Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2013 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με το διοικητικό δικονομικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2012/2024(INL))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 298 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι το δικαίωμα χρηστής διοίκησης αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών(1),
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής(2),
– έχοντας υπόψη την εκτεταμένη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έχει αναγνωρίσει ένα σύνολο γενικών αρχών διοικητικού δικαίου με βάση τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 σχετικά με την ειδική έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά την εξέταση ιδίας πρωτοβουλίας για την ύπαρξη Κώδικα Καλής Διοικητικής Συμπεριφοράς στα διάφορα κοινοτικά θεσμικά όργανα και οργανισμούς και τη δυνατότητα πρόσβασης του κοινού σε αυτόν(3),
– έχοντας υπόψη την απόφαση 2000/633/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής της 17ης Οκτωβρίου 2000 για την τροποποίηση του εσωτερικού της κανονισμού με την προσάρτηση ενός κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς για το προσωπικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις σχέσεις του με το κοινό(4),
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου/ Ύπατου Εκπροσώπου για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας της 25ης Ιουνίου 2001 σχετικά με κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς για τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το προσωπικό της στις υπηρεσιακές τους επαφές με το κοινό(5),
– έχοντας υπόψη τη σύσταση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης CM/Rec(2007)7 προς τα κράτη μέλη σχετικά με τη χρηστή διοίκηση, που εκπονήθηκε στις 20 Ιουνίου 2007,
– έχοντας υπόψη τις «Αρχές της δημόσιας διοίκησης για τους υπαλλήλους της ΕΕ», οι οποίες εκδόθηκαν από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή στις 19 Ιουνίου 2012,
– έχοντας υπόψη την έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά παραγγελία της σουηδικής κυβέρνησης από τον σουηδικό οργανισμό δημόσιας διοίκησης σχετικά με τις αρχές χρηστής διοίκησης στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης(6),
– έχοντας υπόψη τα ενημερωτικά σημειώματα που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη για το διοικητικό δίκαιο της ΕΕ που διοργανώθηκε από το Τμήμα Πολιτικής της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων του Κοινοβουλίου και από το Πανεπιστήμιο της Λεόν (Λεόν, 27-28 Απριλίου 2011),
– έχοντας υπόψη τις συστάσεις που περιλαμβάνονται στο έγγραφο εργασίας σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές του διοικητικού δικαίου της ΕΕ που παρουσιάστηκε από την ομάδα εργασίας για το διοικητικό δίκαιο της ΕΕ στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων στις 22 Νοεμβρίου 2011,
– έχοντας υπόψη την αξιολόγηση ευρωπαϊκής προστιθέμενης αξίας του διοικητικού δικονομικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρουσίασε η Μονάδα Ευρωπαϊκής Προστιθέμενης Αξίας στην Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων στις 6 Νοεμβρίου 2012,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 42 και 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Αναφορών (A7-0369/2012),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πολίτες έρχονται ολοένα και πιο άμεσα αντιμέτωποι με τη δημόσια διοίκηση της Ένωσης χωρίς να απολαμβάνουν πάντοτε τα αντίστοιχα δικονομικά δικαιώματα βάσει των οποίων θα μπορούσαν να κινηθούν εναντίον της στις περιπτώσεις που οι εν λόγω ενέργειες μπορεί να αποδειχτούν αναγκαίες,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολίτες δικαιούνται να αναμένουν από τη διοίκηση της Ένωσης υψηλό επίπεδο διαφάνειας, αποτελεσματικότητας, ταχείας εκτέλεσης και ικανότητας ανταπόκρισης, είτε υποβάλλουν μια τυπική καταγγελία είτε ασκούν το δικαίωμα υποβολής αναφοράς σύμφωνα με τη Συνθήκη, καθώς και την παροχή πληροφοριών που θα υποδεικνύουν τις υπάρχουσες δυνατότητες για περαιτέρω δράση σχετικά με την υπόθεσή τους,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχύοντες κανόνες και οι ισχύουσες αρχές της Ένωσης για τη χρηστή διοίκηση έχουν διασκορπιστεί σε ένα ευρύ φάσμα πηγών: στο πρωτογενές δίκαιο, στη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο παράγωγο δίκαιο, στο μη δεσμευτικό δίκαιο και στις μονομερείς δεσμεύσεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το γεγονός ότι η Ένωση δεν διαθέτει συνεκτικό και ολοκληρωμένο σύνολο κωδικοποιημένων κανόνων διοικητικού δικαίου δεν διευκολύνει τους πολίτες στην κατανόηση των διοικητικών τους δικαιωμάτων που απορρέουν από το ενωσιακό δίκαιο,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχύοντες εσωτερικοί κώδικες δεοντολογίας των διαφόρων θεσμικών οργάνων έχουν περιορισμένη ισχύ, διαφέρουν μεταξύ τους και δεν είναι νομικά δεσμευτικοί,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο προαναφερθέν ψήφισμά του της 6ης Σεπτεμβρίου 2001, πεπεισμένο ότι ο ίδιος κώδικας ορθής διοικητικής συμπεριφοράς πρέπει να ισχύει για όλα τα θεσμικά όργανα, τους οργανισμούς και τις υπηρεσίες της Ένωσης, το Κοινοβούλιο ενέκρινε με τροποποιήσεις τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ορθής Διοικητικής Συμπεριφοράς που συντάχθηκε από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο ίδιο ψήφισμα το Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή να υποβάλει πρόταση κανονισμού η οποία να περιέχει κώδικα ορθής διοικητικής συμπεριφοράς βάσει του άρθρου 308 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι, όπως επισημάνθηκε από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, τούτο θα συμβάλει στην εξάλειψη της σύγχυσης που προκύπτει επί του παρόντος από την παράλληλη ύπαρξη διαφορετικών κωδίκων για τα περισσότερα θεσμικά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, θα διασφαλίσει ότι τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί εφαρμόζουν τις ίδιες βασικές αρχές στις σχέσεις τους με τους πολίτες και θα υπογραμμίσει τη σημασία των αρχών αυτών, τόσο για τους πολίτες όσο και για τους υπαλλήλους,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι όλες οι ενέργειες της Ένωσης πρέπει να συνάδουν με τις αρχές του κράτους δικαίου στο πλαίσιο αυστηρής διάκριση των εξουσιών,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι το θεμελιώδες δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει πλέον νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα ως πρωτογενές δίκαιο,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κανόνες χρηστής διοίκησης προάγουν τη διαφάνεια και τη λογοδοσία,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα πιεστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση συνίσταται στην έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών, γεγονός το οποίο μπορεί να πλήξει τη νομιμότητά της· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να παρέχει στους πολίτες ταχείες, σαφείς και πειστικές απαντήσεις προκειμένου να διασκεδάζει τις ανησυχίες τους,
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κωδικοποίηση της αρχής της παροχής υπηρεσιών - και συγκεκριμένα της αρχής σύμφωνα με την οποία η διοίκηση πρέπει να προσπαθεί να καθοδηγεί, να βοηθά, να εξυπηρετεί και να στηρίζει τους πολίτες, να ενεργεί με τη δέουσα ευγένεια, και κατά συνέπεια να αποφεύγει τις αδικαιολόγητα επαχθείς και χρονοβόρες διαδικασίες, εξοικονομώντας έτσι χρόνο και κόπο, τόσο για πολίτες όσο και για δημόσιους λειτουργούς- θα συμβάλλει στην εκπλήρωση των θεμιτών προσδοκιών των πολιτών και θα συνεπάγεται οφέλη τόσο για τους πολίτες όσο και για τη διοίκηση από άποψη βελτιωμένων υπηρεσιών και αυξημένης αποδοτικότητας· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμα όλων των πολιτών της Ένωσης σε χρηστή διοίκηση πρέπει να ενισχυθεί, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων τις σχετικές υπηρεσίες και τα δίκτυα πληροφόρησης της Επιτροπής,
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, με βάση τις συστάσεις της ομάδας κρατών κατά της διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, μία σαφής και δεσμευτική δέσμη διατάξεων για τη διοίκηση της Ένωσης θα εξέπεμπε θετικό μήνυμα στο πλαίσιο της καταπολέμησης της διαφθοράς στις δημόσιες διοικήσεις,
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα βασικό σύνολο αρχών χρηστής διοίκησης είναι επί του παρόντος ευρέως αποδεκτό από τα κράτη μέλη,
