Ευρετήριο 
 Προηγούμενο 
 Επόμενο 
 Πλήρες κείμενο 
Διαδικασία : 2013/2166(INL)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου : A7-0133/2014

Κείμενα που κατατέθηκαν :

A7-0133/2014

Συζήτηση :

PV 10/03/2014 - 15
CRE 10/03/2014 - 15

Ψηφοφορία :

PV 11/03/2014 - 9.24
Αιτιολογήσεις ψήφου

Κείμενα που εγκρίθηκαν :

P7_TA(2014)0202

Κείμενα που εγκρίθηκαν
PDF 448kWORD 177k
Τρίτη 11 Μαρτίου 2014 - Στρασβούργο
Επανεξέταση του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας
P7_TA(2014)0202A7-0133/2014
Ψήφισμα
 Παράρτημα

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11ης Μαρτίου 2014 με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την επανεξέταση του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) (2013/2166(INL))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–  έχοντας υπόψη το άρθρο 225 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου(1),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών)(2),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων)(3),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών)(4),

–  έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1096/2010 του Συμβουλίου της 17ης Νοεμβρίου 2010 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου(5),

–  έχοντας υπόψη την οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ, 2002/87/ΕΚ, 2003/6/ΕΚ, 2003/41/ΕΚ, 2003/71/ΕΚ, 2004/39/ΕΚ, 2004/109/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ, 2006/48/ΕΚ, 2006/49/ΕΚ, και 2009/65/ΕΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) και της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών)(6),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του, της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) όσον αφορά την αλληλεπίδρασή του με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. .../... του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων(7),

–  έχοντας υπόψη τη θέση του της 12ης Σεπτεμβρίου 2013 εν όψει της έγκρισης κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2013 του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων(8),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 3ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών(9) και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(10),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 3ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων(11) και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(12),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 3ης Ιουνίου 2010, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τη σύσταση Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών(13) και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(14),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 18ης Μαΐου 2010, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/EΚ, 2002/87/EΚ, 2003/6/EΚ, 2003/41/EΚ, 2003/71/EΚ, 2004/39/EΚ, 2004/109/EΚ, 2005/60/EΚ, 2006/48/EΚ, 2006/49/EΚ, και 2009/65/EΚ όσον αφορά τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών(15) και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(16),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 25ης Μαΐου 2010, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου(17), και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(18),

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της 25ης Μαΐου 2010, σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου(19) και τη θέση του της 22ας Σεπτεμβρίου 2010 σχετικά με την πρόταση αυτή(20),

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 1ης Μαρτίου 2013 σχετικά µε την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών για το οικονομικό έτος 2011,

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 1ης Μαρτίου 2013 σχετικά µε την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Αρχής Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων για το οικονομικό έτος 2011,

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 1ης Μαρτίου 2013 σχετικά µε την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών για το οικονομικό έτος 2011,

–  έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της 5ης Σεπτεμβρίου 2013 σχετικά με τον γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2014 όλα τα τμήματα,

–  έχοντας υπόψη τις βασικές αρχές για την άσκηση αποτελεσματικής τραπεζικής εποπτείας, όπως εγκρίθηκαν από την επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 2012(21),

–  έχοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά για αποτελεσματικά καθεστώτα εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο του 2011,

–  έχοντας υπόψη τις αρχές ορθής πρακτικής σχετικά με τα εποπτικά σώματα, όπως εκδόθηκαν από την επιτροπή τραπεζικής εποπτείας της Βασιλείας τον Οκτώβριο 2010(22),

–  έχοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Ιανουαρίου 2014 στην υπόθεση C-270/12 Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

–  έχοντας υπόψη τα άρθρα 42 και 48 του Κανονισμού του,

–  έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0133/2014),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε ότι η ανεπαρκής διαχείριση κινδύνων και η αναποτελεσματική, άνιση και κατακερματισμένη εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών συνέβαλε στη χρηματοπιστωτική αστάθεια και στην έλλειψη της προστασίας των καταναλωτών στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υποστηρίζει σθεναρά τη δημιουργία των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, έχει προβλέψει περισσότερες εξουσίες σε συντονισμό και άμεση εποπτεία για τις εν λόγω αρχές, και πιστεύει ότι αυτές αποτελούν βασικούς παράγοντες για τη δημιουργία σταθερότερων και ασφαλέστερων χρηματοπιστωτικών αγορών καθώς και ότι η Ένωση χρειάζεται ισχυρότερη και καλύτερα συντονισμένη εποπτεία σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) έχει αναβαθμίσει την ποιότητα και τη συνοχή της χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην εσωτερική αγορά· λαμβάνοντας υπόψη ότι πρόκειται για μια εξελικτική διαδικασία κατά την οποία τα μέλη των εποπτικών συμβουλίων πρέπει να επικεντρώνονται στις αξίες και τα συμφέροντα της Ένωσης·

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι από τη σύσταση του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ), η μικροπροληπτική εποπτεία στην Ένωση αναπτύχθηκε με πιο γρήγορο ρυθμό από τη μακροπροληπτική επίβλεψη·

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αρμοδιότητες της μικροοικονομικής και μακροοικονομικής εποπτείας συγκεντρώνονται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) η οποία οφείλει να λάβει κατάλληλα μέτρα προς αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων λόγω των καθηκόντων της ΕΚΤ στη νομισματική πολιτική·

ΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές πρέπει να εμποδίζουν τον κατακερματισμό των χρηματοπιστωτικών αγορών στην Ένωση·

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές είναι επιφορτισμένες, μεταξύ άλλων, με το έργο της σύγκλισης και της συμβολής στην βελτίωση της ποιότητας της καθημερινής εποπτείας, και δεν χρειάζονται να αναπτύξουν δείκτες επιδόσεων οι οποίοι να επικεντρώνονται στα ρυθμιστικά αποτελέσματα που επιτυγχάνει η καθημερινή εποπτεία·

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές έχουν εκπληρώσει σε μεγάλο βαθμό την αποστολή τους συνεισφέροντας στις νομοθετικές διαδικασίες και προτείνοντας τεχνικά πρότυπα·

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, παρόλο που οι κανονισμοί για τη σύσταση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών είναι σχεδόν πανομοιότυποι, το πεδίο εφαρμογής τους έχει εξελιχθεί με πολύ διαφορετικό τρόπο·

Ι.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα (ΡΤΠ) και τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα (ΕΤΠ), η Επιτροπή έχει την ευθύνη να εγκρίνει με ή χωρίς τροποποίηση τα σχέδια που υποβάλλουν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, και πρέπει να παρέχει λεπτομερή αιτιολογία σε περίπτωση που παρεκκλίνει από τα εν λόγω σχέδια·

ΙΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η άμεση εποπτεία που ασκεί η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) στους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα της εποπτείας στον εν λόγω τομέα·

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ΡΤΠ εγκρίνονται ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και εγγυώνται τη συμμετοχή των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σε τομείς στους οποίους έχουν περισσότερες τεχνικές γνώσεις για τη σύνταξη χαμηλότερων επιπέδων νομοθεσίας·

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην παράγραφο 2 της Κοινής Αντίληψης για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Επιτροπής, αναφέρεται ότι τα τρία θεσμικά όργανα πρέπει να συνεργάζονται καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας που οδηγεί στην έγκριση κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, με στόχο την ομαλή άσκηση της ανατιθέμενης εξουσίας και τον αποτελεσματικό έλεγχο αυτής της εξουσίας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο·

ΙΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) αποτέλεσε μια ακόμα σημαντική ενέργεια προς την κατεύθυνση της συνεκτικής εποπτείας των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ και στα άλλα συμμετέχοντα κράτη μέλη·

ΙΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) έχει πολύ σημαντικές επιπτώσεις στη θεσμική συγκρότηση της μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής εποπτείας στην Ένωση, δεδομένων των εξουσιών που έχουν εκχωρηθεί στην ΕΚΤ στους εν λόγω τομείς·

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) έχει παράσχει χρήσιμες μακροοικονομικές συστάσεις για τη νομοθετική διαδικασία, οι οποίες στους τομείς των αμοιβαίων κεφαλαίων χρηματαγοράς, των κεφαλαιακών απαιτήσεων, της οδηγίας για την ενυπόθηκη πίστη ή των συμμετρικών μέτρων μακροπρόθεσμης εγγύησης της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ(23) ελήφθησαν μόνο μερικώς υπόψη από την Επιτροπή και τους συννομοθέτες·

ΙΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου δεν έχει υποχρεωτικό ρόλο στη νομοθεσία, ακόμα και όταν πρόκειται για μακροοικονομικά θέματα·

ΙΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή έχει διαδραματίσει σημαντικό και εποικοδομητικό ρόλο στη διαχείριση του θεματολογίου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, ιδίως ενθαρρύνοντάς το να επικεντρωθεί σε αμφιλεγόμενα και θεμελιώδη ζητήματα·

ΙΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συννομοθέτες ή η Επιτροπή ενδεχομένως να είχαν λάβει υπόψη τους ορισμένες από τις προτάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου εάν είχαν υποβληθεί σε προγενέστερο στάδιο της νομοθετικής διαδικασίας·

Κ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου ιδρύθηκε στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης για την αποτροπή μεγαλύτερης κρίσης και προς διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας·

ΚΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συστημικός κίνδυνος που ενέχουν τα πολύ χαμηλά επιτόκια που διατηρούνται για υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έχει αναφερθεί ποτέ σε δήλωση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου·

ΚΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στις πιστώσεις και στις «φούσκες» των τιμών των ακινήτων και, ως εκ τούτου, να επιφέρει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και των δραστηριοτήτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου·

ΚΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, έπειτα από τις πρώτες προτάσεις της Επιτροπής, έπρεπε να είχε διπλάσια μέλη προσωπικού από όσα έχει στην πραγματικότητα και ότι οι διακυμάνσεις στον αριθμό του ειδικευμένου του προσωπικού είναι επιζήμιες για το έργο του·

ΚΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΑΚΑΑ δεν έλαβε υπόψη τις δηλώσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου σχετικά με τον κανονισμό EMIR·

ΚΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 130 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), δεν επιτρέπεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, που συστάθηκε εκτός της ΕΚΤ, να απευθύνει στην ΕΚΤ γνωμοδοτήσεις, συστάσεις ή προειδοποιήσεις·

ΚΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δομή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και το μέγεθος του οργάνου του που λαμβάνει τις αποφάσεις επιβραδύνουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

ΚΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύσταση 2011/3 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου αναφέρει ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να έχουν ηγετικό ρόλο στην μακροπροληπτική εποπτεία και, ως εκ τούτου, οι εκπρόσωποι των κεντρικών τραπεζών θα πρέπει απαραιτήτως να είναι μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου·

ΚΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσχώρηση μελών στο ΕΣΣΚ βασίζεται κυρίως στις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο αλλά έχουν επίσης παρόμοιες προοπτικές·

ΚΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι μεγάλα τμήματα της τομεακής νομοθεσίας που αφορούν την ανάθεση ειδικών αρμοδιοτήτων στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές δεν έχουν τεθεί ακόμα σε ισχύ, με αποτέλεσμα οι εν λόγω αρχές να αδυνατούν να εκπληρώσουν εξίσου τις υποχρεώσεις τους·

Λ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία που συνδέεται με τις χρηματοπιστωτικές αγορές, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένη και ότι, εξαιτίας της πληθώρας νομικών κειμένων, παρατηρούνται νομικά κενά και επικαλύψεις στο πεδίο των υποχρεώσεων υποβολής εκθέσεων, των θεσμικών αποκλίσεων και των ρυθμίσεων, ενώ μπορούν να προκληθούν ακούσιες επιπτώσεις και αρνητικός αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία·

ΛΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δημιούργησαν ένα γραφείο χρηματοοικονομικής προστασίας των καταναλωτών με ισχυρή εντολή·

ΛΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διαφάνεια και η ανεξαρτησία αποτελούν σημαντικά συστατικά στοιχεία της χρηστής διακυβέρνησης και ότι είναι σημαντικό να αυξηθεί η διαφάνεια του έργου των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και η ανεξαρτησία τους·

ΛΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι παρόλο που οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές λειτουργούν γενικά με διαφανή τρόπο, μέσω πληροφοριών στους δικτυακούς τους τόπους, χρειάζεται να αυξηθεί η διαφάνεια όσον αφορά το έργο τους και την εξέλιξη σε συμβουλές και προτάσεις, καθώς επίσης καλύτερη πληροφόρηση σχετικά με τις ειδικές ομάδες και ομάδες εργασίας·

ΛΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή συμμετέχει επίσημα και ανεπίσημα στις δραστηριότητες των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, η συμμετοχή της όμως αυτή δεν έχει διάφανη βάση ενώ ο ρόλος της πρέπει να ευθυγραμμιστεί με εκείνον του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έτσι ώστε να μην αμφισβητείται η ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΛΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δείχνουν να έχουν περιοριστεί τα οφέλη που προκύπτουν από τις συνεισφορές των ομάδων ενδιαφερομένων για το έργο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΛΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αυξημένη διαφάνεια είναι υψίστης σημασίας για τις ομάδες ενδιαφερομένων από πλευράς δημιουργίας τεκμηριωμένων και λειτουργικών κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η δε συνεργασία με τους παράγοντες της αγοράς θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική εάν οι εν λόγω ομάδες χαρακτηρίζονταν από μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τη σύνθεσή τους και τα λεπτομερή καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί·

ΛΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα πρέπει να στηρίξουν την Επιτροπή, καθιστώντας διαθέσιμη, με διαφανή τρόπο, την εμπειρογνωμοσύνη τους στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·

ΛΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές πρέπει να συνδράμουν την Επιτροπή και τους συννομοθέτες, αξιολογώντας τον βαθμό στον οποίο η νομοθεσία επιτυγχάνει τους ρυθμιστικούς στόχους της, και θα πρέπει να δημοσιοποιούν την εν λόγω αξιολόγηση για λόγους διαφάνειας. οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα πρέπει να παρέχουν επίσημες γνωμοδοτήσεις σχετικά με την προτεινόμενη ενωσιακή νομοθεσία και να αξιολογούν την ισχύ των στοιχείων και της ανάλυσης που περιλαμβάνονται σε εκτιμήσεις επιπτώσεων της νομοθετικής πρότασης·

ΛΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στην υπόθεση C-270/12, η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέφερε ένα δυνητικά ενισχυμένο πεδίο για τις δραστηριότητες του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ σε σύγκριση με την επικρατούσα ερμηνεία της απόφασης στην υπόθεση C-9/56 Meroni(24) την εποχή που δημιουργήθηκε το ΕΣΧΕ και ως εκ τούτου η Επιτροπή πρέπει να αξιολογήσει τις πιθανές επιπτώσεις του κατά την προσεχή επανεξέταση του ΕΣΧΕ·

Μ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η εποπτεία από την ΕΚΤ των χρηματοπιστωτικών ομίλων που αναπτύσσουν τραπεζικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες περιορίζεται από τη νομική βάση του ΕΕΜ·

ΜΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημιουργία του ΕΕΜ τροποποιεί το υποκείμενο εποπτικό καθεστώς του ΕΣΧΕ και δημιουργεί ένα βαθμό ασυμμετρίας μεταξύ των διαφόρων αρχών και των πεδίων εποπτείας τους·

ΜΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την έναρξη ισχύος του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό να αποφευχθεί η ρυθμιστική διαιτησία, να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού και να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χωρίς στρεβλώσεις και με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών ελευθεριών·

ΜΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές έχουν διαφορετικά πρότυπα και χρονοδιαγράμματα υποβολής εκθέσεων και ότι, με τη δημιουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) ενδέχεται να υπάρξει σοβαρός κίνδυνος επικάλυψης των απαιτήσεων που αφορούν την υποβολή εκθέσεων εάν οι εθνικές αρχές δεν συνεργαστούν επαρκώς με τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές·

ΜΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το δικαίωμα διερεύνησης πιθανών παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης και το ενδεχόμενο δεσμευτικής διαμεσολάβησης έχουν χρησιμοποιηθεί σπανιότατα, οι δε ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές έχουν πάρα πολύ περιορισμένες δυνατότητες να προβαίνουν σε έρευνα σε περίπτωση υποτιθέμενων παραβάσεων του δικαίου από τις εθνικές αρμόδιες αρχές·

ΜΕ.  λαμβάνοντας υπόψη σε ό,τι αφορά τις πιθανές παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης οι αποφάσεις που αφορούν τις εθνικές εποπτικές αρχές λαμβάνονται από εθνικούς επόπτες εντός των εποπτικών συμβουλίων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΜΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι υπό την επίδραση των δεσμευτικών αρμοδιοτήτων διαμεσολάβησης των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών βρέθηκαν πολλές χρήσιμες λύσεις μεταξύ εθνικών εποπτικών αρχών·

ΜΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει αποδειχτεί πως οι εθνικοί αντιπρόσωποι δυσκολεύονται να διαχωρίσουν τον ρόλο τους ως επικεφαλής αρμόδιας εθνικής αρχής από την ευρωπαϊκή διαδικασία λήψης αποφάσεων, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση την ικανότητά τους να τηρούν πραγματικά την απαίτηση να δρουν ανεξάρτητα και αντικειμενικά, αποκλειστικά προς το συμφέρον της Ένωσης στο σύνολό της, σύμφωνα με το άρθρο 42 των κανονισμών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΜΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η άσκηση πίεσης δεν λειτούργησε όπως είχε προβλεφθεί κατά τον αρχικό σχεδιασμό των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και είναι απαραίτητη για να τους δώσει τη δυνατότητα να τονώσουν την ανάπτυξή τους·

ΜΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές καταβάλλουν ακόμα προσπάθειες για να συγκεντρώσουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για το έργο τους στην αναγκαία μορφή, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευρωπαϊκή αρχή τραπεζών έπρεπε να διενεργήσει προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διέθετε ούτε την απαραίτητη νομική εξουσία για να συγκεντρώσει τα στοιχεία που απαιτούνται για τις προσομοιώσεις ούτε τις νομικές εξουσίες για να επαληθεύσει στοιχεία που έδειχναν ανακριβή·

Ν.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές ενδέχεται να μην υποβάλλουν ορισμένα αναγκαία αιτήματα παροχής πληροφοριών επειδή αναμένουν ότι θα απορριφθούν από τα αντίστοιχα εποπτικά τους συμβούλια·

ΝΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η πρόσφατα συμφωνηθείσα νομοθεσία έχει ενισχύσει τις αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών όσον αφορά την εξέταση καταγγελιών για παραβιάσεις ή για αδυναμία εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, υποχρεώνοντας τις αρμόδιες αρχές να παρέχουν στις σχετικές ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές όλες τις πληροφορίες που θεωρούνται αναγκαίες, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου εφαρμογής της νομοθεσίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης·

ΝΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά τη σύσταση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού σημειώθηκε κάποια πρόοδος κατά το ότι ανατέθηκαν στην ΕΑΤ οι αναγκαίες εξουσίες για την άμεση συγκέντρωση πληροφοριών, ωστόσο μια τέτοια ικανότητα πρέπει να δοθεί στις άλλες ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές·

ΝΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κατευθυντήριες γραμμές έχουν αποδειχθεί χρήσιμο και αναγκαίο μέσο για την κάλυψη των ρυθμιστικών κενών, όταν δεν προβλέπονται εξουσίες για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές στην τομεακή νομοθεσία·

ΝΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές έχουν την εντολή να παρακολουθήσουν την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης στα κράτη μέλη, αλλά υπολείπονται σε πόρους για την αξιολόγηση της εφαρμογής·

ΝΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία MiFID I(25) εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη, ορισμένα όμως αρνούνται να εφαρμόσουν και να επιβάλουν στην πράξη τους κανόνες που αφορούν την προστασία των καταναλωτών·

ΝΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμετοχή των εκπροσώπων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σε σώματα εποπτών έχει βελτιώσει τη λειτουργία τους, όμως τα σώματα αυτά έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο όσον αφορά την ενίσχυση της εποπτικής σύγκλισης·

ΝΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δικαιώματα ψήφου στα εποπτικά συμβούλια των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών δεν είναι ανάλογα του μεγέθους των αντίστοιχων κρατών μελών, όπως συμβαίνει σήμερα στην ΕΚΤ και σε άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς·

ΝΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αλλαγές στο αρχικό σύστημα ψηφοφορίας της ΕΑΤ, το οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει δίκαιη μεταχείριση των κρατών μελών και ομαλές συνθήκες εργασίας για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, αποτελούσαν παραχώρηση προς ορισμένα κράτη μέλη και κατέστησαν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο εποπτικό συμβούλιο πιο επαχθείς και δυσκίνητες·

ΝΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν πρέπει να υφίστανται διακρίσεις με βάση την ηλικία ή το φύλο κατά τον διορισμό των προέδρων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, και η θέση αυτή θα πρέπει να δημοσιοποιείται ευρέως σε όλη την Ένωση·

Ξ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρόεδρος, ο εκτελεστικός διευθυντής και τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου και των διαχειριστικών συμβουλίων θα πρέπει να είναι σε θέση να δρουν ανεξάρτητα και μόνο προς το συμφέρον της Ένωσης.

ΞΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες εθνικές εποπτικές αρχές κρατών μελών έχουν δυσκολευτεί να καλύψουν τις υποχρεωτικές τους συνεισφορές στους προϋπολογισμούς των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΞΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι υποχρεωτικές συνεισφορές των κρατών μελών έρχονται σε σύγκρουση με την ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

ΞΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές δήλωσαν πως αντιμετωπίζουν δυσχέρειες στην πρόσληψη προσωπικού με συγκεκριμένη προϋπηρεσία και ότι δυσκολεύονται να εκπληρώσουν την αποστολή τους λόγω έλλειψης πόρων και προσωπικού, ενώ οι διαθέσιμοι πόροι δεν ανταποκρίνονται στα προς εκτέλεση καθήκοντα·

ΞΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ισχύουσα χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, με ρύθμιση μεικτής χρηματοδότησης, δεν είναι ευέλικτη, δημιουργεί διοικητικό φόρτο και συνιστά απειλή για την ανεξαρτησία των οργανισμών·

ΞΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ρυθμιστική εντολή για την ανάπτυξη εκτελεστικών και κατ' εξουσιοδότηση πράξεων ήταν προτεραιότητα για τις ευρωπαϊκές εποπτικές κατά τη φάση της συγκρότησής τους και έχει δημιουργήσει δυσανάλογο βάρος στο φόρτο εργασίας τους συγκριτικά με άλλες ευθύνες·

ΞΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές δεν μπόρεσαν να διαθέσουν επαρκείς πόρους για τη βασική λειτουργία της εκπόνησης οικονομικών αναλύσεων των χρηματοπιστωτικών αγορών (όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010), που αποτελεί βασικό θεμέλιο για τη σύνταξη κανόνων υψηλής ποιότητας·

ΞΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η κοινή εντολή για σύνταξη έκθεσης σχετικά με τις καταναλωτικές τάσεις απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη τη συγκέντρωση πληροφοριών για τις εν λόγω τάσεις·

ΞΗ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΑΤ εξακολουθεί να στερείται νομικής βάσης στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών και, μεταξύ άλλων, στην οδηγία για την καταναλωτική πίστη(26)·

ΞΘ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένες απαιτήσεις που προέβλεψαν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές για όλους τους παράγοντες της αγοράς θεωρήθηκαν από ορισμένους παράγοντες της αγοράς επαχθείς, ακατάλληλες και δυσανάλογες του μεγέθους και του επιχειρηματικού μοντέλου των αποδεκτών, ενώ η τομεακή νομοθεσία δεν προέβλεπε πάντα επαρκή ευελιξία για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης·

Ο.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ΕΚΤ έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στις ομάδες εργασίας του Συμβουλίου, ενώ οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές είναι σε μεγάλο βαθμό απούσες από την επίσημη διαδικασία λήψης αποφάσεων·

ΟΑ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών οι προσπάθειες, οι πόροι που διατέθηκαν και τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών διέφεραν μεταξύ τους και ήταν εξαιρετικά χαμηλά σε ό,τι αφορά την ΕΑΤ·

ΟΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αδύναμη εταιρική διακυβέρνηση και το σύστημα γνωστοποίησης πληροφοριών ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την τρέχουσα κρίση·

ΟΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στις νέες εποπτικές αρχές της Βασιλείας περιλαμβάνονται δύο νέες αρχές για την εταιρική διακυβέρνηση και διαφάνεια καθώς και για τη γνωστοποίηση πληροφοριών·

ΟΔ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η καταχρηστική πώληση, ο αθέμιτος ανταγωνισμός και η προσοδοθηρική συμπεριφορά μπορούν να βλάψουν τους καταναλωτές·

ΟΕ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών δεν διαβίβασαν ουσιαστικές εκθέσεις σχετικά με τις καταναλωτικές τάσεις·

ΟΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ακόμα δεν έχει δημοσιοποιηθεί η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, όπως είχε υποσχεθεί ο Πρόεδρο της ΕΚΤ κ. Mario Draghi·

ΟΖ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάγκη να λαμβάνονται αποφάσεις για θέματα προστασίας των καταναλωτών απαιτεί ένα αντίστοιχο επίπεδο εμπειρογνωμοσύνης μεταξύ των μελών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ακόμα και αν σε μερικά από αυτά δεν έχει ανατεθεί αντίστοιχη εντολή στο κράτος μέλος καταγωγής τους·

ΟH.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ισχύουσες ρήτρες διασφάλισης του άρθρου 38 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 περιορίζουν τις δυνατότητες διαμεσολάβησης δυνάμει των άρθρων 18 και 19, τότε, ιδίως σε περιπτώσεις εξυγίανσης διασυνοριακών ομίλων στο πλαίσιο της οδηγίας για τη διάσωση και εξυγίανση των τραπεζών, οι αρμοδιότητες για τη λήψη τελικών αποφάσεων εκχωρούνται στο κράτος μέλος που έχει δημοσιονομική αρμοδιότητα για το εν λόγω ίδρυμα·

1.  ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο, μέχρι την 1η Ιουλίου 2014, νομοθετικές προτάσεις για την αναθεώρηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1095/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1096/2010, ύστερα και από τις αναλυτικές συστάσεις που διατυπώνονται στο παρόν παράρτημα, βασιζόμενη στην εμπειρία που αποκομίσθηκε μετά τη σύσταση των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και σε μια εμβριθή ανάλυση της νομικής βάσης και των εναλλακτικών δυνατοτήτων που προσφέρει το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ, περιλαμβανομένης της πρόσφατης νομολογίας·

2.  επιβεβαιώνει ότι οι συστάσεις σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αρχή της επικουρικότητας·

3.  εκτιμά ότι οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των ζητούμενων προτάσεων πρέπει να καλυφθούν από τον προϋπολογισμό με τις κατάλληλες πιστώσεις από την προϋπολογισμό της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη την επιλογή των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών να κάνουν παρακρατήσεις από τις οντότητες που τελούν υπό την εποπτεία τους·

4.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο.

(1) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1.
(2) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12.
(3) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
(4) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.
(5) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 162.
(6) ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 120.
(7) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0371.
(8) Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2013)0372.
(9) A7-0166/2010.
(10) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 214.
(11) A7-0170/2010.
(12) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 209.
(13) A7-0169/2010.
(14) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 217.
(15) A7-0163/2010.
(16) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 212.
(17) A7-0168/2010.
(18) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 210.
(19) A7-0167/2010.
(20) ΕΕ C 50 Ε της 21.2.2012, σ. 216.
(21) http://www.bis.org/publ/bcbs230.pdf.
(22) http://www.bis.org/publ/bcbs177.pdf.
(23) Οδηγία 2009/138/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ L 335 της 17.12.2009, σ. 1).
(24) Υπόθεση 9/56 Meroni κατά Υψηλής Αρχής, [1957 και 1958] Συλλογή 133.
(25) Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 145 της 30.4.2004, σ. 1).
(26) Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 133 της 22.5.2008, σ. 66).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΖΗΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η προς έγκριση νομοθετική πράξη ή πράξεις θα πρέπει να προβλέπουν τα εξής:

Το ευρωπαϊκό σύστημα χρηματοπιστωτικής εποπτείας θα πρέπει να προσαρμοστεί ακόμα περισσότερο στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό με τους εξής τρόπους:

–  αναβάθμιση της εντολής όλων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών για τη δεσμευτική και μη δεσμευτική διαμεσολάβηση, ιδίως σε σχέση με την ΕΚΤ·

–  αποσαφήνιση της εντολής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ως προς τη διενέργεια δεσμευτικής διαμεσολάβησης σε τομείς για τους οποίους απαιτείται εποπτική κρίση·

