ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους
18.5.2006 - (2005/2191(INI))
Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγήτρια : Tatjana Ždanoka
Συντάκτρια γνωμοδότησης (*) :
Claire Gibault, Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
(*) Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ επιτροπών - Άρθρο 47 του Κανονισμού
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τη στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 13 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που παρέχει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να αναλάβει κατάλληλη δράση για την καταπολέμηση όλων των διακρίσεων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,
– έχοντας υπόψη την οδηγία 95/46/CE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[1],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής[2] και την Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία[3], που απαγορεύουν κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που απαγορεύει κάθε διάκριση ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού,
– έχοντας υπόψη τις διάφορες νομικές πράξεις που έχουν εγκριθεί στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι οποίες απαγορεύουν κάθε διάκριση ως προς τα δικαιώματα που διασφαλίζουν, και ιδίως την ευρωπαϊκή σύμβαση για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και τη σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ενικών μειονοτήτων,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο "Απαγόρευση των διακρίσεων και ίσες ευκαιρίες για όλους - Στρατηγική-πλαίσιο " (COM(2005)0224),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 28ης Απριλίου 2005 για την κατάσταση των Ρομά στην Ευρωπαϊκή Ένωση[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουνίου 2005 σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων και τις πολιτικές κατά των διακρίσεων σε μια διευρυμένη Ευρώπη[5],
– έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση του δικτύου εμπειρογνωμόνων σε θέματα θεμελιωδών δικαιωμάτων για το έτος 2004 και τη θεματική του έκθεση με θέμα τις μειονότητες, που δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Δικαιωμάτων, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6‑0189/2006),
A. εκτιμώντας ότι η καταπολέμηση των διακρίσεων αποτελεί σημαντικό στοιχείο κάθε πολιτικής για την κοινωνική ένταξη, η οποία συνιστά εχέγγυο κοινωνικής συνοχής, καθώς και απαραίτητο μέσο για την καταπολέμηση του αποκλεισμού,
B. εκτιμώντας ότι οι διακρίσεις απορρέουν, σε μεγάλο βαθμό, από κάποια παραγνώριση και πηγάζουν από έναν φόβο του άλλου, και ότι, επομένως, το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στις ρίζες του με στοχοθετημένες ενέργειες που αποσκοπούν στην καλλιέργεια, από νεότατη ηλικία, της ανεκτικότητας και της ποικιλομορφίας· υπενθυμίζοντας εν προκειμένω ότι τα προγράμματα Σωκράτης, Leonardo και Νεολαία μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο,
Γ. εκτιμώντας, όπως διαπιστώνει το Ευρωπαϊκό παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας (EUMC), ότι η εκ μέρους των εθνικών αρχών διάδοση πρακτικών πληροφοριών σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο παραμένει περιορισμένη και χρειάζεται να επεκταθεί σε ομάδες-στόχους και στις ΜΚΟ που τις στηρίζουν· εκτιμώντας ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να αναγνωρίσουν περισσότερο το γεγονός ότι η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποτελεί ουσιαστικό εταίρο στην καταπολέμηση των φυλετικών διακρίσεων και θα πρέπει να υποστηρίζουν κάθε πολιτικό στόχο για την καταπολέμηση των διακρίσεων,
Δ. εκτιμώντας ότι η εμβέλεια του άρθρου 21 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, που ενσωματώθηκε στο άρθρο II-81 της Συνταγματικής Συνθήκης, είναι κατά πολύ ευρύτερη του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, εφόσον αναφέρει λόγους διακρίσεων που το τελευταίο δεν περιλαμβάνει, και συγκεκριμένα το χρώμα, την κοινωνική προέλευση, τα γενετικά χαρακτηριστικά, τη γλώσσα, τα πολιτικά φρονήματα ή κάθε άλλη γνώμη, την ιδιότητα μέλους εθνικής μειονότητας, την περιουσία και τη γέννηση· εκφράζοντας τη λύπη του για το γεγονός ότι η ευρύτερη αυτή αντίληψη δεν μεταφέρεται στην πράξη με νομικώς εκτελεστές υποχρεώσεις,
E. εκτιμώντας ότι, όπως υπενθύμισε προσφάτως το δίκτυο εμπειρογνωμόνων, κατά την εφαρμογή των νομικών πράξεων που θεσπίζονται βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, τα κράτη μέλη πρέπει να δεσμεύονται ότι θα σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων, ελευθεριών και αρχών που αναφέρονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΣΤ. έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι όταν στο νομοθετικό επίπεδο δίδεται βάρος σε ορισμένους τύπους διακρίσεων, καθιερώνεται ένα είδος ιεράρχησης των λόγων διάκρισης, το οποίο δεν θα πρέπει να υπάρχει,
Ζ. υπενθυμίζοντας ότι η έννοια της διάκρισης γίνεται αντιληπτή κατά τρόπους διαφορετικούς αναλόγως της τοποθέτησης στο ατομικό ή στο συλλογικό επίπεδο, και ότι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών ως ατόμων συνεπάγεται μέτρα διαφορετικά από την υπεράσπιση των συμφερόντων των ομάδων,
