Ευρετήριο 
Κείμενα που εγκρίθηκαν
Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010 - Στρασβούργο
Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2007-2013
 Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010: εγγύηση που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 122 της ΣλΕΕ - χρηματοδοτική ενίσχυση στα κράτη μέλη
 Επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας *
 Φαρμακοεπαγρύπνηση για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης (τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004) ***I
 Φαρμακοεπαγρύπνηση (τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ) ***I
 Διάθεση στην αγορά και χρήση βιοκτόνων ***I
 Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ***I
 Μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ***I
 Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) ***I
 Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) ***I
 Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου *
 Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) ***I
 Επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά
 Ευρωπαϊκή στρατηγική για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των ορεινών, νησιωτικών και αραιοκατοικημένων περιοχών

Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο για την περίοδο 2007-2013
PDF 289kWORD 62k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013 (COM(2010)00722010/0048(APP))
P7_TA(2010)0328A7-0248/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση σχετικά με κανονισμό του Συμβουλίου για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013 (COM(2010)0072) («πρόταση για κανονισμό ΜΔΠ»),

–  έχοντας υπόψη την αίτηση για έγκριση που θα υποβάλει το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 312, παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 311 και 312 της ΣΛΕΕ,

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(1) («ισχύουσα ΔΣ»),

–  έχοντας υπόψη την κοινή δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής της 12ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με μεταβατικά μέτρα που θα εφαρμοστούν στη διαδικασία του προϋπολογισμού μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία περιλαμβάνεται στο Παράρτημα V του ψηφίσματός του της 17ης Δεκεμβρίου 2009 για το σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010(2),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με μεταβατικές διαδικαστικές κατευθυντήριες γραμμές για θέματα προϋπολογισμού ενόψει της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας(3),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό του Συμβουλίου (EΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 σχετικά με το δημοσιονομικό κανονισμό που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (COM(2010)0071),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2010 για διοργανική συμφωνία μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής για τη συνεργασία σε δημοσιονομικά θέματα (COM(2010)0073),

–  έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 16ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον προϋπολογισμό του 2011,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής της 27ης Απριλίου 2010 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία της διοργανικής συμφωνίας σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση (COM(2010)0185),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 407/2010 του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2010 περί δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθεροποίησης(4),

–  έχοντας υπόψη τις ερωτήσεις της 20ής Μαΐου 2010 σχετικά με την επανεξέταση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2007-2013 προς το Συμβούλιο (O-0074/2010 - B7-0310/2010) και την Επιτροπή (B7-0311/2010 - O-0075/2010),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 81 παράγραφος 3 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την προσωρινή έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0248/2010),

A.  εκτιμώντας ότι το άρθρο 312 της ΣΛΕΕ ορίζει πως το Συμβούλιο εγκρίνει κανονισμό που θεσπίζει το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ),

B.  εκτιμώντας ότι η κοινή δήλωση της 12ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με τα μεταβατικά μέτρα που θα εφαρμοστούν για τη διαδικασία του προϋπολογισμού μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, που εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, ορίζει τα μέτρα που χρειάζονται για να εξασφαλισθεί συνεχής ενωσιακή δράση και ομαλή μετάβαση στο νέο νομικό πλαίσιο για τη διαδικασία του προϋπολογισμού που προκύπτει από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας,

Γ.  εκτιμώντας ότι η προαναφερθείσα πρόταση για τον Κανονισμό ΠΔΠ, ο οποίος δεν μπορεί να εγκριθεί από το Συμβούλιο χωρίς τη συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στοχεύει στην ευθυγράμμιση των διατάξεων της ισχύουσας ΔΣ προς τις απαιτήσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας,

Δ.  εκτιμώντας ότι το άρθρο 312, παρ. 5 της ΣΛΕΕ καλεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να λάβουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να διευκολυνθεί η θέσπιση του δημοσιονομικού πλαισίου,

Ε.  εκτιμώντας ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας παρέχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση σημαντικά νέα προνόμια, για παράδειγμα στους τομείς της εξωτερικής δράσης (άρθρο 27, παρ. 3 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), του αθλητισμού (άρθρο 165 ΣΛΕΕ), του διαστήματος (άρθρο 189 ΣΛΕΕ), της αλλαγής του κλίματος (άρθρο 191 ΣΛΕΕ), της ενέργειας (άρθρο 194 ΣΛΕΕ), του τουρισμού (άρθρο 195 ΣΛΕΕ) και της πολιτικής προστασίας (άρθρο 196 ΣΛΕΕ),

ΣΤ.  εκτιμώντας ότι το άρθρο 311 απαιτεί να διαθέτει η Ένωση τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της και για την επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών της,

Ζ.  εκτιμώντας ότι το σημείο 4 της ισχύουσας ΔΣ προβλέπει προσαρμογή του ΠΔΠ - ΔΣ σε περίπτωση έναρξης ισχύος νέας Συνθήκης με δημοσιονομικές συνέπειες,

Η.  εκτιμώντας ότι ακόμα και χωρίς τις νέες εξουσίες που παρέχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το τρέχον ΠΔΠ έφτασε ή υπερέβη τα ανώτατα όρια μεταξύ 2007 και 2009 επιβεβαιώνοντας τοιουτοτρόπως το ότι απαιτείται μεγαλύτερη ευελιξία εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να αντιδρά αποτελεσματικά σε επείγοντα και απρόβλεπτα συμβάντα,

Θ.  εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τον πιο πρόσφατο δημοσιονομικό προγραμματισμό της Επιτροπής για το 2012-2013 (SEC(2010)0473) - ο οποίος δεν λαμβάνει υπόψη τα διάφορα στοιχεία των απρογραμμάτιστων δαπανών που μένουν να χρηματοδοτηθούν από τα κονδύλια - το διαθέσιμο περιθώριο της υποδιαίρεσης τομέα 1α θα είναι κατώτερο των 50 εκατ. το χρόνο και το συνολικό διαθέσιμο περιθώριο σε όλους τους τομείς θα περιορισθεί σε 436 εκατ. ευρώ για το 2012 και 435 εκατ. ευρώ για το 2013,

Ι.  εκτιμώντας ότι ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης έχει δυνάμει σημαντικές δημοσιονομικές συνέπειες,

1.  ζητεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να λάβουν υπόψη τις ακόλουθες συστάσεις:

   i) να συνεργασθούν με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να μπορέσουν να εγκριθούν γρήγορα τα νέα μέσα που χρειάζονται για την εφαρμογή των δημοσιονομικών διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβόνας και να αναθεωρηθεί το ισχύον ΠΔΠ προκειμένου να προβλεφθούν οι έκτακτοι πόροι που απαιτούνται για να υλοποιηθούν πρωτοβουλίες που δεν προβλέπονταν όταν εγκρίθηκε το ισχύον ΠΔΠ,
   ii) πλήρη συμμόρφωση προς το άρθρο 312, παρ. 3 της ΣΛΕΕ το οποίο απαιτεί από το δημοσιονομικό πλαίσιο να ορίσει όσες διατάξεις απαιτούνται για να λειτουργεί ομαλά η ετήσια διαδικασία του προϋπολογισμού και προς το άρθρο 312, παρ. 5 το οποίο δηλώνει ότι «καθ» όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που οδηγεί στη θέσπιση του δημοσιονομικού πλαισίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο για να διευκολύνουν τη θέσπιση αυτή«,
   iii) πλήρη συμμόρφωση προς το άρθρο 311 της ΣΛΕΕ το οποίο ορίζει ότι η Ένωση προικίζεται με επαρκή μέσα για την επίτευξη των στόχων της και την επιτυχή εφαρμογή των πολιτικών της λαμβανομένων υπόψη των νέων τομέων δράσης που δημιουργούνται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ανάμεσα στους οποίους περιλαμβάνονται οι τομείς εξωτερικής δράσης, αθλητισμού, διαστήματος, αλλαγής του κλίματος, ενέργειας, τουρισμού και πολιτικής προστασίας,
   iv) να συναγάγουν όλα τα απαιτούμενα συμπεράσματα από το γεγονός ότι ακόμα πριν προστεθούν αυτές οι νέες ανάγκες που έχουν σχέση με τη νέα Συνθήκη της Λισαβόνας, τα τελευταία τέσσερα χρόνια του ισχύοντος ΠΔΠ, οι ετήσιοι προϋπολογισμοί μπορούσαν να εγκριθούν είτε μέσω της χρήσης των υφισταμένων περιθωρίων ή καταφεύγοντας στα μέσα που προβλέπονταν από την ισχύουσα ΔΣ για τη χρηματοδότηση των ενωσιακών προτεραιοτήτων όπως το πρόγραμμα Galileo, το μέσο επισιτιστικής διευκόλυνσης ή το ευρωπαϊκό σχέδιο ανάκαμψης, και ότι τα εναπομένοντα περιθώρια στα ανώτατα όρια του ισχύοντος δημοσιονομικού πλαισίου υπολογίζονται να είναι αμελητέα για την υπόλοιπη περίοδο,
   v) να τηρήσουν το σημείο 4 της τρέχουσας ΔΣ το οποίο αναφέρει ότι »εφόσον, κατά τη διάρκεια του τρέχοντος πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007 έως 2013, (εφεξής «δημοσιονομικό πλαίσιο»), αναθεωρηθεί κάποια Συνθήκη, θα πραγματοποιηθούν οι εκάστοτε αναγκαίες προσαρμογές«,
   vi) να αναγνωρίσουν ότι το σημερινό οικονομικό κλίμα ενδέχεται να ωθήσει την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή να καταβάλει ορισμένες προσπάθειες για αλλαγή των προτεραιοτήτων εντός του προϋπολογισμού προκειμένου να εξασφαλισθεί επαρκής χρηματοδότηση των προτεραιοτήτων έχοντας πάντα κατά νου την ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία του προϋπολογισμού της ΕΕ, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί έκφραση αλληλεγγύης και αποτελεσματικότητας, με τη συγκέντρωση πόρων οι οποίοι διαφορετικά θα διαμοιράζονταν σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο· υπογραμμίζει επίσης ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ υποστηρίζει μακροπρόθεσμες επενδύσεις που είναι απαραίτητες για να τονωθεί η οικονομική μεγέθυνση στην ΕΕ,
   vii) να αναγνωρίσουν ότι δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν νέες ανάγκες μόνο με την αλλαγή της διάταξης ή των προτεραιοτήτων και ότι απαιτείται αναθεώρηση του ΠΔΠ και των μηχανισμών ευελιξίας που περιλαμβάνονται στη ΔΣ, αντίθετα προς τη θέση του Συμβουλίου όπως ορίσθηκε στα πορίσματά του της 16ης Μαρτίου 2010 σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον προϋπολογισμό του 2011 και επιβεβαιώθηκε από την τρέχουσα Προεδρία κατά τη συζήτηση της 15ης Ιουνίου 2010 σχετικά με την προφορική ερώτηση B7-0310/2010 O-0074/2010· να υπενθυμίσουν επιπλέον ότι για τις νέες ανάγκες που ανακύπτουν από την έναρξη της ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας πρέπει λογικά να γίνουν οικονομίες σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο,
   viii) να ανταποκριθούν στη δήλωση 3 της ισχύουσας ΔΣ η οποία ζητεί πλήρη και ευρεία επανεξέταση έως το 2008/2009 που να καλύπτει όλες τις πτυχές των δαπανών και πόρων της ΕΕ, και να σταματήσουν να επιδιώκουν να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις/αρμοδιότητες που δίδονται στην ΕΕ από τη νέα Συνθήκη μέσα από μια πολύ στενή επισκόπηση της λειτουργίας της ισχύουσας ΔΣ που στερείται οποιασδήποτε πολιτικής διάστασης,
   ix) να αναγνωρίσουν ότι η μέχρι τώρα θέση του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αναθεώρηση του ΠΔΠ είναι αντιφατική έναντι της σταθερής τους στάσης να υποβάλλουν νέες προτάσεις με τις οποίες ζητούν νέους πόρους όπως η »Συμφωνία για τις μπανάνες' και ΙTER,
   x) να εκφράσει την ανησυχία του για την τάση που έχουν αναπτύξει τα κράτη μέλη να χαράσσουν ευρωπαϊκές πολιτικές που χρηματοδοτούνται εκτός του προϋπολογισμού της ΕΕ· να εκτιμήσουν τον κίνδυνο από την έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου και νομιμότητας στις πολιτικές αυτές καθώς και την παράβαση της αρχής της καθολικότητας του προϋπολογισμού της ΕΕ και τον αρνητικό αντίκτυπο που ενδέχεται να έχει αυτή η τάση σε σχέση με την αρχή της αλληλεγγύης,
   xi) να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την αναθεώρηση του ΠΔΠ παρέχοντας τους έκτακτους πόρους που απαιτούνται για να λειτουργήσουν η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης και οι λοιπές προτεραιότητες πολιτικής που έχουν σχέση με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, καθώς και άλλες πρωτοβουλίες, ιδίως στον τομέα 1a «Ανταγωνιστικότητα για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση» και τον τομέα 4 «Εξωτερικές σχέσεις», που παρέχουν στην ΕΕ προστιθέμενη αξία αλλά και τη δυνατότητα να ικανοποιεί τις υποχρεώσεις της και τις προσδοκίες των πολιτών της,
   xii) να λάβουν υπό σημείωση το γεγονός ότι χωρίς αυτή την αναθεώρηση το Κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει να εγκρίνει οποιεσδήποτε προτάσεις για νέους οργανισμούς ή άλλες πρωτοβουλίες του Συμβουλίου εκτός εάν αυτές συνοδεύονται από προτάσεις για νέους πόρους,
   xiii) να συνεχίσουν τις προσπάθειες για περισσότερη ευελιξία όπως αναφέρεται στην προαναφερθείσα έκθεση της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία της Διοργανικής Συμφωνίας με θέμα τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,
   xiv) να αναγνωρίσουν την σπουδαιότητα της ευελιξίας για τη δημιουργία αποθεματικών και περιθωρίων που να επιτρέπουν στην ΕΕ να καλύψει τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες, και οι δυο εντός του δημοσιονομικού πλαισίου, εντός και μεταξύ των τομέων και σε διαπραγματεύσεις για τη θέσπισή και αναθεώρησή της,
   xv) να λάβουν υπό σημείωση το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο επιμένει πως πρέπει να ενταθεί και αυξηθεί ο βαθμός ευελιξίας και να δημιουργηθούν επαρκεί αποθεματικά για κάθε κατηγορία, και να διατίθενται μεγαλύτερα ποσά μέσω του Μέσου Ευελιξίας ενώ θα πρέπει να απλοποιηθεί η διαδικασία μεταφοράς πόρων ανάμεσα στους διάφορους τομείς του ΠΔΠ,
   xvi) να λάβουν υπόψη ότι το Κοινοβούλιο δεν είναι έτοιμο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις επί οποιασδήποτε πρότασης που δεν περιλαμβάνει τουλάχιστον το σημερινό βαθμό ευελιξίας σχετικά με τις αναθεωρήσεις του δημοσιονομικού πλαισίου έως το 0,03% του ΑΕΕ της ΕΕ (όπως αναφέρεται στο άρθρο 8, παρ. 3 της πρότασης για κανονισμό ΠΔΠ),
   xvii) να αντιληφθούν ότι μια αμιγώς τεχνική προσέγγιση στην εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας σ' ό, τι αφορά τον τομέα του προϋπολογισμού είναι ανεπαρκής και ότι, για να μπορέσει το Κοινοβούλιο να δώσει τη συγκατάθεσή του, είναι απαραίτητη προϋπόθεση η άνευ καθυστέρησης έναρξη πραγματικής, πολιτικής διαπραγμάτευσης στο κατάλληλο επίπεδο, και εφόσον κριθεί αναγκαίο στο ανώτερο,
   xviii) δεδομένων των πιθανών εκτεταμένων δημοσιονομικών συνεπειών, να μελετήσουν περισσότερο τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης πριν από την έγκριση του κανονισμού ΠΔΠ· να δεχθούν τη συμμετοχή και των δυο κλάδων της δημοσιονομικής αρχής στις αποφάσεις σχετικά με τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει αυτός ο μηχανισμός επί του προϋπολογισμού της ΕΕ, να συμφωνήσουν ότι οποιεσδήποτε δημοσιονομικές ανάγκες που συνδέονται με αυτόν τον μηχανισμό πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω ad-hoc αναθεώρησης του ΠΔΠ προκειμένου να εξασφαλίζεται έγκαιρα η επαρκής συμμετοχή της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.
(2) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2009)0115.
(3) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2009)0067.
(4) ΕΕ L 118, 12.5.2010, σ. 1.


Σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010: εγγύηση που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με το άρθρο 122 της ΣλΕΕ - χρηματοδοτική ενίσχυση στα κράτη μέλη
PDF 263kWORD 37k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, Τμήμα ΙΙΙ – Επιτροπή (13476/2010 – C7-0261/2010 – 2010/2120(BUD))
P7_TA(2010)0329A7-0250/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως το άρθρο 314, και τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και ιδίως το άρθρο 106α,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(1), και ιδίως τα άρθρα 37 και 38,

–  έχοντας υπόψη τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, όπως εγκρίθηκε οριστικά στις 17 Δεκεμβρίου 2009(2),

–  έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(3),

–  έχοντας υπόψη το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2010, το οποίο υπέβαλε η Επιτροπή στις 12 Ιουλίου 2010 (COM(2010)0383),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του Συμβουλίου στο σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010, την οποία καθόρισε το Συμβούλιο στις 13 Σεπτεμβρίου 2010 (13476/2010 – C7-0261/2010),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 75β και 75ε του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμών (A7-0250/2010),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέση του Συμβουλίου σχετικά με το σχέδιο διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010 αφορά τις απαραίτητες τροποποιήσεις για τη δημιουργία νέας θέσης 01 04 01 03 για την εγγύηση που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αντίστοιχα, νέο άρθρο 8 0 2 στο τμήμα εσόδων,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σκοπός του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010 είναι να εγγράψει επισήμως τη δημοσιονομική αυτή προσαρμογή στον προϋπολογισμό του 2010,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Συμβούλιο ενέκρινε τη θέση του στις 13 Σεπτεμβρίου 2010,

1.  λαμβάνει γνώση του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010·

2.  εγκρίνει τη θέση του Συμβουλίου επί του σχεδίου διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 7/2010 χωρίς τροποποίηση και αναθέτει στον Πρόεδρό του να κηρύξει την οριστική έγκριση του διορθωτικού προϋπολογισμού αριθ. 5/2010 και να μεριμνήσει για τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

(1) ΕΕ L 248, 16.9.2002, σ. 1.
(2) ΕΕ L 64, 12.3.2010.
(3) ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.


Επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας *
PDF 340kWORD 43k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2008/9/ΕΚ για τον καθορισμό λεπτομερών κανόνων σχετικά με την επιστροφή του φόρου προστιθέμενης αξίας, που προβλέπεται στην οδηγία 2006/112/ΕΚ, σε υποκείμενους στο φόρο μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος επιστροφής αλλά εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος (COM(2010)0381 – C7-0201/2010 – 2010/0205(CNS))
P7_TA(2010)0330A7-0247/2010

(Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2010)0381),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 113 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0201/2010),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 15ης Σεπτεμβρίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0247/2010),

1.  εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·

2.  καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3.  καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση της Επιτροπής·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή   Τροπολογία
Τροπολογία 1
Πρόταση οδηγίας – τροποποιητική πράξη
Αιτιολογική σκέψη 6
(6)   Τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή των λεπτομερών κανόνων σχετικά με τις ηλεκτρονικές αιτήσεις και κοινοποιήσεις που αναφέρονται στην οδηγία 2008/9/EΚ, συμπεριλαμβανομένων κοινών εντύπων, εάν είναι απαραίτητο, θα πρέπει να θεσπιστούν σύμφωνα με την απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή.
(6)   Θα πρέπει να διασφαλίζονται ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή των λεπτομερών κανόνων σχετικά με τις ηλεκτρονικές αιτήσεις και κοινοποιήσεις που αναφέρονται στην οδηγία 2008/9/EΚ. Το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει ότι οι γενικοί κανόνες και αρχές σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίζονται εκ των προτέρων με κανονισμό που εγκρίνεται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν αναμονή του εν λόγω κανονισμού, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή1, εξαιρουμένης της κανονιστικής διαδικασίας με έλεγχο, η οποία δεν εφαρμόζεται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.
____________
1 ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

(1) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.


Φαρμακοεπαγρύπνηση για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης (τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004) ***I
PDF 279kWORD 43k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (COM(2008)0664 – C6-0515/2008 – 2008/0257(COD))
P7_TA(2010)0331A7-0153/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0664),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0515/2008),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, το άρθρο 114 και το άρθρο 168, παράγραφος 4, στοιχείο γ) της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 10ης Ιουνίου 2009(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 7ης Οκτωβρίου 2009(2),

–  έχοντας υπόψη ότι ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου, με επιστολή του της 23ης Ιουνίου 2010, δεσμεύτηκε να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0153/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  λαμβάνει υπόψη την επισυναπτόμενη στο παρόν ψήφισμα δήλωση της Επιτροπής·

3.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακοεπαγρύπνηση για φάρμακα ανθρώπινης χρήσης, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 726/2004 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1394/2007 για τα φάρμακα προηγμένων θεραπειών

P7_TC1-COD(2008)0257


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1235/2010.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δήλωση της Επιτροπής

Ύστερα από αίτημα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τον βαθμό υπηρεσιακής κατάταξης του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, η Επιτροπή, προκειμένου να μην καθυστερήσει η έγκριση της εν λόγω σημαντικής πρότασης, αναλαμβάνει την επαναδημοσίευση της ανακοίνωσης της κενής θέσης για τον επόμενο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων με το βαθμό AD15 αντί του AD14.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι το σωστό πλαίσιο για τη διευθέτηση του θέματος είναι η συνεχιζόμενη οριζόντια συζήτηση σχετικά με το ρόλο των οργανισμών της ΕΕ εντός της διοργανικής ομάδας εργασίας για τους οργανισμούς. Η συζήτηση για το θέμα αυτό είναι ανοιχτή στη διοργανική ομάδα εργασίας και, αν από τη συζήτηση προκύψουν διαφορετικά συμπεράσματα για το κατάλληλο επίπεδο δημοσίευσης, ο εν λόγω βαθμός υπηρεσιακής κατάταξης μπορεί να εξεταστεί εκ νέου για μελλοντικές δημοσιεύσεις.

(1) ΕΕ C 306, 16.12.2009, σ. 22.
(2) ΕΕ C 79, 27.3.2010, σ. 50.


Φαρμακοεπαγρύπνηση (τροποποίηση της οδηγίας 2001/83/ΕΚ) ***I
PDF 272kWORD 50k
Ψήφισμα
Κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακoεπαγρύπνηση, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (COM(2008)0665 – C6-0514/2008 – 2008/0260(COD))
P7_TA(2010)0332A7-0159/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2008)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6-0514/2008),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, το άρθρο 114 και το άρθρο 168, παράγραφος 4, στοιχείο γ), της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 10ης Ιουνίου 2009(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών της 7ης Οκτωβρίου 2009(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου, με επιστολή της 23ης Ιουνίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0159/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση, όσον αφορά τη φαρμακoεπαγρύπνηση, της οδηγίας 2001/83/ΕΚ περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση

P7_TC1-COD(2008)0260


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2010/84/ΕΕ.)

(1) ΕΕ C 306, 16.12.2009, σ. 28.
(2) ΕΕ C 79, 27.3.2010, σ. 50.


Διάθεση στην αγορά και χρήση βιοκτόνων ***I
PDF 1304kWORD 1296k
Ψήφισμα
Ενοποιημένο κείμενο
Παράρτημα
Παράρτημα
Παράρτημα
Παράρτημα
Παράρτημα
Παράρτημα
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων (COM(2009)0267 – C7- 0036/2009 – 2009/0076(COD))
P7_TA(2010)0333A7-0239/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0267),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251 παράγραφος 2 και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0036/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων σχετικά με την προταθείσα νομική βάση,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 17ης Φεβρουαρίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 55 και 37 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Ασφάλειας των Τροφίμων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (A7-0239/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση που εκτίθεται στη συνέχεια·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων και την κατάργηση της οδηγίας 98/8/ΕΚ

P7_TC1-COD(2009)0076


(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής(2),

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία(3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)  Τα βιοκτόνα είναι αναγκαία για την καταπολέμηση οργανισμών επιβλαβών για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων, καθώς και οργανισμών που προκαλούν ζημίες σε φυσικά ή μεταποιημένα προϊόντα. Ωστόσο, τα βιοκτόνα ενδέχεται να εγκυμονούν κινδύνους για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον, λόγω των εγγενών ιδιοτήτων τους και του τρόπου χρήσης τους.

(2)  Τα βιοκτόνα θα πρέπει να διατίθενται στην αγορά ή να χρησιμοποιούνται, μόνον εφόσον πληρούν τους όρους άδειας που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(3)  Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η αύξηση της ελεύθερης κυκλοφορίας των βιοκτόνων στο εσωτερικό της Ένωσης και η διασφάλιση υψηλού επίπεδου προστασίας τόσο της υγείας των ανθρώπων και των ζώων όσο και του περιβάλλοντος. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην προστασία των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων των εγκύων, των βρεφών και των παιδιών. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να εδράζονται στην αρχή της προφύλαξης, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ουσίες ή τα προϊόντα που παράγονται ή διατίθενται στην αγορά δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον. Για να αρθούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τα εμπόδια που παρεμβάλλονται στο εμπόριο των βιοκτόνων ▌κανόνες για την έγκριση των δραστικών ουσιών και για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση των βιοκτόνων, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και το παράλληλο εμπόριο.

(4)  Οι πρώτοι κανόνες για τη διάθεση βιοκτόνων στην κοινοτική αγορά θεσπίστηκαν με την οδηγία 98/8/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά(4). Είναι αναγκαία η προσαρμογή του συστήματος αυτού με βάση την έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τίτλο «Αξιολόγηση της εφαρμογής της οδηγίας 98/8/ΕΚ για τη διάθεση βιοκτόνων στην αγορά (υποβάλλεται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 5 της οδηγίας) και έκθεση προόδου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας» σχετικά με τα πρώτα επτά έτη εφαρμογής του, την οποία υπέβαλε η Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και στην οποία αναλύονται τα προβλήματα και οι αδυναμίες της εν λόγω οδηγίας.

(5)  Λαμβανομένων υπόψη των κυριότερων προσαρμογών που επέρχονται στο υφιστάμενο ρυθμιστικό σύστημα, ο κανονισμός είναι το ενδεδειγμένο νομικό μέσο για την αντικατάσταση της οδηγίας 98/8/EΚ, επειδή επιβάλλει σαφείς και λεπτομερείς κανόνες που δεν αφήνουν περιθώρια αποκλίσεων κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών. Επιπλέον, ο κανονισμός διασφαλίζει την ταυτόχρονη εφαρμογή των απαιτήσεων της νομοθεσίας ανά την Ένωση.

(6)  Θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ των υπαρχουσών δραστικών ουσιών, που κυκλοφορούσαν στην αγορά ως συστατικά βιοκτόνων στις 14 Μαΐου 2000, και των νέων δραστικών ουσιών, που δεν είχαν ακόμη διατεθεί στην αγορά ως συστατικά βιοκτόνων κατά την εν λόγω ημερομηνία. Πρόκειται για την ημερομηνία που ορίστηκε αρχικά στην οδηγία 98/8/EΚ ως καταληκτική ημερομηνία για τη μεταφορά της στις εθνικές νομοθεσίες. Έγινε διαχωρισμός μεταξύ των ουσιών που κυκλοφορούσαν μέχρι τότε στην αγορά και των ουσιών που δεν είχαν ακόμη κυκλοφορήσει. Εφαρμόζεται πρόγραμμα εργασιών για την επανεξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών, με προοπτική την καταχώρισή τους στο παράρτημα Ι της οδηγίας 98/8/EΚ. Στη διάρκεια της επανεξέτασης αυτής, τα βιοκτόνα που περιέχουν υπάρχουσες δραστικές ουσίες μπορούν να εξακολουθούν να διατίθενται στην αγορά, προκειμένου να αποφευχθεί η παντελής έλλειψη βιοκτόνων από την αγορά. Οι νέες δραστικές ουσίες θα πρέπει να εξετάζονται πριν επιτραπεί η διάθεση βιοκτόνων που τις περιέχουν στην αγορά, ώστε να εξασφαλιστεί ότι μόνο αβλαβή νέα προϊόντα θα μπορούν να διατίθενται στην αγορά.

(7)  Στη διάρκεια του προγράμματος εργασιών και το πολύ μέχρι να ληφθεί απόφαση για την καταχώριση της εκάστοτε δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 98/8/ΕΚ, τα κράτη μέλη μπορούν προσωρινά να χορηγούν, υπό όρους, άδειες για βιοκτόνα που δεν είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Μετά τη λήψη απόφασης για την καταχώριση, τα κράτη μέλη χορηγούν, ακυρώνουν ή τροποποιούν τις άδειες σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

(8)  Για λόγους ασφάλειας δικαίου, είναι αναγκαίο να καταρτιστεί ενωσιακός κατάλογος δραστικών ουσιών που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε βιοκτόνα. Θα πρέπει να θεσπιστεί διαδικασία για να κρίνεται αν δραστική ουσία μπορεί να καταχωριστεί στον ενωσιακό κατάλογο ή όχι. Θα πρέπει να καθοριστούν τα στοιχεία που οφείλουν να υποβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι προκειμένου να υποστηρίξουν την καταχώρηση δραστικής ουσίας στον ενωσιακό κατάλογο.

(9)  Η εκτίμηση και η διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με την παραγωγή, τη χρήση και την τελική διάθεση μιας χημικώς δραστικής ουσίας, καθώς και των υλικών και αντικειμένων που έχουν υποστεί κατεργασία με αυτήν, θα πρέπει να είναι ανάλογες με τις προβλεπόμενες στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων(5).

(10)  Για να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας του ανθρώπου, δεν θα πρέπει να εγκρίνεται η χρήση των δραστικών ουσιών με τα χειρότερα χαρακτηριστικά κινδύνου σε βιοκτόνα, εξαιρουμένων ειδικών περιπτώσεων. Εδώ θα πρέπει να περιλαμβάνονται οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η έγκριση δικαιολογείται, επειδή η έκθεση του ανθρώπου στην ουσία είναι αμελητέα ή για λόγους δημόσιας υγείας ή επειδή η μη καταχώριση θα είχε δυσανάλογα αρνητικές επιπτώσεις, υπό τον όρο ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις.

(11)  Για να αποτραπεί η χρήση των δραστικών ουσιών με τα χειρότερα χαρακτηριστικά κινδύνου, ιδίως όταν αυτή δεν επιτρέπεται βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων(6), ενδείκνυται να περιοριστεί η έγκρισή τους στις περιπτώσεις που η έκθεση του ανθρώπου στην ουσία είναι αμελητέα ή η ουσία είναι αναγκαία για λόγους δημόσιας υγείας.

(12)  Οι δραστικές ουσίες του ενωσιακού καταλόγου θα πρέπει να εξετάζονται τακτικά ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις. Η Επιτροπή θα πρέπει να μπορεί να επανεξετάζει την καταχώριση δραστικής ουσίας που χρησιμοποιείται σε βιοκτόνα, εφόσον υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, σύμφωνα με τις οποίες η δραστική ουσία μπορεί να ενέχει μεγαλύτερο κίνδυνο από εκείνον που είχε προηγουμένως εκτιμηθεί.

(13)  Οι δραστικές ουσίες μπορούν να χαρακτηρίζονται, με βάση τις εγγενείς επικίνδυνες ιδιότητές τους, ως υποψήφιες για υποκατάσταση από άλλες δραστικές ουσίες, οσάκις οι ουσίες αυτές, που θεωρούνται αποτελεσματικές κατά των στοχευόμενων επιβλαβών οργανισμών, είναι διαθέσιμες σε επαρκή ποικιλία ώστε να μην αναπτύσσεται αντοχή από τους επιβλαβείς οργανισμούς. Για να είναι δυνατή η τακτική εξέταση των ουσιών που χαρακτηρίζονται ως υποψήφιες για υποκατάσταση, η περίοδος καταχώρισής τους δεν θα πρέπει να υπερβαίνει την επταετία, ακόμη και αν πρόκειται για ανανέωση. Επιπλέον, ο εντοπισμός υποψήφιων προς υποκατάσταση ουσιών θα πρέπει να θεωρείται το πρώτο στάδιο συγκριτικής αξιολόγησης.

(14)  Στο πλαίσιο της χορήγησης ή ανανέωσης αδειών για βιοκτόνα, θα πρέπει να υπάρχει δυνατότητα σύγκρισης δύο ή περισσότερων βιοκτόνων ως προς τους κινδύνους που ενέχουν και τα οφέλη που αποφέρει η χρήση τους. Η εν λόγω συγκριτική αξιολόγηση θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση επιτρεπομένων βιοκτόνων που περιέχουν υποψήφιες για υποκατάσταση δραστικές ουσίες από άλλα προϊόντα που ενέχουν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο για την υγεία ή για το περιβάλλον, εφόσον αυτό δεν έχει σοβαρές αρνητικές οικονομικές ή πρακτικές επιπτώσεις. Για τις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες περίοδοι σταδιακής εξάλειψης.

(15)  Για να αποφευχθεί η περιττή διοικητική και οικονομική επιβάρυνση, τόσο της βιομηχανίας, όσο και των αρμοδίων αρχών, πλήρης εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των αιτήσεων για ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στον ενωσιακό κατάλογο ή της άδειας θα πρέπει να διενεργείται μόνον αν το αποφασίσει, βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, η αρμόδια αρχή που είχε αναλάβει την αρχική αξιολόγηση.

(16)  Είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί αποτελεσματικός συντονισμός και διαχείριση των τεχνικών, επιστημονικών και διοικητικών πτυχών του παρόντος κανονισμού σε ενωσιακό επίπεδο. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων, που ιδρύθηκε σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1907/2006 (εφεξής «Οργανισμός»), θα πρέπει να ασκεί συγκεκριμένα καθήκοντα σχετικά με την αξιολόγηση των δραστικών ουσιών και τη χορήγηση αδειών για ορισμένες κατηγορίες βιοκτόνων, καθώς και συναφή καθήκοντα, στην επικράτεια της Ένωσης. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να συσταθεί επιτροπή βιοκτόνων στο πλαίσιο του Οργανισμού για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στον Οργανισμό με τον παρόντα κανονισμό.

(17)  Αναγνωρίζεται ότι τα βιοκτόνα που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν όχι μόνο για τους σκοπούς το παρόντος κανονισμού, αλλά και σε σχέση με ιατροτεχνολογικά προϊόντα, όπως τα απολυμαντικά που χρησιμοποιούνται για την απολύμανση νοσοκομειακών χώρων, καθώς και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα ενδέχεται να ενέχουν κινδύνους διαφορετικούς από εκείνους που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό. Συνεπώς, πέραν της τήρησης των απαιτήσεων του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να επιβληθεί η συμμόρφωση των εν λόγω βιοκτόνων και με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις της οδηγίας 90/385/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 1990, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα ενεργά εμφυτεύσιμα ιατρικά βοηθήματα(7), της οδηγίας 93/42/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί των ιατροτεχνολογικών προϊόντων(8) και της οδηγίας 98/79/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 1998, για τα ιατροτεχνολογικά βοηθήματα που χρησιμοποιούνται στη διάγνωση in vitro(9).

(18)  Δεδομένου ότι το κόστος της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται ως βιοκτόνα θα ήταν δυσανάλογο προς τα οφέλη της, δεν θα πρέπει να εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό τα τρόφιμα και οι ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται ως βιοκτόνα. Επιπλέον, η ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών διέπεται από την ενωσιακή νομοθεσία και, ειδικότερα, από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων(10).

(19)  Τα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας διέπονται από την ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία και, ειδικότερα, από την οδηγία 89/107/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τα πρόσθετα που μπορούν να χρησιμοποιούνται στα τρόφιμα τα οποία προορίζονται για ανθρώπινη διατροφή(11) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 2003, για τις πρόσθετες ύλες που χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων(12). Ενδείκνυται, επομένως, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

(20)  Δεδομένου ότι τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση των τροφίμων ή των ζωοτροφών με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, τα οποία ενέπιπταν προηγουμένως στον τύπο προϊόντων 20, διέπονται από την οδηγία 89/107/EΟΚ και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1831/2003, είναι σκόπιμο να μην διατηρηθεί ο συγκεκριμένος τύπος προϊόντων.

(21)  Δεδομένου ότι η διεθνής σύμβαση για τον έλεγχο και τη διαχείριση του ερματικού ύδατος των πλοίων και των ιζημάτων προβλέπει αποτελεσματική εκτίμηση των κινδύνων που ενέχουν τα συστήματα διαχείρισης του ερματικού ύδατος, η οριστική έγκριση και η επακόλουθη έγκριση τύπου των συστημάτων αυτών θα πρέπει να θεωρούνται ισοδύναμες με την άδεια προϊόντος που απαιτεί ο παρών κανονισμός.

(22)  Για να ληφθούν υπόψη ο ειδικός χαρακτήρας ορισμένων βιοκτόνων και το χαμηλό επίπεδο κινδύνου που συνδέεται με την προτεινόμενη χρήση τους και να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη βιοκτόνων που περιέχουν νέες δραστικές ουσίες, ενδείκνυται να προβλεφθεί η χορήγηση ενωσιακής άδειας για τα προϊόντα αυτά.

(23)  Για να εξασφαλιστεί η διάθεση στην αγορά μόνο βιοκτόνων που είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, τα βιοκτόνα θα πρέπει να υπόκεινται στη χορήγηση άδειας είτε από αρμόδια αρχή, για τη διάθεση στην αγορά ή χρήση στην επικράτεια κράτους μέλους ή σε τμήμα της, είτε από την Επιτροπή, για τη διάθεση στην αγορά ή χρήση στην Ένωση.

(24)  Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην εσωτερική αγορά και να αποφευχθούν το πρόσθετο κόστος και η απώλεια χρόνου που συνεπάγεται η απόκτηση χωριστών εθνικών αδειών σε επιμέρους κράτη μέλη, ▌το πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας χορήγησης ενωσιακής άδειας θα πρέπει να επεκταθεί σε όλες τις κατηγορίες βιοκτόνων προϊόντων, με εξαίρεση τα βιοκτόνα προϊόντα που περιέχουν ορισμένες ενεργές ουσίες.

(25)  Για να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη εφαρμογή των κριτηρίων χαμηλής επικινδυνότητας από τις αρμόδιες αρχές, είναι αναγκαίο να εξειδικευθούν όσο το δυνατόν περισσότερο τα κριτήρια αυτά στον κανονισμό. Τα κριτήρια αυτά θα πρέπει να βασίζονται στα χαρακτηριστικά κινδύνου των βιοκτόνων και στη συνδεόμενη με τη χρήση τους έκθεση σε αυτά. Η χρήση βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας δεν θα πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης αντοχής από τους στοχευόμενους οργανισμούς.

(26)  Λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού που αφορούν τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, είναι σκόπιμο να εξαιρεθούν οι δραστικές ουσίες των προϊόντων αυτών από τις υποχρεώσεις καταχώρισης βάσει του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1907/2006. Η εξαίρεση αυτή είναι αναγκαία, ιδίως επειδή οι εν λόγω ουσίες δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 15 παράγραφος 2 του εν λόγω κανονισμού.

(27)  Είναι αναγκαίο να προβλεφθούν κοινές αρχές για την αξιολόγηση των βιοκτόνων και τη χορήγηση των αδειών ώστε να εξασφαλιστεί εναρμονισμένη προσέγγιση εκ μέρους των αρμοδίων αρχών.

(28)  Για την αξιολόγηση των κινδύνων που θα ανακύψουν από τις προτεινόμενες χρήσεις των βιοκτόνων, ενδείκνυται να υποβάλλουν οι αιτούντες φακέλους με τα απαραίτητα στοιχεία. Είναι αναγκαίο να καθοριστεί σύνολο στοιχείων για τις δραστικές ουσίες και για τα βιοκτόνα που τις περιέχουν, ώστε να βοηθούνται, τόσο οι αιτούντες άδεια, όσο και οι αρμόδιες αρχές που διεξάγουν την αξιολόγηση να αποφασίσουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας.

(29)  Λόγω της ποικιλίας τόσο των δραστικών ουσιών, όσο και των βιοκτόνων, τα απαιτούμενα στοιχεία και δοκιμές θα πρέπει να είναι κατάλληλα για τις επιμέρους περιστάσεις και να επιτρέπουν μια συνολική εκτίμηση επικινδυνότητας. Ως εκ τούτου, οι αιτούντες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν προσαρμογές των απαιτούμενων στοιχείων, κατά περίπτωση, συμπεριλαμβανομένης της εξαίρεσης απαιτούμενων στοιχείων που είτε δεν είναι αναγκαία είτε είναι αδύνατον να υποβληθούν, λόγω του είδους ή των προτεινόμενων χρήσεων του προϊόντος. Οι αιτούντες θα πρέπει να παρέχουν την κατάλληλη τεχνική και επιστημονική αιτιολόγηση για την υποστήριξη του αιτήματός τους.

(30)  Για να εξασφαλιστεί ότι οι αιτούντες μπορούν να ασκήσουν πραγματικά το δικαίωμά τους να ζητούν προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να τους ενημερώνουν σχετικά με τη δυνατότητά αυτή και τους λόγους που μπορούν να επικαλεστούν για να υποβάλουν το σχετικό αίτημα. Επιπλέον, προκειμένου να διευκολυνθεί η σύνταξη του αιτήματος, ιδίως από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνδράμει τους αιτούντες, εάν είναι δυνατόν, στη σύνταξη του αιτήματος.

(31)  Για να βοηθηθούν οι αιτούντες, και ιδίως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ιδρύσουν εθνικά γραφεία υποστήριξης. Τα εν λόγω γραφεία θα πρέπει να λειτουργούν επιπλέον των εγγράφων επιχειρησιακής καθοδήγησης που παρέχει ο Οργανισμός.

(32)  Για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στην αγορά των βιοκτόνων που ανήκουν σε μια ομάδα προϊόντων, θα πρέπει να είναι δυνατή η χορήγηση άδειας για ομάδες βιοκτόνων παρόμοιων χρήσεων και να επιτρέπονται περιορισμένες μεταβολές ως προς το βιοκτόνο αναφοράς, υπό τον όρο ότι οι μεταβολές αυτές δεν επηρεάζουν το επίπεδο κινδύνου και την αποτελεσματικότητα των προϊόντων.

(33)  Κατά τη χορήγηση αδειών για βιοκτόνα, είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται ότι, όταν αυτά χρησιμοποιούνται ορθώς για τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι αρκούντως αποτελεσματικά, δεν έχουν μη αποδεκτή επίδραση στους στοχευόμενους οργανισμούς, όπως ανάπτυξη αντοχής και, στην περίπτωση των σπονδυλωτών, άσκοπη ταλαιπωρία και πόνο, καθώς και ότι, με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, δεν έχουν μη αποδεκτές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην υγεία του ανθρώπου ή των ζώων. Όταν αποφασίζεται αν πρέπει να χορηγηθεί άδεια για βιοκτόνο, θα πρέπει να συνεκτιμώνται δεόντως τα οφέλη από τη χρήση του.

(34)  Η μόλυνση με παθογόνους οργανισμούς θα πρέπει να αποφεύγεται με κατάλληλα μέτρα για την καταπολέμηση ή απομάκρυνση τέτοιων οργανισμών. Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθούν και άλλα προληπτικά μέτρα, όπως η κατάλληλη αποθήκευση των εμπορευμάτων, η τήρηση των προδιαγραφών υγείας και η άμεση διάθεση των αποβλήτων. Μόνον εάν τα μέτρα αυτά δεν έχουν αποτελέσματα, θα πρέπει να λαμβάνονται περαιτέρω μέτρα. Βιοκτόνα που συνιστούν μικρότερο κίνδυνο για τους ανθρώπους, τα ζώα και το περιβάλλον, θα πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιούνται κατά προτίμηση σε σχέση με άλλα προϊόντα, όταν τα εν λόγω ελάσσονος κινδύνου προϊόντα παρέχουν αποτελεσματική προστασία στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βιοκτόνα που προορίζονται να βλάψουν, να σκοτώσουν ή να καταστρέψουν ζώα που μπορούν να βιώσουν πόνο και ταλαιπωρία θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως έσχατη λύση.

(35)  Για να αποφευχθεί η αλληλεπικάλυψη των διαδικασιών αξιολόγησης και να εξασφαλιστεί η ελεύθερη κυκλοφορία των βιοκτόνων, καθώς και των κατεργασμένων με αυτά υλικών και αντικειμένων στην Ένωση, θα πρέπει να θεσπιστούν διαδικασίες οι οποίες να διασφαλίζουν την αναγνώριση των αδειών προϊόντος που χορηγούνται σε ένα κράτος μέλος από όλα τα άλλα κράτη μέλη.

(36)  Θα πρέπει να θεσπιστούν με ειδικές διατάξεις διαδικασίες οι οποίες να διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών που χορηγούνται από τα κράτη μέλη, ιδίως δε, τον συμβιβασμό των ενδεχόμενων διαφωνιών χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(37)  Για να είναι τα κράτη μέλη σε θέση να συνεργάζονται στην αξιολόγηση βιοκτόνων και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των βιοκτόνων στην αγορά, θα πρέπει να είναι δυνατή η έναρξη της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης ταυτόχρονα με την υποβολή της αίτησης για την πρώτη άδεια.

(38)  Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί μηχανισμός επίλυσης διαφορών σε ενωσιακό επίπεδο ώστε να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία της αμοιβαίας αναγνώρισης. Θα πρέπει να εξουσιοδοτηθεί η Επιτροπή να λαμβάνει απόφαση, εάν η αρμόδια αρχή αρνείται να αναγνωρίσει κατ' αμοιβαιότητα μια άδεια ή προτίθεται να της επιβάλει περιορισμούς. Όταν ανακύπτουν τεχνικά ή επιστημονικά ζητήματα, η Επιτροπή μπορεί να ζητεί τη γνώμη του Οργανισμού, πριν από την κατάρτιση της απόφασης.

(39)  Μολονότι προβλέπονται εναρμονισμένες διατάξεις για όλους τους τύπους βιοκτόνων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προορίζονται για τον έλεγχο σπονδυλωτών, η πραγματική χρήση τους ενδέχεται να προκαλέσει ανησυχίες. Θα πρέπει, συνεπώς, να επιτραπεί στα κράτη μέλη να παρεκκλίνουν από την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης για βιοκτόνα που ανήκουν σε συγκεκριμένους τύπους προϊόντων, όταν αυτά προορίζονται για τον έλεγχο συγκεκριμένων ειδών σπονδυλωτών, εφόσον οι σχετικές παρεκκλίσεις δικαιολογούνται και δεν θίγουν τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, όσον αφορά το κατάλληλο επίπεδο προστασίας της εσωτερικής αγοράς.

(40)  Για να διευκολυνθεί η λειτουργία των διαδικασιών χορήγησης και αμοιβαίας αναγνώρισης αδειών, ενδείκνυται να θεσπιστεί σύστημα αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφοριών, ενώ τα κράτη μέλη, η Επιτροπή και ο Οργανισμός θα πρέπει να κοινοποιούν αμοιβαία, κατόπιν αιτήματος, τα ακριβή στοιχεία και την επιστημονική τεκμηρίωση που συνοδεύουν τις αιτήσεις χορήγησης άδειας για βιοκτόνα.

(41)  Εάν η χρήση βιοκτόνου εξυπηρετεί το συμφέρον κράτους μέλους, αλλά κανένας δεν ενδιαφέρεται για τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά του κράτους μέλους ώστε να υποβάλει αίτηση, θα πρέπει να επιτρέπεται η υποβολή αίτησης για άδεια από φορείς που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών και από άλλες επαγγελματικές οργανώσεις. Εφόσον χορηγηθεί σε αυτούς άδεια, θα πρέπει να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με οποιονδήποτε άλλο κάτοχο άδειας.

(42)  Προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις, καθώς και οι ανάγκες των κατόχων αδειών, θα πρέπει να καθοριστούν οι όροι ακύρωσης, επανεξέτασης και τροποποίησης των αδειών. Θα πρέπει να θεσπιστούν διατάξεις για την κοινοποίηση και την ανταλλαγή πληροφοριών που ενδέχεται να επηρεάσουν τις άδειες, ώστε να μπορούν οι αρμόδιες αρχές και η Επιτροπή να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα.

(43)  Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να χορηγούν άδειες, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για βιοκτόνα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, σε περίπτωση απρόβλεπτου κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί με άλλα μέσα.

(44)  Για να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη νέων δραστικών ουσιών, η διαδικασία αξιολόγησης μιας δραστικής ουσίας που έχει πρόσφατα αναπτυχθεί δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη ή την Ένωση να χορηγούν άδεια, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, για βιοκτόνα που περιέχουν τη συγκεκριμένη δραστική ουσία, πριν από την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι, εφόσον έχει υποβληθεί φάκελος που ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις και η δραστική ουσία και το βιοκτόνο θεωρείται ότι πληρούν τους όρους που ισχύουν γι' αυτά.

(45)  Για να ενθαρρυνθεί η έρευνα και ανάπτυξη δραστικών ουσιών και βιοκτόνων, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες που να επιτρέπουν τη διάθεση στην αγορά, για έρευνα και ανάπτυξη, βιοκτόνων ή δραστικών ουσιών χωρίς άδεια.

(46)  Λόγω των οφελών για την εσωτερική αγορά και τους καταναλωτές, είναι σκόπιμο να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες για το παράλληλο εμπόριο ▌πανομοιότυπων βιοκτόνων, για τα οποία έχουν χορηγηθεί άδειες σε διαφορετικά κράτη μέλη.

(47)  Για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και των ζώων και του περιβάλλοντος, καθώς και για να μην γίνονται διακρίσεις μεταξύ των υλικών ή αντικειμένων που παράγονται στην Ένωση και εκείνων που εισάγονται από τρίτες χώρες, όλα τα υλικά και αντικείμενα που διατίθενται στην εσωτερική αγορά θα πρέπει να περιέχουν μόνο επιτρεπόμενα βιοκτόνα.

(48)  Για να δοθεί στους καταναλωτές η δυνατότητα να επιλέγουν με επίγνωση και να διευκολυνθεί η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες αρχές, τα υλικά ή αντικείμενα που έχουν υποστεί κατεργασία με βιοκτόνα θα πρέπει να φέρουν την κατάλληλη επισήμανση.

(49)  Οι αιτούντες που έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις για την υποστήριξη της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή της χορήγησης άδειας βιοκτόνου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού ή βάσει της οδηγίας 98/8/ΕΚ, θα πρέπει να μπορούν να ανακτούν μέρος της επένδυσής τους μέσω δίκαιης αποζημίωσης, οσάκις τα δεδομένα βιομηχανικής ιδιοκτησίας που έχουν υποβάλει για την υποστήριξη της καταχώρισης ή της χορήγησης άδειας χρησιμοποιούνται προς όφελος των επομένων αιτούντων.

(50)  Προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία όλων των δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που υποβάλλονται για την υποστήριξη της καταχώρισης δραστικών ουσιών στο Παράρτημα Ι ή της χορήγησης αδειών βιοκτόνου από τη στιγμή της υποβολής τους και να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μην προστατεύονται ορισμένα δεδομένα, η διάταξη περί περιόδων προστασίας των δεδομένων θα πρέπει να ισχύει και για τα στοιχεία που υποβάλλονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/8/EΚ.

(51)  Για να ενθαρρυνθεί η ανάπτυξη νέων δραστικών ουσιών και βιοκτόνων που τις περιέχουν, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί μεγαλύτερη περίοδος προστασίας των πληροφοριών επί δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που υποβάλλονται για την υποστήριξη της καταχώρισης δραστικών ουσιών ή της χορήγησης αδειών βιοκτόνου από την περίοδο προστασίας των στοιχείων που αφορούν υπάρχουσες δραστικές ουσίες και προϊόντα που τις περιέχουν.

(52)  Είναι εξαιρετικά σημαντικό να μειωθεί στο ελάχιστο ο αριθμός των δοκιμών σε ζώα και να εξασφαλιστεί η συνάρτηση της διεξαγωγής δοκιμών με βιοκτόνα ή δραστικές ουσίες που περιέχονται σε βιοκτόνα, με τον σκοπό και τη χρήση του προϊόντος. Οι αιτούντες θα πρέπει να χρησιμοποιούν από κοινού, έναντι δίκαιης αποζημίωσης, τα αποτελέσματα μελετών σε σπονδυλωτά και να μην τις επαναλαμβάνουν. Εάν ο κύριος των δεδομένων και ο μελλοντικός αιτών δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την κοινοχρησία των αποτελεσμάτων μελετών σε σπονδυλωτά, ο Οργανισμός θα πρέπει να επιτρέπει στον μελλοντικό αιτούντα να χρησιμοποιήσει τις μελέτες, με την επιφύλαξη της απόφασης των εθνικών δικαστηρίων σχετικά με την αποζημίωση. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ενωσιακό μητρώο με τα στοιχεία επικοινωνίας των κυρίων των μελετών αυτών και να τεθεί στη διάθεση όλων των αρχών ώστε να ενημερώνουν τους μελλοντικούς αιτούντες.

(53)  Θα πρέπει επίσης να ενθαρρυνθεί η συγκέντρωση στοιχείων με εναλλακτικά μέσα χωρίς δοκιμές σε ζώα, τα οποία είναι ισοδύναμα με τις προβλεπόμενες δοκιμές και μεθόδους δοκιμών. Επιπλέον, η προσαρμογή των απαιτούμενων δεδομένων θα πρέπει να αξιοποιείται για την αποφυγή περιττών δαπανών διεξαγωγής δοκιμών.

(54)  Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα επιτρεπόμενα βιοκτόνα πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις όταν διατίθενται στην αγορά, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέψουν τις κατάλληλες ρυθμίσεις ελέγχου και επιθεωρήσεων.

(55)  Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί αποτελεσματική πληροφόρηση σχετικά με τους κινδύνους που οφείλονται σε βιοκτόνα και τα μέτρα διαχείρισης κινδύνων, δεδομένου ότι αποτελεί ουσιώδες μέρος του συστήματος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό. Οι αρμόδιες αρχές, ο Οργανισμός και η Επιτροπή θα πρέπει να διευκολύνουν την πρόσβαση στις πληροφορίες και, ταυτόχρονα, να τηρούν την αρχή της εμπιστευτικότητας και να αποφεύγουν κάθε γνωστοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσε να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα του ενδιαφερομένου, εκτός εάν το απαιτεί η προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος.

(56)  Για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης και του ελέγχου και να παρέχονται πληροφορίες που έχουν σημασία για την αντιμετώπιση των κινδύνων των βιοκτόνων, θα πρέπει να υποχρεούνται οι παραγωγοί, οι εισαγωγείς και οι επαγγελματίες χρήστες να τηρούν αρχεία για τα βιοκτόνα που παράγουν, διαθέτουν στην αγορά ή χρησιμοποιούν. Η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει εκτελεστικές διατάξεις για τη συλλογή, τη μετάδοση και τη επεξεργασία των δεδομένων.

(57)  Προκειμένου να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών, του Οργανισμού και της Επιτροπής, θα πρέπει να δημιουργηθεί Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

(58)  Είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1907/2006 που αφορούν τον Οργανισμό εφαρμόζονται κατ' αναλογία, όσον αφορά τις δραστικές ουσίες βιοκτόνων και τα βιοκτόνα. Εφόσον απαιτούνται χωριστές διατάξεις για τα καθήκοντα και τη λειτουργία του Οργανισμού στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, τούτο θα πρέπει να διευκρινισθεί με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

(59)  Το κόστος των διαδικασιών που συνδέονται με τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να βαρύνει τα πρόσωπα που επιδιώκουν να διαθέσουν ή διαθέτουν βιοκτόνα στην αγορά και τα πρόσωπα που υποστηρίζουν την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η Επιτροπή θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα για την εναρμόνιση της διάρθρωσης των συστημάτων τελών που καθορίζονται από τα κράτη μέλη και τον Οργανισμό, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των ΜΜΕ.

(60)  Είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά ορισμένων αποφάσεων του Οργανισμού. Το Συμβούλιο Προσφυγών, που έχει συσταθεί στον Οργανισμό με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1907/2006, θα πρέπει να εγγυάται επίσης την εξέταση των προσφυγών κατά αποφάσεων που έχει λάβει ο Οργανισμός βάσει του παρόντος κανονισμού.

(61)  Υπάρχει επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά την ασφάλεια των νανοϋλικών για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον και η επιστημονική επιτροπή για τους ανακύπτοντες και προσφάτως εντοπισθέντες κινδύνους για την υγεία (ΕΕΑΝΚΥ) έχει εντοπίσει ορισμένους ειδικούς κινδύνους για την υγεία καθώς και τοξικές επιδράσεις σε περιβαλλοντικούς οργανισμούς για ορισμένα νανοϋλικά. Η ΕΕΑΝΚΥ διαπίστωσε επίσης γενικευμένη έλλειψη δεδομένων υψηλής ποιότητας όσον αφορά την έκθεση τόσο για τους ανθρώπους όσο και για το περιβάλλον, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι απαιτείται περαιτέρω ανάπτυξη, τεκμηρίωση και τυποποίηση των γνώσεων επί της μεθοδολογίας τόσο για τις εκτιμήσεις της έκθεσης όσο και για τον εντοπισμό των κινδύνων. Όλο και περισσότερα βιοκτόνα περιέχουν νανοάργυρο. Η χρησιμοποίηση νανοϋλικών σε βιοκτόνα μπορεί να αυξηθεί με την περαιτέρω εξέλιξη της τεχνολογίας. Για να διασφαλιστεί υψηλού επιπέδου προστασία των καταναλωτών, ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και ασφάλεια δικαίου για τους παρασκευαστές, είναι αναγκαίο να επιτευχθεί ομοιόμορφος ορισμός για τα νανοϋλικά σε διεθνές επίπεδο. Η Ένωση θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τον ορισμό στα κατάλληλα διεθνή φόρα. Εφόσον επιτευχθεί συμφωνία, ο ορισμός των νανοϋλικών στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να προσαρμοστεί αναλόγως. Σήμερα υπάρχουν ανεπαρκείς πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση νανοϋλικών. Προκειμένου να αξιολογηθεί καλύτερα η ασφάλειά τους, η επιστημονική επιτροπή για την ασφάλεια των καταναλωτών (ΕΕΑΚ) οφείλει να παράσχει καθοδήγηση σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς όσον αφορά μεθόδους δοκιμών που λαμβάνουν υπόψη τους τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νανοϋλικών. Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη την επιστημονική πρόοδο, θα πρέπει να εξετάζει τακτικά τις διατάξεις για τα νανοϋλικά.

(62)  Ενόψει των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που μπορούν να προέλθουν από τη χρήση προϊόντων απορρύπανσης στα ύδατα, η Επιτροπή θα πρέπει να καταβάλει προσπάθειες σε διεθνές επίπεδο για τη διεθνή επικύρωση της διεθνούς σύμβασης για τον έλεγχο των επιβλαβών συστημάτων απορρύπανσης στα πλοία (σύμβαση AFS - International Convention on the Control of Harmful Anti-Fouling Systems on Ships) και για την προσαρμογή της στον παρόντα κανονισμό.

(63)  Σύμφωνα με το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι κανόνες και οι γενικές αρχές που διέπουν τους μηχανισμούς ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή, θεσπίζονται εκ των προτέρων με κανονισμό σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία. Εν αναμονή της έγκρισης του νέου αυτού κανονισμού, και με δεδομένη την ανάγκη έγκρισης του εν λόγω κανονισμού το ταχύτερο δυνατόν, η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή(13), εξακολουθεί να ισχύει, με εξαίρεση την κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, η οποία δεν εφαρμόζεται. Οι αναφορές στις διατάξεις της εν λόγω απόφασης θα πρέπει ωστόσο να αντικατασταθούν από αναφορές στους κανόνες και τις αρχές που θεσπίζει ο νέος κανονισμός μόλις ο κανονισμός αυτός τεθεί σε ισχύ.

(64)  Ενδείκνυται να προβλεφθεί απώτερη ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ώστε να διευκολυνθεί η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα που θα ισχύει για την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι και τη χορήγηση αδειών για βιοκτόνα.

(65)  Λόγω του περιορισμένου αριθμού νέων αιτήσεων καταχώρισης δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι, ο Οργανισμός θα πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντα συντονισμού και διευκόλυνσης για τις νέες αυτές αιτήσεις από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Δεδομένου, όμως, του μεγάλου αριθμού φακέλων που έχουν κατατεθεί στο παρελθόν και προκειμένου να δοθεί χρόνος στον Οργανισμό να προετοιμαστεί για τον νέο του ρόλο, θα πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντα που συνδέονται με τους υποβληθέντες βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ φακέλους από την 1η Ιανουαρίου 2014.

(66)  Για να ληφθεί υπόψη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων, όσον αφορά τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας που εμπίπτουν στην οδηγία 98/8/EΚ, θα πρέπει να επιτραπεί στις επιχειρήσεις να διαθέτουν τα εν λόγω προϊόντα στην αγορά, εφόσον τηρούν τους κανόνες καταχώρισης βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας (περιορισμένου κινδύνου) βάσει της οδηγίας αυτής. Ωστόσο, μετά τη λήξη της πρώτης καταχώρισης, θα πρέπει να εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.

(67)  Λαμβανομένου υπόψη ότι η ενωσιακή νομοθεσία στον τομέα των βιοκτόνων δεν διείπε προηγουμένως ορισμένα προϊόντα, ενδείκνυται να προβλεφθεί μεταβατική περίοδος, ώστε να προετοιμαστούν οι επιχειρήσεις για την τήρηση των κανόνων οι οποίοι διέπουν τις δραστικές ουσίες που σχηματίζονται επιτόπου και τα κατεργασμένα υλικά και αντικείμενα ▌.

(68)  Για να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των προσώπων που διαθέτουν στην αγορά βιοκτόνα τα οποία περιέχουν μία ή περισσότερες υπάρχουσες δραστικές ουσίες, θα πρέπει να υποχρεούνται τα πρόσωπα αυτά να έχουν στην κατοχή τους φάκελο ή να διαθέτουν έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο ή σε όλα τα στοιχεία φακέλου για καθεμία από τις δραστικές ουσίες που περιέχει το προϊόν. Τα πρόσωπα που δεν θα έχουν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014, θα πρέπει να μην μπορούν πλέον να διαθέτουν τα προϊόντα τους στην αγορά. Για τις περιπτώσεις αυτές, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλες περίοδοι σταδιακής εξάλειψης για την τελική διάθεση, την αποθήκευση και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων.

(69)  Στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, κατά περίπτωση, άλλα προγράμματα εργασιών που αφορούν την επανεξέταση ή την έγκριση ουσιών και προϊόντων, καθώς και οι σχετικές διεθνείς συμβάσεις,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Ο παρών κανονισμός ορίζει κανόνες για:

   1) τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων εντός των κρατών μελών ή της Ένωσης,
   2) την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών εντός της Ένωσης,
   3) την κατάρτιση ενωσιακού καταλόγου δραστικών ουσιών που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται σε βιοκτόνα.

Σκοπός του παρόντος κανονισμού είναι η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος και η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, μέσω της εναρμόνισης των κανόνων σχετικά με τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνων. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού βασίζονται στην αρχή της προφύλαξης, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δραστικές ουσίες ή τα προϊόντα που διατίθενται στη αγορά δεν έχουν βλαβερές συνέπειες στους ανθρώπους, τα μη στοχευόμενα είδη και το περιβάλλον. Ειδικότερα, αποβλέπει στην προστασία των παιδιών, των εγκύων και των ασθενών.

Άρθρο 2

Πεδίο εφαρμογής

1.  Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα βιοκτόνα, όπως ορίζονται με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Στο παράρτημα V παρατίθεται κατάλογος των τύπων βιοκτόνων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό με την περιγραφή τους.

2.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα βιοκτόνα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εξής πράξεων:

   α) Οδηγία 76/768/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουλίου 1976, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών των αναφερομένων στα καλλυντικά προϊόντα(14).
   β) Οδηγία 82/471/EOK του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1982, σχετικά με ορισμένα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται στη διατροφή των ζώων(15).
   γ) Οδηγία 88/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα των αρτυμάτων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στα τρόφιμα και των βασικών υλικών από τα οποία παρασκευάζονται(16).
   δ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1333/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, που αφορά τα πρόσθετα τροφίμων(17).
   ε) Οδηγία 90/167/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Μαρτίου 1990, για τον καθορισμό των όρων παρασκευής, διάθεσης στην αγορά και χρήσης των φαρμακούχων ζωοτροφών στην Κοινότητα(18).
   στ) Οδηγία 90/385/ΕΟΚ.
   ζ) Οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων(19).
   η) Οδηγία 93/42/ΕΟΚ.
   θ) Οδηγία 95/2/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 1995, για τα πρόσθετα τροφίμων πλην των χρωστικών και των γλυκαντικών(20).
   ι) Οδηγία 96/25/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 1996, για την κυκλοφορία και την χρήση των πρώτων υλών ζωοτροφών(21).
   ια) Οδηγία 98/79/ΕΚ.
   ιβ) Οδηγία 98/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Νοεμβρίου 1998, σχετικά με την ποιότητα του νερού που προορίζεται για ανθρώπινη κατανάλωση(22).
   ιγ) Οδηγία 2001/82/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα κτηνιατρικά φάρμακα(23).
   ιδ) Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση(24).
   ιε) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1831/2003.
   ιστ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 852/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για την υγιεινή των τροφίμων(25).
   ιζ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 853/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον καθορισμό ειδικών κανόνων υγιεινής για τα τρόφιμα ζωικής προέλευσης(26).
   ιη) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1935/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τα υλικά και αντικείμενα που προορίζονται να έρθουν σε επαφή με τρόφιμα(27).

3.  Εκτός αντιθέτων ρητών διατάξεων, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των εξής πράξεων:

   α) Οδηγία 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών(28).
   β) Οδηγία 79/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1978, περί απαγορεύσεως της θέσεως σε κυκλοφορία και της χρησιμοποιήσεως φυτοφαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν ορισμένες δραστικές ουσίες(29).
   γ) Οδηγία 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία(30).
   δ) Οδηγία 98/24/ΕΚ του Συμβουλίου, της 7ης Απριλίου 1998, για την προστασία της υγείας και ασφαλείας των εργαζομένων κατά την εργασία από κινδύνους οφειλομένους σε χημικούς παράγοντες (14η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)(31).
   ε) Οδηγία 1999/45/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 1999, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικίνδυνων παρασκευασμάτων(32).
   στ) Οδηγία 2000/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, για την προστασία των εργαζομένων από κινδύνους που διατρέχουν λόγω έκθεσής τους σε βιολογικούς παράγοντες κατά την εργασία (έβδομη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ)(33).
   ζ) Οδηγία 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων(34).
   η) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.
   θ) Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση(35).
   ι) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 689/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τις εξαγωγές και εισαγωγές επικίνδυνων χημικών προϊόντων(36).
   ια) Οδηγία 2009/128/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009 , σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου που αφορά τον καθορισμό πλαισίου κοινοτικής δράσης με σκοπό την επίτευξη ορθολογικής χρήσης των γεωργικών φαρμάκων(37).
   ιβ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008 , για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων(38).

