ΕΚΘΕΣΗ 1. Επί της πρωτοβουλίας του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της Σύμβασης Europol
(9093/01 – C5‑0266/01 – 2001/0817(CNS))
και
2. επί της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς
(8785/01 – C5‑0218/01 – 2001/0807(CNS))
24 Οκτωβρίου 2001 - *
Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγητής: Maurizio Turco
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
1. Με την από 18ης Ιουνίου 2001 επιστολή του, το Συμβούλιο κάλεσε το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ, επί της πρωτοβουλίας του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της Σύμβασης Europol
(9093/01 - 2001/0817 (CNS)).
Κατά τη συνεδρίαση της 2ας Ιουλίου 2001, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεμψε την εν λόγω πρωτοβουλία, για εξέταση επί της ουσίας, στην Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (C5-0266/01).
2. Με την από 30ης Μαΐου 2001 επιστολή του, το Συμβούλιο κάλεσε το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ, επί της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς (8785/01 – 2001/0807(CNS))
Κατά τη συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2001, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεμψε επίσης την εν λόγω πρόταση, για γνωμοδότηση, στην Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (C5-0218/2001).
Κατά τη συνεδρίασή της στις 11ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων όρισε εισηγητή τον Maurizio Turco.
Κατά τις συνεδριάσεις της στις 27 Αυγούστου, 9 Οκτωβρίου και 22 Οκτωβρίου 2001, η επιτροπή εξέτασε τις πρωτοβουλίες του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας καθώς και το σχέδιο έκθεσης.
Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε:
1. το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος με 29 ψήφους υπέρ και 7 ψήφους κατά.
2. το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος με 30 ψήφους υπέρ και 6 ψήφους κατά.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Graham R. Watson, πρόεδρος· Robert J.E. Evans και Bernd Posselt, αντιπρόεδροι· Maurizio Turco, εισηγητής· Hans Blokland (αναπλ. Ole Krarup), Alima Boumediene-Thiery, Marco Cappato, Michael Cashman, Charlotte Cederschiöld, Carmen Cerdeira Morterero (αναπλ. Ozan Ceyhun), Carlos Coelho, Thierry Cornillet, Gérard M.J. Deprez, Giuseppe Di Lello Finuoli, Francesco Fiori (αναπλ. Marcello Dell'Utri, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Pernille Frahm, Evelyne Gebhardt (αναπλ. Adeline Hazan), Daniel J. Hannan, Jorge Salvador Hernández Mollar, Margot Keßler, Timothy Kirkhope, Eva Klamt, Baroness Sarah Ludford, Lucio Manisco (αναπλ. Fodé Sylla), Luís Marinho (αναπλ. Martin Schulz), Juan Andrés Naranjo Escobar (αναπλ. Mary Elizabeth Banotti), Elena Ornella Paciotti, Paolo Pastorelli, Martine Roure (αναπλ. Sérgio Sousa Pinto), Agnes Schierhuber (αναπλ. Hartmut Nassauer, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Patsy Sörensen, Anna Terrón i Cusí, Astrid Thors (αναπλ. Bertel Haarder, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Anne E.M. Van Lancker (αναπλ. Joke Swiebel), Gianni Vattimo και Christian Ulrik von Boetticher.
Η έκθεση κατατέθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2001.
