ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη μεταφορά, την εφαρμογή και την επιβολή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και την οδηγία 2006/114/ΕΚ για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση

18.12.2008 - (2008/2114(INI))

Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών
Εισηγήτρια: Barbara Weiler

Διαδικασία : 2008/2114(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0514/2008
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0514/2008
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη μεταφορά, την εφαρμογή και την επιβολή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και την οδηγία 2006/114/ΕΚ για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση

(2008/2114(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–    έχοντας υπόψη τη συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως τις διατάξεις αυτής σχετικά με τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς και την εξασφάλιση της ελευθερίας των επιχειρήσεων να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη,

–    έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά[1] ("οδηγία ΑΕΠ"),

–    έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση[2] ("οδηγία ΠΣΔ"),

–    έχοντας υπόψη την οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση[3],

–    έχοντας υπόψη την οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Σεπτεμβρίου 1984, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση[4],

–    έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών)[5],

–    έχοντας υπόψη την οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών[6] και την έκθεση της Επιτροπής της 18ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την εφαρμογή της (COM(2008)0756),

–    έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών (CΟΜ(2008)0794),

–    έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2007, σχετικά με τη στρατηγική της ΕΕ για την πολιτική καταναλωτών 2007-2013 (COM(2007)0099),

–    έχοντας υπόψη τις περισσότερες από 400 αναφορές για παραπλανητικές εταιρείες έκδοσης καταλόγων από 24 κράτη μέλη και 19 τρίτες χώρες που έχει λάβει η Επιτροπή Αναφορών,

–    έχοντας υπόψη το ψήφισμα της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τις παραπλανητικές εταιρείες έκδοσης καταλόγων[7],

–    έχοντας υπόψη τη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας[8],

–    έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού,

–    έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6‑0514/2008),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική της Επιτροπής για την προστασία των καταναλωτών για το διάστημα 2007-2013 έχει στόχο την "καλύτερη παρακολούθηση των καταναλωτικών αγορών και των εθνικών πολιτικών για τους καταναλωτές" και ιδίως την επίτευξη "έγκαιρης και ομοιόμορφης μεταφοράς της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές",

Β.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία ΑΕΠ σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση στον τομέα του κοινοτικού δικαίου για την προστασία των καταναλωτών, προβλέποντας τη μέγιστη εναρμόνιση για την προστασία των καταναλωτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία ΠΣΔ κωδικοποιεί την οδηγία 84/450/ΕΟΚ, και ιδίως τις τροποποιήσεις της από την οδηγία 97/55/ΕΚ, και περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία ΑΕΠ περιορίζεται στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών και ότι δεν καλύπτει όλες τις εμπορικές πρακτικές, αλλά μόνο εκείνες που μπορούν να θεωρηθούν αθέμιτες· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω οδηγία περιορίζεται σε εμπορικές πρακτικές που μπορούν να παραβλάψουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και ότι στο πλαίσιο της οδηγίας αυτής δεν απαιτούνται προσαρμογές της εθνικής νομοθεσίας που προστατεύει τις επιχειρήσεις κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών άλλων επιχειρήσεων,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι τρία κράτη μέλη δεν έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας ΑΕΠ, και συγκεκριμένα η Γερμανία, η Ισπανία και το Λουξεμβούργο· λαμβάνοντας υπόψη ότι έχουν κατατεθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) τρεις αιτήσεις έκδοσης προδικαστικής απόφασης, όσον αφορά τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων με την οδηγία ΑΕΠ· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι σε ορισμένα κράτη μέλη έχει διαπιστωθεί μια μη ορθή μεταφορά της οδηγίας,

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι οδηγίες ΑΕΠ και ΠΣΔ αφήνουν μεγάλο περιθώριο στα κράτη μέλη όσον αφορά τα μέσα προσφυγής και τις ποινές σε περίπτωση παράβασης των διατάξεών τους,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη αποτελεσματικών ένδικων μέσων προσφυγής σε περίπτωση παράβασης της οδηγίας ΠΣΔ, καθώς και τη μη επιβολή της οδηγίας, όπως καταδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τις εταιρείες καταλόγων που εφαρμόζουν παραπλανητικές πρακτικές,

