ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ το 1999-2000
(COM(2001) 436 – C5‑0535/2001 – 2001/2214(COS))

29 Μαΐου 2002

Επιτροπή Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας
Εισηγητής: Paul Rübig

Διαδικασία : 2001/2214(COS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A5-0196/2002
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A5-0196/2002
Συζήτηση :
Ψηφοφορία :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Με επιστολή της 26ης Ιουλίου 2001, η Επιτροπή διαβίβασε στο Κοινοβούλιο την έκθεσή της προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με τη λειτουργία της Υπηρεσίας Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ το 1999-2000 (COM(2001) 436 – 2001/2214(COS)).

Κατά τη συνεδρίαση της 12ης Νοεμβρίου 2001, η Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεμψε την εν λόγω έκθεση, για εξέταση επί της ουσίας, στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας και, για γνωμοδότηση, στην Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών (C5‑0535/2001).

Κατά τη συνεδρίασή της στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, η Επιτροπή Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας όρισε εισηγητή τον Paul Rübig.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 19 Φεβρουαρίου, 26 Μαρτίου, 16 Απριλίου και 22 Μαΐου 2002, η επιτροπή εξέτασε την έκθεση της Επιτροπής καθώς και το σχέδιο έκθεσης.

Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση ψηφίσματος με 38 ψήφους υπέρ και 3 αποχές.

Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Carlos Westendorp y Cabeza, πρόεδρος· Peter Michael Mombaur, Yves Piétrasanta και Jaime Valdivielso de Cué, αντιπρόεδροι· Paul Rübig, εισηγητής· Nuala Ahern, Sir Robert Atkins, María del Pilar Ayuso González (αναπλ. Umberto Scapagnini), Guido Bodrato, David Robert Bowe (αναπλ. Luis Berenguer Fuster), Massimo Carraro, Gérard Caudron, Giles Bryan Chichester, Nicholas Clegg, Willy C.E.H. De Clercq, Concepció Ferrer, Francesco Fiori (αναπλ. John Purvis), Χρήστος Φώλιας (αναπλ. Christian Foldberg Rovsing), Michel Hansenne, Philippe A.R. Herzog (αναπλ. Κωνσταντίνου Αλυσανδράκη), Hans Karlsson, Bashir Khanbhai, Bernd Lange (αναπλ. Rolf Linkohr), Werner Langen, Caroline Lucas, Eryl Margaret McNally, Μινέρβα Μελπομένη Μαλλιώρη (αναπλ. Mechtild Rothe), Hans-Peter Martin (αναπλ. Harlem Désir), Marjo Matikainen-Kallström, William Francis Newton Dunn (αναπλ. Colette Flesch), Angelika Niebler, Reino Paasilinna, Paolo Pastorelli, Elly Plooij-van Gorsel, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Konrad K. Schwaiger, Gary Titley, W.G. van Velzen, Alejo Vidal-Quadras Roca, Dominique Vlasto, Μυρσίνη Ζορμπά, Olga Zrihen Zaari.

Η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών αποφάσισε στις 6 Νοεμβρίου 2001 να μη γνωμοδοτήσει.

Η έκθεση κατατέθηκε στις 29 Μαΐου 2002.

Η προθεσμία για την κατάθεση τροπολογιών θα αναγράφεται στο σχέδιο ημερήσιας διάταξης της περιόδου συνόδου κατά την οποία θα εξετασθεί η έκθεση.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο για τη λειτουργία της Υπηρεσίας Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ το 1999-2000 (COM(2001) 436 – C5‑0535/2001 – 2001/2214(COS))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής (COM(2001) 436 – C5‑0535/2001[1]),

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 30, 33, το Κεφάλαιο VΙΙ και το άρθρο 107 της Συνθήκης Ευρατόμ,

–   έχοντας υπόψη τη δήλωση της Επιτροπής "Πυρηνική ασφάλεια δεκαπέντε χρόνια μετά το Τσερνομπίλ", κατά τη διάρκεια της ολομέλειας στις 2 Μαΐου 2001,

–   έχοντας υπόψη ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας του 1999 τόνισε, σε σχέση με τη διεύρυνση της Ένωσης, την ιδιαίτερη σπουδαιότητα υψηλών ευρωπαϊκών προδιαγραφών ασφάλειας στον πυρηνικό τομέα και κάλεσε προς το σκοπό αυτό την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στον τομέα αυτό,

–   έχοντας υπόψη τις απαντήσεις της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της ολομέλειας του ΕΚ στις 5 Φεβρουαρίου 2002[2],

