ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση για απόφαση του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 10.2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας
(6163/2003 – C5‑0038/2003 – 2003/0803(CNS))

10 Μαρτίου 2003 - *

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Ingo Friedrich

Διαδικασία : 2003/0803(CNS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A5-0063/2003
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A5-0063/2003
Συζήτηση :
Ψηφοφορία :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

Με την από 11ης Φεβρουαρίου 2003 επιστολή του, το Συμβούλιο κάλεσε το Κοινοβούλιο να γνωμοδοτήσει, σύμφωνα με το άρθρο 10.6 του Καταστατικού της ΕΚΤ, σχετικά με τη σύσταση της ΕΚΤ για απόφαση του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 10.2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (6163/2003 – 2003/0803(CNS)).

Κατά τη συνεδρίαση της Φεβρουαρίου 2003, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι παρέπεμψε την εν λόγω σύσταση, για εξέταση επί της ουσίας, στην Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και, για γνωμοδότηση, στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων (C5‑0038/2003).

Κατά τη συνεδρίασή της στις 17 Φεβρουαρίου 2003, η επιτροπή όρισε εισηγητή τον Ingo Friedrich.

Κατά τις συνεδριάσεις της στις 18 Φεβρουαρίου και 10 Μαρτίου 2003, η επιτροπή εξέτασε την πρόταση της Επιτροπής καθώς και το σχέδιο έκθεσης.

Κατά την τελευταία ως άνω συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε το σχέδιο νομοθετικού ψηφίσματος με 28 ψήφους υπέρ, 1 ψήφο κατά και 4 αποχές.

Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία οι βουλευτές Christa Randzio-Plath (πρόεδρος), José Manuel García-Margallo y Marfil, Philippe A.R. Herzog, John Purvis (αντιπρόεδροι), Ingo Friedrich (εισηγητής), Pervenche Berès, Hans Blokland, Armonia Bordes, Jean-Louis Bourlanges (αναπλ. Brice Hortefeux), Hans Udo Bullmann, Ieke van den Burg (αναπλ. Mary Honeyball), Jonathan Evans, Carles-Alfred Gasòliba i Böhm, Robert Goebbels, Lisbeth Grönfeldt Bergman, Christopher Huhne, Othmar Karas, Piia-Noora Kauppi, Werner Langen (αναπλ. Christoph Werner Konrad), Giorgio Lisi (αναπλ. Renato Brunetta σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 2, του Κανονισμού), Astrid Lulling, Ιωάννης Μαρίνος, Hans-Peter Mayer, Ιωάννης Πατάκης, Alexander Radwan, Bernhard Rapkay, Karin Riis-Jørgensen, Manuel António dos Santos (αναπλ. Fernando Pérez Royo), Olle Schmidt, Peter William Skinner, Charles Tannock (αναπλ. Theresa Villiers), Helena Torres Marques και Bruno Trentin.

Η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων αποφάσισε στις 18 Φεβρουαρίου 2003 να μη γνωμοδοτήσει.

Η έκθεση κατατέθηκε στις 10 Μαρτίου 2003.

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ

σχετικά με απόφαση του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 10.2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (6163/2003 – C5‑0038/2003 – 2003/0803(CNS))

Η πρόταση απορρίπτεται.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την πρόταση για απόφαση του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση του άρθρου 10.2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

(6163/2003 – C5‑0038/2003 – 2003/0803(CNS))

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της ΕΚΤ προς το Συμβούλιο (6163/2003)[1],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 10.6 του Καταστατικού της ΕΚΤ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C5‑0038/2003),

–   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2003 (CΟΜ(2003) 81)[2],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 67 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A5‑0063/2003),

Α.   έχοντας πλήρη επίγνωση της ανάγκης να αναμορφωθούν οι διαδικασίες ψηφοφορίας του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ ενόψει της ενδεχόμενης διεύρυνσης της ΟΝΕ,

Β.   παρατηρώντας ότι το προτεινόμενο μοντέλο της εναλλαγής έχει επικριθεί ευρέως ως υπερβολικά περίπλοκο, ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η δυσκολία της μεταρρύθμισης μέσα στα όρια που θέτει το άρθρο 10.6 του Καταστατικού της ΕΚΤ,

Γ.   τονίζοντας ότι τα μέτρα μεταρρύθμισης θα πρέπει να εξασφαλίζουν τόσο την πλήρη συμμετοχή όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στη λήψη αποφάσεων όσο και την επαρκή εκπροσώπηση της οικονομίας της ευρωζώνης,

