ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τις προοπτικές προσέγγισης του αστικού δικονομικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
(COM(2002) 746 + COM(2002) 654 - C5-0201/2003 - 2003/2087(INI))
30 Ιανουαρίου 2004
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς
Εισηγητής: Giuseppe Gargani
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Κατά τη συνεδρίαση της 20ής Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή υπέβαλε στο Κοινοβούλιο το Πράσινο Βιβλίο της σχετικά με τις προοπτικές προσέγγισης του αστικού δικονομικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (COM(2002) 746) και με επιστολή της 14ης Ιανουαρίου 2003, το συμπληρωματικό έγγραφο (COM(2002) 654) τα οποία παραπέμφθηκαν, προς ενημέρωση, στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς, καθώς και στην Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων.
Κατά τη συνεδρίασή της στις 15 Μαΐου 2003, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς εξουσιοδοτήθηκε να εκπονήσει έκθεση πρωτοβουλίας για το θέμα, σύμφωνα με τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 163 του Κανονισμού και ότι η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων κλήθηκε να γνωμοδοτήσει.
Κατά τη συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου 2003, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς όρισε εισηγητή τον Giuseppe Gargani.
Κατά τη συνεδρίασή της στις 17 Νοεμβρίου 2003, 26 και 27 Ιανουαρίου 2004, η επιτροπή εξέτασε το σχέδιο έκθεσης.
Κατά την ως άνω τελευταία συνεδρίαση, η επιτροπή ενέκρινε την πρόταση ψηφίσματος με 19 ψήφους υπέρ, 0 κατά και 2 αποχές.
Ήσαν παρόντες κατά την ψηφοφορία: Giuseppe Gargani (πρόεδρος και εισηγητής), Willi Rothley (αντιπρόεδρος), Ιωάννης Κουκιάδης (αντιπρόεδρος), Bill Miller (αντιπρόεδρος), Uma Aaltonen, Marie-Françoise Garaud, Evelyne Gebhardt, José María Gil-Robles Gil-Delgado, Λόρδος Inglewood, Kurt Lechner, Klaus-Heiner Lehne, Sir Neil MacCormick, Toine Manders, Hans-Peter Mayer (αναπλ. Malcolm Harbour), Arlene McCarthy, Manuel Medina Ortega, Angelika Niebler, Anne-Marie Schaffner, Francesco Enrico Speroni (αναπλ. Alexandre Varaut), Diana Wallis και Joachim Wuermeling.
Η Επιτροπή Ελευθεριών και Δικαιωμάτων των Πολιτών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων αποφάσισε, στις 9 Ιουλίου 2003, να μη γνωμοδοτήσει.
Η έκθεση κατατέθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2004.
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
Σχετικά με τις προοπτικές προσέγγισης του αστικού δικονομικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση
(COM(2002) 746 + COM(2002) 654 - C5-0201/2003 - 2003/2087(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ,
– έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο για τη διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και τα μέτρα απλούστευσης και επιτάχυνσης της εκδίκασης των μικροδιαφορών (COM (2002) 746),
– έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τη μετατροπή σε κοινοτική πράξη και τον εκσυγχρονισμό της σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (COM (2002) 654 τελικό),
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 61, στοιχείο γ) και 65 της συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,
– έχοντας υπόψη το Σχέδιο Δράσης της Βιέννης του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το οποίο εγκρίθηκε από το Συμβούλιο το 1998[1],
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε της 16ης Οκτωβρίου 1999, και ειδικότερα τα σημεία 38-39,
– έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 743/2002 του Συμβουλίου της 25.4.2002[2] για τη θέσπιση γενικού κοινοτικού πλαισίου δραστηριοτήτων προς διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 47, παράγραφος 2, και 163 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και Εσωτερικής Αγοράς (A5‑0041/2004),
A. εκτιμώντας ότι η αύξηση των συναλλαγών και των μετακινήσεων στην εσωτερική αγορά συνεπάγεται τον πολλαπλασιασμό των διαφορών διασυνοριακού χαρακτήρα, οι οποίες, λόγω του κόστους και των δυσκολιών που απορρέουν από το διεθνή χαρακτήρα τους, συνιστούν για τους ευρωπαίους πολίτες και τις ΜΜΕ σοβαρό εμπόδιο στην ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, αγαθών και κεφαλαίων,