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομολογία του Δικαστηρίου έχει καταρτίσει παγιωμένες διαδικαστικές αρχές οι οποίες διέπουν τις διαδικασίες των κρατών μελών για τα κοινοτικά θέματα και οι οποίες θα πρέπει κατά μείζονα λόγο να ισχύουν στην άμεση διοίκηση της Ένωσης,
ΙΖ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο θα βοηθούσε την διοίκηση της Ένωσης να χρησιμοποιήσει το δυναμικό της στην εσωτερική οργάνωση για να διευκολύνει και να προωθήσει τις υψηλότερες προδιαγραφές διοίκησης,
ΙΗ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο θα ενισχύσει τη νομιμότητα της Ένωσης και θα αυξήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διοίκηση της Ένωσης,
ΙΘ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο θα μπορούσε να ενθαρρύνει την αυθόρμητη σύγκλιση των εθνικών διοικητικών δικαίων, όσον αφορά τις γενικές διαδικαστικές αρχές και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών έναντι της διοίκησης, και κατά συνέπεια να ενισχύσει τη διαδικασία της ολοκλήρωσης,
Κ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο θα μπορούσε να προωθήσει τη συνεργασία και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των εθνικών διοικήσεων και της διοίκησης της Ένωσης, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που θέτει το άρθρο 298 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΚΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας έχει παράσχει στην Ένωση την κατάλληλη νομική βάση για τη θέσπιση ενός ευρωπαϊκού διοικητικού δικονομικού δικαίου,
ΚΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθετική δράση που ζητείται στο ψήφισμα αυτό πρέπει να βασίζεται σε λεπτομερείς εκτιμήσεις επιπτώσεων, οι οποίες, μεταξύ άλλων, θα προσδιορίζουν ποσοτικά το κόστος των διοικητικών διαδικασιών,
ΚΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή θα πρέπει να προβεί σε επαρκή διαβούλευση με όλους τους σχετικούς παράγοντες, και θα πρέπει να αξιοποιήσει ιδίως τις ειδικές γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή δεδομένου ότι σε αυτόν υποβάλλονται οι καταγγελίες των πολιτών σχετικά με παραβάσεις που διαπράττονται στους κόλπους των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης,
1. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει, με βάση το άρθρο 298 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρόταση κανονισμού για ευρωπαϊκό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, ακολουθώντας τις λεπτομερείς συστάσεις του παραρτήματος του παρόντος ψηφίσματος·
2. επιβεβαιώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της επικουρικότητας·
3. φρονεί ότι η παρούσα πρόταση δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις·
4. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις συνοδευτικές λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, καθώς και στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Σύσταση 1 (σχετικά με τον στόχο και το πεδίο εφαρμογής του προς έγκριση κανονισμού)
Στόχος του κανονισμού πρέπει να είναι η διασφάλιση του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση μέσω μιας ανοιχτής, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης διοίκησης βάσει ενός ευρωπαϊκού διοικητικού δικονομικού δικαίου.
Ο κανονισμός πρέπει να ισχύει για τα θεσμικά όργανα, τους οργανισμούς, τα γραφεία και τις υπηρεσίες της Ένωσης («διοίκηση της Ένωσης») στις σχέσεις τους με το κοινό. Το πεδίο εφαρμογής του ως εκ τούτου πρέπει να περιορίζεται στην άμεση διοίκηση.
Ο κανονισμός πρέπει να κωδικοποιεί τις θεμελιώδεις αρχές της χρηστής διοίκησης και να ρυθμίζει τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθεί η διοίκηση της Ένωσης κατά τον χειρισμό μεμονωμένων υποθέσεων στις οποίες ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποτελεί το ένα μέρος, και άλλων καταστάσεων όπου ένα άτομο έχει άμεση ή προσωπική επαφή με τη διοίκηση της Ένωσης.
Σύσταση 2 (σχετικά με τη σχέση μεταξύ κανονισμού και τομεακών πράξεων)
Ο κανονισμός πρέπει να περιλαμβάνει ένα καθολικό σύνολο αρχών και να θεσπίζει μια διαδικασία η οποία να ισχύει ως ελάχιστος κανόνας («de minimis») σε περιπτώσεις όπου δεν υφίσταται lex specialis.
Οι εγγυήσεις που παρέχονται σε πρόσωπα στις τομεακές πράξεις δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να παρέχουν λιγότερη προστασία από αυτές που προβλέπονται στον κανονισμό.
