ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τη "Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006"
(COM(2002) 208 – C5‑0329/2002 – 2002/2173(COS))
28 Ιανουαρίου 2003
Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών
Εισηγητής: Phillip Whitehead
- ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
- ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Με επιστολή της 7ης Μαΐου 2002, η Επιτροπή διαβίβασε στο Κοινοβούλιο ανακοίνωση με θέμα τη Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006 (COM(2002) 208 – 2002/2173(COS)).
Κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2002, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεμψε την ανακοίνωση αυτή για εξέταση επί της ουσίας στην Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών, καθώς και για γνωμοδότηση στην Επιτροπή Προϋπολογισμών, στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς, στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και στην Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών (C5‑0329/2002).
Κατά τη συνεδρίασή της στις 18 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών όρισε εισηγητή τον κ.Phillip Whitehead.
Κατά τις συνεδριάσεις της στις 9 Δεκεμβρίου 2002 και 22 Ιανουαρίου 2003, η επιτροπή εξέτασε την ανακοίνωση της Επιτροπής καθώς και το σχέδιο έκθεσης.
Κατά την τελευταία συνεδρίασή της, η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση ψηφίσματος με 39 ψήφους υπέρ, 2 ψήφους κατά και 0 απόχές.
Ήταν παρόντες κατά τη ψηφοφορία οι βουλευτές Caroline F. Jackson, πρόεδρος· Mauro Nobilia, Alexander de Roo και Anneli Hulthén, αντιπρόεδροι· Phillip Whitehead, εισηγητής· María del Pilar Ayuso González, Hans Blokland, David Robert Bowe, John Bowis, Philip Bushill-Matthews (αναπλ. Avril Doyle), Martin Callanan, Dorette Corbey, Chris Davies, Anne Ferreira, Karl-Heinz Florenz, Laura González Álvarez, Robert Goodwill, Françoise Grossetête, Cristina Gutiérrez Cortines, Jutta D. Haug (αναπλ. Béatrice Patrie), Heidi Anneli Hautala (αναπλ. Patricia McKenna), Marie Anne Isler Béguin, Christa Klaß, Eija-Riitta Anneli Korhola, Bernd Lange, Peter Liese, Giorgio Lisi (αναπλ. Giuseppe Nisticò), Jules Maaten, Μινέρβα Μελπομένη Μαλλιώρη, Jorge Moreira da Silva, Emilia Franziska Müller, Riitta Myller, Ria G.H.C. Oomen-Ruijten, Dagmar Roth-Behrendt, Guido Sacconi, Karin Scheele, Ursula Schleicher (αναπλ. Marialiese Flemming), Horst Schnellhardt, Inger Schörling, María Sornosa Martínez, Catherine Stihler, Astrid Thors, Αντώνιος Τρακατέλλης, Elena Valenciano Martínez-Orozco και Kathleen Van Brempt.
Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών επισυνάπτονται στην παρούσα έκθεση.
Η έκθεση κατατέθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2003.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ
Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τη "Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006" (COM(2002) 208 – C5‑0329/2002 – 2002/2173(COS))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής (COM(2002) 0208 – C5‑0329/2002)[1],
- έχοντας υπόψη τα άρθρα 95 και 153 της Συνθήκης ΕΚ,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με το σχέδιο δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 1999-2001, καθώς και το γενικό πλαίσιο για την κοινοτική δράση υπέρ των καταναλωτών 1999 – 2003 (COM (2001) 486)[2],
- έχοντας υπόψη το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς, της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών (A5‑0023/2003),
Α. θεωρώντας την προτεινόμενη στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών ως μια σαφή διατύπωση τριών καίριων, γενικών και στρατηγικών στόχων, και εκφράζοντας παράλληλα απογοήτευση επειδή η εισαγωγή της καθυστέρησε σημαντικά σε σχέση με την πρακτική της Επιτροπής κατά τις προηγούμενες τριετίες,
Β. εκτιμώντας ότι η εν λόγω στρατηγική δεν περιλαμβάνει θέματα για την ασφάλεια των τροφίμων, τα οποία βρίσκονται στη βάση μιας ξεχωριστής νομοθετικής στρατηγικής που συγκεκριμενοποιήθηκε με τη συμφωνηθείσα ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων με το δικό της Διοικητικό Συμβούλιο και εκτελεστικό διευθυντή, και εκφράζοντας λύπη διότι η έλλειψη μόνιμης έδρας προκάλεσε πρόσθετους δημοσιονομικούς περιορισμούς,
Γ. επιδοκιμάζοντας το φάσμα των δράσεων που προτείνονται στο κυλιόμενο πρόγραμμα που περιλαμβάνεται στο Παράρτημα, αλλά υπενθυμίζοντας στην Επιτροπή τη φιλόδοξη φύση των προηγούμενων καταλόγων δράσεων με προθεσμίες, οι οποίες δεν τηρήθηκαν πάντοτε και, ως εκ τούτου, επισημαίνοντας τη σημασία της τακτικής ενημέρωσης και επανεξέτασης αυτών των προτεινόμενων δράσεων από την Επιτροπή, που θα πρέπει να διαβιβάζονται στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, βάσει του πνεύματος ενδελεχούς εξέτασης και εφαρμογής που τώρα εγκρίνει τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο,
Δ. επαινώντας την Επιτροπή για τα συμπεράσματά της ότι η ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς αποτελεί προτεραιότητα, ότι εξακολουθούν να παραμένουν εμπόδια στην πραγμάτωση του πλήρους δυναμικού της και ότι οι επιλογές του καταναλωτή διευρύνονται χάρη στη δυνατότητα διαμεθοριακών αγορών,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική για την πολιτική των καταναλωτών θα πρέπει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη τις κοινωνικές αλλαγές, όπως η νέα ηλικιακή διάρθρωση, ο μεγαλύτερος ρόλος των γυναικών και η ενσωμάτωση των εθνοτικών μειονοτήτων,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική των καταναλωτών στις υποψήφιες χώρες θα πρέπει να βελτιωθεί καθώς δεν δίδεται αρκετή προσοχή στις δυνατότητες των καταναλωτών να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να λειτουργούν ως αυτοτελείς παράγοντες στην αγορά,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και ο ρόλος των ομάδων συμφερόντων στη χάραξη της πολιτικής καταναλωτών είναι σημαντικός, η ισόρροπη συμμετοχή των γυναικών, των νέων, των ηλικιωμένων και των πολιτιστικών μειονοτήτων θα πρέπει να αποτελούν πιο αναπόσπαστα στοιχεία της,
1. επισημαίνει ότι η στρατηγική που προτείνει η Επιτροπή υπερβαίνει κατά τέσσερα έτη την περίοδο της ισχύουσας νομικής βάσης, η οποία εκπνέει στο τέλος του 2003, και ότι η Επιτροπή θα υποβάλει στη συνέχεια πρόταση που θα αφορά νέα νομική βάση και θα περιέχει τις οικονομικές και δημοσιονομικές διατάξεις για μετά το 2003·
2. πιστεύει πως το γεγονός ότι το χρονικό πλαίσιο για την προτεινόμενη στρατηγική έχει διαφορετικό χρονοδιάγραμμα από τη νομική βάση δημιουργεί πρόβλημα και χαιρετίζει τη δήλωση της Επιτροπής ότι προτίθεται να επανορθώσει την κατάσταση αυτή· πιστεύει, ωστόσο, πως ο καλύτερος συντονισμός της στρατηγικής με τη νομική βάση δεν αρκεί, και καλεί την Επιτροπή να ευθυγραμμίσει τα δύο χρονοδιαγράμματα·
3. τονίζει ότι οι σημερινές δημοσιονομικές προοπτικές, που ορίζουν ανώτατα όρια δαπανών για διάφορα κονδύλια του προϋπολογισμού, ισχύουν ως το 2006 και, συνεπώς, οι προβλεπόμενες στη στρατηγική καθώς και στην επικείμενη πρόταση για νέα νομική βάση δράσεις, θα πρέπει να προσαρμόζονται σ’ αυτό το πλαίσιο χωρίς να περιορίζουν άλλες πολιτικές βάσει της κατηγορίας 3 (εσωτερικές πολιτικές) του προϋπολογισμού·
4. υπενθυμίζει ότι, εάν οι προβλεπόμενες στη στρατηγική δράσεις, με τη μορφή και τη στιγμή που θα περιληφθούν στην πρόταση της νέας νομικής βάσης, πρέπει να εκτείνονται πέραν του έτους 2006, τα χρηματικά ποσά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν είτε από μια συμφωνία για νέες δημοσιονομικές προοπτικές είτε από ετήσιες δημοσιονομικές αποφάσεις·
Στόχος 1 – «Ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών»
5. υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι η αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης της πολιτικής για την προστασία των καταναλωτών κατοχυρώνεται στη Συνθήκη (άρθρο 153 (5)), αλλά ότι τα μέτρα αυτά πρέπει να προωθούν και να αναπτύσσουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών (άρθρο 153, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ)·
6. ενστερνίζεται πλήρως την ανάγκη για υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών στην ΕΕ, αλλά εκφράζει ανησυχίες για την ομοιόμορφη πρόταση για προσαρμογή των υφιστάμενων οδηγιών της ΕΕ για τους καταναλωτές «από μέτρα ελάχιστης εναρμόνισης σε μέτρα πλήρους εναρμόνισης» και ως εκ τούτου, επισημαίνει στην Επιτροπή ότι η καταλληλότητα των ελάχιστων ή μέγιστων διατάξεων εναρμόνισης θα εκτιμηθεί κατάλληλα κατά την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας ή κατά την ανάπτυξη νέας νομοθεσίας, κατά περίπτωση·
7. συνιστά στην Επιτροπή να διευκρινίσει και να εκτιμήσει ποια δοκιμασμένα εθνικά μέτρα θα εξέπιπταν, στο πλαίσιο οποιασδήποτε πρότασης που επιδιώκει την εναρμόνιση σε μέγιστο επίπεδο·
8. η εναρμόνιση δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη νομοθεσία των κρατών μελών να βαίνει πέραν του κοινού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στο βαθμό που τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τις αρχές που ορίζονται στη Συνθήκη ΕΚ· ενόσω δεν διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο εναρμόνισης όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, οι καταναλωτές πρέπει να απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εθνικές νομοθεσίες τους·
9. ζητεί από την Επιτροπή να αποφασίζει κατά περίπτωση κατά πόσον πρέπει να εφαρμόζεται κατά προτεραιότητα η νομική μορφή του κανονισμού στο πλαίσιο της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών·
10. ζητεί τη σοβαρή εξέταση κάθε περαιτέρω χρήσης των αρχών της αμοιβαίας αναγνώρισης και της χώρας καταγωγής, χωρίς την προηγούμενη πραγματική θέσπιση και εφαρμογή ενός υψηλού κοινού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στην ΕΕ·
11. ο κοινός εννοιολογικός προσδιορισμός βασικών νομικών όρων όπως καταναλωτής, καταναλωτική σύμβαση κλπ. μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός συνεκτικού δικαίου για τους καταναλωτές·
12. η νομοθεσία στο σύνολό της θα πρέπει να λαμβάνει ως αφετηρία τον ορισμό του καταναλωτή όπως αυτός έχει αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου·
13. όλες οι νομοθετικές προτάσεις πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη κριτήρια που ορίζονται στη δέσμη εγγράφων της Επιτροπής για ένα καλύτερο κανονιστικό πλαίσιο, και ιδίως:
- -τις αρχές της επικουρικότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας·
- -την παροχή ουσιαστικών αποδείξεων όσον αφορά την ανάγκη κοινοτικής δράσης·
- -τον προσδιορισμό των υφιστάμενων φραγμών στην εσωτερική αγορά·
- -την παροχή επαρκών πληροφοριών όσον αφορά τον αντίκτυπο στο συναφές κοινοτικό κεκτημένο και τους κύριους εμπλεκόμενους παράγοντες (ήτοι επιχειρήσεις και καταναλωτές)·
- -την παροχή επαρκών αποδείξεων και εγγυήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων·
14. όλες οι νομοθετικές προτάσεις θα πρέπει να βασίζονται σε ενιαία πρότυπα· ύψιστη σημασία πρέπει να δίδεται στο νομοπαρασκευαστικό έργο· ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να προβεί στον σαφή προσδιορισμό των προβλημάτων προς επίλυση πριν διασφαλίσει νομική πραγματογνωμοσύνη, κατάλληλη διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους παράγοντες και αποτελεσματική επίδραση·
15. η νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, πρέπει να θεσπίζεται έχοντας ως νομική βάση τα άρθρα 95 και 153 της Συνθήκης ΕΚ·
16. σημειώνει ότι το άρθρο 153 της Συνθήκης χρησιμοποιήθηκε μόνο μια φορά ως νομική βάση για τη νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών και ζητεί από την Επιτροπή να συλλογισθεί τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να διασφαλίσει την ευρύτερη χρησιμοποίησή του·
17. υποστηρίζει τις ειδικές δράσεις πολιτικής που προτείνονται στο πλαίσιο αυτού του στόχου και αποδίδει ιδιαίτερη προτεραιότητα στα παρακάτω, είτε μεμονωμένα είτε ως επιδιωκόμενες συνέπειες των οδηγιών-πλαίσιο:
- ∙ανάπτυξη της νομοθεσίας για την ασφάλεια των υπηρεσιών,
- ∙αναθεώρηση της οδηγίας για τα παιχνίδια,
- ∙επανεξέταση της αποτελεσματικότητας του υφιστάμενου συστήματος σήμανσης CE, έτσι ώστε αυτό να διασφαλίζει αποτελεσματικότερα τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις ασφάλειας της ΕΕ,
- ∙πρόταση οδηγίας για την πυρασφάλεια στα ξενοδοχεία, όπως επανέλαβε το ΕΚ στο ψήφισμά του της 4 Μαΐου 1994[3],
- ∙τροπολογία για βελτίωση της οδηγίας ΕΕ σχετικά με τη χρονομεριστική ρύθμιση, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές από τις νέες τάσεις της αγοράς οι οποίες καταστρατηγούν τις υφιστάμενες διατάξεις, όπως ζήτησε το Κοινοβούλιο στο ψήφισμά του της 4 Ιουλίου 2002[4],
- ∙επέκταση των μέτρων προστασίας των καταναλωτών από τον τομέα των αερομεταφορών σε άλλα μέσα μεταφοράς, όπως ζήτησε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην έκθεση σχετικά με τον κανονισμό για την αποζημίωση των επιβατών αεροσκαφών,
- ∙εγκαθίδρυση βέλτιστων διατάξεων υγείας και ασφάλειας κατά την τρέχουσα αξιολόγηση των χημικών ουσιών με παράλληλη εξασφάλιση της μέγιστης χρήσης των διαδικασιών δοκιμής ιν βίτρο,
- ∙τροποποίηση και επέκταση της οδηγίας περί οργανωμένων ταξιδιών,
- ∙προώθηση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών στο ηλεκτρονικό εμπόριο·
18. ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει την καθολική και προσιτή από οικονομική άποψη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες γενικού ενδιαφέροντος·
19. τονίζει τη σημασία του να αναπτυχθεί προς όφελος των καταναλωτών η ενιαία αγορά στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες λιανικής όπως είναι η ασφάλιση, οι επενδύσεις και οι τραπεζικές υπηρεσίες·
20. ζητεί την εκπόνηση πρότασης πλαισίου για το δίκαιο εμπόριο, που θα συνεισφέρει σημαντικά στην περαιτέρω εναρμόνιση των δικαιωμάτων των καταναλωτών στην ΕΕ· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει νομοθετική πρόταση για αυτή την οδηγία πλαίσιο το ταχύτερο δυνατό·
21. ενθαρρύνει έντονα την Επιτροπή να αναλάβει όλες τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για μια κοινοτική δράση σχετικά με την προώθηση αειφόρων προτύπων για την παραγωγή και την κατανάλωση·
22. καλεί την Επιτροπή να αυξήσει την προβολή των κοινοτικών οικολογικών σημάνσεων έτσι ώστε να δοθεί στους καταναλωτές η δυνατότητα να κάνουν εμπεριστατωμένες επιλογές και να έχουν τη βεβαιότητα ότι μπορούν να καταναλώσουν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση προϊόντα που να ανταποκρίνονται στα πλέον αυξημένα ευρωπαϊκά περιβαλλοντικά πρότυπα·
23. τονίζει ότι είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί πλήρης και αξιόπιστη πληροφόρηση των καταναλωτών σχετικά με τους ΓΤΟ, τα προϊόντα, τα τρόφιμα και τις ζωοτροφές που παράγονται από αυτούς ούτως ώστε να μπορούν να επιλέγουν ένα προϊόν αφού προηγμένως ενημερωθούν αλλά και προκειμένου να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στα προϊόντα και στην τεχνολογία των ΓΤΟ·
24. επαναλαμβάνει το αίτημά του, το οποίο περιλαμβάνεται στο ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 4 Μαΐου 1999[5] σχετικά με το τελευταίο σχέδιο δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, προς την Επιτροπή να αναθεωρήσει και να τροποποιήσει την ισχύουσα οδηγία της ΕΕ για τα εμπορικά σήματα, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι αυτή δεν εφαρμόζεται εις βάρος των τιμών και της δυνατότητας επιλογής των καταναλωτών·