–   έχοντας υπόψη τις απαντήσεις της Επιτροπής κατά τη διάρκεια της ολομέλειας του ΕΚ στις 12 Μαρτίου 2002[3],

–   έχοντας υπόψη την απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με το 6ο πρόγραμμα-πλαίσιο Ευρατόμ[4],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Εξωτερικού Εμπορίου, Έρευνας και Ενέργειας (A5-0196/2002),

Α.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη Ευρατόμ αναφέρει την ανάγκη για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του πληθυσμού κατά των κινδύνων που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες και παρέχει το δικαίωμα στην Επιτροπή να απευθύνει τις απαιτούμενες συστάσεις για την εναρμόνιση των διατάξεων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας,

Β.   λαμβάνοντας υπόψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο στην ετήσια έκθεσή του του 2000 επέκρινε την έλλειψη ενός ορισμού των ευρωπαϊκών προδιαγραφών ασφάλειας, και ότι το Συμβούλιο έως σήμερα δεν έχει ακόμη αναλάβει καμία σχετική δράση,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη Ευρατόμ, στο άρθρο 107, παρέχει το δικαίωμα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να υποβάλει οιαδήποτε κατάλληλη πρόταση όσον αφορά ζητήματα για τα οποία θεωρεί ότι απαιτείται η έκδοση κοινοτικής πράξης για το σκοπό της εφαρμογής της Συνθήκης,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποστηρίζει την έρευνα όσον αφορά την ασφάλεια των πυρηνικών αντιδραστήρων και του πυρηνικού υλικού μέσω του προγράμματος-πλαισίου για την ενέργεια και του προγράμματος-πλαισίου για την έρευνα,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός ανησυχεί για τον κίνδυνο ατυχημάτων από την έκλυση ραδιενέργειας σε μια από τις πάρα πολλές πυρηνικές εγκαταστάσεις στα κράτη μέλη και στις υποψήφιες για ένταξη χώρες,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κίνδυνος επίθεσης σε πυρηνικές εγκαταστάσεις είτε από εγκληματικές οργανώσεις είτε από τρομοκρατικές ομάδες έχει αυξηθεί κατά πολύ μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει καμία οδηγία Ευρατόμ που να θεσπίζει πρότυπα ασφάλειας για το σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία πυρηνικών εγκαταστάσεων στην ΕΕ και ότι αυτή η αρμοδιότητα παραμένει στα κράτη μέλη,

Η.   λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σημαντικό να καθορισθούν σαφή πρότυπα, απαιτήσεις όσον αφορά ενιαία κατάρτιση, ευθύνες και έλεγχοι σε κοινοτικό επίπεδο και στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας πέραν των πυρηνικών διασφαλίσεων,

Θ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεχής κατάρτιση των επιθεωρητών και των επαγγελματικών ομάδων, που ασχολούνται με ραδιενεργό υλικό και που διενεργούν ελέγχους πυρηνικών διασφαλίσεων, είναι ιδιαίτερα σημαντική ενόψει της διεύρυνσης της ΕΕ, και ότι η κατάρτισή τους πρέπει να είναι πλήρης και να τους ενημερώνει για τους κινδύνους που συνεπάγεται η μεταχείριση αυτού του υλικού καθώς και για τον τρόπο αντιμετώπισης απρόοπτων γεγονότων ή ατυχημάτων,

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η Υπηρεσία Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ (ΥΕΔΕ) καλείται να επεκτείνει στις υποψήφιες χώρες τα υψηλά πρότυπά της στις πυρηνικές διασφαλίσεις και κατά συνέπεια οι παροχές προς την ΥΕΔΕ πρέπει να αυξηθούν ώστε να παράσχουν τη δυνατότητα στους επιθεωρητές να πραγματοποιούν τις δραστηριότητές τους σε αυξημένο αριθμό πυρηνικών εγκαταστάσεων με τα ίδια υψηλά ποιοτικά αποτελέσματα όπως έπρατταν μέχρι τώρα,

ΙΑ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι θεμελιώδεις κανόνες που καθορίζουν τις οριακές τιμές για την έκθεση των εργαζομένων και του πληθυσμού, και έχουν εγκριθεί από το ΔΟΑΕ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να αναθεωρούνται τακτικά, ούτως ώστε να βασίζονται πάντοτε στα πλέον πρόσφατα επιστημονικά αποτελέσματα,

1.   εκφράζει ιδιαίτερη εκτίμηση για την ποιότητα και τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ (ΥΕΔΕ) κατά την περίοδο 1999-2000·

