ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

16.10.2006 - (2006/2043(INI))

Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών
Εισηγήτρια: Barbara Weiler
Συντάκτης γνωμοδότησης(*): Werner Langen, Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
(*)Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των επιτροπών - Άρθρο 47 του Κανονισμού

Διαδικασία : 2006/2043(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0363/2006
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0363/2006
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

(2006/2043(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης (COM(2004)0327),

–   έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το οικείο άρθρο 5, παράγραφος 2 για την αρχή της επικουρικότητας και τα οικεία άρθρα 43 - 49 για την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, καθώς και τις αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και της αμοιβαίας αναγνώρισης που απορρέουν από αυτά,

–   έχοντας υπόψη τις ισχύουσες οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις,

–   έχοντας υπόψη τον Ευρωπαϊκό Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, της 15ης Οκτωβρίου 1985,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο I-5 της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού και της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A6‑0363/2006),

A.   λαμβάνοντας υπόψη ότι σε πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πραγματοποιηθεί πολυάριθμες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) την τελευταία δεκαετία,

B.   λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ορισμός που να εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη ούτε ειδικές διατάξεις στο ισχύον κοινοτικό δίκαιο που να καλύπτουν όλες τις επιμέρους μορφές των ΣΔΙΤ,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ μπορούν να χαρακτηριστούν ως μακροπρόθεσμη, συμβατικά ρυθμισμένη συνεργασία μεταξύ δημοσίων αρχών και ιδιωτικού τομέα με σκοπό την εκπλήρωση καθηκόντων του δημοσίου τομέα, κατά την οποία οι απαιτούμενοι πόροι υπόκεινται σε μια κοινή διαχείριση και οι κίνδυνοι του έργου κατανέμονται μεταξύ των εταίρων αναλόγως της αρμοδιότητας για τη διαχείριση κινδύνου,

Δ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ είναι συχνά περίπλοκες από νομική, χρηματοοικονομική και εμπορική άποψη δομές που αποτελούν συνένωση ιδιωτικών επιχειρήσεων και δημοσίων φορέων με σκοπό την κοινή υλοποίηση και διαχείριση έργων υποδομής ή την παροχή δημόσιων υπηρεσιών,

E.   λαμβάνοντας υπόψη ότι κυρίως τοπικές και δημοτικές αρχές επιδιώκουν να συμμετάσχουν σε έργα ΣΔΙΤ, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα ανάγκη υλοποίησης των έργων αυτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα,

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ δεν αποτελούν πρώτο βήμα προς την ιδιωτικοποίηση καθηκόντων του δημοσίου τομέα,

Z.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προορισμός των ΣΔΙΤ είναι να επιτρέψουν στις δημόσιες υπηρεσίες να επωφεληθούν από τις ικανότητες σχεδιασμού, κατασκευής και διαχείρισης των ιδιωτικών επιχειρήσεων και, εάν είναι απαραίτητο, από τις ικανότητες χρηματοδότησής τους,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η συνεργασία μεταξύ δημοσίων αρχών και επιχειρήσεων μπορεί να παράγει συνέργιες και δημόσια οφέλη, καθιστά δυνατή την αποτελεσματικότερη χρησιμοποίηση του δημοσίου χρήματος και μπορεί σε καιρούς δημοσιονομικής στενότητας να αποτελέσει εναλλακτική λύση για την ιδιωτικοποίηση και να συμβάλει στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης με τη χρησιμοποίηση της τεχνογνωσίας που διαθέτει ο ιδιωτικός τομέας,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ εμπίπτουν καταρχήν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης για την εσωτερική αγορά –κυρίως στις αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης, της αναλογικότητας και της αμοιβαίας αναγνώρισης– καθώς επίσης και στις διατάξεις του παράγωγου κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις

Ι.    λαμβάνοντας υπόψη ότι ιδιώτες επενδυτές πρέπει να έχουν εγγυήσεις ότι οι όροι μιας σύμβασης δεν θα τροποποιηθούν κατά τη διάρκεια ισχύος της,

ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οποιοδήποτε νομικό καθεστώς των ΣΔΙΤ θα πρέπει να σέβεται το δικαίωμα αυτοδιοίκησης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, εφόσον αυτό είναι κατοχυρωμένο στην εθνική νομοθεσία των κρατών μελών,