Η προθεσμία κατάθεσης τροπολογιών θα αναγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου κατά την οποία θα εξετασθεί η έκθεση.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
1. Πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της Σύμβασης Europol
(9093/01 – C5‑0266/01 – 2001/0817(CNS))
Η πρωτοβουλία αυτή τροποποιείται ως εξής:
Κείμενο που προτείνει το Βασίλειο του Βελγίου και το Βασίλειο της Σουηδίας[1] | Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου |
Τροπολογία 1 Αιτιολογική σκέψη 1α (νέα) | |
(1α) Μία πρόταση συνολικής μεταρρύθμισης των μέσων δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας που θα περιλαμβάνει την αναθεώρηση της Σύμβασης Europol σύμφωνα με καλύτερες προδιαγραφές και μεθόδους δημοκρατικού ελέγχου των αστυνομικών των κρατών μελών πρέπει να υποβληθεί με πρωτοβουλία της Επιτροπής από τώρα έως το τέλος του 2001· η συνολική αυτή μεταρρύθμιση θα έπρεπε να έχει ως στόχο την σταδιακή κοινοτικοποίηση των εν λόγω μέσων, την ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την χρηματοδότησή τους μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού· | |
Αιτιολόγηση Είναι προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναδιοργανώσει το ταχύτερο τα μέσα δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας. | |
Τροπολογία 2 Αιτιολογική σκέψη 2 | |
(2) Η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας στο πλαίσιο της Σύμβασης Europol θα μπορούσε να ενισχυθεί, εάν η Europol έχει εξουσία να ασκεί, σε ορισμένους τομείς προτεραιότητας, καθήκοντα επί όλων των μορφών της διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας, των απαριθμούμενων στο παράρτημα της Σύμβασης Europol, |
(2) Εν αναμονή μιας τέτοιας μεταρρύθμισης, η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας στο πλαίσιο της Σύμβασης Europol θα μπορούσε να ενισχυθεί, εάν η Europol έχει εξουσία να ασκεί, σε ορισμένους τομείς προτεραιότητας, καθήκοντα επί όλων των μορφών της διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας, των απαριθμούμενων στο παράρτημα της Σύμβασης Europol, |
Η μελλοντική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να προδικάζει βελτιώσεις που είναι ήδη δυνατές για τη λειτουργία της Europol. | |
Τροπολογία 3 Αιτιολογική σκέψη 2α (νέα) | |
.. |
(2α) Ο προσδιορισμός των τομέων προτεραιότητας θα έπρεπε να βασίζεται στη διαρκή και αποκεντρωμένη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη της εγκληματικότητας στις επικράτειες των κρατών μελών· φαίνεται κατά συνέπεια σκόπιμο όπως πραγματοποιηθεί διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και την Eurojust για ένα τέτοιο προσδιορισμό· |
Αιτιολόγηση Η επέκταση της εντολής της Europol σε όλες τις μορφές διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα της σύμβασης Europol εμπεριέχει τον κίνδυνο κατακερματισμού των ενεργειών της Europol εάν στο μεταξύ δεν αποφασιστούν τομείς δράσης με προτεραιότητα βάσει της εξέλιξης της εγκληματικότητας στην Ένωση· θα έπρεπε εξάλλου να ζητηθεί η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τον προσδιορισμό των εν λόγω προτεραιοτήτων δράσης. | |
Τροπολογία 4 Άρθρο 1 | |
Στην Europol ανατίθεται η αντιμετώπιση των σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα της Σύμβασης Europol. |
Στην Europol ανατίθεται η αντιμετώπιση των σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα της Σύμβασης Europol. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο εγκρίνει αποφάσεις πλαίσιο σχετικά με τον καθορισμό των στοιχείων που στοιχειοθετούν μεμονωμένα αδικήματα, οι αποφάσεις αυτές αντικαθιστούν τους αντίστοιχους κανόνες στη Σύμβαση Europol και τα σχετικά παραρτήματα. |
Αιτιολόγηση Προκειμένου να διατηρηθεί ένα σαφές και ενιαίο νομικό πλαίσιο στην Ένωση όσον αφορά τους ορισμούς των αδικημάτων που αποφασίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι αναγκαίο να αντικαθιστούν οι αποφάσεις πλαίσιο του Συμβουλίου τους αντίστοιχους κανόνες της Σύμβασης Europol και των σχετικών παραρτημάτων. | |
Τροπολογία 5 Άρθρο 2 παράγραφος –1 (νέα) | |
.. |
- 1. Η Europol προβαίνει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, στην διαρκή και αποκεντρωμένη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη της διεθνούς εγκληματικότητας στις επικράτειες των κρατών μελών. Τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στις ετήσιες εκθέσεις βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο της Σύμβασης καθώς και στις ειδικές εκθέσεις όπως εκείνη για την τρομοκρατία. |