25. επαναλαμβάνει το αίτημά του, το οποίο περιλαμβάνεται στο ψήφισμά του της 4 Μαΐου 1999[6] σχετικά με το τελευταίο σχέδιο δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, προς την Επιτροπή να προωθήσει την υιοθέτηση διεθνώς αναγνωρισμένων βασικών δικαιωμάτων των καταναλωτών εντός του modus operandi του ΠΟΕ, συνδυάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα συμφέροντα των καταναλωτών με την επιθυμία για οικονομική ανάπτυξη μέσω του ελεύθερου εμπορίου, και υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι αυτά τα βασικά δικαιώματα είναι: η ασφάλεια, η ενημέρωση, η επιλογή, η εκπροσώπηση, η αποκατάσταση, η εκπαίδευση, η ικανοποίηση και το καθαρό περιβάλλον·
26. καλεί την Επιτροπή να προωθήσει τη χρήση της σήμανσης εντός του ΠΟΕ ως μηχανισμού για την εξασφάλιση της ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την προέλευση και τη μέθοδο παραγωγής του προϊόντος·
27. υπογραμμίζει την ανάγκη για ενεργητική πολιτική εκ μέρους της Επιτροπής ώστε να εξασφαλίζεται η συνεκτίμηση των απόψεων της κοινωνίας των πολιτών στην επεξεργασία της συνεισφοράς της ΕΕ στα διεθνή βήματα συζήτησης της χάραξης πολιτικής·
28. ενθαρρύνει την Επιτροπή να συνεχίσει να αναπτύσσει τις γνώσεις και την κατανόησή της για τη συμπεριφορά των καταναλωτών σε όλη την ΕΕ και προτείνει ότι αυτό θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικά τεκμήρια στη διαμόρφωση των μελλοντικών πρωτοβουλιών πολιτικής·
29. επισημαίνει ότι κεντρική κατεύθυνση της πολιτικής καταναλωτών πρέπει να είναι η μεγιστοποίηση των επιλογών των καταναλωτών·
30. τονίζει τη σημασία της διάστασης του φύλου ως αναπόσπαστου συστατικού στοιχείου της πολιτικής των καταναλωτών·
31. ζητεί να ληφθούν περισσότερο υπόψη στη χάραξη της πολιτικής ομάδες στόχου όπως οι γυναίκες, οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι εθνοτικές μειονότητες και ιδίως οι γυναίκες μετανάστριες·
Στόχος 2 – «Αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών»
32. χαιρετίζει την έμφαση που δίνει η ανακοίνωση στην αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και ενθαρρύνει την Επιτροπή, πριν προτείνει συμπληρωματικούς κανόνες που ενδέχεται να επιφέρουν μεγαλύτερη νομική αβεβαιότητα αν εφαρμοστούν άνισα, να επικεντρώσει την προσοχή της στην προώθηση της ενιαίας εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας·
33. επισημαίνει ότι η άνιση εφαρμογή των κανόνων περί προστασίας των καταναλωτών μεταξύ εθνικών δικαιοδοτικών αρχών ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού σε ορισμένους τομείς και καλεί την Επιτροπή να περιλάβει στο πρόγραμμα δράσης της εμπεριστατωμένη έρευνα του θέματος αυτού·
34. συνιστά στην Επιτροπή να υποβάλει κατά προτεραιότητα ένα νομοθετικό πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της εφαρμογής και της παρακολούθησης των κανόνων προστασίας των καταναλωτών·
35. ζητεί να υποβάλλεται ετησίως έκθεση σχετικά με την πρόοδο και την εφαρμογή της νομοθεσίας περί καταναλωτών σε ένα σαφέστερο και διαφανέστερο πλαίσιο·
36. επιδοκιμάζει την πρόταση για την εγκαθίδρυση ολοκληρωμένων συστημάτων δεδομένων και πληροφοριών, βασισμένων στα συστήματα RAPEX και EHLASS, προκειμένου να διατίθενται ακριβείς και συγκρίσιμες πληροφορίες για τις υπηρεσίες και τα προϊόντα, καθώς και τις συνέπειές τους στους καταναλωτές· υπογραμμίζει ότι η διαχείριση των συστημάτων δεδομένων και πληροφοριών δεν πρέπει να είναι υπέρ το δέον περίπλοκη·
37. επικροτεί τη μεγάλη προτεραιότητα που αποδίδεται στα Ευρωπαϊκά Κέντρα Καταναλωτών (ΕΚΚ), ζητεί κατά προτεραιότητα το άνοιγμα αυτών των κέντρων σε κάθε κράτος μέλος της ΕΕ και κάθε υποψήφια χώρα και ενθαρρύνει την απόδοση μεγαλύτερης δημοσιότητας στις υπηρεσίες που αυτά μπορούν να προσφέρουν στους καταναλωτές· τονίζει ότι τα κέντρα καταναλωτών πρέπει να χρηματοδοτούνται επαρκώς·
38. προτείνει την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των ΕΚΚ και άλλων δικτύων, όπως είναι το δίκτυο EEJ και το FIN-NET·
39. επιδοκιμάζει το γεγονός ότι όλες οι υποψήφιες χώρες για ένταξη στην ΕΕ το 2004 υιοθέτησαν τα μέρη του κεκτημένου που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών και δεν ζήτησαν μεταβατικές περιόδους για την εφαρμογή τους, αλλά συνιστά ιδιαίτερα στην Επιτροπή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσει τις υποψήφιες χώρες να διασφαλίσουν την ακριβή και αποτελεσματική εφαρμογή του κεκτημένου με τον προσεκτικό έλεγχο κάθε προόδου·
40. επισημαίνει ότι η πολιτική υπέρ των καταναλωτών υπολείπεται άλλων πολιτικών στις υποψήφιες χώρες και ότι οι δυνατότητες των καταναλωτών να λειτουργούν ως ώριμες δυνάμεις της αγοράς δεν έχουν τύχει επαρκούς προσοχής·
41. υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να διοργανώσει με τη συμμετοχή των υποψήφιων χωρών ένα ειδικό σεμινάριο κατάρτισης για την εφαρμογή της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών στον τομέα της γενικής ασφάλειας των προϊόντων και ζητεί από την Επιτροπή να συνεχίσει να αναλαμβάνει παρόμοιες πρωτοβουλίες για άλλες οδηγίες που σχετίζονται με την προστασία των καταναλωτών (για παράδειγμα εκείνες που σχετίζονται με τα οικονομικά και νομικά συμφέροντα των καταναλωτών)·
42. εκφράζει ικανοποίησή για τις προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τις ενέργειες και τα χρονοδιαγράμματα στον τομέα της εναλλακτικής διευθέτησης διαφορών, όπως περιγράφεται στο Στόχο 2 – αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων προστασίας των καταναλωτών·
43. η άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά δικονομικά δίκαια των κρατών μελών· σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να προωθηθεί περαιτέρω η εξωδικαστική διευθέτηση των διαφορών μέσω της βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ των οργανώσεων των καταναλωτών και των κρατών μελών·
44. ζητεί από την Επιτροπή να αναγνωρίσει τη σημασία της προστασίας των καταναλωτών από τους κινδύνους του παθητικού καπνίσματος και την προτρέπει να δώσει το παράδειγμα, εφαρμόζοντας περιορισμούς στο κάπνισμα μέσα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και ενθαρρύνοντας την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους·
45. προτείνει οι εκτιμήσεις ρυθμιστικών επιπτώσεων της προτεινόμενης νομοθεσίας να περιλαμβάνουν την εκτίμηση των επιπτώσεων στους καταναλωτές·
46. επιμένει ότι οι χώρες που περιφρονούν τη νομοθεσία περί προστασίας των καταναλωτών της ΕΕ πρέπει να τιμωρούνται ταχύτερα και σοβαρότερα·
47. θεωρεί ότι οι μηχανισμοί της εσωτερικής αγοράς λειτουργούν αποτελεσματικά όταν η πολιτική περί προστασίας των καταναλωτών στηρίζεται σε κοινοτικούς κανόνες, η εφαρμογή των οποίων δύναται να ελεγχθεί και μέσω επιστημονικών και αναλυτικών μεθόδων που δεν επιτρέπουν την απάτη, την παραπλάνηση των καταναλωτών και τη στρέβλωση του ανταγωνισμού·
Στόχος 3 – «Συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στις πολιτικές της ΕΕ»
48. προτείνει, στο πλαίσιο της λευκής βίβλου της Επιτροπής για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση[7] (COM(2001) 428), να θεσπισθούν κατευθυντήριες γραμμές για τη διάκριση των αυθεντικών ομάδων καταναλωτών από εκείνες που ισχυρίζονται ότι είναι ομάδες καταναλωτών, ενώ χρηματοδοτούνται από βιομηχανικά συμφέροντα· συνεπώς πρέπει να θεσπισθούν βασικές απαιτήσεις για τις οργανώσεις των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των διασφαλίσεων για την εσωτερική τους διαφάνεια και δημοκρατία·
49. πρέπει να εμπεδωθεί μια αποτελεσματικότερη συνεργασία μεταξύ των οργανώσεων των καταναλωτών και των συμφερόντων των επιχειρήσεων μέσω ενός οργανωμένου διαλόγου σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών·
50. η στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών δικαιολογημένα αποδίδει μεγάλη σημασία στην ανάγκη πιο ολοκληρωμένων, συστηματικών και συνεχών προσπαθειών για την ανάπτυξη επαρκούς βάσης γνώσεων για τους καταναλωτές ως ουσιώδους εργαλείου για τους φορείς χάραξης πολιτικής, πράγμα που θα συμβάλει στο να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή των οργανώσεων καταναλωτών στη νομοθετική διαδικασία.