B. εκτιμώντας ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε εξέφρασε την επιθυμία για μια "νέα δικονομική νομοθεσία σε ό,τι αφορά ζητήματα διασυνοριακού χαρακτήρα, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα στοιχεία εκείνα που συμβάλλουν στην ομαλή δικαστική συνεργασία και στην καλύτερη πρόσβαση στη νομοθεσία, για παράδειγμα λήψη προκαταρκτικών μέτρων, διεξαγωγή αποδείξεων, διαταγές πληρωμής και καθορισμός προθεσμιών",
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις διαφορές διασυνοριακού χαρακτήρα, οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου πρέπει να επιτρέπουν να μπορεί να προσδιορισθούν με επαρκή σαφήνεια η αρμόδια εθνική δικαιοδοτική αρχή και το εφαρμοστέο δίκαιο και να εγγυώνται την αναγνώριση και/ή την αμοιβαία εκτέλεση των αποφάσεων που απαγγέλλουν οι διάφοροι εθνικοί δικαστές,
Δ. εκτιμώντας ότι η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968[3] θέσπισε μια σειρά κανόνων για τον καθορισμό της αρμόδιας εθνικής διακαιδοτικής αρχής σε περιπτώσεις διεθνών διαφορών, και ότι με τη Σύμβαση της Ρώμης του 1980 εναρμονίστηκαν οι κανόνες διεθνούς ιδιωτικού δικαίου των κρατών μελών σε θέματα συμβατικών ενοχών, αναβάλλοντας τη ρύθμιση των εξωσυμβατικών ενοχών[4] σε μια μελλοντική πράξη,
Ε. εκτιμώντας ότι ο κανονισμός Βρυξέλλες I, η Σύμβαση της Ρώμης, στο βαθμό που μετατράπηκε σε κοινοτική πράξη και εκσυγχρονίστηκε εν μέρει, και η μελλοντική πράξη "Ρώμη II" θα αποτελέσουν, χάρη στη συμπληρωματικότητά τους, ένα σημαντικό βήμα προόδου για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου στις διασυνοριακές υποθέσεις,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι η «κοινοτικοποίηση» της Σύμβασης της Ρώμης θα διασφάλιζε την ομοιόμορφη ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι, ενόψει της διεύρυνσης της Ένωσης, θα αποφευγόταν τυχόν καθυστέρηση, λόγω διαδικασιών κύρωσης, της έναρξης ισχύος ενιαίων κανόνων για τη σύγκρουση νομοθεσιών στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες,
Ζ. εκτιμώντας ότι σε ορισμένους τομείς της πολιτικής δικονομίας η εναρμόνιση της νομοθεσίας θα επέτρεπε την καλύτερη και πιο ομοιόμορφη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, καθιστώντας περιττά τα ενδιάμεσα μέτρα (exequatur) που απαιτούνται σήμερα,
Η. εκτιμώντας ότι η ταχεία είσπραξη οφειλών και ο συμβιβασμός των μικροδιαφορών συνιστούν απόλυτη ανάγκη για τις οικονομικές και εμπορικές συναλλαγές εν γένει και αντιπροσωπεύουν μόνιμο μέλημα όλων των οικονομικών κύκλων που ενδιαφέρονται για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατ’εφαρμογή των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε, το πρόγραμμα μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των αποφάσεων στον αστικό και εμπορικό τομέα προτείνει τη θέσπιση κοινών ευρωπαϊκών κανόνων που θα επιτρέπουν τη ταχεία και αποτελεσματική ικανοποίηση των μη αμφισβητούμενων αξιώσεων και θα απλουστεύουν και θα επισπεύδουν την εκδίκαση των διασυνοριακών μικροδιαφορών,
Ι. εκτιμώντας ότι στο πλαίσιο της προσέγγισης του αστικού δικονομικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη η ομοιομορφία του συστήματος επιδόσεως και κοινοποιήσεως δικαστικών και εξωδίκων πράξεων στα κράτη μέλη,
Αναφορικά με το Πράσινο Βιβλίο σχετικά με τη μετατροπή σε κοινοτική πράξη και τον εκσυγχρονισμό της σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (COM (2002) 654):
1. χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής˙
2. ζητεί από την Επιτροπή να δώσει λύση στην υπερβολική διασπορά μεταξύ των οριζοντίων και τομεακών μέσων των κανόνων που έχουν αντίκτυπο στο εφαρμοστέο δίκαιο περί συμβατικών ενοχών, ενσωματώνοντας τα όλα σε ένα ενιαίο κανονιστικό κείμενο˙
3. ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει τη σκοπιμότητα μελλοντικής κωδικοποίησης όλων των κοινοτικών μέσων που καθορίζουν τους κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου: τον κανονισμό Βρυξέλλες I, τη Σύμβαση της Ρώμης και τη μελλοντική πράξη Ρώμη II·
4. καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα ακόλουθα σημεία:
α) να προτείνει τη θέσπιση κανονισμού,
β) σε περίπτωση επιλογής, από τα συμβαλλόμενα μέρη, της νομοθεσίας ενός τρίτου κράτους, πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της κοινοτικής νομοθεσίας, εφόσον όλα τα δεδομένα μιας σύμβασης, ή τουλάχιστον εκείνα που έχουν ειδική σημασία, βρίσκονται στην επικράτεια της Ένωσης,
γ) πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή των διεθνών συμβάσεων στις οποίες ένα κράτος μέλος είναι ή θα είναι συμβαλλόμενος,
δ) ο κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στις συμβάσεις ασφάλισης για την κάλυψη κινδύνων που εντοπίζονται στην επικράτεια των κρατών μελών,
ε) στην περίπτωση στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4 της Σύμβασης, η σύμβαση υπόκειται στη νομοθεσία της χώρας συνήθους διαμονής -ή της χώρας όπου βρίσκεται η έδρα κεντρικής διοίκησης, στις περιπτώσεις οργανισμών ή νομικών προσώπων- του συμβαλλόμενου μέρους που οφείλει να εκπληρώσει την χαρακτηριστική παροχή· εναλλακτικά, σε περίπτωση που είναι ανέφικτος ο καθορισμός της χαρακτηριστικής παροχής, η σύμβαση διέπεται από τη νομοθεσία της χώρας με την οποία υπάρχει στενότερος σύνδεσμος˙
στ) στην περίπτωση σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ καταναλωτών, ισχύουν τα κριτήρια που ορίζονται από τα άρθρα 3 και 4 της σύμβασης, χωρίς να θίγεται επ’ουδενί η προστασία που εξασφαλίζουν για τον καταναλωτή οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου της νομοθεσίας της χώρας συνήθους διαμονής τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι το έτερο συμβαλλόμενο μέρος δεν έχει αγνοεί, λόγω υπαιτιότητας του καταναλωτή, ποια είναι η άλλη χώρα,
ζ) θεωρεί σκόπιμο τον προσδιορισμό, στο πλαίσιο της νέας κοινοτικής πράξης, του εύρους της έννοιας «διατάξεις αναγκαστικού δικαίου» υπό το πρίσμα της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου,
η) στις ατομικές συμβάσεις εργασίας απαιτείται συντονισμός της Σύμβασης της Ρώμης (άρθρο 6) με την οδηγία 1996/71/ΕΚ [5] σχετικά με την απόσπαση εργαζομένων, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της νομοθεσίας της χώρας προς την οποία πραγματοποιείται η απόσπαση. Η απόσπαση του εργαζόμενου σε μια άλλη χώρα πρέπει να πραγματοποιείται για περιορισμένη χρονική περίοδο σε σχέση τόσο με το απαιτούμενο για την συγκεκριμένη υπηρεσία διάστημα όσο και με το αντικείμενό της· η διατήρηση της απόσπασης δεν μπορεί να αποκλεισθεί σε περίπτωση νέας σύμβασης εργασίας που έχει συναφθεί στη χώρα υποδοχής με εργοδότη (π.χ εταιρία) που ανήκει στον ίδιο όμιλο στον οποίο συμμετείχε ο προηγούμενος εργοδότης,
θ) σε ό,τι αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο σχετικά με τον τύπο της σύμβασης σε περιπτώσεις ηλεκτρονικού εμπορίου, εάν δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του τόπου δήλωσης της βουλήσεως των συμβαλλόμενων μερών, η σύμβαση υπόκειται στη νομοθεσία του τόπου συνήθους διαμονής του μέρους που αγοράζει ή για το οποίο προορίζεται η παρεχόμενη υπηρεσία,
ι) όσον αφορά το νόμο που πρέπει να εφαρμόζεται στη δυνατότητα άσκησης ανακοπής της εκχώρησης της χρηματικής αξίωσης, θα πρέπει να γίνεται αναφορά στο νόμο του τόπου διαμονής του εκχωρούντος,
ια) σε θέματα νόμιμης αποζημίωσης, εφαρμόζεται ο νόμος που διέπει την αξίωση στην οποία αντιστοιχεί η αποζημίωση
Αναφορικά με το Πράσινο Βιβλίο για τη διαδικασία εκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής και τα μέτρα απλούστευσης και επιτάχυνσης της εκδίκασης των μικροδιαφορών (COM (2002) 746 τελικό):
5. χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής˙
6. καλεί την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα ακόλουθα σημεία:
α) να προτείνει τη θέσπιση κανονισμού η εφαρμογή του οποίου θα περιορίζεται σε διασυνοριακά ζητήματα,
β) τα κράτη μέλη μπορούν να επεκτείνουν την εφαρμογή των ειδικών ευρωπαϊκών διαδικασιών στη δική τους έννομη τάξη, σωρευτικά ή εναλλακτικά προς τις υφιστάμενες συνήθεις διαδικασίες των κρατών μελών,
γ) η έκδοση διαταγής πληρωμής θα πρέπει να περιορίζεται στις χρηματικές ενοχές, συμβατικές ή εξωσυμβατικές, χωρίς να προβλέπεται ανώτερο όριο,
δ) η κίνηση διαδικασίας έκδοσης διαταγής πληρωμής μπορεί να πραγματοποιείται σε ένα και μόνο στάδιο, το οποίο συνίσταται στη συνοπτική εξέταση, από δικαστή, του βάσιμου της αξίωσης βάσει έγγραφων αποδείξεων· τα κράτη μέλη στα οποία προβλέπεται διαδικασία σε δύο στάδια, μπορούν να τη διατηρήσουν,
ε) ο οφειλέτης πρέπει να ενημερώνεται για το δικαίωμα άσκησης ανακοπής εντός μη παρατεινόμενης προθεσμίας, μετά την εκπνοή της οποίας η εντολή πληρωμής καθίσταται τελεσίδικη και εκτελεστή,
στ) η έκδοση ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής είναι άμεσα εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος χωρίς προσφυγή στη διαδικασία κήρυξης εκτελεστότητας (exequatur), υπό την αίρεση της προσκόμισης βεβαίωσης του κράτους μέλους προέλευσης σχετικά με την αυθεντικότητα και την εκτελεστότητά της, όπως προβλέπεται σήμερα για τον ευρωπαϊκό εκτελεστό τίτλο για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις,
ζ) για τη διασφάλιση της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής στην επικράτεια της Ένωσης μπορούν να θεσπιστούν κοινές ρυθμίσεις σχετικά με την επίδοση της διαταγής πληρωμής, οι οποίες θα ρυθμίζουν, ειδικότερα, τις περιπτώσεις και τα όρια των εναλλακτικών τρόπων επίδοσης σε περίπτωση μη ιδιόχειρης επίδοσης στον οφειλέτη,
η) η αρμόδια δικαιοδοτική αρχή, η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεων επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων καθορίζονται βάσει του κανονισμού αριθ. 44/2001 ΕΚ (Βρυξέλλες I) ο οποίος δεν φαίνεται να πληροί τις προϋποθέσεις πραγματικής εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων,
θ) η επίδοση πρέπει να πραγματοποιείται από ειδικευμένο προσωπικό που διαθέτει νομική παιδεία και είναι σε θέση να παράσχει στον οφειλέτη οιαδήποτε εξήγηση όσον αφορά την εν εξελίξει διαδικασία,
ι) μπορεί η διαδικασία μικροδιαφορών να μην εφαρμόζεται μόνο στις αξιώσεις καταβολής ενός χρηματικού ποσού, για τις οποίες έχει προηγουμένως καθοριστεί ανώτατο επίδικο χρηματικό ποσό, εντούτοις πρέπει να προβλεφθεί η επέκτασή της στο σύνολο των διαφορών που αφορούν τις οικονομικές σχέσεις, στον τομέα των ενοχών,
ια) κατά την κίνηση της διαδικασίας μικροδιαφορών εφαρμόζονται εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών, απλοποιείται η διεξαγωγή αποδείξεων και περιορίζεται η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων,
7. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.
- [1] ΕΕ C 19, 23.1.1999, σελ. 1, σημεία 39 και 40.
- [2] EE L 115, 0.5.2002.
- [3] Αργότερα αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 44/2001 του Συμβουλίου της 22.12.2000, για τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από την 1η Μαρτίου 2002 και αντικαθιστά τη Σύμβαση των Βρυξελών του 1968. Η ενοποιημένη έκδοσή του δημοσιεύτηκε στην ΕΕ αρ. C 27 της 26.1.1998, σελ. 1-18. Εντούτοις, η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 παραμένει σε ισχύ σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Δανίας και των λοιπών κρατών μελών.
- [4] Η πράξη "Roma II", η οποία επί του παρόντος έχει διατυπωθεί στην πρόταση κανονισμού για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές ("Ρώμη II") - COM (2003) 427 τελικό.
- [5] ΕΕ L 18, 21.1.1997, σελ. 1.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Ο ήδη αυξημένος και συνεχώς πολλαπλασιαζόμενος αριθμός εμπορικών συναλλαγών και μετακινήσεων προσώπων στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευνοεί ολοένα και περισσότερο το ενδεχόμενο εμπλοκής μεμονωμένων πολιτών ή επιχειρήσεων σε ένδικες διαφορές διασυνοριακού χαρακτήρα.
Πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες οι διάδικοι είναι μόνιμοι κάτοικοι διαφορετικών κρατών μελών και οι οποίες, για το λόγο αυτό, έχουν αυξημένο βαθμό δυσκολίας. Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει ο κίνδυνος παραίτησης των ενδιαφερομένων από την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους εξαιτίας των εμποδίων που παρουσιάζονται στην προσπάθεια τους να εκκινήσουν δικαστικές διαδικασίες σε μια ξένη χώρα, τη νομοθεσία και τις διαδικασίες της οποίας δεν γνωρίζουν, όπως επίσης εξαιτίας της δικαστικής δαπάνης που πρέπει να επωμιστούν. Εξάλλου, σε πολλές περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα στις διαφορές στις οποίες δεν διακυβεύονται υπέρογκα χρηματικά ποσά , η δικαστική δαπάνη ενδέχεται να υπερβαίνει το επίδικο χρηματικό ποσό.
Κατά συνέπεια, και εφόσον αυτή η κατάσταση διαιωνίζεται, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μια πραγματική εσωτερική αγορά στους κόλπους της οποίας διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων, αγαθών και κεφαλαίων. Μια πραγματική εσωτερική αγορά προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κοινού χώρου δικαιοσύνης ο οποίος θα διασφαλίζει την πρόσβαση ιδιωτών και επιχειρήσεων στο δικαστικό σύστημα κάθε κράτους μέλους, χωρίς διακρίσεις και κυρώσεις.
Πράγματι, κύριος στόχος του ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης είναι η απλοποίηση του δικαστικού καθεστώτος που επικρατεί στους κόλπους της Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό τοποθετούνται οι δύο Πράσινες Βίβλοι που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας πρωτοβουλίας.
Η πρώτη ασχολείται με το ζήτημα της μετατροπής σε κοινοτική πράξη και τον εκσυγχρονισμό της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για τις συμβατικές ενοχές.
Συνεπώς πρόκειται για παρέμβαση στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, με στόχο την επίλυση ορισμένων κρίσιμων προβλημάτων στην περίπτωση διαφορών τα στοιχεία των οποίων δεν μπορούν να ενταχθούν σε ένα ενιαίο κρατικό νομικό σύστημα. Τα προβλήματα αυτά αφορούν τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα, την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία και την αποτελεσματικότητα και εκτελεστότητα των αποφάσεων.
Στο παρελθόν, η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, μέσω της εναρμόνισης των κανονισμών ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των διαφόρων κρατών μελών, είχε ουσιαστικά συγκεκριμενοποιηθεί με τη σύναψη συμβάσεων σε επίπεδο κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 293 (πρώην 220) της Συνθήκης ΕΚ. Πέραν της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 με την οποία θεσπίστηκε το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σκόπιμο είναι να αναφερθεί η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968, καθώς και η Σύμβαση του Λουγκάνο του 1988 σχετικά με τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα και την εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
Η μετατροπή της Σύμβασης της Ρώμης σε κοινοτική πράξη, η οποία τελεί επί του παρόντος υπό μελέτη, προστίθεται σε ό,τι έχει ήδη υλοποιηθεί με τη Σύμβαση των Βρυξελλών, η οποία μετατράπηκε σε κανονισμό και συγκεκριμένα στον κανονισμό (ΕΚ) αρ. 44/2001 (Bruxelles I).
Μεταξύ των δύο κανονιστικών πράξεων υπάρχει άμεση συμπληρωματικότητα : ενώ η Bruxelles I υπαγορεύει τους κανόνες επιλογής του επιλαμβανόμενου της διαφοράς δικαστηρίου, αφήνοντας ωστόσο ανοιχτό τον δρόμο για το λεγόμενο forum shopping, της δυνατότητας, δηλαδή, των διαδίκων να επιλέξουν τη δικαστική αρχή ενός κράτους και όχι ενός άλλου, αποκλειστικά και μόνο επειδή η νομοθεσία που εφαρμόζεται σε αυτό φαίνεται ευνοϊκότερη σε ό,τι αφορά την υπόθεση. Από την πλευρά της, η Σύμβαση της Ρώμης, ενοποιώντας τους κανόνες περί σύγκρουσης νομοθεσιών στα κράτη μέλη (σε ό,τι αφορά αποκλειστικά τις εξωσυμβατικές ενοχές), εξασφαλίζει μία και μοναδική λύση ανεξαρτήτως του επιλαμβανομένου εθνικού δικαστηρίου.
Συμπληρωματικά, κρίνεται επιβεβλημένη η μελλοντική θέσπιση της επονομαζόμενης Roma κοινοτικής πράξης, η οποία περιλαμβάνεται στην πρόσφατη πρόταση κανονισμού για το εφαρμοστέο δίκαιο σε εξωσυμβατικές ενοχές[1].
Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης των τριών πράξεων είναι πασιφανής και προϋποθέτει όχι μόνο την ταχεία μετατροπή της Σύμβασης της Ρώμης σε κοινοτική πράξη, μέσω της υιοθέτησης του κατάλληλου κανονισμού, κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η ομοιογένεια του κανονιστικού corpus του διεθνούς ιδιωτικού δικαίου υπό τη μορφή μιας πηγής δικάιου, αλλά επιπλέον την δημιουργία, σε μια μεταγενέστερη φάση, μιας ουσιαστικής κωδικοποίησης που θα συγκεντρώνει κατά τρόπο συστηματικό τις «κοινοτικοποιημένες» διατάξεις των Bruxelles I, Roma I και Roma II.
Σε ό,τι αφορά την δυνατότητα μετατροπής της Σύμβασης της Ρώμης σε κοινοτική πράξη και το κανονιστικό πλαίσιο επιλογής, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική˙ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι και σε αυτήν περίπτωση πρέπει να επιλεγεί, όπως και στην περίπτωση της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, ο κοινοτικός κανονισμός.
Πράγματι, στην περίπτωση αυτή πρόκειται για την εναρμόνιση του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο σύνολό του σε ό,τι αφορά τις συμβατικές ενοχές, και κατά συνέπεια είναι προτιμότερη η άμεση εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη παρά οι ασάφειες που προκύπτουν από τη μεταφορά μιας οδηγίας.
Ένας περαιτέρω λόγος που συνηγορεί υπέρ του κανονισμού σχετίζεται με την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη στιγμή που η Σύμβαση της Ρώμης αποτελεί τμήμα του κοινοτικού κεκτημένου, η υιοθέτηση ενός κανονισμού μπορεί να παρακάμψει τις χρονοβόρες διαδικασίες κύρωσης δε ό,τι αφορά τη θέση σε ισχύ ενός ομοιόμορφου κανονισμού σχετικού με τη σύγκρουση των νομοθεσιών στις υποψήφιες προς ένταξη χώρες.
Τέλος, ο κανονισμός προσφέρεται για μια ομοιόμορφη ερμηνεία, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, των κανόνων του, σε αντίθεση με την υφιστάμενη ανομοιογενή ερμηνευτική προσέγγιση των κανόνων της Σύμβασης της Ρώμης από τα ανώτατα δικαστήρια των διαφόρων εθνικών δικαστικών συστημάτων, ενώ επιτρέπει, περαιτέρω, τον εκσυγχρονισμό, με τις κατάλληλες τροποποιήσεις, του περιεχομένου της Σύμβασης παρακάμπτοντας τις πολύπλοκες διαδικασίες τροποποίησης των διεθνών πράξεων.
Συν τοις άλλοις, εφιστάται η προσοχή στο γεγονός ότι η επικείμενη διεύρυνση της Ένωσης μέσω της ένταξης κρατών που, αν και διατηρούν δικαστικά συστήματα χωρίς φιλελεύθερες βάσεις, έχουν κατά καιρούς συνάψει εμπορικές σχέσεις με τις υπόλοιπες χώρες της Ένωσης, καθιστά επιτακτική την ανάγκη δημιουργίας ενός συστήματος εγγυήσεων για την προστασία της εσωτερικής αγοράς.
Όσον αφορά τα ζητήματα που άπτονται των καινοτόμων παρεμβάσεων στο περιεχόμενο της Σύμβασης της Ρώμης, τα κυριότερα σημεία συνοψίζονται ως εξής.
Στο βαθμό που μία από τις κυριότερες ιδέες της Σύμβασης -αυτή που σχετίζεται με την ελευθερία επιλογής, εκ μέρους των διαδίκων, του εφαρμοστέου δικαίου στη σύμβασή τους- παραμένει αναλλοίωτη, είναι εφικτός ένας συμβιβασμός ο οποίος, στην περίπτωση επιλογής της νομοθεσίας ενός τρίτου κράτους, θα διασφαλίζει την υπερίσχυση των διατάξεων αναγκαστικού δικαίου της κοινοτικής νομοθεσίας, κατά τον τρόπο που κάτι τέτοιο ισχύει στην προστασίας του ασθενέστερου εκ των διαδίκων (μισθωτοί υπάλληλοι, καταναλωτές).
Απαιτείται, εν συνεχεία, η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των κανόνων της Σύμβασης στα ασφαλιστήρια συμβόλαια, η εισαγωγή ορισμένων διευκρινήσεων για τον συντονισμό της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας με τους κανόνες που διέπουν τις καταναλωτικές και εργασιακές συμβάσεις, καθώς και τις συναλλαγές που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Ομοίως, η δεύτερη Πράσινη Βίβλος που παρουσίασε η Επιτροπή σχετικά με τη θέσπιση μιας διαδικασίας έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής όπως και μιας διαδικασίας επιτάχυνσης της εκδίκασης των μικροδιαφορών αποσκοπεί στην εδραίωση ενός πλαισίου κοινού ευρωπαϊκού χώρου δικαιοσύνης.
Η περίπτωση των μη αμφισβητούμενων αξιώσεων, ή εκείνη των αξιώσεων μικρών χρηματικών ποσών, παρότι οι δύο αυτές περιπτώσεις δεν εντάσσονται στην ίδια κατηγορία, είναι ενδεικτική της μεγάλης σημασίας που έχει η ανάληψη δράσης προς την κατεύθυνση της δικαστικής συνεργασίας.