Αιτιολόγηση Τα στοιχεία σχετικά με την εξέλιξη της διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας που συγκεντρώνονται σε επίπεδο κρατών μελών- αναγκαία προκειμένου να μπορέσει η Europol να προσδιορίσει τομείς δράσης με προτεραιότητα εν πλήρη επιγνώσει- πρέπει να ενσωματώνονται και να αναλύονται στις ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τη δραστηριότητα της Europol και στις ειδικές εκθέσεις επί συγκεκριμένων τομέων διεθνούς εγκληματικότητας όπως η τρομοκρατία. | |
Τροπολογία 6 Άρθρο 2 παράγραφος 1 | |
1. Προτάσει του Διοικητικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο αποφασίζει ομοφώνως τις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας που αποτελούν αντικείμενο δράσης κατά προτεραιότητα. |
1. Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρησιακές ανάγκες των κρατών μελών και τις επιπτώσεις στον προϋπολογισμό και το προσωπικό της Europol, αποφασίζει με πλειοψηφία δύο τρίτων, κατόπιν πρότασης του Διοικητικού Συμβουλίου και αφού προηγηθεί διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τους έχοντες προτεραιότητα τομείς παρέμβασης της Europol. |
Αιτιολόγηση Ο προσδιορισμός των τομέων παρέμβασης με προτεραιότητα της Europol πρέπει αφενός να ακολουθεί μια ελαστικότερη διαδικασία – πλειοψηφία δύο τρίτων σε πλαίσιο Κοινοβουλίου αντί της ομοφωνίας – και αφετέρου να εμπλέκει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – του οποίου η γνώμη θα έπρεπε να ζητηθεί –, καθώς επίσης και να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως οι επιχειρησιακές ανάγκες των κρατών μελών και οι επιπτώσεις στον προϋπολογισμό και στο προσωπικό της Europol. | |
Τροπολογία 7 Άρθρο 2 παράγραφος 3 | |
3. Η γενική έκθεση πεπραγμένων της Europol περί της οποίας το άρθρο 28 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο στοιχείο 1 της Σύμβασης Europol θα περιλαμβάνει ρητή σχετική μνεία και θα αντικατοπτρίζει τις προτεραιότητες και την εφαρμογή τους. |
3. Οι γενικές εκθέσεις για τις διεξαχθείσες δραστηριότητες της Europol βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο στοιχείο 1 της Σύμβασης Europol, αναφέρονται σαφώς στις εν λόγω προτεραιότητες και αντικατοπτρίζουν αντίστοιχα το στάδιο εφαρμογής τους και την προβλεπόμενη εξέλιξη για το επόμενο έτος. Οι εκθέσεις διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ετήσια συζήτηση βάσει του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΕ και στη συνέχεια δημοσιεύονται συνοδευόμενες από τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και από τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις και αξιολογήσεις των μεμονωμένων κρατών μελών. |
Αιτιολόγηση Θα έπρεπε να ζητείται η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Eurojust κατά τον προσδιορισμό των προτεραιοτήτων δράστης της Europol. | |
Τροπολογία 8 Άρθρο 3 παράγραφος 1 | |
1. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουαρίου 2002. |
1. Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την 1η Μαρτίου 2002. |
Αιτιολόγηση Χρειάζεται να αφεθούν μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια στα κράτη μέλη και την Europol προκειμένου να διοργανώσουν την ανταλλαγή και ανάλυση στοιχείων σχετικά με τη διεθνή οργανωμένη εγκληματικότητα όπως προτείνεται στις προηγούμενες τροπολογίες. |
- [1] ΕΕ C 176, της 21.6.2001, σελ. 26.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση των αρμοδιοτήτων της Europol και στις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας του παραρτήματος της Σύμβασης Europol (9093/01 – C5‑0266/01 – 2001/0817(CNS))
(Διαδικασία διαβούλευσης)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας (9093/01[1]),
– έχοντας κληθεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ (C5‑0266/01),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 106 και 67 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A5‑0370/2001),
1. εγκρίνει την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας·
2. καλεί το Συμβούλιο να τροποποιήσει αναλόγως αυτήν την πρόταση·
3. καλεί το Συμβούλιο να το ενημερώσει στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο·
4. ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει στην περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να τροποποιήσει ουσιαστικά την πρωτοβουλία του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας·
5. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις του Βασιλείου του Βελγίου και του Βασιλείου της Σουηδίας.
- [1] EE C 176 της 21.6.2001, σελ. 26.
