιακή χρήση υπηρεσιών και συναφών συστημάτων,
   β) η αρχιτεκτονική και η οργάνωση των ΥΠΕΝ, και
   2. οι συστάσεις προς τα πλοία για τη συμμετοχή τους στις ΥΠΕΝ, για μεμονωμένες υπηρεσίες και για τη βαθμιαία ανάπτυξη των ΥΠΕΝ.

Inland ECDIS

Στις τεχνικές προδιαγραφές που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 για το σύστημα ηλεκτρονικής απεικόνισης χαρτών και πληροφοριών (Inland ECDIS) τηρούνται οι εξής αρχές:

   α) συμβατότητα με το θαλάσσιο ECDIS για να διευκολυνθεί η κυκλοφορία των πλοίων εσωτερικής ναυσιπλοΐας σε περιοχές μικτής κυκλοφορίας των εκβολών ποταμών, καθώς και για να διευκολυνθεί η θαλάσσια και η εσωτερική κυκλοφορία,
   β) ο καθορισμός των ελάχιστων απαιτήσεων για τον εξοπλισμό του Inland ECDIS, καθώς και του ελάχιστου περιεχομένου των ηλεκτρονικών ναυτικών χαρτών για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας και ιδίως
   Το ανώτατο επίπεδο αξιοπιστίας και διάθεσης του εξοπλισμού του Inland ECDIS που χρησιμοποιείται,
   Η ανθεκτικότητα του εξοπλισμού του Inland ECDIS για να αντέχει στις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν σε ένα πλοίο χωρίς να υποβαθμίζεται η ποιότητα και η αξιοπιστία του εξοπλισμού,
   Η ένδειξη των γεωγραφικών χαρακτηριστικών κάθε είδους στους ηλεκτρονικούς ναυτικούς χάρτες (π.χ. όρια της πλωτής οδού, παρόχθιες κατασκευές, σημαντήρες) που είναι απαραίτητα για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας,
   Η παρακολούθηση του ηλεκτρονικού χάρτη με την υπέρθεση εικόνας ραντάρ όταν ο χάρτης χρησιμοποιείται για τη διακυβέρνηση του πλοίου,
   Η ενσωμάτωση πληροφοριών σχετικά με το βάθος της πλωτής οδού στον ηλεκτρονικό ναυτικό χάρτη και απεικόνιση της προκαθορισμένης ή πραγματικής στάθμης των υδάτων,
   Η ενσωμάτωση πρόσθετων πληροφοριών (π.χ. άλλων φορέων πέραν των αρμοδίων αρχών) στον ηλεκτρονικό ναυτικό χάρτη και στην απεικόνιση του Inland ECDIS χωρίς να επηρεάζονται οι πληροφορίες που χρειάζονται για την ασφάλεια ναυσιπλοΐας,
   γ) η δυνατότητα διάθεσης των ηλεκτρονικών ναυτικών χαρτών σε όλους τους χρήστες των ΥΠΕΝ,
   3. η δυνατότητα διάθεσης των δεδομένων για τους ηλεκτρονικούς ναυτικούς χάρτες σε όλους τους κατασκευαστές εφαρμογών, έναντι, εφόσον ενδείκνυται, λογικού και ανάλογου προς το κόστος τέλους.

Ηλεκτρονική υποβολή αναφορών των πλοίων

Στις τεχνικές προδιαγραφές για την ηλεκτρονική υποβολή αναφορών των πλοίων εσωτερικής ναυσιπλοΐας που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 τηρούνται οι εξής αρχές:

   α) διευκόλυνση της ηλεκτρονικής ανταλλαγής δεδομένων μεταξύ αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, μεταξύ όσων μετέχουν στις εσωτερικές πλωτές και θαλάσσιες μεταφορές και στις πολυτροπικές μεταφορές, εφόσον ενέχεται η εσωτερική ναυσιπλοΐα,
   β) χρήση τυποποιημένων μηνυμάτων κοινοποίησης μεταφοράς από το πλοίο προς την αρμόδια αρχή, από την αρμόδια αρχή προς το πλοίο και από αρμόδια αρχή προς αρμόδια αρχή έτσι ώστε να επιτυγχάνεται συμβατότητα με τη θαλάσσια ναυσιπλοΐα,
   γ) χρήση διεθνώς αποδεκτών πινάκων κωδικών και κατατάξεων, συμπληρωμένων ενδεχομένως για τις πρόσθετες ανάγκες της εσωτερικής ναυσιπλοΐας,
   4. χρήση του αποκλειστικού ευρωπαϊκού αριθμού αναγνώρισης του σκάφους.

Ανακοινώσεις προς τους πλοιάρχους

Στις τεχνικές προδιαγραφές για τις ανακοινώσεις προς τους κυβερνήτες που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5, ιδίως όσον αφορά τις πληροφορίες πλωτής οδού, τις πληροφορίες κυκλοφορίας και διαχείρισης, καθώς και όσον αφορά τον προγραμματισμό των ταξιδιών, τηρούνται οι εξής αρχές:

   α) τυποποιημένη δομή δεδομένων στην οποία χρησιμοποιούνται προκαθορισμένες ενότητες κειμένου, κωδικοποιημένων σε μεγάλο βαθμό για να επιτρέπεται η αυτόματη μετάφραση του πιο ουσιαστικού περιεχομένου σε άλλες γλώσσες και για να διευκολύνεται η ενσωμάτωση των ανακοινώσεων προς τους κυβερνήτες στα συστήματα προγραμματισμού των ταξιδιών,
   5. συμβατότητα τυποποιημένης δομής δεδομένων με τη δομή δεδομένων του Inland ECDIS για να διευκολύνεται η ενσωμάτωση των ανακοινώσεων προς τους κυβερνήτες στο Inland ECDIS.

Συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης

Στις τεχνικές προδιαγραφές για τα Συστήματα εντοπισμού και παρακολούθησης που καταρτίζονται σύμφωνα με το άρθρο 5 τηρούνται οι εξής αρχές:

   α) καθορισμός των απαιτήσεων για τα συστήματα και τα τυποποιημένα μηνύματα, καθώς και των διαδικασιών, έτσι ώστε να παρέχονται με αυτοματοποιημένο τρόπο,
   β) διαφοροποίηση μεταξύ συστημάτων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις τακτικών πληροφοριών κυκλοφορίας και συστημάτων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις στρατηγικών πληροφοριών κυκλοφορίας, σε ό,τι αφορά την ακρίβεια εντοπισμού θέσης και τον απαιτούμενο ρυθμό επικαιροποίησης,
   γ) περιγραφή των σχετικών τεχνικών συστημάτων εντοπισμού και παρακολούθησης των πλοίων όπως το Inland AIS,
   δ) συμβατότητα των μορφοτύπων δεδομένων με το θαλάσσιο σύστημα AIS.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) ΕΕ C
(3) ΕΕ C
(4) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2005.
(5) ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1882/2003 (ΕΕ L 284 της 31.10.2003, σ. 1).
(6) ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37.
(7) ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.
(8) ΕΕ L 185 της 6.7.2001, σ.1.
(9)* Εννέα μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(10)** Δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(11)*** Δεκαπέντε μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(12) ΕΕ L 345 της 31.12.2003, σ. 90.
(13) Οδηγία 91/672/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1991 για την αμοιβαία αναγνώριση των εθνικών αποδεικτικών ναυτικής ικανότητας για τα σκάφη μεταφοράς εμπορευμάτων και προσώπων με εσωτερική ναυσιπλοΐα (ΕΕ L 373 της 31.12.1991, σ. 29). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ.1882/2003.
(14)* 24 μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(15)* Τρία έτη από την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.


Αναγνώριση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας ***I
PDF 412kWORD 69k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την αναγνώριση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/25/ΕΚ (COM(2004)0311 – C6-0033/2004 – 2004/0098(COD))
P6_TA(2005)0043A6-0057/2004

(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0311)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 80, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0033/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6-0057/2004),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 23 Φεβρουαρίου 2005 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2005/…/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την αναγνώριση πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας τα οποία εκδίδονται από τα κράτη μέλη και για την τροποποίηση της οδηγίας 2001/25/ΕΚ

P6_TC1-COD(2004)0098


ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 80, παράγραφος 2,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών(3),

Ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 της Συνθήκης(4),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Στα συμπεράσματά του της 5ης Ιουνίου 2003 σχετικά με τη βελτίωση του γοήτρου της κοινοτικής ναυτιλίας και την προσέλκυση νέων ανθρώπων στο ναυτικό επάγγελμα, το Συμβούλιο τόνισε την ανάγκη ενίσχυσης της επαγγελματικής κινητικότητας των ναυτικών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ιδιαίτερη έμφαση στις διαδικασίες αναγνώρισης των πιστοποιητικών ναυτικής ικανότητας με ταυτόχρονη διασφάλιση σχολαστικής συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις της σύμβασης του διεθνούς ναυτιλιακού οργανισμού σχετικά με πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών, 1978, όπως έχει τροποποιηθεί (σύμβαση STCW).

(2)  Οι θαλάσσιες μεταφορές αποτελούν έντονα και ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα με ιδιαιτέρως διεθνή χαρακτήρα. Συνεπώς, ενόψει της αύξουσας έλλειψης ναυτικών της Κοινότητας, η ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης προσωπικού είναι δυνατό να διατηρηθεί αποτελεσματικότερα σε κοινοτικό επίπεδο παρά σε εθνικό. Έχει συνεπώς ουσιαστική σημασία να επεκταθεί η κοινή πολιτική μεταφορών στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών έτσι ώστε να διευκολύνεται η διακίνηση ναυτικών εντός της Κοινότητας.

(3)  Σχετικά με τα προσόντα των ναυτικών, η Κοινότητα έχει καθορίσει ελάχιστες απαιτήσεις ως προς την ναυτική εκπαίδευση, την κατάρτιση και πιστοποίηση με την οδηγία 2001/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών(5). Η οδηγία αυτή εντάσσει στην κοινοτική νομοθεσία τα διεθνή πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών όπως καθορίζονται από τη σύμβαση STCW.

(4)  Η οδηγία 2001/25/ΕΚ προβλέπει ότι οι ναυτικοί πρέπει να κατέχουν πιστοποιητικό ικανότητας που έχει εκδοθεί και θεωρηθεί από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας και το οποίο παρέχει στο νόμιμο κάτοχό του το δικαίωμα να υπηρετεί σε πλοίο με χωρητικότητα, καθήκοντα και επίπεδο ευθύνης όπως καθορίζονται από την οδηγία αυτή.

(5)  Κατά τις διατάξεις του άρθρου 18, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2001/25/ΕΚ, η αμοιβαία αναγνώριση, μεταξύ των κρατών μελών, πιστοποιητικών ικανότητας των οποίων κάτοχοι είναι ναυτικοί υπήκοοι ή όχι κρατών μελών υπόκειται στις διατάξεις των οδηγιών 89/48/ΕΟΚ(6) και 92/51/ΕΟΚ(7) που συγκροτούν, αντίστοιχα, το πρώτο και το δεύτερο γενικό σύστημα για την αναγνώριση επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Οι εν λόγω οδηγίες δεν προβλέπουν την αυτόματη αναγνώριση τυπικών προσόντων των ναυτικών, επειδή οι ναυτικοί πιθανώς να υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα.