H. εκτιμώντας ότι είναι σημαντικό να οριστεί τι είναι θετική δράση προτού αποφασιστεί εάν πρέπει να αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο και προς ποια κατεύθυνση· εκτιμώντας ότι η θετική δράση περιλαμβάνει τα μέτρα για την εξάλειψη της ανισότητας και της παράνομης διάκρισης και ότι είναι ένα μέσο που αποσκοπεί στην ισορροπημένη αντιπροσώπευση του πληθυσμού σε τομείς και σε επίπεδα όπου είναι ουσιώδες να αντιπροσωπεύεται ισότιμα το σύνολο του πληθυσμού· υπογραμμίζοντας ότι η έννοια αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται στον τομέα της εργασίας και ότι πρέπει να υπερβαίνει το ζήτημα της ισότητας μεταξύ των φύλων,
Θ. εκτιμώντας ότι πρέπει να προωθηθεί μια συνείδηση κατά των διακρίσεων μέσω της εκπαίδευσης που να επιδιώκει την ειρήνη, την καταπολέμηση της βίας και τον διαπολιτισμικό διάλογο,
Ι. έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι για να εξαλειφθούν παλαιότερες αδικίες ή διακρίσεις, θα χρειασθεί ενδεχομένως να ληφθούν προσωρινά θετικά μέτρα που εκφράζουν μια "προορατική" αντίληψη της έννοιας της δικαιοσύνης, τα οποία μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές· υπενθυμίζοντας ότι η καθιέρωση ποσοστώσεων πρέπει να θεωρείται ως ακραίο μέτρο το οποίο εφαρμόζεται μόνο σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας,
ΙΑ. εκτιμώντας ότι όσον αφορά ορισμένες ιδιαίτερα στερημένες πλεονεκτημάτων κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ρομά, ή ομάδες των οποίων τα δικαιώματα προσβάλλονται, όπως οι απάτριδες, η λήψη θετικών μέτρων, ή ακόμη και η θέσπιση ειδικών νομοθετημάτων, είναι απαραίτητη εάν είναι επιθυμητό να τους εξασφαλίζεται πραγματική συμμετοχή στη ζωή της κοινωνίας, και μάλιστα στην πολιτική ζωή, ούτως ώστε να μπορούν να επηρεάζουν τις αποφάσεις που τους αφορούν,
ΙΒ. επισημαίνοντας το γεγονός ότι, σε ορισμένα κράτη μέλη, ο περιορισμός παιδιών Ρόμ σε ειδικές τάξεις ή σε ιδρύματα για νοητικά ανάπηρους εγγίζει μια μορφή διαχωρισμού λόγω φυλετικής διάκρισης και ότι επιβάλλεται επειγόντως η εφαρμογή μιας πολιτικής για την κατάργηση αυτού του διαχωρισμού,
ΙΓ. εκτιμώντας ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή της σύμβασης - πλαισίου ενθαρρύνει τη θέσπιση θετικών μέτρων υπέρ των μελών μειονοτήτων που μειονεκτούν ιδιαίτερα,
ΙΔ. εκτιμώντας ότι η Επιτροπή του ΟΗΕ για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα θεωρεί ότι τα κράτη που είναι μέρη του Διεθνούς Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν κατάλληλη προτιμησιακή μεταχείριση των ανθρώπων με αναπηρία, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της πλήρους συμμετοχής και της ισότητας όλων των ατόμων με αναπηρία μέσα στην κοινωνία,
ΙΕ. εκτιμώντας ότι το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας υπενθυμίζει πως παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια η πραγματική έκταση και η φύση του προβλήματος του ρατσισμού, δεδομένου ότι η συλλογή δεδομένων, τόσο επίσημων όσο και ανεπίσημων, σε πολλά κράτη μέλη είτε δεν υπάρχει είτε είναι ανεπαρκής,
ΙΣΤ.εκτιμώντας ότι, όπως υπογραμμίζει το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας, χωρίς επίσημα στατιστικά στοιχεία σχετικά τόσο με την εθνοτική και εθνική προέλευση, όσο και με το θρήσκευμα, θα είναι δύσκολο να κατανοηθούν πραγματικά και να διαπιστωθούν τόσο οι διακρίσεις όσο και η επιτυχία των πολιτικών καταπολέμησής τους· η έλλειψη επαρκών στατιστικών στοιχείων για την απεικόνιση και την αξιολόγηση των διακρίσεων καθιστά αδύνατη την θέσπιση μιας στρατηγικής κατά των διακρίσεων με βάση, μεταξύ άλλων, τις θετικές δράσεις υπέρ των ομάδων αυτών,
ΙΖ. υπενθυμίζοντας ότι βάση για την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι, σε κοινοτικό επίπεδο, η οδηγία 95/46/ΕΚ και ότι, όπως τόνισε το δίκτυο εμπειρογνωμόνων, δεν υπάρχει ασυμβίβαστο μεταξύ της προστασίας προσωπικών δεδομένων και της παρακολούθησης των διακρίσεων δια στατιστικών μέσων, στο βαθμό που στόχος αυτής της παρακολούθησης είναι η καλύτερη κατανόηση της υπέρ- ή υπό - εκπροσώπευσης ορισμένων ομάδων σε συγκεκριμένους τομείς και σε ορισμένα επίπεδα, καθώς και η μέτρηση της προόδου προκειμένου να προσδιοριστεί η ανάγκη για δράση και να επιλεγεί η αποτελεσματικότερη πορεία δράσης,
ΙΗ. εκτιμώντας ότι για να ανιχνευθούν οι έμμεσες διακρίσεις που απαγορεύονται ρητώς από την κοινοτική νομοθεσία, είναι αναγκαίο να υπάρχει δυνατότητα χρησιμοποίησης αξιόπιστων στατιστικών δεδομένων, ιδίως όσον αφορά ορισμένες ομάδες που έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· ότι εάν δεν υπάρχουν στατιστικές, τα πιθανά θύματα διακρίσεων στερούνται εκ των πραγμάτων ενός ουσιαστικού εργαλείου αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους,
ΙΘ. υπογραμμίζοντας ότι η ερμηνεία στοιχείων που επιτρέπουν να εξαχθεί ενδεχομένως συμπέρασμα όσον αφορά την ύπαρξη άμεσων ή έμμεσων διακρίσεων πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή τις εθνικές πρακτικές και ότι, επί του παρόντος, επαφίεται στα κράτη μέλη να κρίνουν εάν τα στατιστικά στοιχεία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία έμμεσων διακρίσεων, το γεγονός δε αυτό συνεπάγεται όχι μόνο κάποιες διαφορές αλλά καθιστά αδύνατη, στα κράτη μέλη όπου η πρακτική αυτή δεν αναγνωρίζεται, την καταγγελία ορισμένων μορφών έμμεσων διακρίσεων,