51. επαναλαμβάνει και ενισχύει το αίτημά του, στο ψήφισμά του της 4 Μαΐου 1999[8] σχετικά με το τελευταίο σχέδιο δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, για τη συστηματική συμμετοχή και εκπροσώπηση αντιπροσώπων των καταναλωτών στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ·
52. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν και να βελτιώσουν την εκπροσώπηση των συμφερόντων των καταναλωτών στην τυποποίηση, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο και ως προς το τελευταίο προτείνει να ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη της συστηματικής και άμεσης συμμετοχής των καταναλωτών στους διεθνείς οργανισμούς τυποποίησης, συμπληρώνοντας την εκπροσώπηση των καταναλωτών στο πλαίσιο εθνικών αντιπροσωπειών που δεσμεύονται από εθνικές θέσεις "συναίνεσης" που συχνά καθορίζονται από τη βιομηχανία·
53. καλεί, στο πλαίσιο της προστασίας των καταναλωτών εντός των διεθνών οργανισμών, και ειδικότερα του ΠΟΕ, να τεθεί σε εφαρμογή διάλογος μακράς πνοής με τις οργανώσεις καταναλωτών έτσι ώστε να γίνει αποτελεσματική η συμμετοχή των καταναλωτών στη διεθνή τυποποίηση·
54. ενθαρρύνει την Επιτροπή να διατηρήσει και να αναπτύξει τα υφιστάμενα φόρουμ, όπως είναι η Επιτροπή Καταναλωτών της ΕΕ, η ετήσια συνέλευση ενώσεων καταναλωτών και ο διατλαντικός διάλογος σε θέματα καταναλωτών·
55. σημειώνει με ανησυχία τα αποτελέσματα του τελευταίου πίνακα αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς, τα οποία καταδεικνύουν ότι γενικά μόνο το 52% των καταναλωτών της ΕΕ είναι σωστά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους βάσει της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά, και συνιστά στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη να βελτιώσουν τους τρόπους γνωστοποίησης αυτών των δικαιωμάτων στους καταναλωτές και, ως εκ τούτου, να βοηθήσουν τους καταναλωτές να ενισχύσουν περισσότερο τη θέση τους·
56. ζητεί από την Επιτροπή να συνεχίσει να προωθεί τη χρήση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων της ΕΕ για να καταστεί δυνατόν να ενημερωθούν οι καταναλωτές για τα δικαιώματα και τις ευθύνες τους· υπογραμμίζει, για το σκοπό αυτό, τη σημασία της ταχείας θέσης σε λειτουργία αλληλεπιδραστικών εκπαιδευτικών εργαλείων που θα είναι ευκόλως διαθέσιμα σε όλους σε άμεση σύνδεση·
57. ενθαρρύνει την ανάπτυξη εκστρατειών για την ενημέρωση των καταναλωτών σε όλα τα κατάλληλα μέσα μαζικής ενημέρωσης και προτείνει να πραγματοποιείται μια επιμέρους αξιολόγηση μετά από κάθε εκστρατεία, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι καταναλωτές έχουν την ενημέρωση που χρειάζονται, όταν τη χρειάζονται·
58. ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε ενημερωτικές εκστρατείες για τους νέους όπου παράλληλα με την πρόληψη της κατανάλωσης καπνού η προσοχή θα εστιάζεται κυρίως και στα θέματα της χρήσης ναρκωτικών και της υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών·
59. επισημαίνει την ανάγκη για συνεχή δράση στον τομέα της κατάρτισης του προσωπικού των οργανώσεων καταναλωτών μέσω των αρμόδιων υπηρεσιών στα κράτη μέλη, όπως για παράδειγμα στους τομείς της γενικής διοίκησης, των δημοσίων σχέσεων και του δικαίου των καταναλωτών, και για την επικέντρωση ιδιαίτερα της προσοχής σε ομάδες καταναλωτών από κράτη μέλη και από υποψήφιες χώρες που δεν διαθέτουν παραδοσιακά ισχυρή βάση ενεργού και ανεξάρτητης δράσης καταναλωτών·
60. σημειώνει τα πορίσματα της έκθεσης της Επιτροπής του 2002 για την πρόοδο των υποψήφιων χωρών[9] (COM(2002) 700), ότι χρειάζεται να δοθεί βοήθεια για την ανάπτυξη των οργανώσεων των καταναλωτών σε ορισμένες χώρες, βοήθεια η οποία πρέπει να περιλαμβάνει οικονομική ενίσχυση και να αποτελεί τμήμα του προϋπολογισμού του 2004, και προτείνει ιδιαίτερα την ενσωμάτωση των οργανώσεων καταναλωτών από τις υποψήφιες χώρες στην Επιτροπή Καταναλωτών της ΕΕ και τη συμμετοχή τους σε όλους τους κύκλους κατάρτισης για τις οργανώσεις καταναλωτών της ΕΕ, ως ορισμένες από τις δράσεις που θα μπορούσε να αναλάβει η Επιτροπή από την άποψη αυτή·
61. ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο θέμα της κατάρτισης ειδικού προγράμματος με στόχο τους καταναλωτές, καθώς και στη σύσταση ανεξάρτητων οργανώσεων στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες·
62. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει επειγόντως πρόταση για τη θέσπιση ενός νέου γενικού πλαισίου για τις κοινοτικές δραστηριότητες υπέρ των καταναλωτών·
Νέο: Στόχος 4 – Ενσωμάτωση των στόχων της προστασίας των καταναλωτών σε όλους τους σχετικούς τομείς πολιτικής της ΕΕ
63. εκφράζει λύπη για τον αδύναμο τρόπο με τον οποίο αυτός ο σημαντικός οριζόντιος στόχος προβάλλεται από την Επιτροπή στην προτεινόμενη ανακοίνωσή της για τις προτεραιότητες της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών 2002 – 2006, και, λόγω της σημασίας που έχει η πολιτική υπέρ των καταναλωτών για την καθημερινή ζωή όλων των πολιτών της ΕΕ, ζητεί από την Επιτροπή να θέσει ως έναν από τους κεντρικούς στόχους της, στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο, την ενσωμάτωση των συμφερόντων των καταναλωτών σε όλους τους τομείς πολιτικής της ΕΕ·
64. ζητεί τη διεξαγωγή συζητήσεων στους κόλπους της Συνέλευσης και της επακόλουθης ΔΚΔ για να αντιμετωπιστεί η ανάγκη ενίσχυσης του άρθρου 153 της Συνθήκης, με αίτημα τη συστηματική ενσωμάτωση της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών εντός όλων των τομέων πολιτικής της ΕΕ με ιδιαίτερη αναφορά στις ανάγκες των μειονεκτούντων και ευάλωτων καταναλωτών·
65. επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η πολιτική προστασίας των καταναλωτών και οι οργανώσεις καταναλωτών κατά την επεξεργασία της πολιτικής ώστε να εξασφαλίζεται η συνεκτίμηση περισσότερων πτυχών, αξιών και απόψεων· θεωρεί ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συμμετοχή γυναικών, ιδίως μεταναστριών, στις εν λόγω οργανώσεις καταναλωτών ώστε να η πολιτική των καταναλωτών να χαράσσεται με πιο ισορροπημένο τρόπο·
66. προτρέπει την Επιτροπή να δημοσιεύει τακτικές εκθέσεις για την ενσωμάτωση της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών σε άλλες πολιτικές της ΕΕ και την ενθαρρύνει να αναπτύξει τη διϋπηρεσιακή ομάδα για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών σε ένα συστηματικό όργανο διαβούλευσης στο εσωτερικό της Επιτροπής·
67. σημειώνει την απογοήτευσή του για την απόφαση του Συμβουλίου να αναδιαρθρώσει το Συμβούλιο που ασχολείται με τις υποθέσεις των καταναλωτών, ενσωματώνοντάς το στην πολιτική απασχόλησης, κοινωνικών υποθέσεων και δημόσιας υγείας· εκφράζει λύπη για την απουσία κάθε διαβούλευσης σχετικά με αυτό, και σημειώνει με ανησυχία τις συνέπειες που έχει αυτό στην ενσωμάτωση των προβληματισμών των καταναλωτών στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς, όπου αναπόφευκτα θα υπόκεινται·
68. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή καθώς και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.
- [1] ΕΕ C 137 Ε, 8.6.2002, σελ. 2-23.
- [2] ΕΕ C δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
- [3] ΕΕ C 205, 25.7.1994, σελ. 6.
- [4] TA-PROV (2002)0368.
- [5] ΕΕ C 279, 1.10.1999, σελ. 23-84.
- [6] ΕΕ C 279, 1.10.1999, σελ. 23-84.
- [7] ΕΕ C 287, 12.10.2001, σελ. 1.
- [8] ΕΕ C 279, 1.10.1999, σελ. 23-84.
- [9] ΕΕ C δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Θα ήταν σκόπιμο να αναφερθεί ότι η κομψή στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002 - 2006[1] αποτελεί έναν κρίσιμο σταθμό στη μακρά πορεία της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών διαμέσου των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, καθώς το ειδικό συμβούλιο που ασχολούνταν με υποθέσεις των καταναλωτών συγχωνεύθηκε με άλλα, τα οποία έχουν διαφορετικές προτεραιότητες, και χωρίς εμφανή διαβούλευση. Ωστόσο, η ανακοίνωση αποτελεί τον από καιρό αναμενόμενο χάρτη πορείας για την επόμενη τριετία και δεν υπάρχει τίποτε το ασαφές σχετικά με τις τρεις βασικές προτεραιότητές της, οι οποίες δεν περιγράφονται εκτενώς, είναι περιορισμένες όσον αφορά το πεδίο τους και δυνάμενες να επιτευχθούν. Η προηγούμενη ανακοίνωση υποβλήθηκε νωρίτερα από την προθεσμία της, αλλά περιέγραφε μια γενικότερη προοπτική· μια ισχυρότερη φωνή για τους καταναλωτές σε όλη την ΕΕ· ένα υψηλό επίπεδο υγείας και ασφάλειας για τους καταναλωτές της ΕΕ· και πλήρη σεβασμό για τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών της ΕΕ. Αυτοί ήταν στόχοι καλών προθέσεων, αλλά εφαρμόστηκαν πραγματικά; Η λευκή βίβλος για την ασφάλεια των τροφίμων του 2000 αποτέλεσε μια κρίσιμη καμπή για τον τομέα των τροφίμων και προκάλεσε τη θέσπιση της γενικής νομοθεσίας για τα τρόφιμα και τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων. Αυτό πρόκειται να δημιουργηθεί μια νέα κουλτούρα ανοίγματος, διαφάνειας, υπευθυνότητας και βελτιωμένης εκπροσώπησης των ενδιαφερομένων. Ωστόσο, η πολιτική των τροφίμων δεν περιλαμβάνεται πλέον στο έγγραφο της Επιτροπής για τη στρατηγική υπέρ των καταναλωτών. Ως εκ τούτου, η έκθεση της Επιτροπής θα πρέπει να κριθεί σε άλλους τομείς. Όσον αφορά τους λοιπούς στόχους που τέθηκαν το 1999, είναι πολύ δυσκολότερο να εκτιμηθεί η πρόοδός τους. Η ίδια η Επιτροπή πραγματοποίησε μια αξιολόγηση του προηγούμενου σχεδίου δράσης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οποιαδήποτε μελλοντική πρωτοβουλία θα πρέπει να είναι περισσότερο ευέλικτη και στρατηγική και επισήμανε «τη σημασία της αποτελεσματικής ενσωμάτωσης της διάστασης των καταναλωτών σε όλες τις σχετικές πολιτικές ΕΚ» (COM(2001) 486)[2].