2.   θεωρεί ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι η ΥΕΔΕ δεν έχει εντοπίσει καμία ένδειξη που να πιστοποιεί τη μεταβολή της ειρηνικής χρήσης των πυρηνικών υλικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά για την περίοδο 1999-2000·

3.   θεωρεί ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι η ΥΕΔΕ δεν έχει εντοπίσει καμία σοβαρή περίπτωση παράνομου εμπορίου πυρηνικών υλικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την περίοδο 1999-2000·

4.   θεωρεί αναγκαίο η δραστηριότητα των διασφαλίσεων να παραμείνει υπό την άμεση ευθύνη της ΥΕΔΕ και μετά την ένταξη στην Κοινότητα των υποψηφίων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης·

5.   τονίζει την ανάγκη να διατεθούν στην ΥΕΔΕ επαρκείς δημοσιονομικοί πόροι ούτως ώστε να εξασφαλίσει την επαρκή κατάρτιση των επιθεωρητών της ενόψει της αύξησης του φόρτου εργασιών της Υπηρεσίας, με την προοπτική της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

6.   ζητεί την αύξηση του γενικού προϋπολογισμού της ΥΕΔΕ προκειμένου να αντιμετωπίσει τη συνεχή αύξηση της ποσότητας και της φύσης των πυρηνικών υλικών που υπόκεινται στον έλεγχο της ΥΕΔΕ , ιδίως με την προοπτική της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

7.   ζητεί βελτιωμένη συνεργασία μεταξύ ΥΕΔΕ, ΚΚΕρ και ΔΟΑΕ στους τομείς της ασφάλειας των δεδομένων, της κατάρτισης του προσωπικού και της θέσπισης νέων μέσων και τεχνικών·

8.   ζητεί από την Επιτροπή να καθορίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο στους τομείς της ασφάλειας των δεδομένων και της ασφαλούς διαβίβασης δεδομένων·

9.   ζητεί ενισχυμένη προστασία των δεδομένων στα κεντρικά γραφεία της ΥΕΔΕ κατά των αδικημάτων στον κυβερνοχώρο· για το σκοπό αυτό συνιστά να εξεταστεί η δυνατότητα να κρατηθεί το δίκτυο δεδομένων της ΥΕΔΕ πραγματικά απομονωμένο από τον εξωτερικό κόσμο, εκτός από τη χρήση προστατευτικού τοίχου του λογισμικού·

10.   τονίζει την ανάγκη η Επιτροπή να θέσει κύριες απαιτήσεις για την υλική προστασία των πυρηνικών μονάδων,των πυρηνικών υλικών και των μεταφορών αυτών των υλικών·

11.   ζητεί επιμόνως από την Επιτροπή να προτείνει οδηγία που θα ρυθμίζει την ασφάλεια και θα διασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας κατά τη μεταφορά , τη φόρτωση και την εκφόρτωση πυρηνικών υλικών, βάσει της Σύμβασης του ΔΟΑΕ σχετικά με την υλική προστασία των πυρηνικών υλικών·

12.   ζητεί από την Επιτροπή να εκπονήσει λεπτομερή έκθεση σχετικά με τις ισχύουσες νομοθεσίες σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια και τις πυρηνικές διασφαλίσεις των πυρηνικών υλικών·

13.   ζητεί περισσότερες διευκρινίσεις εκ μέρους της ΥΕΔΕ σχετικά με περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώθηκαν αποκλίσεις κατά τη διενέργεια επιθεωρήσεων ή εκτιμήσεων του ισολογισμού υλικών· ζητεί επίσης από την ΥΕΔΕ να παράσχει περισσότερες επεξηγήσεις και αιτιολογήσεις ως προς το περιθώριο λάθους που περιλαμβάνουν τα ποσά της « αδικαιολόγητης διαφοράς υλικού »- MUF – και ζητεί να μειωθούν αισθητά τα περιθώρια αυτά ούτως ώστε να καταστεί ακριβέστερος ο λογιστικός έλεγχος του σχάσιμου υλικού·

14.   ενθαρρύνει την Επιτροπή να προτείνει οδηγία που θα καθορίζει πλαίσιο αναφοράς για όλες τις δραστηριότητες ελέγχου και πιστοποίησης στον τομέα της πυρηνικής ασφάλειας και των πυρηνικών διασφαλίσεων·

15.   προτείνει να εξετασθεί η δημιουργία εντός της Επιτροπής μιας ανεξάρτητης υπηρεσίας για την πυρηνική ασφάλεια η οποία θα εποπτεύει άμεσα, σε στενή συνεργασία με τον ΔΟΑΕ, τους φορείς στα κράτη μέλη όπως πράττει η ΥΕΔΕ στον τομέα των πυρηνικών διασφαλίσεων·

