ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την 21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004)
24.3.2006 - (2005/2150 (INI))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγήτρια: Monica Frassoni
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την 21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004)
(2005/2150 (INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την 21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής (COM(2004)0839 και COM(2005)0570),
– έχοντας υπόψη τα έγγραφα εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(2004)1638 και SEC(2005)1446 και 1447),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 και το άρθρο 112 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναφορών (A6‑0089/2006),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής καταγράφουν την πρόοδο της μεταφοράς των οδηγιών από τα κράτη μέλη, με στόχο την αποτελεσματική παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την 21η έκθεση, στις 31 Δεκεμβρίου 2003 βρίσκονταν σε εξέλιξη 3 927 περιπτώσεις παραβάσεων, στις οποίες συγκαταλέγονταν 1 855 περιπτώσεις για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία, 999 περιπτώσεις για τις οποίες είχε εκδοθεί αιτιολογημένη γνώμη, 411 περιπτώσεις οι οποίες είχαν παραπεμφθεί στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και μόνο 69 περιπτώσεις (εκ των οποίων 40 αφορούσαν το περιβάλλον), για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 228,
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάλληλη παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου δεν συνίσταται απλώς στην αξιολόγηση της μεταφοράς με ποσοτικούς όρους, αλλά και στην αξιολόγηση της ποιότητας της μεταφοράς και των πρακτικών που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στην πράξη,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ορθή και ταχεία εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας αποτελεί αναπόσπαστο και ουσιαστικό μέρος της «βελτίωσης της νομοθεσίας»· λαμβάνοντας υπόψη ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καλή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε ολόκληρη την ΕΕ είναι η ύπαρξη σαφών και καλογραμμένων νομοθετικών κειμένων· λαμβάνοντας υπόψη ότι η ποιότητα της νομοθεσίας και η σαφήνεια των υποχρεώσεων των κρατών μελών συχνά δεν είναι πάντοτε ικανοποιητικές, επειδή η νομοθεσία είναι συχνά προϊόν δύσκολων πολιτικών συμβιβασμών,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή δύναται να προσαρμόζει τα μέσα που χρησιμοποιεί για την αποτελεσματική εκτέλεση της αποστολής της και να προβαίνει σε καινοτομίες με στόχο τη βελτίωση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου,
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι το διάστημα αυτό η Επιτροπή εργάζεται για την αναπροσαρμογή των υφισταμένων διαδικασιών και για την εξεύρεση τρόπων να καταστούν ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές· ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί επαρκή λόγο για τη μη έγκαιρη αποστολή των ζητούμενων πληροφοριών όσον αφορά τον συνολικό όγκο των πόρων που διατίθενται για τις περιπτώσεις παραβάσεων στις αρμόδιες Γενικές Διευθύνσεις και στη Γενική Γραμματεία,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των καταγγελιών για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου δείχνει ότι οι ευρωπαίοι πολίτες διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και ότι η ικανότητα κατάλληλης ανταπόκρισης στις ανησυχίες τους είναι σημαντική για την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελίες των πολιτών δεν έχουν απλώς και μόνο συμβολικό ρόλο στην οικοδόμηση «μιας Ευρώπης των λαών», αλλά αποτελούν ένα οικονομικό και αποτελεσματικό εργαλείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματική νομική προστασία και η ενιαία εφαρμογή και ερμηνεία αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία του κοινοτικού δικαίου,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο παρέλαβε την 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής μόλις τον Ιανουάριο του 2006 και ότι, λόγω της συστηματικής καθυστέρησης, θα εξεταστεί εν μέρει μόνο η έκθεση του 2004 στην παρούσα πρόταση ψηφίσματος, τον βασικό κορμό της οποίας θα αποτελέσει η 21η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου το 2003,
1. είναι πεπεισμένο ότι όλα τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της παρακολούθησης της εφαρμογής με σοβαρότητα και διαφάνεια και να του δώσουν μεγαλύτερη προτεραιότητα, δεδομένης ιδίως της έμφασης που δίνεται τελευταίως στην υποτιθέμενη επείγουσα ανάγκη περιορισμού του όγκου της κοινοτικής νομοθεσίας και των νομοθετικών πρωτοβουλιών·
2. επισημαίνει ότι οιαδήποτε μείωση του όγκου της νομοθεσίας πρέπει να αντισταθμιστεί με την επικέντρωση της προσοχής στην εφαρμογή της· τονίζει ότι οι καταγγελίες αποτελούν ένα οικονομικά συμφέρον και αποτελεσματικό εργαλείο για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τουλάχιστον μέρος των πόρων που στο παρελθόν διετίθεντο για την κατάρτιση και ενημέρωση της νομοθεσίας, θα διατίθενται στο εξής για την αποτελεσματική και ορθή εφαρμογή της υφιστάμενης ευρωπαϊκής νομοθεσίας στις διάφορες μονάδες που ασχολούνται με συγκεκριμένες καταγγελίες και περιπτώσεις παραβάσεων·
3. είναι πεπεισμένο ότι και οι επιτροπές του Κοινοβουλίου θα έπρεπε να δίνουν σημασία στο ζήτημα της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα ότι ο υπεύθυνος εισηγητής θα πρέπει να διαδραματίζει ενεργότερο ρόλο όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας στα κράτη μέλη, ακολουθώντας το παράδειγμα των τακτικών συνεδριάσεων που συγκαλεί η Επιτροπή Περιβάλλοντος με αντικείμενο την εφαρμογή·
4. αντιλαμβάνεται ότι η επιτροπολογία δεν είναι το αντικείμενο του παρόντος ψηφίσματος και υπογραμμίζει το γεγονός ότι θα πρέπει να αποτελέσει, ως εκ τούτου, το θέμα ξεχωριστού ψηφίσματος·
5. τονίζει ότι το άρθρο 211 ΣΕΚ εκχωρεί στην Επιτροπή την θεσμική ευθύνη να εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων της συνθήκης και των διατάξεων που εγκρίνονται από τα θεσμικά όργανα δυνάμει του άρθρου αυτού και ότι το άρθρο 226 ΣΕΚ δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να προσφεύγει κατά των κρατών μελών για οιαδήποτε αθέτηση υποχρεώσεών τους εκ της Συνθήκης·
6. επισημαίνει ότι τα βασικά προβλήματα της διαδικασίας επί παραβάσει (άρθρα 226 και 228 ΣΕΚ) είναι η διάρκειά της (54 μήνες κατά μέσο όρο από τη στιγμή της καταχώρισης της καταγγελίας μέχρι την παραπομπή στο δικαστήριο) και η περιορισμένη χρήση του άρθρου 228·
7. επισημαίνει ότι η Επιτροπή συγκαλεί τέσσερις συνεδριάσεις ετησίως για να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει και ότι όλες οι αποφάσεις (από την πρώτη επίσημη προειδοποιητική επιστολή, που αποσκοπεί στην απόκτηση πληροφοριών από το κράτος μέλος, έως την απόφαση για προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) λαμβάνονται από το σώμα των Επιτρόπων· παρότι εκτιμά τη σημασία και την ανάγκη συλλογικής παρέμβασης στα στάδια της διαδικασίας επί παραβάσει, προτείνει τη συντόμευση της εσωτερικής διαδικασίας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε μέλος της Επιτροπής να αποστέλλει επίσημες προειδοποιητικές επιστολές στα κράτη μέλη για ζητήματα που εμπίπτουν στον τομέα ευθύνης του σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεν έχει μεταφέρει το κοινοτικό δίκαιο στην εθνική του νομοθεσία εντός της τεθείσης προθεσμίας·
8. επισημαίνει το ανεπαρκές επίπεδο συνεργασίας των εθνικών δικαστηρίων στα περισσότερα κράτη μέλη, τα οποία εξακολουθούν να εμφανίζονται διστακτικά σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της αρχής της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου·
9. χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής για τη «βελτίωση του ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου» (COM (2002)0725), όπου περιγράφονται ποικίλες δράσεις για την επίτευξη του στόχου αυτού·
10. εκφράζει, ωστόσο, την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει παρουσιάσει οργανωμένη και λεπτομερή έκθεση παρακολούθησης ορισμένων από τις δεσμεύσεις που εξήγγειλε στο πλαίσιο των προαναφερθεισών ανακοινώσεων, όπως ότι «η εφαρμογή των κριτηρίων προτεραιότητας θα αποτελέσει το αντικείμενο μιας ετήσιας αξιολόγησης, επ’ ευκαιρία της συζήτησης της έκθεσης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου» (COM(2002)0725, σελ. 12)·
11. καλεί την Επιτροπή να διενεργήσει συγκεκριμένη αξιολόγηση της εφαρμογής των κριτηρίων προτεραιότητας που προσδιορίζονται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση, προκειμένου να αξιολογήσει εάν η ρύθμιση αυτή είναι πραγματικά απαραίτητη και εάν θα μπορούσε να καταλήξει σε υπερβολική συρρίκνωση του πεδίου που καλύπτουν οι διαδικασίες επί παραβάσει, για τις οποίες δεν προβλέπεται συγκεκριμένη ιεράρχηση στη Συνθήκη· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν η απλή αύξηση των πόρων που διατίθενται στις ΓΔ που αντιμετωπίζουν τις περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει, θα ήταν προτιμότερη λύση για τη βελτίωση της ικανότητας ανταπόκρισης στις καταγγελίες· επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο να υπάρχουν νομικοί στις υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένες με τη μεταφορά της κοινοτικής νομοθεσίας στο εθνικό δίκαιο, ώστε να διαπιστώνουν κατά πόσον η μεταφορά αυτή έγινε σε όλες τις προεκτάσεις της· υπογραμμίζει ότι δεν είναι δυνατόν να επαφιέμεθα αποκλειστικώς σε ένα σύστημα αυτόματης αντιστοιχίας για την ανάλυση των μεταφορών αυτών·
12. καλεί την Επιτροπή να τηρεί ενήμερο το Κοινοβούλιο για το αποτέλεσμα των σχετικών αξιολογήσεων· τονίζει ότι ο καθορισμός προτεραιοτήτων δεν θα πρέπει να οδηγεί σε περιορισμένη ανταπόκριση στις καταγγελίες των πολιτών και καλεί την Επιτροπή να συμβουλεύεται το Κοινοβούλιο επί οιασδήποτε ενδεχόμενης αλλαγής των κριτηρίων προτεραιότητας·
13. καλεί την Επιτροπή να θέτει την αρχή του κράτους δικαίου και την εμπειρία των πολιτών υπεράνω των αποκλειστικώς οικονομικών κριτηρίων και αξιολογήσεων· καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί προσεκτικά την τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών και των γενικών αρχών της Συνθήκης καθώς και των κανονισμών και των οδηγιών πλαίσιο· καλεί την Επιτροπή να χρησιμοποιεί το δευτερογενές δίκαιο ως κριτήριο αναφοράς προκειμένου να διαπιστώνει εάν υπάρχει κάποια παραβίαση των θεμελιωδών ελευθεριών·
14. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει εκ νέου τη συνεργασία με τα κράτη μέλη υπό την έννοια του άρθρου 10 ΣΕΚ, δεδομένου ότι τα περισσότερα κράτη μέλη δεν είναι προετοιμασμένα να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες για τη βελτίωση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως επιβεβαιώθηκε από την άρνηση του Συμβουλίου κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την τελευταία διοργανική συμφωνία του 2003 για τη βελτίωση της νομοθεσίας, να αναλάβει οιαδήποτε δέσμευση αναφορικά με ζητήματα που αφορούν τη μεταφορά και την εφαρμογή· δηλώνει ότι στηρίζει την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με το Συμβούλιο για το ζήτημα αυτό με σκοπό την τροποποίηση της διοργανικής συμφωνίας·
15. καλεί την Επιτροπή να επανεκτιμήσει με σοβαρότητα την ανοχή που επιδεικνύει έναντι των κρατών μελών σε σχέση με την τήρηση των προθεσμιών για την υποβολή των ζητούμενων πληροφοριών στην Επιτροπή, την έγκριση και την κοινοποίηση εθνικών μέτρων μεταφοράς και την ορθή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·
16. επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν αποφασίσει να συγκροτήσουν συγκεκριμένους φορείς που θα είναι αρμόδιοι για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου· χαιρετίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να στηρίξει τη δημιουργία κατάλληλων φορέων συντονισμού σε κάθε κράτος μέλος, με στόχο τη βελτίωση της όλης πολιτικής για τη μεταφορά και την εφαρμογή και της αποτελεσματικότητας του προ της προσφυγής σταδίου των διαδικασιών επί παραβάσει· επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη δεν θα πρέπει μόνο να συγκροτήσουν τεχνικά όργανα, αλλά και να διορίσουν πολιτικά πρόσωπα που θα είναι αρμόδια σε εθνικό επίπεδο για την πολιτική για τις παραβάσεις·
17. επισημαίνει ότι η επικέντρωση σε ζητήματα που αφορούν την οργάνωση και την επικοινωνία δεν θα έπρεπε να αποκρύπτει το γεγονός ότι πολλές περιπτώσεις εσφαλμένης εφαρμογής είναι αποτέλεσμα της κακής ποιότητας της νομοθεσίας και αποτυπώνουν εσκεμμένες προσπάθειες των κρατών μελών να υποσκάψουν την κοινοτική νομοθεσία για πολιτικούς, διοικητικούς ή οικονομικούς λόγους· διαπιστώνει εν προκειμένω ότι η Επιτροπή έχει την τάση να αρκείται στην πράξη σε μια καθυστερημένη παρέμβαση των κρατών μελών προκειμένου να περατώσει την διαδικασία επί παραβάσει· καλεί την Επιτροπή να ζητήσει από τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν αναδρομική εφαρμογή του κοινοτικού κανόνα που παρεβιάσθη, ώστε να επανορθωθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης, επί ποινή άμεσης κίνησης της διαδικασίας προσφυγής στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 228 ΣΕΚ σε περίπτωση εξακολούθησης της μη συμμόρφωσης·
