ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών
29.4.2011 - (COM(2010)0526 – C7-0300/2010 – 2010/0280(COD)) - ***I
Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
Εισηγήτρια: Corien Wortmann-Kool
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής θέσης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών
(COM(2010)0526 – C7‑0300/2010 – 2010/0280(COD))
(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2010)0526),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 2 και το άρθρο 121, παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0300/2010),
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας της 16ης Φεβρουαρίου 2011[1],
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 55 και 37 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A7-0178/2011),
1. εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, εάν προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.
ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ[2]*
---------------------------------------------------------
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών
ΤΟ EΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 121, παράγραφος 6,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Αφού διαβίβασαν το σχέδιο της νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Αποφασίζοντας με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα :
(1) Ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών εντός της Ένωσης, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), θα πρέπει να εξασφαλίζει την τήρηση των κατευθυντήριων αρχών που αποτελούν η σταθερότητα των τιμών, τα υγιή δημόσια οικονομικά, οι υγιείς νομισματικές συνθήκες και το σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.
(2) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης αποτελείτο αρχικά από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος καθώς και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Οι κανονισμοί (EΚ) αριθ. 1466/97 και (EΚ) αριθ. 1467/97 τροποποιήθηκαν το 2005 με τους κανονισμούς (EΚ) αριθ. 1055/2005 και (EΚ) αριθ. 1056/2005 αντίστοιχα. Επιπλέον, εγκρίθηκε η έκθεση του Συμβουλίου της 20ής Μαρτίου 2005 με τίτλο «Βελτίωση της εφαρμογής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης».
(3) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βασίζεται στον στόχο για υγιή δημόσια οικονομικά ως μέσο για τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών σταθερότητας των τιμών και για ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη που στηρίζεται σε χρηματοπιστωτική σταθερότητα, υποστηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την επίτευξη των στόχων της Ένωσης για βιώσιμη ανάπτυξη και απασχόληση.
(4) Το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιτύχουν και να διατηρούν έναν μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και να υποβάλλουν για τον σκοπό αυτό προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης.
(4a) Το προληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης θα επωφεληθεί από αυστηρότερες μορφές εποπτείας, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η συνέπεια και η συμμόρφωση των κρατών μελών με το πλαίσιο δημοσιονομικού συντονισμού της Ένωσης.
(5) Το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης καθώς και η διαδικασία για την εξέτασή τους θα πρέπει να αναπτύσσονται περαιτέρω τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο με βάση την πείρα που αποκτάται κατά την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
(5a) Οι δημοσιονομικοί στόχοι στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης πρέπει να λαμβάνουν ρητά υπόψη τους τα μέτρα που θεσπίζονται σύμφωνα με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής, τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές των κρατών μελών και της Ένωσης για την απασχόληση και, γενικότερα, τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα.
(5β) Η Επιτροπή θα πρέπει να διαδραματίζει ισχυρότερο και πιο ανεξάρτητο ρόλο στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, όσον αφορά τις ειδικές για κάθε κράτος μέλος αξιολογήσεις, την παρακολούθηση, τις αποστολές, τις συστάσεις και τις προειδοποιήσεις. Ειδικότερα, ο ρόλος του Συμβουλίου πρέπει να περιορίζεται στα στάδια που οδηγούν σε ενδεχόμενες κυρώσεις, ενώ η λήψη απόφασης με αντίστροφη ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο πρέπει να χρησιμοποιείται όποτε είναι δυνατόν, σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ.
(5γ) Η πείρα που αποκτήθηκε και τα λάθη που διαπράχθηκαν κατά την πρώτη δεκαετία της λειτουργίας της οικονομικής και νομισματικής ένωσης δείχνει την ανάγκη να βελτιωθεί η οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση, με ενδεικνυόμενη βάση έναν ισχυρότερο εθνικό ενστερνισμό των από κοινού συμφωνηθέντων κανόνων και πολιτικών και ένα στιβαρότερο εποπτικό πλαίσιο των εθνικών οικονομικών πολιτικών σε επίπεδο Ένωσης.
(5δ) Το βελτιωμένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να βασίζεται σε διάφορες αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την απασχόληση οι οποίες χρειάζεται να έχουν συνοχή μεταξύ τους, και ειδικότερα μια στρατηγική της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη και ενίσχυση της εσωτερικής αγοράς, η οποία να ευνοεί το διεθνές εμπόριο και την ανταγωνιστικότητα, ένα αποτελεσματικό πλαίσιο για την πρόληψη και τη διόρθωση υπερβολικών δημοσιονομικών θέσεων (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης), ένα στιβαρό πλαίσιο για την πρόληψη και τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών, ελάχιστες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια, μια ενισχυμένη ρύθμιση και εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μακροπροληπτικής εποπτείας από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, και έναν αξιόπιστο μόνιμο μηχανισμό επίλυσης κρίσεων.
(5ε) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το πλήρες πλαίσιο της οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να συμπληρώνουν τη στρατηγική της ΕΕ για την ανάπτυξη και την απασχόληση και να είναι συμβατά με αυτήν. Ωστόσο, αυτή η αλληλοσύνδεση δεν θα πρέπει να επιτρέπει εξαιρέσεις από τις διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
(5στ) Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να συνοδεύεται από ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με τη στενότερη και πιο έγκαιρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων σε όλες τις διαδικασίες συντονισμού της οικονομικής πολιτικής.
(5ζ) Το ευρωπαϊκό εξάμηνο συντονισμού της οικονομικής πολιτικής (Εξάμηνο) αναμένεται να έχει ζωτικό ρόλο στην υλοποίηση της απαίτησης του άρθρου 121 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ, σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη πρέπει να θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος και να τις συντονίζουν ανάλογα. Η διαφάνεια, η λογοδοσία και η ανεξάρτητη εποπτεία αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ενισχυμένης οικονομικής διακυβέρνησης. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιοποιούν και να εκθέτουν τους λόγους των θέσεων και των αποφάσεών τους στα κατάλληλα στάδια των διαδικασιών συντονισμού της οικονομικής πολιτικής.
(5η) Τα βασιζόμενα στη Συνθήκη μέσα για τον συντονισμό και την εποπτεία της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να ενισχυθούν μέσω της θέσπισης ενός κοινού πλαισίου για την υποβολή, παρακολούθηση και εφαρμογή εθνικών μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων, τα οποία προάγουν την ανταγωνιστικότητα και συμβάλλουν στη διατηρήσιμη ανάπτυξη και απασχόληση ως αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρωπαϊκής αναπτυξιακής στρατηγικής.
(5θ) Προκειμένου να ενισχυθεί ο ενστερνισμός του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης εκ μέρους των κρατών μελών, τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τους στόχους της πολυμερούς εποπτείας στην Ένωση, και, ιδίως, με το Εξάμηνο, στο πλαίσιο του οποίου τα εθνικά κοινοβούλια και όλοι οι λοιποί ενεχόμενοι παράγοντες, ιδίως δε οι κοινωνικοί εταίροι, θα πρέπει να ενημερώνονται έγκαιρα και να συμμετέχουν δεόντως.
(5ι) Στο πλαίσιο του Εξαμήνου, διεξάγεται διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως με τους κοινωνικούς εταίρους και την Ευρωπαϊκή πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας και την υποστήριξη της κοινωνικής ένταξης, σχετικά με τα βασικά μέτρα πολιτικής που θα τεθούν προς συζήτηση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.
(5ια) Το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου (αριθ. 12) σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στις Συνθήκες προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές διαδικασίες στον τομέα του προϋπολογισμού τούς επιτρέπουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους σε αυτόν τον τομέα που απορρέουν από τις Συνθήκες. Συνεπώς, τα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να ενσωματώνουν τους στόχους του δημοσιονομικού πλαισίου της Ένωσης στην εθνική νομοθεσία και να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν οι κατάλληλες δημοσιονομικές διαδικασίες για την επίτευξη αυτών των στόχων.
(6) Η τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου αναφορικά με τις δημοσιονομικές θέσεις πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη ένα περιθώριο ασφαλείας σχετικά με την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ προκειμένου να εξασφαλίσουν διατηρήσιμα δημόσια οικονομικά ή ταχεία πρόοδο προς τη διατηρησιμότητα αφήνοντας συγχρόνως τα αναγκαία περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών για δημόσιες επενδύσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
(6a) Στο πλαίσιο της εθνικής δημοσιονομικής νομοθεσίας τους, τα κράτη μέλη πρέπει να θέτουν στόχους περί των ελλειμμάτων και των πλεονασμάτων τους για την επόμενη τριετία, αποβλέποντας στη μεσοπρόθεσμη ισορροπία των δημόσιων οικονομικών.
(7) Η υποχρέωση επίτευξης και διατήρησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή με τον καθορισμό των αρχών για την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου.
(7a) Μια αξιολόγηση της διατηρησιμότητας των δημόσιων οικονομικών, μεταξύ άλλων του επιπέδου του χρέους, του προφίλ του χρέους (περιλαμβανομένης της προθεσμίας εξόφλησης), των δαπανών λόγω γήρανσης του πληθυσμού και της δυναμικής του χρέους, θα πρέπει να λαμβάνεται περισσότερο υπόψη στον απαιτούμενο ρυθμό σύγκλισης προς τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους του κάθε κράτους μέλους που θα πρέπει να περιληφθούν στα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης.
(8) Η υποχρέωση επίτευξης και διατήρησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου θα πρέπει να ισχύει τόσο για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη όσο και για τα κράτη μέλη με παρέκκλιση.
(9) Η επίτευξη επαρκούς προόδου προς το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο πρέπει να αξιολογείται βάσει συνολικής αξιολόγησης με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων. Εν προκειμένω, και όσο δεν επιτυγχάνεται ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος, ο ρυθμός αύξησης των δημόσιων δαπανών κανονικά δεν θα πρέπει να υπερβαίνει ένα μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, ενώ, παράλληλα, τυχόν υπερβάσεις στις δαπάνες σε σχέση με τον κανόνα αυτόν θα εξισορροπούνται με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των δημόσιων εσόδων και τυχόν μειώσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων θα αντισταθμίζονται με μειώσεις στις δαπάνες. Το μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με μια από κοινού συμφωνημένη μεθοδολογία επικυρωμένη από τα κράτη μέλη.
(10) Προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου μπορεί κατ' εξαίρεση να επιτραπεί εάν οφείλεται σε ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη διαρθρωτική του ισορροπία, ανερχόμενη σε τουλάχιστον 0,5% επί του ΑΕΠ σε ένα μόνο έτος, ή σε περίπτωση σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ζώνη του ευρώ ή την Ένωση συνολικά, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα, προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική ανάκαμψη.
(11) Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου, η Επιτροπή θα πρέπει να απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος, την οποία ακολουθεί μέσα σε ένα μήνα σύσταση του Συμβουλίου που θα καθορίζει προθεσμία μέγιστης διάρκειας πέντε μηνών για τη λήψη των απαραίτητων διορθωτικών μέτρων. Αν το οικείο κράτος μέλος δεν αναλάβει την κατάλληλη δράση μέσα στην προθεσμία που έχει θέσει το Συμβούλιο, τότε η Επιτροπή πρέπει να συστήσει στο Συμβούλιο να επιβεβαιώσει ότι δεν αναλήφθηκε καμιά ουσιαστική δράση. Η απόφαση πρέπει να θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει εντός δέκα ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Παράλληλα, το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Η Επιτροπή, σε συντονισμό με την ΕΚΤ για τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ και τα κράτη που μετέχουν στον ΜΣΙ ΙΙ, δύναται να πραγματοποιήσει αποστολή ελέγχου. Η Επιτροπή πρέπει να ενημερώνει το Συμβούλιο σχετικά με το αποτέλεσμα της εν λόγω αποστολής και να δημοσιεύει τα συμπεράσματά της εντός προθεσμίας ενός μηνός.
(11a) Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να δημοσιοποιούν τις θέσεις και τις αποφάσεις τους στα κατάλληλα στάδια των διαδικασιών συντονισμού της οικονομικής πολιτικής, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική πίεση από τους ομότιμους ειδικούς. Η Επιτροπή πρέπει να παρουσιάζει και να εξηγεί τα προληπτικά και διορθωτικά μέτρα που συνιστά σε ένα κράτος μέλος ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της αρμόδιας επιτροπής του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις αποφάσεις και τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του.
(12) Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδικός μηχανισμός επιβολής βάσει του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ για τις περιπτώσεις διαρκούς και σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου, έλλειψης ανάληψης διορθωτικής δράσης ή απροθυμίας συνεργασίας.
(12a) Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ το συντομότερο δυνατό μετά την έγκρισή του. Κατά την υποβολή προτάσεων για μέτρα εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους που υπόκειται σε πρόγραμμα προσαρμογής της ΕΕ/του ΔΝΤ.
(13) Οι αναφορές που υπάρχουν στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη νέα αρίθμηση των άρθρων της ΣΛΕΕ.
(14) Επομένως, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 1466/97 τροποποιείται ως εξής :
-1. Το άρθρο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 1
Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους κανόνες που διέπουν το περιεχόμενο, την υποβολή, την εξέταση και την παρακολούθηση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας εκ μέρους του Συμβουλίου και της Επιτροπής ώστε να αποτρέπεται εγκαίρως η εμφάνιση υπερβολικών δημοσίων ελλειμμάτων και χρέους και να ενισχύεται η εποπτεία και ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών, υποστηρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ως γενικό κανόνα ότι ο προϋπολογισμός των κρατών μελών πρέπει να είναι ισοσκελισμένος κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.»