4.  Το άρθρο 58 δεν εφαρμόζεται στη σιδηροδρομική, οδική, εσωτερική ποτάμια, θαλάσσια ή αεροπορική μεταφορά βιοκτόνων.

5.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα τρόφιμα ή ζωοτροφές που χρησιμοποιούνται ως βιοκτόνα.

6.  Ο παρών κανονισμός δεν εφαρμόζεται στα βοηθητικά μέσα επεξεργασίας που χρησιμοποιούνται ως βιοκτόνα.

7.  Εφόσον βιοκτόνο προορίζεται από τον παραγωγό του να χρησιμοποιηθεί για την άσκηση περιοριστικής δράσης σε επιβλαβείς οργανισμούς οι οποίοι ενδεχομένως περιέχονται σε ιατροτεχνολογικά προϊόντα, καθώς και για άλλους σκοπούς που προβλέπει ο παρών κανονισμός, πρέπει επίσης να πληρούνται οι σχετικές βασικές απαιτήσεις των οδηγιών 90/385/ΕΟΚ, 93/42/EΟΚ και 98/79/EΚ.

8.  Τα βιοκτόνα που έχουν λάβει οριστική έγκριση βάσει της Διεθνούς Σύμβασης για τον έλεγχο και τη διαχείριση του ερματικού ύδατος των πλοίων και των ιζημάτων θεωρείται ότι έχουν λάβει άδεια βάσει του παραρτήματος VII του παρόντος κανονισμού. Τα άρθρα 38 και 57 εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 3

Ορισμοί

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

   α) «βιοκτόνα»:
  

δραστικές ουσίες ή μείγματα που περιέχουν μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες, στη μορφή υπό την οποία παραδίδονται στο χρήστη, τα οποία προορίζονται κυρίως να καταστρέφουν, να εμποδίζουν, να καθιστούν αβλαβή, να προλαμβάνουν τη δράση ή να ασκούν άλλη περιοριστική δράση σε οποιονδήποτε επιβλαβή οργανισμό, με χημικά ή βιολογικά μέσα.

Βιοκτόνα θεωρούνται επίσης όλες οι ουσίες, μείγματα και συσκευές που διατίθενται στην αγορά με σκοπό να σχηματίσουν δραστικές ουσίες·

   β) «μικροοργανισμός»:
  

κάθε μικροβιολογική οντότητα, κυτταρική ή μη, ικανή να αναπαράγεται ή να μεταβιβάζει γενετικό υλικό, μεταξύ άλλων κατώτεροι μύκητες, ιοί, βακτηρίδια, ζυμομύκητες, ευρωτομύκητες, άλγες (φύκη), πρωτόζωα και μικροσκοπικοί παρασιτικοί έλμινθες·

   γ) «δραστική ουσία»:
  

ουσία ή μικροοργανισμός που δρα κατά επιβλαβών οργανισμών·

   δ) «υπάρχουσα δραστική ουσία»:
  

ουσία που κυκλοφορούσε στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 ως δραστική ουσία βιοκτόνου για σκοπούς διαφορετικούς από την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή την έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών·

   ε) «νέα δραστική ουσία»:
  

ουσία που δεν κυκλοφορούσε στην αγορά στις 14 Μαΐου 2000 ως δραστική ουσία βιοκτόνου για σκοπούς διαφορετικούς από την επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή την έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών·

   στ) «ανησυχητική ουσία»:
  

κάθε άλλη ουσία, πλην της δραστικής, εγγενώς ικανή να έχει δυσμενείς επιδράσεις, άμεσα ή στο απώτερο μέλλον στον άνθρωπο, και ιδίως στα παιδιά, στα ζώα ή στο περιβάλλον, η οποία περιέχεται ή παράγεται σε βιοκτόνο σε επαρκή συγκέντρωση ώστε να υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης των επιδράσεων αυτών.

Η ουσία αυτή, εκτός εάν υπάρχουν άλλοι λόγοι ανησυχίας, θα έχει κανονικά ταξινομηθεί ως επικίνδυνη σύμφωνα με την οδηγία 67/548/ΕΟΚ και θα βρίσκεται στο βιοκτόνο σε συγκέντρωση που οδηγεί στο χαρακτηρισμό του προϊόντος ως επικίνδυνου κατά την έννοια της οδηγίας 1999/45/ΕΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008·

   ζ) «επιβλαβής οργανισμός»:
  

οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων των παθογόνων, των οποίων η παρουσία είναι ανεπιθύμητη ή οι οποίοι έχουν επιζήμια επίδραση, άμεσα ή στο απώτερο μέλλον στον άνθρωπο, και ιδίως στα παιδιά, στις ανθρώπινες δραστηριότητες ή στα προϊόντα που χρησιμοποιεί ή παράγει ή στα ζώα ή στο περιβάλλον·

   η) «υπολείμματα (κατάλοιπα)»:
  

ουσίες που συναντώνται στη μάζα ή στην επιφάνεια φυτών ή προϊόντων φυτικής προέλευσης, βρώσιμων προϊόντων ζωικής προέλευσης, στους υδάτινους πόρους, στο πόσιμο νερό ή αλλού στο περιβάλλον και προέρχονται από τη χρήση βιοκτόνου, συμπεριλαμβανομένων των μεταβολιτών και προϊόντων διάσπασης ή αντίδρασης των ουσιών αυτών·

   θ) «διάθεση στην αγορά»:
  

η ▌προσφορά βιοκτόνου σε τρίτους, είτε επί πληρωμή είτε δωρεάν, ή η διάθεση βιοκτόνου σε τρίτους. Η εισαγωγή θεωρείται διάθεση στην αγορά. Δεν υφίσταται προσφορά σε τρίτα μέρη, όταν, στο πλαίσιο εμπορικής δραστηριότητας, τα κατεργασμένα υλικά ή προϊόντα παρασκευάζονται σε ατομική βάση και ενσωματώνονται αργότερα από τον παραγωγό·

   ι) «χρήση»:
  

όλες οι εργασίες που εκτελούνται με βιοκτόνο και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η αποθήκευση, ο χειρισμός, η ανάμειξη και η εφαρμογή, εξαιρουμένων των εργασιών που εκτελούνται ενόψει της εξαγωγής του βιοκτόνου εκτός Ένωσης·

   ια) «κατεργασμένο υλικό ή αντικείμενο»:
  

κάθε ουσία, μείγμα, υλικό ή αντικείμενο, στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν ή ενσωματώθηκαν ένα ή περισσότερα βιοκτόνα ▌·

   ιβ) «εξωτερική βιοκτόνος δράση»:
  

η δράση εφαρμογών, κατά τις οποίες το ενσωματωμένο βιοκτόνο προορίζεται να ελευθερωθεί υπό φυσιολογικές ή εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης·

   ιγ) «εθνική άδεια»:
  

διοικητική πράξη, με την οποία η αρμόδια αρχή κράτους μέλους επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνου στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειάς του·

   ιδ) «ενωσιακή άδεια»:
  

διοικητική πράξη, με την οποία η Επιτροπή επιτρέπει τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση βιοκτόνου στο σύνολο ή σε τμήμα της επικράτειας της Ένωσης·

   ιε) «άδεια»:
  

εθνική άδεια ή ενωσιακή άδεια·

   ιστ) «μοναδικό σκεύασμα προϊόντος»:
  

βιοκτόνο στο οποίο δεν μεταβάλλεται η εκατοστιαία αναλογία της δραστικής ουσίας ούτε η εκατοστιαία σύνθεση των μη δραστικών ουσιών ή των αρωματικών ουσιών, βαφών ή χρωστικών που περιέχει·

   ιζ) «σκεύασμα-πλαίσιο»:
  

ομάδα βιοκτόνων παρόμοιων χρήσεων, τα οποία παρουσιάζουν περιορισμένες μεταβολές της σύνθεσής τους ως προς ένα βιοκτόνο αναφοράς, που ανήκει στην ίδια ομάδα και περιέχει τις ίδιες δραστικές ουσίες με τις ίδιες προδιαγραφές, εφόσον οι εν λόγω επιτρεπόμενες μεταβολές δεν επηρεάζουν αρνητικά τον βαθμό επικινδυνότητας ούτε την αποτελεσματικότητα των προϊόντων αυτών·

   ιη) «έγγραφο πρόσβασης»:
  

το πρωτότυπο εγγράφου, υπογεγραμμένου από τον ή τους κυρίους πληροφοριών ή τον εκπρόσωπό τους, το οποίο δηλώνει ότι οι πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την ορισθείσα αρμόδια αρχή, τον Οργανισμό ή από την Επιτροπή για την αξιολόγηση δραστικής ουσίας ή τη χορήγηση άδειας υπέρ τρίτου·

   ιθ) «τρόφιμα και ζωοτροφές»:
  

τα τρόφιμα, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002, και οι ζωοτροφές, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 του ίδιου κανονισμού·

   κ) «υλικά που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα»:
  

κάθε υλικό ή αντικείμενο που προορίζεται να έρθει σε επαφή με τρόφιμα και το οποίο διέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1935/2004·

   κα) «βοηθητικό μέσο επεξεργασίας»:
  

κάθε ουσία η οποία:

   i) δεν καταναλώνεται αυτή καθεαυτή ως τρόφιμο ή ζωοτροφή,
   ii) χρησιμοποιείται σκοπίμως στην επεξεργασία πρώτων υλών, τροφίμων ή ζωοτροφών ή των συστατικών τους για την επίτευξη συγκεκριμένου τεχνολογικού σκοπού κατά την κατεργασία ή την επεξεργασία και
   iii) μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την ακούσια αλλά τεχνικά αναπόφευκτη παρουσία υπολειμμάτων της ουσίας ή των παραγώγων της στο τελικό προϊόν, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω υπολείμματα δεν εκθέτουν σε κίνδυνο την υγεία και δεν έχουν τεχνολογική επίδραση στο τελικό προϊόν·
   κβ) «διοικητική αλλαγή»:
  

η μεταβολή καθαρά διοικητικής φύσεως σε υπάρχουσα άδεια, η οποία δεν συνεπάγεται επανεκτίμηση του κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον ή την αποτελεσματικότητα του προϊόντος·

   κγ) «ελάσσων αλλαγή»:
  

η μεταβολή σε υπάρχουσα άδεια που δεν μπορεί να θεωρηθεί διοικητική μεταβολή διότι αφορά περιορισμένη επανεκτίμηση του κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον ή την αποτελεσματικότητα του προϊόντος, και δεν επηρεάζει αρνητικά τον βαθμό επικινδυνότητας για την δημόσια υγεία ή το περιβάλλον ούτε την αποτελεσματικότητα του προϊόντος·

   κδ) «μείζων αλλαγή»:
  

η μεταβολή σε υπάρχουσα άδεια που δεν μπορεί να θεωρηθεί διοικητική μεταβολή ούτε ελάσσων αλλαγή·

   κε) «τεχνική ισοδυναμία»:
  

αναλογία, ως προς τη χημική σύνθεση και τα χαρακτηριστικά κινδύνου, μιας ουσίας που παράγεται από νέα πηγή με την ουσία της πηγής αναφοράς, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της αρχικής εκτίμησης επικινδυνότητας·

   κστ) «νανοϋλικό»:
  

κάθε σκοπίμως παραχθέν υλικό που διαθέτει μία ή περισσότερες διαστάσεις της τάξεως των 100 nm ή λιγότερο ή αποτελείται από διακριτά λειτουργικά μέρη, είτε στο εσωτερικό είτε στην επιφάνεια, πολλά από τα οποία διαθέτουν μία ή περισσότερες διαστάσεις της τάξεως των 100 nm ή λιγότερο, συμπεριλαμβανομένων δομών, συσσωματωμάτων ή συνόλων που μπορεί να έχουν μέγεθος ανώτερο της τάξεως των 100 nm, αλλά διατηρούν τουλάχιστον χαρακτηριστικές ιδιότητες της νανοκλίμακας. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες της νανοκλίμακας περιλαμβάνουν:

   i) τις ιδιότητες που συνδέονται με τη μεγάλη ειδική επιφάνεια των υπόψη υλικών· και/ή
   ii) ειδικές φυσικοχημικές ιδιότητες που διαφέρουν από τις ιδιότητες της μη νανομορφής του ίδιου υλικού·
   κζ) «παραγωγός»:
   i) στην περίπτωση δραστικής ουσίας που παρασκευάζεται εντός της Ένωσης και τίθεται σε κυκλοφορία, ο παραγωγός της δραστικής αυτής ουσίας ή πρόσωπο εγκατεστημένο στην Ένωση, το οποίο έχει οριστεί από τον παραγωγό ως αποκλειστικός εκπρόσωπός του για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού,
   ii) στην περίπτωση δραστικής ουσίας που παρασκευάζεται εκτός της Ένωσης, το εγκατεστημένο στην Ένωση πρόσωπο, το οποίο έχει οριστεί από τον παραγωγό της δραστικής αυτής ουσίας ως αποκλειστικός εκπρόσωπός του για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ή, εάν δεν έχει ορισθεί τέτοιο πρόσωπο, ο εισαγωγέας της δραστικής αυτής ουσίας στην Ένωση,
   iii) στην περίπτωση βιοκτόνου το οποίο έχει παρασκευαστεί εκτός της Ένωσης, το εγκατεστημένο στην Ένωση πρόσωπο, το οποίο έχει οριστεί από τον παραγωγό του εν λόγω βιοκτόνου ως αποκλειστικός εκπρόσωπός του για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ή, εάν δεν έχει ορισθεί τέτοιο πρόσωπο, ο εισαγωγέας του βιοκτόνου στην Ένωση·
   κη) «επαγγελματίας χρήστης»:
  

κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί βιοκτόνα προϊόντα στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δραστηριότητας·

   κθ) «ευπαθείς ομάδες»
  

άτομα που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή κατά την αξιολόγηση των οξειών και χρονίων επιπτώσεων των βιοκτόνων στην υγεία. Στα άτομα αυτά περιλαμβάνονται οι έγκυοι και οι θηλάζουσες γυναίκες, τα έμβρυα, τα βρέφη και τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι εργαζόμενοι και κατοικούντες σε περιοχές που υποβάλλονται σε υψηλή έκθεση σε βιοκτόνα επί μακρό διάστημα·

λ)  «ΜΜΕ»:

μικρές και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις, όπως ορίζονται με τη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων(39).

2.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν για τους ακόλουθους όρους οι ορισμοί του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006:

   α) ουσία,
   β) μείγμα,
   γ) αντικείμενο,
   δ) έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών,
   ε) επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΔΡΑΣΤΙΚΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

Άρθρο 4

Όροι καταχώρισης

1.  Δραστική ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα Ι για αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα 10 έτη, εάν ένα τουλάχιστον από τα βιοκτόνα που την περιέχουν πληροί τους όρους του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχείο β). Δραστική ουσία στην οποία αναφέρεται το άρθρο 5 μπορεί μόνο να ενσωματωθεί στο παράρτημα I για αρχική περίοδο 5 ετών.

2.  Η καταχώρηση δραστικής ουσίας στο παράρτημα I περιορίζεται στους τύπους προϊόντων του παραρτήματος V, για τους οποίους έχουν υποβληθεί σχετικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 6.

3.  Οι δραστικές ουσίες καθαυτές ή ως τμήμα βιοκτόνων, μπορούν να διατεθούν στην αγορά της Ένωσης για χρήση σε βιοκτόνα, μόνον εάν έχουν συμπεριληφθεί στο Παράρτημα Ι, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

4.  Εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, όλοι οι κατασκευαστές δραστικής ουσίας, είτε χρησιμοποιείται αυτούσια είτε ως τμήμα βιοκτόνου, υποβάλλουν αίτηση στον Οργανισμό για την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι.

5.  Κατά περίπτωση, οι δραστικές ουσίες και ο ορισμός της πηγής αναφοράς της δραστικής ουσίας για τον προσδιορισμό της τεχνικής ισοδυναμίας καταχωρίζονται στο παράρτημα Ι, συνοδευόμενες από κάποιον από τους εξής όρους:

   α) τον ελάχιστο βαθμό καθαρότητας της δραστικής ουσίας,
   β) το είδος ορισμένων προσμείξεων και τη μέγιστη περιεκτικότητα σε αυτές,
   γ) τον τύπο προϊόντων κατά το παράρτημα V,
   δ) τον τρόπο και την περιοχή χρήσης,
   ε) τον χαρακτηρισμό των κατηγοριών χρηστών,
   στ) τον χαρακτηρισμό της χημικής ταυτότητας όσον αφορά τα στερεοϊσομερή,
   ζ) άλλους ειδικούς όρους, βασιζόμενους στην αξιολόγηση των πληροφοριών που αφορούν την εκάστοτε δραστική ουσία.

6.  Για τις δραστικές ουσίες που καταχωρίζονται στο παράρτημα Ι καθορίζονται, κατά περίπτωση, ανώτατα όρια υπολειμμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Φεβρουαρίου 2005 για τα ανώτατα όρια καταλοίπων φυτοφαρμάκων μέσα η πάνω στα τρόφιμα και τις ζωοτροφές φυτικής και ζωικής προέλευσης(40) και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 470/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Μαΐου 2009 για θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών για τον καθορισμό ορίων καταλοίπων των φαρμακολογικά δραστικών ουσιών στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης(41).

Άρθρο 5

Κριτήρια εξαίρεσης

1.  Με τηνν επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι εξής δραστικές ουσίες δεν καταχωρίζονται στο παράρτημα Ι ▌:

     α) δραστικές ουσίες που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 ή πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως καρκινογόνοι κατηγορίας 1Α ή 1Β·
   β) δραστικές ουσίες που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 ή πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως μεταλλαξιογόνοι κατηγορίας 1Α ή 1Β·
   γ) δραστικές ουσίες που έχουν ταξινομηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 ή πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β·
   δ) δραστικές ουσίες οι οποίες, με βάση την εκτίμηση της Ένωσης ή διεθνώς συμφωνημένες κατευθυντήριες γραμμές για δοκιμές ή άλλα στοιχεία και πληροφορίες που έχουν αξιολογηθεί από ομότιμους κριτές, περιλαμβανομένης της επανεξέτασης της επιστημονικής βιβλιογραφίας από τον Οργανισμό, θεωρείται ότι έχουν ιδιότητες ενδοκρινικού διαταράκτη που μπορούν να προκαλέσουν επιβλαβείς συνέπειες στους ανθρώπους, ή οι οποίες έχει διαπιστωθεί ότι έχουν ιδιότητες ενδοκρινικού διαταράκτη, βάσει του άρθρου 57 στοιχείο στ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

Έως τις 13 Δεκεμβρίου 2013 το αργότερο, η Επιτροπή εκδίδει διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75, μέτρα σχετικά με συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια για τον καθορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής. Εν αναμονή της έγκρισης των κριτηρίων αυτών, οι ουσίες που έχουν ταξινομηθεί ή πρέπει να ταξινομηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, ως καρκινογόνες κατηγορίας 2 και τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2, μπορεί να θεωρηθούν ότι διαθέτουν ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής. Επιπλέον, ουσίες όπως αυτές που έχουν ταξινομηθεί ή πρέπει να ταξινομηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, ως τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2 και που έχουν τοξικές επιδράσεις στα ενδοκρινικά όργανα, μπορεί να θεωρηθούν ότι διαθέτουν ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής·

   ε) δραστικές ουσίες που είναι ανθεκτικές, βιοσυσσωρεύσιμες και τοξικές·
   στ) δραστικές ουσίες που είναι άκρως ανθεκτικές και άκρως βιοσυσσωρεύσιμες·
   ζ) έμμονοι οργανικοί ρύποι (POP) που προβλέπονται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για τους έμμονους οργανικούς ρύπους(42).

2.  Οι ▌δραστικές ουσίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 1 μπορούν να καταχωρίζονται στο παράρτημα Ι μόνον εφόσον συντρέχει μία από τις εξής προϋποθέσεις ▌:

     α) υπό κανονικές συνθήκες χρήσης, η έκθεση του ανθρώπου ή του περιβάλλοντος στη δραστική ουσία που περιέχεται σε βιοκτόνο είναι αμελητέα, ιδίως όταν το προϊόν χρησιμοποιείται σε κλειστά συστήματα ή υπό άλλες συνθήκες που αποκλείουν την επαφή με τον άνθρωπο·
     β) η δραστική ουσία είναι αποδεδειγμένα απαραίτητη για την πρόληψη ή τον έλεγχο σοβαρού κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή την υγεία των ζώων ή το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων και των ζωοτροφών, ή του δημόσιου συμφέροντος και προς τούτο δεν υπάρχουν κατάλληλες εναλλακτικές ουσίες ή τεχνολογίες.

Η χρήση βιοκτόνου που περιέχει δραστικές ουσίες οι οποίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα I σύμφωνα με την παράγραφο αυτή υπόκειται σε κατάλληλα μέτρα άμβλυνσης του κινδύνου προκειμένου να διασφαλιστεί η μείωση στο ελάχιστο της έκθεσης των ανθρώπων και του περιβάλλοντος.

Το κράτος μέλος που εγκρίνει βιοκτόνο το οποίο περιέχει δραστική ουσία που έχει καταχωριστεί στο παράρτημα Ι σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο, καταρτίζει σχέδιο υποκατάστασης για τον έλεγχο του σοβαρού κινδύνου με άλλα μέσα συμπεριλαμβανομένων μη χημικών μεθόδων, που είναι εξ ίσου αποτελεσματικά με το εν λόγω βιοκτόνο και διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση το σχέδιο αυτό στην Επιτροπή. Η χρήση του βιοκτόνου με τη σχετική δραστική ουσία περιορίζεται στα κράτη μέλη στα οποία ο σοβαρός κίνδυνος πρέπει να προληφθεί ή, εάν εκδηλωθεί, να ελεγχθεί.

Άρθρο 6

Απαιτούμενα στοιχεία για τις αιτήσεις

1.  Οι αιτήσεις καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) φάκελο για τη δραστική ουσία, ο οποίος πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραρτήματος II, ή σχετικό έγγραφο πρόσβασης·
   β) φάκελο ή σχετικό έγγραφο πρόσβασης για ένα τουλάχιστον αντιπροσωπευτικό βιοκτόνο που περιέχει τη δραστική ουσία, ο οποίος πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραρτήματος IIΙ.

Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, ο αιτών δεν οφείλει να παρέχει στοιχεία που απαιτούνται βάσει της εν λόγω παραγράφου, εάν συντρέχει ένας από τους ακόλουθους λόγους:

   α) οι πληροφορίες δεν είναι απαραίτητες δεδομένου ότι κάθε είδους σχετική έκθεση μπορεί να αποκλεισθεί δυνάμει των προτεινόμενων χρήσεων·
   β) η παροχή των πληροφοριών δεν είναι επιστημονικώς αναγκαία·
   γ) η παροχή των πληροφοριών είναι τεχνικώς ανέφικτη.

3.  Ο αιτών μπορεί να προτείνει προσαρμογή των απαιτούμενων βάσει της παραγράφου 1 στοιχείων, σύμφωνα με το παράρτημα IV. Οι προτεινόμενες προσαρμογές των απαιτούμενων στοιχείων αιτιολογούνται επακριβώς στην αίτηση με αναφορά στους ειδικούς κανόνες του παραρτήματος IV.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τη δυνατότητά του να προτείνει προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων και τους λόγους που μπορεί να επικαλεστεί για να ζητήσει την εν λόγω προσαρμογή και, εάν είναι δυνατόν, τον συνδράμει στην κατάρτιση της σχετικής πρότασης.

4.  Προκειμένου να οριστεί τι αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση της προσαρμογής των στοιχείων που απαιτούνται βάσει της παραγράφου 1 για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), η Επιτροπή θεσπίζει τα κριτήρια διά κατ' εξουσιοδότηση πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75.

Άρθρο 7

Υποβολή και επικύρωση των αιτήσεων

1.  Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στον Οργανισμό αίτηση καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή αίτηση για μετέπειτα τροποποίηση των όρων καταχώρισης δραστικής ουσίας. Ο Οργανισμός γνωστοποιεί το όνομα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους, την οποία επιλέγει για να αξιολογήσει την αίτησή τους. Η εν λόγω αρμόδια αρχή (εφεξής «αρμόδια αρχή αξιολόγησης») είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της αίτησης.

2.  Ο Οργανισμός ορίζει για κάθε αίτηση αριθμό υποβολής, ο οποίος χρησιμοποιείται για την αλληλογραφία που αφορά την αίτηση, έως ότου η δραστική ουσία καταχωριστεί στο παράρτημα Ι καθώς και ημερομηνία υποβολής που είναι η ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από τον Οργανισμό.

3.  Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός πληροφορεί την αρμόδια αρχή αξιολόγησης ότι η αίτηση είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων του Οργανισμού.

4.  Εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή αίτησης, ο Οργανισμός την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί οι φάκελοι που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β),
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

5.  Εάν ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει ▌προθεσμία το πολύ δύο μηνών για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, ο Οργανισμός αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις ζητηθείσες πληροφορίες, ο Οργανισμός απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφεται μέρος των τελών που έχουν καταβληθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 71.

Εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός δίνει σε όλες τις πληροφορίες του φακέλου ενιαίο κωδικό αναγνώρισης.

6.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει της παραγράφου 5 τρίτο εδάφιο υπόκεινται σε προσφυγή, ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

7.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 4, ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή αξιολόγησης.

Άρθρο 8

Αξιολόγηση των αιτήσεων

1.  Εντός 12 μηνών από την επικύρωση, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης αξιολογεί τους φακέλους σύμφωνα με το άρθρο 4, καθώς και, κατά περίπτωση, την πρόταση προσαρμογής των απαιτούμενων στοιχείων, η οποία έχει ενδεχομένως υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3.

Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα της αξιολόγησης, εγγράφως ή προφορικώς, εντός δύο μηνών. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της αξιολόγησης.

Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης διαβιβάζει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης στον Οργανισμό.

2.  Εάν, κατά την αξιολόγηση των φακέλων, προκύψει ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες για τη διενέργειά της, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης ζητεί από τον αιτούντα να υποβάλει τις πληροφορίες αυτές εντός καθορισμένης προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες. Κατ' εξαίρεση και μετά από δέουσα αιτιολόγηση, η προθεσμία μπορεί να παραταθεί κατά επιπλέον έξι μήνες. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης ενημερώνει τον Οργανισμό σχετικά με το αίτημά της προς τον αιτούντα και την παράταση της προθεσμίας. Όταν οι εν λόγω συμπληρωματικές πληροφορίες περιλαμβάνουν δοκιμές σε ζώα, ο αιτών καλείται από εμπειρογνώμονα του Οργανισμού ή από τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά κατάλληλες εναλλακτικές μεθόδους και στρατηγικές δοκιμών, να αντικαταστήσει, να μειώσει ή να εξειδικεύσει τη χρήση σπονδυλωτών ζώων.

Η δωδεκάμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναστέλλεται από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού αιτήματος μέχρι την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.

3.  Εάν η αρμόδια αρχή αξιολόγησης θεωρεί ανησυχητικές τις αθροιστικές επιδράσεις της χρήσης βιοκτόνων που περιέχουν την ίδια δραστική ουσία, ή διαφορετικές ουσίες με παρόμοιες ή κοινές επιδράσεις στις ίδιες συνιστώσες, είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό μηχανισμό δράσης, τεκμηριώνει τις ανησυχίες της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος XV τμήμα ΙΙ σημείο 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και συμπεριλαμβάνει το θέμα αυτό στα συμπεράσματά της.

4.  Εντός εννέα μηνών από την παραλαβή των συμπερασμάτων της αξιολόγησης, ο Οργανισμός συντάσσει και υποβάλλει στην Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης.

5.  Προκειμένου ο κατάλογος των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών να διατηρείται ενημερωμένος, όταν η Επιτροπή λάβει τη γνωμοδότηση του Οργανισμού, εκδίδει απόφαση ▌καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75.

6.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 7 παράγραφος 1, η αίτηση είναι δυνατόν να αξιολογηθεί από αρμόδια αρχή διαφορετική από εκείνη που παρέλαβε το αντίγραφο της αίτησης.

Η αρμόδια αρχή στην οποία κοινοποιήθηκε προς αξιολόγηση η αίτηση μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή δεόντως αιτιολογημένο αίτημα ορισμού άλλης αρμόδιας αρχής αξιολόγησης, εντός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3. Η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2. Η δωδεκάμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αρχίζει από την ημερομηνία λήψης της απόφασης αυτής.

Άρθρο 9

Υποψήφιες για υποκατάσταση δραστικές ουσίες

1.  Οι δραστικές ουσίες που πληρούν τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα κριτήρια θεωρούνται υποψήφιες για υποκατάσταση σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2:

   α) η αποδεκτή ημερήσια πρόσληψη, η δόση αναφοράς οξείας έκθεσης ή το αποδεκτό επίπεδο έκθεσης του χρήστη είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις αντίστοιχες τιμές για την πλειονότητα των δραστικών ουσιών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι, για τον ίδιο τύπο προϊόντων·
   β) πληρούν δύο από τα κριτήρια χαρακτηρισμού μιας ουσίας ως ανθεκτικής (έμμονης), βιοσυσσωρεύσιμης και τοξικής κατά το παράρτημα XIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·
   γ) υπάρχουν λόγοι ανησυχίας που συνδέονται με το είδος των κρίσιμων επιδράσεων, ειδικότερα νευροτοξικών ή ανοσοτοξικών επιδράσεων στην ανάπτυξη, οι οποίες, σε συνδυασμό με τους τρόπους χρήσης, οδηγούν σε καταστάσεις χρήσης που δεν θα έπαυαν να αποτελούν πηγή ανησυχίας, όπως είναι η υψηλή επικινδυνότητα για τα υπόγεια ύδατα, ακόμα και αν εφαρμόζονταν πολύ περιοριστικά μέτρα διαχείρισης του κινδύνου·
   δ) είναι πολύ ανθεκτικές και πολύ βιοσυσσωρεύσιμες σύμφωνα προς τα κριτήρια που καθορίζονται με το παράρτημα XIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·
   ε) έχουν ταξινομηθεί ή πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης ως ευαισθητοποιητικές για το αναπνευστικό σύστημα, καρκινογόνοι κατηγορίας 1Α ή 1Β, μεταλλαξιγόνοι κατηγορίας 1Α ή 1Β ή τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008·
   στ) με βάση την αξιολόγηση ενωσιακών ή διεθνώς αποδεκτών κατευθυντήριων γραμμών για τις δοκιμές ή άλλων διαθέσιμων στοιχείων, θεωρείται ότι διαθέτουν ιδιότητες ενδοκρινικού διαταράκτη, με ενδεχόμενες δυσμενείς επιδράσεις στον άνθρωπο ή στο περιβάλλον.

2.  Όταν ο Οργανισμός γνωμοδοτεί σχετικά με την καταχώριση ή την ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, εξετάζει αν η δραστική ουσία ανταποκρίνεται σε κάποιο από τα κριτήρια της παραγράφου 1 και αναλύει το θέμα αυτό στη γνωμοδότησή του.

3.  Πριν υποβάλει ο Οργανισμός στην Επιτροπή τη γνωμοδότησή του για την καταχώριση ή την ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με τις πιθανές υποψήφιες για υποκατάσταση ουσίες, ορίζοντας ένα εύλογο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι μπορούν να υποβάλουν σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών για τα διαθέσιμα υποκατάστατα. Ο Οργανισμός λαμβάνει δεόντως υπόψη τις υποβαλλόμενες πληροφορίες κατά την οριστικοποίηση της γνωμοδότησής του.

4.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 10 παράγραφος 3, η καταχώριση, στο παράρτημα Ι, δραστικής ουσίας που θεωρείται υποψήφια για υποκατάσταση χορηγείται ή ανανεώνεται για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

5.  Οι δραστικές ουσίες που θεωρούνται υποψήφιες για υποκατάσταση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να επισημαίνονται στο παράρτημα Ι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙI

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΔΡΑΣΤΙΚΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Άρθρο 10

Όροι ανανέωσης

1.  Η Επιτροπή ανανεώνει την καταχώριση δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, εφόσον η δραστική ουσία εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των άρθρων 4 και 5.

2.  Η ανανέωση της καταχώρισης μπορεί να συναρτάται, κατά περίπτωση, με όρους και περιορισμούς, βασιζόμενους σε νέα στοιχεία που εξετάστηκαν ή σε προσαρμογές στη τεχνική πρόοδο.

3.  Εκτός αυστηρότερων διατάξεων της απόφασης για ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, η ανανέωση μπορεί να ανανεώνεται για μέγιστη περίοδο 10 ετών.

Άρθρο 11

Υποβολή και επικύρωση των αιτήσεων

1.  Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στον Οργανισμό αίτηση για ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, τουλάχιστον 18 μήνες πριν από τη λήξη της ισχύος της καταχώρισης στο παράρτημα Ι για δεδομένο τύπο προϊόντων.

Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Ο αιτών συνυποβάλλει με την αίτηση ανανέωσης κατάλογο όλων των σχετικών με τη δραστική ουσία στοιχείων που προέκυψαν μετά την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι, καθώς και αιτιολόγηση για το κατά πόσον τα συμπεράσματα της αρχικής αξιολόγησης της ουσίας εξακολουθούν να ισχύουν. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε στιγμή από τον αιτούντα να υποβάλει τα στοιχεία του εν λόγω καταλόγου.

2.  Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός πληροφορεί την αρμόδια αρχή αξιολόγησης, η οποία διενήργησε την αρχική αξιολόγηση της αίτησης καταχώρισης στο παράρτημα Ι, ότι η αίτηση είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων του Οργανισμού.

3.  Εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης, ο Οργανισμός την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

4.  Εάν ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει ▌προθεσμία το πολύ δύο μηνών για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός δύο μηνών από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, ο Οργανισμός αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις ζητηθείσες πληροφορίες, ο Οργανισμός απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφεται μέρος των τελών που έχουν καταβληθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 71.

5.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει της παραγράφου 4 τρίτο εδάφιο υπόκεινται σε προσφυγή, ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

6.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 3, ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή αξιολόγησης.

Άρθρο 12

Αξιολόγηση των αιτήσεων ανανέωσης

1.  Εντός μηνός από την επικύρωση που αναφέρεται στο άρθρο 11, η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση αποφασίζει αν χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης ανανέωσης, βασιζόμενη στα διαθέσιμα στοιχεία και στην ανάγκη επανεξέτασης των συμπερασμάτων της αρχικής αξιολόγησης της αίτησης για καταχώριση στο παράρτημα Ι.

Εάν η αρμόδια αρχή αξιολόγησης αποφασίσει ότι χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης, η αξιολόγηση αυτή διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4. Η απόφαση σχετικά με την αίτηση εκδίδεται σύμφωνα με τις παραγράφους 5, 6 και 7 του παρόντος άρθρου.

2.  Εάν η αρμόδια αρχή αξιολόγησης αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης, συντάσσει και υποβάλλει στον Οργανισμό, εντός έξι μηνών, σύσταση για την ανανέωση της καταχώρισης της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι.

Πριν από την υποβολή της σύστασης στον Οργανισμό, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τη σύσταση, εγγράφως ή προφορικώς, εντός μηνός. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της σύστασής της.

3.  Όταν ο Οργανισμός λάβει τη σύσταση της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης, τη θέτει στη διάθεση της Επιτροπής, των αρμοδίων αρχών των λοιπών κρατών μελών και του αιτούντος και τους παρέχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με τη σύσταση εντός τριμήνου.

4.  Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από τον Οργανισμό να γνωμοδοτήσει σχετικά με επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, τα οποία τίθενται από αρμόδιες αρχές που αντιτίθενται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 2 σύσταση. Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραπομπής του ζητήματος σε αυτόν.

5.  Προκειμένου ο κατάλογος των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών να παραμένει ενημερωμένος, μετά την πάροδο της περιόδου κατά την παράγραφο 3 ή όταν λάβει τη γνωμοδότηση του Οργανισμού, η Επιτροπή εκδίδει, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75, απόφαση για ανανέωση της καταχώρισης της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι.

6.  Όταν, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του αιτούντος, η καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι είναι πιθανόν να λήξει χωρίς να έχει ληφθεί απόφαση για ανανέωση, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, για την επαρκή μετάθεση της ημερομηνίας λήξης της καταχώρισης μέχρι να εξεταστεί η αίτηση.

7.  Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή αποφασίζει να μην ανανεώσει την καταχώριση δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, μπορεί να παρέχει περίοδο χάριτος για την τελική διάθεση, την αποθήκευση, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων που περιέχουν τη συγκεκριμένη δραστική ουσία.

Η περίοδος χάριτος για τη διάθεση στην αγορά δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, στους οποίους προστίθενται δώδεκα μήνες, κατ' ανώτατο όριο, για την τελική διάθεση, την αποθήκευση και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία.

Άρθρο 13

Επανεξέταση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι

1.  Προκειμένου ο κατάλογος των εγκεκριμένων δραστικών ουσιών να παραμένει ενημερωμένος, η Επιτροπή μπορεί να επανεξετάζει ανά πάσα στιγμή την καταχώριση δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, εφόσον υπάρχουν ▌ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες δεν τηρούνται πλέον οι απαιτήσεις των άρθρων 4 και 5. Η Επιτροπή επανεξετάζει την καταχώριση ακόμη και σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν εξασφαλίζεται η επίτευξη των στόχων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv), το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i), και το άρθρο 7, παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ. Εφόσον επιβεβαιωθούν οι ενδείξεις αυτές, η Επιτροπή εκδίδει, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75, απόφαση για την τροποποίηση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι ή τη διαγραφή της από αυτό.

2.  Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί τη γνώμη του Οργανισμού σχετικά με κάθε επιστημονικό ή τεχνικό ζήτημα που ανακύπτει κατά την επανεξέταση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι. Εντός εννέα μηνών από την υποβολή του αιτήματος, ο Οργανισμός συντάσσει γνωμοδότηση και την υποβάλλει στην Επιτροπή.

3.  Στις περιπτώσεις που η Επιτροπή διαγράφει την καταχώριση δραστικής ουσίας από το παράρτημα Ι, μπορεί να παρέχει περίοδο χάριτος για την τελική διάθεση, την αποθήκευση, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων που περιέχουν τη συγκεκριμένη δραστική ουσία.

Η περίοδος χάριτος για τη διάθεση στην αγορά δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, στους οποίους προστίθενται δώδεκα μήνες, κατ' ανώτατο όριο, για την τελική διάθεση, την αποθήκευση και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία.

Άρθρο 14

Λεπτομερείς διαδικασίες για την ανανέωση και την επανεξέταση

Προκειμένου να διασφαλίσει την απρόσκοπτη εφαρμογή των διαδικασιών ανανέωσης και επανεξέτασης, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει περαιτέρω λεπτομερή μέτρα δι' εκδόσεως κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 73 και υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΔΕΙΩΝ ΓΙΑ ΒΙΟΚΤΟΝΑ

Άρθρο 15

Διάθεση στην αγορά και χρήση βιοκτόνων

1.  Κανένα βιοκτόνο δεν επιτρέπεται να διατίθεται στην αγορά ή να χρησιμοποιείται, εάν δεν έχει εκδοθεί άδεια για το βιοκτόνο αυτό σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

2.  Η αίτηση χορήγησης άδειας υποβάλλεται από το πρόσωπο που θα είναι ο κάτοχος της άδειας ή εξ ονόματός του. Το πρόσωπο αυτό μπορεί, όχι όμως κατ' ανάγκη, να είναι ο υπεύθυνος για τη διάθεση του βιοκτόνου στην αγορά σε συγκεκριμένο κράτος μέλος ή στην Ένωση, ή εξ ονόματός του.

Οι αιτήσεις χορήγησης ▌άδειας υποβάλλονται στον Οργανισμό. Όταν ο αιτών υποβάλλει αίτηση για εθνική άδεια, μετά από συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κράτος στου οποίου την επικράτεια θα ισχύει η εθνική άδεια, προσδιορίζει στην ίδια την αίτηση, όπως ορίζει το άρθρο 22, την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους της επιλογής του, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της αίτησης καθώς και την απόφαση επ' αυτής (εφεξής «αρμόδια αρχή παραλαβής»).

Ο κάτοχος άδειας πρέπει να διαθέτει μόνιμο γραφείο στην Ένωση.

Ο αιτών μπορεί να υποβάλλει μία μόνο αίτηση για χορήγηση άδειας για ομάδα προϊόντων που πρόκειται να εγκριθούν στο πλαίσιο ομαδικής τυποποίησης.

3.  Είναι δυνατόν να χορηγηθεί άδεια για μοναδικό σκεύασμα προϊόντος ή για σκεύασμα-πλαίσιο.

4.  Οι άδειες χορηγούνται για μέγιστη περίοδο 10 ετών.

5.  Τα βιοκτόνα πρέπει να χρησιμοποιούνται ορθώς. Η ορθή χρήση περιλαμβάνει την τήρηση των όρων χορήγησης άδειας που καθορίζονται στο άρθρο 16 και των σχετικών με την επισήμανση απαιτήσεων, που καθορίζονται στο άρθρο 58.

Η ορθή χρήση συνεπάγεται επίσης την ορθολογική εφαρμογή ενός συνδυασμού φυσικών, βιολογικών, χημικών ή άλλων μέτρων, κατά περίπτωση, με τα οποία η χρήση των βιοκτόνων περιορίζεται στο ελάχιστο αναγκαίο.

Η μόλυνση από επιβλαβείς οργανισμούς αποφεύγεται με ενδεδειγμένα αποτρεπτικά μέτρα για την εξάλειψη ή απώθηση των οργανισμών αυτών. Επιπλέον, λαμβάνονται άλλα προληπτικά μέτρα, όπως κατάλληλη αποθήκευση προϊόντων, τήρηση προτύπων υγιεινής και άμεση διάθεση αποβλήτων. Αναλαμβάνονται περαιτέρω ενέργειες μόνον εάν τα εν λόγω μέτρα δεν αποδεικνύονται δραστικά. Προτιμάται πάντα η χρήση βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας για τους ανθρώπους, τα ζώα και το περιβάλλον σε σχέση με άλλα προϊόντα. Τα βιοκτόνα που προορίζονται να βλάψουν, να θανατώσουν ή να καταστρέψουν ζώα ικανά να νοιώσουν πόνο και αγωνία χρησιμοποιούνται μόνο ως έσχατη λύση.

Υποχρεωτικά μέτρα θεσπίζονται με οδηγία πλαίσιο για ενωσιακή δράση και συνεπώς εκτελούνται με σκοπό να επιτευχθεί η βιώσιμη επαγγελματική χρήση των βιοκτόνων προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της καθιέρωσης εθνικών σχεδίων δράσης, της ολοκληρωμένης διαχείρισης επιβλαβών οργανισμών, μέτρων περιορισμού του κινδύνου και της προώθησης εναλλακτικών λύσεων.

Έως …(43), η Επιτροπή υποβάλλει πρόταση οδηγίας πλαισίου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

Άρθρο 16

Όροι χορήγησης άδειας

1.  Χορηγείται άδεια για βιοκτόνο μόνον εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

   α) οι δραστικές ουσίες που περιέχει περιλαμβάνονται στο παράρτημα I και τηρούνται οι όροι που ενδεχομένως συνοδεύουν τις δραστικές αυτές ουσίες στο εν λόγω παράρτημα·
  β) βάσει των κοινών αρχών για την αξιολόγηση των φακέλων των βιοκτόνων, οι οποίες διατυπώνονται στο παράρτημα VI, αποδεικνύεται ότι το βιοκτόνο πληροί τα ακόλουθα κριτήρια, όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με την άδεια και αφού ληφθούν υπόψη οι παράγοντες που αναφέρονται στην παράγραφο 2:
   i) είναι επαρκώς αποτελεσματικό·
   ii) δεν έχει μη αποδεκτές επιδράσεις στους στοχευόμενους οργανισμούς, ειδικότερα μη αποδεκτή αντοχή ή διασταυρούμενη αντοχή ή πρόκληση άσκοπης ταλαιπωρίας και πόνου στα σπονδυλωτά·
   iii) δεν έχει αμέσως ή μελλοντικά βλαβερές συνέπειες στα υπόγεια ύδατα ή στην υγεία του ανθρώπου, αυτό καθεαυτό ή λόγω των υπολειμμάτων του, συμπεριλαμβανομένης της υγείας ευάλωτων ομάδων, ή των ζώων, είτε απευθείας είτε μέσω του πόσιμου νερού (λαμβάνοντας υπόψη ουσίες που προκύπτουν από την επεξεργασία των υδάτων), των τροφίμων, των ζωοτροφών ή του αέρα, ή συνέπειες στο χώρο εργασίας ή δι' άλλων εμμέσων επιδράσεων, λαμβάνοντας υπόψη γνωστές σωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όταν διατίθενται οι αποδεκτές από τον Οργανισμό επιστημονικές μέθοδοι για την αξιολόγηση τέτοιων επιδράσεων·
  iv) δεν έχει μη αποδεκτές επιδράσεις, αυτό καθαυτό ή λόγω των υπολειμμάτων του, στο περιβάλλον, με γνώμονα ιδίως:
   την πορεία και την κατανομή του στο περιβάλλον,
   τη μόλυνση των επιφανειακών υδάτων (συμπεριλαμβανομένων των υδάτων των εκβολών ποταμών και των θαλάσσιων), των υπόγειων υδάτων, του πόσιμου νερού, του ατμοσφαιρικού αέρα και του εδάφους, λαμβάνοντας υπόψη τους χώρους μακριά από το σημείο χρήσης του προϊόντος μετά από μεταφορά σε μεγάλες αποστάσεις στο περιβάλλον,
   τις επιπτώσεις του σε μη στοχευόμενους οργανισμούς,
   τις επιπτώσεις του στη βιοποικιλότητα και στα οικοσυστήματα·
   γ) η χημική ταυτότητα, η ποσότητα και η τεχνική ισοδυναμία των δραστικών ουσιών του βιοκτόνου και, κατά περίπτωση, των σημαντικών από τοξικολογική ή οικοτοξικολογική άποψη προσμείξεων και μη δραστικών ουσιών του, καθώς και των μεταβολιτών και των υπολειμμάτων του με τοξικολογική και περιβαλλοντική σημασία, τα οποία προκύπτουν από τις χρήσεις που πρόκειται να επιτραπούν, μπορούν να προσδιοριστούν σύμφωνα με τις σχετικές απαιτήσεις των παραρτημάτων II και III·
   δ) οι φυσικές και χημικές του ιδιότητες έχουν προσδιοριστεί και έχουν κριθεί αποδεκτές για την κατάλληλη χρήση, αποθήκευση και μεταφορά του προϊόντος·
   ε) όταν χρησιμοποιούνται νανοϋλικά στο εν λόγω προϊόν, ο κίνδυνος για το περιβάλλον και την υγεία έχει αξιολογηθεί ξεχωριστά.

2.  Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του βιοκτόνου με τα κριτήρια της παραγράφου 1 στοιχείο β), λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθοι παράγοντες:

   α) όλες οι κανονικές συνθήκες υπό τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιηθεί το βιοκτόνο·
   β) ο τρόπος χρήσης κάθε υλικού ή αντικειμένου που έχει υποστεί κατεργασία με αυτό ή το περιέχει·
   γ) οι συνέπειες της χρήσης και της τελικής διάθεσής του·
   δ) σωρευτικά αποτελέσματα ή αποτελέσματα συνεργίας.

3.  Κατά την εκτίμηση της εκπλήρωσης των κριτηρίων της παραγράφου 1, στοιχείο β) πρέπει, εφόσον είναι δυνατόν, να συγκεντρώνονται πληροφορίες από υπάρχοντα ήδη στοιχεία για την ανησυχητική ουσία που περιέχει το βιοκτόνο, προκειμένου να μειώνονται στο ελάχιστο οι δοκιμές σε ζώα. Ειδικότερα πρέπει να εφαρμόζονται κατά το δυνατόν οι διατάξεις της οδηγίας 1999/45/ΕΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008 για τη διαπίστωση των επιζήμιων συνεπειών του βιοκτόνου και για την επακόλουθη αξιολόγηση του κινδύνου.

4.  Η αξιολόγηση της συμμόρφωσης του βιοκτόνου με τα κριτήρια της παραγράφου 1 σημεία β) και γ) δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη ουσία την οποία περιέχει το βιοκτόνο εάν η συγκέντρωσή της στο παρασκεύασμα είναι κατώτερη:

   α) των ισχυουσών συγκεντρώσεων κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3 της οδηγίας 1999/45/ΕΚ·
   β) των ορίων συγκέντρωσης κατά το Παράρτημα Ι της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ·
   γ) των ορίων συγκέντρωσης κατά το Μέρος Β του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 1999/45/ΕΚ·
   δ) των ορίων συγκέντρωσης κατά το Μέρος Β του παραρτήματος ΙΙΙ της οδηγίας 1999/45/ΕΚ·
   ε) των ορίων συγκέντρωσης που ορίζονται με συμφωνημένη εγγραφή στον κατάλογο ταξινόμησης και επισήμανσης ο οποίος θεσπίστηκε βάσει του τίτλου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008·
   στ) της συγκέντρωσης 0,1 % κατά βάρος (w/w), εφόσον η ουσία πληροί τα κριτήρια που καθορίζει το Παράρτημα ΧΙΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

5.  Η άδεια για τη διάθεση βιοκτόνου χαμηλής επικινδυνότητας στην αγορά μπορεί να χορηγείται μόνον εφόσον οι δραστικές ουσίες αξιολογούνται ως δραστικές ουσίες χαμηλής επικινδυνότητας και περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5. Η χορήγηση άδειας προϋποθέτει την τήρηση των απαιτήσεων της παραγράφου 1 στοιχεία α) έως δ).

6.  Άδεια βιοκτόνου χορηγείται μόνο για τις χρήσεις για τις οποίες έχουν υποβληθεί σχετικά στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 18.

7.  Δεν χορηγείται άδεια για τη διάθεση βιοκτόνου στην αγορά προς το ευρύ κοινό ή για τη χρήση του από το ευρύ κοινό, εάν το βιοκτόνο πληροί οιοδήποτε από τα εξής κριτήρια ταξινόμησης:

   α) είναι τοξικό, πολύ τοξικό ή καρκινογόνο κατηγορίας 1 ή 2 ή μεταλλαξιγόνο κατηγορίας 1 ή 2 ή τοξικό για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1 ή 2 σύμφωνα με την οδηγία 1999/45/EΚ·
   β) είναι τοξικό, πολύ τοξικό ή καρκινογόνο κατηγορίας 1Α ή 1Β ή μεταλλαξιγόνο κατηγορίας 1Α ή 1Β ή τοξικό για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008·
   γ) θεωρείται ότι έχει ιδιότητες ενδοκρινικών διαταρακτών·
   δ) έχει νευροτοξικές ή ανοσοτοξικές επιδράσεις στην ανάπτυξη.

8.  Στην περίπτωση των σκευασμάτων-πλαισίων, είναι δυνατές οι εξής παρεκκλίσεις στη σύνθεση σε σχέση με βιοκτόνο αναφοράς:

   α) εξάλειψη δραστικής ουσίας σε βιοκτόνο αναφοράς με δύο τουλάχιστον δραστικές ουσίες·
   β) μείωση της εκατοστιαίας αναλογίας των δραστικών ουσιών·
   γ) εξάλειψη μιας ή περισσοτέρων μη δραστικών ουσιών·
   δ) μεταβολή της ποσοστιαίας σύνθεσης μιας ή περισσοτέρων μη δραστικών ουσιών·
   ε) αντικατάσταση μιας ή περισσοτέρων μη δραστικών ουσιών από άλλες ουσίες που ενέχουν τον ίδιο ή μικρότερο κίνδυνο.

9.  Η Επιτροπή πρέπει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 76, παράγραφος 2, να θεσπίζει τεχνικές και επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές για τη χορήγηση άδειας σε προϊόν, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τις εναρμονισμένες απαιτήσεις στοιχείων, τις διαδικασίες αξιολόγησης και τις αποφάσεις των κρατών μελών.

10.  Για να διευκολύνει την εναρμόνιση των πρακτικών χορήγησης αδειών σε ολόκληρη την Ένωση και για να μειώσει τη διοικητική επιβάρυνση εταιρειών και αρμοδίων αρχών, η Επιτροπή εγκρίνει μέσω πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και βάσει των όρων που θεσπίζονται στα άρθρα 74 και 75, μέτρα στα οποία προσδιορίζει τους όρους, τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τη ρύθμιση της χορήγησης άδειας και της διάθεσης στην αγορά του ίδιου προϊόντος για την ίδια χρήση, με διαφορετικές εμπορικές ονομασίες και από διαφορετικές επιχειρήσεις. Τα κριτήρια και οι διαδικασίες για τα μέτρα αυτά βασίζονται, αλλά δεν περιορίζονται, στις ακόλουθες αρχές:

   α) δεν διενεργείται πρόσθετη αξιολόγηση όσον αφορά ήδη επιτρεπόμενο προϊόν·
   β) οι αποφάσεις σχετικά με την αδειοδότηση λαμβάνονται εντός σύντομου χρονικού πλαισίου·
   γ) τα τέλη αδειοδότησης είναι χαμηλά σύμφωνα με το περιορισμένο απαιτούμενο διοικητικό έργο.

Άρθρο 17

Κριτήρια για τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας

1.  Το βιοκτόνο θεωρείται χαμηλής επικινδυνότητας, εάν οι δραστικές ουσίες που περιέχει περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I και εάν συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) για δεδομένο στοιχείο του περιβάλλοντος, είναι δυνατόν να συναχθεί ο λόγος της προβλεπόμενης συγκέντρωσης στο περιβάλλον (PEC) προς την προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιδράσεις (PNEC), ο οποίος δεν υπερβαίνει την τιμή 0,1·
   β) για κάθε επίδραση στη υγεία του ανθρώπου, το περιθώριο έκθεσης (ο λόγος του επιπέδου στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις (NOAEL) προς τη συγκέντρωση έκθεσης) υπερβαίνει την τιμή 1.000·
   γ) οι σωρευτικές επιπτώσεις τόσο δραστικών όσο και μη δραστικών ουσιών λαμβάνονται υπόψη και χαρακτηρίζονται ως χαμηλής επικινδυνότητας.

   α) το βιοκτόνο περιέχει μία ή περισσότερες ▌ουσίες που πληρούν τα κριτήρια χαρακτηρισμού ως έμμονων οργανικών ρύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 850/2004, ανθεκτικών, βιοσυσσωρεύσιμων και τοξικών ουσιών (ουσίες ΑΒΤ) ή ως άκρως ανθεκτικών και άκρως βιοσυσσωρεύσιμων ουσιών (ουσίες αΑαΒ), σύμφωνα με το παράρτημα XIII του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006·
   β) το βιοκτόνο περιέχει μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες που χαρακτηρίζονται ως ενδοκρινικοί διαταράκτες·
  γ) το βιοκτόνο περιέχει μία ή περισσότερες δραστικές ουσίες που έχουν ταξινομηθεί ή πληρούν τα κριτήρια ταξινόμησης, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, ως:
   i) καρκινογόνοι,
   ii) μεταλλαξιγόνοι,
   iii) νευροτοξικές,
   iv) ανοσοτοξικές,
   v) τοξικές για την αναπαραγωγή,
   vi) ευαισθητοποιητικές,
   vii) διαβρωτικές,
   viii) άκρως τοξικές ή τοξικές·
   δ) περιέχει νανοϋλικά·
   ε) είναι εκρηκτικό·
   στ) περιέχει ανησυχητική ουσία·
   ζ) είναι άκρως εύφλεκτο·
   η) είναι αυτοαναφλεγόμενο σε κατάλληλη θερμοκρασία.
  

2.  Για τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας πρέπει να αποδεικνύεται ότι το δυναμικό ανάπτυξης αντοχής από τους στοχευόμενους οργανισμούς, εξαιτίας της χρήσης του βιοκτόνου, είναι χαμηλό.

3.  Επιπλέον των δραστικών ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, οι δραστικές ουσίες που παράγονται ή εισάγονται για να χρησιμοποιηθούν σε βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, τα οποία επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 15, θεωρούνται ως καταχωρισμένες, η δε καταχώρισή τους θεωρείται ότι έχει περαιωθεί για παραγωγή ή εισαγωγή με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας και, επομένως, θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις των κεφαλαίων 1 και 5 του τίτλου ΙΙ του ίδιου κανονισμού.

Άρθρο 18

Απαιτούμενα στοιχεία για τις αιτήσεις χορήγησης άδειας

1.  Ο αιτών άδεια συνυποβάλλει με την αίτησή του τα ακόλουθα έγγραφα:

   α) φάκελο ή έγγραφο πρόσβασης για το βιοκτόνο, ο οποίος πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραρτήματος IIΙ·
   β) πρόταση για συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχεία α), β) και ε) έως ιγ)·
   γ) για τα βιοκτόνα που δεν θεωρούνται χαμηλής επικινδυνότητας, φάκελο ή έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο για κάθε δραστική ουσία του βιοκτόνου, ο οποίος πρέπει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραρτήματος II·
   δ) για τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, όλες τις πληροφορίες στις οποίες στηρίχθηκε το συμπέρασμα ότι το βιοκτόνο πρέπει να θεωρείται χαμηλής επικινδυνότητας·
   ε) όταν η δραστική ουσία που περιέχει το βιοκτόνο χαμηλής επικινδυνότητας έχει καταχωριστεί στο παράρτημα Ι, έγγραφο πρόσβασης, εφόσον δεν έχει παρέλθει η αντίστοιχη περίοδος προστασίας της πληροφορίας σύμφωνα με το άρθρο 49.

2.  Οι αιτήσεις χορήγησης άδειας συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

3.  Ο Οργανισμός μπορεί να επιβάλλει την υποβολή των αιτήσεων χορήγησης εθνικής άδειας σε μία ▌από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους ▌της αρμόδιας αρχής.

4.  Εάν η αίτηση αφορά βιοκτόνο το οποίο προορίζεται από τον παραγωγό του να χρησιμοποιηθεί και για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7, το εν λόγω βιοκτόνο συνοδεύεται από δήλωση συμμόρφωσης όσον αφορά την τήρηση των σχετικών βασικών απαιτήσεων των οδηγιών 90/385/ΕΟΚ, 93/42/ΕΟΚ και 98/79/EΚ.

5.  Η Επιτροπή συντάσσει καθοδηγητικά τεχνικά έγγραφα, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο δ). Η Επιτροπή πρέπει, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 76, παράγραφος 2, να θεσπίσει εναρμονισμένες τεχνικές και επιστημονικές κατευθυντήριες γραμμές και μέσα που υποστηρίζουν ειδικότερα την υποβολή αίτησης για τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με τα άρθρα 18, 19 και 20, ιδίως για ΜΜΕ.

Τα τεχνικά έγγραφα δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σειρά C.

Άρθρο 19

Εξαίρεση απαιτούμενων στοιχείων

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 18, ο αιτών δεν οφείλει να υποβάλλει στοιχεία που απαιτούνται βάσει του εν λόγω άρθρου, εάν συντρέχει ένας από τους ακόλουθους λόγους:

   α) οι πληροφορίες δεν είναι απαραίτητες λόγω της έκθεσης που συνεπάγονται οι προτεινόμενες χρήσεις·
   β) η παροχή των πληροφοριών δεν είναι επιστημονικώς αναγκαία·
   γ) η παροχή των πληροφοριών είναι τεχνικώς ανέφικτη.

2.  Ο αιτών μπορεί να προτείνει προσαρμογή των απαιτούμενων βάσει του άρθρου 18 στοιχείων, σύμφωνα με το παράρτημα IV. Οι προτεινόμενες προσαρμογές των απαιτούμενων στοιχείων αιτιολογούνται επακριβώς στην αίτηση με αναφορά στους ειδικούς κανόνες του παραρτήματος IV.

Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τη δυνατότητά του να προτείνει προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων και τους λόγους που μπορεί να επικαλεστεί για να ζητήσει την εν λόγω προσαρμογή και, εάν είναι δυνατόν, τον συνδράμει στην κατάρτιση της σχετικής πρότασης.

3.  Προκειμένου να καθορισθεί τι αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση της προσαρμογής των στοιχείων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 18 για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α), η Επιτροπή προσαρμόζει τα κριτήρια διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων των άρθρων 74 και 75.

Άρθρο 20

Περιεχόμενο της άδειας

1.  Στην άδεια καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις διάθεσης στην αγορά και χρήσης του βιοκτόνου.

2.  Η άδεια περιλαμβάνει τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) το εμπορικό όνομα του βιοκτόνου·
   β) το όνομα και η διεύθυνση του κατόχου της άδειας·
   γ) η ημερομηνία έκδοσης και η ημερομηνία λήξης της άδειας·
   δ) ο αριθμός της άδειας·
   ε) εφόσον απαιτείται για την ορθή χρήση του βιοκτόνου, η ποιοτική και ποσοτική σύνθεση σε δραστικές και μη δραστικές ουσίες, λαμβανομένων υπόψη των ανωτάτων ορίων συγκέντρωσης στο άρθρο 16 παράγραφος 4·
   στ) οι παραγωγοί του βιοκτόνου (ονόματα και διευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένου του τόπου των εγκαταστάσεων παραγωγής)·
   ζ) οι παραγωγοί των δραστικών ουσιών (ονόματα και διευθύνσεις, συμπεριλαμβανομένου του τόπου των εγκαταστάσεων παραγωγής)·
   η) η φυσική κατάσταση και το είδος του βιοκτόνου·
   θ) οι δηλώσεις κινδύνου και οι δηλώσεις προφυλάξεων·
   ι) ο τύπος προϊόντος κατά το παράρτημα V και οι στοχευόμενοι επιβλαβείς οργανισμοί·
   ια) η δοσολογία και οδηγίες χρήσης·
   ιβ) οι κατηγορίες χρηστών·
   ιγ) οι λεπτομέρειες των πιθανών άμεσων ή έμμεσων δυσμενών επιδράσεων και οδηγίες για τις πρώτες βοήθειες·
   ιδ) οδηγίες για την ασφαλή τελική διάθεση του προϊόντος και της συσκευασίας του·
   ιε) στην περίπτωση των βιοκτόνων τα οποία προορίζονται από τον παραγωγό τους να χρησιμοποιηθούν και για τους σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7, οι ενδεχόμενοι ειδικοί όροι χρήσης και δήλωση για τη συμμόρφωση του βιοκτόνου με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις των οδηγιών 90/385/ΕΟΚ, 93/42/ΕΟΚ και 98/79/EΚ·
   ιστ) για τον προσδιορισμό των σημαντικών από τοξικολογική και οικοτοξικολογική άποψη συστατικών του βιοκτόνου και υπολειμμάτων του, αναλυτικές μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών ανάκτησης και των ορίων ανίχνευσης.

3.  Για τα σκευάσματα-πλαίσια, επιπλέον της παραγράφου 2, στην άδεια αναφέρονται τα ακόλουθα στοιχεία, κατά περίπτωση:

   α) από την ομάδα προϊόντων που αποτελεί το σκεύασμα-πλαίσιο, το βιοκτόνο αναφοράς ▌·
   β) η επιτρεπόμενη μεταβολή της σύνθεσης του εν λόγω βιοκτόνου αναφοράς, εκφραζόμενη ως μείωση της εκατοστιαίας αναλογίας των δραστικών ουσιών ή ως μεταβολή της εκατοστιαίας αναλογίας των μη δραστικών ουσιών, οι οποίες περιέχονται στα βιοκτόνα που θεωρείται ότι ανήκουν στο συγκεκριμένο σκεύασμα-πλαίσιο·
   γ) οι μη δραστικές ουσίες οι οποίες είναι δυνατόν να υποκατασταθούν στα επιτρεπόμενα βιοκτόνα που ανήκουν στο συγκεκριμένο σκεύασμα-πλαίσιο.

4.  Στην περίπτωση σκευάσματος-πλαισίου παρέχεται ένας και μόνον αριθμός άδειας για όλα τα βιοκτόνα προϊόντα που ανήκουν στο εν λόγω σκεύασμα.

Άρθρο 21

Συγκριτική αξιολόγηση των βιοκτόνων

1.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για αξιολόγηση αίτησης για ενωσιακή άδεια, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης διενεργεί συγκριτική αξιολόγηση στο πλαίσιο της αξιολόγησης των αιτήσεων ανανέωσης άδειας για βιοκτόνα που περιέχουν υποψήφιες για υποκατάσταση δραστικές ουσίες σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1. Η συγκριτική αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται σχετικά με όλα τα βιοκτόνα προϊόντα που έχουν τον ίδιο σκοπό, όταν υπάρχει επαρκής εμπειρία χρήσεως και μετά από τουλάχιστον πέντε έτη.

2.  Τα αποτελέσματα της συγκριτικής αξιολόγησης διαβιβάζονται αμέσως στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και στον Οργανισμό, επίσης δε, όταν πρόκειται για αξιολόγηση αίτησης για ενωσιακή άδεια, στην Επιτροπή.

3.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για τη λήψη απόφασης σχετικά με αίτηση χορήγησης ενωσιακής άδειας, η Επιτροπή απαγορεύει ή περιορίζει τη διάθεση στην αγορά ή τη χρήση του βιοκτόνου που περιέχει υποψήφια για υποκατάσταση δραστική ουσία, εφόσον η συγκριτική αξιολόγηση, κατά την οποία σταθμίστηκαν οι κίνδυνοι και τα οφέλη σύμφωνα με το παράρτημα VI, καταδείξει ότι πληρούνται όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

   α) για τις χρήσεις που καθορίζονται στην αίτηση υπάρχουν ήδη άλλα επιτρεπόμενα βιοκτόνα που παρουσιάζουν σημαντικά μικρότερο κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή για το περιβάλλον και αποδεικνύουν ισοδύναμη αποτελεσματικότητα χωρίς ουσιαστική αύξηση κινδύνων οιασδήποτε άλλης παραμέτρου·
   β) το βιοκτόνο ή η μη χημική μέθοδος καταπολέμησης ή πρόληψης που αναφέρεται στο στοιχείο α) δεν παρουσιάζει σημαντικά οικονομικά ή πρακτικά μειονεκτήματα·
   γ) η χημική ποικιλία των δραστικών ουσιών είναι επαρκής ώστε να ελαχιστοποιείται η εμφάνιση αντοχής από τον στοχευόμενο οργανισμό.

4.  Η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 3, θεσπίζει μέτρα εφαρμογής με τα οποία προσδιορίζεται η αναγκαία διαδικασία για τον καθορισμό της αίτησης διενέργειας συγκριτικής αξιολόγησης για τα βιοκτόνα. Τα μέτρα αυτά ορίζουν τα κριτήρια και τους αλγορίθμους που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για τη διενέργεια συγκριτικής αξιολόγησης, με σκοπό να εξασφαλισθεί η ενιαία εφαρμογή της εντός της Ένωσης.