18. επισημαίνει ότι το δίκτυο SOLVIT έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς ως συμπληρωματικός μη δικαστικός μηχανισμός, ο οποίος έχει ενισχύσει την εθελοντική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών, αλλά φρονεί ότι τέτοιου είδους μηχανισμοί δεν θα πρέπει να θεωρούνται υποκατάστατο των διαδικασιών επί παραβάσει, οι οποίες αποσκοπούν να υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν την κοινοτική νομοθεσία· καλεί τα κράτη μέλη να διαθέσουν περισσότερο προσωπικό και μεγαλύτερους οικονομικούς πόρους στο εθνικό σημείο επαφής τους του δικτύου SOLVIT·
19. είναι πεπεισμένο ότι παρότι είναι σημαντικό να αφιερωθεί χρόνος και προσπάθεια για την ανάπτυξη του διαλόγου με τα κράτη μέλη και τη βελτίωση της αρωγής που τους παρέχεται με στόχο τη διευκόλυνση της ταχείας, ορθής μεταφοράς της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, απαιτείται αυστηρότερη πειθαρχία, κυρίως μετά τη διεύρυνση, προκειμένου να αποφεύγονται οι υπερβολικές καθυστερήσεις και οι διαφορές που δεν παύουν να παρατηρούνται όσον αφορά ποιότητα της μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία·
20. πιστεύει ότι θα έπρεπε να εισάγεται συστηματικά σε κάθε νέα οδηγία που εγκρίνεται συγκεκριμένη ρήτρα που θα υποχρεώνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν πίνακα αντιστοιχίας κατά τη μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών·
21. επισημαίνει ότι το 2004 περίπου το 41% των νέων οδηγιών περιελάμβαναν πρόβλεψη για πίνακα αντιστοιχίας· πιστεύει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτης, θα έπρεπε να στηρίζει προτάσεις για την εισαγωγή διατάξεων στις οδηγίες που θα υποχρεώνουν τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν τον πίνακα αντιστοιχίας στην κοινοποίηση· καλεί την Επιτροπή να υποβάλλει τακτικές αναφορές στο Κοινοβούλιο σχετικά με την εφαρμογή τέτοιων διατάξεων·
22. χαιρετίζει την προσπάθεια ορισμένων Γενικών Διευθύνσεων της Επιτροπής – ιδίως της ΓΔ Περιβάλλοντος – να βελτιώσουν τους ελέγχους συμμόρφωσης προς τις σχετικές οδηγίες, ιδίως μετά τη διεύρυνση· καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύει στον ιστοχώρο της τις μελέτες που εντέλλονται οι διάφορες Γενικές Διευθύνσεις για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την κοινοτική νομοθεσία·
23. επισημαίνει ότι έχουν κινηθεί αρκετές διαδικασίες για μη συμμόρφωση και ότι οι διαδικασίες αυτές ορισμένες φορές επαναλαμβάνονται χωρίς να επιτυγχάνεται ο στόχος να πειστούν τα κράτη μέλη να τροποποιήσουν τις νομοθετικές πράξεις μεταφοράς· τονίζει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, οι καθυστερήσεις της διαδικασίας μπορούν να αποδειχτούν εξαιρετικά επιζήμιες για τους πολίτες, επειδή δεν δίνεται προσοχή στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά τονίζεται ένα γενικό πρόβλημα· καλεί, ως εκ τούτου, την Επιτροπή να τηρεί σκληρή στάση για τις περιπτώσεις μη κοινοποίησης και μη συμμόρφωσης των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την κοινοτική νομοθεσία και να κινείται μεταξύ των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας του άρθρου 226 ΣΕΚ, που κωδικοποιούνται σε μη υποχρεωτικά νομοθετικά κείμενα (ανακοινώσεις, κατευθυντήριες γραμμές) σύμφωνα με καθορισμένες, μη διαπραγματεύσιμες προθεσμίες, με στόχο την όσο το δυνατόν ταχύτερη κατάληξη στις χρηματικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 228 ΣΕΚ·
24. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έναν κατάλογο των οδηγιών με την πιο προβληματική εφαρμογή και να εξηγήσει ποιες πιστεύει ότι είναι οι αιτίες του φαινομένου· υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και το άρθρο 10 της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη καλούνται να θεσπίσουν "κατάλληλο" και αποτελεσματικό σύστημα κυρώσεων, το οποίο να λειτουργεί αποτρεπτικά όσον αφορά τις παραβιάσεις των κοινοτικών κανόνων· εκτιμά ότι η μη καθιέρωση αποτελεσματικού συστήματος επιβολής κυρώσεων πρέπει να αντιμετωπίζεται με την δέουσα αυστηρότητα στο πλαίσιο της διαδικασίας επί παραβάσει·
25. επισημαίνει ότι οι ισχύουσες διαδικασίες δεν δίνουν στους πολίτες άλλο δικαίωμα πέραν της υποβολής καταγγελίας και ότι η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας των συνθηκών, έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια να αποφασίζει εάν θα καταχωρίσει μια καταγγελία και εάν θα κινήσει διαδικασίες· εκτιμά ότι κανένας κανόνας της Συνθήκης, ούτε της νομολογίας του Δικαστηρίου απαγορεύει να δίδονται, από ειδικά κανονιστικά όργανα, συμπληρωματικά δικαιώματα στους καταγγέλλοντες και ζητεί, κατά συνέπεια, από την Επιτροπή να εργασθεί για την κατάρτιση τέτοιων οργάνων είναι πεπεισμένο ότι το σημαντικό και αποκλειστικό αυτό προνόμιο θα πρέπει να συνοδεύεται από την υποχρέωση της Επιτροπής να ακολουθεί διαφανείς διαδικασίες και να λογοδοτεί για τους λόγους για τους οποίους λαμβάνονται οι αποφάσεις, κυρίως σε περιπτώσεις που αποφασίζεται να μην κινηθεί διαδικασία βάσει μιας καταγγελίας·
26. χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή για τις «σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου» (COM (2002)0141)·
27. καλεί την Επιτροπή να τηρεί τις αρχές που αναφέρονται στην εν λόγω ανακοίνωση, ώστε όλες οι καταγγελίες που λαμβάνει η Επιτροπή, εάν δεν σχετίζονται με τις έκτακτες καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 3, και που ενδέχεται να αφορούν πραγματική παράβαση του κοινοτικού δικαίου να καταχωρίζονται αδιακρίτως· επισημαίνει ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έλαβε προσφάτως συγκεκριμένες καταγγελίες για μη καταχώριση καταγγελιών, τις οποίες και ερευνά επί του παρόντος· ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλλει τακτικά έκθεση σχετικά με τις περιπτώσεις μη καταχώρισης μετά από καταγγελία, σύμφωνα με την προαναφερθείσα ανακοίνωση·
28. επισημαίνει ότι η προθεσμία ενός έτους, που προβλέπεται από την ανακοίνωση, προθεσμία μεταξύ της καταχώρισης μιας καταγγελίας και της αποστολής επίσημης προειδοποιητικής επιστολής ή της απόφασης να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο είναι υπερβολικά μεγάλη· εκφράζει, μεταξύ άλλων, τη λύπη του που η προθεσμία αυτή δεν τηρείται πάντοτε, αφήνοντας τους καταγγέλλοντες σε μια απαράδεκτη κατάσταση αβεβαιότητας· ζητεί, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή να αποστέλλει επίσημες προειδοποιητικές επιστολές, που δεν προϋποθέτουν ακόμα «διαπραγματεύσεις» με τα κράτη μέλη, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος από την καταχώριση της καταγγελίας, και να φροντίσει να δοθεί σύντομα συνέχεια στην διαδικασία εντός σύντομου χρονικού διαστήματος και χωρίς δυνατότητα αναβολής, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων·
29. καλεί όλες τις υπηρεσίες της Επιτροπής να τηρούν τους καταγγέλλοντες – και, ανάλογα με την περίπτωση, και τους ενδιαφερόμενους ευρωβουλευτές – πλήρως ενήμερους για την πρόοδο των καταγγελιών τους κατά την εκπνοή κάθε προκαθορισμένης προθεσμίας (επίσημη προειδοποιητική επιστολή, αιτιολογημένη γνώμη, παραπομπή στο Δικαστήριο), να δικαιολογούν τις αποφάσεις τους και τις διαβιβάζουν με όλες τις λεπτομέρειες στον καταγγέλλοντα, σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρονται στην ανακοίνωσή της του 2002, ώστε να δίνουν στον καταγγέλλοντα τη δυνατότητα να υποβάλει περαιτέρω παρατηρήσεις (οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν, κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή σκοπεύει να θέσει την καταγγελία στο αρχείο, τα επιχειρήματα που εκθέτει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος)·
30. καλεί την Επιτροπή να εγκρίνει μια συγκεκριμένη διαδικασία που θα επιτρέπει στον καταγγέλλοντα και στον ενδιαφερόμενο ευρωβουλευτή να έχουν πρόσβαση στα έγγραφα και στην ουσία της αλληλογραφίας της με το κράτος μέλος·
31. καλεί την Επιτροπή να παρέχει συγκεκριμένες πληροφορίες για την τήρηση των προθεσμιών, όπως ορίζεται στο εσωτερικό εγχειρίδιο επιχειρησιακών διαδικασιών που έχει συντάξει η ίδια, οι οποίες θα μπορούσαν να αποκτηθούν μόνο ανεπίσημα· επαναλαμβάνει τη σημασία της θέσπισης προθεσμιών με αφετηρία την ημερομηνία καταχώρισης μιας καταγγελίας τόσο για την αποστολή απάντησης στον καταγγέλλοντα όσο και για την αποστολή επίσημης προειδοποιητικής επιστολής·
32. επισημαίνει ότι από τη θέσπισή τους, οι διαδικασίες του άρθρου 228 ΣΕΚ έχουν οδηγήσει σε έκδοση αποφάσεων από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μόνο σε τρεις περιπτώσεις· χαιρετίζει την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ (SEC (2005)1658) της 14ης Δεκεμβρίου 2005, όπου αποσαφηνίζει και αναπτύσσει την πολιτική της, ζητώντας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να επιβάλλει ένα περιοδικά καταβαλλόμενο πρόστιμο και ένα κατ’ αποκοπήν ποσό στα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με αποφάσεις του·
33. καλεί την Επιτροπή να ορίσει επισήμως ότι, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της για την εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ, για όλες τις υποθέσεις όπου έχει ήδη σταλεί επίσημη προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 228, καθώς και για τις εν εξελίξει υποθέσεις που αφορούν διαδικασίες του άρθρου 226, θα ισχύσει η νέα πολιτική που περιγράφεται στην προαναφερθείσα ανακοίνωση (εφόσον δεν λυθούν πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο)·
34. υπενθυμίζει ότι οι αναφορές που υποβάλλονται από πολίτες στην Επιτροπή, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να αξιολογούν τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η κοινοτική νομοθεσία σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
35. επαναλαμβάνει την πεποίθησή του ότι ένα πλαίσιο στενής συνεργασίας και παρακολούθησης μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών του Κοινοβουλίου είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση αποτελεσματικής παρέμβασης σε όλες τις περιπτώσεις που ο καταγγέλλων έχει προβεί δικαιολογημένα σε καταγγελία για παράβαση του κοινοτικού δικαίου·
36. επιμένει ότι η Επιτροπή, στις μελλοντικές ετήσιες εκθέσεις της, πρέπει να παρουσιάζει δεδομένα που αντικατοπτρίζουν επακριβώς τη σημαντική και σαφή συμβολή των αναφορών στον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, και επαναλαμβάνει το αίτημα που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 9ης Μαρτίου 2004 να συμπεριληφθεί κεφάλαιο αποκλειστικά αφιερωμένο στις αναφορές·
37. θεωρεί αναγκαίο να οριστούν τα διαδικαστικά δικαιώματα των αναφερόντων με τρόπο παρόμοιο με τα δικαιώματα των καταγγελλόντων, τα οποία ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα (COM(2002)141 τελικό)· θεωρεί ότι τα διαδικαστικά θέματα που συνδέονται με την παράλληλη εξέταση καταγγελιών και αναφορών πρέπει να αποσαφηνισθούν, και ότι ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω, ώστε η Επιτροπή Αναφορών να είναι σε θέση να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των αναφερόντων·
38. διαπιστώνει από εμπειρία ότι πολίτες, οι οποίοι υποβάλλουν αναφορά στο Κοινοβούλιο, δυσκολεύονται να επικαλεστούν δικαιώματα που απορρέουν από το ευρωπαϊκό δίκαιο ενώπιον εθνικών δικαστηρίων και να λάβουν αποζημίωση για ζημία ή βλάβη που υπέστησαν λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη·
39. εκφράζει την αποδοκιμασία του για την απροθυμία της Επιτροπής να διερευνά καταγγελλόμενες παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που συνέβησαν στο παρελθόν και έκτοτε επανορθώθηκαν, όπως οι παραβιάσεις που θίγονται στις αναφορές «Equitable Life» και «Lloyds of London»· προτρέπει την Επιτροπή να διερευνά αυτές τις υποθέσεις, όταν οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις θεωρείται ότι προξένησαν σοβαρές ζημίες σε πρόσωπα, καθώς το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τους πολίτες προκειμένου να λαμβάνουν αποζημίωση μέσω των κατάλληλων νομικών διαύλων·
40. ζητεί την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μεταξύ των βουλευτών τους, ώστε να προωθηθεί και να ενισχυθεί ο αποτελεσματικός έλεγχος των ευρωπαϊκών θεμάτων σε εθνικό επίπεδο· θεωρεί ότι τα κοινοβούλια μπορούν να διαδραματίσουν πολύτιμο ρόλο στην παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας της Ένωσης και στην προσέγγισή της με τους πολίτες·
41. καλεί την Επιτροπή να αποστέλλει τις ετήσιες εκθέσεις της για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου στα εθνικά κοινοβούλια, ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθούν καλύτερα την εφαρμογή του από τις εθνικές αρχές·
42. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο, στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή και στα κοινοβούλια των κρατών μελών.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Εισαγωγή: η παρούσα έκθεση στο πλαίσιο της βελτίωσης της νομοθεσίας
Η παρούσα έκθεση αποσκοπεί στην αξιολόγηση της παρακολούθησης της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου από την Επιτροπή το 2003 στο πλαίσιο του εν εξελίξει διαλόγου για τη βελτίωση της νομοθεσίας, χρησιμοποιώντας παράλληλα, όπου είναι δυνατόν, πιο πρόσφατες πληροφορίες και εξετάζοντας τη συνέχεια που δόθηκε σε προηγούμενες παρόμοιες εκθέσεις, κυρίως της τελευταίας που εκπόνησε η κ. Wallis. Στην παρούσα έκθεση θα γίνει επίσης αναφορά σε ορισμένα σημεία της έκθεσης για το 2004 που δημοσίευσε η Επιτροπή τον Ιανουάριο του 2006.