16.   ζητεί από τη Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης να τροποποιήσει τη Συνθήκη Ευρατόμ προκειμένου να τεθεί η πυρηνική ασφάλεια υπό την ευθύνη μιας κοινοτικής αρχής, όπως οι πυρηνικές διασφαλίσεις είναι υπό την ευθύνη της ΥΕΔΕ·

17.   πιστεύει ότι η Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης θα μπορούσε να προβληματισθεί ως προς το ρόλο της Συνθήκης Ευρατόμ στο πλαίσιο της προσεχούς μεταρρύθμισης των κοινοτικών θεσμικών οργάνων·

18.   αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην Επιτροπή των Περιφερειών, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών καθώς και στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των υποψηφίων χωρών.

  • [1] ΕΕ C δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
  • [2] Απάντηση στην ερώτηση Η-0030/02, αριθ. 39, 5.2.2002, δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
  • [3] Απάντηση στην ερώτηση Η-0093/02, αριθ. 41, 12.3.2002, δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
  • [4] Απόφαση του Συμβουλίου αριθ. 5609/02 της 1.2.2002.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.   Εισαγωγή

Το Κεφάλαιο 7 της Συνθήκης Ευρατόμ καθορίζει τις έννοιες, τις διαδικασίες και τα μέσα για τις πυρηνικές διασφαλίσεις, ως σύστημα ελέγχων που τίθεται σε εφαρμογή από την Επιτροπή για την πρόληψη ή τον εντοπισμό διαφορετικής χρησιμοποίησης μη στρατιωτικών σχάσιμων υλικών (δηλαδή πλουτώνιο-239 και ουράνιο-235) από τη χρήση που έχουν δηλώσει οι καταναλωτές τους. Αυτό σημαίνει ότι στον τομέα των διασφαλίσεων τα κράτη μέλη συμφώνησαν να υποβάλουν το πυρηνικό υλικό για μη στρατιωτικές δραστηριότητες στον έλεγχο μιας ανεξάρτητης, υπερεθνικής αρχής, δηλαδή τη Διεύθυνση Διασφαλίσεων Ευρατόμ, η οποία θα πρέπει να έχει άμεση επαφή με τους πυρηνικούς φορείς τους. Το Κεφάλαιο 7 προβλέπει ειδικά μέσα που παρέχουν τη δυνατότητα στην Επιτροπή να εκπληροί το έργο των πυρηνικών διασφαλίσεων και το δικαίωμα στην ΥΕΔΕ να πραγματοποιεί επιθεωρήσεις ανά πάσα στιγμή σε οποιαδήποτε εγκατάσταση (με κάποιες εξαιρέσεις για τα δύο κράτη μέλη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα) και να επιβάλει κυρώσεις.

Παράλληλα με το σύστημα διασφαλίσεων Ευρατόμ, ένα σύστημα διασφαλίσεων έχει θεσπισθεί από τον Διεθνή Οργανισμό Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) για κράτη μέλη που δεν διαθέτουν πυρηνικά όπλα. Τα δύο συστήματα είναι πολύ παρεμφερή και το 1992 υπογράφηκε πρωτόκολλο εταιρικής σχέσης για τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των πόρων. Ενώ ο ΔΟΑΕ πραγματοποιεί ορισμένες περιορισμένες επιθεωρήσεις στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, η ΥΕΔΕ έχει πλήρη δικαιώματα για να κάνει επιθεωρήσεις σ' αυτά τα δύο κράτη μέλη που διαθέτουν πυρηνικά όπλα στα οποία αφιερώνει τώρα περισσότερο από το 60% των πόρων της.

Το Κεφάλαιο 3 της Συνθήκης Ευρατόμ ασχολείται με την υγεία και την ασφάλεια. Συγκεκριμένα, το άρθρο 30 αναφέρει: "Εντός της Κοινότητος θεσπίζονται βασικοί κανόνες προστασίας της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων, κατά των κινδύνων που προκύπτουν από ιοντίζουσες ακτινοβολίες". Αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 33, όλα τα μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τις βασικές διατάξεις λαμβάνονται από τα κράτη μέλη, ενώ "η Επιτροπή απευθύνει τις απαιτούμενες συστάσεις προκειμένου να εξασφαλίσει την εναρμόνιση των διατάξεων που εφαρμόζονται στον τομέα αυτό εντός των Κρατών μελών".

