ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη στρατηγική επανεξέταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
1.2.2006 - (2005/2121(INI))
Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
Εισηγητής: Benoît Hamon
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τη στρατηγική αναθεώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 111, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ, που αφορά την εκπροσώπηση και τη θέση της Κοινότητας σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 9ης Νοεμβρίου 1998 για την έκδοση απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με την εκπροσώπηση και τον καθορισμό της θέσης της Κοινότητας σε διεθνές επίπεδο στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (COM(1998)0637),
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βιέννης, της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 1998,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Οκτωβρίου 2001 σχετικά με το διεθνές νομισματικό σύστημα – πώς μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα και να αποφευχθούν μελλοντικές κρίσεις[1],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 3ης Ιουλίου 2003[2] σχετικά με τη ζώνη του ευρώ στην παγκόσμια οικονομία και τις προβλέψιμες εξελίξεις τα προσεχή χρόνια,
– έχοντας υπόψη την έκθεση του Γενικού Διευθυντή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) της 15ης Σεπτεμβρίου 2005 σχετικά με τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική του Ταμείου[3],
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις της συνάντησης των Υπουργών Οικονομικών της Ομάδας των 8 της 11ης Ιουνίου 2005 σχετικά με την παραγραφή του χρέους των φτωχών χωρών,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 178 της Συνθήκης σχετικά με τη συνοχή ανάμεσα στις πολιτικές που υλοποιεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και ενδέχεται να επηρεάσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες και τους στόχους της αναπτυξιακής συνεργασίας,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών, της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την ανάπτυξη στον κόσμο για το 2006,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών υπό τον τίτλο "Πρόταση κοινής δήλωσης του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής – Η αναπτυξιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ‘Η ευρωπαϊκή συναίνεση’" (COM(2005)0311),
– έχοντας υπόψη τη διακήρυξη της χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών της 8ης Σεπτεμβρίου 2000, η οποία εκθέτει τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας (ΑΣΧ) ως κοινά κριτήρια που καθόρισε η διεθνής κοινότητα για την εξάλειψη της φτώχειας,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Απριλίου 2005 σχετικά με τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας (ΑΣΧ)[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2005 σχετικά με την παγκόσμια έκκληση για δράση κατά της φτώχειας: πώς θα θέσουμε τη φτώχεια στο περιθώριο της ιστορίας[5],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 17ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με την πρόταση κοινής δήλωσης του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την αναπτυξιακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης "Η ευρωπαϊκή συναίνεση"[6],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης και της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A6‑0022/2005),
A. εκτιμώντας την εξέλιξη του ρόλου που διαδραματίζουν τα θεσμικά όργανα του Bretton Woods από τη γένεσή τους και τη στρατηγική τους αποστολή στην υπηρεσία της μεγέθυνσης, της ανάπτυξης και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας· εκτιμώντας την αναγκαιότητα της προώθησης ενός σταθερού και αλληλέγγυου διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος,
B. εκτιμώντας ότι το ειδικό βάρος των διαφορετικών κρατών μελών, όπως αποτυπώνεται στο δικαίωμα ψήφου τους ή στο μερίδιό τους, δεν εκφράζει πλέον παρά μόνον ατελώς το πραγματικό ειδικό τους βάρος και ότι ο ρόλος που διαδραματίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντανακλά ακριβώς το ειδικό της βάρος στην παγκόσμια οικονομία και στις διεθνείς συναλλαγές, παρά τη σημασία της συνεισφοράς της στο κεφάλαιο των θεσμικών οργάνων του Bretton Woods,
Γ. εκτιμώντας ότι τα προαναφερθέντα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βιέννης, της 11ης και 12ης Δεκεμβρίου 1998, τα οποία επιβεβαιώνουν εκ νέου το ρόλο του ΔΝΤ ως "ακρογωνιαίου λίθου του διεθνούς νομισματικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος", υπογραμμίζουν υπό τον τίτλο "Η Ευρώπη ως παγκόσμιος παράγων – Μιλώντας με μία φωνή", ότι "είναι επιτακτική ανάγκη να διαδραματίσει η Κοινότητα τον πλήρη ρόλο της στη διεθνή συνεργασία για τη νομισματική και οικονομική πολιτική εντός διεθνών πλαισίων όπως η Ομάδα των 7 και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο", και προβλέπουν αφενός ότι "θα πρέπει να δοθεί στην ΕΚΤ, που είναι το κοινοτικό όργανο το αρμόδιο για τη νομισματική πολιτική, η ιδιότητα του παρατηρητή στο Συμβούλιο Διοικητών του ΔΝΤ", αφετέρου δε, ότι "οι απόψεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας/ ΟΝΕ για άλλα θέματα ιδιαίτερης σημασίας για την ΟΝΕ θα υποβάλλονται στο Συμβούλιο Διοικητών του ΔΝΤ από το μέλος του γραφείου του Εκτελεστικού Συμβουλίου εκείνου του κράτους μέλους το οποίο ασκεί την Προεδρία ευρώ, επικουρούμενο από εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής"· εκτιμώντας ότι το άρθρο 1 της προαναφερθείσας πρότασης της Επιτροπής, της 9ης Νοεμβρίου 1998, επισημαίνει ότι «στο πλαίσιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, η Κοινότητα θα εκπροσωπείται σε διεθνές επίπεδο από το Συμβούλιο μαζί με την Επιτροπή και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα»,
Δ. εκτιμώντας ότι η έλλειψη συντονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, σε συνδυασμό με την κατακερματισμένη εκπροσώπηση σε διάφορες εκλογικές περιφέρειες του ΔΝΤ, δεν επιτρέπει στα κράτη μέλη να επηρεάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνονται από το ΔΝΤ κατ’ αναλογία προς το οικονομικό τους ειδικό βάρος,
Ε. εκτιμώντας ότι το ΔΝΤ είναι υπόλογο στους μετόχους του (δηλ. στις εθνικές κυβερνήσεις) και ότι είναι ευθύνη των μετόχων αυτών να είναι με τη σειρά τους υπόλογοι στο εκλογικό τους σώμα,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι οι πολιτικές σταθεροποίησης που υλοποιεί το ΔΝΤ δεν έχουν επιτύχει πάντα τους προσδοκώμενους στόχους και ότι μια υπερβολικά απότομη σταθεροποίηση των οικονομιών μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες κοινωνικές προσαρμογές· εκτιμώντας ότι τα προγράμματα προσαρμογής που έχουν καταρτισθεί απαιτούν τη συμμετοχή του συνόλου των εθνικών παραγόντων, η δε παρακολούθηση των προγραμμάτων αυτών πρέπει να αποτελεί αντικείμενο διαφανούς δημοκρατικού ελέγχου,
Ζ. εκτιμώντας ότι είναι δύσκολο να συνδυαστεί η ανάληψη των ευθυνών σε εθνικό επίπεδο με τις ολοένα και περισσότερες προϋποθέσεις που συνδέονται με τα μέτρα ενίσχυσης και μείωσης του χρέους· εκτιμώντας ότι οι προϋποθέσεις αυτές πολλαπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια και ότι, κατά μέσο όρο, τα πολυμερή δάνεια που χορηγούνται στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής τίθενται υπό την αίρεση τουλάχιστον 114 προϋποθέσεων, εκ των οποίων σχεδόν τα τρίτα τέταρτα άπτονται της διακυβέρνησης,