ΙΒ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ αποτελούν ένα δυνατό τρόπο οργάνωσης της εκπλήρωσης των καθηκόντων του δημοσίου και ότι το τελευταίο πορεί και μελλοντικά να αποφασίζει αν θα εκπληρώσει ένα έργο το ίδιο ή με δικές του επιχειρήσεις, ή με τη βοήθεια τρίτων από τον ιδιωτικό τομέα,

ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση των πολιτών όσον αφορά τις συνέπειες των ΣΔΙΤ,

Γενικές παρατηρήσεις

1.   επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή παρουσίασε την Πράσινη Βίβλο για τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης, μια έκθεση για τη δημόσια διαβούλευση για αυτήν την Πράσινη Βίβλο και τέλος μια ανακοίνωση για τα ενδεχόμενα μέτρα παρακολούθησης στον τομέα των ΣΔΙΤ (COM(2005) 0569)·

2.   θεωρεί πρόωρη τν αξιολόγηση των επιπτώσεων των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις και τάσσεται συνεπώς κατά ενός ανοίγματος των οδηγιών αυτών· είναι αντίθετο με τη δημιουργία ενός ξεχωριστού νομοθετικού καθεστώτος για τις ΣΔΙΤ, θεωρεί ωστόσο απαραίτητη την ανάληψη μιας νομοθετικής πρωτοβουλίας στον τομέα των συμβάσεων παραχώρησης, η οποία σέβεται τις βασικές αρχές της εσωτερικής αγοράς και τις οριακές τιμές και προβλέπει απλούς κανόνες για τη διαδικασία υποβολής προσφορών καθώς και μια διασαφήνιση στον τομέα των θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ·

3.   καλεί την Επιτροπή, κατά τη ρύθμιση των μελλοντικών συστάσεων ΣΔΙΤ και στην παρούσα εκτίμηση των επιπτώσεων των νομικών διατάξεων σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης, να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα συμφέροντα της περιφερειακής αυτοδιοίκησης και να περιλαμβάνει εκπροσώπους περιφερειακών καθώς και τοπικών συμφερόντων στην εκπόνηση των μελλοντικών κανόνων·

4.   τάσσεται υπέρ μεταβατικών προθεσμιών για τις υφιστάμενες συμβάσεις που συνήφθησαν καλή τη πίστει με βάση την εθνική νομοθεσία, προκειμένου να αποφευχθεί η έλλειψη νομικής ασφάλειας·

5.   απορρίπτει κάθε είδους καταστρατήγηση της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης

6.   θεωρεί την εφαρμογή του δικαίου περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων απαραίτητη, σε περίπτωση επιλογής ενός ιδιώτη εταίρου· όταν μεταβιβάζονται μερίδια στο πλαίσιο των ΣΔΙΤ σε ένα ιδιώτη εταίρο πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο που διέπει την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, όταν η μεταβίβαση τελεί σε ουσιαστική και χρονική συνάρτηση με μια δημόσια σύμβαση·

7.   θεωρεί ότι η ανάθεση σε τρίτους της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας υποχρεώνει την αναθέτουσα αρχή να κατακυρώσει τη σύμβαση βάσει διαδικασιών δημόσιων συμβάσεων

8.   είναι της άποψης ότι η εκ νέου απόδοση σε δημοτικούς φορείς καθηκόντων που εκτελούνταν ικανοποιητικά με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα δεν αποτελεί έγκυρη εναλλακτική λύση έναντι των ΣΔΙΤ συνάδουσα με τις αρχές του ανταγωνισμού

9.   θεωρεί ότι οι κοινότητες και οι θυγατρικές τους εταιρείες πρέπει να έχουν δικαίωμα να εξαιρούνται από τους κανόνες του ανταγωνισμού μόνον όταν εκτελούν τα αμιγώς τοπικά τους καθήκοντα που δεν έχουν καμία συνάφεια με την εσωτερική αγορά·