Κ. επισημαίνοντας ότι η ισότητα και το δικαίωμα στη ζωή χωρίς διακρίσεις και ρατσισμό είναι κεντρικά στοιχεία για μια κοινωνία της οποίας όλα τα μέλη είναι ενσωματωμένα· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενσωμάτωση και τις διακρίσεις πρέπει να είναι συνεκτικές μεταξύ τους· λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ πρέπει να γίνονται σεβαστές οι παραδόσεις και τα πολιτισμικά στοιχεία των κρατών μελών, "η ολοκλήρωση" πρέπει να στηρίζεται σε μια συνεκτική προσέγγιση όπως εγκρίθηκε από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο κοινών βασικών αρχών για την ολοκλήρωση το 2004,
Γενικές παρατηρήσεις
1. κρίνει ότι, πέραν των νομικών και ενδίκων μέσων, η καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει απαραιτήτως να στηρίζεται στην εκπαίδευση, την προώθηση των βέλτιστων πρακτικών και σε εκστρατείες με σκοπό την ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού και την προσέγγιση των περιοχών και τομέων όπου γίνονται διακρίσεις· επισημαίνει ότι η καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει επίσης να στηρίζεται στη συνειδητοποίηση των κοινωνικών, αλλά και των οικονομικών, επιπτώσεων αυτού του φαινομένου, την οποία πρέπει να αναλαμβάνουν και οι ΜΚΟ (τις οποίες τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνδέσουν στενά με την πολιτική τους για την καταπολέμηση των διακρίσεων·
2. θεωρεί πολύ σημαντικό να δοθεί σαφής ορισμός στη θετική δράση και να τονιστεί ότι η θετική δράση δεν αποτελεί θετική διάκριση· επισημαίνει ότι συγκεκριμένα παραδείγματα θετικών δράσεων μπορούν να περιλαμβάνουν για παράδειγμα: λεπτομερή εξέταση των πολιτικών πρόσληψης και των πρακτικών εφαρμογών τους για τον εντοπισμό και την απάλειψη όσων οδηγούν σε διακρίσεις, λήψη μέτρων για τη γνωστοποίηση των ευκαιριών σε μειονεκτικές ομάδες, ορισμό στόχων για τη βελτίωση της εκπροσώπησης μειονεκτικών ομάδων στην αγορά εργασίας και παροχή βοήθειας για να μπορέσουν οι μειονεκτικές ομάδες να συμμετέχουν στο σύνολο της κοινωνικής δραστηριότητας·
3. είναι της γνώμης ότι θα ήταν σκόπιμο να συλλεγούν οι ορθές πρακτικές που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη όσον αφορά την καταπολέμηση των διακρίσεων μερικές από τις οποίες είναι ευρύτερες, ισχυρότερες και πιο κατοχυρωμένες από άλλες και να εξασφαλισθεί η διάδοσή τους με μια διαδικασία συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων (benchmarking)· και ότι, εν προκειμένω, θα ήταν χρήσιμο να ενισχυθεί το δίκτυο των εθνικών οργάνων που είναι αρμόδια για την καταπολέμηση των διακρίσεων (Equinet) και να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή όλων των κρατών μελών στο δίκτυο αυτό· ότι το έργο της συλλογής και της διάδοσης των πληροφοριών, του συντονισμού και της κινητοποίησης, θα μπορούσε τελικώς να ανατεθεί στον Οργανισμό για τα θεμελιώδη δικαιώματα·
4. χαιρετίζει την πρωτοβουλία της Επιτροπής να κηρύξει το 2007 Ευρωπαϊκό Έτος της ισότητας των ευκαιριών, και ευελπιστεί η πρωτοβουλία αυτή να συμβάλει στη συνειδητοποίηση των διάφορων τύπων διάκρισης και πολλαπλών διακρίσεων, καθώς και στην καλύτερη γνώση των ενδίκων μέσων· θα επιθυμούσε, εν τούτοις, στο μέλλον να υπάρχει περισσότερος χρόνος για την προετοιμασία τέτοιων πρωτοβουλιών· επαναλαμβάνει τη θέση του ότι η Επιτροπή και τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι όλες οι μορφές διάκρισης πρέπει να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο και υπενθυμίζει στην Επιτροπή την υπόσχεση και τη δέσμευσή της να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς το θέμα αυτό και να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο· επαναλαμβάνει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι δεν διατέθηκαν για το συγκεκριμένο έτος οι ενδεδειγμένοι πόροι που να αντιστοιχούν στη σπουδαιότητα της καταπολέμησης των διακρίσεων· ζητεί, στο βαθμό που ένας από τους στόχους του διαπολιτισμικού διαλόγου είναι η καταπολέμηση των διακρίσεων, το ευρωπαϊκό έτος για το διαπολιτισμικό διάλογο (2008) να συνεχίσει τις δράσεις που δρομολογήθηκαν στο πλαίσιο του έτους 2007·
5. καλεί την Επιτροπή να προωθήσει μια εκπαίδευση που να καλλιεργεί την ειρήνη και την εξάλειψη της βίας καθώς και τη διαπαιδαγώγηση στον τομέα του διαπολιτισμικού διαλόγου·
6. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεν έχει καταστεί ακόμη νομικά δεσμευτικός και ζητεί την αλλαγή αυτής της κατάστασης· επιμένει ότι η Επιτροπή πρέπει, στο πλαίσιο του συστηματικού και αυστηρού ελέγχου που έχει αναλάβει να διεξάγει όσον αφορά τη συμβατότητα των νομοθετικών και κανονιστικών της πράξεων με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για την ανίχνευση κάθε είδους διακρίσεων, άμεσων αλλά κυρίως έμμεσων, που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις εν λόγω πράξεις για διάφορες κατηγορίες προσώπων· θεωρεί ότι η Επιτροπή θα πρέπει να πραγματοποιεί μελέτες επιπτώσεων από πλευράς διακρίσεων για κάθε νομοθετική πρόταση, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια των πολιτικών σε όλες τις ΓΔ της Επιτροπής· θεωρεί ότι ο Οργανισμός για τα θεμελιώδη δικαιώματα θα πρέπει να συνδέεται ευθέως με τις μελέτες επιπτώσεων που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό·