Εισαγωγή

1.   τονίζει τη σημασία των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και των εμπόρων στις διασυνοριακές συναλλαγές και στην ενίσχυση της νομικής ασφάλειας για τις επιχειρήσεις όσον αφορά το παραδεκτό διαφόρων εμπορικών και διαφημιστικών πρακτικών στην εσωτερική αγορά·

2.   χαρακτηρίζει την οδηγία ΑΕΠ σταθμό στον τομέα του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του καταναλωτή και σημειώνει ότι η μεταφορά, η εφαρμογή και η επιβολή της θα αποτελούν καθοριστικής σημασίας πηγή για τη μελλοντική εξέλιξη του κοινοτικού δικαίου για την προστασία του καταναλωτή, καθώς και για την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων της εσωτερικής αγοράς, την ανάπτυξη των διασυνοριακών συναλλαγών και του ηλεκτρονικού εμπορίου·

3.   πιστεύει ακράδαντα ότι η ορθή μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ έχει ζωτική σημασία για την επίτευξη των στόχων τους, ιδίως εάν λάβει κανείς υπόψη τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων επιβολής και των τεχνικών εφαρμογής των κρατών μελών, την πολυπλοκότητα ορισμένων εκ των νομικών εννοιών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες, τις πολλαπλές και εκτενείς υφιστάμενες εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τη διαφήμιση, καθώς και το ευρύ πεδίο εφαρμογής των οδηγιών·

4.   καλεί την Επιτροπή, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογικής σκέψης 8 της οδηγίας ΑΕΠ, να διερευνήσει την ανάγκη προστασίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων έναντι επιθετικών εμπορικών πρακτικών και, ενδεχομένως, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα·

Κωδικοποίηση και μεταφορά

5.   χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να βοηθήσει τα κράτη μέλη στη μεταφορά των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ·

6.   σημειώνει ότι το άρθρο 3 παράγραφος α στοιχείο 2) της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/55/ΕΚ, το οποίο κάνει λόγο για "κάθε σύγκριση που αναφέρεται σε ειδική προσφορά", διαγράφηκε και δεν περιλαμβάνεται ούτε στην οδηγία ΑΕΠ ούτε στην οδηγία ΠΣΔ· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι επικρατεί σύγχυση όσον αφορά τις συνέπειες αυτής της διαγραφής για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, όπως καταδεικνύεται, ιδιαίτερα, από τις αποκλίνουσες προσεγγίσεις των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση στην εθνική νομοθεσία –μετά την έγκριση της οδηγίας ΑΕΠ– ήδη υφιστάμενων διατάξεων εφαρμογής του άρθρου 3 παράγραφος α στοιχείο 2) της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/55/ΕΚ· καλεί τα κράτη μέλη να ερευνήσουν το ζήτημα αυτό, με τη συνδρομή της Επιτροπής, και να προβούν ενδεχομένως σε σχετικές ενέργειες·

7.   θεωρεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε είτε να υποβάλει πρόταση τροποποίησης της οδηγίας ΠΣΔ, προκειμένου να περιληφθεί μια "μαύρη λίστα" πρακτικών που πρέπει να θεωρούνται σε κάθε περίπτωση παραπλανητικές, είτε να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΑΕΠ προκειμένου να καλύψει τις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων ειδικά όσον αφορά το σημείο 21 του παραρτήματος Ι αυτής· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει έως τον Δεκέμβριο του 2009 έκθεση για τα μέτρα που θα ληφθούν·