Η. εκτιμώντας ότι το ΔΝΤ έχει αποκτήσει σημαντικό ρόλο για τις αναπτυσσόμενες χώρες και έχει χρειαστεί να προσαρμοστεί αναλόγως· εκτιμώντας, ωστόσο, ότι η προώθηση της ανάπτυξης των πλέον φτωχών χωρών χρειάζεται την κινητοποίηση νέων μέσων για την αποτελεσματική μείωση του όγκου του χρέους, και την αναζήτηση καινοτόμων μέσων για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και την καταπολέμηση της φτώχειας στο πλαίσιο των στόχων της χιλιετίας· εκτιμώντας ότι η δράση αυτή συνηγορεί υπέρ μιας σαφέστερης και αποτελεσματικότερης κατανομής των ρόλων μεταξύ του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας και των οργάνων των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και υπέρ ενός υψηλού επιπέδου συντονισμού και συνεργασίας,
Θ. εκτιμώντας ότι τα προαναφερθέντα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου των Βρυξελλών της 16ης και 17ης Ιουνίου 2005 αποτυπώνουν ανάγλυφα τη σημασία του "να λαµβάνει υπόψη της [η ΕΕ] τους στόχους της αναπτυξιακής συνεργασίας σε όλες τις πολιτικές τις οποίες εφαρµόζει και οι οποίες ενδέχεται να θίγουν τις αναπτυσσόμενες χώρες", καθώς και "του συνυπολογισμού της κοινωνικής διάστασης της παγκοσμιοποίησης στις διάφορες πολιτικές και στη διεθνή συνεργασία",
1. θεωρεί ότι το ΔΝΤ, ως θεσμός, συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προώθηση ισόρροπης παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης και συναλλαγματικής σταθερότητας, διευκολύνοντας το διεθνές εμπόριο, ενισχύοντας την ικανότητα των κρατών μελών να προσαρμόζονται στην παγκόσμια αγορά και βοηθώντας τις κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το ισοζύγιο πληρωμών τους·
2. υποδέχεται θετικά τη στρατηγική επανεξέταση που πραγματοποιείται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· υποστηρίζει τον αναπροσανατολισμό των πολιτικών του ΔΝΤ προκειμένου να δοθεί έμφαση στη βασική του εντολή για τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ως ύστατου δανειστή για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών·
3. διαπιστώνει τη ριζική μετεξέλιξη της αποστολής του ΔΝΤ από τότε που δημιουργήθηκε, η οποία έχει συνοδευτεί από λιγότερο σημαντικές αλλαγές του τρόπου διοίκησής του· επισημαίνει ότι παρά τις διαδοχικές αναθεωρήσεις των μεριδίων και του συστήματος της ομοιόμορφης κατανομής μιας δέσμης βασικών δικαιωμάτων ψήφου, η κατανομή του κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου έχει βραδυπορήσει σε σχέση με τις άλλες εξελίξεις στο πέρασμα του χρόνου· κατά συνέπεια, καλεί το ΔΝΤ, προς το συμφέρον της δικής του νομιμοποίησης, να εξετάσει τις δυνατότητες μιας κατανομής των μεριδίων και των δικαιωμάτων ψήφου στα διευθυντικά του όργανα κατά τρόπο ώστε αυτά να είναι πιο αντιπροσωπευτικά της διεθνούς οικονομικής κατάστασης, και να επιτρέψει την απόδοση καταλληλότερων σταθμίσεων στις αναπτυσσόμενες χώρες και στις αναδυόμενες οικονομίες·
4. επισημαίνει ότι οι κύριοι παράγοντες που εμποδίζουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να έχουν στο ΔΝΤ λόγο αντίστοιχο προς το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που αντιπροσωπεύουν είναι η έλλειψη ψήφων στο Συμβούλιο των Διοικητών (οι αφρικανικές χώρες, αν και αντιπροσωπεύουν το 25% των μελών, κατέχουν μόνο λίγο περισσότερο από το 4% των ψήφων) και η έλλειψη καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού και τεχνικών και θεσμικών ικανοτήτων που θα τους επέτρεπε να συμμετέχουν ουσιαστικά στις συζητήσεις και στις αποφάσεις·
5. ζητεί, ως εκ τούτου, την αναθεώρηση του συστήματος ψηφοφορίας με την:
- αύξηση του αριθμού και της βαρύτητας των βασικών ψήφων (που αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος λιγότερο από το 3% των ψήφων), οι οποίες είχαν αρχικά θεσπιστεί για να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των μελών, να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να ενισχυθεί, συνεπώς, η νομιμοποίηση του ΔΝΤ· ζητεί επίσης τη
- δημιουργία ενός μηχανισμού που θα επιτρέπει στις αναπτυσσόμενες χώρες να αυξήσουν τα μερίδια συμμετοχής τους στο ΔΝΤ, όπως η σύσταση ενός Ταμείου για τη χρηματοδότηση των μεριδίων συμμετοχής των φτωχότερων χωρών·
6. διαπιστώνει ότι το ΔΝΤ οδηγήθηκε στην επέκταση των συστάσεών του σε τομείς που δεν εμπίπτουν στο αρχικό μακροοικονομικό πεδίο, σε θέματα διαρθρωτικών πολιτικών, διατυπώνοντας συστάσεις που, άμεσα ή έμμεσα, έχουν αντίκτυπο στη διεξαγωγή των πολιτικών που αφορούν την κοινωνική προστασία, το δικαίωμα στην εργασία, την υγεία, το περιβάλλον, την εκπαίδευση· παρατηρεί ότι αυτή η εξέλιξη έθεσε με σαφήνεια το ερώτημα των ορίων ανάμεσα στις αρμοδιότητες των διάφορων οργάνων των Ηνωμένων Εθνών και τις αρμοδιότητες της Παγκόσμιας Τράπεζας·
7. θεωρεί ότι τα προνόμια του ΔΝΤ πρέπει να το οδηγήσουν στη διαφοροποίηση της προέλευσης του προσωπικού του με ταυτόχρονη διατήρηση του υψηλού επιπέδου του, προκειμένου να είναι σε θέση το ΔΝΤ να συμβάλει αποφασιστικά στην πραγματοποίηση των στόχων της χιλιετίας·
8. σημειώνει ότι, λόγω του σταδιακού ανοίγματος των κεφαλαιαγορών και της απελευθέρωσης των κινήσεων κεφαλαίου, είναι δύσκολο να αποφευχθεί η εκδήλωση χρηματοπιστωτικών κρίσεων· κατά συνέπεια, υπογραμμίζει την ανάγκη το ΔΝΤ να διενεργεί συστηματική εποπτεία όλων των κρατών μελών·
9. εκτιμά ότι η διαιώνιση των παγκόσμιων εμπορικών και συναλλαγματικών ανισορροπιών απαιτεί την ενίσχυση του εποπτικού ρόλου του ΔΝΤ, ο οποίος είναι σημαντικός τόσο για την πρόβλεψη και τη μείωση της χρηματοπιστωτικής αστάθειας παγκοσμίως όσο και για την παροχή συμβουλών σε μεμονωμένες χώρες σχετικά με πολιτικές που αφορούν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, την οικονομική ανάπτυξη, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και τη συσσώρευση συναλλαγματικών διαθεσίμων· θεωρεί ότι το ΔΝΤ μπορεί να διενεργεί συστηματική εποπτεία και να παρέχει συμβουλές για επιθυμητές δράσεις σχετικά με την πρόληψη χρηματοπιστωτικών κρίσεων μόνο αν οι χώρες-μέλη κοινοποιούν τα πλήρη στατιστικά τους στοιχεία, όσον αφορά π.χ. τα συναλλαγματικά διαθέσιμα και την ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος, σε τακτική βάση·
10. θεωρεί ότι ο στόχος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που αποτελεί μέρος της αποστολής του ΔΝΤ καθίσταται δυσκολότερος λόγω της έλλειψης παγκόσμιας και διαφανούς προσοχής στη διαδικασία τυποποίησης που επηρεάζει άμεσα τις χρηματοπιστωτικές αγορές, στην εκπλήρωση αυτής της αποστολής σε αμοιβαία βάση και στην ερμηνεία της·
11. με μέλημα την εναρμόνιση με τον ΠΟΕ, καλεί τα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ιδίως το Συμβούλιο και την Επιτροπή, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η ζώνη του ευρώ ή ει δυνατόν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εκπροσωπείται και ψηφίζει ως ενιαίο μπλοκ και να διευκολύνουν την επίτευξη αυτού του στόχου όσο το δυνατόν ταχύτερα ως ένα μεταβατικό μέτρο· καλεί τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν σε μία διευθέτηση αντίστοιχη με το "σύμφωνο των μετόχων" του δικαίου των εταιρειών, η οποία θα εξασφαλίσει ότι θα αποτελούν ενιαίο διαπραγματευτικό μπλοκ·