Δ.   επισημαίνοντας ότι, από περισσότερο μακροπρόθεσμη σκοπιά, η αύξηση των μελών θα απαιτήσει αποτελεσματικότερες δομές λήψης αποφάσεων,

1.   απορρίπτει τη σύσταση της ΕΚΤ·

2.   επιβεβαιώνει τον υφιστάμενο κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών της ευρωζώνης διαθέτουν πλήρες και απεριόριστο δικαίωμα ψήφου και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ λαμβάνει αποφάσεις με την απλή πλειοψηφία των μελών του·

3.   ζητεί να εγκριθεί, στο πλαίσιο της επόμενης διακυβερνητικής διάσκεψης, μια λύση, μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η οποία να κάνει διάκριση ανάμεσα στις επιχειρησιακές αποφάσεις, που θα πρέπει να λαμβάνονται από μια διευρυμένη εννεαμελή Εκτελεστική Επιτροπή, επαρκώς αντιπροσωπευτική της οικονομίας της ευρωζώνης, και τις στρατηγικές αποφάσεις και γενικές αποφάσεις νομισματικής πολιτικής, που θα πρέπει να λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο θα αποφασίζει με διπλή πλειοψηφία βάσει του πληθυσμού των κρατών μελών, του συνολικού μεγέθους της οικονομίας και, μέσα σε αυτήν, του σχετικού μεγέθους του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών·

4.   αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην ΕΚΤ, στη Συνέλευση και στα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών.

  • [1] Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.
  • [2]    Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.   Ανταπόκριση στις προκλήσεις της διεύρυνσης με την αναμόρφωση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ

Η ενδεχόμενη διεύρυνση της ΟΝΕ θα μπορούσε να αυξήσει τον αριθμό των μελών με δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ σε 31 ή περισσότερα. Η λήψη αποφάσεων θα γίνει πολύ δυσκολότερη κάτω από τέτοιες συνθήκες, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η διευρυμένη ΟΝΕ θα είναι ίσως πολύ πιο ανομοιογενής από την υπάρχουσα ευρωζώνη. Αυτό δείχνει με σαφήνεια την ανάγκη αναμόρφωσης των διαδικασιών ψηφοφορίας στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Ειδάλλως θα μπορούσε να πληγεί η αξιοπιστία της ΟΝΕ και της ΕΚΤ.

2.   Η σύσταση της ΕΚΤ

Με τη Συνθήκη της Νίκαιας προστέθηκε στο Καταστατικό της ΕΚΤ/ΕΣΚΤ ένα νέο άρθρο 10.6. Το άρθρο 10.2 του Καταστατικού, που ορίζει τη λήψη αποφάσεων και τα δικαιώματα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, μπορεί να τροποποιηθεί με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου (που συνέρχεται σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων) ύστερα από σύσταση είτε της Επιτροπής είτε της ΕΚΤ. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις απαιτείται διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η ΕΚΤ υπέβαλε στις 3 Φεβρουαρίου σύσταση για τροποποίηση του άρθρου 10.2 του Καταστατικού (ECB/2003/1). Οι προσπάθειες της ΕΚΤ να υποβάλει σύσταση όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Νίκαιας είναι ευπρόσδεκτες.

Χρειάζεται να λάβουμε υπόψη ότι η ΕΚΤ έπρεπε να εκπληρώσει έναν εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο – ετοιμότητα του κυριότερου οργάνου λήψης αποφάσεων της ΕΚΤ να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της διεύρυνσης – αλλά μέσα στα αυστηρά όρια που θέτει η «εξουσιοδοτική ρήτρα» του άρθρου 10.6. Η οποιαδήποτε μεταρρύθμιση μπορούσε απλώς και μόνο να αλλάξει τους κανόνες ψηφοφορίας του άρθρου 10.2 του Καταστατικού· η εξουσιοδοτική ρήτρα δεν καλύπτει ριζικότερες αλλαγές. Επιπλέον, έπρεπε να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση που να μπορεί να γίνει ομόφωνα δεκτή από όλα τα σημερινά κράτη μέλη.

Είναι βέβαια εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να επιτευχθεί μια σταθερή μεταρρύθμιση κάτω από τέτοιες συνθήκες. Και πράγματι, υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες αν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του άρθρου 10.2 του Καταστατικού θα ανταποκρίνονται στα αυτοεπιβληθέντα θεμελιώδη κριτήρια της ΕΚΤ: «ένα μέλος, μία ψήφος», αντιπροσωπευτικότητα, διαφάνεια και αποτελεσματικότητα – στα οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα μπορούσε να προσθέσει τη λογοδοσία.