Η τελευταία ανακοίνωση επιχειρεί να πράξει κάτι τέτοιο. Η ευελιξία εισάγεται με ένα βραχυπρόθεσμο κυλιόμενο πρόγραμμα, το οποίο περιγράφεται σαφώς στο Παράρτημα που απαριθμεί τις προτεινόμενες επόμενες δράσεις της Επιτροπής με ενδεικτικά χρονοδιαγράμματα στο πλαίσιο των σχετικών στόχων. Αλλά υπήρξαν μεγαλειώδεις κατάλογοι δράσεων προηγουμένως (κυρίως στο Παράρτημα του λευκού βιβλίου για την ασφάλεια των τροφίμων με τα προτεινόμενα 84 σημεία δράσης). Η Επιτροπή μας διαβεβαιώνει ότι αυτό θα αναθεωρείται τακτικά υπό τη μορφή εγγράφου εργασίας της Επιτροπής, το οποίο θα επιτρέπει πιθανές τροποποιήσεις ή προσθήκες που θα προκύπτουν. Ο εισηγητής επισημαίνει την ανάγκη να αποστείλει το Κοινοβούλιο ένα σαφές μήνυμα προς την Επιτροπή ότι θα παρακολουθεί το Παράρτημα και αναμένει ότι θα ενημερώνεται για την αναθεώρησή του.
Είναι εμφανής η στρατηγική προσέγγιση στους τρεις συνολικούς και αμοιβαία περιεκτικούς στόχους που η Επιτροπή εντόπισε για την περίοδο 2002 - 2006:
- ∙Ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών
- ∙Η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των καταναλωτών
- ∙Η συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στις πολιτικές της ΕΕ
Ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών
Κανείς δεν θα αμφισβητούσε το στόχο της πολιτικής της ΕΕ να επιδιωχθεί ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών, αλλά οι απόψεις διαφέρουν σχετικά με το τι σημαίνει στην πράξη ένα «υψηλό κοινό επίπεδο». Από την παρούσα ανακοίνωση και τις πρόσφατες δηλώσεις του ίδιου του Επιτρόπου Byrne[3], φαίνεται ότι η νομοθεσία για τους καταναλωτές της ΕΕ θα πρέπει να ορίζει ένα επίπεδο μέγιστης εναρμόνισης. Αυτό ενισχύθηκε περαιτέρω με την πρόσφατη πρόταση για την καταναλωτική πίστωση. Ο εισηγητής δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι η νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών, με τον ορισμό ενός ελάχιστου επιπέδου συμφωνηθέντων μέτρων σε όλη την ΕΕ, δημιούργησε σε ορισμένους τομείς ένα άνισο πεδίο για καταναλωτές και επιχειρήσεις. Ένα περισσότερο αξιοσημείωτο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η οδηγία της ΕΕ σχετικά με τη χρονομεριστική μίσθωση. Αλλά ο εισηγητής θα επιθυμούσε να επιστήσει την προσοχή στην υπερβολική αναφορά στον αρνητικό αντίκτυπο των μέτρων ελάχιστης εναρμόνισης και στη σκοπιμότητα της μέγιστης εναρμόνισης. Κάθε περίπτωση θα πρέπει να κριθεί ξεχωριστά και να εκτιμηθεί ανάλογα με τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε υποβάθμιση υφιστάμενων και καλά διαφυλαττόμενων προτύπων. Η τελευταία έρευνα της Επιτροπής για τις διασυνοριακές αγορές στην ΕΕ[4], επισημαίνει την τάση τους να άρουν τα υφιστάμενα εμπόδια στη μαζική ανάπτυξη του διασυνοριακού εμπορίου. Μόνο το 13% των καταναλωτών της ΕΕ έκαναν διασυνοριακές αγορές τους τελευταίους 12 μήνες και ελάχιστοι από αυτούς έχουν χρησιμοποιήσει το Διαδίκτυο, ενώ 45% των επιχειρήσεων που ερωτήθηκαν πιστεύουν ότι η εναρμόνιση θα αυξήσει τις πωλήσεις τους (ιδιαίτερα στους τομείς των εμπορικών πρακτικών, της διαφήμισης και της λοιπής νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών). Ωστόσο στην πορεία για την ανάπτυξη κοινών προτύπων, οποιαδήποτε πρόταση για μέγιστη εναρμόνιση δεν θα πρέπει να προσεγγίζει τα ελάχιστα επίπεδα των υφιστάμενων προτύπων. Ο κατάλληλος έλεγχος και η προστασία της καταναλωτικής πίστωσης, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο ένα θέμα της ενιαίας αγοράς, αλλά αφορά και την προστασία του πολίτη.
Η Επιτροπή προτείνει ακόμη μια ενιαία συνολική προσέγγιση για την περαιτέρω χρήση της αρχής για τη χώρα καταγωγής, σε συνδυασμό με την αρχή για την αμοιβαία αναγνώριση. Με ένα υψηλό κοινό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών που εφαρμόζεται σε όλη την ΕΕ, αυτή θα ήταν η κατάλληλη προσέγγιση. Αλλά δεν υφίσταται ακόμη αυτή η κατάσταση. Οι ομάδες των καταναλωτών ανησυχούν όλο και περισσότερο ότι αυτό θα επιδείνωνε την παρούσα κατάσταση και θα υπέσκαπτε τα υψηλά επίπεδα προστασίας που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένα κράτη μέλη, καθώς θα επιχειρούσαν να ανταγωνισθούν με εκείνες που υιοθετούν χαμηλότερα πρότυπα σε άλλα κράτη μέλη.
Ο περιορισμός του αριθμού των λέξεων εμποδίζει τον εισηγητή να σχολιάσει λεπτομερώς το μεγάλο κατάλογο των προτεινόμενων δράσεων στο πλαίσιο αυτού του στόχου. Αλλά ο εισηγητής θα επιθυμούσε να επισημάνει την ανάγκη ανάληψης δράσης για τη χρονομεριστική μίσθωση, την πυρασφάλεια, τα παιχνίδια, τις υπηρεσίες και την πολιτική των μεταφορών. Θα πρέπει επίσης να υπενθυμιστούν στην Επιτροπή τα αιτήματα του Κοινοβουλίου για την ανάληψη δράσης που περιλαμβάνονται στο ψήφισμά του για το προηγούμενο σχέδιο δράσης για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών, κυρίως όσον αφορά τους τομείς της νομοθεσίας για τα εμπορικά σήματα και της πολιτικής ΠΟΕ.
Αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων για την προστασία των καταναλωτών
Η εγκαθίδρυση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών σε όλη την ΕΕ μπορεί να είναι θετική ή να είναι εν μέρει στομφώδης. Η έλλειψη εφαρμογής της νομοθεσίας καθιστά την όλη πράξη άκυρη. Ως εκ τούτου, η κατάλληλη μεταφορά της νομοθεσίας ΕΕ και η αποτελεσματική εφαρμογή της είναι πολύ σημαντικές. Ο τελευταίος πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς[5] καταδεικνύει μια συνεχή βελτίωση της εφαρμογής από τα κράτη μέλη της νομοθεσίας της ΕΕ, αλλά μόνο πέντε κράτη μέλη πληρούν τους στόχους που τέθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης, το Μάρτιο του 2002, για τα ποσοστά εφαρμογής. Θα πρέπει να γίνουν περισσότερα. Αυτή δεν αποτελεί μια ενθαρρυντική πρόοδο για τους υπόλοιπους δέκα, ούτε μια ενθαρρυντική προοπτική για τους δέκα που θα ενταχθούν.
Στις τελευταίες εκθέσεις για την πρόοδο των υποψήφιων χωρών της Επιτροπής, όλες οι χώρες που θα ενταχθούν το 2004 ολοκλήρωσαν προσωρινά τις διαπραγματεύσεις τους για το κεκτημένο που σχετίζεται με το κεφάλαιο για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών και δεν ζήτησαν μεταβατικές διευθετήσεις. Αυτό είναι θετικό, αλλά δεν θα πρέπει να αγνοείται ο συγκριτικά σύντομος βίος της πολιτικής των καταναλωτών στις υποψήφιες χώρες. Για παράδειγμα, στο εγχειρίδιο της για την «Πολιτική υπέρ των καταναλωτών και τις οργανώσεις των καταναλωτών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη 2000»[6], η Διεθνής Οργάνωση Καταναλωτών διαπίστωσε ότι οι υπό ένταξη χώρες συχνά παρουσιάζουν ελλείψεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση και το προσωπικό για τη διασφάλιση της εφαρμογής της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί το ότι η Επιτροπή πρέπει να διαδραματίσει επειγόντως έναν ενεργό ρόλο στην καθοδήγηση των υπό ένταξη χωρών για την αποτελεσματική εφαρμογή και επιβολή μέτρων.
Συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στις πολιτικές της ΕΕ
Ένας ενημερωμένος καταναλωτής είναι ένας ισχυρός καταναλωτής. Εάν ένας καταναλωτής γνωρίζει τα δικαιώματα και τις ευθύνες του, τότε είναι σε θέση να δρέψει όλα τα οφέλη της Ενιαίας Αγοράς και πέραν από αυτή. Πρόσφατες έρευνες κατέδειξαν ότι μόνο το 52% των καταναλωτών είναι καλά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους εντός της εσωτερικής αγοράς[7]. Συνεπώς, αποτελεί πραγματική προτεραιότητα για την Επιτροπή η συνέχιση της ανάπτυξης νέων και υφιστάμενων μέσων γνωστοποίησης στους καταναλωτές όλων των ηλικιών και όλων των τμημάτων της κοινωνίας, καθώς και η διασφάλιση ότι αυτές οι πληροφορίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών και στις απαιτήσεις τους. Η αποκατάσταση των ΕΚΚ και η επέκτασή τους στην ευρύτερη Ένωση θα πρέπει επομένως να επιδοκιμαστούν. Πρωτοβουλίες που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ, όπως το πρόγραμμα Comenius για την «Εκπαίδευση των καταναλωτών και κατάρτιση των εκπαιδευτικών- ανάπτυξη της ταυτότητας του καταναλωτή», θα πρέπει να ενθαρρυνθούν και να αναπτυχθούν περαιτέρω ως μέσα για την ενημέρωση των καταναλωτών όχι μόνο σχετικά με τα δικαιώματά τους, αλλά και τις ευθύνες τους, για παράδειγμα με την αξιολόγηση του περιβαλλοντικού και κοινωνικού αντίκτυπου των αγορών τους.
Ο ρόλος των αυθεντικών ομάδων καταναλωτών είναι σημαντικός και θα πρέπει να ενθαρρυνθεί περαιτέρω και να αναπτυχθεί μέσω της χρηματοδότησής τους καθώς και της ανάληψης πρωτοβουλιών κατάρτισης. Η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ανέφερε μείωση του αριθμού των προτάσεων που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο του κονδυλίου του προϋπολογισμού για το γενικό πλαίσιο των κοινοτικών δραστηριοτήτων υπέρ των καταναλωτών είναι ανησυχητική (απόφαση αριθ. 283/1999/EΚ)[8]. Η Επιτροπή αποδίδει το φαινόμενο αυτό στον καλύτερο ορισμό των δράσεων προς χρηματοδότηση στις προσκλήσεις υποβολής σχεδίων και στην απαίτηση για συνδυασμένη χρηματοδότηση και από τα κράτη μέλη. Η Επιτροπή θα πρέπει να δώσει μεγάλη προσοχή στις εξελίξεις στον τομέα αυτό και να επιδιώξει να διασφαλίσει ότι οι πόροι της ΕΕ κατευθύνονται σε εκείνες τις ομάδες που τους χρειάζονται περισσότερο. Όσον αφορά το εν λόγω κονδύλιο του προϋπολογισμού, η ισχύς του οποίου αναμένεται να εκπνεύσει το 2003, η Επιτροπή θα πρέπει ως προτεραιότητα να υποβάλει νέες προτάσεις.
Το θέμα της διεύρυνσης δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και στην περίπτωση αυτή. Το πρόγραμμα PHARE CICPP II ήταν ιδιαίτερα ευεργετικό για τη βελτίωση της λειτουργίας των οργανώσεων των καταναλωτών στις υπό ένταξη χώρες και για τη βελτίωση της ευαισθητοποίησης του κοινού σχετικά με το δίκαιο και την πολιτική των καταναλωτών. Αλλά αυτού του είδους οι στόχοι θα πρέπει τώρα να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος των μελλοντικών εργασιών της Επιτροπής με την ενεργό συμμετοχή των οργανώσεων των καταναλωτών στις υπό ένταξη χώρες σε όλες τις πρωτοβουλίες που προσφέρονται για τα σημερινά κράτη μέλη.
Η ανάγκη για έναν πρόσθετο στόχο σχετικό με την ενσωμάτωση των στόχων της πολιτικής υπέρ των καταναλωτών
Η ανάγκη για την ενίσχυση της ενσωμάτωσης των στόχων για την προστασία των καταναλωτών σε όλα τα σχετικά πεδία πολιτικής της ΕΕ συναντάται σε μια αβέβαιη σημείωση στο κείμενο της Επιτροπής. Από το τελευταίο σχέδιο δράσης σημειώθηκε πρόοδος από αυτή την άποψη, κυρίως όσον αφορά την αναθεώρηση των κανόνων ανταγωνισμού (την απαλλαγή κατά κατηγορία) στον τομέα των αυτοκινήτων, όσον αφορά τη δημιουργία διϋπηρεσιακής ομάδας για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών προκειμένου να βελτιωθεί ο συντονισμός στους κόλπους της Επιτροπής και τη μεταρρύθμιση της συμβουλευτικής επιτροπής των καταναλωτών. Στο Παράρτημα, η Επιτροπή προτείνει να επωφεληθούμε από αυτή την πρόοδο, αναπτύσσοντας έναν ολοκληρωμένο μηχανισμό αξιολόγησης του αντίκτυπου. Αλλά ο εισηγητής προτείνει να δοθεί εξέχουσα θέση στην ανάγκη για την ενσωμάτωση των στόχων των καταναλωτών σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ και, ως εκ τούτου, αυτό να καταστεί δικαιωματικά ένας στρατηγικός στόχος. Η ύστατη αξιολόγηση του αντίκτυπου, κατά τη διάρκεια αυτών των τριών ετών, θα πραγματοποιηθεί από την ίδια την Επιτροπή.
- [1] ΕΕ C δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
- [2] ΕΕ C δεν δημοσιεύθηκε ακόμη.
- [3] Ομιλία του David Byrne, Ευρωπαίου Επίτροπου αρμόδιου για την υγεία και την προστασία των καταναλωτών. «Η ενιαία αγορά-η παροχή μιας υπόσχεσης». Ετήσια Συνέλευση των Ενώσεων Καταναλωτών, Βρυξέλλες, 8 Οκτωβρίου 2002.
- [4] Δημόσια γνώμη στην Ευρώπη: Απόψεις για το διασυνοριακό εμπόριο μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών, 14 Νοεμβρίου 2002. Ανακοινωθέν Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, 15/11/2002, IP/02/1683
- [5] Πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς: Ανακοινωθέν Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 11/11/2002, IP/02/1644
- [6] Η πολιτική υπέρ των καταναλωτών και οι οργανώσεις καταναλωτών στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Υπηρεσία για τις αναπτυγμένες και τις υπό μετάβαση οικονομίες, 2000, σελ. 112
- [7] Πίνακας αποτελεσμάτων της εσωτερικής αγοράς: Δέκα χρόνια εσωτερικής αγοράς χωρίς σύνορα, 11 Νοεμβρίου 2002. Ανακοινωθέν Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 11/11/2002, Memo/02/231
- [8] ΕΕ L 034, 9.2.1999, σελ. 1-7
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΩΝ
9 Δεκεμβρίου 2002
προς την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών
σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006
(COM(2002) 208 – C5‑0329/2002 – 2002/2173 (COS))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Anne-Karin Glase
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Κατά τη συνεδρίασή της στις 18 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή Προϋπολογισμών όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την Anne-Karin Glase.
Κατά τη συνεδρίασή της στις 9 Δεκεμβρίου 2002, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.
Κατά την ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε τα κατωτέρω συμπεράσματα ομόφωνα.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Terence Wynn, πρόεδρος, Anne Elisabet Jensen, αντιπρόεδρος, Anne-Karin Glase, συντάκτρια γνωμοδότησης, Ιωάννης Αβέρωφ, Joan Colom i Naval, Manuel António dos Santos, Bárbara Dührkop Dührkop, James E.M. Elles, Salvador Garriga Polledo, Neena Gill, Anne-Karin Glase (αναπλ. Edward H.C. McMillan-Scott), Jutta D. Haug, Wilfried Kuckelkorn, Guido Posestà, Kyösti Tapio Virrankoski, Ralf Walter και Brigitte Wenzel-Perillo.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Επιτροπή Προϋπολογισμών καλεί την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τα ακόλουθα στοιχεία:
1. Επισημαίνει ότι η στρατηγική που προτείνει η Επιτροπή υπερβαίνει κατά τέσσερα έτη την περίοδο της ισχύουσας νομικής βάσης, η οποία εκπνέει στο τέλος του 2003, και ότι η Επιτροπή θα υποβάλει στη συνέχεια πρόταση που θα αφορά νέα νομική βάση και θα περιέχει τις οικονομικές και δημοσιονομικές διατάξεις για μετά το 2003.
2. Πιστεύει πως το γεγονός ότι το χρονικό πλαίσιο για την προτεινόμενη στρατηγική έχει διαφορετικό χρονοδιάγραμμα από τη νομική βάση δημιουργεί πρόβλημα και χαιρετίζει τη δήλωση της Επιτροπής ότι προτίθεται να επανορθώσει την κατάσταση αυτή· πιστεύει, ωστόσο, πως ο καλύτερος συντονισμός της στρατηγικής με τη νομική βάση δεν αρκεί, και καλεί την Επιτροπή να ευθυγραμμίσει τα δύο χρονοδιαγράμματα.
3. Εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι η προτεινόμενη στρατηγική δεν επιχειρεί να αξιολογήσει ή να προσδιορίσει ποσοτικά τα οικονομικά και δημοσιονομικά επακόλουθα των προτεινομένων δράσεων, κάποιες από τις οποίες είναι καινούργιες, και υπερβαίνει τη διάρκεια της ισχύουσας νομικής βάσης.