–  παραχώρηση της δυνατότητας στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να δρομολογούν δεσμευτική και μη δεσμευτική διαμεσολάβηση στις περιπτώσεις που προβλέπεται από την τομεακή νομοθεσία με πρωτοβουλία του διοικητικού συμβουλίου·

–  αναβάθμιση των εξουσιών όλων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ώστε να διενεργούν προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων και να έχουν τουλάχιστον αντίστοιχες δυνατότητες με τις δυνατότητες που δόθηκαν στην Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών κατά την ίδρυση του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού·

–  εξασφάλιση ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου , οι εθνικές εποπτικές αρχές και η ΕΚΤ, στην περίπτωση των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό, θα έχουν πρόσβαση στις ίδιες πληροφορίες σχετικά με την εποπτεία, οι οποίες θα πρέπει να παρέχονται, εφόσον είναι δυνατόν, στην ίδια συχνότητα και σε κοινή ηλεκτρονική μορφή που χρειάζεται να καθοριστεί από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, χωρίς ωστόσο η κοινή μορφή να δημιουργεί κάποια νέα υποχρέωση για παροχή δεδομένων σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ, ενώ θα παρέχεται επαρκής μεταβατικής περίοδο για τη δεσμευτική επιβολή της κοινής μορφής·

–  μέριμνα ώστε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου να μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω ως ένα ισχυρό δίκτυο για τη διασφάλιση μόνιμης παρακολούθησης και ανάλυσης των συστημικών κινδύνων μεταξύ των φορέων λήψης αποφάσεων, αναπτύσσοντας μια παράδοση διαλόγου μεταξύ της μικροπροληπτικής εποπτείας και της μακροοικονομικής επίβλεψης·

–  πρόβλεψη μηχανισμών ενίσχυσης της ανεξαρτησίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, ενώ παράλληλα θα εξασφαλίζεται η διάδραση με την ΕΚΤ·

–  μέριμνα για τις απαραίτητες λειτουργικές αλλαγές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου λόγω της δημιουργίας του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας του πρώτου να απευθύνει προειδοποιήσεις και συστάσεις στην ΕΚΤ και στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό·

–  ανάπτυξη ενός ενιαίου σημείου εισόδου για οποιαδήποτε συγκέντρωση στοιχείων, το οποίο θα είναι υπεύθυνο για την επιλογή, αποτίμηση και διαβίβαση των εποπτικών και στατιστικών στοιχείων·

–  διεύρυνση του ρόλου της επιστημονικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ)·

–  διορισμό ενός εκτελεστικού προέδρου του ΕΣΣΚ·

–  αξιολόγηση και αποσαφήνιση της αποστολής και των καθηκόντων του ΕΣΣΚ προκειμένου να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν μεταξύ της μικροπροληπτικής εποπτείας και των εποπτικών εργαλείων και της μακροοικονομικής επίβλεψης·

–  ενίσχυση του συντονιστικού ρόλου της διευθύνουσας επιτροπής του ΕΣΣΚ και προσαρμογή της σύνθεσής της·

–  διεύρυνση της λίστας πιθανών αποδεκτών προειδοποιήσεων και συστάσεων εκ μέρους του ΕΣΣΚ, ώστε να συμπεριληφθεί σε αυτήν η ΕΚΤ (με τους ρόλους της όπως αυτοί ορίζονται από τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό) και οι εθνικές αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας·

–  προσθήκη των συστάσεων του ΕΣΣΚ στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο κυρίως μέσω των ανά χώρα συστάσεων και των συστάσεων προς την Ένωση ως συνόλου·

Στις περιπτώσεις που η πείρα έχει δείξει πως χρειάζεται αναθεώρηση, νέες νομοθετικές πράξεις θα βελτιώσουν τη λειτουργία του ευρωπαϊκού συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας (ΕΣΧΕ) με τους εξής τρόπους:

Πρόεδροι

–  αναβάθμιση των εξουσιών των προέδρων και των τριών ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, ώστε να λαμβάνουν τεχνικές και επιχειρησιακές αποφάσεις ή να ζητούν πληροφορίες από άλλες εποπτικές αρχές σύμφωνα με την εντολή της αντίστοιχης ευρωπαϊκής εποπτικής αρχής, και διευκόλυνση της ανάθεσης και άλλων αρμοδιοτήτων από τα εποπτικά συμβούλια στους προέδρους·

–  εξουσιοδότηση των προέδρων να εκδίδουν αξιολογήσεις ομοτίμων δυνάμει του άρθρου 30 του κανονισμού των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  χορήγηση στους προέδρους και στους εκτελεστικούς διευθυντές του δικαιώματος ψήφου στο εποπτικό συμβούλιο·

–  εξασφάλιση του ότι οι πρόεδροι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών θα έχουν το δικαίωμα να διορίζουν τους προέδρους των εσωτερικών επιτροπών και των ομάδων εργασίας δυνάμει του άρθρου 41 του κανονισμού των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  διασφάλιση του ότι οι πρόεδροι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και του ΕΣΣΚ προσκαλούνται επίσημα στις συνεδριάσεις του ECOFIN τουλάχιστον δύο φορές ετησίως ώστε να παρουσιάζουν τις δραστηριότητες και το πρόγραμμα εργασίας τους·

–  πραγματική επιδίωξη ισορροπίας των δύο φύλων στο πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής των προέδρων και των αναπληρωτών τους, και να είναι η διαδικασία διαφανής και προγραμματισμένη κατά τρόπο που να μπορεί το Κοινοβούλιο να ασκεί το ρόλο του σε τέτοιες διαδικασίες·

–  εξασφάλιση παρά ταύτα του σεβασμού της διατυπωθείσας στην προηγούμενη παράγραφο αρχής ότι πρόεδροι των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών θα πρέπει να επιλέγονται μόνο με βάση τα προσόντα, τις ικανότητες, τις γνώσεις για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις αγορές και την πείρα τους όσον αφορά την χρηματοπιστωτική εποπτεία και ρύθμιση·

Διακυβέρνηση: οργάνωση, λήψη αποφάσεων, ανεξαρτησία και διαφάνεια

–  τροποποίηση του άρθρου 45 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1095/2010 και μετατροπή των διοικητικών συμβουλίων και των τριών ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σε ανεξάρτητα όργανα, επάνδρωση με τρεις επαγγελματίες οι οποίοι θα διαθέτουν ευρωπαϊκή εντολή και θα διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον πρόεδρο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και τους εκτελεστικούς διευθυντές, και χορήγηση στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δικαίωμα ψήφου στο εποπτικό συμβούλιο ώστε να διασφαλίζεται μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τα εθνικά συμφέροντα. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου θα συμπίπτει με τον πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου και θα έχει δικαίωμα αποφασιστικής ψήφου τόσο στο διοικητικό συμβούλιο όσο και στο εποπτικό συμβούλιο·

–  τροποποίηση του άρθρου 40 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010, και του κανονισμού (EΕ) αριθ. 1095/2010 και τροποποίηση της σύνθεσης του εποπτικού συμβουλίου, το οποίο θα πρέπει να απαρτίζεται από τον επικεφαλής των αρμόδιων εθνικών αρχών συν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου·