Η αφετηρία του προγράμματος της ΕΕ για τη «βελτίωση της νομοθεσίας» εντοπίζεται σε δύο βασικές πρωτοβουλίες. Η πρώτη ήταν η λευκή βίβλος της Επιτροπής που εξέδωσε η προηγούμενη Επιτροπή Prodi το 2001 σχετικά με την «Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση»[1]. Στόχος της βίβλου ήταν η βελτίωση των κοινοτικών πολιτικών μέσω της ενίσχυσης της διαφάνειας, της συνοχής, της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας τους, ενδυναμώνοντας παράλληλα τη συμμετοχή των πολιτών και τη λογοδοσία κατά τη διαδικασία της ανάπτυξής τους.
Η δεύτερη πρωτοβουλία ήταν η λεγόμενη «στρατηγική της Λισαβόνας». Εγκαινιάστηκε τον Μάρτιο του 2000 από τα κράτη μέλη της ΕΕ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας, έχοντας στόχο να καταστήσει την ΕΕ την πιο ανταγωνιστική βασισμένη στη γνώση οικονομία παγκοσμίως έως το 2010, θεσπίζοντας μια σειρά νέων μηχανισμών για την ανάπτυξη της πολιτικής για την επίτευξη του στόχου αυτού. Την επόμενη χρονιά, αποτυπώνοντας την έμφαση που δίνει η Συνθήκη στην αειφόρο ανάπτυξη, προστέθηκε μια περιβαλλοντική διάσταση στη στρατηγική της Λισσαβόνας από τους ηγέτες της ΕΕ, κατά τη σύνοδό τους στο Γκέτεμποργκ τον Ιούνιο του 2001.
Η Επιτροπή αποφάσισε επίσης ότι η βελτίωση της νομοθεσίας θα έπρεπε να ενσωματωθεί στη διαδικασία της χάραξης πολιτικών και ότι οι νέες νομοθετικές προτάσεις που θα υποβάλλονταν από την Επιτροπή θα έπρεπε να επιδιώκουν την προώθηση της βελτίωσης της νομοθεσίας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 16ης Δεκεμβρίου 2003, τα θεσμικά όργανα της ΕΕ επεσήμαναν τη σημασία της απλούστευσης και της μείωσης του όγκου της κοινοτικής νομοθεσίας.
Σύμφωνα με τη διοργανική συμφωνία, στην ανακοίνωσή της τής 16ης Μαρτίου 2005[2], η Επιτροπή εξήγγειλε την πρόθεσή της «να εξετάζει αναλυτικά τις προτάσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Συμβουλίου ή του Κοινοβουλίου με γνώμονα τη γενική τους χρησιμότητα, τον αντίκτυπό τους στην ανταγωνιστικότητα και τυχόν άλλες συνέπειές τους». Στην πρόσφατη ανακοίνωσή της το Σεπτέμβριο του 2005 σχετικά με το «αποτέλεσμα της αναλυτικής εξέτασης νομοθετικών προτάσεων που εκκρεμούν ενώπιον του νομοθετικού οργάνου», η Επιτροπή περιγράφει τους στόχους, τη διαδικασία και τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης.
Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου και ακολουθώντας μια τάση που καταγράφεται στα κράτη μέλη και εν μέρει στο ΕΚ, η Επιτροπή έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι η νέα της προσέγγιση συνίσταται στον περιορισμό του όγκου της νομοθεσίας και στην απαλλαγή από αναποτελεσματικές νομοθετικές πράξεις. Στο πλαίσιο αυτό, εκφράζονται ανησυχίες ότι ο όρος «βελτίωση της νομοθεσίας» θα ερμηνεύεται ολοένα και πιο στενά, καταλήγοντας τελικά να σημαίνει «απορύθμιση» και να χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για όσους επιδιώκουν την υποβάθμιση των μέτρων κοινωνικής και περιβαλλοντικής προστασίας. Η ποιότητα της νομοθεσίας πρέπει να καθορίζεται καταρχάς μέσω εμπεριστατωμένου και δυναμικού πολιτικού διαλόγου και βάσει της ικανότητάς να επιτυγχάνει τους στόχους για τους οποίους καταρτίζεται. Εάν η Επιτροπή και το Συμβούλιο χρησιμοποιούν τα εργαλεία για τη «βελτίωση της νομοθεσίας» ως πρόφαση για να αποφύγουν, να αποτρέψουν ή να παρακάμψουν τον πολιτικό διάλογο προς όφελος επιχειρηματικών συμφερόντων ή για να περιορίσουν τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σε κοινοτικό επίπεδο, η πρωτοβουλία ουδόλως θα κατευνάσει τις ανησυχίες των πολιτών της Ευρώπης[3].
Αντιθέτως, μετά τη διεύρυνση, η μείωση του όγκου της παραγόμενης νομοθεσίας πρέπει να αντισταθμιστεί δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στην εφαρμογή. Το αποτέλεσμα που προκύπτει άμεσα από μια ανάλυση της 21ης έκθεσης της Επιτροπής είναι ότι ένα σχετικό μέρος των πόρων που διατίθεντο για την κατάρτιση και την ενημέρωση της νομοθεσίας θα πρέπει πλέον να διατίθεται για την αποτελεσματική και ορθή μεταφορά και εφαρμογή της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας στις διάφορες αρμόδιες επιτροπές που ασχολούνται με τις περιπτώσεις παραβάσεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 211 της Συνθήκης, είναι καθήκον της Επιτροπής να διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη τηρούν και εφαρμόζουν δεόντως το κοινοτικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, η διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ δίνει στην Επιτροπή σημαντική εξουσία να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει κατά κρατών μελών που θεωρεί ότι παραβιάζουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 226, αντίθετα με όσα αναφέρει η Επιτροπή στην πρώτη παράγραφο της 21ης έκθεσής της, δεν περιορίζει την εξουσία αυτή σε κανόνες «αντίθετους προς τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου οι οποίες ορίζονται στις συνθήκες»· το άρθρο 226 δίνει στην Επιτροπή το δικαίωμα να προσφεύγει κατά των κρατών μελών για οιαδήποτε αθέτηση υποχρέωσης απορρέουσας από τις Συνθήκες[4].
Η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία επί παραβάσει είτε έπειτα από καταγγελία που υποβάλλει «καταγγέλλων» από το εμπλεκόμενο κράτος μέλος είτε ιδία πρωτοβουλία (βάσει πληροφοριών που λαμβάνει, παραδείγματος χάρη, μέσω του Τύπου, των ερωτήσεων που υποβάλλονται από ευρωβουλευτές κ.λπ.). Στη διευρυμένη ΕΕ, είναι απαραίτητη η εφαρμογή των νόμων με ορθό και διαφανή τρόπο, για να δοθεί υπόσταση στο όλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δεν είναι μόνο ζήτημα νομικής υποχρέωσης, είναι και ζήτημα πολιτικής ευθύνης. Εάν οι κοινοτικοί νόμοι δεν θεωρούνται υποχρεωτικοί για όλους και εάν η μεταφορά και η εφαρμογή τους εξαρτώνται από την καλή θέληση της κάθε κυβέρνησης ή στηρίζονται σε διαφορετικές ερμηνείες, τότε σύντομα θα δημιουργηθεί μια κατάσταση αντικειμενικής επανεθνικοποίησης των κοινοτικών πολιτικών με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά και στο κοινοτικό κεκτημένο συνολικά. Όπως θα δούμε αργότερα στην παρούσα έκθεση, η κατάσταση είναι ήδη αρκετά ανησυχητική, κυρίως στους τομείς του περιβάλλοντος και της εσωτερικής αγοράς, όπου η διάρκεια των ακολουθούμενων διαδικασιών επί παραβάσει και οι χαλαρές ποινές που επιβάλλονται κινδυνεύουν να ακυρώσουν οιοδήποτε πραγματικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα έχει η επιβαλλόμενη κύρωση.
Κατά την άποψη της επιτροπής, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρέπει να εξετάσει με σοβαρό και διαφανή τρόπο το ζήτημα του ελέγχου της εφαρμογής και να αναβαθμίσει την προτεραιότητά του, ιδίως δεδομένης της έμφασης που δίνεται τελευταίως στην υποτιθέμενη επείγουσα ανάγκη περιορισμού του όγκου των νομοθετικών πρωτοβουλιών. Παρά τον περιορισμό των διαθέσιμων πόρων, πρέπει να τονιστεί ότι η έμφαση που δίνει η βίβλος για τη διακυβέρνηση του 2001 στη συνεργασία με τα κράτη μέλη πρέπει να επανεξεταστεί, δεδομένου ότι τα περισσότερα κράτη μέλη δεν είναι διατεθειμένα να καταβάλουν σοβαρές προσπάθειες προς την κατεύθυνση αυτή. Το γεγονός αυτό κατέστη εμφανές κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την τελευταία διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας του 2003, όταν το Συμβούλιο αρνήθηκε να προβεί σε οιαδήποτε δέσμευση για ζητήματα που αφορούν τη μεταφορά και την εφαρμογή. Επίσης, κατά την άποψη της Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, το ΕΚ μπορεί, εν προκειμένω, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, προσφέροντας στήριξη και ώθηση στην Επιτροπή, χωρίς φυσικά να παρεμβαίνει στα αποκλειστικά της προνόμια. Για τον σκοπό αυτό, θα χρειαστεί φυσικά να στρέψουμε εν μέρει την προσοχή μας από το νομοθετικό πεδίο και στο πεδίο του ελέγχου της εφαρμογής. Στο πλαίσιο δε του νέου διαλόγου με την Επιτροπή και το Συμβούλιο για τη βελτίωση της νομοθεσίας, θα πρέπει να επιχειρήσουμε εκ νέου να πείσουμε το Συμβούλιο να αναλάβει κάποια ευθύνη στον τομέα αυτό.
Η 21η έκθεση για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου
Στην 21η έκθεση της Επιτροπής για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου καταγράφονται οι δραστηριότητες της Επιτροπής σε σχέση με την παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου κατά τη διάρκεια του 2003.
Η παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου συνίσταται κυρίως:
1) στον έλεγχο του εάν τα κράτη μέλη έχουν εγκρίνει και κοινοποιήσει στην Επιτροπή εθνικά μέτρα μεταφοράς εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας·
2) στον έλεγχο της συμβατότητας των εθνικών μέτρων μεταφοράς με την κοινοτική νομοθεσία·
3) στη διασφάλιση της πραγματικής τήρησης των διατάξεων από ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς και αρχές (έμπρακτη εφαρμογή).