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
2. Πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς
(8785/01 – C5‑0218/01 – 2001/0807(CNS))
Η πρωτοβουλία αυτή τροποποιείται ως εξής:
Κείμενο που προτείνει το Βασίλειο της Σουηδίας1[1]1 ΕΕ C 163 της 6.6.2001, σελ. 13. | Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου |
Τροπολογία 1 ΤΙΤΛΟΣ της νομοθετικής πρότασης | |
Πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς |
Πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση των πράξεων για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς ή σε οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
Η τροποποίηση αυτή συνάδει με την τροπολογία 6 που τροποποιεί επίσης την πράξη του διοικητικού συμβουλίου της Europol. | |
Τροπολογία 2 Αιτιολογική σκέψη -1 (νέα) | |
- 1 Μία πρόταση συνολικής μεταρρύθμισης των μέσων δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας που θα περιλαμβάνει την αναθεώρηση της Σύμβασης Europol σύμφωνα με καλύτερες προδιαγραφές και μεθόδους δημοκρατικού ελέγχου των αστυνομικών των κρατών μελών πρέπει να υποβληθεί με πρωτοβουλία της Επιτροπής από τώρα έως το τέλος του 2001· η συνολική αυτή μεταρρύθμιση θα έπρεπε να έχει ως στόχο την σταδιακή κοινοτικοποίηση των εν λόγω μέσων, την ενίσχυση του δικαστικού ελέγχου του ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την χρηματοδότησή τους μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού· | |
Αιτιολόγηση Είναι προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναδιοργανώσει το ταχύτερο τα μέσα δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας. | |
Τροπολογία 3 Αιτιολογική σκέψη 1 | |
(1) Το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να θεσπίσει με ομοφωνία τους γενικούς κανόνες περί διαβίβασης δεδομένων από την Europol προς τρίτα κράτη ή οργανισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του άρθρου 18 παράγραφος 3 της Σύμβασης Europol. |
(1) Εν αναμονή μιας τέτοιας μεταρρύθμισης το Συμβούλιο είναι αρμόδιο να θεσπίσει με ομοφωνία τους γενικούς κανόνες περί διαβίβασης δεδομένων από την Europol προς τρίτα κράτη ή οργανισμούς, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του άρθρου 18 παράγραφος 3 της Σύμβασης Europol. |
Αιτιολόγηση Η μελλοντική μεταρρύθμιση δεν πρέπει να προδικάζει βελτιώσεις που είναι ήδη δυνατές για τη λειτουργία της Europol. | |
Τροπολογία 4 Άρθρο 1 παράγραφος 2, στοιχείο β α) (νέο) | |
β α) οι συμφωνίες περαιτέρω διαβίβασης προβλέπουν την εφαρμογή των εγγυήσεων οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 7 της παρούσης απόφασης. | |
Αιτιολόγηση Οι εγγυήσεις σχετικά με την επικύρωση ή τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 7 της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 η οποία καθορίζει τους κανόνες για τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εκ μέρους της Europol σε τρίτες χώρες ή οργανισμούς, όπως τροποποιήθηκε από την υπό εξέταση πράξη, πρέπει να εφαρμόζονται μεταξύ άλλων και κατά την περαιτέρω διαβίβαση δεδομένων. | |
Τροπολογία 5 Άρθρο 1 παράγραφος 3 | |
1) προστίθεται το ακόλουθο άρθρο : |
1) προστίθεται το ακόλουθο άρθρο : |
«Άρθρο 9β |
«Άρθρο 9β |
Αξιολόγηση |
Αξιολόγηση |
Από την 1η Ιανουαρίου 2005, οι παρόντες κανόνες αξιολογούνται υπό την επίβλεψη του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο λαμβάνει τη γνωμοδότηση της κοινής εποπτικής αρχής.» |
Από την 1η Ιανουαρίου 2003, οι παρόντες κανόνες αξιολογούνται υπό την επίβλεψη του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο λαμβάνει τη γνωμοδότηση της κοινής εποπτικής αρχής.» |
Αιτιολόγηση Σκόπιμο θα ήταν να προβλεφθεί μία εγγύτερη χρονικά αξιολόγηση των υπό εξέταση κανόνων. | |
Τροπολογία 6 Άρθρο 1 α (νέο) | |
Άρθρο 1 α Το άρθρο 1α της πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου της Europol της 15ης Οκτωβρίου 1998 για την έγκριση των κανόνων που αφορούν τις εξωτερικές σχέσεις της Europol με οργανισμούς που συνδέονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τροποποιείται ως εξής: | |
«οργανισμοί που συνδέονται με την Ευρωπαϊκή Ένωση» δηλώνει τους οργανισμούς που αναφέρει το άρθρο 10 παράγραφος 4 σημεία 1 έως 3 της σύμβασης Europol, καθώς και την EUROJUST· | |
Αιτιολόγηση Φαίνεται σκόπιμο να προβλέπονται άμεσες σχέσεις μεταξύ της Europol και της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η συνεργασία που έχει θεσπισθεί στη Συνθήκη για την Ένωση όπως τροποποιήθηκε στη Νίκαια. | |
Τροπολογία 7 Άρθρο 2 | |
1. Η παρούσα πράξη αρχίζει να ισχύει την επομένη της υιοθέτησής της. |
Η παρούσα πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα και τίθεται σε ισχύ 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της. |
2. Δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα. | |
Αιτιολόγηση Η πρακτική για την οποία οι πράξεις του Συμβουλίου τίθενται σε ισχύ όταν αποφασίζονται και όχι – τουλάχιστον- όταν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα είναι κατακριτέα· μια από τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου είναι η δημοσιότητα και η γνώση του Νόμου, από την οποία δεν μπορούν να εξαιρούνται ούτε οι πρωτοβουλίες του Συμβουλίου ούτε εκείνες του Βασιλείου της Σουηδίας. |
- [1] ΕΕ C 163 της 6.6.2001, σελ. 13.