1. Το άρθρο 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 2
Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού:
(α) ως "συμμετέχοντα κράτη μέλη" νοούνται τα κράτη μέλη των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ·
(β) ως "κράτη μέλη με παρέκκλιση" νοούνται τα κράτη μέλη εκτός εκείνων των οποίων το νόμισμα είναι το ευρώ.
1a. Προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:
«ΤΜΗΜΑ 1-Α
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΕΞΑΜΗΝΟ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ
Άρθρο 2-α
1. Προκειμένου να εξασφαλιστούν ο στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και η συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων του κράτους μέλους, το Συμβούλιο ασκεί την πολυμερή εποπτεία που αναφέρεται στο άρθρο 121, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, ως αναπόσπαστο τμήμα του Ευρωπαϊκού εξαμήνου συντονισμού των οικονομικών πολιτικών (Εξαμήνου), σύμφωνα με τους στόχους και τις απαιτήσεις που ορίζονται στη ΣΛΕΕ.
2. Το Εξάμηνο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
(α) την πολυμερή εποπτεία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης δυνάμει του παρόντος κανονισμού
(β) την πολυμερή εποπτεία των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2-αγ·
(γ) τη διατύπωση και εφαρμογή των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Ένωσης (Γενικοί Προσανατολισμοί Οικονομικής Πολιτικής) σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ και των κατευθυντηρίων γραμμών που τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους, σύμφωνα με το άρθρο 148, παράγραφος 2, της ΣΛΕΕ (Κατευθυντήριες Γραμμές Απασχόλησης)
(δ) την εφαρμογή της πρόληψης και διόρθωσης υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2011
(ε) την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97.
3. Οποιαδήποτε πρόταση απευθύνει η Επιτροπή στην Ένωση ως σύνολο, στο πλαίσιο του Εξαμήνου, περιλαμβάνει αξιολόγηση του αντίκτυπου των προτεινόμενων μέτρων πολιτικής, σύμφωνα με το άρθρο 9 της ΣΛΕΕ.
4. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια συμμετέχουν δεόντως στο Εξάμηνο, προκειμένου να αυξάνεται η διαφάνεια, η οικειοποίηση και η λογοδοσία οποιωνδήποτε αποφάσεων λαμβάνονται. Για να διασφαλισθεί η κατάλληλη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια διοργανική συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής θα έχει συναφθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2011. Αυτή η διοργανική συμφωνία θα ανανεώνεται ανά τριετία και θα τροποποιείται, εάν χρειάζεται.
Άρθρο 2-αα
Στο πλαίσιο του Εξαμήνου διεξάγεται, όποτε είναι αναγκαίο, διαβούλευση με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή η οποία συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 134 της ΣΛΕΕ, με την Επιτροπή Απασχόλησης, που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 150 της ΣΛΕΕ, καθώς και με την Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας που βασίζεται στο άρθρο 160 της ΣΛΕΕ.
Στο πλαίσιο του Εξαμήνου, διεξάγεται διαβούλευση με τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως με τους κοινωνικούς εταίρους, σχετικά με τα βασικά μέτρα πολιτικής, τα οποία θα τεθούν προς συζήτηση από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.
1β. Προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:
«ΤΜΗΜΑ 1-Αα
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ
Άρθρο 2-αβ
Προκειμένου να ενισχυθεί ο διάλογος μεταξύ, αφενός, των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και, αφετέρου, των εθνικών κοινοβουλίων, των κυβερνήσεων και των λοιπών σχετικών φορέων των κρατών μελών, και να εξασφαλιστεί έτσι μεγαλύτερη διαφάνεια και λογοδοσία, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να διενεργεί ακροάσεις και να οργανώνει δημόσιες συζητήσεις σχετικά με τη μακροοικονομική και δημοσιονομική εποπτεία που έχουν αναληφθεί από το Συμβούλιο και την Επιτροπή.»
1γ. Προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:
«Τμήμα 1Αβ
ΕΘΝΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ
Άρθρο 2-αγ
1. Τα κράτη μέλη καταρτίζουν εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων προκειμένου να ασκούν τις οικονομικές πολιτικές τους κατά τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ και ειδικότερα όσον αφορά την υποχρέωση τους να θεωρούν τις οικονομικές τους πολιτικές θέμα κοινού ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.
2. Τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών υποστηρίζουν τη στρατηγική της Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση και περιλαμβάνουν συγκεκριμένους στόχους πολιτικής και τις συναφείς μεταρρυθμίσεις και δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, καθώς και άλλα σχετικά μέτρα πολιτικής και καταρτίζονται σύμφωνα με:
(a) τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής και τις κατευθυντήριες γραμμές απασχόλησης·
(β) τους ετήσιους προσανατολισμούς πολιτικής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και τις πρόσθετες δεσμεύσεις·
(γ) τις οποιεσδήποτε γνώμες ή συστάσεις του Συμβουλίου ή προειδοποιήσεις της Επιτροπής προς το οικείο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της ΣΛΕΕ.
3. Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει ετησίως, πριν από τις 30 Απριλίου, το εθνικό του πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων στο Συμβούλιο και την Επιτροπή για τους σκοπούς της πολυμερούς εποπτείας δυνάμει του άρθρου 121, παράγραφος 3, της ΣΛΕΕ.
4. Κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί τα οικεία εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων κατόπιν δέουσας συμμετοχής των οικείων εθνικών κοινοβουλίων και διαβούλευσης με τα εθνικά ενδιαφερόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών εταίρων.
5. Βάσει της εκτίμησης της Επιτροπής και στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 121 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο παρακολουθεί την εφαρμογή των εθνικών προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων των κρατών μελών, σύμφωνα με τους προσανατολισμούς πολιτικής, τις δεσμεύσεις, τις συστάσεις και τις προειδοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
6. Οι εκτιμήσεις της Επιτροπής λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία, ιδίως εκείνα που αφορούν τη ζώνη του ευρώ, τα οποία ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα κράτη μέλη και διαβιβάζουν στην Επιτροπή σχετικά με τις προβλεπόμενες αποφάσεις οικονομικής πολιτικής, οι οποίες αναμένεται να έχουν σημαντικές δευτερογενείς επιπτώσεις και μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
7. Το Συμβούλιο εκτιμά, με βάση σύσταση της Επιτροπής, εάν οι προγραμματιζόμενες δράσεις πολιτικής και οι οικονομικές παραδοχές επί των οποίων βασίζονται τα εθνικά προγράμματα μεταρρυθμίσεων είναι εύλογες.
8. Κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο εκδίδει γνώμη επί κάθε εθνικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Όταν το Συμβούλιο θεωρεί ότι οι στόχοι και το περιεχόμενο ενός προγράμματος θα πρέπει να ενισχυθούν, το Συμβούλιο, καλεί, στη γνώμη που εκδίδει, το οικείο κράτος μέλος να υποβάλει προσαρμογή του μέτρου πολιτικής που περιλαμβάνεται στις εθνικές του μεταρρυθμίσεις εντός δίμηνης προθεσμίας. Το προσαρμοσμένο πρόγραμμα εξετάζεται από το Συμβούλιο και την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
9. Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από τους στόχους πολιτικής που ορίζονται στη γνώμη που αναφέρεται στην παράγραφο 8, η Επιτροπή απευθύνει προειδοποίηση στο κράτος μέλος. Η εν λόγω προειδοποίηση δημοσιοποιείται. Το Συμβούλιο δύναται, μετά από πρόταση της Επιτροπής, να απευθύνει επίσης σύσταση στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να λάβει τα αναγκαία μέτρα προσαρμογής.
10. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου και ο Πρόεδρος της Επιτροπής υποβάλλουν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της πολυμερούς εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 121, παράγραφος 5, της ΣΛΕΕ. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο έχει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την πρόοδο που σημειώνει ένα κράτος μέλος, το Συμβούλιο δύναται, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής, να υποβάλει έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
11. Στην περίπτωση που αναφέρεται στις παραγράφους 9 και 10, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του.»
1δ. Το άρθρο 2α αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο :
«Κάθε κράτος μέλος έχει διαφοροποιημένο μεσοπρόθεσμο στόχο για τη δημοσιονομική του θέση. Αυτοί οι ειδικοί ανά κράτος μέλος μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι δύνανται να αποκλίνουν από την απαίτηση για σχεδόν ισοσκελισμένη ή πλεονασματική θέση, ενώ παρέχουν περιθώριο ασφαλείας αναφορικά με το όριο δημοσιονομικού ελλείμματος του 3% του ΑΕΠ. Κάθε μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος εξασφαλίζει τη διατηρησιμότητα των δημοσίων οικονομικών ή ταχεία πρόοδο προς τη διατηρησιμότητα, ενώ αφήνει περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών για δημόσιες επενδύσεις.
Λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων αυτών, για τα κράτη μέλη που έχουν υιοθετήσει το ευρώ και για τα κράτη μέλη του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών ERM2, οι ειδικοί ανά χώρα μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι ορίζονται εντός καθορισμένου φάσματος μεταξύ -1 % του ΑΕΠ και ισοσκελισμού ή πλεονάσματος, σε κυκλικώς προσαρμοσμένους όρους, και χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα.
Ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος θα αναθεωρείται ανά τριετία και, εφόσον ενδείκνυται, συχνότερα, στην περίπτωση εφαρμογής μίας μείζονος διαρθρωτικής μεταρρύθμισης.
Ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των εθνικών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών πλαισίων, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και την οδηγία του Συμβουλίου 2011/.../ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών.
1ε. Προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:
«ΤΜΗΜΑ 1Αα
ΕΘΝΙΚΗ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΗ
Άρθρο 2αα
1. Κάθε συμμετέχουν κράτος μέλος ενσωματώνει τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την ΣΛΕΕ στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής στην εθνική νομοθεσία.
Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θεσπίζουν ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο με τουλάχιστον τετραετή ορίζοντα δημοσιονομικού σχεδιασμού, με στόχο να ορίσουν έναν ουσιαστικό μεσοπρόθεσμο στόχο.
2. Για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, τα ανεξάρτητα όργανα ή οι θεσμικοί φορείς στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής διασφαλίζουν έναν ενημερωμένο εθνικό διάλογο σχετικά με τις τρέχουσες διαρθρωτικές δημοσιονομικές θέσεις και με τον μεσοπρόθεσμο στόχο, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό.
3. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη θεσπίζουν εθνικούς αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες που προωθούν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση προς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους οι οποίες απορρέουν από τη ΣΛΕΕ στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτοί οι εθνικοί αριθμητικοί δημοσιονομικοί κανόνες είναι πλήρως συνεπείς και συμπληρωματικοί προς τον μεσοπρόθεσμο στόχο.
4. Τα συμμετέχοντα κράτη μέλη εκπονούν εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τους στόχους του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Η εκπόνηση των εθνικών δημοσιονομικών πλαισίων μπορεί να επιχειρηθεί μέσω της εθνικής νομοθεσίας ή διαμέσου πολιτικής συμφωνίας σε εθνικό επίπεδο. Κατά την εκπόνηση του εθνικού δημοσιονομικού του πλαισίου, το κάθε συμμετέχον κράτος μέλος υπερβαίνει, ενδεχομένως, τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίζονται στην οδηγία του Συμβουλίου 2011/.../ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών.
Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος επιδιώκει να λάβει την κοινοβουλευτική έγκριση του προγράμματος σταθερότητάς του. Σε περίπτωση που δεν έχει υπάρξει η εν λόγω κοινοβουλευτική έγκριση, τούτο αναφέρεται ευκρινώς στο πρόγραμμα σταθερότητας.
5. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους την καθοδήγηση και τις συστάσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ιδίως στην κατάρτιση των προϋπολογισμών τους, και επιδιώκουν την κατάλληλη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στις διαδικασίες συντονισμού της οικονομικής πολιτικής. Κατά την υποβολή του σχεδίου προϋπολογισμού στο εθνικό κοινοβούλιο, τα κράτη μέλη υποβάλλουν επίσης οιαδήποτε γνώμη του Συμβουλίου ή της Επιτροπής επί του προγράμματος σταθερότητας και, σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, όπως ορίζεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 5, παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, τη σύσταση της Επιτροπής, συνοδευμένη από μια εξήγηση του τρόπου με τον οποίο ελήφθησαν υπόψη αυτές οι γνώμες και οι συστάσεις.
6. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν την επαγγελματική ανεξαρτησία των εθνικών στατιστικών αρχών, οι οποία είναι συμβατή με τον κώδικα ορθής πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, όπως ορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 223/2009, και των εθνικών ελεγκτικών συνεδρίων. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να πληρούνται οι εξής ελάχιστες απαιτήσεις:
(α) διαφανείς διαδικασίες πρόσληψης και απόλυσης, οι οποίες πρέπει να είναι ανεξάρτητες από την έκβαση των πολιτικών εκλογών·
(β) διάθεση δημοσιονομικών πόρων, η οποία πρέπει να πραγματοποιείται σε ετήσια βάση·
(γ) η ημερομηνία δημοσίευσης των στατιστικών στοιχείων, η οποία πρέπει να ορίζεται τουλάχιστον ένα έτος νωρίτερα.