(6)  Κάθε κράτος μέλος πρέπει να αναγνωρίζει οποιοδήποτε πιστοποιητικό ικανότητας και άλλο αποδεικτικό τυπικών προσόντων που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/25/ΕΚ. Συνεπώς, κάθε κράτος μέλος πρέπει να επιτρέπει σε ναυτικούς οι οποίοι έχουν αποκτήσει σε άλλο κράτος μέλος το πιστοποιητικό ικανότητας το οποίο πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω οδηγίας να ασκούν ή να συνεχίζουν την άσκηση του ναυτικού επαγγέλματος για το οποίο έχουν αναγνωρισθεί τα προσόντα τους, χωρίς απαιτήσεις επιπλέον εκείνων που προβλέπονται για τους υπηκόους τους.

(7)  Δεδομένου ότι η παρούσα οδηγία έχει σκοπό τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης των πιστοποιητικών, δεν ρυθμίζει τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση.

(8)  Η σύμβαση STCW καθορίζει γλωσσικές απαιτήσεις για τους ναυτικούς. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να εισαχθούν στο κοινοτικό δίκαιο ώστε να διασφαλισθεί η αποτελεσματική επικοινωνία στα πλοία και να διευκολυνθεί η ελεύθερη διακίνηση των ναυτικών εντός της Κοινότητας.

(9)  Σήμερα η διάδοση δολίως αποκτηθέντων πιστοποιητικών ικανότητας ναυτικών εγκυμονεί σοβαρό κίνδυνο για την ασφάλεια στη θάλασσα και την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι κάτοχοι δολίως αποκτηθέντων πιστοποιητικών ικανότητας δεν πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις πιστοποίησης της σύμβασης STCW. Οι ναυτικοί αυτοί εύκολα δύνανται να καταστούν υπαίτιοι ναυτικών ατυχημάτων.

(10)  Συνεπώς τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν και να επιβάλουν ειδικά μέτρα για την πρόληψη και την επιβολή κυρώσεων όσον αφορά δόλιες πρακτικές σχετικές με πιστοποιητικά ικανότητας και να εξακολουθήσουν τις προσπάθειές τους στα πλαίσια του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) για την επίτευξη αυστηρών και εφαρμόσιμων συμφωνιών σχετικά με την καταπολέμηση σε παγκόσμια κλίμακα, των πρακτικών αυτών. Η επιτροπή για την ασφάλεια των θαλασσίων μεταφορών και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) αποτελεί κατάλληλο φόρουμ για την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειρίας και βέλτιστων πρακτικών στον τομέα αυτόν.

(11)  Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002(8) συγκροτεί ευρωπαϊκό οργανισμό για την ασφάλεια στη θάλασσα (εφεξής: "ο οργανισμός"), για την εξασφάλιση υψηλού, ομοιόμορφου και αποτελεσματικού επιπέδου ναυτικής ασφαλείας και πρόληψης της ρύπανσης από πλοία. Ένα από τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στον οργανισμό είναι να επικουρεί την Επιτροπή στην εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με βάση την κοινοτική νομοθεσία που ισχύει σχετικά με την εκπαίδευση, την πιστοποίηση και την τήρηση φυλακών για πληρώματα πλοίων.

(12)  Συνεπώς ο οργανισμός πρέπει να επικουρεί την Επιτροπή όσον αφορά την παρακολούθηση της συνεχούς συμμόρφωσης των κρατών μελών προς τις απαιτήσεις που θεσπίζονται με την παρούσα οδηγία και με την οδηγία 2001/25/ΕΚ.

(13)  Η αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ κρατών μελών των πιστοποιητικών ικανότητας κατεχομένων από ναυτικούς υπηκόους ή μη κρατών μελών δεν θα πρέπει πλέον να υπόκειται στις διατάξεις των οδηγιών 89/48/ΕΟΚ και 92/51/ΕΟΚ, αλλά θα πρέπει να διέπεται από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(14)  Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της διοργανικής συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας(9), το Συμβούλιο οφείλει να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν για τους δικούς τους σκοπούς και προς όφελος της Κοινότητας τους δικούς τους πίνακες που θα εκθέτουν, στο μέτρο του δυνατού, τη σχέση μεταξύ της παρούσας οδηγίας και των μέτρων εφαρμογής που έχουν λάβει, καθώς και να δημοσιοποιούν τους πίνακες αυτούς.

(15)  Ως εκ τούτου, η οδηγία 2001/25/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στους ναυτικούς, οι οποίοι είναι:

   α) υπήκοοι κράτους μέλους·
   β) αλλοδαποί που κατέχουν πιστοποιητικό το οποίο έχει εκδοθεί από κράτος μέλος.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας νοούνται ως:

   α) "ναυτικός": άτομο το οποίο διαθέτει κατάρτιση καθώς και πιστοποιητικό ικανότητας από ένα κράτος μέλος τουλάχιστον σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2001/25/ΕΚ·
   β) "πιστοποιητικό ικανότητας", έγκυρο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 2001/25/ΕΚ·
   γ) "κατάλληλο πιστοποιητικό ικανότητας", αποδεικτικό όπως ορίζεται στο άρθρο 1, σημείο 27, της οδηγίας 2001/25/ΕΚ·
   δ) "θεώρηση", έγκυρο έγγραφο που έχει εκδοθεί από την αρμόδια αρχή κράτους μέλους κατά τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφοι 2 και 6, της οδηγίας 2001/25/ΕΚ·
   ε) "αναγνώριση", η αποδοχή από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής πιστοποιητικού ικανότητας ή κατάλληλου πιστοποιητικού ικανότητας που έχει εκδοθεί από άλλο κράτος μέλος·

στ)   "κράτος μέλος υποδοχής", κάθε κράτος μέλος στο οποίο ένας ναυτικός ζητεί την αναγνώριση του κατάλληλου πιστοποιητικού ικανότητάς του/της ή άλλου πιστοποιητικού/άλλων πιστοποιητικών·

   ζ) "σύμβαση STCW", η διεθνής σύμβαση του 1978 για πρότυπα εκπαίδευσης, έκδοσης πιστοποιητικών και τήρησης φυλακών των ναυτικών, στην ενημερωμένη διατύπωσή της·
   η) "κώδικας STCW", ο κώδικας του 1995 για την εκπαίδευση, την έκδοση πιστοποιητικών και την τήρηση φυλακών των ναυτικών, όπως εγκρίθηκε με το ψήφισμα αριθ. 2 της διάσκεψης μερών STCW, στην ενημερωμένη διατύπωσή του·
   θ) "οργανισμός", ο Eυρωπαϊκός οργανισμός για την ασφάλεια στη θάλασσα, που συγκροτείται με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1406/2002.

Άρθρο 3

Αναγνώριση πιστοποιητικών

1.  Κάθε κράτος μέλος αναγνωρίζει τα κατάλληλα πιστοποιητικά ικανότητας ή άλλα αποδεικτικά ναυτικής ικανότητας χορηγούμενα από άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία 2001/25/ΕΚ.

2.  Η αναγνώριση κατάλληλων πιστοποιητικών ικανότητας περιορίζεται στις δεξιότητες, τα καθήκοντα και επίπεδα καταλληλότητας που καθορίζονται σε αυτά και συνοδεύονται από θεώρηση που επιβεβαιώνει την αναγνώριση αυτή.

3.  Τα κράτη μέλη εγγυώνται το δικαίωμα προσφυγής κατά οποιασδήποτε άρνησης θεώρησης εγκύρου πιστοποιητικού ικανότητας ή της μη παροχής απάντησης, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και τις εθνικές διαδικασίες.

4.  Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να επιβάλλουν πρόσθετους περιορισμούς στις δεξιότητες, στα καθήκοντα και στα επίπεδα ικανότητας που αφορούν παράκτια ταξίδια, σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγίας 2001/25/ΕΚ, ή άλλα πιστοποιητικά σύμφωνα με τον κανονισμό VII/1 του παραρτήματος I της οδηγίας 2001/25/ΕΚ.

5.  Το κράτος μέλος υποδοχής διασφαλίζει ότι οι ναυτικοί που υποβάλλουν αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικών αναγνώρισης για άσκηση διοικητικών καθηκόντων έχουν επαρκή γνώση του ναυτικού δικαίου του εν λόγω κράτους μέλους, αντίστοιχη των καθηκόντων που τους επιτρέπεται να ασκούν.

Άρθρο 4

Τροποποιήσεις της οδηγίας 2001/25/ΕΚ

Η οδηγία 2001/25/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

1.  Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από:

"

Άρθρο 4

Πιστοποιητικό ικανότητας

Το πιστοποιητικό ικανότητας είναι κάθε έγκυρο έγγραφο, ανεξαρτήτως της ονομασίας με την οποία είναι γνωστό, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή ενός κράτους μέλους ή με την άδειά της, σύμφωνα με το άρθρο 5 και τις απαιτήσεις που θεσπίζει το παράρτημα I

"

2.  Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 7α:

"

Άρθρο 7α

Πρόληψη της απάτης και άλλων παράνομων πρακτικών

1.  Τα κράτη μέλη λαμβάνουν και επιβάλλουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη απάτης και άλλων παράνομων πρακτικών σχετικών με τη διαδικασία έκδοσης πιστοποιητικών ή αποδεικτικών ικανότητας εκδιδόμενων και θεωρούμενων από τις αρμόδιες αρχές τους και προβλέπουν κυρώσεις οι οποίες είναι αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές.

2.  Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές για τον εντοπισμό και την καταπολέμηση δολίων πρακτικών και για την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές άλλων χωρών όσον αφορά την πιστοποίηση ναυτικών.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμελλητί τα λοιπά κράτη μέλη και την Επιτροπή σχετικά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν επίσης αμελλητί σχετικά οποιεσδήποτε τρίτες χώρες με τις οποίες έχουν συνάψει συμφωνία, σύμφωνα με τη ρύθμιση I/10, παράγραφος 1.2 της σύμβασης STCW.

3.  Κατόπιν αιτήσεως του κράτους μέλους υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους παρέχουν έγγραφη επιβεβαίωση ή άρνηση της γνησιότητας των πιστοποιητικών ικανότητας των ναυτικών, των αντίστοιχων θεωρήσεων ή οποιουδήποτε αποδεικτικού κατάρτισης που εκδίδει το άλλο κράτος μέλος

"

3.  Το άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, απαλείφεται από [...](10).

4.  Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο 21α:

"

Άρθρο 21α

Συστηματική παρακολούθηση συμμόρφωσης

Με την επιφύλαξη των εξουσιών της Επιτροπής δυνάμει του άρθρου 226 της Συνθήκης, η Επιτροπή, επικουρούμενη από τον οργανισμό, επαληθεύει σε τακτική βάση και τουλάχιστον κάθε πέντε έτη, ότι τα κράτη μέλη πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις που θεσπίζονται από την παρούσα οδηγία.