10. υπογραμμίζει τη σημασία της διαφάνειας, ο σεβασμός της οποίας πρέπει να είναι δεδομένος κατά τη χρησιμοποίηση δημοσίων πόρων και η οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα των εκλεγέντων αντιπροσώπων να ελέγχουν τις συμβάσεις και τους φακέλους·

11. συνιστά στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν διαφανείς μηχανισμούς που να διασφαλίζουν την προστασία των νομικών και οικονομικών συμφερόντων των ιδιωτών επενδυτών καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος μιας σύμβασης·

12. θεωρεί ότι οι διαφανείς κανόνες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ενισχύουν τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και την προστασία από τη διαφθορά προς όφελος του πολίτη·

13. υπογραμμίζει ότι η έκφραση «σύγκρουση συμφερόντων» θα πρέπει να ορίζεται σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση έντιμου και δίκαιου καταμερισμού του κινδύνου·

14. συνιστά να προβλεφθεί για την υλοποίηση των ΣΔΙΤ δεσμευτική υποχρέωση λογοδοσίας απέναντι στον πολίτη προκειμένου να υπάρχουν προδιαγραφές ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας·

15. συνιστά στα κράτη μέλη να διευκολύνουν το έργο του δημοσίου τομέα βελτιώνοντας την εκπαίδευση των φορέων λήψης αποφάσεων που πρέπει να επιλέγουν τους ιδιωτικούς εταίρους για τις ΣΔΙΤ·

16. περιμένει από τα κράτη μέλη να μεριμνήσουν προκειμένου να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και με ευαισθησία οι επιπτώσεις στους εργαζομένους σε τοπικό επίπεδο και να προωθηθούν και να τηρηθούν δίκαιες συμφωνίες για τη μεταφορά εργαζομένων (του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα) και τις εργασιακές συνθήκες τους, σύμφωνα με την οδηγία 2001/23/EΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση, εκ μέρους των εκπροσώπων του δημοσίου στα κράτη μέλη, των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων[1]·

17. αναμένει να τηρηθούν οι διατάξεις της οδηγίας 2001/23/ΕΚ από τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών·

18. τάσσεται εναντίον της σύστασης ενός ευρωπαϊκού οργανισμού για τις ΣΔΙΤ, αλλά επιδοκιμάζει άλλες μορφές ανταλλαγής εμπειριών που αφορούν βέλτιστες και χείριστες πρακτικές, όπως για παράδειγμα η δικτύωση εθνικών και περιφερειακών αρχών επιφορτισμένων με τη διαχείριση των ΣΔΙΤ·

19. ενθαρρύνει την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να συγκεντρώσουν την εμπειρογνωμοσύνη τους και να την διαδώσουν ειδικά σε εκείνα τα κράτη μέλη, των οποίων οι δημόσιες αρχές δεν είναι εξοικειωμένες με τις ΣΔΙΤ·

20. τονίζει ότι οι συσσωρευμένες εμπειρίες των ΣΔΙΤ θα συμβάλλουν στην πρόληψη της επανάληψης λαθών και αποτυχημένων μεθόδων·

21. τάσσεται κατά της θέσπισης οιασδήποτε νομοθεσίας σχετικά με την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων κάτω των οριακών τιμών·

22. καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει, μέσω του ελέγχου σε κοινοτικό επίπεδο των κρατικών ενισχύσεων, ότι η χορήγηση επιδοτήσεων δεν συνεπάγεται την επιβολή διακρίσεων μεταξύ των επιχειρηματιών, είτε ιδιωτών είτε δημόσιων είτε μικτών·

23. συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι, κατά την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έργων ή υπηρεσιών, η επιλογή και η ανάθεση σε ιδιωτικό εταίρο καθορίζεται κατ' αρχήν από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, όταν η επιλογή και η ανάθεση της σύμβασης συμπίπτουν·

24. θεωρεί ότι η δημόσια υπηρεσία πρέπει να έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ ανοιχτής και κλειστής διαδικασίας·

25. θεωρεί ότι, για λόγους διαφάνειας, η διαδικασία με διαπραγμάτευση πρέπει να περιορίζεται σε εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπονται στις σχετικές διατάξεις των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις·