Έτσι, ενώ η ΥΕΔΕ έχει το δικαίωμα να επιθεωρεί απευθείας μεμονωμένους πυρηνικούς φορείς στα κράτη μέλη, δεν υπάρχει καμία κοινοτική αρχή η οποία να μπορεί να πράττει το ίδιο όσον αφορά την πυρηνική ασφάλεια. Η πυρηνική ασφάλεια είναι υπό την ευθύνη των κρατών μελών.

2.   Η Ανακοίνωση της Επιτροπής

Η Ανακοίνωση της Επιτροπής περιγράφει το ρόλο και τη νομική βάση της ΥΕΔΕ και εκθέτει τα σχετικά με τη λειτουργία της κατά την περίοδο 1999-2000. Αξίζει τον κόπο να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου από το σύνολο των 17.000 ανθρωποημερών που διατέθηκαν κατά τη διάρκεια επιθεωρήσεων, περισσότερο από 60% πραγματοποιήθηκαν στις δύο μεγάλες εγκαταστάσεις επεξεργασίας πλουτωνίου που βρίσκονται στο Sellafield του Ηνωμένου Βασιλείου και στην La Hague της Γαλλίας. Η υπόλοιπη προσπάθεια επιθεώρησης αφιερώθηκε στη διασφάλιση εγκαταστάσεων για τον εμπλουτισμό ουρανίου (περίπου 20% του χρόνου επιθεώρησης), σε πυρηνικούς αντιδραστήρες παραγωγής ενέργειας (περισσότερο από 15%), σε εγκαταστάσεις για την εν ξηρώ αποθήκευση χρησιμοποιηθέντων καυσίμων, σε ερευνητικά κέντρα, σε ερευνητικούς αντιδραστήρες και μικρές εγκαταστάσεις. Η Ανακοίνωση αναφέρει επίσης τις βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν στην υλικοτεχνική υποστήριξη, περιλαμβανομένων ηλεκτρονικών συστημάτων επιτήρησης και την κατασκευή δύο επί τόπου εργαστηρίων (Sellafield και La Hague) καθώς και τις συνεργασίες και τις σχέσεις με άλλα θεσμικά όργανα, περιλαμβανομένων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των κρατών μελών, των υποψηφίων χωρών και του ΔΟΑΕ. Όσον αφορά τις υποψήφιες χώρες, πραγματοποιήθηκε ενδελεχής έλεγχος κατά τη διάρκεια του 1998 και του 1999 ο οποίος αποκάλυψε ότι ενδεχομένως θα απαιτηθεί τεχνική βοήθεια για την προετοιμασία των φορέων εκμετάλλευσης πυρηνικών μονάδων προκειμένου να εφαρμόσουν το σύστημα λογιστικής της ΥΕΔΕ.

Ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων της το 1999 και το 2000 και των επακόλουθων αξιολογήσεων, η Υπηρεσία Ελέγχου Διασφαλίσεων Ευρατόμ δεν διαπίστωσε πουθενά ότι πυρηνικά υλικά χρησιμοποιήθηκαν κατά τρόπο διαφορετικό από την προβλεπόμενη χρήση τους για ειρηνικούς σκοπούς. Μικρές ασυμφωνίες που βρέθηκαν κατά τις επιθεωρήσεις ή κατά την αξιολόγηση του ισολογισμού υλικών διορθώθηκαν ή διερευνούνται ακόμη με τους οικείους φορείς εκμετάλλευσης.

3.   Θέση του εισηγητή όσον αφορά τη δραστηριότητα της ΥΕΔΕ

Ο εισηγητής εκφράζει ιδιαίτερη εκτίμηση για την ποιότητα και τα αποτελέσματα της δραστηριότητας της ΥΕΔΕ κατά την περίοδο 1999-2000 και για την προσπάθεια που καταβάλλει η Υπηρεσία προκειμένου να επεκτείνει στις υποψήφιες χώρες τα υψηλά πρότυπά της στις πυρηνικές διασφαλίσεις. Παρόλα αυτά, έχει να θίξει ορισμένα προβλήματα όσον αφορά ζητήματα πυρηνικής ασφάλειας. Κατά την εκπόνηση αυτής της έκθεσης, ο εισηγητής προσπάθησε να συλλέξει τις γνώμες όσο το δυνατόν περισσότερων ευρωπαϊκών ή διεθνών οργάνων, ερευνητικών ιδρυμάτων, ανεξάρτητων οργανισμών που κατά κάποιον τρόπο εμπλέκονται στις πυρηνικές διασφαλίσεις και στην πυρηνική ασφάλεια. Έτσι επισκέφθηκε την ΥΕΔΕ, το Ίδρυμα IRMM του ΚΚΕρ στο Γέελ, το Ίδρυμα ITU του ΚΚΕρ στην Καρλσρούη, τον ΔΟΑΕ στη Βιέννη. Επιπλέον έλαβε τη γνώμη άλλων ερευνητικών ιδρυμάτων, όπως το ISIS του ΚΚΕρ στην Ίσπρα και ανεξάρτητων οργανισμών στον τομέα της ποιοτικής πιστοποίησης, όπως ο TÜV στη Γερμανία.

