ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη βελτίωση του δικαίου και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της υιοθεσίας ανηλίκων

22 Νοεμβρίου 1996

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών
Εισηγητής: Ο κ. Carlo Casini

Κατά τη συνεδρίαση στις 15 Φεβρουαρίου 1995, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανήγγειλε ότι παρέπεμψε την πρόταση ψηφίσματος που κατετέθη, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού, από την κ. COLLI COMELLI και τον κ. DANESIN, εξ ονόματος της Ομάδας Forza Europa, σχετικά με τη βελτίωση των νόμων που αφορούν την υιοθεσία, στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών για εξέταση επί της ουσίας.

Κατά τη συνεδρίασή της στις 23 Μαρτίου 1995, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων αποφάσισε να εκπονήσει έκθεση και με επιστολή της στις 24 Μαρτίου 1995 ζήτησε την άδεια. Κατά τη συνεδρίαση στις 13 Ιουνίου 1995, ο Προέδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ανήγγειλε ότι η διάσκεψη προέδρων εξουσιοδοτούσε την επιτροπή να εκπονήσει έκθεση και ότι το θέμα διεβιβάσθη για γνωμοδότοηση στην Επιτροπή Δημοσίων Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων και την Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης.

Κατά τη συνεδρίασή της στις 23 Μαρτίου 1995, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων όρισε εισηγητή τον κ. Carlo Casini.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 27 Νοεμβρίου 1995, 1 και 2 Οκτωβρίου 1996, 28 Οκτωβρίου 1996 και 19 Νοεμβρίου 1996 εξέτασε το σχέδιο έκθεσης.

Κατά την τελευταία αυτή συνεδρίαση ενέκρινε την πρόταση ψηφίσματος με 10 ψήφους υπέρ και 7 αποχές.

¸λαβαν μέρος στην ψηφοφορία οι βουλευτές: Casini, C., πρόεδρος και εισηγητής; Rothley, 1ος αντιπρόεδρος; Palacio Vallelersundi, 2ος αντιπρόεδρος; Barzanti, 3ος αντιπρόεδρος; Ahlqvist, Añoveros Trias de Bes, Berger, Colombo Svevo (αναπλ. Janssen van Raay), Fabre-Aubrespy, Falconer, Ferri, Gebhardt, Gröner (αναπλ. Cot), Lehne, Oddy, Schlechter, Sierra González, και Zimmermann.

Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Δημοσίων Ελευθεριών και εσωτερικών υποθέσεων καθώς και της Επιτροπής Πολιτισμού, νεότητας, παιδείας και μέσων ενημέρωσης επισυνάπτονται στην παρούσα έκθεση.

Η έκθεση κατετέθη στις 22 Νοεμβρίου 1996.

Η προθεσμία υποβολής τροπολογιών θα αναγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου κατά την οποία η έκθεση θα εξετασθεί.

A ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ψήφισμα για τη βελτίωση του δικαίου και της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της υιοθεσίας ανηλίκων

Tο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

- έχοντας υπόψη το ψήφισμα των βουλευτών Colli Comelli και Danesin, εξ ονόματος της Ομάδας Forza Europa για τη βελτίωση της νομοθεσίας σχετικά με την υιοθεσία,

- έχοντας υπόψη το άρθρο 40 του κανονισμού του,

- έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,

- έχοντας υπόψη τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 2οής Νοεμβρίου 1989,

- έχοντας υπόψη την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ¸νωση και συγκεκριμένα τα άρθρα K.1 σημείο 6 και K3 σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και το άρθρο 220 της Συνθήκης ΕΚ,

- έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών της 4ης Νομεβρίου 1950,

- έχοντας υπόψη το ψήφισμα της 16ης Μαρτίου 1989 σχετικά με τις ηθικές και νομικές πτυχές της τεχνητής γονιμοποίησης[1],

- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του για τα προβλήματα των παιδιών στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα της 13ης Δεκεμβρίου 1991[2],

- έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση όσον αφορά την υιοθεσία παιδιών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις 24 Απριλίου 1967,

- έχοντας υπόψη τη Σύμβαση της 29ης Μαΐου 1993 για την Προστασία των Παιδιών και τη Συνεργασία όσον αφορά την υιοθεσία διεθνώς,

- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών καθώς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δημοσίων Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Πολιτισμού Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης (έγγραφο Α4-0392/96),

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι ουσιαστικός στόχος που πρέπει να επιδιώκεται με την υιοθεσία είναι το συμφέρον του υιοθετουμένου παιδιού και η προστασία των δικαιωμάτων του,

B. έχοντας υπόψη ότι το μέγιστο συμφέρον του υιοθετημένου παιδιού έγκειται κατά προτίμηση στην επιλογή οικογενείας αποτελουμένης από έναν πατέρα και μια μητέρα και ότι προς τούτο χρειάζεται μια ικανοποιητική συνεργασία μεταξύ των κρατικών οργανισμών, των μη κυβερνητικών οργανώσεων και των προσώπων που επιθυμούν την υιοθεσία,

Γ. έχοντας υπόψη ότι ο ανήλικος, στο μέτρο του δυνατού, έχει δικαίωμα να ανατραφεί από τους φυσικούς γονείς, και ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί βρίσκονται σε προσωρινή αδυναμία να το πράξουν ο ανήλικος πρέπει να τοποθετείται σε πρόσωπα που θα είναι σε θέση να προστατεύσουν την αξιοπρέπεια και τα δικαιώματά του αποφεύγοντας την τοποθέτησή του σε ίδρυμα και λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν διαπιστώνεται κατάσταση πραγματικής εγκατάλειψης που έχει βεβαιωθεί από τις αρμόδιες αρχές ο ανήλικος μπορεί να υιοθετηθεί λύνοντας έτσι τους δεσμούς του με τη φυσική οικογένεια,

Δ. έχοντας υπόψη ότι η υιοθεσία καθιστά το παιδί που βρίσκεται σε κατάσταση εγκατάλειψης τέκνο των θετών γονέων,

E. έχοντας υπόψη ότι σε όλα τα κράτη της ¸νωσης σημειούται έντονη πτώση της γεννητικότητας και ταυτόχρονα αυξημένη ζήτηση υιοθεσίας που δεν μπορεί να καλυφθεί παρά σε χαμηλό ποσοστό, γεγονός που προσδιορίζει την αύξηση των υιοθεσιών διεθνώς,

ΣΤ. έχοντας υπόψη ότι ο νομικός θεσμός της υιοθεσίας διατρέχει σήμερα κινδύνους υποβάθμισης ιδίως στον τομέα της υιοθεσίας διεθνώς και ως εκ τούτου χρειάζεται να ανακαλυφθεί εκ νέου η σημασία του ως άνω μέσου που σκοπό έχει να παράσχει ένα καταφύγιο στα εγκαταλελειμένα παιδιά πέραν του διαχωρισμού των συνόρων, ελέγχοντας με αυστηρότερες διαδικασίες αρκεί η αυστηρότητα αυτή να μην καθιστά αδύνατη την πρακτική της υιοθεσίας,

Ζ. έχοντας υπόψη ότι η υιοθεσία διεθνώς πρέπει να πραγματοποιείται μόνον όταν πράγματι δεν είναι δυνατή, ούτε με οικονομικές και κοινωνικές ενισχύσεις, η παραμονή του παιδιού στην αρχική του οικογένεια ή τουλάχιστον σε μία οικογένεια κηδεμονίας ή υιοθεσίας της χώρας του, πλην όμως όταν η κατάσταση εγκατάλειψης είναι πραγματική και εξακριβωμένη πρέπει να ευνοείται η υιοθεσία διεθνώς και συγκεκριμένα με συνοδευτικά μέτρα στις πρακτικές στο εξωτερικό που αφενός θα τις καθιστούν διαφανείς και αφετέρου θα αποφεύγουν ανώφελες δυσκολίες για τους υποψηφίους προς υιοθεσία,

H. έχοντας υπόψη, ότι ως εκ τούτου είναι απαραίτητο στο πλαίσιο της υιοθεσίας διεθνώς να ξεπερασθεί το σημερινό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου προβλέποντας για τις διαδικασίες που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό την υποχρεωτική μεσολάβηση εξουσιοδοτημένων οργανισμών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα υπό δημόσιο έλεγχο,

Θ. έχοντας υπόψη ότι και άλλοι θεσμοί όπως η επιτροπεία ή η προσωρινή ανάθεση της κηδεμονίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο μπορούν να λειτουργήσουν ώστε να αντιμετωπισθούν έκτακτες καταστάσεις που συνδέονται με πολέμους, φυσικές καταστροφές ή με τη θέση των ανηλίκων που ζητούν άσυλο,

Ι. έχοντας υπόψη ότι χρειάζεται να δημιουργηθεί το νομικό καθεστώς του υιοθετημένου που πρέπει να εξασφαλίζει, βάσει ενός συστήματος διακρατικής συνεργασίας, την αμοιβαία αναγνώριση των υιοθεσιών που πραγματοποιούνται στα κράτη μέλη,

1. πιστεύει ότι κάθε νομοθετική και διοικητική παρέμβαση για τη διευκόλυνση της υιοθεσίας θα πρέπει πάντοτε να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ενεργής πολιτικής οικονομικών και κοινωνικών ενισχύσεων προς τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, καθώς και από μέτρα υποστήριξης προκειμένου να προληφθεί η εγκατάλειψη των ανηλίκων και η τοποθέτησή τους σε ίδρυμα;

2. ζητεί από τα κράτη μέλη να χορηγήσουν το δικαίωμα της υιοθεσίας και σε μεμονωμένα πρόσωπα και ενώσεις ατόμων;

3. ζητεί επειγόντως από τα κράτη μέλη που δεν το έχουν ακόμη πράξει να κυρώσουν το συντομότερο δυνατόν τη Σύμβαση της Χάγης το 1993 τερματίζοντας τις αντιθέσεις που υφίστανται μεταξύ των νομοθεσιών που προβλέπουν αρμοδιότητα της δικαστικής Αρχής και των νομοθεσιών που αντίθετα προβλέπουν αρμοδιότητα της διοικητικής Αρχής όσον αφορά την υιοθεσία;

4. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να ασκήσουν έντονη πίεση στις τρίτες χώρες από όπου προέρχονται τα παιδιά που υιοθετούνται στις χώρες της Ευρωπαϊκής ¸νωσης προκειμένου να επικυρώσουν το συντομότερο δυνατόν την Σύμβαση της Χάγης;

5. θεωρεί ότι ο συμβασιακός χαρακτήρας της υιοθεσίας που προβλέπεται από ορισμένες εθνικές νομοθεσίες με δικαστικό έλεγχο μόνο κατά τη φάση της αναγνώρισης μπορεί να δημιουργήσει ορισμένα προβλήματα ηθικού και νομικού χαρακτήρα πέραν της επαφής μεταξύ φυσικών και θετών γονέων;

6. τονίζει εκ νέου την αρχή βάσει της οποίας η υιοθεσία τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αφότου ο ανήλικος κηρυχθεί υιοθετήσιμος από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές με την εγγύηση ότι η συναίνεση όλων των ατόμων -στην περίπτωση που τους ζητηθεί - οργάνων ή του κατέχοντας τη γονική εξουσία έχει υποβληθεί ελεύθερα και γραπτώς;

7. καλεί τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή μέσα για να προετοιμάσουν, να βοηθήσουν και να παρακολουθήσουν τα υποψήφια για υιοθεσία ζεύγη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο;

8. ζητεί από τα κράτη μέλη να εναρμονίσουν την ηλικιακή μερίδα στην οποία οι επιθυμούντες την υιοθεσία έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση υιοθεσίας;

9. ζητεί, δεδομένων των δυσκολιών που συνδέονται με την υιοθεσία διεθνώς να παρέχουν τα κράτη μέλη άδεια υιοθεσίας μόνο μετά από εξακρίβωση της τήρησης των όρων που απαιτούνται έναντι των υποψηφίων θετών γονέων;

10. καλεί τα κράτη μέλη να επιτρέψουν τη μεσολάβηση στις διαδικασίες υιοθεσίας μόνο σε δημόσιους οργανισμούς ή πλήρως αξιόπιστες και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις που τα ίδια αναγνωρίζουν και εξουσιοδοτούν;

11. εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη προόδου στο πλαίσιο του Κεφαλαίου VI της Συνθήκης σχετικά με τις εσωτερικές και δικαστικές υποθέσεις σε σχέση με τις φιλοδοξίες της ¸νωσης και τις προκλήσεις που η ίδια αντιμετωπίζει;