8.   παρατηρεί ότι αρκετά κράτη μέλη έχουν κατακερματίσει τη "μαύρη λίστα" που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I της οδηγίας ΑΕΠ κατά τη μεταφορά και την εφαρμογή της στα νομικά συστήματά τους· θεωρεί ότι ο κατακερματισμός της μαύρης λίστας σε διάφορους εθνικούς νόμους δημιουργεί σύγχυση για τις επιχειρήσεις και θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρεβλώσεις κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ· καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί με τα κράτη μέλη για την προσαρμογή της εθνικής τους νομοθεσίας προκειμένου οι "μαύρες λίστες" να είναι όσο το δυνατόν πιο προσβάσιμες και χρήσιμες για τους καταναλωτές·

9.   καλεί τα κράτη μέλη να ελέγξουν προσεκτικά τα νομικά τους συστήματα ώστε να αποφύγουν πιθανές αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των κανόνων που εγκρίνονται κατά τη μεταφορά των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ και ήδη υφιστάμενων εθνικών διατάξεων, και να διασφαλίσουν κατά τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη σαφήνεια για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις όσον αφορά τη διαδικασία μεταφοράς·

10. καλεί τα κράτη μέλη να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στην ορθή μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ και να διασφαλίσουν την τήρηση όλων των συναφών αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων και του ΔΕΚ·

11. φρονεί ότι η εσφαλμένη ή καθυστερημένη μεταφορά των οδηγιών από τα κράτη μέλη προκαλεί εμπόδια στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο των διασυνοριακών συναλλαγών·

Εφαρμογή και επιβολή

12. σημειώνει ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν προβλέψει ότι μόνο ορισμένοι ρυθμιστικοί φορείς δύνανται να επιβάλουν τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ και δεν έχουν προβλέψει άμεσο δικαίωμα προσφυγής για τους καταναλωτές, οι οποίοι δεν δικαιούνται επομένως να αξιώσουν αποζημιώσεις για ζημίες που προκλήθηκαν από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές· καλεί τα κράτη μέλη που δεν το έχουν ήδη πράξει να εξετάσουν την ανάγκη να δοθεί στους καταναλωτές άμεσο δικαίωμα προσφυγής, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι προστατεύονται επαρκώς από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές·

13. χαιρετίζει τα αποτελέσματα της μεθόδου σάρωσης (EU-sweep) της ΕΕ για τις αεροπορικές εταιρείες και τους ήχους κλήσης για κινητά τηλέφωνα που οργάνωσε η Επιτροπή ως πρώτο βήμα για την καλύτερη παρακολούθηση της εφαρμογής και της επιβολής της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για τη διενέργεια διευρυμένων αντίστοιχων ελέγχων ανά τακτά χρονικά διαστήματα· καλεί την Επιτροπή, σε συνεργασία με το δίκτυο συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών, να συλλέξει παρόμοια δεδομένα για την εφαρμογή της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά σε άλλους βασικούς τομείς της εσωτερικής αγοράς·

14. ενθαρρύνει την Επιτροπή να αναπτύξει πιο αποτελεσματικά εργαλεία παρακολούθησης της εφαρμογής, όπως σαρώσεις (sweeps), ώστε να βελτιωθεί η επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης της μεθόδου σάρωσης στους μηχανισμούς παρακολούθησης του πίνακα επιδόσεων για τον καταναλωτή·

15. καλεί όλα τα κράτη μέλη να συνεργαστούν πλήρως με την Επιτροπή κατά την ανάθεση και υλοποίηση των μεθόδων σάρωσης της Επιτροπής·

16. τονίζει τη σημασία της ύπαρξης αξιόπιστων, έγκαιρων και σαφών δεδομένων και πληροφοριών για τη δέουσα παρακολούθηση των αγορών καταναλωτικών αγαθών· σημειώνει τον καθοριστικό ρόλο των ενώσεων επιχειρήσεων και καταναλωτών για τη διάθεση των δεδομένων αυτών·

17. τονίζει τη σημασία της διασυνοριακής επιβολής για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει περαιτέρω τη χρήση του δικτύου συνεργασίας για την προστασία των καταναλωτών ώστε να βελτιωθεί η διασυνοριακή επιβολή του νόμου· υπογραμμίζει την ανάγκη να καταστεί περισσότερο γνωστό το ευρωπαϊκό δίκτυο ενώσεων καταναλωτών·