12. σημειώνει τον ρόλο του ΔΝΤ στην ενσωμάτωση χωρών με χαμηλό εισόδημα στην παγκόσμια οικονομία και τονίζει την αλληλεξάρτηση μεταξύ διεθνών συναλλαγών, προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών, εθνικών αναπτυξιακών πολιτικών, ρυθμίσεων που διέπουν την αγορά εργασίας και υπηρεσιών δημόσιας υγείας με στόχο τη μείωση της φτώχειας· αποδίδει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΔΝΤ για την προώθηση εθνικών αναπτυξιακών πολιτικών υπέρ των φτωχών, μέσω δανειοδότησης που επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική των χωρών με χαμηλό εισόδημα·
13. καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν μαζί με το Κοινοβούλιο το ενδεχόμενο προσφυγής στη διαδικασία Lamfalussy για τον καθορισμό της θέσης που υιοθετούν οι φορείς που είναι αρμόδιοι για την εκπροσώπηση της Ένωσης σε διάφορα διεθνή όργανα με αρμοδιότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα·
14. διαπιστώνει ότι οι πολιτικές προσαρμογής του ΔΝΤ ορισμένες φορές δεν εμπόδισαν τις κρίσεις να γίνουν μεταδοτικές ή επαναλαμβανόμενες· εκφράζει εν προκειμένω τη λύπη του για όλες τις ανεπιτυχείς προσπάθειες προώθησης οικονομικά υγιών πολιτικών που θα αποσοβούν τις κρίσεις· υπενθυμίζει ότι ο πληθωρισμός δεν είναι το μόνο οικονομικό πρόβλημα στις αναπτυσσόμενες χώρες και ότι οι πολιτικές του ΔΝΤ πρέπει να είναι προσανατολισμένες προς τους στόχους της μακροοικονομικής σταθερότητας και της διατηρήσιμης ανάπτυξης· πιστεύει ότι το πλέγμα των προϋποθέσεων για τις δανειοδοτήσεις πρέπει επίσης να προσδιορίζεται στο πλαίσιο μιας καλύτερης συνεργασίας με τα εξειδικευμένα θεσμικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών και να υπόκειται σε συντονισμό μεταξύ των διεθνών χορηγών βοήθειας·
15. διαπιστώνει ότι, προκειμένου να ακολουθηθεί μια πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης, είναι αναγκαία η ύπαρξη εγγυημένων μακροοικονομικών πολιτικών· για το σκοπό αυτό, επιβεβαιώνει ότι η μακροοικονομική σταθερότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με τη δίκαιη κατανομή της ανάπτυξης·
16. αναγνωρίζει ότι οι όροι που επιβάλλει το ΔΝΤ ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβολικά άκαμπτοι και δεν ήταν πάντα εναρμονισμένοι με τις ειδικές τοπικές συνθήκες· τονίζει ωστόσο την ανάγκη επωφελούς χρησιμοποίησης των δανείων, λαμβανομένης ταυτόχρονα υπόψη της θέσης των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων της δανειοδοτούμενης χώρας·
17. αναγνωρίζει την εν εξελίξει αναθεώρηση των προϋποθέσεων που το ΔΝΤ συναρτά με τα δάνειά του προς τις χώρες με χαμηλό εισόδημα· συνιστά η αναθεώρηση να αναφερθεί κατά προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας ως στόχο όλων των δανείων του ΔΝΤ προς χώρες με χαμηλό εισόδημα·
18. τονίζει ότι η αρχή της ενεργού συμμετοχής της χώρας-εταίρου πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της αναπτυξιακής συνεργασίας· καλεί συνεπώς το ΔΝΤ, όταν εξετάζει τους όρους των δανειοδοτήσεων, να αναγνωρίζει πλήρως την προτεραιότητα της εξάλειψης της φτώχειας και να μη δυσκολεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επίτευξη των ΑΣΧ·
19. συνηγορεί υπέρ της βαθμιαίας, διαδοχικής και σταθερής απελευθέρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος των αναπτυσσόμενων χωρών, η οποία να είναι προσαρμοσμένη στις θεσμικές ικανότητές τους και να επιτρέπει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αποτελεσματική ρύθμιση και διαχείριση των κινήσεων κεφαλαίου·
20. υποστηρίζει την άποψη ότι το ΔΝΤ πρέπει "να αυξήσει την εστίασή του στην ανάλυση των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις κεφαλαιαγορές και των συνεπειών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε εγχώριο και παγκόσμιο επίπεδο"·
21. πιστεύει ακράδαντα ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες δεν πρέπει να υποχρεώνονται να ανοίγουν πλήρως και χωρίς περιορισμούς τις αγορές τους στις εισαγωγές και ότι πρέπει να μπορούν να προστατεύουν ορισμένες βιομηχανίες για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να καθίσταται δυνατή μια σταθερή ανάπτυξη· προτρέπει τους Ευρωπαίους που είναι μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ να διασφαλίσουν ότι οι εναπομείνασες προϋποθέσεις δεν ωθούν πιεστικά τις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε μονομερές άνοιγμα των αγορών τους εκτός του πλαισίου των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, ούτε παρακωλύουν τη δυνατότητά τους να διαπραγματεύονται αυτοβούλως με τους δικούς τους όρους, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, τον βαθμό ανοίγματος των αγορών για τον οποίο είναι διατεθειμένες να δεσμευτούν· καλεί επίσης το ΔΝΤ να εξασφαλίσει επαρκή ευελιξία στην εφαρμογή των όρων που συνδέονται με το εμπόριο, ώστε να μπορούν οι δανειοδοτούμενες χώρες να καθορίζουν οι ίδιες τον βαθμό ανοίγματος των αγορών τους·
22. ζητεί από το ΔΝΤ να συνεχίσει τις προσπάθειές του να αυξήσει τη διαφάνεια και να δημιουργήσει μια θεσμική διάρθρωση προσαρμοσμένη στην αποστολή του και στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της διεθνούς χρηματοπιστωτικής πολιτικής·
23. τονίζει τον σημαντικό ρόλο του ΔΝΤ στην ευθυγράμμιση των ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών ανάπτυξης που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας, μέσω μιας συνεκτικής προσέγγισης που βασίζεται στην ιδέα ότι η εμπορική και η νομισματική πολιτική δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την αντιμετώπιση της φτώχειας·
24. καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να αξιοποιήσουν το υφιστάμενο σύστημα εκλογικών περιφερειών, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εκλογικές περιφέρειες των οποίων είναι μέλη θα προωθούν σθεναρά ένα φιλοαναπτυξιακό πρόγραμμα βασισμένο στην επίτευξη των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας (ΑΣΧ) μέχρι το 2015, και ότι οι εκλογικές τους περιφέρειες θα αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις τεχνικές και θεσμικές αδυναμίες των αναπτυσσόμενων χωρών της εκλογικής περιφέρειας και θα παρέχουν την αναγκαία τεχνική συνδρομή για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών·
25. ζητεί καλύτερο συντονισμό και μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των πολιτικών του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των άλλων διεθνών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα μέσα που συνδέουν τις διάφορες αγορές, όπως είναι το ολοκληρωμένο πλαίσιο, ο μηχανισμός εμπορικής ενσωμάτωσης, η διευκόλυνση για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη, καθώς και τα προσφάτως εγκριθέντα μέσα υποστήριξης πολιτικής (Policy Support Instruments -PSΙ), προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι πολιτικές ανοικτής αγοράς θα έχουν θετική επίδραση στη μείωση της φτώχειας· ζητεί περισσότερη συνέπεια μεταξύ των προγραμμάτων του ΔΝΤ και των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας· εφιστά εν προκειμένω την προσοχή στην ασάφεια της θέσης του ΔΝΤ, το οποίο, παρ' όλο που είναι υπεύθυνο μόνο για έναν πολύ ειδικό τομέα της δημόσιας δράσης, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό, εάν όχι κυρίαρχο, ρόλο στην εφαρμογή των στρατηγικών που ακολουθούνται από όλους τους φορείς· θεωρεί ως εκ τούτου ότι είναι ουσιώδες να δημιουργηθεί μια δομή για τον συντονισμό και τον ορθό προγραμματισμό των στρατηγικών στις οποίες εμπλέκονται όλοι οι διεθνείς συμμέτοχοι·