1) Θέσπιση και κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς
Ο αριθμός των διαδικασιών για μη θέσπιση και μη κοινοποίηση εθνικών μέτρων μεταφοράς έχει σχεδόν διπλασιαστεί σε σύγκριση με το 2001 και το 2002. Τα στατιστικά στοιχεία για το 2003 δείχνουν αύξηση κατά 92,1% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, από 607 σε 1166 περιπτώσεις. Η μη κοινοποίηση φαίνεται, επιπλέον, ότι αποτελεί πάγια πρακτική των κρατών μελών: ενώ σε άλλες περιπτώσεις αθέτησης υποχρεώσεων παρατηρούνται τεράστιες διαφορές στη συμπεριφορά των κρατών μελών, η μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς (και των σχεδίων τεχνικών κανονισμών βάσει της οδηγίας 98/34/ΕΚ) είναι σχεδόν το ίδιο συχνή.
Είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι η Επιτροπή χρειάζεται να αφιερώνει πολύ χρόνο και κόπο για να καλεί τα κράτη μέλη απλώς και μόνο να θεσπίζουν και να της κοινοποιούν τα εθνικά μέτρα. Πολύ συχνά, για τη διευθέτηση του ζητήματος δεν αρκεί η αποστολή μιας απλής επίσημης προειδοποιητικής επιστολής: το 10% περίπου του συνόλου των υποθέσεων μη κοινοποίησης που κινούνται καταλήγει τελικά στο Δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί σχετικώς.
Είναι σαφές ότι τα κράτη μέλη φέρουν μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κατάσταση αυτή. Το γεγονός αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρείται ελάσσονος σημασίας ή λεπτομέρεια, κυρίως γιατί μετά τη διεύρυνση η κατάσταση δεν πρόκειται να βελτιωθεί, εάν δεν δοθεί πολιτική προτεραιότητα στο ζήτημα. Ωστόσο, Είναι επίσης σαφές ότι η ραγδαία αύξηση των περιπτώσεων μη κοινοποίησης θέτει εν αμφιβόλω ολόκληρο το σύστημα και την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων ελέγχων. Εάν δεν μπορούμε καν να αναγκάσουμε τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα μέτρα μεταφοράς, πώς μπορούμε να προσδοκούμε ότι οι πολίτες της Ευρώπης θα πιστεύουν ότι η Επιτροπή, αλλά και το Συμβούλιο και το ΕΚ, μπορούν να προστατεύουν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους που απορρέουν από το ουσιαστικό κοινοτικό δίκαιο.
2) Προθεσμία μεταφοράς και έλεγχος συμμόρφωσης
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως εκφράσει την ανησυχία του για τις κακές επιδόσεις των κρατών μελών όσον αφορά την ορθή και έγκαιρη μεταφορά των οδηγιών για την εσωτερική αγορά. Στη διοργανική συμφωνία για τη βελτίωση της νομοθεσίας της 16ης Δεκεμβρίου 2003 επισημαίνεται επίσης η ανάγκη συμμόρφωσης των κρατών μελών με το άρθρο 10 της Συνθήκης[5] και ζητείται από τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την ορθή και ταχεία μεταφορά του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό τους δίκαιο εντός των προκαθορισμένων προθεσμιών. Παρά τις εκκλήσεις αυτές και το γεγονός ότι η ορθή και έγκαιρη μεταφορά αποτελεί νομική υποχρέωση, πολύ συχνά η προθεσμία της μεταφοράς εκπνέει προτού καν αρχίσουν τα κράτη μέλη τη διαδικασία έγκρισης των μέτρων μεταφοράς.
Σήμερα, ο έλεγχος της συμμόρφωσης συχνά διενεργείται μετά την πάροδο πολύ μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη στιγμή που τα κράτη μέλη κοινοποιήσουν στην Επιτροπή τη μεταφορά του κοινοτικού δικαίου στην εθνική νομοθεσία. Ο έλεγχος της συμμόρφωσης θα πρέπει να καταστεί προτεραιότητα στην πράξη. Πρέπει να περατώνεται όσο το δυνατόν πιο σύντομα μετά την παραλαβή της κοινοποίησης των εθνικών μέτρων.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έχει αναθέσει σε εξωτερικούς συνεργάτες την εκπόνηση συγκεκριμένων μελετών για τον έλεγχο της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας με τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι πεπεισμένη ότι οι μελέτες αυτές θα βοηθήσουν σημαντικά τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα να σχηματίσουν μια αντικειμενική εικόνα της προόδου της μεταφοράς σημαντικών οδηγιών και θεωρεί ότι η δημοσίευση του συνόλου των μελετών αυτών θα αποτελέσει δείγμα αποτελεσματικής διαφάνειας από μέρους της Επιτροπής.
Για τον λόγο αυτό, πρέπει να διατεθούν πρόσθετοι ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι στις υπηρεσίες της Επιτροπής που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας και οι οποίες θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις μελέτες που θα εκπονηθούν για λογαριασμό της Επιτροπής ως σημαντική πηγή πληροφοριών.
Επιπλέον, για τη διευκόλυνση του ελέγχου της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας, στις οδηγίες θα πρέπει συστηματικά να προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν, μαζί με την κοινοποίηση της μεταφοράς της νομοθεσίας, έναν πίνακα όπου θα εμφαίνεται λεπτομερώς ποια άρθρα της οδηγίας έχουν μεταφερθεί και από ποιες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (πίνακας αντιστοιχίας). Εντωμεταξύ, κατά την κατάρτιση και τη διαπραγμάτευση μιας νέας οδηγίας, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να διασφαλίζουν τη συστηματική ένταξη σε κάθε νέα οδηγία του πίνακα αντιστοιχίας μαζί με την κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς (σε εθνικό ή/και περιφερειακό και τοπικό επίπεδο). Συχνά (ειδικά στη νομοθεσία για την εσωτερική αγορά), τα κράτη μέλη αποστέλλουν απλώς τις νομοθετικές πράξεις μεταφοράς, χωρίς να προσφέρουν οδηγίες για τον τρόπο εξεύρεσης και αξιολόγησης της ποιότητας της μεταφοράς και ορισμένες φορές χωρίς καν να συμβουλεύονται την Επιτροπή επί της ορθής ερμηνείας της νομοθεσίας. Ένα πρόσφατο παράδειγμα είναι η μεταφορά της οδηγίας για τις δημόσιες συμβάσεις στην Ιταλία, η οποία μεταφέρθηκε σε ένα νομοθετικό κείμενο με περισσότερα από 250 άρθρα, χωρίς καμία συνεννόηση με την Επιτροπή.
Η Επιτροπή φυσικά έχει πλήρη γνώση της κατάστασης και από το 2003 έχει συντελεστεί σημαντική πρόοδος. Από τις 117 οδηγίες που προτάθηκαν το 2004, οι 49 περιελάμβαναν τη διάταξη για τον πίνακα αντιστοιχίας (ποσοστό 41,8%). Από τις 93 οδηγίες που εγκρίθηκαν το 2005, διάταξη για τον πίνακα αντιστοιχίας περιελάμβαναν οι 58 εξ αυτών (62,3%). Ωστόσο, δεν υπάρχει ακόμα σταθερή πρακτική για την ένταξη πινάκων αξιολόγησης στην τελική νομοθεσία σε όλες τις περιπτώσεις· κυρίως, δε, θα χρειαστούν πολλές προσπάθειες μέχρις ότου τα κράτη μέλη αρχίσουν να καταρτίζουν πίνακες στην πράξη και να τους αποστέλλουν στην Επιτροπή, προπαντός για τις οδηγίες και τα μέτρα εκείνα για τα οποία οι πίνακες αυτοί θα ήταν πιο χρήσιμοι.
Στην προαναφερθείσα ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη «βελτίωση της παρακολούθησης της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου», η Επιτροπή καταγγέλλει τα διοικητικά και οργανωτικά εμπόδια που αντιμετωπίζει ακόμα στις συνδιαλλαγές της με τις εθνικές αρχές. Παραδείγματος χάρη, φαίνεται πως είναι ακόμη εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί ο αρμόδιος υπάλληλος/υπάλληλοι με τους οποίους θα πρέπει να έρθει σε επαφή η Επιτροπή για τον έλεγχο της συμμόρφωσης των μέτρων μεταφοράς. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση, με τη σύσταση κατάλληλων «οργάνων συντονισμού» σε όλα τα κράτη μέλη η Επιτροπή θα αποκτούσε ένα μοναδικό συνομιλητή για θέματα μεταφοράς και εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, καθώς και για τον συντονισμό με τα υπουργεία, τις περιφερειακές και τοπικές αρχές.[6] Ανταποκρινόμενα στη σύσταση της Επιτροπής, ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη επιτυχώς συγκροτήσει έναν κεντρικό φορέα παρακολούθησης σε κυβερνητικό επίπεδο για τον συντονισμό της συνολικής πολιτικής μεταφοράς. Αυτό συνέβη στη Μάλτα, την Πολωνία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και το Βέλγιο. Η Εσθονία, η Σλοβακία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Γαλλία ορίζουν επίσης ένα υπουργείο υπεύθυνο για κάθε οδηγία[7].
Οι προσπάθειες της Επιτροπής να βελτιώσει την πολιτική για την εφαρμογή της νομοθεσίας, εστιάζοντας στην ανάγκη διασφάλισης του συντονισμού μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων αρχών σε εθνικό επίπεδο, κρίνονται φυσικά θετικές. Ωστόσο, η επικέντρωση σε ζητήματα οργάνωσης και επικοινωνίας δεν θα έπρεπε να αποκρύπτει το γεγονός ότι πολλές περιπτώσεις λανθασμένης εφαρμογής είναι αποτέλεσμα συνειδητών προσπαθειών των κρατών μελών να υποσκάψουν την κοινοτική νομοθεσία για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται, ακόμα μια φορά, κυρίως στον τομέα του περιβάλλοντος. Ένα σαφές παράδειγμα είναι οι 11 περιπτώσεις μη συμμόρφωσης της ιταλικής νομοθεσίας για τα λύματα καθώς και οι τέσσερις περιπτώσεις για τις εκτιμήσεις αντικτύπου, όπως αναφέρεται στην έκτη ετήσια έρευνα για την εφαρμογή και την εκτέλεση του κοινοτικού περιβαλλοντικού δικαίου το 2004[8]. Πρόκειται για μια μοναδική περίπτωση, καθώς άλλα κράτη μέλη δεν έχουν περισσότερα από ένα ή δύο προβλήματα μη συμμόρφωσης στον τομέα αυτό, ενώ μάλιστα η πλειονότητα δεν έχει κανένα τέτοιο πρόβλημα.
Ακόμα σαφέστερα και από τις περιπτώσεις μη κοινοποίησης, το ζήτημα της μη συμμόρφωσης αποδεικνύει ξεκάθαρα ότι η κακή εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας θα μπορούσε σταδιακά να οδηγήσει σε ένα κοινοτικό δίκαιο «μεταβλητής γεωμετρίας» ή «α λα καρτ», με αρνητικές συνέπειες για την ασφάλεια δικαίου και μακροπρόθεσμα για την αξιοπιστία της ΕΕ. Και στην περίπτωση αυτή, υπάρχει σαφής αντίθεση μεταξύ των αρχών επί των οποίων στηρίζεται το κράτος δικαίου και μιας ορισμένης ανοχής και διάθεσης διαπραγμάτευσης που επιδεικνύει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ.
Και στην περίπτωση αυτή, τα κοινοτικά θεσμικά όργανα θα έπρεπε να επικεντρωθούν συνολικά στο ζήτημα αυτό και να το καταστήσουν προτεραιότητα στην όλη διαδικασία «βελτίωσης της νομοθεσίας». Όπως και με την κοινοποίηση, στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργεί με ταχύτητα και τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επαρκή κίνητρα για να διευθετούν την κατάσταση προτού καταλήξει στο Δικαστήριο.
Θα μπορούσαν να εξεταστούν διάφορες λύσεις, από την κατάρτιση μιας «μαύρης λίστας» που θα συζητείται τακτικά στην αρμόδια επιτροπή του ΕΚ έως τη σύγκληση ειδικών τακτικών συνεδριάσεων με εκπροσώπους των κρατών μελών. Αλλά για να συμβούν όλα αυτά, η Επιτροπή πρέπει να αποφασίσει να φέρει στη δημοσιότητα τα ζητήματα αυτά και να επιταχύνει τόσο τη διαδικασία ελέγχου όσο και την αντίδρασή της έναντι των κρατών μελών που δεν τηρούν τις υποχρεώσεις τους. Όπως θα δούμε στην ενότητα για την εκτέλεση του νόμου, τα ζητήματα της συμμόρφωσης είναι δύσκολο να εντοπιστούν και ορισμένα παραμένουν μυστηριωδώς κρυμμένα στα γραφεία της Επιτροπής προτού υποβληθεί «καταγγελία» από πολίτη, υποχρεώνοντας έτσι την Επιτροπή να λάβει δράση.