26. θεωρεί σωστό για λόγους ευελιξίας να γίνεται η ανάθεση συμβάσεων μέσω ανταγωνιστικού διαλόγου, όταν πρόκειται για ανάθεση που χαρακτηρίζεται από «νομική και οικονομική πολυπλοκότητα» και καλεί την Επιτροπή να συγκεκριμενοποιήσει την προβλεπόμενη προϋπόθεση εφαρμογής της «νομικής και οικονομικής πολυπλοκότητας» κατά τρόπον ώστε να διατηρηθεί όσο γίνεται μεγαλύτερο περιθώριο για διαπραγμάτευση· είναι της άποψης ότι η νομική και οικονομική πολυπλοκότητα μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη όταν υπάρχουν χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ΣΔΙΤ όπως έννοια του κύκλου ζωής και μακροπρόθεσμη μεταβίβαση κινδύνου στον ιδιωτικό φορέα· θεωρεί ότι σε μια διαδικασία ανταγωνιστικού διαλόγου πρέπει να αποκλειστεί η δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών από έναν εκ των συμμετεχόντων·

Οι ΣΔΙΤ ως συμβάσεις παραχώρησης

27. επισημαίνει το γεγονός ότι η Επιτροπή θέλει να προβεί μετά τη διεξαγωγή διεξοδικής αξιολόγησης επιπτώσεων σε νομοθετικές δραστηριότητες· θεωρεί ότι εάν προτείνεται από την Επιτροπή μια τέτοια νομοθεσία, θα επιτρέπει στις δημόσιες αρχές, μέσω ευέλικτων, διαφανών και χωρίς διακρίσεις διαδικασιών, να επιλέξουν τον καλύτερο εταίρο, σύμφωνα με τα εκ των προτέρων καθορισμένα κριτήρια·

28. αναμένει να περιλαμβάνει η ενδεχόμενη νομοθεσία έναν σαφή ορισμό των συμβάσεων παραχώρησης που θα τις διακρίνει από τις δημόσιες συμβάσεις, καθώς και να θεσπίζει αντικειμενικά ελέγξιμα κριτήρια επιλογής·

29. φρονεί ότι οι συμβάσεις παραχώρησης πρέπει να έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής, η οποία ωστόσο εξαρτάται από τη διάρκεια της απόσβεσης της ιδιωτικής επένδυσης, ούτως ώστε οι ανταγωνιστές να μην αποκλείονται αναιτίως για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον ανταγωνισμό· πιστεύει ότι η διάρκεια των εταιρικών σχέσεων πρέπει να καθοριστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο ελεύθερος ανταγωνισμός να περιορίζεται κατά βάση μόνο στο βαθμό που απαιτείται προκειμένου να διασφαλίζεται η απόσβεση των επενδύσεων, η εύλογη απόδοση του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου και η επαναχρηματοδότηση μελλοντικών επενδύσεων·

30. θεωρεί ότι η αρχή της διαφάνειας υπαγορεύει να δημοσιοποιούνται στα έγγραφα της ανάθεσης τα στοιχεία στα οποία βασίζεται ο ορισμός της διάρκειας της σύμβασης, προκειμένου να μπορούν να τα λάβουν υπόψη οι προσφέροντες κατά την επεξεργασία της προσφοράς τους·

31. είναι της άποψης ότι μια ολιστική προσέγγιση των προμηθειών (έννοια του κύκλου ζωής) και ο ανταγωνισμός των προσφερόντων ως προς την καινοτομία μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν, κατά την κοινή υλοποίηση έργων, οι κίνδυνοι κατανέμονται με τον καλύτερο τρόπο και υπάρχουν περιγραφές της λειτουργικής απόδοσης και ένας μηχανισμός πληρωμών με τα καλύτερα δυνατά κίνητρα·

32. ζητεί από την Επιτροπή να συναγάγει συμπεράσματα από την κτηθείσα εμπειρία του ανταγωνιστικού διαλόγου, προκειμένου να προβεί σε συστάσεις για μια κατάλληλη διαδικασία ανάθεσης, δεδομένου ότι η ευελιξία του ανταγωνιστικού διαλόγου κατά κανόνα ανταποκρίνεται στον πολύπλοκο χαρακτήρα των συμβάσεων παραχώρησης χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την τήρηση των αρχών της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της αναλογικότητας·