5.  Όταν η συγκριτική αξιολόγηση αφορά ζήτημα το οποίο, λόγω της κλίμακας ή των συνεπειών του, μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικότερα σε ενωσιακό επίπεδο, ειδικότερα όταν ενδιαφέρει δύο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή να λάβει απόφαση σχετικά με το ζήτημα αυτό. Η Επιτροπή εκδίδει την απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 76 παράγραφος 3.

Προκειμένου να καθορίζονται εκτελεστικές διατάξεις στις οποίες εξειδικεύονται οι διαδικασίες για τη συγκριτική αξιολόγηση που αφορά ζητήματα ενωσιακού ενδιαφέροντος, η Επιτροπή προσαρμόζει τα κριτήρια διά κατ' εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 74 και 75.

6.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 παράγραφος 4, για τα βιοκτόνα που περιέχουν υποψήφιες για υποκατάσταση ουσίες χορηγείται άδεια για περιόδους που δεν υπερβαίνουν τα πέντε έτη.

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και εφαρμόζουν σχέδιο υποκατάστασης προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η χρήση του εν λόγω βιοκτόνου καταργείται εντός της περιόδου ισχύος της έγκρισης και ότι η εν λόγω δραστική ουσία ή το εν λόγω προϊόν θα μπορεί να αντικατασταθεί με υγιή εναλλακτικά χημικά ή μη χημικά προϊόντα.

7.  Όταν αποφασίζεται να μην επιτραπεί ή να περιοριστεί η χρήση βιοκτόνου σύμφωνα με την παράγραφο 3, η εν λόγω ακύρωση ή τροποποίηση της άδειας αρχίζει να ισχύει τρία έτη μετά τη λήψη της απόφασης ή τη λήξη της περιόδου καταχώρισης της υποψήφιας για υποκατάσταση ουσίας, εφόσον η περίοδος αυτή λήγει νωρίτερα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΕΘΝΙΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ ΓΙΑ ΒΙΟΚΤΟΝΑ

Άρθρο 22

Υποβολή και επικύρωση των αιτήσεων

1.  Ο υπεύθυνος για τη διάθεση βιοκτόνου στην αγορά ή ο εκπρόσωπός του υποβάλλει στον Οργανισμό αίτηση για τη χορήγηση εθνικής ή ενωσιακής άδειας και του γνωστοποιεί το όνομα της αρμόδιας αρχής παραλαβής. Εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός ενημερώνει την αρμόδια αρχή παραλαβής ή, σε περίπτωση αίτησης για ενωσιακή άδεια, την αρμόδια αρχή αξιολόγησης, ότι η αίτηση είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων του Οργανισμού.

2.  Εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή αίτησης, ο Οργανισμός την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις εξής απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα έγγραφα που σημειώνονται στο άρθρο 18,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτουμένων στοιχείων.

3.  Εάν ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει ▌τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, ο Οργανισμός αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν συμπληρώσει εμπρόθεσμα την αίτησή του, ο Οργανισμός απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα, καθώς και αρμόδια αρχή παραλαβής.

Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφεται μέρος των τελών που έχουν καταβληθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 71.

4.  Σύμφωνα με το άρθρο 68, ο αιτών δύναται να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης του Οργανισμού, βάσει της παραγράφου 3, τρίτο εδάφιο.

5.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως σχετικά τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή παραλαβής.

Άρθρο 23

Αξιολόγηση των αιτήσεων

1.  Εντός έξι μηνών από την επικύρωση κατά το άρθρο 22, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή αποφασίζει σχετικά με την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 16.

2.  Όταν αίτηση που αφορά το ίδιο βιοκτόνο εξετάζεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ή έχει ήδη χορηγηθεί άδεια για το ίδιο βιοκτόνο από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή αρνείται να αξιολογήσει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα.

Ωστόσο, ο αιτών μπορεί να ζητήσει αξιολόγηση της αίτησής του σύμφωνα με το άρθρο 25 ή το άρθρο 28.

3.  Εάν προκύψει ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες για την πλήρη αξιολόγηση της αίτησης, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ζητεί από τον αιτούντα να υποβάλει τις πληροφορίες αυτές. Η εξάμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναστέλλεται από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού αιτήματος μέχρι την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.

4.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή συντάσσει έκθεση, στην οποία συνοψίζει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης που διενήργησε και τους λόγους για τους οποίους χορηγεί ή αρνείται να χορηγήσει άδεια βιοκτόνου. Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή αποστέλλει το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης στον αιτούντα, στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις, προφορικώς ή εγγράφως, εντός μηνός. Λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της οικείας αξιολόγησης.

Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή εγκρίνει τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 και διαβιβάζει στον αιτούντα αντίγραφο της τελικής έκθεσης αξιολόγησης.

5.  Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης σχετικά με την αίτηση, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή καταχωρίζει τις ακόλουθες πληροφορίες στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων:

   α) τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου·
   β) την έκθεση στην οποία συνοψίζονται τα συμπεράσματα της αξιολόγησης του βιοκτόνου και οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε άδεια βιοκτόνου ή απορρίφθηκε η αίτηση χορήγησής της·
   γ) τις διοικητικές αποφάσεις που ελήφθησαν από την παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή σχετικά με την αίτηση.

Άρθρο 24

Ανανέωση εθνικής άδειας

1.  Ο κάτοχος της άδειας ή αντιπρόσωπός του υποβάλλει αίτηση ανανέωσης εθνικής άδειας στην παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή, τουλάχιστον 12 μήνες πριν από την ημερομηνία λήξης της άδειας.

Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

2.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ανανεώνει την εθνική άδεια, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι του άρθρου 16.

3.  Ο αιτών συνυποβάλλει με την αίτηση ανανέωσης κατάλογο όλων των σχετικών με το βιοκτόνο στοιχείων που προέκυψαν μετά την έκδοση της προηγούμενης άδειας, καθώς και αιτιολόγηση για το κατά πόσον τα συμπεράσματα της αρχικής αξιολόγησης του βιοκτόνου εξακολουθούν να ισχύουν.

Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε στιγμή από τον αιτούντα να υποβάλει τα στοιχεία του καταλόγου.

4.  Εντός ενός μηνός από την παραλαβή αίτησης για την ανανέωση εθνικής άδειας, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 3,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

5.  Εάν η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός μηνός από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις ζητηθείσες πληροφορίες, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα.

Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 4, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα.

6.  Η απόφαση σχετικά με την αίτηση ανανέωσης εθνικής άδειας λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την επικύρωση.

7.  Εάν, κατά την αξιολόγηση της αίτησης ανανέωσης, προκύψει ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες για την ολοκλήρωσή της, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ζητεί από τον αιτούντα να τις υποβάλει. Η εξάμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 6 αναστέλλεται από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού αιτήματος μέχρι την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.

8.  Εφόσον, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κατόχου της εθνικής άδειας, δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με την ανανέωσή της πριν από τη λήξη της, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ανανεώνει την εθνική άδεια για το χρονικό διάστημα που απαιτεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

9.  Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης σχετικά με την ανανέωση εθνικής άδειας, η αρμόδια αρχή καταχωρίζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

Άρθρο 25

Διαδοχική αμοιβαία αναγνώριση εθνικών αδειών

1.  Ο κάτοχος εθνικής άδειας βιοκτόνου, η οποία χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 15 (εφεξής «η αρμόδια αρχή αναφοράς»), μπορεί να υποβάλει αίτηση χορήγησης εθνικής άδειας για το βιοκτόνο σε άλλο κράτος μέλος βάσει της διαδικασίας διαδοχικής αμοιβαίας αναγνώρισης.

2.  Οι αιτήσεις αμοιβαίας αναγνώρισης συνοδεύονται από τα εξής:

   α) παραπομπή στην εθνική άδεια που χορηγήθηκε από την αρμόδια αρχή αναφοράς,
   β) ηλεκτρονική περίληψη του φακέλου που ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παραρτήματος III,
   γ) παραπομπή στην έκθεση της αρμόδιας αρχής αναφοράς, στην οποία συνοψίζονται τα συμπεράσματα της αξιολόγησης του βιοκτόνου και οι λόγοι για τους οποίους χορηγήθηκε άδεια βιοκτόνου.

Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

3.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή μπορεί να επιβάλλει τη μετάφραση της εθνικής άδειας και την υποβολή της αίτησης σε μία ▌ από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους αυτής της αρμόδιας αρχής.

Οι αιτήσεις για τη χορήγηση εθνικής άδειας που συνεπάγεται διαδικασία αμοιβαίας αναγνώρισης, μαζί με τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 18, μπορούν να υποβάλλονται στην αρμόδια αρχή στην αγγλική γλώσσα.

4.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή αποφασίζει σχετικά με την αίτηση εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της.

5.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια για το εκάστοτε βιοκτόνο υπό τους ίδιους όρους με την αρμόδια αρχή αναφοράς, εκτός εάν λόγω ειδικών εθνικών συνθηκών αιτιολογείται παρέκκλιση σύμφωνα με το άρθρο 29.

Σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη χρησιμοποιείται ενιαίος αριθμός αδείας.

6.  Η Επιτροπή εγκρίνει διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και βάσει των όρων που θεσπίζονται στα άρθρα 74 και 75, μέτρα στα οποία προσδιορίζει τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τη χορήγηση του ενιαίου αριθμού άδειας που εμφαίνεται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

7.  Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης σχετικά με την αίτηση αμοιβαίας αναγνώρισης εθνικής άδειας βάσει του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στοιχεία α) και γ) στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

Άρθρο 26

Αιτήσεις αμοιβαίας αναγνώρισης υποβαλλόμενες από φορείς καταπολέμησης επιβλαβών οργανισμών

1.  Σε περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί σε κράτος μέλος αίτηση χορήγησης εθνικής άδειας για βιοκτόνο το οποίο επιτρέπεται ήδη σε άλλο κράτος μέλος, οι επίσημοι ή επιστημονικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών ή οι επαγγελματικές οργανώσεις μπορούν, με τη συγκατάθεση του κατόχου της άδειας στο άλλο κράτος μέλος, να υποβάλλουν αίτηση χορήγησης εθνικής άδειας για το ίδιο βιοκτόνο, την ίδια χρήση και τους ίδιους όρους χρήσης στο πρώτο κράτος μέλος, βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπεται στο άρθρο 25.

Ο αιτών αποδεικνύει ότι η χρήση του συγκεκριμένου βιοκτόνου εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον στο οικείο κράτος μέλος.

Οι αιτήσεις συνοδεύονται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, εφόσον ο κάτοχος της άδειας δεν συγκατατίθεται, ο αιτών μπορεί να αναφέρει το στοιχείο αυτό στην αίτησή του και η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους μπορεί να κάνει δεκτή την αίτηση για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

3.  Εάν η αρμόδια αρχή του οικείου κράτους μέλους κρίνει ότι το βιοκτόνο πληροί τους όρους του άρθρου 16 και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή επιτρέπει τη διάθεση του βιοκτόνου στην αγορά.

4.  Οι επίσημοι ή επιστημονικοί φορείς που δραστηριοποιούνται στην καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών ή οι επαγγελματικές οργανώσεις έχουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κατόχου άδειας.

Άρθρο 27

Αντιρρήσεις σχετικά με τους όρους εθνικής άδειας

1.  Εάν, εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή αίτησης αμοιβαίας αναγνώρισης, η αρμόδια αρχή κρίνει ότι βιοκτόνο για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16, ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή, τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και τον αιτούντα και θέτει στη διάθεσή τους επεξηγηματικό έγγραφο, στο οποίο προσδιορίζονται η ταυτότητα και οι προδιαγραφές του βιοκτόνου και εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους η αρμόδια αρχή προτίθεται να μην αναγνωρίσει την εθνική άδεια ή να επιβάλει περιορισμούς σε αυτή.

Η Επιτροπή, ύστερα από διαβουλεύσεις με τον αιτούντα, εκδίδει απόφαση σχετικά με το εάν οι λόγοι που προβάλλει η αρμόδια αρχή δικαιολογούν την άρνηση αναγνώρισης της εθνικής άδειας ή την επιβολή περιορισμών σε αυτή, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3.

Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της κοινοποίησης, η Επιτροπή εκδίδει πρόταση απόφασης. Εφόσον η Επιτροπή ζητήσει από τον Οργανισμό να συντάξει γνωμοδότηση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 30, αναστέλλεται η περίοδος των τριών μηνών μέχρις ότου ο Οργανισμός κοινοποιήσει τη γνωμοδότηση.

2.  Εάν η απόφαση της Επιτροπής επιβεβαιώνει τους προβαλλόμενους λόγους για την άρνηση χορήγησης της επόμενης άδειας ή την επιβολή περιορισμών σε αυτή, η αρμόδια αρχή που χορήγησε προηγουμένως άδεια για το βιοκτόνο επανεξετάζει αμέσως την οικεία εθνική άδεια ώστε να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή.

Εάν η απόφαση της Επιτροπής επιβεβαιώνει την αρχική εθνική άδεια, η αρμόδια αρχή που έχει εισηγηθεί άρνηση αναγνώρισης της εθνικής άδειας ή αναγνώρισή της υπό όρους χορηγεί αμέσως άδεια για το σχετικό βιοκτόνο σύμφωνα με την αρχική άδεια.

Άρθρο 28

Παράλληλη αμοιβαία αναγνώριση εθνικών αδειών

1.  Εάν ο αιτών επιδιώκει να λάβει παράλληλα εθνικές άδειες βιοκτόνου σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, υποβάλλει στην αρμόδια αρχή αναφοράς της επιλογής του αίτηση, η οποία περιλαμβάνει:

   α) τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 18,
   β) κατάλογο όλων των άλλων κρατών μελών στα οποία επιδιώκει να λάβει εθνική άδεια (εφεξής «τα λοιπά εμπλεκόμενα κράτη μέλη»).

Η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Υπεύθυνη για την αξιολόγηση της αίτησης είναι η αρμόδια αρχή αναφοράς.

2.  Ο αιτών υποβάλλει στις αρμόδιες αρχές των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών αίτηση αμοιβαίας αναγνώρισης της άδειας για την οποία έχει υποβάλει αίτηση στην αρμόδια αρχή αναφοράς. Η αίτηση αυτή περιλαμβάνει:

   α) ηλεκτρονική περίληψη του φακέλου που απαιτείται σύμφωνα με το παράρτημα IIΙ,
   β) τα ονόματα της αρμόδιας αρχής αναφοράς και των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών.

3.  Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή αναφοράς την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

4.  Εάν η αρμόδια αρχή αναφοράς θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών αυτών. Η αρμόδια αρχή αναφοράς ενημερώνει επίσης τα λοιπά εμπλεκόμενα κράτη μέλη.

Εντός μηνός από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, η αρμόδια αρχή αναφοράς αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις ζητηθείσες πληροφορίες, η αρμόδια αρχή αναφοράς απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα, καθώς και τα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

5.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 3, η αρμόδια αρχή αναφοράς θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα, καθώς και τα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

6.  Εντός δώδεκα μηνών από την παραλαβή της έγκυρης αίτησης, η αρμόδια αρχή αναφοράς αξιολογεί τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία και συντάσσει, αφενός έκθεση στην οποία συνοψίζει τα συμπεράσματα της αξιολόγησης που διενήργησε και, αφετέρου, σχέδιο της συνοπτικής περιγραφής των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου. Κοινοποιεί την έκθεση και το σχέδιο συνοπτικής περιγραφής στις αρμόδιες αρχές των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών και στον αιτούντα. Η αρμόδια αρχή αναφοράς αποστέλλει το σχέδιο έκθεσης αξιολόγησης στον αιτούντα, στον οποίο παρέχεται η δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις, προφορικώς ή εγγράφως, εντός μηνός. Λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της οικείας αξιολόγησης.

7.  Εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή των εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο 6, οι αρμόδιες αρχές των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών εγκρίνουν την έκθεση αξιολόγησης και τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του προϊόντος και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή αναφοράς.

8.  Με βάση την εγκριθείσα έκθεση αξιολόγησης και τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου, η αρμόδια αρχή αναφοράς και οι αρμόδιες αρχές των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών χορηγούν άδεια για το βιοκτόνο εντός μηνός από τη λήξη της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 7.

Ενιαίος αριθμός αδείας χρησιμοποιείται σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Η Επιτροπή εγκρίνει διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και βάσει των όρων που θεσπίζονται στα άρθρα 74 και 75, μέτρα στα οποία προσδιορίζει τα κριτήρια και τις διαδικασίες για τη χορήγηση του ενιαίου αριθμού αδείας.

9.  Εάν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές άλλων εμπλεκόμενων κρατών μελών δεν έχουν εγκρίνει την έκθεση αξιολόγησης και τη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή των αναφερόμενων στην παράγραφο 6 εγγράφων, ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή, τον αιτούντα, την αρμόδια αρχή αναφοράς και τις αρμόδιες αρχές των λοιπών εμπλεκόμενων κρατών μελών και θέτουν στη διάθεσή τους επεξηγηματικό έγγραφο, στο οποίο προσδιορίζονται η ταυτότητα και οι προδιαγραφές του βιοκτόνου και εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους οι εν λόγω αρχές προτίθενται να μην αναγνωρίσουν την εθνική άδεια ή να επιβάλουν περιορισμούς σε αυτή.

Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με τον αιτούντα, εκδίδει απόφαση σχετικά με το κατά πόσον οι λόγοι που προβάλλει η αρμόδια αρχή δικαιολογούν την άρνηση αναγνώρισης της εθνικής άδειας ή την επιβολή περιορισμών σε αυτή, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3.

Η απόφαση αυτή λαμβάνεται εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση του πρώτου εδαφίου εκ μέρους της αρμόδιας αρχής. Στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή ζητεί από τον Οργανισμό να γνωμοδοτήσει βάσει του άρθρου 30, η προθεσμία των τριών μηνών αναστέλλεται έως ότου ο Οργανισμός κοινοποιήσει τη γνωμοδότησή του.

Εάν η απόφαση της Επιτροπής επιβεβαιώνει τους προβαλλόμενους λόγους για την άρνηση χορήγησης της επόμενης άδειας ή την επιβολή περιορισμών σε αυτή, η αρμόδια αρχή που είχε προηγουμένως χορηγήσει άδεια για το βιοκτόνο επανεξετάζει αμέσως την οικεία εθνική άδεια για να συμμορφωθεί προς την απόφαση αυτή.

Εάν η απόφαση της Επιτροπής επιβεβαιώνει την αρχική εθνική άδεια, η αρμόδια αρχή που έχει εισηγηθεί άρνηση αναγνώρισης της εθνικής άδειας ή αναγνώρισή της υπό όρους χορηγεί αμέσως άδεια για το σχετικό βιοκτόνο σύμφωνα με την αρχική άδεια.

10.  Αμέσως μετά τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αίτηση παράλληλης χορήγησης εθνικής άδειας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές καταχωρίζουν, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

Άρθρο 29

Προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες

1.  Η αρμόδια αρχή στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση αμοιβαίας αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 25 ή 28, μπορεί να προτείνει στον αιτούντα, εντός δύο μηνών από την παραλαβή της αίτησης, την προσαρμογή ορισμένων όρων της άδειας, που αναφέρονται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχεία ε), στ), ζ), ι), ιβ), ιγ) και ιδ), στις τοπικές συνθήκες ώστε να πληρούνται οι όροι του άρθρου 16 για τη χορήγηση άδειας και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή, εάν η εν λόγω αρχή διαπιστώσει ότι στην επικράτειά της συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) το στοχευόμενο είδος δεν συναντάται σε επιβλαβείς ποσότητες·
   β) ο στοχευόμενος οργανισμός έχει αποδεδειγμένα αναπτύξει μη αποδεκτή ανοχή ή αντοχή στο βιοκτόνο·
   γ) οι σχετικές συνθήκες χρήσης, ειδικότερα το κλίμα ή η περίοδος αναπαραγωγής του στοχευόμενου είδους, διαφέρουν σημαντικά από τις συνθήκες που επικρατούν στο κράτος μέλος όπου διενεργήθηκε η αρχική αξιολόγηση ή εκδόθηκε η αρχική εθνική άδεια, ▌
   δ) μη τροποποιηθείσα εθνική άδεια ενέχει επιζήμιες επιπτώσεις για την υγεία του ανθρώπου ή μη αποδεκτές συνέπειες για το περιβάλλον.

Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή όλες τις προτάσεις για προσαρμογή των όρων εθνικών αδειών στις τοπικές συνθήκες και τους λόγους για τους οποίους προτείνεται η προσαρμογή.

2.  Βάσει του δικαίου της Ένωσης, είναι δυνατή η επιβολή κατάλληλων όρων όσον αφορά τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 15 καθώς και άλλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου που απορρέουν από τις ειδικές συνθήκες χρήσης.

3.  Εάν ο αιτών και η αρμόδια αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση αμοιβαίας αναγνώρισης δεν καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με τις προτεινόμενες προσαρμογές εντός δύο μηνών, η εν λόγω αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά και παρέχει επεξηγηματικό έγγραφο για τις προτεινόμενες προσαρμογές, στο οποίο προσδιορίζει την ταυτότητα και τις προδιαγραφές του βιοκτόνου και εκθέτει τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να προσαρμόσει τους όρους της εθνικής άδειας.

Άρθρο 30

Γνωμοδότηση του Οργανισμού

1.  Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από τον Οργανισμό να γνωμοδοτήσει σχετικά με επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, τα οποία τίθενται από κράτη μέλη που αντιτίθενται στην αναγνώριση εθνικής άδειας ή επιζητούν την προσαρμογή άδειας στις τοπικές συνθήκες. Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραπομπής του ζητήματος σε αυτόν.

2.  Πριν γνωμοδοτήσει, ο Οργανισμός παρέχει στον αιτούντα ή στον κάτοχο της άδειας τη δυνατότητα να παράσχει γραπτές ή προφορικές εξηγήσεις, εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

Ο Οργανισμός μπορεί να αναστέλλει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ώστε να είναι σε θέση ο αιτών ή ο κάτοχος της άδειας να προετοιμάσει τις εξηγήσεις του.

Άρθρο 31

Παρεκκλίσεις για ορισμένες δραστικές ουσίες ή ορισμένους τύπους προϊόντων

Κατά παρέκκλιση των άρθρων 25 έως 29, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν να αρνηθούν την αμοιβαία αναγνώριση εθνικών αδειών που έχουν χορηγηθεί για βιοκτόνα τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες σε μνεία των οποίων προβαίνουν τα άρθρα 5 και 9 και για τους τύπους προϊόντων 15, 17 και 23 του παραρτήματος V, εφόσον η άρνηση αυτή υπαγορεύεται από λόγους προστασίας της υγείας του ανθρώπου, και ιδίως των ευάλωτων ομάδων, προστασίας της υγείας των ζώων και των φυτών, προστασίας του περιβάλλοντος, εθνικών θησαυρών με καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία ή προστασίας της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ενημερώνουν αμέσως αλλήλους και την Επιτροπή για κάθε σχετική απόφαση που λαμβάνουν, αναφέροντας και τους λόγους για τους οποίους την έλαβαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII

ΕΝΩΣΙΑΚΕΣ ΑΔΕΙΕΣ ΓΙΑ ΒΙΟΚΤΟΝΑ

Τμήμα 1

Χορήγηση ενωσιακών αδειών

Άρθρο 32

Ενωσιακή άδεια

Εκτός αντιθέτων διατάξεων, οι ενωσιακές άδειες που εκδίδονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το παρόν τμήμα ισχύουν στο σύνολο της Ένωσης. Σε καθένα από τα κράτη μέλη, παρέχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τις άδειες που εκδίδονται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους.

Άρθρο 33

Βιοκτόνα για τα οποία μπορεί να χορηγηθεί ενωσιακή άδεια

1.  Από το 2013 ενωσιακή άδεια μπορεί να χορηγηθεί για τις ακόλουθες κατηγορίες βιοκτόνων:

   α) βιοκτόνα που περιέχουν μία η περισσότερες νέες δραστικές ουσίες,
   β) βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας.

2.  Από το 2017 ενωσιακή άδεια μπορεί να χορηγηθεί σε όλες τις κατηγορίες βιοκτόνων εξαιρουμένων των βιοκτόνων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που εμπίπτουν στο άρθρο 5.

Άρθρο 34

Υποβολή και επικύρωση των αιτήσεων

1.  Ο υπεύθυνος για τη διάθεση βιοκτόνου στην αγορά ή αντιπρόσωπός του υποβάλλει στον Οργανισμό αίτηση για τη χορήγηση ενωσιακής άδειας και του γνωστοποιεί το όνομα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους της επιλογής του, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση της αίτησης (εφεξής «η αρμόδια αρχή αξιολόγησης»).

Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός πληροφορεί την αρμόδια αρχή αξιολόγησης ότι η αίτηση είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων του Οργανισμού.

2.  Εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης, ο Οργανισμός την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 18,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

3.  Εάν ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός δύο μηνών από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, ο Οργανισμός αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν συμπληρώσει εμπρόθεσμα την αίτηση, ο Οργανισμός απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα, καθώς και αρμόδια αρχή αξιολόγησης. Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφεται μέρος των τελών που έχουν καταβληθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 71.

4.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει της παραγράφου 3 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε προσφυγή ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

5.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 2, ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή αξιολόγησης.

Άρθρο 35

Αξιολόγηση των αιτήσεων

1.  Εντός δώδεκα μηνών από την επικύρωση, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης αξιολογεί τους φακέλους σύμφωνα με το άρθρο 16, καθώς και, κατά περίπτωση, την πρόταση προσαρμογής των απαιτούμενων στοιχείων, η οποία έχει ενδεχομένως υποβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 2.

Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τα συμπεράσματα της αξιολόγησης, εγγράφως ή προφορικώς, εντός μηνός. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της αξιολόγησης

Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης διαβιβάζει τα συμπεράσματα και την έκθεση της αξιολόγησης στον Οργανισμό.

2.  Εάν, κατά την αξιολόγηση των φακέλων, προκύψει ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες για τη διενέργειά της, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης ζητεί από τον αιτούντα να υποβάλει τις πληροφορίες αυτές εντός καθορισμένης προθεσμίας και ενημερώνει σχετικά τον Οργανισμό.

Η δωδεκάμηνη περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναστέλλεται από την ημερομηνία έκδοσης του σχετικού αιτήματος μέχρι την ημερομηνία παραλαβής των πληροφοριών.

3.  Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των συμπερασμάτων της αξιολόγησης, ο Οργανισμός συντάσσει και υποβάλλει στην Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με τη χορήγηση άδειας για το βιοκτόνο.

Εάν ο Οργανισμός συνιστά να χορηγηθεί άδεια για το βιοκτόνο, η γνωμοδότηση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) δήλωση για το κατά πόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 16 παράγραφος 1 στοιχεία β), γ) και δ), καθώς και σχέδιο της συνοπτικής περιγραφής των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου, που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 2·
   β) κατά περίπτωση, λεπτομέρειες για τους όρους και τις προϋποθέσεις που πρέπει ενδεχομένως να επιβληθούν στη διάθεση στην αγορά ή στη χρήση του βιοκτόνου·
   γ) την τελική έκθεση αξιολόγησης του βιοκτόνου.

4.  Όταν η Επιτροπή λάβει τη γνωμοδότηση του Οργανισμού, εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση ενωσιακής άδειας βιοκτόνου, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3. Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης για τη χορήγηση ενωσιακής άδειας, η Επιτροπή καταχωρίζει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

Το κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή όταν περιορίζει ή απαγορεύει την ενωσιακή άδεια που έχει χορηγηθεί για βιοκτόνα των τύπων προϊόντων 15, 17 και 23 του παραρτήματος V στην επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Ο εν λόγω περιορισμός ή η απαγόρευση πρέπει να υπαγορεύεται από λόγους προστασίας:

   α) της ανθρώπινης υγείας, ιδίως των ευπαθών ομάδων·
   β) του περιβάλλοντος, ιδίως των ευπαθών οικοσυστημάτων·
   γ) των ζώων·
   δ) των φυτών·
   ε) εθνικών θησαυρών με καλλιτεχνική, ιστορική ή αρχαιολογική αξία ή
   στ) της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας.

Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή εάν αποφασίσει την προσαρμογή ▌της ενωσιακής άδειας στις διαφορετικές τοπικές συνθήκες που επικρατούν στο οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 29.

5.  Εάν με την αναφερόμενη στην παράγραφο 4 απόφαση δεν χορηγείται ενωσιακή άδεια για βιοκτόνο, επειδή αυτό δεν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 17 για τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, ο αιτών μπορεί, κατά περίπτωση, να υποβάλει αίτηση για ενωσιακή άδεια σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 1 στοιχείο α) ή για εθνική άδεια σύμφωνα με το κεφάλαιο V.

6.  Η αρμόδια αρχή στην οποία κοινοποιήθηκε προς αξιολόγηση η αίτηση που αναφέρεται στο άρθρο 34 παράγραφος 1, μπορεί να υποβάλει στην Επιτροπή δεόντως αιτιολογημένο αίτημα ορισμού άλλης αρμόδιας αρχής αξιολόγησης, εντός μηνός από την παραλαβή της κοινοποίησης. Η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2.

Τμήμα 2

Ανανέωση ενωσιακών αδειών

Άρθρο 36

Υποβολή και επικύρωση των αιτήσεων

1.  Ο κάτοχος της άδειας ή αντιπρόσωπός του υποβάλλει αίτηση ανανέωσης ενωσιακής άδειας στον Οργανισμό, τουλάχιστον 12 μήνες πριν από την ημερομηνία λήξης της άδειας.

Η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

2.  Εντός μηνός από την παραλαβή της αίτησης, ο Οργανισμός πληροφορεί την αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση της αίτησης για ενωσιακή άδεια ότι η αίτηση είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων του Οργανισμού.

3.  Η Επιτροπή ανανεώνει την ενωσιακή άδεια, εφόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι όροι του άρθρου 16.

4.  Ο αιτών συνυποβάλλει με την αίτηση ανανέωσης κατάλογο όλων των σχετικών με το βιοκτόνο στοιχείων που προέκυψαν μετά την έκδοση της προηγούμενης άδειας, καθώς και αιτιολόγηση για το κατά πόσον εξακολουθούν να ισχύουν τα συμπεράσματα της αρχικής αξιολόγησης του βιοκτόνου.

Η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση μπορεί να ζητήσει οποιαδήποτε στιγμή από τον αιτούντα να υποβάλει τα στοιχεία του εν λόγω καταλόγου.

5.  Εντός δύο μηνών από την παραλαβή αίτησης, ο Οργανισμός την επικυρώνει, εφόσον ανταποκρίνεται στις ακόλουθες απαιτήσεις:

   α) έχουν υποβληθεί τα έγγραφα στα οποία αναφέρεται η παράγραφος 4,
   β) η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

Η επικύρωση δεν περιλαμβάνει εκτίμηση της ποιότητας ή της επάρκειας των υποβαλλόμενων στοιχείων ή αιτιολογήσεων για την προσαρμογή των απαιτούμενων στοιχείων.

6.  Εάν ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση ελλιπή, ενημερώνει τον αιτούντα σχετικά με τις συμπληρωματικές πληροφορίες που απαιτούνται για την επικύρωση της αίτησης και ορίζει εύλογη προθεσμία για την υποβολή των πληροφοριών αυτών.

Εντός δύο μηνών από την παραλαβή των συμπληρωματικών πληροφοριών, ο Οργανισμός αποφαίνεται αν οι υποβληθείσες συμπληρωματικές πληροφορίες αρκούν για την επικύρωση της αίτησης.

Εάν ο αιτών δεν υποβάλει εμπρόθεσμα τις ζητηθείσες πληροφορίες, ο Οργανισμός απορρίπτει την αίτηση και ενημερώνει σχετικά τον αιτούντα. Στην περίπτωση αυτή, επιστρέφεται μέρος των τελών που έχουν καταβληθεί στον Οργανισμό σύμφωνα με το άρθρο 71.

7.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει της παραγράφου 6 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε προσφυγή, ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

8.  Εάν, βάσει της επικύρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 5, ο Οργανισμός θεωρήσει την αίτηση πλήρη, ενημερώνει αμέσως τον αιτούντα και την αρμόδια αρχή αξιολόγησης.

Άρθρο 37

Αξιολόγηση των αιτήσεων ανανέωσης

1.  Εντός μηνός από την επικύρωση που αναφέρεται στο άρθρο 36 παράγραφος 5, η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση της αίτησης για ενωσιακή άδεια αποφασίζει αν χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης ανανέωσης, βασιζόμενη στα διαθέσιμα στοιχεία και στην ανάγκη επανεξέτασης των συμπερασμάτων της αρχικής αξιολόγησης της αίτησης για ενωσιακή άδεια.

Εάν η αρμόδια αρχή αξιολόγησης αποφασίσει ότι χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης, η αξιολόγηση αυτή διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφοι 1 έως 3. Η απόφαση σχετικά με την αίτηση εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

2.  Εάν η αρμόδια αρχή που διενήργησε την αρχική αξιολόγηση της αίτησης για ενωσιακή άδεια αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται πλήρης αξιολόγηση της αίτησης, συντάσσει και υποβάλλει στον Οργανισμό, εντός έξι μηνών από την επικύρωση, σύσταση για την ανανέωση της άδειας.

Πριν από την υποβολή της σύστασης στον Οργανισμό, η αρμόδια αρχή αξιολόγησης παρέχει στον αιτούντα τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις σχετικά με τη σύσταση, εγγράφως ή προφορικώς, εντός μηνός. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της σύστασής της.

3.  Όταν ο Οργανισμός λάβει τη σύσταση της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης, τη θέτει στη διάθεση των αρμοδίων αρχών των λοιπών κρατών μελών και του αιτούντος και τους παρέχει τη δυνατότητα να διατυπώσουν εγγράφως παρατηρήσεις σχετικά με τη σύσταση εντός τριμήνου.

4.  Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από τον Οργανισμό να γνωμοδοτήσει σχετικά με επιστημονικά ή τεχνικά ζητήματα, τα οποία τίθενται από αρμόδιες αρχές που αντιτίθενται στην αναφερόμενη στην παράγραφο 2 σύσταση. Ο Οργανισμός γνωμοδοτεί εντός έξι μηνών από την ημερομηνία παραπομπής του ζητήματος σε αυτόν.

5.  Μετά την πάροδο του διαστήματος που αναφέρεται στην παράγραφο 3 ή όταν λάβει τη γνωμοδότηση του Οργανισμού, η Επιτροπή εκδίδει απόφαση για ανανέωση ή άρνηση ανανέωσης της ενωσιακής άδειας, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3. Αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης, η Επιτροπή επικαιροποιεί τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

6.  Εφόσον, για λόγους ανεξάρτητους από τη θέληση του κατόχου της ενωσιακής άδειας, δεν ληφθεί απόφαση σχετικά με την ανανέωσή της πριν από τη λήξη της, η Επιτροπή ανανεώνει την ενωσιακή άδεια, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 2, για το χρονικό διάστημα που απαιτεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII

ΑΚΥΡΩΣΗ, ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΑΔΕΙΩΝ

Άρθρο 38

Υποχρέωση κοινοποίησης νέων στοιχείων

1.  Εάν ο κάτοχος άδειας βιοκτόνου λάβει γνώση στοιχείων για το επιτρεπόμενο βιοκτόνο ή για την ή τις δραστικές ουσίες που περιέχει, τα οποία ενδέχεται να επηρεάσουν την άδεια, τα κοινοποιεί αμέσως στην αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια και στον Οργανισμό ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, στην Επιτροπή και στον Οργανισμό. Ειδικότερα πρέπει να κοινοποιούνται τα ακόλουθα:

   α) νέες γνώσεις ή νέα στοιχεία για τις επιπτώσεις της δραστικής ουσίας ή του βιοκτόνου στον άνθρωπο ή στο περιβάλλον, ειδικά τις επιπτώσεις στις ευπαθείς ομάδες,
   β) ενδείξεις σχετικά με το δυναμικό της δραστικής ουσίας από πλευράς ανάπτυξης αντοχής,
   γ) νέες γνώσεις ή νέα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι το βιοκτόνο δεν είναι αρκούντως αποτελεσματικό,
   δ) αλλαγές της πηγής προέλευσης ή της σύνθεσης της δραστικής ουσίας.

2.  Η αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, ο Οργανισμός εξετάζει αν χρειάζεται να τροποποιηθεί ή να ακυρωθεί η άδεια σύμφωνα με το άρθρο 39.

3.  Η αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, ο Οργανισμός κοινοποιεί αμέσως τα σχετικά στοιχεία που έχει λάβει στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και, κατά περίπτωση, στην Επιτροπή.

Οι αρμόδιες αρχές κρατών μελών που έχουν εκδώσει εθνικές άδειες για το ίδιο βιοκτόνο, βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης, εξετάζουν αν χρειάζεται να τροποποιηθούν ή να ακυρωθούν οι άδειες σύμφωνα με το άρθρο 39.

Άρθρο 39

Ακύρωση ή τροποποίηση άδειας

1.  Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ακυρώσει ή να τροποποιήσει την άδεια που έχει χορηγήσει, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

   α) εφόσον δεν τηρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 16 ή τα πρότυπα της Ένωσης για την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του περιβάλλοντος, τα οποία έχουν καθορισθεί ιδίως με την οδηγία 2008/56/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 περί πλαισίου κοινοτικής δράσης στο πεδίο της πολιτικής για το θαλάσσιο περιβάλλον (οδηγία-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική)(44), την οδηγία 2006/118/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με την προστασία των υπόγειων υδάτων από τη ρύπανση και την υποβάθμιση(45), την οδηγία 2000/60/ΕΚ, στην οδηγία 98/83/ΕΚ και την οδηγία του Συμβουλίου 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008, σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης(46)·
   β) υποβλήθηκαν ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια·
   γ) δεν τηρήθηκε όρος της άδειας·
   δ) ο κάτοχος της άδειας αθετεί τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό,
   ε) υπάρχουν ενδείξεις ότι ενδέχεται να μην επιτευχθούν οι στόχοι του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv), του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο β) σημείο i), και του άρθρου 7 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

2.  Εφόσον η αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή προτίθεται να ακυρώσει ή να τροποποιήσει άδεια, ενημερώνει σχετικά τον κάτοχο της άδειας και του παρέχει τη δυνατότητα να υποβάλει γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις ή συμπληρωματικές πληροφορίες εντός καθορισμένης προθεσμίας. Η αρμόδια αρχή αξιολόγησης λαμβάνει δεόντως υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές κατά την οριστικοποίηση της απόφασής της.

3.  Όταν η αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή ακυρώνει ή τροποποιεί άδεια σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει αμέσως τον κάτοχο της άδειας, τις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών και, κατά περίπτωση, την Επιτροπή.

Οι αρμόδιες αρχές που έχουν εκδώσει άδειες για το ίδιο βιοκτόνο, βάσει της διαδικασίας αμοιβαίας αναγνώρισης, ακυρώνουν ή τροποποιούν αναλόγως τις άδειες εντός τεσσάρων μηνών, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές συνθήκες, και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών ορισμένων κρατών μελών, τα σημεία διαφωνίας παραπέμπονται αμέσως στην Επιτροπή και εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 27 και 30.

4.  Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης για την ακύρωση ή τροποποίηση άδειας, η αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή επικαιροποιεί τις αναφερόμενες στο άρθρο 23 παράγραφος 5 πληροφορίες για το σχετικό βιοκτόνο στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

Άρθρο 40

Ακύρωση άδειας κατόπιν αιτήματος του κατόχου της

Η αρμόδια αρχή που χορήγησε την εθνική άδεια ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή ακυρώνει την άδεια κατόπιν αιτήματος του κατόχου της, ο οποίος οφείλει να αιτιολογεί το αίτημά του. Εάν το αίτημα αφορά ενωσιακή άδεια, υποβάλλεται στον Οργανισμό.

Αμέσως μετά τη λήψη απόφασης για την ακύρωση άδειας, η αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, η Επιτροπή επικαιροποιεί τις αναφερόμενες στο άρθρο 23 παράγραφος 5 πληροφορίες για το σχετικό βιοκτόνο στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

Άρθρο 41

Τροποποίηση άδειας κατόπιν αιτήματος του κατόχου της

1.  Οι όροι και οι προϋποθέσεις της άδειας δεν μεταβάλλονται, εκτός εάν αυτή τροποποιηθεί από την αρμόδια αρχή που την είχε προηγουμένως χορηγήσει για το σχετικό βιοκτόνο ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, από την Επιτροπή.

2.  Η αίτηση τροποποίησης των όρων και των προϋποθέσεων άδειας υποβάλλεται από τον κάτοχό της στις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών που είχαν προηγουμένως χορηγήσει άδεια για το σχετικό βιοκτόνο ή, προκειμένου για ενωσιακή άδεια, στον Οργανισμό.

Η αίτηση συνοδεύεται από τα καταβλητέα σύμφωνα με το άρθρο 71 τέλη.

3.  Η τροποποίηση υφιστάμενης άδειας πρέπει να εμπίπτει σε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες αλλαγών:

   α) «διοικητική αλλαγή»
   β) «ελάσσων αλλαγή»
   γ) «μείζων αλλαγή»

Άρθρο 42

Λεπτομερείς διαδικασίες για την ακύρωση και τις τροποποιήσεις

1.  Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ομαλή λειτουργία των διαδικασιών ακύρωσης και τροποποίησης, η Επιτροπή θεσπίζει περαιτέρω λεπτομερή μέτρα, συμπεριλαμβανομένου μηχανισμού επίλυσης διαφορών, στα οποία εξειδικεύονται τα κριτήρια και οι διαδικασίες ακύρωσης άδειας ή τροποποίησης των όρων και προϋποθέσεων άδειας βάσει του άρθρου 39 ή 41, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75.

2.  Τα κριτήρια και οι διαδικασίες που εμφαίνονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου βασίζονται, αλλά δεν περιορίζονται, στις ακόλουθες αρχές:

   α) απαιτείται απλοποιημένη διαδικασία κοινοποίησης για τις διοικητικές μεταβολές μιας άδειας·
   β) ορίζεται μειωμένο χρονικό διάστημα για την αξιολόγηση περιορισμένων μεταβολών μιας άδειας·
   γ) στην περίπτωση σημαντικών αλλαγών η περίοδος αξιολόγησης πρέπει να είναι ανάλογη προς την έκταση της προτεινόμενης αλλαγής.

Άρθρο 43

Περίοδος χάριτος

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 82, στις περιπτώσεις που η αρμόδια αρχή ή, προκειμένου για βιοκτόνο για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σε ενωσιακό επίπεδο, η Επιτροπή ακυρώνει ή τροποποιεί άδεια ή αποφασίζει να μην την ανανεώσει, παρέχει περίοδο χάριτος για την τελική διάθεση, την αποθήκευση, τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων, εκτός εάν η συνέχιση της διάθεσης του προϊόντος στην αγορά ή της χρήσης του ενέχει μη αποδεκτό κίνδυνο για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

Η περίοδος χάριτος για τη διάθεση στην αγορά δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, στους οποίους προστίθενται δώδεκα μήνες, κατ' ανώτατο όριο, για την τελική διάθεση, την αποθήκευση και τη χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων των σχετικών βιοκτόνων.

Άρθρο 44

Παράλληλο εμπόριο

1.  Επιτρέπεται η χορήγηση άδειας παράλληλου εμπορίου από αρμόδια αρχή κράτους μέλους (εφεξής «το κράτος μέλος εισόδου») για τη διάθεση στην αγορά και τη χρήση, στο κράτος μέλος εισόδου, βιοκτόνου για το οποίο έχει χορηγηθεί άδεια σε άλλο κράτος μέλος (εφεξής «το κράτος μέλος προέλευσης»), εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου διαπιστώσει ότι το βιοκτόνο είναι ▌πανομοιότυπο ως προς τη σύνθεση με ένα ήδη επιτρεπόμενο στην επικράτειά του βιοκτόνο (εφεξής «το προϊόν αναφοράς»).

Ο αιτών που προτίθεται να διαθέσει βιοκτόνο στην αγορά του κράτους μέλους εισόδου υποβάλλει την αίτηση για άδεια παράλληλου εμπορίου στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου.

Η αίτηση συνοδεύεται από όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να καταδειχθεί ότι το βιοκτόνο είναι ▌πανομοιότυπο με το προϊόν αναφοράς, κατά την έννοια της παραγράφου 3.

2.  Η άδεια παράλληλου εμπορίου χορηγείται εντός δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου μπορεί να ζητεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης συμπληρωματικές πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να διαπιστωθεί αν το προϊόν είναι ▌πανομοιότυπο με το προϊόν αναφοράς. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης παρέχει τις ζητηθείσες πληροφορίες εντός μηνός από τη λήψη του σχετικού αιτήματος.

3.  Το βιοκτόνο θεωρείται ▌πανομοιότυπο με το προϊόν αναφοράς, εάν πληροί όλους τους ακόλουθους όρους:

   α) έχει παρασκευαστεί από την ίδια εταιρεία ή από συγγενή επιχείρηση ή βάσει αδείας σύμφωνα με την ίδια διεργασία παραγωγής·
   β) είναι πανομοιότυπο ως προς τις προδιαγραφές και την περιεκτικότητα σε δραστικές ουσίες και τον τύπο του σκευάσματος·
   γ) είναι όμοιο ή ισοδύναμο όσον αφορά τα υπάρχοντα βοηθητικά και το μέγεθος, το υλικό ή τη μορφή της συσκευασίας, όσον αφορά τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις στην ασφάλεια του προϊόντος για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή για το περιβάλλον.

4.  Οι αιτήσεις για άδεια παράλληλου εμπορίου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα στοιχεία και αντικείμενα:

   α) την ονομασία και τον αριθμό άδειας του βιοκτόνου στο κράτος μέλος προέλευσης·
   β) οι αριθμοί καταχώρισης των δραστικών ουσιών που περιέχονται στο προϊόν και το έγγραφο πρόσβασης σύμφωνα με το άρθρο 50 από τον αιτούντα που αναφέρεται στο άρθρο 7·
   γ) το όνομα της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης που χορήγησε άδεια για το προϊόν αναφοράς·
   δ) το όνομα και τη διεύθυνση του κατόχου της άδειας στο κράτος μέλος προέλευσης και το έγγραφο πρόσβασης σύμφωνα με το Άρθρο 50 εκ μέρους του κατόχου της αδείας·
   ε) το πρωτότυπο της ετικέτας και των οδηγιών χρήσης με τα οποία διανέμεται το βιοκτόνο στο κράτος μέλος προέλευσης, εφόσον κρίνονται απαραίτητα για την εξέταση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου·
   στ) το όνομα και τη διεύθυνση του αιτούντος·
   ζ) την ονομασία που πρόκειται να δοθεί στο βιοκτόνο που θα διανεμηθεί στο κράτος μέλος εισόδου·
   η) σχέδιο της ετικέτας του προϊόντος που πρόκειται να διατεθεί στην αγορά του κράτους μέλους εισόδου·
   θ) δείγμα του προϊόντος που πρόκειται να εισέλθει στην αγορά, εφόσον κρίνεται απαραίτητο από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου·
   ι) την ονομασία και τον αριθμό άδειας του προϊόντος αναφοράς στο κράτος μέλος εισόδου.

Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου μπορεί να επιβάλλει τη μετάφραση των σχετικών τμημάτων των πρωτότυπων οδηγιών χρήσης που αναφέρονται στο στοιχείο ε).

5.  Στην άδεια παράλληλου εμπορίου καθορίζονται οι ίδιοι όροι διάθεσης στην αγορά και χρήσης όπως στην άδεια για το προϊόν αναφοράς.

6.  Η άδεια παράλληλου εμπορίου ισχύει για την περίοδο που καλύπτει η άδεια για το προϊόν αναφοράς στο κράτος μέλος εισόδου.

Εάν ο κάτοχος της άδειας για το προϊόν αναφοράς υποβάλει αίτηση ακύρωσης της άδειας σύμφωνα με το άρθρο 40 και εξακολουθούν να πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 16, η άδεια παράλληλου εμπορίου λήγει την ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε κανονικά η άδεια για το προϊόν αναφοράς.

7.  Τα άρθρα 38 έως 41 και το κεφάλαιο XIII εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στα βιοκτόνα που διατίθενται στην αγορά με άδεια παράλληλου εμπορίου, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος άρθρου.

8.  Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εισόδου μπορεί να ανακαλέσει άδεια παράλληλου εμπορίου, εάν η άδεια για το εισερχόμενο βιοκτόνο ανακληθεί στο κράτος μέλος προέλευσης για λόγους ασφάλειας ή αποτελεσματικότητας.

9.  Μετά τη λήψη απόφασης σχετικά με αίτηση για τη χορήγηση άδειας παράλληλου εμπορίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, οι αρμόδιες αρχές κρατών μελών που έλαβαν την απόφαση αυτή καταχωρίζουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 23 παράγραφος 5 στο Ενωσιακό Μητρώο Βιοκτόνων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IX

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ

Άρθρο 45

Παρέκκλιση απαιτήσεων

1.  Κατά παρέκκλιση των άρθρων 15 και 16, η αρμόδια αρχή μπορεί να επιτρέπει, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους τέσσερις μήνες, τη διάθεση στην αγορά, για περιορισμένη και ελεγχόμενη χρήση, βιοκτόνων που δεν είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, εάν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

     α) το μέτρο αυτό κρίνεται αναγκαίο λόγω κινδύνου για τη δημόσια υγεία ή το περιβάλλον, ο οποίος δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί με άλλα μέσα·
   β) οι σχετικές δραστικές ουσίες έχουν εγκριθεί για να περιληφθούν στο Παράρτημα I ή αξιολογηθεί σύμφωνα με το άρθρο 4 και παρέχεται πλήρης φάκελος·
   γ) εάν οι σχετικές δραστικές ουσίες εμπίπτουν στο άρθρο 5 ή έχουν ταξινομηθεί ως ουσίες υποψήφιες για υποκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 9, έχει καταρτιστεί και εκτελείται από τον αιτούντα ή την αρμόδια αρχή σχέδιο υποχρεωτικής υποκατάστασης με σκοπό την αντικατάσταση των σχετικών ουσιών με μη επικίνδυνες χημικές ή μη χημικές εναλλακτικές ουσίες εντός δύο ετών από την ημερομηνία έγκρισης· και
   δ) η εφαρμογή του προϊόντος περιορίζεται σε επαγγελματίες χρήστες που έχουν λάβει πιστοποίηση σύμφωνα με τις απαιτήσεις για ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών και η χρήση παρακολουθείται καταλλήλως.

Η αρμόδια αρχή που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο γνωστοποιεί αμέσως στις λοιπές αρμόδιες αρχές και στην Επιτροπή το μέτρο που έλαβε, καθώς και τους λόγους που το υπαγόρευσαν. Ενημερώνει αμέσως τις λοιπές αρμόδιες αρχές και την Επιτροπή σε περίπτωση ανάκλησης του μέτρου αυτού.

Η Επιτροπή αποφασίζει αμέσως, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3, αν και υπό ποιους όρους είναι δυνατόν να παραταθεί το μέτρο της αρμόδιας αρχής για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες.

2.  Επιπλέον των δραστικών ουσιών που αναφέρονται στο άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, οι δραστικές ουσίες που παράγονται ή εισάγονται για να χρησιμοποιηθούν σε βιοκτόνα τα οποία επιτρέπεται να διατίθενται στην αγορά σύμφωνα με το παρόν άρθρο, θεωρούνται ως καταχωρισμένες, η δε καταχώρισή τους θεωρείται ότι έχει περαιωθεί για παραγωγή ή εισαγωγή με σκοπό τη χρήση σε βιοκτόνο και, επομένως, θεωρείται ότι πληρούν τις απαιτήσεις των κεφαλαίων 1 και 5 του τίτλου ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

Άρθρο 46

Έρευνα και ανάπτυξη

1.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15, πειράματα ή δοκιμές για έρευνα ή ανάπτυξη, τα οποία συνεπάγονται τη διάθεση στην αγορά μη επιτρεπόμενου βιοκτόνου ή δραστικής ουσίας που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως συστατικό βιοκτόνου, μπορούν να διεξάγονται μόνον εφόσον πρόκειται για επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη ή για έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών και υπό τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο και στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

Όταν πρόκειται για επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη, το πρόσωπο που προτίθεται να διεξαγάγει τα πειράματα ή τις δοκιμές γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή στην αρμόδια αρχή πριν από την έναρξή τους. Το πρόσωπο αυτό, αφενός τηρεί γραπτά αρχεία, στα οποία αναφέρονται λεπτομερώς η ταυτότητα του βιοκτόνου ή της δραστικής ουσίας, τα δεδομένα που αφορούν την επισήμανση, οι παραληφθείσες ποσότητες, καθώς και τα ονόματα και οι διευθύνσεις των παραληπτών του βιοκτόνου ή της δραστικής ουσίας και, αφετέρου, καταρτίζει φάκελο με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τις πιθανές επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Τα εν λόγω πρόσωπα παρέχουν τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή, εάν τους ζητηθεί.

Όταν πρόκειται για έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών, το πρόσωπο που προτίθεται να διεξαγάγει τα πειράματα ή τις δοκιμές κοινοποιεί τις απαιτούμενες κατά το δεύτερο εδάφιο πληροφορίες, πριν από τη διάθεση του βιοκτόνου ή της δραστικής ουσίας στην αγορά, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στου οποίου την αγορά πρόκειται να διατεθεί το προϊόν.

2.  Μη επιτρεπόμενα βιοκτόνα ή δραστικές ουσίες που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά ως συστατικά βιοκτόνων δεν διατίθενται στην αγορά για πειράματα ή δοκιμές που ενδέχεται να περιλαμβάνουν ή να έχουν ως αποτέλεσμα την ελευθέρωση του βιοκτόνου στο περιβάλλον, εκτός εάν η αρμόδια αρχή έχει αξιολογήσει τα στοιχεία που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος για τη διάθεση του εκάστοτε προϊόντος στην αγορά και έχει χορηγήσει προς τούτο εθνική άδεια, η οποία περιορίζει τις ποσότητες που θα χρησιμοποιηθούν και τους χώρους χρήσης τους και, ενδεχομένως, επιβάλλει περαιτέρω όρους. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τις λοιπές αρμόδιες αρχές για την έκδοση της εθνικής άδειας.

3.  Εάν το πείραμα ή η δοκιμή διεξάγεται σε διαφορετικό κράτος μέλος από εκείνο στου οποίου την αγορά διατίθεται το βιοκτόνο, ο αιτών λαμβάνει άδεια διεξαγωγής πειράματος ή δοκιμής από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στου οποίου την επικράτεια πρόκειται να διεξαχθεί το πείραμα ή η δοκιμή.

Εάν τα προτεινόμενα πειράματα ή δοκιμές, που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, ενδέχεται να έχουν επιβλαβείς επιδράσεις άμεσα ή μελλοντικά στην υγεία του ανθρώπου, ιδίως δε στην υγεία των παιδιών, ή των ζώων ή μη αποδεκτή δυσμενή επίδραση στο περιβάλλον, τους ανθρώπους και τα ζώα, η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους μπορεί να τα απαγορεύσει ή να τα επιτρέψει υπό τους όρους που κρίνει αναγκαίους για την πρόληψη των συνεπειών αυτών. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τις λοιπές αρμόδιες αρχές για τα σχετικά μέτρα.

4.  Η Επιτροπή προκειμένου να ενθαρρύνει την έρευνα και την ανάπτυξη στον τομέα των δραστικών ουσιών και των βιοκτόνων θεσπίζει διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75, μέτρα στα οποία καθορίζονται οι μέγιστες συνολικές ποσότητες δραστικών ουσιών ή βιοκτόνων που επιτρέπεται να ελευθερώνονται κατά τα πειράματα, καθώς και τα ελάχιστα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ X

ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΑ ΥΛΙΚΑ Ή ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ

Άρθρο 47

Διάθεση κατεργασμένων υλικών ή αντικειμένων στην αγορά

1.  Δεν διατίθενται στην αγορά κατεργασμένα υλικά ή αντικείμενα, στα οποία έχουν ενσωματωθεί ένα ή περισσότερα βιοκτόνα, εκτός εάν οι δραστικές ουσίες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατεργασία των υλικών ή αντικειμένων έχουν συμπεριληφθεί στο παράρτημα Ι.

2.  Ο υπεύθυνος για την κυκλοφορία στην αγορά κατεργασμένων υλικών ή αντικειμένων λαμβάνει πιστοποιητικό από τον κάτοχο της αδείας σχετικά με όλα τα βιοκτόνα προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν για την κατεργασία αυτών των υλικών ή αντικειμένων ή που προστέθηκαν στα αντικείμενα ή υλικά.

3.  Στην επισήμανση των κατεργασμένων υλικών ή αντικειμένων πρέπει να αναγράφονται οι εξής πληροφορίες:

   α) οι λέξεις «κατεργασμένες με βιοκτόνα» ακριβώς μετά την η ονομασία, χρησιμοποιώντας οσάκις είναι δυνατόν κοινή ονοματολογία (π.χ. τη δεθνή ονοματολογία συστατικών καλλυντικών (INCI)), όλων των δραστικών ουσιών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατεργασία των υλικών ή αντικειμένων ή ενσωματώθηκαν σε αυτά, κατά περίπτωση, και όλων των δραστικών ουσιών που προορίζονται να ελευθερωθούν από το αντικείμενο ή το υλικό υπό κανονικές ή προβλέψιμες συνθήκες χρήσης, εκτός εάν υπάρχουν ήδη τουλάχιστον ανάλογες απαιτήσεις επισήμανσης ή εναλλακτικοί τρόποι ικανοποίησης των απαιτήσεων περί ενημέρωσης δυνάμει τομεακής νομοθεσίας· μετά την ονομασία όλων των νανοϋλικών ακολουθεί σε παρένθεση η λέξη «νανο»·
   β) ▌η βιοκτόνος ιδιότητα που αποδίδεται στα κατεργασμένα υλικά ή αντικείμενα, εφόσον το περιεχόμενο βιοκτόνο πρόκειται να έλθει σε άμεση επαφή με τους ανθρώπους ή το περιβάλλον·
  

   γ) η δήλωση κινδύνου ή δήλωση προφυλάξεων που ενδεχομένως σημειώνεται στην άδεια για το βιοκτόνο, εφόσον το περιεχόμενο βιοκτόνο προορίζεται να ελευθερωθεί υπό φυσιολογικές ή εύλογα προβλέψιμες συνθήκες χρήσης.

Η επισήμανση πρέπει να είναι ευδιάκριτη, ευανάγνωστη, δεόντως ανθεκτική και να εκτυπώνεται στη συσκευασία, στις οδηγίες χρήσης ή στην εγγύησή του και στην εθνική γλώσσα ή γλώσσες του κράτους μέλους στην αγορά του οποίου πρόκειται να κυκλοφορεί το κατεργασμένο αντικείμενο ή υλικό.

Στην περίπτωση κατεργασμένων υλικών ή αντικειμένων που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται με μη βιομηχανοποιημένη παραγωγική διαδικασία, κατόπιν ειδικής παραγγελίας, ο παραγωγός μπορεί να συμφωνήσει με τον πελάτη άλλες μορφές πληροφόρησης.

Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται εφόσον υπάρχουν ήδη τέτοιες απαιτήσεις επισήμανσης σε άλλη νομοθετική πράξη της Ένωσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XI

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΧΡΗΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Άρθρο 48

Προστασία των στοιχείων που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές ή ο Οργανισμός

1.  Οι αρμόδιες αρχές και ο Οργανισμός δεν χρησιμοποιούν τα στοιχεία που υποβάλλονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού προς όφελος των επόμενων αιτούντων, εξαιρουμένων των ακόλουθων περιπτώσεων:

   α) ο επόμενος αιτών έχει λάβει εγγράφως, με τη μορφή εγγράφου πρόσβασης, σύμφωνα με το άρθρο 50, τη συγκατάθεση του πρώτου αιτούντος για τη χρήση των στοιχείων αυτών,
   β) έχει λήξει η περίοδος προστασίας των δεδομένων,
   γ) ο επόμενος αιτών είναι επίσης κάτοχος των δεδομένων.

2.  Όταν ο αιτών υποβάλλει στοιχεία σε αρμόδια αρχή ή στον Οργανισμό, προσκομίζει επίσης κατάλογο όλων των υποβαλλόμενων στοιχείων. Στον εν λόγω κατάλογο διευκρινίζει αν έχει τη κυριότητα των στοιχείων ή απλώς διαθέτει έγγραφο πρόσβασης σε αυτά. Στη δεύτερη περίπτωση, ο κατάλογος περιλαμβάνει το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του προσώπου που έχει την κυριότητα. Ο αιτών ενημερώνει την αρμόδια αρχή ή τον Οργανισμό για κάθε μεταβολή της κυριότητας των στοιχείων.

3.  Οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν τον αναφερόμενο στην παράγραφο 2 κατάλογο στον Οργανισμό μετά την παραλαβή του.

4.  Κάθε πληροφορία του καταλόγου κατά την παράγραφο 2 επισημαίνεται με ενιαίο κωδικό και καταχωρίζεται με πλήρη στοιχεία από τον Οργανισμό στο μητρώο κοινοχρησίας δεδομένων για τα βιοκτόνα, μαζί με την ταυτότητα του πρώτου αιτούντα και των κυρίων των δεδομένων.

5.  Πρόσβαση στα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν η Επιτροπή, ο Οργανισμός, οι συμβουλευτικές επιστημονικές επιτροπές που έχουν συσταθεί δυνάμει της απόφασης 2004/210/ΕΚ της Επιτροπής της 3ης Μαρτίου 2004 σχετικά με τη σύσταση επιστημονικών επιτροπών στον τομέα της ασφάλειας των καταναλωτών, της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος(47), καθώς και οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 49

Διάρκεια προστασίας των στοιχείων

1.  Για τα στοιχεία που υποβάλλονται για τους σκοπούς της οδηγίας 98/8/EΚ ή του παρόντος κανονισμού παρέχεται προστασία δεδομένων υπό τους όρους του παρόντος άρθρου. Η διάρκεια προστασίας των στοιχείων αυτών αρχίζει τη στιγμή της υποβολής τους.

Κατόπιν αιτήσεως παρέχεται νέα προστασία για τα στοιχεία που προστατεύονται βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ ▌, για τα οποία έληξε η περίοδος προστασίας βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ, ή για τα στοιχεία που προστατεύονται βάσει του παρόντος άρθρου.

Για κάθε έγγραφο, που έχει λάβει ενιαίο κωδικό σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 4, ορίζεται ξεχωριστή ημερομηνία παραλαβής.

2.  Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό την καταχώριση υπάρχουσας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I λήγει 10 έτη μετά την ημερομηνία καταχώρησης αυτής της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I για τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντων.

Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό την καταχώριση νέας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία καταχώρησης αυτής της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I για τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντων.

Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό την ανανέωση ή επανεξέταση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα I λήγει 5 έτη μετά την ημερομηνία λήψης της απόφασης για την ανανέωση ή επανεξέταση.

3.  Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό τη χορήγηση άδειας για βιοκτόνο, το οποίο περιέχει μόνο υπάρχουσες δραστικές ουσίες, λήγει 10 έτη μετά την ημερομηνία της πρώτης άδειας για το προϊόν.

Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό τη χορήγηση άδειας για βιοκτόνο, το οποίο περιέχει νέα δραστική ουσία, λήγει 15 έτη μετά την ημερομηνία της πρώτης άδειας για το προϊόν.

Η προστασία των στοιχείων που υποβάλλονται με σκοπό την ανανέωση ή τροποποίηση της άδειας βιοκτόνου λήγει 5 έτη μετά την ημερομηνία ανανέωσης ή τροποποίησης της άδειας.

Άρθρο 50

Έγγραφο πρόσβασης

1.  Το έγγραφο πρόσβασης περιλαμβάνει, τουλάχιστον, τα εξής στοιχεία:

   α) το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του κυρίου των δεδομένων και του δικαιούχου,
   β) τις ημερομηνίες έναρξης και λήξης της ισχύος του εγγράφου πρόσβασης,
   γ) τα υποβαλλόμενα στοιχεία στα οποία το έγγραφο πρόσβασης παρέχει δικαίωμα παραπομπής,
   δ) τη διεύθυνση των εγκαταστάσεων παραγωγής της δραστικής ουσίας ή του βιοκτόνου,
   ε) τους όρους υπό τους οποίους είναι δυνατόν να ανακληθεί.

2.  Η ανάκληση εγγράφου πρόσβασης πριν από την ημερομηνία λήξης του δεν θίγει την ισχύ της άδειας που έχει εκδοθεί βάσει του εν λόγω εγγράφου.

Άρθρο 51

Υποχρεωτική κοινοχρησία στοιχείων

1.  Δεδομένου ότι πρέπει να αποφεύγονται οι δοκιμές σε ζώα, δοκιμές σε σπονδυλωτά για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού διεξάγονται μόνο ως έσχατη λύση στις περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικές λύσεις που δεν έχουν αντίκτυπο στους ανθρώπους και στα ζώα. Οι δοκιμές σε σπονδυλωτά δεν επαναλαμβάνονται για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού.

2.  Κάθε πρόσωπο που προτίθεται να διεξαγάγει δοκιμές ή μελέτες με ζώα, σπονδυλωτά ή μη (εφεξής «ο μελλοντικός αιτών»), ζητεί από την αρμόδια αρχή ή τον Οργανισμό να τον πληροφορήσει αν έχουν ήδη υποβληθεί αποτελέσματα των συγκεκριμένων δοκιμών ή μελετών με προγενέστερη αίτηση. Η αρμόδια αρχή ή ο Οργανισμός επαληθεύει αν το Μητρώο Κοινοχρησίας Δεδομένων για τα Βιοκτόνα περιέχει δεδομένα σχετικά με τις εν λόγω δοκιμές ή μελέτες.

Εάν έχουν ήδη υποβληθεί αποτελέσματα των ανωτέρω δοκιμών ή μελετών με προγενέστερη αίτηση, η αρμόδια αρχή ή οργανισμός αξιολογεί χωρίς καθυστέρηση την τεχνική ισοδυναμία σε σχέση με την πηγή σύγκρισης. Εάν η αξιολόγηση της τεχνικής ισοδυναμίας είναι θετική, η αρμόδια αρχή ή ο Οργανισμός ανακοινώνει αμέσως στο μελλοντικό αιτούντα το όνομα και τα στοιχεία επικοινωνίας του κυρίου των δεδομένων.

Εφόσον τα δεδομένα που προέκυψαν από τις εν λόγω δοκιμές ή μελέτες εξακολουθούν να προστατεύονται βάσει του άρθρου 49 και έχουν διεξαχθεί δοκιμές σε σπονδυλωτά, ο μελλοντικός αιτών οφείλει να ζητήσει από τον κύριο των δεδομένων να του παραχωρήσει δικαίωμα παραπομπής στις δοκιμές ή μελέτες.