1στ. Προστίθεται το ακόλουθο τμήμα:
«Τμήμα 1Αβ
ΑΚΡΟΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΥΡΩΟΜΑΔΑΣ
Άρθρο 2αβ
Ο Πρόεδρος της Ευρωομάδας μπορεί, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική του πρωτοβουλία, να τύχει ακρόασης από τις αρμόδιες επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ιδίως σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα εργασίας της Ευρωομάδας, την οικονομική κατάσταση στη ζώνη του ευρώ, την εξέλιξη των μακροοικονομικών ανισορροπιών στο εσωτερικό της ζώνης του ευρώ, την ανταγωνιστικότητα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη και την πραγματική σύγκλιση των οικονομιών τους, τη διατηρησιμότητα των δημοσιονομικών θέσεων των συμμετεχόντων κρατών μελών και την υλοποίηση των προγραμμάτων σταθερότητας και των εθνικών τους προγραμμάτων μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό της ΕΕ.»
2. Το άρθρο 3 τροποποιείται ως εξής:
(α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Κάθε συμμετέχον κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία για την τακτική άσκηση πολυμερούς εποπτείας δυνάμει του άρθρου 121 της ΣΛΕΕ, υπό μορφή "προγράμματος σταθερότητας" το οποίο παρέχει μια ουσιαστική βάση για τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, η οποία συμβάλλει στη σταθερότητα των τιμών, στην επίτευξη ισχυρής διατηρήσιμης ανάπτυξης και στη δημιουργία απασχόλησης.»
(β) η παράγραφος 2 τροποποιείται ακολούθως:
(i) το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(α) τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του στόχου αυτού για το ισοζύγιο γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, την προβλεπόμενη πορεία του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, την προβλεπόμενη πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών, συμπεριλαμβανομένης της αντίστοιχης διάθεσης πόρων για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη τους όρους και τα κριτήρια που καθορίζουν την αύξηση των δαπανών δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, την προβλεπόμενη πορεία εξέλιξης των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές και έναν ποσοτικό προσδιορισμό των προβλεπόμενων μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων·»
(ia) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«(αα) την αναμενόμενη πορεία του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης, καθώς και πληροφορίες σχετικά με οιεσδήποτε τεκμαρτές ή ενδεχόμενες υποχρεώσεις τους, όπως το αναμενόμενο δημοσιονομικό κόστος της γήρανσης και οι δημόσιες εγγυήσεις, η δε ακριβής φύση αυτών των πληροφοριών θα καθορίζεται εντός ενός εναρμονισμένου πλαισίου που θα πρέπει να καταρτισθεί από την Επιτροπή·»
(iβ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«(αβ) πληροφορίες σχετικά με τη συμβατότητα του προγράμματος σταθερότητας με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων·»
(ii) το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(γ) ποσοτική εκτίμηση των δημοσιονομικών και άλλων μέτρων οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται ή προτείνονται για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, με συνολική ανάλυση κόστους-ωφελείας των μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν άμεσο μακροπρόθεσμο θετικό δημοσιονομικό αντίκτυπο, μεταξύ άλλων με την αύξηση της διατηρήσιμης δυνητικής ανάπτυξης·
(βα) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:
«2α. Το πρόγραμμα σταθερότητας βασίζεται σε ρεαλιστικές και προσεκτικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις οι οποίες κάνουν χρήση των πλέον ενημερωμένων στοιχείων. Ο δημοσιονομικός σχεδιασμός πρέπει να βασίζεται στο πιθανότερο μακροδημοσιονομικό σενάριο ή σε ένα πιο επιφυλακτικό σενάριο, όπου πρέπει να αναφέρονται επακριβώς οι αποκλίσεις από το πιθανότερο μακροδημοσιονομικό σενάριο. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις καταρτίζονται λαμβανομένων υπόψη των προγνώσεων της Επιτροπής και ενδεχομένως των προγνώσεων άλλων ανεξάρτητων οργάνων. Τυχόν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ του μακροοικονομικού δημοσιονομικού σεναρίου που επελέγη και των προγνώσεων της Επιτροπής πρέπει να επεξηγούνται στο πρόγραμμα σταθερότητας.»
(γ) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«3. Τα στοιχεία για την πορεία του ισοζυγίου και του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών, την προβλεπόμενη εξέλιξη των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές, τα προβλεπόμενα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, κατάλληλα ποσοτικοποιημένα, και τις βασικές οικονομικές παραδοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), (αα), (αβ) και β) θα καταρτίζονται σε ετήσια βάση και θα καλύπτουν το προηγούμενο έτος, το τρέχον έτος και τουλάχιστον τα τρία επόμενα έτη.»
3. Το άρθρο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 4
1. Τα προγράμματα σταθερότητας υποβάλλονται ετησίως από την 1η έως την 30ή Απριλίου. Ένα κράτος μέλος που υιοθετεί το ευρώ, υποβάλλει πρόγραμμα σταθερότητας εντός έξι μηνών από την απόφαση του Συμβουλίου για τη συμμετοχή του στο ευρώ.
2. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τα προγράμματα σταθερότητας που καταρτίζουν.»
4. Το άρθρο 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 5
1. Με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, το Συμβούλιο εξετάζει, εντός του πλαισίου της πολυμερούς εποπτείας του άρθρου 121 της ΣΛΕΕ, τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που παρουσιάζουν τα οικεία κράτη μέλη στα προγράμματα σταθερότητάς τους, εκτιμά εάν οι οικονομικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα είναι εύλογες, εάν η πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου είναι κατάλληλη, εξετάζοντας επίσης την παράλληλη πορεία του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, και εάν τα μέτρα που λαμβάνονται ή προτείνονται για την τήρηση της εν λόγω πορείας προσαρμογής επαρκούν για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου σε όλη τη διάρκεια του κύκλου.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν εκτιμούν την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, εξετάζουν αν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει στην απαιτούμενη για το σκοπό αυτό ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5% του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν επίπεδο χρέους υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ ή σημαντικούς κινδύνους όσον αφορά τη γενικότερη βιωσιμότητα του χρέους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν κατά πόσο η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι σημαντικά υψηλότερη του 0,5% του ΑΕΠ. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας.
Η επαρκής πρόοδος προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο αξιολογείται βάσει συνολικής αξιολόγησης με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων. Για τον σκοπό αυτόν, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αξιολογούν κατά πόσο η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των μέτρων που έχουν ληφθεί ή σχεδιάζεται να ληφθούν στο σκέλος των εσόδων, είναι σύμφωνη με τους ακόλουθους όρους:
▐
(α) για κράτη μέλη που έχουν επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει ένα μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, εκτός εάν η υπέρβαση αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων·
(β) για κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει ένα ποσοστό χαμηλότερο από το ποσοστό αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ, εκτός εάν η υπέρβαση αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων· Η διαφορά μεταξύ του ποσοστού αύξησης των δημόσιων δαπανών και του ποσοστού αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μια κατάλληλη προσαρμογή για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
(γ) για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμα επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό τους στόχο, οι μειώσεις διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των δημοσίων εσόδων αντισταθμίζονται είτε με μειώσεις των δαπανών είτε με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά άλλα στοιχεία των δημοσίων εσόδων είτε και με τις δύο μεθόδους συγχρόνως.
Στο γενικό σύνολο των δαπανών δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τους τόκους, οι δαπάνες για προγράμματα της ΕΕ που αναπληρώνονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια και αλλαγές μη διακριτικής ευχέρειας στη χρηματοδότηση των παροχών ανεργίας.
Η αύξηση των δαπανών που υπερβαίνει το μεσοπρόθεσμο σημείο αναφοράς δεν θεωρείται παράβαση του πλαισίου αναφοράς στον βαθμό που αντισταθμίζεται πλήρως με αυξήσεις των εσόδων που είναι υποχρεωτικές διά νόμου.
Το ποσοστό αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ θα αξιολογείται βάσει μελλοντικών προβολών ή παρελθοντικών προβολών, εάν οι τελευταίες δεν οδηγούν σε επιβράδυνση της πορείας προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου. Οι προβολές θα υποβάλλονται σε περιοδικές επικαιροποιήσεις. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί μια διαφανή, ανεξάρτητη και τεκμηριωμένη εκτίμηση της μεθοδολογίας αυτών των προβολών.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν καθορίζουν την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον στόχο αυτό, και όταν επιτρέπουν προσωρινή απόκλιση από αυτόν, για τα κράτη μέλη που τον έχουν ήδη επιτύχει, με την προϋπόθεση ότι διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας όσον αφορά την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα και ότι η δημοσιονομική κατάσταση αναμένεται να επανέλθει στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο εντός της περιόδου του προγράμματος, λαμβάνουν υπόψη την εφαρμογή μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις - περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής βιώσιμης ανάπτυξης - και κατά συνέπεια έχουν επαληθεύσιμο αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται σε μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων οι οποίες εισάγουν σύστημα πολλαπλών πυλώνων που περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πλήρως κεφαλαιοποιητικό πυλώνα. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, επιτρέπεται να αποκλίνουν από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού τους στόχου ή από τον ίδιο τον στόχο, εφόσον η απόκλιση αντικατοπτρίζει το καθαρό κόστος της μεταρρύθμισης του πυλώνα υπό δημόσια διαχείριση, υπό την προϋπόθεση ότι η απόκλιση παραμένει προσωρινή και ότι διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας σε σχέση με την τιμή αναφοράς του ελλείμματος.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν επίσης κατά πόσο το περιεχόμενο του προγράμματος σταθερότητας διευκολύνει την επίτευξη μιας συνεχούς σύγκλισης εντός της ζώνης του ευρώ, τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και κατά πόσο οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής και τις κατευθυντήριες γραμμές απασχόλησης των κρατών μελών και της Ένωσης.
Σε περίπτωση ασυνήθιστων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη διαρθρωτική του ισορροπία, ανερχόμενη σε τουλάχιστον 0,5% επί του ΑΕΠ σε ένα μόνο έτος, ή σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην ζώνη του ευρώ ή την ΕΕ συνολικά, μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
2. Η Επιτροπή εξετάζει το πρόγραμμα σταθερότητας εντός τριών μηνών από την υποβολή του. Η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, συνιστά στο Συμβούλιο, εφόσον είναι αναγκαίο, να εκδώσει γνώμη σχετικά με το πρόγραμμα. Η γνώμη θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία, εντός δέκα ημερών, να την απορρίψει. Όταν οι στόχοι και το περιεχόμενο του προγράμματος χρειάζονται ενίσχυση, ιδίως όσον αφορά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, στη γνώμη το οικείο κράτος μέλος καλείται να προσαρμόσει το πρόγραμμά του.»
5. Το άρθρο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 6
1. Στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρακολουθούν την εφαρμογή των προγραμμάτων σταθερότητας με βάση τα στοιχεία που γνωστοποιούν τα συμμετέχοντα κράτη μέλη και τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, προκειμένου ιδίως να εντοπίσουν τις πραγματικές ή αναμενόμενες σημαντικές αποκλίσεις της δημοσιονομικής θέσης από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή από την κατάλληλη πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του.
2. Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 5 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, και προκειμένου να αποφευχθεί η εμφάνιση υπερβολικού ελλείμματος, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος. Η προειδοποίηση αυτή δημοσιοποιείται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του. Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από το οικείο κράτος μέλος.
Εντός ενός μηνός από οιαδήποτε σημαντική απόκλιση, όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο εγκρίνει σύσταση για τη λήψη μέτρων πολιτικής, θέτοντας προθεσμία πέντε το πολύ μηνών για την αντιμετώπιση της απόκλισης, με βάση σύσταση της Επιτροπής. Σε περίπτωση ιδιαζόντως σημαντικής απόκλισης ή ιδιαίτερα σοβαρής κατάστασης, η προθεσμία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, δημοσιοποιεί τις συστάσεις.»
Η Επιτροπή παρακολουθεί τα μέτρα που περιέχονται στη σύσταση επί τη βάσει επισκέψεων εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο -11 του παρόντος κανονισμού και καταρτίζει έκθεση προς το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή θα δημοσιοποιείται εντός ενός μηνός.
Εάν το οικείο κράτος μέλος δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε σύσταση του Συμβουλίου στο πλαίσιο του δεύτερου εδαφίου, η Επιτροπή συνιστά αμέσως στο Συμβούλιο να επιβεβαιώσει ότι δεν αναλήφθηκε καμία ουσιαστική δράση. Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση εντός δέκα ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Παράλληλα, το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, απευθύνει επίσημη έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η διαδικασία από τη σύσταση του Συμβουλίου, η οποία αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, έως την τελική σύσταση του Συμβουλίου και την έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι οποίες αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο, δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Η απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την κατάλληλη πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του αξιολογείται βάσει μιας γενικής εκτίμησης με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που ορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1.
Η εκτίμηση για το εάν η απόκλιση είναι σημαντική θα περιλαμβάνει κυρίως τα εξής κριτήρια:
Για κράτος μέλος που δεν έχει επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, κατά την εκτίμηση της μεταβολής του διαρθρωτικού ισοζυγίου, εάν η απόκλιση ανέρχεται σε τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως σε δύο διαδοχικά έτη· κατά την εκτίμηση της εξέλιξης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αφορούν τα έσοδα, εάν η απόκλιση έχει συνολικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της κυβέρνησης τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή συνολικά σε δύο διαδοχικά έτη.