33. στηρίζει την Επιτροπή στους ελέγχους που διενεργεί όσον αφορά τη θέσπιση ενιαίων κανόνων ανάθεσης για όλες τις ΣΔΙΤ σε συμβατική βάση, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα των επί μέρους ΣΔΙΤ ως δημόσια σύμβαση ή παραχώρηση·

ΘΣΔΙΤ και "ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις"

34. υποστηρίζει τις προσπάθειες της Επιτροπής να αναλάβει δράση στον τομέα των θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ (ΘΣΔΙΤ) ενόψει των σαφών ενδείξεων ύπαρξης νομικής ανασφάλειας·

35. αναγνωρίζει ότι υπάρχει στην πράξη η επιθυμία να διευκρινιστεί ο τρόπος εφαρμογής του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων στη σύσταση μικτών επιχειρήσεων που συνδέεται με την ανάθεση δημόσιας σύμβασης ή σύμβασης παραχώρησης και καλεί την Επιτροπή να προβεί το συντομότερο δυνατόν στις ανάλογες διευκρινίσεις·

36. είναι της άποψης ότι "οι ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις" άνευ διαγωνισμού δεν θα πρέπει να επεκταθούν περαιτέρω, καθώς με τον τρόπο αυτόν θα εξαιρούνταν ορισμένοι τομείς από την ανάγκη συμμόρφωσης με τους κανόνες για την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό·

37. θεωρεί απαραίτητη, ενόψει της αρχής της διαφάνειας και της απαγόρευσης των διακρίσεων, την εφαρμογή του δικαίου της ανάθεσης κατά τη σύσταση νέων ΣΔΙΤ, εφόσον η νέα αυτή σύσταση τελεί σε ουσιαστική και χρονική συνάρτηση με τη μεταβίβαση ενός δημόσιου καθήκοντος·

38. κατανοεί, ενόψει μιας σχετικής και διαρκώς διευρυνόμενης νομολογίας, τη δημιουργία γενικευμένης ανασφάλειας δικαίου κατά την εφαρμογή των κριτηρίων για τις ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις και καλεί συνεπώς την Επιτροπή να αναπτύξει, με βάση την ισχύουσα νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κριτήρια που θεσπίζουν ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για τη λήψη αποφάσεων από τις τοπικές διοικητικές αρχές·

39. θεωρεί, ότι ένα οποιαδήποτε κατώτερο ποσοστό συμμετοχής του δημόσιου φορέα ανάθεσης σε μία κοινή εταιρεία με τον ιδιωτικό τομέα θα οδηγούσε σε κάποιας μορφής μόνιμη σχέση προστασίας και ότι συνεπώς όλα τα όρια που έχουν τεθεί προς συζήτηση δημιουργούν προβλήματα·

40. θεωρεί ότι εάν η πρώτη πρόσκληση υποβολής προσφορών για την ίδρυση μικτής επιχείρησης ήταν ακριβής και εκτενής, δεν απαιτείται δεύτερη πρόσκληση υποβολής προσφορών·

41. ζητεί να διευκρινιστεί περαιτέρω ο ορισμός της έννοιας του «ανάλογου ελέγχου» που ασκείται από την αναθέτουσα δημόσια αρχή στον πάροχο υπηρεσιών, ιδίως στις περιπτώσεις όπου μικτές εταιρείες παρέχουν, για λογαριασμό της αναθέτουσας δημόσιας αρχής και σε σύνδεση με την εκτέλεση των καθηκόντων της, υπηρεσίες που χρηματοδοτούνται ή εξασφαλίζονται κυρίως από την αναθέτουσα δημόσια αρχή·

Συνεργασία μεταξύ τοπικών αρχών

42. επικροτεί καταρχήν, χάριν της τοπικής αυτοδιοίκησης και της αποτελεσματικής διοικητικής δράσης, τις μορφές συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο προκειμένου να επιτευχθούν, μεταξύ άλλων, και αποτελέσματα συνέργειας, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν καθιστά δυνατή την κατάχρηση που οδηγεί σε κλείσιμο της αγοράς·