26. πιστεύει ακράδαντα ότι η διαφάνεια του ΔΝΤ και της κατανομής των χρηματοδοτικών πόρων του πρέπει να αυξηθεί με την ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου από τις χώρες-μέλη του ΔΝΤ·
27. επιδοκιμάζει την έμφαση που αποδίδει το ΔΝΤ στη βελτίωση του επιπέδου της εκπαίδευσης και της υγείας στις αναπτυσσόμενες χώρες· τονίζει ότι η αύξηση των δημόσιων δαπανών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση της διακυβέρνησης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και την αποτελεσματική χρήση των πόρων, παραμένει ο ασφαλέστερος τρόπος για να μειωθεί η ανισότητα της πρόσβασης στα αγαθά και σε θεμελιώδη δικαιώματα όπως η υγεία και η εκπαίδευση·
28. επιμένει ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική σταθερότητα μπορεί να προαχθεί μόνο αν η μεταρρύθμιση του ΔΝΤ συνοδευτεί από βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική και κατάλληλα προσαρμοσμένο ισοζύγιο πληρωμών σε κάθε χώρα μέλος·
29. παρατηρεί την έντονη αντίθεση ανάμεσα στο μέγεθος της πίεσης που μπορεί να ασκήσει το ΔΝΤ έναντι των αναπτυσσόμενων χωρών ή εκείνων που είναι σε μετάβαση, και στην αδυναμία του να επηρεάσει ουσιαστικά τις πολιτικές των εκβιομηχανισμένων χωρών, των οποίων η δημοσιονομική πολιτική και το ισοζύγιο πληρωμών αποτυγχάνουν εν μέρει να εκπληρώσουν τα κριτήρια που έχει καθορίσει το ΔΝΤ και, κατά συνέπεια, μπορεί να υπονομεύσουν τη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα·
30. εκφράζει την ικανοποίησή του για την απόφαση που έλαβαν το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα να παρατείνουν τη δοκιμαστική εφαρμογή της πρωτοβουλίας υπέρ των υπερχρεωμένων φτωχών χωρών (HIPC)· σημειώνει τις στρεβλωτικές συνέπειες των προγραμμάτων υπέρ των υπερχρεωμένων φτωχών χωρών και τις εμπειρίες του παρελθόντος όσον αφορά την αναδιάρθρωση και ακύρωση χρέους· προτείνει να εκπονήσει το ΔΝΤ πολιτικές για την αποτροπή νέων κρίσεων υπερχρέωσης στο μέλλον·
31. σημειώνει το νέο πλαίσιο βιωσιμότητας χρέους του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας όσον αφορά τις χώρες με χαμηλό εισόδημα· επικροτεί το γεγονός ότι το νέο πλαίσιο θέτει ως στόχο να τοποθετήσει το χρέος στο επίκεντρο της λήψης αποφάσεων των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· εκφράζει τη λύπη του για το ότι η πρόταση συνολικά δεν είναι σε θέση να επιλύσει το πρόβλημα της μακροπρόθεσμης, πραγματικής βιωσιμότητας, δημιουργώντας δηλαδή τις συνθήκες που είναι απαραίτητες ώστε οι χώρες με χαμηλό εισόδημα να εκπληρώσουν τους αναπτυξιακούς στόχους της χιλιετίας·
32. δέχεται γενικά με ικανοποίηση το πρόγραμμα του ΔΝΤ για τη φτώχεια και την ανάπτυξη (Poverty and Growth Facility), αλλά ανησυχεί ότι στο πλαίσιο του προγράμματος αυτού το ΔΝΤ συνεχίζει να χρησιμοποιεί το ίδιο άκαμπτο οικονομικό μοντέλο και δεν αναγνωρίζει τα διαφορετικά μακροοικονομικά πλαίσια· εκφράζει, κατά συνέπεια, το φόβο ότι η επικέντρωση του προγράμματος στη φτώχεια, που επαινέθηκε τόσο πολύ, θα δυσφημιστεί σε μεγάλο βαθμό·
33. υποστηρίζει την έκκληση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών προς τον Διάλογο Υψηλού Επιπέδου του 2005 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, ο οποίος ζήτησε "να επαναπροσδιοριστεί η βιωσιμότητα του χρέους ως το επίπεδο χρέους που επιτρέπει σε μια χώρα να επιτύχει τους ΑΣΧ έως το 2015 χωρίς αύξηση του ποσοστού του χρέους", κάτι που απαιτεί μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην ελάφρυνση του χρέους και τις υπάρχουσες απαιτήσεις χρηματοδότησης της ανάπτυξης· εκφράζει τη λύπη του, συνεπώς, διότι στο νέο πλαίσιο για τη βιωσιμότητα του χρέους στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το οποίο εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 2005, το ΔΝΤ συνεχίζει να προσδιορίζει τη βιωσιμότητα του χρέους κυρίως βάσει των ποσοστών εξαγωγών (που δεν συνιστούν αξιόπιστο παράγοντα πρόβλεψης της βιωσιμότητας του χρέους για χώρες που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε σοβαρές κρίσεις και απότομες διακυμάνσεις των εσόδων από εξαγωγές), διότι το ΔΝΤ δεν εκτιμά ρεαλιστικά τον ευάλωτο χαρακτήρα των χωρών αυτών και διότι δεν προβαίνει σε συστηματική ανάλυση που να συνδέει τα οφέλη της πρωτοβουλίας για τις υπερχρεωμένες φτωχές χώρες (HIPC) και τους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους που απαιτούνται για την επίτευξη των ΑΣΧ·
34. χαιρετίζει τις πρωτοβουλίες που έλαβαν τόσο τα θεσμικά όργανα του Bretton Woods όσο και οι διεθνείς αρχές για την εξεύρεση καινοτόμων χρηματοδοτικών μηχανισμών με στόχο την προώθηση της ανάπτυξης και την επίτευξη των στόχων της χιλιετίας, ιδίως όσον αφορά την καταπολέμηση της φτώχειας· χαιρετίζει τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι πολυμερείς οργανισμοί προκειμένου να αναλάβουν το μερίδιο που τους αναλογεί στη χρηματοδότηση της μείωσης του χρέους, στο πλαίσιο της συμφωνίας στην οποία κατέληξε η Ομάδα των 8·
35. ενθαρρύνει μια καλύτερη συνεργασία μεταξύ του ΔΝΤ αφενός και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων αφετέρου, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια, η δημοκρατική ευθύνη και η νομιμοποίηση του ΔΝΤ και των πολιτικών του·
36. υπογραμμίζει τη σημασία μιας τακτικής επαφής μεταξύ των εκτελεστικών διευθυντών του ΔΝΤ και της εθνικής αντιπροσωπείας της χώρας προέλευσής τους·
37. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στο ΔΝΤ, στα όργανα των Ηνωμένων Εθνών, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και στα μέλη του Συμβουλίου Διοικητών του ΔΝΤ που προέρχονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ.
- [1] ΕΕ C 112 της 9.5.2002, σελ. 140.
- [2] ΕΕ C 74 E της 24.3.2004, σελ. 871.
- [3] http://www.imf.org/external/np/omd/2005/eng/091505.pdf
- [4] P6_TA(2005)0115.
- [5] P6-TA(2005)0289
- [6] [Έκθεση A6-0319/2005, που προβλέπεται στην ημερήσια διάταξη της συνεδρίασης της Ολομέλειας τον Νοέμβριο του 2005.]
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
I. Εισαγωγή – Η μεταμόρφωση του ΔΝΤ
Το καταστατικό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ), θεσμού που δημιουργήθηκε το 1944 με τις συμφωνίες του Bretton Woods αναφέρει κυρίως τους ακόλουθους στόχους:
- προώθηση της διεθνούς νομισματικής σταθερότητας
- συμβολή στην επέκταση του διεθνούς εμπορίου, και συνακόλουθα, συμβολή στην εγκαθίδρυση και διατήρηση υψηλών επιπέδων απασχόλησης και πραγματικού εισοδήματος
- προώθηση της σταθερότητας των επιτοκίων και αποφυγή ανταγωνιστικών υποτιμήσεων
- πρόληψη και διόρθωση των ανισορροπιών των ισοζυγίων πληρωμών
για την επίτευξη αυτών των στόχων, το ΔΝΤ:
- εποπτεύει τις εξελίξεις των οικονομικών και χρηματοοικονομικών πολιτικών, και παρέχει συμβουλές οικονομικής πολιτικής
- δανείζει στα κράτη μέλη που υφίστανται προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών και ενθαρρύνει πολιτικές προσαρμογής και μεταρρύθμισης, που θεωρείται ότι διορθώνουν τα υποκείμενα προβλήματα
- παρέχει στις κυβερνήσεις και τις κεντρικές τράπεζες τεχνική βοήθεια στους τομείς εμπειρογνωμοσύνης του.
