ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με πρόταση σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη

9.2.2005 - (2005/2003(INI))

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγητής: António Costa

Διαδικασία : 2005/2003(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0036/2005
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0036/2005
Συζήτηση :
Ψηφοφορία :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη

(2005/2003(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

- έχοντας υπόψη την πρόταση σύστασης του κ. António Costa, εξ ονόματος της Ομάδας του Κόμματος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, προς το Συμβούλιο σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (B6-0234/2004),

- έχοντας υπόψη την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, την οποία ενέκρινε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμα 217 A (III) της 10ης Δεκεμβρίου 1948, και ειδικότερα τα άρθρα 7, 8, 9 10 και 11,

- έχοντας υπόψη το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, το οποίο ενέκρινε η ίδια Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 2200 A (XXI) της 16ης Δεκεμβρίου 1966, και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976, και ειδικότερα τα άρθρα 2, 7, 9, 10 και 14,

- έχοντας υπόψη τη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης της 4ης Νοεμβρίου 1950 (ΕΣΔA), η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 3 Σεπτεμβρίου 1953, και ειδικότερα τα άρθρα 6 και 13,

- έχοντας υπόψη τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικότερα τα άρθρα 29, 31, παράγραφος 1, στοιχείο γ), και 34, παράγραφος 2, στοιχεία α) και β),

- έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη την οποία υπέγραψαν τα κράτη μέλη στις 29 Οκτωβρίου 2004 στη Ρώμη, ειδικότερα δε τα άρθρα I-42 και III-260 (μηχανισμοί αξιολόγησης), III-270 και III-271 (δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις) και II-107 έως II-110, τα οποία αντιστοιχούν στα άρθρα 47 έως 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

- έχοντας υπόψη το κοινοτικό κεκτημένο στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης, ειδικότερα δε τη σύμβαση για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων[1], την απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών[2], την απόφαση πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων δέσμευσης περιουσιακών ή αποδεικτικών στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Ένωση[3], την πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων[4] και την πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με ορισμένα δικονομικά δικαιώματα στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση(COM(2004)0328),

- έχοντας υπόψη τα συναφή άρθρα της Συνθήκης Προσχώρησης στα οποία προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής της εφαρμογής ορισμένων διατάξεων που άπτονται του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ΧΕΑΔ) σε περίπτωση που δεν γίνονται σεβαστοί ορισμένοι κανόνες (γεγονός που συνεπάγεται ότι οι εν λόγω κανόνες πρέπει να έχουν οριστεί εκ των προτέρων),

- έχοντας υπόψη τη σύσταση σχετικά με το μέλλον του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς και σχετικά με τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητάς του, την οποία ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 14 Οκτωβρίου 2004[5],

- έχοντας υπόψη το πρόγραμμα της Χάγης, το οποίο ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 4-5 Νοεμβρίου 2004,

- έχοντας υπόψη το άρθρο 114, παράγραφος 3, και το άρθρο 83, παράγραφος 5, του Κανονισμού του,

- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6-0036/2005),

Α.  λαμβάνοντας υπόψη ότι στα άρθρα II-107 έως II-110 της Συνθήκης για τη θέσπιση ενός Συντάγματος για την Ευρώπη και στα άρθρα 6 και 13 της Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του "δικαιώματος στο Δικαστή" το οποίο, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, η Ένωση και τα κράτη μέλη της οφείλουν να εγγυηθούν στους ευρωπαίους πολίτες,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω δικαίωμα στον Δικαστή περιλαμβάνει ειδικότερα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το δικαίωμα πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο και εντός εύλογης προθεσμίας, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης σε ευεργέτημα πενίας, ενώ περιλαμβάνει επίσης τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπόπτων για τέλεση αδικημάτων πριν από την έναρξη ποινικής διαδικασίας, καθώς και το δικαίωμα αξιοπρεπούς και ανθρώπινης μεταχείρισης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί βάσει μιας τέτοιας διαδικασίας, σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την πρόληψη των βασανιστηρίων,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι η προστασία των ανωτέρω δικαιωμάτων είναι ιδιαιτέρως σημαντική στις ποινικές υποθέσεις, στις οποίες διακυβεύονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες,

Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή η προστασία άπτεται πρωτίστως της αρμοδιότητας των κρατών μελών, τα οποία την διασφαλίζουν σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική τους τάξη και νομικές παραδόσεις· ότι είναι αναγκαίο τα κράτη μέλη να ασχοληθούν με τα προβλήματα που υπάρχουν στο δικαιοδοτικό τους σύστημα και, κυρίως, με αυτά που έχει εντοπίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων· ότι ένας γνήσιος ευρωπαϊκός χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης προϋποθέτει, ωστόσο, αφενός, τη διασφάλιση στους ευρωπαίους πολίτες αντίστοιχης μεταχείρισης σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης και αν βρίσκονται και, αφετέρου, την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να οδηγηθούν στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, μέχρι και του σημείου να αποδεχτούν τη δίωξη των πολιτών τους από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους,

Ε.   εκτιμώντας ότι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Λουξεμβούργου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου και ότι πρέπει να υπάρχει συνέπεια μεταξύ των νομολογιών αυτών,

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την υιοθέτηση του προγράμματος του Τάμπερε (παράγραφος 33), η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων έχει καταστεί ακρογωνιαίος λίθος της δικαστικής συνεργασίας στο πλαίσιο της Ένωσης,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι στη Συνθήκη για τη θέσπιση ενός Συντάγματος για την Ευρώπη (άρθρο III-260) και στο πρόγραμμα της Χάγης (ειδικότερα παράγραφος 3.2.) αναγνωρίζεται η σημασία της αμοιβαίας αξιολόγησης μεταξύ των κρατών μελών για την ενίσχυση της μεταξύ τους εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί εξάλλου αναγκαία προϋπόθεση για την αμοιβαία αναγνώριση, καθώς και η έγκριση στοιχειωδών ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων και ο ορισμός εύλογων προθεσμιών,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξιολόγηση της ποιότητας της δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να καλύπτει επίσης τις μεθόδους εργασίας των δικαστών και των διαφόρων συστημάτων απονομής της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη, πράγμα το οποίο δεν έρχεται σε αντίθεση με τον πλήρη σεβασμό της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας,

Θ.  εκτιμώντας ότι η αξιολόγηση αυτή πρέπει να εδράζεται σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς που θα εγγυάται τη συνοχή και την αντικειμενικότητά του,

Ι.    λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να καθοριστούν τα πλέον κατάλληλα μέσα και διαδικασίες για μια τέτοια αξιολόγηση, να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και να αυξηθούν οι δυνατότητες κατάρτισης, προς το συμφέρον της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη,

ΙΑ. εκτιμώντας ότι η δημιουργία, κατά τα τελευταία έτη, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ευρωπαϊκών δικτύων, όπως η Ένωση Συμβουλίων Eπικρατείας και Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, το Δίκτυο των Προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρίων, το Δίκτυο Ανωτάτων Δικαστηρίων και το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Συμβουλίων του Δικαστικού Σώματος, μαρτυρεί μία αυξανόμενη συνειδητοποίηση της ανάγκης για κοινή εργασία με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της δικαιοσύνης προς το συμφέρον των πολιτών της Ένωσης,

ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη τον καίριο ρόλο που η κατάρτιση μπορεί να διαδραματίσει για την ανάπτυξη εντός της Ένωσης μιας κοινής κουλτούρας στο δικαστικό τομέα, καθώς και μιας κουλτούρας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ιδίως μέσω της δράσης του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δικαστικής Εκπαίδευσης,

ΙΓ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η βελτίωση των προτύπων ποιότητας της δικαιοσύνης καθώς και της αποτελεσματικότητάς της με βάση την αξιολόγηση αναμένεται να οδηγήσει στην ενίσχυση αφενός μεν της ποιότητας των ουσιαστικών και διαδικαστικών ποινικών διατάξεων αφετέρου δε της ποιότητας της εφαρμογής τους, πράγμα που δεν αντίκειται στο σεβασμό της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης,

ΙΔ. εκτιμώντας ότι η αμοιβαία αναγνώριση απαιτεί ειδική μεθοδολογία η οποία θα λαμβάνει υπόψη τον πολύπλοκο χαρακτήρα των διαδικασιών,

ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πρόγραμμα της Χάγης αναγνωρίζεται ότι είναι αναγκαία η έγκριση της Συνθήκης για τη θέσπιση ενός Συντάγματος για την Ευρώπη ως πλαισίου αναφοράς, καθώς και η έναρξη των προπαρασκευαστικών εργασιών ούτως ώστε να μπορέσουν να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται στη Συνταγματική Συνθήκη μόλις αυτή τεθεί σε ισχύ,

IΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο σεμινάριο που διοργάνωσε η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων στις 18 Ιανουαρίου 2005 με θέμα: "Προώθηση της βελτίωσης της ποιότητας της δικαιοσύνης στην Ευρώπη",

ΙΖ.   εγκρίνοντας τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο Πρόγραμμα της Χάγης σχετικά με την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης (παράγραφος 3.2.), κυρίως δε μέσω της αναβάθμισης της ποιότητας της δικαιοσύνης, με την ανάπτυξη της αξιολόγησης και την απαραίτητη συμβολή των δικτύων δικαστικών οργάνων και οργανισμών,

ΙΗ.   υπενθυμίζοντας την παράγραφο 3.2. του Προγράμματος της Χάγης όπου υπογραμμίζεται η ανάγκη σεβασμού της ποικιλομορφίας των δομών και των παραδοσιακών χαρακτηριστικών των εθνικών νομικών συστημάτων και η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας σε κάθε κράτος μέλος, με ταυτόχρονη προώθηση της βελτίωσης της δικαιοσύνης στην Ευρώπη μέσω της αμοιβαίας εμπιστοσύνης,

1.     απευθύνει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Συμβούλιο τις ακόλουθες συστάσεις:

α)   να αναλάβουν αμέσως δράση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου οι ευρωπαίοι πολίτες, σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης και αν βρίσκονται και ανεξαρτήτως του ισχύοντος δικαστικού και συνταγματικού πλαισίου στην εν λόγω χώρα, να μπορούν να απολαύουν του δικαιώματος στο δικαστή υπό συνθήκες ανάλογες, οι οποίες συγχρόνως θα ανταποκρίνονται σε διαρκώς βελτιούμενα πρότυπα ποιότητας, και να αποκτήσουν, με τον τρόπο αυτό, μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης·

β)   να εκπονήσουν μαζί με τα κράτη μέλη ένα "Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη" ο οποίος θα αποτελέσει κοινό πλαίσιο αναφοράς για όλα τα κράτη μέλη και θα εξασφαλίζει συνεπή και αντικειμενική αξιολόγηση· ο εν λόγω Χάρτης πρέπει να καταρτιστεί λαμβανομένων υπόψη των εμπειριών και του έργου που έχει ήδη πραγματοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο, καθώς και σε διεθνές επίπεδο, από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών·  

γ)   για την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των εθνικών δικαιοδοτικών συστημάτων σε πλαίσιο σεβασμού της ποικιλομορφίας τους, να θεσπίσουν ένα μόνιμο μηχανισμό αμοιβαίας αξιολόγησηs της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης, ο οποίος θα έχει ως αντικειμενικό πλαίσιο αναφοράς το Χάρτη ποιότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες που έχουν αποκτηθεί σε άλλους τομείς ή την αμοιβαία αξιολόγηση που ήδη εφαρμόζεται (Σένγκεν, τρομοκρατία, διεύρυνση,…), προετοιμάζοντας, στο μέτρο του δυνατού, το μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο III-260 της Συνταγματικής Συνθήκης, και θα ανταποκρίνεται στους εξής στόχους:

- υλοποίηση μιας βάσης συγκριτικών και στατιστικών δεδομένων,

- πραγματοποίηση ασκήσεων συγκριτικής αξιολόγησης («benchmarking»),

- διάδοση βέλτιστων πρακτικών,

- ενημέρωση σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας των δικαστικών συστημάτων των κρατών μελών,

- ετήσια δημοσίευση έκθεσης αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης στην Ευρώπη, που θα συνοδεύεται από δέσμη συστάσεων προς το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη, με σκοπό να υπάρξουν βελτιώσεις στα σημεία όπου εντοπίζονται προβλήματα·

δ)   να επισημοποιήσουν το μηχανισμό αμοιβαίας αξιολόγησης (διαδικασίες, διάρθρωση, δείκτες, εκθέσεις,…) με μία ή περισσότερες αποφάσεις οι οποίες θα βασίζονται στο άρθρο 31 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση θέτοντας σε εφαρμογή τις αρχές της νομολογίας των Δικαστηρίων του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Επιτροπή για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) του Συμβουλίου της Ευρώπης·

ε)   να μεριμνήσουν για τη συμμετοχή των οργανώσεων δικαστικών και λειτουργών του νόμου, των εμπειρογνωμόνων και των χρηστών της δικαιοσύνης, καθώς και των εθνικών κοινοβουλίων σε αυτή την αξιολόγηση, παραδείγματος χάρη συγκροτώντας επιτροπή παρακολούθησης για την ποιότητα της δικαιοσύνης, στο πνεύμα του άρθρου I-42, παράγραφος 2, της Συνταγματικής Συνθήκης και σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας· η εν λόγω αξιολόγηση μπορεί να διενεργηθεί στο πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων·

στ) να λάβουν υπόψη ότι η δημιουργία ενός Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, που θα εδράζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μία στοιχειώδη προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών· όσο για το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συντάσσεται με το Συμβούλιο όσον αφορά την άποψη ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα εγκλήματα που προβλέπονται ρητά από τη Συνταγματική Συνθήκη, ενώ, σε ό,τι αφορά τη δικονομία, προτεραιότητα πρέπει να έχει η εξέταση των ακόλουθων θεμάτων:

–    διαφάνεια στην απονομή της δικαιοσύνης καθώς και πλήρης σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπόπτων για τέλεση αδικημάτων, πριν από την έναρξη ποινικής διαδικασίας, καθώς και δικαίωμα αξιοπρεπούς και ανθρώπινης μεταχείρισης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί βάσει μιας τέτοιας διαδικασίας,

- διαχείριση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων,

- μεταφορά των κρατουμένων για την έκτιση της ποινής τους στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

- έκτιση των ποινών που δεν συνεπάγονται τη στέρηση της ελευθερίας στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

- εκτέλεση μέτρων κράτησης στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

- ελάχιστα δικαιώματα των κρατουμένων σε όλα τα κράτη μέλη,

- αναγνώριση καθεστώτος υποτροπής για πράξεις οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης·

- σύστημα προστασίας των καταθέσεων των μαρτύρων και των θυμάτων·

να λάβουν υπόψη ότι η αξιολόγηση πρέπει επίσης να διενεργείται βάσει των ανωτέρω στοιχείων προκειμένου να αναληφθούν ή να συνεχισθούν πρωτοβουλίες στους εν λόγω τομείς σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ζ)   να θεωρήσουν ότι συνακόλουθο της αρχής της αμοιβαίας αξιολόγησης πρέπει να αποτελέσει η προώθηση δράσεων κατάρτισης που θα απευθύνονται προς όλους τους επαγγελματίες του δικαίου, στηριζόμενες στα ευρωπαϊκό δίκτυα δικαιοδοτικών οργανισμών και οργάνων· έτσι, στο πλαίσιο της έγκρισης των δημοσιονομικών προοπτικών 2007-2013 και όπως προβλέπεται στο Πρόγραμμα της Χάγης (παράγραφος 3.2., εδάφιο 2) να προβλέψουν τη χρηματοδότηση τόσο των ευρωπαϊκών δικτύων δικαιοδοτικών οργανισμών και οργάνων όσο και των προγραμμάτων ανταλλαγών μεταξύ δικαιοδοτικών αρχών που έχει καθιερώσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (συγκεκριμένα από το κονδύλιο 18 05 01 03), καθώς και νέων πειραματικών δράσεων που θα καταστήσουν δυνατή τη συνεργασία στελεχών ή οργανώσεων των διαφόρων κρατών μελών που έχουν ως στόχο την ενίσχυση της ποιότητας της δικαιοσύνης·

η)   να καλέσει την Επιτροπή να ενσωματώσει πάραυτα το "Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη", το μηχανισμό αμοιβαίας αξιολόγησης και τα συμπληρωματικά μέτρα εναρμόνισης ορισμένων ποινικών διατάξεων, στο σχέδιο δράσης το οποίο καλείται να υποβάλει το 2005 σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Χάγης· επ’ αυτού, το Κοινοβούλιο, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προτείνει στην Επιτροπή να υιοθετήσει ως πλαίσιο αναφοράς στο σχέδιο δράσης της τις διατάξεις που προβλέπονται στη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη·

2.     αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα σύσταση στο Συμβούλιο και, προς ενημέρωση, στην Επιτροπή, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και στο Συμβούλιο της Ευρώπης.

  • [1]  Πράξη του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, για την κατάρτιση, σύμφωνα με το άρθρο 34 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 197 της 12.7.2000, σελ. 1).
  • [2]  ΕΕ L 190 της 18.7.2002, σελ. 1.
  • [3]  ΕΕ L 196 της 2.8.2003, σελ. 45.
  • [4]  Πρόταση απόφασης πλαισίου του Συμβουλίου σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων για τη συγκέντρωση αντικειμένων, εγγράφων και δεδομένων με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών (COM(2003)0688).
  • [5]  P6_TA(2004)0022.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Μεριμνώντας για την κατανομή των εξουσιών μεταξύ κρατών μελών και Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ακρογωνιαίος λίθος της δημιουργίας του Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης είναι η αμοιβαία αναγνώριση, σε πνεύμα σεβασμού της ποικιλομορφίας των νομικών συστημάτων των διαφόρων κρατών μελών.

Ήδη από το πρόγραμμα του Τάμπερε το 1999 έχει καταστεί σαφές ότι η νομοθετική προσέγγιση στον ουσιαστικό και διαδικαστικό τομέα πρέπει να περιοριστεί στα ελάχιστα απαραίτητα και ότι η δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών πρέπει να εστιασθεί στην ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, απαραίτητης προϋπόθεσης για την αμοιβαία αναγνώριση. Στόχος της παρούσας έκθεσης είναι, αφενός, να προτείνει πρακτικά μέσα ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης προς όφελος της αμοιβαίας αναγνώρισης (χάρη σε έναν Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης και σε ένα σύστημα αξιολόγησης) και, αφετέρου, να εξετάσει ποια επιπλέον μέτρα ελάχιστης εναρμόνισης απαιτείται να ληφθούν για την προώθηση της αμοιβαίας αναγνώρισης.

Προκειμένου να συμπληρώσει την ενημέρωση των βουλευτών και να διατυπώσει χρήσιμους προσανατολισμούς για την κατάρτιση της παρούσας έκθεσης καταγράφοντας τις απόψεις των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών, η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων διοργανώνει, στις 18 Ιανουαρίου 2005, δημόσιο σεμινάριο με θέμα «Προώθηση της βελτίωσης της ποιότητας της δικαιοσύνης στην Ευρώπη». Έχουν κληθεί να συμμετάσχουν οι εκπρόσωποι των εθνικών και ευρωπαϊκών οργάνων, οι λειτουργοί του νόμου και οι άμεσα ενδιαφερόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις.

1. Εισαγωγή

Το Κοινοβούλιο εκφράζει τη σταθερή προσήλωσή του στην πλήρη εφαρμογή του άρθρου 29 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το οποίο «στόχος της Ένωσης είναι να παρέχει στους πολίτες υψηλό επίπεδο προστασίας εντός ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

Στο ψήφισμά του της 14ης Οκτωβρίου 2004 σχετικά με το μέλλον του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε στις 14 Οκτωβρίου 2004[1], ζήτησε «να προωθηθεί μια κουλτούρα θεμελιωδών δικαιωμάτων εντός της Ένωσης, η οποία θα ευνοεί τον μόνιμο διάλογο των ανωτάτων δικαστικών αρχών, δημοσίων διοικήσεων και λειτουργών του δικαίου, καθώς και να προωθηθεί η ανάπτυξη δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών και διαβούλευσης μεταξύ δικαστών, διοικήσεων και ερευνητών (…) προκειμένου να διευκολυνθεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη».

Αυτή η κουλτούρα και ο διάλογος είναι όντως ζωτικής σημασίας εάν επιθυμούμε να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις ως προς την ποιότητα της δικαιοσύνης που διατυπώνουν, κατά τρόπο όλο και πιο έντονο τα τελευταία χρόνια, οι διάφοροι χρήστες του δικαστικού συστήματος. Αυτές οι απαιτήσεις περιλαμβάνουν:

- καταρχάς, μια βασική απαίτηση για δημοκρατικότητα, η οποία αναγνωρίζεται σε πλήθος διεθνών κειμένων, κυρίως δε στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης όσον αφορά το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, καθώς και στη συναφή νομολογία·

- δεύτερον, απαίτηση για λειτουργικότητα, χρηστές διοικητικές πρακτικές και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, η οποία αποτελεί ένα από τα κεντρικά θέματα του δημοσίου διαλόγου,

- τέλος, απαίτηση για αποτελεσματικότητα, τόσο προς όφελος των διαδίκων, όσο και σε οικονομικό επίπεδο, καθόσον ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα αποτελεί παράγοντα ανταγωνιστικότητας ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των στόχων της στρατηγικής της Λισσαβόνας.

Σε αυτές τις εύλογες απαιτήσεις για όλα τα κράτη μέλη, η δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης προσθέτει και τις ακόλουθες πτυχές:

- με τη διεύρυνση, η αναδιάρθρωση των δημοκρατικών συστημάτων μετά την πτώση των δικτατοριών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης περιλαμβάνει, ως στοιχείο στρατηγικής σημασίας, τη διαμόρφωση ενός δικαστικού συστήματος ανεξάρτητου και αποτελεσματικού στην υπηρεσία του κράτους δικαίου. Αυτή ήταν μια από τις πτυχές που ελήφθησαν υπόψη κατά την αξιολόγηση της εφαρμογής των κριτηρίων της Κοπεγχάγης για την ένταξη των κρατών αυτών στην Ένωση.

- με την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, η Ευρώπη των 25 εισέρχεται σε μια νέα περίοδο η οποία απαιτεί την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, και, προς τον σκοπό αυτόν, την εφαρμογή ενός μηχανισμού αξιολόγησης, ενημέρωσης και κατάρτισης.