18. καλεί τα κράτη μέλη να διαθέσουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για τη διασυνοριακή επιβολή·

19. καλεί τα κράτη μέλη και τις εθνικές δικαστικές αρχές να ενισχύσουν τη διασυνοριακή συνεργασία όσον αφορά τις παραπλανητικές "υπηρεσίες βάσεων δεδομένων"·

20. χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής να καταρτίσει μια δημοσίως προσβάσιμη βάση δεδομένων για τα εθνικά μέτρα που θεσπίζονται κατά τη μεταφορά της ΑΕΠ, τη σχετική νομολογία και άλλο συναφές υλικό· καλεί την Επιτροπή να συμπληρώσει την εν λόγω βάση δεδομένων με επιστημονικές εκθέσεις παρακολούθησης, οι οποίες, με βάση τις υποθέσεις που έχουν καταγραφεί στην τράπεζα δεδομένων, διατυπώνουν συγκεκριμένες συστάσεις για τη λήψη μέτρων προκειμένου να βελτιωθεί η επιβολή του νόμου· καλεί επιπλέον την Επιτροπή να χρησιμοποιήσει την εν λόγω βάση δεδομένων για τη δημιουργία ενός ιστότοπου που θα αποτελεί ένα "ενιαίο σημείο πρόσβασης" από το οποίο τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι καταναλωτές θα μπορούν να αποκτούν πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που ισχύει στα κράτη μέλη·

21. ζητεί από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να οργανώσει ενημερωτικές εκστρατείες προκειμένου να αυξήσει την επίγνωση των καταναλωτών για τα δικαιώματά τους, προσφέροντάς τους μεγαλύτερη προστασία από τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και από πρακτικές παραπλανητικής συγκριτικής διαφήμισης·

22. επισημαίνει ότι η παρακολούθηση της μεταφοράς, της εφαρμογής και της επιβολής απαιτεί σημαντικούς πόρους· θεωρεί, για τον λόγο αυτό, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να διαθέσει επαρκείς ανθρώπινους πόρους για τον πιο αποτελεσματικό έλεγχο της εφαρμογής·

23. καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν επαρκή καθοδήγηση στις εταιρείες σε εθνικό επίπεδο· επισημαίνει ως βέλτιστη πρακτική τον οδηγό με τίτλο "Consumer Protection from Unfair Trading Regulations: a basic guide for business" (Προστασία των καταναλωτών από αθέμιτους εμπορικούς κανονισμούς: ένας βασικός οδηγός για τις επιχειρήσεις) που δημοσίευσε το βρετανικό υπουργείο εμπορίου, επιχειρηματικότητας και κανονιστικής μεταρρύθμισης σε συνεργασία με τη βρετανική υπηρεσία για τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές·

24. επιμένει στην έγκαιρη υποβολή από την Επιτροπή, έως τις 12 Ιουνίου 2011, μιας εμπεριστατωμένης έκθεσης εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο 18 της οδηγίας ΑΕΠ, η οποία θα ενσωματώνει την κτηθείσα εμπειρία από την οδηγία ΠΣΔ·

°

° °

25. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

  • [1]  ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σελ. 22.
  • [2]  ΕΕ L 376 της 27.12.2000, σελ. 21.
  • [3]  ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σελ. 18.
  • [4]  ΕΕ L 250 της 19.9.1984, σελ. 17.
  • [5]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ. 1.
  • [6]  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σελ. 51.
  • [7]  Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2008)0608.
  • [8]  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σελ. 1.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Η κοινοτική νομοθεσία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές τροποποιήθηκε πρόσφατα. Η οδηγία για την παραπλανητική διαφήμιση (84/450/ΕΟΚ), η οποία ίσχυε τόσο για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων όσο και για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, καταργήθηκε και οι τροποποιητικές αυτής πράξεις, συγκεκριμένα η οδηγία 97/55/ΕΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση, έχουν ενοποιηθεί σε μια ενιαία νομική πράξη: την οδηγία για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (ΠΣΔ) (2006/114/ΕΚ), η οποία περιορίζεται στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων. Επιπροσθέτως, εγκρίθηκε η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (ΑΕΠ) (2005/29/ΕΚ), η οποία επικεντρώνεται στις σχέσεις μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών.