43. θεωρεί απαραίτητο η Επιτροπή να αποσαφηνίσει τη νομική ανασφάλεια των διακοινοτικών συνεργασιών που ανέκυψε ως αποτέλεσμα της νομολογίας του Δικαστηρίου·

44. συμμερίζεται την άποψη του Δικαστηρίου που διατυπώνεται στην απόφασή του στην υπόθεση C-84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι οι συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης βάσει μίας νομικής μορφής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο δεν μπορούν να εξαιρεθούν γενικά από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων· θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ των μέτρων αμιγώς διοικητικού και/ή οργανωτικού χαρακτήρα και των συμβάσεων προμηθειών μεταξύ διοικητικών αρχών·

45. φρονεί ότι περιπτώσεις διακοινοτικής συνεργασίας πρέπει να θεωρηθούν άνευ σημασίας σε σχέση με το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων όταν:

      - πρόκειται για μια συνεργασία μεταξύ δημοτικών αρχών,

      - τα καθήκοντα, η εκπλήρωση των οποίων έχει μεταβιβαστεί στις δημοτικές αυτές αρχές, πρέπει να θεωρηθούν ως ζήτημα τεχνικής αναδιάρθρωσης ή όταν τα εποπτικά δικαιώματα των ενδιαφερομένων τοπικών αρχών ομοιάζουν με εκείνα που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες,

      - οι δραστηριότητες πραγματοποιούνται κατά βάση για τις ενδιαφερόμενες τοπικές αρχές·

46. απορρίπτει την εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων στις περιπτώσεις που οι τοπικές αρχές θέλουν να εκπληρώσουν μαζί με άλλες τοπικές αρχές έργα εντός της ακτίνας δράσης τους, ως μέτρο διοικητικής αναδιοργάνωσης, χωρίς να προσφέρουν σε τρίτους στην αγορά τις σχετικές υπηρεσίες·

47. διαπιστώνει ότι η εκχώρηση αρμοδιοτήτων για καθήκοντα δημόσιου τομέα από μια δημόσια αρχή σε μια άλλη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου για τις δημόσιες συμβάσεις

48. θεωρεί, ωστόσο, την εφαρμογή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων πάντοτε απαραίτητη όταν τοπικές αρχές προσφέρουν στην αγορά υπηρεσίες ως ιδιωτικές στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω τοπικών αρχών ή όταν διεκπεραιώνουν έργα του δημοσίου από ιδιωτικές επιχειρήσεις ή άλλες τοπικές αρχές·

o

o    o

49. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών.

  • [1]  ΕΕ L 82, 22.3.2001, σελ. 16

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Γενικές παρατηρήσεις

Τα τελευταία χρόνια, οι ΣΔΙΤ γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τα πρότυπά τους όμως διαφέρουν σημαντικά στα διάφορα κράτη μέλη, ανάλογα με το εκάστοτε εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και τους τομείς εφαρμογής τους. Εφόσον σήμερα δεν υπάρχει σε κοινοτικό επίπεδο ενιαίος ορισμός για τις ΣΔΙΤ, ο όρος αυτός αποτελεί μια γενική περιγραφή συμφωνιών μεταξύ δημοσίων αρχών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Οι συμφωνίες αυτές αφορούν μέτρα για δημόσιες υποδομές ή δημόσιες υπηρεσίες. Όταν οι ΣΔΙΤ εφαρμόζονται σωστά, συνεπάγονται κατά κανόνα μικρότερες δαπάνες κύκλου ζωής, καλύτερη κατανομή του κινδύνου, ταχύτερη εκτέλεση των δημοσίων έργων και υπηρεσιών, βελτίωση της ποιότητας και εξοικονόμηση χρημάτων.

Κατόπιν μιας προσεκτικότερης εξέτασης διαπιστώνεται ότι το επίπεδο ανάπτυξης των ΣΔΙΤ στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαφέρει σημαντικά από κράτος σε κράτος. Εν γένει, μπορεί κανείς να διακρίνει τρεις ομάδες κρατών μελών: μία κορυφαία, που την αποτελούν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Ιταλία, μία μεσαία και μία ομάδα κρατών με περιορισμένη πείρα στον εν λόγω τομέα. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης αποτελούν μια ιδιαίτερη ομάδα εξαιτίας των ιδιαίτερων οικονομικών και πολιτικών χαρακτηριστικών τους. Στις χώρες αυτές, οι ΣΔΙΤ διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία σύγχρονων υποδομών.