2. Το δικαίωμα στο δικαστή στο σύνολο της Ευρώπης

Στα άρθρα II-107 έως II-110 της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (άρθρα 47-50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων) και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του «δικαιώματος στον Δικαστή», το οποίο, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, η Ένωση και τα κράτη μέλη της οφείλουν να εγγυηθούν στους ευρωπαίους πολίτες. Το εν λόγω δικαίωμα στον Δικαστή περιλαμβάνει ειδικότερα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο, δημοσίως και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης σε ευεργέτημα πενίας. Περιλαμβάνει επίσης τον πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπόπτων για τέλεση αδικημάτων πριν από την έναρξη ποινικής διαδικασίας, καθώς και το δικαίωμα αξιοπρεπούς και ανθρώπινης μεταχείρισης των προσώπων που έχουν καταδικαστεί βάσει μιας τέτοιας διαδικασίας. Εννοείται ότι η προστασία των δικαιωμάτων αυτών είναι ιδιαιτέρως σημαντική στις ποινικές υποθέσεις, στις οποίες διακυβεύονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες.

Αυτή η προστασία άπτεται πρωτίστως της αρμοδιότητας των εκάστοτε κρατών μελών, τα οποία την διασφαλίζουν σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική τους τάξη και νομικές παραδόσεις. Τούτου λεχθέντος, η δημιουργία ενός γνήσιου ευρωπαϊκού χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης προϋποθέτει:

- αφενός, τη διασφάλιση στους ευρωπαίους πολίτες αντίστοιχης μεταχείρισης σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης και αν βρίσκονται,

- και, αφετέρου, την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να οδηγηθούν στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, μέχρι και του σημείου να αποδεχτούν τη δίωξη των πολιτών τους από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους.

Στο σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης (άρθρο III-260) και στο πρόγραμμα της Χάγης (παράγραφος 3.2.) αναγνωρίζεται ειδικότερα η σημασία της αμοιβαίας αξιολόγησης προς όφελος της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αναγνώρισης.

Το ζήτημα της αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης αποτελεί επίσης αντικείμενο όλο και μεγαλύτερης ενασχόλησης σε διάφορα διεθνή φόρα (Συμβούλιο της Ευρώπης[2], Παγκόσμια Τράπεζα, …).

Είναι σημαντικό να προετοιμαστούν από τώρα τα πρακτικά μέσα για την πραγματοποίηση αυτής της αξιολόγησης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και οι δυνατότητες κατάρτισης, προς το συμφέρον της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη.

Με το πρόγραμμα της Χάγης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε τους στρατηγικούς προσανατολισμούς για την προσεχή πενταετία και ανέθεσε στην Επιτροπή να εκπονήσει, το 2005, σχέδιο δράσης στο οποίο θα ορίζονται λεπτομερέστερα τα αναγκαία μέτρα για την αποτελεσματική υλοποίηση αυτού του προγράμματος.

Η νομολογία των Δικαστηρίων του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου προσφέρει ήδη ένα κοινό πλέγμα σημείων αναφοράς στα κράτη μέλη, αλλά η αμοιβαία εμπιστοσύνη θα μπορούσε σαφέστατα να ενισχυθεί εάν τα κράτη μέλη είχαν τη δυνατότητα, αφ’ ης στιγμής καθοριστούν οι κοινοί δείκτες, να προχωρήσουν στην αμοιβαία τους αξιολόγηση, όπως συμβαίνει ήδη σε άλλους τομείς του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Προκειμένου να έχει θετική έκβαση μια τέτοια διαδικασία, μια απόφαση πλαίσιο της Ένωσης στηριζόμενη, για παράδειγμα, στο άρθρο 31.1, παράγραφος γ), της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε να προσφέρει την κατάλληλη νομική βάση.

3. Ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης

Η υλοποίηση ενός γνήσιου Χώρου Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, ο οποίος θα στηρίζεται σε μια δικαστική κουλτούρα με βάση την ποικιλομορφία των δικαστικών συστημάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από υψηλά πρότυπα ποιότητας, προϋποθέτει τη θέσπιση ενός κοινού πλαισίου αναφοράς και την υιοθέτηση ενός κοινού μηχανισμού αξιολόγησης. Τούτο είναι απαραίτητο για την αύξηση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και, με τον τρόπο αυτό, της εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης.

3.1. Χάρτης ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης

Η ομοιόμορφη εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και η εγγύηση ότι όλοι οι πολίτες θα επωφελούνται πλήρως από τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (ανεξαρτήτως του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκονται) εξαρτώνται από την αποτελεσματική πρόσβαση σε ένα δικαστικό σύστημα το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλά πρότυπα ποιότητας (βλ. την παράγραφο 3.2. του προγράμματος της Χάγης).

Εξάλλου τα κράτη μέλη υποχρεούνται ήδη, σε διεθνές επίπεδο, να εγγυώνται την υψηλή ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης δυνάμει ιδίως του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο εισηγητής προτείνει την έγκριση μιας δήλωσης αρχών – «Χάρτης ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη» – οι οποίες πρέπει να διέπουν την αξιολόγηση της λειτουργίας των δικαστικών συστημάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή τη βάση, θα χρειαστεί να συγκεντρώσουμε όλα τα χρήσιμα στοιχεία που υπάρχουν στα διάφορα δικαστικά συστήματα, όσον αφορά ειδικότερα τον σεβασμό της αρχής της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, την εφαρμογή των προτύπων διασφάλισης της δίκαιης διεξαγωγής των δικών ή ακόμη και τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών έκτισης των ποινών.

Ο στόχος πρέπει να είναι η διασφάλιση παραγωγής ανάλογων αποτελεσμάτων στα διάφορα κράτη μέλη, μέσω της θέσπισης πρακτικών υποχρεώσεων, για παράδειγμα όσον αφορά τις προθεσμίες εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων[3].

Το δημόσιο σεμινάριο που θα διοργανώσει στις 18 Ιανουαρίου 2005 η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων θα αποτελέσει ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Εφόσον ο στόχος της ποιότητας της δικαιοσύνης εγγραφεί στο σχέδιο δράσης, η Επιτροπή θα κληθεί να αναλάβει τις αναγκαίες πρωτοβουλίες για την επίτευξη της συμμετοχής όλων των ενδιαφερομένων μερών στην προετοιμασία του Χάρτη και την πρακτική εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης. Θα χρειαστεί, προς τον σκοπό αυτόν, να αναπτύξει μια σειρά κριτηρίων καταλλήλων για την αξιολόγηση της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στα διάφορα κράτη μέλη, λαμβάνοντας υπόψη τις εργασίες στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα διεθνή πρότυπα όπως αυτά που περιγράφονται στη Σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας[4] και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την πρόληψη των βασανιστηρίων. Ο χάρτης ποιότητας δεν συνιστά νέο ρυθμιστικό μέσο. Πρέπει να αποτελέσει κοινό πλαίσιο αναφοράς που θα εγγυάται συνεπή και αντικειμενική αξιολόγηση.

3.2. Μηχανισμός αμοιβαίας αξιολόγησης

3.2.1. Ιστορικό

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών θεσπίστηκαν διάφοροι μηχανισμοί αμοιβαίας αξιολόγησης στους ακόλουθους τομείς:

i.         συμφωνίες σχετικά με την κατάργηση των συνόρων (Σένγκεν)·

ii.         καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (κοινή δράση της 05.12.1997)[5]·

iii.        καταπολέμηση της τρομοκρατίας (απόφαση της 28.11.2002)[6]·

iv.        αμοιβαία δικαστική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις[7].

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Συμβούλιο, μέσω κοινής δράσης η οποία εγκρίθηκε στις 29 Ιουνίου 1998[8], καθιέρωσε μηχανισμό αξιολόγησης της τήρησης του κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, από τις υποψήφιες χώρες.

3.2.2. Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης

Η παρούσα σύσταση, η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία ενός μηχανισμού αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης, προνοεί, μέχρις ενός βαθμού, για έναν μηχανισμό όπως εκείνος που προβλέπεται στο άρθρο III-260 του Ευρωπαϊκού Συντάγματος:

σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το Συμβούλιο μπορεί, μετά από πρόταση της Επιτροπής, να εκδίδει ευρωπαϊκούς κανονισμούς ή αποφάσεις για τον καθορισμό των πρακτικών ρυθμίσεων βάσει των οποίων πραγματοποιείται η αντικειμενική αξιολόγηση της εφαρμογής, από τις αρχές των κρατών μελών, των πολιτικών της Ένωσης που σχετίζονται με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, «με στόχο, ιδίως, τη διευκόλυνση της πλήρους εφαρμογής της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης».

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και τα εθνικά κοινοβούλια τηρούνται ενήμερα για το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης αυτής, ενώ τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμμετέχουν σε αυτόν τον μηχανισμό αξιολόγησης δυνάμει του άρθρου I-42, παράγραφος 2, του σχεδίου Συνθήκης.

Ο εισηγητής προτείνει την άμεση διενέργεια αξιολόγησης της ποιότητας της δικαιοσύνης με τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

3.2.3. Πρόγραμμα της Χάγης

Στην παράγραφο 3.2. του προγράμματος της Χάγης, το οποίο εγκρίθηκε από το Συμβούλιο της 4ης και 5ης Νοεμβρίου 2004, επιβεβαιώνεται η σημασία της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών και η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι όλοι οι πολίτες έχουν πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας δικαστικά συστήματα. Αναφέρεται δε ότι η εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης εξαρτάται, κατά μείζονα λόγο, από τη θέσπιση ενός συστήματος αμοιβαίας αξιολόγησης ως προς την υλοποίηση των πολιτικών στο πλαίσιο του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

3.2.4. Λειτουργία του μηχανισμού

Ο προτεινόμενος μηχανισμός αμοιβαίας αξιολόγησης συνάδει πλήρως με τον σεβασμό της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας· αποσκοπεί αποκλειστικά στην προώθηση των βέλτιστων δικαστικών πρακτικών στο σύνολο της επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αυτή η κουλτούρα αμοιβαίας αξιολόγησης θα συμβάλει στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών και θα καταστήσει δυνατό τον εντοπισμό των αποκλίσεων μεταξύ των εθνικών δικαστικών συστημάτων κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ότι όλοι οι πολίτες θα επωφελούνται από αντίστοιχα πρότυπα ποιότητας.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αναμένει από την Επιτροπή να παρουσιάσει στο Συμβούλιο, το ταχύτερο δυνατό, μια πρόταση για ένα σύστημα αξιολόγησης στο οποίο θα ορίζονται οι κανόνες βάσει των οποίων τα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, θα προβαίνουν στην αντικειμενική και αμερόληπτη αξιολόγηση της εφαρμογής των κριτηρίων που θα προβλέπονται στον Χάρτη ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη. Χρήσιμο θα είναι να μπορούμε να υπολογίζουμε στη συνεργασία των ευρωπαϊκών δικτύων δικαστικών οργανώσεων και θεσμών, πράγμα που θα διασφαλίσει τόσο την ανεξαρτησία των δικαστικών συστημάτων, όσο και την κατάλληλη επαφή με τους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς επίσης και με το Eurojust, προνομιακό χώρο παρακολούθησης της λειτουργίας της δικαστικής συνεργασίας, και με αντιπροσωπευτικούς φορείς της κοινωνίας των πολιτών, όπως οι ΜΚΟ.

Ο μηχανισμός πρέπει να αποβλέπει στην επίτευξη των ακολούθων στόχων:

           i.         υλοποίηση βάσης συγκριτικών και στατιστικών δεδομένων·

           ii.         πραγματοποίηση ασκήσεων συγκριτικής αξιολόγησης («benchmarking»)·

           iii.        διασφάλιση της διάδοσης των βέλτιστων πρακτικών·

iv.  εκπόνηση έκθεσης αξιολόγησης της εφαρμογής του χάρτη ποιότητας.

Πρέπει να θεσπιστεί η εκπόνηση ετήσιας έκθεσης. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να συμμετέχουν στις διαδικασίες αξιολόγησης, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να είναι αποδέκτης της ετήσιας έκθεσης.

Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου που διαδραματίζει η κατάρτιση στη διαμόρφωση μιας κοινής δικαστικής κουλτούρας, θα ήταν σημαντική η συνεργασία του ευρωπαϊκού δικτύου δικαστικής κατάρτισης στην εκπόνηση και τη δημοσίευση της έκθεσης αυτής.

4. Σύγκλιση της ποινικής νομοθεσίας

4.1. Ουσιαστικοί κανόνες

Η δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, ο οποίος θα στηρίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς μια ελάχιστη σύγκλιση των εθνικών νομοθεσιών όπως προβλέπεται στο εδάφιο ε), στοιχείο 1, του άρθρου 31 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (καθορισμός «ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως των αξιόποινων πράξεων και τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών»).

Αντικείμενο μιας τέτοιας εναρμόνισης θα μπορούσαν να αποτελέσουν και άλλα εγκλήματα με διασυνοριακή διάσταση. Έτσι, η υφιστάμενη διατύπωση του άρθρου 31.1 ε) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επαρκεί πλέον για την αποτελεσματική προστασία των ευρωπαίων πολιτών ή τη διασφάλιση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

Οι συντάκτες του σχεδίου Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης έλαβαν υπόψη τους αυτή την παράμετρο. Σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου III-271, η θέσπιση τέτοιων ελάχιστων κανόνων μπορεί να επεκταθεί σε όλους τους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, ενώ προσφέρεται επ’ αυτού ο εξής κατάλογος: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα.

Στο πρόγραμμα της Χάγης εξάλλου προβλέπεται ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη σύγκλιση της ποινικής νομοθεσίας για τα εγκλήματα που προβλέπονται ρητώς στις συνθήκες.

Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: «η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης (εφεξής “Συνταγματική Συνθήκη”) χρησιμεύει ως κατευθυντήρια γραμμή για το επίπεδο φιλοδοξίας, αλλά οι υφιστάμενες Συνθήκες παρέχουν τη νομική βάση για την ανάληψη δράσης του Συμβουλίου μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ η Συνταγματική Συνθήκη. Ως εκ τούτου, οι διάφοροι τομείς πολιτικής εξετάσθηκαν για να διαπιστωθεί κατά πόσον θα μπορούσαν να αρχίσουν ήδη οι προπαρασκευαστικές εργασίες ή μελέτες, ούτως ώστε να μπορέσουν να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται στη Συνταγματική Συνθήκη μόλις αυτή τεθεί σε ισχύ.»

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, προτείνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει ως πλαίσιο αναφοράς στο σχέδιο δράσης της τις διατάξεις που προβλέπονται στη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης.

Προτείνεται να ξεκινήσει η Επιτροπή τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύγκλιση των συστημάτων ποινικής νομοθεσίας όσον αφορά τα εγκλήματα που προβλέπονται στο άρθρο III-271 της Συνταγματικής Συνθήκης, ούτως ώστε να μπορέσουν να ληφθούν τα μέτρα που προβλέπονται στη Συνταγματική Συνθήκη μόλις αυτή τεθεί σε ισχύ.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να προβεί σε ενδιάμεση αξιολόγηση του προγράμματος της Χάγης και ενδεχομένως να ορίσει νέες προτεραιότητες σύμφωνα με το άρθρο III-271, παράγραφος 1, στοιχείο 3.

4.2. Διαδικαστικοί κανόνες

Παρά την έγκριση της σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων[9], το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η σύγκλιση των συστημάτων ποινικής νομοθεσίας εξακολουθεί να είναι εμφανώς ανεπαρκής σε ορισμένους τομείς.

Ειδικότερα, θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να σημειωθεί πρόοδος στους ακόλουθους τομείς:

i.         Διαχείριση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων,

ii.         Μεταφορά των κρατουμένων για την έκτιση της ποινής τους στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

iii.  Έκτιση των ποινών που δεν συνεπάγονται τη στέρηση της ελευθερίας στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

iv.        Εκτέλεση μέτρων κράτησης στο κράτος μέλος μόνιμης κατοικίας,

v.        Ελάχιστα δικαιώματα των κρατουμένων σε όλα τα κράτη μέλη,

vi.        Αναγνώριση καθεστώτος υποτροπής για πράξεις οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο μέτρων εναρμόνισης.

Ως εκ τούτου, είναι επιθυμητό να παρουσιάσει η Επιτροπή στο Συμβούλιο, το ταχύτερο δυνατό, νομοθετική πρόταση σχετικά με τα ανωτέρω στοιχεία, στο πλαίσιο της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις.

*

* *

Συνεπώς, ο εισηγητής προτείνει προς έγκριση από την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων το συνημμένο σχέδιο σύστασης δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 3, του Κανονισμού.

  • [1]  P6_TA(2004)0022 A6-0010/2004.
  • [2]  Βλ. ειδικότερα το έργο της Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) του Συμβουλίου της Ευρώπης: http://www.coe.int/T/E/Legal_Affairs/Legal_co-operation/Operation_of_justice/Efficiency_of_justice/
  • [3]  Εν προκειμένω, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση το έργο της Επιτροπής για την Αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης (CEPEJ) (βλ.: http://www.coe.int/T/E/Legal_Affairs/Legal_co-operation/Operation_of_justice/Efficiency_of_justice/Documents/CEPEJ%202004%2019-REV%201%20Eng2.pdf).
  • [4]  η οποία εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση στις 10 Δεκεμβρίου 1984 και τέθηκε σε ισχύ στις 26 Ιουνίου 1987.
  • [5]  ΕΕ L 344, της 15.12.1997, σελ. 7.
  • [6]  ΕΕ L 349, της 24.12.2002, σελ. 1.
  • [7]  ΕΕ C 216, της 01.08.2001, σελ. 14.
  • [8]  ΕΕ L 191, της 07.07.1998, σελ. 8.
  • [9]  ΕΕ C 197 της 12.07.2000.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ B6‑0234/2004

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού του,

–   υπενθυμίζοντας ότι στα άρθρα 47 έως 50 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται το πεδίο εφαρμογής του «δικαιώματος στον Δικαστή» το οποίο, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους, η Ένωση και τα κράτη μέλη της οφείλουν να εγγυηθούν στους ευρωπαίους πολίτες,

–   λαμβάνοντας υπόψη ότι το εν λόγω «δικαίωμα στον Δικαστή» περιλαμβάνει ειδικότερα το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του με δίκαιο τρόπο και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, καθώς και το δικαίωμα πρόσβασης σε ευεργέτημα πενίας, καθώς και ότι η προστασία των ανωτέρω δικαιωμάτων είναι ιδιαιτέρως σημαντική στις ποινικές υποθέσεις,

–   έχοντας την πεποίθηση ότι αυτή η προστασία άπτεται πρωτίστως της αρμοδιότητας των κρατών μελών, τα οποία την διασφαλίζουν σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική τους τάξη και νομικές παραδόσεις, αλλά ότι η ένταξη στην Ένωση δημιουργεί την ανάγκη, αφενός, διασφάλισης στους ευρωπαίους πολίτες αντίστοιχης μεταχείρισης σε οποιαδήποτε χώρα της Ένωσης και αν βρίσκονται, και, αφετέρου, ενίσχυσης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών προκειμένου να οδηγηθούν στην αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων, μέχρι και του σημείου να αποδεχτούν τη δίωξη των πολιτών τους από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους,

‑    υπενθυμίζοντας ότι στο σχέδιο Συνταγματικής Συνθήκης (άρθρο III-260) και στο πρόγραμμα της Χάγης (παράγραφος 3.2.) αναγνωρίζεται η σημασία της αμοιβαίας αξιολόγησης μεταξύ των κρατών μελών για την ενίσχυση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς και η ανάγκη να καθοριστούν τα μέσα και οι πλέον κατάλληλες διαδικασίες για μια τέτοια αξιολόγηση και να ενισχυθεί η ανταλλαγή πληροφοριών και οι δυνατότητες κατάρτισης, προς το συμφέρον της ποιότητας της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη,

1.  συνιστά στο Συμβούλιο:

      –  να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αμοιβαίες αξιολογήσεις που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη στο πλαίσιο μέτρων που σχετίζονται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη συνεργασία Σένγκεν, τους δείκτες και τις διαδικασίες που θα καταστήσουν δυνατή τη θέσπιση ενός συστήματος αμοιβαίας αξιολόγησης σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης στα κράτη μέλη·

      –  να ενσωματώσει αυτές τις διαδικασίες και δείκτες σε μία ή περισσότερες αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 31 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμόζοντας τις αρχές της νομολογίας των Δικαστηρίων του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η Επιτροπή για την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης στην Ευρώπη·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει την παρούσα σύσταση στο Συμβούλιο και, προς ενημέρωση, στην Επιτροπή.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Έκθεση σχετικά με πρόταση σύστασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προς το Συμβούλιο σχετικά με την ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης και την εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη

Αριθμός διαδικασίας

2005/2003(INI)

Βασική/ές πρόταση(εις) σύστασης

B6‑0234/2004

 

 

Κανονιστική βάση

άρθρο 114, παρ. 3, και άρθρο 83, παρ. 5

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE
13.9.2004

Ημερομηνία της απόφασης για την εκπόνηση έκθεσης


16.12.2004

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή (ές)
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

 

 

 

 

 

Αποφάσισε/αν να μη γνωμοδοτήσει/ουν
  Ημερομηνία της απόφασης

 

 

 

 

 

Ενισχυμένη συνεργασία
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

 

Άλλη(ες) πρόταση (εις) σύστασης που περιλαμβάνεται(ονται) στην έκθεση

 

 

 

Εισηγητής(ές)
  Ημερομηνία ορισμού

António Costa
13.9.2004

 

Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν)

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

24.11.2004

13.12.2004

18.1.2005

1.2.2005

 

Ημερομηνία έγκρισης

1.2.2005

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

υπέρ:

κατά:

αποχές:

37

4

2

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Alexander Nuno Alvaro, Alfredo Antoniozzi, Johannes Blokland, Mario Borghezio, Mihael Brejc, Kathalijne Maria Buitenweg, Michael Cashman, Giusto Catania, Jean-Marie Cavada, Charlotte Cederschiöld, Carlos Coelho, António Costa, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Rosa Díez González, Antoine Duquesne, Kinga Gál, Patrick Gaubert, Adeline Hazan, Lívia Járóka, Timothy Kirkhope, Ewa Klamt, Ole Krarup, Σταύρος Λαμπρινίδης, Henrik Lax, Edith Mastenbroek, Jaime Mayor Oreja, Hartmut Nassauer, Bogdan Pęk, Martine Roure, Inger Segelström, Manfred Weber, Stefano Zappalà, Tatjana Ždanoka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Frederika Brepoels, Παναγιώτης Δημητρίου, Gérard Deprez, Camiel Eurlings, Ignasi Guardans Cambó, Sophia in 't Veld, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Vincent Peillon, Herbert Reul, Marie-Line Reynaud, Jan Zahradil

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

 

Ημερομηνία κατάθεσης – A[6]

9.2.2005

A6‑0036/2005

Παρατηρήσεις

 

ΒΑΣΙΚΗ(ΕΣ) ΠΡΟΤΑΣΗ(ΣΕΙΣ) ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ

Αριθ. B[6]

Συντάκτης(ες)

Τίτλος

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή (ές)

Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια

B6‑0234/2004

Ποιότητα της ποινικής δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση
LIBE

13.1.2005