"

5.  Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο 21β:

"

Άρθρο 21β

Έκθεση συμμόρφωσης

Το αργότερο ...(11) η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση αξιολόγησης που εκπονείται βάσει των πληροφοριών που ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 21α. Στην έκθεση αυτή η Επιτροπή προβαίνει σε ανάλυση της συμμόρφωσης των κρατών μελών με την εν λόγω οδηγία και, όπου αυτό είναι απαραίτητο, υποβάλλει προτάσεις για τη λήψη πρόσθετων μέτρων.

"

6.  Στο παράρτημα Ι, κεφάλαιο Ι, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος 1α:

1α. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι ναυτικοί να αποκτούν την απαιτούμενη γλωσσική επάρκεια όπως καθορίζεται στα μέρη A-II/1, A-III/1, A-IV/2 και A-II/4 του κώδικα STCW ώστε να είναι ικανοί να εκτελούν τα συγκεκριμένα τους καθήκοντα σε σκάφος που φέρει τη σημαία του κράτους μέλους υποδοχής.

Άρθρο 5

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.  Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία, το αργότερο μέχρι τις […](12)*. Κοινοποιούν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων.

Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις ανωτέρω διατάξεις, αυτές περιέχουν αναφορά στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την αναφορά αυτή κατά την επίσημη έκδοσή τους. Ο τρόπος της αναφοράς αποφασίζεται από τα κράτη μέλη.

2.  Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων εθνικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα μετά τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 7

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Έγινε στις

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) ΕΕ C
(3) ΕΕ C
(4) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2005.
(5) ΕΕ L 136 της 18.5.2001, σ. 17. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την οδηγία 2003/103/ΕΚ (ΕΕ L 326 της 13.12.2003, σ. 28).
(6) Οδηγία 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με ένα γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών (ΕΕ L 19 της 24.1.1989, σ. 16). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2001/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 206 της 31.7.2001, σ. 1).
(7) Οδηγία 92/51/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, σχετικά με ένα δεύτερο γενικό σύστημα αναγνώρισης των διπλωμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης ως συμπλήρωμα της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ (ΕΕ L 209 της 24.7.1992, σ. 25). Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία με την απόφαση 2004/108/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 32 της 5.2.2004, σ. 15).
(8) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1406/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, σχετικά με τη σύσταση ευρωπαϊκού οργανισμού για την ασφάλεια στη θάλασσα (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 1). Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 724/2004 (ΕΕ L 129 της 29.4.2004, σ. 1).
(9) ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σ. 1.
(10)* 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(11)* 5 έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.
(12)** 24 μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας.


Κοινοτική Υπηρεσία Ελέγχου της Αλιείας *
PDF 412kWORD 71k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά την ίδρυση Κοινοτικής Υπηρεσίας Ελέγχου της Αλιείας και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93 για τη θέσπιση συστήματος ελέγχου που εφαρμόζεται στην Κοινή Αλιευτική Πολιτική (COM(2004)0289 – C6-0021/2004 – 2004/0108(CNS))
P6_TA(2005)0044A6-0022/2005

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2004)0289)(1),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 37 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6-0021/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αλιείας και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A6-0022/2005),

1.   εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.   καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 250, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ·

3.   καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.   ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