Αυτό το εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα καταδεικνύει το εύρος της αποστολής που έχει ανατεθεί στο ΔΝΤ. Εκ των πραγμάτων, μέσω του ρόλου που ανέλαβε το ΔΝΤ ως δανειστής ύστατης προσφυγής, κυρίως δε με βάση το πλέγμα προϋποθέσεων με τις οποίες συνδέονται αυτά τα δάνεια, το ΔΝΤ κατέστη μείζων παράγοντας της οικονομικής, χρηματοοικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των πλέων φτωχών χωρών του πλανήτη.
Όσον αφορά τις αναπτυγμένες χώρες, εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο σύστημα πολυμερούς εποπτείας του άρθρου IV, και παραμένουν σταθερά δυνητικοί πελάτες του ΔΝΤ σε περίπτωση μείζονος χρηματοοικονομικής κρίσης.
Σήμερα, το ΔΝΤ αντιμετωπίζει κρίση νομιμότητας, η οποία απορρέει από δύο πραγματικότητες. Η πρώτη αφορά τη φύση και το ολοένα και μεγαλύτερο βεληνεκές των συστάσεων και των διαρθρωτικών πολιτικών προσαρμογής που υλοποιεί μέσω της θέσπισης προϋποθέσεων για τα δάνεια που χορηγεί. Η δεύτερη αφορά την κατανομή των δικαιωμάτων ψήφου στο πλαίσιο του θεσμού, την υποεκπροσώπηση των αναδυόμενων χωρών, όπως και την περιθωριακή επιρροή των αναπτυσσόμενων χωρών. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κρίση νομιμότητας, που στιγματίζει ταυτόχρονα τη λειτουργία του θεσμού και το περιεχόμενο και τον αντίκτυπο των πολιτικών του.
Ενώ το σύστημα του Bretton Woods έπρεπε αρχικά να υποστηρίξει τη μεγέθυνση μέσω της ελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου, διασφαλίζοντας παράλληλα την παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα μέσω της πολιτικής των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών και της περιορισμένης και ελεγχόμενης ροής των κεφαλαίων, η συμφωνία του 1972 άλλαξε πλήρως τα δεδομένα. Οι κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες αντικατέστησαν τις σταθερές ισοτιμίες, η χρηματοοικονομική απορρύθμιση και η ιδιωτικοποίηση επεκτάθηκαν, καταρχάς στις χώρες του ΟΟΣΑ, ακολούθως δε, υπό την πίεση του ΔΝΤ, μέσω της θέσπισης προϋποθέσεων για τη χορήγηση δανείων και μέσω της συμβουλευτικής του δραστηριότητας. Οι ροές των διασυνοριακών κεφαλαίων γνώρισαν έκρηξη, όπως και η κερδοσκοπική χρηματοοικονομική δραστηριότητα, γεγονός που πολλαπλασίασε τις χρηματοοικονομικές κρίσεις· και αυτό σε αντιδιαστολή με τον αρχικό ρόλο του ΔΝΤ για διατήρηση της διεθνούς χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Φαίνεται, λοιπόν, απαραίτητο να ενθαρρυνθεί το ΔΝΤ να επικεντρώσει εκ νέου τη δράση του στην πρόληψη και την εποπτεία των χρηματοοικονομικών κρίσεων.
Εξάλλου, εφαρμόζοντας συστηματικά σε όλες τις κράτη μέλη (29 το 1944, 184 σήμερα) τις αρχές της συναίνεσης της Ουάσινγκτον, το ΔΝΤ εγκατέλειψε το αυστηρά μακροοικονομικό πεδίο για να ενδιαφερθεί για το σύνολο των δημόσιων πολιτικών, περιλαμβανομένων των πολιτικών εκπαίδευσης, δημόσιας υγείας, κοινωνικής προστασίας, ρύθμισης της αγοράς εργασίας, λόγω της επίδρασής τους στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, και του οικονομικού τους αντικτύπου.
Ωστόσο, υπάρχουν εξειδικευμένοι διεθνείς οργανισμοί, όπως η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη και η Παγκόσμια Τράπεζα και πολλοί άλλοι, η εμπειρογνωμοσύνη των οποίων σε σχέση με αυτά τα θέματα όπου παρεμβαίνει το ΔΝΤ είναι σαφώς ανώτερη. Η πολιτική που τελικά ακολουθείται από τις χώρες-οφειλέτες του ΔΝΤ πλησιάζει περισσότερο τις συστάσεις του Ταμείου παρά εκείνες των εξειδικευμένων θεσμών, δεδομένου ότι το ΔΝΤ διαθέτει, χάρη στη δυνατότητα έγκρισης ή απόρριψης της χορήγησης δανείου, καθώς και μέσω της ισχυρής επίδρασης που οι αποφάσεις του έχουν στο σύνολο της κοινότητας των δωρητών και δανειοδοτών, ένα ισχυρό μέσο προς εξυπηρέτηση της πολιτικής του, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι διεθνείς οργανισμοί. Αυτή η δυνητική σύγκρουση μεταξύ των κανόνων που παράγονται από τους διεθνείς οργανισμούς είναι πηγή ασυνέχειας και ανισορροπίας. Εκ των πραγμάτων, μαρτυρεί μια ιεραρχία διεθνών κανόνων, που θέτει τις συστάσεις του ΔΝΤ στην κορυφή των κανόνων και των προγραμμάτων που υλοποιούνται από το σύνολο των διεθνών και πολυμερών θεσμών. Σήμερα, ενώ αναπτύσσεται ένας παγκόσμιος προβληματισμός σχετικά με τη μεταρρύθμιση της παγκόσμιας διακυβέρνησης, οφείλουμε να αναρωτηθούμε για τη νομιμότητα αυτής της ιεραρχίας που έχει διαμορφωθεί εκ των πραγμάτων και να εφαρμόσουμε μια διαδικασία επικέντρωσης της δράσης του ΔΝΤ στο πραγματικό πεδίο εμπειρογνωμοσύνης του, αφήνοντας στους υπόλοιπους εξειδικευμένους διεθνείς οργανισμούς την ηγεσία στον αντίστοιχο τομέα τους.
II Η διοίκηση του ΔΝΤ
Το ΔΝΤ στερείται συστήματος εσωτερικού κοινοβουλευτικού δημοκρατικού ελέγχου και τίθεται εκτός του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, που αναμφίβολα είναι ατελής πλην όμως μοναδική μορφή παγκόσμιας δημοκρατίας.
Οι συζητήσεις που χρησιμεύουν στην προετοιμασία των αποφάσεων του ΔΝΤ παραμένουν συνεπώς περιορισμένες σε έναν στενό κύκλο εμπειρογνωμόνων, που προέρχονται κυρίως από το προσωπικό του ιδίου του ΔΝΤ, των διαφόρων υπουργείων οικονομικών και των κεντρικών τραπεζών, που συχνά άλλωστε μοιράζονται τον ίδιο τύπο κατάρτισης και εμπειρίας.
Σε αυτό προστίθεται το σύστημα λήψης αποφάσεων του ΔΝΤ, που εδράζεται κατά βάση στην αρχή "ένα δολάριο, μία ψήφος", που κατά συνέπεια επιφυλάσσει τα βασικά δικαιώματα ψήφου στις πλουσιότερες χώρες, με τις ΗΠΑ επικεφαλής.
Αυτή η κατάσταση επιτάσσει πολλαπλές μεταρρυθμίσεις:
Καταρχάς, πρέπει να διαφοροποιηθεί η προέλευση, η κατάρτιση και η εμπειρογνωμοσύνη του προσωπικού του ΔΝΤ, προκειμένου να γίνεται καλύτερα κατανοητός ο περίπλοκος χαρακτήρας των τοπικών καταστάσεων και των προκλήσεων που πρέπει να αντιμετωπιστούν.
Δεύτερον, το ΔΝΤ πρέπει να βελτιώσει σημαντικά τη διαφάνειά του και να ενισχύσει τον διάλογό του με τις ΜΚΟ και την κοινωνία των πολιτών.