Η απόκλιση δεν λαμβάνεται υπόψη εάν το οικείο κράτος μέλος έχει υπερβεί κατά πολύ τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο του, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, και εάν ο δημοσιονομικός προγραμματισμός που παρουσιάζεται στο πρόγραμμα σταθερότητας δεν θέτει σε κίνδυνο αυτόν τον στόχο κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει το πρόγραμμα.
Επίσης, η απόκλιση δύναται να μην ληφθεί υπόψη εάν οφείλεται σε ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη διαρθρωτική ισορροπία της γενικής κυβέρνησης, ανερχόμενη σε τουλάχιστον 0,5% επί του ΑΕΠ σε ένα έτος ή σε περίπτωση σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
3. Εάν η σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, η Επιτροπή απευθύνει σύσταση στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να απορρίψει με ειδική πλειοψηφία μια τέτοια σύσταση της Επιτροπής. Το Συμβούλιο δημοσιοποιεί τις συστάσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του.»
6. Το άρθρο 7 τροποποιείται ως εξής:
(α) η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
"1. Κάθε κράτος μέλος με παρέκκλιση υποβάλλει στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση πολυμερούς εποπτείας ανά τακτά χρονικά διαστήματα δυνάμει του άρθρου 121 της ΣΛΕΕ, υπό μορφή προγράμματος σύγκλισης το οποίο παρέχει μια ουσιαστική βάση για τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών που συμβάλλει στη σταθερότητα των τιμών, στην επίτευξη ισχυρής διατηρήσιμης ανάπτυξης και στη δημιουργία απασχόλησης.»
(β) η παράγραφος 2 τροποποιείται ακολούθως:
(i) το στοιχείο α) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(α) το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του στόχου αυτού για το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, την αναμενόμενη πορεία του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης, την προβλεπόμενη πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών, συμπεριλαμβανομένης της αντίστοιχης διάθεσης πόρων για τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους όρους και τα κριτήρια που καθορίζουν την αύξηση των δαπανών δυνάμει του άρθρου 9 παράγραφος 1, την προβλεπόμενη πορεία εξέλιξης των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές και έναν ποσοτικό προσδιορισμό των προβλεπόμενων μέτρων διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, τους μεσοπρόθεσμους στόχους νομισματικής πολιτικής, τη σχέση των στόχων αυτών με τη σταθερότητα των τιμών και της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την επίτευξη συνεχούς σύγκλισης·»
(ia) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«(αα) την προβλεπόμενη πορεία του δείκτη χρέους της γενικής κυβέρνησης, καθώς και πληροφορίες σχετικά με οιεσδήποτε τεκμαρτές ή ενδεχόμενες υποχρεώσεις τους, όπως το αναμενόμενο δημοσιονομικό κόστος της γήρανσης και οι δημόσιες εγγυήσεις, η δε ακριβής φύση αυτών των πληροφοριών θα καθορίζεται εντός ενός εναρμονισμένου πλαισίου που θα πρέπει να καταρτισθεί από την Επιτροπή·»
(iβ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο στοιχείο:
«(αβ) πληροφορίες σχετικά με τη συμβατότητα του προγράμματος σταθερότητας με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής, τις κατευθυντήριες γραμμές απασχόλησης και το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων·»
(iγ) Το στοιχείο β) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(β) τις κυριότερες παραδοχές για τις αναμενόμενες οικονομικές εξελίξεις και τις σημαντικότερες οικονομικές μεταβλητές που σχετίζονται με την υλοποίηση του προγράμματος σύγκλισης, όπως είναι οι δαπάνες δημοσίων επενδύσεων, η αύξηση του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους, η απασχόληση και ο πληθωρισμός·»
(ii) το στοιχείο γ) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(γ) ποσοτική εκτίμηση των δημοσιονομικών και άλλων μέτρων οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται ή προτείνονται για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, με ανάλυση κόστους-ωφελείας των μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, μεταξύ άλλων με την αύξηση της δυνητικής βιώσιμης ανάπτυξης·
(βα) Παρεμβάλλεται η ακόλουθη παράγραφος:
«2α. Το πρόγραμμα σύγκλισης βασίζεται σε ρεαλιστικές και προσεκτικές μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις οι οποίες χρησιμοποιούν τα πλέον ενημερωμένα στοιχεία. Ο δημοσιονομικός σχεδιασμός πρέπει να βασίζεται στο πιθανότερο μακροδημοσιονομικό σενάριο ή σε ένα πιο επιφυλακτικό σενάριο, όπου πρέπει να αναφέρονται επακριβώς οι αποκλίσεις από το πιθανότερο μακροδημοσιονομικό σενάριο. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προγνώσεις καταρτίζονται λαμβανομένων υπόψη των προγνώσεων της Επιτροπής και ενδεχομένως των προγνώσεων άλλων ανεξάρτητων οργάνων. Τυχόν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ του μακροδημοσιονομικού σεναρίου που επελέγη και των προγνώσεων της Επιτροπής πρέπει να επεξηγούνται στο πρόγραμμα σύγκλισης.»
(γ) η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«3. Τα στοιχεία για την πορεία του ισοζυγίου και του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, την εξέλιξη των δημοσίων δαπανών, την προβλεπόμενη πορεία εξέλιξης των δημοσίων εσόδων με αμετάβλητες πολιτικές, τα προβλεπόμενα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, κατάλληλα ποσοτικοποιημένα, και τις βασικές οικονομικές παραδοχές που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία α), (αα), (αβ) και β) θα καταρτίζονται σε ετήσια βάση και θα καλύπτουν το προηγούμενο έτος, το τρέχον έτος και τουλάχιστον τα τρία επόμενα έτη.
7. Το άρθρο 8 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 8
1. Τα προγράμματα σύγκλισης υποβάλλονται ετησίως από την 1η έως την 30ή Απριλίου.
1a. Για χώρες των οποίων το οικονομικό έτος δεν συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος, η υποβολή του προγράμματος σύγκλισης γίνεται μετά από την υποβολή του προϋπολογισμού στο εθνικό κοινοβούλιο και όσο το δυνατόν πιο κοντά στη δημοσίευσή του.
2. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τα προγράμματα σύγκλισης που καταρτίζουν.»
8. Το άρθρο 9 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 9
1. Με βάση τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, το Συμβούλιο εξετάζει, εντός του πλαισίου της πολυμερούς εποπτείας του άρθρου 121 της ΣΛΕΕ, τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που παρουσιάζουν τα οικεία κράτη μέλη στα προγράμματα σύγκλισής τους, εκτιμά εάν οι οικονομικές παραδοχές στις οποίες βασίζεται το πρόγραμμα είναι εύλογες, εάν η πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου είναι κατάλληλη, εξετάζοντας επίσης την παράλληλη πορεία του δείκτη χρέους γενικής κυβέρνησης, και εάν τα μέτρα που λαμβάνονται ή/και προτείνονται για την τήρηση της εν λόγω πορείας προσαρμογής επαρκούν για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου σε όλη τη διάρκεια του κύκλου και για την εξασφάλιση συνεχούς σύγκλισης.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν εκτιμούν την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο καταβάλλεται μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας, ενώ η προσπάθεια μπορεί να είναι πιο περιορισμένη σε περιόδους δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Για τα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν επίπεδο χρέους υψηλότερο του 60% του ΑΕΠ ή σημαντικούς κινδύνους όσον αφορά τη γενικότερη βιωσιμότητα του χρέους, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν κατά πόσο η ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, είναι σημαντικά υψηλότερη του 0,5% του ΑΕΠ. Για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν εάν το οικείο κράτος μέλος προβαίνει σε κατάλληλη ετήσια βελτίωση του κυκλικά προσαρμοσμένου ισοζυγίου του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και λοιπά προσωρινά μέτρα, το ενδεικτικό ύψος της οποίας ορίζεται σε 0,5% του ΑΕΠ, η οποία απαιτείται για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού του στόχου.
Η επαρκής πρόοδος προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο αξιολογείται βάσει συνολικής αξιολόγησης με σημείο αναφοράς το διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων. Για τον σκοπό αυτόν, το Συμβούλιο και η Επιτροπή αξιολογούν κατά πόσο η πορεία εξέλιξης των δημοσίων δαπανών, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των μέτρων που έχουν ληφθεί ή προβλέπεται να ληφθούν στο σκέλος των εσόδων, είναι σύμφωνη με τους ακόλουθους όρους:
▐
(α) για κράτη μέλη που έχουν επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει ένα μεσοπρόθεσμο ποσοστό αναφοράς της δυνητικής αύξησης του ΑΕΠ, εκτός εάν η υπέρβαση αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων·
(β) για κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους, η ετήσια αύξηση των δαπανών δεν υπερβαίνει ένα ποσοστό χαμηλότερο από το ποσοστό αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ, εκτός εάν η υπέρβαση αντισταθμίζεται με μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων· Η διαφορά μεταξύ του ποσοστού αύξησης των δημόσιων δαπανών και του ποσοστού αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ καθορίζεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μια κατάλληλη προσαρμογή για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
(γ) για κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο τους, οι μειώσεις διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των δημόσιων εσόδων αντισταθμίζονται είτε με μειώσεις των δαπανών είτε με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά άλλα στοιχεία των δημόσιων εσόδων είτε και με τις δύο μεθόδους συγχρόνως.
Στο γενικό σύνολο των δαπανών δεν περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τους τόκους, οι δαπάνες για προγράμματα της ΕΕ που αναπληρώνονται στο σύνολό τους από ενωσιακά κονδύλια και αλλαγές μη διακριτικής ευχέρειας στη χρηματοδότηση των παροχών ανεργίας.
Η υπέρβαση της αύξησης των δαπανών άνω των μεσοπρόθεσμων τιμών αναφοράς δεν θα πρέπει να λογίζεται ως υπέρβαση της τιμής αναφοράς στον βαθμό που αντισταθμίζεται πλήρως με αυξήσεις εσόδων τις οποίες επιβάλλει η νομοθεσία.
Το ποσοστό αναφοράς της δυνητικής μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ θα αξιολογείται βάσει μελλοντικών προβολών ή παρελθοντικών προβολών, εάν οι τελευταίες δεν οδηγούν σε επιβράδυνση της πορείας προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου. Οι προβολές θα υποβάλλονται σε περιοδικές επικαιροποιήσεις. Η Επιτροπή δημοσιοποιεί μια διαφανή, ανεξάρτητη και τεκμηριωμένη εκτίμηση της μεθοδολογίας αυτών των προβολών.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή, όταν καθορίζουν την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, για τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη επιτύχει τον στόχο αυτό, και όταν επιτρέπουν προσωρινή απόκλιση από αυτόν, για τα κράτη μέλη που τον έχουν ήδη επιτύχει, με την προϋπόθεση ότι διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας όσον αφορά την τιμή αναφοράς για το έλλειμμα και ότι η δημοσιονομική κατάσταση αναμένεται να επανέλθει στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο εντός της περιόδου του προγράμματος, λαμβάνουν υπόψη την εφαρμογή μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν άμεσες μακροπρόθεσμες θετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις - περιλαμβανομένης της αύξησης της δυνητικής βιώσιμης ανάπτυξης - και κατά συνέπεια έχουν επαληθεύσιμο αντίκτυπο στη μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Ιδιαίτερη προσοχή δίδεται σε μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων οι οποίες εισάγουν σύστημα πολλαπλών πυλώνων που περιλαμβάνει έναν υποχρεωτικό πλήρως κεφαλαιοποιητικό πυλώνα. Τα κράτη μέλη που εφαρμόζουν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις, επιτρέπεται να αποκλίνουν από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού τους στόχου ή από τον ίδιο τον στόχο, εφόσον η απόκλιση αντικατοπτρίζει το καθαρό κόστος της μεταρρύθμισης του πυλώνα υπό δημόσια διαχείριση, υπό την προϋπόθεση ότι η απόκλιση παραμένει προσωρινή και ότι διατηρείται κατάλληλο περιθώριο ασφαλείας σε σχέση με την τιμή αναφοράς του ελλείμματος.
Το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν περαιτέρω αν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης διευκολύνει το στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και αν οι οικονομικές πολιτικές του οικείου κράτους μέλους είναι συνεπείς με τους γενικούς προσανατολισμούς οικονομικής πολιτικής και τις κατευθυντήριες γραμμές απασχόλησης των κρατών μελών και της Ένωσης. Επιπλέον, για τα κράτη μέλη του ΜΣΙ ΙΙ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξετάζουν εάν το περιεχόμενο του προγράμματος σύγκλισης εξασφαλίζει την ομαλή συμμετοχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Σε περίπτωση ασυνήθιστων περιστάσεων που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη διαρθρωτική του ισορροπία, ανερχόμενη σε τουλάχιστον 0,5% επί του ΑΕΠ σε ένα μόνο έτος, ή σε περιόδους σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ ή την Ένωση συνολικά, μπορεί να επιτραπεί στα κράτη μέλη προσωρινή απόκλιση από την πορεία προσαρμογής προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου που προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
2. Το Συμβούλιο εξετάζει το πρόγραμμα σταθερότητας το αργότερο εντός τριών μηνών από την υποβολή του. Βάσει σύστασης της Επιτροπής και ύστερα από διαβουλεύσεις με την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, το Συμβούλιο, εφόσον απαιτείται, εκδίδει γνώμη επί του προγράμματος. Όταν το Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 121 της ΣΛΕΕ, θεωρεί ότι οι στόχοι και το περιεχόμενο του προγράμματος πρέπει να ενισχυθούν, ιδίως όσον αφορά την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, το Συμβούλιο, στη γνώμη που εκδίδει, καλεί το οικείο κράτος μέλος να προσαρμόσει το πρόγραμμά του.»