–  ανακατανομή των καθηκόντων μεταξύ του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου κατά τρόπο ώστε το εποπτικό συμβούλιο να εστιάζει στην παροχή στρατηγικής καθοδήγησης στο έργο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, στην έγκριση τεχνικών προτύπων, γενικών κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και συστάσεων και αποφάσεων για προσωρινές παρεμβάσεις, αλλά και άλλων αποφάσεων που λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο με δικαίωμα ένστασης, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκ μέρους του εποπτικού συμβουλίου στην πρόταση του διοικητικού συμβουλίου·

–  δημιουργία για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές μιας ανεξάρτητης γραμμής στον προϋπολογισμό κατά τα πρότυπα του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας των Δεδομένων, η οποία θα χρηματοδοτείται από τις συνεισφορές παραγόντων της αγοράς και από τον προϋπολογισμό της Ένωσης·

–  μεγαλύτερη ανεξαρτησία των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών από την Επιτροπή, ειδικότερα στις καθημερινές τους λειτουργίες·

–  καθιέρωση πιο εξορθολογισμένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων εντός των εποπτικών συμβουλίων και για τις τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές·

–  απλούστευση των μηχανισμών ψηφοφορίας και εκ νέου καθιέρωση των ίδιων κανόνων ψηφοφορίας και για τις τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, βάσει των μηχανισμών ψηφοφορίας που ισχύουν επί του παρόντος για την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΑΕΣ·

–  ενίσχυση και προστασία της ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την καθιέρωση επίσημων διαδικασιών και υποχρεώσεις γνωστοποίησης σχετικά με τις ανακοινώσεις, νομικές γνωμοδοτήσεις και επίσημες ή ανεπίσημες προφορικές συμβουλές που παρέχονται από την Επιτροπή·

–  εξασφάλιση του ότι για ζητήματα προστασίας των καταναλωτών τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου που δεν διαθέτουν εντολή για την προστασία των καταναλωτών στο κράτος μέλος τους συνοδεύονται από εκπρόσωπο της εθνικής αρχής που είναι αρμόδιος επί του θέματος στις αντίστοιχες συνεδριάσεις του συμβουλίου·

–  ανάπτυξη γρήγορων και αποτελεσματικών διαδικασίες λήψης αποφάσεων στο πλαίσιο της Κοινής Επιτροπής με σκοπό την επίσπευση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και τη μείωση των πιθανοτήτων υποβολής ενστάσεων·

–  μεγαλύτερη ευελιξία των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ώστε να απασχολούν ειδικευμένο προσωπικό για ειδικά καθήκοντα, ακόμα και για περιορισμένη χρονική περίοδο·

–  μεγαλύτερη διαφάνεια της συμμετοχής των ενδιαφερομένων και της τυχόν σύγκρουσης συμφερόντων και καθιέρωση ενός αυστηρότερου καθεστώτος σχετικά με τις προθεσμίες υπαναχώρησης, και δη μέσω μεγαλύτερης ενημέρωσης των ομίλων λιανικής πώλησης, μέσω αποτελεσματικών διαβουλεύσεων και διαφανέστερων διαδικασιών·

–  αναθεώρηση του συστήματος των ομάδων ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένης της δομής, της σύνθεσης και των πόρων τους και επαναφορά της ισορροπίας στη σύνθεση των ομάδων ενδιαφερομένων έστι ώστε να εξασφαλίζεται ότι θα λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που παρέχουν οι καταναλωτές και οι εκτός της βιομηχανίας ενδιαφερόμενοι·

–  συγκρότηση μιας μονάδας οικονομικής ανάλυσης για την παροχή πλήρως τεκμηριωμένης ανάλυσης κόστους-οφέλους των προτεινόμενων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων, ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων και κατευθυντήριων γραμμών, καθώς και για την παροχή πληροφοριών κατά τη σύνταξη των γνωμοδοτήσεων προς την Επιτροπή, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο στο πλαίσιο της κατάρτισης νέας νομοθεσίας αλλά και της αναθεώρησης της υφιστάμενης νομοθεσίας·

Ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων και ενιαία αγορά

–  αναθεώρηση του πεδίου δράσης και του καταλόγου τομεακής νομοθεσίας στο άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  απαίτηση από την Επιτροπή και, κατά περίπτωση, τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να παρέχουν εγκαίρως απαντήσεις στα σχόλια βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις που οι απόψεις που εκφράζουν οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν αντικατοπτρίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που ενέκρινε η Επιτροπή·

–  απαίτηση από την Επιτροπή, στις περιπτώσεις που δεν εγκρίνει τα σχέδια των ΡΤΠ ή ΕΤΠ που πρότειναν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, να δημοσιοποιεί τους λόγους της καθώς και μια πλήρως τεκμηριωμένη ανάλυση κόστους-οφέλους προς αιτιολόγηση της απόφασης·

–  θέσπιση μιας επίσημης μεθόδου επικοινωνίας με τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Επιτροπής προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η νομοθεσία για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες υποστηρίζει ένα δίκαιο και βιώσιμο ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και αποφεύγει τις αντιανταγωνιστικές ανισορροπίες που προκύπτουν ως αποτέλεσμα της νομοθεσίας, τόσο σε επίπεδο πρόσβασης των καταναλωτών σε λιανικές υπηρεσίες και όσον αφορά τις μεταξύ αυτών διαφορές στην Ένωση όσο και σε επίπεδο επαγγελματικών αντισυμβαλλομένων και των αγορών χονδρικής·

–  παροχή στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές της εντολής να αναφέρουν στην Επιτροπή περιπτώσεις κατά τις οποίες η εθνική νομοθεσία ή διαφορές στην εθνική νομοθεσία παρεμποδίζουν τη λειτουργία της ενιαίας αγοράς·

–  παροχή στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές της εντολής και των εξουσιών να εντοπίζουν τιμολογιακές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και να αναλύουν συγκεκριμένες αγορές όπου υπάρχουν ενδείξεις προσοδοθηρικής συμπεριφοράς·

–  ενίσχυση της εντολής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών για να συνεισφέρουν στη διάδοση χρηματοπιστωτικών δεδομένων και στην πειθαρχία στην αγορά, απαιτώντας από αυτές να δημοσιεύουν στον ιστότοπό τους πληροφορίες σχετικά με τα επιμέρους χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που κρίνουν απαραίτητες προκειμένου να διασφαλίζεται η διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών·

–  αποσαφήνιση του ότι οι κατευθυντήριες γραμμές για τη βελτίωση των κοινών προτύπων για το σύνολο της εσωτερικής αγοράς, δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, μπορούν να εκδοθούν μόνο με βάση την αντίστοιχη δικαιοδοσία στην τομεακή νομοθεσία, γεγονός που μπορεί να διασφαλίσει τη δημοκρατική νομιμότητα·

–  αποσαφήνιση του ότι οι κατευθυντήριες γραμμές δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1 τοθ κανονισμού των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών είναι πανομοιότυπες με τις κατευθυντήριες γραμμές δυνάμει του άρθρου 16·

–  εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ όλων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων εντός της Ένωσης και απαίτηση από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, σε σχέση ιδίως με τους μικρομεσαίους παράγοντες της αγοράς, όταν εκτελούν τα καθήκοντά τους και αναπτύσσουν τις εποπτικές τους μεθόδους, πρακτικές και εγχειρίδια·

–  απαίτηση από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να διενεργούν αξιολογήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο των προτεινόμενων μέτρων για τις μικρές επιχειρήσεις και σχετικά με τους φραγμούς εισόδου στον χρηματοπιστωτικό τομέα·