Οι οδηγίες αυτές στοχεύουν στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις διασυνοριακές συναλλαγές και στην ενίσχυση της νομικής ασφάλειας για τις επιχειρήσεις όσον αφορά το παραδεκτό διαφόρων εμπορικών και διαφημιστικών πρακτικών στην εσωτερική αγορά. Ενώ η οδηγία ΠΣΔ δεν επιφέρει σημαντικές αλλαγές επί της ουσίας σε σύγκριση με την προηγούμενη νομοθεσία, η οδηγία ΑΕΠ περιλαμβάνει ορισμένες αλλαγές επί της ουσίας όσον αφορά τη ρύθμιση των εμπορικών πρακτικών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών. Συγκεκριμένα, θεσπίζονται ως νέα στοιχεία της προστασίας των καταναλωτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές μια "μαύρη λίστα" εμπορικών πρακτικών που πρέπει να απαγορεύονται υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και μια σειρά πρωτότυπων εννοιών, όπως η "επαγγελματική ευσυνειδησία". Επιπλέον, η οδηγία ΑΕΠ σηματοδοτεί μια καινοτόμο προσέγγιση στον τομέα του κοινοτικού δικαίου για την προστασία των καταναλωτών, προβλέποντας τη μέγιστη εναρμόνιση για την προστασία των καταναλωτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Η εισηγήτρια πιστεύει ακράδαντα ότι η ορθή μεταφορά, εφαρμογή και επιβολή των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ έχει ζωτική σημασία για την επίτευξη των στόχων τους, ιδίως εάν λάβει κανείς υπόψη τις διαφορές μεταξύ των συστημάτων επιβολής και των τεχνικών εφαρμογής των κρατών μελών, την πολυπλοκότητα ορισμένων εκ των νομικών εννοιών που περιλαμβάνονται στις οδηγίες, τις πολλαπλές και εκτενείς υφιστάμενες εθνικές διατάξεις που ρυθμίζουν τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τη διαφήμιση, καθώς και το ευρύ πεδίο εφαρμογής των οδηγιών. Φρονεί ότι οι δυσκολίες αντιμετώπισης της απάτης που διαπράττουν οι εταιρείες "καταλόγου" που εφαρμόζουν παραπλανητικές πρακτικές, καταδεικνύουν την έλλειψη αποτελεσματικών ένδικων μέσων προσφυγής και την ανεπαρκή επιβολή της οδηγίας ΠΣΔ.

Κωδικοποίηση και μεταφορά

Η εισηγήτρια χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να βοηθήσει τα κράτη μέλη στη μεταφορά των οδηγιών ΑΕΠ και ΠΣΔ. Ωστόσο, θεωρεί ότι τα κράτη μέλη θα έπρεπε να επικεντρώσουν καλύτερα τις προσπάθειές τους στη διασφάλιση της ορθής μεταφοράς των οδηγιών. Έως σήμερα, τρεις χώρες δεν έχουν κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς της οδηγίας (Γερμανία, Ισπανία και Λουξεμβούργο), και η Επιτροπή έχει διαπιστώσει ότι αρκετά κράτη μέλη δεν έχουν προβεί σε ορθή μεταφορά της οδηγίας. Επιπροσθέτως, τρεις υποθέσεις έχουν παραπεμφθεί στο ΔΕΚ.