5.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή   Τροπολογίες του Κοινοβουλίου
Τροπολογία 1
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 2
(2)  Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη πρέπει να συντονίζουν τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησής τους στα κοινοτικά και διεθνή ύδατα, οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητες των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τις υποχρεώσεις της Κοινότητας στο πλαίσιο περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και βάσει συμφωνιών με τρίτες χώρες.
(2)  Για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, τα κράτη μέλη πρέπει να συντονίζουν στα κοινοτικά ύδατα, στα διεθνή ύδατα και στα ύδατα τρίτων χωρών με τις οποίες η Κοινότητα έχει διαπραγματευθεί αλιευτική συμφωνία που περιλαμβάνει συμφωνία αναγκαστικής εκτέλεσης, τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησής τους οι οποίες αφορούν τις δραστηριότητες των κοινοτικών αλιευτικών σκαφών, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, τις υποχρεώσεις της Κοινότητας στα πλαίσια περιφερειακών οργανώσεων αλιείας και βάσει συμφωνιών με τρίτες χώρες.
Τροπολογία 2
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 3
(3)  Η εν λόγω συνεργασία, μέσω του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, θα πρέπει να συμβάλει στη βιώσιμη εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων καθώς και στη διασφάλιση, ισότιμης μεταχείρισης για τον τομέα της αλιείας που ασχολείται με τις δραστηριότητες αυτές, μειώνοντας, κατά τον τρόπο αυτό, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού.
(3)  Η εν λόγω συνεργασία, μέσω του επιχειρησιακού συντονισμού των δραστηριοτήτων ελέγχου και επιθεώρησης, θα πρέπει να συμβάλει στη βιώσιμη εκμετάλλευση των έμβιων υδρόβιων πόρων, καθώς και στη διασφάλιση ισότιμης μεταχείρισης για τον τομέα της αλιείας που ασχολείται με τις δραστηριότητες αυτές, ελαχιστοποιώντας, κατά τον τρόπο αυτό, τη στρέβλωση του ανταγωνισμού, ιδίως την απορρέουσα από την παράνομη, μη δεδηλωμένη και μη ρυθμισμένη αλιεία. Η συνεργασία αυτή θα πρέπει επίσης να αποσκοπεί στη δημιουργία συνθηκών βάσει των οποίων τα κράτη μέλη θα μπορούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά από άποψη κόστους.
Τροπολογία 3
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 16
(16)  Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διασφάλιση της ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.
(16)  Η Επιτροπή, τα κράτη μέλη και ο τομέας της αλιείας θα πρέπει να αντιπροσωπεύονται στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο ανατίθεται η διασφάλιση της ορθής και αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας.
Τροπολογία 4
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΕΨΗ 18
(18)  Οι ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία στο Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών και της Επιτροπής στον τομέα της αποτελεσματικής λειτουργίας της Υπηρεσίας. Είναι σκόπιμο να υπάρξει πρόβλεψη για τη συμμετοχή στο Διοικητικό Συμβούλιο ενός περιορισμένου αριθμού αντιπροσώπων του τομέα της αλιείας χωρίς δικαίωμα ψήφου.
(18)  Οι ρυθμίσεις που αφορούν την ψηφοφορία στο Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα των κρατών μελών, της Επιτροπής και του τομέα της αλιείας όσον αφορά την αποτελεσματική λειτουργία της Υπηρεσίας.
Τροπολογία 5
ΑΡΘΡΟ 1, ΕΔΑΦΙΟ 1Α (νέο)
Η Υπηρεσία προσφέρει στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή την τεχνική και επιστημονική συνδρομή που απαιτείται, προκειμένου να βοηθηθούν στην ορθή εφαρμογή των κανόνων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των πτυχών που αφορούν την ασφάλεια και την υγιεινή στην εργασία.
Τροπολογία 6
ΑΡΘΡΟ 2, ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Ο επιχειρησιακός συντονισμός από την Υπηρεσία θα καλύπτει τις δραστηριότητες επιθεώρησης και ελέγχου της αλιείας μέχρι το πρώτο σημείο πώλησης των προϊόντων αλιείας, οι οποίες διεξάγονται:
Ο επιχειρησιακός συντονισμός από την Υπηρεσία θα καλύπτει τις δραστηριότητες επιθεώρησης και ελέγχου της αλιείας μέχρι το πρώτο σημείο πώλησης όλων των προϊόντων αλιείας, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής, της μεταφοράς και της πώλησης των προϊόντων αλιείας, οι οποίες διεξάγονται:
Τροπολογία 7
ΑΡΘΡΟ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (γ)
(γ) εκτός κοινοτικών υδάτων από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη.
(γ) εκτός κοινοτικών υδάτων από κοινοτικά αλιευτικά σκάφη, συμπεριλαμβανομένων των υδάτων τρίτων χωρών με τις οποίες η Κοινότητα έχει διαπραγματευθεί αλιευτική συμφωνία που περιλαμβάνει συμφωνία αναγκαστικής εκτέλεσης,
Τροπολογία 8
ΑΡΘΡΟ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (γα) (νέο)
(γα) από σκάφη υπό σημαία τρίτων χωρών που ασκούν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες κατά τρόπο παράνομο, μη δεδηλωμένο και μη ρυθμισμένο,
Τροπολογία 9
ΑΡΘΡΟ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (γβ) (νέο)
(γβ) στην επικράτεια τρίτων χωρών όταν υπάρχουν διμερή πρωτόκολλα συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών επιθεώρησης ή στο πλαίσιο των περιφερειακών οργανώσεων αλιείας.
Τροπολογία 10
ΑΡΘΡΟ 4, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (βα) (νέο)
(βα) ο συντονισμός των επιχειρήσεων για την καταπολέμηση της παράνομης, μη δεδηλωμένης και μη ρυθμισμένης αλιείας, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες·
Τροπολογία 11
ΑΡΘΡΟ 4, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (δα) (νέο)
(δα) η παροχή βοήθειας στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή προκειμένου να εναρμονίσουν την εφαρμογή της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση·
Τροπολογία 12
ΑΡΘΡΟ 4, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (δβ) (νέο)
(δβ) ο συντονισμός των εθνικών αρχών όσον αφορά τη συλλογή των απαραίτητων για τη λειτουργία της Υπηρεσίας δεδομένων·
Τροπολογία 13
ΑΡΘΡΟ 4, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (δγ) (νέο)
(δγ) η συνεργασία με τα κράτη μέλη και την Επιτροπή για τη διερεύνηση και ανάπτυξη τεχνικών λύσεων για τον έλεγχο και την επιθεώρηση·
Τροπολογία 14
ΑΡΘΡΟ 4, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (δδ) (νέο)
(δδ) η πληροφόρηση σχετικά με το εφαρμοστέο και τη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας των κανόνων της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, σε σχέση με τον έλεγχο και την επιθεώρησή της.
Τροπολογία 15
ΑΡΘΡΟ 7
Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες σε κράτη μέλη, κατόπιν αιτήσεώς τους, στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους που αφορούν την αλιεία σε κοινοτικά ή/και διεθνή ύδατα, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης, διαχείρισης και επάνδρωσης μέσων ελέγχου και επιθεώρησης και της παροχής παρατηρητών για κοινές επιχειρήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Η Υπηρεσία δύναται να παρέχει συμβατικές υπηρεσίες σε κράτη μέλη και στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήσεώς τους, στον τομέα του ελέγχου και της επιθεώρησης στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των κρατών μελών που αφορούν την αλιεία σε κοινοτικά ή/και διεθνή ύδατα, συμπεριλαμβανομένης της ναύλωσης, διαχείρισης και επάνδρωσης μέσων ελέγχου και επιθεώρησης και της παροχής παρατηρητών για κοινές επιχειρήσεις από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.
Τροπολογία 16
ΑΡΘΡΟ 8, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (α)
(α) επεξεργάζεται και αναπτύσσει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των εκπαιδευτών των επιθεωρητών αλιείας των κρατών μελών και μπορεί να παρέχει πρόσθετα μαθήματα επιμόρφωσης και σεμινάρια στους εν λόγω παρατηρητές.
(α) ιδρύει κέντρο κατάρτισης και επεξεργάζεται και αναπτύσσει ένα βασικό πρόγραμμα για την κατάρτιση των εκπαιδευτών των επιθεωρητών αλιείας των κρατών μελών και μπορεί να παρέχει σεμινάρια στους εν λόγω παρατηρητές.
Τροπολογία 18
ΑΡΘΡΟ 14
Η Υπηρεσία πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων καθώς και ανάλυση, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο να καθοριστεί, εάν υπάρχει κίνδυνος μη τήρησης από τις αλιευτικές δραστηριότητες των ισχυόντων μέτρων διατήρησης και ελέγχου. Οι εν λόγω αξιολογήσεις κοινοποιούνται αμελλητί στην Επιτροπή.
Η Υπηρεσία πραγματοποιεί ετήσια αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας κάθε κοινού σχεδίου ανάπτυξης μέσων καθώς και ανάλυση, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, με στόχο να καθοριστεί, εάν υπάρχει κίνδυνος μη τήρησης από τις αλιευτικές δραστηριότητες των ισχυόντων μέτρων διατήρησης και ελέγχου. Οι εν λόγω αξιολογήσεις κοινοποιούνται αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Επιτροπή, τα κράτη μέλη και στη Συμβουλευτική Επιτροπή Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (CCPA).
Τροπολογία 19
ΑΡΘΡΟ 17, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1
1.  Η Επιτροπή, η Υπηρεσία και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης εντός των κοινοτικών και διεθνών υδάτων.
1.  Η Επιτροπή, η Υπηρεσία και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και όσων τρίτων χωρών με τις οποίες η Κοινότητα έχει διαπραγματευθεί αλιευτική συμφωνία που περιλαμβάνει συμφωνία αναγκαστικής εκτέλεσης ανταλλάσσουν σχετικές πληροφορίες που διαθέτουν όσον αφορά τις δραστηριότητες ελέγχου και επιθεώρησης εντός των κοινοτικών και διεθνών υδάτων.
Τροπολογία 20
ΑΡΘΡΟ 19, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4
4.  Έδρα της Υπηρεσίας είναι [..........], στην Ισπανία.
4.  Έδρα της Υπηρεσίας είναι το Vigo, στην Ισπανία.
Τροπολογία 21
ΑΡΘΡΟ 19, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4α (νέα)
4α. Το κράτος μέλος που φιλοξενεί την Υπηρεσία δύναται να συμβάλει στη σύσταση της Υπηρεσίας, συγκεκριμένα με την παροχή κτηρίων, χώρων ανέγερσης κτηρίων και υποδομής.
Τροπολογία 22
ΑΡΘΡΟ 24, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (γ), ΠΡΩΤΟ ΕΔΑΦΙΟ
(γ) εγκρίνει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και των κρατών μελών, το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη.
(γ) εγκρίνει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου κάθε έτους, λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής και των κρατών μελών, το πρόγραμμα εργασίας της Υπηρεσίας για το προσεχές έτος και το διαβιβάζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στα κράτη μέλη και στη CCPA.
Τροπολογία 23
ΑΡΘΡΟ 25, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1, ΠΡΩΤΟ ΕΔΑΦΙΟ
1.  Το Διοικητικό Συμβούλιο συνίσταται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, του οποίου τα σκάφη ασχολούνται με αλιευτικές δραστηριότητες που αφορούν θαλάσσιους έμβιους πόρους καθώς και τέσσερις εκπροσώπους της Επιτροπής, καθώς και τέσσερις εκπροσώπους του τομέα της αλιείας χωρίς δικαίωμα ψήφου που υποδεικνύονται από την Επιτροπή.
1.  Το Διοικητικό Συμβούλιο συνίσταται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κράτους μέλους, του οποίου τα σκάφη ασχολούνται με αλιευτικές δραστηριότητες που αφορούν θαλάσσιους έμβιους πόρους καθώς και τέσσερις εκπροσώπους της Επιτροπής, καθώς και τέσσερις εκπροσώπους του τομέα της αλιείας που υποδεικνύονται από τη CCPA.
Τροπολογία 24
ΑΡΘΡΟ 25, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2
2.  Κάθε κράτος μέλος και η Επιτροπή διορίζουν τα μέλη τους στο Διοικητικό Συμβούλιο καθώς επίσης και έναν αναπληρωτή ο οποίος αντιπροσωπεύει το μέλος σε περίπτωση απουσίας του.
2.  Κάθε κράτος μέλος, η Επιτροπή και η CCPA διορίζουν τα μέλη τους στο Διοικητικό Συμβούλιο, καθώς επίσης και έναν αναπληρωτή ο οποίος αντιπροσωπεύει το μέλος σε περίπτωση απουσίας του.
Τροπολογία 25
ΑΡΘΡΟ 27, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3
3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική συνεδρίαση άπαξ του έτους. Επιπροσθέτως, συνεδριάζει κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής ή του ενός τρίτου των κρατών μελών που αντιπροσωπεύονται στο Διοικητικό Συμβούλιο.
3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο πραγματοποιεί τακτική συνεδρίαση άπαξ του έτους. Επιπροσθέτως, συνεδριάζει κατόπιν πρωτοβουλίας του προέδρου ή κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής, του ενός τρίτου των κρατών μελών που αντιπροσωπεύονται στο Διοικητικό Συμβούλιο ή της πλειοψηφίας των εκπροσώπων του τομέα.
Τροπολογία 26
ΑΡΘΡΟ 27, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 4
4.  Σε περίπτωση ύπαρξης θέματος τήρησης του απορρήτου ή σύγκρουσης συμφερόντων, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την εξέταση ειδικών θεμάτων της ημερήσιας διάταξής του χωρίς την παρουσία των μελών που έχουν υποδειχθεί από την Επιτροπή ως αντιπρόσωποι του τομέα της αλιείας. Λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή της διάταξης αυτής μπορούν να καθοριστούν στους κανόνες διαδικασίας.
Διαγράφεται
Τροπολογία 27
ΑΡΘΡΟ 28, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2, ΠΡΩΤΟ ΕΔΑΦΙΟ
2.  Κάθε μέλος, το οποίο διορίζεται από ένα κράτος μέλος, διαθέτει μία μόνο ψήφο. Τα μέλη που διορίζονται από την Επιτροπή διαθέτουν από κοινού δέκα ψήφους. Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Υπηρεσίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου.
2.  Κάθε μέλος του Συμβουλίου διαθέτει μία μόνο ψήφο, με εξαίρεση τα μέλη που εκπροσωπούν την Επιτροπή, τα οποία διαθέτουν από κοινού δέκα ψήφους. Ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Υπηρεσίας δεν έχει δικαίωμα ψήφου.
Τροπολογία 28
ΑΡΘΡΟ 29, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1
1.  Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία υποδεικνύονται από την Επιτροπή ως αντιπρόσωποι του τομέα της αλιείας, υποβάλλουν δήλωση δέσμευσης καθώς και δήλωση συμφερόντων στην οποία αναφέρουν είτε την απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται εγγράφως κάθε έτος.
1.  Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποβάλλουν δήλωση δέσμευσης καθώς και δήλωση συμφερόντων στην οποία αναφέρουν είτε την απουσία οποιωνδήποτε συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία τους ή την ύπαρξη οποιωνδήποτε άμεσων ή έμμεσων συμφερόντων τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους. Οι δηλώσεις αυτές υποβάλλονται εγγράφως κάθε έτος.
Τροπολογία 29
ΑΡΘΡΟ 29, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2
2.  Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία υποδεικνύονται από την Επιτροπή ως αντιπρόσωποι του τομέα της αλιείας, δηλώνουν σε κάθε συνεδρίαση οποιαδήποτε συμφέροντα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.
2.  Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, δηλώνουν σε κάθε συνεδρίαση οποιαδήποτε συμφέροντα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης και δεν έχουν δικαίωμα ψήφου σε κανένα από τα εν λόγω θέματα.
Τροπολογία 30
ΑΡΘΡΟ 30, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3, ΣΤΟΙΧΕΙΟ (ζα) (νέο)
(ζα) υποβάλλει ετήσια έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τις δραστηριότητες και τη λειτουργία της Υπηρεσίας.
Τροπολογία 31
ΑΡΘΡΟ 31, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1
1.  Ο Εκτελεστικός Διευθυντής διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και την τεκμηριωμένη σχετική πείρα του στον τομέα της αλιευτικής πολιτικής, από έναν κατάλογο τριών υποψηφίων που προτείνονται από την Επιτροπή μετά από διαδικασία επιλογής και μετά από τη δημοσίευση της θέσεως μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.
1.  Ο Εκτελεστικός Διευθυντής διορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο με βάση τα προσόντα του και την τεκμηριωμένη σχετική πείρα του στον τομέα της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής και του ελέγχου και των επιθεωρήσεων της αλιείας, από έναν κατάλογο τριών υποψηφίων που προτείνονται από την Επιτροπή μετά από διαδικασία επιλογής και μετά από τη δημοσίευση της θέσεως μέσω πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε άλλα μέσα ενημέρωσης.
Τροπολογία 32
ΑΡΘΡΟ 31, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3
3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο απαλλάσσει τον Εκτελεστικό Διευθυντή από τα καθήκοντά του κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.
3.  Το Διοικητικό Συμβούλιο απαλλάσσει τον Εκτελεστικό Διευθυντή από τα καθήκοντά του κατόπιν προτάσεως ενός των μελών του. Η απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του.
Τροπολογία 33
ΑΡΘΡΟ 39, ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1
1.  Εντός [πέντε] ετών από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε πέντε έτη μετέπειτα, το Διοικητικό Συμβούλιο αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης της εφαρμογής το παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρέχει στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εν λόγω αξιολόγηση.
1.  Εντός [τριών] ετών από την ημερομηνία έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας και κάθε πέντε έτη μετέπειτα, το Διοικητικό Συμβούλιο αναθέτει τη διεξαγωγή ανεξάρτητης εξωτερικής αξιολόγησης της εφαρμογής το παρόντος κανονισμού. Η Επιτροπή παρέχει στην Υπηρεσία οποιεσδήποτε πληροφορίες τις οποίες κρίνει κατάλληλες για την εν λόγω αξιολόγηση.
Τροπολογία 34
ΑΡΘΡΟ 41
Άρθρο 34γ, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο (κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2847/93)
1.  Η Επιτροπή ορίζει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 της 20ής Δεκεμβρίου 2002 για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, τους τύπους αλιείας οι οποίοι αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης, καθώς και τους όρους που διέπουν τα εν λόγω προγράμματα.
1.  Η Επιτροπή, επικουρούμενη από την Επιτροπή Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας που θεσπίσθηκε από το άρθρο 30, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2371/2002 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2002, για τη διατήρηση και βιώσιμη εκμετάλλευση των αλιευτικών πόρων στο πλαίσιο της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, ενεργώντας σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή*, και σε συνεννόηση με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη, ορίζει τους τύπους αλιείας οι οποίοι αφορούν δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίοι υπόκεινται σε ειδικά προγράμματα ελέγχου και επιθεώρησης, καθώς και τους όρους που διέπουν τα εν λόγω προγράμματα.
Η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 3, της απόφασης 1999/468/ΕΚ είναι 20 εργασίμων ημερών.
* ΕΕ L 184 της 17.7.1999, σ. 23.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Περιβάλλον και υγεία (2004-2010)
PDF 337kWORD 81k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης 2004-2010 για το περιβάλλον και την υγεία (2004/2132(INI))
P6_TA(2005)0045A6-0008/2005