–  αναβάθμιση των ερευνητικών εξουσιών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σε σχέση με ενδεχόμενες παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης και τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν καταρτίσει·

–  παροχή στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές σαφούς εντολής στον τομέα της εταιρικής διακυβέρνησης, της διαφάνειας και της κοινοποίησης, ώστε να αυξηθεί η συγκρισιμότητα των πληροφοριών ανά την Ένωση καθώς και η πειθαρχία στην αγορά, να επιτραπεί σε όλους τους ενδιαφερομένους να κατανοούν και να συγκρίνουν το προφίλ κινδύνου και τις πρακτικές και ώστε να προωθηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού·

–  διασφαλίζοντας ότι το Κοινοβούλιο θα έχει τουλάχιστον τρεις μήνες στη διάθεσή του για να εξετάσει το ενδεχόμενο απόρριψης κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων·

–  πρόβλεψη της υποχρεωτικής έγκαιρης συμμετοχής των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) στην προετοιμασία νομοθετικών διαδικασιών που αφορούν τα πεδία εμπειρογνωμοσύνης τους·

–  εξασφάλιση της δυνατότητας στο Κοινοβούλιο να επωφελείται από την εμπειρογνωμοσύνη των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) ακόμα και κατά τη διαμόρφωση του πλαισίου και του χρονοδιαγράμματος των προτεινόμενων τεχνικών προτύπων και να θέτει ερωτήσεις·

Εποπτική συνεργασία και σύγκλιση

–  ενίσχυση της ισορροπίας όσον αφορά την εποπτεία των τριών τομέων, μέσω της ενδυνάμωσης του ρόλου της ΕΑΚΑΑ και της ΕΑΑΕΣ στο ΕΣΣΚ, προκειμένου να αποφευχθεί η ακατάλληλη προσαρμογή και εφαρμογή ρυθμίσεων για τη λειτουργία των τραπεζών σε άλλους τομείς ενώ θα διατηρούνται ίσοι όροι του ανταγωνισμού·

–  επανεξέταση του μοντέλου αξιολόγησης από ομοτίμους των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και ανάπτυξη ενός πιο ανεξάρτητου μοντέλου αξιολόγησης, όπως αυτό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), το πρόγραμμα δράσης για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (ΠΔΧΥ)·

–  καθιέρωση ενός κατάλληλου μηχανισμού για την αξιολόγηση, όπου κρίνεται σκόπιμο, των εποπτικών πρακτικών στα κράτη μέλη, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές, μέσω επιτόπιων επισκέψεων και, όπου κρίνεται σκόπιμο, συνοδευόμενων από συστάσεις για βελτιώσεις·

–  ενίσχυση της αρμοδιότητας της ΕΑΤ να καταρτίζει και ενημερώνει το εποπτικό εγχειρίδιο σχετικά με την εποπτεία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ανάθεση παρόμοιων αρμοδιοτήτων στην ΕΑΚΑΑ και ΕΑΑΕΣ προκειμένου να υπάρξει συνεκτικότερη εποπτεία και μια ευρωπαϊκή εποπτική νοοτροπία στην Ευρώπη·

–  μέριμνα για να μην παρεμποδίζεται το έργο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σχετικά με την προστασία των καταναλωτών από διαφορές μεταξύ των νομικών βάσεων των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών που απορρέουν από τους αντίστοιχους ιδρυτικούς κανονισμούς τους και τις εντολές που τους έχουν ανατεθεί στην τομεακή νομοθεσία·

–  αποσαφήνιση του ότι η δυνατότητα των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών για επίλυση διαφορών διακρίνεται από τη δυνατότητα διερεύνησης πιθανών παραβιάσεων της νομοθεσίας της Ένωσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προώθηση του συντονισμού της εποπτικής συνεκτικότητας και σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών χωρίς να προβλέπεται πρόσθετη δικαιοδοσία στην τομεακή νομοθεσία·

–  διεύρυνση της εντολής των εποπτικών σωμάτων όσον αφορά την εποπτεία και βελτίωση του ρόλου των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών ως επικεφαλής εποπτών εντός των σωμάτων·

–  διασφάλιση του ότι, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ΕΕΜ είναι ο καθορισμένος συντονιστής της συμπληρωματικής εποπτείας των χρηματοπιστωτικών ομίλων, η εποπτεία της ασφαλιστικής επιχείρησης ή του ασφαλιστικού ομίλου που ανήκει στον όμιλο προβλέπει τουλάχιστον ισοδύναμη συμμετοχή των εποπτικών αρχών που είναι αρμόδιες για την ασφαλιστική επιχείρηση ή τον ασφαλιστικό όμιλο·

–  απαίτηση από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να εντοπίζουν την αλληλεπικάλυψη των εντολών τους και να κάνουν συστάσεις για την ομαδοποίηση των αναθεωρήσεων και των επανεξετάσεων της νομοθεσίας, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη συνοχή και εξορθολογισμένη προσέγγιση σε σχέση με τη διατομεακή συνεκτικότητα και τη συνεκτικότητα μεταξύ των νομοθεσιών, ιδίως όσον αφορά τους κανόνες προστασίας των καταναλωτών, προκειμένου να αυξηθεί η συνοχή του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων·

–  ενίσχυση του ρόλου των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και του ΕΣΣΚ όσον αφορά την εκπροσώπηση της ΕΕ σε διεθνείς οργανισμούς και χορήγηση σε αυτές του ίδιου καθεστώτος ιδιότητας μέλους με τις εθνικές εποπτικές αρχές·

–  διασφάλιση του ότι οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, μαζί με την κοινή επιτροπή, θα καταρτίζουν μια δομημένη πολιτική και στρατηγική, απαριθμώντας τις προτεραιότητές τους και ορίζοντας τον αντίστοιχο ρόλο τους και τη συνάρθρωσή της με τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού (ΕΑΑ), και ότι θα εκδίδουν ετησίως μια κοινή και οριζόντια έκθεση για την προστασία των καταναλωτών·

Αναβάθμιση εξουσιών

–  αναβάθμιση των ερευνητικών εξουσιών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και αύξηση των πόρων τους προκειμένου να ελέγχεται άμεσα εάν εφαρμόζονται δεόντως οι κανόνες που απορρέουν από νομικές πράξεις και η συμμόρφωση με άλλες αποφάσεις που εγκρίνονται δυνάμει του νομικού πλαισίου της Ένωσης·

–  καθιέρωση άμεσης εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων και προσομοιώσεων, από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές για τις πλήρως ολοκληρωμένες πανευρωπαϊκές οντότητες ή δραστηριότητες, ανάθεση στην ΕΑΚΑΑ και ΕΑΑΕΣ της αρμοδιότητας, της εντολής και των πόρων για την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και την παρακολούθηση της συνέπειας του σχετικού σχεδιασμού για την ανάκαμψη και εξυγίανση·

–  παροχή στην ευρωπαϊκή αρχή τραπεζών της εξουσίας, της εντολής και των πόρων να αναπτύσσουν μέτρα για τον εντοπισμό νέων κινδύνων για τους καταναλωτές στον τραπεζικό τομέα·