Η εισηγήτρια παρατηρεί ότι αρκετά κράτη μέλη έχουν κατακερματίσει τη "μαύρη λίστα" που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας ΑΕΠ κατά τη μεταφορά και την εφαρμογή της στα νομικά συστήματά τους· θεωρεί ότι ο κατακερματισμός της μαύρης λίστας σε διάφορους εθνικούς νόμους δημιουργεί σύγχυση για τις επιχειρήσεις και θα μπορούσε να οδηγήσει σε στρεβλώσεις κατά την εφαρμογή της οδηγίας ΑΕΠ. Θεωρεί πως τα κράτη μέλη πρέπει να ελέγξουν προσεκτικά τα εθνικά τους συστήματα για να αποφύγουν πιθανές αλληλεπικαλύψεις μεταξύ των κανόνων που εγκρίνονται κατά τη μεταφορά των οδηγιών και ήδη υφιστάμενων εθνικών διατάξεων, και να διασφαλίσουν κατά τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη σαφήνεια για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις όσον αφορά τη διαδικασία μεταφοράς.

Η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών έχει εξετάσει λεπτομερώς την απάτη που διαπράττουν εταιρείες "καταλόγου" που εφαρμόζουν παραπλανητικές πρακτικές στο πλαίσιο της γνωμοδότησής της για την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών σχετικά με την European City Guide (αναφορά 45/2006). Λαμβάνοντας υπόψη τη μελέτη για τις παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών καταλόγου που εκπονήθηκε για λογαριασμό της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, η εισηγήτρια θεωρεί ότι η Επιτροπή θα έπρεπε είτε να εξετάσει το ενδεχόμενο τροποποίησης της οδηγίας ΠΣΔ ώστε να συμπεριλάβει μια "μαύρη" λίστα πρακτικών που πρέπει να θεωρούνται παραπλανητικές είτε να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ΑΕΠ για να καλύψει τις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων ειδικά όσον αφορά το σημείο 21 του παραρτήματος I αυτής.

Εφαρμογή και επιβολή

Η εισηγήτρια θεωρεί ότι οι επί της ουσίας τροποποιήσεις της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές όσον αφορά τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις θα έπρεπε να στηρίζονται από προσβάσιμες διαδικασίες επιβολής και αποτελεσματικά μέσα προσφυγής σε περίπτωση παράβασης από αδίστακτους εμπόρους. Συγκεκριμένα, τάσσεται υπέρ της θέσπισης από τα κράτη μέλη του δικαιώματος των καταναλωτών να αξιώνουν αποζημιώσεις για ζημίες που οφείλονται σε αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

Το 2007, η Επιτροπή χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη μέθοδο κοινοτικής σάρωσης ("EU - Sweep"), ως νέο εργαλείο για τον έλεγχο και την επιβολή της εφαρμογής της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών όσον αφορά τους ιστότοπους των αεροπορικών εταιρειών. Η σάρωση είναι ένας συστηματικός έλεγχος που διενεργείται ταυτόχρονα σε διαφορετικά κράτη μέλη από εθνικές αρχές επιβολής και συντονίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών (κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004) που τέθηκε σε ισχύ στα τέλη του 2006.

Κατά το στάδιο επιβολής διαπιστώθηκαν παρατυπίες στο 43,6% των ιστότοπων που ελέγχθηκαν. Οι παρατυπίες αυτές αφορούσαν κυρίως τιμές που δεν ήταν πλήρεις (δεν περιλαμβάνονταν φόροι ή τέλη στην αρχική αναφορά τιμής), ασαφείς πληροφορίες σχετικά με τους όρους της σύμβασης και πλασματικές προσφορές δωρεάν εισιτηρίων ή εισιτηρίων που δεν είχαν διατεθεί ακόμα στην αγορά.

Η εισηγήτρια χαιρετίζει τα αποτελέσματα των ευρωπαϊκών συντονισμένων επιχειρήσεων ελέγχου που εκτέλεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2007 για τις αεροπορικές εταιρείες και το 2008 για τους ήχους κλήσης των κινητών τηλεφώνων. Πιστεύει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αναπτύξει πιο αποδοτικά εργαλεία παρακολούθησης της εφαρμογής, όπως είναι η σάρωση.