Αναγνωρίζεται ευρύτατα ότι η δραστηριότητα της ΥΕΔΕ δεν παρουσιάζει πλευρές άξιες επικρίσεων όσον αφορά τις επιθεωρήσεις ρουτίνας. Ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν ορισμένα κατά κάποιον τρόπο ανοικτά ζητήματα και μπορούν ακόμη να επιτευχθούν ορισμένες βελτιώσεις.

Η ΥΕΔΕ πραγματοποιεί ελέγχους διασφαλίσεων του πυρηνικού υλικού από τότε που υπογράφηκε η Συνθήκη Ευρατόμ. Παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια αυτής της μακράς περιόδου οι μέθοδοί της, ο εξοπλισμός της και τα συστήματά της βελτιώνονται διαρκώς, δεν πραγματοποιήθηκε καμία αξιολόγηση της δραστηριότητας της ΥΕΔΕ από τρίτο ανεξάρτητο φορέα. Προκειμένου να εξετασθεί η αποστολή της ΥΕΔΕ και με στόχο την εξέταση της ενδεχόμενης ανάγκης αλλαγών στις μεθόδους εργασίας της ΥΕΔΕ, η Επιτροπή συγκρότησε το 2001 μια ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου με αποστολή αυτό το σκοπό. Ο εισηγητής πιστεύει ότι μια τέτοια αξιολόγηση θα ήταν χρήσιμη, προκειμένου να αποφευχθεί μια μονόπλευρη τεχνική και μεθοδολογική εξέλιξη και να μπορέσουν να διαπιστωθούν εγκαίρως τεχνικές και οργανωτικές εσφαλμένες τάσεις.

Ένα ανοιχτό ζήτημα είναι ο τρόπος διαχείρισης των πυρηνικών διασφαλίσεων μετά την προσχώρηση των υποψηφίων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης στην Κοινότητα. Εάν η Επιτροπή πρέπει να αντικαταστήσει τα συστήματα λογιστικής και ελέγχου που χρησιμοποιούν αυτές οι χώρες, όπως συνιστάται, το προσωπικό της ΥΕΔΕ είναι επαρκές σε αριθμό και κατάρτιση γι' αυτό το σκοπό;

Για τους σημερινούς στόχους και τα σημερινά καθήκοντα το προσωπικό της ΥΕΔΕ θεωρείται εν γένει επαρκές. Με τη διεύρυνση της ΕΕ ο αριθμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων και των ερευνητικών κέντρων θα αυξηθεί σημαντικά και η ΥΕΔΕ θα αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις. Προκειμένου να διατηρηθούν τα σημερινά υψηλά επίπεδα στις πυρηνικές διασφαλίσεις, είτε θα πρέπει να αυξηθεί το προσωπικό της ΥΕΔΕ είτε, εάν πρόκειται να είναι το ίδιο, υπάρχει μεγάλη απαίτηση για κατάρτιση και μέσα προς υποστήριξη της επιθεώρησης των πυρηνικών μονάδων. Η κατάρτιση των επιθεωρητών επί του παρόντος πραγματοποιείται διαρκώς στο PERLA του ΚΚΕρ, αφού είναι η μοναδική ευρωπαϊκή εγκατάσταση όπου επιθεωρητές της ΥΕΔΕ και του ΔΟΑΕ, καθώς και κατάλληλοι φορείς, εκπαιδεύονται για το σκοπό των πυρηνικών διασφαλίσεων. Η αναδιάρθρωση της ΥΕΔΕ, την οποία έχει ήδη αναλάβει η Επιτροπή, πιθανώς να σημαίνει ενίσχυση των σχέσεων μεταξύ ΚΚΕρ και ΥΕΔΕ.