Εφόσον τα δεδομένα που προέκυψαν από τις εν λόγω δοκιμές ή μελέτες εξακολουθούν να προστατεύονται βάσει του άρθρου 49 και δεν έχουν διεξαχθεί δοκιμές σε σπονδυλωτά, ο μελλοντικός αιτών μπορεί να ζητήσει από τον κύριο των δεδομένων να του παραχωρήσει δικαίωμα παραπομπής στις δοκιμές ή μελέτες.

Άρθρο 52

Αποζημίωση για υποχρεωτική κοινοχρησία στοιχείων

1.  Στις περιπτώσεις υποβολής αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2, ο μελλοντικός αιτών και ο κύριος των δεδομένων καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την κοινοχρησία των αποτελεσμάτων των δοκιμών ή μελετών που ζητεί ο μελλοντικός αιτών. Η συμφωνία αυτή μπορεί να αντικατασταθεί από παραπομπή του ζητήματος σε όργανο διαιτησίας και δέσμευση για αποδοχή της διαιτητικής απόφασης.

2.  Εφόσον επιτευχθεί σχετική συμφωνία, ο κύριος των δεδομένων τα θέτει στη διάθεση του μελλοντικού αιτούντος και επιτρέπει στον τελευταίο να παραπέμπει στις οικείες δοκιμές ή μελέτες.

3.  Εφόσον δεν επιτευχθεί συμφωνία εντός δύο μηνών από την υποβολή του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 2, ο μελλοντικός αιτών ενημερώνει αμέσως τον Οργανισμό και τον κύριο των δεδομένων. Εντός δύο μηνών από την ενημέρωσή του σχετικά με την αδυναμία επίτευξης συμφωνίας, ο Οργανισμός παρέχει στον μελλοντικό αιτούντα το δικαίωμα να παραπέμπει στις δοκιμές ή μελέτες που περιλαμβάνουν δοκιμές σε σπονδυλωτά. Τα εθνικά δικαστήρια αποφασίζουν για το ποσοστό του κόστους που ο μελλοντικός αιτών οφείλει να καταβάλει στον κύριο των δεδομένων.

4.  Το κόστος που συνεπάγεται η κοινοχρησία των αποτελεσμάτων δοκιμών ή μελετών καθορίζεται με δικαιοσύνη, διαφάνεια και αμεροληψία.

5.  Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου υπόκεινται σε προσφυγή, ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

Άρθρο 53

Χρήση δεδομένων για τις επόμενες αιτήσεις χορήγησης άδειας

1.  Σε περίπτωση βιοκτόνου για το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 15, 25 και 28 και εφόσον έχουν λήξει όλες οι περίοδοι προστασίας των στοιχείων βάσει του άρθρου 49, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ή ο Οργανισμός μπορεί να αποδεχθεί την παραπομπή, από τον επόμενο αιτούντα, στα δεδομένα που έχει υποβάλει ο πρώτος αιτών, και εάν οι προθεσμίες για την προστασία των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 49 δεν έχουν παρέλθει, η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ή ο Οργανισμός μπορεί να αποδεχθεί την παραπομπή, από τον επόμενο αιτούντα, στα δεδομένα που έχει υποβάλει ο πρώτος αιτών σύμφωνα με το άρθρο 52, και στις δύο περιπτώσεις, εφόσον ο επόμενος αιτών μπορεί να αποδείξει ότι το βιοκτόνο είναι παρόμοιο με εκείνο για το οποίο χορηγήθηκε η προηγούμενη άδεια και περιέχει τεχνικά ισοδύναμες δραστικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού καθαρότητας και του είδους των προσμείξεων.

Οι αποφάσεις που λαμβάνει ο Οργανισμός βάσει του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υπόκεινται σε προσφυγή, ασκούμενη σύμφωνα με το άρθρο 68.

2.  Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι επόμενοι αιτούντες παρέχουν, αναλόγως, στην παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή ή στον Οργανισμό τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την ταυτοποίηση του βιοκτόνου, συμπεριλαμβανομένης της σύνθεσής του,
   β) τα στοιχεία που χρειάζονται για την ταυτοποίηση της δραστικής ουσίας και τη διαπίστωση της τεχνικής ισοδυναμίας της,
   γ) όλα τα δεδομένα που είναι απαραίτητα για την αξιολόγηση των ανησυχητικών ουσιών που περιέχει το βιοκτόνο,
   δ) τα αναγκαία δεδομένα προκειμένου να αποδειχθεί ότι η αποτελεσματικότητα του βιοκτόνου είναι συγκρίσιμη με εκείνη του προϊόντος για το οποίο χορηγήθηκε η προηγούμενη άδεια σύμφωνα με τα άρθρα 15, 25 και 28.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XII

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Τμήμα 1

Παρακολούθηση και υποβολή εκθέσεων

Άρθρο 54

Τήρηση των απαιτήσεων

1.  Οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν επισήμους ελέγχους προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι παραγωγοί δραστικών ουσιών που τίθενται σε κυκλοφορία για τη χρήση σε βιοκτόνα έχουν υποβάλει στην Επιτροπή τις πληροφορίες για τη δραστική ουσία που σημειώνεται στο παράρτημα ΙΙ ή κατέχουν έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο που πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ.

2.  Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την παρακολούθηση των βιοκτόνων που διατίθενται στην αγορά ως έχουν ή ενσωματωμένα σε κατεργασμένα υλικά, ώστε να διαπιστώνεται αν πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Εφαρμόζεται αναλόγως ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων(48).

3.  Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν επίσημους ελέγχους για να επιβάλουν την τήρηση του παρόντος κανονισμού.

4.  Ανά έτος, αρχίζοντας το 2013, οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν στην Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στην επικράτεια των χωρών τους. Οι εκθέσεις σχετικά με την εφαρμογή δημοσιεύονται ετησίως στον αντίστοιχο δικτυακό τόπο της Επιτροπής. Η έκθεση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες:

   α) για τα αποτελέσματα των επισήμων ελέγχων που διενεργήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 3,
   β) για τυχόν δηλητηριάσεις από βιοκτόνα, ιδιαίτερα σε ό, τι αφορά τις ευάλωτες ομάδες, και δράσεις που αναλαμβάνονται για τη μείωση του κινδύνου μελλοντικών περιπτώσεων,
   γ) για τυχόν επιπτώσεις στο περιβάλλον.

5.  Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2019 και εν συνεχεία ανά τριετία η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και, ειδικότερα, με τη λειτουργία της διαδικασίας χορήγησης ενωσιακής άδειας και της αμοιβαίας αναγνώρισης. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται από την Επιτροπή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Βάσει της έκθεσης αυτής η Επιτροπή αξιολογεί τη σκοπιμότητα πρότασης τροποποιήσεων στον παρόντα κανονισμό.

6.  Το αργότερο στις ...(49), η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση σχετικά με την αποτίμηση των κινδύνων που παρουσιάζει η χρήση νανοϋλικών στα βιοκτόνα για την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, καθώς και σχετικά με τα ειδικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε σχέση με αυτές τις ουσίες.

7.  Το αργότερο στις ...(50), η Επιτροπή καταρτίζει έκθεση σχετικά με τις επιπτώσεις της διάδοσης των βιοκτόνων στο περιβάλλον. Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Άρθρο 55

Εμπιστευτικότητα

1.  Στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του ο Οργανισμός για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής(51), καθώς και οι κανόνες που θεσπίζει το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού κατ' εφαρμογή του άρθρου 118 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

2.  Η γνωστοποίηση των εξής πληροφοριών θεωρείται ότι θίγει την προστασία των εμπορικών συμφερόντων του ενδιαφερομένου:

   α) λεπτομέρειες της πλήρους σύνθεσης του βιοκτόνου,
   β) ακριβής χρήση, λειτουργία ή εφαρμογή ουσίας ή μείγματος,
   γ) ακριβής ποσότητα ουσίας ή μείγματος που παρασκευάστηκε ή διατέθηκε στην αγορά,
   δ) σχέση του παραγωγού δραστικής ουσίας με τον υπεύθυνο για τη διάθεση βιοκτόνου στην αγορά ή του υπεύθυνου για τη διάθεση βιοκτόνου στην αγορά με τους διανομείς του προϊόντος,
   ε) τα ονόματα και οι διευθύνσεις των παραγωγών των δραστικών ουσιών, (συμπεριλαμβανομένου του τόπου των εγκαταστάσεων παραγωγής),
   στ) ο τόπος της εγκατάστασης παραγωγής του βιοκτόνου.

Ωστόσο, όταν απαιτούνται έκτακτα μέτρα για την προστασία της υγείας του ανθρώπου, της ασφάλειας ή του περιβάλλοντος, ο Οργανισμός και οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τη γνωστοποίηση των πληροφοριών κατά την παρούσα παράγραφο.

3.  Κάθε πρόσωπο που υποβάλλει στον Οργανισμό ή σε αρμόδια αρχή στοιχεία σχετικά με δραστική ουσία ή βιοκτόνο για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, μπορεί να ζητεί να μη δημοσιοποιηθούν οι πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 56 παράγραφος 2, αναφέροντας και τους λόγους για τους οποίους η γνωστοποίηση των πληροφοριών θα μπορούσε να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα του ιδίου ή άλλου ενδιαφερομένου.

4.  Οι πληροφορίες που θεωρούνται εμπιστευτικές από αρμόδια αρχή ή από τον Οργανισμό αντιμετωπίζονται ως εμπιστευτικές από τις λοιπές αρμόδιες αρχές, τον Οργανισμό και την Επιτροπή.

Άρθρο 56

Ηλεκτρονική πρόσβαση του κοινού

1.  Οι εξής πληροφορίες, τις οποίες έχουν στην κατοχή τους οι αρμόδιες αρχές, ο Οργανισμός ή, κατά περίπτωση, η Επιτροπή, δημοσιοποιούνται δωρεάν σε ενιαία βάση δεδομένων, με δομημένο μορφότυπο τουλάχιστον στον σχετικό ιστότοπο της Επιτροπής:

  α) με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 στοιχείο στ) του παρόντος άρθρου, η κατά την ονοματολογία IUPAC (International Union of Pure and Applied Chemistry) ονομασία των δραστικών ουσιών που πληρούν τα κριτήρια για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες τάξεις ή κατηγορίες κινδύνου, οι οποίες καθορίζονται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008:
   i) τάξεις κινδύνου 2.1 έως 2.4, 2.6 και 2.7, 2.8 τύποι Α και Β, 2.9, 2.10, 2.12, 2.13 κατηγορίες 1 και 2, 2.14 κατηγορίες 1 και 2, 2.15 τύποι Α έως ΣΤ,
   ii) τάξεις κινδύνου 3.1 έως 3.6, 3.7 δυσμενείς επιδράσεις στη σεξουαλική λειτουργία και τη γονιμότητα ή στην ανάπτυξη, 3.8 άλλες επιδράσεις πλην της ναρκωτικής, 3.9 και 3.10,
   iii) τάξη κινδύνου 4.1,
   iv) τάξη κινδύνου 5,1·
   β) κατά περίπτωση, η ονομασία της δραστικής ουσίας στον κατάλογο EINECS (European Inventory of Existing Commercial Chemical Substances)·
   γ) η ταξινόμηση και η επισήμανση της δραστικής ουσίας·
   δ) φυσικοχημικά δεδομένα για τη δραστική ουσία και δεδομένα σχετικά με τις οδούς και την περιβαλλοντική πορεία της·
   ε) σημειώνεται σαφώς εάν η δραστική ουσία είναι ανθεκτική, βιοσυσσωρευτική και τοξική ή άκρως ανθεκτική, βιοσυσσωρευτική και τοξική σύμφωνα με το Παράρτημα XIII του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1907/2006 ή αν είναι ενδοκρινικός διαταράκτης ή αν έχει ταξινομηθεί σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1272/2008 ως καρκινογόνος, μεταλλαξιγόνος, νευροτοξική, ανοσοτοξική, τοξική για την αναπαραγωγή ή ευαισθητοποιητική·
   στ) τα αποτελέσματα όλων των τοξικολογικών και οικοτοξικολογικών μελετών·
   ζ) το αποδεκτό επίπεδο έκθεσης ή η προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιδράσεις που προσδιορίζεται σύμφωνα με το παράρτημα VI του παρόντος κανονισμού·
   η) οι οδηγίες ασφαλούς χρήσης που παρέχονται σύμφωνα με το παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού·
   θ) οι αναλυτικές μέθοδοι με τις οποίες είναι δυνατόν να ανιχνευθούν οι επικίνδυνες ουσίες που έχουν απορριφθεί στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των υδάτινων πόρων και του πόσιμου ύδατος, και να προσδιοριστεί η άμεση έκθεση του ανθρώπου, εφόσον απαιτούνται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ ή ΙΙΙ του παρόντος κανονισμού.

Εάν οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο πρώτο εδάφιο αφορούν νέα δραστική ουσία, δημοσιοποιούνται μόνο μετά την ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώρισή της στο παράρτημα Ι του παρόντος κανονισμού.

2.  Οι ακόλουθες πληροφορίες για δραστικές ουσίες, είτε ως έχουν είτε ως συστατικά μειγμάτων ή υλικών ή αντικειμένων, ή πληροφορίες για βιοκτόνα δημοσιοποιούνται δωρεάν, εκτός εάν το μέρος που υπέβαλε τις πληροφορίες έχει δηλώσει, σύμφωνα με το άρθρο 55 παράγραφος 3, τους λόγους για τους οποίους η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να βλάψει τα εμπορικά συμφέροντα του αιτούντος ή άλλου ενδιαφερομένου και η αρμόδια αρχή, ο Οργανισμός ή, κατά περίπτωση, η Επιτροπή έχει αποδεχθεί τους λόγους αυτούς ως βάσιμους:

   α) ο βαθμός καθαρότητας της ουσίας και η ταυτότητα των γνωστών ως επικίνδυνων προσμείξεων ή/και προσθέτων, εάν έχουν ουσιαστική σημασία για την ταξινόμηση και την επισήμανση·
   β) οι περιλήψεις ή εκτενείς περιλήψεις (robust study summary) των μελετών από τις οποίες προέκυψαν τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία δ) και ε)
   γ) πληροφορίες που περιέχει το δελτίο δεδομένων ασφαλείας, πλην εκείνων που απαριθμούνται στην παράγραφο 1
   δ) το ή τα εμπορικά ονόματα της ουσίας·
  ε) με την επιφύλαξη του άρθρου 24 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, η κατά την ονοματολογία IUPAC ονομασία των δραστικών ουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) και προορίζονται μόνο για μια ή και τις δυο ακόλουθες χρήσεις:
   i) στην επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη,
   ii) στην έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διεργασιών.

3.  Μετά τη χορήγηση της άδειας, δεν θεωρούνται εμπιστευτικά σε καμιά περίπτωση:

   α) το όνομα και η διεύθυνση του αιτούντος·
   β) το όνομα και η διεύθυνση του παραγωγού του βιοκτόνου·
   γ) το όνομα και η διεύθυνση του παραγωγού της δραστικής ουσίας·
   δ) η περιεκτικότητα του βιοκτόνου στην ή στις δραστικές ουσίες και η ονομασία του·
   ε) τα φυσικά και χημικά δεδομένα που αφορούν το βιοκτόνο·
   στ) οι τρόποι με τους οποίους η δραστική ουσία ή το βιοκτόνο καθίστανται αβλαβή·
   ζ) η περίληψη των αποτελεσμάτων των δοκιμών, που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 18 για να διαπιστωθούν η αποτελεσματικότητα του προϊόντος, οι επιδράσεις του στον άνθρωπο, στα ζώα και στο περιβάλλουν και, κατά περίπτωση, η ικανότητά του να δημιουργεί αντοχή·
   η) οι συνιστώμενες μέθοδοι και προφυλάξεις για τον περιορισμό των κινδύνων λόγω χειρισμού, αποθήκευσης, μεταφοράς και χρήσης, καθώς και των κινδύνων πυρκαγιάς ή άλλων·
   θ) τα δελτία δεδομένων ασφαλείας·
   ι) οι αναλυτικές μέθοδοι που αναφέρονται στο άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ)·
   ια) οι μέθοδοι τελικής διάθεσης του προϊόντος και της συσκευασίας του·
   ιβ) οι διαδικασίες και τα μέτρα που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση έκχυσης ή διαρροής·
   ιγ) οι πρώτες βοήθειες και οι ιατρικές συμβουλές που πρέπει να παρέχονται σε περίπτωση σωματικής βλάβης σε ανθρώπους.

4.  Δημοσιοποιείται δωρεάν κατάλογος, στον οποίο απαριθμούνται τα βιοκτόνα που επιτρέπονται, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 5, μαζί με τον εκάστοτε παραγωγό.

Άρθρο 57

Τήρηση αρχείων και υποβολή εκθέσεων

1.  Οι παραγωγοί, οι εισαγωγείς και οι επαγγελματίες χρήστες βιοκτόνων τηρούν αρχεία, τουλάχιστον επί 10 έτη, για τα βιοκτόνα που παράγουν, διαθέτουν στην αγορά ή χρησιμοποιούν. Θέτουν τις πληροφορίες που περιέχουν τα αρχεία αυτά στη διάθεση της αρμόδιας αρχής, κατόπιν αιτήματός της.

2.  Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3 για να καθορίσει τη μορφή και το περιεχόμενο των πληροφοριών των αρχείων και να διασφαλίσει την ενιαία εφαρμογή της παραγράφου 1.

Τμήμα 2

Πληροφόρηση σχετικά με τα βιοκτόνα

Άρθρο 58

Ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των βιοκτόνων

1.  Τα βιοκτόνα ταξινομούνται, συσκευάζονται και επισημαίνονται σύμφωνα με την οδηγία 1999/45/EΚ και, εφόσον έχει εφαρμογή, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, καθώς και με την εγκεκριμένη συνοπτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του βιοκτόνου, ειδικότερα τις δηλώσεις κινδύνου και τις δηλώσεις προφυλάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 2 στοιχείο θ).

Επιπλέον, τα προϊόντα που ενδέχεται να εκληφθούν ως τρόφιμα, ποτά ή ζωοτροφές συσκευάζονται κατά τρόπο ώστε να μειώνεται στο ελάχιστο η πιθανότητα τέτοιου σφάλματος. Εάν διατίθενται στο ευρύ κοινό, περιέχουν συστατικά που αποθαρρύνουν την κατανάλωσή τους.

2.  Οι ετικέτες πρέπει να μην είναι παραπλανητικές και, πάντως, να μην φέρουν τις ενδείξεις «βιοκτόνο χαμηλής επικινδυνότητας», «μη τοξικό» ή «αβλαβές». Επιπλέον, στην ετικέτα πρέπει να αναγράφονται οι ακόλουθες ενδείξεις κατά τρόπο ώστε να είναι ευδιάκριτες και ανεξίτηλες:

   α) η ταυτότητα κάθε δραστικής ουσίας και η συγκέντρωσή της σε μονάδες του μετρικού συστήματος·
   β) ο αριθμός άδειας που χορηγήθηκε στο βιοκτόνο από την αρμόδια αρχή·
   γ) εάν το προϊόν περιέχει νανοϋλικά και οιουσδήποτε ειδικούς κινδύνους, και, μετά από κάθε παραπομπή σε νανοϋλικά σε παρένθεση η λέξη «νανο'·
   δ) το είδος μείγματος·
   ε) οι χρήσεις για τις οποίες χορηγήθηκε άδεια βιοκτόνου·
   στ) οδηγίες χρήσης και δοσολογία, εκφραζόμενη σε μονάδες του μετρικού συστήματος ή με άλλον τρόπο σημαντικό και κατανοητό για το χρήστη, για κάθε χρήση που προβλέπεται στους όρους της άδειας·
   ζ) λεπτομερής περιγραφή των πιθανών άμεσων ή έμμεσων παρενεργειών και, ενδεχομένως, οδηγίες πρώτων βοηθειών·
   η) εάν το προϊόν συνοδεύεται από φυλλάδιο, η φράση »Διαβάστε τις συνημμένες οδηγίες πριν από τη χρήση'·
   θ) κατά περίπτωση, προειδοποιήσεις για ευάλωτες ομάδες·
   ι) οδηγίες για την ασφαλή τελική διάθεση του βιοκτόνου και της συσκευασίας του, στις οποίες πρέπει να περιλαμβάνεται, κατά περίπτωση, απαγόρευση της επαναχρησιμοποίησης της συσκευασίας·
   ια) ο αριθμός παρτίδας ή άλλος χαρακτηρισμός του σκευάσματος και η ημερομηνία λήξης υπό κανονικές συνθήκες αποθήκευσης·
   ιβ) το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να δράσει το βιοκτόνο, το χρονικό διάστημα ασφαλείας μεταξύ των εφαρμογών του βιοκτόνου ή μεταξύ της εφαρμογής και της επόμενης χρήσης του κατεργασμένου προϊόντος ή της επόμενης πρόσβασης του ανθρώπου ή των ζώων στην περιοχή όπου χρησιμοποιήθηκε το βιοκτόνο, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερειών για τα μέσα και τα μέτρα απομόλυνσης, τη διάρκεια του απαραίτητου εξαερισμού των χώρων όπου χρησιμοποιήθηκε το βιοκτόνο, για τον κατάλληλο καθαρισμό του εξοπλισμού, καθώς και για τις προφυλάξεις κατά τη χρήση, την αποθήκευση και τη μεταφορά·
   ιγ) κατά περίπτωση, οι κατηγορίες χρηστών στις οποίες περιορίζεται η χρήση του βιοκτόνου·
   ιδ) κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τυχόν συγκεκριμένο κίνδυνο για το περιβάλλον, ειδικότερα όσον αφορά την προστασία των μη στοχευόμενων οργανισμών και την αποφυγή της μόλυνσης των υδάτων·
   ιε) στην περίπτωση των βιοκτόνων που περιέχουν μικροοργανισμούς, η απαιτούμενη επισήμανση βάσει της οδηγίας 2000/54/EΚ.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, όταν το επιβάλλει το μέγεθος ή η λειτουργία του βιοκτόνου, οι πληροφορίες που αναφέρονται στα στοιχεία δ), στ), ζ), ι), ια), ιβ) και ιδ) επιτρέπεται να αναγράφονται στη συσκευασία ή σε φυλλάδιο που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της.

3.  ▌Η επισήμανση των βιοκτόνων που διατίθενται στην αγορά της επικράτειας των κρατών μελών συντάσσεται στην ή στις εθνικές γλώσσες της χώρας εμπορίας.

Άρθρο 59

Δελτία δεδομένων ασφαλείας

Τα δελτία δεδομένων ασφαλείας συντάσσονται και διατίθενται σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, προκειμένου για βιοκτόνα που ταξινομούνται ως επικίνδυνα, και με τις απαιτήσεις του άρθρου 31 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου για δραστικές ουσίες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά σε βιοκτόνα.

Τα δελτία δεδομένων ασφαλείας περιέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

   α) τις σημαντικές κατηγορίες του προϊόντος του οποίου η δραστική ουσία έχει καταχωριστεί στο παράρτημα Ι·
   β) το όνομα ενός τουλάχιστον κράτους μέλους στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια στο βιοκτόνο·
   γ) τον αριθμό άδειας του βιοκτόνου υπό καθαρή μορφή ή ως εμπεριεχόμενου σε αντικείμενο ή κατεργασμένο υλικό.

Άρθρο 60

Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης

1.  Η Επιτροπή δημιουργεί και συντηρεί Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης.

2.  Το Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών, του Οργανισμού και της Επιτροπής.

3.  Οι αιτούντες χρησιμοποιούν το Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης για να δημιουργήσουν το έντυπο αίτησης για όλες τις διαδικασίες χορήγησης άδειας βιοκτόνου, αμοιβαίας αναγνώρισης και χορήγησης άδειας παράλληλου εμπορίου.

4.  Οι αρμόδιες αρχές επικαιροποιούν στο Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης τις πληροφορίες που αφορούν τα βιοκτόνα για τα οποία χορηγήθηκε άδεια στην επικράτεια της χώρας τους ή απορρίφθηκε η αίτηση άδειας ή η εθνική άδεια τροποποιήθηκε, ανανεώθηκε ή ακυρώθηκε. Η Επιτροπή επικαιροποιεί τις πληροφορίες που αφορούν τα βιοκτόνα για τα οποία χορηγήθηκε άδεια στην Ένωση ή απορρίφθηκε η αίτηση ενωσιακής άδειας ή η ενωσιακή άδεια τροποποιήθηκε, ανανεώθηκε ή ακυρώθηκε.

5.  Προκειμένου να εξασφαλισθεί η σωστή λειτουργία του Μητρώου βιοκτόνων της Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να θεσπίσει, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75, λεπτομερείς κανόνες ▌για το είδος πληροφοριών που πρέπει να εγγράφονται στο ▌Μητρώο βιοκτόνων της Ένωσης και τις σχετικές διαδικασίες.

Άρθρο 61

Μητρώο κοινοχρησίας δεδομένων για τα βιοκτόνα

1.  Ο Οργανισμός δημιουργεί και συντηρεί Μητρώο κοινοχρησίας δεδομένων για τα βιοκτόνα.

2.  Το Μητρώο κοινοχρησίας δεδομένων για τα βιοκτόνα περιέχει τις πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές και ο Οργανισμός σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφοι 3 και 4.

Πρόσβαση στο Μητρώο έχουν μόνο οι αρμόδιες αρχές, ο Οργανισμός και η Επιτροπή. Οι αρμόδιες αρχές και ο Οργανισμός απαντούν σε όλα τα ερωτήματα μελλοντικών αιτούντων, τα οποία αφορούν πληροφορίες που περιέχει το Μητρώο κοινοχρησίας δεδομένων για τα βιοκτόνα, ώστε να διευκολύνουν την κοινοχρησία των πληροφοριών και, εφόσον τους ζητηθεί, παρέχουν τα στοιχεία επικοινωνίας του κυρίου των εν λόγω πληροφοριών και δήλωση, με την οποία αναφέρεται αν και για πόσο χρόνο αυτές υπόκεινται σε προστασία δεδομένων βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 62

Πρόσβαση σε πληροφορίες

1.  Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε όλοι οι επαγγελματίες χρήστες, πωλητές και σύμβουλοι, να διαθέτουν πρόσβαση σε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τα οφέλη, τους κινδύνους και την ασφαλή χρήση των βιοκτόνων.

2.  Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να παράσχουν στο κοινό πληροφορίες για τα οφέλη και τους κινδύνους των βιοκτόνων καθώς και για τις δυνατότητες μείωσης της χρήσης βιοκτόνων.

3.  Η Επιτροπή θέτει στη διάθεση του κοινού μέσω του Διαδικτύου κατάλογο όλων των ενεργών ουσιών που διατίθενται στην εσωτερική αγορά.

Τα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για τη διάθεση στην αγορά βιοκτόνων προϊόντων κοινοποιούν μέσω του Διαδικτύου κατάλογο αυτών των προϊόντων. Αυτή η ιστοθέση συμβάλλει στην αύξηση της διαφάνειας για τους καταναλωτές και στην εύκολη και γρήγορη συλλογή δεδομένων σχετικά με τις ιδιότητες και τις συνθήκες χρήσης αυτών των προϊόντων.

Η πρόσβαση στις εν λόγω ιστοθέσεις δεν υπόκειται σε κανένα περιορισμό ή προϋπόθεση και το περιεχόμενό τους πρέπει να τηρείται ενημερωμένο. Οι σχετικές διευθύνσεις των ιστοθέσεων αναγράφονται στην επισήμανση των βιοκτόνων με τρόπο ευδιάκριτο.

Άρθρο 63

Διαφήμιση

1.  Όλες οι διαφημίσεις βιοκτόνων συνοδεύονται από τις φράσεις «Χρησιμοποιείτε τα βιοκτόνα με ασφαλή τρόπο. Να διαβάζετε πάντα την ετικέτα και τις πληροφορίες για το προϊόν πριν από τη χρήση». Οι φράσεις αυτές διακρίνονται σαφώς από την υπόλοιπη διαφήμιση.

2.  Οι διαφημιστές μπορούν να αντικαθιστούν τη λέξη «βιοκτόνα» στις προβλεπόμενες φράσεις με σαφή αναφορά στον διαφημιζόμενο τύπο προϊόντων του παραρτήματος V.

3.  Οι διαφημίσεις βιοκτόνων δεν αναφέρονται στο προϊόν κατά τρόπο παραπλανητικό όσον αφορά τους κινδύνους που ενέχει για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον. Η διαφήμιση βιοκτόνου δεν περιλαμβάνει σε καμία περίπτωση τις ενδείξεις «βιοκτόνο χαμηλής επικινδυνότητας», «μη τοξικό» ή «αβλαβές».

Άρθρο 64

Αντιμετώπιση των δηλητηριάσεων

1.  Τα κράτη μέλη ορίζουν έναν ή περισσότερους φορείς ως αρμόδιους για την παραλαβή των πληροφοριών σχετικά με τα βιοκτόνα που διατίθενται στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που αφορούν τη χημική τους σύνθεση, καθώς και για τη διάθεση των εν λόγω πληροφοριών όταν υπάρχουν υπόνοιες δηλητηρίασης από βιοκτόνα.

Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να αναθέσουν τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο καθήκοντα στον ή στους φορείς που έχουν ήδη οριστεί σύμφωνα με το άρθρο 45 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.

2.  Οι φορείς που ορίζονται από τα κράτη μέλη παρέχουν όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για την τήρηση εχεμύθειας σχετικά με τις λαμβανόμενες πληροφορίες. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για τους εξής σκοπούς:

   α) κάλυψη της ιατρικής ζήτησης με τη διατύπωση προληπτικών και θεραπευτικών μέτρων, ιδίως σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης·
   β) κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους, στατιστική ανάλυση για να εντοπιστούν οι περιπτώσεις στις οποίες ενδέχεται να χρειάζονται βελτιωμένα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIII

Ο ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ

Άρθρο 65

Ρόλος του Οργανισμού

Ο Οργανισμός εκτελεί τα καθήκοντα που του αναθέτουν τα κεφάλαια II, III, IV, VI, VII, VIII, IX, X, XI, XII και XIV του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 66

Επιτροπή βιοκτόνων

1.  Συνιστάται επιτροπή βιοκτόνων στο πλαίσιο του Οργανισμού.

Η επιτροπή βιοκτόνων είναι αρμόδια για την προπαρασκευή της γνωμοδότησης του Οργανισμού σχετικά με τα ακόλουθα:

   α) αιτήσεις για καταχώριση και ανανέωση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι·
   β) επανεξέταση της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι·
   γ) εντοπισμός υποψήφιων προς υποκατάσταση δραστικών ουσιών·
   δ) αιτήσεις για τη χορήγηση ενωσιακής άδειας βιοκτόνου και για την ανανέωση, ακύρωση και τροποποίηση ενωσιακής άδειας·
   ε) επιστημονικά και τεχνικά ζητήματα που ανακύπτουν στις περιπτώσεις αντίθεσης στην αμοιβαία αναγνώριση·
   στ) κάθε άλλο ζήτημα σχετικό με κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου ή για το περιβάλλον, το οποίο ανακύπτει κατά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.  Στην επιτροπή βιοκτόνων εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, τα άρθρα 85, 87 και 88 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, που αφορούν τη σύσταση και τη σύνθεση της επιτροπής αξιολόγησης κινδύνων, καθώς και τα προσόντα και συμφέροντα των μελών της.

Η επιτροπή βιοκτόνων μπορεί να συγκροτεί ομάδες εργασίας και να τους μεταβιβάζει ορισμένα καθήκοντα.

Τα μέλη της επιτροπής βιοκτόνων στηρίζονται από τους επιστημονικούς και τεχνικούς πόρους που διαθέτουν τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη παρέχουν επαρκείς επιστημονικούς και τεχνικούς πόρους στα μέλη της επιτροπής βιοκτόνων που έχουν διορίσει. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών διευκολύνουν τις δραστηριότητες της επιτροπής βιοκτόνων και των οικείων ομάδων εργασίας.

Άρθρο 67

Λειτουργία της επιτροπής βιοκτόνων και της Γραμματείας του Οργανισμού

1.  Εφαρμόζονται τα άρθρα 78 έως 84, 89 και 90 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, τηρουμένων των αναλογιών και λαμβανομένου υπόψη του ρόλου του Οργανισμού σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό.

2.  Η Γραμματεία του Οργανισμού, που αναφέρεται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006, αναλαμβάνει τα ακόλουθα καθήκοντα:

   α) δημιουργία και συντήρηση του Μητρώου Κοινοχρησίας Δεδομένων για τα Βιοκτόνα·
   β) επικύρωση των αιτήσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7 παράγραφος 4, στο άρθρο 11 παράγραφος 3 και στο άρθρο 34 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού·
   γ) παροχή τεχνικών και επιστημονικών οδηγιών και εργαλείων για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού από την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών·
   δ) παροχή συμβουλών και αρωγής σε όσους υποβάλλουν αιτήσεις καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού ή χορήγησης ενωσιακής άδειας, και ιδίως στις ΜΜΕ·
   ε) σύνταξη επεξηγήσεων για τον παρόντα κανονισμό·
   στ) δημιουργία και συντήρηση μιας ή περισσότερων βάσεων δεδομένων με πληροφορίες για τις δραστικές ουσίες και τα βιοκτόνα·
   ζ) κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, παροχή τεχνικής και επιστημονικής υποστήριξης για τη βελτίωση της συνεργασίας μεταξύ Ένωσης, αρμοδίων αρχών, διεθνών οργανισμών και τρίτων χωρών σε επιστημονικά και τεχνικά θέματα που αφορούν τα βιοκτόνα·
   η) κοινοποίηση των αποφάσεων του Οργανισμού·
   θ) παροχή υποδειγμάτων για την υποβολή στοιχείων στον Οργανισμό,
  ι) παροχή οδηγιών και εργαλείων για το στάδιο της χρήσης, και συγκεκριμένα:
   μέτρα για ολοκληρωμένη διαχείριση επιβλαβών οργανισμών, για συγκεκριμένα παράσιτα,
   παρακολούθηση της χρήσης των βιοκτόνων,
   βέλτιστη πρακτική της χρήσης βιοκτόνων προκειμένου να περιοριστεί η χρήση των προϊόντων αυτών στην ελάχιστη απαιτούμενη δόση,
   διαχείριση των παρασίτων σε ευαίσθητους χώρους όπως σχολεία, χώρους εργασίας, νηπιακούς σταθμούς, δημόσιους χώρους, λίμνες, κανάλια και όχθες ποταμών, γηροκομεία,
   τεχνικός εξοπλισμός για τη χρήση βιοκτόνων και την εποπτεία της.

3.  Η Γραμματεία δημοσιοποιεί δωρεάν, στο Διαδίκτυο, τις αναφερόμενες στο άρθρο 56 παράγραφοι 1 και 2 πληροφορίες της ή των βάσεων δεδομένων, εκτός εάν έχει υποβληθεί αίτημα βάσει του άρθρου 55 παράγραφος 3, το οποίο έχει κριθεί αιτιολογημένο. Ο Οργανισμός θέτει στη διάθεση των ενδιαφερομένων άλλες πληροφορίες που περιέχουν οι βάσεις δεδομένων, κατόπιν αιτήματός τους, σύμφωνα με το άρθρο 55.

Άρθρο 68

Προσφυγή

1.  Αρμόδιο για τις προσφυγές κατά των αποφάσεων που λαμβάνει ο Οργανισμός κατ' εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 5, του άρθρου 11 παράγραφος 4, του άρθρου 34 παράγραφος 3, του άρθρου 36 παράγραφος 6, του άρθρου 52 παράγραφος 3 και του άρθρου 53 παράγραφος 1 είναι το Συμβούλιο Προσφυγών.

Στις διαδικασίες προσφυγής που ασκείται δυνάμει του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται το άρθρο 92 παράγραφοι 1 και 2 και τα άρθρα 93 και 94 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

Στα πρόσωπα που ασκούν προσφυγή είναι δυνατόν να επιβληθεί η υποχρέωση καταβολής τέλους σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού.

2.  Οι προσφυγές που ασκούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Άρθρο 69

Προϋπολογισμός του Οργανισμού

1.  Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, τα έσοδα του Οργανισμού προέρχονται από:

   α) επιδότηση από την Ένωση, που εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τμήμα «Επιτροπή»)·
   β) τα τέλη που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις·
   γ) επιβαρύνσεις που καταβάλλονται στον Οργανισμό για την παροχή υπηρεσιών δυνάμει του παρόντος κανονισμού·
   δ) εθελοντικές συνεισφορές των κρατών μελών.

2.  Τα έσοδα και οι δαπάνες που συνδέονται με τις δραστηριότητες στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού διαχωρίζονται στον προϋπολογισμό του Οργανισμού από τα συνδεόμενα με τις δραστηριότητες στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 και αποτελούν αντικείμενο χωριστών δημοσιονομικών και λογιστικών εκθέσεων.

Τα έσοδα του Οργανισμού που αναφέρονται στο άρθρο 96 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006 δεν χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση καθηκόντων που απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 70

Υποδείγματα και λογισμικό για την υποβολή στοιχείων στον Οργανισμό

Για την υποβολή στοιχείων στον Οργανισμό, ο τελευταίος καθορίζει υποδείγματα, τα οποία διαθέτει δωρεάν, καθώς και πακέτα λογισμικού, τα οποία διαθέτει μέσω του δικτυακού τόπου του. Οι αρμόδιες αρχές και οι αιτούντες χρησιμοποιούν τα εν λόγω υποδείγματα και πακέτα λογισμικού όταν υποβάλλουν στοιχεία στον Οργανισμό κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Ο μορφότυπος του τεχνικού φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στο άρθρο 11 παράγραφος 1, στο άρθρο 18 και στο άρθρο 36 παράγραφος 4 είναι IUCLID.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ XIV

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 71

Τέλη και επιβαρύνσεις

1.  Η Επιτροπή θεσπίζει κανόνες για:

   α) το σύστημα των καταβλητέων στον Οργανισμό τελών·
   β) την εναρμονισμένη διάρθρωση των τελών·
   γ) τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα ποσοστό των τελών θα αποδίδεται στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους αξιολόγησης·
   δ) τη μερική επιστροφή των τελών στις περιπτώσεις που ο αιτών δεν υποβάλλει εμπρόθεσμα τις πληροφορίες που ζητούνται στο πλαίσιο της επικύρωσης της αίτησης.

Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση, σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75

2.  Η εναρμονισμένη διάρθρωση των τελών και οι όροι καταβολής βασίζονται στις ακόλουθες αρχές:

   α) καθορίζεται μειωμένο τέλος για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, κατά την έννοια της σύστασης 2003/361/EΚ· τούτο δε θίγει επ' ουδενί την ευθύνη της αρμόδιας αρχής αξιολόγησης να διενεργεί ενδελεχή αξιολόγηση κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού·
   β) στη διάρθρωση των τελών λαμβάνεται υπόψη το αν οι πληροφορίες έχουν υποβληθεί από κοινού ή χωριστά·
   γ) η διάρθρωση των τελών λαμβάνει υπόψη εάν το υποβληθέν προς έγκριση προϊόν ανταποκρίνεται στα κριτήρια της χαμηλής επικινδυνότητας·
   δ) υπάρχει δυνατότητα εξαίρεσης από την καταβολή τέλους, σε αιτιολογημένες περιπτώσεις και εφόσον το αποδεχθεί η αρμόδια αρχή η ο Οργανισμός·
  

   ε) Στη διάρθρωση και στο ύψος των τελών λαμβάνονται υπόψη οι εργασίες που πρόκειται να διεξαχθούν από τον Οργανισμό και την αρμόδια αρχή δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δε ύψος τους καθορίζεται σε επίπεδο που εξασφαλίζει ότι τα έσοδα από τα τέλη αυτά, σε συνδυασμό με τις άλλες πηγές εσόδων του Οργανισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, επαρκούν για να καλύψουν το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών.

3.  Τα κράτη μέλη επιβάλλουν σε όσους διαθέτουν ή επιδιώκουν να διαθέσουν βιοκτόνα στην αγορά και σε όσους ζητούν την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα I την υποχρέωση να καταβάλλουν τέλη σύμφωνα με την εναρμονισμένη διάρθρωση των τελών και τους όρους καταβολής που θα θεσπιστούν σύμφωνα με την παράγραφο 1.

4.  Σύμφωνα με τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 κανόνες, ο Οργανισμός επιβάλλει σε όσους διαθέτουν ή επιδιώκουν να διαθέσουν βιοκτόνα στην αγορά και σε όσους ζητούν την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα I την υποχρέωση να καταβάλλουν τέλη. H διάρθρωση και το ύψος των καταβλητέων στον Οργανισμό τελών καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Ο Οργανισμός μπορεί να εισπράττει επιβαρύνσεις για άλλες υπηρεσίες που παρέχει.

Άρθρο 72

Αρμόδιες αρχές

1.  Τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τη εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν, έως την 1η Ιανουαρίου 2013, στην Επιτροπή τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρμοδίων αρχών που έχουν ορίσει. Ενημερώνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την Επιτροπή για κάθε μεταβολή των ονομάτων και των διευθύνσεων των αρμοδίων αρχών.

2.  Η Επιτροπή δημοσιοποιεί τον κατάλογο των αρμοδίων αρχών.

Άρθρο 73

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσία για την έγκριση των πράξεων κατ' εξουσιοδότηση κατά στα άρθρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ), 6 παράγραφος 4, 8 παράγραφος 5, 12 παράγραφος 5, 13 παράγραφος 1, 14, 16 παράγραφος 10, 19 παράγραφος 3, 21 παράγραφος 5, 25 παράγραφος 6, 28 παράγραφος 8, 42 παράγραφος 1, 46 παράγραφος 4, 60 παράγραφος 5, 71 παράγραφος 1, 77 και 82 παράγραφος 1, ανατίθενται στην Επιτροπή επί πέντε έτη από την έναρξη της ισχύος της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή συντάσσει έκθεση σε σχέση με τις κατ' εξουσιοδότηση πράξεις τους τελευταίους έξι μήνες πριν από το πέρας της πενταετίας. Η εξουσιοδότηση παρατείνεται αυτόματα για περιόδους ίδιας διάρκειας, εκτός εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο την ανακαλέσουν σύμφωνα με το άρθρο 74.

2.  Μόλις εκδώσει πράξη κατ' εξουσιοδότηση, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

3.  Η εξουσία για την έγκριση πράξεων κατ' εξουσιοδότηση ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 74 και 75.

Άρθρο 74

Ανάκληση της εξουσιοδότησης

1.  Η εξουσιοδότηση κατά τα άρθρα 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ), 6 παράγραφος 4, 8 παράγραφος 5, 12 παράγραφος 5, 13 παράγραφος 1, 14, 16 παράγραφος 10, 19 παράγραφος 3, 21 παράγραφος 5, 25 παράγραφος 6, 28 παράγραφος 8, 42 παράγραφος 1, 46 παράγραφος 4, 60 παράγραφος 5, 71 παράγραφος 1, 77 και 82 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή από το Συμβούλιο.

2.  Το θεσμικό όργανο που έχει κινήσει εσωτερική διαδικασία για να αποφασιστεί εάν θα ανακληθεί η εξουσιοδότηση προσπαθεί να ενημερώσει το άλλο θεσμικό όργανο και την Επιτροπή εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από τη λήψη της τελικής απόφασης, αναφέροντας τις ανατεθείσες εξουσίες που θα μπορούσαν να ανακληθούν καθώς και τους ενδεχόμενους λόγους της ανάκλησης.

3.  Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζονται στην εν λόγω απόφαση. Έχει άμεση ισχύ ή τίθεται σε ισχύ σε καθοριζόμενη μεταγενέστερη ημερομηνία. Δεν θίγει το κύρος των κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 75

Διατύπωση αντιρρήσεων για κατ' εξουσιοδότηση πράξεις

1.  Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο μπορούν να διατυπώσουν αντιρρήσεις για κατ' εξουσιοδότηση πράξη εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησης.

Κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου η εν λόγω προθεσμία παρατείνεται κατά ένα μήνα.

2.  Αν κατά τη λήξη αυτής της προθεσμίας ούτε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ούτε το Συμβούλιο έχει αντιταχθεί στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει να ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις διατάξεις της.

3.  Εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο προβάλουν αντιρρήσεις για κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η εν λόγω πράξη δεν τίθεται σε ισχύ. Το θεσμικό όργανο που προβάλλει αντιρρήσεις εκθέτει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην κατ' εξουσιοδότηση πράξη.

Άρθρο 76

Μόνιμη επιτροπή

1.  Η Επιτροπή επικουρείται από τη μόνιμη επιτροπή βιοκτόνων.

2.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

3.  Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 8 της ίδιας απόφασης.

Η προθεσμία του άρθρου 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη.

Άρθρο 77

Προσαρμογή στην επιστημονική και τεχνική πρόοδο

Προκειμένου να ληφθεί υπόψη η τεχνική πρόοδος, η Επιτροπή προσαρμόζει, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75, τα παραρτήματα στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο.

Άρθρο 78

Επικαιροποίηση του παραρτήματος Ι

Το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2013, η Επιτροπή τροποποιεί το παράρτημα Ι, με τη διαδικασία του άρθρου 76 παράγραφος 3 και με ισχύ από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, ώστε να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι που ενδεχομένως θα θεσπιστούν βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 79

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος κανονισμού και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις εν λόγω διατάξεις, το αργότερο την 1η Δεκεμβρίου 2015, και την ενημερώνουν αμέσως για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση που τις θίγει.

Άρθρο 80·

Εθνικά γραφεία υποστήριξης στα κράτη μέλη

Τα κράτη μέλη συγκροτούν γραφεία υποστήριξης για να παρέχουν συμβουλές στους αιτούντες, ιδιαίτερα στις ΜΜΕ, και σε κάθε άλλον ενδιαφερόμενο σχετικά με τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η υποστήριξη αυτή παρέχεται πέραν της αρωγής που παρέχει ο Οργανισμός δυνάμει του άρθρου 67, παράγραφος 2, στοιχείο δ).

Άρθρο 81

Ρήτρα διασφάλισης

Όταν κράτος μέλος, στηριζόμενο σε νέα στοιχεία, έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι ένα βιοκτόνο, μολονότι ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, συνιστά σοβαρό κίνδυνο άμεσα ή μακροπρόθεσμα για την υγεία του ανθρώπου και ιδίως την υγεία των παιδιών ή των ζώων ή για το περιβάλλον, ιδίως για τις ευάλωτες ομάδες ή για την επίτευξη των προτύπων ποιότητας της οδηγίας 2000/60/EΚ, μπορεί να λαμβάνει κατάλληλα προσωρινά μέτρα. Το κράτος μέλος ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη σχετικά και αιτιολογεί την απόφαση που έλαβε.

Άρθρο 82

Μεταβατικά μέτρα

1.  Η Επιτροπή συνεχίζει το πρόγραμμα εργασιών για τη συστηματική εξέταση όλων των υπαρχουσών δραστικών ουσιών, η οποία έχει αρχίσει σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/EΚ, και το ολοκληρώνει έως τις 14 Μαΐου 2014. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ομαλή μετάβαση, η Επιτροπή μπορεί, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75 του παρόντος κανονισμού, να θεσπίσει εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του προγράμματος εργασιών και τον καθορισμό των σχετικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των αρμοδίων αρχών και των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα και ανάλογα με την πρόοδο του προγράμματος εργασιών, η Επιτροπή μπορεί να παρατείνει τη διάρκειά του για συγκεκριμένη περίοδο.

Προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος στο πρόγραμμα εργασιών, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση, διά πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 73 και με την επιφύλαξη των όρων των άρθρων 74 και 75 του παρόντος κανονισμού, για την καταχώριση δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού και τους σχετικούς όρους ή, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 4 του παρόντος κανονισμού ή δεν υποβλήθηκαν εμπρόθεσμα τα απαιτούμενα στοιχεία και δεδομένα, τη μη καταχώριση της συγκεκριμένης δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού. Στην απόφαση καθορίζεται η ημερομηνία από την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση στο παράρτημα Ι.

2.  Κατά παρέκκλιση του άρθρου 15 παράγραφος 1, του άρθρου 16 παράγραφος 1 και του άρθρου 18 παράγραφος 1 και με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 3, ένα κράτος μέλος μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει το ισχύον σε αυτό σύστημα ή πρακτική διάθεσης βιοκτόνων στην αγορά για δύο έτη, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση στο παράρτημα Ι. Ειδικότερα, μπορεί να επιτρέπει, σύμφωνα με τους εθνικούς του κανόνες, τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, βιοκτόνου που περιέχει υπάρχουσες δραστικές ουσίες, οι οποίες αξιολογούνται βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1451/2007 της Επιτροπής, της 4ης Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με τη δεύτερη φάση του δεκαετούς προγράμματος εργασιών που αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/8/ΕΚ(52), αλλά δεν έχουν ακόμη συμπεριληφθεί στο παράρτημα I για τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος.

Κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου, στις περιπτώσεις που αποφασίζεται να μην καταχωριστεί μια δραστική ουσία στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, ένα κράτος μέλος μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει το ισχύον σε αυτό σύστημα ή πρακτική διάθεσης βιοκτόνων στην αγορά για 12 μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία εφαρμογής της απόφασης που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο.

3.  Μετά τη λήψη απόφασης για την καταχώριση συγκεκριμένης δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι άδειες για βιοκτόνα που περιέχουν την εν λόγω δραστική ουσία χορηγούνται, τροποποιούνται ή ακυρώνονται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό εντός δύο ετών από την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση.

Προς τούτο, οι αιτήσεις χορήγησης άδειας για βιοκτόνα που περιέχουν μόνο υπάρχουσες δραστικές ουσίες υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, το αργότερο, την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση της ή των δραστικών ουσιών στο παράρτημα I. Για τα βιοκτόνα που περιέχουν περισσότερες της μιας δραστικές ουσίες, οι αιτήσεις χορήγησης άδειας υποβάλλονται, το αργότερο, την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση της τελευταίας δραστικής ουσίας.

Τα βιοκτόνα για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση χορήγησης άδειας προϊόντος σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο δεν διατίθενται πλέον στην αγορά ▌μετά την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση. Η τελική διάθεση, η αποθήκευση και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση χορήγησης άδειας σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο επιτρέπονται για έξι μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση.

4.  Τα βιοκτόνα για τα οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους απορρίπτει την αίτηση χορήγησης άδειας, που έχει υποβληθεί βάσει της παραγράφου 3, ή αποφασίζει να μην χορηγήσει άδεια δεν διατίθενται πλέον στην αγορά, με ισχύ έξι μήνες μετά τη σχετική απόρριψη ή απόφαση.

Άρθρο 83

Μεταβατικά μέτρα για τις δραστικές ουσίες που αξιολογούνται βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ

1.  Ο Οργανισμός είναι υπεύθυνος για τον συντονισμό της διαδικασίας αξιολόγησης των φακέλων που υποβάλλονται μετά την 1η Ιανουαρίου 2012 και διευκολύνει την προετοιμασία της αξιολόγησης, παρέχοντας οργανωτική και τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.

2.  Οι φάκελοι που έχουν υποβληθεί για τους σκοπούς της οδηγίας 98/8/EΚ και των οποίων η αξιολόγηση δεν έχει ολοκληρωθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2013, εξακολουθούν να αξιολογούνται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 98/8/EΚ και, κατά περίπτωση, του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1451/2007.

Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, ο Οργανισμός είναι επίσης υπεύθυνος για τον συντονισμό της διαδικασίας αξιολόγησης των φακέλων που έχουν υποβληθεί για τους σκοπούς της οδηγίας 98/8/EΚ και των οποίων η αξιολόγηση δεν έχει ολοκληρωθεί έως την 1η Ιανουαρίου 2013 και διευκολύνει την προετοιμασία της αξιολόγησης, παρέχοντας οργανωτική και τεχνική υποστήριξη στα κράτη μέλη και στην Επιτροπή από την 1η Ιανουαρίου 2014.

Άρθρο 84

Μεταβατικά μέτρα για τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας που καταχωρίζονται βάσει της οδηγίας 98/8/EΚ

1.  Τα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/8/EΚ (βιοκτόνα περιορισμένου κινδύνου), καταχωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 2 σημείο i) της οδηγίας 98/8/EΚ. Στα προϊόντα αυτά εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 98/8/EΚ μέχρι τη λήξη της ισχύος της καταχώρισης. Η καταχώριση δεν είναι ανανεώσιμη.

2.  Οι αιτήσεις καταχώρισης βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/8/EΚ, υποβάλλονται, το αργότερο, δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία παράγει αποτελέσματα η καταχώριση στο παράρτημα IΑ.

Η διάθεση στην αγορά βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/8/EΚ και για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την ημερομηνία της απόφασης με την οποία εγκρίνεται ή απορρίπτεται η καταχώριση. Σε περίπτωση απόρριψης της καταχώρισης για τη διάθεση βιοκτόνου χαμηλής επικινδυνότητας στην αγορά, το εν λόγω βιοκτόνο παύει να διατίθεται στην αγορά εντός έξι μηνών από τη σχετική απόφαση.

Η διάθεση στην αγορά βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/8/EΚ και για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, μπορεί να συνεχιστεί για έξι μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου.

Η τελική διάθεση, η αποθήκευση και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων χαμηλής επικινδυνότητας, των οποίων η συγκεκριμένη χρήση δεν καλύπτεται από άδεια της αρμόδιας αρχής, επιτρέπονται για δώδεκα μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία της απόφασης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο ή από την ημερομηνία που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο, αναλόγως του ποια είναι μεταγενέστερη.

3.  Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στα βιοκτόνα χαμηλής επικινδυνότητας, που ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 98/8/EΚ, από τη λήξη της ισχύος της καταχώρισης στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 85

Μεταβατικά μέτρα για τις ουσίες που σχηματίζονται επιτόπου

1.  Οι αιτήσεις χορήγησης άδειας για ουσίες, μείγματα και συσκευές που θεωρούνται βιοκτόνα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεύτερη φράση και τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ... (53) υποβάλλονται, το αργότερο, την 1η Ιανουαρίου 2017. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται για in situ παραγόμενες δραστικές ουσίες για την απολύμανση του ποσίμου ύδατος.

2.  Η διάθεση στην αγορά ουσιών, μειγμάτων και συσκευών που θεωρούνται βιοκτόνα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεύτερη φράση, τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ... (54) και για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την ημερομηνία της απόφασης με την οποία χορηγείται άδεια ή απορρίπτεται η σχετική αίτηση. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για άδεια διάθεσης βιοκτόνου αυτού του είδους στην αγορά, το εν λόγω βιοκτόνο παύει να διατίθεται στην αγορά εντός έξι μηνών από τη σχετική απόφαση.

Η διάθεση στην αγορά ουσιών, μειγμάτων και συσκευών που θεωρούνται βιοκτόνα σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) δεύτερη φράση, τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ...* και για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να συνεχιστεί για έξι μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

Η τελική διάθεση, η αποθήκευση και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων, των οποίων η συγκεκριμένη χρήση δεν καλύπτεται από άδεια της αρμόδιας αρχής ή της Επιτροπής, επιτρέπονται για 12 μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία της απόφασης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο ή από την ημερομηνία που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, αναλόγως του ποια είναι μεταγενέστερη.

Άρθρο 86

Μεταβατικά μέτρα για τα κατεργασμένα υλικά και αντικείμενα

Κατά παρέκκλιση του άρθρου 47, η διάθεση στην αγορά κατεργασμένων υλικών και αντικειμένων με ενσωματωμένα βιοκτόνα, για τα οποία δεν έχει χορηγηθεί άδεια στην Ένωση ή σε ένα τουλάχιστον κράτος μέλος και τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις … *, μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την ημερομηνία της απόφασης με την οποία χορηγείται άδεια στα βιοκτόνα αυτά, εφόσον η αίτηση για την άδεια έχει υποβληθεί, το αργότερο, την 1η Ιανουαρίου 2015. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για άδεια διάθεσης βιοκτόνου στην αγορά, τα κατεργασμένα υλικά και αντικείμενα, στα οποία έχει ενσωματωθεί το εν λόγω βιοκτόνο, παύουν να διατίθενται στην αγορά εντός έξι μηνών από τη σχετική απόφαση.

Η τελική διάθεση και αποθήκευση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων, των οποίων η συγκεκριμένη χρήση δεν καλύπτεται από άδεια της αρμόδιας αρχής ή της Επιτροπής, επιτρέπονται για 12 μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία της απόφασης κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 85 παράγραφος 2 ή από την ημερομηνία κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 85 παράγραφος 2, αναλόγως του ποια είναι μεταγενέστερη.

Άρθρο 87

Μεταβατικά μέτρα για τα υλικά που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα

1.  Οι αιτήσεις χορήγησης άδειας για βιοκτόνα που είναι υλικά ερχόμενα σε επαφή με τρόφιμα και τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ...(55) υποβάλλονται, το αργότερο, την 1η Ιανουαρίου 2017.

Η διάθεση στην αγορά υλικών που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα, τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ...+και για τα οποία έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να συνεχιστεί μέχρι την ημερομηνία της απόφασης με την οποία χορηγείται άδεια ή απορρίπτεται η σχετική αίτηση. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης για άδεια διάθεσης βιοκτόνου αυτού του είδους στην αγορά, το εν λόγω βιοκτόνο παύει να διατίθεται στην αγορά εντός έξι μηνών από τη σχετική απόφαση.

Η διάθεση στην αγορά υλικών που έρχονται σε επαφή με τρόφιμα, τα οποία κυκλοφορούσαν στην αγορά στις ...* και για τα οποία δεν έχει υποβληθεί αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορεί να συνεχιστεί για έξι μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

2.  Η τελική διάθεση, η αποθήκευση και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων, των οποίων η συγκεκριμένη χρήση δεν καλύπτεται από άδεια της αρμόδιας αρχής ή της Επιτροπής, επιτρέπονται για 12 μήνες, κατ' ανώτατο όριο, από την ημερομηνία της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο ή από την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 τρίτο εδάφιο, αναλόγως του ποια είναι μεταγενέστερη.

Άρθρο 88

Μεταβατικά μέτρα για την πρόσβαση στον φάκελο της δραστικής ουσίας

1.  Έως την 1η Ιανουαρίου 2015 οι παραγωγοί των υφισταμένων δραστικών ουσιών που κυκλοφορούν στην αγορά για χρήση σε βιοκτόνα υποβάλλουν στον Οργανισμό φάκελο ή ▌έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο που είναι σύμφωνο προς τις απαιτήσεις του Παραρτήματος II για καθεμία από αυτές τις δραστικές ουσίες.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, το άρθρο 52 παράγραφος 3 εφαρμόζεται σε όλα τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στον φάκελο.

Ο αιτών χορήγηση άδειας βιοκτόνου που περιέχει δραστική ουσία για την οποία έχει υποβληθεί έγγραφο πρόσβασης σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο μπορεί να χρησιμοποιήσει το εν λόγω έγγραφο πρόσβασης για τους σκοπούς του άρθρου 18, παράγραφος 1.

2.  Ο Οργανισμός δημοσιοποιεί τον κατάλογο των παραγωγών που έχουν υποβάλει φάκελο ή έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3.  Τα βιοκτόνα που περιέχουν υφιστάμενες δραστικές ουσίες για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί φάκελος ή έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν διατίθενται στην αγορά μετά την 1η Ιανουαρίου 2015.

Η τελική διάθεση, η αποθήκευση και η χρήση των υφιστάμενων αποθεμάτων βιοκτόνων για τα οποία δεν έχει υποβληθεί φάκελος ή έγγραφο πρόσβασης σε φάκελο σύμφωνα με την παράγραφο 1 επιτρέπονται μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2016.

4.  Για τους σκοπούς της παραγράφου 3, οι αρμόδιες αρχές διεξάγουν επισήμους ελέγχους σύμφωνα με το άρθρο 54, παράγραφος 3.

Άρθρο 89

Κατάργηση

Με την επιφύλαξη των άρθρων 83 και 84, η οδηγία 98/8/EΚ καταργείται.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία θεωρούνται παραπομπές στον παρόντα κανονισμό και .διαβάζονται κατά τον πίνακα αντιστοιχίας του Παραρτήματος VII.

Άρθρο 90

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται από 1ης Ιανουαρίου 2013.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

...,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΔΡΑΣΤΙΚΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΒΙΟΚΤΟΝΑ

Οι ουσίες του Παραρτήματος I δεν περιλαμβάνουν τα νανοϋλικά, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ειδική μνεία.

Κοινή ονομασία

Ονομασία IUPAC

Αριθμοί αναγνώρισης

Ελάχιστη καθαρότητα της δραστικής ουσίας στο βιοκτόνο, όπως διατίθεται στην αγορά

Ημερομηνία καταχώρισης

Προθεσμία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 82 παράγραφος 3

(στην περίπτωση των προϊόντων που περιέχουν περισσότερες της μιας δραστικές ουσίες, η προθεσμία για τη συμμόρφωση με το άρθρο 82 παράγραφος 3 είναι εκείνη που καθορίζεται στην τελευταία από τις αποφάσεις καταχώρισης των δραστικών ουσιών τους)

Ημερομηνία λήξης της καταχώρισης

Τύπος προϊ-όντων

Ειδικές διατάξεις (*)

σουλφουρυλο-φθορίδιο

σουλφουρυλο-φθορίδιο

Αριθ. ΕΚ: 220-281-5

Αριθ. CAS: 2699-79-8

994 g/kg

1η Ιανουαρίου 2009

31 Δεκεμβρίου 2010

31 Δεκεμβρίου 2018

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1) η πώληση και η χρήση του προϊόντος επιτρέπονται μόνο σε επαγγελματίες που έχουν εκπαιδευτεί στη χρήση του·

(2) περιλαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου για τους χειριστές και τους διερχόμενους·

(3) παρακολουθούνται οι συγκεντρώσεις του σουλφουρυλοφθοριδίου στα απώτερα στρώματα της τροπόσφαιρας.

Οι κάτοχοι άδειας οφείλουν να διαβιβάζουν απευθείας στην Επιτροπή τις εκθέσεις σχετικά με την παρακολούθηση που αναφέρεται στο σημείο (3) ανά πενταετία, αρχής γενομένης από 1ης Ιανουαρίου 2009.

διχλωφλουανίδη (dichlofluanid)

N-(διχλωροφθορομεθυλοθειο)-N′,N′-διμεθυλο-N-φαινυλο-σουλφοναμίδιο

Αριθ. ΕΚ: 214-118-7

Αριθ. CAS: 1085-98-9 

960 g/kg

1η Μαρτίου 2009

28 Φεβρουαρίου 2011

28 Φεβρουαρίου 2019

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1) τα επιτρεπόμενα για βιομηχανική ή/και επαγγελματική χρήση προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας·

(2) λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία του συγκεκριμένου στοιχείου του περιβάλλοντος·

(3) στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

κλοθειανιδίνη (clothianidin)

(E)-1-(2-χλωρο-1,3-θειαζολ-5-υλομεθυλο)-3-μεθυλο-2-νιτρογουανιδίνη

Αριθ. ΕΚ: 433-460-1

Αριθ. CAS: 210880-92-5

950 g/kg

1η Φεβρουαρίου 2010

31 Ιανουαρίου 2012

31 Ιανουαρίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και για τα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα, δεν χορηγείται άδεια για προϊόντα για την κατεργασία ξύλου που θα χρησιμοποιηθεί στο ύπαιθρο, εάν δεν έχουν υποβληθεί δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι το εξεταζόμενο προϊόν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παραρτήματος VI, εάν είναι απαραίτητο με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

Διφεθειαλόνη (Difethialone)

3-[3-(4′-βρωμο[1,1′-διφαινυλ]-4-υλ)-1,2,3,4-τετραϋδροναφθ-1-υλ]-4-υδροξυ-2Η-1-βενζοθειοπυρανόνη-2

Αριθ. ΕΚ: δεν υπάρχει

Αριθ. CAS: 104653-34-1

976 g/kg

1η Νοεμβρίου 2009

31 Οκτωβρίου 2011

31 Οκτωβρίου 2014

14

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα χαρακτηριστικά της δραστικής ουσίας την καθιστούν δυνάμει ανθεκτική (έμμονη), βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ή άκρως ανθεκτική και άκρως βιοσυσσωρεύσιμη, η δραστική ουσία θεωρείται υποψήφια για υποκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 9.

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1) η ονομαστική συγκέντρωση της δραστικής ουσίας στα προϊόντα δεν υπερβαίνει το 0,0025 % κατά βάρος και χορηγείται άδεια μόνο για ετοιμόχρηστα προϊόντα·

(2) τα προϊόντα περιέχουν μέσο πρόκλησης αποστροφής και, όπου ενδείκνυται, βαφή·

(3) τα προϊόντα δεν χρησιμοποιούνται ως σκόνες ιχνηλάτησης·

(4) ελαχιστοποιείται η πρωτογενής και δευτερογενής έκθεση του ανθρώπου, των μη στοχευόμενων ζώων και του περιβάλλοντος, με την εξέταση και εφαρμογή όλων των ενδεδειγμένων και διαθέσιμων μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της χρήσης του προϊόντος μόνο σε επαγγελματική, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου για το μέγεθος της συσκευασίας και η επιβολή της υποχρέωσης να χρησιμοποιούνται σφραγισμένα κουτιά δολωμάτων που δεν είναι δυνατόν να παραβιαστούν.

etofenprox

3-φαινοξυβενζυλ-2-(4-αιθοξυφαινυλο)-2-μεθυλ-προπυλικός αιθέρας

Αριθ. ΕΚ: 407-980-2

Αριθ. CAS: 80844-07-1

970 g/kg

1η Φεβρουαρίου 2010

31 Ιανουαρίου 2012

31 Ιανουαρίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που έχει εντοπιστεί για τους εργαζομένους, τα προϊόντα δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται καθ' όλο το έτος, εάν δεν παρέχονται δεδομένα δερματικής απορρόφησης που να καταδεικνύουν ότι η χρόνια έκθεση δεν συνεπάγεται μη αποδεκτούς κινδύνους. Επιπλέον, τα προϊόντα που προορίζονται για βιομηχανική χρήση πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας.

τεβουκοναζόλη (tebuconazole)

1-(4-χλωροφαινυλο)-4,4-διμεθυλο-3-(1,2,4-τριαζολ-1-υλομεθυλο)πεντανόλη-3

Αριθ. ΕΚ: 403-640-2

Αριθ. CAS: 107534-96-3

950 g/kg

1η Απριλίου 2010

31 Μαρτίου 2012

31 Μαρτίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και τα ύδατα, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία των συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, κάτω από στέγαστρο ή σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος ή στα ύδατα, και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

Επιπλέον, δεν χορηγείται άδεια για προϊόντα για την επιτόπια κατεργασία ξύλου στο ύπαιθρο ή για χρήση σε ξύλο που πρόκειται να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με ύδατα, εάν δεν έχουν υποβληθεί δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι το εξεταζόμενο προϊόν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παραρτήματος VI, εάν είναι απαραίτητο με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου.