Τρίτον, το ΔΝΤ πρέπει να συνάψει έναν νέο τύπο σχέσεων με τις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις, σχέσεις που να χαρακτηρίζονται από περισσότερο άνοιγμα, διάλογο και διαφάνεια. Η ανάγκη είναι ιδιαίτερα οξυμμένη στις χώρες οφειλέτες, αφού οι ζωτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ αυτών των χωρών και του ΔΝΤ δεν πρέπει να περιθωριοποιήσουν τον δημοκρατικό κοινοβουλευτικό διάλογο, τόσο με μέλημα τον σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών όσο και προκειμένου να ενισχυθεί η οικειοποίηση αυτών των χωρών με τα σταθεροποιητικά και αναπτυξιακά προγράμματα, που είναι το μόνο σταθερό εχέγγυο της πραγματοποίησής τους.
Τέλος, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι παρά τις διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, η τωρινή κατανομή των ποσοστώσεων και των δικαιωμάτων ψήφου είναι αμφισβητήσιμη. Καταρχάς, οι πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες, ιδίως οι ασιατικές, αισθάνονται ότι υποεκπροσωπούνται από μια κατανομή που δεν αντανακλά πλέον την πραγματικότητα των παγκόσμιων οικονομικών ισορροπιών. Όσον αφορά τις χώρες οφειλέτες, που συχνά είναι αφρικανικές, η άποψή τους φαίνεται να μην ακούγεται στο πλαίσιο των οργάνων του ΔΝΤ, τη στιγμή που είναι οι κατεξοχήν ενδιαφερόμενες για τις αποφάσεις που λαμβάνει το ΔΝΤ.
III Η ευρωπαϊκή διάσταση
Με 17,11% των ψήφων, οι ΗΠΑ αποτελούν την πρώτη δύναμη του ΔΝΤ, και διαθέτουν δικαίωμα αρνησικυρίας (βέτο), που συνδέεται με την ειδική πλειοψηφία του 85%, η οποία είναι αναγκαία για τις πλέον σημαντικές αποφάσεις.
Αν θεωρείτο μέλος του ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Ένωση των 25, με 31,92 % των ψήφων θα ξεπερνούσε τις ΗΠΑ, θα είχε δικαίωμα βέτο και θα μπορούσε, δυνάμει του καταστατικού του ΔΝΤ, να επιβάλει ακόμα και μετεγκατάσταση της έδρας του ΔΝΤ στην Ευρώπη.
Η πραγματικότητα της ευρωπαϊκής επιρροής στις συζητήσεις του ΔΝΤ δεν αντιβαίνει πλήρως σε αυτήν την προφανή αριθμητική ισχύ. Κατακερματισμένη σε πολλά κράτη μέλη με δικαίωμα ψήφου και περιβαλλόμενη από άλλους χώρους διαμεσολάβησης (κυρίως την Oμάδα των 7), η ΕΕ δυσκολεύεται να παρουσιάσει μια κοινή ή συντονισμένη θέση στο ΔΝΤ, παρά την πρόοδο της οικονομικής, νομισματικής και πολιτικής ολοκλήρωσης της ΕΕ.
Ωστόσο, μια συνεκτική και εισακουστή ευρωπαϊκή φωνή στο πλαίσιο του ΔΝΤ είναι απαραίτητη τόσο για να υπάρξει μια πραγματική ευρωπαϊκή πολιτική αναπτυξιακής συνεργασίας όσο και για να επηρεάσει η ΕΕ την εξέλιξη του διεθνούς νομισματικού και χρηματοοικονομικού συστήματος.
Σύμφωνα με το πνεύμα των συμπερασμάτων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βιέννης του 1998, πρέπει να αρχίσει μια βαθμιαία διαδικασία ενίσχυσης του ευρωπαϊκού συντονισμού στο πλαίσιο του ΔΝΤ, προκειμένου να οδηγηθούμε τελικά σε μια ενιαία εκπροσώπηση, με σεβασμό στα προνόμια των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, κυρίως του ρόλου της Επιτροπής και του δημοκρατικού ελέγχου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στο άμεσο μέλλον, αποτελεί ευθύνη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να ενισχύσει τη δραστηριότητά του για έλεγχο και εποπτεία των πολιτικών των διεθνών χρηματοοικονομικών θεσμών. Μπορούν να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε αυτό το πλαίσιο, όπως η δημιουργία μιας ad hoc ομάδας εργασίας, η τακτική πρόσκληση στις συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο των εκπροσώπων αυτών των θεσμών και των εκπροσώπων της ΕΕ στο πλαίσιο των εν λόγω θεσμών.
IV Οι αναπτυξιακοί στόχοι της χιλιετίας
Οι αναπτυξιακοί στόχοι της χιλιετίας δεσμεύουν το σύνολο της διεθνούς κοινότητας, περιλαμβανομένου του ΔΝΤ. Για αυτό και το ΔΝΤ πρέπει να συνεχίσει το έργο που ήδη ξεκίνησε με τα έγγραφα στρατηγικής για τη μείωση της φτώχειας, θέτοντας τη μείωση της φτώχειας στο επίκεντρο της δράσης του.
Αυτό συνεπάγεται μια πραγματική μεταμόρφωση της δράσης του ΔΝΤ έναντι των χωρών οφειλετών. Καταρχάς, οι ίδιες οι χώρες πρέπει να οικειοποιηθούν την αναπτυξιακή τους στρατηγική και τη μείωση της ιδιοκτησίας, με άλλα λόγια, να αποτελέσουν τη βάση του καθορισμού της υλοποίησης αυτών των στρατηγικών. Σε αυτό το πλαίσιο, το πλέγμα προϋποθέσεων που επιβάλλει το ΔΝΤ πρέπει να περιοριστεί αισθητά. Είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι η πραγματική εγγύηση της καλής διακυβέρνησης, που αποτελεί κεντρικό θέμα του πλέγματος προϋποθέσεων, είναι η καλή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, και ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν πρέπει να σημάνει τη συστηματική μείωση των δημόσιων πόρων και της περιμέτρου παρέμβασης των δημόσιων αρχών.
Οι σχέσεις μεταξύ του ΔΝΤ, των άλλων διεθνών εξειδικευμένων οργανισμών και του συνόλου των δωρητών πρέπει να διευκρινιστούν, προκειμένου όλοι, με συνεκτικό τρόπο, να κινηθούν στην ίδια κατεύθυνση της πραγματοποίησης των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας.
Τέλος, η μακροοικονομική προσέγγιση του ΔΝΤ σε σχέση με τις αναπτυξιακές στρατηγικές πρέπει να καταστεί περισσότερο ευέλικτη και λιγότερο δογματική. Οι δημόσιες δαπάνες που αφιερώνονται ιδίως στην υγεία και στην εκπαίδευση, δεν πρέπει να διερμηνεύονται πλέον αποκλειστικά ως δημοσιονομικές δαπάνες των οποίων επιτάσσεται η μείωση, αλλά αντιθέτως να θεωρούνται πραγματικές επενδύσεις υπέρ της ανθρώπινης και οικονομικής ανάπτυξης των χωρών. Το άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο δεν πρέπει πλέον να απαιτείται ως όρος εκ των ων ουκ άνευ, πρέπει δε να λαμβάνονται υπόψη και άλλες πραγματικότητες, όπως ο συχνά αναντικατάστατος χαρακτήρας, σε βραχυπρόθεσμη βάση, των δασμολογικών προσόδων και η αναγκαιότητα προστασίας σε δεδομένη στιγμή του τάδε ή του δείνα αναδυόμενου οικονομικού τομέα από τον βίαιο αντίκτυπο του διεθνούς ανταγωνισμού. Ο στόχος της ελευθέρωσης του χρηματοοικονομικού τομέα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη θεσμική ικανότητα δημιουργίας ενός κατάλληλου ρυθμιστικού πλαισίου και πλαισίου προληπτικής εποπτείας.
V Η διεθνής νομισματική και χρηματοοικονομική σταθερότητα
Σύμφωνα με τα όσα ορίζει το καταστατικό του, το ΔΝΤ είναι επιφορτισμένο πρωτίστως με τη διατήρηση της παγκόσμιας νομισματικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας. Μπορούμε να αναρωτηθούμε κατά πόσον αυτή απειλείται κυρίως σήμερα από τον κίνδυνο κρίσης του ισοζυγίου πληρωμών των φτωχών και αναδυόμενων χωρών ή μήπως η πρωταρχική αιτία αστάθειας είναι μάλλον οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες με τις ανισορροπίες τους, ιδίως το διπλό έλλειμμα των ΗΠΑ.