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ
Νομοθετικό ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την πρωτοβουλία του επί της πρωτοβουλίας του Βασιλείου της Σουηδίας για την έκδοση πράξης του Συμβουλίου για την τροποποίηση της πράξης του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 για την έγκριση κανόνων που αφορούν τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Europol σε τρίτα κράτη και οργανισμούς (8785/01 – C5‑0218/01 – 2001/0807(CNS))
(Διαδικασία διαβούλευσης)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας (8785/2001[1]),
– έχοντας κληθεί από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ (C5‑0218/01),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 106 και 67 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A5‑0370/2001),
1. εγκρίνει την πρωτοβουλία του Βασιλείου της Σουηδίας όπως τροποποιήθηκε·
2. καλεί το Συμβούλιο να τροποποιήσει αναλόγως αυτή την πρόταση·
3. καλεί το Συμβούλιο να το ενημερώσει στην περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο·
4. ζητεί να κληθεί να γνωμοδοτήσει εκ νέου σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στην πρόταση του Βασιλείου της Σουηδίας·
5. αναθέτει στην Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, καθώς και στην κυβέρνηση του Βασιλείου της Σουηδίας.
- [1] ΕΕ C 163 της 6.6.2001, σελ. 13.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΩΝ ΤΟΥ ΒΕΛΓΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
Οι δύο πρωτοβουλίες του Βελγίου και της Σουηδίας επί των οποίων το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκλήθη να γνωμοδοτήσει αφορούν την επέκταση της εντολής της Europol στην καταπολέμηση σοβαρών μορφών διεθνούς εγκληματικότητας που παρατίθενται στο παράρτημα της Σύμβασης Europol και τους κανόνες σχετικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα μεταξύ Europol και τρίτων κρατών και οργανισμών.
Υπό την ιδιότητα του εισηγητή και δεδομένου ότι τα νομικά περιθώρια των υπό εξέταση πράξεων δεν επιτρέπουν την πρόταση ριζικότερων μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα στη Σύμβαση Europol, παρουσίασα ορισμένες τροπολογίες προκειμένου να βελτιωθούν οι δύο αυτές προτάσεις. Σκοπός της απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την επέκταση της εντολής είναι να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα της συνεργασίας στο πλαίσιο της Σύμβασης Europol παρέχοντας τη δυνατότητα στην τελευταία να ασκήσει σε καθορισμένους τομείς έχοντες προτεραιότητα τα καθήκοντά της σχετικά με όλες τις πτυχές της διεθνούς οργανωμένης εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο παράρτημα της Σύμβασης Europol . Σύμφώνα με τον εισηγητή, για μια μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της Europol, χρειάζεται να προσδιοριστούν από το Συμβούλιο οι τομείς δράσης με προτεραιότητα, προσδιορισμός που θα έπρεπε να βασίζεται στη διαρκή και αποκεντρωμένη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη της εγκληματικότητας στις επικράτειες των κρατών μελών, λαμβάνοντας