12. καλεί το Συμβούλιο της Ευρώπης να συνεχίσει τις δικαστικές και κοινωνικές ενέργειές του έναντι της οικογενειακής πολιτικής γενικά και της υιοθεσίας ιδιαίετρα και τούτο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη και συγκεκριμένα να διαδραματίσει με τα κράτη της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (χώρες που παρέχουν παιδιά για υιοθεσία) το ρόλο του ως οργάνου συντονισμού μεταξύ των χωρών που βρίσκονται στο στάδιο της μετάβασης προς τη δημοκρατία και των Ευρωπαϊκών κρατών;

13. καλεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, στο πλαίσιο της συνεργασίας με τα συνδεδεμένα κράτη, να εμβαθύνουν τις δραστηριότητές τους στο νομικό και κοινωνικό τομέα σε ό,τι αφορά τα ζητήματα υιοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη τούς διεθνώς ισχύοντες κανόνες;

14. ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις σχετικά με τις δέουσες ενέργειες που θα ευνοήσουν τη συνεργασία επί θεμάτων αστικού δικαίου, θα επιδιώκουν την πρόληψη της εγκατάλειψης και θα εξασφαλίζουν την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παραμονή του παιδιού στη φυσική του οικογένεια ή ανάλογα με την κατάσταση, σε μια θετή ή κηδεμονεύουσα οικογένεια της χώρας του;

151. εκτιμά ότι είναι απαραίτητο να αποφασίσει το Συμβούλιο, το συντομότερο δυνατόν "κοινές ενέργειες" βάσει του Αρθρου Κ3 παράγραφος 2 β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ¸νωση με στόχο:

- την καθιέρωση πολιτικής θεωρήσεων διαβατηρίου προκειμένου τα παιδιά να μην αποτελούν αντικείμενο αθέμιτων πρακτικών που εφαρμόζουν τα δίκτυα διεθνούς υιοθεσίας με το πρόσχημα της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων στην Ευρωπαϊκή ¸νωση,

- την πρόληψη και καταπολέμηση του λαθρεμπορίου παιδιών,

- την κατάρτιση ενός προγράμματος ανάπτυξης πρωτοβουλιών όσον αφορά την επιμόρφωση και τις ανταλλαγές πληροφοριών για άτομα που είναι αρμόδια σε θέματα καταπολέμησης της απαγωγής και λαθρεμπορίου παιδιών,

- να αποδοθεί αρμοδιότητα στην ομάδα "Ναρκωτικών" της EUROPOL και για την καταπολέμηση της απαγωγής και λαθρεμπορίου παιδιών;

16. ζητεί από τις αρμόδιες κοινοτικές αρχές να συμπεριλάβουν ειδικά προγράμματα για τη δημιουργία προγραμμάτων πρόληψης και προστασίας των εγκαταλειμένων παιδιών και με στόχο τον έλεγχο, εκ μέρους της χώρας προέλευσης, των μεσαζόντων που χρειάζονται για την υιοθεσία σε διεθνές επίπεδο;

17. ζητεί την επανενσωμάτωση της ευρωπαϊκής διάστασης στο πλαίσιο της διεθνούς υιοθεσίας, προκειμένου να επισημοποιηθεί αφενός η συνεννόηση των κεντρικών αρχών που υποδεικνύονται από τα κράτη μέλη, και να τεθούν αφετέρου σε εφαρμογή τα κατάλληλα μέσα λήψης αποφάσεων και διαχείρισης, ιδίως δε τη δημιουργία ενός διεθνούς κέντρου αναφοράς υπό μορφήν μηχανογραφημένης τράπεζας δεδομένων και μιας μονάδας έρευνας και αξιολόγησης στην υπηρεσία της δράσης όσον αφορά την υιοθεσία;

18. καλεί τα κράτη μέλη να διαδόσουν την έννοια της υιοθεσίας ως μέσον που εξυπηρετεί τα δικαιώματα των παιδιών και όχι των ενηλίκων και να δείξουν έτσι την κοινωνική αξία της υιοθεσίας ως μέσον υποδοχής ακόμη και σε περίπτωση άρνησης ή ανυπέρβλητων δυσκολιών των γονέων να μεγαλώσουν το παιδί τους στο κατάλληλο οικογενειακό περιβάλλον;

19. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στις κυβερνήσεις και κοινοβούλια των κρατών μελών, την UNICEF, τη Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

  • [1] () ΕΕ C 96, 17.04.1989, σελ. 171
  • [2] () ΕΕ C 13, 20.1.1992

B. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο θεσμός της υιοθεσίας υπέστη κατά την πορεία της ιστορίας πολύ έντονες μεταβολές. Πρέπει να διευκρινισθεί αμέσως ότι η έκθεση αυτή προτίθεται να ασχοληθεί αποκλειστικά με την υιοθεσία ανηλίκων στο πλαίσιο του γενικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να προαγάγει με κάθε τρόπο τα δικαιώματα του ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα τα δικαιώματα του παιδιού. Πρέπει επομένως να διαχωριστεί η υιοθεσία όπως την αντιλαμβάνεται παραδοσιακά το Ρωμαϊκό Δίκαιο που αφορά και τους ενήλικες και ρυθμίζεται με βάση το στόχο της να δοθεί ένα παιδί σε όποιον δεν έχει και να αποδοθούν περιουσιακά δικαιώματα διαδοχής από τη σύγχρονη υιοθεσία ανηλίκων η οποία συνδέεται με το σκοπό να δοθεί μια οικογένεια στον ανήλικο που στερείται αυτής. Το ενδιαφέρον μας στρέφεται αποκλειστικά στο δεύτερο τύπο υιοθεσίας.

Οι μεταβολές που αφορούν την υιοθεσία όπως εξετάζεται στο κείμενο αυτό είναι αφενός πολιτιστικού χαρακτήρα και αφετέρου συνδέονται με την αλλαγή των δεδομένων.

Το σύνολο των μεταβολών αυτών τοποθετεί την υιοθεσία σε ένα σταυροδρόμι της σύγχρονης αντίληψης όπου υποβάλλονται σε επαλήθευση οι αντιλήψεις μας όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικογένεια, τις σχέσεις με το κράτος, τα άτομα και τις κοινωνικές βασικές δομές. Θίγεται ακόμη και ο ορισμός του παιδιού. Η παγκοσμιοποίηση εξάλλου των προβλημάτων, οι σχέσεις μεταξύ πλουσίων και πτωχών χωρών, η ευκολία κυκλοφορίας και η δημογραφική εξέλιξη αντικατοπτρίζονται πρακτικά στην υιοθεσία. Οι ίδιες σύγχρονες τεχνικές τεχνιτής γονιμοποίησης μπορούν να εμφανισθούν ως εναλλακτικές της υιοθεσίας λύσεις ή αντίθετα, σε ορισμένες ποιό ακραίες μορφές (ενοικίαση της μήτρας, υποκατάσταση μητρότητας, προσφορά κυοφορίας για "υπεράριθμα" ή "περιττά"έμβρυα είναι δυνατόν να εμφανισθούν ως επέκταση της υιοθεσίας.

Το θέμα είναι ιδιαίτερα λεπτό υπό το πρίσμα της διαφοράς των νομοθεσιών; θίγει το διεθνές ιδιωτικό δίκαιο και αφορά την κυκλοφορία προσώπων. Επ'αυτού εξάλλου, η δικαστική συνεργασία επί αστικών και ποινικών θεμάτων θεωρείται από την ¸νωση ως θέμα κοινού ενδιαφέροντος (άρθρο Κ1) που μπορεί να αιτιολογήσει την υιοθέτηση κοινών ενεργειών που αποφασίζει το Συμβούλιο κατόπιν πρωτοβουλίας της Επιτροπής ή ενός κράτους μέλους. Αιτιολογείται επομένως το ενδιαφέρον που επιδεικνύει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

ΙΙ. ΥΙΟΘΕΣΙΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Α) Το δικαίωμα του ανηλίκου στην οικογένεια

Κατά πρώτο λόγο διαπιστώνεται η πολιτιστική αναστροφή που σημειώθηκε: η υιοθεσία ενός ανηλίκου δεν πρέπει να αποτελεί πλέον τρόπο για να δοθεί ένα παιδί σε όποιον δεν έχει αλλά αντίθετα, ένα μέσο για να δοθούν γονείς σε όποιον στερείται.

Η τοποθέτηση αυτή είναι πλέον γενικώς αποδεκτή, στην πράξη όμως δεν ασκείται με αυστηρότητα μέχρι τις ύστατες νομικές και πολιτιστικές συνέπειες. Πρέπει εξάλλου να συνδεθεί με την άλλη δήλωση που συχνά επαναλαμβάνεται: ότι ο ανήλικος πρέπει να αναγνωρίζεται ως πρόσωπο, έκφραση νομικώς καταχρηστική (δεδομένου ότι στις σύγχρονες νομοθεσίες είναι αναμφισβήτηση η νομική υποκειμενικότητα κάθε ανθρωπίνου όντος), αποτελεσματική όμως για να αξιολογηθούν οι πρακτικές συμπεριφορές. Στην ουσία συντρέχει να υπάρχει μια σταθερή οπτική γωνία: πρόκειται για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παιδιών και όχι εκείνων των ανηλίκων.

Η εμπειρία αποδεικνύει την σχεδόν απαραίτητη λειτουργία της οικογένειας που χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα, την αποκλειστικότητα, την ταυτόχρονη παρουσία της ανδρικής μορφής (πατέρας) και της γυναικείας μορφής (μητέρα). Είναι βέβαια αληθές ότι το οικογενειακό αυτό πρότυπο δεν παράγει πάντοτε τα καλύτερα αποτελέσματα όσον αφορά τη διαπαιδαγώγηση, είναι όμως σίγουρο ότι προσφέρει τις μέγιστες δυνατές εγγυήσεις. Στη σκέψη αλλά και στην σύγχρονη πολιτική αντιπαράθεση παρατηρείται όλο και περισσότερο η τάση να αναγνωρίζεται η ύπαρξη άλλων οικογενειακών προτύπων μέχρι του να ζητείται η νομική προσωπικότητα ακόμη και για τα ζεύγη ομοφυλοφίλων. Μπορούμε όμως να απομακρυνθούμε από την αντιπαράθεση αυτή εαν αποφασίσουμε ότι ο γνώμονας θα είναι το συμφέρον του ανηλίκου. Είναι καταφανές ότι η δημόσια παρέμβαση πρέπει να ευνοεί τις λύσεις που είναι οι καλύτερες και πιο εγγυημένες για τον ανήλικο. Το δικαίωμά του επομένως στην οικογένεια πρέπει να γίνεται αντιληπτό ως δικαίωμα ζωής σε ένα οικογενειακό πλαίσιο χαρακτηριζόμενο από την καθοδήγηση ενός πατέρα και μιας μητέρας σταθερά συνδεδεμένων από μια σχέση συμπαθείας μεταξύ τους. Για τον ίδιο λόγο θα έπρεπε να ευνοηθεί η πλήρης υιοθεσία εκ μέρους ενός εγγάμου ζεύγους (γιατί έτσι υπάρχουν μεγαλύτερες εγγυήσεις σταθερότητας) παρά από ένα ζεύγος που συζεί ή από ένα μεμονωμένο άτομο . Η οπτική γωνία του συμφέροντος του παιδιού αποκλείει το να αποτελεί μια τέτοια επιλογή διάκριση. Θα υπήρχε διάκριση μόνον εάν σκοπός της υιοθεσίας ήταν η προστασία των συμφερόντων των ενηλίκων και όχι των παιδιών. Για τον ίδιο λόγο αντιστρέφεται η παλαιά λύση που απαιτούσε την έλλειψη τέκνων προκειμένου να επιτευχθεί η υιοθεσία. Η εμπειρία της αδελφοσύνης αποτελεί προσωπικό παράγοντα και ως εκ τούτου μπορεί να διατυπωθεί η υπόθεση ότι μια οικογένεια με παιδιά μπορεί να υποδεχθεί ένα άλλο υιοθετημένο παιδί προτιμόμενη από ένα άτεκνο ζεύγος που με την υιοθεσία επιζητεί τη λύση του προβλήματός του. Με την ίδια λογική πρέπει να υποστηριχθεί ότι περισσότερα εγκαταλελειμμένα αδέλφια θα έπρεπε να υιοθετηθούν κατά προτίμηση από την ίδια οικογένεια. ¸γινε λόγος για "προτίμηση": ασφαλώς μπορούν να υπάρξουν έκτακτες καταστάσεις όπου π.χ. η υιοθεσία εκ μέρους ενός και μόνου ατόμου είναι η μόνη δυνατή λύση που μπορεί να προτιμηθεί από την παράταση μιας κατάστασης εγκατάλειψης ή παράδοσης σε ορφανοτροφείο.

Ασφαλώς δεν υπάρχει πρόθεση να αξιολογηθεί αρνητικά η επιθυμία απόκτησης τέκνου. Η πρόθεση είναι απλώς να ευνοηθούν οι επιλογές που περισσότερο ανταποκρίνονται στο συμφέρον του παιδιού ικανοποιώντας το ακριβώς με την επιθυμία κάποιου να έχει παιδί. Το δικαίωμα του ανηλίκου στην οικογένεια είναι κατά πρώτον λόγο το δικαίωμα στη φυσική οικογένεια, δηλαδή το δικαίωμα του παιδιού να γίνεται δεκτό, να αναγνωρίζεται και να αγαπάται από εκείνους που το γέννησαν. Γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για το δικαίωμα κάθε ανθρωπίνου όντος στην ταυτότητα, γεγονός που συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να θιγεί το γενετικό του κεφάλαιο και η δυνατότητα να γνωρίσει τις ρίζες του. Μια πτυχή του δικαιώματος αυτού στην ταυτότητα αφορά το συμφέρον του παιδιού στην σύμπτωση της πατρότητας και βιολογικής μητρότητας με την αντίστοιχη κοινωνική, συγκινησιακή και νομική. Η ταυτότητα του κάθε ενός συνδέεται με την καταγωγή του και οι αβεβαιότητες και συγχύσεις όσον αφορά τα στοιχεία αυτά μπορούν να μεταφρασθούν σε μια αρνητική αβεβαιότητα σχετικά με την ψυχολογική ταυτότητα του τέκνου. Η εγκατάλειψη επομένως εκ μέρους των φυσικών γονέων δεν είναι ποτέ κάτι το θετικό. Η υιοθεσία ανηλίκων πρέπει ως εκ τούτου να αντιμετωπίζεται ως λίαν αποτελεσματικό μέσο για την επανόρθωση ενός κακού ορισμένες φορές αναπόφευκτου. Τούτο συνεπάγεται μερικές σοβαρές συνέπειες και συγκεκριμένα:

1. μια πολιτική για την υιοθεσία θα έπρεπε να συνοδεύεται πάντοτε από μια πολύ ισχυρή πολιτική βοηθείας προς τις οικογένειες εις τρόπον ώστε να αποφεύγονται κατά το δυνατόν περισσότερο οι εγκαταλείψεις;

2. επ'ουδενί είναι αποδεκτή η εμπορία παιδιών με σκοπό την υιοθεσία, όχι μόνο γιατί έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια αλλά και γιατί μεταφράζεται σε ένα απαράδεκτο κίνητρο για εγκατάλειψη παιδιών εκ μέρους γονέων που διαβιούν υπό άθλιες συνθήκες;

3. η παραδοσιακή συμβασιακή θεώρηση, ίδια της παράδοσης του Ρωμαϊκού Δικαίου θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Η φυσική οικογένεια δεν μπορεί να "παραχωρήσει" το τέκνο της. Προϋπόθεση της δυνατότητας υιοθεσίας ανηλίκου δεν είναι συναίνεση των γονέων αλλά μια κατάσταση εγκατάλειψης που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί. Η συναίνεση των γονέων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και είναι μάλλον ευκταία, μόνο όμως ως στοιχείο απόδειξης της κατάστασης εγκατάλειψης και ενσυνείδητο μέσο συνεργασίας των γονέων με την κοινωνία προκειμένου να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το παιδί;

4. η πτώχεια δεν είναι ποτέ επαρκής λόγος για να αφαιρείται ένας ανήλικος από τους γονείς του. Η πτώχεια επιβάλλει αντίθετα μέτρα οικονομικής υποστήριξης στην οικογένεια;

5. Η οικογένεια στην οποία ο ανήλικος έχει δικαίωμα δεν είναι μόνο βιολογική. Συνεπάγεται ιδίως κοινά συναισθήματα και μια αναντικατάστατη ικανότητα διαπαιδαγώγησης. Στην περίπτωση που ελλείπουν εξ'ολοκλήρου τα χαρακτηριστικά αυτά η οικογένεια υφίσταται μόνο κατ'επίφαση. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει ηθική εγκατάλειψη, ορισμένες φορές βλαβερότερη της υλικής, αιτιολογούσα τη δημόσια παρέμβαση για να καταστεί δυνατή η υιοθεσία.

6. Το πρωτείο της οικογένειας σε σχέση με το κράτος επιβάλλει πάντως μεγάλη επιφυλακτικότητα στις δηλώσεις δυνατότητας υιοθεσίας των παιδιών και ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να επιβάλλει και κάποια προσπάθεια υποστήριξης των φυσικών οικογενειών, μεταξύ άλλων και υπό μορφή προσωρινής κηδεμονίας των ανηλίκων εκ μέρους άλλων οικογενειών.

Β) Δημογραφική πτώση: συνέπειες στην υιοθεσία διεθνώς

Η επιθυμία των ενηλίκων να έχουν ένα παιδί, πρέπει επομένως να θεωρείται όχι δικαίωμα αλλά πολύ θετικό φυσικό μέσον για την επίλυση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο εγκαταλελειμμένος ανήλικος. Επ'αυτού χρειάζεται να προβληματισθούμε επί μιας άλλης σημαντικής μεταβολής.

Κάποτε τα παιδιά που μπορούσαν να υιοθετηθούν ήσαν πολύ περισσότερα από τις οικογένειες που θα μπορούσαν να τα δεχθούν. Σήμερα σε όλα τα κράτη της ¸νωσης η κατάσταση αντεστράφη: πολλές είναι οι ετήσιες υιοθεσίες και λίγα τα παιδιά που μπορούν να υιοθετηθούν. Επαναλαμβάνεται λανθασμένα ότι τα ορφανοτροφεία είναι γεμάτα. Κατά κανόνα τούτο δεν συμβαίνει στις χώρες της ¸νωσης όπου δυστυχώς παραμένουν στα ορφανοτροφεία ανήλικοι που δεν έχουν ζήτηση (γιατί κατά κανόνα ζητούνται μικρής ηλικίας και υγιείς) ή εκείνοι που δεν έχουν εγκαταλειφθεί πλήρως εκ μέρους των φυσικών γονέων τους. Φυσικά η έλλειψη παιδιών που μπορούν να υιοθετηθούν δεν είναι αφεαυτής κάτι το κακό: μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης υπευθυνότητας όσον αφορά τη γέννηση και μεγαλύτερης άρνησης της εγκατάλειψης. Πρόκειται για την απλή διαπίστωση ενός γεγονότος που προσδιορίζει συνέπειες. Σε όλα τα κράτη της ¸νωσης υπάρχει η εντύπωση περίπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών. Στην πραγματικότητα η έλλειψη παιδιών συντελεί στο ότι η πλειοψηφία εκείνων που μπορούν να υιοθετηθούν αφαιρείται από τις φυσικές οικογένειες και τούτο αναπόφευκτα και σωστά συνεπάγεται πολύ ισχυρές δικαστικές εγγυήσεις. Η σημαντικότερη όμως συνέπεια είναι η έντονη ανάπτυξη της υιοθεσίας διεθνώς που σε ορισμένα κράτη μέλη της ¸νωσης αφορά πλέον έναν αριθμό παιδιών ανώτερο εκείνου των υιοθετουμένων σε εθνικό επίπεδο. Οι κίνδυνοι υποβάθμισης του θεσμού της υιοθεσίας όταν αναζητούνται ανήλικοι στο εξωτερικό και ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ μεγάλοι. Τα όργανα του ευρωπαϊκού κράτους δεν έχουν πράγματι τη δυνατότητα ελέγχου των διαδικασιών στο εξωτερικό όπου η εκτεταμένη κατάσταση φτώχειας σε ορισμένα στρώματα του πληθυσμού καθιστά εύκολη την εμπορία παιδιών. Από την άλλη πλευρά επίσημαίνεται ότι το ζεύγος που μεταβαίνει εκτός Κοινότητας με σκοπό την υιοθεσία συναντά τεράστιες δυσκολίες και συγκεκριμένα την άγνοια της γλώσσας και των διαδικασιών και πρέπει να αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, καθώς και να διακόψει την εργασία του. Από την άλλη πλευρά πρέπει να διασφαλίζονται και στα παιδιά τρίτων χωρών συνθήκες ταυτόσημες με εκείνες που ισχύουν για τα κοινοτικά: δεν πρόκειται για παιδιά δεύτερης κατηγορίας. Πρέπει στη συνέχεια να λαμβάνεται υπόψη ότι η μεταφορά ενός ανηλίκου σε μια οικογένεια με εντελώς διαφορετικές παραδόσεις και πολιτισμό σε σχέση με το αρχικό του περιβάλλον, μπορεί να έχει σημαντικές δυσκολίες τόσο για τους υιοθετούντες όσο και για τους υιοθετούμενους. Εκ των πραγμάτων, παρατηρείται εξάλλου ένας απαράδεκτος ανταγωνισμός μεταξύ κρατών, φορέων και ιδιωτών σε διάφορες χώρες που ενδιαφέρονται πολύ να φέρουν στη χώρα τους ξένα παιδιά προκειμένου να ικανοποιήσουν την επιθυμία ζευγαριών της χώρας τους. Τέλος, επισημαίνονται οι επιπλοκές που οφείλονται στις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών νομοθεσιών. Από την άλλη πλευρά και η υιοθεσία διεθνώς δεν πρέπει να αποθαρρύνεται αλλά να υποστηρίζεται ως μέσο αλληλεγγύης σε παγκόσμιο επίπεδο για τις ακραίες περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει άλλος πιθανός τρόπος υποδοχής παιδιών στο πλαίσιο της χώρας και του πολιτισμού όπου γεννήθηκαν. Από τις σκέψεις αυτές απορρέουν διάφορες συνέπειες:

1. Προτού ανατρέξουμε στην υιοθεσία σε διεθνές επίπεδο θα ήταν σκόπιμο να εξακριβώσουμε εάν το πρόβλημα της εγκατάλειψης των ανηλίκων σε ξένες χώρες μπορεί να επιλυθεί επιτόπου με παρεμβάσεις οικογενειακής πολιτικής ή με την εφαρμογή της υιοθεσίας σε τοπικό επίπεδο;

2. χρειάζεται κάποια εναρμόνιση των ευρωπαϊκών νομοθεσιών αρχίζοντας από την κύρωση και πλήρη εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων;

3. θα έπρεπε να αποφεύγεται ένα καθεστώς ιδιωτικής συναλλαγής και να προβλέπεται η υποχρεωτική μεσολάβηση υπηρεσιών ή φορέων υπό δημόσιο έλεγχο;

4. οι υπηρεσίες αυτές ή οι φορείς δεν θα έπρεπε να είναι κερδοσκοπικοί και οι υποψήφιοι γονείς θα έπρεπε να καταβάλλουν μόνο τα έξοδα σύμφωνα με προκαθορισμένες και ομοιογενείς τιμές;

5. ιδιαίτερη προσοχή θα έπρεπε να αποδοθεί στην προετοιμασία των ζευγαριών που ζητούν να υιοθετήσουν παιδιά άλλης εθνικότητας, η καταλληλότητα των οποίων θα έπρεπε να αξιολογείται σύμφωνα με συγκεκριμένα κριτήρια. Τα ζευγάρια αυτά θα έπρεπε να βοηθούνται και να παρακολουθούνται ακόμη και μετά την ανάθεση της κηδεμονίας του παιδιού;

6. στην πολιτική συνεργασίας για την ανάπτυξη, η Ευρωπαϊκή ¸νωση θα έπρεπε να προβλέψει συγκεκριμένα προγράμματα ενίσχυσης στην παιδική ηλικία και υποστήριξης και εγγύησης για τις διεθνείς υιοθεσίες. Καλό θα ήταν οι υπηρεσίες μεσολάβησης θα προβαίνουν και σε ενέργειες βοηθείας προς τις οικογένειες και τους ανηλίκους ανεξάρτητα από προθέσεις υιοθεσίας στο εξωτερικό;

7. θα έπρεπε να προβλέπεται και να ρυθμίζεται η συνοδεία των ζευγαριών που μεταβαίνουν στο εξωτερικό εκ μέρους κρατικών και κοινοτικών οργάνων εις τρόπον ώστε να καθίσταται διαφανέστερη και ευκολότερη κάθε διαδικασία.

Πρέπει τέλος να αναρωτηθούμε εάν πράγματι αληθεύει ότι η μείωση παιδιών προς υιοθεσία στην επικράτεια της ¸νωσης είναι πράγματι αποτέλεσμα μιας μεγαλύτερης υπευθυνότητας και μιας μείωσης των εγκαταλείψεων. Οι παραδοσιακές εγκαταλείψεις εξακολουθούν να υφίστανται με σοβαρότατους κινδύνους για τη ζωή των νεογέννητων που εγκαταλείπονται σε δημόσιους χώρους. Είναι απολύτως απαράδεκτο να συμβαίνει τούτο σε μια σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία όταν μάλιστα υπάρχουν τόσο πολλές οικογένειες διατεθειμένες να υιοθετήσουν. ¸νας νόμος που θα επιτρέπει στη μητέρα να μην αναγνωρίζει το τέκνο κατά τη γέννηση (υπό την προϋπόθεση ότι θα μπορεί να αλλάξει γνώμη εντός μιας δεδομένης προθεσμίας) είναι αναγκαίος και σκόπιμος και πρέπει να γνωστοποιηθεί στον πληθυσμό. Θα μπορούσαν να υπάρχουν μέσα γρήγορα και αποτελεσματικά όπως η καθιέρωση ειδικών τηλεφωνικών αριθμών ταχείας επέμβασης ώστε να επιτρέπεται στις μητέρες που προτίθενται να μην γνωστοποιήσουν την εγκυμοσύνη τους ή να μην κρατήσουν το παιδί, να δέχονται συμβουλές και να έχουν εναλλακτικές λύσεις διάφορες της παιδοκτονίας ή της εγκατάλειψης του τέκνου στο δρόμο. Είναι βέβαια αληθές ότι στο σύγχρονο πολιτισμό δύσκολα γίνεται κατανοητό το να μην επιθυμεί μια μητέρα να γίνει γνωστή η γέννηση ενός παιδιού, είναι όμως κάτι που συμβαίνει έστω και περιθωριακά και χρειάζεται να δοθεί μια ανθρώπινη απάντηση.

Για να είναι η απάντηση συνεπής πρέπει να αντιμετωπίζει και το θέμα της ηθελημένης διακοπής της εγκυμοσύνης που είναι διαδεδομένη και νόμιμη σε διαφορετικό βαθμό και τρόπο σε όλες τις χώρες της ¸νωσης. Οι πολεμικές και οι οξείες ακόμη αντιδικίες όσον αφορά τη ρυθμιστική νομοθεσία δεν πρέπει να εμποδίζουν την κατάδειξη μια κοινής πεποίθησης που εξάλλου καθοσιώνεται και από το κείμενο ορισμένων νόμων ότι δηλαδή η διακοπή της εγκυμοσύνης, όπου αυτή είναι νόμιμη, πρέπει να αποτελεί την τελευταία επιλογή αφού έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές λύσεις που θα επιτρέπουν την υποδοχή του παιδιού. Στο πλαίσιο αυτό, η υιοθεσία είναι οπωσδήποτε μια πιθανή εναλλακτική λύση. Δεν πρόκειται βεβαίως για το να καταστεί το παιδί υιοθετήσιμο γιατί τούτο θα ερχόταν σε αντίθεση με την υπευθυνότητα της μητέρας και την ελευθερία της να κρατήσει το παιδί αλλά για τη διάδοση μιας κουλτούρας της υιοθεσίας που σε εκπαιδευτικό επίπεδο και σε επίπεδο μέσων επικοινωνίας θα εκδηλώνει την ύπαρξη μιας πιθανής εναλλακτικής λύσης έναντι της ηθελημένης διακοπής της εγκυμοσύνης.

Πρέπει τέλος να τονισθεί ότι το ελάχιστο ποσοστό επιτυχίας των μεθόδων τεχνικής γονιμοποίησης ο χαρακτήρας εισβολής τους στο σώμα της γυναίκας, τα σοβαρότατα ηθικά προβλήματα που θέτουν ιδίως σε σχέση με την αναπόφευκτη σπατάλη και επιλογή ανθρωπίνων εμβρύων, το υψηλότατο κόστος τους απαιτούν προσεκτικότερο και βαθύτερο προβληματισμό σχετικά με την υιοθεσία που θα έπρεπε να ενθαρρυνθεί περισσότερο, οι δε κανόνες της θα έπρεπε να χρησιμεύσουν ως αναλογικό κριτήριο για τη ρύθμιση του νέου φαινομένου της τεχνικής γονιμοποίησης.

ΙΙ. ΥΙΟΘΕΣΙΑ: ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΤΥΧΕΣ

Η νομική αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει - και τούτο είναι λυπηρό - αρκετές πτυχές του καθεστώτος διεθνούς υιοθεσίας οδηγεί σε μια πρώτη φάση στη διευκρίνιση του νομικού πλαισίου σχετικά με την προστασία του παιδιού και συγκεκριμένα σχετικά με όσα του οφείλουν η οικογένειά του και οι δημόσιες αρχές και σε μια δεύτερη φάση των κατευθυντηρίων αρχών της διεθνούς υιοθεσίας. Τέλος, θα έπρεπε επίσης να τοποθετηθεί η προβληματική αυτή σε κοινοτικό πλαίσιο και να εμβαθυνθούν οι προοπτικές απόφασης κοινών δράσεων με πρωτοβουλίες βάσει του τίτλου VI της Συνθήκης για την ¸νωση.

Α) Επί του νομικού πλαισίου σχετικά με την προστασία του παιδιού

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, φροντίζοντας ώστε τα παιδιά που μετακινούνται διεθνώς να τυγχάνουν ειδικής προσοχής λόγω της ιδιαίτερα ευάλωτης κατάστασής τους, πρέπει να συμβάλλει ώστε να δοθεί πλήρης νομική εμβέλεια στο θέμα της διεθνούς υιοθεσίας.

Κάθε παιδί, πολίτης της Ευρωπαϊκής ¸νωσης πρέπει να απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων που προβλέπει η Συνθήκη της Ευρωπαϊκής ¸νωσης σε αρμονία με τους τρόπους που καθορίζουν οι εθνικές νομοθεσίες και οι αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Κάθε παιδί, ανεξαρτήτως προέλευσης, την φροντίδα του οποίου έχει αναλάβει πολίτης ενός κράτους μέλους, πρέπει να απολαμβάνει όλων των πλεονεκτημάτων που η κοινοτική νομοθεσία παρέχει στην οικογένειά του.

Τα προερχόμενα από τρίτες χώρες παιδιά, των οποίων οι γονείς διαμένουν νόμιμα σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής ¸νωσης πρέπει να μπορούν να απολαμβάνουν των ιδίων δικαιωμάτων με τα παιδιά ευρωπαίους πολίτες και της ίδιας ισότητας μεταχείρισης με τους πολίτες της χώρας της ¸νωσης εντός της οποίας διαμένουν.

Κανένα παιδί, δεν μπορεί να αποτελεί στο έδαφος της ¸νωσης αντικείμενο διακρίσεων βάσει εθνικότητας, πατρότητας, φυλής, χρώματος, φύλου, γλώσσας, κοινωνικής προέλευσης, θρησκείας, κατάστασης υγείας ούτε να υπάρχουν διακρίσεις για τους παραπάνω λόγους όσον αφορά τους γονείς του.

Μπροστά στην ανησυχητική τροπή του "ένα παιδί πάση θυσία και σε κάθε τιμή" η διεθνής κοινότητα και η Ευρωπαϊκή ¸νωση ιδιαίτερα πρέπει να δώσουν μια ικανοποιητική απάντηση προκειμένου να ηθικοποιηθεί η υιοθέτηση ξένων παιδιών.

Η έγκριση στις 29 Μαΐου 1993 εκ μέρους 67 χωρών, μετά από 14 χρόνια διαπραγματεύσεων, της Σύμβασης της Χάγης για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία όσον αφορά την υιοθεσία διεθνώς, αποτελεί σημαντική συμβολή. Το νομικό αυτό μέσον του οποίου η κύρωση βρίσκεται εν εξελίξει - για την Ευρωπαϊκή ¸νωση μόνο η Ισπανία την επικύρωσε - συμπληρώνει χωρίς να υποκαθιστά τα διμερή νομικά μέσα που υπάρχουν στα κράτη μέλη της ¸νωσης ενώ εξυπακούεται ότι η αρχή της επικουρικότητας εφαρμόζεται έναντι των διατάξεων της Συνθήκης.

Η Σύμβαση της Χάγης αποτελεί όσον αφορά την υιοθεσία ένα πολύπλευρο και φιλόδοξο νομοθετικό μέσο που εγγυάται υψηλό επίπεδο προστασίας των παιδιών. Το θέμα είναι προς το παρόν να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητά της και συγκεκριμένα ευνοώντας την ευρύτερη δυνατή κύρωσή της προκειμένου να προστατεύονται όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά στον πλανήτη. Η παγκόσμια αυτή διάσταση του νομοθετικού μέσου μπορεί πράγματι να αποτελέσει απάντηση στην παγκόσμια διάσταση της υιοθεσίας καταδεικνύοντας τον απαρχαιωμένο χαρακτήρα των περιφερειακών μέσων τα οποία ήσαν αντιληπτά για χώρες κοντινές από γεωγραφική και πολιτιστική άποψη (η Ευρωπαϊκή Σύμβαση της 24ης Απριλίου 1967 ή ακόμη η Διαμερικανική Σύμβαση της ΡΑΖ της 29ης Μαΐου 1984).

Ο τομέας της Σύμβασης της Χάγης είναι πολύ ευρύς. Υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 2, η Σύμβαση εφαρμόζεται όταν το σχέδιο υιοθεσίας βασίζεται στη μετακίνηση ενός παιδιού ηλικίας κάτω των 18 ετών μεταξύ δύο συμβαλλομένων κρατών. Όλες οι μορφές υιοθεσίας προσεγγίζονται στο βαθμό που δημιουργούν ένα δεσμό πατρότητας, γεγονός που αποκλείεται επομένως την "leafala" του μουσουλμανικού δικαίου.

Η Σύμβαση της Χάγης χωρίς να έχει την αξίωση να ενοποιήσει το διεθνές ιδιωτικό δίκαιο όσον αφορά την υιοθεσία, έχει κατ'αρχήν ως στόχο να ευνοήσει τις συνεργασίες αποτελώντας κατ'αρχήν μια συνθήκη συνεργασίας. Πραγματιστική ούσα, η συμφωνία αυτή ευνοεί πράγματι τη συνεργασία μεταξύ των αρχών για την εναρμόνιση των διαδικασιών και των λύσεων που πρέπει να δοθούν στις νομικές αντιδικίες. Η σύμβαση δεν ασχολείται άμεσα με την απόφαση σχετικά με την υιοθεσία αλλά επικεντρώνει τις διατάξεις της στις φάσεις στην αρχή και το τέλος της υιοθεσίας.

Είναι πράγματι το λαθρεμπόριο παιδιών και οι συγκεχυμένες νομικές καταστάσεις που προκαλούν σοβαρή βλάβη στο απώτερο συμφέρον του παιδιού. Φαίνεται επομένως αναγκαίο να δοθεί ουσιαστικά έμφαση στη φάση όπου οι κίνδυνοι λαθρεμπορίου είναι μεγαλύτεροι, δηλαδή στη νομική κατάσταση του εγκαταλελειμμένου παιδιού, τη διαδικασία που οδηγεί στην διοχέτευση του παιδιού σε ίδρυμα ή στους μελλοντικούς θετούς γονείς του καθώς και στη διεθνή εμβέλεια της απόφασης περί υιοθεσίας, και τούτο προκειμένου να διασφαλισθεί μια νομοθετική ασφάλεια και κάποια συνέπεια του καθεστώτος του υιοθετουμένου.

Β) Οι κατευθυντήριες αρχές της υιοθεσίας διεθνώς

Τέσσερις κατευθυντήριες αρχές αποτελούν τη φιλοσοφία κάθε σχεδίου διεθνούς υιοθεσίας. Οι αρχές αυτές πηγάζουν όλες από την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών της 20ής Νοεμβρίου 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού.

Το απώτερο συμφέρον του παιδιού να καταξιωθεί διεθνώς και η κατ'επανάληψη υπενθύμιση της διατύπωσης, σκοπό έχει να τονίσει έντονα ότι κατ'αρχήν και ουσιαστικά αυτό ακριβώς το συμφέρον του παιδιού πρέπει να ικανοποιηθεί; το θέμα είναι πράγματι να δοθεί μια οικογένεια στο παιδί και όχι να δοθεί ένα παιδί σε μια οικογένεια.

Η αρχή της επικουρικότητας τονίσθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 21 β της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών. Την ξαναβρίσκουμε επίσης στη Συνθήκη για την ¸νωση. Η υιοθεσία διεθνώς δεν πρέπει να προβλέπεται παρά μόνον εάν δεν υπάρχει λύση σε εθνικό επίπεδο όταν δηλαδή δεν μπορεί να βρεθεί στη χώρα προέλευσης του παιδιού μια "κατάλληλη οικογένεια".

Η Σύμβαση της Χάγης καθιερώνει επισήμως την αρχή αυτή και αφήνει την ευθύνη του ελέγχου αποκλειστικά στις αρχές του κράτους καταγωγής. Οι αρχές αυτές είναι πράγματι οι αρμοδιότητες να ασκήσουν την ευθύνη αυτή.

Η υποχρεωτική μετάβαση σε εξουσιοδοτουμένους μεσάζοντες αποτελεί μια διεθνή εγγύηση για την υιοθεσία. Όλη η φιλοσοφία όσον αφορά την υιοθεσία διεθνώς πρέπει να έχει ως στόχο να υποχρεώνει τους υποψηφίους για υιοθέτηση ενός ξένου παιδιού να ζητούν την παρέμβαση εξουσιοδοτημένων και σαφούς ταυτότητας μεσαζόντων. Η υιοθεσία σε ατομικό επίπεδο απορρίπτεται χωρίς αμφιβολίες. Οι υποψήφιοι "πρέπει να απευθύνονται στην κεντρική αρχή του κράτους συνήθους διαμονής τους" σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 14 της Σύμβασης της Χάγης.

Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για μια σημαντική επιλογή που αξίζει να υπογραμμισθεί. Ο προσανατολισμός αυτός των συντακτών του κειμένου της Χάγης πρέπει να εγκριθεί δεδομένου ότι είναι ουσιαστικά ένας από τους αναγκαίους όρους για την ηθικοποίηση της υιοθεσίας διεθνώς.

Υπό το ίδιο πνεύμα, απαγορεύονται οι άμεσες επαφές μεταξύ των υποψηφίων, του παιδιού και της βιολογικής του οικογένειας ή των εκπροσώπων της όσο δεν έχουν δοθεί οι αναγκαίες συγκαταθέσεις.

Γ) Η υιοθεσία στο πλαίσιο της συνεργασίας στους τομείς της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων

Καλό θα ήταν να διαπιστωθεί κατά πρώτον λόγο ότι η υιοθεσία αυτή καθεαυτή είναι θέμα που εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Οι εθνικές νομοθεσίες ωστόσο, διαφέρουν ενίοτε μεταξύ τους, γεγονός που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, η ελεύθερη κυκλοφορία παιδιών μπορεί συνεπεία τούτου να παρεμποδισθεί; τέλος έχουμε υπογραμμίσει τη σημασία του προβλήματος του λαθρεμπορίου παιδιών στο πλαίσιο της υιοθεσίας. Τα παρακάτω στοιχεία εξάλλου επ'ουδενί εξαντλούν το θέμα.

Μια συνειδητοποίηση άρχισε να πραγματοποιείται κατά τα τελευταία έτη υπογραμμίζοντας την ανάγκη μιας ευρωπαϊκής και διεθνούς συνεργασίας και συγκεκριμένα στις αστικές και ποινικές πτυχές του θέματος. Οι τελευταίες εργασίες του Συμβουλίου στο πλαίσιο του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ¸νωση αποτελούν μαρτυρία τούτου.

Κατ'αυτόν τον τρόπο, στο πλαίσιο του Συμβουλίου δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων στις 25 και 26 Σεπτεμβρίου 1995, αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί το θέμα της κηδεμονίας των παιδιών στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης σχετικά με τη δικαστική αρμοδιότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων επι θεμάτων οικογενειακού δικαίου [1] . Κατά την ίδια σύνοδο, το Συμβούλιο κατέληξε σε συμπεράσματα όσον αφορά την τρομοκρατία και άλλες μορφές σοβαρής εγκληματικότητας προβλέποντας μια ενίσχυση της αστυνομικής συνεργασίας όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών και μια εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών με στόχο τη διευκόλυνση της υλοποίησης του στόχου αυτού.

Στα συμπεράσματα της Ισπανικής Προεδρίας (Μαδρίτη 15 και 16 Δεκεμβρίου 1995), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διατύπωσε την επιθυμία να επικεντρωθούν οι εργασίες επί θεμάτων δικαστικής συνεργασίας στη δικαστική αλληλοβοήθεια επί ποινικών θεμάτων καθώς και στην επέκταση της Σύμβασης των Βρυξελλών και τη διαβίβαση των πράξεων επί θεμάτων αστικού δικαίου.

Στις 27 Σεπτεμβρίου 1996, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου "Τηλεπικοινωνιών" δήλωσε ότι θα χρειασθούν συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία των ανηλίκων έναντι της παράνομης χρήσης του Ιντερνέτ;

Το σύνολο των πρωτοβουλιών αυτών μαρτυρεί την αισθητή ανάγκη λήψης μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο με στόχο αφενός την πρόληψη και αφετέρου την καταπολέμηση της εγκληματικότητας σχετικά με τους ανήλικους και από την άλλη πλευρά την ενίσχυση της δικαστικής συνεργασίας (επί ποινικών και αστικών θεμάτων). Όσον αφορά την υιοθεσία διεθνώς, το ζητούμενο είναι ουσιαστικά η πρόληψη και η καταπολέμηση της απαγωγής, πώλησης ή εμπορίας παιδιών αλλά και να πραγματοποιηθούν ενέργειες εις τρόπον ώστε οι υιοθεσίες να σέβονται στην πράξη το απώτερο συμφέρον του παιδιού καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματά του. Επ'αυτού, η Συνθήκη για την ¸νωση προβλέπει τους ακόλουθους τομείς ως "θέματα κοινού ενδιαφέροντος":

- δικαστική συνεργασία επί αστικών θεμάτων

- δικαστική συνεργασία επί ποινικών θεμάτων

- αστυνομική συνεργασία για την πρόληψη και καταπολέμηση ορισμένων

μορφών διεθνούς εγκληματικότητας

(Βλέπε άρθρο Κ1, παράγραφος 3, σημεία 6, 7 και 9). Προς τούτο η Συνθήκη προβλέπει συγκεκριμένα τη θέσπιση "κοινών δράσεων στο βαθμό που οι στόχοι της ¸νωσης μπορούν να επιτυγχάνονται καλύτερα με κοινή παρά με μεμονωμένη δράση των κρατών μελών λόγω των διαστάσεων ή των συνεπειών της σχεδιαζόμενης δράσης" (άρθρο Κ 3, παρ. 2, εδάφιο β)). Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους δύο αυτούς τομείς.

1. Δικαστική συνεργασία επί ποινικών θεμάτων

¸στω και αν τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν αποτελούν παρά εκτιμήσεις, υπό ορισμένες μορφές η υιοθεσία πραγματοποιείται κατά τρόπο παράνομο. Συνδυάζεται στην περίπτωση αυτή με ένα λαθρεμπόριο παιδιών που θα έπρεπε να καταπολεμηθεί με την πιο μεγάλη αποφασιστικότητα. Για το λόγο αυτό μια στρατηγική της ¸νωσης στον ποινικό τομέα θα ήταν αναγκαία για την εκρίζωση των διεθνών αυτών πρακτικών σε βάρος του παιδιού.

Τούτο ισχύει περισσότερο γιατί ο ορισμός των εγκλημάτων κινδυνεύει να είναι διαφορετικός από το ένα κράτος στο άλλο. Μπροστά σε δίκτυα εκτός ¸νωσης μπορεί επίσης ο δράστης να διαφύγει της προσοχής της δικαστικής αρχής του κράτους όπου διεπράχθη το έγκλημα. Επομένως, δεδομένου ότι το ποινικό δίκαιο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί παρά εντός των εθνικών συνόρων και ως εκ τούτου οι εγκληματικές δραστηριότητες που αφορούν την απαγωγή και το λαθρεμπόριο παιδιών κινδυνεύουν να παραμείνουν ατιμώρητες, είναι απαραίτητο αφενός τα κράτη μέλη να τιμωρούν κατά ισοδύναμο τρόπο τα εγκλήματα αυτά στην ποινική τους νομοθεσία και αφετέρου η συνεργασία σε θέματα ποινικού δικαίου και αστυνομίας να ενισχυθεί μεταξύ των κρατών μελών της ¸νωσης και να καθιερωθεί με τις τρίτες χώρες από όπου προέρχονται τα περισσότερα παιδιά σε κατάσταση διεθνούς υιοθεσίας.

Επ'αυτού, καλό θα ήταν να υπενθυμισθεί ότι κατά τη συνεδρίαση στις 26 και 27 Σεπτεμβρίου στο Δουβλίνο, οι υπουργοί δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία με στόχο την ενίσχυση της αστυνομικής συνεργασίας σε πλαίσιο EUROPOL κατά της παιδοφιλίας και της εκμετάλλευσης παιδιών και γυναικών.

Θα χρειασθεί σήμερα το Συμβούλιο να οδηγήσει σε αίσιο πέρας τις εργασίες που έχει ήδη αρχίσει και συγκεκριμένα :

- να θεσπίσει το συντομότερο δυνατόν μια κοινή δράση βάσει του άρθρου Κ3 παράγραφος 2 εδάφιο β της ΣΕΕ με στόχο την αυστηρή καταπολέμηση του λαθρεμπορίου παιδιών όχι μόνο όταν συνδέεται με τις πιο σοβαρές περιπτώσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης αλλά και όταν πρόκειται για την υιοθεσία παιδιού σε άλλη χώρα; το λαθρεμπόριο θα έπρεπε επίσης να χαρακτηρίζεται ως "έγκλημα" κολάσιμο από τις διατάξεις του ποινικού δικαίου όλων των κρατών μελών; κάθε κράτος μέλος θα έπρεπε εξάλλου να προβλέπει την ευθύνη (ποινική ή αστική) των εμπλεκομένων ηθικών προσώπων χωρίς να αποκλείεται η ευθύνη των επίσης εμπλεκομένων φυσικών προσώπων καθώς και την εφαρμογή έναντι αυτών της οδηγίας 91/305 της 10ης Ιουνίου 1991 σχετικά με το πλύσιμο χρημάτων; κάθε κράτος μέλος θα έπρεπε να φροντίσει για τη δημιουργία μιας ειδικής διοικητικής δομής σε εθνικό και/ή περιφερειακό επίπεδο με αρμοδιότητα για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου παιδιών συνεργαζόμενη στενά με τις αρμόδιες εθνικές αστυνομικές αρχές, τις αρχές μετανάστευσης και την κοινωνική πρόνοια καθώς και με τις άλλες ομόλογες δομές στα άλλα κράτη μέλη; οι τελευταίες αυτές θα πρέπει να ενημερώνουν τις υπόλοιπες για όλες τις περιπτώσεις που γνωρίζουν σχετικά με εξαφανίσεις παιδιών;

- να θεσπίσει το συντομότερο δυνατόν μια "κοινή δράση" βάσει του άρθρου Κ3 παράγραφος 2, εδάφιο β) προβλέπουσα ένα πρόγραμμα ανάπτυξης συντονισμένων πρωτοβουλιών σχετικά με την καταπολέμηση της εκμετάλλευσης παιδιών και τις εξαφανίσεις ανηλίκων; όπως και το πρόγραμμα "Grotius", το πρόγραμμα αυτό σκοπό θα έχει συγκεκριμένα την επιμόρφωση, τις ανταλλαγές και τις επιμορφωτικές εκδηλώσεις και την κυκλοφορία πληροφοριών; το πρόγραμμα αυτό θα προορίζεται στους δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικές υπηρεσίες, δημόσιους λειτουργούς, υπηρεσίες υπεύθυνες για την μετανάστευση και τον έλεγχο στα σύνορα καθώς και το κοινωνικό και φορολογικό δίκαιο, όπως επίσης και στους οργανισμούς δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου αρμοδίους επί θεμάτων παιδιών;

- να θεσπίσει μια "κοινή δράση" βάσει του άρθρου Κ 3, παράγραφος 2, εδάφιο β) προβλέπουσα την αρμοδιότητα της μονάδας "ναρκωτικά" της EUROPOL επίσης για τις περιπτώσεις απαγωγής και λαθρεμπορίου παιδιών.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα έπρεπε να κληθεί να γνωμοδοτήσει επί των κοινών δράσεων, οι δε απόψεις του θα έπρεπε να "ληφθούν δεόντως υπόψη" σύμφωνα με το άρθρο Κ 6 παράγραφος 2 ΣΕΕ.

Εξυπακούεται ότι οι κοινές αυτές δράσεις πρέπει να συμβαδίζουν με μια ενισχυμένη διεθνή συνεργασία με τις τρίτες χώρες από όπου προέρχονται τα παιδιά. Επ'αυτού, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να επιμείνει, στο προσήκον πολιτικό επίπεδο, ώστε τα κράτη μέλη να υπογράψουν και να κυρώσουν συγκεκριμένα την προαναφερθείσα σύμβαση της Χάγης, της 29ης Μαΐου 1993.

2) Η δικαστική συνεργασία επί θεμάτων αστικού δικαίου

Η δικαστική συνεργασία επί θεμάτων αστικού δικαίου θα έπρεπε να διευκολύνει και τούτο χωρίς να θίγονται ρυθμιστικά μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη, την άσκηση των δικαιωμάτων των προσώπων με μια καλύτερη συνεργασία όσον αφορά την υιοθεσία. Τούτο θα μπορούσε ιδιαίτερα να συνίσταται στη διαβίβαση και αναγνώριση των δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων αφενός και αφετέρου την διευκόλυνση της συστηματικής ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των διοικητικών αρχών που είναι αρμόδιες για την οικογένεια και την υιοθεσία.

Τούτο συνίσταται στο να ευνοηθούν όλες οι προσεγγίσεις των νομοθεσιών και των πρακτικών προκειμένου να αρθούν τα αδικαιολόγητα νομικά και δικαστικά εμπόδια που εμπίπτουν στο αστικό δίκαιο, την αστική διαδικασία όπως και στις διοικητικές πρακτικές. Πολύ συχνά τα εμπόδια αυτά παρεμποδίζουν μια ισότιμη και μη διακριτική πρόσβαση των προσώπων στη δικαιοσύνη καθώς και στις διοικητικές αρχές.

Θα έπρεπε επ'αυτού να υποστηριχθούν οι ακόλουθες πρωτοβουλίες που προβλέπει το Συμβούλιο να αναλάβει για την προσεχή διετία:

- σχέδιο σύμβασης για τη διαβίβαση δικαστικών και εξωδικαστικών πράξεων επί θεμάτων αστικού και εμπορικού δικαίου;

- σχέδιο σύμβασης "Βρυξέλλες ΙΙ" (γάμος και κηδεμονία παιδιών);

- εφαρμογή της κοινής δράσης για τους δικαστές σύνδεσης και εξέταση του κατά πόσον είναι σκόπιμο να συγκροτηθεί ένα δίκτυο δικαστικών επαφής.

Καλό θα ήταν οι εργασίες σε πλαίσιο Συμβουλίου να ολοκληρωθούν το συντομότερο δυνατόν.

Οι προσπάθειες των κρατών μελών θα έπρεπε να επικεντρωθούν εξάλλου στα ακόλουθα σημεία:

- διαφάνεια στις διαδικασίες υιοθεσίας;

- μείωση των προθεσμιών για την υιοθεσία;

- ισοτιμία/αναγνώριση των διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων;

- δημιουργία μιας επετηρίδας εμπειρογνωμόνων (δίκτυα εμπειρογνωμόνων που θα μπορούσαν να καθορίσουν έναν δεοντολογικό χάρτη όσον αφορά την υιοθεσία).

  • [1] () Η Σύμβαση αυτή που δεν έχει ακόμη εγκριθεί σκοπό έχει να επεκτείνει στα θέματα οικογενειακού δικαίου την έννοια της Σύμβασης των Βρυξελλών όσον αφορά την δικαστική αρμοδιότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Πρόταση ψηφίσματος που κατετέθη, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Κανονισμού, από την κ. COLLI COMELLI και τον κ. DANESIN, εξ ονόματος της Ομάδας Forza Europa, σχετικά με τη βελτίωση των νόμων που αφορούν την υιοθεσία (Β4-0568/94)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

Α. λαμβάνοντας γνώση του γεγονότος ότι σε αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής ¸νωσης η διαδικασία για την υιοθεσία ενός ανηλίκου είναι άκρως περίπλοκη και ενίοτε απογοητεύει τους ενδιαφερόμενους λόγω των ανυπερβλήτων γραφειοκρατικών δυσχερειών που αντιμετωπίζουν,

Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι στην Ευρωπαϊκή ¸νωση υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες παιδιά που περιμένουν να υιοθετηθούν και ότι οι δυσχέρειες αυτές τα υποχρεώνουν να ζουν σε μία κατάσταση συναισθηματικής ανεπάρκειας, συχνάκις δε γκετοποιημένα σε ιδρύματα τα οποία δεν έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν στα παιδιά αυτά αποδεκτές συνθήκες διαβιώσεως,

Γ. έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η κατάσταση εκτός Ευρωπαϊκής ¸νωσης είναι πολύ χειρότερη και ότι καθίσταται συχνά δραματική,

1. ζητεί από την Ευρωπαϊκή ¸νωση να δεσμευθεί ότι θα αναλάβει πρωτοβουλίες προκειμένου να εξασφαλίσει τόσο την αξιοπρέπεια όσο και ομοιόμορφες συνθήκες διαβιώσεως των παιδιών αυτών παρέχοντας τη δυνατότητα στις οικογένειες που το επιθυμούν να υλοποιήσουν τον στόχο που επιδιώκουν, δηλαδή να υιοθετήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά αυτά,

2. ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να θεσπίσουν σειρά διατάξεων οι οποίες θα απλουστεύσουν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που εφαρμόζονται για την υιοθεσία των ανηλίκων,

3. τονίζει ότι θα πρέπει να εξετασθεί, με μεγάλη προσοχή (τόσο από ηθικής όσο και από ψυχολογικής απόψεως), το ενδεχόμενο επεκτάσεως του δικαιώματος υιοθεσίας ανηλίκων σε "ανύπαντρα" άτομα που πληρούν τις κατάλληλες προς τούτο προϋποθέσεις.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

(Αρθρο 147 του Κανονισμού)

της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών

Συντάκτρια γνωμοδότησης: η κ. Viviane Reding

Κατά τη συνεδρίασή της στις 29 Σεπτεμβρίου 1995 η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την κ. Viviane Reding.

Κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεών της στις 31 Οκτωβρίου και 11 Νοεμβρίου 1996, εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.

Κατά την τελευταία αυτή συνεδρίαση ενέκρινε ομόφωνα τα συμπεράσματα.

Στην ψηφοφορία έλαβαν μέρος οι βουλευτές: Marinho, πρόεδρος; Colombo Svevo, αντιπρόεδρος; Reding συντάκτρια γνωμοδότησης; D´Ancona, Berger (αναπλ. Crawley), Caccavale, Camisón Asensio (αναπλ. D'Andrea), Cederschiöld, Chanterie (αναπλ. Stewart-Clark), De Esteban Martin, Deprez, Elliott, Haarder, Λαμπρίας (αναπλ. Posselt), Lehne, Lööw, Oostlander (αναπλ. Linzer), Nassauer, Pailler, Pradier, Terrón i Cusi και Zimmermann.

Ι. - ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο θεσμός της υιοθεσίας, που καθιερώθηκε για να εξασφαλίσει την μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων, δεν είχε κατ' αρχήν την έννοια της δημιουργίας σχέσης πατρότητας. Συνίστατο στην πραγματικότητα σε ένα συμβόλαιο που συνήπταν ο υιοθετών και ο υιοθετούμενος και τούτο πάντοτε μεταξύ ενηλίκων. Η έννοια αυτή, ευτυχώς, εξελίχθηκε και στις μέρες μας η κοινωνία αναγνωρίζει ότι για την αρμονική ανάπτυξη της προσωπικότητάς του το παιδί πρέπει να μεγαλώνει σ' ένα οικογενειακό περιβάλλον, σε κλίμα ευτυχίας, αγάπης και κατανόησης. ¸τσι, η υιοθεσία έχει πλέον ως πρωταρχικό στόχο να δώσει μια οικογένεια στους ανηλίκους που την έχουν στερηθεί λαμβάνοντας υπόψη το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που του αναγνωρίζει το διεθνές δίκαιο.

ΙΙ - Η ΥΙΟΘΕΣΙΑ : ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Η υιοθεσία λόγω του συναισθηματικού, ψυχολογικού, ηθικού και παιδαγωγικού περιεχομένου της καθώς και των επιπτώσεών της στην κοινή γνώμη αποτελεί ένα από τα προβλήματα της κοινωνίας.

Κάθε χρόνο στην ¸νωση πραγματοποιούνται 30.000 με 35.000 πλήρεις υιοθεσίες, πράγμα το οποίο, από αριθμητική άποψη, δεν είναι και τόσο σημαντικό εάν συγκριθεί με τα 3,5 εκατομμύρια γεννήσεων που καταγράφονται κατά την ίδια περίοδο: σχέση 1 προς 100. Εξάλλου, αυτός ο αριθμός των 35.000 υιοθεσιών αντιστοιχεί μόνο στο ένα τέταρτο των υποβαλλόμενων αιτήσεων. Η κατάσταση αυτή είναι το αποτέλεσμα:

- των αποκλίσεων στα νομικά συστήματα σχετικά με την υιοθεσία από το ένα κράτος στο άλλο;

- της ανελαστικότητας και του περίπλοκου χαρακτήρα των απαιτούμενων διαβημάτων;

- του γεγονότος ότι το παιδί έχει καταστεί "σπανιότερο" και "πολιτιμότερο" και η προσφορά κατώτερη από τη ζήτηση.

Η μείωση των υιοθετούμενων παιδιών στην ¸νωση είναι συνέπεια της προόδου της αντισύλληψης και των αμβλώσεων, της εργασίας των γυναικών, της μείωσης των γάμων, της αύξησης των δεύτερων ενώσεων που καθυστερούν την ηλικία μητρότητας, καθώς και του γεγονότος ότι οι γονείς, ακόμη και αυτοί που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυνατές δυσκολίες, δεν επιθυμούν να αποχωρισθούν τα παιδιά τους.

Η κατάσταση αυτή , όπως περιγράφηκε, οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των διεθνών υιοθεσιών οι οποίες βεβαίως προκαλούν άλλα προβλήματα. Πράγματι, η υιοθεσία παιδιών από αναπτυσσόμενες χώρες αποτελεί, εδώ και μερικά χρόνια, παγκόσμιο φαινόμενο που θέτει πολυάριθμα διοικητικά και νομικά προβλήματα εξ αιτίας της μεγάλης γεωγραφικής απόστασης και των πολιτισμικών (νομικών) διαφορών και ιδίως της συνεχώς και μεγαλύτερης αύξησης των πρακτικών παράτυπης υιοθεσίας στις οποίες περιλαμβάνονται συχνά η απαγωγή και το εμπόριο παιδιών.

Κάθε χρόνο είκοσι χιλιάδες περίπου παιδιά αποτελούν το αντικείμενο διεθνούς υιοθεσίας. Εντούτοις, δεν πρέπει να λησμονείται ότι υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια εγκαταλελειμένα παιδιά ανά τον κόσμο τα οποία χρειάζονται μία οικογένεια.

Υπό την έννοια αυτή, θεωρούμε θεμελιώδους σημασίας, στο πλαίσιο της παρούσας γνωμοδότησης, την ενίσχυση της προστασίας του παιδιού, τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του, ιδίως σε ό,τι αφορά την υιοθεσία και στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, η οποία συνεπάγεται το άνοιγμα των συνόρων καθώς και την ανάπτυξη των διεθνών υιοθεσιών που ευνοούν μια νέα μάστιγα: το εμπόριο των παιδιών.

ΙΙΙ. - ΥΙΟΘΕΣΙΑ: ΝΟΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Η σημασία του θέματος δεν πέρασε απαρατήρητη από τους διεθνείς οργανισμούς. ¸τσι, η Σύμβαση του ΟΗΕ για τα δικαιώματα του παιδιού της 19ης Νοεμβρίου 1989 θίγει προβλήματα όπως η υιοθεσία και το εμπόριο των παιδιών στα άρθρα της 20, 34 και 35. Το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε, στις 24 Απριλίου 1967, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση αριθ. 58 σε ό,τι αφορά την υιοθεσία παιδιών. Η Οργάνωση Αμερικανικών Κρατών ενέκρινε το 1984 την Σύμβαση σχετικά με τις συγκρούσεις των νομοθεσιών στο θέμα της υιοθεσίας ανηλίκων. Συγχρόνως, η σύμβαση για την προστασία των παιδιών και τη συνεργασία σε θέματα διεθνούς υιοθεσίας, που εγκρίθηκε στις 29 Μαΐου 1993, κατά την δέκατη έβδομη σύνοδο της Διάσκεψης Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης (CDIP) αποτελεί αναμφισβήτητα το πληρέστερο νομικό όργανο στον τομέα αυτόν. Το κείμενο της Χάγης έχει ως αφετηρία την αρχή ότι το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού έγκειται στην "διατήρηση της αρχικής του οικογένειας" ή, τουλάχιστον, "στην παραμονή του στη χώρα καταγωγής του". Αναγνωρίζει όμως, ότι ελλείψει τούτων, "η διεθνής υιοθεσία μπορεί να παρουσιάζει το πλεονέκτημα να του παράσχει ένα μόνιμο οικογενειακό πλαίσιο". Επίσης, ο βασικός στόχος της είναι να καταστήσει δυνατή μια τέτοια υιοθεσία "μέσω της καθιέρωσης συστήματος συνεργασίας μεταξύ των κρατών". Η σύμβαση προβλέπει κατά κύριο λόγο ότι τα κράτη μέλη της θα ορίσουν το καθένα από την πλευρά του μια κεντρική αρχή επιφορτισμένη με την "επιλογή", αναλόγως των περιπτώσεων, των υιοθετήσιμων παιδιών ή των υιοθετούντων γονέων και με την συνεργασία με τους ομολόγους τους έτσι ώστε να ολοκληρώνεται ομαλά το εγχείρημα της υιοθεσίας. Αυτό το σύστημα βασίζεται σε ορισμένες κοινές αρχές όπως είναι ο σεβασμός του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού, η ελεύθερη συναίνεση, χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση, εκ μέρους των ενδιαφερομένων προσώπων και στην απαγόρευση οιασδήποτε μορφής κέρδους με την ευκαιρία της υιοθεσίας.

Σε κοινοτικό επίπεδο η προβληματική της υιοθεσίας αναπτύχθηκε επανειλλημμένως από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσω των διαφόρων προτάσεων ψηφίσματος και των γραπτών ερωτήσεων, καθώς επίσης και από την ΟΚΕ η οποία ενέκρινε γνώμη για το θέμα αυτό την 1η Ιουλίου 1992. Κανένα διάβημα δεν ανελήφθη εκ μέρους της Επιτροπής ή του Συμβουλίου δεδομένου τα εν λόγω θεσμικά όργανα θεωρούν εαυτόν αναρμόδιο να ασχοληθούν με αυτό το ζήτημα. Πράγματι, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ¸νωση δεν προβλέπει ρητή αρμοδιότητα στον τομέα της υιοθεσίας παιδιών. Ωστόσο, η ανάγκη ανάληψης δράσης στο επίπεδο της ¸νωσης στο συγκεκριμένο αυτό τομέα, και μάλιστα με σκοπό την καταπολέμηση του εμπορίου παιδιών, επιβάλεται. Σύμφωνα με το άρθρο 220 της Συνθήκης για την Ευρωπαΐκή Κοινότητα καθώς και με το πνεύμα του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή ¸νωση, που αποσκοπεί στη δημιουργία ενιαίου δικαστικού χώρου, θα ήταν επιθυμητή η προσέγγιση των νομοθεσιών των Δεκαπέντε σχετικά με το θέμα της υιοθεσίας και κυρίως με τις υπάρχουσες διαδικασίες, καθώς επίσης και ο προσδιορισμός μιας προληπτικής στρατηγικής στον τομέα της καταπολέμησης του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος που διαχειρίζεται το εμπόριο των παιδιών προς υιοθεσία. Υπό αυτό το πρίσμα, μια δράση εκ μέρους της ¸νωσης όσον αφορά τη διεθνή υιοθεσία θα μπορούσε να βασίζεται στο άρθρο ΣΤ που αναφέρεται στο σεβασμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950 (κατά συνέπεια όλων των συμβάσεων που έχουν εγκριθεί στο πλαίσιό της, ιδίως εκείνης σχετικά με την έγκριση παιδιών του 1967), καθώς και το άρθρο Κ1 (6) σχετικά με τη δικαστική συνεργασία σε θέματα αστικού δικαίου. Το Συμβούλιο θα μπορούσε επομένως να εγκρίνει κοινή δράση με βάση το άρθρο Κ3 η οποία θα αποσκοπεί στην προσέγγιση των σχετικών εθνικών νομοθεσιών. Υφίσταται επομένως μια σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των διατάξεων του πρώτου πυλώνα και του τρίτου πυλώνα.

Εξάλλου, η Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στην μελλοντική αναθεωρημένη συνθήκη διατάξεων σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού και της οικογένειας.

ΙV - ΥΙΟΘΕΣΙΑ: ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των διαδικασιών που οδηγούν στην υιοθεσία στα διάφορα κράτη μέλη. Εντούτοις, υπάρχουν πάντοτε ορισμένες διαφορές και θα ήταν σκόπιμο να τεθεί σε εφαρμογή μια προσέγγιση των διαδικασιών κατά τρόπον ώστε να καταστούν απλούστερες, ασφαλέστερες και δικαιότερες.

Κατ' αρχήν, το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού πρέπει πάντοτε να παραμένει το θεμέλιο των νομοθεσιών, διαδικασιών και μέσων που αφορούν την υιοθεσία.

Διαπιστώνουμε ότι κατά τη διαδικασία που οδηγεί στην υιοθεσία ενός παιδιού υπάρχουν πολλοί επί μέρους ενδιαφερόμενοι: δικαστικές αρχές, περιφερειακές αρχές δηλαδή τοπικές, ειδικές οργανώσεις. Θα ήταν σκόπιμο, όπως εξάλλου προβλέπεται και από τη Σύμβαση της Χάγης στο άρθρο 6 αυτής, κάθε κράτος μέλος να δημιουργήσει έναν εθνικό οργανισμό συντονισμού των υιοθεσιών (ΕΟΣΥ) ο οποίος θα είχε ως στόχο τη συγκέντρωση των φακέλων των παιδιών που προσφέρονται για υιοθεσία και τα οποία διαμένουν στην εθνική επικράτεια και τις υιοθεσίες παιδιών που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό και κατόπιν να καταγράφει τις αιτήσεις όσων επιθυμούν να υιοθετήσουν παιδί, συντονίζοντας συγχρόνως τη δράση των διαφόρων εμπλεκομένων υπηρεσιών.

Στα ζητήματα υιοθεσίας θα μπορούν να παρεμβαίνουν αποκλειστικώς και μόνον οι αρμόδιες δημόσιες αρχές, ιδίως ο ΕΟΣΥ και οι ειδικευμένοι ιδιωτικοί οργανισμοί που έχουν δεόντως αναγνωρισθεί από το κράτος.

Με αυτή την προοπτική βελτίωσης των διαδικασιών που οδηγούν σε υιοθεσία, και στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας που καθιερώνεται με την ενιαία αγορά, είναι επιθυμητό να προσχωρήσουν τα κράτη μέλη στην προαναφερθείσα Σύμβαση της Χάγης, πράγμα το οποίο θα αποτελέσει το πρώτο βήμα συνεννόησης μεταξύ των κρατών της ¸νωσης στον τομέα αυτόν. Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη ότι αυτά τα κράτη είναι κατ' ουσίαν "εισαγωγείς" παιδιών προς υιοθεσία, είναι θεμελιώδες να προσχωρήσουν εξίσου και τα κράτη της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής σ' αυτή τη Σύμβαση η οποία διασφαλίζει την αναγνώριση στα κράτη μέλη της, των υιοθεσιών που πραγματοποιήθηκαν βάσει των διατάξεών της.

V - ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ Η ΠΩΛΗΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΕ ΔΙΕΘΝΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΥΙΟΘΕΣΙΑΣ

Το παράνομο εμπόριο παιδιών για υιοθεσία δεν είναι καινοφανές φαινόμενο; χρονολογείται ήδη, αν και σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα, από τη δεκαετία του 1950.

Σήμερα, το εμπόριο αυτό έχει λάβει πλανητικές διαστάσεις και αφορά κατά κύριο λόγο πολλές χώρες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και της Ανατολικής Ευρώπης αφενός και τις χώρες της Βόρειας Αμερικής και της Δυτικής Ευρώπης αφετέρου.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι εμπορίας παιδιών: η αγορά, η συγκατάθεση που επιτυγχάνεται μέσω απάτης ή εξαναγκασμού και η απαγωγή των παιδιών. Αυτές οι μέθοδοι μπορούν να συνδυασθούν (π.χ. μπορεί κανείς να ασκήσει πιέσεις στους γονείς ώστε να πωλήσουν τα παιδιά τους); επιπλέον είναι δυνατόν να μην εύκολο σε πολλές περιπτώσεις να εντοπισθεί κατά πόσο ένα παιδί απήχθη ή οι βιολογικοί γονείς του έχουν δώσει όντως τη συγκατάθεσή τους.

Σε ό,τι αφορά την οργάνωση του εμπορίου, οι έμποροι αποτελούν συχνά μέρος πολύ εξαπλωμένων δικτύων. Σε ορισμένες χώρες, νομικοί και συμβολαιογράφοι, εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα (καμιά φορά δε αυτοί που ορίζουν τα δικαστήρια), νοσοκομεία, γιατροί, ιδρύματα για παιδιά, που έχουν μετατραπεί ευκαιριακά σε πραγματικές "φάρμες μωρών", και άλλοι ακόμη, ενώνουν τις προσπάθειές τους για να προμηθευθούν παιδιά και να επωφεληθούν από την απελπισία των γονέων, ιδίως των γυναικών, που αντιμετωπίζουν συνθήκες απόλυτης ένδειας.

Για την επιτυχία του εμπορίου είναι απαραίτητο να εγκαταλείψει το παιδί την χώρα καταγωγής του με νόμιμο ή νομοφανή τρόπο.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης ενός παιδιού, όπως π.χ.:

- οι πελάτες, δηλαδή οι "γονείς", μπορούν να δηλώσουν ότι ένα παιδί είναι δικό τους και να εξασφαλίσουν ψεύτικο πιστοποιητικό γέννησης το οποίο πιστοποιεί την "πατρότητά" τους;

- μια ψεύτικη μητέρα μπορεί να αναγνωρίσει ένα παιδί ως δικό της και να υπογράψει αμέσως μια δήλωση εγκατάλειψης που ανοίγει το δρόμο για μια υιοθεσία από πελάτες σε χώρα του εξωτερικού;

- ο πελάτης, ο υποτιθέμενος "πατέρας", αναγνωρίζει το παιδί ως δικό του και το παιδί υιοθετείται αργότερα από την θετή του μητέρα.

Εξ αιτίας των οικονομικών συφερόντων που συνδέονται με τις διεθνείς υιοθεσίες, πρέπει να τεθούν υπό επιτήρηση οι υπηρεσίες που ασχολούνται με τη ρύθμιση παρόμοιων υιοθεσιών. Προκειμένου να αποτραπούν όλες οι πιθανές καταχρήσεις, θα πρέπει να ισχύσουν οι εγγυήσεις που προβλέπουν οι κατάλληλες διεθνείς συμβάσεις, ιδίως εκείνη της Χάγης. Η τοποθέτηση σε οικογένειες θα πρέπει να πραγματοποιείται από τις αρχές ή τους αναγνωρισμένους αρμόδιους οργανισμούς και τηρώντας εγγυήσεις ανάλογες προς εκείνες που χρησιμοποιούνται στα θέμα εθνικής υιοθεσίας.

Συμπερασματικά, είναι προφανές ότι ελλείψει, σε διεθνές επίπεδο, ενός κατασταλτικού συστήματος αυτού του εμπορίου, θα πρέπει να αποκτήσει η ¸νωση λειτουργικά μέσα για την αντιμετώπισή του. Είναι κατά συνέπεια δυνατό να προβλεφθεί (σε μια κοινή δράση π.χ.) η επέκταση των καθηκόντων της Europol και για δίκτυα που ελέγχουν το εμπόριο παιδιών, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Europol για θέματα εμπορίου ανθρώπων.

VI - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών και Εσωτερικών Υποθέσεων ζητεί από την Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων και Δικαιωμάτων των Πολιτών , αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην έκθεσή της τα ακόλουθα συμπεράσματα:

1. Το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού πρέπει πάντοτε να παραμένει το θεμέλιο των νομοθεσιών, των διαδικασιών και των μέσων που αφορούν την υιοθεσία. Η υιοθεσία αποτελεί μέσο για να αποκτήσουν οικογένεια τα παιδιά που δεν έχουν.

2. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κυρώσουν το συντομότερο δυνατό τη Σύμβαση για την Προστασία των Παιδιών και τη συνεργασία για θέματα διεθνούς υιοθεσίας, που εγκρίθηκε στις 29 Μαΐου 1993 από τη Διάσκεψη Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου της Χάγης (CDIP).

3. Η Επιτροπή και το Συμβούλιο θα πρέπει να ασκήσουν μόνιμη πίεση στις τρίτες χώρες, από τις οποίες προέρχονται τα παιδιά που υιοθετούνται στις χώρες της ¸νωσης, προκειμένου να κυρώσουν όσο το δυνατόν συντομότερα τη Σύμβαση της Χάγης.

4. Η Διακυβερνητική Διάσκεψη του 1996 θα πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στη μελλοντική αναθεωρημένη συνθήκη διατάξεων που αφορούν τα δικαιώματα των παιδιών και της οικογένειας.

5. Προκειμένου να αποφεύγεται το διεθνές εμπόριο παιδιών, τα κράτη θα πρέπει να προβλέψουν στις εθνικές τους νομοθεσίες:

- ότι κάθε φυσικό πρόσωπο, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που παρέχει παιδιά προς υιοθεσία οφείλει να λαμβάνει προηγουμένως την συγκατάθεση του Εθνικού Οργανισμού Κηδεμονίας. Δεν θα πρέπει πλέον να γίνονται δεκτές οι υιοθεσίες από ελεύθερα δίκτυα,

- για τους υιοθετούντες που είναι υπήκοοι μιας χώρας της ¸νωσης θα ισχύουν οι ισχύοντες νόμοι στη χώρα μόνιμης κατοικίας. Η υιοθεσία θα αναγνωρίζεται στη συνέχεια και στα άλλα κράτη μέλη;

- πριν από οποιαδήποτε τελική υιοθεσία πρέπει να προσκομίζεται επίσημη απόδειξη της νόμιμης εγκατάλειψης του παιδιού προς υιοθεσία.

- διατάξεις που επιτρέπουν την άμεση δίωξη υπηκόων τους που ευθύνονται για εμπόριο παιδιών με σκοπό την υιοθεσία, ακόμη και εάν πραγματοποιήθηκε εκτός της χώρας.

6. Το Συμβούλιο και η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσουν με προσοχή το ενδεχόμενο θέσπισης ενός κώδικα συμπεριφοράς και κοινοτικής πρακτικής σε θέματα υιοθεσίας, έτσι ώστε να καταστεί δυνατός ο καλύτερος συντονισμός των διαφορετικών νομοθεσιών σε θέματα υιοθεσίας.

7. Η παράνομη είσοδος παιδιών πρέπει να καταπολεμηθεί με βάση μια ενιαία προσέγγιση σ' όλη την ¸νωση και θα μπορούσε για το σκοπό αυτό να χρησιμοποιηθεί το σύστημα πληροφόρησης Schengen.

8. Η ¸νωση οφείλει να προβλέψει το ενδεχόμενο επέκτασης των καθηκόντων της Europol και για δίκτυα που ελέγχουν το εμπόριο παιδιών με σκοπό την υιοθεσία, και τούτο στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Europol για θέματα εμπορίου ανθρώπων.

9. Καλεί τα κράτη μέλη να προσφέρουν στα παιδιά που υιοθετούνται από πολίτες της ¸νωσης και προέρχονται από χώρα εκτός αυτής, τη δυνατότητα απόκτησης της υπηκοότητας της χώρας αυτής.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

(άρθρο 147 του Κανονισμού)

προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών

σχετικά με τη βελτίωση της νομοθεσίας περί υιοθεσίας

Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης

Συντάκτρια γνωμοδότησης: η κ. Luisa Todini

Η Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης, κατά τη συνεδρίασή της στις 5 Σεπτεμβρίου 1995, όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την κ. Luisa Todini.

Η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης κατά τις συνεδριάσεις της στις 24 Οκτωβρίου και 24 Νοεμβρίου 1995.

Κατά την τελευταία από τις συνεδριάσεις αυτές, ενέκρινε τα ακόλουθα συμπεράσματα όμόφωνα.

Στη ψηφοφορία έλαβαν μέρος οι βουλευτές: Dillen, ασκούσα χρέη προέδρου, Ahlquist, Aparicio Sanchez, Arroni, Azzolini (αναπλ.Todini), Barzanti (αναπλ. Augias), Berend (αναπλ. Banotti), de Coene, Holm (αναπλ. Ripa di Meana), Leperre-Verrier, Μούσχουρη, Pack, Ryynanen και Seillier.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η υιοθεσία ανηλίκων θέτει πάμπολλα προβλήματα, νομικού, διοικητικού, δεοντολογικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, σε όλες τις χώρες της ¸νωσης.

Σε κάθε κράτος μέλος η κοινωνία εδράζεται σε διαφορετικές ηθικές και πολιτικές αρχές και αξίες, ιδίως δε στον τομέα της οικογένειας. Ωστόσο, σε όλα τα κράτη μέλη της ¸νωσης υπάρχουν και κοινά προβλήματα που απετέλεσαν αντικείμενο ανταλλαγής εμπειριών και πληροφόρησης, καθώς και σεμιναρίων και διασκέψεων που οργάνωσε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επί τη ευκαιρία του ευρωπαϊκού έτους οικογένειας.

Το 1965 υπεγράφη στη Χάγη μία σύμβαση για την υιοθεσία παιδιών, προκειμένου να επιλυθούν προβλήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου; η σύμβαση αυτή επικυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη της ¸νωσης, με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης και της νομοθεσίας που αφορά τα δικαιώματα των παιδιών - επομένως και την υιοθεσία - εμπίπτουν, κατά κύριο λόγο, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών.

Ωστόσο, επανειλημμένως έχει τεθεί επί τάπητος το πρόβλημα μιας κοινοτικής παρέμβασης με κάποιο νομικό μέσο: το πρόβλημα αυτό αξίζει να εξετασθεί προσεκτικά από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Εκείνο το οποίο πρέπει κατά πρώτον να τονισθεί είναι ότι σε πάρα πολλά κράτη μέλη οι εθνικές νομοθεσίες εξελίχθηκαν και δεν έχουν πλέον ως γνώμονα

"την διευκόλυνση της υιοθεσίας ανηλίκων από οικογένειες που δεν έχουν παιδιά"

αλλά

"τη διευκόλυνση της υιοθεσίας ανηλίκων ώστε να αποκτήσουν οικογένεια τα παιδιά που δεν έχουν".

Η εξέλιξη αυτή επέτρεψε, μεταξύ άλλων, κατά τον ορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες είναι δυνατή η υιοθεσία, οι οποίες έχουν σχέση με την ηλικία, την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική κατάσταση των υποψήφιων γονέων, να δίδεται προτεραιότητα στα δικαιώματα και στο ευ ζην των παιδιών.

Σε ορισμένα κράτη η περί υιοθεσίας νομοθεσία - παρόλον ότι δίδει προτεραιότητα στο συμφέρον των παιδιών - λαμβάνει υπόψη εάν οι οικογένειες είναι μονογονικές ή το ζεύγος δεν έχει συνάψει γάμο.

Η βελτίωση της σχετικής με την υιοθεσία νομοθεσίας θέτει διαφορετικά προβλήματα εάν πρόκειται για ανηλίκους υπηκόους ενός κράτους μέλους της ¸νωσης ή εάν πρόκειται για ανηλίκους που προέρχονται από τρίτη χώρα, ιδίως δε από αναπτυσσόμενη χώρα.

Για τα εκατομμύρια των ορφανών ή των παιδιών χωρίς οικογένεια από τον τρίτο κόσμο, η μόνη δυνατότητα να γλυτώσουν από την εγκατάλειψη είναι να έχουν την τύχη να βρουν μια οικογένεια σε κάποια ανεπτυγμένη χώρα.

Η μέθοδος της υιοθεσίας εξ αποστάσεως αναπτύσσεται σε πολλές από τις χώρες μας και η δυνατότητα αυτή επιτρέπει την αντιμετώπιση των οξύτερων προβλημάτων των παιδιών στις πτωχές χώρες ενώ, ταυτόχρονα, τα παιδιά εξακολουθούν να ζουν στο κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονται.

Οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στις αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς και η συνακόλουθη ζήτηση εκ μέρους των ανεπτυγμένων χωρών, συνοδεύονται, ενίοτε, από την εμφάνιση κέντρων αγοραπωλησίας παιδιών απο πτωχές προς πλούσιες χώρες, όπως απεκαλύφθη πρόσφατα στην Παραγουάη.

Εν πάση περιπτώσει, η προστασία των δικαιωμάτων των ανηλίκων κατά την υιοθεσία πρέπει να λαμβάνει ταυτόχρονα υπόψη τις ευθύνες των γονέων, τον ρόλο των κρατικών αρχών και της κοινωνίας στο σύνολό της, καθώς και τα μέτρα πρόληψης των εγκλημάτων και καταχρήσεων εις βάρος των ανηλίκων, στα οποία συγκαταλέγεται η σεξουαλική εκμετάλλευση.

Η προστασία αυτή, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να επεκταθεί πέραν της υγείας και της ασφάλειας και να συμπεριλάβει την εκπαίδευση των παιδιών και των ανηλίκων.

Η νομοθεσία περί υιοθεσίας πρέπει να λάβει επίσης υπόψη τα προβλήματα που θέτουν οι διαφωνίες μεταξύ των θετών και των φυσικών οικογενειών. Τέλος, πρέπει να προβληματισθούμε όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του πολιτιστικού περιβάλλοντος από το οποίο προέρχονται τα θετά παιδιά και αυτού της οικογένειας υποδοχής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Με βάση το ανωτέρω σκεπτικό η Επιτροπή Πολιτισμού, Νεότητας, Παιδείας και Μέσων Ενημέρωσης καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Δικαιωμάτων των Πολιτών να συμπεριλάβει στην έκθεσή της τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Α. έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η νομοθεσία περί υιοθεσίας εμπίπτει, κυρίως, στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, φρονεί ότι η ανταλλαγή εμπειριών και πληροφόρησης σε θέματα υιοθεσίας πρέπει να ενθαρρυνθεί,

Β. υπογραμμίζει ότι είναι σκόπιμο η ανταλλαγή αυτή να συνοδευθεί από την οργάνωση διαβούλευσης σε κοινοτική κλίμακα - η οποία πρέπει να προωθηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κοινοβούλιο - με όλες τις ενώσεις που είναι άμεσοι ενδιαφερόμενοι για τα ζητήματα που έχουν σχέση με τα δικαιώματα των παιδιών και την υιοθεσία ανηλίκων,

Γ. θεωρεί ότι η διαβούλευση αυτή πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στις κοινοτικές και εθνικές αρχές να φέρουν στο φως την ύπαρξη κοινών αξιών, όπως η αρχή "η υιοθεσία πρέπει να διευκολύνεται για να αποκτήσουν οικογένεια τα παιδιά που δεν έχουν".

Δ. υπενθυμίζει ότι ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της ευρωπαϊκής κοινωνίας είναι ο πολυ-εθνικός και πολυ-πολιτιστικός χαρακτήρας της, ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου περί υιοθεσίας και προστασίας ανηλίκων, κατά τρόπον ώστε να προάγεται το ιδεώδες της αμοιβαίας ανοχής και του σεβασμού που χαρακτηρίζει, ατελώς και μερικώς ωστόσο, την ευρωπαϊκή σκέψη και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής.

Ε. φρονεί ότι η προστασία της οικογένειας και, ιδίως, των ανηλίκων έπρεπε να είχε επισημανθεί, κατά την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ως μία από τις αποστολές της ¸νωσης, κατά τρόπο που να επιτρέπει την ρητή και δεσμευτική, από νομική άποψη, αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων σε επίπεδο ¸νωσης, μολονότι η κατάρτιση των κανόνων πρακτικής εφαρμογής στους τομείς αυτούς υπάγεται στην αρχή της επικουρικότητας.

ΣΤ. καλεί το Συμβούλιο να εξετάσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή ¸νωση άρθρου που θα αφορά τους ανηλίκους καθώς και τη δυνατότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου για τα παιδιά, με σκοπό τον στενότερο συντονισμό των ειδικών δράσεων των κρατών μελών στον τομέα,

Ζ. καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν επιμελώς το κατά πόσον είναι σκόπιμο να απευθυνθεί προς τα κράτη μέλη σύσταση για τον καλύτερο συντονισμό της σχετικής με την υιοθεσία νομοθεσίας τους,

Η. φρονεί ότι πρέπει να ενισχυθεί στις εθνικές νομοθεσίες η προστασία των ανηλίκων έναντι των εγκλημάτων και των καταχρήσεων εις βάρος τους, όπως πρέπει και να προβλεφθεί, για την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας κατά των ανηλίκων, η προσφυγή στα όργανα του τρίτου πυλώνα της Συνθήκης για την ¸νωση.