Το ζήτημα της ρύθμισης αυτών των παγκόσμιων ανισορροπιών αναδύεται λοιπόν ως κατά προτεραιότητα πεδίο παρέμβασης της διεθνούς κοινότητας και του ΔΝΤ. Ωστόσο, πέραν των απλών δηλώσεων και συστάσεων, απέχουμε ακόμη παρασάγγας του στόχου. Μένει να οικοδομηθεί μια πραγματική παγκόσμια διακυβέρνηση της νομισματικής και χρηματοοικονομικής σταθερότητας όσον αφορά τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών, την ελεγχόμενη διαχείριση των ροών κεφαλαίου και την πρόληψη των μεγάλων χρηματοοικονομικών κρίσεων.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (27.1.2006)
προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
σχετικά με τη στρατηγική επανεξέταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου
(2005/2121(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Jean-Louis Bourlanges
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου καλεί την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. Υποδέχεται θετικά τη στρατηγική αναθεώρηση που πραγματοποιείται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· υποστηρίζει τον αναπροσανατολισμό των πολιτικών του ΔΝΤ προκειμένου να δοθεί έμφαση στη βασική του εντολή για τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ως ύστατου δανειστή για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών·
2. Με μέλημα την ευθυγράμμιση με τον ΠΟΕ, καλεί τα αρμόδια ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ιδίως την Επιτροπή και το Συμβούλιο, να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι η ζώνη του ευρώ ή ει δυνατόν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εκπροσωπείται και ψηφίζει ως ενιαίο μπλοκ και να διευκολύνει την πτυχή αυτού του στόχου όσο το δυνατόν ταχύτερα ως ένα μεταβατικό μέτρο· καλεί τα κράτη μέλη να ενωθούν σε μία διευθέτηση αντίστοιχη του "σύμφωνο των μετόχων" όπως αποκαλείται στο δίκαιο των επιχειρήσεων, το οποίο θα διασφαλίσει ότι αποτελούν ένα ενιαίο διαπραγματευτικό μπλοκ·
3. Υποδέχεται θετικά τον ρόλο του ΔΝΤ στην ενσωμάτωση των χωρών με χαμηλό εισόδημα στην παγκόσμια οικονομία και υπογραμμίζει την αλληλεξάρτηση μεταξύ του διεθνούς εμπορίου, των προβλημάτων του ισοζυγίου πληρωμών και των πολιτικών εθνικής ανάπτυξης, τους κανόνες που διέπουν την αγορά εργασίας και τα μέτρα δημόσιας υγείας που αποσκοπούν στη μείωση της φτώχειας·
4. Αναγνωρίζει την εν εξελίξει αναθεώρηση των προϋποθέσεων του ΔΝΤ που συνδέονται με τα δάνειά του προς τις χώρες με χαμηλό εισόδημα· συνιστά η αναθεώρηση να αναφερθεί κατά προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας ως στόχο όλων των δανείων του ΔΝΤ προς χώρες με χαμηλό εισόδημα· προτρέπει τους ευρωπαίους εκτελεστικούς διευθυντές στο διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ να διασφαλίσουν ότι οι εναπομείνασες προϋποθέσεις δεν πιέζουν τις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε μονομερές άνοιγμα των αγορών εκτός του πλαισίου των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, ούτε παρακωλύουν την ελευθερία τους να διαπραγματεύονται στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ αυτοβούλως και με τους δικούς τους όρους τον βαθμό ανοίγματος της αγοράς για τον οποίο προτίθενται να δεσμευτούν·
5. Ζητεί επίσης από το ΔΝΤ να διασφαλίσει επίπεδο επαρκούς ευελιξίας στη βελτίωση των προϋποθέσεων που συνδέονται με το εξωτερικό εμπόριο (trade-related conditionalities) που δύναται να επιτρέψει στις δικαιούχους χώρες να δράσουν σε επίπεδο ανοίγματος αγοράς στο εμπόριο·
6. Τονίζει τον σημαντικό ρόλο του ΔΝΤ στην ευθυγράμμιση των ευρωπαϊκών και εθνικών πολιτικών ανάπτυξης που στοχεύουν στην αντιμετώπιση της φτώχειας μέσω μίας συνεκτικής προσέγγισης που βασίζεται στην ιδέα ότι η νομισματική πολιτική και η πολιτική ισοτιμιών δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο για την αντιμετώπιση της φτώχειας·
7. Καλεί για καλύτερο συντονισμό και μεγαλύτερη συνέπεια μεταξύ των πολιτικών του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων διεθνών οργανισμών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τα μέσα που συνδέουν τις διάφορες αγορές, όπως το ολοκληρωμένο πλαίσιο, το μηχανισμό εμπορικής ενσωμάτωσης, την διευκόλυνση για τη μείωση της φτώχειας και την ανάπτυξη και τα πρόσφατα εγκριθέντα μέσα πολιτικής υποστήριξης (Policies Support Instruments -PSΙ) με σκοπό να εξασφαλίσει ότι οι πολιτικές ανοικτής αγοράς θα έχουν θετική επίπτωση στη μείωση της φτώχειας· καλεί για περισσότερη συνέπεια μεταξύ των προγραμμάτων του ΔΝΤ και των αναπτυξιακών στόχων της χιλιετίας· εφιστά την προσοχή στο πλαίσιο αυτό στο διφορούμενο χαρακτήρα της θέσεως του ΔΝΤ, το οποίο παρ' όλο που είναι υπεύθυνο για μόνο ένα πολύ ειδικό τομέα της δημόσιας δράσης, διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό, εάν όχι κυρίαρχο, ρόλο στην εφαρμογή των στρατηγικών που ακολουθούνται από όλους τους φορείς· θεωρεί ως εκ τούτου ότι είναι ουσιώδες να δημιουργηθεί μια δομή για τον συντονισμό και τον ορθό προγραμματισμό παρόμοιων στρατηγικών στις οποίες εμπλέκονται όλοι οι διεθνείς μέτοχοι·
8. Ενθαρρύνει μια καλύτερη συνεργασία μεταξύ του ΔΝΤ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, ειδικά στις αναπτυσσόμενες χώρες ώστε να αυξηθεί η διαφάνεια, η δημοκρατική ευθύνη και η νομιμότητα του ΔΝΤ και των πολιτικών του·
9. Καλεί το Συμβούλιο να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να επιτύχει περισσότερη δικαιοσύνη ως προς την ισχύ σε ψήφους, ειδικά όσον αφορά την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων ψήφου μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών χωρών και προσαρμόζοντας την ισχύ σε ψήφους των αναδυόμενων χωρών κατά τρόπον ώστε να εκφράζει ορθότερα τις τρέχουσες οικονομικές σχέσεις παγκοσμίως·
10. Ζητεί την ενσωμάτωση της καταπολέμησης της διαφθοράς σε όλες τις πολιτικές του ΔΝΤ, προκειμένου να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητά του.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Στρατηγική αναθεώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου | |||||
Αριθμός διαδικασίας |
||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON | |||||
Γνωμοδότηση της |
INTA DEVE AFET 4.7.2005 4.7.2005 4.7.2005 | |||||
Ενισχυμένη συνεργασία - |
– | |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης |
Jean-Louis Bourlanges | |||||
Ημερομηνία ορισμού |
12.7.2005 | |||||
Εξέταση στην επιτροπή |
24.11..2005 |
|
|
|
| |
Ημερομηνία έγκρισης προτάσεων |
25.1.2006 | |||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
υπέρ: |
28 | ||||
|
κατά: |
0 | ||||
|
αποχές: |
0 | ||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jean-Pierre Audy, Enrique Barón Crespo, Jean-Louis Bourlanges, Daniel Caspary, Christofer Fjellner, Béla Glattfelder, Jacky Henin, Syed Kamall, Sajjad Karim, Caroline Lucas, Erika Mann, Helmuth Markov, David Martin, Javier Moreno Sánchez, Γεώργιος Παπαστάμκος, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Bogusław Rogalski, Tokia Saïfi, Robert Sturdy, Johan Van Hecke, Daniel Varela Suanzes-Carpegna, Zbigniew Zaleski | |||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Margrietus van den Berg, Elisa Ferreira, Robert Goebbels, Antolín Sánchez Presedo, Frithjof Schmidt | |||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Seán Ó Neachtain | |||||
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ (26.1.2006)
προς την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
σχετικά με τη στρατηγική επανεξέταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ)
(2005/2121(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Anders Wijkman