Σύσταση 3 (σχετικά με τις γενικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη διοίκηση)
Ο κανονισμός πρέπει να κωδικοποιεί τις ακόλουθες αρχές:
– Αρχή της νομιμότητας: η διοίκηση της Ένωσης ενεργεί σύμφωνα με το δίκαιο και εφαρμόζει τους κανόνες και τις διαδικασίες που ορίζονται στη νομοθεσία της Ένωσης. Οι διοικητικές εξουσίες βασίζονται στο δίκαιο και το περιεχόμενό τους είναι σύμφωνο με αυτό.
Οι λαμβανόμενες αποφάσεις και τα εγκρινόμενα μέτρα δεν είναι σε καμία περίπτωση αυθαίρετα και δεν κατευθύνονται από σκοπούς που δεν βασίζονται στο δίκαιο ή δεν υποκινούνται από το κοινό συμφέρον.
– Αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ίσης μεταχείρισης: η διοίκηση της Ένωσης αποφεύγει κάθε αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ ατόμων με βάση την ιθαγένεια, το φύλο, τη φυλή, το χρώμα, την εθνοτική ή κοινωνική προέλευση, τη γλώσσα, τις θρησκευτικές, πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, την αναπηρία, την ηλικία ή τον γενετήσιο προσανατολισμό.
Πρόσωπα ευρισκόμενα στην ίδια κατάσταση τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης. Διαφορές στη μεταχείριση δικαιολογούνται μόνο λόγω αντικειμενικών χαρακτηριστικών του συγκεκριμένου θέματος.
– Αρχή της αναλογικότητας: η διοίκηση της Ένωσης λαμβάνει αποφάσεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των προσώπων μόνο όταν κρίνεται απαραίτητο και στον βαθμό που απαιτείται για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.
Κατά τη λήψη αποφάσεων, οι υπάλληλοι διασφαλίζουν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων των ιδιωτών και του γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, δεν επιβάλλουν υπερβολικά διοικητικά ή οικονομικά βάρη σε σχέση με το αναμενόμενο όφελος.
– Αρχή της αμεροληψίας: η διοίκηση της Ένωσης είναι αμερόληπτη και ανεξάρτητη. Απέχει από κάθε αυθαίρετη πράξη η οποία έχει δυσχερείς επιπτώσεις σε πρόσωπα και από κάθε προνομιακή μεταχείριση για οποιονδήποτε λόγο.
Η διοίκηση της Ένωσης ενεργεί πάντα προς το συμφέρον της Ένωσης και για το κοινό καλό. Καμία πράξη δεν κατευθύνεται από προσωπικό (συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού), οικογενειακό ή εθνικό συμφέρον ή από πολιτικές πιέσεις. Η διοίκηση της Ένωσης διασφαλίζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ διαφόρων τύπων συμφερόντων των πολιτών (επιχειρηματικών, καταναλωτικών και άλλων).
– Αρχή της συνέπειας και των θεμιτών προσδοκιών: η διοίκηση της Ένωσης είναι συνεπής στη συμπεριφορά της και ακολουθεί τη συνήθη διοικητική της πρακτική, η οποία κοινοποιείται. Στην περίπτωση που υπάρχουν βάσιμοι λόγοι απομάκρυνσης από τη συνήθη αυτή διοικητική πρακτική σε μεμονωμένες περιπτώσεις, πρέπει να παρέχεται έγκυρη αιτιολόγηση για την απομάκρυνση αυτή.
Οι θεμιτές και εύλογες προσδοκίες που ενδέχεται να έχουν ορισμένα πρόσωπα δεδομένου του τρόπου με τον οποίο η διοίκηση της Ένωσης έχει ενεργήσει στο παρελθόν γίνονται σεβαστές.
– Αρχή του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής: η διοίκηση της Ένωσης σέβεται την ιδιωτική ζωή των προσώπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
Η διοίκηση της Ένωσης δεν επεξεργάζεται προσωπικά δεδομένα για αθέμιτους σκοπούς και δεν διαβιβάζει τέτοιου είδους δεδομένα σε μη εξουσιοδοτημένα τρίτα μέρη.
– Αρχή της δικαιοσύνης: η αρχή αυτή πρέπει να τηρείται ως βασική δικαιϊκή αρχή που είναι απαραίτητη για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης και προβλεψιμότητας στις σχέσεις μεταξύ μεμονωμένων ατόμων και της διοίκησης.
– Αρχή της διαφάνειας: η διοίκηση της Ένωσης είναι ανοικτή. Τεκμηριώνει τις διοικητικές διαδικασίες και τηρεί κατάλληλα αρχεία της εισερχόμενης και εξερχόμενης αλληλογραφίας, των εγγράφων που παραλαμβάνονται και των αποφάσεων και των μέτρων που λαμβάνονται. Κάθε συμβολή από συμβουλευτικές ομάδες και ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να δημοσιοποιείται.
Αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και τα όρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001.
– Αρχή της αποδοτικότητας και της παροχής υπηρεσιών: οι ενέργειες της διοίκησης της Ένωσης διέπονται από τα κριτήρια της αποδοτικότητας και της παροχής δημόσιας υπηρεσίας.
Οι υπάλληλοι συμβουλεύουν το κοινό ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί ένα θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους.
Όταν λάβουν μια αίτηση για ένα θέμα για το οποίο δεν είναι υπεύθυνοι, κατευθύνουν το άτομο που υποβάλλει την αίτηση στην αρμόδια υπηρεσία.
Σύσταση 4 (σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τις διοικητικές αποφάσεις)
Σύσταση 4.1: σχετικά με την έναρξη της διοικητικής διαδικασίας
Οι διοικητικές αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται από τη διοίκηση της Ένωσης με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερόμενου μέρους.
Σύσταση 4.2: σχετικά με την απόδειξη παραλαβής
Η παραλαβή αιτήσεων για μεμονωμένες αποφάσεις βεβαιώνεται γραπτώς, με μια ένδειξη της προθεσμίας για τη λήψη της εν λόγω απόφασης. Οι συνέπειες ενδεχόμενης αποτυχίας λήψης αποφάσεως εντός της προθεσμίας (διοικητική σιωπή) επισημαίνονται.
Σε περίπτωση εσφαλμένης αιτήσεως, η απόδειξη παραλαβής ορίζει προθεσμία για τη διόρθωση του σφάλματος ή για την προσκόμιση τυχόν εγγράφου που λείπει.
Σύσταση 4.3: σχετικά με την αμεροληψία των διοικητικών αποφάσεων
Κανένας υπάλληλος δεν συμμετέχει σε διοικητική απόφαση στην οποία έχει οικονομικό συμφέρον.
Τυχόν σύγκρουση συμφερόντων αναφέρεται από τον εμπλεκόμενο υπάλληλο στον ή στην ιεραρχικά αμέσως ανώτερο/η, ο οποίος/η οποία δύναται να λάβει την απόφαση να εξαιρεθεί ο εν λόγω υπάλληλος από τη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης.
Ένας ενδιαφερόμενος πολίτης δύναται να ζητήσει την εξαίρεση ενός υπαλλήλου από τη λήψη τυχόν απόφασης η οποία θα επηρεάσει τα προσωπικά συμφέροντα του εν λόγω πολίτη. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται γραπτώς και αναφέρει τους λόγους στους οποίους βασίζεται. Ο αμέσως ανώτερος ιεραρχικά του υπαλλήλου λαμβάνει απόφαση αφού ακούσει τον εμπλεκόμενο υπάλληλο.
Πρέπει να οριστούν κατάλληλες προθεσμίες για την αντιμετώπιση συγκρούσεων συμφερόντων.
Σύσταση 4.4: σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης
Τα δικαιώματα υπεράσπισης πρέπει να γίνονται σεβαστά σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Εάν η διοίκηση της Ένωσης λάβει μια απόφαση η οποία επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα προσώπων, δίνεται στα εν λόγω πρόσωπα η ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους γραπτώς ή προφορικώς πριν από τη λήψη της απόφασης, και εάν κριθεί απαραίτητο ή εάν το επιλέξουν τα ίδια, με τη συνδρομή ατόμου δικής τους επιλογής.
Σύσταση 4.5: σχετικά με το δικαίωμα κάθε ατόμου να έχει πρόσβαση στον προσωπικό του φάκελο
Χορηγείται πλήρης πρόσβαση σε ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο επιθυμεί να δει τον φάκελό του ή τον φάκελό της. Το ενδιαφερόμενο μέρος πρέπει να καθορίζει ποια μη εμπιστευτικά έγγραφα είναι σημαντικά.
Σύσταση 4.6: σχετικά με τις προθεσμίες
Οι διοικητικές αποφάσεις λαμβάνονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και χωρίς καθυστέρηση. Οι προθεσμίες καθορίζονται στον αντίστοιχο κανόνα που διέπει κάθε συγκεκριμένη διαδικασία. Όπου δεν ορίζεται προθεσμία, το χρονικό διάστημα δεν πρέπει να υπερβαίνει τους τρεις μήνες από την ημερομηνία της απόφασης έναρξης της διαδικασίας, εάν ξεκίνησε αυτεπαγγέλτως, ή από την ημερομηνία υποβολής της αιτήσεως του ενδιαφερόμενου μέρους.