4. Τονίζει ότι οι σημερινές δημοσιονομικές προοπτικές, που ορίζουν ανώτατα όρια δαπανών για διάφορες γραμμές του προϋπολογισμού, ισχύουν ως το 2006 και, συνεπώς, οι προβλεπόμενες στη στρατηγική καθώς και στην επικείμενη πρόταση για νέα νομική βάση δράσεις, θα πρέπει να προσαρμόζονται σ’ αυτό το πλαίσιο χωρίς να περιορίζουν άλλες πολιτικές βάσει της γραμμής 3 (εσωτερικές πολιτικές) του προϋπολογισμού.
5. Υπενθυμίζει ότι, εάν οι προβλεπόμενες στη στρατηγική δράσεις, με τη μορφή και τη στιγμή που θα περιληφθούν στην πρόταση της νέας νομικής βάσης, πρέπει να εκτείνονται πέραν του έτους 2006, τα χρηματικά ποσά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν είτε από μια συμφωνία για μια νέα χρηματοοικονομική προοπτική είτε από ετήσιες δημοσιονομικές αποφάσεις.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
3 Δεκεμβρίου 2002
προς την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών
σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών
Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006
(COM(2002) 208 – C5‑0329 /2002– 2002/2173 (COS))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Marianne Thyssen
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Κατά τη συνεδρίασή της στις 10 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την Marianne Thyssen.
Κατά τις συνεδριάσεις της στις 5 Νοεμβρίου και 3 Δεκεμβρίου 2002, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.
Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε ομόφωνα τα κατωτέρω συμπεράσματα.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Giuseppe Gargani, πρόεδρος· Willi Rothley, Ιωάννης Κουκιάδης και Bill Miller, αντιπρόεδροι· Marianne L.P. Thyssen, συντάκτρια γνωμοδότησης· Paolo Bartolozzi, Ward Beysen, Charlotte Cederschiöld (αναπλ. του Λόρδου Inglewood), Michel J.M. Dary, Bert Doorn, Janelly Fourtou, Marie-Françoise Garaud, Evelyne Gebhardt, Malcolm Harbour, Heidi Anneli Hautala, Hans Karlsson (αναπλ. Carlos Candal), Carlos Lage (αναπλ. Maria Berger, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2 του Κανονισμού), Kurt Lechner, Klaus-Heiner Lehne, Neil MacCormick, Toine Manders, Hans-Peter Mayer (αναπλ. Rainer Wieland), Arlene McCarthy, Manuel Medina Ortega, Marcelino Oreja Arburúa (αναπλ. José María Gil-Robles Gil-Delgado), Dagmar Roth-Behrendt (αναπλ. François Zimeray), Anne-Marie Schaffner, Diana Wallis, Joachim Wuermeling και Stefano Zappalà.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς καλεί την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τα ακόλουθα στοιχεία:
1. η αποτελεσματικότερη ενσωμάτωση της πολιτικής των καταναλωτών σε όλες τις άλλες πολιτικές της ΕΕ πρέπει να βασίζεται στις αρχές της ενιαίας αγοράς, όπως η αρχή της χώρας προέλευσης και η αμοιβαία αναγνώριση, χωρίς ωστόσο αυτό να επιβραδύνει τους στόχους της Λισσαβώνας, η επίτευξη των οποίων θα είναι προς όφελος τόσο των καταναλωτών όσο και των επιχειρήσεων·
2. λόγω της σημασίας που έχει η πολιτική υπέρ των καταναλωτών για την καθημερινή ζωή όλων των πολιτών της ΕΕ, η ενσωμάτωση της προστασίας των καταναλωτών σε όλους τους τομείς πολιτικής πρέπει να τεθεί ως τέταρτος στόχος της στρατηγικής για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών·
3. το ευρωπαϊκό πρότυπο της πολιτικής καταναλωτών δεν μπορεί να αποτελεί απλό συνδυασμό όλων των επιμέρους προσεγγίσεων που ακολουθούνται στα κράτη μέλη, αλλά πρέπει να συνίσταται σε ένα κατάλληλο μίγμα των μεθόδων αυτών που θα αναπτυχθεί με βέλτιστη νομική συνδρομή· η εναρμόνιση των νομοθεσιών για τους καταναλωτές πρέπει να προχωρήσει στην αναγκαία έκταση προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι επιχειρήσεις, και ειδικότερα οι ΜΜΕ και οι καταναλωτές, δρουν σε ισότιμη βάση·
4. η εναρμόνιση δεν θα πρέπει να εμποδίζει τη νομοθεσία των κρατών μελών να βαίνει πέραν του κοινού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών στο μέτρο που τα μέτρα αυτά δεν θίγουν τις αρχές που ορίζονται στη Συνθήκη ΕΚ· ενόσω δεν διασφαλίζεται υψηλό επίπεδο εναρμόνισης όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, οι καταναλωτές πρέπει να απολαύουν της προστασίας που παρέχουν οι εθνικές νομοθεσίες τους·
5. ο κοινός εννοιολογικός προσδιορισμός βασικών νομικών όρων όπως καταναλωτής, καταναλωτική σύμβαση κλπ. μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία ενός συνεκτικού δικαίου σχετικά με τους καταναλωτές·
6. η νομοθεσία στο σύνολό της θα πρέπει να λαμβάνει ως αφετηρία τον ορισμό του καταναλωτή όπως αυτός έχει αναπτυχθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου·
7. όλες οι νομοθετικές προτάσεις θα πρέπει να βασίζονται σε ενιαία πρότυπα· ύψιστη σημασία πρέπει να δίδεται στο νομοπαρασκευαστικό έργο· ως εκ τούτου, η Επιτροπή πρέπει να προβεί στον σαφή προσδιορισμό των προβλημάτων προς επίλυση πριν διασφαλίσει νομική πραγματογνωμοσύνη, κατάλληλη διαβούλευση με τους εμπλεκόμενους παράγοντες και αποτελεσματική επίδραση·
8. με βάση τις λεπτομερείς εισηγήσεις των ειδικών οι ενοποιημένες νομοθετικές προτάσεις οφείλουν να εξασφαλίζουν τον βέλτιστο συντονισμό των διατάξεων των οδηγιών που αφορούν το αστικό δίκαιο, επιλύοντας κατά το δυνατόν τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των οδηγιών αυτών σε συνάρτηση με τους εθνικούς αστικούς κώδικες·
9. η νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ρυθμίσεων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, πρέπει να θεσπίζεται έχοντας ως νομική βάση το άρθρο 95 της Συνθήκης ΕΚ·
10. εντός τους πλαισίου του στόχου 3, οι οργανώσεις των καταναλωτών πρέπει να συμμετέχουν στις πολιτικές προστασίας των καταναλωτών της ΕΕ· συνεπώς πρέπει να θεσπισθούν βασικές απαιτήσεις για τις οργανώσεις των καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων των διασφαλίσεων για την εσωτερική τους διαφάνεια και δημοκρατία·
11. πρέπει να εμπεδωθεί μια αποτελεσματικότερη συνεργασία μεταξύ των οργανώσεων των καταναλωτών και των συμφερόντων των επιχειρήσεων μέσω ενός οργανωμένου διαλόγου σε επίπεδο ΕΕ και κρατών μελών·
12. η άσκηση των δικαιωμάτων των καταναλωτών οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα διαφορετικά δικονομικά δίκαια των κρατών μελών· σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, πρέπει να προωθηθεί η εξωδικαστική διευθέτηση των διαφορών μέσω της βελτίωσης της συνεργασίας μεταξύ των οργανώσεων των καταναλωτών και των κρατών μελών·
13. όλες οι νομοθετικές προτάσεις πρέπει να σέβονται τα θεμελιώδη κριτήρια που ορίζονται στη δέσμη εγγράφων της Επιτροπής για ένα καλύτερο κανονιστικό πλαίσιο, και ιδίως:
- τις αρχές της επικουρικότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας·
- την παροχή ουσιαστικών αποδείξεων όσον αφορά την ανάγκη κοινοτικής δράσης·
- τον προσδιορισμό των υφιστάμενων φραγμών στην εσωτερική αγορά·
- την παροχή επαρκών πληροφοριών όσον αφορά τον αντίκτυπο στο συναφές κοινοτικό κεκτημένο και τους κύριους εμπλεκόμενους παράγοντες (ήτοι επιχειρήσεις και καταναλωτές)·
- την παροχή επαρκών αποδείξεων και εγγυήσεων όσον αφορά τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων·
14. η νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών πρέπει να παρέχει επίσης στους ανταγωνιστές ένα αναγνωρισμένο νομικό καθεστώς· πρέπει να εξασφαλιστεί στους ανταγωνιστές το δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικά ένδικα μέσα σε περίπτωση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών·
15. η στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών δικαιολογημένα αποδίδει μεγάλη σημασία στην ανάγκη πιο ολοκληρωμένων, συστηματικών και συνεχών προσπαθειών για την ανάπτυξη επαρκούς βάσης γνώσεων για τους καταναλωτές ως ουσιώδους εργαλείου για τους φορείς χάραξης πολιτικής, πράγμα που θα συμβάλει στο να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συμμετοχή των οργανώσεων καταναλωτών στη νομοθετική διαδικασία.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
21 Ιανουαρίου 2002
προς την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών
σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής: Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006
(COM(2002) 208 – C5‑0329/2002 – 2002/2173 (COS))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Alexander Radwan
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Κατά τη συνεδρίασή της στις 26 Αυγούστου 2002, η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής όρισε συντάκτη γνωμοδότησης τον κ. Alexander Radwan.