9. Το άρθρο 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 10
1. Στο πλαίσιο της πολυμερούς εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρακολουθούν την εφαρμογή των προγραμμάτων σύγκλισης με βάση τα στοιχεία που γνωστοποιούν τα κράτη μέλη με παρέκκλιση και τις εκτιμήσεις της Επιτροπής και της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής, προκειμένου ιδίως να εντοπίσουν τις πραγματικές ή αναμενόμενες σημαντικές αποκλίσεις της δημοσιονομικής θέσης από τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή από την κατάλληλη πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του, λόγω της εφαρμογής πολιτικών που αποκλίνουν από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική .
Επιπλέον, το Συμβούλιο και η Επιτροπή παρακολουθούν τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών με παρέκκλιση, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους των προγραμμάτων σύγκλισης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι πολιτικές τους είναι προσανατολισμένες προς τη σταθερότητα και να αποφευχθούν, κατ' αυτόν τον τρόπο, οι στρεβλώσεις των πραγματικών συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι υπερβολικές διακυμάνσεις των ονομαστικών συναλλαγματικών ισοτιμιών.
2. Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού, και προκειμένου να αποφευχθεί η εμφάνιση υπερβολικού ελλείμματος, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 121 παράγραφος 4 της ΣΛΕΕ, απευθύνει προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος. Η προειδοποίηση αυτή δημοσιοποιείται. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του. Σε περίπτωση μιας τέτοιας σημαντικής απόκλισης, η Επιτροπή μπορεί να ζητήσει πρόσθετα στοιχεία από το οικείο κράτος μέλος.
Εντός ενός μηνός από οιαδήποτε σημαντική απόκλιση, όπως ορίζεται στο πρώτο εδάφιο, το Συμβούλιο εγκρίνει σύσταση για τη λήψη μέτρων πολιτικής, θέτοντας προθεσμία πέντε το πολύ μηνών για την αντιμετώπιση της απόκλισης, με βάση σύσταση της Επιτροπής. Σε περίπτωση ιδιαζόντως σημαντικής απόκλισης ή ιδιαίτερα σοβαρής κατάστασης, η προθεσμία δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, δημοσιοποιεί τις συστάσεις.»
Η Επιτροπή παρακολουθεί τα μέτρα που περιέχονται στη σύσταση επί τη βάσει επισκέψεων εποπτείας, σύμφωνα με το άρθρο -11 του παρόντος κανονισμού, και καταρτίζει έκθεση προς το Συμβούλιο. Η έκθεση αυτή θα δημοσιοποιείται εντός ενός μηνός.
Εάν το οικείο κράτος μέλος δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός της προθεσμίας που ορίζεται σε σύσταση του Συμβουλίου στο πλαίσιο του δεύτερου εδαφίου, η Επιτροπή συνιστά αμέσως στο Συμβούλιο να επιβεβαιώσει ότι δεν αναλήφθηκε καμία ουσιαστική δράση. Η απόφαση θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο εκτός εάν αυτό αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να απορρίψει τη σύσταση εντός δέκα ημερών από την έγκρισή της από την Επιτροπή. Παράλληλα, το Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, απευθύνει επίσημη έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η διαδικασία από τη σύσταση του Συμβουλίου, η οποία αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, έως την τελική σύσταση του Συμβουλίου και την έκθεση προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι οποίες αναφέρονται στο τέταρτο εδάφιο, δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Η απόκλιση από τον μεσοπρόθεσμο στόχο ή την κατάλληλη πορεία προσαρμογής για την επίτευξή του αξιολογούνται βάσει μιας συνολικής εκτίμησης με σημείο αναφοράς τo διαρθρωτικό ισοζύγιο, συμπεριλαμβανομένης μιας ανάλυσης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων, όπως ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.
Η εκτίμηση για το εάν η απόκλιση είναι σημαντική θα περιλαμβάνει κυρίως τα εξής κριτήρια:
Για κράτος μέλος που δεν έχει επιτύχει τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, κατά την εκτίμηση της μεταβολής του διαρθρωτικού ισοζυγίου, η απόκλιση θεωρείται σημαντική εάν ανέρχεται σε τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή τουλάχιστον 0,25 % του ΑΕΠ κατά μέσο όρο ετησίως σε δύο διαδοχικά έτη· κατά την εκτίμηση της εξέλιξης των δαπανών χωρίς να υπολογίζονται τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που αφορούν τα έσοδα, εάν η απόκλιση έχει συνολικό αντίκτυπο στο ισοζύγιο της κυβέρνησης τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ σε ένα δεδομένο έτος ή συνολικά σε δύο διαδοχικά έτη.
Η απόκλιση δεν λαμβάνεται υπόψη εάν το οικείο κράτος μέλος έχει υπερβεί κατά πολύ τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο του, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών, και εάν ο δημοσιονομικός προγραμματισμός που παρουσιάζεται στο πρόγραμμα σταθερότητας δεν θέτει σε κίνδυνο αυτόν τον στόχο κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει το πρόγραμμα.
Επίσης, η απόκλιση δύναται να μην ληφθεί υπόψη εάν οφείλεται σε ασυνήθεις περιστάσεις που εκφεύγουν του ελέγχου του συγκεκριμένου κράτους μέλους και έχουν σημαντική επίπτωση στη διαρθρωτική ισορροπία της γενικής κυβέρνησης, ανερχόμενη σε τουλάχιστον 0,5% επί του ΑΕΠ σε ένα έτος ή σε περίπτωση σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, με την προϋπόθεση ότι κάτι τέτοιο δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
3. Εάν η σημαντική απόκλιση από την πορεία προσαρμογής για την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, η Επιτροπή απευθύνει σύσταση στο οικείο κράτος μέλος προκειμένου να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προσαρμογής. Το Συμβούλιο δημοσιοποιεί τις συστάσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δύναται να καλέσει το οικείο κράτος μέλος να εξηγήσει τις πολιτικές του ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του.
3a. Κάθε φορά που απευθύνεται πρόσκληση για συνάντηση της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ενός κράτους μέλους για να εξηγηθεί μια θέση, κάποια απαιτούμενη ενέργεια ή απόκλιση από τις σχετικές απαιτήσεις, η συνάντηση πρέπει να συγκαλείται υπό την αιγίδα ενός εκ των κατωτέρω:
(a) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
(β) του κοινοβουλίου του οικείου κράτους μέλους
(γ) του κοινοβουλίου της εκ περιτροπής προεδρίας.»
9a. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο -11
1. Η Επιτροπή διεξάγει συνεχή διάλογο με αρχές των κρατών μελών σύμφωνα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτόν η Επιτροπή διεξάγει επισκέψεις σε όλα τα κράτη μέλη με στόχο έναν τακτικό διάλογο και, αν κριθεί αναγκαίο, την εποπτεία.
Η Επιτροπή μπορεί να προσκαλεί εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, ή άλλων σχετικών οργανισμών να συμμετάσχουν στις επισκέψεις εποπτείας.
2. Όταν η Επιτροπή οργανώνει τον διάλογο ή τις επισκέψεις ελέγχου, διαβιβάζει, εφόσον χρειαστεί, στα οικεία κράτη μέλη τις προσωρινές της διαπιστώσεις αναφορικά με τις παρατηρήσεις της.
3. Στο πλαίσιο των επισκέψεων με σκοπό τον διάλογο η Επιτροπή εξετάζει την εκάστοτε οικονομική κατάσταση του κράτους μέλους και διαπιστώνει πιθανούς κινδύνους ή προβλήματα αναφορικά με την εκπλήρωση των στόχων του παρόντος κανονισμού.
4. Στο πλαίσιο των επισκέψεων εποπτείας η Επιτροπή παρακολουθεί τις διαδικασίες και εξακριβώνει αν ελήφθησαν μέτρα σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου ή της Επιτροπής ανάλογα με τους στόχους του παρόντος κανονισμού. Οι επισκέψεις εποπτείας γίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο εάν υπάρχουν διακριτοί κίνδυνοι ή προβλήματα όσον αφορά την εκπλήρωση των εν λόγω στόχων.
5. Η Επιτροπή ενημερώνει την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή για τους λόγους των επισκέψεων εποπτείας.
6. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για τη διευκόλυνση των επισκέψεων διαλόγου και εποπτείας. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, τα κράτη μέλη παρέχουν τη συνδρομή όλων των σχετικών εθνικών αρχών για την προετοιμασία και τη διεξαγωγή των επισκέψεων διαλόγου και των επισκέψεων εποπτείας.»
9β. Το άρθρο 11 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 11
Στα πλαίσια της πολυμερούς εποπτείας που περιγράφεται στον παρόντα κανονισμό, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβαίνουν στη συνολική αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 121, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.»
9γ. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 11α
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προβαίνουν σε εκτίμηση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού με βάση ετήσια έκθεση της Επιτροπής.»
9δ. Προστίθεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 12α
Επανεξέταση
1. Από τις …* και στη συνέχεια ανά τριετία, η Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.
2. Η έκθεση και οι τυχόν συνοδευτικές προτάσεις υποβάλλονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
3. Αν η έκθεση εντοπίζει εμπόδια για την ορθή λειτουργία των διατάξεων των Συνθηκών που διέπουν την οικονομική και νομισματική ένωση, προβαίνει στις απαραίτητες συστάσεις προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
4. Η έκθεση περιλαμβάνει πρόταση για την επέκταση της ψηφοφορίας με αντεστραμμένη ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό.
5. Έως τις ... *, η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο, η οποία συνοδεύεται, εφόσον είναι αναγκαίο, από νομοθετικές προτάσεις με σκοπό τη θέσπιση, με βάση τις διατάξεις της Ένωσης, μηχανισμό κινήτρων που να αποσκοπεί στην παροχή εγγυήσεων σε δέσμη πρωτοβουλιών ομολόγων σχεδίων της στρατηγικής ΕΕ2020.
*ΕΕ να συμπληρωθεί η ημερομηνία: ένα έτος μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού.»
10. Όλες οι αναφορές στο «άρθρο 99» αντικαθίστανται, σε ολόκληρο τον κανονισμό, από αναφορές στο «άρθρο 121».
Άρθρο 2
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και εφαρμόζεται άμεσα σε όλα τα κράτη μέλη.
Βρυξέλλες,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
Ο Πρόεδρος Ο Πρόεδρος
Γνωμοδοτηση της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
Κυρία Sharon Bowles
Πρόεδρο
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ
Θέμα: Γνωμοδότηση σχετικά με τη νομική βάση για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (COM(2010)0526 – C7 0300/2010 – 2010/0280(COD))
Αξιότιμη κυρία Bowles,
Με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2011, καλέσατε την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 37, παράγραφος 2, του Κανονισμού, σχετικά με τη νομική βάση που είναι κατάλληλη για διάφορες προτάσεις νομοθετημάτων, επί των οποίων έχουν κατατεθεί τροπολογίες για την αλλαγή της νομικής βάσης στην επιτροπή σας, ως αρμόδιας επί της ουσίας, και/ή στην Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Η επιτροπή εξέτασε το εν λόγω ζήτημα κατά τη συνεδρίασή της στις 12 Απριλίου 2011.
Η δέσμη μέτρων οικονομικής διακυβέρνησης ανταποκρίνεται στην ανάγκη στενότερου συντονισμού και επιτήρησης των οικονομικών πολιτικών στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Η δέσμη μέτρων αποτελείται από έξι νομοθετικές προτάσεις.
Οι προτάσεις αναλύονται χωριστά στο παράρτημα. Χάριν ευκολίας, εκτίθενται κατωτέρω τα συμπεράσματα της επιτροπής όσον αφορά την κατάλληλη για κάθε περίπτωση νομική βάση:
- Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών ((COM (2010) 527, 2010/0281 (COD)).
Αποκλειστικός στόχος της πρότασης κανονισμού είναι η διεύρυνση της διαδικασίας οικονομικής εποπτείας, όπως επιτρέπει το άρθρο 121, παράγραφος 6, της ΣΛΕΕ. Η εν λόγω νομική βάση φαίνεται επομένως κατάλληλη.
- Πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών (COM (2010)0523 final, 2010/0277 (NLE))
Πρωταρχικός στόχος της πρότασης αυτής είναι η ενθάρρυνση της δημοσιονομικής υπευθυνότητας με τη θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για τα εθνικά πλαίσια και η διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Φαίνεται, επομένως, κατάλληλη η νομική βάση που προτείνει η Επιτροπή, ήτοι το τρίτο εδάφιο του άρθρου 126, παράγραφος 14, ΣΛΕΕ.
- Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ((COM (2010)0526, 2010/0280 (COD))
Η πρόταση αυτή επιδιώκει να επιτύχει το στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. Φαίνεται, επομένως, ότι το άρθρο 121, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ είναι κατάλληλο ως νομική βάση της εν λόγω προτάσεως.
- Πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (EΚ) Αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (COM (2010)0522 τελικό, 2010/0276 (CNS))
Δεδομένου ότι βασικό στόχο της προτάσεως αυτής αποτελεί η θέσπιση των ενδελεχών κανόνων που πρέπει να ακολουθούνται κατά την εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, μόνη κατάλληλη νομική βάση είναι το άρθρο 126, παράγραφος 14, ΣΛΕΕ.
- Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την αποτελεσματική επιβολή της δημοσιονομικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ (COM (2010)0524, 2010/0278(COD))
Κρίνεται ότι το άρθρο 121, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 136 ΣΛΕΕ αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση.
- Πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με κατασταλτικά μέτρα για τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη (COM (2010)0525, 2010/0279 (COD))
Δεδομένου του σκοπού της πρότασης, ήτοι την ενίσχυση της αποτελεσματικής διόρθωσης των μακροοικονομικών ανισορροπιών στην ευρωζώνη, το άρθρο 121, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 136 ΣΛΕΕ συνιστά την κατάλληλη νομική βάση.
Κατά τη συνεδρίασή της στις 12 Απριλίου 2011 η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ενέκρινε ομόφωνα τις ανωτέρω συστάσεις[1].
Με εξαιρετική εκτίμηση,
Klaus-Heiner Lehne
Παράρτημα
Θέμα: Νομική βάση για την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών ((COM (2010) 526, 2010/0280 (COD)).
Η οικονομική και δημοσιονομική κρίση ώθησε στην ανάγκη αναθεώρησης του πλαισίου για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) για να ενισχυθούν τα υφιστάμενα εργαλεία και να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής των διαδικασιών για τον συντονισμό και την πολυμερή εποπτεία. Όπως τονίζει η Επιτροπή στην αιτιολογική της έκθεση, θα πρέπει να ενισχυθεί το σύστημα ώστε “να παγιωθεί η μακροοικονομική σταθερότητα και η βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών, που αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για μια διατηρήσιμη αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης”[2].
Η δέσμη μέτρων οικονομικής διακυβέρνησης περιλαμβάνει έξι προτάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση του συντονισμού και της εποπτείας των οικονομικών πολιτικών εντός της ΟΝΕ στο πλαίσιο της Στρατηγικής ‘Ευρώπη 2020’ και του ‘ευρωπαϊκού εξαμήνου’, ενός νέου κύκλου εποπτείας ο οποίος περιλαμβάνει τις διαδικασίες βάσει του ΣΣΑ (Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης[3]) και των Γενικών Προσανατολισμών των Οικονομικών Πολιτικών.
Δύο από τις εν λόγω προτάσεις αφορούν τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Και οι δύο έχουν ως βάση το άρθρο 126 παράγραφος 14 ΣΛΕΕ. Οι υπόλοιπες τέσσερις αφορούν την διαδικασία πολυμερούς εποπτείας και έχουν ως βάση το άρθρο 121 παράγραφος 6· δύο από αυτές έχουν ως βάση το άρθρο 121 παράγραφος 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 136 ΣΛΕΕ.
Οι προτάσεις έπονται δύο ανακοινώσεων[4] της Επιτροπής και μία συμφωνία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιουνίου 2010 σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών. Η δέσμη μέτρων οικονομικής διακυβέρνησης υποβλήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2010.
Η πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (εφεξής η πρόταση) βρίσκεται στο στάδιο της πρώτης ανάγνωσης ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής που είναι η αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή. Εισηγήτρια της πρότασης είναι η Corien Wortmann-Kool. Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων έχει εκπονήσει γνωμοδότηση (συντάκτρια γνωμοδότησης: η Pervenche Berès).
Με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2010, η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής ζήτησε από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με τη νομική βάση σύμφωνα με το άρθρο 37 παράγραφος 2 του Κανονισμού. Έχουν κατατεθεί τροπολογίες που αποσκοπούν στον επανακαθορισμό της νομικής βάσης από την αρχικώς προταθείσα ενιαία νομική βάση που ήταν το άρθρο 126, παράγραφος 6, σε πολλαπλή νομική βάση την οποία συνιστούν το άρθρο 126 παράγραφος 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 148 παράγραφοι 3 και 4, ή το άρθρο 121 παράγραφος 6 σε συνδυασμό με το άρθρο 136 ΣΛΕΕ.
Ιστορικό
Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου, επονομαζόμενος προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ, τροποποιήθηκε το 2005 από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1055/2005 και συμπληρώθηκε με την έκθεση του Συμβουλίου, της 20ής Μαρτίου 2005, με τίτλο “Βελτίωση της εφαρμογής του συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης”. Με την υπό εξέταση πρόταση επιδιώκεται η περαιτέρω τροποποίηση του εν λόγω κανονισμού.
Ο κανονισμός αριθ. 1466/97 θεσπίζει διατάξεις για τη διασφάλιση της ανάπτυξης συνετών δημοσιονομικών πολιτικών και τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών από τα κράτη μέλη.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών καλούνται τα κράτη μέλη να “επιτύχουν και να διατηρούν ένα μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο (MΔΣ) και να υποβάλλουν για το σκοπό αυτό προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης” (αιτιολογική σκέψη 4). Οι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι (ΜΔΣ) ορίζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ και διαφοροποιούνται ανάλογα με το κράτος μέλος σε ένα σχεδόν ισοσκελισμένο ισοζύγιο. Από τα κράτη μέλη τα οποία δεν έχουν επιτύχει τον ΜΔΣ τους αναμένεται να συγκλίνουν προς τον στόχο αυτό με συγκεκριμένο ετήσιο ρυθμό.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει αυτό το ακριβές πλαίσιο, η σημερινή οικονομική συγκυρία καταδεικνύει ότι η πρόοδος που σημειώθηκε προς την επίτευξη των ΜΔΣ ήταν σε γενικές γραμμές ανεπαρκής. Επιπλέον, το διαρθρωτικό ισοζύγιο αποδείχθηκε στην πράξη ως ανεπαρκές μέτρο για την υποκείμενη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση[5], είναι απαραίτητη η αναμόρφωση του προληπτικού σκέλους του ΣΣΑ προκειμένου να αντιμετωπισθούν αυτές οι αδυναμίες. Κατά συνέπεια, η πρόταση εστιάζεται στα ακόλουθα μέτρα:
- Οι σημερινοί ΜΔΣ και η υποχρέωση ετήσιας σύγκλισης της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ, πρέπει να καταστούν λειτουργικά στο πλαίσιο μιας νέας αρχής που επιτάσσει συνετή χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό συνεπάγεται ότι οι ετήσιες δαπάνες δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν έναν συνετό μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ.
Το Συμβούλιο υποχρεούται να επιτηρεί “τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους που παρουσιάζουν τα οικεία κράτη μέλη” (άρθρα 9 και 10).
- Η μη τήρηση αυτών των διατάξεων εκθέτει το ενεχόμενο κράτος μέλος στο ενδεχόμενο προειδοποίησης από την Επιτροπή (άρθρο 6).
- Σε περίπτωση εμμένουσας ή ιδιαίτερα σοβαρής παράλειψης, το Συμβούλιο μπορεί να απευθύνει σύσταση στα κράτη μέλη για τη λήψη διορθωτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 121 της Συνθήκης. Η σύσταση αυτή θα μπορούσε να δημοσιοποιηθεί (άρθρο 6).
Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων για την εξασφάλιση συντονισμού των οικονομικών πολιτικών και των οικονομικών επιδόσεων ενός κράτους μέλους.
Προτεινόμενη νομική βάση
Άρθρο 121 παράγραφος 6
6. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μπορούν να θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες για τη διαδικασία πολυμερούς εποπτείας που αναφέρεται στις παραγράφους 3 και 4[6].
Άρθρο 136
1. Προκειμένου να συμβάλει στην καλή λειτουργία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών, το Συμβούλιο θεσπίζει, σύμφωνα με την οικεία διαδικασία μεταξύ των προβλεπομένων στα άρθρα 121 και 126, εξαιρουμένης της διαδικασίας του άρθρου 126, παράγραφος 14, μέτρα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, προκειμένου:
α) να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας,
β) να χαράσσονται, ως προς τα εν λόγω κράτη, οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, μεριμνώντας ώστε να είναι συμβατοί με τους καθοριζόμενους για το σύνολο της Ένωσης, και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους.
2. Για τα μέτρα της παραγράφου 1, δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα μέλη του Συμβουλίου που εκπροσωπούν κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ.
Η ειδική πλειοψηφία των εν λόγω μελών ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238, παράγραφος 3, στοιχείο α).
Άρθρο 148 παράγραφοι 3 και 4
3. Κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στο Συμβούλιο και την Επιτροπή ετήσια έκθεση για τα κυριότερα μέτρα που λαμβάνει κατ’ εφαρμογή της πολιτικής του για την απασχόληση, υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
4. Κάθε χρόνο, το Συμβούλιο, βάσει των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 και αφού λάβει τη γνώμη της επιτροπής απασχόλησης, εξετάζει την εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών, υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση. Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, δύναται, εάν το κρίνει σκόπιμο, υπό το πρίσμα της εξέτασης αυτής, να απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη μέλη.
Η άποψη του Δικαστηρίου
Αποτελεί πάγια νομολογία ότι, ως αρχή, ένα μέτρο πρέπει να βασίζεται σε μία μόνο νομική βάση. Εάν από την εξέταση του στόχου και του περιεχομένου μίας ενωσιακής πράξεως προκύπτει ότι επιδιώκεται διπλός σκοπός ή ότι υπάρχει διπλή συνιστώσα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής περισσοτέρων της μίας βάσεων και εφόσον ο ένας από τους σκοπούς αυτούς μπορεί να χαρακτηριστεί ως κύριος ή δεσπόζων, ενώ ο άλλος ως παρεπόμενος, η πράξη πρέπει να στηρίζεται σε μία και μόνο νομική βάση, ήτοι εκείνη που απαιτεί ο κύριος ή δεσπόζων σκοπός ή συνιστώσα[7].
Μόνο εάν, κατ' εξαίρεση, διαπιστώνεται ότι το μέτρο επιδιώκει συγχρόνως μια σειρά στόχων ή έχει διάφορες συνιστώσες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, χωρίς η μία εξ αυτών να είναι δευτερεύουσα και έμμεση σε σχέση με την άλλη, θα πρέπει το μέτρο να στηριχθεί σε διάφορες αντίστοιχες νομικές βάσεις[8].
Ανάλυση των προταθεισών νομικών βάσεων
Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 4, ο κύριος στόχος του προτεινόμενου κανονισμού είναι να εξασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη “επιτυγχάνουν και διατηρούν έναν μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο και να υποβάλλουν για τον σκοπό αυτό προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης”. Καθίσταται συνεπώς σαφές ότι η πρόταση στοχεύει στην εξασφάλιση αυστηρού συντονισμού των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών.
Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από την περαιτέρω ανάλυση των διατάξεων της πρότασης. Το άρθρο 5 προβλέπει λεπτομερείς διατάξεις βασιζόμενες στην αρχή που επιτάσσει συνετή χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής, το άρθρο 6 επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να παρακολουθεί την εφαρμογή των προγραμμάτων σταθερότητας και τα άρθρα 7-10 θεσπίζουν κανόνες για τις περιπτώσεις των παρεκκλίσεων που παραχωρούνται στα κράτη μέλη.
Όλα τα ανωτέρω μέτρα φαίνεται ότι θεσπίζουν λεπτομερείς κανόνες για μία διαδικασία πολυμερούς εποπτείας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 121 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ.
Κατά συνέπεια, το άρθρο 121 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ συνιστά την κατάλληλη νομική βάση της πρότασης.
Συνεχίζοντας την ανάλυση, καθίσταται απαραίτητο να προσδιοριστεί κατά πόσο οι στόχοι της υπό εξέταση πρότασης θα δικαιολογούσαν μία πολλαπλή νομική βάση. Όπως διαπιστώθηκε, το Δικαστήριο τηρεί αυστηρή στάση έναντι αυτού του ζητήματος.
Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 148 αποτελεί τμήμα του Tίτλου IΧ, ‘Απασχόληση’. Αυτή η διάταξη επιτρέπει στο Συμβούλιο, εφόσον έχει προηγηθεί πρόταση της Επιτροπής και επακόλουθη διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να εγκρίνει κατευθυντήριες γραμμές τις οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τα κράτη μέλη κατά την χάραξη των αντίστοιχων πολιτικών απασχόλησης.
Το άρθρο 148, παράγραφοι 3 και 4, επιτρέπει στο Συμβούλιο να εξετάζει “την εφαρμογή των πολιτικών απασχόλησης των κρατών μελών, υπό το πρίσμα των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση” και να απευθύνει συστάσεις προς τα κράτη μέλη. Αυτό δεν αποτελεί νομική βάση για την έγκριση νομοθετικού μέτρου με τη στενή έννοια του όρου.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω, το άρθρο 148 δεν συνιστά κατάλληλη νομική βάση.
Κατά δεύτερο λόγο, το ζήτημα του κατά πόσο το άρθρο 136 ΣΛΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει κατάλληλη νομική βάση μπορεί να απαντηθεί εν συντομία ως εξής: δεδομένου ότι το προτεινόμενο μέτρο προορίζεται να εφαρμοστεί σε όλα τα κράτη μέλη, το άρθρο 136 ΣΛΕΕ κρίνεται ακατάλληλο αφ’ ης στιγμής εφαρμόζεται μόνο στα κράτη της ευρωζώνης.