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

‐   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με το ευρωπαϊκό σχέδιο δράσης 2004-2010 για το περιβάλλον και την υγεία (COM(2004)0416),

‐   έχοντας υπόψη το από 31 Μαρτίου 2004 ψήφισμά του σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική σε θέματα περιβάλλοντος και υγείας(1),

‐   έχοντας υπόψη το σχέδιο δράσης της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας που εγκρίθηκε κατά την τέταρτη πανευρωπαϊκή υπουργική διάσκεψη για το περιβάλλον και την υγεία στη Βουδαπέστη, από τις 23 έως τις 25 Ιουνίου 2004,

‐   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

‐   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων (A6-0008/2005),

A.   εκτιμώντας ότι οι κίνδυνοι οι οποίοι επιβαρύνουν τους διάφορους παράγοντες περιβαλλοντικής ρύπανσης όσον αφορά την υγεία κατέχουν την πρώτη θέση των ανησυχιών των ευρωπαίων πολιτών και ότι, επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να καθυστερήσει την εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης πολιτικής για την περιβαλλοντική υγειονομική ασφάλεια,

Β.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμβολή του περιβάλλοντος και της φύσης στον τομέα της δημόσιας υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να είναι αξιόλογη,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Δράσης για το Περιβάλλον και την Υγεία που πρότεινε η Επιτροπή σχεδιάστηκε για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για το Περιβάλλον και την Υγεία, επίσης γνωστής ως SCALE ("Science - Children - Awareness - Legal - Evaluation", πρωτοβουλία με βάση την επιστήμη, με επίκεντρο τα παιδιά, που αποσκοπεί στην αύξηση της συνειδητοποίησης για τη σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και υγείας, με χρήση νομικών μέσων και με συνεχή αξιολόγηση) (COM(2003)0338),

Δ.   εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση κινδύνων για ευπαθείς ομάδες πληθυσμού σε σχέση με τη ρύπανση του περιβάλλοντος, και ιδίως όσον αφορά την ευπάθεια των παιδιών, έχει αντιμετωπιστεί ανεπαρκώς στο σχέδιο δράσης, αντίθετα με ό,τι είχε αποφασιστεί με την πρωτοβουλία SCALE,

Ε.   εκτιμώντας, ωστόσο, ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν μία παιδική ασθένεια στις τρεις η οποία εκδηλώνεται μεταξύ της γέννησης και της ηλικίας των 19 ετών μπορεί να αποδοθεί σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, και ότι πάνω από το 40% αυτής της επιβάρυνσης αφορά τα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 5 ετών,

ΣΤ.   εκτιμώντας ότι τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευπαθή στις πρώιμες ή διαρκείς εκθέσεις σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, ικανούς να προκαλέσουν χρόνιες παθήσεις οι οποίες, ορισμένες φορές, δεν εκδηλώνονται πριν από την πάροδο δεκαετιών,

Ζ.   εκτιμώντας ότι άλλες κοινωνικές ομάδες, συμπεριλαμβανομένων οικογενειών με πολύ χαμηλό εισόδημα, μονογονεϊκών οικογενειών και μειονοτικών κοινοτήτων, εκτίθενται επίσης σε δυσανάλογα επίπεδα κινδύνων για την υγεία λόγω της κοινωνικής ή οικονομικής τους θέσης, και ότι πρέπει επίσης να ληφθεί ειδική μέριμνα για τις ομάδες αυτές,

Η.   εκτιμώντας ότι τα παιδιά δεν είναι εκτεθειμένα στα διάφορα είδη περιβαλλοντικής ρύπανσης των χώρων διαβίωσής τους με τον ίδιο τρόπο σε ολόκληρη την Ευρώπη και ότι κάθε δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτόν θα πρέπει συνεπώς να προσδιορίσει επίσης ως στόχο την καταπολέμηση των ανισοτήτων στον τομέα της παιδικής υγείας,

Θ.   εκτιμώντας ότι, κατά τη διάρκεια των 20 τελευταίων ετών, παρουσίασαν αξιοσημείωτη και ανησυχητική έξαρση οι εξής ασθένειες:

   οξείες αναπνευστικές λοιμώξεις, κύρια αιτία παιδικής θνησιμότητας στα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 5 ετών, οι οποίες σχετίζονται αποδεδειγμένα με τη ρύπανση του εξωτερικού και εσωτερικού αέρα,
   νευροαναπτυξιακές διαταραχές, ορισμένες φορές μη αναστρέψιμες, οι οποίες προκαλούνται λόγω πρώιμης έκθεσης σε επικίνδυνες ουσίες, όπως ο μόλυβδος, ο μεθυλικός υδράργυρος, το πολυχλωροδιφαινύλιο (PCB), ορισμένα διαλυτικά και ζιζανιοκτόνα,

Ι.   εκτιμώντας ότι το Συμβούλιο, κατά τη συνεδρίασή του στις 1 και 2 Ιουνίου 2004, ενέκρινε συμπεράσματα σχετικά με το παιδικό άσθμα και κάλεσε την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν σοβαρά υπόψη τη σημαντική πρόκληση που αποτελεί για τη δημόσια υγεία το παιδικό άσθμα,

ΙΑ.   εκτιμώντας ότι το παρόν σχέδιο δράσης έχει θέσει ως προτεραιότητα, για τον "πρώτο κύκλο" 2004-2010, την ενίσχυση του συντονισμού και της διακλαδικότητας των δράσεων, οι οποίες διεξάγονται μεταξύ των διαφόρων εμπλεκόμενων στους τομείς της έρευνας, της υγείας και του περιβάλλοντος, και τούτο με πρωταρχικό στόχο τη βελτιωμένη απόκτηση γνώσεων σχετικά με την επίπτωση των περιβαλλοντικών ρύπων στην υγεία,

ΙΒ.   εκτιμώντας ότι η προσέγγιση αυτή είναι εξαιρετικά ανεπαρκής, εφόσον αγνοεί πολλές έγκυρες δημοσιευμένες επιστημονικές μελέτες, οι οποίες αποδεικνύουν τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην έκθεση στους περιβαλλοντικούς παράγοντες και στις τέσσερις σοβαρές ασθένειες οι οποίες παρουσιάζονται στην εν λόγω ανακοίνωση: το άσθμα και τις παιδικές αλλεργίες, τις διαταραχές της ανάπτυξης του νευρικού συστήματος, τους καρκίνους και τους παράγοντες διαταραχής του ενδοκρινικού συστήματος,

ΙΓ.   εκτιμώντας ότι στο σχέδιο δράσης δεν χρησιμοποιούνται καθόλου νομικά μέσα, αντίθετα από ό,τι προβλεπόταν στο πλαίσιο της SCALE (όσον αφορά το γράμμα "L"),

ΙΔ.   εκτιμώντας ότι δύο από τους τρεις κύριους στόχους της SCALE –η μείωση των επιβαρύνσεων από ασθένειες που οφείλονται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες και ο εντοπισμός και η πρόληψη νέων απειλών για την υγεία που προκαλούνται από περιβαλλοντικούς παράγοντες– δεν περιλαμβάνονται στο σχέδιο δράσης,

ΙΕ.   εκτιμώντας ότι από το σχέδιο δράσης απουσιάζει ένας από τους τρεις κύριους άξονες – περιορισμός της έκθεσης– του πρώτου κύκλου της SCALE,

P.  ΙΣΤ. εκτιμώντας ωστόσο ότι, τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 31ης Μαρτίου 2004, όσο και οι 52 ευρωπαίοι υπουργοί Υγείας και Περιβάλλοντος με το σχέδιο δράσης τους της 25ης Ιουνίου 2004, επιβεβαίωσαν την ανάγκη προσφυγής στην αρχή της προφύλαξης, τη στιγμή κατά την οποία οι δαπάνες και οι δυνητικοί κίνδυνοι για την υγεία και το περιβάλλον μας, οι οποίοι θα οφείλονταν στην έλλειψη δράσης, είναι πολύ σημαντικοί,

ΙΖ.   εκτιμώντας το ενθαρρυντικό μήνυμα το οποίο δόθηκε πρόσφατα από το Συμβούλιο "ανταγωνισμού" το οποίο, κατ" εφαρμογή της αρχής της προφύλαξης, αποφάσισε να απαγορεύσει έξι χημικά προϊόντα της οικογένειας των φθαλικών ενώσεων, που εμπλέκονται στην κατασκευή πλαστικών παιδικών παιχνιδιών,

ΙΗ.   εκτιμώντας ότι, προφανώς, η πολιτική αυτή βούληση λείπει από το σχέδιο δράσης, το οποίο πουθενά δεν προτείνει την προσφυγή στην αρχή της προφύλαξης, ακόμη και όταν η επίπτωση ενός ρυπογόνου παράγοντα στην υγεία είναι μάλλον εύκολο να προσδιοριστεί, ενώ αυτό ισχύει πρωτίστως για τις λοιμώδεις παθήσεις και ορισμένους τύπους καρκίνου,

ΙΘ.   εκτιμώντας ότι στο σχέδιο δράσης πρέπει να εφαρμόζεται η συνεχής αξιολόγηση προκειμένου "να εξακριβωθεί η αποτελεσματικότητα και η οικονομική αποδοτικότητα των δράσεων σε σχέση με τη μείωση των προβλημάτων υγείας που συνδέονται με το περιβάλλον", σύμφωνα με ό,τι προβλεπόταν στη SCALE (όσον αφορά το γράμμα "Ε"),

Κ.   εκτιμώντας ότι οι διατάξεις της Σύμβασης Aarhus και η οδηγία 2003/4/ΕΚ(2) σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες παρέχουν ιδανικό πλαίσιο για το σύστημα παρακολούθησης του περιβάλλοντος και της υγείας στην ΕΕ, και ότι, επομένως, εκείνο που χρειάζεται τώρα είναι πρακτική δράση,