Η προαναφερθείσα κορυφαία ομάδα κρατών μελών χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη πείρα της σε διάφορους τομείς, από τα μέτρα υποδομής στον σιδηροδρομικό και οδικό τομέα έως τα έργα που αφορούν το υγειονομικό, το εκπαιδευτικό και το σωφρονιστικό σύστημα. Επιπροσθέτως, αυτά τα κράτη έχουν συχνά σαφή εικόνα των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων των ΣΔΙΤ σε επιμέρους τομείς. Δεν είναι σπάνια η ύπαρξη ειδικών νόμων σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο και έχουν αναπτυχθεί ειδικές μέθοδοι αξιολόγησης για την εκτίμηση της επιτυχίας. Άλλα κράτη. όπως η Ιρλανδία, έχουν συστήσει ειδικά διοικητικά τμήματα για την ανάπτυξη και συγκέντρωση της πείρας που αποκτάται σχετικά με τις ΣΔΙΤ.

Ιδίως από τις εμπειρίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο μπορεί να χαρακτηριστεί πρωτοπόρο κράτος ως προς τη χρησιμοποίηση των ΣΔΙΤ, αλλά και σε άλλες χώρες, μπορούν να συναχθούν τα ακόλουθα προσωρινά συμπεράσματα:

- Ορισμένοι τομείς φαίνονται καταλληλότεροι για την εφαρμογή προτύπων ΣΔΙΤ από άλλους. Τα έργα υποδομής στον σιδηροδρομικό και οδικό τομέα προσέφεραν κατά κανόνα μετρήσιμη προστιθέμενη αξία. Πρέπει να περιμένουμε για να δούμε αν μπορούν να επιτευχθούν παρόμοια αποτελέσματα και στους τομείς της υγείας και της παιδείας, καθώς και σε άλλους τομείς. Αφού οι συμβάσεις ισχύουν εδώ και λίγο καιρό, δεν μπορεί εν προκειμένω να γίνει ακόμα οριστική αξιολόγηση. Τομείς που χαρακτηρίζονται από ταχείες τεχνολογικές μεταβολές, όπως ο τομέας της τεχνολογίας των πληροφοριών, πάντως, δεν φαίνονται κατάλληλοι για ΣΔΙΤ. Είναι σχεδόν αδύνατο να οριστούν για σχετικά μεγάλα διαστήματα αξιόπιστες ποιοτικές προδιαγραφές χωρίς αυτό να εμποδίσει τις ενδεχόμενες καινοτομίες και τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών.

- Σημαντική φαίνεται η σωστή επιλογή των παραμέτρων μέτρησης της σχέσης κόστους-ωφελείας μιας ΣΔΙΤ.

- Καθίσταται φανερό ότι πολλές φορές οι ΣΔΙΤ υπερέχουν της κλασικής ανάθεσης έργων κατά τη φάση σχεδιασμού και κατασκευής, αλλά παρουσιάζουν εν μέρει σοβαρές δυσκολίες κατά τη φάση λειτουργίας.

- Πέραν τούτου, χρειάζονται βελτιωμένα μέσα αποτελεσματικού ελέγχου και άσκησης επιρροής επί του ιδιωτικού τομέα ως προς την εκτέλεση. Σε αυτά συγκαταλέγονται και αξιόπιστες κυρώσεις όπως για παράδειγμα ρήτρες μείωσης της αμοιβής ή καταγγελίας της σύμβασης.

- Τέλος, οι εθνικές πολιτικές τοποθετήσεις και οι υφιστάμενες αρμοδιότητες διαδραματίζουν καίριο ρόλο για την ανάπτυξη και την επιτυχία των ΣΔΙΤ. Η δημιουργία εξειδικευμένων τμημάτων στο πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης και η βελτίωση των διαχειριστικών αρμοδιοτήτων τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα προφανώς θα οδηγήσουν μελλοντικά σε βελτιωμένα αποτελέσματα. Σε πολλά μέρη θα αποδειχθεί απαραίτητη μια αλλαγή νοοτροπίας της δημόσιας διοίκησης.