Συμπεράσματα και σύσταση
Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού θεωρείται ότι το άρθρο 121 παράγραφος 6 ΣΛΕΕ συνιστά την κατάλληλη νομική βάση της πρότασης αυτής.
- [1] Στην τελική ψηφοφορία ήσαν παρόντες οι εξής: Klaus-Heiner Lehne (πρόεδρος), Evelyn Regner (αντιπρόεδρος), Piotr Borys, Sergio Gaetano Cofferati, Christian Engström, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Sajjad Karim, Kurt Lechner, Eva Lichtenberger, Antonio López-Istúriz White, Arlene McCarthy, Antonio Masip Hidalgo, Alajos Mészáros, Angelika Niebler, Bernhard Rapkay, Alexandra Thein, Diana Wallis, Rainer Wieland, Cecilia Wikström, Tadeusz Zwiefka.
- [2] Πρόταση κανονισμού (EΕ) που τροποποιεί τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1467/97 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, αιτιολογική έκθεση.
- [3] Το ΣΣΑ αποτελείται από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
- [4] Ενίσχυση συντονισμού της οικονομικής πολιτικής της 12ης Μαΐου 2010· Ενίσχυση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών για τη σταθερότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση – Εργαλεία για ισχυρότερη οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ, της 30ής Ιουνίου 2010.
- [5] Βλ. υποσημείωση 1: Αιτιολογική έκθεση.
- [6] Άρθρο 121 ΣΛΕΕ
3. Προκειμένου να εξασφαλισθεί στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και συνεχής σύγκλιση των οικονομικών επιδόσεων των κρατών μελών, το Συμβούλιο, βάσει εκθέσεων που υποβάλλει η Επιτροπή, παρακολουθεί τις οικονομικές εξελίξεις σε κάθε κράτος μέλος και στην Ένωση, καθώς και τη συνέπεια των οικονομικών πολιτικών με τους γενικούς προσανατολισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2, και προβαίνει τακτικά σε συνολική αξιολόγηση. Για τους σκοπούς αυτής της πολυμερούς εποπτείας, τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα σημαντικά μέτρα που λαμβάνουν στον τομέα της οικονομικής τους πολιτικής και της διαβιβάζουν όποιες άλλες πληροφορίες κρίνουν αναγκαίες.
4. Όταν διαπιστώνεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας της παραγράφου 3, ότι η οικονομική πολιτική ενός κράτους μέλους αντιβαίνει προς τους γενικούς προσανατολισμούς της παραγράφου 2 ή ότι ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την καλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η Επιτροπή μπορεί να απευθύνει προειδοποίηση στο εν λόγω κράτος μέλος. Το Συμβούλιο, μετά από σύσταση της Επιτροπής, μπορεί να απευθύνει τις αναγκαίες συστάσεις προς το εν λόγω κράτος μέλος. Το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής, μπορεί να αποφασίσει να ανακοινώσει δημόσια τις συστάσεις του.
Στο πλαίσιο της παρούσας παραγράφου, το Συμβούλιο αποφασίζει χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ψήφος του μέλους του Συμβουλίου που εκπροσωπεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
Η ειδική πλειοψηφία των λοιπών μελών του Συμβουλίου ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 238 παράγραφος 3 στοιχείο α). - [7] Υπόθεση C-91/05 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σελ. Ι3651.
- [8] Υπόθεση C-338/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2004, σελ. Ι4829.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (18.3.2011)
προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών
(COM(2010)0526 – C7‑0300/2010 – 2010/0280(COD))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Pervenche Berès
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ
Ιστορικό
Στις 29 Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή υπέβαλε νομοθετικό πακέτο με στόχο την ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης στην ΕΕ και στην ευρωζώνη. Το πακέτο αποτελείται από έξι προτάσεις: τέσσερεις από αυτές αφορούν δημοσιονομικά θέματα, μεταξύ αυτών και την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) ενώ δύο νέοι κανονισμοί αποσκοπούν στην ανίχνευση και αντιμετώπιση των μακροοικονομικών ανισορροπιών που ανακύπτουν στην ΕΕ και στην ευρωζώνη.
Η Επιτροπή προτείνει δημοσιονομικές πολιτικές για την ενίσχυση της συμμόρφωσης των κρατών μελών προς το ΣΣΑ και την εμβάθυνση του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών. Στο πλαίσιο του αποκαλούμενου προληπτικού σκέλους του ΣΣΑ, τροποποιείται ο υπάρχων κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την «ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών» προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι τα κράτη μέλη ακολουθούν «συνετές» δημοσιονομικές πολιτικές σε περιόδους ευνοϊκής οικονομικής συγκυρίας ώστε να δημιουργήσουν την απαραίτητη ασπίδα για τους δύσκολους καιρούς. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου διορθωτικού σκέλους, προτείνονται τροποποιήσεις στον κανονισμό 1467/97 σχετικά με την «εφαρμογή της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος» για να εξασφαλισθεί ότι η εξέλιξη του χρέους παρακολουθείται στενότερα και τοποθετείται σε ισότιμη βάση με την εξέλιξη του ελλείμματος.
Πέραν αυτών, προτείνεται οδηγία σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών για να ενθαρρυνθεί η δημοσιονομική ευθύνη ορίζοντας ελάχιστες απαιτήσεις για τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια και εξασφαλίζοντας ότι αυτά είναι σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Συνθήκες. Για να στηρίξει τις αλλαγές στο προληπτικό και το διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ, η Επιτροπή πρότεινε επίσης την ενίσχυση του μηχανισμού επιβολής για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης.
Παρατηρήσεις
Αυτό το σχέδιο γνωμοδότησης αφορά την πρόταση της Επιτροπής για τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής θέσης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Η συντάκτρια γνωμοδότησης συμφωνεί ότι το ΣΣΑ, τόσο ως προς το προληπτικό όσο και ως προς το διορθωτικό σκέλος του, έχει αποτύχει και χρειάζεται αναμόρφωση. Η αναμόρφωση πρέπει να βασισθεί στην πείρα που αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια των ετών της ύπαρξής του, περιλαμβανομένων των σημερινών οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων. Πάντως, η συντάκτρια γνωμοδότησης θεωρεί ότι η πρόταση της Επιτροπής για την αναμόρφωση του προληπτικού σκέλους του ΣΣΑ υστερεί από αρκετές απόψεις, και ως εκ τούτου προτείνει τροπολογίες για να αντιμετωπισθούν οι ακόλουθες κύριες πτυχές:
- Το πλαίσιο της ΕΕ για τη δημοσιονομική εποπτεία και για την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών πρέπει να διευρυνθεί με σκοπό να περιλάβει τον τομέα της απασχόλησης και τον κοινωνικό τομέα. Πρέπει επομένως το άρθρο 148 της Συνθήκης να προστεθεί ως νομική βάση στο προληπτικό σκέλος του εποπτικού πλαισίου.
- Σε σχέση με τα ανωτέρω, τα μέσα που βασίζονται στο άρθρο 148 της Συνθήκης, ιδιαίτερα οι κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα κράτη μέλη που υποβάλλουν τα αντίστοιχα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης, καθώς και κατά τη διάρκεια της εξέτασης αυτών των προγραμμάτων. Η Επιτροπή Απασχόλησης και η Επιτροπή Κοινωνικής Προστασίας πρέπει επομένως να συμμετέχουν ενεργά σε όλες τις σχετικές εποπτικές διαδικασίες.
- Η πολυμερής εποπτεία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης ασκείται στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού εξαμήνου που πρέπει να περιληφθεί στον κανονισμό, και πρέπει να ασκείται παράλληλα με την εποπτεία των μακροοικονομικών και κοινωνικών ανισορροπιών και την εξέταση της εκτέλεσης των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών και των κατευθυντηρίων γραμμών για τις πολιτικές απασχόλησης.
- Τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών μελών πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη συνέπεια των δημοσιονομικών στόχων των κρατών μελών με τη στρατηγική της Ένωσης για την ανάπτυξη και τις θέσεις εργασίας, όπως η στρατηγική Ευρώπη 2020, και ιδίως με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών και τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης.
- Προσωρινή απόκλιση από τη δημοσιονομική πολιτική - την οποία η συντάκτρια προτιμά να προσδιορίζει ως αποτελεσματική αντί για συνετή, επιθετικός προσδιορισμός που είναι ασαφής - όπως ορίζεται στον κανονισμό θα πρέπει να επιτρέπεται όχι μόνον σε περίπτωση σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας αλλά και της κοινωνικής δραστηριότητας.
- Η δυνατότητα των κρατών μελών που εφαρμόζουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις να αποκλίνουν από τους αντίστοιχους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους τους δεν πρέπει να συνδέεται με τις μεταρρυθμίσεις των συνταξιοδοτικών συστημάτων που αποσκοπούν στην προώθηση ορισμένων μοντέλων. Αντιθέτως, αυτή η δυνατότητα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συμβάλλουν στη διατήρηση ή τη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη μείωση της φτώχειας.
Τέλος η συντάκτρια γνωμοδότησης θεωρεί ότι έχει τεράστια σημασία η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης να συμβαδίζει με την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Επ’ αυτού πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο σύνολο της διαδικασίας εποπτείας. Επιπροσθέτως, οι τακτικές διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους και η ισχυρότερη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις ενός αξιόπιστου και διαφανούς πλαισίου εποπτείας.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ
Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να ενσωματώσει στην έκθεσή της τις ακόλουθες τροπολογίες:
Τροπολογία 1 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική αναφορά 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
- Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 121 παράγραφος 6, |
- Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 121 παράγραφος 6, σε συνδυασμό με το άρθρο 148 παράγραφοι 3 και 4, | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 2 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 1 α (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(1α) Προκειμένου να αναπτύξουν συντονισμένη στρατηγική για την απασχόληση, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), τα κράτη μέλη και η Ένωση πρέπει να ακολουθήσουν τις κατευθυντήριες αρχές για την προώθηση εξειδικευμένου, εκπαιδευμένου και ευπροσάρμοστου εργατικού δυναμικού, και αγοράς εργασίας ανταποκρινόμενης στις εξελίξεις της οικονομίας. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 3 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 1 β (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(1β) Τα μέτρα που εγκρίνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει να συνάδουν πλήρως με τη ΣΛΕΕ, και συγκεκριμένα με τα άρθρα 7, 8, 9, 10 και 11 ΣΛΕΕ, με το άρθρο 153, παράγραφος 5 ΣΛΕΕ και με το πρωτόκολλο 26 για τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος που είναι προσαρτημένο στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ΣΛΕΕ. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 4 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 1 γ (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(1γ) Η ΣΛΕΕ προβλέπει ότι κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή των πολιτικών και των δράσεων της, η Ένωση συνεκτιμά τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προαγωγή υψηλού επιπέδου απασχόλησης, με τη διασφάλιση της κατάλληλης κοινωνικής προστασίας και με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 5 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(3) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βασίζεται στον στόχο για υγιή δημόσια οικονομικά ως μέσο για τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών σταθερότητας των τιμών και για ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη που στηρίζεται σε χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης. |
(3) Το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βασίζεται στον στόχο για υγιή δημόσια οικονομικά ως μέσο για τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών σταθερότητας των τιμών και για ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη που στηρίζεται σε χρηματοπιστωτική σταθερότητα και συμβάλλει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και πρέπει συνεπώς να ενισχύσει τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις για έξυπνη, βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 6 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 5 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(5) Το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης καθώς και τα κριτήρια για την εξέτασή τους θα πρέπει να προσαρμόζονται περαιτέρω με βάση την πείρα που αποκτάται κατά την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. |
(5) Το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης καθώς και η διαδικασία και τα κριτήρια για την εξέτασή τους θα πρέπει να αναπτύσσονται περαιτέρω και να συζητιώνται τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο με βάση την πείρα που αποκτάται κατά την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη συμβολή του στην ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας καθώς και στην ανταγωνιστικότητα και σύγκλιση της Ένωσης. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 7 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 5 α (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(5α) Η ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης πρέπει να συμβαδίζει με την ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμοποίησης της οικονομικής διακυβέρνησης στην Ένωση, η οποία πρέπει να επιτευχθεί με τη στενότερη και πιο έγκαιρη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων σε όλα τα στάδια των διαδικασιών συντονισμού της οικονομικής πολιτικής, με πλήρη χρήση των εργαλείων που προβλέπει η ΣΛΕΕ, ιδιαίτερα δε των γενικών προσανατολισμών για τις οικονομικές πολιτικές των κρατών μελών και της Ένωσης και των κατευθυντηρίων γραμμών για τις πολιτικές των κρατών μελών στον τομέα της απασχόλησης. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 8 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 6 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(6) Η τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου αναφορικά με τις δημοσιονομικές θέσεις πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη ένα περιθώριο ασφαλείας σχετικά με την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ προκειμένου να εξασφαλίσουν ταχεία πρόοδο προς τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών διαθέτοντας συγχρόνως τα αναγκαία περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών για δημόσιες επενδύσεις. |
(6) Η τήρηση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου αναφορικά με τις δημοσιονομικές θέσεις πρέπει να παρέχει στα κράτη μέλη ένα περιθώριο ασφαλείας σχετικά με την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ προκειμένου να εξασφαλίσουν βιώσιμα δημόσια οικονομικά και ταχεία πρόοδο προς τη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών, αφήνοντας ταυτόχρονα τα αναγκαία περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών για δημόσιες επενδύσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της σύγκλισης των κρατών μελών της. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 9 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 6 α (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(6α) Το Συμβούλιο, κατά την εξέταση και παρακολούθηση των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης, και ιδίως των μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών τους στόχων ή της επιδιωκόμενης προσαρμογής για την επίτευξη των στόχων αυτών, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τα κυκλικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας του κάθε κράτους μέλους και τα αποτελέσματα διάχυσης στις οικονομίες των άλλων κρατών μελών. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 10 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 7 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(7) Η υποχρέωση επίτευξης και διατήρησης του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου πρέπει να τεθεί σε εφαρμογή με τον καθορισμό των αρχών μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής. |