3) Έμπρακτη εφαρμογή
Η έμπρακτη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας πραγματοποιείται στα κράτη μέλη και αφορά την πραγματική τήρηση των νομοθετικών διατάξεων από τους ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς και αρχές. Τα άρθρα 226 και 228 της Συνθήκης προβλέπουν μια διαδικασία για τις περιπτώσεις όπου η Επιτροπή κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει αθετήσει υποχρέωση απορρέουσα από το κοινοτικό δίκαιο.
Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί το γεγονός ότι για αναρίθμητους πολίτες, ενώσεις, τοπικές αρχές και εταιρείες η δυνατότητα υποβολής άμεσης καταγγελίας στην Επιτροπή αποτελεί αναντικατάστατο μέτρο για τη δημιουργία της συνείδησης του ανήκειν σε μια κοινότητα δικαίου που υπερβαίνει τα όρια του κράτους. Και αυτό όχι μόνο γιατί –αντίθετα με τις περισσότερες δικαστικές προσφυγές– η καταγγελία στην Επιτροπή δεν κοστίζει τίποτα, αλλά γιατί σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει άλλος τρόπος να αναγκαστεί το κράτος μέλος να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο.
Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο, σε μια στιγμή σοβαρών αμφιβολιών για την ικανότητα της ΕΕ να αφουγκράζεται τους πολίτες, η ικανότητα διασφάλισης της εφαρμογής σημαντικών νομοθετημάτων, κυρίως σε σχέση με την εσωτερική αγορά, τα δικαιώματα των καταναλωτών, την υγεία και το περιβάλλον, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών, στόχο στον οποίο τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να δώσουν ύψιστη προτεραιότητα.
Σύμφωνα με την 21η έκθεση, στις 31.12.2003 βρίσκονταν σε εξέλιξη 3 927 περιπτώσεις παραβάσεων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν 1 855 περιπτώσεις για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία, 999 περιπτώσεις για τις οποίες είχε αποσταλεί αιτιολογημένη γνώμη, 411 περιπτώσεις για τις οποίες είχε ασκηθεί προσφυγή στο Δικαστήριο και μόνο 69 περιπτώσεις για τις οποίες είχε κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 228. Από τις 69 περιπτώσεις αυτές, 40 αφορούσαν τον τομέα του περιβάλλοντος.
Η έκθεση αναφέρεται μεταξύ άλλων στην κατά 15% αύξηση του συνολικού όγκου των διαδικασιών επί παραβάσει που έχει κινήσει η Επιτροπή (από 2 356 το 2002 σε 2 709 το 2003). Ο αριθμός των διαδικασιών που κίνησε η Επιτροπή βάσει των δικών της ερευνών μειώθηκε από 318 το 2002 σε 253 το 2003, δηλαδή μείωση κατά 20,44%. Οι καταγγελίες εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των διαδικασιών επί παραβάσει (1 290 το 2003) και αφορούν και πάλι κατά κύριο λόγο το περιβάλλον (493 καταγγελίες) και την εσωτερική αγορά (314 καταγγελίες).
Μια σύντομη ανάλυση της έκθεσης του 2004 δείχνει ότι τα στοιχεία για το 2003 και το 2004 αποτυπώνουν μια κατάσταση που δεν διαφέρει σημαντικά από τα προηγούμενα έτη. Στις 31.12.2002 βρίσκονταν σε εξέλιξη 3541 περιπτώσεις παραβάσεων.
Ακολουθεί ένας χρήσιμος πίνακας για τη σύγκριση της κατάστασης κατά την τελευταία δεκαετία.
Έτος |
Διαπιστωθείσες παραβάσεις |
Καταγγελίες |
Ιδία πρωτοβουλία |
Περιπτώσεις μη κοινοποίησης |
|
|
|
|
|
1996 |
2 155 εκ των οποίων |
819 |
257 |
1 079 |
1997 |
1 978 εκ των οποίων |
957 |
261 |
760 |
1998 |
2 134 εκ των οποίων |
1 128 |
396 |
610 |
1999 |
2 270 εκ των οποίων |
1 305 |
288 |
677 |
2000 |
2 434 εκ των οποίων |
1 225 |
313 |
896 |
2001 |
2 179 εκ των οποίων |
1 300 |
272 |
607 |
2002 |
2 356 εκ των οποίων |
1 431 |
318 |
607 |
2003 |
2 709 εκ των οποίων |
1 290 |
253 |
1 166 |
2004 (ΕΕ-15) |
2 146 εκ των οποίων |
1 080 |
285 |
781 |
2004 (Ε-25) |
2 993 εκ των οποίων |
1 146 |
328 |
1 519 |
|
|
|
|
|
Η 21η έκθεση αναφέρει ότι επί σειρά ετών η Επιτροπή επιχειρεί συστηματικά να αναπτύξει το στάδιο προ της δικαστικής προσφυγής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έχει επισημάνει τον ρόλο των καταγγελλόντων «στο να καταστεί η αρχή της Κοινότητας δικαίου απτή πραγματικότητα για τους πολίτες της Ευρώπης».
Αυτά τα αξιέπαινα λόγια, ωστόσο, δεν μπορούν να αποκρύψουν το γεγονός ότι η διαδικασία του άρθρου 226 ΕΚ δεν δίνει στους πολίτες κανένα απολύτως δικαίωμα πέραν της υποβολής καταγγελίας, ενώ δίνει στην Επιτροπή μεγάλο βαθμό διακριτικής ευχέρειας να αποφασίζει εάν θα προχωρήσει την εξέταση της υπόθεσης ή όχι. Το Δικαστήριο έχει, επιπλέον, τονίσει επανειλημμένως την πολιτική φύση της διαδικασίας, αφού δεν προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να ασκούν ένδικα μέσα κατά των πράξεων (ή των παραλείψεων) της Επιτροπής. Απουσία δικαστικού ελέγχου και στο σημερινό πλαίσιο που διαμορφώνεται από τη μη ικανοποιητική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου σε όλες του τις πτυχές και από την ανεπάρκεια των περιορισμένων πόρων της Επιτροπής, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια πιο διαφανής προσέγγιση και να οργανωθεί καλύτερα η πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις αποφάσεις της Επιτροπής, χωρίς να θίγεται η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίζει για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιπτώσεων παραβάσεων.
Το ΕΚ διαδραματίζει ήδη ρόλο στη διαδικασία επί παραβάσει, διότι συχνά οι διαδικασίες που κινούνται βάσει καταγγελιών πολιτών αποτελούν και αντικείμενο κοινοβουλευτικών ερωτήσεων· επιπλέον, η επιτροπή ENVI θεσμοθέτησε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης νομοθετικής περιόδου μια τακτική συνεδρίαση για την εφαρμογή, η οποία της δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθεί στενά ένα ορισμένο αριθμό συγκεκριμένων υποθέσεων.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από το σημείο αυτό. Εάν αποφασιστεί ότι στην κοινοτική έννομη τάξη το άρθρο 226 ΕΚ αποτελεί ουσιαστικά μια πολιτική διαδικασία – η οποία εκχωρεί δικαιώματα αλλά δεν ορίζει υποχρεώσεις για την Επιτροπή – τότε ο πολιτικός έλεγχος του «θεματοφύλακα των Συνθηκών» εκ μέρους των πολιτών της Ευρώπης πρέπει να ασκείται από το Κοινοβούλιο (είτε από τους ενδιαφερόμενους ευρωβουλευτές είτε από την αρμόδια επιτροπή είτε από συγκεκριμένα όργανα διοργανικού διαλόγου που θα πρέπει να συσταθούν) είτε από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Η διακριτική ευχέρεια μπορεί να αποτελεί αναγκαίο κακό στη σύγχρονη διακυβέρνηση, αλλά η απόλυτη διακριτική ευχέρεια σε συνδυασμό με παντελή έλλειψη διαφάνειας είναι θεμελιωδώς αντίθετη με το κράτος δικαίου.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι πεπεισμένη ότι η ενίσχυση της προσβασιμότητας και της διαφάνειας θα ωφελούσε όχι μόνο τους πολίτες της ΕΕ αλλά και την Επιτροπή και την αξιοπιστία.
Στην προσφάτως εγκριθείσα ανακοίνωση για τη «βελτίωση της παρακολούθησης του κοινοτικού δικαίου», όπως είχε εξαγγείλει στη λευκή βίβλο της για τη διακυβέρνηση, η Επιτροπή τήρησε τη δέσμευσή της να διενεργεί ελέγχους και να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει με αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο καθορίζοντας και εφαρμόζοντας κριτήρια προτεραιότητας που θα αποτυπώνουν τη σοβαρότητα της δυνητικής ή αποδεδειγμένης μη τήρησης της νομοθεσίας.
Τα κριτήρια προτεραιότητας μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
(α) παραβάσεις που αμφισβητούν τις βάσεις της κοινότητας δικαίου
(β) παραβάσεις που προσβάλλουν την αποτελεσματική λειτουργία της κοινοτικής έννομης τάξης
(γ) παραβάσεις που συνίστανται στη μη μεταφορά ή μη σύμφωνη μεταφορά των οδηγιών.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θεωρεί ότι ο προσδιορισμός των κριτηρίων προτεραιότητας αποτελεί μια θετική απόπειρα της Επιτροπής να ακολουθήσει μια πιο διαφανή διαδικασία αντιμετώπισης των διαδικασιών επί παραβάσει.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή δηλώνει ότι «η εφαρμογή των κριτηρίων προτεραιότητας θα αποτελέσει το αντικείμενο μιας ετήσιας αξιολόγησης, επ’ ευκαιρία της συζήτησης της έκθεσης για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου», στην 21η έκθεση δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες αξιολογήσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή των κριτηρίων αυτών. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εκφράζει, επίσης, την ανησυχία της για το ενδεχόμενο ο προσδιορισμός των κριτηρίων προτεραιότητας να περιορίσει υπερβολικά το πεδίο που καλύπτουν οι διαδικασίες επί παραβάσει· η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει εάν η απλή αύξηση των πόρων που διατίθενται στις ΓΔ που αντιμετωπίζουν τις περισσότερες διαδικασίες επί παραβάσει θα ήταν προτιμότερη λύση για τη βελτίωση της ικανότητας ανταπόκρισης στις καταγγελίες. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να τηρείται ενήμερο για το αποτέλεσμα σχετικών αξιολογήσεων και να καλείται να γνωμοδοτεί επί οιασδήποτε αλλαγής του περιεχόμενου των κριτηρίων προτεραιότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα πρέπει πάντα να δίνει προτεραιότητα στις αρχές του κράτους δικαίου και στην εμπειρία των πολιτών έναντι των αποκλειστικά οικονομικών κριτηρίων και αξιολογήσεων, θα πρέπει δε να παρακολουθεί προσεκτικά την τήρηση των θεμελιωδών ελευθεριών και των γενικών αρχών της συνθήκης καθώς και των κανονισμών και των οδηγιών πλαίσιο.
Όσον αφορά το κριτήριο προτεραιότητας γ), η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι πεπεισμένη ότι θα πρέπει να δοθεί προσοχή στον έλεγχο της συμμόρφωσης, χωρίς, φυσικά, εφαρμογή κατά περίπτωση της κοινοτικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να διατεθούν πρόσθετοι ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι στις υπηρεσίες της Επιτροπής που ασχολούνται τόσο με τον έλεγχο της συμμόρφωσης της εθνικής νομοθεσίας όσο και με την κακή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων πιστεύει ότι, όπως επιβεβαιώνεται από τις κυριότερες υποθέσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[9], η Συνθήκη θα έπρεπε να ισχύει αυτόματα υπέρ των πολιτών, ιδίως σε ό,τι αφορά τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Συγκεκριμένα, στις αποφάσεις του για τις υγειονομικές υπηρεσίες, το ΔΕΚ έχει αποφανθεί ότι οι ασθενείς δύνανται να λαμβάνουν μη νοσοκομειακή περίθαλψη σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ και να αποζημιώνονται από το κράτος μέλος όπου είναι ασφαλισμένοι, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη έγκριση. Θα επιστρέφεται ποσό ανάλογο με αυτό που καλύπτεται για την ίδια θεραπευτική αγωγή στο κράτος μέλος όπου είναι ασφαλισμένος ο ασθενής.