Για πολλούς ευρωπαίους πολίτες και επιχειρήσεις, κυρίως για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, η σίγουρη όπως και ταχεία ικανοποίηση των αξιώσεων έχει εξαιρετικά μεγάλη σημασία, κυρίως όταν η αντιδικία αποκτά διασυνοριακό χαρακτήρα λόγω του ότι ο οφειλέτης είναι κάτοικος εξωτερικού, οπότε η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να γίνει στο εξωτερικό.
Η προστιθέμενη αξία των διαδικασιών αυτών, οι οποίες πρέπει να θεσπιστούν με κοινοτικό κανονισμό για λόγους οι οποίοι ήδη παρατέθηκαν αναφορικά με τη Σύμβαση της Ρώμης, έγκειται στη δυνατότητα εκτέλεσης χωρίς προσφυγή στη διαδικασία κήρυξης εκτελεστότητας (exequatur) σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης, γεγονός που επιτρέπει την είσπραξη τεράστιου αριθμού μη αμφισβητούμενων αξιώσεων ή την ικανοποίηση αξιώσεων τις οποίες, σε αντίθετη περίπτωση, οι δανειστές δίσταζαν εκ προοιμίου να εγείρουν.
Ο κανονισμός πρέπει επίσης να ορίζει τη συνολική διαδικασία έκδοσης διαταγών, υποδεικνύοντας τις προϋποθέσεις για την υποβολή αίτησης εκ μέρους του δανειστή, κατά τρόπον ώστε να θεσπίζεται μια σαφώς οριζόμενη κοινή διαδικασία η οποία συνεπάγεται, ενδεχομένως, σαφώς οριζόμενες δαπάνες.
Ως εκ τούτου, υπάρχουν κάποιες παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής. Κατά πρώτο λόγο, πρέπεί να αξιολογηθεί το εάν η κίνηση της εν λόγω διαδικασία πρέπει να περιοριστεί στις περιπτώσεις διασυνοριακών υποθέσεων ή αν μπορεί να εφαρμοστεί στις διαφορές μεταξύ διαδίκων που διαμένουν στο ίδιο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι μια ειδική διαδικασία αυτού του τύπου δεν προβλέπεται στο δικονομικό σύστημα όλων των κρατών, και ότι, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η εν λόγω διαδικασία υπάρχει, η εφαρμογή της παρουσιάζει σημαντικές διαφορές, προς αποφυγή τυχόν διακριτικής μεταχείρισης των διαφόρων κατηγοριών δανειστών (διασυνοριακών και εθνικών), κρίνεται επιθυμητό να αφεθεί η εφαρμογή αυτής της πράξης στη διακριτική ευχέρεια των διαδίκων, ακόμα και όταν πρόκειται για περιπτώσεις εσωτερικών διαφορών. Αποκλειστικό αντικείμενο της έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής πρέπει να αποτελεί μια χρηματική αξίωση κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται μια επαρκώς ταχεία διαδικασία.
Σε ό,τι αφορά τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα, δεν κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση των κριτηρίων που προβλέπονται από στον κανονισμό Bruxelles I, καθώς κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο αποδυνάμωσης της συνοχής του συστήματος.
Το πιο λεπτό προς επίλυση ζήτημα παραμένει η επιλογή ενός εκ των δύο μοντέλων τα οποία εφαρμόζονται σε πειραματική, επί του παρόντος βάση, στα κράτη μέλη. Πράγματι, υπάρχουν δύο τύποι διαδικασιών έκδοσης διαταγής πληρωμής: ο ένας αποτελεί το μοντέλο «με απόδειξη» και ο άλλος το μοντέλο «χωρίς απόδειξης». Αμφότεροι έχουν δώσει υπολογίσιμα αποτελέσματα. Αποσκοπούν στην απλοποίηση της διαδικασίας αλλά διαφοροποιούνται ως προς την απαίτηση της ύπαρξης ή μη αποδείξεων ή της εφαρμογής ή μη μιας αρχής απόδειξης προς υποστήριξη της επίδικης αξίωσης. Αυτό περιλαμβάνει μια σειρά αρκετά σημαντικών διαφοροποιήσεων: πράγματι, στις περιπτώσεις όπου απαιτούνται αποδείξεις (για παράδειγμα υποβολή έγγραφης απόδειξης της οφειλής που επικαλείται ο ενάγων), με την αξιολόγηση της υπόθεσης και η απόφαση επιφορτίζεται ένας δικαστής, ενώ υπάρχουν μεγαλύτερες εγγυήσεις για τον καθού, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας άσκησης ανακοπής ενώ είναι, συνήθως, μικρές οι καθυστερήσεις μέχρι τη δημιουργία δεδικασμένου και την εκτέλεση της εκδοθείσας απόφασης χωρίς να δίδεται στον καθού η δυνατότητα να συμμετάσχει (inaudita altera parte).
Αντιθέτως, στα συστήματα «χωρίς απόδειξη», οι προθεσμίες είναι μικρότερες και υπάρχει μεγαλύτερη αυτοματοποίηση της διαδικασίας (κατάλληλα έντυπα, οπτικές διατάξεις ανάγνωσης κτλ.), η απόφαση είναι καθαρά εκτελεστική και ανατίθεται σε δικαστικό γραμματέα ή σε δικαστικό επιμελητή, υπάρχει περιορισμός των δικαιωμάτων του οφειλέτη, κυρίως σε ότι αφορά την άσκηση ανακοπής ή ένδικων μεσων πριν από τη δημιουργία δεδικασμένου.
Στην περίπτωση αυτή θεωρείται σκόπιμη η υποστήριξη του συστήματος που στηρίζεται στην αναγκαιότητα της αρχής της απόδειξης, με σκοπό την πλήρη προστασία του καθού, υπογραμμίζοντας πάντοτε τη σημασία των συνεπαγόμενων οφελών από την εισαγωγή μιας διαδικασίας συνοπτικού τύπου, η οποία σε κάθε περίπτωση εμπίπτει στη δικαιοδοσία δικαστηρίου.
Κρίνεται επιβεβλημένη η αναθεώρηση του κανονισμού 44/2001 για την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων, εφόσον ο τίτλος για την εφαρμογή και την αναγκαστική εκτέλεση πρέπει να αξιολογηθεί από άλλο δικαστήριο του κράτους μέσω μιας διαδικασίας που αρνείται την εκτελεστότητα της απόφασης. Ένα ακόμη επιχείρημα που συνηγορεί υπέρ της απλοποίησης της ελεύθερης κυκλοφορίας αποφάσεων, είναι η προώθηση του συστήματος παροχής εγγυήσεων.
Ακόμα και το ζήτημα της επίδοσης πράξεων είναι πρωταρχικής σημασίας. Πράγματι, δεν διαθέτουν όλα τα συστήματα εναρμονισμένους κανονισμούς, κυρίως σε ότι αφορά το επίπεδο εγγυήσεων αποτελεσματικότητας της επίδοσης στον παραλήπτη της δικαστικής πράξης. Πράγματι, υπάρχουν συστήματα όπου η συνήθης πρακτική συνίσταται στην ιδιόχειρη επίδοσης από αρμόδιους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς επίσης και συστήματα όπου συνηθίζεται ως επί το πλείστον η επίδοση μέσω ταχυδρομείου. Είναι σαφές, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, ότι εάν η έμφαση που πρέπει να δοθεί στη διαταγή πληρωμής εστιάζεται στην εκτελεστότητά της σε όλα τα Κράτη Μέλη παρακάμπτοντας τις διαδικασίες exequatur, κρίνεται επιβεβλημένη η διασφάλιση, σε κάθε Κράτος, του ίδιου επιπέδου αξιοπιστίας της υπηρεσίας επίδοσης. Για τον λόγο αυτό, εκτός από το να ευχόμαστε την γενικότερη προσέγγιση του κανονισμού περί επιδόσεων, θα ήταν καλύτερο να υποστηρίξουμε την πραγματοποίηση αυτής της προσέγγισης τουλάχιστον ως προς την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
Εξάλλου, η εναρμόνιση του συστήματος επιδόσεων των δικογράφων συνιστά την ουσιαστική άρση ενός εκ των εμποδίων που παρακωλύουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη και, υπό αυτή την οπτική, θα συντελεστεί μια εις βάθος έρευνα του κόστους επίδοσης με απώτερο στόχο τον καθορισμό ευρωπαϊκής χρέωσης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πρόκειται για μια δημόσια υπηρεσία και ότι υπάρχουν πολλές διαφορές μεταξύ των οργανώσεων που είναι εξουσιοδοτημένες να κάνουν επιδόσεις.
Ολοκληρώνοντας, στη διαδικασία επίλυσης των διαφορών μέτριας χρηματικής αξίας, η οποία στηρίζεται στην ανάγκη απλοποίησης της τακτικής διαδικασίας, πρέπει να προστεθούν και οι εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης διαφορών (ADR), όπως επίσης πρέπει να προβλεφθούν περιορισμοί της διεξαγωγής αποδείξεων και της άσκησης ένδικων μέσων. Αυτοί αποτελούν επιπλέον λόγους για τους οποίους κρίνονται οι θεμιτοί ανωτέρω προβληματισμοί αναφορικά με την επίδοση δικογράφων σε σχέση με την κατάργηση της διαδικασίας κήρυξης της εκτελεστότητας (exequatur).
- [1] COM (2003) 427 τελικό.