διοξείδιο του άνθρακα

διοξείδιο του άνθρακα

Αριθ. ΕΚ: 204-696-9

Αριθ. CAS: 124-38-9

990 ml/l

1η Νοεμβρίου 2009

31 Οκτωβρίου 2011

31 Οκτωβρίου 2019

14

προπικοναζόλη (propiconazole)

1-[[2-(2,4-διχλωροφαινυλο)-4-προπυλο-1,3-διοξολαν-2-υλο]μεθυλο]-1H-1,2,4-τριαζόλιο

Αριθ. ΕΚ: 262-104-4

Αριθ. CAS: 60207-90-1

930 g/kg

1η Απριλίου 2010

31 Μαρτίου 2012

31 Μαρτίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών της εκτίμησης επικινδυνότητας, τα επιτρεπόμενα για βιομηχανική ή/και επαγγελματική χρήση προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν δεν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων για τους βιομηχανικούς ή/και επαγγελματίες χρήστες σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και τα ύδατα, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία των συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, κάτω από στέγαστρο ή σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος ή στα ύδατα, και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

Επιπλέον, δεν χορηγείται άδεια για προϊόντα για την επιτόπια κατεργασία ξύλου στο ύπαιθρο ή για χρήση σε ξύλο που πρόκειται να εκτεθεί στις καιρικές συνθήκες, εάν δεν έχουν υποβληθεί δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι το εξεταζόμενο προϊόν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παραρτήματος VI, εάν είναι απαραίτητο με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου.

διφενακούμη (difenacoum)

3-(3-διφαινυλ-4-υλο-1,2,3,4-τετραϋδρο-1-ναφθυλ)-4-υδροξυκουμαρίνη

Αριθ. ΕΚ: 259-978-4

Αριθ. CAS: 56073-07-5

960 g/kg

1η Απριλίου 2010

31 Μαρτίου 2012

31 Μαρτίου 2015

14

Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι τα χαρακτηριστικά της δραστικής ουσίας την καθιστούν δυνάμει ανθεκτική (έμμονη), βιοσυσσωρεύσιμη και τοξική ή άκρως ανθεκτική και άκρως βιοσυσσωρεύσιμη, η δραστική ουσία θεωρείται υποψήφια για υποκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 9.

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1) η ονομαστική συγκέντρωση της δραστικής ουσίας στα προϊόντα δεν υπερβαίνει τα 75 mg/kg και χορηγείται άδεια μόνο για ετοιμόχρηστα προϊόντα·

(2) τα προϊόντα περιέχουν μέσο πρόκλησης αποστροφής και, όπου ενδείκνυται, βαφή·

(3) τα προϊόντα δεν χρησιμοποιούνται ως σκόνες ιχνηλάτησης·

(4) ελαχιστοποιείται η πρωτογενής και δευτερογενής έκθεση του ανθρώπου, των μη στοχευόμενων ζώων και του περιβάλλοντος, με την εξέταση και εφαρμογή όλων των ενδεδειγμένων και διαθέσιμων μέτρων για τον μετριασμό του κινδύνου. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός της χρήσης του προϊόντος μόνο σε επαγγελματική, ο καθορισμός ανωτάτου ορίου για το μέγεθος της συσκευασίας και η επιβολή της υποχρέωσης να χρησιμοποιούνται σφραγισμένα κουτιά δολωμάτων που δεν είναι δυνατόν να παραβιαστούν.

K-HDO

Άλας κυκλοεξυλυδροξυδιαζεν-1-οξειδίου με κάλιο

Αριθ. ΕΚ: δεν υπάρχει

Αριθ. CAS: 66603-10-9

(Η παρούσα εγγραφή καλύπτει και τις ένυδρες μορφές του K-HDO.)

977 g/kg

1η Ιουλίου 2010

30 Ιουνίου 2012

30 Ιουνίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

(1) λαμβανομένων υπόψη των πιθανών κινδύνων για το περιβάλλον και τους εργαζομένους, τα προϊόντα χρησιμοποιούνται σε άλλα συστήματα πλην των βιομηχανικών, των πλήρως αυτόματων και των κλειστών μόνον εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων σε αποδεκτά επίπεδα σύμφωνα με το άρθρο 16 και το παράρτημα VI·

(2) λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών της εκτίμησης επικινδυνότητας, τα προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν δεν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων για τους χρήστες σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα·

(3) λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για τα βρέφη και νήπια, τα προϊόντα δεν χρησιμοποιούνται για την κατεργασία ξύλου με το οποίο ενδέχεται να έλθουν σε άμεση επαφή βρέφη και νήπια.

IPBC

βουτυλοκαρβαμιδικό 3-ιωδοπροπιν-2-ύλιο

Αριθ. ΕΚ: 259-627-5

Αριθ. CAS: 55406-53-6

980 g/kg

1η Ιουλίου 2010

30 Ιουνίου 2012

30 Ιουνίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών της εκτίμησης επικινδυνότητας, τα επιτρεπόμενα για βιομηχανική ή/και επαγγελματική χρήση προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν δεν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων για τους βιομηχανικούς ή/και επαγγελματίες χρήστες σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και τα ύδατα, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία των συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, κάτω από στέγαστρο ή σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος ή στα ύδατα, και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

θειαβενδαζόλιο

2-θειαζολ-4-υλο-1H-βενζιμιδαζόλιο

Αριθ. ΕΚ: 205-725-8

Αριθ. CAS: 148-79-8

985 g/kg

1η Ιουλίου 2010

30 Ιουνίου 2012

30 Ιουνίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών της εκτίμησης επικινδυνότητας, τα επιτρεπόμενα για βιομηχανική ή/και επαγγελματική χρήση προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, όσον αφορά τις εργασίες εφαρμογής υπό διπλό κενό και με εμβάπτιση, εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν δεν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων για τους βιομηχανικούς ή/και επαγγελματίες χρήστες σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και τα ύδατα, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία των συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, κάτω από στέγαστρο ή σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος ή στα ύδατα, και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

Επιπλέον, δεν χορηγείται άδεια για προϊόντα για την επιτόπια κατεργασία ξύλου στο ύπαιθρο ή για χρήση σε ξύλο που πρόκειται να εκτεθεί στις καιρικές συνθήκες, εάν δεν έχουν υποβληθεί δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι το εξεταζόμενο προϊόν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παραρτήματος VI, εάν είναι απαραίτητο με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου.

θειαμεθοξάμη (thiamethoxam)

θειαμεθοξάμη

Αριθ. ΕΚ: 428-650-4

Αριθ. CAS: 153719-23-4

980 g/kg

1η Ιουλίου 2010

30 Ιουνίου 2012

30 Ιουνίου 2020

8

Οι άδειες υπόκεινται στους ακόλουθους όρους:

Λαμβανομένων υπόψη των παραδοχών της εκτίμησης επικινδυνότητας, τα επιτρεπόμενα για βιομηχανική ή/και επαγγελματική χρήση προϊόντα πρέπει να χρησιμοποιούνται με κατάλληλα μέσα ατομικής προστασίας, εφόσον η αίτηση χορήγησης άδειας για το προϊόν δεν καταδεικνύει ότι είναι εφικτός ο περιορισμός των κινδύνων για τους βιομηχανικούς ή/και επαγγελματίες χρήστες σε αποδεκτά επίπεδα με άλλα μέσα.

Λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν εντοπιστεί για το έδαφος και τα ύδατα, πρέπει να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα μετριασμού του κινδύνου με στόχο την προστασία των συγκεκριμένων στοιχείων του περιβάλλοντος. Ειδικότερα, στις ετικέτες ή/και στα δελτία δεδομένων ασφαλείας των επιτρεπόμενων για βιομηχανική χρήση προϊόντων πρέπει να αναφέρεται ότι η ξυλεία που έχει υποστεί πρόσφατα κατεργασία με το προϊόν πρέπει να αποθηκεύεται, μετά την κατεργασία, κάτω από στέγαστρο ή σε στεγανές σκληρές επιφάνειες, ώστε να αποτρέπονται οι άμεσες απώλειες στο έδαφος ή στα ύδατα, και ότι οι ενδεχόμενες απώλειες πρέπει να συλλέγονται για επαναχρησιμοποίηση ή τελική διάθεση.

Επιπλέον, δεν χορηγείται άδεια για προϊόντα για την επιτόπια κατεργασία ξύλου στο ύπαιθρο ή για χρήση σε ξύλο που πρόκειται να εκτεθεί στις καιρικές συνθήκες, εάν δεν έχουν υποβληθεί δεδομένα που να καταδεικνύουν ότι το εξεταζόμενο προϊόν θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παραρτήματος VI, εάν είναι απαραίτητο με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού του κινδύνου.

(*) Για την τήρηση των κοινών αρχών του παραρτήματος VI, το περιεχόμενο και τα συμπεράσματα των εκθέσεων αξιολόγησης διατίθενται στον δικτυακό τόπο της Επιτροπής: http://ec.europa.eu/comm/environment/biocides/index.htm

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Απαιτούμενα στοιχεία για τις δραστικές ουσίες

1.  Οι φάκελοι που υποβάλλονται για τις δραστικές ουσίες περιέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τον καθορισμό, κατά περίπτωση, της αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης (ADI), του αποδεκτού επιπέδου έκθεσης του χρήστη (AOEL), της προβλεπόμενης συγκέντρωσης στο περιβάλλον (PEC) και της προβλεπόμενης συγκέντρωσης χωρίς επιδράσεις (PNEC).

Οι φάκελοι για τη βαθμίδα Ι περιέχουν όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων και των κινδύνων των δραστικών ουσιών καθ' όλον τον κύκλο ζωής τους, συγκεκριμένα σύμφωνα με τα άρθρα 5, 9 και 17 του παρόντος κανονισμού.

2.  Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να παρέχονται στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα λόγω του είδους του βιοκτόνου ή των προτεινόμενων χρήσεών του.

3.  Πρέπει να περιλαμβάνεται πλήρης και λεπτομερής περιγραφή των μελετών που έχουν διεξαχθεί και των μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί ή σχετική βιβλιογραφική παραπομπή.

Για την υποβολή των φακέλων πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μορφότυποι που διατίθενται από την Επιτροπή. Επιπλέον, πρέπει να χρησιμοποιείται το ειδικό πακέτο λογισμικού (IUCLID), που διατίθεται από την Επιτροπή, για τα μέρη των φακέλων στα οποία εφαρμόζεται το ΙUCLID. Οι μορφότυποι, καθώς και περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τα απαιτούμενα δεδομένα και την κατάρτιση των φακέλων είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Οργανισμού.

4.  Οι δοκιμές, των οποίων τα αποτελέσματα υποβάλλονται για τη χορήγηση άδειας, πρέπει να έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008 της Επιτροπής, της 30ής Μαΐου 2008, για καθορισμό των μεθόδων δοκιμής κατ' εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006(56). Στις μεθόδους του Παραρτήματος I δεν εμπίπτουν τα νανοϋλικά, εκτός από τις περιπτώσεις για τις οποίες υπάρχει ειδική μνεία. Εάν, ωστόσο, κάποια μέθοδος είναι ακατάλληλη ή δεν περιγράφεται, χρησιμοποιούνται άλλες επιστημονικά ικανοποιητικές μέθοδοι, των οποίων η εγκυρότητα πρέπει να αιτιολογείται στην αίτηση.

5.  Οι διεξαγόμενες δοκιμές πρέπει να πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις προστασίας των πειραματόζωων, οι οποίες καθορίζονται στην οδηγία 86/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των ζώων που χρησιμοποιούνται για πειραματικούς και άλλους επιστημονικούς σκοπούς(57) και, στην περίπτωση των τοξικολογικών και οικοτοξικολογικών δοκιμών, να είναι σύμφωνες με τις ορθές εργαστηριακές πρακτικές που καθορίζονται στην οδηγία 2004/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Φεβρουαρίου 2004, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των αρχών ορθής εργαστηριακής πρακτικής και τον έλεγχο της εφαρμογής τους κατά τις δοκιμές των χημικών ουσιών(58) ή άλλα διεθνή πρότυπα που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα από την Επιτροπή ή τον Οργανισμό.

6.  Εφόσον έχουν διεξαχθεί δοκιμές, πρέπει να παρέχεται λεπτομερής περιγραφή (προδιαγραφές) του χρησιμοποιούμενου υλικού και των προσμείξεών του.

7.  Εφόσον υπάρχουν δεδομένα από δοκιμές, τα οποία προέκυψαν πριν από …(59) με τη χρήση μεθόδων διαφορετικών από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008, η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους πρέπει να κρίνει, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα αυτών των δεδομένων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και την ανάγκη διεξαγωγής νέων δοκιμών σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάγκη ελαχιστοποίησης των δοκιμών σε σπονδυλωτά.

8.  Πρέπει να παρέχονται όλες οι διαθέσιμες σχετικές γνώσεις και πληροφορίες από τη βιβλιογραφία.

9.  Πρέπει επίσης να παρέχεται κάθε άλλο σχετικό φυσικοχημικό, τοξικολογικό και οικοτοξικολογικό στοιχείο που είναι διαθέσιμο.

ΤΙΤΛΟΣ 1 – Χημικές ουσίες

Βαθμίδα Ι

Τα στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη της καταχώρισης δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι απαριθμούνται στον επόμενο πίνακα. Το τυπικό σύνολο δεδομένων αποτελείται από τα δεδομένα της βαθμίδας Ι. Η υποβολή δεδομένων της βαθμίδας ΙΙ ενδέχεται να είναι αναγκαία, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση της δραστικής ουσίας ή με τα συμπεράσματα της αξιολόγησης των δεδομένων της βαθμίδας Ι, ιδίως εάν έχει εντοπιστεί κίνδυνος για την υγεία ή το περιβάλλον.

Ο πίνακας περιλαμβάνει επίσης ειδικούς κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους τα απαιτούμενα στοιχεία είναι δυνατόν να παραλειφθούν, να αντικατασταθούν από άλλα ή να προσαρμοστούν με άλλον τρόπο. Εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπονται προσαρμογές, ο αιτών αναφέρει σαφώς το γεγονός αυτό και τους λόγους κάθε προσαρμογής στα αντίστοιχα σημεία του φακέλου.

Ισχύουν επίσης οι όροι υπό τους οποίους δεν απαιτείται συγκεκριμένη δοκιμή και οι οποίοι καθορίζονται στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών του κανονισμού (EΚ) αριθ. 440/2008 της Επιτροπής, εφόσον δεν επαναλαμβάνονται στη δεύτερη στήλη.

Πριν διεξαχθούν νέες δοκιμές για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων που απαριθμούνται στο παρόν παράρτημα, αξιολογούνται πρώτα όλα τα διαθέσιμα δεδομένα in vitro, δεδομένα in vivo, ιστορικά δεδομένα για τον άνθρωπο, δεδομένα από έγκυρα μοντέλα (Q)SAR και δεδομένα για ουσίες με ανάλογη χημική δομή (προσέγγιση παρεκβολής). Αποφεύγεται η διεξαγωγή δοκιμών in vivo με διαβρωτικές ουσίες σε επίπεδα συγκέντρωσης/δόσης που προκαλούν διάβρωση. Πριν από τη διεξαγωγή δοκιμών, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αναζητούν περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με έξυπνες στρατηγικές δοκιμών, πέραν του παρόντος παραρτήματος, από ειδικούς σε εναλλακτικές μεθόδους στα πειράματα σε ζώα.

Απαιτούμενα στοιχεία

Εκτός αντίθετων υποδείξεων, όλα τα δεδομένα παρέχονται στη βαθμίδα Ι.

Ειδικοί κανόνες για την προσαρμογή των τυπικών απαιτούμενων στοιχείων

1. Αιτών

1.1. Όνομα και διεύθυνση

1.2. Παραγωγός της δραστικής ουσίας (όνομα, διεύθυνση, τόπος του εργοστασίου)

2. Ταυτότητα της δραστικής ουσίας

2.1. Κοινή ονομασία, προτεινόμενη ή αποδεκτή από τον ISO, και συνώνυμα

2.2. Χημική ονομασία (ονοματολογία IUPAC)

2.3. Κωδικός/-οί αριθμός/-οί του τμήματος ανάπτυξης του παραγωγού

2.4. Αριθμοί CAS και ΕΚ (εφόσον υπάρχουν)

2.5. Μοριακός και συντακτικός τύπος (συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών πληροφοριών για τη σύνθεση των ισομερών), μοριακή μάζα

2.6. Μέθοδος παραγωγής (σύντομη περιγραφή της πορείας σύνθεσης) της δραστικής ουσίας

2.7. Προδιαγραφές καθαρότητας της δραστικής ουσίας, σε g/kg ή g/l, κατά περίπτωση

2.8. Ταυτότητα των προσμείξεων και των προσθέτων (π.χ. σταθεροποιητών), καθώς και συντακτικός τύπος και δυνατό εύρος περιεκτικότητας, εκφραζόμενης σε g/kg ή g/l, κατά περίπτωση

2.9. Προέλευση της φυσικής δραστικής ουσίας ή της ή των προδρόμων ουσιών, π.χ. εκχύλισμα άνθους

2.10. Δεδομένα σχετικά με την έκθεση, σύμφωνα με το παράρτημα VIIA της οδηγίας 92/32/ΕΟΚ

3. Φυσικές και χημικές ιδιότητες της δραστικής ουσίας

3.1. Κατάσταση της ουσίας σε θερμοκρασία 20°C και πίεση 101,3 kPa

3.2. Σημείο τήξης/πήξης

3.2. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία κάτω από ένα κατώτατο όριο -20°C.

3.3. Σημείο βρασμού

3.3. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία:

– για αέρια ή

– για στερεά που είτε τήκονται σε θερμοκρασία άνω των 300 oC είτε διασπώνται πριν από τον βρασμό· στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να εκτιμάται ή να μετράται το σημείο βρασμού υπό ελαττωμένη πίεση ή

– για ουσίες που διασπώνται πριν από τον βρασμό (π.χ. αυτοξείδωση, αναδιάταξη, αποδόμηση, αποσύνθεση κ.λπ.).

3.4. Σχετική πυκνότητα

3.4. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν:

– η ουσία είναι σταθερή μόνο σε διάλυμα σε συγκεκριμένο διαλύτη και η πυκνότητα του διαλύματος είναι ανάλογη εκείνης του διαλύτη· στις περιπτώσεις αυτές, αρκεί να αναφέρεται αν η πυκνότητα του διαλύματος είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη από την πυκνότητα του διαλύτη ή

– η ουσία είναι αέριο· στην περίπτωση αυτή, γίνεται εκτίμηση με υπολογισμό βάσει του μοριακού της βάρους και των νόμων των ιδανικών αερίων.

3.5. Τάση ατμών

3.5. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν το σημείο τήξης είναι ανώτερο των 300 oC.

Εάν το σημείο τήξης κυμαίνεται μεταξύ 200 oC και 300 oC, αρκεί μια οριακή τιμή βασιζόμενη σε μέτρηση ή σε αναγνωρισμένη μέθοδο υπολογισμού.

3.6. Επιφανειακή τάση

3.6. Η μελέτη πρέπει να διεξάγεται μόνον εάν:

– βάσει της δομής, αναμένεται ή είναι δυνατόν να προβλεφθεί επιφανειοδραστικότητα ή

– η επιφανειοδραστικότητα είναι επιθυμητή ιδιότητα του υλικού.

Η δοκιμή δεν είναι αναγκαία, εάν η υδατοδιαλυτότητα είναι μικρότερη από 1 mg/l στους 20 oC.

3.7. Υδατοδιαλυτότητα

3.7. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν:

– η ουσία είναι ασταθής στην υδρόλυση σε pH 4, 7 και 9 (χρόνος υποδιπλασιασμού μικρότερος από 12 ώρες) ή

– η ουσία οξειδώνεται ευχερώς στο νερό.

Εάν η ουσία εμφανίζεται «αδιάλυτη» στο νερό, εκτελείται οριακή δοκιμή έως το όριο ανίχνευσης της αναλυτικής μεθόδου.

3.8. Συντελεστής κατανομής σε μείγμα κ-οκτανόλης-νερού

3.8. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν η ουσία είναι ανόργανη. Εάν δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί η δοκιμή (π.χ. η ουσία διασπάται, έχει υψηλή επιφανειοδραστικότητα, αντιδρά ζωηρά κατά την εκτέλεση της δοκιμής ή δεν διαλύεται στο νερό ή σε οκτανόλη ή είναι αδύνατον να ληφθεί επαρκώς καθαρή ουσία), παρέχονται μια υπολογιζόμενη τιμή του log P καθώς και λεπτομερή στοιχεία της μεθόδου υπολογισμού.

3.9. Σημείο ανάφλεξης

3.9. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν:

– η ουσία είναι ανόργανη ή

– η ουσία περιέχει μόνο πτητικά οργανικά συστατικά με σημεία ανάφλεξης άνω των 100 oC για τα υδατικά διαλύματα ή

– το εκτιμώμενο σημείο ανάφλεξης είναι ανώτερο των 200 oC ή

– το σημείο ανάφλεξης είναι δυνατόν να προβλεφθεί με ακρίβεια, με παρεμβολή από υπάρχοντα χαρακτηρισμένα υλικά.

3.10. Ευφλεκτότητα

3.10. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία:

– εάν η ουσία είναι στερεό με εκρηκτικές ή πυρφόρους ιδιότητες· οι ιδιότητες αυτές πρέπει πάντοτε να εξετάζονται πριν από την εξέταση της ευφλεκτότητας ή

– προκειμένου για αέρια, εάν η συγκέντρωση του μείγματος του εύφλεκτου αερίου με αδρανή αέρια είναι τόσο χαμηλή ώστε, κατά την ανάμειξη με τον αέρα, η συγκέντρωση να παραμένει χαμηλότερη από το κατώτατο όριο ή

– προκειμένου για ουσίες που αυτοαναφλέγονται όταν έρθουν σε επαφή με τον αέρα.

3.11. Εκρηκτικές ιδιότητες

3.11. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν:

– δεν υπάρχουν στο μόριο χημικές ομάδες στις οποίες αποδίδονται εκρηκτικές ιδιότητες ή

– η ουσία περιέχει χημικές ομάδες στις οποίες αποδίδονται εκρηκτικές ιδιότητες και οι οποίες περιλαμβάνουν το οξυγόνο και το υπολογιζόμενο ισοζύγιο οξυγόνου είναι μικρότερο από -200 ή

– η οργανική ουσία ή ένα ομοιογενές μείγμα οργανικών ουσιών περιέχει χημικές ομάδες στις οποίες αποδίδονται εκρηκτικές ιδιότητες, αλλά η ενέργεια εξώθερμης διάσπασης είναι μικρότερη από 500 J/g και η εξώθερμη διάσπαση αρχίζει σε θερμοκρασία κάτω των 500 oC ή

– προκειμένου για μείγματα ανόργανων οξειδωτικών ενώσεων (υποδιαίρεση 5.1 του ΟΗΕ) με οργανικές ύλες, η συγκέντρωση της ανόργανης οξειδωτικής ουσίας είναι:

– μικρότερη από 15 % κατά μάζα, εάν κατατάσσεται στην ομάδα συσκευασίας Ι (υψηλού κινδύνου) ή ΙΙ (μεσαίου κινδύνου) του ΟΗΕ,

– μικρότερη από 30 % κατά μάζα, εάν κατατάσσεται στην ομάδα συσκευασίας ΙΙΙ (χαμηλού κινδύνου) του ΟΗΕ.

Σημείωση: Δεν απαιτείται ούτε δοκιμή μετάδοσης της έκρηξης ούτε δοκιμή ευαισθησίας στην κρούση που προκαλεί έκρηξη, εάν η ενέργεια εξώθερμης διάσπασης των οργανικών υλών είναι μικρότερη από 800 J/g.

3.12. Θερμοκρασία αυτοανάφλεξης

3.12. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία:

– εάν η ουσία είναι εκρηκτική ή αυτοαναφλέγεται στον αέρα, σε θερμοκρασία περιβάλλοντος ή

– για μη αναφλέξιμα στον αέρα υγρά, π.χ. σημείο ανάφλεξης άνω των 200 oC ή

– για αέρια χωρίς πεδίο τιμών ανάφλεξης ή

– για στερεά, εάν η ουσία έχει σημείο τήξης < 160 oC ή εάν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα αποκλείουν την αυθόρμητη θέρμανση της ουσίας έως τους 400 oC.

3.13. Οξειδωτικές ιδιότητες

3.13. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν:

– η ουσία είναι εκρηκτική, ή

– η ουσία είναι πολύ εύφλεκτη, ή

– η ουσία είναι οργανικό υπεροξείδιο ή

– δεν υπάρχει πιθανότητα εξώθερμης αντίδρασης της ουσίας με καύσιμα υλικά, π.χ. βάσει του συντακτικού τύπου (λόγου χάριν, οργανικές ουσίες που δεν περιέχουν άτομα οξυγόνου ή αλογόνων και τα στοιχεία αυτά δεν είναι χημικώς συνδεδεμένα με άζωτο ή οξυγόνο ή ανόργανες ουσίες που δεν περιέχουν άτομα οξυγόνου ή αλογόνων).

Η πλήρης δοκιμή δεν είναι αναγκαία στην περίπτωση των στερεών, εάν από την προκαταρκτική δοκιμή έχουν ήδη προκύψει σαφείς ενδείξεις ότι η ελεγχόμενη ουσία έχει οξειδωτικές ιδιότητες.

Σημειωτέον ότι, επειδή δεν υπάρχει μέθοδος δοκιμών για τον προσδιορισμό των οξειδωτικών ιδιοτήτων των αερίων μειγμάτων, οι ιδιότητες αυτές πρέπει να αξιολογούνται με μέθοδο εκτίμησης, βασιζόμενη σε σύγκριση του οξειδωτικού δυναμικού των αερίων του μείγματος με το οξειδωτικό δυναμικό του οξυγόνου του αέρα.

3.14. Κοκκομετρία

3.14. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν η ουσία δεν διατίθεται στην αγορά ούτε χρησιμοποιείται σε στερεή μορφή ή σε μορφή κόκκων.

3.15. Σταθερότητα στους οργανικούς διαλύτες και ταυτότητα των σχετικών προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

3.15. Σταθερότητα στους οργανικούς διαλύτες και ταυτότητα των σχετικών προϊόντων αποδόμησης

Απαιτείται μόνον εάν η σταθερότητα της ουσίας θεωρείται κρίσιμη.

3.16. Σταθερά διάστασης

Βαθμίδα ΙΙ

3.16. Σταθερά διάστασης

3.17. Ιξώδες

Βαθμίδα ΙΙ

3.17. Ιξώδες

3.18. Διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης της θερμοκρασίας στη διαλυτότητα(60)

Βαθμίδα ΙΙ

3.19. Σταθερότητα στους οργανικούς διαλύτες που χρησιμοποιούνται στα βιοκτόνα και ταυτότητα των σχετικών προϊόντων διάσπασης(61)

Βαθμίδα ΙΙ

4. Μέθοδοι ανίχνευσης και ταυτοποίησης

4.1. Αναλυτικές μέθοδοι για τον προσδιορισμό της καθαρής δραστικής ουσίας και, κατά περίπτωση, των σχετικών προϊόντων αποδόμησης, ισομερών και προσμείξεων της δραστικής ουσίας και των προσθέτων (π.χ. σταθεροποιητές)

4.2. Αναλυτικές μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών ανάκτησης και των ορίων ανίχνευσης, για τον προσδιορισμό της δραστικής ουσίας και των υπολειμμάτων της

4.3 Αναλυτικές μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων των ποσοστών ανάκτησης και των ορίων ανίχνευσης, για τον προσδιορισμό της δραστικής ουσίας και των υπολειμμάτων της στη μάζα/επιφάνεια των τροφίμων και ζωοτροφών, καθώς και άλλων προϊόντων, κατά περίπτωση.

Βαθμίδα ΙΙ

5. Αποτελεσματικότητα κατά των στοχευόμενων οργανισμών και σκοπούμενες χρήσεις

5.1. Λειτουργία, π.χ. μυκητοκτόνο, τρωκτικοκτόνο, εντομοκτόνο, βακτηριοκτόνο

5.2. Καταπολεμούμενος/-οι οργανισμός/-οί και προϊόντα, οργανισμοί ή αντικείμενα που θα προστατεύονται

5.3. Επιδράσεις στους στοχευόμενους οργανισμούς και πιθανή συγκέντρωση στην οποία θα χρησιμοποιείται η δραστική ουσία

5.4. Τρόπος δράσης (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου επενέργειας)

5.5. Προβλεπόμενο πεδίο χρήσης

5.6. Χρήστης: βιομηχανία, επαγγελματίες, ευρύ κοινό (μη επαγγελματίες)

5.7. Πληροφορίες για τη διαπιστωμένη ή ενδεχόμενη ανάπτυξη αντοχής στην ουσία και κατάλληλες διαχειριστικές στρατηγικές

5.8. Πιθανή ποσότητα σε τόνους που θα διατίθεται στην αγορά ετησίως

6. Τοξικολογικά χαρακτηριστικά όσον αφορά τον άνθρωπο και τα ζώα, συμπεριλαμβανομένου του μεταβολισμού

6.1. Ερεθισμός του δέρματος ή διάβρωση του δέρματος

6.1. Η αξιολόγηση αυτού του τελικού σημείου περιλαμβάνει τα ακόλουθα διαδοχικά στάδια:

1) αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων που αφορούν τον άνθρωπο και τα ζώα,

2) αξιολόγηση των όξινων ή αλκαλικών αποθεμάτων,

3) μελέτη δερματικής διάβρωσης in vitro,

4) μελέτη δερματικού ερεθισμού in vitro.

Τα στάδια 3 και 4 δεν είναι αναγκαία, εάν:

– από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι πληρούνται τα κριτήρια ταξινόμησης της ουσίας ως διαβρωτικής για το δέρμα ή ερεθιστικής για τους οφθαλμούς ή

– η ουσία είναι εύφλεκτη στον αέρα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος ή

– η ουσία ταξινομείται ως πολύ τοξική σε επαφή με το δέρμα ή

– από μελέτη οξείας τοξικότητας μέσω του δέρματος δεν έχει προκύψει ερεθισμός του δέρματος έως το οριακό επίπεδο δόσης (2000 mg/kg σωματικού βάρους).

6.1.1. Ερεθισμός του δέρματος in vivo

6.2. Ερεθισμός των οφθαλμών

6.2. Η αξιολόγηση αυτού του τελικού σημείου περιλαμβάνει τα ακόλουθα διαδοχικά στάδια:

1) αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων που αφορούν τον άνθρωπο και τα ζώα,

2) αξιολόγηση των όξινων ή αλκαλικών αποθεμάτων,

3) μελέτη οφθαλμικού ερεθισμού in vitro.

Το στάδιο 3 δεν είναι αναγκαίο, εάν:

– από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι πληρούνται τα κριτήρια ταξινόμησης της ουσίας ως διαβρωτικής για το δέρμα ή ερεθιστικής για τους οφθαλμούς, ή

– η ουσία είναι εύφλεκτη στον αέρα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.

6.2.1. Ερεθισμός των οφθαλμών in vivo

6.3. Ευαισθητοποίηση του δέρματος

6.3. Η αξιολόγηση αυτού του τελικού σημείου περιλαμβάνει τα ακόλουθα διαδοχικά στάδια:

1) αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων που αφορούν τον άνθρωπο και τα ζώα και εναλλακτικών δεδομένων,

2) διεξαγωγή δοκιμών in vivo.

Το στάδιο 2 δεν είναι αναγκαίο, εάν:

– από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η ουσία πρέπει να ταξινομηθεί από πλευράς ευαισθητοποίησης ή διαβρωτικότητας για το δέρμα ή

– η ουσία είναι ισχυρό οξύ (pH < 2,0) ή ισχυρή βάση (pH > 11,5) ή

– η ουσία είναι εύφλεκτη στον αέρα σε θερμοκρασία περιβάλλοντος.

Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές in vivo είναι η περιορισμένη τοπική δοκιμασία λεμφαδένων σε μυοειδή (rLLNA) ως προσυμπτωματικός έλεγχος για τη διάκριση μεταξύ ευαισθητοποιητών και μη ευαισθητοποιητών. Η πλήρης LLNA πρέπει να εφαρμόζεται όταν είναι γνωστό ότι απαιτείται αξιολόγηση της δραστικότητας ευαισθητοποίησης. Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές in vivo είναι η τοπική δοκιμασία λεμφαδένων σε μυοειδή (LLNA). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις διεξάγεται άλλη δοκιμή, της οποίας η επιλογή πρέπει να αιτιολογείται.

6.4. Μεταλλαξιγένεση

6.4. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος σε οποιαδήποτε από τις μελέτες γονιδιοτοξικότητας της βαθμίδας Ι, εξετάζονται κατάλληλες μελέτες μεταλλαξιγένεσης in vivo.

Για νέες ουσίες είναι σκόπιμο να αξιολογούνται οι παράμετροι in vivo δοκιμής μικροπυρήνων ως μέρος μελέτης τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης 28 ή 90 ημερών.

6.4.1. Μελέτη γονιδιακής μετάλλαξης σε βακτηρίδια in vitro

6.4.1. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος, εξετάζονται περαιτέρω μελέτες μεταλλαξιγένεσης. Τέτοιου είδους μελέτη δεν χρειάζεται να διενεργείται στην περίπτωση αντιμικροβιακών ουσιών ή σκευασμάτων.

6.4.2. Μελέτη κυτταρογένεσης σε κύτταρα θηλαστικών in vitro ή μελέτη μικροπυρήνων in vitro

6.4.2. Η μελέτη δεν είναι συνήθως αναγκαία, εάν:

– υπάρχουν επαρκή δεδομένα από δοκιμή κυτταρογένεσης in vivo ή

– πρόκειται για γνωστή καρκινογόνο ουσία κατηγορίας 1Α ή 1Β ή μεταλλαξιγόνο ουσία κατηγορίας 1Α, 1Β ή 2.

6.4.3. Μελέτη γονιδιακής μετάλλαξης σε κύτταρα θηλαστικών in vitro, εάν το αποτέλεσμα είναι αρνητικό στα σημεία 6.4.1 και 6.4.2 της βαθμίδας Ι.

6.4.3. Η μελέτη δεν είναι ▌αναγκαία, εάν υπάρχουν αλλού επαρκή δεδομένα από αξιόπιστη δοκιμή γονιδιακής μετάλλαξης σε κύτταρα θηλαστικών in vivo.

6.4.4. Μελέτη γονιδιοτοξικότητας in vivo

Βαθμίδα ΙΙ

6.4.4. Σε περίπτωση θετικού αποτελέσματος σε οποιαδήποτε από τις μελέτες γονιδιοτοξικότητας in vitro της βαθμίδας Ι και εάν δεν υπάρχουν ήδη αποτελέσματα μελέτης in vivo, ο αιτών προτείνει κατάλληλη μελέτη γονιδιοτοξικότητας in vivo σε σωματικά κύτταρα. Για νέες ουσίες πρέπει να είναι δυνατόν να αξιολογούνται οι παράμετροι in vivo δοκιμής μικροπυρήνων ως μέρος μελέτης τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης 28 ή 90 ημερών.

Εάν υπάρχουν θετικά αποτελέσματα μελέτης σε σωματικά κύτταρα in vivo, πρέπει να εξετάζεται το δυναμικό μεταλλαξιγένεσης στα γεννητικά κύτταρα βάσει όλων των διαθέσιμων δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των τοξικοκινητικών στοιχείων. Εάν δεν είναι δυνατόν να συναχθούν σαφή συμπεράσματα όσον αφορά τη μεταλλαξιγένεση στα γεννητικά κύτταρα, εξετάζεται το ενδεχόμενο πρόσθετης διερεύνησης.

6.5. Οξεία τοξικότητα

6.5. Η/Οι μελέτη/-ες δεν είναι συνήθως αναγκαία/-ες, εάν:

– η ουσία ταξινομείται ως διαβρωτική για το δέρμα.

Προκειμένου για άλλες ουσίες εκτός των αερίων, παρέχονται τα στοιχεία που αναφέρονται στα σημεία 6.5.2 έως 6.5.3 και για μία τουλάχιστον άλλη οδό επιπλέον της στοματικής (6.5.1). Η επιλογή της δεύτερης οδού εξαρτάται από το είδος της ουσίας και την πιθανή οδό έκθεσης του ανθρώπου. Εάν η οδός έκθεσης είναι μία και μόνη, πρέπει να παρέχονται στοιχεία μόνο για την οδό αυτή.

6.5.1. Μέσω του στόματος

6.5.1. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν έχει διεξαχθεί μελέτη οξείας τοξικότητας μέσω της εισπνοής (6.5.2).

Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές είναι η «μέθοδος των κλάσεων οξείας τοξικότητας». Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να διεξάγεται άλλη δοκιμή, της οποίας η επιλογή πρέπει να αιτιολογείται.

6.5.2. Μέσω της εισπνοής

6.5.2. Η διεξαγωγή δοκιμής εισπνοής ενδείκνυται μόνον εάν η εισπνοή αποτελεί την πρωταρχική οδό έκθεσης του ανθρώπου ▌, λαμβάνοντας υπόψη την τάση ατμών της ουσίας ή/και την πιθανότητα έκθεσης σε αερολύματα, σωματίδια ή σταγονίδια εισπνεύσιμου μεγέθους. Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές είναι η «μέθοδος των κλάσεων οξείας τοξικότητας». Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιείται η κλασσική δοκιμή «θανατηφόρου συγκέντρωσης» (LC50). Η χρήση άλλης δοκιμής αιτιολογείται.

6.5.3. Μέσω του δέρματος

6.6. Τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης

 

6.6.1. Μελέτη βραχυπρόθεσμης τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης (28 ημερών) σε ένα είδος, αρσενικό και θηλυκό, από την πλέον ενδεδειγμένη οδό χορήγησης με γνώμονα την πιθανή οδό έκθεσης του ανθρώπου

6.6.1. Η μελέτη βραχυπρόθεσμης τοξικότητας (28 ημερών) δεν είναι αναγκαία, εάν:

– έχει διεξαχθεί ή σχεδιάζεται να διεξαχθεί αξιόπιστη μελέτη υποχρόνιας (90 ημερών) ή χρόνιας τοξικότητας, υπό τον όρο ότι χρησιμοποιήθηκαν ή πρόκειται να χρησιμοποιηθούν κατάλληλο είδος, δοσολογία, διαλύτης και οδός χορήγησης ή

– η ουσία διασπάται αμέσως και υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τα προϊόντα διάσπασης ή

– μπορεί να αποκλειστεί σημαντική έκθεση του ανθρώπου σύμφωνα με το παράρτημα ΙV σημείο 3.

Η δοκιμή διεξάγεται δια της στοματικής οδού εκτός εάν:

1) η πρωταρχική οδός έκθεσης του ανθρώπου θα είναι το δέρμα και συντρέχει μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

- οι φυσικοχημικές και τοξικολογικές ιδιότητες, περιλαμβανομένης μελέτης δερματικής διείσδυσης in-vitro (δηλ. ΟΟΣΑ TG 428), υποδηλώνουν ότι η δερματική βιοδιαθεσιμότητα θα είναι ουσιαστική ή

- αναγνωρίζεται σημαντική δερματική τοξικότητα ή δερματική διείσδυση για ουσίες με ανάλογη χημική δομή.

2) η πρωταρχική οδός έκθεσης του ανθρώπου θα είναι της εισπνοής, λαμβάνοντας υπόψη την τάση ατμών της ουσίας και την πιθανή συχνότητα, έκταση και διάρκεια της έκθεσης σε αερολύματα, σωματίδια ή σταγονίδια εισπνεύσιμου μεγέθους.

Η δοκιμή διεξάγεται μέσω μίας οδού έκθεσης. Οι εκτιμήσεις τοξικότητας μέσω άλλων οδών βασίζονται σε μοντέλα φαρμακοκινητικής.

Ο αιτών προτείνει μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας (90 ημερών) (βαθμίδα ΙΙ σημείο 6.6.2) αντί μελέτης 28 ημερών, εάν η συχνότητα και η διάρκεια της έκθεσης του ανθρώπου υποδηλώνουν ότι ενδείκνυται ▌μελέτη μεγαλύτερη του ενός μηνός και μικρότερη των δώδεκα μηνών και ▌διαθέσιμα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η κινητική ή άλλες ιδιότητες μιας ουσίας ή οι μεταβολίτες της είναι τέτοιου είδους που οι δυσμενείς επιπτώσεις θα μπορούσαν να μην ανιχνευθούν με μελέτη βραχυπρόθεσμης τοξικότητας.

Για τις ουσίες που συνδέονται σε μοριακό επίπεδο με γνωστές τοξικές ουσίες συγκεκριμένου οργάνου (π.χ. νευροτοξικότητα), πρέπει θεωρητικά να εξετασθούν πρόσθετες σχετικές παράμετροι στο πλαίσιο μελέτης 28 ή 90 ημερών αντί χωριστής μελέτης, π.χ. μελέτη νευροτοξικότητας. Περαιτέρω χωριστές μελέτες πρέπει να περιορίζονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

6.6.2. Μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας (90 ημερών) σε ένα είδος τρωκτικού, αρσενικό και θηλυκό, από την πλέον ενδεδειγμένη οδό χορήγησης με γνώμονα την πιθανή οδό έκθεσης του ανθρώπου

Βαθμίδα ΙΙ

6.6.2. Η μελέτη υποχρόνιας τοξικότητας (90 ημερών) δεν είναι αναγκαία, εάν:

– έχει διεξαχθεί αξιόπιστη μελέτη βραχυπρόθεσμης τοξικότητας (28 ημερών), στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώθηκαν σοβαρές τοξικές επιδράσεις βάσει των κριτηρίων ταξινόμησης της ουσίας ως R48 και το παρατηρούμενο NOAEL 28 ημερών επιτρέπει την παρεκβολή σε NOAEL 90 ημερών για την ίδια οδό έκθεσης, με την εφαρμογή κατάλληλου συντελεστή αβεβαιότητας, ή

– έχει διεξαχθεί αξιόπιστη μελέτη χρόνιας τοξικότητας, υπό τον όρο ότι χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλο είδος και οδός χορήγησης, ή

– η ουσία διασπάται αμέσως και υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τα προϊόντα διάσπασης (όσον αφορά τόσο τις συστημικές επιδράσεις όσο και τις επιδράσεις στο σημείο πρόσληψης) ή

– η ουσία είναι χημικώς αδρανής, αδιάλυτη και μη εισπνεύσιμη και δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν απορρόφηση ούτε στοιχεία που να αποδεικνύουν τοξικότητα σε «οριακή δοκιμή» 28 ημερών, ιδίως εάν η συμπεριφορά αυτή συνδυάζεται με περιορισμένη έκθεση του ανθρώπου.

Η δοκιμή διεξάγεται δια της στοματικής οδού εκτός εάν:

(1) η πρωταρχική οδός έκθεσης του ανθρώπου είναι το δέρμα και συντρέχει μία από τις εξής προϋποθέσεις:

- οι φυσικοχημικές και τοξικολογικές ιδιότητες, περιλαμβανομένης μελέτης in-vitro δερματικής διείσδυσης (δηλ. ΟΟΣΑ TG 428), υποδεικνύουν ότι η δερματική βιοδιαθεσιμότητα θα είναι ουσιαστική ή

- αναγνωρίζεται σημαντική δερματική τοξικότητα ή δερματική διείσδυση για ουσίες με ανάλογη χημική δομή.

(2) η πρωταρχική οδός έκθεσης του ανθρώπου είναι διά της εισπνοής, λαμβάνοντας υπόψη την τάση ατμών της ουσίας και την πιθανή συχνότητα, έκταση και διάρκεια της έκθεσης σε αερολύματα, σωματίδια ή σταγονίδια εισπνεύσιμου μεγέθους.

Η διεξαγωγή δοκιμής εισπνοής ενδείκνυται, εάν:

Για τις ουσίες που συνδέονται σε μοριακό επίπεδο με γνωστές τοξικές ουσίες συγκεκριμένου οργάνου (π.χ. νευροτοξικότητα), πρέπει θεωρητικά να εξετασθούν πρόσθετες σχετικές παράμετροι στο πλαίσιο μελέτης 28 ή 90 ημερών αντί χωριστής μελέτης, π.χ. μελέτη νευροτοξικότητας. Περαιτέρω χωριστές μελέτες πρέπει να περιορίζονται σε εξαιρετικές περιστάσεις.

6.6.3. Μελέτη μακροπρόθεσμης τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης (≥ 12 μηνών)

Βαθμίδα ΙΙ

6.6.3. Μελέτη μακροπρόθεσμης τοξικότητας επαναλαμβανόμενης δόσης (≥ 12 μηνών) είναι δυνατόν να προταθεί από τον αιτούντα ή να απαιτηθεί μόνον εάν:

- η συχνότητα, η έκταση και η διάρκεια της έκθεσης του ανθρώπου υποδηλώνουν ότι ενδείκνυται εκτίμηση χρόνιου κινδύνου· και

- εάν η εφαρμογή κατάλληλου συντελεστή αβεβαιότητας δεν θα ήταν επαρκώς προστατευτική για σκοπούς εκτίμησης κινδύνου.

Εάν απαιτούνται επίσης αλλά δεν είναι ήδη διαθέσιμα δεδομένα καρκινογένεσης, πρέπει να διενεργούνται μελέτες μακροπρόθεσμης επαναλαμβανόμενης δόσης και καρκινογένεσης χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο μελέτης συνδυασμού του ΟΟΣΑ TG 453.

6.6.4. Περαιτέρω μελέτες

Βαθμίδα ΙΙ

6.6.4. Περαιτέρω μελέτες προτείνονται από τον αιτούντα ή ενδέχεται να απαιτηθούν σε περίπτωση:

– ιδιαίτερα ανησυχητικής τοξικότητας (π.χ. σοβαρές/πολύ σοβαρές επιδράσεις) ή

– ενδείξεων επίδρασης για την οποία τα διαθέσιμα στοιχεία είναι ανεπαρκή για τοξικολογική αξιολόγηση ή/και χαρακτηρισμό κινδύνου· στις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να ενδείκνυται περισσότερο η διεξαγωγή ειδικών τοξικολογικών μελετών για τη διερεύνηση των συγκεκριμένων επιδράσεων (π.χ. ανοσοτοξικότητα, νευροτοξικότητα) ή

– ιδιαίτερης ανησυχίας όσον αφορά την έκθεση (π.χ. χρήση σε καταναλωτικά προϊόντα, συνεπαγόμενη επίπεδα έκθεσης που προσεγγίζουν εκείνα στα οποία παρατηρείται τοξικότητα).

Εάν είναι γνωστό ότι η ουσία έχει δυσμενείς επιδράσεις στη γονιμότητα, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα κριτήρια ταξινόμησης ως τοξικής για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β «Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα» (H360F) και τα διαθέσιμα δεδομένα επαρκούν για να υποστηρίξουν αξιόπιστη εκτίμηση επικινδυνότητας, δεν χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές γονιμότητας. Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής δοκιμών τοξικότητας για την ανάπτυξη του εμβρύου.

6.7. Αναπαραγωγική τοξικότητα

Βαθμίδα ΙΙ

6.7. Οι μελέτες δεν είναι αναγκαίες, εάν:

– πρόκειται για γνωστή γονιδιοτοξική καρκινογόνο ουσία και εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή

– πρόκειται για γνωστή μεταλλαξιγόνο για τα γεννητικά κύτταρα ουσία και εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή

– η ουσία έχει χαμηλή τοξικολογική δραστικότητα (δεν διαπιστώθηκε τοξικότητα σε καμία από τις διαθέσιμες δοκιμές), μπορεί να αποδειχθεί από δεδομένα τοξικοκινητικής ότι δεν σημειώνεται συστημική απορρόφηση μέσω των σχετικών οδών έκθεσης (π.χ. συγκεντρώσεις στο πλάσμα/αίμα χαμηλότερες του ορίου ανίχνευσης με χρήση ευαίσθητης μεθόδου και απουσία της ουσίας και των μεταβολιτών της στα ούρα, στη χολή ή στον εκπνεόμενο αέρα) και η έκθεση του ανθρώπου είναι μηδενική ή ασήμαντη.

Εάν είναι γνωστό ότι η ουσία έχει δυσμενείς επιδράσεις στη γονιμότητα, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα κριτήρια ταξινόμησής της ως τοξικής για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β «Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα» (H360F) και τα διαθέσιμα δεδομένα επαρκούν για να υποστηρίξουν αξιόπιστη εκτίμηση επικινδυνότητας, δεν χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές γονιμότητας. Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής δοκιμών τοξικότητας για την ανάπτυξη του εμβρύου.

Εάν είναι γνωστό ότι η ουσία προκαλεί τοξικότητα για την ανάπτυξη του εμβρύου, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα κριτήρια ταξινόμησής της ως τοξικής για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β «Μπορεί να βλάψει το έμβρυο» (H360D) και τα διαθέσιμα δεδομένα επαρκούν για να υποστηρίξουν αξιόπιστη εκτίμηση επικινδυνότητας, δεν χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές τοξικότητας για την ανάπτυξη του εμβρύου. Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής δοκιμής για επιδράσεις στη γονιμότητα.

6.7.1. Διαλογή (screening) για τοξικότητα για την αναπαραγωγή/ανάπτυξη, σε ένα είδος (421 ή 422 του ΟΟΣΑ), εφόσον από διαθέσιμα στοιχεία για ουσίες με συγγενή δομή, από εκτιμήσεις βάσει μοντέλων (Q)SAR ή από μεθόδους in vitro δεν προκύπτει ότι η ουσία ενδέχεται να είναι τοξική για την ανάπτυξη

6.7.1. Η μελέτη αυτή δεν είναι αναγκαία, εάν:

– πρόκειται για γνωστή γονιδιοτοξική καρκινογόνο ουσία και εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή

– πρόκειται για γνωστή μεταλλαξιγόνο για τα γεννητικά κύτταρα ουσία και εφαρμόζονται κατάλληλα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή

δεν υπάρχει σημαντική έκθεση του ανθρώπου σύμφωνα με το παράρτημα ΙV σημείο 3 ή

– έχει διεξαχθεί μελέτη τοξικότητας για την προγεννητική ανάπτυξη (σημείο 6.7.2 της βαθμίδας ΙΙ) ή μελέτη αναπαραγωγικής τοξικότητας μιας ή δύο γενεών (σημείο 6.7.3 της βαθμίδας ΙΙ).

Εάν είναι γνωστό ότι η ουσία έχει δυσμενείς επιδράσεις στη γονιμότητα, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα κριτήρια ταξινόμησής της ως τοξικής για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β: «Μπορεί να βλάψει τη γονιμότητα» (H360F) και τα διαθέσιμα δεδομένα επαρκούν για να υποστηρίξουν αξιόπιστη εκτίμηση επικινδυνότητας, δεν χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές γονιμότητας. Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής δοκιμών τοξικότητας προγεννητικής ανάπτυξης.

Εάν είναι γνωστό ότι η ουσία προκαλεί τοξικότητα για την ανάπτυξη του εμβρύου, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στα κριτήρια ταξινόμησής της ως τοξικής για την αναπαραγωγή κατηγορίας 1Α ή 1Β «Μπορεί να βλάψει το έμβρυο» (H360D) και τα διαθέσιμα δεδομένα επαρκούν για να υποστηρίξουν αξιόπιστη εκτίμηση επικινδυνότητας, δεν χρειάζονται περαιτέρω δοκιμές τοξικότητας για την ανάπτυξη του εμβρύου. Ωστόσο, πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο διεξαγωγής δοκιμής για επιδράσεις στη γονιμότητα.

Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για το δυναμικό δυσμενών επιδράσεων στη γονιμότητα ή στην ανάπτυξη του εμβρύου, αντί της μελέτης διαλογής, ο αιτών μπορεί να προτείνει βελτιωμένη μελέτη αναπαραγωγικής τοξικότητας μιας γενεάς με ή χωρίς ενότητα για τοξικότητα προγεννητικής ανάπτυξης (σημείο 6.7.3 της βαθμίδας ΙΙ).

6.7.2. Μελέτη τοξικότητας για την προγεννητική ανάπτυξη, σε ένα είδος, από την πλέον ενδεδειγμένη οδό χορήγησης με γνώμονα την πιθανή οδό έκθεσης του ανθρώπου (μέθοδος Β.31 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 440/2008 ή 414 του ΟΟΣΑ)

Βαθμίδα ΙΙ

6.7.2. Η μελέτη διεξάγεται ▌σε ένα είδος μόνον, θεωρητικά σε συνδυασμό με βελτιωμένη μελέτη αναπαραγωγικής τοξικότητας μιας γενεάς κατά περίπτωση (σημείο 6.7.3 της βαθμίδας ΙΙ).

6.7.3. Εν αναμονή της αποδοχής μεθόδου δοκιμών σε επίπεδο ΕΕ ή σε διεθνές επίπεδο, βελτιωμένη μελέτη αναπαραγωγικής τοξικότητας μιας γενεάς σε ένα είδος, αρσενικό και θηλυκό, από την πλέον ενδεδειγμένη οδό χορήγησης με γνώμονα την πιθανή οδό έκθεσης του ανθρώπου ▌.

Βαθμίδα ΙΙ

6.8. Τοξικοκινητική

 

6.8.1. Μελέτη δερματικής απορρόφησης in vitro

 

6.9. Μελέτη καρκινογένεσης

Βαθμίδα ΙΙ

6.9. Μελέτη καρκινογένεσης είναι δυνατόν να προταθεί από τον αιτούντα ή να απαιτηθεί, εάν:

- η χρήση της ουσίας συνεπάγεται την ευρεία διασπορά της ή υπάρχουν στοιχεία για συχνή ή μακροχρόνια έκθεση του ανθρώπου και

- η ουσία ταξινομείται ως μεταλλαξιγόνο κατηγορίας 2 ή υπάρχουν στοιχεία από την ή τις μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης, σύμφωνα με τα οποία η ουσία μπορεί να προκαλέσει υπερπλασία ή/και προνεοπλασματικές αλλοιώσεις.

Εάν η ουσία ταξινομείται ως μεταλλαξιγόνο κατηγορίας 1Α ή 1Β, τεκμαίρεται ότι είναι πιθανός ένας γονιδιοτοξικός μηχανισμός καρκινογένεσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν απαιτείται κατά κανόνα δοκιμή καρκινογένεσης.

Εάν απαιτούνται επίσης αλλά δεν είναι ήδη διαθέσιμα δεδομένα μακροπρόθεσμης τοξικότητας, πρέπει να διενεργούνται μελέτες καρκινογένεσης και μακροπρόθεσμης επαναλαμβανόμενης δόσης χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο μελέτης συνδυασμού του ΟΟΣΑ TG 453.

6.9.1. Δεδομένα ιατρικής παρακολούθησης του προσωπικού της μονάδας παραγωγής, εάν είναι διαθέσιμα

6.9.2. Άμεσες παρατηρήσεις, π.χ. κλινικά περιστατικά και περιστατικά δηλητηρίασης, εάν είναι διαθέσιμες

6.9.3. Ιατρικοί φάκελοι, τόσο από τη βιομηχανία όσο και από κάθε άλλη διαθέσιμη πηγή

6.9.4. Επιδημιολογικές μελέτες στον γενικό πληθυσμό, εάν είναι διαθέσιμες

6.9.5. Διάγνωση δηλητηριάσεων, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών συμπτωμάτων δηλητηρίασης και των κλινικών δοκιμών, εάν είναι διαθέσιμη

6.9.6. Παρατηρήσεις σχετικές με ευαισθητοποίηση/αλλεργιογένεση, εάν είναι διαθέσιμες

6.9.7. Ειδική αγωγή σε περίπτωση ατυχήματος ή δηλητηρίασης: πρώτες βοήθειες, αντίδοτα και ιατρική αγωγή, εάν είναι γνωστά

6.9.8. Πρόγνωση σε περίπτωση δηλητηρίασης

6.10. Περίληψη των τοξικολογικών δεδομένων για τα θηλαστικά και συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένων του επιπέδου όπου δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις (NOAEL), του επιπέδου όπου δεν παρατηρείται καμία επίδραση (NOAEL), της συνολικής αξιολόγησης με βάση όλα τα τοξικολογικά δεδομένα και κάθε άλλης πληροφορίας που αφορά τις δραστικές ουσίες. Όταν είναι δυνατόν, πρέπει να συμπεριλαμβάνονται συνοπτικά τα προτεινόμενα μέτρα προστασίας των εργαζομένων.

6.11 Συμπληρωματικές μελέτες

Βαθμίδα ΙΙ

Ενδέχεται να απαιτούνται συμπληρωματικά δεδομένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση της δραστικής ουσίας

6.11.1 Μελέτη νευροτοξικότητας

Βαθμίδα ΙΙ

Εάν η δραστική ουσία είναι οργανοφωσφορική ένωση ή υπάρχουν άλλες ενδείξεις ότι η δραστική ουσία μπορεί να έχει νευροτοξικές ιδιότητες, απαιτούνται μελέτες νευροτοξικότητας. Το είδος πειραματόζωου είναι η ενήλικη όρνιθα, εκτός εάν τεκμηριώνεται ότι άλλο είδος είναι πιο ενδεδειγμένο. Εάν είναι αναγκαίο, απαιτείται η διεξαγωγή δοκιμών καθυστερημένης νευροτοξικότητας. Εάν ανιχνευθεί δράση αντιχολινεστεράσης, πρέπει να εξεταστεί η διεξαγωγή δοκιμής απόκρισης σε παράγοντες επανενεργοποίησης

6.11.2. Τοξικές επιδράσεις σε παραγωγικά και κατοικίδια ζώα

Βαθμίδα ΙΙ

6.11.3. Μελέτες σε σχέση με την έκθεση του ανθρώπου στη δραστική ουσία

Βαθμίδα ΙΙ

6.11.4. Τρόφιμα και ζωοτροφές

Βαθμίδα ΙΙ

Εάν η δραστική ουσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μείγματα για χρήση σε χώρους παρασκευής, κατανάλωσης ή αποθήκευσης τροφίμων που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ή ζωοτροφών για παραγωγικά ζώα, απαιτείται η διεξαγωγή των δοκιμών που αναφέρονται στο σημείο 9.1.

6.11.5. Εάν θεωρείται απαραίτητη η διεξαγωγή άλλων δοκιμών σε σχέση με την έκθεση του ανθρώπου στη δραστική ουσία, μέσω των προτεινόμενων βιοκτόνων που την περιέχουν, απαιτείται η διεξαγωγή της ή των δοκιμών που αναφέρονται στο παράρτημα ΙΙΙ τίτλος Ι σημείο 9.1.

Βαθμίδα ΙΙ

6.11.6. Εάν η δραστική ουσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε προϊόντα κατά των φυτών, απαιτούνται δοκιμές για να εκτιμηθούν οι τοξικές επιδράσεις των μεταβολιτών της ουσίας από τα φυτά που υποβλήθηκαν σε αγωγή, εάν υπάρχουν, εφόσον διαφέρουν από εκείνους που εντοπίστηκαν στα ζώα.

Βαθμίδα ΙΙ

6.11.7. Μελέτη του μηχανισμού δράσης – όλες οι μελέτες που είναι απαραίτητες για τη διαλεύκανση των επιδράσεων οι οποίες αναφέρθηκαν στις μελέτες τοξικότητας.

Βαθμίδα ΙΙ

7. Οικοτοξικολογικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της πορείας και συμπεριφοράς στο περιβάλλον

 

7.1. Τοξικότητα στο υδάτινο περιβάλλον

 7.1. Ο αιτών προτείνει μελέτη μακροπρόθεσμης τοξικότητας, εάν από την αξιολόγηση στο πλαίσιο της βαθμίδας Ι προκύπτει ότι είναι αναγκαίο να διερευνηθούν περαιτέρω οι επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς. Η επιλογή της ή των κατάλληλων δοκιμών εξαρτάται από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που διενεργείται στο πλαίσιο της βαθμίδας Ι.

7.1.1. Δοκιμές βραχυπρόθεσμης τοξικότητας σε ασπόνδυλα (το προτιμώμενο είδος είναι η δαφνία)

Ο αιτών μπορεί να εξετάζει τη διεξαγωγή δοκιμών μακροπρόθεσμης τοξικότητας αντί της βραχυπρόθεσμης.

7.1.1. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– μετριαστικοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα τοξικότητας στο υδάτινο περιβάλλον, π.χ. εάν η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό ή δεν υπάρχει πιθανότητα να διαπερνά τις βιολογικές μεμβράνες, ή

– έχει διεξαχθεί μακροχρόνια μελέτη τοξικότητας στο υδάτινο περιβάλλον με ασπόνδυλα ή

– υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την περιβαλλοντική ταξινόμηση και επισήμανση.

Εάν η ουσία είναι δυσδιάλυτη στο νερό, εξετάζεται η διεξαγωγή της μελέτης μακροπρόθεσμης τοξικότητας σε δαφνία (βαθμίδα ΙΙ, σημείο 7.1.5).

7.1.2. Μελέτη αναστολής της ανάπτυξης σε υδρόβια φυτά (προτιμώνται τα φύκη)

7.1.2. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν μετριαστικοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα τοξικότητας στο υδάτινο περιβάλλον, π.χ. εάν η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό ή δεν υπάρχει πιθανότητα να διαπερνά τις βιολογικές μεμβράνες.

7.1.3. Δοκιμές βραχυπρόθεσμης τοξικότητας σε ψάρια: προσέγγιση κατωτάτου ορίου.

7.1.3. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– μετριαστικοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα τοξικότητας στο υδάτινο περιβάλλον, π.χ. εάν η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό ή δεν υπάρχει πιθανότητα να διαπερνά τις βιολογικές μεμβράνες, ή

– έχει διεξαχθεί μακροχρόνια μελέτη τοξικότητας στο υδάτινο περιβάλλον με ψάρια

7.1.4. Δοκιμή αναστολής της αναπνοής σε ενεργοποιημένη ιλύ

7.1.4. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– δεν υπάρχουν εκπομπές σε εγκατάσταση επεξεργασίας λυμάτων ή

– μετριαστικοί παράγοντες υποδηλώνουν ότι δεν υπάρχει πιθανότητα μικροβιακής τοξικότητας, π.χ. η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό, ή

– έχει διαπιστωθεί ότι η ουσία είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη και οι συγκεντρώσεις που εφαρμόστηκαν στις δοκιμές περικλείονται στο εύρος των αναμενόμενων συγκεντρώσεων στα εισρέοντα της εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων.

Η μελέτη μπορεί να αντικαθίσταται από δοκιμή αναστολής της νιτροποίησης, εάν από διαθέσιμα δεδομένα προκύπτει ότι η ουσία είναι πιθανώς αναστολέας της μικροβιακής ανάπτυξης ή λειτουργίας, ιδίως των νιτροποιητικών βακτηρίων.

7.1.5. Δοκιμές μακροπρόθεσμης τοξικότητας σε ασπόνδυλα (το προτιμώμενο είδος είναι η δαφνία) (εκτός εάν τα σχετικά στοιχεία έχουν ήδη υποβληθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις της βαθμίδας Ι)

Βαθμίδα ΙΙ

 

7.1.6. Δοκιμές μακροπρόθεσμης τοξικότητας σε ψάρια, εάν υποδεικνύεται από το προφίλ χρήσης ουσίας και/ή φυσικοχημικές ιδιότητες

Τα στοιχεία παρέχονται για ένα από τα σημεία 7.1.6.1, 7.1.6.2 και 7.1.6.3.

Βαθμίδα ΙΙ

 

7.1.6.1. Δοκιμή τοξικότητας κατά τα αρχικά στάδια της ζωής των ψαριών (FELS)

Βαθμίδα ΙΙ

 

7.1.6.2. Δοκιμή βραχυπρόθεσμης τοξικότητας σε έμβρυα ψαριών και λεκιθοφόρα ιχθύδια

Βαθμίδα ΙΙ

 

7.1.6.3. Δοκιμή ανάπτυξης σε ιχθύδια

Βαθμίδα ΙΙ

 

7.2. Αποδόμηση

7.2. Εξετάζεται η διεξαγωγή περαιτέρω δοκιμών βιοτικής αποδόμησης, εάν από την αξιολόγηση στο πλαίσιο της βαθμίδας Ι προκύπτει ότι είναι αναγκαίο να διερευνηθούν περαιτέρω η αποδόμηση και τα προϊόντα αποδόμησης της ουσίας. Η επιλογή της ή των κατάλληλων δοκιμών εξαρτάται από τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που διενεργείται στο πλαίσιο της βαθμίδας Ι και μπορεί να περιλαμβάνει δοκιμή προσομοίωσης στο κατάλληλο στοιχείο του περιβάλλοντος (π.χ. ύδατα, ιζήματα ή έδαφος).

7.2.1. Βιοτική

 

7.2.1.1. Ευχερής βιοαποδομησιμότητα

7.2.1.1. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία εάν η ουσία είναι ανόργανη.

7.2.1.2. Δοκιμές προσομοίωσης της τελικής αποδόμησης στα επιφανειακά ύδατα

Βαθμίδα ΙΙ

7.2.1.2. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό ή

– η ουσία είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη.

7.2.1.3. Δοκιμές προσομοίωσης εδάφους (για ουσίες που μπορούν να προσροφηθούν σε μεγάλο βαθμό από το έδαφος)

Βαθμίδα ΙΙ

7.2.1.3. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη ή

– δεν υπάρχει πιθανότητα άμεσης ούτε έμμεσης έκθεσης του εδάφους.

7.2.1.4. Δοκιμές προσομοίωσης ιζημάτων (για ουσίες που μπορούν να προσροφηθούν σε μεγάλο βαθμό από τα ιζήματα)

Βαθμίδα ΙΙ

7.2.1.4. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη ή

– δεν υπάρχει πιθανότητα άμεσης ούτε έμμεσης έκθεσης των ιζημάτων.

7.2.2. Αβιοτική

 

7.2.2.1. Υδρόλυση συναρτήσει του pH

7.2.2.1. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη ή

– η ουσία είναι αδιάλυτη στο νερό.

7.2.3. Ταυτοποίηση των προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

7.2.3. Εάν η ουσία δεν είναι ευχερώς βιοαποδομήσιμη

7.3. Πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

 

7.3.1. Διαλογή για προσρόφηση/εκρόφηση

7.3.1. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– με βάση τις φυσικοχημικές ιδιότητες της ουσίας, αναμένεται χαμηλό δυναμικό προσρόφησης (π.χ. η ουσία έχει χαμηλό συντελεστή κατανομής σε μίγμα οκτανόλης-νερού) ή

– η ουσία και τα προϊόντα αποδόμησής της διασπώνται με ταχύ ρυθμό.

7.3.2. Βιοσυσσώρευση σε υδρόβια είδη, κατά προτίμηση ψάρια

Βαθμίδα ΙΙ

7.3.2. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία έχει χαμηλό δυναμικό βιοσυσσώρευσης (π.χ. log Kow < 3) ή/και χαμηλό δυναμικό διάβασης βιολογικών μεμβρανών ή

– δεν υπάρχει πιθανότητα άμεσης ούτε έμμεσης έκθεσης των υδάτων.

7.3.3. Συμπληρωματικά στοιχεία για την προσρόφηση/εκρόφηση, ανάλογα με τα αποτελέσματα της μελέτης που απαιτείται στη βαθμίδα Ι

Βαθμίδα ΙΙ

7.3.3. Η μελέτη δεν είναι αναγκαία, εάν:

– η ουσία έχει χαμηλό δυναμικό βιοσυσσώρευσης (π.χ. log Kow < 3) ή/και χαμηλό δυναμικό διάβασης βιολογικών μεμβρανών ή

– με βάση τις φυσικοχημικές ιδιότητες της ουσίας, αναμένεται χαμηλό δυναμικό προσρόφησης (π.χ. η ουσία έχει χαμηλό συντελεστή κατανομής σε μίγμα οκτανόλης-νερού) ή

– η ουσία και τα προϊόντα αποδόμησής της διασπώνται με ταχύ ρυθμό.