Αρκετές ενώσεις καταναλωτών αναφέρουν ότι λαμβάνουν καταγγελίες από πολίτες σε καθημερινή βάση. Στην έκθεσή της για την «για την εφαρμογή κανόνων εσωτερικής αγοράς στις υπηρεσίες υγείας» (SEC (2003) 900), η Επιτροπή αναφέρει ότι η συντριπτική πλειονότητα των κρατών μελών εμφανίζεται απρόθυμη να συμμορφωθεί με τη συγκεκριμένη νομολογία. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε έλλειψη νομικής ασφάλειας, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να στερούνται του δικαιώματός να λαμβάνουν αποζημίωση υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το ΔΕΚ. Είναι πλέον καιρός η Επιτροπή, ως θεματοφύλακας της συνθήκης, να αναλάβει δράση υπέρ των ευρωπαίων πολιτών, ιδίως δεδομένου ότι οι ασθενείς ανήκουν στις πιο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Είναι καθήκον της Επιτροπής να κινεί διαδικασίες επί παραβάσει κατά των κρατών μελών με συστηματικότητα και αποφασιστικότητα. Το καθήκον αυτό έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία εάν θέλουμε να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες της ΕΕ ανεξαρτήτως τους κράτους μέλους προέλευσής τους θα μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά τους που τους εκχωρεί πολλές φορές το ΔΕΚ. Θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι ο βαθμός δέσμευσης των πολιτών στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης εξαρτάται άμεσα από την προσωπική εμπειρία που έχουν από αυτή.
Παρά τη δεδηλωμένη ύπαρξη των προαναφερθέντων κριτηρίων, η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής να αποφασίζει για την αποστολή επίσημης προειδοποιητικής επιστολής, για την αποστολή αιτιολογημένης γνώμης στη συνέχεια, αλλά και για την τελική άσκηση προσφυγής στο Δικαστήριο, είναι στην πράξη απόλυτη και δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία διαφάνεια.
Για τις περιπτώσεις που κινούνται έπειτα από καταγγελία δεν προβλέπεται κάποιο χρονοδιάγραμμα. Παρά τις προσπάθειες της Επιτροπής να επιδείξει διαφάνεια έναντι του καταγγέλλοντα, δεν υπάρχουν εγγυήσεις ούτε για τον χρόνο περάτωσης ούτε για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών της.
Η Επιτροπή έχει, επιπλέον, τη διακριτική ευχέρεια να συγχωρεί τα κράτη μέλη που δεν συνεργάζονται για την επίλυση μιας υπόθεσης, να αντιμετωπίζει με επιείκεια τις (πολύ μεγάλες) καθυστερήσεις στην υποβολή παρατηρήσεων, ακόμα και να ενδίδει στις χρονοβόρες αναζητήσεις των κρατών μελών για έναν αρμόδιο υπάλληλο που θα ασχοληθεί με το θέμα. Ακόμα κι εάν ένας ορισμένος βαθμός διακριτικής ευχέρειας επί της ουσίας μπορεί να είναι χρήσιμος σε ορισμένες περιπτώσεις για τη διευκόλυνση της εύρυθμης λειτουργίας της κοινοτικής έννομης τάξης, η Επιτροπή πρέπει τουλάχιστον να θεσπίσει αυστηρούς κανόνες για την αυτόματη προσφυγή στο Δικαστήριο για περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη δεν είναι διατεθειμένα ή σε θέση να συζητήσουν ουσιαστικά επί των ζητημάτων που τίθενται εντός των καθορισμένων προθεσμιών κατά τα προ της προσφυγής στάδια.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, «όλη η αλληλογραφία που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας ως καταγγελία καταχωρίζεται στο κεντρικό μητρώο καταγγελιών» με μοναδική εξαίρεση τις καταγγελίες που αντιστοιχούν σε ένα από τα έξι κριτήρια που ορίζονται επακριβώς και αναφέρονται στην ανακοίνωση.
Παρά την ύπαρξη αυτής της ουσιαστικής αρχής, σύμφωνα με στοιχεία που έχουν προκύψει, η Επιτροπή ακολουθεί μια πολύ ανησυχητική πρακτική αρνούμενη να καταχωρίσει καταγγελίες που υποβάλλουν οι πολίτες, με τον ισχυρισμό ότι οι πολίτες θα πρέπει καταρχάς να ασκήσουν ένδικα μέσα σε εθνικό επίπεδο, προτού προσφύγουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή ότι εξετάζονται ήδη παρόμοιες υποθέσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έλαβε προσφάτως συγκεκριμένες καταγγελίες για μη καταχώριση καταγγελιών, τις οποίες και ερευνά επί του παρόντος.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θεωρεί ότι το ΕΚ θα έπρεπε να είναι σε θέση να επαληθεύει εάν η προαναφερθείσα αρχή εφαρμόζεται σωστά από την Επιτροπή.
Παρομοίως, σήμερα ο καταγγέλλων δεν έχει πρόσβαση στην αλληλογραφία που ανταλλάσσεται για τις διαδικασίες επί παραβάσει μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής. Η επίσημη δικαιολογία που δίνεται για το γεγονός αυτό είναι ότι η διαδικασία επί παραβάσει είναι «προδικαστική» και ως εκ τούτου καλύπτεται από ένα βαθμό εμπιστευτικότητας. Η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή συχνά δεν έχει τα μέσα ή τη βούληση να ελέγξει εάν όσα ισχυρίζονται τα κράτη μέλη είναι πραγματικά αληθή και αρνείται να παρέμβει επί της ουσίας, προτιμώντας να παραμείνει στο επίπεδο της τυπικής νομιμότητας της ενέργειας του κράτους, αποδεχόμενη ως αληθείς τους ισχυρισμούς του. Αντιθέτως, εφόσον επιβεβαιωθεί, βάσει σαφών κριτηρίων, ότι μια καταγγελία ευσταθεί, η καλύτερη πρόσβαση του καταγγέλλοντος στην ουσία της έκβασης των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής (υπερβαίνοντας εν μέρει τα όρια που θέτει ο κανονισμός 1049/2001 της 30ης Μαΐου 2001) σίγουρα θα ενίσχυε την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια της διαδικασίας και θα ωθούσε δυναμικά τα κράτη μέλη να σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
Εάν η διαδικασία επί παραβάσει παραμείνει αδιαφανής και οι πραγματικοί λόγοι για τις αποφάσεις που λαμβάνονται δεν δημοσιοποιούνται, πέρα από μια πολύ γενικόλογη τις περισσότερες φορές επιστολή, οι εθνικές αρχές ή άλλες ομάδες συμφερόντων έχουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο να ασκούν υπερβολικές πιέσεις στην Επιτροπή. Είναι φυσικά αποδεκτό ακόμα και θεμιτό η Επιτροπή και τα κράτη μέλη να προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις, προκειμένου να επιλύσουν μια διαφορά, προτού καταλήξει στο Δικαστήριο. Ωστόσο, πολλές φορές οι όροι υπό τους οποίους διενεργούνται αυτές οι διαπραγματεύσεις παραμένουν ασαφείς και δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί η εφαρμογή τους. Γνωρίζουμε ότι πρόκειται για ένα πολύ αμφιλεγόμενο ζήτημα και ενδεχομένως το Συμβούλιο δεν θα δεχθεί ποτέ να υπάρξει διαφάνεια επί του ζητήματος αυτού. Ωστόσο, θα μπορούσαν να ληφθούν πολλά ενδιάμεσα μέτρα. Παραδείγματος χάρη, όταν η Επιτροπή αποστέλλει στον καταγγέλλοντα επιστολή με την οποία ανακοινώνει την απόφασή της να θέσει την καταγγελία στο αρχείο επειδή το κράτος μέλος την έπεισε για τη νομιμότητα των πράξεών του, θα έπρεπε οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση αυτή να διατυπώνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια και ακρίβεια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, προβλέπεται ήδη η δυνατότητα υποβολής περαιτέρω παρατηρήσεων από τον καταγγέλλοντα ή τον ευρωβουλευτή που ασχολείται με την υπόθεση μέσω κοινοβουλευτικής ερώτησης· ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο για τους καταγγέλλοντες να υποβάλλουν παρατηρήσεις, όταν δεν γνωρίζουν το ακριβές περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ του κράτους μέλους και της Επιτροπής.
Φυσικά, ενίοτε η κατάσταση οφείλεται στο γεγονός ότι η προς εφαρμογή νομοθεσία έχει πολλά «παραθυράκια» και το περιθώριο διαφορετικών ερμηνειών είναι μεγάλο. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν ίσως ενδιαφέρον να μας αναφέρει η Επιτροπή ποια είναι τα νομοθετήματα εκείνα που παραβιάζονται συχνότερα και αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα εφαρμογής, προκειμένου να καταρτιστεί ένα είδος καταλόγου της νομοθεσίας που θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να αποσαφηνιστεί.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων είναι πεπεισμένη ότι, για να καταστεί πολιτική προτεραιότητα η πολιτική για τις παραβάσεις, πρέπει να διατεθούν στις υπηρεσίες της Επιτροπής που ασχολούνται με τις παραβάσεις πρόσθετοι ανθρώπινοι και χρηματοδοτικοί πόροι, ειδικά στους τομείς της εσωτερικής αγοράς και του περιβάλλοντος, όπου καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός καταγγελιών. Βεβαίως, δεν ασχολούνται όλες οι Γενικές Διευθύνσεις με τις καταγγελίες κατά τον ίδιο τρόπο, και αυτό είναι και κατανοητό και θεμιτό. Παραδείγματος χάρη, υπάρχει χωριστή μονάδα παραβάσεων εντός της ΓΔ «Περιβάλλον» που διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην κεντρική διαχείριση και συντονισμό της όλης πολιτικής για την εφαρμογή στον τομέα του περιβάλλοντος, καθώς πολύ συχνά μπορεί μία και μόνο διαδικασία να άπτεται διαφορετικών οδηγιών· αντιθέτως, στη ΓΔ «Εσωτερική Αγορά» δεν υπάρχει χωριστή μονάδα για τις παραβάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, ωστόσο, πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες για την ενίσχυση της ικανότητας ανταπόκρισης σε καταγγελίες. Παραδείγματος χάρη, είναι απορίας άξιον γιατί στη μονάδα παραβάσεων της ΓΔ «Περιβάλλον» υπάρχουν συνολικά μόλις δύο υπάλληλοι για τα 10 νέα κράτη μέλη.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ζήτησε συγκεκριμένες πληροφορίες και στοιχεία για τους πόρους που διατίθενται για την πολιτική εφαρμογής. Η Γενική Γραμματεία δήλωσε ότι «βρίσκεται εν μέσω ενός εσωτερικού ελέγχου των πόρων που διατίθενται από τις βασικές Γενικές Διευθύνσεις για την αντιμετώπιση όλων των πτυχών της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου»· βεβαίως δύσκολα εξηγείται για ποιο λόγο το γεγονός αυτό εμπόδισε τη διαβίβαση στην εισηγήτρια πληροφοριών για την ΤΡΕΧΟΥΣΑ κατάσταση, αλλά η ίδια είναι βέβαιη ότι θα λάβει εγκαίρως τις πληροφορίες για να τις συμπεριλάβει στην τελική έκδοση της έκθεσης.
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων πιστεύει ότι πρέπει να διαβιβαστεί στο Κοινοβούλιο ένα συγκεκριμένο λεπτομερές σχέδιο για τους πόρους που πρόκειται να διατεθούν στη Γενική Γραμματεία και στις αρμόδιες γενικές διευθύνσεις, το οποίο θα επιτρέψει στο Κοινοβούλιο να αποκτήσει σαφέστερη εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύει η Επιτροπή να προωθήσει ως προτεραιότητα την πολιτική για την εφαρμογή. Θα ήταν ίσως ενδιαφέρον, στο πλαίσιο αυτό, να γίνει μια αξιολόγηση του κόστους και των οφελών που συνεπάγεται το έργο των ατόμων που είναι αρμόδια για τη διαχείριση περιπτώσεων παραβάσεων σε σχέση με την εξεύρεση λύσεων ή την αποκατάσταση περιπτώσεων κακής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου.
Σύμφωνα με τον εσωτερικό της κανονισμό, η Επιτροπή συγκαλεί τέσσερις συνεδριάσεις ετησίως για να λάβει αποφάσεις σχετικά με τις διαδικασίες επί παραβάσει. Στο πλαίσιο αυτό, όλες οι αποφάσεις, από την επίσημη προειδοποιητική επιστολή, που αποσκοπεί στην απόκτηση πληροφοριών από το κράτος μέλος, έως την απόφαση για προσφυγή στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, λαμβάνονται από το σώμα των Επιτρόπων. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων προτείνει τη μερική μείωση της διάρκειας της εσωτερικής διαδικασίας, δίνοντας τη δυνατότητα σε κάθε επίτροπο να απευθύνει άμεσα επίσημες προειδοποιητικές επιστολές στα κράτη μέλη για ζητήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του στην περίπτωση που αυτά δεν έχουν μεταφέρει σωστά την κοινοτική νομοθεσία στο εθνικό τους δίκαιο.
Εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ
Η δυνατότητα επιβολής οικονομικών κυρώσεων σε κράτος μέλος που δεν εφαρμόζει καταδικαστική απόφαση για περιπτώσεις παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου θεσπίστηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ, με τροποποίηση του πρώην άρθρου 171, νυν άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ.
Αφότου τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη του Μάαστριχτ, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 228 έχει οδηγήσει στην έκδοση αποφάσεων από το ΔΕΚ μόνο σε τρεις υποθέσεις (υπόθεση C-387/97 Επιτροπή κατά Ελλάδας της 4ης Ιουλίου 2000· υπόθεση C-278/01 Επιτροπή κατά Ισπανίας της 25ης Νοεμβρίου 2003· υπόθεση C-304/02 Επιτροπή κατά Γαλλίας της 12ης Ιουλίου 2005).