Από την οπτική γωνία της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, θα έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις εμπορικές πρακτικές με διασυνοριακή διάσταση, δηλαδή στις πρακτικές όπου ο έμπορος εμπορεύεται καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες από μια χώρα (τη χώρα-πηγή) σε καταναλωτές που διαμένουν σε μια άλλη χώρα (χώρα-στόχο). Σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι πολύ πιο δύσκολο για τις αρχές της χώρας-στόχο να επιβάλλουν την εφαρμογή μέσων προσφυγής κατά των εμπόρων. Επιπλέον, οι αρχές προστασίας των καταναλωτών στη χώρα-πηγή δεν ενδιαφέρονται κάποιες φορές να αναλάβουν την απαραίτητη δράση κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών στη χώρα-στόχο. Τα κράτη μέλη διαθέτουν επίσης διαφορετικούς πόρους για τις δραστηριότητες επιβολής και προκύπτουν σοβαρά κενά στην εφαρμογή και την επιβολή των οδηγιών όσον αφορά το διασυνοριακό εμπόριο.

Η εισηγήτρια φρονεί ότι είναι σημαντικό να συνεχίσει η Επιτροπή την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχονται από το Δίκτυο Συνεργασίας για την Προστασία των Καταναλωτών, ώστε να βελτιωθεί η διασυνοριακή επιβολή του νόμου. Αφετέρου, τα κράτη μέλη θα έπρεπε επίσης να διαθέσουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για τη διασυνοριακή επιβολή.

Ορθή μεταφορά μιας οδηγίας σημαίνει ότι οι πολίτες αποκτούν πλήρη γνώση των δικαιωμάτων τους. Η επέκταση των δικαιωμάτων των καταναλωτών χάρη στην οδηγία ΑΕΠ θα έπρεπε να συνοδεύεται από μέτρα που είναι απαραίτητα για τη στήριξη της άσκησης των εν λόγω δικαιωμάτων. Η διεξαγωγή εκστρατειών ενημέρωσης των καταναλωτών, η βελτίωση του επιπέδου εκπαίδευσης των καταναλωτών και η κατάρτιση των συμβούλων προστασίας των καταναλωτών θα έπρεπε να εξετάζονται ως πιθανές δράσεις στο επίπεδο των κρατών μελών. Η εισηγήτρια επισημαίνει τον οδηγό με τίτλο "The Consumer Protection from Unfair Trading Regulations: a basic guide for business" (Προστασία των καταναλωτών από αθέμιτους εμπορικούς κανονισμούς: ένας βασικός οδηγός για τις επιχειρήσεις) που δημοσίευσε η βρετανική υπηρεσία για τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές ως βέλτιστη πρακτική για την καθοδήγηση των επιχειρήσεων.

Τέλος, η εισηγήτρια χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής να συγκροτήσει μια βάση δεδομένων ανοικτή στο κοινό, η οποία θα περιλαμβάνει τα εθνικά μέτρα μεταφοράς της οδηγίας ΑΕΠ, τη νομολογία και συναφές υλικό και προτείνει στην Επιτροπή να χρησιμοποιήσει αυτή τη βάση δεδομένων για τη δημιουργία ενός ιστότοπου που θα αποτελεί ένα "ενιαίο σημείο πρόσβασης" από το οποίο τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι καταναλωτές θα μπορούν να αποκτούν πληροφορίες σχετικά με τη νομοθεσία που ισχύει σε κάθε κράτος μέλος.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

15.12.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

30

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Gabriela Creţu, Janelly Fourtou, Martí Grau i Segú, Malcolm Harbour, Anna Hedh, Iliana Malinova Iotova, Alexander Graf Lambsdorff, Kurt Lechner, Catiuscia Marini, Nickolay Mladenov, Catherine Neris, Zita Pleštinská, Zuzana Roithová, Heide Rühle, Leopold Józef Rutowicz, Christel Schaldemose, Andreas Schwab, Bernadette Vergnaud, Barbara Weiler, Marian Zlotea

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Εμμανουήλ Αγγελάκας,Wolfgang Bulfon, Colm Burke, Giovanna Corda, Brigitte Fouré, Joel Hasse Ferreira, Othmar Karas

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Zdzisław Kazimierz Chmielewski, Gay Mitchell, Vladimir Urutchev