7.4. Συμπληρωματικές μελέτες

Βαθμίδα ΙΙ

7.4.1. Άλλες δοκιμές βιοαποδομησιμότητας που έχουν σημασία βάσει των αποτελεσμάτων από το σημείο 7.2.1.1

Βαθμίδα ΙΙ

7.4.2. Φωτομετατροπή στον αέρα (μέθοδος υπολογισμού), συμπεριλαμβανομένης της ταυτοποίησης των προϊόντων διάσπασης

Βαθμίδα ΙΙ

7.4.3. Εάν το επιβάλλουν τα αποτελέσματα από το σημείο 7.4.2 ή εάν η αβιοτική αποδόμηση της δραστικής ουσίας είναι χαμηλή ή μηδενική, απαιτούνται οι δοκιμές που περιγράφονται στα σημεία 10.1.1, 10.2.1 και, κατά περίπτωση, 10.3.

Βαθμίδα ΙΙ

8. Αναγκαία μέτρα για την προστασία του ανθρώπου, των ζώων και του περιβάλλοντος

Βαθμίδα ΙΙ

Ενδέχεται να απαιτούνται συμπληρωματικά δεδομένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση της δραστικής ουσίας

8.1. Ταυτοποίηση ουσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καταλόγου I ή II του παραρτήματος της οδηγίας 80/68/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 1979, περί προστασίας των υπογείων υδάτων από τη ρύπανση που προέρχεται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες(62), στο Παράρτημα I Μέρος Β της οδηγίας 98/83/ΕΚ σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης, ή στο Παράρτημα X της οδηγίας 2000/60/ΕΚ.

Σημειώσεις:

1) Τα δεδομένα αυτά πρέπει να υποβάλλονται για την καθαρή δραστική ουσία με τις δηλούμενες προδιαγραφές.

2) Τα δεδομένα αυτά πρέπει να υποβάλλονται για τη δραστική ουσία με τις δηλούμενες προδιαγραφές.

Βαθμίδα ΙΙ

9. Συμπληρωματικές μελέτες σε σχέση με την υγεία του ανθρώπου

Βαθμίδα ΙΙ

Ενδέχεται να απαιτούνται συμπληρωματικά δεδομένα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τη σκοπούμενη χρήση της δραστικής ουσίας

9.1. Μελέτες τροφίμων και ζωοτροφών

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.1. Ταυτοποίηση των προϊόντων αποδόμησης και αντίδρασης της δραστικής ουσίας, καθώς και των μεταβολιτών της σε κατεργασμένα ή μολυσμένα με αυτή τρόφιμα ή ζωοτροφές

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.2. Συμπεριφορά των υπολειμμάτων της δραστικής ουσίας, των προϊόντων αποδόμησής της και, εφόσον έχει σημασία, των μεταβολιτών της σε κατεργασμένα ή μολυσμένα με αυτή τρόφιμα ή ζωοτροφές, συμπεριλαμβανομένης της κινητικής της εξαφάνισής τους

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.3. Γενικό ισοζύγιο ύλης για τη δραστική ουσία. Επαρκή δεδομένα για τα υπολείμματα, προερχόμενα από δοκιμές με επίβλεψη, ώστε να καταδεικνύεται ότι τα υπολείμματα που ενδέχεται να αφήσει η προτεινόμενη χρήση δεν δικαιολογούν ανησυχίες για την υγεία του ανθρώπου ή των ζώων

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.4. Εκτίμηση της δυνητικής ή πραγματικής έκθεσης του ανθρώπου στη δραστική ουσία μέσω της τροφής και άλλων οδών

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.5. Εάν παραμένουν υπολείμματα της δραστικής ουσίας στις ζωοτροφές για σημαντικό χρονικό διάστημα, απαιτούνται μελέτες διατροφής και μεταβολισμού σε παραγωγικά ζώα, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των υπολειμμάτων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.6. Επιδράσεις της βιομηχανικής μεταποίησης ή/και της οικιακής παρασκευής στο είδος και στα επίπεδα των υπολειμμάτων της δραστικής ουσίας

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.7. Προτεινόμενα αποδεκτά υπολείμματα και λόγοι για τους οποίους είναι αποδεκτά

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.8. Άλλες διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες

Βαθμίδα ΙΙ

9.1.9. Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων που υποβάλλονται βάσει των σημείων 1.1 έως 1.8

Βαθμίδα ΙΙ

9.2. Άλλη/-ες δοκιμή/-ές σχετικές με την έκθεση του ανθρώπου

Απαιτείται η διεξαγωγή μιας ή περισσότερων κατάλληλων δοκιμών με τεκμηριωμένη αιτιολόγηση

Βαθμίδα ΙΙ

10. Συμπληρωματικές μελέτες με θέμα την πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

Βαθμίδα ΙΙ

10. Εάν τα αποτελέσματα των οικοτοξικολογικών μελετών και η ή οι σκοπούμενες χρήσεις της δραστικής ουσίας υποδηλώνουν κίνδυνο για το περιβάλλον, διεξάγονται οι δοκιμές που περιγράφονται στο παρόν τμήμα.

10.1. Πορεία και συμπεριφορά στο έδαφος

Βαθμίδα ΙΙ

10.1.1. Βαθμός και οδός αποδόμησης, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των διεργασιών που συντελούνται και των τυχόν μεταβολιτών και προϊόντων αποδόμησης, σε τρεις τουλάχιστον τύπους εδάφους υπό κατάλληλες συνθήκες

Βαθμίδα ΙΙ

10.1.2. Προσρόφηση και εκρόφηση σε τρεις τουλάχιστον τύπους εδάφους και, εφόσον έχει σημασία, προσρόφηση και εκρόφηση των μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

10.1.3. Κινητικότητα σε τρεις τουλάχιστον τύπους εδάφους και, εφόσον έχει σημασία, κινητικότητα των μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

10.1.4. Ποσότητα και είδος των δεσμευμένων υπολειμμάτων

Βαθμίδα ΙΙ

10.2. Πορεία και συμπεριφορά στα ύδατα

Βαθμίδα ΙΙ

10.2.1. Βαθμός και οδός αποδόμησης στα υδατικά συστήματα (εφόσον δεν εμπίπτει στο σημείο 7.2), συμπεριλαμβανομένης της ταυτοποίησης των μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

10.2.2. Προσρόφηση και εκρόφηση στα ύδατα (συστήματα εδαφικών ιζημάτων) και, εφόσον έχει σημασία, προσρόφηση και εκρόφηση των μεταβολιτών και των προϊόντων αποδόμησης

Βαθμίδα ΙΙ

10.3. Πορεία και συμπεριφορά στον αέρα

Εάν η δραστική ουσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί σε μείγματα για υποκαπνισμό ή να εφαρμοστεί με ψεκασμό ή εάν είναι πτητική ή εάν από άλλα στοιχεία προκύπτει ότι είναι αναγκαίο, προσδιορίζονται ο βαθμός και η οδός αποδόμησης στον αέρα, εφόσον δεν εμπίπτουν στο σημείο 7.4.3.

Βαθμίδα ΙΙ

11. Συμπληρωματικές οικοτοξικολογικές μελέτες

Βαθμίδα ΙΙ

11. Εάν τα αποτελέσματα των οικοτοξικολογικών μελετών και η ή οι σκοπούμενες χρήσεις της δραστικής ουσίας υποδηλώνουν κίνδυνο για το περιβάλλον, διεξάγονται οι δοκιμές που περιγράφονται στο παρόν τμήμα.

11.1. Επιδράσεις σε πτηνά

Βαθμίδα ΙΙ

11.1.1. Βραχυπρόθεσμη τοξικότητα – μελέτη διατροφής οκτώ ημερών σε ένα ▌είδος ▌

Βαθμίδα ΙΙ

11.1.2. Επιδράσεις στην αναπαραγωγή

Βαθμίδα ΙΙ

11.1.2. Η δοκιμή αυτή δεν απαιτείται εάν η μελέτη τοξικότητας με βάση τη διατροφή (σημείο 11.1.1) δείχνει ότι η τιμή LC50 είναι πάνω από 2 000 mg/kg.

11.2. Επιδράσεις σε άλλους, μη στοχευόμενους οργανισμούς

Βαθμίδα ΙΙ

11.2.1. Οξεία τοξικότητα για τις μέλισσες και άλλα ωφέλιμα αρθρόποδα, π.χ. θηρευτές. ▌

Βαθμίδα ΙΙ

11.2.2. Τοξικότητα για τους γαιοσκώληκες και για άλλους, μη στοχευόμενους μακροοργανισμούς του εδάφους

Βαθμίδα ΙΙ

11.2.3. Επιδράσεις σε μη στοχευόμενους μικροοργανισμούς του εδάφους

Βαθμίδα ΙΙ

11.2.4. Επιδράσεις σε άλλους συγκεκριμένους οργανισμούς, μη στοχευόμενους (χλωρίδα και πανίδα), που θεωρείται ότι κινδυνεύουν

Βαθμίδα ΙΙ

12. Ταξινόμηση και επισήμανση

13. Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων των τμημάτων 1 έως 12

ΤΙΤΛΟΣ 2 – Μικροοργανισμοί

Οι φάκελοι καταρτίζονται σε επίπεδο στελέχους του μικροοργανισμού, εκτός εάν υποβληθούν στοιχεία από τα οποία προκύπτει διαπιστωμένη, επαρκής ομοιογένεια του είδους ως προς όλα τα χαρακτηριστικά ή εάν ο αιτών προβάλει άλλα επιχειρήματα.

Εφόσον ο μικροοργανισμός είναι γενετικώς τροποποιημένος, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 της οδηγίας 2001/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σκόπιμη ελευθέρωση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την κατάργηση της οδηγίας 90/220/ΕΟΚ του Συμβουλίου(63), υποβάλλεται επίσης αντίγραφο της αξιολόγησης του περιβαλλοντικού κινδύνου που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της ίδιας οδηγίας.

Εάν είναι γνωστό ότι η δράση του βιοκτόνου οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην επίδραση τοξίνης/μεταβολίτη ή εάν αναμένονται σημαντικά υπολείμματα τοξινών/μεταβολιτών, τα οποία δεν συνδέονται με την επίδραση του ενεργού μικροοργανισμού, υποβάλλεται φάκελος για την τοξίνη/τον μεταβολίτη σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τίτλου 1.

Για την υποστήριξη των αιτήσεων απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

1.  Ταυτότητα του μικροοργανισμού

1.1.  Αιτών

1.2.  Παραγωγός

1.3.  Ονομασία, περιγραφή του είδους, χαρακτηρισμός του στελέχους

1.3.1.  Κοινή ονομασία του μικροοργανισμού (συμπεριλαμβανομένων των εναλλακτικών και των παρωχημένων ονομάτων)

1.3.2.  Ονομασία σύμφωνα με τη συστηματική κατάταξη και στέλεχος, με τη διευκρίνιση αν πρόκειται για συνήθη παραλλαγή, μεταλλαγμένο στέλεχος ή για γενετικώς τροποποιημένο οργανισμό (ΓΤΟ)· στην περίπτωση των ιών, ταξινομική περιγραφή του παράγοντα, του ορότυπου, του στελέχους ή του μεταλλάκτη

1.3.3.  Αριθμός αναφοράς της συλλογής και της καλλιέργειας, εφόσον η καλλιέργεια έχει κατατεθεί

1.3.4.  Μέθοδοι, διαδικασίες και κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της παρουσίας και της ταυτότητας του μικροοργανισμού (π.χ. μορφολογία, βιοχημεία, ορολογική τυποποίηση κ.λπ.)

1.4.  Προδιαγραφές του υλικού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή των σκευασμάτων

1.4.1.  Περιεκτικότητα σε μικροοργανισμό

1.4.2.  Ταυτότητα των προσμείξεων, των προσθέτων και των ξένων μικροοργανισμών και αντίστοιχες περιεκτικότητες

1.4.3.  Αναλυτικά χαρακτηριστικά των παρτίδων

2.  Βιολογικές ιδιότητες του μικροοργανισμού

2.1.  Ιστορικό του μικροοργανισμού και των χρήσεών του. Παρουσία στη φύση και γεωγραφική κατανομή

2.1.1.  Ιστορικά δεδομένα

2.1.2.  Προέλευση και παρουσία στη φύση

2.2.  Πληροφορίες σχετικά με τον ή τους στοχευόμενους οργανισμούς

2.2.1.  Περιγραφή του ή των στοχευόμενων οργανισμών

2.2.2.  Τρόπος δράσης

2.3.  Φάσμα εξειδίκευσης των ξενιστών και επιδράσεις σε άλλους, μη στοχευόμενους οργανισμούς

2.4.  Στάδια ανάπτυξης/Κύκλος ζωής του μικροοργανισμού

2.5.  Μολυσματικότητα, ικανότητα διασποράς και αποικισμού

2.6.  Σχέσεις με γνωστούς παθογόνους οργανισμούς που προσβάλλουν τα φυτά, τα ζώα ή τον άνθρωπο

2.7.  Γενετική σταθερότητα και παράγοντες που την επηρεάζουν

2.8.  Στοιχεία σχετικά με τον σχηματισμό μεταβολιτών (ιδίως τοξινών)

2.9.  Αντιβιοτικά και άλλοι αντιμικροβιακοί παράγοντες

2.10.  Ανθεκτικότητα στους περιβαλλοντικούς παράγοντες

2.11.  Επιδράσεις σε υλικά, ουσίες και προϊόντα

3.  Συμπληρωματικές πληροφορίες για τον μικροοργανισμό

3.1.  Λειτουργία

3.2.  Προβλεπόμενο πεδίο χρήσης

3.3.  Τύπος/-οι προϊόντων και κατηγορία χρηστών, για τα οποία πρέπει να περιληφθεί ο μικροοργανισμός στο παράρτημα Ι

3.4.  Μέθοδος παραγωγής και ποιοτικός έλεγχος

3.5.  Πληροφορίες σχετικά με τη διαπιστωμένη ή ενδεχόμενη ανάπτυξη αντοχής από τον ή τους στοχευόμενους οργανισμούς

3.6.  Μέθοδοι πρόληψης της απώλειας λοιμογόνου δύναμης στο γονικό απόθεμα του μικροοργανισμού

3.7.  Συνιστώμενες μέθοδοι και προφυλάξεις όσον αφορά τον χειρισμό, την αποθήκευση, τη μεταφορά και σε περίπτωση πυρκαγιάς

3.8.  Διαδικασίες καταστροφής ή απομόλυνσης

3.9.  Μέτρα αντιμετώπισης ατυχημάτων

3.10.  Διαδικασίες διαχείρισης αποβλήτων

3.11.  Σχέδιο παρακολούθησης για τον ενεργό μικροοργανισμό, το οποίο πρέπει να καλύπτει και τον χειρισμό, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη χρήση

3.12.  Κατάταξη του μικροοργανισμού στην αντίστοιχη ομάδα κινδύνου κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/54/EΚ

4.  Αναλυτικές μέθοδοι

4.1.  Μέθοδοι ανάλυσης του μικροοργανισμού, όπως παράγεται

4.2.  Μέθοδοι ποιοτικού και ποσοτικού προσδιορισμού των υπολειμμάτων (βιώσιμων και μη)

5.  Επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου

ΒΑΘΜΙΔΑ Ι

5.1.  Βασικά στοιχεία

5.1.1.  Ιατρικά δεδομένα

5.1.2.  Ιατρική παρακολούθηση του προσωπικού της μονάδας παραγωγής

5.1.3.  Παρατηρήσεις σχετικές με ευαισθητοποίηση/αλλεργιογένεση

5.1.4.  Άμεσες παρατηρήσεις, π.χ. κλινικά περιστατικά

5.2.  Βασικές μελέτες

5.2.1.  Ευαισθητοποίηση

Η αξιολόγηση αυτού του τελικού σημείου περιλαμβάνει τα εξής διαδοχικά στάδια:

     1) αξιολόγηση των διαθέσιμων δεδομένων που αφορούν τον άνθρωπο και τα ζώα και εναλλακτικών δεδομένων,
     2) διεξαγωγή δοκιμών in vivo.

Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές in vivo είναι η περιορισμένη τοπική δοκιμασία λεμφαδένων σε μυοειδή (rLLNA) ως προσυμπτωματικός έλεγχος για τη διάκριση μεταξύ ευαισθητοποιητών και μη ευαισθητοποιητών. Η πλήρης LLNA πρέπει να εφαρμόζεται όταν είναι γνωστό ότι απαιτείται αξιολόγηση της δραστικότητας ευαισθητοποίησης. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να διεξάγεται άλλη δοκιμή, της οποίας η επιλογή πρέπει να αιτιολογείται.

5.2.2.  Οξεία τοξικότητα, παθογένεια και μολυσματικότητα

Η δοκιμή διενεργείται διά της στοματικής οδού εκτός εάν η πρωταρχική οδός έκθεσης του ανθρώπου αναμένεται ότι θα είναι η εισπνοή. Η δοκιμή διεξάγεται μέσω μόνον μίας οδού έκθεσης.

5.2.2.1.  Οξεία τοξικότητα μέσω του στόματος, παθογένεια και μολυσματικότητα

5.2.2.2.  Οξεία τοξικότητα μέσω της εισπνοής, παθογένεια και μολυσματικότητα

Η δοκιμή διά της εισπνοής ενδείκνυται μόνον εάν η εισπνοή αποτελεί την πρωταρχική οδό έκθεσης του ανθρώπου.

5.2.3.  Δοκιμή γονιδιοτοξικότητας in vitro

5.2.4.  Μελέτη κυτταροκαλλιέργειας

5.2.5.  Στοιχεία σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη τοξικότητα και παθογένεια

Η δοκιμή διενεργείται δια της στοματικής οδού εκτός εάν η πρωταρχική οδός έκθεσης αναμένεται ότι θα είναι η εισπνοή. Η δοκιμή διεξάγεται μέσω μόνον μίας οδού έκθεσης.

5.2.5.1.  Επιδράσεις στην υγεία μετά από επανειλημμένη έκθεση μέσω της εισπνοής

Η δοκιμή διά της εισπνοής ενδείκνυται μόνον εάν η εισπνοή αποτελεί την πρωταρχική οδό έκθεσης του ανθρώπου.

5.2.6.  Προτεινόμενη αγωγή: πρώτες βοήθειες, ιατρική αγωγή

5.2.7.  Τυχόν παθογένεια και μολυσματικότητα για τον άνθρωπο και άλλα θηλαστικά υπό συνθήκες ανοσοκαταστολής

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ Ι

ΒΑΘΜΙΔΑ ΙΙ

5.3.  Ειδικές μελέτες τοξικότητας, παθογένειας και μολυσματικότητας

Η δοκιμή μπορεί να παραλείπεται εάν δεν υπάρχουν στοιχεία ειδικής τοξικότητας σε προηγούμενες μελέτες.

5.4.  Γονιδιοτοξικότητα – Μελέτες in vivo σε σωματικά κύτταρα

Για νέες ουσίες πρέπει να είναι δυνατόν να αξιολογούνται οι παράμετροι in vivo δοκιμής μικροπυρήνων ως μέρος μελέτης επαναλαμβανόμενης έκθεσης.

5.5.  Γονιδιοτοξικότητα – Μελέτες in vivo σε γεννητικά κύτταρα

Η δοκιμή μπορεί να παραλείπεται εάν δεν υπάρχουν στοιχεία γονιδιοτοξικότητας σε μελέτες επί σωματικών κυττάρων.

ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΒΑΘΜΙΔΑΣ ΙΙ

5.6.  Περίληψη των στοιχείων που αφορούν την τοξικότητα, την παθογένεια και τη μολυσματικότητα για τα θηλαστικά και συνολική αξιολόγηση

6.  Υπολείμματα στη μάζα ή στην επιφάνεια των κατεργασμένων υλικών, τροφίμων και ζωοτροφών

6.1.  Εμμονή και πιθανότητα πολλαπλασιασμού στη μάζα ή στην επιφάνεια των κατεργασμένων υλικών, τροφίμων και ζωοτροφών

6.2.  Απαιτούμενες περαιτέρω πληροφορίες

6.2.1.  Μη βιώσιμα υπολείμματα

6.2.2.  Βιώσιμα υπολείμματα

6.3.  Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων που αφορούν τα υπολειμμάτων στη μάζα ή στην επιφάνεια των κατεργασμένων υλικών, τροφίμων και ζωοτροφών

7.  Πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

7.1.  Εμμονή και πολλαπλασιασμός

7.1.1.  Έδαφος

7.1.2.  Ύδατα

7.1.3.  Ατμοσφαιρικός αέρας

7.2.  Κινητικότητα

7.3.  Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων που αφορούν την πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

8.  Επιδράσεις σε μη στοχευόμενους οργανισμούς

8.1.  Επιδράσεις στα πτηνά

Μπορεί να προτείνεται μελέτη τοξικότητας με βάση τη διατροφή σε σχέση με τα πτηνά σε ένα είδος όταν το προφίλ χρήσης ουσίας υποδηλώνει την πιθανότητα για σημαντική έκθεση σε πτηνά.

Μελέτη αναπαραγωγής σε σχέση με πτηνά δεν απαιτείται γενικώς και δεν ενδείκνυται εάν η μελέτη τοξικότητας με βάση τη διατροφή δείχνει ότι η τιμή LC50 είναι πάνω από 5 000 mg/kg.

8.2.  Επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς

8.2.1.  Επιδράσεις στα ψάρια

8.2.2.  Επιδράσεις στα ασπόνδυλα των γλυκών υδάτων

8.2.3.  Επιδράσεις στην ανάπτυξη των φυκών

8.2.4.  Επιδράσεις στα φυτά εκτός από τα φύκη

8.3.  Επιδράσεις στις μέλισσες

8.4.  Επιδράσεις στα αρθρόποδα εκτός από τις μέλισσες

8.5.  Επιδράσεις στους γαιοσκώληκες

8.6.  Επιδράσεις στους μικροοργανισμούς του εδάφους

8.7.  Περαιτέρω μελέτες

8.7.1.  Χερσαία φυτά

8.7.2.  Θηλαστικά

8.7.3.  Άλλα κατάλληλα είδη και διεργασίες

8.8.  Περίληψη και αξιολόγηση των επιδράσεων σε μη στοχευόμενους οργανισμούς

9.  Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων των τμημάτων 1 έως 8, συμπεριλαμβανομένων των συμπερασμάτων της εκτίμησης επικινδυνότητας και συστάσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Απαιτούμενα στοιχεία για τα βιοκτόνα

1.  Οι φάκελοι που υποβάλλονται για τα βιοκτόνα περιέχουν τα αναγκαία στοιχεία για να καθορίζεται ότι η έκθεση είναι κάτω του κατωτάτου ορίου τοξικολογικών επιφυλάξεων (TTC) ή για τον καθορισμό, κατά περίπτωση, της αποδεκτής ημερήσιας πρόσληψης (ADI), του αποδεκτού επιπέδου έκθεσης του χρήστη (AOEL), της προβλεπόμενης συγκέντρωσης στο περιβάλλον (PEC) και της προβλεπόμενης συγκέντρωσης χωρίς επιδράσεις (PNEC).

2.  Οσάκις είναι εφικτό, οι πληροφορίες πρέπει να προέρχονται από υπάρχοντα δεδομένα προκειμένου να μειώνονται οι δοκιμές σε ζώα. Ειδικότερα πρέπει να εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.

3.  Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να παρέχονται στοιχεία που δεν είναι απαραίτητα λόγω του είδους του βιοκτόνου ή των προτεινόμενων χρήσεών του.

4.  Πρέπει να περιλαμβάνεται πλήρης και λεπτομερής περιγραφή των μελετών που έχουν διεξαχθεί και των μεθόδων που έχουν χρησιμοποιηθεί ή σχετική βιβλιογραφική παραπομπή.

5.  Για την υποβολή των φακέλων πρέπει να χρησιμοποιούνται οι μορφότυποι που διατίθενται από την Επιτροπή. Επιπλέον, πρέπει να χρησιμοποιείται το ειδικό πακέτο λογισμικού (IUCLID), που διατίθεται από την Επιτροπή, για τα μέρη των φακέλων στα οποία εφαρμόζεται το ΙUCLID. Οι μορφότυποι, καθώς και περαιτέρω καθοδήγηση σχετικά με τα απαιτούμενα δεδομένα και την κατάρτιση των φακέλων είναι διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του Οργανισμού.

6.  Οι δοκιμές, των οποίων τα αποτελέσματα υποβάλλονται για τη χορήγηση άδειας, πρέπει να έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με τις μεθόδους που περιγράφονται στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008. Στις μεθόδους του Παραρτήματος I δεν εμπίπτουν τα νανοϋλικά, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ειδική μνεία. Εάν, ωστόσο, μια μέθοδος είναι ακατάλληλη ή δεν περιγράφεται, χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι που είναι ικανοποιητικές από επιστημονική άποψη και των οποίων η εγκυρότητα πρέπει να αιτιολογείται στην αίτηση.

7.  Οι διεξαγόμενες δοκιμές πρέπει να πληρούν τις σχετικές απαιτήσεις προστασίας των πειραματόζωων, οι οποίες καθορίζονται με την οδηγία 86/609/ΕΟΚ και, στην περίπτωση των τοξικολογικών και οικοτοξικολογικών δοκιμών, να είναι σύμφωνες με τις ορθές εργαστηριακές πρακτικές που καθορίζονται στην οδηγία 2004/10/ΕΚ ή άλλα διεθνή πρότυπα που αναγνωρίζονται ως ισοδύναμα από την Επιτροπή ή τον Οργανισμό.

8.  Εφόσον έχουν διεξαχθεί δοκιμές, πρέπει να παρέχεται λεπτομερής περιγραφή (προδιαγραφές) του χρησιμοποιούμενου υλικού και των προσμείξεών του. ▌

9.  Εφόσον υπάρχουν δεδομένα από δοκιμές, τα οποία προέκυψαν πριν από …(64) με τη χρήση μεθόδων διαφορετικών από τις προβλεπόμενες στον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008, η αρμόδια αρχή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους σε συμφωνία με τον Οργανισμό πρέπει να κρίνει, κατά περίπτωση, την καταλληλότητα αυτών των δεδομένων για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού και την ανάγκη διεξαγωγής νέων δοκιμών σύμφωνα με τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 440/2008, συνεκτιμώντας, μεταξύ άλλων παραγόντων, την ανάγκη ελαχιστοποίησης των δοκιμών σε σπονδυλωτά.

10.  Πρέπει να παρέχονται όλες οι διαθέσιμες σχετικές γνώσεις και πληροφορίες από τη βιβλιογραφία.

ΤΙΤΛΟΣ 1 – Χημικά προϊόντα

Απαιτήσεις για τους φακέλους

Για την υποστήριξη των αιτήσεων απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

1.  Αιτών

1.1.  Όνομα και διεύθυνση του αιτούντος, κ.λπ.

1.2.  Παραγωγός του σκευάσματος βιοκτόνου και της ή των δραστικών ουσιών (ονόματα και διευθύνσεις, τόπος του ή των εργοστασίων)

2.  Ταυτότητα

2.1.  Εμπορική ονομασία ή προτεινόμενη εμπορική ονομασία και κωδικός αριθμός του τμήματος ανάπτυξης του παραγωγού, κατά περίπτωση

2.2.  Λεπτομερή ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για τη σύνθεση του βιοκτόνου, π.χ. δραστική/-ές ουσία/-ες, προσμείξεις, επικουρικά και αδρανή συστατικά, λαμβανομένων υπόψη των ποσοτήτων συγκέντρωσης του άρθρου 16, παράγραφος 4

2.3.  Φυσική κατάσταση και είδος του βιοκτόνου, π.χ. γαλακτωματοποιήσιμο συμπύκνωμα, διαβρέξιμη σκόνη, διάλυμα

3.  Φυσικές, χημικές και τεχνικές ιδιότητες

3.1.  Όψη (φυσική κατάσταση, χρώμα)

3.2.  Εκρηκτικές ιδιότητες

3.3.  Οξειδωτικές ιδιότητες

3.4.  Σημείο ανάφλεξης και άλλες ενδείξεις ευφλεκτότητας ή αυτοανάφλεξης

3.5.  Οξύτητα/αλκαλικότητα και, εάν είναι αναγκαίο, τιμή του pH (1 % σε νερό)

3.6.  Σχετική πυκνότητα

3.7.  Σταθερότητα κατά την αποθήκευση – σταθερότητα και χρόνος διατήρησης. Επίδραση του φωτός, της θερμοκρασίας και της υγρασίας στα τεχνικά χαρακτηριστικά του βιοκτόνου, ικανότητα αντίδρασης με το υλικό του περιέκτη

Η σταθερότητα κατά την αποθήκευση και ο χρόνος διατήρησης θα καθορίζονται γενικώς βάσει της σταθερότητας της δραστικής ουσίας. Σε περίπτωση δραστικών ουσιών που αποδομούνται εύκολα, η σταθερότητα αποθήκευσης και ο χρόνος διατήρησης μπορούν να καθορίζονται από άλλα έγκυρα επιστημονικά μέσα, όπως η παρέκταση των αναλυτικών δεδομένων της δραστικής ουσίας από πειράματα γήρανσης προϊόντος έως ότου επιτευχθεί το κατώτατο όριο αποτελεσματικότητας.

3.8.  Τεχνικά χαρακτηριστικά του βιοκτόνου, π.χ. διαβρεξιμότητα, έμμονος αφρισμός, ρευστότητα, ευχέρεια μετάγγισης και ικανότητα επίπασης

3.9.  Φυσική και χημική συμβατότητα με άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων άλλων βιοκτόνων μαζί με τα οποία ζητείται να επιτραπεί η χρήση του

4.  Μέθοδοι ταυτοποίησης και ανάλυσης

4.1.  Αναλυτική μέθοδος για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης της ή των δραστικών ουσιών στο βιοκτόνο

4.2.  Αναλυτικές μέθοδοι, εφόσον δεν εμπίπτουν στο παράρτημα II σημείο 4.2, συμπεριλαμβανομένων του ποσοστού ανάκτησης και των ορίων ανίχνευσης, για τον προσδιορισμό των σημαντικών από τοξικολογική και οικοτοξικολογική άποψη συστατικών του βιοκτόνου ή/και υπολειμμάτων του στη μάζα ή στην επιφάνεια των ακολούθων, κατά περίπτωση:

4.2.1.  Έδαφος

4.2.2.  Ατμοσφαιρικός αέρας

4.2.3.  Ύδατα (συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού)

4.2.4.  Υγρά και ιστοί του σώματος ανθρώπων και ζώων

4.2.5.  Κατεργασμένα τρόφιμα και ζωοτροφές

5.  Σκοπούμενες χρήσεις και αποτελεσματικότητα

5.1.  Προτεινόμενος τύπος προϊόντος και πεδίο χρήσης

5.2.  Μέθοδος εφαρμογής, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής του χρησιμοποιούμενου συστήματος

5.3.  Δόση εφαρμογής και, κατά περίπτωση, τελική συγκέντρωση του βιοκτόνου και της δραστικής ουσίας στο σύστημα στο οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το παρασκεύασμα, π.χ. νερό ψύξης, επιφανειακά ύδατα, νερό χρησιμοποιούμενο για θέρμανση

5.4.  Αριθμός και χρόνος των εφαρμογών και, κατά περίπτωση, τυχόν ειδικές πληροφορίες σχετικά με τις γεωγραφικές και κλιματικές διακυμάνσεις ή τις απαραίτητες περιόδους αναμονής για την προστασία του ανθρώπου και των ζώων

5.5.  Λειτουργία, π.χ. μυκητοκτόνο, τρωκτικοκτόνο, εντομοκτόνο, βακτηριοκτόνο

5.6.  Επιβλαβής/-είς οργανισμός/-οί που θα καταπολεμηθεί/-ούν, καθώς και προϊόντα, οργανισμοί ή αντικείμενα που θα προστατευθούν

5.7.  Επιδράσεις στους στοχευόμενους οργανισμούς

5.8.  Τρόπος δράσης (συμπεριλαμβανομένου του χρόνου επενέργειας), εφόσον δεν εμπίπτει στο παράρτημα II σημείο 5.4

5.9.  Χρήστης: βιομηχανία, επαγγελματίες, ευρύ κοινό (μη επαγγελματίες)

5.10.  Προτεινόμενοι ισχυρισμοί της ετικέτας του προϊόντος

5.11.  Στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα για την υποστήριξη των ισχυρισμών αυτών, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διαθέσιμων πρότυπων πρωτοκόλλων που χρησιμοποιήθηκαν και εργαστηριακών ή επιτόπιων δοκιμών, κατά περίπτωση

5.12.  Άλλοι γνωστοί περιορισμοί της αποτελεσματικότητας, συμπεριλαμβανομένης της αντοχής

6.  Τοξικολογικές μελέτες

6.1.  Οξεία τοξικότητα

Για τις μελέτες των σημείων 6.1.1 έως 6.1.2, με την επιφύλαξη των άρθρων 6 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση. Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο πρόσθετων in vivo δοκιμών και σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να δοκιμάζεται μόνον η πλέον σχετική οδός έκθεσης. Τα αέρια και τα πτητικά υγρά πρέπει να χορηγούνται με εισπνοή.

6.1.1.  Μέσω του στόματος

6.1.2.  Με εισπνοή

Η διεξαγωγή δοκιμής δια της εισπνοής ενδείκνυται μόνον εάν :

     i) η ταξινόμηση με υπολογισμό δεν είναι εφικτή, και
     ii) η εισπνοή αποτελεί την πρωταρχική οδό έκθεσης του ανθρώπου, λαμβάνοντας υπόψη την τάση ατμών της ουσίας και την πιθανότητα έκθεσης σε αερολύματα, σωματίδια ή σταγονίδια εισπνεύσιμου μεγέθους.

Η μέθοδος πρώτης επιλογής για τις δοκιμές είναι η «μέθοδος των κλάσεων οξείας τοξικότητας». Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιείται η κλασσική δοκιμή «θανατηφόρου συγκέντρωσης» (LC50). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις διεξάγεται άλλη δοκιμή, της οποίας η επιλογή πρέπει να αιτιολογείται.

6.2.  Ερεθισμός του δέρματος και των οφθαλμών(65)

Η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση.

6.3.  Ευαισθητοποίηση του δέρματος

Η ταξινόμηση με υπολογισμό πρέπει να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση.

6.4.  Στοιχεία σχετικά με την απορρόφηση από το δέρμα in vitro

6.5.  Διαθέσιμα τοξικολογικά στοιχεία όσον αφορά μη δραστικές ουσίες που έχουν σημασία από τοξικολογική άποψη (δηλ. ανησυχητικές ουσίες)

6.6.  Πληροφορίες σχετικά με την έκθεση του ανθρώπου και του χειριστή στο βιοκτόνο

Για τις μη δραστικές ουσίες του παρασκευάσματος που έχουν σημασία από τοξικολογική άποψη απαιτείται η διεξαγωγή της ή των δοκιμών που περιγράφονται στο παράρτημα II, εφόσον είναι αναγκαίο.

7.  Οικοτοξικολογικές μελέτες

7.1.  Προβλέψιμες οδοί εισόδου στο περιβάλλον με βάση την προβλεπόμενη χρήση

7.2.  Στοιχεία για την οικοτοξικότητα της δραστικής ουσίας του προϊόντος, εφόσον δεν είναι δυνατόν να συναχθούν με παρεκβολή από τα στοιχεία που αφορούν την ίδια τη δραστική ουσία

7.3.  Διαθέσιμα οικοτοξικολογικά στοιχεία για τις μη δραστικές ουσίες που έχουν σημασία από οικοτοξικολογική άποψη (δηλ. τις ανησυχητικές ουσίες), όπως πληροφορίες από τα δελτία δεδομένων ασφαλείας

8.  Μέτρα για την προστασία του ανθρώπου, των ζώων και του περιβάλλοντος

8.1.  Συνιστώμενες μέθοδοι και προφυλάξεις, όσον αφορά τον χειρισμό, τη χρήση, την αποθήκευση, τη μεταφορά και σε περίπτωση πυρκαγιάς

8.2.  Ειδική αγωγή σε περίπτωση ατυχήματος, π.χ. πρώτες βοήθειες, αντίδοτα, ιατρική αγωγή, εάν υπάρχουν· έκτακτα μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος, εφόσον δεν εμπίπτουν στο παράρτημα II τίτλος 1 σημείο 8.3

8.3.  Διαδικασίες καθαρισμού του εξοπλισμού, εάν υπάρχουν

8.4.  Ταυτότητα των σχετικών προϊόντων καύσης, σε περίπτωση πυρκαγιάς

8.5.  Διαδικασίες διαχείρισης των αποβλήτων του βιοκτόνου και της συσκευασίας του για τη βιομηχανία, τους επαγγελματίες χρήστες και το ευρύ κοινό (μη επαγγελματίες χρήστες), π.χ. δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης ή ανακύκλωσης, αδρανοποίηση, συνθήκες ελεγχόμενης απόρριψης και καύση

8.6.  Δυνατότητα καταστροφής ή απομόλυνσης μετά από ελευθέρωση στη μάζα ή στην επιφάνεια των ακόλουθων:

8.6.1.  Ατμοσφαιρικός αέρας

8.6.2.  Ύδατα, συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού

8.6.3.  Έδαφος

8.7.  Παρατηρηθείσες ανεπιθύμητες ή ακούσιες παρενέργειες, π.χ. σε ωφέλιμους και άλλους, μη στοχευόμενους οργανισμούς

8.8.  Αναφέρονται επακριβώς τα απωθητικά ή μέσα αντιμετώπισης δηλητηριάσεων που ενδεχομένως περιέχει το παρασκεύασμα για την πρόληψη της δράσης κατά μη στοχευόμενων οργανισμών

9.  Παρέχονται επίσης τα ακόλουθα συμπληρωματικά στοιχεία, κατά περίπτωση:

9.1.  Περαιτέρω μελέτες σε σχέση με την υγεία του ανθρώπου

9.1.1.  Μελέτες τροφίμων και ζωοτροφών

9.1.1.1.  Εάν παραμένουν υπολείμματα του βιοκτόνου στις ζωοτροφές για σημαντικό χρονικό διάστημα, απαιτούνται μελέτες διατροφής και μεταβολισμού σε παραγωγικά ζώα, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των υπολειμμάτων στα τρόφιμα ζωικής προέλευσης

9.1.1.2.  Επιδράσεις της βιομηχανικής μεταποίησης ή/και της οικιακής παρασκευής στο είδος και στα επίπεδα των υπολειμμάτων του βιοκτόνου

9.1.2.  Άλλη/-ες δοκιμή/-ές σχετικές με την έκθεση του ανθρώπου

Απαιτείται η διεξαγωγή μιας ή περισσότερων κατάλληλων δοκιμών για το βιοκτόνο, με τεκμηριωμένη αιτιολόγηση

9.2.  Περαιτέρω μελέτες με θέμα την πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

9.2.1.  Κατά περίπτωση, όλα τα στοιχεία που απαιτεί το παράρτημα II τμήμα 12

9.2.2.  Δοκιμές κατανομής και διάχυσης στα ακόλουθα:

9.2.2.1.  Έδαφος

9.2.2.2.  Ύδατα

9.2.2.3.  Ατμοσφαιρικός αέρας

Οι δοκιμές 1 και 2 ανωτέρω απαιτούνται μόνο για τα συστατικά του βιοκτόνου που έχουν σημασία από οικοτοξικολογική άποψη

9.3.  Περαιτέρω οικοτοξικολογικές μελέτες

9.3.1.  Επιδράσεις στα πτηνά

9.3.2.  Επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς

9.3.2.1.  Σε περίπτωση εφαρμογής στην επιφάνεια ή στη μάζα επιφανειακών υδάτων ή κοντά σε αυτά

9.3.2.1.1.  Ειδικές μελέτες σε ψάρια και άλλους υδρόβιους οργανισμούς

9.3.2.1.2.  Δεδομένα για τα υπολείμματα της δραστικής ουσίας σε ψάρια, συμπεριλαμβανομένων των σημαντικών από τοξικολογική άποψη μεταβολιτών

9.3.2.1.3.  Ενδέχεται να απαιτούνται οι μελέτες που αναφέρονται στο παράρτημα II τμήμα 13 σημεία 2.1, 2.2, 2.3 και 2.4 για τα αντίστοιχα συστατικά του βιοκτόνου

9.3.2.1.4.  Εάν το βιοκτόνο πρόκειται να ψεκάζεται κοντά σε επιφανειακά ύδατα, ενδέχεται να απαιτείται μελέτη υπερψεκασμού για την εκτίμηση της επικινδυνότητας για τους υδρόβιους οργανισμούς σε πραγματικές συνθήκες

9.3.3.  Επιδράσεις σε άλλους, μη στοχευόμενους οργανισμούς

9.3.3.1.  Οξεία μελισσοτοξικότητα

9.3.3.2.  Επιδράσεις σε ωφέλιμα αρθρόποδα εκτός από τις μέλισσες

9.3.3.3.  Επιδράσεις στους γαιοσκώληκες και σε άλλους, μη στοχευόμενους μακροοργανισμούς του εδάφους που θεωρείται ότι κινδυνεύουν

9.3.3.4.  Επιδράσεις σε μη στοχευόμενους μικροοργανισμούς του εδάφους

9.3.3.5.  Επιδράσεις σε άλλους συγκεκριμένους οργανισμούς, μη στοχευόμενους (χλωρίδα και πανίδα), που θεωρείται ότι κινδυνεύουν

9.3.3.6.  Για τα βιοκτόνα σε μορφή δολώματος ή κόκκων

9.3.3.6.1.  Δοκιμές με επίβλεψη για την εκτίμηση της επικινδυνότητας για μη στοχευόμενους οργανισμούς σε πραγματικές συνθήκες

9.3.3.6.2.  Μελέτες με θέμα την αποδοχή του βιοκτόνου μετά από κατάποση από μη στοχευόμενους οργανισμούς που θεωρείται ότι κινδυνεύουν

10.  Ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση

–  Προτάσεις για τα δελτία δεδομένων ασφαλείας, κατά περίπτωση

–  Σύμβολο/-α κινδύνου

–  Ενδείξεις κινδύνου

–  Δηλώσεις κινδύνου

–  Δηλώσεις προφυλάξεων

–  Συσκευασία (τύπος, υλικά, μέγεθος κ.λπ.), συμβατότητα του παρασκευάσματος με τα προτεινόμενα υλικά συσκευασίας

11.  Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων των τμημάτων 2 έως 10

ΤΙΤΛΟΣ 2 – Μικροοργανισμοί

Απαιτήσεις για τους φακέλους

Για την υποστήριξη των αιτήσεων απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία:

1.  Αιτών

1.1.  Όνομα και διεύθυνση κ.λπ.

1.2.  Παρασκευαστής του βιοκτόνου σκευάσματος και του ή των μικροοργανισμών (ονόματα και διευθύνσεις, τόπος του ή των εργοστασίων)

2.  Ταυτότητα των βιοκτόνων

2.1.  Εμπορική ονομασία ή προτεινόμενη εμπορική ονομασία και κωδικός αριθμός του τμήματος ανάπτυξης του παραγωγού του βιοκτόνου

2.2.  Λεπτομερή ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία για τη σύνθεση του βιοκτόνου

2.3.  Φυσική κατάσταση και είδος του βιοκτόνου

2.4.  Λειτουργία

3.  Φυσικές, χημικές και τεχνικές ιδιότητες του βιοκτόνου

3.1.  Όψη (χρώμα και οσμή)

3.2.  Σταθερότητα κατά την αποθήκευση και χρόνος διατήρησης

3.2.1.  Επίδραση του φωτός, της θερμοκρασίας και της υγρασίας στα τεχνικά χαρακτηριστικά του βιοκτόνου

3.2.2.  Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τη σταθερότητα

3.3.  Εκρηκτικές και οξειδωτικές ιδιότητες

3.4.  Σημείο ανάφλεξης και άλλες ενδείξεις ευφλεκτότητας ή αυτοανάφλεξης

3.5.  Οξύτητα, αλκαλικότητα και τιμή του pH

3.6.  Ιξώδες και επιφανειακή τάση

3.7.  Τεχνικά χαρακτηριστικά του βιοκτόνου

3.7.1.  Διαβρεξιμότητα

3.7.2.  Έμμονος αφρισμός

3.7.3.  Ικανότητα σχηματισμού εναιωρήματος και σταθερότητα εναιωρήματος

3.7.4.  Υγρή και ξηρή δοκιμή κοσκίνου

3.7.5.  Κατανομή μεγέθους σωματιδίων (επιπάσιμες και διαβρέξιμες σκόνες, κοκκώδη σκευάσματα), περιεκτικότητα σε κονιορτό/λεπτά σωματίδια (κοκκώδη σκευάσματα), φθορά λόγω τριβής και ευθρυπτότητα (κοκκώδη σκευάσματα)

3.7.6.  Γαλακτωματοποιητική ικανότητα, επαναγαλακτωματοποιητική ικανότητα, σταθερότητα γαλακτώματος

3.7.7.  Ρευστότητα, ευχέρεια μετάγγισης (έκπλυσης) και ικανότητα επίπασης

3.8.  Φυσική, χημική και βιολογική συμβατότητα με άλλα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των βιοκτόνων μαζί με τα οποία ζητείται να επιτραπεί η χρήση ή καταχώρισή του

3.8.1.  Φυσική συμβατότητα

3.8.2.  Χημική συμβατότητα

3.8.3.  Βιολογική συμβατότητα

3.9.  Περίληψη και αξιολόγηση των φυσικών, χημικών και τεχνικών ιδιοτήτων του βιοκτόνου

4.  Αναλυτικές μέθοδοι

4.1.  Μέθοδοι ανάλυσης του βιοκτόνου

4.2.  Μέθοδοι ποιοτικού και ποσοτικού προσδιορισμού των υπολειμμάτων

5.  Σκοπούμενη χρήση και αποτελεσματικότητα

5.1.  Προβλεπόμενο πεδίο χρήσης

5.2.  Τρόπος δράσης

5.3.  Λεπτομέρειες σχετικά με τη σκοπούμενη χρήση

5.4.  Δόση εφαρμογής

5.5.  Περιεκτικότητα του χρησιμοποιούμενου υλικού (π.χ. της συσκευής εφαρμογής ή του δολώματος) σε μικροοργανισμό

5.6.  Μέθοδος εφαρμογής

5.7.  Αριθμός και χρόνος των εφαρμογών και διάρκεια της προστασίας

5.8.  Απαραίτητες περίοδοι αναμονής ή άλλες προφυλάξεις για την αποφυγή δυσμενών επιδράσεων στη υγεία του ανθρώπου και των ζώων, καθώς και στο περιβάλλον

5.9.  Προτεινόμενες οδηγίες χρήσης

5.10.  Κατηγορία χρηστών

5.11.  Πληροφορίες για την ενδεχόμενη ανάπτυξη αντοχής

5.12.  Επιδράσεις στα υλικά ή προϊόντα που υποβάλλονται σε κατεργασία με το βιοκτόνο

6.  Επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου

6.1.  Βασικές μελέτες οξείας τοξικότητας

6.1.1.  Οξεία τοξικότητα μέσω του στόματος

Με την επιφύλαξη των άρθρων 6 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση. Μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο πρόσθετων in vivo δοκιμών και σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να δοκιμάζεται μόνον η πλέον σχετική οδός έκθεσης.

6.1.2.  Οξεία τοξικότητα μέσω της εισπνοής

Η διεξαγωγή δοκιμής δια της εισπνοής ενδείκνυται μόνον εάν η εισπνοή αποτελεί την πρωταρχική οδό έκθεσης του ανθρώπου.

6.1.3.  Οξεία τοξικότητα μέσω του δέρματος

6.2.  Συμπληρωματικές μελέτες οξείας τοξικότητας

6.2.1.  Ερεθισμός του δέρματος

Η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση.

6.2.2.  Ερεθισμός των οφθαλμών

Η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση.

6.2.3.  Ευαισθητοποίηση του δέρματος

Η ταξινόμηση με υπολογισμό μπορεί να είναι η προκαθορισμένη προσέγγιση.

6.3.  Στοιχεία για την έκθεση

6.4.  Διαθέσιμα τοξικολογικά στοιχεία σχετικά με τις μη δραστικές ουσίες

6.5.  Συμπληρωματικές μελέτες για συνδυασμούς βιοκτόνων

6.6.  Περίληψη και αξιολόγηση των επιδράσεων στην υγεία του ανθρώπου

7.  Υπολείμματα στη μάζα ή στην επιφάνεια των κατεργασμένων υλικών, τροφίμων και ζωοτροφών

8.  Πορεία και συμπεριφορά στο περιβάλλον

9.  Επιδράσεις σε μη στοχευόμενους οργανισμούς

9.1.  Επιδράσεις στα πτηνά

9.2.  Επιδράσεις στους υδρόβιους οργανισμούς

9.3.  Επιδράσεις στις μέλισσες

9.4.  Επιδράσεις στα αρθρόποδα εκτός από τις μέλισσες

9.5.  Επιδράσεις στους γαιοσκώληκες

9.6.  Επιδράσεις στους μικροοργανισμούς του εδάφους

9.7.  Συμπληρωματικές μελέτες σε επιπλέον είδη ή μελέτες ανώτερης βαθμίδας, όπως μελέτες σε επιλεγμένους, μη στοχευόμενους οργανισμούς

9.7.1.  Χερσαία φυτά

9.7.2.  Θηλαστικά

9.7.3.  Άλλα κατάλληλα είδη και διεργασίες

9.8.  Περίληψη και αξιολόγηση των επιδράσεων σε μη στοχευόμενους οργανισμούς

10.  Ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση

Όπως ορίζει το άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο β), πρέπει να υποβάλλονται αιτιολογημένες προτάσεις για τις δηλώσεις κινδύνου και τις δηλώσεις προφυλάξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (EΚ) αριθ. 1272/2008 και της οδηγίας 1999/45/EΚ. Η ταξινόμηση συνίσταται σε περιγραφή της ή των κατηγοριών κινδύνου και των αντίστοιχων δηλώσεων κινδύνου για όλες τις επικίνδυνες ιδιότητες.

10.1.  Συσκευασία και συμβατότητα του βιοκτόνου με τα προτεινόμενα υλικά συσκευασίας

10.2.  Διαδικασίες καθαρισμού του εξοπλισμού εφαρμογής

10.3.  Περίοδοι επανεισόδου, απαραίτητες περίοδοι αναμονής ή άλλες προφυλάξεις για την προστασία του ανθρώπου, των παραγωγικών ζώων και του περιβάλλοντος

10.4.  Συνιστώμενες μέθοδοι και προφυλάξεις, όσον αφορά τον χειρισμό, την αποθήκευση, τη μεταφορά και σε περίπτωση πυρκαγιάς

10.5.  Μέτρα για την αντιμετώπιση ατυχημάτων

10.6.  Διαδικασίες καταστροφής ή απομόλυνσης για το βιοκτόνο και τη συσκευασία του

10.6.1.  Ελεγχόμενη αποτέφρωση

10.6.2.  Άλλες διαδικασίες

10.7.  Σχέδιο παρακολούθησης για τον ενεργό μικροοργανισμό, καθώς και για τον ή τους άλλους μικροοργανισμούς του βιοκτόνου, το οποίο πρέπει να καλύπτει και τον χειρισμό, την αποθήκευση, τη μεταφορά και τη χρήση

10.8.  Μνεία της ανάγκης να φέρει το βιοκτόνο το σήμα βιολογικού κινδύνου που εμφαίνεται στο παράρτημα II της οδηγίας 2000/54/EΚ

11.  Περίληψη και αξιολόγηση των στοιχείων των τμημάτων 1 έως 10, συμπεριλαμβανομένων των συμπερασμάτων της εκτίμησης επικινδυνότητας και συστάσεων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Ο αιτών μπορεί να προτείνει προσαρμογές των στοιχείων που απαιτούνται βάσει των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του παρόντος παραρτήματος. Οι λόγοι για τους οποίους προτείνονται οι προσαρμογές των απαιτούμενων στοιχείων πρέπει να αναφέρονται επακριβώς στο αντίστοιχο σημείο του φακέλου, με παραπομπή σε έναν ή περισσότερους ειδικούς κανόνες του παρόντος παραρτήματος, πρέπει δε να έχουν επαρκή επιστημονική βάση και να επιβεβαιώνονται από την αρμόδια αρχή.

1.  Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΚΙΜΩΝ ΔΕΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ

1.1.  Χρήση υφιστάμενων δεδομένων

1.1.1.  Δεδομένα για τις φυσικοχημικές ιδιότητες προερχόμενα από πειράματα που δεν έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με την ΟΕΠ (ορθή εργαστηριακή πρακτική) ή με τις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών

Τα δεδομένα θεωρούνται ισοδύναμα με εκείνα που προκύπτουν από τις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών, εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

   1) τα δεδομένα επαρκούν για την ταξινόμηση και επισήμανση, καθώς και για την εκτίμηση επικινδυνότητας,
   2) παρέχεται επαρκής τεκμηρίωση για την αξιολόγηση της επάρκειας της μελέτης και
   3) τα δεδομένα είναι έγκυρα για το διερευνώμενο τελικό σημείο και η μελέτη εκπονείται με αποδεκτό επίπεδο διασφάλισης της ποιότητας.

1.1.2.  Δεδομένα για τις ιδιότητες που συνδέονται με την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον, προερχόμενα από πειράματα που δεν έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με την ΟΕΠ ή με τις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών

Τα δεδομένα θεωρούνται ισοδύναμα με όσα προκύπτουν από τις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών, εάν πληρούνται οι εξής όροι:

   1) τα δεδομένα επαρκούν για την ταξινόμηση και επισήμανση, καθώς και για την εκτίμηση επικινδυνότητας,
   2) καλύπτονται επαρκώς και αξιόπιστα οι βασικές παράμετροι που διερευνώνται στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών,
   3) η διάρκεια της έκθεσης είναι συγκρίσιμη με την προβλεπόμενη στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών ή μεγαλύτερη, εφόσον η διάρκεια της έκθεσης είναι σημαντική παράμετρος, και
   4) παρέχεται επαρκής και αξιόπιστη τεκμηρίωση της μελέτης.

1.1.3.  Ιστορικά δεδομένα για τον άνθρωπο

Εξετάζονται ιστορικά δεδομένα για τον άνθρωπο, όπως επιδημιολογικές μελέτες σε πληθυσμούς που έχουν εκτεθεί, δεδομένα τυχαίας ή επαγγελματικής έκθεσης, μελέτες βιοπαρακολούθησης, κλινικές μελέτες και μελέτες σε εθελοντές που έχουν διεξαχθεί σύμφωνα με διεθνώς αποδεκτά πρότυπα δεοντολογίας. Η βαρύτητα των δεδομένων για μια συγκεκριμένη επίδραση στην υγεία του ανθρώπου εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από το είδος της ανάλυσης και τις παραμέτρους που καλύπτει, καθώς και από το μέγεθος και την εξειδίκευση της απόκρισης και, κατά συνέπεια, την προβλεψιμότητα της επίδρασης. Στα κριτήρια αξιολόγησης της επάρκειας των δεδομένων συγκαταλέγονται:

   1) η ορθή επιλογή και ο ορθός χαρακτηρισμός των ομάδων έκθεσης και των ομάδων μαρτύρων,
   2) ο επαρκής χαρακτηρισμός της έκθεσης,
   3) η κατάλληλη διάρκεια της παρακολούθησης για εκδήλωση ασθενειών,
   4) η χρήση έγκυρης μεθόδου για την παρατήρηση της επίδρασης,
   5) η ορθή συνεκτίμηση των παραγόντων συστηματικού σφάλματος και σύγχυσης, και
   6) μια εύλογη στατιστική αξιοπιστία για την αιτιολόγηση των συμπερασμάτων.

Σε κάθε περίπτωση, παρέχεται επαρκής και αξιόπιστη τεκμηρίωση.

1.1.4.  Μέθοδοι υπολογισμού για την αξιολόγηση των κινδύνων για την υγεία που ενέχουν τα παρασκευάσματα

Γενικώς είναι δυνατόν να παραλείπονται τα απαιτούμενα στοιχεία για τα παρασκευάσματα σύμφωνα με το Παράρτημα II της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και/ή το Παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008, ο οποίος λαμβάνει υπόψη όλους τους κινδύνους για την υγεία που ενέχουν οι ουσίες οι οποίες περιέχονται στο παρασκεύασμα. Παρέχονται οδηγίες ειδικά για τις ακόλουθες κατηγορίες δυσμενών επιδράσεων για την υγεία:

   οξείες θανατηφόρες επιδράσεις
   μη θανατηφόρες μη αναστρέψιμες επιδράσεις μετά από μία έκθεση
   σοβαρές επιδράσεις μετά από επαναλαμβανόμενη ή παρατεταμένη έκθεση
   διαβρωτικές ή ερεθιστικές επιδράσεις
   ευαισθητοποιητικές επιδράσεις
   καρκινογενετικές επιδράσεις
   μεταλλαξιγόνες επιδράσεις
   τοξικές για την αναπαραγωγή επιδράσεις.

1.2.  Βάρος της μαρτυρίας

Το βάρος της μαρτυρίας από διάφορες ανεξάρτητες πηγές πληροφοριών μπορεί να επαρκεί για να διατυπωθεί η παραδοχή ή το συμπέρασμα ότι μια ουσία έχει ή όχι μια συγκεκριμένη επικίνδυνη ιδιότητα, ενώ τα στοιχεία από κάθε επιμέρους πηγή, μεμονωμένα, θεωρούνται ανεπαρκή για τη στήριξη της γνώμης αυτής. Το βάρος της μαρτυρίας από τη χρήση μεθόδων που αναπτύχθηκαν πρόσφατα και δεν έχουν ακόμη περιληφθεί στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών ή από τη χρήση διεθνούς μεθόδου δοκιμών, την οποία η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει ως ισοδύναμη, μπορεί να επαρκεί για να διατυπωθεί το συμπέρασμα ότι μια ουσία έχει ή όχι μια συγκεκριμένη επικίνδυνη ιδιότητα.

Όταν το βάρος της μαρτυρίας για την παρουσία ή απουσία συγκεκριμένης επικίνδυνης ιδιότητας είναι επαρκές:

   παραλείπονται οι περαιτέρω δοκιμές σε σπονδυλωτά για την εν λόγω ιδιότητα,
   μπορούν να παραλείπονται οι περαιτέρω δοκιμές στις οποίες δεν χρησιμοποιούνται σπονδυλωτά.

Σε κάθε περίπτωση, παρέχεται επαρκής και αξιόπιστη τεκμηρίωση.

1.3.  Ποιοτική ή ποσοτική σχέση δομής-δραστικότητας ((Q)SAR)

Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από έγκυρα μοντέλα ποιοτικής ή ποσοτικής σχέσης δομής-δραστικότητας ((Q)SAR) ενδέχεται να υποδηλώνουν την παρουσία ή την απουσία συγκεκριμένης επικίνδυνης ιδιότητας. Τα αποτελέσματα των μοντέλων (Q)SAR μπορούν να χρησιμοποιούνται αντί των δοκιμών, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

   τα αποτελέσματα προκύπτουν από μοντέλο (Q)SAR κατοχυρωμένης επιστημονικής εγκυρότητας,
   η ουσία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του μοντέλου (Q)SAR,
   τα αποτελέσματα επαρκούν για την ταξινόμηση και επισήμανση, καθώς και για την εκτίμηση επικινδυνότητας και
   παρέχεται επαρκής και αξιόπιστη τεκμηρίωση της εφαρμοζόμενης μεθόδου.

1.4.  Μέθοδοι in vitro

Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από κατάλληλες μεθόδους in vitro ενδέχεται να υποδηλώνουν την παρουσία συγκεκριμένης επικίνδυνης ιδιότητας ή να είναι σημαντικά για την κατανόηση ενός μηχανισμού, η οποία μπορεί να έχει σημασία για την αξιολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «κατάλληλες» σημαίνει επαρκώς ανεπτυγμένες σύμφωνα με διεθνώς συμφωνημένα κριτήρια ανάπτυξης δοκιμών.

Η επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων μπορεί να παραλείπεται, εάν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

   1) τα αποτελέσματα προκύπτουν από μέθοδο in vitro, της οποίας η επιστημονική εγκυρότητα έχει κατοχυρωθεί με μελέτη επικύρωσης σύμφωνα με διεθνώς συμφωνημένες αρχές επικύρωσης,
   2) τα αποτελέσματα επαρκούν για την ταξινόμηση και επισήμανση και για την εκτίμηση επικινδυνότητας και
   3) παρέχεται επαρκής και αξιόπιστη τεκμηρίωση της εφαρμοζόμενης μεθόδου.

1.5.  Ομαδοποίηση ουσιών και προσέγγιση παρεκβολής

Οι ουσίες, των οποίων οι φυσικοχημικές, τοξικολογικές και οικοτοξικολογικές ιδιότητες είναι πιθανώς παρόμοιες ή εμφανίζουν κανονικότητα, λόγω ανάλογης χημικής δομής, μπορούν να θεωρούνται ομάδα ή «κατηγορία» ουσιών. Η εφαρμογή της έννοιας της ομάδας προϋποθέτει ότι οι φυσικοχημικές ιδιότητες, οι επιδράσεις στην υγεία του ανθρώπου και οι επιπτώσεις ή η πορεία στο περιβάλλον είναι δυνατόν να προβλεφθούν από τα δεδομένα που αφορούν μια ή περισσότερες ουσίες αναφοράς, οι οποίες ανήκουν στην ομάδα, με παρεμβολή/παρεκβολή σε άλλες ουσίες της ομάδας (προσέγγιση read-across). Με τον τρόπο αυτό, δεν χρειάζεται να υποβάλλεται κάθε ουσία σε δοκιμή για κάθε τελικό σημείο. Οι αναλογίες μπορούν να βασίζονται στα εξής:

   1) κοινή λειτουργική ομάδα,
   2) κοινές πρόδρομες ουσίες ή/και πιθανότητα κοινών προϊόντων διάσπασης μέσω φυσικών και βιολογικών διεργασιών από τις οποίες προκύπτουν ουσίες με ανάλογη χημική δομή, ή
   3) σταθερός τρόπος μεταβολής της ισχύος των ιδιοτήτων στο σύνολο της κατηγορίας.

Εάν εφαρμόζεται η έννοια της ομάδας, η ταξινόμηση και η επισήμανση των ουσιών βασίζονται σε αυτή.

Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα πρέπει:

   να επαρκούν για την ταξινόμηση και επισήμανση, καθώς και για την εκτίμηση επικινδυνότητας,
   να καλύπτουν επαρκώς και αξιόπιστα τις βασικές παραμέτρους που εξετάζονται στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών,
   να καλύπτουν διάρκεια έκθεσης συγκρίσιμη με την προβλεπόμενη στην αντίστοιχη μέθοδο δοκιμών ή μεγαλύτερη, εφόσον η διάρκεια της έκθεσης είναι σημαντική παράμετρος, και
   να συνοδεύονται από επαρκή και αξιόπιστη τεκμηρίωση της εφαρμοζόμενης μεθόδου.

2.  Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΚΙΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΤΕΧΝΙΚΩΣ ΑΝΕΦΙΚΤΗ

Η διεξαγωγή δοκιμής για συγκεκριμένο τελικό σημείο μπορεί να παραλείπεται, εάν η μελέτη είναι τεχνικώς ανέφικτη λόγω των ιδιοτήτων της ουσίας: π.χ. δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολύ πτητικές, πολύ δραστικές ή ασταθείς ουσίες, η ανάμειξη της ουσίας με το νερό ενέχει κίνδυνο πυρκαγιάς ή έκρηξης ή η ραδιοσήμανση της ουσίας, που απαιτείται σε ορισμένες μελέτες, μπορεί να είναι ανέφικτη. Πρέπει να τηρούνται πάντοτε οι κατευθύνσεις που παρέχονται στις αντίστοιχες μεθόδους δοκιμών, ειδικότερα όσον αφορά τα τεχνικά όρια μιας συγκεκριμένης μεθόδου.

3.  ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΔΟΚΙΜΩΝ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ, ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΠΡΟΪΟΝ

3.1.  Οι δοκιμές σύμφωνα με τα σημεία 6 και 7 των παραρτημάτων ΙΙ και III μπορούν να παραλείπονται, με βάση τις εκτιμήσεις που αφορούν την έκθεση.

3.2.  Σε κάθε περίπτωση, παρέχεται επαρκής αιτιολόγηση και τεκμηρίωση. Η αιτιολόγηση βασίζεται σε αξιολόγηση της έκθεσης σύμφωνα με τα καθοδηγητικά τεχνικά έγγραφα.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V

ΤΥΠΟΙ ΒΙΟΚΤΟΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥΣ, ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1

Από αυτούς τους τύπους προϊόντων εξαιρούνται τα προϊόντα που εμπίπτουν στις αναφερόμενες στο άρθρο 2 παράγραφος 2 οδηγίες, για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών.

ΚΥΡΙΑ ΟΜΑΔΑ 1: Απολυμαντικά και βιοκτόνα γενικής χρήσεως

Από αυτούς τους τύπους προϊόντων εξαιρούνται τα προϊόντα καθαρισμού που δεν προορίζονται να δράσουν ως βιοκτόνα, συμπεριλαμβανομένων των απορρυπαντικών σε μορφή υγρού ή σκόνης και ανάλογων προϊόντων.

Τύπος προϊόντων 1: Βιοκτόνα για την υγιεινή του ανθρώπου

Τα προϊόντα της ομάδας αυτής είναι βιοκτόνα χρησιμοποιούμενα για την υγιεινή του ανθρώπου.

Τύπος προϊόντων 2: Απολυμαντικά και άλλα βιοκτόνα για ιδιωτικούς και δημόσιους χώρους

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την απολύμανση του αέρα, επιφανειών, υλικών, εξοπλισμού και ειδών επίπλωσης που δεν έρχονται σε άμεση επαφή με τρόφιμα ή ζωοτροφές, σε ιδιωτικούς, δημόσιους και βιομηχανικούς χώρους, συμπεριλαμβανομένων των νοσοκομείων, καθώς και προϊόντα χρησιμοποιούμενα ως φυκοκτόνα.

Στους χώρους χρήσης συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, πισίνες, ενυδρεία, ύδατα κολύμβησης και άλλα ύδατα, συστήματα κλιματισμού, τοίχοι και δάπεδα νοσηλευτικών και άλλων ιδρυμάτων, χημικές τουαλέτες, λύματα, νοσοκομειακά απόβλητα, έδαφος και άλλα υποστρώματα (σε παιδικές χαρές).

Τύπος προϊόντων 3: Βιοκτόνα κτηνιατρικής υγιεινής

Τα προϊόντα αυτής της ομάδας είναι βιοκτόνα χρησιμοποιούμενα για κτηνιατρική υγιεινή, συμπεριλαμβανομένων των προϊόντων που χρησιμοποιούνται σε χώρους στέγασης, διατήρησης ή μεταφοράς ζώων.