Ακόμα και εάν το χρήμα είναι η κινητήριος δύναμη και παρότι η προοπτική καταβολής χρηματικού προστίμου θα μπορούσε πράγματι να αποτελέσει ισχυρό μέσο άσκησης πίεσης στα κράτη μέλη, τα στοιχεία δείχνουν ότι το άρθρο 228 ΣΕΚ δεν αξιοποιείται πλήρως· η διαδικασία παραμένει χρονοβόρα και δύσκαμπτη.
Παραδείγματος χάρη, η πρώτη υπόθεση (που αφορά την Ελλάδα) είναι ενδεικτική της αναποτελεσματικότητας του συστήματος. Χρειάστηκε να παρέλθουν δεκατρία χρόνια για να κλείσει ολόκληρος ο κύκλος της διαδικασίας επί παραβάσει με την επιβολή χρηματικής ποινής.
Το 1987 η Επιτροπή έλαβε καταγγελία από διάφορους δήμους σχετικά με την ανεξέλεγκτη ρίψη λυμάτων στον ποταμό Κουρουπητό. Πέντε χρόνια μετά, το Δικαστήριο εξέδωσε την πρώτη του απόφαση, κρίνοντας ότι η Ελλάδα παραβίαζε δύο κοινοτικούς νόμους σε σχέση με τη διαχείριση των τοξικών και επικίνδυνων λυμάτων. Το 1993 η Επιτροπή υπενθύμισε στην Ελλάδα ότι όφειλε να συμμορφωθεί με την απόφαση και κίνησε νέα διαδικασία στα τέλη του 1995, ωστόσο η Ελλάδα δεν προέβη σε καμία ενέργεια.
Το 1997, η Επιτροπή προσέφυγε στο Δικαστήριο ζητώντας την έκδοση εντολής με την οποία η Ελλάδα θα καλείτο να καταβάλει 24.600 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης από την έκδοση της νέας απόφασης. Δεκατρία χρόνια μετά την αρχική καταγγελία, το Δικαστήριο διαπίστωσε τον Ιούλιο του 2000 ότι συνεχιζόταν η ανεξέλεγκτη ρίψη λυμάτων στον ποταμό και τελικά καταδίκασε την Ελλάδα επιβάλλοντάς της πρόστιμο 20.000 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης της συμμόρφωσης προς την απόφαση του 1992.
Δεν πρόκειται βεβαίως για μεμονωμένη περίπτωση.
Τον Δεκέμβριο του 2005 και για πρώτη φορά, η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει χρηματική ποινή στην Ισπανία, παρότι είχε ήδη εγκριθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για παραβάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας για τα ύδατα κολύμβησης, απλώς και μόνο με τη δικαιολογία ότι η Ισπανία είχε «βελτιώσει» μερικώς το ποσοστό συμμόρφωσής της με τα υποχρεωτικά πρότυπα ποιότητας των υδάτων.
Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία επί παραβάσει για τη συγκεκριμένη υπόθεση το 1988. Το ίδιο έτος το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καταδίκασε την Ισπανία για παραβίαση των προτύπων ποιότητας των υδάτων που θεσπίζει η οδηγία για τα ύδατα κολύμβησης στις όχθες ποταμών και λιμνών. Η Ισπανία δεν έλαβε μέτρα για τη βελτίωση της ποιότητας των υδάτων αυτών ώστε να ανταποκρίνεται στα πρότυπα της ΕΕ και η Επιτροπή προσέφυγε εκ νέου στο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε δεύτερη καταδικαστική απόφαση τον Νοέμβριο του 2003. Αυτή τη φορά το Δικαστήριο άσκησε το δικαίωμά του να επιβάλει πρόστιμο στην Ισπανία επειδή δεν συμμορφώθηκε με την πρώτη του απόφαση.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το χρηματικό ποσό θα έπρεπε να εισπράττεται ετησίως για κάθε 1% των περιοχών κολύμβησης σε όχθες ποταμών και λιμνών της Ισπανίας όπου θα διαπιστωνόταν παραβίαση των προτύπων καθαρότητας που ορίζει η οδηγία. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι το πρόστιμο θα ίσχυε από την κολυμβητική περίοδο του 2004, ωσότου η Ισπανία συμμορφωνόταν με την απόφασή του.
Για τον περιορισμό στο μέλλον παρόμοιων απαράδεκτων αποφάσεων της Επιτροπής για αναστολή προστίμων που έχει ήδη εγκρίνει το Δικαστήριο, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων εκφράζει την ικανοποίησή της για την πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την «εφαρμογή του άρθρου 228 της συνθήκης ΕΚ»[10] της 14ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία αποσαφηνίζει και αναπτύσσει την πολιτική της Επιτροπής, ζητώντας από το Δικαστήριο να επιβάλλει ένα περιοδικά καταβαλλόμενο πρόστιμο και ένα κατ’ αποκοπήν ποσό στα κράτη μέλη που δεν συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του ΔΕΚ. Η διευκρίνιση αυτή χρειάστηκε έπειτα από την από 12ης Ιουλίου 2005 απόφαση του ΔΕΚ για την υπόθεση C-304/02, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η πρώτη επίπτωση της νέας αυτής προσέγγισης που παρουσιάστηκε στην εν λόγω ανακοίνωση σχετικά με το κατ’ αποκοπήν ποσό είναι ότι «στις περιπτώσεις όπου ένα κράτος μέλος τερματίζει την παράβαση μετά την προσφυγή στο Δικαστήριο και πριν από την έκδοση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 228, η Επιτροπή δεν θα αποσύρει στο εξής την προσφυγή της αποκλειστικά και μόνο για τον λόγο αυτό. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο δεν μπορεί πλέον να αποφασίσει να επιβάλει χρηματικό πρόστιμο καθώς μια τέτοια απόφαση θα ήταν άνευ αντικειμένου, μπορεί να επιβάλει την καταβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού για όσο διάστημα διήρκεσε η παράβαση έως τη στιγμή του τερματισμού της, διότι αυτή η πτυχή της υπόθεσης δεν έχει κλείσει. Η Επιτροπή θα προσπαθεί να ενημερώνει το Δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση όταν ένα κράτος τερματίζει μια παράβαση, σε οιαδήποτε στάδιο και εάν βρίσκεται η δικαστική προσφυγή. Το ίδιο θα πράττει και όταν, μετά την έκδοση απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 228, ένα κράτος μέλος αποκαθιστά την τάξη και, άρα, τερματίζεται η υποχρέωσή του να καταβάλλει πρόστιμο».
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων θα ήθελε να ζητηθεί από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι για όλες τις υποθέσεις για τις οποίες έχει ήδη σταλεί επίσημη προειδοποιητική επιστολή και αιτιολογημένη γνώμη βάσει του άρθρου 228, καθώς για τις εν εξελίξει υποθέσεις που αφορούν διαδικασίες του άρθρου 226, θα ισχύσει η νέα πολιτική που περιγράφηκε στην προαναφερθείσα ανακοίνωση (εφόσον δεν λυθούν πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο).
- [1] COM (2001)0428
- [2] COM (2005)0097
- [3] Βλέπε Ινστιτούτο Ευρωπαϊκής Περιβαλλοντικής Πολιτικής «For Better or for Worse? The EU's 'Better Regulation' Agenda and the Environment», (Ευχή ή κατάρα; Το πρόγραμμα της ΕΕ για τη «βελτίωση της νομοθεσίας» και το περιβάλλον), Νοέμβριος 2005
- [4] Το άρθρο 226 της Συνθήκης προβλέπει την κίνηση διαδικασίας σε περίπτωση που η Επιτροπή κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ του κοινοτικού δικαίου· στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή αποστέλλει «επίσημη προειδοποιητική επιστολή» στο κράτος μέλος που φέρεται υπεύθυνο για την παράβαση, δίνοντάς του την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις του. Κατόπιν, η Επιτροπή διατυπώνει «αιτιολογημένη γνώμη». Εάν το κράτος μέλος εξακολουθεί να αρνείται να συμμορφωθεί, η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει κατά του κράτους μέλους αυτού στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωσή του εκ της Συνθήκης και το κράτος μέλος δεν λάβει εμπρόθεσμα τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, τότε μπορεί να κινηθεί διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 228. Η Επιτροπή μπορεί να προσφύγει στο Δικαστήριο, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα το ύψος του κατ’ αποκοπήν ποσού ή της χρηματικής ποινής που οφείλει να καταβάλει το κράτος μέλος.
- [5] Σύμφωνα με το άρθρο 10 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας.
- [6] Στο πλαίσιο αυτό, στη σύστασή της τής 12ης Ιουλίου 2004 σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές μεταφοράς για την αρωγή των κρατών μελών στις προσπάθειές τους να βελτιώσουν τη μεταφορά της νομοθεσίας, η Επιτροπή συνιστά μετ’ επιτάσεως στα κράτη μέλη «να λάβουν τα απαραίτητα οργανωτικά ή άλλα μέτρα για να αντιμετωπίσουν άμεσα και αποτελεσματικά τις αιτίες στις οποίες οφείλονται οι κατ’ εξακολούθηση παραβάσεις της νομικής τους υποχρέωσης να μεταφέρουν ορθά και εγκαίρως στο εθνικό τους δίκαιο τις οδηγίες περί εσωτερικής αγοράς».
- [7] Σε συνέχεια της σύστασης της 12ης Ιουλίου 2004, ο Επίτροπος κ. McCreevy, τον Μάιο του 2005, κάλεσε τα κράτη μέλη να ενημερώσουν την Επιτροπή για τα βασικά αποτελέσματα των εσωτερικών ελέγχων. Η Επιτροπή έχει λάβει 21 απαντήσεις από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη που δεν έχουν απαντήσει είναι η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, η Ελλάδα και η Αυστρία· δύο εξ αυτών (Ελλάδα και Ιταλία) βρίσκονται μεταξύ των χωρών με το μεγαλύτερο έλλειμμα όσον αφορά τη μεταφορά. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν τις απαντήσεις που ελήφθησαν από την Επιτροπή και διαβιβάστηκαν ανεπισήμως στο Κοινοβούλιο.