Εάν δεν είναι δυνατόν να ληφθεί απόφαση εντός της προθεσμίας για αντικειμενικούς λόγους, όπως η ανάγκη να παρασχεθεί χρόνος για τη διόρθωση εσφαλμένης αιτήσεως, ο περίπλοκος χαρακτήρας των εγειρόμενων θεμάτων, η υποχρέωση αναστολής της διαδικασίας εν αναμονή της απόφασης τρίτου μέρους, κ.λπ., το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ενημερώνεται σχετικά και η απόφαση λαμβάνεται το συντομότερο δυνατόν.
Σύσταση 4.7: σχετικά με τη μορφή των διοικητικών αποφάσεων
Οι διοικητικές αποφάσεις είναι γραπτές και συντάσσονται με σαφή, απλό και κατανοητό τρόπο. Συντάσσονται στη γλώσσα επιλογής του παραλήπτη, με την προϋπόθεση ότι αποτελεί μία από τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης.
Σύσταση 4.8: σχετικά με την υποχρέωση αιτιολόγησης
Οι διοικητικές αποφάσεις πρέπει να αναφέρουν σαφώς τους λόγους στους οποίους βασίζονται. Πρέπει να επισημαίνουν τα σχετικά γεγονότα και τη νομική βάση τους.
Πρέπει να περιλαμβάνουν ξεχωριστή αιτιολόγηση. Εάν τούτο δεν καθίσταται δυνατόν λόγω του γεγονότος ότι παρόμοιες αποφάσεις αφορούν μεγάλο αριθμό προσώπων, θα επιτρέπονται τυποποιημένες ανακοινώσεις. Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, ξεχωριστή αιτιολόγηση πρέπει να παρασχεθεί σε τυχόν πολίτη που θα την αιτηθεί ρητώς.
Σύσταση 4.9: σχετικά με την κοινοποίηση των διοικητικών αποφάσεων
Οι διοικητικές αποφάσεις που επηρεάζουν τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεμονωμένων ατόμων θα κοινοποιούνται γραπτώς στο ενδιαφερόμενο άτομο ή στα ενδιαφερόμενα άτομα, αμέσως μετά την έγκρισή τους.
Σύσταση 4.10: σχετικά με την αναφορά των διαθέσιμων ένδικων μέσων
Οι διοικητικές αποφάσεις δηλώνουν σαφώς –όπου προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης– ότι η έφεση είναι δυνατή και περιγράφουν τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την υποβολή της έφεσης αυτής, καθώς και το όνομα και τη διεύθυνση του γραφείου του ατόμου ή του τμήματος στο οποίο πρέπει να υποβληθεί η έφεση και η προθεσμία για την υποβολή της.
Όπου κρίνεται απαραίτητο, στις διοικητικές αποφάσεις αναφέρεται η δυνατότητα έναρξης δικαστικών διαδικασιών και/ή υποβολής καταγγελίας στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή.
Σύσταση 5 (σχετικά με την επανεξέταση και τη διόρθωση ιδίων αποφάσεων)
Ο κανονισμός πρέπει να χορηγεί τη δυνατότητα στη διοίκηση της Ένωσης να διορθώνει τυπογραφικά, αριθμητικά ή παρόμοια λάθη σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή με δική της πρωτοβουλία ή έπειτα από αίτηση του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Πρέπει να συμπεριληφθούν διατάξεις σχετικά με τη διόρθωση των διοικητικών αποφάσεων για άλλους λόγους, οι οποίες θα κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ της διαδικασίας που θα ακολουθείται για την αναθεώρηση των εγκριθέντων αποφάσεων που επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα ενός προσώπου και αυτών που ωφελούν το πρόσωπο αυτό.
Σύσταση 6 (σχετικά με τη μορφή και τη δημοσιότητα που θα δοθεί στον κανονισμό)
Ο κανονισμός πρέπει να καταρτιστεί με σαφή και συνοπτικό τρόπο και να γίνεται εύκολα κατανοητός από το κοινό.
Πρέπει να δημοσιευθεί αρμοδίως στις ιστοσελίδες κάθε θεσμικού οργάνου, οργανισμού, γραφείου και υπηρεσίας της Ένωσης.