Τύπος προϊόντων 4: Απολυμαντικά χώρων τροφίμων και ζωοτροφών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την απολύμανση εξοπλισμού, περιεκτών, σκευών κατανάλωσης, επιφανειών ή σωληνώσεων που έχουν σχέση με την παραγωγή, τη μεταφορά, την αποθήκευση ή την κατανάλωση τροφίμων, ζωοτροφών ή ποτών (συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου νερού) για ανθρώπους και ζώα

Τύπος προϊόντων 5: Απολυμαντικά πόσιμου νερού

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την απολύμανση πόσιμου νερού (τόσο για ανθρώπους, όσο και για ζώα)

ΚΥΡΙΑ ΟΜΑΔΑ 2: Συντηρητικά

Τύπος προϊόντων 6: Συντηρητικά συσκευασμένων ειδών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση μεταποιημένων προϊόντων σε περιέκτες, εξαιρουμένων των τροφίμων και ζωοτροφών, μέσω του ελέγχου της μικροβιακής φθοράς ώστε να εξασφαλίζεται ο χρόνος διατήρησής τους

Τύπος προϊόντων 7: Συντηρητικά μεμβρανών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση μεμβρανών ή επιχρισμάτων μέσω του ελέγχου της μικροβιακής φθοράς, ώστε να προστατεύονται οι αρχικές ιδιότητες της επιφάνειας των υλικών ή αντικειμένων, όπως βαφών, πλαστικών, στεγανωτικών, συγκολλητικών υλών τοίχων, συνδετικών, χαρτιού, έργων τέχνης

Τύπος προϊόντων 8: Συντηρητικά ξύλου

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση ξύλου από το στάδιο του πριονιστηρίου, συμπεριλαμβανόμενο, ή προϊόντων ξύλου με την καταπολέμηση των οργανισμών που καταστρέφουν ή παραμορφώνουν το ξύλο

Σε αυτόν τον τύπο προϊόντων περιλαμβάνονται τα προϊόντα τόσο προληπτικής όσο και επανορθωτικής χρήσης.

Τύπος προϊόντων 9: Συντηρητικά ινών, δέρματος, καουτσούκ και πολυμερών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση ινωδών ή πολυμερισμένων υλικών, όπως είναι το δέρμα, το καουτσούκ ή το χαρτί, ή κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, μέσω του ελέγχου της μικροβιακής φθοράς.

Στα προϊόντα αυτά περιλαμβάνονται προϊόντα που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη αποικιών μικροοργανισμών σε επιφάνειες (π.χ. παθογόνα μικρόβια ή μικρόβια που παράγουν οσμές) και με τον τρόπο αυτό συγκρατούν ή αποτρέπουν τη δημιουργία οσμών και/ή υπηρετούν άλλες χρήσεις.

Τύπος προϊόντων 10: Συντηρητικά τοιχοποιίας

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση και την αποκατάσταση υλικών τοιχοποιίας και άλλων δομικών υλικών, εξαιρουμένου του ξύλου, μέσω του ελέγχου της προσβολής τους από μικρόβια και φύκη

Τύπος προϊόντων 11: Συντηρητικά για υγρά συστημάτων ψύξης και επεξεργασίας

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση του νερού ή άλλων υγρών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα ψύξης και επεξεργασίας, με την καταπολέμηση των επιβλαβών οργανισμών, όπως είναι τα μικρόβια, τα φύκη και τα μύδια

Σε αυτόν τον τύπο προϊόντων δεν περιλαμβάνονται τα προϊόντα που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση του πόσιμου νερού.

Τύπος προϊόντων 12: Γλοιοκτόνα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την πρόληψη ή τον έλεγχο της ανάπτυξης γλοιού σε υλικά, εξοπλισμό και κατασκευές που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές διεργασίες, π.χ. σε ξυλοπολτό ή χαρτοπολτό και σε πορώδη στρώματα άμμου στον κλάδο της εξόρυξης πετρελαίου

Τύπος προϊόντων 13: Συντηρητικά μεταλλουργικών ρευστών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τη συντήρηση των μεταλλουργικών ρευστών μέσω του ελέγχου της μικροβιακής φθοράς

ΚΥΡΙΑ ΟΜΑΔΑ 3: Προϊόντα για την καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών

Τύπος προϊόντων 14: Τρωκτικοκτόνα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση των ποντικών, των αρουραίων και άλλων τρωκτικών

Τύπος προϊόντων 15: Πτηνοκτόνα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση πτηνών

Τύπος προϊόντων 16: Μαλακιοκτόνα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση μαλακίων

Τύπος προϊόντων 17: Ιχθυοκτόνα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση ιχθύων, εξαιρουμένων των προϊόντων για τη θεραπεία των ασθενειών των ιχθύων

Τύπος προϊόντων 18: Εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα και προϊόντα για την καταπολέμηση άλλων αρθροπόδων

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση αρθροπόδων, π.χ. εντόμων, αραχνωδών και καρκινοειδών

Τύπος προϊόντων 19: Απωθητικά και προσελκυστικά

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση επιβλαβών οργανισμών (ασπόνδυλων, όπως οι ψύλλοι, ή σπονδυλωτών, όπως τα πτηνά) με την απώθηση ή την προσέλκυσή τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιούνται, άμεσα ή έμμεσα, για την υγιεινή του ανθρώπου ή των ζώων.

ΚΥΡΙΑ ΟΜΑΔΑ 4: Άλλα βιοκτόνα

Τύπος προϊόντων 20: -

Τύπος προϊόντων 21: Αντιρρυπαντικά επιχρίσματα

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για τον έλεγχο της ανάπτυξης και της εναπόθεσης ρυπαντικών οργανισμών (μικροβίων και ανώτερων μορφών φυτικών ή ζωικών ειδών) σε σκάφη, εξοπλισμό υδατοκαλλιέργειας ή άλλες κατασκευές που χρησιμοποιούνται μέσα στο νερό

Τύπος προϊόντων 22: Ρευστά για βαλσάμωμα και ταρίχευση

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την απολύμανση και τη διατήρηση πτωμάτων ανθρώπων ή ζώων ή τμημάτων τους

Τύπος προϊόντων 23: Καταπολέμηση άλλων σπονδυλωτών

Προϊόντα χρησιμοποιούμενα για την καταπολέμηση παρασίτων

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI

ΚΟΙΝΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΦΑΚΕΛΩΝ ΤΩΝ ΒΙΟΚΤΟΝΩΝ

ΟΡΙΣΜΟΙ

α)  Προσδιορισμός των κινδύνων

Προσδιορισμός των δυσμενών επιδράσεων τις οποίες το βιοκτόνο είναι εγγενώς ικανό να έχει.

β)  Εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση)

Εκτίμηση της σχέσης που συνδέει τη δόση μιας δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας βιοκτόνου ή το επίπεδο έκθεσης σε αυτή με τη συχνότητα εμφάνισης και τη σοβαρότητα μιας επίδρασης.

γ)  Εκτίμηση έκθεσης

Προσδιορισμός των εκπομπών, της πορείας και της ταχύτητας κίνησης μιας δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας βιοκτόνου, καθώς και της μετατροπής ή της αποικοδόμησής της, με σκοπό τον υπολογισμό των συγκεντρώσεων/δόσεων στις οποίες εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν οι άνθρωποι, τα ζώα ή τα στοιχεία του περιβάλλοντος.

δ)  Χαρακτηρισμός κινδύνου

Εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης και της σοβαρότητας των δυσμενών επιδράσεων που είναι πιθανόν να υποστούν οι άνθρωποι, τα ζώα ή τα στοιχεία του περιβάλλοντος λόγω της πραγματικής ή της προβλεπόμενης έκθεσής τους σε δραστική ή ανησυχητική ουσία βιοκτόνου. Ο χαρακτηρισμός αυτός μπορεί να περιλαμβάνει και «υπολογισμό του κινδύνου», δηλ. ποσοτικό προσδιορισμό της πιθανότητας αυτής.

ε)  Περιβάλλον

Τα ύδατα, συμπεριλαμβανομένων των ιζημάτων, ο ατμοσφαιρικός αέρας, η γη, τα άγρια είδη πανίδας και χλωρίδας και κάθε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους, καθώς και κάθε σχέση τους με ζωντανούς οργανισμούς.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.  Το παρόν παράρτημα ορίζει γενικές αρχές που εξασφαλίζουν ότι οι αξιολογήσεις και οι αποφάσεις των αρμοδίων αρχών ή του Οργανισμού ή της Επιτροπής, κατά περίπτωση, οι οποίες αφορούν τη χορήγηση αδειών για βιοκτόνα, εφόσον πρόκειται για χημικά παρασκευάσματα, θα έχουν ως αποτέλεσμα ένα εναρμονισμένο υψηλό επίπεδο προστασίας του ανθρώπου, των ζώων και του περιβάλλοντος, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο β).

2.  Προκειμένου να εξασφαλιστεί υψηλό και εναρμονισμένο επίπεδο προστασίας της υγείας του ανθρώπου και των ζώων, καθώς και του περιβάλλοντος, προσδιορίζονται οι κίνδυνοι τους οποίους ενδεχομένως εγκυμονεί η χρήση ενός βιοκτόνου. Για τον σκοπό αυτό, διενεργείται εκτίμηση επικινδυνότητας ώστε να διαπιστωθεί αν οι προσδιοριζόμενοι κίνδυνοι κατά την προτεινόμενη κανονική χρήση του βιοκτόνου είναι αποδεκτοί ή όχι. Η εκτίμηση αυτή συνίσταται σε εκτίμηση των κινδύνων που συνδέονται με τα επιμέρους συστατικά του βιοκτόνου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σωρευτικές επιπτώσεις και τις επιπτώσεις από συνδυασμούς και συνέργειες.

3.  Απαιτείται πάντοτε εκτίμηση επικινδυνότητας για την ή τις δραστικές ουσίες που περιέχει το βιοκτόνο. Η εκτίμηση αυτή θα έχει ήδη διενεργηθεί για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι. Η εκτίμηση κινδύνου συνεπάγεται προσδιορισμό των κινδύνων και, κατά περίπτωση, εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) έναντι της απόκρισης (επιπτώσεις), εκτίμηση έκθεσης και χαρακτηρισμό κινδύνου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σωρευτικές επιπτώσεις και τις επιπτώσεις από συνδυασμούς και συνέργειες. Εάν δεν είναι δυνατόν να διενεργηθεί ποσοτική εκτίμηση επικινδυνότητας, υποβάλλεται ποιοτική εκτίμηση.

4.  Προκειμένου να διενεργηθεί εκτίμηση επικινδυνότητας απαιτούνται δεδομένα. Τα δεδομένα αυτά αναφέρονται λεπτομερώς στα παραρτήματα II, III και IV και, επειδή αναγνωρίζεται ότι το φάσμα των τύπων προϊόντων είναι ευρύτατο, προσαρμόζονται στον τύπο προϊόντων και στους συνυφασμένους με αυτόν κινδύνους. Τα απαιτούμενα δεδομένα περιορίζονται στα ελάχιστα απαραίτητα για τη διενέργεια της κατάλληλης εκτίμησης επικινδυνότητας. Οι αρμόδιες αρχές ή ο Οργανισμός πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 19 του παρόντος κανονισμού, ώστε να αποφευχθεί η πολλαπλή υποβολή των ίδιων δεδομένων. Ωστόσο, το απαιτούμενο ελάχιστο σύνολο δεδομένων για μια δραστική ουσία βιοκτόνου οποιουδήποτε τύπου αναφέρεται λεπτομερώς στο παράρτημα VI του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006. Τα δεδομένα αυτά θα έχουν ήδη υποβληθεί και αξιολογηθεί στο πλαίσιο της εκτίμησης επικινδυνότητας που απαιτείται για την εγγραφή της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού. Ενδέχεται επίσης να απαιτούνται δεδομένα για μια ανησυχητική ουσία που περιέχεται σε βιοκτόνο.

5.  Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων επικινδυνότητας που αφορούν τη δραστική και την ανησυχητική ουσία του βιοκτόνου ενοποιούνται ώστε να προκύψει μια συνολική εκτίμηση για το ίδιο το βιοκτόνο.

6.  Στις αξιολογήσεις και στις αποφάσεις τους που αφορούν τη χορήγηση αδειών για βιοκτόνα, οι αρμόδιες αρχές ή ο Οργανισμός:

   α) εξετάζουν άλλα σημαντικά τεχνικά ή επιστημονικά στοιχεία, που είναι εύλογο να έχουν στη διάθεση τους, σχετικά με τις ιδιότητες του βιοκτόνου και των συστατικών, των μεταβολιτών ή των υπολειμμάτων του·
   β) αξιολογούν, κατά περίπτωση, τους λόγους που προβάλλουν οι αιτούντες για να μην υποβάλουν ορισμένα δεδομένα.

7.  Είναι γνωστό ότι πολλά βιοκτόνα παρουσιάζουν μικρές μόνο διαφορές στη σύστασή τους, γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση των φακέλων. Εν προκειμένω υπεισέρχεται η έννοια των «σκευασμάτων-πλαισίων».

8.  Είναι γνωστό ότι ορισμένα βιοκτόνα θεωρείται ότι ενέχουν μικρό μόνο κίνδυνο· τα βιοκτόνα αυτά, ενώ πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος παραρτήματος, υπόκεινται σε απλουστευμένη διαδικασία, η οποία περιγράφεται λεπτομερώς στο άρθρο 16 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού.

9.  Η εφαρμογή των κοινών αρχών καταλήγει σε απόφαση των αρμοδίων αρχών ή της Επιτροπής, με την οποία κρίνεται αν πρέπει ή όχι να χορηγηθεί άδεια για βιοκτόνο, η δε άδεια ενδέχεται να συναρτάται με περιορισμούς χρήσης ή άλλους όρους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορεί να κρίνουν ότι απαιτούνται περισσότερα δεδομένα για να είναι σε θέση να αποφασίσουν σχετικά με την αδειοδότηση.

10.  Κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης και της λήψης αποφάσεων, οι αιτούντες και οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται για να επιλύονται άμεσα τα τυχόν προβλήματα που συνδέονται με τα απαιτούμενα δεδομένα ή να εντοπίζονται έγκαιρα οι τυχόν απαιτούμενες συμπληρωματικές μελέτες ή να τροποποιούνται οι τυχόν προτεινόμενοι όροι χρήσης του βιοκτόνου ή το είδος του ή η σύστασή του, ώστε να εξασφαλιστεί η απόλυτη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 16 και του παρόντος παραρτήματος. Η διοικητική επιβάρυνση, ιδίως των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), επιδιώκεται να είναι η ελάχιστη αναγκαία, χωρίς να θίγεται το επίπεδο της προστασίας που παρέχεται στον άνθρωπο, στα ζώα και στο περιβάλλον.

11.  Η κρίση των αρμοδίων αρχών κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης και της λήψης αποφάσεων πρέπει να στηρίζεται σε επιστημονικές αρχές, κατά προτίμηση διεθνώς αναγνωρισμένες, και να διαμορφώνεται με τη βοήθεια εμπειρογνωμόνων.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Γενικές αρχές

12.  Η παραλαμβάνουσα αρμόδια αρχή εκτιμά τη συνολική επιστημονική αξία των δεδομένων που υποβάλλονται για την υποστήριξη των αιτήσεων χορήγησης άδειας βιοκτόνου. Εφόσον τα δεδομένα αυτά γίνουν δεκτά, οι αρμόδιες αρχές τα χρησιμοποιούν για να διενεργήσουν εκτίμηση επικινδυνότητας με βάση την προτεινόμενη χρήση του βιοκτόνου.

13.  Διενεργείται πάντοτε εκτίμηση επικινδυνότητας για τη δραστική ουσία του βιοκτόνου. Εάν, επιπλέον, το βιοκτόνο περιέχει ανησυχητικές ουσίες, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα περιλαμβάνονται στο φάκελο για αδειοδότηση του βιοκτόνου για καθεμία από αυτές. Τα δεδομένα καλύπτουν την προτεινόμενη κανονική χρήση του βιοκτόνου, καθώς και ένα ρεαλιστικό σενάριο χειρότερης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών ζητημάτων παραγωγής και τελικής διάθεσης, είτε του ίδιου του βιοκτόνου είτε των υλικών που υποβάλλονται σε κατεργασία με αυτό.

14.  Για κάθε δραστική ουσία και κάθε ανησυχητική ουσία του βιοκτόνου, η εκτίμηση επικινδυνότητας συνεπάγεται προσδιορισμό των κινδύνων και καθορισμό κατάλληλων επιπέδων στα οποία δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις (NOAEL), εφόσον είναι δυνατόν. Περιλαμβάνει επίσης, κατά περίπτωση, εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση), καθώς και εκτίμηση έκθεσης και χαρακτηρισμό κινδύνου, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σωρευτικές επιπτώσεις και τις επιπτώσεις από συνδυασμούς και συνέργειες.

15.  Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τη σύγκριση της έκθεσης προς τις συγκεντρώσεις στις οποίες δεν παρατηρούνται επιδράσεις για καθεμία από τις δραστικές και τις ανησυχητικές ουσίες ενοποιούνται ώστε να προκύψει μια συνολική εκτίμηση επικινδυνότητας για το βιοκτόνο. Όταν δεν υπάρχουν ποσοτικά αποτελέσματα, ενοποιούνται κατά τον ίδιο τρόπο τα αποτελέσματα των ποιοτικών εκτιμήσεων.

16.  Με την εκτίμηση επικινδυνότητας προσδιορίζονται:

   α) ο κίνδυνος για τον άνθρωπο και τα ζώα,
   β) ο κίνδυνος για το περιβάλλον,
   γ) τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του ανθρώπου, των ζώων και του περιβάλλοντος στο σύνολό του, τόσο κατά την προτεινόμενη κανονική χρήση του βιοκτόνου, όσο και στο ρεαλιστικό σενάριο χειρότερης περίπτωσης.

17.  Σε ορισμένες περιπτώσεις ενδέχεται να συναχθεί το συμπέρασμα ότι απαιτούνται περισσότερα δεδομένα για να οριστικοποιηθεί η εκτίμηση επικινδυνότητας. Τα συμπληρωματικά αυτά δεδομένα που θα ζητηθούν είναι τα ελάχιστα απαραίτητα για την ολοκλήρωση της εκτίμησης επικινδυνότητας.

Επιδράσεις στον άνθρωπο

18.  Στην εκτίμηση επικινδυνότητας λαμβάνονται υπόψη οι κατωτέρω πιθανές επιδράσεις της χρήσης του βιοκτόνου και οι ομάδες του πληθυσμού που μπορεί να εκτεθούν.

19.  Οι προαναφερόμενες επιδράσεις οφείλονται στις ιδιότητες της δραστικής ουσίας και των ανησυχητικών ουσιών που ενδεχομένως περιέχονται στο προϊόν και είναι οι εξής:

   οξεία και χρόνια τοξικότητα,
   ερεθισμός,
   διαβρωτικότητα,
   ευαισθητοποίηση,
   τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης,
   μεταλλαξιγένεση,
   καρκινογένεση,
   αναπαραγωγική τοξικότητα,
   νευροτοξικότητα,
   ανοσοτοξικότητα,
   άλλες ειδικές ιδιότητες της δραστικής ή της ανησυχητικής ουσίας,
   άλλες επιδράσεις οφειλόμενες στις φυσικοχημικές ιδιότητες.

20.  Οι προαναφερόμενες ομάδες του πληθυσμού είναι οι εξής:

   επαγγελματίες χρήστες,
   μη επαγγελματίες χρήστες,
   άτομα που εκτίθενται έμμεσα μέσω του περιβάλλοντος.

21.  Ο προσδιορισμός των κινδύνων καλύπτει τις ιδιότητες και τις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις της δραστικής ουσίας και των ανησυχητικών ουσιών που ενδεχομένως περιέχει το βιοκτόνο. Εάν η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ταξινόμηση του βιοκτόνου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 58, απαιτούνται εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση), εκτίμηση έκθεσης και χαρακτηρισμός κινδύνου.

22.  Προκειμένου να μειωθούν οι δοκιμές σε ζώα, η διερεύνηση των επιβλαβών επιδράσεων πρέπει να βασίζεται κατά το δυνατόν σε πληροφορίες για τη δραστική ουσία και σε υπάρχοντα στοιχεία για τους μικροοργανισμούς που περιέχονται στο βιοκτόνο. Για τη διαπίστωση των επιζήμιων επιπτώσεων του βιοκτόνου πρέπει ειδικότερα να εφαρμόζονται οι διατάξεις της οδηγίας 1999/45/ΕΚ ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1272/2008.

23.  Στις περιπτώσεις όπου έχει διεξαχθεί η κατάλληλη δοκιμή για τον προσδιορισμό των κινδύνων ως προς μια συγκεκριμένη πιθανή επίδραση δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας βιοκτόνου, αλλά τα αποτελέσματα της δοκιμής αυτής δεν κατέληξαν στην ταξινόμηση του βιοκτόνου, ο χαρακτηρισμός κινδύνου σε σχέση με την εν λόγω επίδραση δεν είναι αναγκαίος, εκτός εάν συντρέχουν άλλοι, βάσιμοι λόγοι ανησυχίας, π.χ. δυσμενείς περιβαλλοντικές επιπτώσεις ή μη αποδεκτά υπολείμματα.

24.  Όταν οι αρμόδιες αρχές διενεργούν εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση) για δραστική ή ανησυχητική ουσία βιοκτόνου, εφαρμόζουν τα σημεία 25 έως 28.

25.  Για την τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης και την αναπαραγωγική τοξικότητα, εκτιμάται η σχέση δόσης/απόκρισης για κάθε δραστική ή ανησυχητική ουσία και, εφόσον είναι δυνατόν, προσδιορίζεται το επίπεδο στο οποίο δεν παρατηρούνται δυσμενείς επιδράσεις (NOAEL). Εάν είναι αδύνατον να προσδιοριστεί NOAEL, προσδιορίζεται το επίπεδο στο οποίο παρατηρούνται οι μικρότερες δυσμενείς επιδράσεις (LOAEL).

26.  Για την οξεία τοξικότητα, τη διαβρωτικότητα και τον ερεθισμό, δεν είναι συνήθως δυνατόν να συναχθεί NOAEL ή LOAEL με τη διεξαγωγή δοκιμών σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Για την οξεία τοξικότητα, συνάγεται η τιμή LD50 (διάμεσος θανατηφόρου δόσης) ή LC50 (διάμεσος θανατηφόρου συγκέντρωσης) ή, εάν έχει χρησιμοποιηθεί η μέθοδος σταθερής δόσης, η διακριτική δόση. Για τις υπόλοιπες επιδράσεις, αρκεί να προσδιορίζεται αν η δραστική ή ανησυχητική ουσία είναι εγγενώς ικανή να έχει την αντίστοιχη επίδραση κατά τη χρήση του προϊόντος.

27.  Για τη μεταλλαξιγένεση και την καρκινογένεση, αρκεί να προσδιορίζεται αν η δραστική ή ανησυχητική ουσία είναι εγγενώς ικανή να έχει την αντίστοιχη επίδραση κατά τη χρήση του βιοκτόνου. Όταν, ωστόσο, μπορεί να καταδειχθεί ότι μια δραστική ή ανησυχητική ουσία που έχει χαρακτηριστεί καρκινογόνος δεν είναι γονιδιοτοξική, ενδείκνυται ο προσδιορισμός N(L)OAEL, όπως περιγράφεται στο σημείο 25.

28.  Όσον αφορά την ευαισθητοποίηση του δέρματος και του αναπνευστικού συστήματος, δεδομένου ότι δεν υπάρχει ομοφωνία ως προς τη δυνατότητα προσδιορισμού της δόσης/συγκέντρωσης, κάτω από την οποία ένα ήδη ευαισθητοποιημένο σε δεδομένη ουσία άτομο είναι απίθανο να υποστεί δυσμενείς επιδράσεις, αρκεί να εκτιμάται κατά πόσον η δραστική ή ανησυχητική ουσία είναι εγγενώς ικανή να έχει την αντίστοιχη επίδραση κατά τη χρήση του βιοκτόνου.

29.  Εάν υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την τοξικότητα, προερχόμενα από παρατηρήσεις της έκθεσης του ανθρώπου, π.χ. στοιχεία από τους κατασκευαστές, από κέντρα δηλητηριάσεων ή από επιδημιολογικές μελέτες, τα δεδομένα αυτά λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη κατά την εκτίμηση επικινδυνότητας.

30.  Διενεργείται εκτίμηση έκθεσης για κάθε ομάδα του πληθυσμού (επαγγελματίες/μη επαγγελματίες χρήστες και άτομα που εκτίθενται έμμεσα μέσω του περιβάλλοντος), της οποίας η έκθεση στο εξεταζόμενο βιοκτόνο είναι πραγματική ή λογικά αναμενόμενη. Η εκτίμηση αυτή αποσκοπεί στον ποσοτικό ή ποιοτικό υπολογισμό της δόσης/συγκέντρωσης κάθε δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας, στην οποία πρόκειται ή ενδέχεται να εκτεθεί μια ομάδα του πληθυσμού κατά τη χρήση του βιοκτόνου.

31.  Η εκτίμηση έκθεσης βασίζεται στα στοιχεία του τεχνικού φακέλου που παρέχονται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 19, καθώς και σε άλλα διαθέσιμα και ουσιαστικά στοιχεία. Συνεκτιμώνται ιδιαίτερα τα εξής, κατά περίπτωση:

   δεδομένα για την έκθεση, προερχόμενα από ακριβείς μετρήσεις,
   η μορφή στην οποία διατίθεται το προϊόν στην αγορά,
   ο τύπος του βιοκτόνου,
   η μέθοδος και η δόση εφαρμογής,
   οι φυσικοχημικές ιδιότητες του προϊόντος,
   οι πιθανές οδοί έκθεσης και το δυναμικό απορρόφησης,
   η συχνότητα και η διάρκεια της έκθεσης,
   ο τύπος και το μέγεθος των εκτιθέμενων ομάδων του πληθυσμού, εφόσον τα σχετικά στοιχεία είναι διαθέσιμα.

32.  Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα για την έκθεση, προερχόμενα από ακριβείς μετρήσεις, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη κατά την εκτίμηση έκθεσης. Όταν για την εκτίμηση των επιπέδων έκθεσης χρησιμοποιούνται υπολογιστικές μέθοδοι, εφαρμόζονται κατάλληλα μοντέλα,

τα οποία πρέπει:

   να επιτυγχάνουν την καλύτερη δυνατή εκτίμηση όλων των σχετικών διεργασιών με βάση ρεαλιστικές παραμέτρους και παραδοχές,
   να έχουν υποβληθεί σε ανάλυση με βάση τα πιθανά στοιχεία αβεβαιότητας,
   να έχουν υποβληθεί σε αξιόπιστη επικύρωση με την εκτέλεση μετρήσεων σε συνθήκες προσαρμοσμένες στη χρήση του μοντέλου,
   να είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες της περιοχής χρήσης.

Εξετάζονται επίσης κατάλληλα δεδομένα από την παρακολούθηση ουσιών που χαρακτηρίζονται από ανάλογη χρήση και τύπο έκθεσης ή ανάλογες ιδιότητες.

33.  Όταν έχει προσδιοριστεί NOAEL ή LOAEL για οποιαδήποτε από τις επιδράσεις που απαριθμούνται στο σημείο 19, ο χαρακτηρισμός κινδύνου συνεπάγεται σύγκριση του NOAEL ή LOAEL με την κατ' εκτίμηση δόση/συγκέντρωση στην οποία θα εκτεθεί ο πληθυσμός. Εάν δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί NOAEL ή LOAEL, γίνεται ποιοτική σύγκριση.

Επιδράσεις στα ζώα

34.  Οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τους κινδύνους που διατρέχουν τα ζώα λόγω του βιοκτόνου, εφαρμόζοντας αναλόγως τις αρχές που αναφέρονται στο σχετικό με τις επιδράσεις στον άνθρωπο τμήμα.

Επιδράσεις στο περιβάλλον

35.  Στην εκτίμηση επικινδυνότητας λαμβάνονται υπόψη οι δυσμενείς επιδράσεις σε οποιοδήποτε από τα τρία στοιχεία του περιβάλλοντος – αέρας, έδαφος και ύδατα (συμπεριλαμβανομένων των ιζημάτων) – και σε οποιονδήποτε ζωντανό οργανισμό, οι οποίες οφείλονται στη χρήση του βιοκτόνου.

36.  Ο προσδιορισμός των κινδύνων καλύπτει τις ιδιότητες και τις πιθανές δυσμενείς επιδράσεις της δραστικής ουσίας και των ανησυχητικών ουσιών που ενδεχομένως περιέχει το βιοκτόνο. Εάν η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την ταξινόμηση του βιοκτόνου σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, απαιτούνται εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση), εκτίμηση έκθεσης και χαρακτηρισμός κινδύνου.

37.  Στις περιπτώσεις όπου έχει διεξαχθεί η κατάλληλη δοκιμή για τον προσδιορισμό των κινδύνων ως προς μια συγκεκριμένη πιθανή επίδραση δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας βιοκτόνου, αλλά τα αποτελέσματα της δοκιμής αυτής δεν κατέληξαν στην ταξινόμηση του βιοκτόνου, ο χαρακτηρισμός κινδύνου σε σχέση με την εν λόγω επίδραση δεν είναι αναγκαίος, εκτός εάν συντρέχουν άλλοι, βάσιμοι λόγοι ανησυχίας. Ο λόγοι αυτοί ενδέχεται να προκύπτουν από τις ιδιότητες και τη δράση δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας του βιοκτόνου και, ειδικότερα, από:

   ενδείξεις για δυναμικό βιοσυσσώρευσης,
   τα χαρακτηριστικά εμμονής,
   το σχήμα της καμπύλης τοξικότητας-χρόνου στις δοκιμές οικοτοξικότητας,
   ενδείξεις για άλλες δυσμενείς επιδράσεις, βασιζόμενες σε μελέτες τοξικότητας (π.χ. ταξινόμηση ως μεταλλαξιγόνο),
   δεδομένα για ουσίες ανάλογης δομής,
   ενδοκρινολογικές επιδράσεις.

38.  Διενεργείται εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση) με σκοπό την πρόγνωση της συγκέντρωσης, κάτω από την οποία δεν αναμένονται δυσμενείς επιδράσεις στο εξεταζόμενο στοιχείο του περιβάλλοντος. Η εκτίμηση αυτή αφορά τη δραστική ουσία και κάθε ανησυχητική ουσία που περιέχει το βιοκτόνο προϊόν. Η εν λόγω συγκέντρωση είναι γνωστή ως προβλεπόμενη συγκέντρωση χωρίς επιδράσεις (PNEC). Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, ο προσδιορισμός PNEC ενδέχεται να είναι ανέφικτος, οπότε απαιτείται ποιοτική εκτίμηση δόσης (συγκέντρωση) - απόκρισης (επίδραση).

39.  Η PNEC προσδιορίζεται με βάση τα δεδομένα για τις επιδράσεις στους οργανισμούς και τις μελέτες οικοτοξικότητας που υποβάλλονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 6 και 18. Υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστή εκτίμησης στις τιμές που έχουν προκύψει από δοκιμές σε οργανισμούς, π.χ. LD50 (διάμεσος θανατηφόρου δόσης), LC50 (διάμεσος θανατηφόρου συγκέντρωσης), EC50 (διάμεσος αποτελεσματικής συγκέντρωσης), IC50 (συγκέντρωση που αναστέλλει κατά 50 % μια δεδομένη παράμετρο, π.χ. την αύξηση), NOEL(C) (επίπεδο (συγκέντρωση) στο οποίο δεν παρατηρούνται επιδράσεις) ή LOEL(C) (επίπεδο (συγκέντρωση) στο οποίο παρατηρούνται οι μικρότερες επιδράσεις).

40.  Ο συντελεστής εκτίμησης είναι μια ποσοτική έκφραση του βαθμού αβεβαιότητας κατά την παρεκβολή, στο πραγματικό περιβάλλον, των δεδομένων από δοκιμές σε περιορισμένο αριθμό ειδών. Σε γενικές γραμμές, επομένως, όσο εκτενέστερα είναι τα δεδομένα και όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια των δοκιμών, τόσο περιορίζεται ο βαθμός αβεβαιότητας και μειώνεται ο συντελεστής εκτίμησης.

Οι προδιαγραφές για τους συντελεστές εκτίμησης διατυπώνονται στα καθοδηγητικά τεχνικά έγγραφα, τα οποία, για τον σκοπό αυτό, βασίζονται ιδίως στις διατάξεις του παραρτήματος Ι σημείο 3.3.1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1907/2006.

41.  Για κάθε στοιχείο του περιβάλλοντος διενεργείται εκτίμηση έκθεσης με σκοπό την πρόγνωση της πιθανής συγκέντρωσης κάθε δραστικής ή ανησυχητικής ουσίας που περιέχει το βιοκτόνο προϊόν. Η συγκέντρωση αυτή είναι γνωστή ως προβλεπόμενη συγκέντρωση στο περιβάλλον (PEC). Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, ο προσδιορισμός PEC ενδέχεται να είναι ανέφικτος, οπότε απαιτείται ποιοτική εκτίμηση της έκθεσης.

42.  Τιμή PEC ή, όπου επιβάλλεται, ποιοτική εκτίμηση της έκθεσης χρειάζεται μόνο για τα στοιχεία του περιβάλλοντος στα οποία είναι γνωστό ή λογικά αναμενόμενο να υπάρχουν εκπομπές, απορρίψεις, τελική διάθεση ή κατανομή των ουσιών, συμπεριλαμβανομένης κάθε ουσιαστικής συμβολής από υλικά που έχουν υποβληθεί σε κατεργασία με βιοκτόνα.

43.  Στον προσδιορισμό της PEC ή στην ποιοτική εκτίμηση της έκθεσης λαμβάνονται υπόψη ειδικότερα και κατά περίπτωση:

   δεδομένα για την έκθεση, προερχόμενα από ακριβείς μετρήσεις,
   η μορφή στην οποία διατίθεται το προϊόν στην αγορά,
   ο τύπος του βιοκτόνου,
   η μέθοδος και η δόση εφαρμογής,
   οι φυσικοχημικές ιδιότητες,
   τα προϊόντα διάσπασης/μετατροπής,
   οι πιθανές πορείες προς τα στοιχεία του περιβάλλοντος και το δυναμικό προσρόφησης/εκρόφησης και αποδόμησης,
   η συχνότητα και η διάρκεια της έκθεσης.

44.  Στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν αντιπροσωπευτικά δεδομένα για την έκθεση, προερχόμενα από ακριβείς μετρήσεις, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη κατά την εκτίμηση έκθεσης. Όταν για την εκτίμηση των επιπέδων έκθεσης χρησιμοποιούνται υπολογιστικές μέθοδοι, εφαρμόζονται κατάλληλα μοντέλα, των οποίων τα χαρακτηριστικά απαριθμούνται στο σημείο 32. Πρέπει επίσης να εξετάζονται, κατά περίπτωση, κατάλληλα δεδομένα από την παρακολούθηση ουσιών που χαρακτηρίζονται από ανάλογη χρήση και τύπο έκθεσης ή ανάλογες ιδιότητες.

45.  Για δεδομένο στοιχείο του περιβάλλοντος, ο χαρακτηρισμός κινδύνου συνεπάγεται, κατά το μέτρο του δυνατού, σύγκριση της PEC με την PNEC ώστε να προκύψει ο λόγος PEC/PNEC.

46.  Εάν είναι αδύνατον να υπολογιστεί ο λόγος PEC/PNEC, ο χαρακτηρισμός κινδύνου συνεπάγεται ποιοτική αξιολόγηση της πιθανότητας να εμφανισθεί μια επίδραση στις τρέχουσες ή αναμενόμενες συνθήκες έκθεσης.

Μη αποδεκτές επιδράσεις

47.  Υποβάλλονται δεδομένα στις αρμόδιες αρχές, οι οποίες τα αξιολογούν για να εκτιμήσουν κατά πόσον το αποτέλεσμα του βιοκτόνου δεν προκαλεί άσκοπη ταλαιπωρία και πόνο στα στοχευόμενα σπονδυλωτά. Η εκτίμηση αυτή περιλαμβάνει αξιολόγηση του μηχανισμού που επιφέρει το αποτέλεσμα, καθώς και των παρατηρούμενων επιδράσεων στη συμπεριφορά και την υγεία των στοχευόμενων σπονδυλωτών. Εφόσον το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα είναι η θανάτωση του στοχευόμενου σπονδυλωτού, αξιολογούνται ο χρόνος που χρειάζεται για να επέλθει ο θάνατός του και οι συνθήκες θανάτου. Αυτά τα στοιχεία για κάθε εγκεκριμένο βιοκτόνο δημοσιοποιούνται στον δικτυακό τόπο του Οργανισμού.

48.  Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν, κατά περίπτωση, την πιθανότητα ανάπτυξης αντοχής σε δραστική ουσία του βιοκτόνου από τον στοχευόμενο οργανισμό.

49.  Εάν υπάρχουν ενδείξεις για πιθανή εμφάνιση άλλων μη αποδεκτών επιδράσεων, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν την πιθανότητα αυτή. Παράδειγμα μη αποδεκτής επίδρασης αυτού του είδους είναι η ανεπιθύμητη αντίδραση σε μέσα σύνδεσης και εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται στα ξύλινα είδη, μετά τη χρήση συντηρητικών ξύλου.

Αποτελεσματικότητα

50.  Υποβάλλονται και αξιολογούνται δεδομένα για να εξακριβωθεί αν οι ισχυρισμοί σχετικά με την αποτελεσματικότητα του βιοκτόνου μπορούν να τεκμηριωθούν. Τα δεδομένα που υποβάλλονται από τον αιτούντα ή βρίσκονται στην κατοχή των αρμοδίων αρχών ή του Οργανισμού πρέπει να είναι ικανά να καταδείξουν την αποτελεσματικότητα του βιοκτόνου κατά του στοχευόμενου οργανισμού, όταν αυτό χρησιμοποιείται σε κανονικές συνθήκες σύμφωνα με τους όρους της άδειας.

51.  Οι δοκιμές πρέπει να διεξάγονται συμφώνα με τις ενωσιακές κατευθυντήριες γραμμές, εφόσον υπάρχουν και έχουν εφαρμογή. Όπου ενδείκνυται, μπορούν να χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι, οι οποίες απαριθμούνται κατωτέρω. Εάν υπάρχουν κατάλληλα, αποδεκτά δεδομένα από επιτόπιες μελέτες, μπορούν να χρησιμοποιούνται.

–  Μέθοδος ISO, CEN ή άλλου διεθνούς προτύπου

   Μέθοδος εθνικού προτύπου
   Μέθοδος βιομηχανικού προτύπου (αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές ή τον Οργανισμό)
   Πρότυπη μέθοδος που εφαρμόζεται από μεμονωμένο παραγωγό (αποδεκτή από τις αρμόδιες αρχές ή τον Οργανισμό)
   Δεδομένα από το στάδιο της ανάπτυξης του βιοκτόνου (αποδεκτά από τις αρμόδιες αρχές ή τον Οργανισμό).

Συγκεφαλαίωση

52.  Σε κάθε πεδίο στο οποίο έχουν διενεργηθεί εκτιμήσεις επικινδυνότητας, δηλ. επιδράσεις στον άνθρωπο, στα ζώα και στο περιβάλλον, οι αρμόδιες αρχές συνδυάζουν τα αποτελέσματα που αφορούν τη δραστική ουσία με εκείνα που αφορούν κάθε ανησυχητική ουσία για να διαμορφώσουν μια συνολική εκτίμηση για το βιοκτόνο. Στη διαδικασία αυτή πρέπει να συνεκτιμώνται οι πιθανές συνέργειες μεταξύ της ή των δραστικών ουσιών και των ανησυχητικών ουσιών του βιοκτόνου.

53.  Στην περίπτωση των βιοκτόνων που περιέχουν περισσότερες της μιας δραστικές ουσίες, συνδυάζονται επίσης οι επιμέρους δυσμενείς επιδράσεις ώστε να προκύψει η συνολική επίδραση του βιοκτόνου.

ΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ

Γενικές αρχές

54.  Με την επιφύλαξη του σημείου 90, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας χρήσης του εκάστοτε βιοκτόνου, μετά από συνεκτίμηση των κινδύνων που απορρέουν από κάθε δραστική ουσία και των κινδύνων που οφείλονται σε κάθε ανησυχητική ουσία, τις οποίες περιέχει το βιοκτόνο. Οι εκτιμήσεις επικινδυνότητας καλύπτουν την κανονική χρήση του βιοκτόνου, καθώς και ένα ρεαλιστικό σενάριο χειρότερης περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών ζητημάτων τελικής διάθεσης, είτε του ίδιου του βιοκτόνου είτε των υλικών που υποβάλλονται σε κατεργασία με αυτό.

55.  Όταν αποφασίζουν σχετικά με την αδειοδότηση, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή καταλήγουν σε ένα από τα ακόλουθα συμπεράσματα για κάθε τύπο προϊόντος και κάθε περιοχή χρήσης του βιοκτόνου, για το οποίο έχει υποβληθεί αίτηση:

   1) δεν είναι δυνατόν να χορηγηθεί άδεια για το βιοκτόνο·
   2) είναι δυνατόν να χορηγηθεί άδεια για το βιοκτόνο υπό ειδικούς όρους/περιορισμούς·
   3) απαιτούνται περισσότερα δεδομένα για να ληφθεί απόφαση σχετικά με την αδειοδότηση.

56.  Εάν οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες ή δεδομένα για να λάβουν απόφαση σχετικά με την αδειοδότηση, αιτιολογούν την αναγκαιότητα αυτών των συμπληρωματικών πληροφοριών ή δεδομένων, τα οποία πρέπει να περιορίζονται στα ελάχιστα απαραίτητα για τη διενέργεια της κατάλληλης περαιτέρω εκτίμησης επικινδυνότητας.

57.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή χορηγούν άδεια μόνο για βιοκτόνα που, εφόσον χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της οικείας άδειας, δεν εκθέτουν σε μη αποδεκτούς κινδύνους τον άνθρωπο, τα ζώα ή το περιβάλλον, είναι αποτελεσματικά και περιέχουν δραστικές ουσίες των οποίων η χρήση στα εν λόγω βιοκτόνα επιτρέπεται σε ενωσιακό επίπεδο.

58.  Κατά τη χορήγηση αδειών, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή επιβάλλουν, κατά περίπτωση, όρους ή περιορισμούς. Το είδος και η αυστηρότητα των εν λόγω όρων ή περιορισμών επιλέγονται με κριτήριο το είδος και την έκταση των προσδοκώμενων πλεονεκτημάτων και των πιθανών κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση του βιοκτόνου, πρέπει δε να είναι ανάλογα με αυτά.

59.  Στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή συνεκτιμούν τα εξής:

   τα αποτελέσματα της εκτίμησης επικινδυνότητας, ιδίως τη σχέση μεταξύ έκθεσης και επιδράσεων,
   το είδος και τη σοβαρότητα των επιδράσεων, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις σωρευτικές επιδράσεις και τις επιδράσεις από συνδυασμούς και συνέργειες,
   τη διαχείριση κινδύνου που μπορεί να εφαρμοστεί,
   το πεδίο χρήσης του βιοκτόνου,
   την αποτελεσματικότητα του βιοκτόνου,
   τις φυσικές ιδιότητες του βιοκτόνου,
   τα οφέλη από τη χρήση του βιοκτόνου.

60.  Όταν οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας βιοκτόνου, λαμβάνουν υπόψη την αβεβαιότητα που απορρέει από τη μεταβλητότητα των δεδομένων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης απόφασης.

61.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή επιβάλλουν την ορθή χρήση των βιοκτόνων, η οποία εμπεριέχει την εφαρμογή σε αποτελεσματικές δόσεις και την κατά το δυνατόν ελαχιστοποίηση της χρήσης βιοκτόνων.

Επιδράσεις στον άνθρωπο

62.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν η εκτίμηση επικινδυνότητας επιβεβαιώνει ότι, σε προβλέψιμες συνθήκες εφαρμογής, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται ένα ρεαλιστικό σενάριο χειρότερης περίπτωσης, το προϊόν εκθέτει τον άνθρωπο σε μη αποδεκτούς κινδύνους.

63.  Όταν οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας βιοκτόνου, εξετάζουν τις πιθανές επιδράσεις σε όλες τις ομάδες πληθυσμού, δηλ. στους επαγγελματίες και μη επαγγελματίες χρήστες και στα άτομα που εκτίθενται άμεσα ή έμμεσα μέσω του περιβάλλοντος.

64.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή εξετάζουν τη σχέση μεταξύ έκθεσης και επιδράσεων και χρησιμοποιούν τα συμπεράσματά τους στη διαδικασία λήψης απόφασης. Κατά την εξέταση της σχέσης αυτής πρέπει να συνεκτιμώνται ορισμένοι παράγοντες, μεταξύ των οποίων ένας από τους σημαντικότερους είναι το είδος των δυσμενών επιδράσεων της ουσίας. Στις εν λόγω επιδράσεις συγκαταλέγονται η οξεία τοξικότητα, η ερεθιστικότητα, η διαβρωτικότητα, η ευαισθητοποίηση, η τοξικότητα επαναλαμβανόμενης δόσης, η μεταλλαξιγένεση, η καρκινογένεση, η νευροτοξικότητα, η αναπαραγωγική τοξικότητα, σε συνδυασμό με τις φυσικοχημικές ιδιότητες και κάθε άλλη επιβλαβή ιδιότητα της δραστικής ή της ανησυχητικής ουσίας.

65.  Εφόσον είναι δυνατόν, όταν οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν σχετικά με την αδειοδότηση, συγκρίνουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν με εκείνα προγενέστερων εκτιμήσεων επικινδυνότητας για πανομοιότυπες ή ανάλογες δυσμενείς επιδράσεις και καθορίζουν κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας (MOS).

66.  Το κατάλληλο MOS ισούται συνήθως με 100, αλλά μπορεί να ενδείκνυται μια υψηλότερη ή χαμηλότερη τιμή, ανάλογα με το είδος της κρίσιμης τοξικολογικής επίδρασης, μεταξύ άλλων.

67.  Όπου ενδείκνυται, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή επιβάλλουν ως όρο για τη χορήγηση άδειας τη χρήση μέσων ατομικής προστασίας, όπως αναπνευστήρων, αναπνευστικών προσωπίδων, στολών, γαντιών και προστατευτικών γυαλιών, με σκοπό τον περιορισμό της έκθεσης των επαγγελματιών χειριστών. Τα εν λόγω μέσα πρέπει να μπορούν εύκολα να τεθούν στη διάθεση των προσώπων αυτών.

68.  Δεν χορηγείται κατά κανόνα άδεια για το προϊόν, εάν ο μόνος τρόπος περιορισμού της έκθεσης των μη επαγγελματιών χρηστών είναι η χρήση μέσων ατομικής προστασίας.

69.  Εάν η σχέση μεταξύ έκθεσης και επιδράσεων δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί σε αποδεκτό επίπεδο, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν μπορούν να χορηγήσουν άδεια για το βιοκτόνο.

Επιδράσεις στα ζώα

70.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν η εκτίμηση επικινδυνότητας επιβεβαιώνει ότι, σε κανονικές συνθήκες χρήσης, το βιοκτόνο εκθέτει μη στοχευόμενα ζώα σε μη αποδεκτούς κινδύνους.

71.  Όταν οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν σχετικά με την αδειοδότηση, εξετάζουν τους κινδύνους που διατρέχουν τα ζώα λόγω του βιοκτόνου, εφαρμόζοντας αναλόγως τα κριτήρια που αναφέρονται στο σχετικό με τις επιδράσεις στον άνθρωπο τμήμα.

Επιδράσεις στο περιβάλλον

72.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν η εκτίμηση επικινδυνότητας επιβεβαιώνει ότι η δραστική ουσία ή οι ανησυχητικές ουσίες ή τα προϊόντα αποδόμησης ή αντίδρασης ενέχουν μη αποδεκτό κίνδυνο για οποιοδήποτε από τα στοιχεία του περιβάλλοντος – ύδατα (συμπεριλαμβανομένων των ιζημάτων), έδαφος και ατμοσφαιρικός αέρας. Η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει εκτίμηση των κινδύνων για τους μη στοχευόμενους οργανισμούς που διαβιούν στα στοιχεία του περιβάλλοντος.

Κατά την εξέταση της ύπαρξης μη αποδεκτού κινδύνου, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη τα κριτήρια των σημείων 75 έως 85 για να καταλήξουν σε οριστική απόφαση σύμφωνα με το σημείο 90.

73.  Το βασικό εργαλείο για τη λήψη απόφασης είναι ο λόγος PEC/PNEC ή, ελλείψει αυτού, η ποιοτική εκτίμηση. Εξαιτίας της μεταβλητότητας των δεδομένων που χρησιμοποιούνται τόσο στις μετρήσεις της συγκέντρωσης, όσο και στους υπολογισμούς, πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη η ακρίβεια του λόγου αυτού.

Για τον προσδιορισμό της PEC πρέπει να χρησιμοποιείται το καταλληλότερο μοντέλο, λαμβανομένης υπόψη της πορείας και της συμπεριφοράς του βιοκτόνου στο περιβάλλον.

74.  Για δεδομένο στοιχείο του περιβάλλοντος, εάν ο λόγος PEC/PNEC είναι ίσος με τη μονάδα ή μικρότερος, ο χαρακτηρισμός κινδύνου είναι ότι δεν απαιτούνται περισσότερα στοιχεία ή/και δοκιμές.

Εφόσον ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος της μονάδας, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή κρίνουν, με βάση την τιμή του λόγου αυτού και άλλους ουσιαστικούς παράγοντες, εάν απαιτούνται περισσότερα στοιχεία ή/και δοκιμές για να διασαφηνιστούν οι λόγοι ανησυχίας ή εάν χρειάζονται μέτρα περιορισμού του κινδύνου ή εάν δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια για το προϊόν. Οι ουσιαστικοί παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη είναι οι προαναφερόμενοι στο σημείο 37.

Ύδατα

75.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν υπό τους προτεινόμενους όρους χρήσης, η προβλέψιμη συγκέντρωση της δραστικής ουσίας ή άλλης ανησυχητικής ουσίας ή μεταβολιτών ή προϊόντων διάσπασης ή αντίδρασης στα ύδατα (ή στα ιζήματά τους) έχει μη αποδεκτές επιπτώσεις σε μη στοχευόμενα είδη του υδάτινου περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένων των θαλασσών και των ποταμόκολπων, εκτός εάν έχει καταδειχθεί επιστημονικά η απουσία μη αποδεκτών επιδράσεων στις οικείες πραγματικές συνθήκες.

76.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν υπό τους προτεινόμενους όρους χρήσης, η προβλέψιμη συγκέντρωση της δραστικής ουσίας ή άλλης ανησυχητικής ουσίας ή μεταβολιτών ή προϊόντων διάσπασης ή αντίδρασης στα υπόγεια ύδατα υπερβαίνει τη χαμηλότερη από τις ακόλουθες συγκεντρώσεις:

   τη μέγιστη επιτρεπτή συγκέντρωση που καθορίζεται με την οδηγία 80/778/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1980, περί της ποιότητας του πόσιμου νερού(66) ή
   τη μέγιστη συγκέντρωση που καθορίζεται με βάση κατάλληλα δεδομένα, ιδίως τοξικολογικά, στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχώρισης της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού,
  

εκτός εάν έχει καταδειχθεί επιστημονικά ότι, στις οικείες πραγματικές συνθήκες, δεν σημειώνεται υπέρβαση της χαμηλότερης συγκέντρωσης.

77.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν η αναμενόμενη μετά τη χρήση του βιοκτόνου σύμφωνα με τους προτεινόμενους όρους συγκέντρωση της δραστικής ουσίας ή ανησυχητικών ουσιών ή μεταβολιτών ή προϊόντων διάσπασης ή αντίδρασης στα υπόγεια ύδατα ή στα επιφανειακά ύδατα ή στα ιζήματά τους:

   σε περίπτωση όπου τα επιφανειακά ύδατα της περιοχής της σκοπούμενης χρήσης ή από την περιοχή αυτή προορίζονται για την παραγωγή πόσιμου νερού, υπερβαίνει τις τιμές που καθορίζονται με :
   την οδηγία 75/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί της απαιτουμένης ποιότητος των υδάτων επιφάνειας που προορίζονται για την παραγωγή ποσίμου ύδατος στα κράτη μέλη(67)
   την οδηγία 80/778/ΕΟΚ ή
   έχει επιπτώσεις θεωρούμενες μη αποδεκτές σε μη στοχευόμενα ζώα,
   υπάρχει κίνδυνος να μην επιτευχθούν οι στόχοι ή τα πρότυπα που ορίζονται με:
   την οδηγία 98/83/ΕΚ, ή
   την οδηγία 2000/60/ΕΚ, ή
   την οδηγία 2006/118/ΕΚ, ή
   την οδηγία 2008/56/ΕΚ, ή
   την οδηγία 2008/105/ΕΚ, ή
   διεθνείς συμφωνίες που περιέχουν σημαντικές υποχρεώσεις για την προστασία των θαλασσίων υδάτων από τη ρύπανση.

78.  Με τις προτεινόμενες οδηγίες χρήσης του βιοκτόνου, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών καθαρισμού του εξοπλισμού εφαρμογής, πρέπει να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα τυχαίας μόλυνσης των υδάτων ή των ιζημάτων τους.

Έδαφος

79.  Όταν υπάρχει πιθανότητα μη αποδεκτής μόλυνσης του εδάφους, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν μετά τη χρήση του βιοκτόνου, η δραστική ουσία ή η ανησυχητική ουσία που περιέχεται σε αυτό:

   όπως προκύπτει από επιτόπιες δοκιμές, παρουσιάζει εμμονή στο έδαφος πέραν του ενός έτους ή
   όπως προκύπτει από εργαστηριακές δοκιμές, αφήνει υπολείμματα που δεν είναι δυνατόν να παραληφθούν από το έδαφος, σε ποσότητες που υπερβαίνουν το 70 % της αρχικής δόσης μετά από 100 ημέρες, με ρυθμό ανοργανοποίησης κάτω του 5 % σε 100 ημέρες,
   έχει μη αποδεκτές συνέπειες ή επιδράσεις σε μη στοχευόμενους οργανισμούς,
  

εκτός εάν έχει καταδειχθεί επιστημονικά η απουσία μη αποδεκτής συσσώρευσης στο έδαφος σε πραγματικές συνθήκες.

Ατμοσφαιρικός αέρας

80.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου στις περιπτώσεις όπου υπάρχει βάσιμη πιθανότητα μη αποδεκτών επιδράσεων στον ατμοσφαιρικό αέρα, εκτός εάν έχει καταδειχθεί επιστημονικά η απουσία μη αποδεκτών επιδράσεων στις οικείες πραγματικές συνθήκες.

Επιδράσεις σε μη στοχευόμενους οργανισμούς

81.  Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει λογικά αναμενόμενη πιθανότητα έκθεσης μη στοχευόμενων οργανισμών στο βιοκτόνο, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν για οποιαδήποτε δραστική ή ανησυχητική ουσία:

   ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος της μονάδας, εκτός εάν από την εκτίμηση επικινδυνότητας προκύπτει σαφώς ότι, σε πραγματικές συνθήκες, δεν σημειώνονται μη αποδεκτές επιδράσεις μετά τη χρήση του βιοκτόνου σύμφωνα με τους προτεινόμενους όρους, ή
   ο συντελεστής βιοσυγκέντρωσης (BCF) για τον λιπώδη ιστό των μη στοχευόμενων σπονδυλωτών είναι μεγαλύτερος της μονάδας, εκτός εάν από την εκτίμηση επικινδυνότητας προκύπτει σαφώς ότι, σε πραγματικές συνθήκες, δεν σημειώνονται μη αποδεκτές επιδράσεις, ούτε άμεσες ούτε έμμεσες, μετά τη χρήση του βιοκτόνου σύμφωνα με τους προτεινόμενους όρους.

82.  Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει λογικά αναμενόμενη πιθανότητα έκθεσης υδρόβιων οργανισμών στο βιοκτόνο, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών των θαλασσών και των ποταμόκολπων, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν για οποιαδήποτε δραστική ή ανησυχητική ουσία:

   ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος της μονάδας, εκτός εάν από την εκτίμηση επικινδυνότητας προκύπτει σαφώς ότι, σε πραγματικές συνθήκες, το βιοκτόνο δεν συνιστά απειλή για τη βιωσιμότητα των υδρόβιων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών των θαλασσών και των ποταμόκολπων, εφόσον χρησιμοποιείται σύμφωνα με τους προτεινόμενους όρους, ή
   ο συντελεστής βιοσυγκέντρωσης (BCF) υπερβαίνει την τιμή 1 000, προκειμένου για ευχερώς βιοαποδομήσιμες ουσίες, ή την τιμή 100, προκειμένου για ουσίες που δεν βιοαποδομούνται ευχερώς, εκτός εάν από την εκτίμηση επικινδυνότητας προκύπτει σαφώς ότι, σε πραγματικές συνθήκες, δεν σημειώνονται ούτε άμεσες ούτε έμμεσες, μη αποδεκτές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των εκτιθέμενων οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών των θαλασσών και των ποταμόκολπων, μετά τη χρήση του βιοκτόνου σύμφωνα με τους προτεινόμενους όρους.

83.  Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει λογικά αναμενόμενη πιθανότητα έκθεσης μικροοργανισμών των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων στο βιοκτόνο, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια βιοκτόνου, εάν για οποιαδήποτε δραστική ουσία, ανησυχητική ουσία, μεταβολίτη ή προϊόν διάσπασης ή αντίδρασης, ο λόγος PEC/PNEC είναι μεγαλύτερος της μονάδας, εκτός εάν από την εκτίμηση επικινδυνότητας προκύπτει σαφώς ότι, σε πραγματικές συνθήκες, δεν σημειώνονται ούτε άμεσες ούτε έμμεσες, μη αποδεκτές επιπτώσεις στη βιωσιμότητα των συγκεκριμένων μικροοργανισμών.

Μη αποδεκτές επιδράσεις

84.  Εάν υπάρχει πιθανότητα να αναπτυχθεί αντοχή στη δραστική ουσία του βιοκτόνου, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή λαμβάνουν μέτρα για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών της αντοχής αυτής, στα οποία μπορεί να περιλαμβάνεται η τροποποίηση των όρων της άδειας ή ακόμη και η απόρριψη της αίτησης για άδεια.

85.  Άδεια για βιοκτόνο που προορίζεται για την καταπολέμηση σπονδυλωτών χορηγείται μόνον εφόσον:

   ο θάνατος επέρχεται ταυτόχρονα με την απώλεια των αισθήσεων ή
   ο θάνατος είναι ακαριαίος ή
   οι ζωτικές λειτουργίες εκπίπτουν βαθμιαία, χωρίς σημεία καταφανούς ταλαιπωρίας.

Στην περίπτωση των απωθητικών προϊόντων, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται χωρίς να προκαλείται άσκοπη ταλαιπωρία και πόνος στα στοχευόμενα σπονδυλωτά.

Αποτελεσματικότητα

86.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή δεν χορηγούν άδεια για βιοκτόνα που δεν παρουσιάζουν αποδεκτή αποτελεσματικότητα όταν χρησιμοποιούνται σύμφωνα με τους όρους της προτεινόμενης ετικέτας ή με άλλους όρους της άδειας.

87.  Το επίπεδο, η σταθερότητα και η διάρκεια της προστασίας, του ελέγχου ή άλλων επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων πρέπει να είναι τουλάχιστον ανάλογα με τα παρεχόμενα από κατάλληλα προϊόντα αναφοράς, εφόσον υπάρχουν, ή από άλλα μέτρα ελέγχου. Όταν δεν υπάρχουν προϊόντα αναφοράς, το βιοκτόνο πρέπει να παρέχει καθορισμένο επίπεδο προστασίας ή ελέγχου στους χώρους προτεινόμενης χρήσης. Τα συμπεράσματα όσον αφορά τις επιδόσεις του βιοκτόνου πρέπει να ισχύουν για όλους τους χώρους προτεινόμενης χρήσης και για όλες τις περιοχές των κρατών μελών ή, κατά περίπτωση, της Ένωσης, εκτός εάν το βιοκτόνο προορίζεται για χρήση σε ειδικές περιπτώσεις. Οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τα δεδομένα για τη σχέση δόσης-απόκρισης που προέρχονται από δοκιμές με δόσεις μικρότερες από τη συνιστώμενη (οι οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν μάρτυρα που δεν υποβάλλεται σε κατεργασία), προκειμένου να εκτιμήσουν κατά πόσον η συνιστώμενη δόση είναι η ελάχιστη απαραίτητη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος.

Συγκεφαλαίωση

88.  Σε κάθε πεδίο στο οποίο έχουν διενεργηθεί εκτιμήσεις επικινδυνότητας, δηλ. επιδράσεις στον άνθρωπο, στα ζώα και στο περιβάλλον, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή συνδυάζουν τα συμπεράσματα που έχουν συναχθεί όσον αφορά τη δραστική ουσία και τις ανησυχητικές ουσίες ώστε να καταλήξουν σε ένα γενικό συμπέρασμα για το ίδιο το βιοκτόνο. Πρέπει επίσης να συγκεφαλαιώνονται η εκτίμηση αποτελεσματικότητας και οι μη αποδεκτές επιδράσεις.

Η διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα τα εξής:

   συγκεφαλαίωση των επιδράσεων του βιοκτόνου στον άνθρωπο,
   συγκεφαλαίωση των επιδράσεων του βιοκτόνου στα ζώα,
   συγκεφαλαίωση των επιδράσεων του βιοκτόνου στο περιβάλλον,
   συγκεφαλαίωση της εκτίμησης αποτελεσματικότητας,
   συγκεφαλαίωση των μη αποδεκτών επιδράσεων.

ΤΕΛΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

89.  Οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή συνδυάζουν τα επιμέρους συμπεράσματα που έχουν συναχθεί σχετικά με τις επιδράσεις του βιοκτόνου στις τρεις σφαίρες, δηλ. στον άνθρωπο, στα ζώα και στο περιβάλλον, ώστε να καταλήξουν σε ένα γενικό συμπέρασμα όσον αφορά τη συνολική επίδραση του βιοκτόνου.

90.  Στη συνέχεια, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή, πριν αποφασίσουν σχετικά με τη χορήγηση άδειας για το βιοκτόνο, συνεκτιμούν δεόντως τις ενδεχόμενες μη αποδεκτές επιδράσεις του, την αποτελεσματικότητά του και τα οφέλη από τη χρήση του.