Κατά τις συνεδριάσεις της στις 5 Νοεμβρίου 2002, 3 Δεκεμβρίου 2002, 20 Ιανουαρίου και 21 Ιανουαρίου 2003, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.
Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε τα κάτωθι συμπεράσματα με 20 ψήφους υπέρ, 4 ψήφους κατά και 12 αποχές.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Christa Randzio-Plath, πρόεδρος· José Manuel García-Margallo y Marfil, Philippe A.R. Herzog και John Purvis, αντιπρόεδροι· Alexander Radwan, συντάκτης γνωμοδότησης· Generoso Andria, Hans Blokland, Armonia Bordes, Renato Brunetta, Hans Udo Bullmann, Ieke van den Burg (αναπλ. Pervenche Berès), Manuel António dos Santos (αναπλ. Peter William Skinner), Jonathan Evans, Carles-Alfred Gasòliba i Böhm, Robert Goebbels, Lisbeth Grönfeldt Bergman, Mary Honeyball, Christopher Huhne, Othmar Karas, Piia-Noora Kauppi, Christoph Werner Konrad, Wilfried Kuckelkorn (αναπλ. Γιώργου Κατηφόρη), Werner Langen (αναπλ. Ingo Friedrich), Astrid Lulling, Thomas Mann (αναπλ. Brice Hortefeux), Helmuth Markov (αναπλ. Ιωάννη Πατάκη), David W. Martin, Hans-Peter Mayer, Miquel Mayol i Raynal, Fernando Pérez Royo, Peter Michael Mombaur (αναπλ. Ιωάννη Μαρίνου), Bernhard Rapkay, Charles Tannock (αναπλ. Mónica Ridruejo), Helena Torres Marques, Bruno Trentin, Theresa Villiers.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής καλεί την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών, ως αρμόδια επί της ουσίας, να ενσωματώσει στην πρότασή ψηφίσματός της τα εξής σημεία:
Παράγραφος 1
χαιρετίζει την έμφαση που δίνει η ανακοίνωση στην αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών και ενθαρρύνει την Επιτροπή, πριν προτείνει συμπληρωματικούς κανόνες που ενδέχεται να επιφέρουν μεγαλύτερη νομική αβεβαιότητα αν εφαρμοστούν άνισα, να επικεντρωθεί στην προώθηση της ενιαίας εφαρμογής της υφιστάμενης νομοθεσίας·
Παράγραφος 2
καλεί την Επιτροπή, κατά την εκπόνηση συμπληρωματικής νομοθεσίας στον τομέα αυτό, να εφαρμόσει κατά κανόνα τις αρχές της ελάχιστης εναρμόνισης, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να γίνεται αυτό επί τη βάσει ουσιαστικών απαιτήσεων με σημείο αναφοράς εκούσιους ευρωπαϊκούς κανόνες, και της αμοιβαίας αναγνώρισης, περιορίζοντας την πλήρη εναρμόνιση σε σαφώς ειδικές περιπτώσεις, για κάθε μια από τις οποίες πρέπει να εξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης δεν εξυπηρετεί τον σκοπό·
Παράγραφος 3
επισημαίνει ότι η άνιση επιβολή των κανόνων περί προστασίας των καταναλωτών μεταξύ εθνικών δικαιοδοτικών αρχών ενδέχεται να οδηγήσει σε σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού σε ορισμένους τομείς και καλεί την Επιτροπή να περιλάβει στο πρόγραμμα δράσης της εμπεριστατωμένη έρευνα του θέματος αυτού·
Παράγραφος 4
καλεί την Επιτροπή να διευρύνει το πεδίο αναφοράς της προτεινόμενης αξιολόγησης των επιπτώσεων, ούτως ώστε να περιληφθούν και οι επιπτώσεις των κανόνων περί προστασίας των καταναλωτών στην οικονομία, και ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενόψει του στόχου της Λισσαβώνας να καταστεί η ΕΕ, μέχρι το 2010, η πλέον ανταγωνιστική και δυναμική οικονομική περιοχή του κόσμου· στο πλαίσιο αυτό, η ύπαρξη κατάλληλου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών πρέπει να ενισχύει και να μην υπονομεύει τον στόχο αυτό΄·
Παράγραφος 5
επισημαίνει ότι, μολονότι προσυπογράφει πλήρως την αρχή των εγγυημένων προδιαγραφών ασφάλειας και ποιότητας, η θέσπιση υπερβολικών κανόνων περί προστασίας των καταναλωτών ενέχει τον κίνδυνο να επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με περιττό διοικητικό ή νομικό φορτίο, ιδίως στις περιπτώσεις που τέτοιου είδους κανόνες οδηγούν σε ντε φάκτο ανατροπή του βάρους απόδειξης, και ότι πρέπει να ενισχυθεί η ικανότητα των καταναλωτών να κρίνουν εξ ιδίας αντιλήψεως, ενώ ταυτόχρονα τονίζει ότι η ύπαρξη διαφάνειας (ιδίως σε ότι αφορά το προϊόν, τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και το επίπεδο προστασίας) είναι η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΣΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ
6 Δεκεμβρίου 2002
προς την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών
σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής: Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006
(COM(2002)208 – C5‑0329/2002 – 2002/2173(COS))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Ria G.H.C. Oomen-Ruijten
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Κατά τη συνεδρίασή της στις 10 Ιουλίου 2002, η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών όρισε συντάκτρια γνωμοδότησης την Ria G.H.C. Oomen-Ruijten.
Κατά τις συνεδριάσεις της στις 5 Νοεμβρίου 2002 και 3 Δεκεμβρίου 2002, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο γνωμοδότησης.
Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε τα κατωτέρω συμπεράσματα ομόφωνα.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές: Άννα Καραμάνου, πρόεδρος· Marianne Eriksson και Olga Zrihen Zaari, αντιπρόεδροι· Ria G.H.C. Oomen-Ruijten, συντάκτρια γνωμοδότησης· María Antonia Avilés Perea, Regina Bastos, Lone Dybkjær, Ilda Figueiredo, Marie-Hélène Gillig, Lissy Gröner, Karin Jöns, Christa Klaß, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Astrid Lulling, Christa Prets, Amalia Sartori, Miet Smet, Patsy Sörensen, Feleknas Uca και Sabine Zissener.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών καλεί την Επιτροπή Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Πολιτικής των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τα ακόλουθα στοιχεία:
- λαμβάνοντας υπόψη ότι η στρατηγική για την πολιτική των καταναλωτών θα πρέπει να λαμβάνει περισσότερο υπόψη τις κοινωνικές αλλαγές, όπως η νέα ηλικιακή διάρθρωση, ο μεγαλύτερος ρόλος των γυναικών και η ενσωμάτωση των εθνοτικών μειονοτήτων,
- λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική των καταναλωτών στις υποψήφιες χώρες θα πρέπει να βελτιωθεί καθώς δεν δίδεται αρκετή προσοχή στις δυνατότητες των καταναλωτών να προστατεύουν τα συμφέροντά τους και να λειτουργούν ως αυτοτελείς παράγοντες στην αγορά,
- λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και ο ρόλος των ομάδων συμφερόντων στη χάραξη της πολιτικής καταναλωτών είναι σημαντικός, η ισόρροπη συμμετοχή των γυναικών, των νέων, των ηλικιωμένων και των πολιτιστικών μειονοτήτων θα πρέπει να αποτελούν πιο αναπόσπαστα στοιχεία της,
1. τονίζει τη σημασία της διάστασης του φύλου ως αναπόσπαστου συστατικού στοιχείου της πολιτικής των καταναλωτών·
2. ζητεί να ληφθούν περισσότερο υπόψη στη χάραξη της πολιτικής ομάδες όπως οι γυναίκες, οι νέοι, οι ηλικιωμένοι, οι εθνοτικές μειονότητες και ιδίως οι γυναίκες μετανάστριες·
3. επισημαίνει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η πολιτική προστασίας των καταναλωτών και οι οργανώσεις καταναλωτών κατά την επεξεργασία της πολιτικής ώστε να εξασφαλίζεται η συνεκτίμηση περισσότερων πτυχών, αξιών και απόψεων· θεωρεί ότι είναι σημαντικό να ενισχυθεί η συμμετοχή γυναικών, ιδίως μεταναστριών, στις εν λόγω οργανώσεις καταναλωτών ώστε να η πολιτική των καταναλωτών να χαράσσεται με πιο ισορροπημένο τρόπο·
4. ζητεί μεγαλύτερη έμφαση στους καταναλωτές και ειδικό πρόγραμμα που θα στοχεύει σε αυτούς, προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίησή τους, καθώς και την ίδρυση ανεξάρτητων οργανώσεων στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες·
5. ζητεί τη δημιουργία σαφούς, διαφανούς διάρθρωσης για την υποβολή ετησίων εκθέσεων σχετικά με τις προόδους και την εφαρμογή της περί καταναλωτών νομοθεσίας·
6. ζητεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο να αποκτήσουν οι νέοι μεγαλύτερη επίγνωση των καταναλωτικών προβλημάτων μέσω ενημερωτικών εκστρατειών με στόχο τους νέους, όπου παράλληλα με την πρόληψη του καπνίσματος θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη υπόψη και το θέμα της υπερβολικής κατανάλωσης οινοπνεύματος·
7. ζητεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει την καθολική και προσιτή από οικονομική άποψη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες γενικό ενδιαφέροντος·
8. επισημαίνει ότι, λόγω του τρόπου οργάνωσης της κοινωνίας, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν υπερβολικά μεγάλο κίνδυνο να χρεωθούν και ζητεί τη λήψη των κατάλληλων ενημερωτικών και προστατευτικών μέτρων.