υπόψη τις επιχειρησιακές ανάγκες των τελευταίων και τις επιπτώσεις στον προϋπολογισμό και το προσωπικό της Europol και αφού προηγουμένως ζητηθεί η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ( τροπολογίες 1 – 4). Εξάλλου η Europol θα έπρεπε να προχωρήσει, σε στενή συνεργασία με τα κράτη μέλη, στην διαρκή και αποκεντρωμένη συγκέντρωση στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη της διεθνούς εγκληματικότητας στις επικράτειες των κρατών μελών και να παραθέτει τα στοιχεία αυτά στις ετήσιες εκθέσεις βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 10 πρώτο εδάφιο της Σύμβασης, καθώς και στις ειδικές εκθέσεις όπως εκείνη για την τρομοκρατία (τροπολογία 3). Εάν το καθήκον της Europol είναι να ασχολείται με τις σοβαρές μορφές διεθνούς εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο ΄παράρτημα της Σύμβασης Europol, δέον να διευκρινιστεί –για λόγους νομικής συνέπειας- ότι στην περίπτωση όπου το Συμβούλιο υιοθετεί αποφάσεις πλαίσιο σχετικά με τον καθορισμό των στοιχείων τα οποία στοιχειοθετούν τα μεμονωμένα αδικήματα, οι αποφάσεις αυτές αντικαθιστούν τους αντίστοιχους κανόνες στη Σύμβαση Europol και τα σχετικά παραρτήματα (τροπολογία 2). Τέλος, είναι αναγκαίο οι γενικές εκθέσεις για τις δραστηριότητες της Europol να αναφέρονται σαφώς στις εν λόγω προτεραιότητες, επισημαίνοντας το στάδιο εφαρμογής και χαράζοντας την προβλεπόμενη εξέλιξη για το επόμενο έτος. Προκειμένου να επιτραπεί μια περισσότερο σε βάθος και διαφανέστερη συζήτηση επί της κατάστασης της εγκληματικότητας στην Ευρώπη, οι εκθέσεις αυτές πρέπει να διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για την ετήσια συζήτηση βάσει του άρθρου 39 της Συνθήκης ΕΕ και στη συνέχεια να δημοσιεύονται συνοδευόμενες από τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και από τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις και αξιολογήσεις των μεμονωμένων κρατών μελών (τροπολογία 5).
Όσον αφορά τη δεύτερη πρόταση σχετικά με τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προτείνω την προσθήκη βάσει της οποίας οι εγγυήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7 της παρούσας απόφασης να εφαρμόζονται τόσο για τις συμφωνίες διαβίβασης όσο και περαιτέρω διαβίβασης δεδομένων. (τροπολογία 1), να επισπευσθεί η αξιολόγηση των προτεινομένων κανόνων από το 2005 στο 2003 (τροπολογία 2) και να διευκρινισθεί ότι η παρούσα πράξη δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα και τίθεται σε ισχύ 20 ημέρες μετά τη δημοσίευσή της (τροπολογία 3).
ΑΝΑΓΚΗ ΚΑΙ ΕΠΕΙΓΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΟΠΩΛ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Ο ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Αν και οι προαναφερθείσες τροπολογίες καθίστανται αναγκαίες για να επιτραπεί η ουσιαστική βελτίωση των πράξεων επί των οποίων καλούμεθα να γνωμοδοτήσουμε, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία να τονίσει εκ νέου ενώπιον του Συμβουλίου και των κρατών μελών τις ανησυχίες του και τα αιτήματά του για την Europol.