91.  Τέλος, οι αρμόδιες αρχές ή η Επιτροπή αποφασίζουν αν η άδεια για το βιοκτόνο μπορεί ή όχι να χορηγηθεί και αν θα υπόκειται σε περιορισμούς ή όρους σύμφωνα με το παρόν παράρτημα και τον παρόντα κανονισμό.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VΙΙ(68)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ

Παρών κανονισμός

Οδηγία 98/8/ΕΚ

Άρθρο 1

Άρθρο 1 παράγραφος 1

Άρθρο 2

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 2

Άρθρο 1 παράγραφος 3

Άρθρο 1 παράγραφος 4

Άρθρο 3

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1

Άρθρο 2 παράγραφος 2

Άρθρο 4

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 10 παράγραφος 1

Άρθρο 10 παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 2

Άρθρο 5

Άρθρο 6

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημεία i) και ii)

Άρθρο 7

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Άρθρο 8

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 11 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 10 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 11 παράγραφος 4

Άρθρο 11 παράγραφος 3

Άρθρο 9

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 10

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 11

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 12

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

παράγραφος 7

Άρθρο 13

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 10 παράγραφος 4

Άρθρο 14

Άρθρο 15

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 3 παράγραφος 1

Άρθρο 8 παράγραφος 1

Άρθρο 3 παράγραφος 4

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 7

Άρθρο 16

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 5 παράγραφος 1

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 5 παράγραφος 2

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο ι)

Άρθρο 17

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β)

Άρθρο 18

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 8 παράγραφος 2

Άρθρο 8 παράγραφος 12

Άρθρο 33

Άρθρο 19

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 20

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 5 παράγραφος 3

Άρθρο 21

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 10 παράγραφος 5 σημείο i)

Άρθρο 10 παράγραφος 5 σημείο iii)

Άρθρο 22

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 23

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 3 σημείο i)

Άρθρο 24

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

παράγραφος 7

παράγραφος 8

παράγραφος 9

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 3 παράγραφος 6

Άρθρο 25

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 4 παράγραφος 1

Άρθρο 26

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 27

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 4

Άρθρο 4 παράγραφος 5

Άρθρο 28

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

παράγραφος 7

παράγραφος 8

παράγραφος 9

παράγραφος 10

Άρθρο 29

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 4 παράγραφος 2

Άρθρο 30

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 31

Άρθρο 4 παράγραφος 6

Άρθρο 32

Άρθρο 33

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 34

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 35

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 36

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

παράγραφος 7

παράγραφος 8

Άρθρο 37

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

Άρθρο 38

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 14 παράγραφος 1

Άρθρο 14 παράγραφος 2

Άρθρο 39

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 7 παράγραφος 1

Άρθρο 7 παράγραφος 3

Άρθρο 40

Άρθρο 7 παράγραφος 2

Άρθρο 41

Άρθρο 7 παράγραφος 5

Άρθρο 42

Άρθρο 43

Άρθρο 44

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

παράγραφος 6

παράγραφος 7

παράγραφος 8

παράγραφος 9

Άρθρο 45

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 15 παράγραφος 1

Άρθρο 15 παράγραφος 2

Άρθρο 46

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 17 παράγραφος 1

Άρθρο 17 παράγραφος 2

Άρθρο 17 παράγραφος 3

Άρθρο 17 παράγραφος 5

Άρθρο 47

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 48

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 12 παράγραφος 1

Άρθρο 12 παράγραφος 3

Άρθρο 49

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 12 παράγραφος 1 στοιχείο β), στοιχείο γ) σημείο ii) και στοιχείο δ) σημείο ii)

Άρθρο 12 παράγραφος 2 στοιχείο γ) σημεία i) και ii)

Άρθρο 50

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 51

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 52

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 13 παράγραφος 2

Άρθρο 53

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 13 παράγραφος 1

Άρθρο 54

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 24

Άρθρο 24

Άρθρο 55

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 19 παράγραφος 1

Άρθρο 19 παράγραφος 2

Άρθρο 56

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 57

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 58

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 20 παράγραφος 3

Άρθρο 20 παράγραφος 6

Άρθρο 59

Άρθρο 21 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 60

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 61

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 62

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 22 παράγραφος 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο

Άρθρο 22 παράγραφος 2

Άρθρο 63

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 23 πρώτο εδάφιο

Άρθρο 23 δεύτερο εδάφιο

Άρθρο 64

Άρθρο 65

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 66

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

Άρθρο 67

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 68

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 69

Άρθρο 70

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 25

Άρθρο 71

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 26 παράγραφοι 1 και 2

Άρθρο 72

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

παράγραφος 5

Άρθρο 28 παράγραφος 1

Άρθρο 28 παράγραφος 3

Άρθρο 28 παράγραφος 4

Άρθρο 73

Άρθρα 29 και 30

Άρθρο 74

Άρθρο 75

Άρθρο 76

Άρθρο 32

Άρθρο 77

παράγραφος 1

παράγραφος 2

παράγραφος 3

παράγραφος 4

Άρθρο 16 παράγραφος 2

Άρθρο 16 παράγραφος 1

Άρθρο 16 παράγραφος 3

Άρθρο 78

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 79

Άρθρο 80

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 81

Άρθρο 82

παράγραφος 1

παράγραφος 2

Άρθρο 83

Άρθρο 84

Άρθρο 85

Παράρτημα I

Παράρτημα I

Παράρτημα II

Παραρτήματα IIΑ, IIIA και IVA

Παράρτημα III

Παραρτήματα IIΒ, IIIΒ και IVΒ

Παράρτημα IV

Παράρτημα V

Παράρτημα V

Παράρτημα VI

Παράρτημα VI

(1) Δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(2) Γνώμη της 17ης Φεβρουαρίου 2010 (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα).
(3) Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010.
(4) ΕΕ L 123, 24.4.1998, σ. 1.
(5) ΕΕ L 396, 30.12.2006, σ. 1.
(6) ΕΕ L 309, 24.11.2009, σ. 1.
(7) ΕΕ L 189, 20.7.1990, σ. 17.
(8) ΕΕ L 169, 12.7.1993, σ. 1.
(9) ΕΕ L 331, 7.12.1998, σ. 1.
(10) ΕΕ L 31, 1.2.2002, σ. 1.
(11) ΕΕ L 40, 11.2.1989, σ. 27.
(12) ΕΕ L 268, 18.10.2003, σ. 29.
(13) ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.
(14) ΕΕ L 262, 27.9.1976, σ. 169.
(15) ΕΕ L 213, 21.7.1982, σ. 8.
(16) ΕΕ L 184, 15.7.1988, σ. 61.
(17) ΕΕ L 354, 31.12.2008, σ. 16.
(18) ΕΕ L 92; 7.4.1990, σ. 42.
(19) ΕΕ L 230, 19.8.1991, σ. 1.
(20) ΕΕ L 61, 18.3.1995, σ. 1.
(21) ΕΕ L 125, 23.5.1996, σ. 35.
(22) ΕΕ L 330, 5.12.1998, σ. 32.
(23) ΕΕ L 311, 28.11.2001, σ. 1.
(24) ΕΕ L 311, 28.11.2001, σ. 67.
(25) ΕΕ L 139, 30.4.2004, σ. 1.
(26) ΕΕ L 139, 30.4.2004, σ. 55.
(27) ΕΕ L 338, 13.11.2004, σ. 4.
(28) ΕΕ 196, 16.8.1967, σ. 1.
(29) ΕΕ L 33, 8.2.1979, σ. 36.
(30) ΕΕ L 183, 29.6.1989, σ. 1.
(31) ΕΕ L 131, 5.5.1998, σ. 11.
(32) ΕΕ L 200, 30.7.1999, σ. 1.
(33) ΕΕ L 262, 17.10.2000, σ. 21.
(34) ΕΕ L 327, 22.12.2000, σ. 1.
(35) ΕΕ L 376, 27.12.2006, σ. 21.
(36) ΕΕ L 204, 31.7.2008, σ. 1.
(37) ΕΕ L 309, 24.11.2009, σ. 71.
(38) ΕΕ L 353, 31.12.2008, σ. 1.
(39) ΕΕ L 124, 20.5.2003, σ. 36.
(40) ΕΕ L 70, 16.3.2005, σ. 1.
(41) ΕΕ L 152, 16.6.2009, σ. 11.
(42) ΕΕ L 158, 30.4.2004, σ. 7.
(43)* Δύο έτη από την έγκριση του παρόντος κανονισμού.
(44) ΕΕ L 164, 25.6.2008, σ. 19.
(45) ΕΕ L 372, 27.12.2006, σ. 19.
(46) ΕΕ L 24, 29.1.2008, σ. 8.
(47) ΕΕ L 66, 4.3.2004, σ. 45.
(48) ΕΕ L 218, 13.8.2008, σ. 30.
(49)* Δύο έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.
(50)* Πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.
(51) ΕΕ L 145, 31.5.2001, σ. 43.
(52) ΕΕ L 325, 11.12.2007, σ. 3.
(53)* Ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(54)* Ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(55)* Ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(56) ΕΕ L 142, 31.5.2008, σ. 1.
(57) ΕΕ L 358, 18.12.1986, σ. 1.
(58) ΕΕ L 50, 20.2.2004, σ. 44.
(59)* Ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(60) Τα δεδομένα αυτά πρέπει να υποβάλλονται για την καθαρή δραστική ουσία με τις δηλούμενες προδιαγραφές.
(61) Τα δεδομένα αυτά πρέπει να υποβάλλονται για τη δραστική ουσία με τις δηλούμενες προδιαγραφές.
(62) ΕΕ L 20, 26.1.1980, σ. 43.
(63) ΕΕ L 106, 17.4.2001, σ. 1.
(64)* Ημερομηνία της θέσης σε ισχύ του παρόντος κανονισμού.
(65) Η δοκιμή ερεθισμού των οφθαλμών δεν είναι απαραίτητη στις περιπτώσεις που έχει αποδειχθεί ότι το βιοκτόνο διαθέτει δυνητικά διαβρωτικές ιδιότητες.
(66) ΕΕ L 229, 30.8.1980, σ. 11.
(67) ΕΕ L 194, 25.7.1975, σ. 26.
(68) Ο πίνακας αντιστοιχίας δεν έχει ακόμη τροποποιηθεί ώστε να ανταποκρίνεται στη θέση του Κοινοβουλίου. Θα προσαρμοστεί μόλις επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου.


Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) ***I
PDF 279kWORD 100k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (COM(2009)0502 – C7-0168/2009 – 2009/0143(COD))
P7_TA(2010)0334A7-0170/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0502),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0168/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 114, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 8ης Ιανουαρίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 2010(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, να εγκριθεί η θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0170/2010),

1.  εγκρίνει την θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω(3)·

2.  λαμβάνει υπόψη την επισυναπτόμενη στο παρόν ψήφισμα δήλωση της Επιτροπής·

3.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής

P7_TC1-COD(2009)0143


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις της Επιτροπής

Δήλωση σχετικά με τις εποπτικές εξουσίες επί των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλους τομείς

Η Επιτροπή σημειώνει ότι επιτεύχθηκε συμφωνία προκειμένου να ανατεθούν ορισμένες εποπτικές εξουσίες στην ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα μπορούσε να ήταν μελλοντικά χρήσιμο να ανατεθούν στις Ευρωπαϊκές Αρχές εποπτικές αρμοδιότητες σε άλλους τομείς. Αυτό θα μπορούσε ιδίως να αφορά ορισμένες υποδομές αγοράς. Η Επιτροπή θα εξετάσει ενδελεχώς τα ζητήματα αυτά και θα υποβάλει τις κατά τη γνώμη της ενδεικνυόμενες νομοθετικές προτάσεις.

Δηλώσεις σχετικά με τη διαχείριση και επίλυση κρίσεων

Στην ανακοίνωσή της τής 26ης Μαΐου 2010 σχετικά με τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών, η Επιτροπή τόνισε ότι «ένα κατάλληλο πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι ένα σύστημα βασισμένο στη δημιουργία ενός εναρμονισμένου δικτύου εθνικών ταμείων συνδεόμενων με ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων».

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι προτίθεται να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για ένα πλήρες σύνολο εργαλείων πρόληψης και εξυγίανσης για προβληματικές τράπεζες την άνοιξη του 2011. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να εξυγιαίνουν τα προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενώ παράλληλα θα ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο των χρεωκοπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορίζοντας τη βλάβη στην οικονομία και τη χρησιμοποίηση πόρων του δημόσιου τομέα.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι οι ΕΕΑ πρέπει να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στους τομείς αυτούς και ότι θα εξετάσει ποιες εξουσίες θα έπρεπε να της ανατεθούν όσον αφορά την πρόληψη και εξυγίανση για προβληματικές τράπεζες.

Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν ένα πρώτο βήμα και θα επανεξετάζονταν έως το 2014 με στόχο να συγκροτηθούν ενωσιακές ολοκληρωμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων και εποπτείας, καθώς και ένα ενωσιακό ταμείο εξυγίανσης περισσότερο μακροπρόθεσμα.

(1) ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1.
(2) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) Η θέση αυτή αντικαθιστά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 7 Ιουλίου 2010 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0273).


Μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού της συστήματος και σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου ***I
PDF 272kWORD 69k
Ψήφισμα
Κείμενο
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0499 – C7-0166/2009 – 2009/0140(COD))
P7_TA(2010)0335A7-0168/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0499),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0166/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 26ης Οκτωβρίου 2009(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2010(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0168/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω(3)·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, εάν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου

P7_TC1-COD(2009)0140


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010.)

(1) ΕΕ C 270, 11.11.2009, σ. 1.
(2) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) Η θέση αυτή αντικαθιστά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 7 Ιουλίου 2010 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0271).


Εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) ***I
PDF 289kWORD 102k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/EΚ, 2002/87/EΚ, 2003/6/EΚ, 2003/41/EΚ, 2003/71/EΚ, 2004/39/EΚ, 2004/109/EΚ, 2005/60/EΚ, 2006/48/EΚ, 2006/49/EΚ, και 2009/65/EΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0576 – C7-0251/2009 – 2009/0161(COD))
P7_TA(2010)0336A7-0163/2010
ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΑ

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0576),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251 παράγραφος 2 και το άρθρο 44, το άρθρο 47, παράγραφος 2 και τα άρθρα 55 και 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0251/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 και τα άρθρα 50, 53 παράγραφος 1, καθώς και τα άρθρα 62 και 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 18ης Μαρτίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, της 18ης Μαρτίου 2010(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, να εγκριθεί η θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0163/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω(3)·

2.  λαμβάνει υπόψη την επισυναπτόμενη στο παρόν ψήφισμα δήλωση της Επιτροπής·

3.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, εάν προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης οδηγίας 2010/…/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/EΚ, 2002/87/EΚ, 2003/6/EΚ, 2003/41/EΚ, 2003/71/EΚ, 2004/39/EΚ, 2004/109/EΚ, 2005/60/EΚ, 2006/48/EΚ, 2006/49/EΚ, και 2009/65/EΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)

P7_TC1-COD(2009)0161


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, οδηγία 2010/78/ΕΕ.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις της Επιτροπής

Δήλωση σχετικά με την οδηγία «Omnibus»: Προσαρμογή στη Συνθήκη της Λισσαβώνας

Η Επιτροπή επανεξετάζει την οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων (Mifid) και, εάν χρειαστεί, θα εισηγηθεί σχετικές βελτιώσεις. Εν προκειμένω, η Επιτροπή θα εξετάσει, μεταξύ άλλων, τρόπους για να ενισχυθεί η προδιαπραγματευτική και η μεταδιαπραγματευτική διαφάνεια, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων και ρυθμίσεων που απαιτούνται από τις οργανωμένες αγορές, και τροποποιήσεις που είναι ενδεχομένως αναγκαίες για την προσαρμογή της οδηγίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

Η Επιτροπή επανεξετάζει την οδηγία σχετικά με την κατάχρηση της αγοράς ((MAD). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα εξετάσει, μεταξύ άλλων, ενδεχόμενες αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή της οδηγίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

Η Επιτροπή επανεξετάζει την οδηγία για τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων (FICOD). Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα εξετάσει, μεταξύ άλλων, ενδεχόμενες αναγκαίες τροποποιήσεις για την προσαρμογή της οδηγίας στη Συνθήκη της Λισσαβώνας.

Δήλωση σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας «Omnibus» όσον αφορά την οδηγία για τη διαφάνεια: εκπόνηση εκθέσεων ανά χώρα

Η Επιτροπή προτίθεται να εκπονήσει ανακοίνωση με την οποία θα αξιολογεί κατά πόσον είναι εφικτό να ζητείται από ορισμένους εκδότες μετοχών των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά και οι οποίοι συντάσσουν ενοποιημένους λογαριασμούς, να κοινοποιούν στην ετήσια οικονομική έκθεση βασικά χρηματοοικονομικά στοιχεία σχετικά με τις δραστηριότητές τους σε τρίτες χώρες. Στην ανακοίνωση θα προσδιορίζεται ενδεχομένως ποιους εκδότες θα μπορούσε να αφορά η απαίτηση αυτή, ποια χρηματοοικονομικά στοιχεία είναι σημαντικά για τους επενδυτές και άλλους ενδιαφερόμενους καθώς και με ποιο τρόπο θα μπορούν να παρουσιάζονται αυτά τα στοιχεία. Η Επιτροπή θα μπορούσε να λάβει δεόντως υπόψη της την πρόοδο που έχει σημειώσει στο συγκεκριμένο ζήτημα ο Οργανισμός Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΟMΛΠ). Η Επιτροπή προτίθεται να έχει εκπονήσει την ανακοίνωση ως τις 30 Σεπτεμβρίου 2011, κατόπιν διαβούλευσης με την ΕΑΚΑΑ. Η ανακοίνωση θα μπορούσε να περιλάβει επίσης την εξέταση του πιθανού αντίκτυπου των μέτρων αυτών και ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη κατά την αναθεώρηση της οδηγίας 2004/109/ΕΚ.

(1) ΕΕ C 87, 1.4.2010, σ. 1.
(2) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) Η θέση αυτή αντικαθιστά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 7 Ιουλίου 2010 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0269).


Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) ***I
PDF 282kWORD 97k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (COM(2009)0501 – C7-0169/2009 – 2009/0142(COD))
P7_TA(2010)0337A7-0166/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0501),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0169/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 8ης Ιανουαρίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 22ας Ιανουαρίου 2010(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση του εκπροσώπου του Συμβουλίου με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010, να εγκρίνει τη θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων, της Επιτροπής Προϋπολογισμών και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0166/2010),

1.  εγκρίνει την θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω(3)·

2.  θεωρεί ότι το ποσό αναφοράς που εμφαίνεται στη νομοθετική πρόταση είναι συμβατό με το ανώτατο όριο για τον υποτομέα 1α του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007-2013 (ΠΔΠ), αλλά το περιθώριο που μένει στον τομέα 1α για το διάστημα 2011-2013 είναι πολύ περιορισμένο και η χορήγηση πόρων σε νέες δραστηριότητες δεν πρέπει να θέτει εν κινδύνω τη χρηματοδότηση άλλων προτεραιοτήτων που εμπίπτουν στον υποτομέα 1α· επαναλαμβάνει συνεπώς ότι ζητεί επανεξέταση του ΠΔΠ, συνοδευόμενη από συγκεκριμένες προτάσεις για προσαρμογή και αναθεώρησή του πριν από το τέλος του 2010, με χρησιμοποίηση όλων των μηχανισμών που προβλέπονται δυνάμει της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006, ιδιαίτερα δε εκείνων μνεία των οποίων γίνεται στα σημεία 21 έως 23 της συμφωνίας, για να εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) χωρίς να τίθεται εν κινδύνω η χρηματοδότηση των άλλων προτεραιοτήτων και εξασφαλίζοντας ότι θα απομένει επαρκές περιθώριο στον υποτομέα 1α·

3.   υπογραμμίζει ότι για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σημείου 47 της διοργανικής συμφωνίας· τονίζει ότι, εάν η νομοθετική αρχή αποφασίσει υπέρ της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), το Κοινοβούλιο θα αρχίσει διαπραγματεύσεις με το έτερο σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής με σκοπό την επίτευξη εγκαίρως συμφωνίας σχετικά με τη χρηματοδότηση της Αρχής σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας·

4.  λαμβάνει υπόψη την επισυναπτόμενη στο παρόν ψήφισμα δήλωση της Επιτροπής·

5.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

6.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ

P7_TC1-COD(2009)0142


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις της Επιτροπής

Δήλωση σχετικά με τις εποπτικές εξουσίες επί των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλους τομείς

Η Επιτροπή σημειώνει ότι επιτεύχθηκε συμφωνία προκειμένου να ανατεθούν ορισμένες εποπτικές εξουσίες στην ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα μπορούσε να ήταν μελλοντικά χρήσιμο να ανατεθούν στις Ευρωπαϊκές Αρχές εποπτικές αρμοδιότητες σε άλλους τομείς. Αυτό θα μπορούσε ιδίως να αφορά ορισμένες υποδομές αγοράς. Η Επιτροπή θα εξετάσει ενδελεχώς τα ζητήματα αυτά και θα υποβάλει τις κατά τη γνώμη της ενδεικνυόμενες νομοθετικές προτάσεις.

Δηλώσεις σχετικά με τη διαχείριση και επίλυση κρίσεων

Στην ανακοίνωσή της τής 26ης Μαΐου 2010 σχετικά με τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών, η Επιτροπή τόνισε ότι «ένα κατάλληλο πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι ένα σύστημα βασισμένο στη δημιουργία ενός εναρμονισμένου δικτύου εθνικών ταμείων συνδεόμενων με ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων».

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι προτίθεται να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για ένα πλήρες σύνολο εργαλείων πρόληψης και εξυγίανσης για προβληματικές τράπεζες την άνοιξη του 2011. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να εξυγιαίνουν τα προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενώ παράλληλα θα ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο των χρεωκοπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορίζοντας τη βλάβη στην οικονομία και τη χρησιμοποίηση πόρων του δημόσιου τομέα.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι οι ΕΕΑ πρέπει να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στους τομείς αυτούς και ότι θα εξετάσει ποιες εξουσίες θα έπρεπε να της ανατεθούν όσον αφορά την πρόληψη και εξυγίανση για προβληματικές τράπεζες.

Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν ένα πρώτο βήμα και θα επανεξετάζονταν έως το 2014 με στόχο να συγκροτηθούν ενωσιακές ολοκληρωμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων και εποπτείας, καθώς και ένα ενωσιακό ταμείο εξυγίανσης περισσότερο μακροπρόθεσμα.

(1) EE C 13, 20.1.2010, σ. 1.
(2) Δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) Η θέση αυτή αντικαθιστά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 7 Ιουλίου 2010 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0272).


Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου *
PDF 256kWORD 34k
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (05551/2010 – C7-0014/2010 – 2009/0141(CNS))
P7_TA(2010)0338A7-0167/2010

(Ειδική νομοθετική διαδικασία – διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2009)0500),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου (05551/2010),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 127, παράγραφος 6, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C7-0014/2010),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0167/2010),

1.  εγκρίνει την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε στις 7 Ιουλίου 2010(1)·

2.  καλεί την Επιτροπή να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή της, σύμφωνα με το άρθρο 293, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

3.  καλεί το Συμβούλιο, στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρότασή του·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.

(1) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0275.


Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) ***I
PDF 336kWORD 95k
Ψήφισμα
Κείμενο
Παράρτημα
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (COM(2009)0503 – C7-0167/2009 – 2009/0144(COD))
P7_TA(2010)0339A7-0169/2010

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2009)0503),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0167/2009),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο «Συνέπειες της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας στις τρέχουσες διοργανικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων» (COM(2009)0665),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3 και το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη της γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 8ης Ιανουαρίου 2010(1),

–  έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 2010(2),

–  έχοντας υπόψη τη δέσμευση που ανέλαβε ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή της 15ης Σεπτεμβρίου 2010 να εγκριθεί η θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παράγραφος 4 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A7-0169/2010),

1.  εγκρίνει την θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω(3)·

2.  θεωρεί ότι το ποσό αναφοράς που εμφαίνεται στη νομοθετική πρόταση είναι συμβατό με το ανώτατο όριο για τον υποτομέα 1 α του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 2007-2013 (ΠΔΠ), αλλά το περιθώριο που μένει στον τομέα 1 α για το διάστημα 2011-2013 είναι πολύ περιορισμένο και η χορήγηση πόρων σε νέες δραστηριότητες δεν θα πρέπει να θέτει εν κινδύνω τη χρηματοδότηση άλλων προτεραιοτήτων που εμπίπτουν στον υποτομέα 1 α· επαναλαμβάνει συνεπώς ότι ζητεί ανασκόπηση του ΠΔΠ, συνοδευόμενη από συγκεκριμένες προτάσεις για προσαρμογή και αναθεώρησή του πριν από το τέλος του 2010 κάνοντας χρήση όλων των μηχανισμών που προβλέπονται δυνάμει της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση(4), συγκεκριμένα δε εκείνων μνεία των οποίων γίνεται στα σημεία 21 έως 23 της συμφωνίας, για να εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) χωρίς να τίθεται εν κινδύνω η χρηματοδότηση των άλλων προτεραιοτήτων και εξασφαλίζοντας ότι θα απομένει επαρκές περιθώριο στον υποτομέα 1α·

3.  υπογραμμίζει ότι για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) θα πρέπει να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του σημείου 47 της διοργανικής συμφωνίας· τονίζει ότι, εάν η νομοθετική αρχή αποφασίσει υπέρ της σύστασης της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), το Κοινοβούλιο θα αρχίσει διαπραγματεύσεις με το έτερο σκέλος της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής με σκοπό την έγκαιρη επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της διοργανικής συμφωνίας·

4.  λαμβάνει υπόψη τις δηλώσεις της Επιτροπής που επισυνάπτονται ως παράρτημα στον παρόν ψήφισμα·

5.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

6.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και την Επιτροπή καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που καθορίσθηκε σε πρώτη ανάγνωση στις 22 Σεπτεμβρίου 2010 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕE) αριθ. …/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ

P7_TC1-COD(2009)0144


(Καθώς έχει επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η θέση του Κοινοβουλίου αντιστοιχεί στην τελική νομοθετική πράξη, κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Δηλώσεις της Επιτροπής

Δήλωση σχετικά με τις εποπτικές εξουσίες επί των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και άλλους τομείς

Η Επιτροπή σημειώνει ότι επιτεύχθηκε συμφωνία προκειμένου να ανατεθούν ορισμένες εποπτικές εξουσίες στην ΕΑΚΑΑ όσον αφορά τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας. Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα μπορούσε να ήταν μελλοντικά χρήσιμο να ανατεθούν στις Ευρωπαϊκές Αρχές εποπτικές αρμοδιότητες σε άλλους τομείς. Αυτό θα μπορούσε ιδίως να αφορά ορισμένες υποδομές αγοράς. Η Επιτροπή θα εξετάσει ενδελεχώς τα ζητήματα αυτά και θα υποβάλει τις κατά τη γνώμη της ενδεικνυόμενες νομοθετικές προτάσεις.

Δηλώσεις σχετικά με τη διαχείριση και επίλυση κρίσεων

Στην ανακοίνωσή της τής 26ης Μαΐου 2010 σχετικά με τα ταμεία εξυγίανσης τραπεζών, η Επιτροπή τόνισε ότι «ένα κατάλληλο πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι ένα σύστημα βασισμένο στη δημιουργία ενός εναρμονισμένου δικτύου εθνικών ταμείων συνδεόμενων με ένα σύνολο συντονισμένων εθνικών ρυθμίσεων διαχείρισης κρίσεων».

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι προτίθεται να υποβάλει νομοθετικές προτάσεις για ένα πλήρες σύνολο εργαλείων πρόληψης και εξυγίανσης για προβληματικές τράπεζες την άνοιξη του 2011. Αυτό θα εξασφαλίσει ότι οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να εξυγιαίνουν τα προβληματικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ενώ παράλληλα θα ελαχιστοποιούν τον αντίκτυπο των χρεωκοπιών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορίζοντας τη βλάβη στην οικονομία και τη χρησιμοποίηση πόρων του δημόσιου τομέα.

Η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι οι ΕΕΑ θα πρέπει να αναλάβουν σημαντικό ρόλο στους τομείς αυτούς και ότι θα εξετάσει ποιες εξουσίες θα έπρεπε να της ανατεθούν όσον αφορά την πρόληψη και εξυγίανση για προβληματικές τράπεζες.

Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν ένα πρώτο βήμα και θα επανεξετάζονταν έως το 2014 με στόχο να συγκροτηθούν ενωσιακές ολοκληρωμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων και εποπτείας, καθώς και ένα ενωσιακό ταμείο εξυγίανσης περισσότερο μακροπρόθεσμα.

(1) ΕΕ C 13, 20.1.2010, σ. 1.
(2) Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην Επίσημη Εφημερίδα.
(3) Η θέση αυτή αντικαθιστά τις τροπολογίες που εγκρίθηκαν στις 7 Ιουλίου 2010 (Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2010)0270.
(4) ΕΕ C 139, 14.6.2006, σ. 1.


Επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά
PDF 386kWORD 105k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά (2009/2178(INI))
P7_TA(2010)0340A7-0175/2010

To Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 11ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με την ενίσχυση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά (COM(2009)0467),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας, της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, για ένα συνολικό ευρωπαϊκό σχέδιο για την καταπολέμηση της παραποίησης/απομίμησης και της πειρατείας,

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο)(1),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας(2),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1383/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την παρέμβαση των τελωνειακών αρχών έναντι εμπορευμάτων που είναι ύποπτα ότι παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των εμπορευμάτων που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν παρόμοια δικαιώματα(3),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας(4),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών(5),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του της 25ης Απριλίου 2007 σχετικά με την τροποποιημένη πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τη θέσπιση ποινικών μέτρων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της επιβολής των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας(6),

–  έχοντας υπόψη τη στρατηγική της Επιτροπής, του 2005, για την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στις τρίτες χώρες, καθώς και το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «IPR Enforcement Report 2009 (Έκθεση για την επιβολή των ΔΠΙ το 2009)»,

–  έχοντας υπόψη τη σύστασή του της 26ης Μαρτίου 2009 προς το Συμβούλιο σχετικά με την ενίσχυση της ασφάλειας και των θεμελιωδών ελευθεριών στο Διαδίκτυο(7),

–  έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών,

–  έχοντας υπόψη τον νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 10ης Απριλίου 2008 σχετικά με τις πολιτιστικές βιομηχανίες στην Ευρώπη(8),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών της 25ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις στην Ευρώπη η οποία θεσπίζει την αρχή της «Προτεραιότητας στις μικρές επιχειρήσεις» με στόχο την κατάρτιση μιας φιλόδοξης ατζέντας πολιτικής για τις ΜΜΕ,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, καθώς και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0175/2010),

  Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (ΔΔΙ), αποτελούν πραγματική απειλή τόσο για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών όσο και για την οικονομία και τις κοινωνίες μας,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι επιστημονικές και τεχνολογικές καινοτομίες, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και οι πολιτιστικές βιομηχανίες συμβάλλουν καθοριστικά στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, τόσο με τον αριθμό και την πολυμορφία των νέων θέσεων εργασίας που εξασφαλίζουν όσο και με τον πλούτο που δημιουργείται· λαμβάνοντας δε υπόψη ότι πρέπει να ενισχυθεί η πολιτιστική οικονομία, από τον τομέα της δημιουργία έως τον τομέα της διανομής,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, δεσμεύεται από τη Συμφωνία για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου (TRIPS), και ότι, κατ' επέκταση, τα κράτη μέλη της ΕΕ δεσμεύονται να θεσπίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικά μέτρα για την καταπολέμηση όλων των παραβιάσεων των ΔΠΙ,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανταλλαγή γνώσης και η διάδοση καινοτομίας αποτελούν ισχυρές παραδόσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και ότι η ευρύτερη δυνατή πρόσβαση στην τεχνολογική πρόοδο και σε πολιτιστικά προϊόντα εξακολουθεί να αποτελεί το θεμέλιο της πολιτικής για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη,

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι για να αντιμετωπιστεί δεόντως το ζήτημα της επιβολής των ΔΠΙ στην εσωτερική αγορά πρέπει να ληφθεί υπόψη τόσο η επικράτεια της ΕΕ, όσο και η κατάσταση στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και σε τρίτες χώρες, προκειμένου να διασφαλισθεί η συμβατότητα μεταξύ της προστασίας του περιεχομένου ενωσιακής προέλευσης και των κατόχων δικαιωμάτων στο περιεχόμενο αυτό, και της πρόσβασης των καταναλωτών σε μη ενωσιακό περιεχόμενο,

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δεδομένα όσον αφορά την κλίμακα του φαινομένου των παραβιάσεων των ΔΠΙ είναι αντιφατικά, ατελή, ανεπαρκή και διασκορπισμένα, και ότι για κάθε πρόσθετη νομοθετική πρόταση απαιτείται αντικειμενική και ανεξάρτητη εκτίμηση του αντίκτυπού της,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η καινοτομία και η δημιουργικότητα έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία για την ευρωπαϊκή οικονομία και ότι, δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας, πρέπει να εξασφαλιστεί η διατήρηση και η ανάπτυξή τους,

H.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραβίαση των ΔΠΙ αποτελεί διατομεακό πρόβλημα που πλήττει όλους τους βιομηχανικούς κλάδους, ιδίως τις δημιουργικές και καινοτόμες βιομηχανίες, και τον αθλητισμό,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συνεχείς παραβιάσεις των ΔΠΙ θα οδηγήσουν σε βαθμιαία υποβάθμιση της καινοτομίας στην ΕΕ,

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το φαινόμενο των διαδικτυακών παραβιάσεων των ΔΠΙ έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, ιδίως στους βιομηχανικούς κλάδους δημιουργικού περιεχομένου, και ότι δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη εάν και κατά πόσο το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο μπορεί να διασφαλίσει με αποτελεσματικό τρόπο την προστασία των κατόχων δικαιωμάτων στο Διαδίκτυο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ισορροπία μεταξύ όλων των διακυβευομένων συμφερόντων, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των καταναλωτών,

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της παραβίασης των δικαιωμάτων του δημιουργού πρέπει να στηρίζονται από το κοινό προκειμένου να μην υπάρξει κίνδυνος να μειωθεί η υποστήριξη των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας μεταξύ των πολιτών,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράνομη μεταφόρτωση στο Διαδίκτυο υλικού που προστατεύεται από δικαιώματα δημιουργού συνιστά σαφή παραβίαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και απαγορεύεται από τις συνθήκες του Παγκόσμιου Οργανισμού Πνευματικής Ιδιοκτησίας (WIPO) για τα δικαιώματα δημιουργού (WCT) και τις εκτελέσεις και τα φωνογραφήματα (WPPT), στις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο δημιουργικός τομέας θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσει μοντέλα τα οποία θα καθιστούν δυνατή την πρόσβαση σε επιγραμμικό δημιουργικό περιεχόμενο, το οποίο προσφέρει βελτιωμένες και αποδοτικές από οικονομική άποψη επιλογές στους καταναλωτές, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε απεριόριστες υπηρεσίες συνδρομής· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η ανάπτυξη αυτών των νόμιμων υπηρεσιών αναστέλλεται λόγω της αύξησης του περιεχομένου που μεταφορτώνεται παράνομα στο Διαδίκτυο,

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου να διατηρηθεί και να αυξηθεί η ελκυστικότητα των πλεονεκτημάτων που μπορούν να προσφέρουν στο κοινό τους, οι παραγωγοί οπτικοακουστικών μέσων πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν όλα τα νέα μέσα διανομής· λαμβάνοντας δε υπόψη ότι το τρέχον σύστημα χορήγησης αδειών πρέπει να βελτιωθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα κράτη μέλη να έχουν στη διάθεσή τους ένα ευέλικτο σύστημα το οποίο θα μπορεί να προσαρμόζεται στις νέες τεχνολογίες,

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, εξαιρουμένης της νομοθεσίας για τις ποινικές κυρώσεις, υφίσταται ήδη κοινοτικό νομικό πλαίσιο όσον αφορά το φαινόμενο της παραποίησης και της πειρατείας υλικών αγαθών, αλλά ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά όσον αφορά τις διαδικτυακές παραβιάσεις των ΔΠΙ,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα που προβλέπονται στην οδηγία 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά δεν έχουν αξιολογηθεί ακόμη σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων ή από την άποψη των επιπτώσεών της στα δικαιώματα των καταναλωτών,

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το κανονιστικό πλαίσιο για τις τηλεπικοινωνίες τροποποιήθηκε πρόσφατα και περιλαμβάνει διατάξεις για τυποποιημένες ανακοινώσεις δημοσίου συμφέροντος οι οποίες μπορεί να αφορούν, μεταξύ άλλων, δικαιώματα δημιουργού και τυχόν παραβιάσεις τους χωρίς να διακυβεύεται η προστασία των δεδομένων και τα δικαιώματα απορρήτου, και τονίζει την ανάγκη να γίνονται σεβαστά τα θεμελιώδη δικαιώματα σε ζητήματα τα οποία αφορούν την πρόσβαση στο Διαδίκτυο,

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να προβλεφτεί στο ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, η δυνατότητα δίωξης όσων παραβιάζουν τα δικαιώματα δημιουργού εφόσον οι διεθνείς συνθήκες παρέχουν ελάχιστες δυνατότητες για την αντιμετώπιση παραβιάσεων των ΔΠΙ,

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη την καίρια σημασία της προστασίας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποβλέποντας στην αποτελεσματική καταπολέμηση των παραβιάσεών τους· λαμβάνοντας επίσης υπόψη το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη επιλυθεί το ζήτημα της δημιουργίας ενοποιημένου συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε επίπεδο ΕΕ,

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι διάφορες μορφές οργανωμένου εγκλήματος συνδέονται αποδεδειγμένα με παραβιάσεις ΔΠΙ,

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης σε εμπορικά ζητήματα και η πρόσβασή του σε έγγραφα διαπραγματεύσεων διασφαλίζεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας,

ΚΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σκόπιμο, παράλληλα με τη λήψη μέτρων για την πρόληψη αδικημάτων στον εν λόγω τομέα, να προβλέπεται η προστασία των καταναλωτών οι οποίοι χρησιμοποιούν νομίμως προϊόντα που προστατεύονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας,

ΚΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ισχύουσα ενωσιακή νομοθεσία δεν συνιστά εμπόδιο για τη δημιουργία συστημάτων πολυεδαφικής αδειοδότησης,

ΚΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι σε διάφορους τομείς, περιλαμβανόμενου του κλάδου ο οποίος βασίζεται σε κείμενο και εικόνες, υπάρχουν επιχειρηματικά μοντέλα και δίαυλοι καθώς και συστήματα αδειοδότησης που παρέχουν ευρεία πρόσβαση σε έργα ευρέος φάσματος μορφών και μορφοτύπων, τόσο εντός όσο και εκτός των εθνικών συνόρων,

1.  χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 11ης Σεπτεμβρίου 2009, όσον αφορά τη θέσπιση συμπληρωματικών μη νομοθετικών μέτρων· εκφράζει, ωστόσο, τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η ανακοίνωση δεν ασχολείται με το ζήτημα της ολοκλήρωσης του νομοθετικού πλαισίου θεσπίζοντας δέσμη μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση των παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας· χαιρετίζει την πρόοδο που επιτυγχάνεται στην ΕΕ όσον αφορά την εναρμόνιση της καταπολέμησης της παραποίησης· ενθαρρύνει την Επιτροπή να εντείνει τις προσπάθειές της σε τομείς οι οποίοι είναι ευαίσθητοι από άποψη υγείας και ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των φαρμάκων·

2.  υπενθυμίζει ότι υφίσταται μια εξαίρεση στα ΔΠΙ όσον αφορά τον πολιτιστικό τομέα: το «ιδιωτικό αντίγραφο'·

3.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλει κατεπειγόντως, έως τα τέλη του 2010, ολοκληρωμένη στρατηγική για τα ΔΠΙ που να καλύπτει όλες τις πτυχές τους, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής τους, καθώς και την προώθησή τους, ειδικότερα τον ρόλο του δικαιώματος του δημιουργού ως παράγοντα προαγωγής και όχι ως εμποδίου, βοηθώντας τους δημιουργούς να κερδίζουν τα προς το ζην και να διαδίδουν τα έργα τους·

4.  καλεί την Επιτροπή να προτείνει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για τα ΔΠΙ, η οποία θα άρει τα εμπόδια που τίθενται στη δημιουργία ενιαίας αγοράς στο διαδικτυακό περιβάλλον και να προσαρμόσει το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο στο πεδίο των ΔΠΙ στις τρέχουσες τάσεις της κοινωνίας, καθώς και στις τεχνικές εξελίξεις·

5.  τονίζει ότι οποιαδήποτε μέτρα ληφθούν για την επιβολή των ΔΠΙ πρέπει να σέβονται τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης , και ιδίως τα άρθρα 7 και 8, και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε τα άρθρα 6, 8 και 10, και να είναι αναγκαία, αναλογικά και κατάλληλα στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής κοινωνίας· υπενθυμίζει στο πλαίσιο αυτό ότι το άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπει την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας·

6.  πιστεύει ότι η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ζητήματα των ΔΠΙ σε όλες τις σχετικές πολιτικές ή νομοθετικές πρωτοβουλίες και να τα εξετάζει σε κάθε διαδικασία εκτίμησης επιπτώσεων σε περίπτωση πρότασης που θα μπορούσε να έχει αντίκτυπο στην πνευματική ιδιοκτησία·

7.  εκφράζει την άποψη ότι η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει υπόψη τα ειδικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ΜΜΕ όταν θα λάβει μέτρα για την ενίσχυση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας ανταποκρινόμενη στην αρχή της «προτεραιότητας στις μικρές επιχειρήσεις» που θεσπίσθηκε με την πράξη για τις μικρές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, εφαρμόζοντας, μεταξύ άλλων, την αρχή της εξάλειψης των διακρίσεων για τις ΜΜΕ·

8.  λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες κατόχων δικαιωμάτων σε ορισμένα κράτη μέλη, δεν συμμερίζεται την πεποίθηση της Επιτροπής ότι το υφιστάμενο στην ΕΕ πλαίσιο επιβολής μέσω του αστικού δικαίου είναι αποτελεσματικό και εναρμονισμένο στο βαθμό που απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, και υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι για την επιβεβαίωση των ισχυρισμών αυτών απαιτείται να εκπονηθεί η έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/48/ΕΚ·

9.  πιστεύει ότι θα πρέπει να προβλεφτεί στο ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο η δυνατότητα δίωξης όσων παραβιάζουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, και υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι για την επιβεβαίωση των ισχυρισμών αυτών απαιτείται να εκπονηθεί η έκθεση για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/48/ΕΚ·

10.  καλεί την Επιτροπή να συντάξει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2004/48/EΚ, όπου να συμπεριλαμβάνεται εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων και αξιολόγηση του αντικτύπου της στην καινοτομία και στην ανάπτυξη της κοινωνίας της πληροφορίας, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας, καθώς και να προτείνει τροπολογίες, εάν είναι απαραίτητο· ζητεί να περιληφθεί επίσης στην έκθεση εκτίμηση των τρόπων ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού του νομικού πλαισίου όσον αφορά το Διαδίκτυο·

11.  λαμβάνει υπόψη την ύπαρξη ιδιαίτερων μορφοτύπων που καθιστούν τα έργα προσβάσιμα σε άτομα με αναπηρία και εγκρίνει τα μέτρα που απαιτούνται για την προώθηση της διανομής τους·

12.  δεν συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι έχει ήδη θεσπιστεί το κύριο σώμα της νομοθεσίας όσον αφορά την επιβολή των ΔΠΙ· επισημαίνει, εν προκειμένω, ότι οι διαπραγματεύσεις για την οδηγία σχετικά με τις ποινικές κυρώσεις δεν τελεσφόρησαν·

13.  καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τα μέτρα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της εφαρμογής των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στην εσωτερική αγορά δεν προσκρούουν στο νόμιμο δικαίωμα της διαλειτουργικότητας, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για τον υγιή ανταγωνισμό στην αγορά διανομής ψηφιακών έργων, μεταξύ άλλων για τους συγγραφείς και τους χρήστες ελεύθερου λογισμικού·

14.  καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει κατάλληλες νομοθετικές προτάσεις βάσει του άρθρου 118 της ΣΛΕΕ σχετικά με το ζήτημα της δημιουργίας αποτελεσματικού συστήματος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην ΕΕ και χαιρετίζει, εν προκειμένω, τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 4ης Δεκεμβρίου 2009, σχετικά με ενισχυμένο σύστημα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στην Ευρώπη, ως σημαντική θετική εξέλιξη·

Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Παραποίησης και Πειρατείας («Παρατηρητήριο»)

15.  αναγνωρίζει πως είναι σημαντικό να υπάρχουν πλήρεις και αξιόπιστες πληροφορίες και δεδομένα σχετικά με όλα τα είδη παραβιάσεων των ΔΠΙ, ώστε να είναι εφικτή η χάραξη πολιτικών που να βασίζονται σε απτά στοιχεία και να στοχεύουν στην επίτευξη αποτελεσμάτων·

16.  χαιρετίζει τη δημιουργία του Παρατηρητηρίου ως εργαλείου συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων και δεδομένων τα οποία θα χρησιμεύουν ως βάση για τη διαμόρφωση προτάσεων με σκοπό την αποτελεσματική καταπολέμηση των φαινομένων παραποίησης και των διαδικτυακών παραβιάσεων ΔΠΙ· παροτρύνει την Επιτροπή να εκπονήσει έκθεση σχετικά με τη βέλτιστη αξιοποίηση της Europol και των υφισταμένων δομών συνεργασίας μεταξύ των τελωνειακών αρχών στον τομέα αυτό για την αποτελεσματική καταπολέμηση εγκληματικών παραβιάσεων ΔΠΙ·

17.  επιθυμεί να καταστεί το Παρατηρητήριο εργαλείο για τη συλλογή και την ανταλλαγή δεδομένων και πληροφοριών για όλες τις μορφές παραβιάσεων ΔΔΙ, μεταξύ άλλων με τη συγκέντρωση δεδομένων σχετικά με την επιστημονική έρευνα για την παραποίηση και τις ρυθμίσεις στον τομέα των ΔΠΙ·

18.  καλεί την Επιτροπή να διευκρινίσει τα καθήκοντα που θα ανατεθούν στο Παρατηρητήριο, και υπογραμμίζει ότι η επιτυχία του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συμμετοχή και τη συνεργασία όλων των ενδιαφερόμενων φορέων, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών αρχών, των κατόχων δικαιωμάτων, των οργανώσεων καταναλωτών και των εμπλεκόμενων βιομηχανιών, με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας και την αποφυγή επικαλύψεων·

19.  καλεί την Επιτροπή να παρέχει πλήρη και ολοκληρωμένη ενημέρωση στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων του Παρατηρητηρίου μέσω ετήσιων εκθέσεων, όπου να διατυπώνει συμπεράσματα και να προτείνει τις απαιτούμενες λύσεις για τη βελτίωση της νομοθεσίας για τα ΔΠΙ·

Ευαισθητοποίηση των καταναλωτών

20.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους φορείς, να οργανώσουν εκστρατεία ευαισθητοποίησης σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο, σχετικά με τους κινδύνους που ενέχουν τα παραποιημένα προϊόντα για την υγεία και την ασφάλεια των καταναλωτών, καθώς και για το δυσμενή αντίκτυπο της παραποίησης και της διαδικτυακής παραβίασης ΔΠΙ στην οικονομία και την κοινωνία· τονίζει την ανάγκη για μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση, ιδίως μεταξύ των νέων ευρωπαίων καταναλωτών, όσον αφορά την ανάγκη να γίνονται σεβαστά τα ΔΠΙ·

21.  καλεί όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο, των συστημάτων διαδικτυακών πωλήσεων, των κατόχων δικαιωμάτων και των οργανώσεων καταναλωτών, όσον αφορά τις παραβιάσεις ΔΠΙ και την πώληση παραποιημένων προϊόντων στο Διαδίκτυο, να λάβουν μέτρα έμπρακτης εφαρμογής για την προειδοποίηση και την ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με την αξία των δικαιωμάτων του δημιουργού και τις επιπτώσεις των παραβιάσεων ΔΠΙ και της παραποίησης στις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη, όπως η εμφάνιση σύντομων, ορατών και κατάλληλων προειδοποιητικών μηνυμάτων·

22.  τονίζει πως είναι απαραίτητη η ενημέρωση των νέων, μέσω στοχοθετημένων εκστρατειών ευαισθητοποίησης, ιδίως κατά της διαδικτυακής παραβίασης ΔΠΙ, ώστε να κατανοήσουν τι συνεπάγονται οι παραβιάσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας και να είναι σε θέση να διακρίνουν τι είναι και τι δεν είναι νόμιμο·

23.  καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να ασκήσει πίεση στη βιομηχανία ώστε να καθιερώσει ακόμη περισσότερες διευκολύνσεις πληρωμών, προκειμένου να διευκολύνει τους ευρωπαίους καταναλωτές στην αγορά νομίμως προσφερόμενου περιεχομένου, .ώστε να αυξηθεί η νόμιμη τηλεφόρτωση στην ΕΕ·

Αντιμετώπιση της διαδικτυακής παραβίασης και προστασία των ΔΠΙ στο Διαδίκτυο

24.  συμφωνεί με την Επιτροπή, ότι μπορεί να είναι χρήσιμη για την ενίσχυση της επιβολής των ΔΔΙ η λήψη συμπληρωματικών μη νομοθετικών μέτρων, όπως συζητήσεων σχετικά με πιθανές βελτιώσεις της ψηφιακής αγοράς στην Ευρώπη μέσω οικειοθελούς εναρμόνισης διαδικασιών και προτύπων μεταξύ των ενδιαφερόμενων φορέων, ιδίως δε μέτρων που να προκύπτουν από ουσιαστικό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων·

25.  τονίζει ότι η τεράστια αύξηση της παράνομης ανταλλαγής αρχείων έργων που προστατεύονται από δικαιώματα δημιουργού και ηχογραφημένων εκτελέσεων αποτελεί ολοένα μεγαλύτερο πρόβλημα για την ευρωπαϊκή οικονομία από την άποψη των ευκαιριών απασχόλησης και των εσόδων της βιομηχανίας, καθώς και για την κυβέρνηση·

26.  υπογραμμίζει ότι η ανάπτυξη του εν λόγω φαινομένου οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, κυρίως δε στην τεχνολογική πρόοδο και στην έλλειψη σύννομων προσφορών· υπενθυμίζει, ωστόσο, ότι πρόκειται για παραβίαση των ΔΠΙ, για την οποία πρέπει να εξευρεθούν κατεπειγόντως λύσεις προσαρμοσμένες στον θιγόμενο κλάδο και σύμφωνες με τα θεμελιώδη δικαιώματα·

27.  τονίζει ότι η στήριξη και η ανάπτυξη ποικίλων, ελκυστικών και επαρκώς προβεβλημένων νόμιμων διαύλων προσφοράς αγαθών και υπηρεσιών για τους καταναλωτές μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση του φαινόμενου της διαδικτυακής παραβίασης, και αναγνωρίζει, εν προκειμένω, ότι η έλλειψη μιας εσωτερικής ευρωπαϊκής ψηφιακής αγοράς που λειτουργεί ομαλά αποτελεί σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη νόμιμων διαδικτυακών διαύλων προσφοράς και ότι η ΕΕ κινδυνεύει να καταδικάσει σε αποτυχία τις προσπάθειες ανάπτυξης της νόμιμης διαδικτυακής αγοράς εάν δεν αναγνωρίσει το γεγονός αυτό και δεν υποβάλει κατεπειγόντως προτάσεις για την αντιμετώπισή του·

28.  ζητεί, συνεπώς, από την Επιτροπή να ασκήσει πίεση στη βιομηχανία ώστε να παράσχει νέες διευκολύνσεις πληρωμών, προκειμένου να διευκολύνει τους ευρωπαίους καταναλωτές να αγοράζουν νομίμως προσφερόμενο περιεχόμενο, διασφαλίζοντας κατ' αυτό τον τρόπο την αύξηση της νόμιμης τηλεφόρτωσης στην ΕΕ·

29.  ζητεί τη θέσπιση ειδικής νομοθεσίας η οποία θα διασφαλίζει ότι ιδιώτες καταναλωτές οι οποίοι έχουν παραλάβει νόμιμα, για ιδιωτική χρήση, αναπαραγωγές πρωτότυπων προϊόντων που προστατεύονται σύμφωνα με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, δεν θα καλούνται να αποδεικνύουν τη νομιμότητα των εν λόγω αναπαραγωγών, αλλά ότι θα εναπόκειται στα ενδιαφερόμενα μέρη να αποδείξουν τυχόν παραβίαση των κανόνων που διέπουν την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας·

30.  τονίζει ότι στον διάλογο με τους ενδιαφερόμενους φορείς πρέπει να συμμετάσχουν όλοι οι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο, προκειμένου να εξευρεθούν κατάλληλες λύσεις· εάν δεν επιτευχθεί αυτό, ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση ή να τροποποιήσει την ισχύουσα νομοθεσία, ιδίως την οδηγία 2004/48/ΕΚ, προκειμένου να αναβαθμιστεί το κοινοτικό νομικό πλαίσιο στο συγκεκριμένο τομέα, με βάση την πείρα σε εθνικό επίπεδο·

31.  καλεί την Επιτροπή να εξετάσει από ευρύτερη οπτική γωνία μεθόδους για τη διευκόλυνση της πρόσβασης της βιομηχανίας στην ψηφιακή αγορά πέρα από γεωγραφικά σύνορα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε τομέα, και να ασχοληθεί κατεπειγόντως με το θέμα της πολυεδαφικής αδειοδότησης, σε περιπτώσεις στις οποίες η ζήτηση των καταναλωτών είναι σημαντική, και με την έλλειψη εναρμονισμένης νομοθεσίας όσον αφορά τα δικαιώματα του δημιουργού, καθώς και με τη δημιουργία αποτελεσματικού και διαφανούς συστήματος διαχείρισης των δικαιωμάτων, το οποίο θα συμπλήρωνε την υφιστάμενη ανάπτυξη νόμιμων υπηρεσιών οι οποίες ικανοποιούν τη ζήτηση των καταναλωτών για ευκολότερη, άμεση και προσαρμοσμένη πρόσβαση σε περιεχόμενο, από οπουδήποτε και εάν βρίσκονται·

32.  τονίζει ότι το σύστημα αδειοδότησης θα πρέπει να βελτιωθεί βάσει τεχνικής ουδετερότητας, κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα κράτη μέλη να έχουν στη διάθεσή τους ένα ευέλικτο, αποτελεσματικό και διαφανές σύστημα το οποίο θα μπορεί να προσαρμόζεται στις νέες τεχνολογίες·

33.  καλεί την Επιτροπή να επανεξετάσει το θέμα της διασυνοριακής διαχείρισης των δικαιωμάτων και να μεταβάλει τη σημερινή ανασφάλεια δικαίου που οφείλεται στη σύσταση 2005/737/ΕΚ της Επιτροπής της 18ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με τη συλλογική διασυνοριακή διαχείριση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα δικαιώματα του δημιουργού έχουν, για πολιτισμικούς, παραδοσιακούς και γλωσσικούς λόγους εγγενώς εδαφικό χαρακτήρα, και διασφαλίζοντας τη λειτουργία ενός πανευρωπαϊκού συστήματος αδειοδότησης το οποίο θα παρέχει στους καταναλωτές πρόσβαση στην ευρύτερη δυνατή επιλογή περιεχομένου, και όχι εις βάρος του ευρωπαϊκού τοπικού ρεπερτορίου·

34.  εφιστά, επιπλέον την προσοχή στο αυξανόμενο πρόβλημα της βιομηχανικής κατασκοπείας και της κλοπής δεδομένων βιομηχανικής ιδιοκτησίας, ειδικότερα τεχνικών εγγράφων και του πηγαίου κώδικα, μέσω Διαδικτύου·

35.  προτείνει ότι το Παρατηρητήριο θα πρέπει να διεξαγάγει λεπτομερή ανάλυση του προβλήματος της κλοπής δεδομένων και να υποβάλει προτάσεις για την καταπολέμηση του προβλήματος·

36.  καλεί την Επιτροπή να εντοπίσει τα ιδιαίτερα προβλήματα και τις ανάγκες των ΜΜΕ, προκειμένου να αναπτύξει συγκεκριμένα μέτρα για τη στήριξη των ΜΜΕ στον τομέα της καταπολέμησης των παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και να δώσει τη δυνατότητα στις ΜΜΕ να προστατευθούν καλύτερα τόσο στο πλαίσιο της ΕΕ όσο και σε τρίτες χώρες·

37.  στηρίζει τις ενέργειες της Επιτροπής για την εξεύρεση των βέλτιστων τρόπων με τους οποίους θα μπορούσε να βελτιωθεί περαιτέρω ο κανονισμός της ΕΕ για τις τελωνειακές αρχές, ο οποίος επιτρέπει τη δέσμευση προϊόντων που εικάζεται ότι παραβιάζουν ΔΠΙ και αποτελεί έτσι έναν από τους πυλώνες του νομικού πλαισίου της Ένωσης για την επιβολή των ΔΠΙ·

38.  καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει καινοτόμο και ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ διοικητικών τμημάτων και των διαφόρων ενδιαφερόμενων επαγγελματικών κλάδων·

39.  καλεί τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να επεκτείνουν τη συνεργασία μεταξύ του Γραφείου Εναρμόνισης στην Εσωτερική Αγορά και των εθνικών υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη πνευματική ιδιοκτησία, έτσι ώστε να καλύπτουν επίσης την καταπολέμηση παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας·

40.  αναγνωρίζει την ανάγκη χρησιμοποίησης των υφιστάμενων θεσμικών δομών των κρατών μελών για την καταπολέμηση των παραποιημένων αγαθών και, ως εκ τούτου, καλεί τις εθνικές υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και άλλα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας να παράσχουν μεγαλύτερη στήριξη και δυνατότητες κατάρτισης στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στο κοινό·

Διεθνής διάσταση και αντίκτυπος στην εσωτερική αγορά

41.  καλεί την Επιτροπή να εντείνει τη συνεργασία της με τις τρίτες χώρες προτεραιότητας όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία και να προωθήσει μια ισορροπημένη προσέγγιση στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ιδίως στο πλαίσιο της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPS)·

42.  καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι προσπάθειές της για την προώθηση των διαπραγματεύσεων σχετικά με την πολυμερή εμπορική συμφωνία καταπολέμησης της παραποίησης (ACTA), με σκοπό τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα του συστήματος επιβολής των ΔΠΙ κατά της παραποίησης θα συνεχιστούν λαμβάνοντας πλήρως υπόψη τη θέση του Κοινοβουλίου, ιδίως όπως αυτή εκφράζεται στο ψήφισμά του της 18ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τις συνέπειες της απομίμησης/παραποίησης στο διεθνές εμπόριο, και τη ζητεί να τηρεί πλήρως ενήμερο το Κοινοβούλιο σχετικά με την πρόοδο και την έκβαση των διαπραγματεύσεων και να διασφαλίσει ότι οι διατάξεις της ACTA συμμορφώνονται πλήρως με το κοινοτικό κεκτημένο για τα ΔΠΙ και τα θεμελιώδη δικαιώματα·

43.  στηρίζει από την Επιτροπή να συνεχίσει και να ενισχύσει τις διμερείς πρωτοβουλίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των «διαλόγων για την πνευματική ιδιοκτησία» με τρίτες χώρες και των προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας·

44.  διαπιστώνει ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για την εσωτερική αγορά έγκειται στην καταπολέμηση των παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ και σε τρίτες χώρες· στο πλαίσιο αυτό, καλεί την Επιτροπή να δημιουργήσει περισσότερες υπηρεσίες τεχνικής υποστήριξης για την πνευματική ιδιοκτησία σε τρίτες χώρες (κυρίως στην Ινδία και τη Ρωσία), προκειμένου να βοηθήσει τους ευρωπαίους επιχειρηματίες στην πιο ενεργή επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας τους και στην καταπολέμηση παραβιάσεων των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας σε τρίτες χώρες, καθώς και της εισαγωγής στην εσωτερική αγορά παραποιημένων αγαθών που έχουν κατασκευαστεί σε αυτές τις τρίτες χώρες·

Οργανωμένο έγκλημα

45.  τονίζει τη σημασία της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος στον τομέα των ΔΠΙ, ιδίως σε σχέση με την παραποίηση και την διαδικτυακή παραβίαση ΔΠΙ· επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, την ανάγκη θέσπισης κατάλληλης ευρωπαϊκής νομοθεσίας σχετικά με την επιβολή αναλογικών και δίκαιων κυρώσεων και υποστηρίζει την στενή στρατηγική και λειτουργική συνεργασία μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών στην ΕΕ, ιδίως της Europol, των εθνικών αρχών και του ιδιωτικού τομέα, καθώς και με μη κράτη μέλη της ΕΕ και διεθνείς οργανισμούς·

o
o   o

46.  αναθέτει στον Πρόεδρο του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.

(1) EE L 178, 17.7.2000, σ.1.
(2) ΕΕ L 167, 22.6.2001, σ. 10.
(3) ΕΕ L 196, 2.8.2003, σ. 7.
(4) ΕΕ L 195, 2.6.2004, σ. 16.
(5) ΕΕ L 111, 5.5.2009, σ 16.
(6) ΕΕ C 74 E, 20.3.2008, σ. 526.
(7) ΕΕ C 117 Ε, 6.5.2010, σ. 206.
(8) ΕΕ C 247 Ε, 15.10.2009, σ. 25.


Ευρωπαϊκή στρατηγική για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των ορεινών, νησιωτικών και αραιοκατοικημένων περιοχών
PDF 268kWORD 51k
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των ορεινών περιοχών, των νήσων και των αραιοκατοικημένων περιοχών
P7_TA(2010)0341RC-B7-0518/2010

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το Μέρος ΙΙΙ, Τίτλο XVIΙI της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε το άρθρο 174 αυτής,

–  έχοντας υπόψη τους κανονισμούς για τα διαρθρωτικά ταμεία για την περίοδο 2007-2013,

–  έχοντας υπόψη την απόφαση 2006/702/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 2006, για τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές της Κοινότητας για τη συνοχή(1),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 2ας Σεπτεμβρίου 2003 σχετικά με τις διαρθρωτικά μειονεκτούσες περιφέρειες (νησιά, ορεινές περιφέρειες, περιφέρειες με χαμηλή πυκνότητα πληθυσμού) στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής και των θεσμικών της προοπτικών(2),

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών της 7ης Ιουλίου 2005 για την αναθεώρηση των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα(3),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Μαρτίου 2007 σχετικά με τα νησιά και τους φυσικούς και οικονομικούς περιορισμούς που αντιμετωπίζουν στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής(4),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 6ης Οκτωβρίου 2008, με τίτλο «Πράσινη Βίβλος για την εδαφική συνοχή: Μετατροπή της εδαφικής ποικιλομορφίας σε προτέρημα» (COM(2008)0616),

–  έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Περιφέρειες 2020 - μια αξιολόγηση των μελλοντικών προκλήσεων για τις περιφέρειες της ΕΕ» (SEC(2008)2868),

–  έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 24ης Μαρτίου 2009 σχετικά με την Πράσινη Βίβλο για την Εδαφική Συνοχή και το στάδιο της συζήτησης σχετικά με την μελλοντική μεταρρύθμιση της πολιτικής συνοχής(5),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 25ης Ιουνίου 2009, με θέμα την έκτη έκθεση προόδου σχετικά με την οικονομική και κοινωνική συνοχή (COM(2009)0295),

–  έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 31ης Μαρτίου 2010 με τίτλο «Πολιτική συνοχής: Στρατηγική έκθεση 2010 σχετικά με την υλοποίηση των προγραμμάτων 2007-2013» (COM(2010)0110),

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 110, παράγραφος 4, του Κανονισμού του,

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της εδαφικής συνοχής έχει παγιωθεί στους κανονισμούς που διέπουν τη λειτουργία των διαρθρωτικών ταμείων για την περίοδο 2007-2013 και ότι αποτελεί έναν από τους νέους κομβικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εισήχθησαν με τη Συνθήκη της Λισαβόνας ο οποίος αποσκοπεί στην εξασφάλιση αρμονικής ανάπτυξης της ΕΕ μέσω της μείωσης των περιφερειακών ανισοτήτων και της άρσης των εμποδίων στην ανάπτυξη, περιλαμβανομένων και αυτών που συνδέονται με φυσικά και γεωγραφικά μειονεκτήματα,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί ο αντίκτυπος των διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβόνας στο καθεστώς των περιοχών που δικαιούνται ειδικά μέτρα στο πλαίσιο της περιφερειακής πολιτικής,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 174 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες προκλήσεις λόγω των δημογραφικών μεταβολών, της δυσκολίας προσέγγισης, των κλιματικών μεταβολών, των μεταναστευτικών φαινομένων, του ενεργειακού εφοδιασμού και της περιφερειακής ολοκλήρωσης,

1.  εκφράζει την ικανοποίησή του για τη συμπερίληψη της εδαφικής συνοχής ως νέου στόχου της Ένωσης καθώς και για το νέο άρθρο 174· πιστεύει ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 πρέπει να μεταφραστούν σε συγκεκριμένες αναπτυξιακές στρατηγικές και απτά μέτρα με σκοπό να ξεπεραστούν τα μειονεκτήματα και να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες των εν λόγω περιοχών·

2.  θεωρεί ότι οι ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές αποτελούν ομοιογενείς ομάδες περιοχών και ότι διαθέτουν ορισμένα σημαντικά κοινά χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από άλλες περιοχές· πιστεύει ότι απαιτούν εξειδικευμένα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης· τονίζει σχετικά την ιδιόμορφη κατάσταση των νησιωτικών κρατών μελών που βρίσκονται στην περιφέρεια της Ένωσης·

3.  είναι της γνώμης ότι το ΑΕγχΠ πρέπει να παραμείνει το κύριο κριτήριο επιλεξιμότητας για τη χορήγηση βοήθειας περιφερειακής πολιτικής· καλεί εντούτοις την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εργαστούν με στόχο την εκπόνηση στατιστικών δεικτών πλέον κατάλληλων και προσανατολισμένων στην εδαφική διάσταση προκειμένου να παρέχεται μια πλέον ολοκληρωμένη εικόνα του επιπέδου ανάπτυξης αυτών των μειονεκτουσών περιοχών· τονίζει ότι δείκτες άλλοι εκτός του ΑΕγχΠ (σύνολο πληθυσμού, επίπεδα ανεργίας/απασχόλησης, μορφωτικό επίπεδο, πληθυσμιακή πυκνότητα) μπορούν ήδη να χρησιμοποιούνται από τα κράτη μέλη για την αναδιανομή πόρων μεταξύ περιοχών, εντός των προκαθορισμένων ορίων και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής·

4.  ζητεί τη θέσπιση εξειδικευμένου ευρωπαϊκού ολοκληρωμένου και ευέλικτου πλαισίου πολιτικής, το οποίο θα ασχοληθεί με τις ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές βάσει των κοινών χαρακτηριστικών τους, χωρίς να αγνοείται η ποικιλομορφία τους και με τη δέουσα προσοχή στην αρχή της αναλογικότητας· είναι της γνώμης ότι η πολιτική συνοχής πρέπει να αντιμετωπίζει την κατάσταση των νησιών όχι μόνο μέσω μέτρων περιφερειακής πολιτικής, αλλά χρησιμοποιώντας επίσης άλλες πολιτικές της ΕΕ με σημαντικό εδαφικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη αυτών των περιοχών· πιστεύει ότι ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο πολιτικής για τις ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές μπορεί να διαθέτει την αναγκαία προστιθέμενη αξία για να υπερκεραστούν τα μόνιμα προβλήματα αυτών των περιοχών και να προσαρμοστούν τα μοντέλα ανάπτυξης στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων τους·

5.  καλεί τα κράτη μέλη και τις περιφερειακές και τοπικές αρχές να συμμετάσχουν ευρύτερα στις στρατηγικές ανάπτυξης των ορεινών, νησιωτικών και αραιοκατοικημένων περιοχών διότι μια κάθετη προσέγγιση με τη συμμετοχή όλων των επιπέδων διακυβέρνησης, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να βρεθούν οι περιοχές αυτές στον ορθό δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης χωρίς να αγνοούνται άλλοι σημαντικοί τομείς της κάθε περιοχής· τονίζει ότι το δυναμικό αυτών των περιοχών, πολλές από τις οποίες διαθέτουν πολύ σημαντικούς φυσικούς πόρους, μπορεί να συμβάλει θετικά στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής για την ΕΕ του 2020, ιδίως στους τομείς της ενεργειακής πολιτικής και της έρευνας και ανάπτυξης·

6.  τονίζει ότι ο στόχος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης σε αυτές τις μειονεκτούσες περιοχές μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας εύστοχης διαμόρφωσης εξειδικευμένων προγραμμάτων και δράσεων της ΕΕ προσαρμοσμένων σε κάθε περιοχή και στοχευμένων στην επίτευξη μιας διαρθρωτικής προσαρμογής αυτών των περιοχών και καθιστώντας τες ανταγωνιστικότερες και ικανές να αντιμετωπίζουν τις κύριες υφιστάμενες προκλήσεις, καθώς και μέσω του αποτελεσματικού συντονισμού και της εφαρμογής των τεσσάρων διαρθρωτικών ταμείων, του Ταμείου Συνοχής και λοιπών χρηματοπιστωτικών μέσων, όπως αυτά που παρέχει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

7.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε να συνεχίσουν οι ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές να ωφελούνται από συγκεκριμένες διατάξεις βάσει του νέου πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και κατά την επόμενη περίοδο προγραμματισμού·

8.  εκφράζει ικανοποίηση για τους Ευρωπαϊκούς Ομίλους Εδαφικής Συνεργασίας (ΕΟΕΣ) διότι τους θεωρεί μέσο που θα επιτρέψει τον υπερκερασμό των εμποδίων που παρακωλύουν την εδαφική συνεργασία· ενθαρρύνει τις ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές να κάνουν χρήση των ΕΟΕΣ όσον αφορά την διαχείριση των έργων εδαφικής συνεργασίας με άλλες περιοχές που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ, κάτι που μπορεί να τις φέρει κοντύτερα στις οικονομικές περιοχές που τις περιβάλλουν·

9.  ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να κάνουν πλήρη χρήση των μέσων της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας στις ορεινές, νησιωτικές και αραιοκατοικημένες περιοχές ώστε να μπορέσουν να επωφεληθούν από τους πόρους που διατίθενται σε διασυνοριακό επίπεδο·

10.  ζητεί να εγκαταλειφθεί το κριτήριο της χιλιομετρικής απόστασης (150 χλμ) που χρησιμοποιείται στη διαδικασία ταξινόμησης των νησιών ως παραμεθόριων περιοχών επιλέξιμων για χρηματοδότηση βάσει προγραμμάτων διασυνοριακής συνεργασίας στο πλαίσιο είτε του στόχου εδαφικής συνεργασίας της πολιτικής συνοχής είτε της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας· πιστεύει ότι σε περίπτωση που η θέσπιση κάποιου ορίου θεωρηθεί αναγκαία, θα ήταν προτιμότερο για τις νησιωτικές περιφέρειες να εφαρμοσθεί η προϋπόθεση του διασυνοριακού εδάφους στο επίπεδο της θαλάσσιας λεκάνης·

11.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, στις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές κυβερνήσεις των κρατών μελών, καθώς και στους οικονομικούς και κοινωνικούς εταίρους.

(1) ΕΕ L 291, 21.10.2006, σ. 11.
(2) ΕΕ C 76 E, 25.3.2004, σ. 111.
(3) ΕΕ C 31, 7.2.2006, σ. 25.
(4) ΕΕ C 301 E, 13.12.2007, σ. 244.
(5) ΕΕ C 117 E, 6.5.2010, σ. 65.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου