ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες
1.12.2005 - (2005/2120(INI))
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Pier Luigi Bersani
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τη φορολογία των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες (2005/2120(INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη τα ανεπίσημα έγγραφα της Επιτροπής «Μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες στην ΕΕ» και «Φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο κράτος εγκατάστασης», που δημοσιεύθηκαν στις 7 Ιουλίου 2004 και υποβλήθηκαν στο άτυπο Συμβούλιο Ecofin της 10ης και 11ης Σεπτεμβρίου 2004,
- έχοντας υπόψη το άτυπο Συμβούλιο Ecofin της 10ης και 11ης Σεπτεμβρίου 2004 στο Σεβενίνγκεν,
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή «Προς μια εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια – Στρατηγική για την πρόβλεψη ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις δραστηριότητες των εταιρειών σε επίπεδο ΕΕ» (COM(2001)0582),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση από την Επιτροπή προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή «Μία εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια των επιχειρήσεων – επιτεύγματα, τρέχουσες πρωτοβουλίες και εναπομένοντα προβλήματα» (COM(2003)0726),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το εαρινό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: «Συνεργασία για την οικονομική μεγέθυνση και την απασχόληση - Νέο ξεκίνημα για τη στρατηγική της Λισαβόνας» (COM(2005)0024),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 12ης Απριλίου 2005 σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη και την απασχόληση (2005-2008), συμπεριλαμβανομένων μιας σύστασης της Επιτροπής σχετικά με τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών και της Κοινότητας και μιας πρότασης απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις πολιτικές απασχόλησης των κρατών μελών (COM(2005)0141-2005/0057(CNS)),
- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Μαρτίου 2002 σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή όσον αφορά τη φορολογική πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση[1],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 16ης Δεκεμβρίου 2003 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την τροποποίηση της οδηγίας 90/435/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το οποίο ισχύει για τις μητρικές και τις θυγατρικές εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών[2],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 10ης Μαρτίου 2004 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που τροποποιεί την οδηγία 90/434/ΕΟΚ της 23ης Ιουλίου 1990 σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών [3],
- έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας[4],
- έχοντας υπόψη την οδηγία 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001 για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά τον ρόλο των εργαζομένων [5],
- έχοντας υπόψη τη μελέτη σχετικά με την ανάλυση των πιθανών θεμάτων ανταγωνισμού και διακρίσεων όσον αφορά πιλοτικό πρόγραμμα για το σύστημα φορολογικής ενοποίησης στην ΕΕ σε σχέση με το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας, που εκπόνησε η ομάδα «Φορολογία στην ΕΕ» της εταιρείας Deloitte με ημερομηνία 18 Αυγούστου 2004 (Taxud/2003/DE/305),
- έχοντας υπόψη την ευρωπαϊκή φορολογική έρευνα της Επιτροπής της 10ης Σεπτεμβρίου 2004[6],
- έχοντας υπόψη τη μελέτη «Συνέπειες της πρότασης οδηγίας για τις υπηρεσίες εντός της εσωτερικής αγοράς στη φορολόγηση και τα φορολογικά έσοδα στα κράτη μέλη της ΕΕ», μια έρευνα που διενήργησε το Αυστριακό Ινστιτούτο Οικονομικών Επιστημών κατόπιν αιτήματος της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικών Πολιτικών της Ένωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Διεύθυνση A – Οικονομική και Επιστημονική Πολιτική (σχέδιο αριθ. IP/A/ECON/ST/2004-33),
- έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A6‑0386/2005),
A. εκτιμώντας ότι η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας προβλέπει στο άρθρο 94 την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών εφόσον επηρεάζουν τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς,
B. επισημαίνοντας ότι, κατά την εαρινή σύνοδο κορυφής τον Μάρτιο του 2005, η Ευρωπαϊκή Ένωση καθόρισε τους θεμελιώδεις προσανατολισμούς για το νέο ξεκίνημα της στρατηγικής της Λισαβόνας, με βάση τη γνώση, την ανταγωνιστικότητα, την ανάπτυξη και την απασχόληση,
Γ. εκτιμώντας ότι η εξάλειψη οιουδήποτε εμποδίου που παρακωλύει την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στις βάσεις της φορολόγησης των εταιρειών αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σύμφωνα με τις νέες «ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές»,
Δ. εκτιμώντας ότι φαινόμενα όπως η οικονομική ολοκλήρωση, η αναδιάρθρωση, οι διασυνοριακές συγχωνεύσεις και ο αυξημένος διεθνής ανταγωνισμός καθιστούν απαραίτητη την εξάλειψη οποιωνδήποτε φορολογικών εμποδίων παρακωλύουν την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την οικονομική ανάπτυξη,
E. εκτιμώντας ότι η συνεχιζόμενη ύπαρξη διαφορετικών βάσεων φορολογικών συστημάτων για τις εταιρείες θέτει εμπόδια στις διασυνοριακές δραστηριότητες των εταιρειών επιφέροντας διοικητική και οικονομική αναποτελεσματικότητα,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι η ύπαρξη 25 διαφορετικών φορολογικών συστημάτων επιφέρει όχι μόνο έξοδα και αναποτελεσματικότητα για τις ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν διασυνοριακές δραστηριότητες, αλλά και ζημίες για τα κράτη μέλη, λόγω των φαινομένων απάτης, τιμών μεταβίβασης για φορολογικούς σκοπούς και φοροδιαφυγής, καθώς και ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη φορολογική νομοθεσία,
Ζ. εκτιμώντας ότι οι παράγοντες που προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού πρέπει να αντιμετωπιστούν και ότι η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς πρέπει να δημιουργήσει συνθήκες ισότιμης μεταχείρισης των επιχειρήσεων,
H. επισημαίνοντας ότι το ζήτημα της φορολόγησης των εταιρειών εντός της εσωτερικής αγοράς είναι σημαντικό και από νομική άποψη, όπως δείχνει το διευρυνόμενο φάσμα νομικών διαφορών και προσφυγών σε αυτό τον τομέα, και ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις ρυθμίσεις των κρατών μελών όσον αφορά τη φορολόγηση των εταιρειών επιβεβαιώνουν σε κάθε ευκαιρία την απαγόρευση των διακρίσεων και των περιορισμών· επισημαίνοντας επίσης ότι είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί η νομική αβεβαιότητα που απορρέει από το γεγονός ότι η κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες (ΚΕΦΒΕ) (όπως ενδεχομένως θα εγκριθεί στο πλαίσιο της ενισχυμένης συνεργασίας) θα μπορούσε να ισχύει για εταιρείες και υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε χώρες οι οποίες δεν επιθυμούν να υιοθετήσουν την ΚΕΦΒΕ,
Θ. εκτιμώντας ότι η προσέγγιση που ακολουθεί η Επιτροπή σχετικά με τη θέσπιση κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες είναι εξαιρετικά ισορροπημένη, παρέχει την καταλληλότερη λύση για τις μεγάλες εταιρείες και πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μέτρο προτεραιότητας που πρέπει να ληφθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της φορολόγησης των εταιρειών· εκτιμώντας ότι η επιλογή φορολόγησης των ΜΜΕ στο κράτος εγκατάστασης μπορεί να αποτελέσει μια μορφή απλούστευσης για τους επιχειρηματίες, υπό τον όρο ότι τα κράτη μέλη συνάπτουν τις αναγκαίες διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις, ιδίως για να αποτρέψουν τον αθέμιτο φορολογικό ανταγωνισμό,
Ι. θεωρώντας ότι σκοπός της κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες πρέπει να είναι η δημιουργία μιας κοινής μεθόδου φορολόγησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για εταιρείες που ασκούν διασυνοριακές δραστηριότητες και είναι εγκατεστημένες σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη, μιας μεθόδου που θα είναι πιο αποτελεσματική και θα συνεισφέρει περισσότερο στην τόνωση των επενδύσεωνεπενδύσεων στο πλαίσιο μιας αποδοτικής ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς,
ΙΑ. εκτιμώντας ότι η πρόταση της Επιτροπής για ένα πιλοτικό σχέδιο βάσει του συστήματος της φορολόγησης στο κράτος εγκατάστασης μπορεί να είναι ένα ρεαλιστικό και αποτελεσματικό μέσο περιορισμού του κόστους συμμόρφωσης και εξάλειψης των φορολογικών και διοικητικών εμποδίων που επηρεάζουν τις δραστηριότητες των ΜΜΕ σε τομείς με συγκρίσιμα επίπεδα σταθμισμένης φορολόγησης στα αντίστοιχα κράτη μέλη, καθώς και ότι ένα τέτοιο σύστημα συνεπάγεται σημαντική απλούστευση, υπό την έννοια ότι ο ιδιοκτήτης μιας μικρής ή μεσαίας επιχείρησης είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει και να εφαρμόζει μόνο τους εθνικούς φορολογικούς κανόνες, προκειμένου να μπορεί να δραστηριοποιείται εντός της εσωτερικής αγοράς,
ΙΒ. εκτιμώντας ότι η δημιουργία κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης δεν έχει αξία, εάν δεν είναι αποτελεσματική, διαφανής και ανταγωνιστική,
1. σημειώνει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά επηρεάζονται από φορολογικά εμπόδια, προβλήματα διπλής φορολογίας και υψηλό κόστος συμμόρφωσης, όταν επενδύουν ή δραστηριοποιούνται σε άλλο κράτος μέλος·
2. σημειώνει ότι η τωρινή ασάφεια όσον αφορά τις πιέσεις της σταθμισμένης φορολογίας και η τάση για ανταγωνισμό φορολογικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση των φορολογικών εσόδων, με αποτέλεσμα πιέσεις σε άλλες μορφές φορολογίας·
3. επισημαίνει ότι τα εμπόδια που δημιουργούν οι άκρως αποκλίνουσες εθνικές βάσεις φορολόγησης των εταιρειών οι οποίες εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις με διασυνοριακές δραστηριότητες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή αγορά·
4. επαναλαμβάνει ότι είναι απαιτείται στενότερη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις βάσεις της φορολόγησης των εταιρειών, προκειμένου να αρθούν τα φορολογικά εμπόδια σε σχέση με συγκεκριμένα θέματα, όπως:
- διασυνοριακή αντιστάθμιση κερδών και ζημιών,
- τιμές μεταβίβασης για φορολογικούς σκοπούς,
- συγχωνεύσεις και εξαγορές,
- διασυνοριακές δραστηριότητες αναδιάρθρωσης και καταβολή μερισμάτων μεταξύ συνδεδεμένων εταιρειών·
5. επιβεβαιώνει την ανάγκη μεταρρύθμισης των βάσεων φορολόγησης των εταιρειών για εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, ως συνέχεια της νέας στρατηγικής της Λισαβόνας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση μεταχείριση των επιχειρήσεων, η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών και η μείωση του κόστους, καθώς και να ενισχυθούν οι επενδύσεις, η ανταγωνιστικότητα των εταιρειών, η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας·
6. επικροτεί τις νέες προτάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη θέσπιση κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις μεγάλες εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την εξεταζόμενη πειραματική εισαγωγή του συστήματος της φορολόγησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο κράτος εγκατάστασης, και σημειώνει τη δημιουργία της ομάδας εργασίας ΚΕΦΒΕ·
7. λυπάται για το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθούν να αρνούνται την ανάγκη μεγαλύτερης συνεργασίας σε φορολογικά θέματα, ιδίως όσον αφορά τις φορολογικές βάσεις που εφαρμόζονται στις εταιρείες, έχοντας υπόψη το γεγονός ότι ο συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της φορολόγησης των εταιρειών είναι ένα από τα μέσα που προβλέπουν οι ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή της νέας στρατηγικής της Λισαβόνας·
Μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο
8. τονίζει τη σημασία της θέσπισης κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης που θα ανταποκρίνεται στην ανάγκη μεγαλύτερης ολοκλήρωσης στην εσωτερική αγορά· στηρίζει την πρόταση της Επιτροπής και εκφράζει την πεποίθηση ότι η θέσπιση μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε δύο τουλάχιστον κράτη μέλη –μιας βάσης που θα επιτρέψει να προσδιοριστεί το φορολογητέο εισόδημα σύμφωνα με μια δέσμη κοινών κανόνων καθορισμένων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και εφαρμοστέων σε μεμονωμένο όμιλο εταιρειών– είναι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα φορολογικά εμπόδια που επηρεάζουν τις διασυνοριακές δραστηριότητες των εταιρειών·
9. επιβεβαιώνει εκ νέου ότι η θέσπιση μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες δεν θα βλάψει με κανένα τρόπο τα θεμελιώδη προνόμια των κρατών μελών στον τομέα της φορολογίας, και ιδίως το δικαίωμά τους να καθορίζουν τους συντελεστές των εθνικών φόρων για τις εταιρείες· θεωρεί, ωστόσο, ότι θα ήταν τελικά επιθυμητή η βαθμιαία ευθυγράμμιση των φορολογικών συντελεστών για τις εταιρείες στο πλαίσιο μιας λογικής κλίμακας, ώστε να αξιοποιηθεί το κεφάλαιο όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά, συμβάλλοντας έτσι στην επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας·
10. επαναλαμβάνει ότι οι στόχοι της δημιουργίας μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι:
- η άρση των φραγμών που θέτουν τα διαφορετικά εθνικά φορολογικά συστήματα,
- η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών και η μείωση του γραφειοκρατικού φόρτου και του κόστους συμμόρφωσης,
- η δημιουργία κοινών συνθηκών ισότιμης μεταχείρισης των εταιρειών που είναι εγκατεστημένες σε διάφορα κράτη μέλη,
- η εξάλειψη των άμεσα συνδεδεμένων προβλημάτων της διπλής φορολογίας και της φοροδιαφυγής·
11. πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η δημιουργία μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι να καθοριστεί ένα πλαίσιο κοινών προτύπων με την έγκριση κανονισμού βασιζόμενου σε δύο βασικά, συμπληρωματικά στοιχεία: τη δημιουργία μιας κοινής φορολογικής βάσης σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες και την ανάπτυξη μιας μεθόδου ενοποίησης, καθώς και της μεθόδου κατανομής των φορολογικών βάσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, που θα επιτρέψει στις εταιρείες να αντισταθμίζουν και να ενοποιούν κέρδη και ζημίες οπουδήποτε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
12. θεωρεί ότι ο στόχος της θέσπισης ΚΕΦΒΕ σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί επίσης να επιτευχθεί μέσω του μηχανισμού ενισχυμένης συνεργασίας, εάν τα κράτη μέλη δεν μπορέσουν να επιτύχουν ομόφωνη συμφωνία· υπογραμμίζει ότι ο μηχανισμός ενισχυμένης συνεργασίας –μολονότι αποτελεί δεύτερη καλύτερη επιλογή μετά την ομόφωνη συμφωνία των κρατών μελών– θα επιτρέψει παράλληλα στη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών να σημειώσουν πρόοδο όσον αφορά ένα κοινό πλαίσιο για τη φορολόγηση των εταιρειών στην εσωτερική αγορά, ενώ θα προσφέρει στα άλλα κράτη μέλη τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε μεταγενέστερο στάδιο·
13. συνηγορεί υπέρ μιας βαθμιαίας προσέγγισης, αρχικά με τη θέσπιση προαιρετικής κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης –η οποία θα δώσει στις εταιρείες τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στις υφιστάμενες εθνικές φορολογικές βάσεις και σε μια ευρωπαϊκή φορολογική βάση– και στη συνέχεια με μια μεσοπρόθεσμη αξιολόγηση της σκοπιμότητας μετάβασης σε ένα σύστημα υποχρεωτικής κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης·
14. θεωρεί ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη θέσπιση κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης πρέπει να προβλέπει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
- τις κοινές φορολογικές αρχές που θα χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
- όλους τους κανόνες και μηχανισμούς που θα είναι αναγκαίοι για τον καθορισμό κοινής ευρωπαϊκής φορολογικής βάσης,
- τους κανόνες που αφορούν τις διαδικασίες για την εφαρμογή της ενοποίησης για ομίλους εταιρειών,
- τη σχέση μεταξύ των νομικών και φοροτεχνικών δραστηριοτήτων των εταιρειών, δηλαδή τις λογιστικές αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος για τους σκοπούς της φορολόγησης,
- τον μηχανισμό κατανομής των φορολογικών εσόδων που προέρχονται από την κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση που επιλέγουν όμιλοι εταιρειών μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ο οποίος θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης·
15. καλεί τα κράτη μέλη να επισπεύσουν τις προσπάθειες συνεργασίας τους σε φορολογικά θέματα και αναγνωρίζει τη σημασία του στόχου επαρκούς διαφύλαξης των νόμιμων οικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών, και ιδίως της ικανότητας είσπραξης φορολογικών εσόδων, μέσω δίκαιου, διαφανή, αναλογικού και αποδεκτού μηχανισμού κατανομής·
16. ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει σε επόμενο στάδιο και κατόπιν ανάλυσης των επιπτώσεων τη σκοπιμότητα της εφαρμογής φορολογικών ρυθμίσεων βάσει κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης στο καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας·
17. καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη και την ομάδα εργασίας ΚΕΦΒΕ να εξασφαλίσουν ότι το απαιτούμενο χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη τεχνικής και πολιτικής συμφωνίας όσον αφορά τη θέσπιση κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης θα είναι αυστηρό, θέτοντας ως στόχο την υποβολή πρότασης νομοθετικών διατάξεων από την Επιτροπή έως το 2007·
Το σύστημα φορολόγησης των ΜΜΕ στο κράτος εγκατάστασης
18. επισημαίνει ότι οι ΜΜΕ δεν επιτυγχάνουν να αξιοποιήσουν πλήρως τα οφέλη της εσωτερικής αγοράς και ότι οι δυνατότητες ανάπτυξής τους, όσον αφορά τις αγορές, τις διασυνοριακές δραστηριότητες και την ικανότητα να εγκαθίστανται σε άλλα κράτη μέλη, προσκρούει σε εμπόδια που προέρχονται από τον πολύπλοκο διοικητικό μηχανισμό και το υψηλό κόστος συμμόρφωσης με τα διαφορετικά εθνικά φορολογικά συστήματα, τα οποία έχουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στις ΜΜΕ από ό,τι στις μεγάλες εταιρείες·
19. θεωρεί ότι το σύστημα της φορολόγησης στο κράτος εγκατάστασης μπορεί, με τη σύναψη διμερών ή πολυμερών συμφωνιών μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με όλα τα τεχνικά θέματα και τη δημιουργία μηχανισμού κατανομής των φορολογικών εσόδων μεταξύ των διαφόρων ενδιαφερόμενων εθνικών φορολογικών αρχών, ώστε να αποφευχθεί ο επιζήμιος φορολογικός ανταγωνισμός, να απλουστεύσει σημαντικά τις διασυνοριακές δραστηριότητες των ΜΜΕ· στηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για ένα πιλοτικό σχέδιο βάσει αυτού του συστήματος, το οποίο θα επιτρέψει στις ΜΜΕ να υπολογίζουν το φορολογητέο εισόδημα της μητρικής εταιρείας και όλων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη που συμμετέχουν στο σχέδιο, εφαρμόζοντας τους φορολογικούς κανόνες που ισχύουν στο κράτος εγκατάστασής τους·
20. επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της Λισαβόνας και του προγράμματος κοινοτομίας και ανταγωνιστικότητας (2007-2013), η στήριξη των ΜΜΕ αποτελεί στόχο προτεραιότητας και εκφράζει την πεποίθηση ότι το πιλοτικό σχέδιο μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στο ποσοστό επιβίωσης των ΜΜΕ και στην ανταγωνιστικότητά τους σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο·
21. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι τα κράτη μέλη δεν δείχνουν το απαιτούμενο ενδιαφέρον και δέσμευση για την εξάλειψη των φορολογικών εμποδίων που επηρεάζουν τις δραστηριότητες των ΜΜΕ και ότι δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια εφαρμογής του πιλοτικού σχεδίου που προτείνει η Επιτροπή· καλεί τα κράτη μέλη, ιδίως όσα έχουν οικονομικά ενοποιημένες διασυνοριακές περιφέρειες, να συμμετάσχουν στο πιλοτικό σχέδιο και να συνεισφέρουν κατά τον τρόπο αυτό πολύτιμη εμπειρία για το μέλλον·
o
o o
22. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και την Επιτροπή.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
I. Τρέχουσα κατάσταση – κίνητρα για αλλαγές
Τον Οκτώβριο του 2001, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε ένα νέο σχέδιο για μια εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια[1] θεωρώντας ότι το ζήτημα της μεταρρύθμισης της φορολογίας των εταιρειών στην ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων της Λισαβόνας. Στο κοινοτικό πλαίσιο η φορολογική πολιτική πρέπει να στηρίζει και να ενισχύει τους στόχους άλλων πολιτικών της ΕΕ και η φορολογία των εταιρειών πρέπει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για την επίτευξη αυτών των στόχων και τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις στην ΕΕ.
Η μελέτη «Φορολόγηση των εταιρειών στην εσωτερική αγορά» δείχνει ότι η σημερινή εφαρμογή της φορολογίας εταιρειών χαρακτηρίζεται από έλλειψη αποτελεσματικότητας και δεν επιτρέπει στους επιχειρηματίες να αποκομίσουν πλήρη οφέλη. Οι διαφορές των εθνικών φορολογικών διατάξεων δημιουργούν εμπόδια για τη διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως λόγω του υψηλού κόστους συμμόρφωσης, των προβλημάτων σχετικά με τις τιμές μεταβίβασης, της προνομιακής μεταχείρισης, των διασυνοριακών δραστηριοτήτων αναδιάρθρωσης και πολλών περιπτώσεων διπλής φορολογίας. Αυτό συνεπάγεται απώλεια ευημερίας σε επίπεδο ΕΕ, υποβαθμίζει την ανταγωνιστικότητα της ΕΕ και, κατά συνέπεια, αντίκειται στους στόχους της Λισαβόνας.
Οι ανακοινώσεις αποκαλύπτουν ότι το εύρος των διαφορών της σταθμισμένης εθνικής φορολογίας εταιρειών κυμαίνεται γύρω στις 37 εκατοστιαίες μονάδες για τις οριακές επενδύσεις και γύρω στις 30 εκατοστιαίες μονάδες για τις πιο επικερδείς επενδύσεις. Αν και η απόκλιση μεταξύ των χωρών είναι μικρότερη όταν υπολογίζονται οι σταθμισμένοι συντελεστές, αυτές οι διαφορές έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη θέση της οικονομικής δραστηριότητας. Μολονότι συνεισφέρουν στην ανταγωνιστικότητα εντός της ΕΕ, μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητο «αγώνα μέχρι του πυθμένα» των φορολογικών συντελεστών.
Η εμφάνιση του ηλεκτρονικού επιχειρείν, η αυξημένη κινητικότητα των οικονομικών παραγόντων (κύμα διεθνών συγχωνεύσεων και εξαγορών) και οι ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις για τον περιορισμό των μη φορολογικών οικονομικών, τεχνολογικών και θεσμικών φραγμών δυσχεραίνουν κατά πολύ τον καθορισμό και τη διαφύλαξη της φορολογικής βάσης για τις εταιρείες.
Προκειμένου να προσαρμοστεί η φορολογία των εταιρειών της ΕΕ στο νέο οικονομικό πλαίσιο και να επιτευχθεί μια πιο αποδοτική εσωτερική αγορά χωρίς φορολογικά εμπόδια, η Επιτροπή επιβεβαιώνει ότι η θέσπιση μιας κοινής ενοποιημένης φορολογικής βάσης για τις εταιρείες (ΚΕΦΒΕ) όσον αφορά τις δραστηριότητές τους εντός της ΕΕ είναι η καταλληλότερη λύση, καθώς αυξάνει την αποδοτικότητα και τη διαφάνεια και απλουστεύει τη φορολογία των εταιρειών. Η ΚΕΦΒΕ θα συνοδεύεται από κατάλληλο μηχανισμό κατανομής, που θα εκπονηθεί σε συμφωνία με τα κράτη μέλη τα οποία θα συνεχίσουν να καθορίζουν τους εθνικούς φορολογικούς συντελεστές που εφαρμόζονται στις εταιρείες.
Τον Νοέμβριο του 2003, η Επιτροπή υπέβαλε μια δεύτερη ανακοίνωση[2] που αξιολογεί την πρόοδο στην ανάπτυξη της ΚΕΦΒΕ και παρουσιάζει μια νέα πρόταση πιλοτικού σχεδίου στον τομέα της φορολογίας και των ΜΜΕ. Τα δύο σχέδια είναι συμπληρωματικά και δεν αλληλεπικαλύπτονται ούτε παρεμβαίνουν το ένα στο άλλο. Ενώ το πρώτο σχέδιο προβλέπει βραχυπρόθεσμη βοήθεια για τις ΜΜΕ, το δεύτερο συνεισφέρει στον τομέα της φορολογίας εταιρειών εντός της εσωτερικής αγοράς.
Τον Ιούλιο του 2004 η Επιτροπή δημοσίευσε δύο ανεπίσημα έγγραφα τα οποία υπέβαλε στο άτυπο Συμβούλιο Ecofin στις 10-11 Σεπτεμβρίου 2004, σχετικά με «Μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες στην ΕΕ» και «Φορολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο κράτος εγκατάστασης». Το άτυπο Συμβούλιο Ecofin του Σεβενίνγκεν αποφάσισε τη σύσταση της ομάδας εργασίας ΚΕΦΒΕ με σκοπό να εξετάσει τον τεχνικό ορισμό της ΚΕΦΒΕ και να παράσχει βοήθεια στην Επιτροπή.
II. Προτάσεις της Επιτροπής
a) Κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες (ΚΕΦΒΕ)
Δεδομένων των τρεχουσών οικονομικών εξελίξεων στην ΕΕ και στον κόσμο και τη σημασία της επίδρασης των συστημάτων φορολόγησης των εταιρειών στις οικονομικές δραστηριότητες, πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα από την άποψη της οικονομικής αποδοτικότητας όπου η φορολογία των εταιρειών στην εσωτερική αγορά θα πρέπει: να συμβάλει στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ σύμφωνα με τους στόχους της στρατηγικής της Λισαβόνας· να εξασφαλίζει την ελάχιστη δυνατή στρέβλωση των οικονομικών αποφάσεων των επιχειρηματιών από φορολογικούς παράγοντες· να αποτρέπει άσκοπα ή υπερβολικά υψηλά έξοδα συμμόρφωσης και φορολογικά εμπόδια στη διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα· να δημιουργεί ίσους όρους ανταγωνισμού για όλες τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά· να προάγει τις επενδύσεις· να μην αποκλείει το ενδεχόμενο γενικού φορολογικού ανταγωνισμού, αποτρέποντας όμως ταυτόχρονα όλες τις επιζήμιες ή οικονομικά ανεπιθύμητες μορφές του. Για να επιτευχθούν όλοι αυτοί οι στόχοι η καλύτερη λύση είναι η θέσπιση της ΚΕΦΒΕ σε επίπεδο ΕΕ.
Μια ΚΕΦΒΕ θα δώσει σε εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη τη δυνατότητα να υπολογίζουν το συνολικό φορολογητέο τους εισόδημα σύμφωνα με ένα σύνολο κανόνων – τους κανόνες της νέας φορολογικής βάσης της ΕΕ. Θα είναι ανεξάρτητη από τους εθνικούς νόμους περί φορολογίας εταιρειών (παράλληλη ύπαρξη) και θα κατανέμεται σε μεμονωμένα κράτη μέλη σύμφωνα με συγκεκριμένο τύπο. Κάθε χώρα θα εφαρμόζει εν συνεχεία το δικό της φορολογικό συντελεστή για τις εταιρείες στο τμήμα της φορολογικής βάσης που της αναλογεί. Ο μηχανισμός κατανομής πρέπει να διατηρηθεί όσο το δυνατόν απλούστερος ώστε να μην αναιρεί τα οφέλη που προέρχονται από τις ενοποιημένες διατάξεις. Η εκπόνηση κατάλληλου, αναλογικού και δίκαιου τύπου για το μηχανισμό κατανομής πρέπει να παραμείνει μια από τις βασικές προτεραιότητες.
Εφόσον η ύπαρξη των ίδιων φορολογικών κανόνων σε κάθε κράτος χωρίς ενοποίηση θα παρείχε λιγότερα οφέλη για τις εταιρείες (θα εξακολουθούσαν να υφίστανται θέματα όπως οι τιμές μεταβίβασης), η ανάπτυξη μιας κοινής φορολογικής βάσης πρέπει επομένως να συνοδευτεί από την εκπόνηση μεθόδου λογιστικής ενοποίησης, καθώς έχει συμφωνηθεί ότι οι μέθοδοι που προβλέπονται στα διεθνή λογιστικά πρότυπα (ΔΛΠ) δεν είναι κατάλληλες για φορολογικούς σκοπούς (πολλοί ενοποιημένοι λογαριασμοί περιλαμβάνουν τα αποτελέσματα θυγατρικών εκτός ΕΕ, η χρηματοοικονομική λογιστική δεν πρόκειται ποτέ να ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις της φορολογικής βάσης, παρά την πρόσφατη τυποποίηση των εθνικών λογιστικών προτύπων), μολονότι η υποχρεωτική χρήση των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) για τους ενοποιημένους λογαριασμούς από το 2005 και στο εξής (πρώην ΔΛΠ[3]), θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ουδέτερο σημείο εκκίνησης για την εκπόνηση μιας κοινής φορολογικής βάσης. Η Επιτροπή θα προτιμούσε, ωστόσο, να εκπονηθούν καθαρά φορολογικές μέθοδοι ενοποίησης λογαριασμών ομίλων εταιρειών αντί να χρησιμοποιούνται τα ΔΠΧΠ.
Μολονότι η νέα προσέγγιση μέχρι ένα σημείο φαίνεται να καταργεί το ισχύον σύστημα ξεχωριστών λογιστικών εγγραφών για διασυνοριακές συναλλαγές στην ΕΕ εντός ομίλου εταιρειών και, επομένως, να αφαιρεί από τα κράτη μέλη την εντύπωση ότι έχουν την απόλυτη κυριαρχία ως προς την επιλογή του εφαρμοστέου φορολογικού κανόνα, πρέπει να επισημανθεί ότι στην πραγματικότητα οι αποφάσεις τους σχετικά με τις φορολογικές βάσεις εδώ και πολύ καιρό αλληλεξαρτώνταν. Πρέπει λοιπόν να αναφερθεί σαφώς ότι σκοπός της ανάπτυξης κοινής φορολογικής βάσης είναι μάλλον να δημιουργηθεί ένα πιο αποτελεσματικό σύνολο κανόνων για τη φορολογία και όχι να μειωθεί το επίπεδό της με κάποιο τρόπο. Οι φορολογικοί συντελεστές θα παραμείνουν θέμα αρμοδιότητας των μεμονωμένων κρατών μελών και η θέσπιση κοινού, έστω και ελάχιστου, φορολογικού συντελεστή για τις εταιρείες δεν τίθεται καν υπό συζήτηση.
Τίθεται το ζήτημα του κοινοβουλευτικού ελέγχου τόσο στο εθνικό όσο και στο ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα του οικονομικού ελέγχου και της φορολογίας εταιρειών. Εφόσον η επιτροπή ΔΛΠ/ΔΠΧΠ είναι ιδιωτικός φορέας, ίσως υπάρχει καλύτερος τρόπος να ενισχυθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος με την περαιτέρω ανάπτυξη των λογιστικών οδηγιών της ΕΕ με επέκταση στη φορολογία, αντί για μια απλή υιοθέτηση των κανόνων των ΔΛΠ/ΔΠΧΠ.
β) Πιλοτικό σχέδιο: σύστημα που βασίζεται στη φορολόγηση των ΜΜΕ στο κράτος εγκατάστασης[4] (2007-11)
Πάνω από δέκα έτη μετά την εγκαθίδρυσή της, η εσωτερική αγορά δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως από τις ΜΜΕ της Ευρώπης. Η φορολογία και ιδίως το σχετικό με τη φορολογία κόστος συμμόρφωσης είναι από τα κυριότερα αίτια για αυτή τη συλλογική αποτυχία.
Οικονομικές μελέτες δείχνουν ότι το κόστος συμμόρφωσης με τους φορολογικούς κανόνες άλλου κράτους μέλους είναι σημαντικά και δυσανάλογα υψηλότερο για τις ΜΜΕ από ό,τι για τις μεγάλες εταιρείες. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι οι ΜΜΕ διστάζουν να δραστηριοποιηθούν στο εξωτερικό, ακόμη και όταν αυτό θα ήταν λογικό από οικονομική άποψη.
Προκειμένου να βοηθήσει τις ΜΜΕ να επεκταθούν στην εσωτερική αγορά, η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει σύσταση για πιλοτικό σχέδιο φορολόγησης των ΜΜΕ στο κράτος εγκατάστασης, με βάση την αρχή της εθελοντικής αμοιβαίας αναγνώρισης των φορολογικών κανόνων. Βάσει αυτής της σύστασης, τα κράτη μέλη θα συνάπτουν πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες. Η πρόταση δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε μορφή φορολογικής εναρμόνισης.
Η σύσταση της Επιτροπής θα προτείνει στις μικρές επιχειρήσεις των συμμετεχόντων κρατών μελών να υπολογίζουν το φορολογητέο τους εισόδημα (φορολογική βάση) σύμφωνα με τους κανόνες της χώρας εγκατάστασης (όπου βρίσκεται η έδρα της μητρικής εταιρείας). Το φορολογητέο εισόδημα θα διαιρείται στη συνέχεια μεταξύ όλων των κρατών μελών όπου η εταιρεία δραστηριοποιείται κατ’ αναλογία προς το προσωπικό και/ή τον κύκλο εργασιών στην κάθε χώρα. Αυτή αναλογία θα φορολογείται σύμφωνα με τον φορολογικό συντελεστή της κάθε χώρας για τις εταιρείες. Επομένως, η απώλεια της κυριαρχίας των κρατών μελών θα είναι περιορισμένη και η απαιτούμενη πολιτική προσπάθεια σχετικά μικρή.
Η πρωτοβουλία είναι περιορισμένη σε χρόνο και σε έκταση και περιλαμβάνει μόνο τη φορολογία εταιρειών. Επίσης, δεν συμπεριλαμβάνει τομείς που υπόκεινται σε ειδικούς φορολογικούς κανόνες (χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ναυτιλία, γεωργικές δραστηριότητες).
Το σύστημα φορολόγησης στο κράτος εγκατάστασης αναμένεται να αποκαλύψει ειδικά προβλήματα σε σχέση με τη φορολογική συμμόρφωση για τις ΜΜΕ που τις επηρεάζουν περισσότερο στις διασυνοριακές δραστηριότητές τους, να δοκιμάσει τα πιθανά οφέλη που θα προέλθουν από το σχέδιο αντί να εξετάζει μονίμως τις υφιστάμενες πρακτικές φορολόγησης.
III. Φορολογικός ανταγωνισμός έναντι ενοποίησης
Ο ισχυρισμός ότι ο φορολογικός ανταγωνισμός μπορεί να είναι επιζήμιος είναι αμφισβητήσιμη. Ενώ πολλοί οικονομολόγοι τείνουν να θεωρούν τον φορολογικό ανταγωνισμό επιζήμιο, τα εμπειρικά στοιχεία «αγώνα μέχρι του πυθμένα» είναι περιορισμένα. Το τελευταίο αναφέρεται επίσης στην έκθεση του Benedetto Della Vedova[5], όπου αναφέρεται ότι αν και είχε υπάρξει ανταγωνισμός μεταξύ φορολογικών συστημάτων, δεν υπήρξαν στοιχεία «αγώνα μέχρι του πυθμένα» και τα φορολογικά έσοδα αυξάνονταν με σταθερό ρυθμό.
Αντιφατικές δηλώσεις συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του ΟΟΣΑ του 1998 σχετικά με τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό ως παρενέργεια της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης που μπορεί να οδηγήσει σε πιθανές στρεβλώσεις των τάσεων των συναλλαγών και των επενδύσεων. Η εξάπλωση τέτοιων πρακτικών είναι πιθανό όχι μόνο να διαβρώσει τις εθνικές φορολογικές βάσεις άλλων χωρών αλλά και να εμποδίσει τους αναδιανεμητικούς τους στόχους. Ένα απλό φαινόμενο «διάχυσης» μπορεί να αναγκάσει τις χώρες να μεταβάλουν τις φορολογικές τους βάσεις.
IV. Ευρωπαϊκή εταιρεία
Έπειτα από 40 σχεδόν έτη συζητήσεων, η ΕΕ ενέκρινε τελικά το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας (Societas Europeae - SE), που αποτελεί μια προαιρετική λύση για εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη και τους δίνει τη δυνατότητα εγκατάστασης ως ενιαία ευρωπαϊκή εταιρεία. Μολονότι η ευρωπαϊκή εταιρεία είναι ένα μεγάλο επίτευγμα, η έλλειψη προόδου στον τομέα της φορολογίας κινδυνεύει να υπονομεύσει τη θέση της, καθώς από την πλευρά της φορολογίας εταιρειών η ευρωπαϊκή εταιρεία αντιμετωπίζεται ως πολυεθνική εταιρεία και υπόκειται κατά συνέπεια στο φορολογικό καθεστώς της εθνικής νομοθεσίας που εφαρμόζεται στην ίδια την εταιρεία και τις θυγατρικές της. Η νέα εταιρική μορφή αντιμετωπίζει επομένως κίνδυνο υποχρησιμοποίησης λόγω της έλλειψης ευρωπαϊκού φορολογικού συστήματος αντίστοιχου της ευρωπαϊκής εταιρικής μορφής της. Αυτό μπορεί με τη σειρά του να έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση κατά την οποία, χωρίς την κατάλληλη φορολογική αντιμετώπιση, όπως η εφαρμογή της ΚΕΦΒΕ, οι περισσότερες εταιρείες να μην συνειδητοποιούν κατά πάσα πιθανότητα τα πλεονεκτήματα χρησιμοποίησης αυτής της νέας νομικής διευκόλυνσης. Κατά συνέπεια, αν δεν συνδυαστεί με μέτρα στον τομέα της φορολογίας εταιρειών, το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας δεν θα αλλάξει πολλά στις διασυνοριακές δραστηριότητες εντός της ΕΕ.
V. Οδηγία για τις υπηρεσίες
Οι σχετικές με τη φορολογία διατάξεις, αν και έμμεσες, μπορούν να εντοπιστούν σε τρία άρθρα της πρότασης της Επιτροπής για οδηγία σχετικά με τις υπηρεσίες, που αφορούν πρακτικές άνευ διακρίσεων για τους παροχείς υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνοντας επίσης τις φορολογικές διακρίσεις. Πιο συγκεκριμένα, τα άρθρα επιδιώκουν να εξασφαλίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία υπηρεσιών, κάνοντας αναφορά, αφενός, στις απαγορευμένες προϋποθέσεις που σχετίζονται με την ελευθερία εγκατάστασης παροχέων υπηρεσιών, οι οποίες δεν μπορούν να επιβληθούν από τα κράτη μέλη όπου ο παροχέας υπηρεσιών επιθυμεί να ξεκινήσει τις δραστηριότητες του. Αφετέρου, επικεντρώνονται στις προϋποθέσεις που συνεπάγονται διακρίσεις και δεν μπορούν να επιβληθούν στους αποδέκτες υπηρεσιών (όπως η δυνατότητα έκπτωσης του φόρου). Επίσης, αναφέρονται στη διαφοροποίηση μεταξύ των δύο νομικών μορφών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο εξωτερικό, τις ξένες θυγατρικές και τα ξένα υποκαταστήματα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί εμπόδιο στην ελευθερία εγκατάστασης, καθώς περιορίζει την ελευθερία επιλογής μεταξύ των διαφορετικών νομικών δομών λειτουργίας στο εξωτερικό.
Από αυτή την άποψη η θέσπιση της ΚΕΦΒΕ θα διευκολύνει σίγουρα την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς, συμβαδίζοντας με το άρθρο 94 της συνθήκης ΕΟΚ που προβλέπει την προσέγγιση των εθνικών νομοθετικών διατάξεων για την άμεση φορολογία, εφόσον επηρεάζουν τη λειτουργία της κοινής αγοράς (ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, κεφαλαίων και υπηρεσιών).
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
|
Τίτλος |
Φορολογία των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: μια κοινή ενοποιημένη φορολογική βάση για τις εταιρείες | |||||||||||
|
Αριθ. διαδικασίας |
||||||||||||
|
Κανονιστική βάση |
άρθρο 45 | |||||||||||
|
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ΕCΟΝ 4.7.2005 | |||||||||||
|
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
|
|
|
|
| |||||||
|
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
|
|
|
|
| |||||||
|
Ενισχυμένη συνεργασία |
|
|
|
|
| |||||||
|
Πρόταση/Προτάσεις ψηφίσματος που περιέχεται/ονται στην έκθεση |
|
|
| |||||||||
|
Εισηγητής(ές) |
Pier Luigi Bersani |
| ||||||||||
|
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
| ||||||||||
|
Εξέταση στην επιτροπή |
29.3.2005 |
5.10.2005 |
21.11.2005 |
|
| |||||||
|
Ημερομηνία έγκρισης |
29.11.2005 | |||||||||||
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
υπέρ: κατά: αποχές: |
33 5 4 | ||||||||||
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Zsolt László Becsey, Pervenche Berès, Pier Luigi Bersani, Sharon Margaret Bowles, Udo Bullmann, Ieke van den Burg, Jan Christian Ehler, Jonathan Evans, Elisa Ferreira, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Gunnar Hökmark, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Ian Hudghton, Sophia in 't Veld, Piia-Noora Kauppi, Wolf Klinz, Guntars Krasts, Astrid Lulling, Gay Mitchell, Cristobal Montoro Romero, John Purvis, Alexander Radwan, Bernhard Rapkay, Dariusz Rosati, Eoin Ryan, Antolín Sánchez Presedo, Manuel António dos Santos, Peter Skinner, Margarita Starkevičiūtė, Ivo Strejček, Thomas Wise | |||||||||||
|
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Mia De Vits, Harald Ettl, Ján Hudacký, Werner Langen, Thomas Mann, Tobias Pflüger, Andreas Schwab, Corien Wortmann-Kool | |||||||||||
|
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Holger Krahmer, Martine Roure | |||||||||||
|
Ημερομηνία κατάθεσης – A6 |
1.12.2005 |
A6‑0386/2005 | ||||||||||
- [1] COM(2001)0582.
- [2] COM(2003)0726.
- [3] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002.
- [4] Σύσταση 2003/361/EΚ.
- [5] (COM(2001)0260 – C5‑0597/2001 – 2001/2248(COS))