7. φρονεί, όπως και η Επιτροπή, ότι για να επανορθωθούν κατάφωρες ανισότητες που εμφανίζονται να έχουν χαρακτήρα "ενδημικό", ή "διαρθρωτικό", ή και "πολιτιστικό", και επομένως για να αποκατασταθεί μια ισορροπία που έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα, ίσως αποδειχθεί αναγκαία, σε ορισμένες περιπτώσεις, η προσωρινή παρέκκλιση από μια αντίληψη ισότητας με άξονα το άτομο, προς όφελος μιας "διανεμητικής δικαιοσύνης" με άξονα την ομάδα, και αυτό μέσω της θέσπισης μέτρων καλούμενων "θετικών"·
8. υπογραμμίζει ότι οι έννοιες "θετική δράση", ή "καταφατική ισότητα" ή ακόμη "διανεμητική δικαιοσύνη" αναφέρονται στην ίδια πραγματικότητα, με αφετηριακό σημείο την αναγνώριση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η πραγματική καταπολέμηση των διακρίσεων προϋποθέτει την ενεργό παρέμβαση των αρχών για την αποκατάσταση μιας σοβαρά πληγείσας ισορροπίας· επιμένει στο γεγονός ότι αυτός ο τύπος παρέμβασης δεν πρέπει να εξομοιώνεται με κάποια μορφή διακρίσεων, έστω "θετικών", και ότι η έννοια της θετική δράσης δεν θα πρέπει να ανάγεται μόνο σε μια ιδέα ποσοστώσεων· υπενθυμίζει ότι οι δράσεις αυτές μπορεί πράγματι να πάρουν πολύ διαφορετικές συγκεκριμένες μορφές, όπως η εγγύηση συνεντεύξεων με σκοπό την πρόσληψη, η κατά προτεραιότητα πρόσβαση σε ορισμένους εκπαιδευτικούς κλάδους με σκοπό την είσοδο σε επαγγέλματα στα οποία ορισμένες κατηγορίες υποεκπροσωπούνται, η διάδοση προσφορών για θέσεις εργασίας κατά προτεραιότητα σε ορισμένες κοινότητες, η ακόμη η συνεκτίμηση της επαγγελματικής πείρας και όχι μόνο των διπλωμάτων·
9. τονίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει ένα κράτος μέλος να διατηρήσει ή να θεσπίσει εδικά μέτρα πρόληψης ή αντιστάθμισης των μειονεκτημάτων που συνδέονται με κάποιον από τους λόγους διάκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ και επιμένει στο γεγονός ότι αυτά τα ειδικά μέτρα πρέπει να επεκταθούν σε όλους τους τομείς όπου διαπιστώνονται σοβαρές ανισότητες, είτε πρόκειται για την εκπαίδευση, είτε την υγειονομική περίθαλψη είτε για τη στέγαση, την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, ή άλλους τομείς·
10. έχει επίγνωση του γεγονότος ότι το ελάχιστο ποσοστό παρουσίας ορισμένων ομάδων σε ορισμένες κατηγορίες απασχόλησης μπορεί να έχει την αρνητική επίπτωση ότι οι ομάδες αυτές αποθαρρύνονται από την προσπάθεια απόκτησης των αναγκαίων γνώσεων για την πρόσβαση στις εν λόγω θέσεις εργασίας, και αυτό δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο· συνιστά επομένως εντόνως η ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου για τις εθνικές μειονότητες στην αγορά εργασίας, που οφείλει να υποβάλει έκθεση στα τέλη του 2006, να αποδώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το ζήτημα, και να δημιουργηθούν συνθήκες που δίνουν σε όλες τις κατηγορίες προσώπων τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλους τους τύπους και τα επίπεδα εκπαίδευσης και κατάρτισης, σε όλες τις ηλικίες ξεκινώντας από την παιδική ηλικία, εν ανάγκη μέσω της θέσπισης θετικών μέτρων που θα επιτρέψουν σε μειονεκτούσες ομάδες να εισέλθουν σε κύκλους σπουδών σχολικής, πανεπιστημιακής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης οι οποίοι, χωρίς τα μέτρα αυτά, θα ήταν γι' αυτούς απροσπέλαστοι·
11. υπογραμμίζει την ανάγκη να εξασφαλισθεί στους διακινούμενους καταγωγής Ρομά και στους απάτριδες ισότητα όσον αφορά τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, και καλεί τα κράτη μέλη και τις υποψήφιες χώρες να επεξεργαστούν μια στρατηγική με στόχο την αύξηση της συμμετοχής των Ρομά και των απάτριδων στις εκλογές, τόσο ως εκλογέων όσο και ως εκλεγομένων, και αυτό σε όλα τα επίπεδα·
12. καλεί τα κράτη μέλη που δεν τον διαθέτουν ακόμη, να ιδρύσουν διοικητικό οργανισμό εξειδικευμένο σε θέματα ισότητας και καταπολέμησης των διακρίσεων σε εθνικό επίπεδο· επιμένει στο γεγονός ότι ο οργανισμός αυτός πρέπει να είναι ανεξάρτητος και να διαθέτει τους αναγκαίους πόρους για να μπορεί να πλαισιώνει τα θύματα των διακρίσεων στις δικαστικές διαδικασίες που κινούν· θεωρεί ότι ο οργανισμός αυτός πρέπει επίσης να διαθέτει ανακριτικές αρμοδιότητες για την εξέταση των φακέλων·
Συλλογή στατιστικών δεδομένων
13. κρίνει ότι, μακράν του να αποτελεί εμπόδιο στη συλλογή δεδομένων ιδίως όσον αφορά την εθνοτική καταγωγή και τη θρησκεία, η οδηγία 95/46/ΕΚ παρέχει την αναγκαία και επιθυμητή προστασία έναντι οιασδήποτε κατάχρησης κατά τη χρησιμοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για στατιστικούς σκοπούς·
14. θεωρεί ότι οι, παρά τις σημαντικές πολιτιστικές, ιστορικές και συνταγματικές εκτιμήσεις, η συλλογή δεδομένων για την κατάσταση των μειονοτήτων και των μειονεκτικών ομάδων είναι ζωτικής σημασίας και ότι η πολιτική και η νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων πρέπει να βασίζεται σε ακριβή στοιχεία·