2.1 Περιγραφή της σύστασης της ΕΚΤ

Στην καρδιά του μοντέλου της ΕΔΚΤ βρίσκεται ένα σύστημα με εκ περιτροπής δικαιώματα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο. Κάθε διοικητής εντάσσεται σε μία από τρεις ομάδες, αναλόγως της κατάταξης του αντίστοιχου κράτους μέλους σύμφωνα με έναν δείκτη που βασίζεται κυρίως στο ΑΕγχΠ των κρατών μελών. Οι τρεις αυτές ομάδες μοιράζονται 15 δικαιώματα ψήφου ενώ τα έξι μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής διατηρούν μόνιμο δικαίωμα ψήφου, ώστε να υπάρχουν συνολικά 21 ψήφοι. Οι πέντε «μεγαλύτερες» χώρες αποτελούν την πρώτη ομάδα και μοιράζονται 4 δικαιώματα ψήφου. Οι υπόλοιποι διοικητές εντάσσονται στη δεύτερη ή τρίτη ομάδα, ανάλογα με την κατάταξη της χώρας τους, και μοιράζονται 8 ψήφους (ομάδα 2) και 3 ψήφους (ομάδα 3) αντιστοίχως. Το σύστημα αυτό προορίζεται να τεθεί σε ισχύ όταν ο αριθμός των διοικητών (άρα και των μελών της ΟΝΕ) φτάσει τους 22. Μεταξύ 16 και 21 κρατών μελών υπάρχει ένα μεταβατικό στάδιο με μόνο δύο ομάδες αντί των τριών. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με πλειοψηφία 2/3 του συνόλου των μελών του, μπορεί να αποφασίσει να αναβάλει την έναρξη του συστήματος της περιτροπής έως ότου ο αριθμός των διοικητών υπερβεί τους 18.

2.2 Αξιολόγηση της σύστασης της ΕΚΤ

  • Αρχή «ένα μέλος, μία ψήφος»

Αν και είναι γεγονός ότι υπάρχει ίση μεταχείριση των διοικητών όταν έχουν δικαίωμα ψήφου, το σύστημα των τριών κατηγοριών δημιουργεί εμφανή διαφοροποίηση ανάλογα με την εθνική προέλευση. Δεδομένου ότι οι περισσότερες ενταξιακές χώρες θα βρίσκονταν στην τρίτη ομάδα και καμία στην πρώτη, το σύστημα θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα νέο τύπο ανεπιθύμητου διαχωρισμού στο εσωτερικό της ΟΝΕ.

  • Αντιπροσωπευτικότητα

Καθώς οι διοικητές που προέρχονται από τις μεγαλύτερες χώρες θα έχουν συχνότερες περιόδους με δικαίωμα ψήφου, η ΕΚΤ ισχυρίζεται ότι το προτεινόμενο μοντέλο θα εξασφάλιζε πάντοτε επαρκή εκπροσώπηση της οικονομίας της ευρωζώνης. Υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις ότι η αρχή της «αντιπροσωπευτικότητας» δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη στη σύσταση της ΕΚΤ. Σε μια ΟΝΕ αποτελούμενη από 25 χώρες, θα ήταν θεωρητικά δυνατόν ένας συνασπισμός μικρών χωρών που αντιπροσωπεύουν μόνο 10% της οικονομίας της ευρωζώνης να επιβάλει αποφάσεις παρά τη θέληση των μεγάλων χωρών και των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής.

  • Διαφάνεια

Μολονότι η ΕΚΤ ισχυρίζεται ότι το σύστημα αυτό θα ήταν διαφανές και κατανοητό, φαίνεται να είναι υπερβολικά περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα ευεξήγητο· ασφαλώς δεν θα βοηθούσε το ευρύ κοινό να κατανοήσει πώς χαράζεται η νομισματική πολιτική. Επιπλέον, πολλά σημαντικά χαρακτηριστικά του μοντέλου, όπως το χρονικό διάστημα για την εναλλαγή των δικαιωμάτων ψήφου στο εσωτερικό κάθε ομάδας, ρυθμίζονται με μέτρα εφαρμογής που θα εγκριθούν από το Διοικητικό Συμβούλιο. Εδώ υπάρχουν βέβαια ορισμένα θέματα καθαρά τεχνικής φύσης, άλλα όμως έχουν πολιτικό αντίκτυπο. Είναι απαράδεκτο να ρυθμίζονται τέτοια θέματα αποκλειστικά και μόνο με απόφαση του Συμβουλίου της ΕΚΤ.