ΚΑ.   εκτιμώντας ότι όλα τα μέτρα που αποσκοπούν στην κατάρτιση και την κινητοποίηση των επαγγελματιών του ιατρικού τομέα σχετικά με τη σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και υγείας είναι ευπρόσδεκτα, καθόσον αποτελούν απαραίτητο σταθμό στην ευαισθητοποίηση του πολίτη πάνω στη νέα αυτή προβληματική,

ΚΒ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δεν συμπεριέλαβε στο κείμενο του ευρωπαϊκού σχεδίου δράσης 2004-2010 για το περιβάλλον και υγεία συγκεκριμένες προτάσεις για τα δημοσιονομικά μέσα που απαιτούνται για τη θέση σε εφαρμογή των εν λόγω δράσεων,

1.   καταδικάζει τη μεγάλη οπισθοδρόμηση από πλευράς προσέγγισης και πνοής μεταξύ της στρατηγικής της Επιτροπής για το περιβάλλον και την υγεία και του εγγράφου που θα έπρεπε να αποτελεί τη θέση της σε εφαρμογή, του σχεδίου δράσης· εκτιμά ότι το σχέδιο δράσης μπορεί, με τις καλύτερες προϋποθέσεις, να θεωρηθεί ως ερευνητικό σχέδιο δράσης, το οποίο αυτό καθεαυτό είναι αδύνατο να συμβάλλει στη μείωση της επιβάρυνσης της υγείας από ασθένειες που προκαλούνται από περιβαλλοντικούς παράγοντες·

2.   εκφράζει λύπη για το γεγονός ότι από τις δεκατρείς δράσεις που ορίζονται στην στρατηγική της Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Υγεία για την περίοδο 2004-2010, μόνον τέσσερις αφορούν συγκεκριμένα μέτρα και καμία δεν θέτει αριθμητικούς στόχους·

3.   διαπιστώνει ότι δεν είναι εγκατεστημένο σύστημα βιοπαρακολούθησης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, επικεντρωμένο στον έλεγχο των βιολογικών δεικτών, ώστε να μετράται η έκθεση στους ρύπους οι οποίοι είναι παρόντες στο περιβάλλον και το οποίο θα συνδέεται με την παρακολούθηση αποτελεσμάτων από ειδικούς επιστήμονες στον τομέα της περιβαλλοντικής ιατρικής·

4.   θεωρεί ότι η βιοπαρακολούθηση θα πρέπει να συμβάλλει στην πολιτική αξιολόγησης των κινδύνων και να αφορά πρωτίστως τις λοιμώδεις ασθένειες, όπως η νόσος των λεγεωνάριων και οι καρκίνοι που προκαλούνται από ορισμένους ρύπους και για τις οποίες η σχέση αιτίας-αιτιατού είναι ευκολότερο να προσδιοριστεί: σχέση μεταξύ αμιάντου και καρκίνου του υπεζωκότα, σχέση μεταξύ αρσενικού και καρκίνου των νεφρών, σχέση μεταξύ ορισμένων φυτοφαρμάκων και λευχαιμίας, καρκίνων των λεμφικών γαγγλίων και του προστάτη·

5.   υπενθυμίζει ότι η έλλειψη επιστημονικής βεβαιότητας και η ανάγκη διεξαγωγής συμπληρωματικών ερευνών για τις πολυπαραγοντικές ασθένειες δεν θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρόσχημα για την καθυστέρηση της εφαρμογής αναγκαίων και επειγουσών δράσεων με στόχο τη μείωση της έκθεσης των παιδιών και των ενηλίκων στους περιβαλλοντικούς ρύπους·

6.   εκτιμά ότι, με την επιφύλαξη της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας και μετά τη γνωμοδότηση της οικείας επιστημονικής επιτροπής για τους κινδύνους στην Υγεία και στο Περιβάλλον, πρέπει να εξετασθεί κατεπειγόντως το ενδεχόμενο περιορισμού της εμπορίας και/ή της χρήσης στην ευρωπαϊκή αγορά των κατωτέρω επικίνδυνων ουσιών, στις οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό εκτεθειμένα τα νεογνά, τα παιδιά, οι έγκυοι, οι ηλικιωμένοι, οι εργαζόμενοι και άλλες ομάδες πληθυσμού υψηλού κινδύνου, μόλις διατεθούν ασφαλέστερες εναλλακτικές λύσεις:

   έξι προϊόντων της οικογένειας των φθαλικών ενώσεων (DEHP, DINP, DBP, DIDP, DNOP, BBP) σε οικιακά προϊόντα για χρήσεις σε εσωτερικούς χώρους και σε ιατρικές συσκευές, εκτός περιπτώσεων κατά τις οποίες ο περιορισμός θα είχε δυσμενή επίπτωση σε ιατρική αγωγή,
   των χλωριωμένων διαλυτικών τα οποία χρησιμοποιούνται στην παραγωγή χρωμάτων, επενδύσεων, πολυμερών,
   του μολύβδου που χρησιμοποιείται στα οδοντιατρικά αμαλγάματα και στις μη ηλεκτρικές ή μη ηλεκτρονικές συσκευές μέτρησης και ελέγχου,
   του καδμίου στις διάφορες εφαρμογές του,
   τριών προϊόντων της οικογένειας των οργανοφωσφορούχων ζιζανιοκτόνων (χλωροπυριφώς, diazinon και μαλαθείον) και του οργανοχλωριούχου ζιζανιοκτόνου endosulfan, σε όλες τις χρήσεις·

7.   ζητεί από την Επιτροπή να προωθήσει κατά προτεραιότητα τις έρευνες σχετικά με την παραγωγή και χρήση κατηγοριών προϊόντων καθημερινής κατανάλωσης που περιέχουν χημικές ουσίες οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αλλεργίες και καρκίνους στους ανθρώπους·

8.   εμμένει στη σύνταξη, υπό την αιγίδα της Επιτροπής, επιδημιολογικής μελέτης για τα παιδιά, στο πρότυπο της έρευνας "National children study", η οποία διεξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να παρακολουθείται, από την περίοδο της κύησης έως την ενηλικίωση, η σχέση μεταξύ των παθολογιών που συνδέονται με το περιβάλλον και η έκθεση στους κυριότερους ρύπους·

9.   τονίζει ότι θα πρέπει να αποφεύγεται στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης κάθε αύξηση των πειραμάτων με ζώα και ότι θα πρέπει να λαμβάνεται πλήρως υπόψη η ανάπτυξη και χρήση εναλλακτικών μεθόδων δοκιμών·

10.   καλεί την Επιτροπή να εξασφαλίσει ότι όλες οι πραγματοποιούμενες εκτιμήσεις κινδύνων θα εξετάζουν ειδικότερα τους κινδύνους για τα έμβρυα, τα νήπια και τα παιδιά σε περιπτώσεις πιθανής έκθεσης αυτών των ιδιαίτερα ευάλωτων ομάδων·

11.   τονίζει ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επιτελεί χρήσιμο έργο στο πεδίο του περιβάλλοντος και της υγείας και υπογραμμίζει τη σημασία της παγκόσμιας συνεργασίας προκειμένου να διερευνηθεί καλύτερα η σχέση μεταξύ περιβάλλοντος και υγείας και να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα·

12.   τονίζει τη σημασία της κατάρτισης και της ενημέρωσης του κοινού σχετικά με το περιβάλλον και τα θέματα υγείας, και ιδίως τα πλεονεκτήματα του πλούσιου και ποικίλου φυσικού και κατασκευασμένου περιβάλλοντος για τη σωματική και διανοητική υγεία και ευεξία των ανθρώπων· υπογραμμίζει ότι το υγιές περιβάλλον και ο υγιεινός τρόπος ζωής δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των επιλογών του τρόπου ζωής του ατόμου, γεγονός που ισχύει ιδιαίτερα για τις μειονεκτούσες ομάδες πληθυσμού, όπως είναι οι πολίτες χαμηλού εισοδήματος· τα τοπικά προγράμματα ενημέρωσης χρειάζεται να υποστηριχθούν, επωφελούμενα από τις γνώσεις που έχουν αποκομίσει οι επαγγελματίες στα κέντρα ιατρικής περίθαλψης και στα νοσοκομεία και οι εργαζόμενοι κοινωνικών υπηρεσιών όσον αφορά τα τοπικά προβλήματα, ώστε να αποφεύγεται η προσέγγιση εκ των άνω κατά την ευαισθητοποίηση στα θέματα αυτά·

13.   τονίζει ότι πρέπει να συλλεχθούν στοιχεία κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αναλυθεί ο βαθμός έκθεσης και προσβολής των διαφορετικών κοινωνικών κατηγοριών απέναντι σε διάφορους ρύπους· εκτιμά ότι η καλύτερη γνώση του τρόπου έκθεσης και προσβολής των γυναικών και των ανδρών απέναντι σε διάφορους π.χ. περιβαλλοντικούς ρύπους, εξαρτάται πλήρως από στατιστικές οργανωμένες ανά φύλο·

14.   αποδοκιμάζει το γεγονός ότι δεν μνημονεύεται καθόλου ο αντίκτυπος της ρύπανσης στη διανοητική υγεία και το νευρικό σύστημα·

15.   ζητεί στο παρόν σχέδιο δράσης τον προσδιορισμό ως προτεραιότητα των αποδεκτών συνθηκών περιβάλλοντος για τους χώρους στους οποίους η παραμονή των παιδιών είναι συχνή και μακράς διαρκείας, όπως, για παράδειγμα, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί, οι παιχνιδότοποι και τα σχολεία·

16.   υποστηρίζει όλες τις προτεινόμενες δράσεις οι οποίες στοχεύουν στη διευκόλυνση της πρόσβασης στην ενημέρωση του κοινού και επαναλαμβάνει το αίτημά του για δημιουργία εθνικών μητρώων που θα καταγράφουν κατά μεγάλες γεωγραφικές ζώνες τις εκπομπές των κυριότερων ρύπων, αφενός, και τις κυριότερες ασθένειες, αφετέρου· εκτιμά ότι η Επιτροπή θα μπορούσε προς τούτο να χρησιμοποιήσει το νέο ευρωπαϊκό εργαλείο γεωγραφικών δεδομένων, το INSPIRE·

17.   τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη μεγαλύτερων προσπαθειών για την καταπολέμηση ασθενειών συνδεόμενων με τον τρόπο ζωής, όπως το κάπνισμα, τα οινοπνευματώδη, η φτωχή διατροφή και η έλλειψη σωματικής άσκησης·

18.   ζητεί να ερευνηθούν οι παρενέργειες των νέων οικοδομικών υλών στην υγεία·

19.   θεωρεί ότι, προκειμένου να επηρεάσει σημαντικά τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, είναι ουσιώδες η Επιτροπή να εφαρμόσει, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, τη χρήση ετικετών με αναγραφή των υγειονομικών και περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών των προϊόντων και των υλικών του τομέα δομικών έργων·