15. θεωρεί ότι θα ήταν χρήσιμο η ομάδα του άρθρου 29, που δημιουργήθηκε δυνάμει της οδηγίας 95/46/ΕΚ, να διατυπώσει μια γνώμη που θα αποσαφηνίζει όσες διατάξεις της οδηγίας θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τη συλλογή στατιστικών δεδομένων σχετικά με ορισμένες κατηγορίες προσώπων, ούτως ώστε να εξασφαλισθεί ενιαία ερμηνεία στο σύνολο των κρατών μελών·
16. επισύρει την προσοχή στο γεγονός ότι από τη στιγμή που τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καταστούν ανώνυμα για στατιστική χρήση, οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις στατιστικές αυτές παύουν να θεωρούνται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα· υπενθυμίζει ότι υπάρχουν επίσης αξιόπιστες τεχνικές μέθοδοι, οι οποίες σέβονται την ανωνυμία και χρησιμοποιούνται παγίως στις κοινωνικές επιστήμες, με τις οποίες είναι δυνατό να συγκροτηθούν στατιστικές βάσει κριτηρίων που θεωρούνται ευαίσθητα·
17. σημειώνει με ικανοποίηση την πρόθεση της Επιτροπής να επεξεργαστεί, σε συνεργασία με τις εθνικές αρχές και με άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, στατιστικά εργαλεία για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των διακρίσεων· αναμένει με ενδιαφέρον τη δημοσίευση του εγχειριδίου για τη συλλογή δεδομένων, που έχει αναγγελθεί για το 2006·
18. υπενθυμίζει ότι η έννοια των έμμεσων διακρίσεων συνδέεται εγγενώς με ποσοτικά κριτήρια, και ότι είναι επομένως αντιπαραγωγικό να εμποδίζεται, υπό το κάλυμμα της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων, η στατιστική καταγραφή σχετικά με ορισμένα χαρακτηριστικά, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη εμμέσων διακρίσεων·
19. φρονεί ότι εάν είναι επιθυμητή η αποτελεσματική καταπολέμηση κάθε μορφής έμμεσων διακρίσεων, και επομένως η ορθή μεταφορά των κοινοτικών οδηγιών περί διακρίσεων, οι οποίες ρητώς τις απαγορεύουν, είναι ουσιώδες να επιτρέπεται η προσκόμιση αποδείξεων βάσει στατιστικών στοιχείων·
20. ζητά από τα κράτη μέλη να αναπτύξουν τα στατιστικά τους εργαλεία κατά τρόπον ώστε να υπάρχουν δεδομένα σχετικά με την εργασία, τη στέγαση, την εκπαίδευση και το εισόδημα, για κάθε μία από τις κατηγορίες προσώπων που είναι πιθανό να υφίστανται διακρίσεις λόγω ενός από τα κριτήρια που αναφέρονται στο άρθρο 13 της συνθήκης ΕΚ·
21. επισημαίνει το γεγονός ότι προκειμένου ένα πρόσωπο να μπορεί να τύχει προτιμησιακής μεταχείρισης λόγω του ότι ανήκει σε προστατευόμενη ομάδα, πρέπει να μπορεί και να αναγνωρισθεί ότι ανήκει στην εν λόγω ομάδα, και αυτό συνεπάγεται ότι κάποια ευαίσθητα δεδομένα που αφορούν αυτό το πρόσωπο πρέπει να είναι διαθέσιμα· υπενθυμίζει ότι η επεξεργασία των δεδομένων αυτών πρέπει να γίνεται σύμφωνα ιδίως με τη νομοθεσία περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της σύμβασης πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων·
Ανάγκη συμπλήρωσης της νομοθεσίας
22. εκφράζει εντόνως τη λύπη του για το γεγονός ότι, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Επιτροπή δεν προτίθεται επί του παρόντος να εκπονήσει συνολική νομοθεσία για την καταπολέμηση των διακρίσεων· υπενθυμίζει ότι βελτίωση της νομοθεσίας δεν σημαίνει μόνο αφαίρεση των περιττών διατάξεων αλλά και εκπόνηση νομοθετημάτων που αναδέχονται τα σημαντικά πολιτικά μηνύματα που πηγάζουν από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· ζητά επιμόνως να υποβληθεί νέο νομοθέτημα το οποίο να περιλαμβάνει το σύνολο των λόγων διάκρισης που αναφέρονται στο άρθρο 13 της Συνθήκης ΕΚ, με το ίδιο πεδίο εφαρμογής που έχει η οδηγία 2000/43/ΕΚ, πριν από τα μέσα του 2007·
23. καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν δεόντως υπόψη, στη νομοθετική τους πρακτική, τους διάφορους λόγους διακρίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 21 του Χάρτη, προκειμένου να δοθεί στον Χάρτη η αξιοπιστία την οποία μέχρι σήμερα αποδυναμώνει ο μη δεσμευτικός του χαρακτήρας·
24. ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να αναλαμβάνουν ορισμένες υποχρεώσεις, χωρίς να διατυπώνουν επιφυλάξεις ή περιοριστικές δηλώσεις, δυνάμει των συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον τομέα της καταπολέμησης των διακρίσεων και της προστασίας των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες και άλλες ευάλωτες ομάδες, και να τηρούν καλόπιστα αυτές τις υποχρεώσεις·
25. θεωρεί ότι οι παραδοσιακές εθνικές μειονότητες χρειάζονται επειγόντως πολιτικό πλαίσιο για την αποτελεσματική συμμετοχή τους στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων σχετικά με την ταυτότητά τους και πρέπει να προστατευθούν με διάφορες μορφές αυτοδιοίκησης ή αυτονομίας για να ξεπεράσουν την αντίφαση που έχει δημιουργηθεί από τα κριτήρια της Κοπεγχάγης αφενός και από την παντελή έλλειψη κανόνων στα κράτη μέλη αφετέρου·