διαγράφεται | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 11 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 7 α (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(7α) Πρέπει να επιτευχθεί συμμετρική προσέγγιση της αποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής στο σύνολο του οικονομικού κύκλου, μέσω ενισχυμένης δημοσιονομικής πειθαρχίας σε περιόδους καλής οικονομικής συγκυρίας, με στόχο να επιτρέπονται αντικυκλικές πολιτικές και να επιτευχθεί σταδιακά ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος. Η συμμόρφωση προς τον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο θα πρέπει να επιτρέψει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίσουν τις φυσιολογικές κυκλικές διακυμάνσεις, διατηρώντας το δημόσιο έλλειμμα κάτω από την τιμή αναφοράς 3% του ΑΕΠ, και να διασφαλίσουν την ταχεία πρόοδο προς τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών. Λαμβάνοντας τούτο υπόψη, ο μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος πρέπει να αφήνει περιθώριο ελιγμού, ιδίως για δημόσιες επενδύσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων της Ένωσης για ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 12 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 8 α (νέα) | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
|
(8α) Προκειμένου να ενισχυθεί η οικειοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης από τα κράτη μέλη, τα εθνικά δημοσιονομικά πλαίσια θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν πλήρως με τους στόχους της πολυμερούς εποπτείας στην Ένωση, και, ιδίως, με το ευρωπαϊκό εξάμηνο για το συντονισμό πολιτικής, στο πλαίσιο του οποίου τα εθνικά κοινοβούλια και όλοι οι άλλοι ενδιαφερόμενοι, ιδίως δε οι κοινωνικοί εταίροι, θα πρέπει να ενημερώνονται έγκαιρα και να συμμετέχουν δεόντως. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 13 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 9 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(9) Μια συνετή δημοσιονομική πολιτική σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών δεν υπερβαίνει κανονικά ένα συνετό ποσοστό μεσοπρόθεσμης αύξησης του ΑΕΠ, και ότι οι τυχόν υπερβάσεις στις δαπάνες σε σχέση με τον κανόνα αυτόν αντισταθμίζονται με αυξήσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των δημόσιων εσόδων και τυχόν μειώσεις διακριτικής ευχέρειας στο σκέλος των εσόδων αντισταθμίζονται με μειώσεις στις δαπάνες. |
(9) Αποτελεσματική και βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική σημαίνει συμμόρφωση με ένα σύνολο κανόνων που αφορούν τα έσοδα και άλλων που αφορούν τα έξοδα, σύμφωνα με τους οποίους η αύξηση των διαρθρωτικών φορολογικών εσόδων, με την εξαίρεση των απρόβλεπτων εσόδων, των εσόδων που απορρέουν από τη φάση του οικονομικού κύκλου και των εσόδων από εφ’ άπαξ μέτρα, δεν θα πρέπει κανονικά να υπολείπονται του μεσοπρόθεσμου ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ για τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου. Ο ρυθμός αύξησης των δημοσίων δαπανών κανονικά δεν υπερβαίνει τον μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου· οι κατά διακριτική ευχέρεια υπερβάσεις στις δαπάνες σε σχέση με τον κανόνα αυτό όσον αφορά τις δαπάνες οι τις κατά διακριτική ευχέρεια μειώσεις των φορολογικών εσόδων αντισταθμίζονται με άλλα συνοδευτικά μέτρα κατά διακριτική ευχέρεια, είτε από πλευράς δαπανών είτε/και από πλευράς φορολογικών εσόδων. Η χάραξη βιώσιμης δημοσιονομικής πολιτικής συνεπάγεται ότι πρέπει να λαμβάνονται καταλλήλως και σαφώς υπόψη –ως επιβαρυντικός ή ελαφρυντικός παράγοντας κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/07– μακροπρόθεσμα προσδιοριστικά στοιχεία οικονομικής βιωσιμότητας όπως είναι η κοινωνική ενσωμάτωση, το περιβαλλοντικό εξωτερικό κόστος, και ιδίως η κλιματική αλλαγή, όπως και το κόστος που σχετίζεται ε την εσωτερικοποίηση άλλων στοιχείων εξωτερικού κόστους που συνιστούν επιβάρυνση για τις επερχόμενες γενεές. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 14 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 10 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(10) Προσωρινή απόκλιση από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να επιτρέπεται σε περίπτωση σοβαρής γενικευμένης επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική ανάκαμψη. |
(10) Προσωρινή απόκλιση από την αποτελεσματική και βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει κατ’ εξαίρεση να επιτρέπεται σε περίπτωση σοβαρής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας ή σοβαρής αύξησης της ανεργίας, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου στην οποία η οικονομία βρίσκεται σε επίπεδα κάτω από το κανονικό δυναμικό της, προκειμένου να διευκολυνθεί η οικονομική ανάκαμψη. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 15 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 11 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(11) Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να απευθύνεται προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος και σε περίπτωση που η σημαντική απόκλιση εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, θα πρέπει να απευθύνεται σύσταση στο οικείο κράτος μέλος για τη λήψη των απαραίτητων διορθωτικών μέτρων. |
(11) Σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης από την αποτελεσματική και βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να απευθύνεται προειδοποίηση στο οικείο κράτος μέλος και σε περίπτωση που η σημαντική απόκλιση εμμένει ή είναι ιδιαίτερα σοβαρή, θα πρέπει να απευθύνεται σύσταση στο οικείο κράτος μέλος για τη λήψη των απαραίτητων διορθωτικών μέτρων. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 16 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Αιτιολογική σκέψη 12 | |||||||||||||||||||||||||||||||
Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή |
Τροπολογία | ||||||||||||||||||||||||||||||
(12) Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδικός μηχανισμός επιβολής βάσει του άρθρου 136 της Συνθήκης όταν παρατηρείται διαρκής και σημαντική απόκλιση από τη συνετή δημοσιονομική πολιτική. |
(12) Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με το πλαίσιο δημοσιονομικής εποπτείας της Ένωσης για τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, θα πρέπει να θεσπιστεί ειδικός μηχανισμός επιβολής βάσει του άρθρου 136 της ΣΛΕΕ όταν παρατηρούνται διαρκής και σημαντική απόκλιση από την αποτελεσματική και βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική, έλλειψη δράσης ή απροθυμία συνεργασίας. | ||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 17 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 1 α (νέα) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο -2 α (νέο) (πριν από την Ενότητα 1A) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 18 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 2 – στοιχείο α Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 3 – παράγραφος 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 19 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 2 – στοιχείο β – στοιχείο i α (νέο) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – στοιχείο α α (νέο) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 20 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 2 – στοιχείο β – σημείο ii Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 3 – παράγραφος 2 – στοιχείο γ | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 21 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 2 – στοιχείο γ Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 3 – παράγραφος 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 22 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 23 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 1 α (νέο) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 24 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 25 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 26 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – παράγραφος 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – εισαγωγικό μέρος | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 27 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – στοιχείο α | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Αιτιολόγηση | |||||||||||||||||||||||||||||||
Βλ. τροπολογία 1(ΕΣΣ). Εκτός αυτού, το επιχείρημα ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να ελέγχουν τις δαπάνες αλλά όχι τα έσοδα δεν είναι ορθό. Τόσο οι δαπάνες όσο και τα έσοδα αλληλεπιδρούν έντονα με τον οικονομικό κύκλο και κάποια ενδεχόμενη κάμψη μειώνει τα φορολογικά έσοδα ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τις κυβερνητικές δαπάνες. | |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 28 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – στοιχείο β | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 29 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 5 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 30 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 6 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 31 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 7 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 32 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 8 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 33 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 1 – εδάφιο 9 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 34 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 4 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 5 – παράγραφος 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 35 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 36 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 2 – εδάφιο 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 37 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 2 – εδάφιο 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 38 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 2 – εδάφιο 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 39 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 2 – εδάφιο 4 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 40 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 5 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 6 – παράγραφος 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 41 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 6 – στοιχείο α Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 7 – παράγραφος 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 42 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 6 – στοιχείο β – στοιχείο i α (νέο) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 7 – παράγραφος 2 – στοιχείο α α (νέο) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 43 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 6 – στοιχείο β – σημείο ii Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 7 – παράγραφος 2 – στοιχείο (γ) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 44 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 6 – εδάφιο γ) Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 7 – παράγραφος 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 45 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 46 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 1 α (νέο) | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 47 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 48 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – εισαγωγικό μέρος | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 49 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – στοιχείο α | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 50 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – στοιχείο β | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 51 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 4 – στοιχείο γ | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 52 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 5 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 53 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 7 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 54 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 8 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 55 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 1 – εδάφιο 9 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 56 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 8 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 9 – παράγραφος 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 57 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 10 – παράγραφος 1 – εδάφιο 1 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 58 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 10 – παράγραφος 2 – εδάφιο 2 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 59 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 10 – παράγραφος 2 – εδάφιο 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 60 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 10 – παράγραφος 2 – εδάφιο 4 | |||||||||||||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Τροπολογία 61 Πρόταση κανονισμού – τροποποιητική πράξη Άρθρο 1 – σημείο 9 Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1466/97 Άρθρο 10 – παράγραφος 3 | |||||||||||||||||||||||||||||||
|
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών |
|||||||
Έγγραφα αναφοράς |
COM(2010)0526 – C7-0300/2010 – 2010/0280(COD) |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON |
|||||||
Γνωμοδοτική επιτροπή Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
EMPL 21.10.2010 |
|
|
|
||||
Συντάκτης γνωμοδότησης Ημερομηνία ορισμού |
Pervenche Berès 21.10.2010 |
|
|
|||||
Εξέταση στην επιτροπή |
1.12.2010 |
25.1.2011 |
|
|
||||
Ημερομηνία έγκρισης |
16.3.2011 |
|
|
|
||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
35 2 6 |
||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Regina Bastos, Edit Bauer, Jean-Luc Bennahmias, Mara Bizzotto, Philippe Boulland, David Casa, Alejandro Cercas, Marije Cornelissen, Frédéric Daerden, Karima Delli, Proinsias De Rossa, Frank Engel, Sari Essayah, Richard Falbr, Ilda Figueiredo, Thomas Händel, Nadja Hirsch, Stephen Hughes, Liisa Jaakonsaari, Danuta Jazłowiecka, Martin Kastler, Ádám Kósa, Patrick Le Hyaric, Veronica Lope Fontagné, Olle Ludvigsson, Elizabeth Lynne, Thomas Mann, Elisabeth Morin-Chartier, Csaba Őry, Rovana Plumb, Elisabeth Schroedter, Jutta Steinruck, Traian Ungureanu, Κωνσταντίνος Πουπάκης, Συλβάνα Ράπτη |
|||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Georges Bach, Raffaele Baldassarre, Sven Giegold, Evelyn Regner, Αντιγόνη Παπαδοπούλου |
|||||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Liam Aylward, Fiona Hall, Janusz Wojciechowski |
|||||||
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών |
|||||||
Έγγραφα αναφοράς |
COM(2010)0526 – C7-0300/2010 – 2010/0280(COD) |
|||||||
Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ |
29.9.2010 |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
ECON 21.10.2010 |
|||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
BUDG 21.10.2010 |
EMPL 21.10.2010 |
|
|
||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει Ημερομηνία της απόφασης |
BUDG 20.10.2010 |
|
|
|
||||
Εισηγητής(ές) Ημερομηνία ορισμού |
Corien Wortmann-Kool 21.9.2010 |
|
|
|||||
Αμφισβήτηση της νομικής βάσης Ημερομ. γνωμοδότησης JURI |
JURI 12.4.2011 |
|
|
|
||||
Εξέταση στην επιτροπή |
26.10.2010 |
24.1.2011 |
22.3.2011 |
|
||||
Ημερομηνία έγκρισης |
19.4.2011 |
|
|
|
||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
27 18 1 |
||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Burkhard Balz, Udo Bullmann, George Sabin Cutaş, Rachida Dati, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Diogo Feio, Markus Ferber, Elisa Ferreira, Vicky Ford, Ildikó Gáll-Pelcz, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Wolf Klinz, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Astrid Lulling, Arlene McCarthy, Íñigo Méndez de Vigo, Sławomir Witold Nitras, Ivari Padar, Alfredo Pallone, Antolín Sánchez Presedo, Olle Schmidt, Edward Scicluna, Peter Simon, Theodor Dumitru Stolojan, Ivo Strejček, Kay Swinburne, Marianne Thyssen, Ramon Tremosa i Balcells, Corien Wortmann-Kool, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Άννυ Ποδηματά, Νικόλαος Χουντής |
|||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Marta Andreasen, Robert Goebbels, Carl Haglund, Krišjānis Kariņš, Barry Madlener, Thomas Mann, Claudio Morganti |
|||||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Karima Delli |
|||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
29.4.2011 |
|||||||