Άλλα ζητήματα έχουν σχέση με τα αδικήματα στον κυβερνοχώρο. Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της Επιτροπής, εφαρμόζεται εξ αποστάσεως ηλεκτρονική παρακολούθηση πυρηνικών εγκαταστάσεων και ορισμένα στοιχεία ήδη διαβιβάζονται από εγκαταστάσεις στα κεντρικά γραφεία της ΥΕΔΕ. Τα συστήματα παρακολούθησης εξ αποστάσεως έχουν μεγάλες προοπτικές, αλλά η τεχνολογία θα είναι αξιόπιστη και πολιτικώς αποδεκτή; Η εμπιστευτικότητα των στοιχείων που διαβιβάζονται άμεσα θα παραμείνει δεόντως ασφαλής έναντι των αδικημάτων στον κυβερνοχώρο; Πώς διασφαλίζονται επί του παρόντος αυτά τα στοιχεία;

Επί του παρόντος τα κρίσιμα ζητήματα είναι η τηλεμετάδοση (ιδιαίτερα μεταφορές εικόνων) από πυρηνικές εγκαταστάσεις στα κεντρικά γραφεία της ΥΕΔΕ και η προστασία όλων των στοιχείων που διατίθενται στα κεντρικά γραφεία. Προκειμένου να βελτιστοποιηθούν οι πόροι, η ΥΕΔΕ εξετάζει επίσης τη διαβίβαση στοιχείων, κρυπτογραφημένα με πολύ υψηλό βαθμό ασφαλείας, από πυρηνικές εγκαταστάσεις στα κεντρικά γραφεία της στο Λουξεμβούργο. Για να γίνει αυτό, οι διάφορες αρχές των κρατών μελών που είναι υπεύθυνες για την ασφάλεια των στοιχείων χρειάζεται να εγκρίνουν το ισχύον σύστημα προστασίας στοιχείων. Επειδή τα επιμέρους εθνικά συστήματα διαφέρουν όσον αφορά την τεχνική προσέγγιση και το επίπεδο διαβάθμισης της ασφάλειας, είναι αναγκαίο ένα εναρμονισμένο κανονιστικό πλαίσιο σ' αυτό τον τομέα σε κοινοτικό επίπεδο.

Το δίκτυο στοιχείων της ΥΕΔΕ είναι επί του παρόντος πραγματικά απομονωμένο από τον εξωτερικό κόσμο. Συνιστάται να διατηρηθεί αυτός ο διαχωρισμός, περισσότερο από το να γίνει χρήση ενός προστατευτικού τοίχου του λογισμικού.

Επίσης σ' αυτό τον τομέα, είναι πιθανό να βελτιωθεί η συνεργασία που έχει καθιερωθεί μεταξύ ΚΚΕρ και ΥΕΔΕ.

Άλλα ζητήματα αφορούν τα μέτρα ασφάλειας που πρέπει να ληφθούν για την πρόληψη του κινδύνου τρομοκρατικής επίθεσης, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.

Η ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων είναι υπό την ευθύνη των εθνικών αρχών. Η Σύμβαση του ΔΟΑΕ για την υλική προστασία πυρηνικών υλικών (CPPNM) καθορίζει κατώτατα πρότυπα απαιτήσεων για την υλική προστασία των πυρηνικών υλικών για μη στρατιωτικούς σκοπούς. Η εφαρμογή των μέτρων προστασίας είναι αποκλειστικής αρμοδιότητας των κρατών μελών βάσει της εθνικής νομοθεσίας.

Μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 τα μέτρα πρόσβασης ενισχύθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο και στον τομέα της υλικής προστασίας των πυρηνικών εγκαταστάσεων η ΕΕ θα πρέπει να ενεργοποιηθεί για τη θέσπιση εναρμονισμένης πολιτικής για βασικές απαιτήσεις. Όσον αφορά τα μέτρα ασφαλείας που λαμβάνονται κατά τη διάρκεια χερσαίας και θαλάσσιας μεταφοράς ραδιενεργών και πυρηνικών υλικών, είναι λυπηρό το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία κοινοτική νομοθεσία σ' αυτό τον τομέα. Το κύριο διεθνές όργανο είναι και πάλι η CPPNM, αλλά η εφαρμογή αυτής της Σύμβασης ποικίλλει ευρύτατα μεταξύ των κρατών μελών. Υπάρχει συνεπώς σαφής ανάγκη για εναρμόνιση, περιλαμβανομένης της θέσπισης κοινών κανόνων για μεταφορά μέσω διεθνών υδάτων και διεθνούς εναέριου χώρου.