26. καλεί την Επιτροπή να εκπληρώνει ενεργά τις υποχρεώσεις της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και να αναλαμβάνει επειγόντως δράση κατά των κρατών μελών που έχουν παραλείψει να μεταφέρουν την κοινοτική νομοθεσία που απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως τις οδηγίες Race (2000/43/EK) και Απασχόληση (2000/78/ΕΚ) υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αποφανθεί ήδη ότι ορισμένα κράτη μέλη παρέλειψαν να εφαρμόσουν τις οδηγίες κατά των διακρίσεων και τα καλεί να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους· θεωρεί ότι τα νέα κράτη μέλη που δεν έχουν μεταφέρει στο εσωτερικό τους δίκαιο τις οδηγίες καταπολέμησης των διακρίσεων πρέπει να υπόκεινται σε διαδικασίες παράβασης για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας εξίσου με τα παλαιά κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει επειγόντως την ποιότητα και το περιεχόμενο των νόμων μέσω των οποίων εφαρμόζονται οι οδηγίες κατά των διακρίσεων, και με βάση τις εκθέσεις που εκπόνησε το δίκτυο ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων κατά των διακρίσεων, και να ασκήσει επειγόντως προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κατά των κρατών μελών εκείνων που δεν τις έχουν ορθά μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο·
27. ζητά από την Επιτροπή, σε προσεχή αναδιατύπωση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των διακρίσεων, να ασχοληθεί όλως ιδιαιτέρως με την προβληματική των πολλαπλών διακρίσεων καθώς και του διαχωρισμού που εξομοιώνεται με μορφή διακρίσεων, και να αναθεωρήσει την έννοια της έμμεσης διάκρισης επιτρέποντας ρητώς την απόδειξη βάσει στατιστικών που αφορούν τις διακρίσεις·
28. ζητεί ο νέος Οργανισμός της ΕΕ για τα θεμελιώδη δικαιώματα που πρόκειται να λειτουργήσει από το 2007 να συμμετάσχει ενεργά στο νέο πλαίσιο κατά των διακρίσεων και να παράσχει στους υπευθύνους για τη χάραξη της πολιτικής της ΕΕ έγκαιρη, αξιόπιστη, πλήρη και ουσιαστική πληροφόρηση για τις περαιτέρω πολιτικές και τα νομοθετικά μέτρα που μπορούν να εκπονηθούν· θεωρεί ότι με βάση τις ανησυχίες για το ρόλο και τη λειτουργία του, είναι σημαντικό ο οργανισμός αυτός να συμβάλλει ενεργά και να παίξει πλήρη ρόλο στην υποστήριξη της πολιτικής της ΕΕ κατά των διακρίσεων·
29. καλεί το Συμβούλιο να εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής για απόφαση πλαίσιο του Συμβουλίου για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, η οποία χαρακτηρίζει ως ποινικό αδίκημα τη ρατσιστική και ξενόφοβη βία και αποσκοπεί στη θέσπιση πλαισίου για την ποινικοποίησή της, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή θα συμβάλει στην ενίσχυση στην ανάπτυξη της συλλογής των απαραίτητων δεδομένων σχετικά με τη ρατσιστική βία και τα ρατσιστικά εγκλήματα σε ολόκληρη την ΕΕ.
30. καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την απαγόρευση των διακρίσεων που υφίστανται ζευγάρια του ιδίου φύλου - είτε κατόπιν γάμου είτε με δεδηλωμένη συντροφική σχέση - στον καθημερινό τους βίο, ιδίως κατά την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας που κατοχυρώνεται στο δίκαιο της ΕΕ· ζητεί και στην περίπτωση αυτή να αναγνωριστεί η αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης·
o
o o
31. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (23.3.2006)
(*)προς την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεωνσχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους
(2005/2191(INI))
Συντάκτρια γνωμοδότησης(*) : Claire Gibault
(*) Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των επιτροπών - άρθρο 47 του Κανονισμού
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων καλεί την Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
- έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής,
- έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία,
- έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας,
- έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 23 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
A. εκτιμώντας ότι η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία απορρέει από το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ θεσπίζει την αρχή της συνεκτίμησης της διάστασης του φύλου· ορίζοντας ότι η Κοινότητα, σε όλες τις δραστηριότητές της, επιδιώκει να εξαλείψει τις ανισότητες και να προωθήσει την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών· τονίζοντας, ως εκ τούτου, την ανάγκη υλοποίησης συγκροτημένης πολιτικής για την ισότητα που θα προσδίδει προστιθέμενη αξία στα υπάρχοντα προγράμματα αλλά και στις πρωτοβουλίες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη,
B. εκτιμώντας ότι η Επιτροπή πρότεινε να ανακηρυχθεί το 2007 «Ευρωπαϊκό Έτος Ίσων Ευκαιριών για Όλους»,
1. προτρέπει τα κράτη μέλη να ολοκληρώσουν πλήρως τη διαδικασία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο της ισχύουσας κοινοτικής νομοθεσίας κατά των διακρίσεων· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει την παρακολούθηση και την τακτική αξιολόγηση της εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας από τα κράτη μέλη και να προβεί σε μελέτη σχετικά με νέες πιθανές πρωτοβουλίες για τη συμπλήρωση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου για την ισότητα· δηλώνει ότι η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών δεν αρκεί για να διασφαλίσει την ουσιαστική ισότητα και, επομένως, καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν μια ενεργό πολιτική υπέρ της ισότητας υπό μορφή συγκεκριμένων και διαφοροποιημένων ενεργειών, όπως για παράδειγμα θετικές ενέργειες·
2. εμμένει στην έμφαση που πρέπει να δοθεί στην αντιμετώπιση της φτώχειας από την οποία πλήττονται ειδικότερα οι ευάλωτες κατηγορίες του πληθυσμού και κυρίως οι γυναίκες και υπενθυμίζει τη σημασία της εφαρμογής της ανοικτής μεθόδου συντονισμού για την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού· υπογραμμίζει ότι η ελαστικότητα του χρόνου εργασίας για τις γυναίκες και για τους άνδρες και η ανάπτυξη δομών κατάλληλα προσαρμοσμένης και ποιοτικής υποδοχής για τα παιδιά αλλά και για τους ηλικιωμένους, τα άτομα με αναπηρίες και τα εξαρτώμενα άτομα πρέπει να εξακολουθήσουν να αποτελούν προτεραιότητα των κρατών μελών στο πλαίσιο των πολιτικών τους για κοινωνική συνοχή·
3. προτρέπει τις κυβερνήσεις να ενισχύσουν την εφαρμογή της συνεκτίμησης της διάστασης του φύλου σε όλους τους τομείς πολιτικής, συμπεριλαμβανομένου του τομέα της απασχόλησης και του κοινωνικού τομέα, της εκπαίδευσης, της έρευνας, των εξωτερικών σχέσεων, της συνεργασίας για την ανάπτυξη, του προϋπολογισμού και των χρηματοοικονομικών πολιτικών·
4. καλεί τα κράτη μέλη να εξασφαλίσουν την ισότητα πρόσβασης των γυναικών και των ανδρών σε όλα τα επίπεδα της εκπαίδευσης, της επαγγελματικής κατάρτισης και επιμόρφωσης, και ότι δεν θα σημειωθεί καμία διάκριση μεταξύ κοριτσιών και αγοριών στο επίπεδο του επαγγελματικού προσανατολισμού και της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης·
5. χαιρετίζει την πρόθεση της Επιτροπής να διοργανώσει ετήσια σύνοδο υψηλού επιπέδου για την ισότητα και την καλεί να συμπεριλάβει στις εργασίες της το θέμα της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, των ευρωπαϊκών και διεθνών οργανισμών, των αρμοδίων εθνικών αρχών και φορέων, και εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών· ενθαρρύνει την Επιτροπή να εφαρμόσει αυτήν την πρόταση το συντομότερο δυνατόν·
6. καλεί την Επιτροπή, στα πλαίσια της ανακοίνωσης που σκοπεύει να εκδώσει το 2006 για πιο λεπτομερή εξέταση της ισότητας των φύλων, να παρουσιάσει συγκριτικά ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία ανά κράτος μέλος με στόχο τον εντοπισμό των πεδίων εκείνων όπου οι γυναίκες υφίστανται μόνιμες και σοβαρές διακρίσεις και να προτείνει νέες προσεγγίσεις·
7. υπογραμμίζει τη σημασία και το ρόλο των ΜΚΟ που ασχολούνται με την ισότητα στην υλοποίηση της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών και καλεί την Επιτροπή να προωθεί συστηματικά προγράμματα και πρωτοβουλίες που στηρίζουν τις ευρωπαϊκές και εθνικές ΜΚΟ στον τομέα, με στόχο την πλουραλιστική έκφραση της κοινωνίας των πολιτών·
8. καλεί τα κράτη μέλη να συγκεκριμενοποιήσουν τις υποχρεώσεις που ανέλαβαν και οι οποίες εγκρίθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης το 2002, να θεσπίσουν μέτρα με στόχο την εξάλειψη της μισθολογικής διαφοράς λόγω φύλου και να διασφαλίσουν την ίση πρόσβαση των γυναικών στην επαγγελματική κατάρτιση και στις εξειδικευμένες ποιοτικές εργασίες εξασφαλίζοντας επίσης την ίση μεταχείριση στον μισθολογικό τομέα·
9. καλεί τις κυβερνήσεις να συγκεντρώσουν και να αναλύσουν στατιστικά δεδομένα όσον αφορά τους άνδρες και τις γυναίκες και τα οποία έχουν σχέση με τις δραστηριότητές τους, προκειμένου να αναλύσουν τους διάφορους τρόπους με τους οποίους οι γυναίκες ή οι άνδρες υφίστανται πολλαπλές διακρίσεις, αφενός λόγω φύλου και, αφετέρου, λόγω φυλής, θρησκείας, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού·
10. υπογραμμίζει ότι η καταπολέμηση κάθε μορφής διάκρισης εξαρτάται από ένα παιδαγωγικό έργο εστιασμένο στον σεβασμό, την ανοχή και τη δικαιοσύνη, που να στοχεύει στην εξέλιξη των νοοτροπιών διά της αξιοποίησης δράσεων των πολιτών, ιδιαίτερα της νεολαίας· καλεί τα κράτη μέλη να καταβάλουν συστηματικές προσπάθειες για να ευαισθητοποιήσουν την κοινωνία στο ζήτημα του φύλου και να αυξήσουν τη συνειδητοποίηση στον τομέα των διακρίσεων με την εξάλειψη των στερεοτύπων της κοινής γνώμης και την αλλαγή της στάσης της στα θέματα φύλου·
11. επιμένει στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη πρέπει να οργανώσουν εκστρατείες ενημέρωσης και δημόσιας ευαισθητοποίησης, στοχεύοντας σε παιδιά όσο το δυνατόν μικρότερης ηλικίας, σχετικά με τη δίκαιη κατανομή των οικογενειακών και οικιακών υποχρεώσεων·
12. καλεί τα κράτη μέλη, με την επιφύλαξη των αρχών της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου, να ζητήσουν από τις εθνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με την προώθηση της ισότητας, σε διαβούλευση με τα μέσα ενημέρωσης και τους επαγγελματίες της διαφήμισης, να καταρτίσουν έναν κώδικα δεοντολογίας και να μεριμνήσουν ούτως ώστε να μην προβάλλεται κανένα γενετήσιο στερεότυπο, είτε πρόκειται για τους άνδρες είτε για τις γυναίκες, στα μέσα ενημέρωσης ή στις διαφημίσεις·