20.   εκφράζει ικανοποίηση για τη βούληση της Επιτροπής να συνεχίσει να ενεργεί για την απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους ή για τον περιορισμό του σε ξεχωριστούς και κατάλληλα αεριζόμενους χώρους και την ενθαρρύνει ώστε να κατατάξει το συντομότερο τον καπνό του τσιγάρου στο περιβάλλον στους καρκινογόνους παράγοντες, κατηγορίας 1· καλεί, ωστόσο, την Επιτροπή να δώσει προτεραιότητα σε διασυνοριακά προβλήματα και προβλήματα υγείας που συνδέονται σαφώς με το περιβάλλον, και προτείνει να προορίζονται περισσότεροι χρηματοδοτικοί πόροι για έρευνες σχετικά με ασθένειες που προκαλούνται από χημικές ουσίες τα αποτελέσματα των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για μέτρα με στόχο τη βελτίωση της υγείας·

21.   υπενθυμίζει ότι η ποιότητα του αέρα στο εσωτερικό των κτιρίων δεν μπορεί να βελτιωθεί χωρίς συνολική προσέγγιση η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις πολλαπλές πηγές ρύπανσης: τις συσκευές καύσης, τον εξοπλισμό και τα έπιπλα, καθώς και την ανθρώπινη δραστηριότητα, και ζητεί από την Επιτροπή να συντάξει Πράσινο Βιβλίο αφιερωμένο στην ειδική προβληματική της οικιακής ρύπανσης·

22.   καλεί την Επιτροπή να συμπεριλάβει στο παρόν σχέδιο δράσης την καταγραφή των επικίνδυνων χώρων εργασίας και επαγγελμάτων, την παρακολούθηση των επιπτώσεων επί της υγείας καθώς και τον καθορισμό βέλτιστων πρακτικών για την προστασία της υγείας·

23.   ζητεί από την Επιτροπή να προωθήσει ενεργά τη νέα πρωτοβουλία η οποία έχει εμφανιστεί σε ορισμένα κράτη μέλη, δηλαδή τη σύσταση κινητών μονάδων με την ονομασία "περιβαλλοντικό ασθενοφόρο", με στόχο τη διενέργεια συνολικής περιβαλλοντικής ανάλυσης και τον εντοπισμό ρύπων εσωτερικών χώρων οι οποίοι πιθανόν να έχουν δυσμενείς συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία·

24.   θεωρεί απαραίτητη την ενημέρωση καθώς και την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, καθώς και όλων των άλλων ατόμων που έρχονται σε επαφή με παιδιά και νήπια, όσον αφορά τους επιβλαβείς για την υγεία περιβαλλοντικούς παράγοντες·

25.   υπογραμμίζει τη μεγάλη σημασία της ενημέρωσης σχετικά με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία (εγκαύματα) και τους εξ αυτής κινδύνους για την ανάπτυξη των καρκίνων του δέρματος·

26.   ζητεί να ερευνηθεί συστηματικά και επιστημονικά η επίδραση που έχουν οι πολεοδομικές συγκεντρώσεις επί της υγείας και της ευημερίας, δεδομένου ότι στις περισσότερες χώρες πάνω από το 70% του πληθυσμού ζει σε πόλεις·

27.   ζητεί επίμονα από την Επιτροπή να εξασφαλίσει την κατάλληλη εφαρμογή της ισχύουσας ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την ποιότητα του αέρα από τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να κινήσει προσφυγές περί παραβάσεως κατά των κρατών μελών που δεν εξασφαλίζουν υψηλό επίπεδο της ποιότητας του αέρα για τους πολίτες τους·

28.   επαναλαμβάνει το αίτημά του να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στους παρόχθιους πληθυσμούς των ρυπογόνων τοποθεσιών και εύχεται η Επιτροπή να ξεκινήσει πρωτοβουλία ώστε να μειωθούν μέχρι το 2010 οι αέριες εκπομπές τοξικών ουσιών βιομηχανικής προέλευσης, κατά προτεραιότητα οι εκπομπές διοξίνης, καδμίου, μολύβδου, μονομερούς χλωριούχου βινυλίου και βενζολίου, σύμφωνα με ποσοστά που πρέπει να καθοριστούν, και να οριστούν έτη αναφοράς·

29.   τονίζει ότι η δυνατότητα εντοπισμού και εξάλειψης επικίνδυνων χημικών ουσιών θα αποτελέσει κρίσιμο παράγοντα για τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων·

30.   εκφράζει τη λύπη του για την απουσία ενδεικτικού δημοσιονομικού δελτίου του σχεδίου δράσης που πρότεινε η Επιτροπή, καθώς και για την αόριστη αναφορά χρήσης υπαρχόντων (δημοσιονομικών) μέσων για την υλοποίηση των δράσεων περιβάλλον και υγεία για την περίοδο 2004-2007·

31.   κρίνει αναγκαία την πλήρη χρησιμοποίηση των προβλεπόμενων δημοσιονομικών μέσων των δράσεων για το περιβάλλον και την υγεία στο πλαίσιο της απόφασης αριθ. 1786/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας (2003-2008)(3), την αξιοποίηση των σχετικών προς αυτό αποτελεσμάτων και εμπειριών καθώς και την αποφυγή επικαλύψεων·

32.   θεωρεί ότι η συλλογή στοιχείων στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για το περιβάλλον και την υγεία πρέπει να αφορά τομείς που δεν περιλαμβάνονται στην απόφαση αριθ. 1786/2002/ΕΚ·

33.   καλεί την Επιτροπή να παρουσιάσει συγκεκριμένο δημοσιονομικό δελτίο για την εφαρμογή δράσεων προτεραιότητας 2004-2007 καθώς και τις προβλέψεις για την εφαρμογή ολοκληρωμένων δράσεων για το περιβάλλον και την υγεία στο πλαίσιο του ορισμού των νέων δημοσιονομικών προοπτικών της ΕΕ·

34.   υπογραμμίζει ότι, προκειμένου να κατοχυρωθεί η συνοχή και η αποτελεσματικότητα του σχεδίου δράσης, θα πρέπει από τώρα να προβλεφθεί επαρκής χρηματοδότηση για το χρονικό διάστημα 2004-2007, προσθέτει ότι τα προγράμματα "περιβάλλον και υγεία" θα πρέπει να θεωρούνται ως ίδια θεματική στο 7ο πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας (2007-2010) και να συνοδεύονται από ανάλογη χρηματοδότηση, η οποία δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη από 300 εκατομμύρια ευρώ, εν όψει των τεράστιων κοινωνικοοικονομικών προσδοκιών και κινδύνων στον τομέα της περιβαλλοντικής υγείας·

35.   καλεί την Επιτροπή:

   να ενημερώνει το Κοινοβούλιο σχετικά με τροποποιήσεις του σχεδίου δράσης και τους λόγους στους οποίους οφείλονται·
   να τηρεί ενήμερο το Κοινοβούλιο σε τακτά χρονικά διαστήματα σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου δράσης·
   να υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ετήσιες εκθέσεις που θα επαληθεύουν την αποτελεσματικότητα και τη σχέση κόστους-οφέλους των δράσεων του Σχεδίου Δράσης υπό το πρίσμα της μείωσης των προβλημάτων υγείας που σχετίζονται με το περιβάλλον·

36.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P5_TA(2004)0246.
(2) EE L 41 της 14.2.2003, σ. 26.
(3) ΕΕ L 271 της 9.10.2002, σ. 1. Απόφαση που τροποποιήθηκε με την απόφαση αριθ. 786/2004/ΕΚ (ΕΕ L 138 της 30.4.2004, σ. 7).


Σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την περιοχή της Μεσογείου
PDF 288kWORD 49k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση
P6_TA(2005)0046RC-B6-0035/2005

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τα προηγούμενα ψηφίσματά του για την ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση,

–   έχοντας υπόψη τη Δήλωση της Βαρκελώνης του Νοεμβρίου 1995 και το σχετικό πρόγραμμα εργασίας,

–   έχοντας υπόψη τα πορίσματα των συνεδριάσεων των δέκα Υπουργών Εξωτερικών των ευρωμεσογειακών χωρών,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Ευρωμεσογειακής Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης (ΕΚΣ),

–   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής για την "Νέα ώθηση στις δράσεις που αναλαμβάνει η ΕΕ με τους μεσογειακούς εταίρους για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον εκδημοκρατισμό - Στρατηγικές κατευθύνσεις" (COM(2003)0294),

–   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα των Φόρουμ των Πολιτών που συνόδευσαν αυτές τις υπουργικές συνεδριάσεις,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 103, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαδικασία της Βαρκελώνης παρέσχε, κατά την τελευταία δεκαετία, το πλαίσιο για μια εποικοδομητική εταιρική σχέση μεταξύ των χωρών και των λαών στις δύο όχθες της Μεσογείου,

Β.   λαμβάνοντας υπόψη τη στρατηγική σημασία της Μεσογείου για την ΕΕ και την ανάγκη για μια μεσογειακή πολιτική βασισμένη στην αλληλεγγύη προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι πολλαπλές κοινές προκλήσεις όπως η ειρήνη, η σταθερότητα, η τρομοκρατία και η ασφάλεια, η αμοιβαία κατανόηση, η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (συμπεριλαμβανομένης της λαθρομετανάστευσης και της παράνομης μετανάστευσης), και ο στόχος της θέσπισης χώρου κοινής ευμάρειας,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Δήλωση της Βαρκελώνης δεσμεύει τα συμμετέχοντα κράτη να εγκαθιδρύσουν μεταξύ τους τακτικό διάλογο για τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και ανθρώπινες πτυχές, καθώς και για τα ανθρώπινα δικαιώματα,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΕ έχει θεσπίσει νέα Ευρωπαϊκή Πολιτική Γειτνίασης με στόχο την ενίσχυση της εταιρικής αυτής σχέσης, παρέχοντας νέα ευκαιρία για την εμβάθυνση των σχέσεων, την ενίσχυση του πολιτικού διαλόγου, την ενσωμάτωση των χωρών-εταίρων σε κοινοτικές πολιτικές και για την προβολή της ειρήνης, της σταθερότητας και της δημοκρατίας σε γείτονες χώρες,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πρώτα Σχέδια Δράσης με το Μαρόκο, την Τυνησία, την Ιορδανία, το Ισραήλ και την Παλαιστινιακή Αρχή που ενέκρινε το Συμβούλιο δεσμεύουν την ΕΕ και τις χώρες-εταίρους σε στενότερο διάλογο χωρίς αποκλεισμούς και ότι πρέπει να ακολουθούν συνεπή και κοινή περιφερειακή προσέγγιση,