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Ανάπτυξης καλεί την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. υποδέχεται θετικά τη στρατηγική επανεξέταση που πραγματοποιείται στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο· υποστηρίζει τον αναπροσανατολισμό των πολιτικών του ΔΝΤ προκειμένου να δοθεί έμφαση στη βασική του εντολή για τη σταθεροποίηση των παγκόσμιων διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και ως ύστατου δανειστή για χώρες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ισοζυγίου πληρωμών·
2. επισημαίνει ότι οι κύριοι παράγοντες που εμποδίζουν τις αναπτυσσόμενες χώρες να έχουν στο ΔΝΤ λόγο αντίστοιχο προς το ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που αντιπροσωπεύουν είναι η έλλειψη ψήφων στο Συμβούλιο των Διοικητών (οι αφρικανικές χώρες, αν και αντιπροσωπεύουν το 25% των μελών, κατέχουν μόνο λίγο περισσότερο από το 4% των ψήφων) και η έλλειψη τεχνικών και θεσμικών ικανοτήτων που θα τους επέτρεπε να συμμετέχουν ουσιαστικά στις συζητήσεις και στις αποφάσεις·
3. ζητεί, ως εκ τούτου, την αναθεώρηση του συστήματος ψηφοφορίας προτείνοντας τα εξής:
- αύξηση του αριθμού και της βαρύτητας των βασικών ψήφων (που αντιπροσωπεύουν επί του παρόντος λιγότερο από το 3% των ψήφων), οι οποίες είχαν αρχικά θεσπιστεί για να διασφαλιστεί μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των μελών, να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και να ενισχυθεί, συνεπώς, η νομιμοποίηση του ΔΝΤ·
- δημιουργία ενός μηχανισμού που θα επιτρέπει στις αναπτυσσόμενες χώρες να αυξήσουν τα μερίδια συμμετοχής τους στο ΔΝΤ, όπως η σύσταση ενός Ταμείου για τη χρηματοδότηση των μεριδίων συμμετοχής των φτωχότερων χωρών·
4. καλεί τα κράτη μέλη της ΕΕ να αξιοποιήσουν το υφιστάμενο σύστημα εκλογικών περιφερειών, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι εκλογικές περιφέρειες των οποίων είναι μέλη θα προωθούν σθεναρά ένα φιλοαναπτυξιακό πρόγραμμα βασισμένο στην επίτευξη των Αναπτυξιακών Στόχων της Χιλιετίας (ΑΣΧ) μέχρι το 2015, και ότι οι εκλογικές τους περιφέρειες θα αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στις τεχνικές και θεσμικές αδυναμίες των αναπτυσσόμενων χωρών της εκλογικής περιφέρειας και θα παρέχουν την αναγκαία τεχνική συνδρομή για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών·
5. υποστηρίζει την έκκληση του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών προς τον Διάλογο Υψηλού Επιπέδου του 2005 για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, ο οποίος ζήτησε «να επαναπροσδιοριστεί η βιωσιμότητα του χρέους ως το επίπεδο χρέους που επιτρέπει σε μια χώρα να επιτύχει τους ΑΣΧ έως το 2015 χωρίς αύξηση του ποσοστού του χρέους», κάτι που απαιτεί μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα ανάμεσα στην ελάφρυνση του χρέους και τις υπάρχουσες απαιτήσεις χρηματοδότησης της ανάπτυξης· εκφράζει τη λύπη του, συνεπώς, διότι στο νέο πλαίσιο για τη βιωσιμότητα του χρέους στις χώρες χαμηλού εισοδήματος, το οποίο εγκρίθηκε τον Απρίλιο του 2005, το ΔΝΤ συνεχίζει να προσδιορίζει τη βιωσιμότητα του χρέους κυρίως βάσει των ποσοστών εξαγωγών (που δεν συνιστούν αξιόπιστο παράγοντα πρόβλεψης της βιωσιμότητας του χρέους για χώρες που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε σοβαρές κρίσεις και απότομες διακυμάνσεις των εσόδων από εξαγωγές), διότι το ΔΝΤ δεν εκτιμά ρεαλιστικά τον ευάλωτο χαρακτήρα των χωρών αυτών και διότι δεν προβαίνει σε συστηματική ανάλυση που να συνδέει τα οφέλη της πρωτοβουλίας για το χρέος των υπερχρεωμένων φτωχών χωρών (πρωτοβουλία HIPC) και τους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους που απαιτούνται για την επίτευξη των ΑΣΧ·
6. τονίζει ότι η αρχή της ενεργού συμμετοχής της χώρας-εταίρου πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της αναπτυξιακής συνεργασίας· καλεί συνεπώς το ΔΝΤ, όταν εξετάζει τους όρους των δανειοδοτήσεων, να αναγνωρίζει πλήρως την προτεραιότητα της εξάλειψης της φτώχειας και να μη δυσκολεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την επίτευξη των ΑΣΧ·
7. αναγνωρίζει την εν εξελίξει επανεξέταση των προϋποθέσεων του ΔΝΤ που συνδέονται με τα δάνειά του προς τις χώρες με χαμηλό εισόδημα· συνιστά η επανεξέταση να αναφερθεί κατά προτεραιότητα στη μείωση της φτώχειας ως στόχο όλων των δανεισμών του ΔΝΤ προς χώρες με χαμηλό εισόδημα· προτρέπει τους Ευρωπαίους που είναι μέλη του Εκτελεστικού Συμβουλίου του ΔΝΤ να διασφαλίσουν ότι οι εναπομείνασες προϋποθέσεις δεν ωθούν τις χώρες χαμηλού εισοδήματος σε μονομερές άνοιγμα των αγορών τους εκτός του πλαισίου των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, ούτε παρακωλύουν την ελευθερία τους να διαπραγματεύονται με τους δικούς τους όρους, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων του ΠΟΕ, τον βαθμό ανοίγματος των αγορών για τον οποίο είναι διατεθειμένες να δεσμευτούν.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Στρατηγική αναθεώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) | |||||
Αριθμός διαδικασίας |
||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON | |||||
Γνωμοδότηση της |
DEVE | |||||
Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια |
| |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης |
Anders Wijkman | |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν |
| |||||
Εξέταση στην επιτροπή |
24.1.2006 |
|
|
|
| |
Ημερομηνία έγκρισης |
26.1.2006 | |||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
18 0 0 | ||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alessandro Battilocchio, Margrietus van den Berg, Danutė Budreikaitė, Marie-Arlette Carlotti, Koenraad Dillen, Filip Andrzej Kaczmarek, Maria Martens, Miguel Angel Martínez Martínez, Frithjof Schmidt, Jürgen Schröder, Anna Záborská και Mauro Zani. | |||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Marie-Hélène Aubert, John Bowis, Linda McAvan, Μανώλης Μαυρομμάτης, Anders Wijkman και Zbigniew Zaleski. | |||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
... | |||||
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Η στρατηγική αναθεώρηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου | |||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
||||||||||
Κανονιστική βάση |
άρθρο 45 | |||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON | |||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
INTA |
DEVE |
AFET 4.7.2005 |
|
| |||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
AFET 16.11.2005 |
|
|
|
| |||||
Εισηγητής(ές) |
Benoît Hamon |
| ||||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
| ||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
29.11.2005 |
16.12.2005 |
|
|
| |||||
Ημερομηνία έγκρισης |
31.1.2005 | |||||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
ομοφωνία |
| ||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Zsolt László Becsey, Udo Bullmann, Ieke van den Burg, David Casa, Jan Christian Ehler, Elisa Ferreira, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Robert Goebbels, Benoît Hamon, Gunnar Hökmark, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Christoph Konrad, Kurt Joachim Lauk, Astrid Lulling, Gay Mitchell, Joseph Muscat, John Purvis, Alexander Radwan, Bernhard Rapkay, Eoin Ryan, Antolín Sánchez Presedo, Manuel António dos Santos, Peter Skinner, Margarita Starkevičiūtė, Ivo Strejček, Sahra Wagenknecht | |||||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Pilar del Castillo Vera, Harald Ettl, Satu Hassi, Ona Juknevičienė, Werner Langen, Klaus-Heiner Lehne, Alain Lipietz, Sarah Ludford, Jules Maaten, Thomas Mann, Tobias Pflüger, Giovanni Pittella, Gilles Savary | |||||||||
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||||||
Ημερομηνία κατάθεσης – A6 |
1.2.2006 |
A6-0022/2006 | ||||||||