13. καλεί τα κράτη μέλη να αναθέσουν σε ανεξάρτητα όργανα την εφαρμογή της αρχής της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών και να διασφαλίσουν ότι διαθέτουν επαρκείς δημοσιονομικούς και ανθρώπινους πόρους για την άσκηση των καθηκόντων τους·
14. καλεί τα πολιτικά κόμματα τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο να αναθεωρήσουν τις δομές τους, καθώς και τις διαδικασίες που εφαρμόζουν, ώστε να αρθούν οι άμεσοι ή έμμεσοι φραγμοί στην ισότιμη συμμετοχή των γυναικών και να εγκρίνουν κατάλληλες στρατηγικές για να επιτευχθεί δικαιότερη ισορροπία της εκπροσώπησης των γυναικών και των ανδρών στους κόλπους των αιρετών συνελεύσεων και των εθνικών κυβερνήσεων·
15. υπογραμμίζει τη σημασία της διασφάλισης της συμπληρωματικότητας και του συντονισμού των δράσεων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Ίσων Ευκαιριών για όλους με τις προβλεπόμενες δραστηριότητες στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου το 2008, προκειμένου οι εκστρατείες να αλληλοϋποστηρίζονται για την επίτευξη των θεμελιωδών στόχων των πολιτικών της Ένωσης·
16. τονίζει τον θετικό ρόλο που διαδραματίζουν οι γυναίκες μετανάστριες στις κοινωνίες μας και καλεί τα κράτη μέλη, προκειμένου να μειώσουν κάθε μορφή διακρίσεων, να τους αναγνωρίσουν στις πολιτικές ενσωμάτωσης αυτών των κρατών τη θέση που τους αξίζει· χαιρετίζει την πρόθεση της Επιτροπής να προβεί σε σύσταση συμβουλευτικής ομάδας υψηλού επιπέδου για την ενσωμάτωση των μειονοτήτων στην κοινωνία και την αγορά εργασίας το 2006 και να ασχοληθεί, ιδιαίτερα, με το ζήτημα των μεταναστριών λόγω της διπλής διάκρισης που αυτές υφίστανται· εκτιμά, στο πλαίσιο αυτό, ότι προκειμένου να προωθηθεί μια Ευρώπη των πολιτών για τα άτομα και των δύο φύλων, πρέπει να ληφθούν υπόψη καινοτόμοι προσεγγίσεις των μη κυβερνητικών οργανώσεων οι οποίες ευνοούν την κοινωνική ένταξη, χάρη στις καθημερινές δραστηριότητες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, όπως, για παράδειγμα, οι αθλητικοί σύλλογοι, τα κέντρα νεότητας, τα πολιτιστικά κέντρα, κλπ.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους | |||||
Αριθμός διαδικασίας |
||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
LIBE | |||||
Γνωμοδότηση της |
FEMM | |||||
Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια |
27.10.2005 | |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης |
Claire Gibault | |||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν |
Claire Gibault | |||||
Εξέταση στην επιτροπή |
21.2.2006 |
21.3.2006 |
|
|
| |
Ημερομηνία έγκρισης |
21.3.2006 | |||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
15 0 0 | ||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Edit Bauer, Hiltrud Breyer, Ilda Figueiredo, Věra Flasarová, Lissy Gröner, María Esther Herranz García, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Astrid Lulling, Siiri Oviir, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου, Teresa Riera Madurell, Amalia Sartori, Britta Thomsen, Anna Záborská | |||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Lidia Joanna Geringer de Oedenberg | |||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
... | |||||
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Στρατηγική πλαίσιο για την απαγόρευση των διακρίσεων και τις ίσες ευκαιρίες για όλους | |||||||||||
Αριθ. Διαδικασίας |
||||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
LIBE | |||||||||||
Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια της έγκρισης εκπόνησης (άρθρο 45) |
27.10.2005 | |||||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
FEMM |
CULT |
EMPL |
DEVE |
AFET | |||||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
CULT |
DEVE |
AFET |
EMPL |
| |||||||
Ενισχυμένη συνεργασία |
FEMM |
|
|
|
| |||||||
Εισηγητής(ές) |
Ždanoka |
| ||||||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
| ||||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
23.1.2006 |
19.4.2006 |
|
|
| |||||||
Ημερομηνία έγκρισης |
15.5.2006 | |||||||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+ : - : 0 : |
34 3 0 | ||||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Alvaro, Roberta Angelilli, Edit Bauer, Johannes Blokland, Mihael Brejc, Kathalijne Maria Buitenweg, Maria Carlshamre, Giusto Catania, Charlotte Cederschiöld, Carlos Coelho, Fausto Correia, Kinga Gál, Patrick Gaubert, Elly de Groen-Kouwenhoven, Ewa Klamt, Magda Kósáné Kovács, Σταύρος Λαμπρινίδης, Romano Maria La Russa, Sarah Ludford, Antonio Masip Hidalgo, Claude Moraes, Lapo Pistelli, Martine Roure, Inger Segelström, Antonio Tajani, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Manfred Weber, Stefano Zappalà, Tatjana Ždanoka | |||||||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Camiel Eurlings, Giovanni Claudio Fava, Sophia in 't Veld, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Bill Newton Dunn, Marie-Line Reynaud | |||||||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
| |||||||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
18.5.2006 |
| ||||||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
... |
| ||||||||||