- [8] SEC(2005)1055
- [9] Υπόθεση C-158/96 Kohll [1998] Συλλογή I-1931· υπόθεση C-120/95 Decher [1998] Συλλογή I-1831· υπόθεση C-157/99 Smits και Peerbooms [2001] Συλλογή I-5473· υπόθεση C-368/99 Vanbraekel και άλλοι [2001] Συλλογή I-5363· υπόθεση C-385/99 Müller-Fauré και van Riet [2003] Συλλογή I-4509· υπόθεση C-56/01 Inizan [2003] Συλλογή I-12403· υπόθεση C-8/02 Leichtle [2004] Συλλογή I-2641. Ο Γενικός Εισαγγελέας παρουσίασε τη γνώμη του επί της υπόθεσης C-372/04 Watts στις 15 Δεκεμβρίου 2005 και το Δικαστήριο αναμένεται να εκδώσει την απόφασή του μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
- [10] SEC(2005)1658
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Αναφορών (28.2.2006)
προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
σχετικά με την 21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004)
(2005/2051(INI))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Diana Wallis
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Αναφορών καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματικότητα των πολιτικών της ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή τους σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο· λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμόρφωση των κρατών μελών με την κοινοτική νομοθεσία πρέπει να ελέγχεται και να παρακολουθείται αυστηρά, ώστε να διασφαλίζεται ότι έχει τα επιθυμητά θετικά αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των πολιτών,
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι η τελευταία ετήσια έκθεση παρέχει επισκόπηση του έργου της Επιτροπής στο πλαίσιο αυτό και περιγραφή της σημερινής κατάστασης όσον αφορά τη συμμόρφωση διαφόρων κρατών μελών με το κοινοτικό δίκαιο σε διάφορους τομείς πολιτικής, ενώ καταδεικνύει σημαντική αύξηση του αριθμού των περιπτώσεων παραβίασης που εντόπισε η Επιτροπή το 2003 σε σχέση με προηγούμενα έτη· λαμβάνοντας υπόψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων αφορά τον τομέα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενώ ακολουθεί η νομοθεσία περί εσωτερικής αγοράς,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ειδικότερα ότι ορισμένα νομοθετήματα, όπως οι οδηγίες για τους διακινούμενους εργαζόμενους, την αναγνώριση διπλωμάτων, την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, δημιουργούν επαναλαμβανόμενα προβλήματα εφαρμογής, όπως καταδεικνύει ο μεγάλος αριθμός αναφορών για τους τομείς αυτούς,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευρωπαίοι πολίτες ασκούν εκτενώς το δικαίωμα υποβολής αναφοράς στο Κοινοβούλιο, το οποίο έχει θεσπισθεί από τη Συνθήκη, επισημαίνοντας στα θεσμικά όργανα υποτιθέμενες παραβιάσεις της κοινοτικής νομοθεσίας· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφέροντες αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφόρησης για το πώς λειτουργεί στην πράξη η κοινοτική νομοθεσία· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα γεγονότα και τα στοιχεία που συλλέγει η Επιτροπή Αναφορών κατά την εξέταση αναφορών μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τον εντοπισμό παραβιάσεων,
E. λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράλληλη ύπαρξη καταγγελιών και αναφορών, καθώς και η συμμετοχή δύο θεσμικών οργάνων στη διαδικασία των αναφορών, δημιουργούν ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη διασφάλιση του απόλυτου σεβασμού των διαδικαστικών δικαιωμάτων των αναφερόντων,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή διαθέτει εξουσία διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την αξιολόγηση καταγγελιών και αναφορών και τη λήψη απόφασης για κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει και παραπομπή υπόθεσης στο Δικαστήριο, ενώ το Κοινοβούλιο έχει καθήκον να ασκεί έλεγχο στις δραστηριότητες της Επιτροπής, προκειμένου να διασφαλίζει ότι η Επιτροπή εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της ως θεματοφύλακας της Συνθήκης ΕΚ βάσει του άρθρου 211 αυτής,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έκρινε ότι (στην απόφαση σχετικά με την καταγγελία 995/98/OV) η εξουσία διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής σε σχέση με τη διεξαγωγή των διαδικασιών επί παραβάσει υπόκειται σε νομικά όρια τα οποία θεσπίστηκαν από τη νομολογία του Δικαστηρίου που απαιτεί, επί παραδείγματι, οι διοικητικές αρχές να ενεργούν με συνέπεια και καλή τη πίστει, να αποφεύγουν τις διακρίσεις, να συμμορφώνονται με τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας και των θεμιτών προσδοκιών και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι, προκειμένου οι πολίτες να χαίρουν απόλυτης προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που τους παρέχει το κοινοτικό δίκαιο, η έννομη τάξη της ΕΕ πρέπει να προβλέπει ένα ολοκληρωμένο σύστημα αποτελεσματικών ένδικων μέσων για ενδεχόμενες παραβιάσεις αυτών των δικαιωμάτων,
Έλλειμμα εφαρμογής και ανάγκη για σαφή νομοθεσία
1. επικροτεί την έκθεση της Επιτροπής για το 2003 όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, αλλά εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, τον Δεκέμβριο του 2005, η Επιτροπή δεν είχε ακόμη δημοσιεύσει έκθεση που να καλύπτει το έτος 2004·
2. ανησυχεί για το συνεχιζόμενο έλλειμμα εφαρμογής εν γένει και όσον αφορά ορισμένες οδηγίες ειδικότερα· θεωρεί ότι αυτό μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε υπερβολικά περίπλοκες, ασαφείς ή αόριστες διατάξεις και, κατά συνέπεια, επικροτεί τις πρόσφατες πρωτοβουλίες της Επιτροπής να συνδράμει τα κράτη μέλη στη μεταφορά και εφαρμογή ιδιαίτερα περίπλοκων οδηγιών με κατευθυντήριες γραμμές και ερμηνευτικά κείμενα·
3. θεωρεί σημαντικό να εκπονείται η νομοθεσία με τρόπο που να ευνοεί περισσότερο την εφαρμογή· θεωρεί εξίσου σημαντικό να κατανοήσουν οι πολίτες καλύτερα την ευρωπαϊκή νομοθεσία και, κατά συνέπεια, προτείνει να περιλαμβάνεται σύνοψη για τους πολίτες με τη μορφή μη νομικίστικης αιτιολογικής έκθεσης, η οποία θα συνοδεύει όλες τις νομοθετικές πράξεις·
4. ζητεί να ενσωματωθεί στη Συνθήκη μια πρωτοβουλία ευρωπαίων πολιτών ως προληπτικό αντίστοιχο του δικαιώματος υποβολής αναφοράς που κατά βάση ασκείται ως αντίδραση εκ των υστέρων, καθώς έτσι οι πολίτες θα είναι πιο δεκτικοί στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και, κατά συνέπεια, θα την σέβονται περισσότερο και θα την εφαρμόζουν καλύτερα·
Εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου και αναφορές
5. αποδοκιμάζει σθεναρά το γεγονός ότι η έκθεση της Επιτροπής δεν αναγνωρίζει τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η διαδικασία αναφοράς στον εντοπισμό παραβιάσεων του κοινοτικού δικαίου· στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί τα στατιστικά στοιχεία που προσαρτώνται στην έκθεση και δείχνουν την προέλευση των παραβιάσεων άκρως παραπλανητικά, καθώς ο συνολικός αριθμός των καταγγελιών που υποβάλλονται στην Επιτροπή συγκρίνεται απλώς με τον αριθμό των αναφορών που οδηγούν πράγματι σε κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει·
6. επιμένει ότι η Επιτροπή, στις μελλοντικές ετήσιες εκθέσεις της, πρέπει να παρουσιάζει δεδομένα που αντικατοπτρίζουν επακριβώς τη σημαντική και σαφή συμβολή των αναφορών στον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, και επαναλαμβάνει το αίτημα που διατύπωσε στο ψήφισμά του της 9ης Μαρτίου 2004 να συμπεριληφθεί κεφάλαιο αποκλειστικά αφιερωμένο στις αναφορές·
7. θεωρεί αναγκαίο να οριστούν τα διαδικαστικά δικαιώματα των αναφερόντων με τρόπο παρόμοιο με τα δικαιώματα των καταγγελλόντων, τα οποία ορίζονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα (COM(2002)141 τελικό)· θεωρεί ότι τα διαδικαστικά θέματα που συνδέονται με την παράλληλη εξέταση καταγγελιών και αναφορών πρέπει να αποσαφηνισθούν, και ότι ο συντονισμός μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών πρέπει να βελτιωθεί περαιτέρω, ώστε η Επιτροπή Αναφορών να είναι σε θέση να διασφαλίζει τον σεβασμό των δικαιωμάτων των αναφερόντων·
Χειρισμός υποθέσεων παραβίασης από την Επιτροπή και ανάγκη για κοινοβουλευτικό έλεγχο
8. επισημαίνει ότι η Επιτροπή Αναφορών επανειλημμένα αντιμετώπισε καταστάσεις όπου η Επιτροπή αποφάσισε να μην διερευνήσει ή να περατώσει την εξέταση υποθέσεων που ήγειραν αναφέροντες, αλλά δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για την απόφασή της· τονίζει ότι η διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής όσον αφορά παραβιάσεις δεν την απαλλάσσει από την υποχρέωση να αιτιολογεί δεόντως τις αποφάσεις της προς το Κοινοβούλιο·
9. ζητεί από την Επιτροπή να λαμβάνει τις αποφάσεις της για υποθέσεις παραβίασης με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαφάνεια και να ενημερώνει πλήρως τους καταγγέλλοντες και τους αναφέροντες για τα πραγματικά γεγονότα βάσει των οποίων λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις· θεωρεί ότι η Επιτροπή πρέπει να αποκαλύπτει τις επιστολές που ανταλλάσσει με τα κράτη μέλη κατά τις έρευνές της, ώστε οι αποφάσεις για διαδικασίες επί παραβάσει να υπόκεινται σε έλεγχο·
10. ανησυχεί για την έλλειψη αυστηρότητας από πλευράς της Επιτροπής κατά την εξέταση πιθανών παραβιάσεων οδηγιών, ιδίως όσων αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και καλεί την Επιτροπή να παραπέμπει τις υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, όταν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία παραβίασης του κοινοτικού δικαίου·
11. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΕ, η Ένωση ιδρύθηκε βάσει της αρχής του κράτους δικαίου και θεωρεί ότι αυτή η αρχή συνεπάγεται ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης στις εκτελεστικές και διοικητικές τους πράξεις, καθώς και η Επιτροπή κατά την άσκηση των εξουσιών της Επιτροπής για την παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας, δεσμεύονται από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτές αναγνωρίστηκαν από το Δικαστήριο ,
12. εκτιμά ότι η Συνθήκη δεν προβλέπει ένδικα μέσα στην περίπτωση που ένα εθνικό δικαστήριο, έναντι των αποφάσεων του οποίου δεν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 234ΕΚ, και θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι η Επιτροπή έχει ειδική υποχρέωση να διερευνήσει προσεκτικά τυχόν ισχυρισμούς που διατυπώνονται σε αναφορές και καταγγελίες αρνήσεων υποβολής αίτησης για την έκδοση προδικαστικής απόφασης
13. θεωρεί ότι το Κοινοβούλιο νομιμοποιείται να ακολουθήσει την ενδεδειγμένη νομική οδό, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο, προκειμένου να δοθεί τέλος σε σοβαρή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου η οποία αποκαλύπτεται κατά την εξέταση μιας αναφοράς, και εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική διαφορά στην ερμηνεία, παρά τις προσπάθειες επίλυσής της, ανάμεσα στο Κοινοβούλιο και την Επιτροπή όσον αφορά τη δράση που απαιτείται για την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών στη συγκεκριμένη υπόθεση·
Δικαίωμα των πολιτών σε αποζημίωση
14. διαπιστώνει από την εμπειρία ότι πολίτες οι οποίοι υποβάλλουν αναφορά στο Κοινοβούλιο δυσκολεύονται να επικαλεστούν δικαιώματα που απορρέουν από το ευρωπαϊκό δίκαιο ενώπιον εθνικών δικαστηρίων και να λάβουν αποζημίωση για ζημία ή βλάβη που υπέστησαν λόγω παραβίασης του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη·
15. καλεί την Επιτροπή, με την επιφύλαξη της εθνικής θεσμικής και διαδικαστικής αυτονομίας, να εγκρίνει ανακοίνωση η οποία θα εκθέτει την ερμηνεία της όσον αφορά την αρχή της ευθύνης της πολιτείας για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των παραβιάσεων που αποδίδονται στον δικαστικό κλάδο, ούτως ώστε να μπορούν οι πολίτες να συμβάλλουν πιο αποτελεσματικά στην εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου·
16. θλίβεται για την απροθυμία της Επιτροπής να διερευνά καταγγελλόμενες παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου που συνέβησαν στο παρελθόν και έκτοτε επανορθώθηκαν, όπως οι παραβιάσεις που θίγονται στις αναφορές «Equitable Life» και «Lloyds of London»· προτρέπει την Επιτροπή να διερευνά αυτές τις υποθέσεις, όταν οι καταγγελλόμενες παραβιάσεις θεωρείται ότι προξένησαν σοβαρές ζημίες σε πρόσωπα, καθώς το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τους πολίτες προκειμένου να λαμβάνουν αποζημίωση μέσω των κατάλληλων νομικών διαύλων·
17. θεωρεί αναγκαία την εξέταση τρόπων βελτίωσης των διαδικασιών σε διοργανικό επίπεδο, προκειμένου να παρέχονται στους ευρωπαίους πολίτες αποτελεσματικότερα μη ένδικα μέσα επανόρθωσης, ως συνέπεια του δικαιώματος υποβολής αναφοράς που περιέχεται στη Συνθήκη· στο πλαίσιο αυτό, προτείνει να εξεταστεί η δημιουργία μιας οργάνωσης τύπου «Solvit» στο εσωτερικό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της οποίας αρμοδιότητα θα ήταν να επικουρεί τους βουλευτές στην εξέταση υποθέσεων νομικής φύσεως.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004) | |||||
Αριθμός διαδικασίας |
||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
JURI | |||||
Γνωμοδότηση της |
PETI | |||||
Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια |
| |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης |
Diana Wallis | |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν |
|
|
|
| ||
Εξέταση στην επιτροπή |
25.1.2006 |
|
|
|
| |
Ημερομηνία έγκρισης |
25.2.2006 | |||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: -: 0: |
10 0 0 | ||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Robert Atkins, Inés Ayala Sender, Marie-Hélène Descamps, Alexandra Dobolyi, David Hammerstein Mintz, Luis Herrero-Tejedor, Carlos José Iturgaiz Angulo, Mανώλης Μαυρομμάτης, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου, Diana Wallis | |||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
| |||||
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
21η και 22η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2003 και 2004) | |||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
JURI | |||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
PETI |
|
|
|
| |||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
|
|
|
|
| |||||
Ενισχυμένη συνεργασία |
Όχι |
|
|
|
| |||||
Εισηγητής(ές) |
Monica Frassoni |
| ||||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
| ||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
15.9.2005 |
16.1.2006 |
23.2.2006 |
|
| |||||
Ημερομηνία έγκρισης |
21.3.2006 | |||||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+ : - : 0 : |
20 0 0 | ||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Maria Berger, Rosa Díez González, Bert Doorn, Monica Frassoni, Giuseppe Gargani, Piia-Noora Kauppi, Klaus-Heiner Lehne, Katalin Lévai, Alain Lipietz, Hans-Peter Mayer, Aloyzas Sakalas, Francesco Enrico Speroni, Gabriele Hildegard Stauner, Andrzej Jan Szejna, Diana Wallis, Rainer Wieland, Jaroslav Zvěřina, Tadeusz Zwiefka | |||||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Jean-Paul Gauzès, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου | |||||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
24.3.2006 |
| ||||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
... |
| ||||||||