  • Αποτελεσματικότητα

Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η πρόταση της ΕΚΤ οδηγεί σε ένα σύστημα που βελτιώνει την αποτελεσματικότητα της λήψης αποφάσεων. Όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δεν θα έπαυαν να μπορούν να συμμετέχουν στις συζητήσεις και να παρουσιάζουν τις απόψεις τους, κι έτσι η υποτιθέμενη απλοποίηση της λήψης αποφάσεων, με το σκεπτικό ότι ορισμένοι δεν θα μπορούσαν να συμμετάσχουν στην ψηφοφορία, θα ήταν ίσως πολύ περιορισμένη. Ο κίνδυνος να μη μπορεί η ΕΚΤ να αντιδρά με την αναγκαία ταχύτητα θα εξακολουθούσε να είναι υπαρκτός.

  • Λογοδοσία

Η λογοδοσία θα έπρεπε να αποτελέσει ένα πρόσθετο κριτήριο για την αξιολόγηση της πρότασης εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: Αν οι τρέχουσες διευθετήσεις για την επισκόπηση της νομισματικής πολιτικής μέσω του τριμηνιαίου Νομισματικού Διαλόγου ήδη κρίνονται από ορισμένους ως μη ικανοποιητικές, η νέα δομή λήψης αποφάσεων θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο τον εντοπισμό εκείνων που πράγματι είναι (συν)υπεύθυνοι για τις αποφάσεις πολιτικής σε πιο μακροπρόθεσμη βάση.

3.   Μια εναλλακτική λύση

Είναι φανερό ότι το μοντέλο της περιτροπής κατά ομάδες, το οποίο συνιστά η ΕΚΤ, εμπεριέχει σημαντικά μειονεκτήματα. Προσπαθεί να βρει μια σταθερή λύση κάτω από τους δεδομένους περιορισμούς, αλλά παραβιάζει διάφορες αρχές που το ίδιο το Διοικητικό Συμβούλιο τις έχει θεωρήσει θεμελιώδεις. Μια πολύ καλύτερη λύση θα μπορούσε και θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη της ΟΝΕ ως δυναμική διαδικασία και, κατά συνέπεια, να περιλαμβάνει μια σειρά βημάτων:

3.1 Αναμόρφωση του Διοικητικού Συμβουλίου μέσω ενός συστήματος ψηφοφορίας με διπλή κλείδα

Βραχυπρόθεσμα, ή ακόμα και μεσοπρόθεσμα, η διευρυμένη ΟΝΕ θα είναι αρκετά ανομοιογενής. Οι διαφορές μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά τις οικονομικές δομές τους θα παραμείνουν σημαντικές. Τόσο η βαθειά γνώση και εμπειρία των διάφορων εθνικών καταστάσεων, όσο και η ικανότητα και αξιοπιστία για τη γνωστοποίηση της πολιτικής της ΕΚΤ στους παράγοντες της αγοράς και στο ευρύτερο κοινό, θα απαιτήσουν την ενεργό συμμετοχή όλων των διοικητών εθνικών κεντρικών τραπεζών.

Θα έπρεπε συνεπώς να προτείνουμε μια αναμόρφωση του Διοικητικού Συμβουλίου η οποία να σέβεται πραγματικά την αρχή «ένα μέλος, μία ψήφος» και ταυτόχρονα να ικανοποιεί την αρχή της αντιπροσωπευτικότητας μέσω μιας πρόσθετης απαίτησης διπλής πλειοψηφίας με βάση τον πληθυσμό των κρατών μελών.

1.   Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έχει πάντοτε δικαίωμα ψήφου, και κάθε απόφαση απαιτεί απλή πλειοψηφία·

2.   Εφόσον ζητηθεί από ένα ή περισσότερα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, πρέπει να επαληθεύεται αν οι διοικητές που συνιστούν την απλή πλειοψηφία αντιπροσωπεύουν ένα ορισμένο σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της ευρωζώνης.