Ήδη από τη δημιουργία της Europol, το Κοινοβούλιο τόνισε και πάλι την ανάγκη να επιτρέπεται ο έλεγχός της. Η πρόβλεψη αύξησης των εξουσιών της Europol προκειμένου να αντιμετωπίσει την έκτακτη κατάσταση της τρομοκρατίας, το σκάνδαλο που ενέπλεξε έναν υπάλληλό της και το δισταγμό των εθνικών αστυνομιών να διαβιβάζουν στην Europol τα στοιχεία τους, καθώς και η δημιουργία μιας ομάδας εθνικών βουλευτών και βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που επισημαίνουν τη σημασία που έχει η αύξηση του δημοκρατικού ελέγχου επί της Europol και των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο του χώρου δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας, ώθησαν το Συμβούλιο να ζητήσει από την Επιτροπή να εκπονήσει μια ανακοίνωση για το δημοκρατικό έλεγχο της Europol έως τα τέλη του έτους. Συχνά το Συμβούλιο συζήτησε το πρόβλημα αυτό αφήνοντας επίσης ανοικτό το ενδεχόμενο μιας μεταρρύθμισης της σύμβασης. Ο Επίτροπος Vitorino έχει επίσης κατ’ επανάληψη τονίσει ότι θα θεωρούσε χρήσιμη τη συγκρότηση μιας μικτής επιτροπής ελέγχου της Europol, αποτελούμενης από τα εθνικά κοινοβούλια και το ευρωπαϊκό. Θα απαριθμήσω στη συνέχεια ορισμένες εκ των πλέον αντιφατικών πτυχών της Europol:
- α) ο δημοκρατικός έλεγχος της Europol: ο δημοκρατικός έλεγχος της Europol εμφανίζεται σήμερα ιδιαίτερα δυσχερής –εάν όχι ουσιαστικά ανύπαρκτος- λόγω ορισμένων στοιχείων. Κατ’ αρχήν η Europol τοποθετείται στο περιθώριο της δομής της Ένωσης, βρίσκοντας τη νομική της βάση σε μια σύμβαση μεταξύ των κρατών μελών της Ένωσης, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα πολύπλοκο των καθορισμό των δικαιωμάτων και καθηκόντων του οργάνου αυτού και των οργάνων μεταξύ τους και προκαλεί έντονες συζητήσεις μεταξύ Κοινοβουλίου και Επιτροπής αφενός και Συμβουλίου αφετέρου. Το πρόβλημα της ενημέρωσης και της διαβούλευσης του ΕΚ (καθώς και των κοινοβουλίων των κρατών μελών) επί των πράξεων που αφορούν την Europol είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, με αποτέλεσμα να ζητείται η γνώμη του ΕΚ όσον αφορά την αύξηση των μισθών των υπαλλήλων της Europol, όχι όμως και όσον αφορά σαφώς σημαντικότερα έγγραφα όπως π.χ. το πρόγραμμα δραστηριότητας της Europol. Κατά δεύτερα λόγο, δεν παραχωρούνται στο ΕΚ εξουσίες άμεσου δημοκρατικού ελέγχου, ο δε έλεγχος αυτός θα έπρεπε σύμφωνα με ορισμένους να ασκείται από τα κράτη μέλη μέσω του εκπροσώπου τους σε πλαίσιο Διοικητικού Συμβουλίου καθώς και μέσω των υπουργών που συγκροτούν το Συμβούλιο. Επ’ αυτού πρέπει να επισημανθεί ότι 15 έλεγχοι σε μια κατάσταση περιορισμένης διαφάνειας και ελλιπούς ενημέρωσης των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού, κινδυνεύουν να καταστούν επιφανειακοί ή μάταιοι ή ακόμη και να αποτελέσουν τροχοπέδη για την Europol ή να περιορίσουν την αποτελεσματικότητά της.
- β)οικονομικός έλεγχος και έλεγχος προϋπολογισμού: η Europol χρηματοδοτείται από τα τεχνικά κράτη και όχι από τον κοινοτικό προϋπολογισμό· κατ’ αυτόν τον τρόπο το ΕΚ και η Επιτροπή ουδεμία εξουσία δημοσιονομικού ελέγχου και ελέγχου του προϋπολογισμού διαθέτουν, μη μπορώντας έτσι ούτε να επιτιμήσουν ούτε να κατευθύνουν τις ενέργειες του οργανισμού.
- γ)δικαστικός έλεγχος: δεν αναγνωρίζονται στο ευρωπαϊκό Δικαστήριο πλήρεις εξουσίες δικαστικού ελέγχου επί της Europol. Πρέπει εξάλλου να επισημανθεί ότι οι υπάλληλοι της Europol απολαμβάνουν ευρείας ασυλίας που τους προστατεύει έναντι του δικαστικού ελέγχου ο οποίος θα μπορούσε να ασκηθεί σε εθνικό επίπεδο.