ΣΤ.   τονίζοντας ότι η επανάληψη του διαλόγου μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων αποτελεί ευκαιρία για τη συνεκτική και μόνιμη ρύθμιση της διένεξης, γεγονός που θα ενίσχυε ολόκληρη την ευρωμεσογειακή διαδικασία,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή και η Συρία περάτωσαν επίσημα στις 19 Οκτωβρίου 2004 τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΚ-Συρίας, ολοκληρώνοντας έτσι τη φάση των διμερών συμφωνιών που προέβλεπε η ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη την κοινή θέση 2004/698/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου της 14ης Οκτωβρίου 2004(1) για την άρση των περιοριστικών μέτρων και της απαγόρευσης της πώλησης όπλων κατά της Λιβύης, ανοίγοντας το δρόμο για την πλήρη συμμετοχή της χώρας αυτής στη διαδικασία της Βαρκελώνης,

Θ.   τονίζοντας ότι η μετεξέλιξη του Ευρωμεσογειακού Κοινοβουλευτικού Φόρουμ στην ΕΚΣ με τις τρεις σχετικές επιτροπές της ενισχύει την κοινοβουλευτική διάσταση της ευρωμεσογειακής διαδικασίας, ενισχύοντας έτσι τη δημοκρατική της υπευθυνότητα· θεωρώντας ότι η δημιουργία του βήματος αυτού πρέπει να ενισχύσει το γενικό διάλογο μεταξύ των δύο περιοχών,

Ι.   εκφράζοντας την αγανάκτησή του σχετικά με τη δολοφονία του Rafic Hariri και την ανησυχία του σχετικά με την κατάσταση που αυτή η εγκληματική πράξη δημιούργησε στο Λίβανο,

ΙΑ.   ανησυχώντας για την άρση της κοινοβουλευτικής ασυλίας και για την κράτηση του Ayman Nour, Προέδρου του κόμματος al-Ghad στην Αίγυπτο,

1.   χαιρετίζει την απόφαση των Υπουργών το 2005 να χαρακτηριστεί Έτος της Μεσογείου, και καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να ενισχύσουν τη δημοκρατία και προκειμένου να συμβάλουν προς και να προαγάγουν τις απαραίτητες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες της Μεσογείου·

2.   θεωρεί ότι ο προβλεπόμενος πολιτικός διάλογος δεν έχει ακόμη επιτύχει απτά αποτελέσματα σε ολόκληρη την περιοχή· πιστεύει ότι η σχετική με τα δικαιώματα του ανθρώπου πτυχή της διαδικασίας της Βαρκελώνης δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς, ενώ η κατάσταση σε πολλές χώρες δεν παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η σχετική με τα δικαιώματα του ανθρώπου ρήτρα που περιλαμβάνουν οι ευρωμεσογειακές συμφωνίες δεν γίνεται σεβαστή· καλεί επίσης εκ νέου την Επιτροπή να εκπονεί δημόσια ετήσια έκθεση για τα δικαιώματα του ανθρώπου στις χώρες της Μεσογείου, ως βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη της εταιρικής σχέσης·

3.   καλεί όλες τις χώρες της περιοχής να συνεργαστούν στενότερα για να αντιμετωπίσουν την εντεινόμενη πρόκληση της μετανάστευσης με πνεύμα κοινής ευθύνης·

4.   καλεί την Επιτροπή να σχεδιάσει το νέο χρηματοοικονομικό μέσο "γειτονίας" κατά τρόπο διαφανή, σε συνεργασία με τις χώρες-εταίρους και με συμμετοχή του ΕΚ και της ΕΚΣ, ούτως ώστε να είναι πράγματι σε θέση να δώσει μία ώθηση στην ανάπτυξη και την ενθάρρυνση των επενδύσεων·

5.   χαιρετίζει τη σύσταση του μη κυβερνητικού σχηματισμού EuroMed για το Φόρουμ των Πολιτών, η οποία θα πραγματοποιήσει τη συνεδρίαση συγκρότησής της σε σώμα τον Απρίλιο στο Λουξεμβούργο· τονίζει πόσο σημαντική είναι η ανάπτυξη στενής συνεργασίας με την πλατφόρμα αυτή, προσκαλώντας τα μέλη της να παρουσιάζουν τακτικά τις απόψεις τους στα πλαίσια της ΕΚΣ·

6.   ζητεί, σε σχέση με τα ανωτέρω, από την Επιτροπή να καλέσει το Φόρουμ να συμμετάσχει στην αξιολόγηση της εκτέλεσης των σχεδίων δράσης·

7.   πιστεύει ότι η Ευρωπαϊκή Πρωτοβουλία για τη Δημοκρατία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου πρέπει να διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στην προαγωγή των θεμελιωδών αξιών της ΕΕ στη διαδικασία της Βαρκελώνης· παροτρύνει την Επιτροπή να αναλάβει τις ευθύνες της και να επιβάλλει το σεβασμό της ρήτρας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που περιλαμβάνεται στις συμφωνίες·

8.   καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προαγάγουν, στο πνεύμα της έκθεσης των Ηνωμένων Εθνών για την ανάπτυξη, τα δικαιώματα των γυναικών κατά την εκτέλεση της οικονομικής και τεχνικής βοήθειας που παρέχουν στις χώρες-εταίρους·

9.   λαμβάνει υπόψη την επικείμενη υπογραφή της συμφωνίας σύνδεσης ΕΕ-Συρίας, η οποία δεσμεύει τη Δαμασκό σε σημαντικές και βαθιές μεταρρυθμίσεις με στόχο την εκκίνηση διαδικασίας αυθεντικού εκδημοκρατισμού των δομών της· καλεί τη Συρία να μην ανέχεται κανενός είδους τρομοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης της στρατιωτικής πτέρυγας της Hezbollah, και να αποφύγει κάθε ανάμιξη στις εσωτερικές πολιτικές υποθέσεις του Λιβάνου· ζητεί την άμεση απόσυρση των στρατευμάτων της από τη χώρα, όπως καθορίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και θα θεωρήσει την προϋπόθεση αυτή σημαντική για την εκτίμηση, εν ευθέτω χρόνω, της υπογραφής της συμφωνίας σύνδεσης·

10.   ζητεί από το Συμβούλιο να εξετάσει την αποστολή αντιπροσωπείας παρατηρητών της ΕΕ για τις εκλογές στο Λίβανο·

11.   καταδικάζει έντονα την τρομοκρατική επίθεση που στοίχισε τη ζωή στον πρώην πρωθυπουργό του Λιβάνου κ. Hariri και στους σωματοφύλακές του και δηλώνει ότι αναμένει με ιδιαίτερη προσοχή τα πορίσματα της υπό εξέλιξη διεθνούς έρευνας·

12.   ζητεί την απελευθέρωση του Δρος Nour· εκτιμά ότι η άρση της ασυλίας και η κράτηση ενός μέλους του αιγυπτιακού κοινοβουλίου αποτελούν προσβολή στο πνεύμα και στο γράμμα της συμφωνίας συνεργασίας ΕΚ-Αιγύπτου· ζητεί από την Επιτροπή, το Συμβούλιο και τον Ύπατο Εκπρόσωπο της ΕΕ για την ΚΕΠΠΑ να ασκήσουν κάθε επιρροή προκειμένου να υπενθυμίσουν στις αιγυπτιακές αρχές το πνεύμα αυτής της συμφωνίας·

13.   καλεί τη Λιβύη να λάβει τα απαραίτητα μέτρα και τις αναγκαίες δεσμεύσεις- μεταξύ των οποίων η επείγουσα απελευθέρωση από τη φυλακή αλλοδαπών εργαζομένων του ιατρικού κλάδου - που θα της επιτρέψουν να ενταχθεί πλήρως στην ευρωμεσογειακή εταιρική σχέση, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της διαδικασίας της Βαρκελώνης·

14.   χαιρετίζει τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις στο Μεσανατολικό, οι οποίες θα επηρεάσουν αποφασιστικά την πλήρη ανάπτυξη της όλης ευρωμεσογειακής σχέσης και καλεί όλες τις χώρες-εταίρους να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να υποστηρίξουν την επανάληψη του διαλόγου και για να συγκεκριμενοποιηθεί ο Χάρτης Πορείας·

15.   καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή, στα πλαίσια των σχέσεών τους με τους μεσογειακούς εταίρους, να διατυπώσουν συγκεκριμένες προτάσεις για να επιτευχθεί πρόοδος στο θέμα της ασφάλειας, προσφεύγοντας σε στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Ασφάλεια, καθώς και στα μέσα για τη διαχείριση κρίσεων που έχει ήδη δημιουργήσει η Επιτροπή·

16.   εκφράζει την ικανοποίησή του για την εντεινόμενη και σημαντική βελτίωση της απόδοσης των κονδυλίων του MEDA·

17.   τονίζει τη σημασία της προαγωγής και επέκτασης των Διευρωπαϊκών Δικτύων, ιδίως στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, για τις σχέσεις και τη συνεργασία με τους μεσογειακούς εταίρους·

18.   υποστηρίζει την πρόταση για τη θέσπιση μεσογειακού συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης προς πρόληψη καταστροφών, βάσει των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από το τσουνάμι που έπληξε τη Νοτιοανατολική Ασία·

19.   πιστεύει ότι η υπογραφή της συμφωνίας του Agadir μεταξύ του Μαρόκου, της Τυνησίας, της Αιγύπτου και της Ιορδανίας το Φεβρουάριο του 2004 σηματοδοτεί την ενίσχυση του άξονα συνεργασίας Νότου-Νότου, ως συμπλήρωμα της συνεργασίας Βορρά-Νότου και ενθαρρύνει όλες τις χώρες της περιοχής της Μεσογείου να ενισχύσουν τις άμεσες σχέσεις μεταξύ τους, περιλαμβανομένων των εμπορικών σχέσεων και, εν ανάγκη, να άρουν οποιοδήποτε τυχόν εμπόδιο·

20.   ελπίζει ότι το Συμβούλιο θα λάβει απόφαση για την οργάνωση Ευρωμεσογειακής συνόδου κορυφής μεταξύ αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών για τον εορτασμό της δεκάτης επετείου της διαδικασίας της Βαρκελώνης· υπογραμμίζει τη σημασία, στο πλαίσιο αυτό, της κοινοβουλευτικής διάστασης της διαδικασίας αυτής και καλεί την ΕΚΣ που συνέρχεται στο Κάιρο από 12 έως 15 Μαρτίου 2005, να προγραμματίσει εξαιρετική σύνοδο για να συμμετάσχει στον εορτασμό της δεκάτης αυτής επετείου·

21.   αναμένει με ενδιαφέρον την εναρκτήρια συνεδρίαση του Ευρωμεσογειακού Ιδρύματος Anna Lindh για τον διάλογο μεταξύ των πολιτισμών· έχει την πεποίθηση ότι η δράση του ιδρύματος αυτού μπορεί να συντελέσει αποφασιστικά στην αύξηση της αμοιβαίας κατανόησης και στην αξιοποίηση της κοινής κληρονομιάς·

22.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, στις Κυβερνήσεις και στα Κοινοβούλια των κρατών μελών και των κρατών που έχουν υπογράψει τη Δήλωση της Βαρκελώνης και στον Πρόεδρο της ΕΚΣ.

(1) ΕΕ L 317 της 16.10.2004, σ. 40.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου