ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και κιβδηλεία μέσω του ορισμού της Ευρωπόλ ως Κεντρικής Υπηρεσίας για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ

1.4.2005 - (14811/2004 – C6‑0221/2004 – 2004/0817(CNS)) - *

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγητής: Agustín Díaz de Mera García Consuegra


Διαδικασία : 2004/0817(CNS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0079/2005
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0079/2005
Συζήτηση :
Ψηφοφορία :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και κιβδηλεία μέσω του ορισμού της Ευρωπόλ ως Κεντρικής Υπηρεσίας για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ

(14811/2004 – C6‑0221/2004 – 2004/0817(CNS))

(Διαδικασία διαβούλευσης)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (14811/2004)[1],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 30, παράγραφος 1 γ και το άρθρο 34, παράγραφος 2 γ, της Συνθήκης ΕΕ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει (C6‑0221/2004),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 93, και το άρθρο 51 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καθώς και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (A6‑0079/2005),

1.  εγκρίνει την πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας όπως τροποποιήθηκε·

2.  καλεί το Συμβούλιο να τροποποιήσει αναλόγως το κείμενο της πρωτοβουλίας·

3.  καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή καθώς επίσης και στις κυβερνήσεις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.

Κείμενο προτεινόμενο από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου

Τροπολογία 1

Αιτιολογική σκέψη 1

(1) Το ευρώ, ως το νόμιμο νόμισμα 12 κρατών μελών, κατέστη προοδευτικά ένα παγκόσμιο νόμισμα και κατά συνέπεια πρώτης προτεραιότητας στόχος των διεθνών οργανώσεων παραχάραξης.

(1) Το ευρώ, ως το νόμιμο νόμισμα 12 κρατών μελών, απέκτησε τεράστια σημασία σε παγκόσμιο επίπεδο και η παραχάραξη και η κιβδηλεία του κατέστη, κατά συνέπεια, πρώτης προτεραιότητας στόχος των εθνικών και διεθνών εγκληματικών οργανώσεων οι οποίες αναπτύσσουν δραστηριότητα τόσο εντός όσο και εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αιτιολόγηση

Προς διευκρίνιση του κειμένου.

Τροπολογία 2

Αιτιολογική σκέψη 2

(2) Το ευρώ κατέστη επίσης στόχος παραχαρακτών από τρίτες χώρες.

Διαγράφεται

Αιτιολόγηση

Πρέπει να διαγραφεί η αιτιολογική αυτή σκέψη διότι το περιεχόμενό της περιλαμβάνεται στην πρώτη αιτιολογική σκέψη, τόσο στην αρχική της μορφή όσο και στην προτεινόμενη από την τροπολογία εκδοχή της.

Τροπολογία 3

Αιτιολογική σκέψη 3α (νέα)

 

(3α) Τα επιμέρους κράτη μέλη αδυνατούν να εξασφαλίσουν κατάλληλη προστασία του ευρώ, δεδομένου ότι τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα του ευρώ κυκλοφορούν και εκτός της επικράτειας των κρατών μελών που συμμετέχουν στη νομισματική ένωση.

Αιτιολόγηση

Είναι προφανές ότι η κατάλληλη προστασία του ευρώ, το οποίο είναι το νόμιμο νόμισμα των δώδεκα κρατών μελών της ΕΕ, δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν η προστασία αυτή πραγματοποιείται μεμονωμένα.

Τροπολογία 4

Αιτιολογική σκέψη 3β (νέα)

 

(3β) Είναι επίσης απαραίτητο να ενταθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και με την Ευρωπόλ προκειμένου να ενισχυθεί το σύστημα προστασίας του ευρώ και εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αιτιολόγηση

Προκειμένου να προστατευθεί το ευρώ από την παραχάραξη εκτός του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι απαραίτητη η στενή συνεργασία όλων των κρατών μελών της και της Ευρωπόλ.

Τροπολογία 5

Αιτιολογική σκέψη 4

(4) Η Σύμβαση για την Πρόληψη της Παραχάραξης και της Κιβδηλείας, που συμφωνήθηκε την 20ή Απριλίου 1929 στη Γενεύη (εφεξής η «Σύμβαση της Γενεύης») θα πρέπει να εφαρμόζεται αποτελεσματικότερα υπό τις συνθήκες της ενοποίησης της Ευρώπης.

(4) Η Διεθνής Σύμβαση για την Πρόληψη της Παραχάραξης και της Κιβδηλείας, που συμφωνήθηκε την 20ή Απριλίου 1929 στη Γενεύη (εφεξής η «Σύμβαση της Γενεύης»), και το συμπληρωματικό πρωτόκολλο, θα πρέπει να εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα, με σκοπό την εξασφάλιση της συνολικής, ουσιαστικής και ομοιογενούς προστασίας του ευρώ.

Αιτιολόγηση

Η ορθή ονομασία της σύμβασης απαιτεί την συμπερίληψη του όρου "διεθνής". Πρέπει επίσης να αναφέρεται και το "συμπληρωματικό πρωτόκολλο" δεδομένου ότι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αυτής σύμβασης. Από την άλλη πλευρά, τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του ευρώ από τις παράνομες δραστηριότητες που ενδέχεται να το υπονομεύσουν πρέπει να λαμβάνονται και να εφαρμόζονται πάντοτε, ανεξαρτήτως της φάσεως που διέρχεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Τροπολογία 6

Αιτιολογική σκέψη 5

(5) Οι τρίτες χώρες χρειάζονται μια κεντρική επαφή για πληροφορίες σχετικές με τα παραχαραγμένα ευρώ, όλες δε οι πληροφορίες οι σχετικές με τα παραχαραγμένα ευρώ θα πρέπει να συγκεντρώνονται στην Ευρωπόλ προκειμένου να αναλύονται.

(5) Οι τρίτες χώρες χρειάζονται μια κεντρική επαφή για πληροφορίες σχετικές με τα παραχαραγμένα ευρώ, όλες δε οι πληροφορίες οι σχετικές με τα παραχαραγμένα ευρώ θα πρέπει να συγκεντρώνονται στην Ευρωπόλ προκειμένου να αναλύονται, με παράλληλο τρόπο και σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αιτιολόγηση

Είναι αναγκαίο οι τρίτες χώρες να έρχονται σε επαφή μέσω ενός κεντρικού σημείου. Παρά ταύτα, οι αρμοδιότητες και οι μηχανισμοί μετάδοσης των πληροφοριών που δημιουργήθηκαν βάσει της σύμβασης της Ευρωπόλ και των μεταγενέστερων πρωτοκόλλων που την τροποποίησαν, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν στη σημερινή φάση της ανάπτυξής του πραγματική και ουσιαστική προστασία του ευρώ.

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η Ευρωπόλ μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ το πρωτόκολλο που εγκρίθηκε τον Νοέμβριο του 2003, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα άμεσων επαφών μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών και της Ευρωπόλ και το οποίο προβλέπει ότι μπορεί η Ευρωπόλ να λειτουργεί ως σημείο επαφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις επαφές της με τρίτες χώρες και οργανώσεις και φορείς που είναι αρμόδιοι για την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ, δεν μπορεί να έρχεται σε άμεση επαφή με τα κράτη μέλη, παρά μέσω των υπηρεσιών επαφής όλων και του καθενός από τα κράτη μέλη. Η "βαθμιαία" αυτή διαβίβαση των πληροφοριών θα καθυστερούσε τη δρομολόγηση των μηχανισμών που αποσκοπούν στην αποτροπή της κυκλοφορίας πλαστών ευρώ. Βλ. επίσης την αιτιολόγηση της τροπολογίας 8 στην αιτιολογική σκέψη 7.

Τροπολογία 7

Αιτιολογική σκέψη 6

(6) Δεδομένου του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου της 28 Ιουνίου 2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία, το Συμβούλιο κρίνει ενδεδειγμένο να καταστούν όλα τα κράτη μέλη συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης και να ιδρύσουν κεντρικά γραφεία κατά την έννοια του άρθρου 12 της Σύμβασης.

(6) Δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου της 29ης Μαΐου 2000 για την αύξηση της προστασίας από την παραχάραξη του νομίσματος ενόψει της θέσπισης του ευρώ1, μέσω της επιβολής ποινικών και άλλων κυρώσεων και δεδομένου του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1338/2001 του Συμβουλίου της 28 Ιουνίου 2001 σχετικά με τον καθορισμό των αναγκαίων μέτρων για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και την κιβδηλεία, το Συμβούλιο κρίνει ενδεδειγμένο να καταστούν όλα τα κράτη μέλη συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης και να ιδρύσουν κεντρικά γραφεία κατά την έννοια του άρθρου 12 της Σύμβασης.

_______________

1 ΕΕ L 140, 14.6.2000, σελ. 1

Αιτιολόγηση

Η υποχρέωση για τα κράτη μέλη που ακόμη δεν το έχουν πράξει, να προσχωρήσουν στη Σύμβαση της Γενεύης του 1929, είχε ήδη θεσπιστεί με το άρθρο 2 της απόφασης-πλαίσιο της 29ης Μαΐου 2000 που ισχύει για τα 25 κράτη μέλη της ΕΕ. Σημειωτέον ότι μέχρι τώρα, η Μάλτα και η Σλοβενία είναι τα μόνα δύο κράτη μέλη που δεν έχουν κυρώσει τη Σύμβαση της Γενεύης.

Τροπολογία 8

Αιτιολογική σκέψη 7

(7) Το Συμβούλιο θεωρεί σκόπιμο να ορίσει την Ευρωπόλ ως κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ κατά την έννοια του άρθρου 12 της Σύμβασης της Γενεύης,

(7) Το Συμβούλιο θεωρεί σκόπιμο να ορίσει την Ευρωπόλ ως κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και την κιβδηλεία του ευρώ, έργο που θα ασκήσει σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 12 της Σύμβασης της Γενεύης,

Αιτιολόγηση

Άλλο σοβαρό πρόβλημα δημιουργείται λόγω του ότι η Ευρωπόλ μπορεί να διαβιβάζει πληροφορίες οι οποίες περιέχουν προσωπικά δεδομένα μόνο στις τρίτες χώρες ή οργανισμούς με τους οποίους έχει συνάψει προηγουμένως σχετική συμφωνία (βλ. απόφαση του Συμβουλίου της 13ης Μαρτίου 1999 με την οποία καθορίζονται οι κανόνες για την διαβίβαση από την Ευρωπόλ προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες και οργανισμούς (ΕΕ C 88 της 30.3.1999, σελ. 1 και απόφαση του Συμβουλίου της 28ης Φεβρουαρίου 2002 που τροποποιεί την απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999). Κατά συνέπεια ο περιορισμός αυτός θα υπονόμευε σοβαρά την συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών που πρόκειται να αναλάβει η Ευρωπόλ ως κεντρική υπηρεσία της ΕΕ.

Ως εκ τούτου, ενόσω η Ευρωπόλ λειτουργεί με τους περιορισμούς που ισχύουν σήμερα, είναι απαραίτητο οι ενέργειές της ως κεντρικής υπηρεσίας της ΕΕ για την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ να γίνονται σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές υπηρεσίες των κρατών μελών. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της πρότασης: η αποτελεσματική προστασία του ενιαίου νομίσματος. Βλ. την αιτιολόγηση στην τροπολογία 6 για την αιτιολογική σκέψη 5.

Τροπολογία 9

Άρθρο 1, παράγραφος 1

1. Για τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης, ήτοι Αυστρία, Βέλγιο, Τσεχία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Πολωνία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπόλ, σύμφωνα με την συνημμένη δήλωση στο Παράρτημα («Δήλωση»), ενεργεί ως κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ, κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του άρθρου 12 της Σύμβασης της Γενεύης. Για την παραχάραξη και κιβδηλεία όλων των λοιπών νομισμάτων και για τις λειτουργίες κεντρικού γραφείου που δεν ανατίθενται στην Ευρωπόλ σύμφωνα με τη Δήλωση, εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενες αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών γραφείων.

1. Για όλα τα κράτη μέλη, η Ευρωπόλ, σύμφωνα με την συνημμένη δήλωση στο Παράρτημα (εφεξής «Δήλωση»), ενεργεί ως κεντρική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ, κατά την έννοια της πρώτης περιόδου του άρθρου 12 της Σύμβασης της Γενεύης, εκ παραλλήλου και σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών. Για την παραχάραξη και κιβδηλεία όλων των λοιπών νομισμάτων και για τις λειτουργίες κεντρικού γραφείου που ανατίθενται και δεν ανατίθενται στην Ευρωπόλ σύμφωνα με τη Δήλωση, παραμένουν και εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενες αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών γραφείων.

Αιτιολόγηση

Η υποχρέωση ορισμού μιας κεντρικής υπηρεσίας δυνάμει της Σύμβασης της Γενεύης δεσμεύει ήδη όλα τα κράτη μέλη πλην της Μάλτας και της Σλοβενίας, ωστόσο, και οι χώρες αυτές δεσμεύονται από το κοινοτικό κεκτημένο που επιβάλλει την προσχώρηση στην εν λόγω σύμβαση (βλ. τροπολογία 7 στην αιτιολογική σκέψη 6). Για τον λόγο αυτό εν αναμονή της επίσημης κύρωσης από τις προαναφερθείσες χώρες, μπορεί ήδη να ορισθεί ότι η Ευρωπόλ θα λειτουργεί για όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση ως κεντρική υπηρεσία για τα θέματα παραχάραξης του ευρώ (με όλες τις επιφυλάξεις που αναφέρονται στις αιτιολογήσεις της τροπολογίας 6 στην αιτιολογική σκέψη 5 και της τροπολογίας 8 στην αιτιολογική σκέψη7).

Τροπολογία 10

Άρθρο 1, παράγραφος 2

2. Τα κράτη μέλη που δεν είναι ακόμη συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης ήτοι Κύπρος, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Σλοβακία και Σλοβενία, θα προσχωρήσουν στην εν λόγω σύμβαση. Μόλις προσχωρήσουν στη Σύμβαση της Γενεύης, θα ορίσουν, σύμφωνα με τη Δήλωση, την Ευρωπόλ ως κεντρική υπηρεσία για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ, σύμφωνα με την πρώτη περίοδο του άρθρου 12 της Σύμβασης της Γενεύης.

Διαγράφεται

Αιτιολόγηση

Βλ. αιτιολόγηση της τροπολογίας 9 στο άρθρο 1, παράγραφος 1.

Τροπολογία 11

Άρθρο 2, παράγραφος 1

1. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης θα προβούν στην Δήλωση και θα αναθέσουν στον αντιπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τη διαβίβαση των δηλώσεων στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

1. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών θα προβούν στην Δήλωση και θα αναθέσουν στον αντιπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τη διαβίβαση των δηλώσεων στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Αιτιολόγηση

Βλ. αιτιολόγηση της τροπολογίας 9 στο άρθρο 1, παράγραφος 1.

Τροπολογία 12

Άρθρο 2, παράγραφος 2

2. Οι κυβερνήσεις των κρατών μελών που δεν είναι ακόμη συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης, εφόσον προσχωρήσουν σε αυτήν, προβαίνουν αμελλητί στη Δήλωση και αναθέτουν στον αντιπρόσωπο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας να τη διαβιβάσει στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.

Διαγράφεται

Αιτιολόγηση

Βλ. αιτιολόγηση της τροπολογίας 9 στο άρθρο 1, παράγραφος 1.

Τροπολογία 13

Παράρτημα, πρώτη εισαγωγική πρόταση

.., κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδωσε στην Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (εφεξής «Ευρωπόλ») εντολή να καταπολεμήσει την παραχάραξη και κιβδηλεία του ευρώ, με την παρούσα δηλώνω:

.., κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έδωσε στην Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία (εφεξής «Ευρωπόλ») εντολή να λειτουργήσει ως κεντρική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ, με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης και με παράλληλο τρόπο και σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών.

Αιτιολόγηση

Βλ. τις αιτιολογήσεις στην τροπολογία 1 στον τίτλο και της τροπολογίας 8 στην αιτιολογική σκέψη 5 και της τροπολογίας 8 στην αιτιολογική σκέψη 7

Τροπολογία 14

Παράρτημα, σημείο 1.1.

1.1. H Eυρωπόλ θα συγκεντρώνει και θα επεξεργάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευρωπόλ, θα συγκεντρώνει όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι δυνατόν να διευκολύνουν τη διερεύνηση, πρόληψη και καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ και θα διαβιβάζει αμελλητί τα στοιχεία αυτά στις εθνικές κεντρικές υπηρεσίες των κρατών μελών της ΕΕ.

1.1. H Eυρωπόλ θα συγκεντρώνει και θα επεξεργάζεται, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ευρωπόλ, και σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών, όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που είναι δυνατόν να διευκολύνουν την διερεύνηση, πρόληψη και καταπολέμηση ης παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ.

Αιτιολόγηση

Σύμφωνα τα όσα υποστηρίζονται σε ολόκληρη την έκθεση, η τεκμηρίωση της ανάγκης να λειτουργεί η Ευρωπόλ ως κεντρική υπηρεσία εκ παραλλήλου με τις εθνικές κεντρικές υπηρεσίες, προκύπτει κυρίως από τους μεγάλους περιορισμούς που απορρέουν από το σημερινό νομικό πλαίσιο της Ευρωπόλ: αδυνατεί να διαβιβάζει πληροφορίες άμεσα στα κράτη μέλη, παρά μόνον με τη μεσολάβηση των εθνικών υπηρεσιών επαφής του κάθε κράτους μέλους, πράγμα που δυσκολεύει και καθυστερεί την διαβίβαση των πληροφοριών, ούτε πληροφορίες οι οποίες να περιέχουν προσωπικά δεδομένα στα τρίτα κράτη και οργανισμούς, εάν προηγουμένως δεν έχει συνάψει με αυτά μια προς τούτο συμφωνία, όπως προβλέπει η Πράξη του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 (ΕΕ C 88 της 30.3.1999, σελ. 1.).

Ενδέχεται τα προβλήματα αυτά να επιλυθούν μελλοντικά, σήμερα όμως συνιστούν απαρέγκλιτο εμπόδιο εάν επιθυμούμε να εξασφαλίσουμε κατάλληλη προστασία του ευρώ έναντι της παραχάραξής του. Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητο οι πληροφορίες να διαβιβάζονται ταυτοχρόνως τόσο στην Ευρωπόλ, όσο και στο κράτος μέλος της Ένωσης το οποίο ενδέχεται να θίγεται άμεσα και το οποίο οφείλει να αναλάβει την επιχειρησιακή δραστηριότητα που απαιτεί η περίπτωση.

Τροπολογία 15

Παράρτημα, σημείο 1.5, εισαγωγική πρόταση

1.5. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων απλώς τοπικού ενδιαφέροντος, η Ευρωπόλ, εφόσον το θεωρεί τελεσφόρο, θα γνωστοποιεί στις κεντρικές υπηρεσίες τρίτων χωρών:

1.5. Εξαιρουμένων των περιπτώσεων απλώς τοπικού ενδιαφέροντος, η Ευρωπόλ, εφόσον το θεωρεί τελεσφόρο, θα γνωστοποιεί στις κεντρικές υπηρεσίες τρίτων χωρών, λαμβάνοντας υπόψη τις επιφυλάξεις που περιέχει η απόφαση του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 1999 μέσω της οποίας θεσπίζονται οι κανόνες για τη διαβίβαση από την Ευρωπόλ προσωπικών δεδομένων σε τρίτες χώρες και οργανισμούς1:

____________

1 ΕΕ C 88, 30.3.1999, σελ.1

Αιτιολόγηση

Όπως τονίζεται στην έκθεση, η απόφαση του Συμβουλίου που αναφέρεται στην τροπολογία περιορίζει την αποστολή πληροφοριών εκ μέρους της Ευρωπόλ, οι οποίες περιέχουν προσωπικά δεδομένα, σε μια τρίτη χώρα ή διεθνή οργανισμό στο πλαίσιο μόνο μιας συμφωνίας που έχει υπογραφεί επί τούτου μεταξύ των δύο πλευρών. Για τον λόγο αυτό, η επιφύλαξη αυτή πρέπει να ληφθεί υπόψη όταν θα προβλεφθεί η δυνατότητα αποστολής πληροφοριών. Σε περίπτωση ανυπαρξίας τέτοιας συμφωνίας, η διαβίβαση θα πρέπει να γίνει μέσω των εθνικών κεντρικών υπηρεσιών.

Τροπολογία 16

Παράρτημα, σημείο 1.7.

1.7. Εφόσον η Ευρωπόλ δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντα που ορίζονται από τα σημεία 1 έως 6 σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ευρωπόλ, οι εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών θα κρατούν την αρμοδιότητά τους.

Διαγράφεται

Αιτιολόγηση

Βλ. αιτιολόγηση της τροπολογίας 6 στην αιτιολογική σκέψη 5 και 8 στην αιτιολογική σκέψη 7 καθώς και 14 στο σημείο 1.1. του Παραρτήματος.

Σε συνέπεια με το σύνολο των προτεινόμενων τροπολογιών, πρέπει να εκκινήσουμε από το δεδομένο ότι το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης της Ευρωπόλ δεν επιτρέπει την άσκηση των αρμοδιοτήτων που πρόκειται να της αποδοθούν.

Τροπολογία 17

Παράρτημα, σημείο 1 α (νέο)

 

1α. Οι αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Ευρωπόλ για την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη, στο πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης, θα ασκούνται παραλλήλως και σε στενή συνεργασία με τις κεντρικές εθνικές υπηρεσίες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, θα παραμείνουν ανέπαφες και εν ισχύει.

Αιτιολόγηση

Βλ. αιτιολογήσεις της τροπολογίας 6 στην αιτιολογική σκέψη 5· της τροπολογίας 8 στην αιτιολογική σκέψη 7 και της τροπολογίας 14 στο σημείο 1.1. του Παραρτήματος.

Τροπολογία 18

Παράρτημα, σημείο 2

2. Οι υφιστάμενες αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών υπηρεσιών, οι σχετικές με την παραχάραξη και κιβδηλεία όλων των λοιπών νομισμάτων και με τα καθήκοντα των κεντρικών υπηρεσιών τα οποία δεν έχουν ανατεθεί στην Ευρωπόλ σύμφωνα με το σημείο 1, εξακολουθούν να ισχύουν.

2. Όσον αφορά τα μέτρα προστασίας από την παραχάραξη και κιβδηλεία όλων των λοιπών νομισμάτων, τα καθήκοντα των κεντρικών υπηρεσιών εξακολουθούν να ισχύουν.

Αιτιολόγηση

Η τροπολογία αυτή προτείνεται σε σχέση με τις προηγούμενες.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Πριν ακόμα από την κυκλοφορία του την πρώτη Ιανουαρίου του 2002, το ευρώ υπήρξε αντικείμενο σημαντικών μέτρων προστασίας εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέτρων για την αποτροπή των υψηλών επιπέδων παραχάραξης που είχαν παρουσιαστεί με τα εθνικά νομίσματα και που είχε θεωρηθεί ότι θα μπορούσαν να επαναληφθούν και με το ενιαίο νόμισμα. Ένα είναι βέβαιο: τα κράτη μέλη δεν μπορούν να καταπολεμήσουν μόνα τους το φαινόμενο αυτό. Το οργανωμένο έγκλημα που ασχολείται με την παραχάραξη του νομίσματος χρησιμοποιεί σήμερα πολύ προηγμένες μεθόδους και εκμεταλλεύεται τόσο την ανυπαρξία εσωτερικών συνόρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο και την έλλειψη τεχνικών και επιχειρησιακών δυνατοτήτων σε ορισμένα από τα κράτη μέλη (ας μην ξεχνούμε ότι διαπιστώνονται πολλά κρούσματα παραχάραξης και στις χώρες εκείνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν είναι ακόμη μέλη της ζώνης ευρώ). Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικέντρωσε την προσοχή της στην έγκριση μέτρων που αφορούσαν κυρίως την προστασία του ευρώ μέσω ενός νομικού πλαισίου και που ήταν ενδεδειγμένα για το σκοπό αυτόν με σκοπό την ποινικοποίηση της παραχάραξης, τη θέσπιση φορέων συγκέντρωσης των πληροφοριών ή ακόμα τη θέσπιση μέτρων που διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων φορέων που εμπλέκονται στην καταπολέμηση της απάτης.

Παρ όλα αυτά μέχρι σήμερα το πρόβλημα δεν έχει περιοριστεί. Πράγματι, με βάση τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν με το σύστημα ελέγχου παραχαράξεων - σύστημα αποθήκευσης στοιχείων για την παραχάραξη ευρώ στο οποίο περιλαμβάνονται τεχνικές, στατιστικές και γεωγραφικές πληροφορίες και στο οποίο έχουν πρόσβαση οι κεντρικές τράπεζες και οι αρμόδιες αρχές - αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία από την Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα το 2004 χαρτονομίσματα συνολικής αξίας 44.801.510 ευρώ. Δεν πρόκειται όμως μόνο για αρνητικά στοιχεία, αφού η πραγματικότητα καταδεικνύει ότι τα μέτρα καταπολέμησης της παραχάραξης έχουν αποδώσει : από το 2003 έως 2004, στο σύνολο των επιχειρήσεων κατά τις οποίες εντοπίσθηκαν πλαστά ευρώ αυξήθηκε κατά 20% και η παραχάραξη των χαρτονομισμάτων των 50 και των 100 ευρώ μειώθηκε κατά 5 και 38% αντίστοιχα. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτών των θετικών στοιχείων, το ευρώ συνεχίζει να παρουσιάζει υψηλά επίπεδα παραχάραξης.

Παρουσίαση της πρότασης

Η πρόταση αποτελεί πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας και αποσκοπεί να καταστήσει την Ευρωπόλ κεντρικό γραφείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 12 κ.επ. της διεθνούς σύμβασης για την καταστολή της παραχάραξης του νομίσματος που υπογράφηκε στη Γενεύη το 1929. Με βάση αυτή τη διεθνή σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη οφείλουν να δημιουργήσουν μια υπηρεσία που θα συγκεντρώνει σε κάθε χώρα όλες τις πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν στην έρευνα, την πρόληψη και την καταστολή της παραχάραξης του νομίσματος. Για να εντοπίσουν και να καταστήσουν πιο εμφανή τη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα αυτόν, τα κράτη μέλη αποφάσισαν να καταστήσουν την Ευρωπόλ κεντρική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την παραχάραξη του ευρώ. Αναφορικά με τις εθνικές κεντρικές υπηρεσίες, θα συνεχίσουν να διατηρούν τις αρμοδιότητές τους όσον αφορά την παραχάραξη των υπολοίπων νομισμάτων.

Σχολιασμός των τροπολογιών

Το ισχύον νομικό πλαίσιο που διέπει τις δραστηριότητες που ασκεί η Ευρωπόλ (η σύμβαση Ευρωπόλ και τα τροποποιητικά πρωτόκολλα της) υπήρξε η βάση για τον προσανατολισμό των τροπολογιών που κατατίθενται στο σχέδιο απόφασης του Συμβουλίου. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για μια φιλόδοξη αλλά ελάχιστα ρεαλιστική πρόταση, αφού δεν λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς που θα αντιμετωπίσει η Ευρωπόλ για να φέρει σε πέρας την αποστολή που επιθυμούν να της αναθέσουν.

Κατά πρώτον, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που διαθέτουν πληροφορίες για την παραχάραξη του ευρώ (είτε πρόκειται επί παραδείγματι για πληροφορίες σχετικά με εργαστήρια όπου έχουν παραχθεί πλαστά ευρώ, είτε πρόκειται για δεδομένα σχετικά με την κυκλοφορία των πλαστών αυτών νομισμάτων μέσα στην Ένωση), δεν θα μπορούν να τις διαβιβάζουν απευθείας στην Ευρωπόλ αφού η ανταλλαγή πληροφοριών της υπηρεσίας αυτής με τα κράτη μέλη γίνεται μέσω των εθνικών συνδετικών υπηρεσιών. Το γεγονός αυτό, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις ιδιαιτερότητες της παραχάραξης του νομίσματος, έχει ως αποτέλεσμα η διαδικασία αυτή που είναι άμεση - υπονομεύοντας στην πράξη την ανταλλαγή αυτών των πληροφοριών - να μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη έλλειψη προστασίας του ευρώ. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που επισημαίνει και επιδιώκει να αποτρέψει το σχέδιο έκθεσης.

Αφετέρου, η Ευρωπόλ υπόκειται σε σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά την άμεση επαφή με τις τρίτες χώρες και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Πράγματι, το άρθρο 2 τις απόφασης του Συμβουλίου του 1999 διαλαμβάνει ότι, σε περίπτωση πληροφοριών που περιέχουν προσωπικά δεδομένα, η μεταβίβαση των πληροφοριών μεταξύ της Ευρωπόλ και ενός τρίτου κράτους η διεθνούς οργανισμού πρέπει να γίνεται βάσει συμφωνίας μεταξύ αμφοτέρων των πλευρών. Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει τέτοια συμφωνία για τη διαβίβαση πληροφοριών, είναι αδύνατη η κοινοποίησή τους.

Τα δύο σημεία που επισημάνθηκαν αποτελούν συνεπώς σοβαρά και καθοριστικά εμπόδια για να μπορέσει η Ευρωπόλ να ασκήσει με αποτελεσματικό και ικανοποιητικό τρόπο την αποστολή της Κεντρικής Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ. Για το λόγο αυτό, ο εισηγητής θεωρεί ότι, για να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος της πρότασης, δηλαδή μια επαρκής προστασία του ευρώ από την παραχάραξη, οι αρμοδιότητες των κεντρικών υπηρεσιών των κρατών μελών που ήδη υπάρχουν σήμερα πρέπει να διατηρηθούν όσον αφορά την προστασία και του ευρώ. Έτσι, η θέσπιση ενός μηχανισμού στενής συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των φορέων αυτών και της Ευρωπόλ και όλων των οργάνων και των αρχών που συμμετέχουν στην προστασία του ενιαίου νομίσματος, θα αποτελέσουν τα πιο αποτελεσματικά μέσα κατά της παραχάραξης.

Συμπέρασμα

Η λειτουργία της Ευρωπόλ να διέπεται από μια σύμβαση που χρονολογείται από το 1995 και υπήρξε αντικείμενο διαδοχικών μεταρρυθμίσεων από την έναρξη ισχύος της, τροποποιήσεων που είχαν κυρίως το στόχο να επεκτείνουν τις αρμοδιότητές της. Ωστόσο, τίποτε δεν έγινε για την τροποποίηση του νομικού πλαισίου, και τούτο παρά τα επανειλημμένα αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[2] που τόνιζαν ότι για να μετατραπεί η Ευρωπόλ πραγματικά σε ένα αποτελεσματικό μηχανισμό καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να αρθούν οι παρακάτω περιορισμοί :

· η Ευρωπόλ συνεχίζει να δρα στο πλαίσιο της διακυβερνητικής συνεργασίας και αυτό παρ όλο που της ανατίθενται ολοένα και περισσότερες αρμοδιότητες

· οι αποφάσεις για την Ευρωπόλ συνεχίζουν να λαμβάνονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία

· το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν μπορεί να ασκήσει πραγματικό δημοκρατικό έλεγχο επί της Ευρωπόλ

· η σημερινή διαδικασία τροποποίησης της σύμβασης είναι εξαιρετικά μακρά και εργώδης και απαιτεί την κύρωση από όλα τα κράτη μέλη. Αφετέρου, η ενδεχόμενη υποκατάστασή της από μια απόφαση του Συμβουλίου παρουσιάζει δυσκολίες για την επίτευξη της αναγκαίας πολιτικής συμφωνίας. Αμφότερες οι επιλογές είναι συνεπώς ακατάλληλες για τη συγκεκριμένη περίπτωση.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε επανειλημμένα τη μετατροπή της Ευρωπόλ σε ένα πραγματικό Κοινοτικό Όργανο, με δικό του προϋπολογισμό και υποκείμενο στο δημοκρατικό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στον έλεγχο του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η έλλειψη προσαρμογής του νομικού πλαισίου της Ευρωπόλ αντικατοπτρίζεται στην πρόταση που αποτελεί το αντικείμενο τις ανά χείρας έκθεσης : η Ευρωπόλ δεν έχει ούτε τα νομικά ακούτε τα επιχειρησιακά, ούτε τα δημοσιονομικά μέσα για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την παραχάραξη του ευρώ.

1.  Κατά πρώτον, όπως επισήμανε ο εισηγητής, το νομικό πλαίσιο είναι το πρώτο από τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή αστυνομική υπηρεσία.

2.  Δεύτερον, η Ευρωπόλ δεν έχει επιχειρησιακές αρμοδιότητες κανενός είδους, αρμοδιότητες ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της παραχάραξης του νομίσματος που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χειροπιαστά αποτελέσματα.

3.  Τρίτον, η Ευρωπόλ δεν έχει δικό της προϋπολογισμό για να εκτελέσει μέτρα επιχειρησιακού που θα παρείχαν αρωγή προς τα κράτη μέλη μέσα και έξω από τη ζώνη ευρώ όπου και όποτε διενεργούνται εκστρατείες ή έρευνες για την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ.

Τέλος, ο ορισμός της Ευρωπόλ ως κεντρικής υπηρεσίας των κρατών μελών για την καταπολέμηση της παραχάραξης του ευρώ πρέπει να συνοδευτεί από μια νομική και δημοσιονομική βάση. Μόνο έτσι θα μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να διαθέτει ένα ενδεδειγμένο και αποτελεσματικό όργανο για την καταπολέμηση της απάτης σε βάρος του ενιαίου νομίσματος.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Πρωτοβουλία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας με σκοπό την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά την προστασία του ευρώ από την παραχάραξη και κιβδηλεία μέσω του ορισμού της Ευρωπόλ ως Κεντρικής Υπηρεσίας για την καταπολέμηση της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ

Έγγραφα αναφοράς

(14811/2004 – C6‑0221/2004 – 2004/0817(CNS))

Νομική βάση

άρθρο 39, παρ. 1 ΕΕ

Διαδικαστική βάση

άρθρο 93 και άρθρο 51

Ημερομηνία κλήσης του ΕΚ προς γνωμοδότηση

2.12.2004

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LΙΒΕ
14.12.2004

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

ΕCΟΝ
14.12.2004

 

 

 

 

Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει
  Ημερομηνία της απόφασης

ΕCΟΝ
21.2.2005

 

 

 

 

Ενισχυμένη συνεργασία
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

όχι

 

 

 

 

Εισηγητής(ές)
  Ημερομηνία ορισμού

Agustín Díaz de Mera García Consuegra
18.1.2005

 

Εξέταση στην επιτροπή

16.3.2005

31.3.2005

 

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

31.3.2005

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

ομόφωνα

 

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Edit Bauer, Johannes Blokland, Mihael Brejc, Kathalijne Maria Buitenweg, Michael Cashman, Giusto Catania, Jean-Marie Cavada, Carlos Coelho, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Rosa Díez González, Antoine Duquesne, Patrick Gaubert, Elly de Groen-Kouwenhoven, Adeline Hazan, Lívia Járóka, Ewa Klamt, Magda Kósáné Kovács, Ole Krarup, Wolfgang Kreissl-Dörfler, Σταύρος Λαμπρινίδης, Romano Maria La Russa, Sarah Ludford, Jaime Mayor Oreja, Hartmut Nassauer, Martine Roure, Inger Segelström, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Manfred Weber, Tatjana Ždanoka.

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Gérard Deprez, Camiel Eurlings, Giovanni Claudio Fava, Ignasi Guardans Cambó, Παναγιώτης Δημητρίου, Jeanine Hennis-Plasschaert, Sophia in 't Veld, Vincent Peillon, Marie-Line Reynaud, Bogusław Sonik, Jan Zahradil.

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

 

Ημερομηνία κατάθεσης – A[5]

1.4.2005

A6‑0079/2005

Παρατηρήσεις

...

  • [1]  Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ.
  • [2]  Βλ. σύσταση της 30ής Μαΐου 2002 για τη μελλοντική εξέλιξη της Ευρωπόλ και την πλήρη ενσωμάτωσή της στο θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 187 Ε της 7.8.2003, σελ. 144) και σύσταση της 10ης Απριλίου 2003 για τη μελλοντική εξέλιξη της Ευρωπόλ (ΕΕ C 64 Ε της 12.3.2004, σελ. 588)