- δ)σταδιακή αύξηση της εντολής και των εξουσιών της Europol: αν και η Europol ασχολείτο αρχικά με την εγκληματικότητα που συνδέεται με τα ναρκωτικά, με την υπό εξέταση πράξη οι αρμοδιότητες της Europol διευρύνονται ουσιαστικά σε όλους τους τύπους εγκληματικότητας. Το Συμβούλιο συζητεί εξάλλου: τη δημιουργία κοινών ομάδων έρευνας, το ενδεχόμενο να δοθεί η εξουσία στην Europol να ζητεί από τα κράτη μέλη να διεξάγουν έρευνες, να δίνουν σημαντικότερο ρόλο στους προϊσταμένους των εθνικών μονάδων της Europol, να αυξήσουν την ικανότητα ανάλυσης και τη δημιουργία φακέλων, να δημιουργήσουν μια συνεργασία μεταξύ Europol και Eurojust , να διαρθρώσουν τη συνεργασία μεταξύ Europol και της task force των αρχηγών αστυνομίας, να επεκτείνουν την πρόσβαση στο σύστημα πληροφοριών της Europol, να επιτρέψουν της Europol να έχει πρόσβαση στο SIS, να επιτρέψουν την τεχνική και επιχειρησιακή υποστήριξη της Europol σε συγκεκριμένες ενέργειες, να προωθήσουν μια μεγαλύτερη διάδοση των δεδομένων, να επιτρέψουν τη διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιέχουν οι φάκελοι ανάλυσης για μακρότερα χρονικά διαστήματα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αν και η ενίσχυση της Europol είναι ευκταία –σε όλα τα ομοσπονδιακά ή συνομοσπονδιακά κράτη υφίσταται ένα ομοσπονδιακό ή συνομοσπονδιακό γραφείο αστυνομίας- , από την άλλη πλευρά δεν μπορούν να τεθούν σε δεύτερη μοίρα οι προβληματισμοί σχετικά με τον επείγοντα χαρακτήρα και την ανάγκη αναμόρφωσης της Europol προκειμένου να επιτραπεί ο δημοκρατικός, δημοσιονομικός και δικαστικός της έλεγχος σε κοινοτικό επίπεδο. Προκειμένου να μπορεί το ΕΚ να εκφράζει τις ανησυχίες του και τα αιτήματά του προς το Συμβούλιο και την Επιτροπή σε μια χρονική στιγμή όπου τα όργανα αυτά ετοιμάζονται να αποφασίσουν τη διεύρυνση των εξουσιών και των αρμοδιοτήτων της Europol, ο εισηγητής προτείνει, πέραν των τροπολογιών επί των δύο πράξεων που πρότειναν το Βέλγιο και η Σουηδία, ορισμένες τροπολογίες στην πρόταση νομοθετικού ψηφίσματος. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητείται να εκπονήσει μια πρόταση μεταρρύθμισης των μέσων δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας που θα περιλαμβάνει την αναθεώρηση της Σύμβασης Ευροπώλ σύμφωνα με καλύτερες προδιαγραφές και μεθόδους δημοκρατικού ελέγχου των αστυνομιών των κρατών μελών. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έπρεπε να έχει ως στόχο τη σταδιακή κοινοτικοποίηση των μέσων αυτών που θα χρηματοδοτούντο από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πρέπει αντίθετα να ανατεθούν πλήρεις εξουσίες δικαστικού ελέγχου της Europol. Από το Συμβούλιο ζητείται αντίθετα να μην προωθήσει έναν επιχειρησιακό ρόλο της Europol μέχρι ότου εφαρμοστούν οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις.
Αν και ο συνδυασμός των προαναφερθέντων προβληματισμών και η απουσία εξουσιών συναπόφασης του ΕΚ επί θεμάτων δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων (το ΕΚ έχει καταλήξει να είναι οργανισμός του οποίου ζητείται η γνώμη χωρίς να μπορεί να επιδράσει στις αποφάσεις που λαμβάνονται ή θα ληφθούν) μπορούν να αιτιολογήσουν την απόρριψη των δύο υπό εξέταση πρωτοβουλιών -γεγονός που θα αύξαινε την επίγνωση του Συμβουλίου και των κρατών μελών για την ανάγκη και τον επείγοντα χαρακτήρα μεταρρύθμισης της Europol- η έγκριση των τροπολογιών που προτείνει ο εισηγητής μπορούν να διευκρινίσουν και να βελτιώσουν τις υπό εξέταση πρωτοβουλίες και να στείλουν στο Συμβούλιο και τα κράτη μέλη ένα σαφές πολιτικό μήνυμα κριτικής της σημερινής κατάστασης και πρότασης ορισμένων θεμελιωδών κατευθυντηρίων γραμμών μεταρρύθμισης.