Η ιδέα της μεθόδου αυτής αντλείται από το άρθρο 205 παρ. 4 ΣΕΚ, όπως θα εφαρμοσθεί από 1ης Ιανουαρίου 2005 σύμφωνα με τη Συνθήκη της Νίκαιας, σχετικά με τη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο της ΕΕ· η εν λόγω διάταξη ορίζει ότι, για να ληφθεί απόφαση από το Συμβούλιο Υπουργών, μπορεί να απαιτηθεί ποσοστό 62% του συνολικού πληθυσμού.

Το σύστημα αυτό έχει πολλά πλεονεκτήματα:

  • Τηρεί την αρχή «ένα μέλος, μία ψήφος». Η λύση αυτή εξασφαλίζει ότι οι μικρές χώρες θα συμμετέχουν πάντα στις αποφάσεις.
  • Εξασφαλίζει επαρκή εκπροσώπηση της οικονομίας της ευρωζώνης.
  • Από διαδικαστική άποψη, το γεγονός ότι η επαλήθευση της «διπλής κλείδας» γίνεται μόνο εφόσον ζητηθεί καθιστά το σύστημα όσο το δυνατόν απλούστερο.
  • Εναρμονίζεται με το νέο πλαίσιο της βελτιωμένης λήψης αποφάσεων στην ΕΕ μετά τη διεύρυνση, αφού οι ρυθμίσεις για τις ψηφοφορίες του Συμβουλίου από 1ης Ιανουαρίου 2005 είναι παρόμοιες.
  • Όλες οι απαιτούμενες αλλαγές θα καλύπτονταν από την «εξουσιοδοτική ρήτρα» του άρθρου 10.6.

3.2 Διαφοροποίηση μεταξύ κατηγοριών αποφάσεων και ανάθεση επιχειρησιακών αποφάσεων στην Εκτελεστική Επιτροπή

Μια θεμελιωδέστερη αναθεώρηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από εκείνη που σκιαγραφήθηκε προηγουμένως θα είναι τελικά απαραίτητη όταν αυξηθούν τα μέλη της ΟΝΕ, αλλά θα προϋπέθετε τροποποίηση της Συνθήκης. Εντούτοις, σε μια περισσότερο μακροπρόθεσμη προοπτική, αφού θα έχουμε αποκτήσει επαρκή πείρα μιας διευρυμένης ευρωζώνης και θα έχουμε επιτύχει πραγματικές προόδους ως προς τη σύγκλιση της οικονομίας της, πρέπει να επιδιώξουμε μια σταθερή λύση με γνήσια ευρωπαϊκή προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένης της μεταβίβασης επιχειρησιακών αποφάσεων σε μια διευρυμένη Εκτελεστική Επιτροπή.

Η μεταβίβαση αυτή απαιτεί μια διάκριση ανάμεσα στις επιχειρησιακές και τις θεσμικές/ στρατηγικές αποφάσεις. Οι επιχειρησιακές αποφάσεις αφορούν κυρίως τις μεταβολές του επιτοκίου και τη συναλλαγματική πολιτική, για τα οποία απαιτούνται ταχύρρυθμες διαδικασίες και ένα ολιγομελές και αποτελεσματικό όργανο λήψης αποφάσεων. Βάσει της εμπειρίας από άλλες κεντρικές τράπεζες, μια Εκτελεστική Επιτροπή με εννέα ίσως μέλη (αντί των σημερινών έξι), το καθένα τους με καθορισμένες αρμοδιότητες, θα αποτελούσε το καταλληλότερο σχήμα για την ταχεία και πρόσφορη λήψη αποφάσεων όποτε αυτό καθίσταται αναγκαίο.

Όσον αφορά τις θεσμικές και στρατηγικές αποφάσεις –όπως π.χ. σχετικά με τη συνολική νομισματική στρατηγική και τα μέσα της νομισματικής πολιτικής– θα ενδεικνυόταν ένα συνθετότερο πλαίσιο, με μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων στη λήψη αποφάσεων. Οι αποφάσεις αυτές θα έπρεπε επομένως να παραμείνουν στην αρμοδιότητα του Διοικητικού Συμβουλίου

Σε περισσότερο μακροπρόθεσμη προοπτική, ο συνδυασμός της καθιέρωσης πλειοψηφίας διπλής κλείδας για το Διοικητικό Συμβούλιο και της προτεινόμενης ανάθεσης των επιχειρηματικών αποφάσεων στην Εκτελεστική Επιτροπή συμβάλλει σε ένα διαφανές και αποτελεσματικό σύστημα λήψης αποφάσεων, ικανό να υποδεχθεί τα πρόσθετα κράτη μέλη της ΟΝΕ.