4.   Ασφάλεια των πυρηνικών μονάδων στην ΕΕ

Εκτός των διασφαλίσεων, σημαντικό ζήτημα είναι επίσης η ασφάλεια των πυρηνικών μονάδων και του πυρηνικού υλικού εν γένει. Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ΕΚ στις 2 Μαΐου 2001, η Επίτροπος Wallström, κατά τη δήλωσή της σχετικά με την "πυρηνική ασφάλεια δεκαπέντε χρόνια μετά το Τσερνομπίλ", ανέφερε ότι η πυρηνική ασφάλεια αποτελεί προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επί του παρόντος με ποιο τρόπο γίνεται ο διαχειρισμός της ασφάλειας των πυρηνικών μονάδων στην ΕΕ; Υπάρχει κάποια κοινοτική αρχή που να είναι αρμόδια γι' αυτή την πτυχή;

Η απάντηση είναι ότι ενώ υπάρχει εκτενής συζήτηση για τα "διεθνή πρότυπα ασφάλειας" και τα "δυτικά πρότυπα" σε πολλά έγγραφα της ΕΕ που ασχολούνται με ζητήματα πυρηνικής ασφάλειας, δεν υπάρχει καμία οδηγία Ευρατόμ που να θεσπίζει τα βασικά πρότυπα ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στην ΕΕ. Αυτή η αρμοδιότητα παραμένει στα κράτη μέλη.

Είναι αναγκαίο να εξετασθεί σε κοινοτικό επίπεδο κατά πόσον η σημερινή υφιστάμενη εθνική νομοθεσία στα επιμέρους κράτη μέλη εξακολουθεί να είναι η κατάλληλη και σύμφωνη με τις πλέον πρόσφατες απαιτήσεις.

Αυτό χρειάζεται ειδικά ενόψει της ένταξης των υποψηφίων χωρών στην Κοινότητα. Σ' αυτές τις χώρες σημαντικά ζητήματα φαίνεται να είναι τα χαμηλότερα πρότυπα προστασίας από την ακτινοβολία και υλικής προστασίας καθώς και κάποια έλλειψη παιδείας όσον αφορά την ασφάλεια. Ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση του ορισμού κοινών απαιτήσεων έγινε από την WENRA και κατόπιν από την ομάδα εργασίας του Συμβουλίου για την πυρηνική ασφάλεια, όπου και τα δύο όργανα έχουν μια σειρά εκθέσεων αξιολόγησης της ασφάλειας των πυρηνικών εγκαταστάσεων στις υποψήφιες χώρες και προσπάθειας θέσπισης κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις άριστες πρακτικές ασφάλειας.

Κατά τη συνεδρίαση του ΕΚ στις 5 Φεβρουαρίου 2002, ο εισηγητής ρώτησε τον Επίτροπο Verheugen κατά πόσον υπάρχουν τεχνικοί κανόνες και τεχνικά πρότυπα σε κοινοτικό επίπεδο βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να αξιολογήσει την ασφάλεια μιας πυρηνικής εγκατάστασης και τελικά να αποφασίσει ότι πρέπει να κλείσει οριστικά. Η απάντηση ήταν ότι η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να λάβει οιαδήποτε απόφαση προς αυτή την κατεύθυνση, πρώτα απ' όλα διότι αυτοί οι τεχνικοί κανόνες και αυτά τα τεχνικά πρότυπα δεν είναι καθορισμένα.

Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης του ΕΚ στις 12 Μαρτίου 2002, ο εισηγητής ρώτησε την Επίτροπο Wallström βάσει ποίων κανόνων και τεχνικών οδηγιών αξιολογούνται οι ακτινοβολίες στην ΕΕ. Η απάντηση ήταν ότι η Επιτροπή έχει υποχρεώσεις βάσει διεθνών συμβάσεων και έχει ως ρόλο τη θέσπιση βασικών προτύπων ασφάλειας· κατόπιν επιτροπές εμπειρογνωμόνων με βάση τις καλύτερες διατιθέμενες επιστημονικές γνώσεις κάνουν την αξιολόγηση.

Φαίνεται ότι είναι επείγουσα η ανάγκη για νομοθεσία σ' αυτό τον τομέα σε επίπεδο ΕΕ.

Επιπλέον θα πρέπει να εξετασθεί η δυνατότητα δημιουργίας μιας ανεξάρτητης υπηρεσίας σε κοινοτικό επίπεδο, με την ευθύνη της άμεσης εποπτείας και της πραγματοποίησης όλων των ελέγχων για την πυρηνική ασφάλεια στα κράτη μέλη σε στενή συνεργασία με τον ΔΟΑΕ.

Ο εισηγητής ενθαρρύνει την Επιτροπή να παράσχει όσο το δυνατόν συντομότερα ένα Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την πυρηνική ασφάλεια και τις πυρηνικές διασφαλίσεις.