–  ενίσχυση της νομικής βάσης για το έργο των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, μέσω της ένταξης της νομοθεσίας που περιλαμβάνει μέτρα προστασίας των καταναλωτών στο πεδίο δράσης των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών· επέκταση του ορισμού των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έτσι ώστε οι ίδιες δραστηριότητες να υπόκεινται στον ίδιο κανονισμό και αναβάθμιση των αναφορών στις αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς των κανονισμών των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  ανάθεση στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές της εντολής και αρμοδιότητας να ορίζουν πρότυπα για τη διεκπεραίωση των εθνικών καταγγελιών και τη συγκέντρωση δεδομένων για τις καταγγελίες·

ΕΣΣΚ

–  διασφάλιση του ότι το ΕΣΣΚ θα εκπροσωπείται στις συνεδριάσεις της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής·

–  παροχή στο ΕΣΣΚ της δυνατότητας να παρέχει καθοδήγηση στα κράτη μέλη σε όλη την επικράτεια της ΕΕ σχετικά με μακροπροληπτικά μέσα ως δείκτες μόχλευσης, δανείου/αξίας και χρέους/εσόδων·

–  παροχή της δυνατότητας στο ΕΣΣΚ να εκδίδει προειδοποιήσεις και συστάσεις προς την ΕΚΤ στο πλαίσιο του ρόλου του στη νομισματική πολιτική καθώς και υπό την ιδιότητά του ως ενιαίας εποπτικής αρχής (ΕΕΜ)·

–  αναθεώρηση και απλούστευση του άρθρου 15 του κανονισμού του ΕΣΣΚ ώστε να διευκολυνθεί η συλλογή δεδομένων από το ΕΣΣΚ, καθιερώνοντας ταχύτερες και ευκολότερες διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με αιτήσεις δεδομένων για το ΕΣΣΚ και διασφαλίζοντας ότι το ΕΣΣΚ θα έχει πρόσβαση σε δεδομένα πραγματικού χρόνου·

–  επανεξέταση της δομής του ΕΣΣΚ έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η ταχύτερη λήψη αποφάσεων και να ενισχυθεί η λογοδοσία·

–  ενίσχυση της συνεισφοράς του ΕΣΣΚ στα διεθνή μακροπροληπτικά κανονιστικά φόρα·

–  διεύρυνση των αναλυτικών πόρων που έχει στη διάθεσή της η γραμματεία του ΕΣΣΚ και παροχή περισσότερων πόρων στη συμβουλευτική επιστημονική επιτροπή του ΕΣΣΚ·

–  διασφάλιση του ότι θα πραγματοποιούνται διαβουλεύσεις με το ΕΣΣΚ κατά τη θέσπιση καθεστώτων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων από αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, ή από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές·

–  διασφάλιση του ότι αντιπρόσωποι από το ΕΣΣΚ θα προσκαλούνται ως παρατηρητές στις αντίστοιχες συνεδριάσεις και συζητήσεις στο πλαίσιο της ΕΚΤ, συμπεριλαμβανομένων των συνεδριάσεων της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας·

–  αναθεώρηση του άρθρου 18 του κανονισμού του ΕΣΣΚ σχετικά με τη δημοσίευση προειδοποιήσεων και συστάσεων για την ενίσχυση του δημόσιου προφίλ του ΕΣΣΚ και την παρακολούθηση των προειδοποιήσεων και συστάσεων που εκδίδει·

Πριν από τη θέσπιση της νομοθετικής πράξης ή πράξεων, θα πρέπει να αξιολογούνται επισταμένως τα εξής ερωτήματα, λαμβανομένου υπόψη ότι, ακόμα και στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα κράτη μέλη δεν ήταν πρόθυμα να εκχωρήσουν στις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές ουσιαστική εποπτική εξουσία:

–  εάν το ισχύον πρότυπο των τριών ξεχωριστών εποπτικών αρχών αποτελεί την καλύτερη λύση για την άσκηση συνεκτικής εποπτείας·

–  εάν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει υπερβεί τον ρόλο της ως παρατηρητή στα εποπτικά συμβούλια των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  εάν υπό το πρίσμα της ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών η ισχυρή εξάρτησή τους από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρεμποδίζει την ανάπτυξη των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και κατά πόσο θα πρέπει να ενισχυθεί η διαφάνεια σε αυτήν τη σχέση·

–  τι επιπτώσεις θα επιφέρει η θέσπιση του ΕΕΜ στη χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ένωση συνολικά·

–  κατά πόσο, σε ό,τι αφορά την τραπεζική εποπτεία, η δημιουργία του ΕΕΜ απαιτεί πλήρη επανεξέταση των καθηκόντων και της εντολής της ΕΑΤ·

–  κατά πόσο η πολυνομία και η μερική επικάλυψη στη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό ρυθμιστικό πλαίσιο προξενεί κενά και αποκλίνοντες ορισμούς και κατά πόσο το πρόβλημα αυτό θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με έναν ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κώδικα·

–  με ποιον τρόπο η υποβολή αναφορών στις ευρωπαϊκές και εθνικές εποπτικές αρχές θα μπορούσε να τυποποιηθεί, να βελτιστοποιηθεί και να απλουστευθεί για τους παράγοντες της αγοράς·

–  με ποιον τρόπο θα πρέπει να διατηρηθούν οι έκτακτες εξουσίες των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών·

–  κατά πόσο μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο προσωρινής αναστολής της εφαρμογής ενός συγκεκριμένου κανόνα από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές εφόσον η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να είναι χρήσιμη για την πρόληψη ακούσιων συνεπειών λόγω εξαιρετικών εξελίξεων στην αγορά·

–  κατά πόσο οι αρμοδιότητες συγχώνευσης των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών, ήτοι για την προστασία των καταναλωτών σε μόνιμες επιτροπές υπό την αρμοδιότητα της Κοινής Επιτροπής, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα και να ελαχιστοποιήσουν την αλληλεπικάλυψη καθηκόντων·

–  κατά πόσο είναι απαραίτητη μια Ασφαλιστική Ένωση σύμφωνα με το μοντέλο της Τραπεζικής Ένωσης και ποιους ρόλους θα μπορούσε να αναλάβει το ΕΣΣΚ σε μια Ασφαλιστική Ένωση·

–  κατά πόσο η ΕΑΤ και η ΕΑΑΕΣ θα πρέπει να λάβουν περισσότερους πόρους για την παρακολούθηση και προώθηση της εποπτικής σύγκλισης σε ό,τι αφορά τα εσωτερικά μοντέλα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις·

–  κατά πόσο η εντολή, οι εξουσίες και οι πόροι του νεοσυσταθέντος γραφείου χρηματοπιστωτικής προστασίας των καταναλωτών των ΗΠΑ θα πρέπει να λειτουργήσει ως μοντέλο για το ΕΣΣΚ·

–  κατά πόσο περαιτέρω αμοιβές από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο θα μπορούσαν να αποτελέσουν συμπληρωματική πηγή εσόδων για τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, παραδείγματος χάρη όταν αποδέχονται αμοιβή από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους από τρίτες χώρες·

–  κατά πόσο οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικότερα στην ενίσχυση των χρηματοπιστωτικών γνώσεων μέσω της λειτουργίας ενός «ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού προγράμματος για διεθνείς αξιολογήσεις» (PISA) κατ' αναλογία προς το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ·

–  κατά πόσο οι τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές και το ΕΣΣΚ θα πρέπει να εκδίδουν κοινό ενημερωτικό δελτίο.

Ανακοίνωση νομικού περιεχομένου - Πολιτική απορρήτου