Συνοψίζοντας πρέπει να διαπιστώσουμε πως οι ΣΔΙΤ δεν αποτελούν πανάκεια. Ο σχεδιασμός των ΣΔΙΤ είναι δύσκολος, το ίδιο και η διεξαγωγή και η λειτουργία τους. Απαιτούν πολύ χρόνο για να επιφέρουν ορατά αποτελέσματα και έτσι είναι ακόμα πιο σημαντικό να έχει ελεγχθεί διεξοδικά εκ των προτέρων αν το δημόσιο πρέπει να συνάψει μια ΣΔΙΤ και πώς πρέπει να τη διαμορφώσει.

Οι κυβερνήσεις θα πρέπει καταρχάς να επικεντρωθούν στη βελτίωση των διοικητικών τους ικανοτήτων και των μεθόδων αξιολόγησής τους αντί να επεκτείνουν την εφαρμογή των ΣΔΙΤ σε άλλους τομείς. Θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι των ΣΔΙΤ θα βρίσκονται στην πλευρά που μπορεί να τους αντιμετωπίσει καλύτερα και ότι θα αξιοποιηθούν αποτελεσματικά τα πλεονεκτήματα από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα. Με μια διαφορετική προσέγγιση, ο δημόσιος τομέας θα διέτρεχε κίνδυνο να συνάψει ΣΔΙΤ με εσφαλμένα κίνητρα όπως π.χ. μια βραχυπρόθεσμη βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης σε βάρος μιας μακροπρόθεσμης οικονομικής ισχύος.

Αναφορικά με το σημερινό νομικό πλαίσιο των ΣΔΙΤ, πρέπει να σημειωθεί ότι στο ευρωπαϊκό δίκαιο δεν περιλαμβάνονται ειδικές ρυθμίσεις ούτε για την επιλογή του ιδιωτικού εταίρου ούτε για τη φάση εφαρμογής. Για την επιλογή του εταίρου ισχύουν οι γενικές αρχές της Συνθήκης ΕΚ και οι υφιστάμενες οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις. Βάσει της Συνθήκης ΕΚ, όλες οι συμβάσεις ανάθεσης έργου από δημόσια αρχή διέπονται από τις γενικές αρχές της ελευθερίας εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών των άρθρων 43-49 της Συνθήκης ΕΚ. Επομένως, οι ΣΔΙΤ πρέπει να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για διαφάνεια, ίση μεταχείριση, αναλογικότητα και αμοιβαία αναγνώριση. Επιπροσθέτως, οι ΣΔΙΤ που πρέπει να αξιολογούνται ως δημόσιες συμβάσεις πρέπει να εφαρμόζουν τις γενικές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις. Για τις συμβάσεις παραχώρησης έργων ισχύουν ορισμένες ειδικές διατάξεις, ενώ το παράγωγο δίκαιο δεν καλύπτει μέχρι σήμερα τις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών. Για την εφαρμογή των ΣΔΙΤ ισχύει η εθνική νομοθεσία, που πρέπει να είναι σύμφωνη με τους ανώτερους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ.

Εξαιτίας της έλλειψης ενιαίου νομικού πλαισίου για τις ΣΔΙΤ σε ευρωπαϊκό επίπεδο και της ανομοιογένειας των εθνικών νόμων, τίθεται το ερώτημα αν χρειάζονται ενιαίοι κανόνες για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός μεταξύ των παραγόντων της αγοράς. Κατά τη διαβούλευση που ακολούθησε την Πράσινη Βίβλο, μια μικρή πλειονότητα των συμμετεχόντων τάχθηκε εναντίον μιας οριζόντιας ρύθμισης για τις ΣΔΙΤ, ενώ τάχθηκε υπέρ πρωτοβουλιών για τις συμβάσεις παραχώρησης, τις ΣΔΙΤ και τις ενδοϋπηρεσιακές σχέσεις. Δεν επιτεύχθηκε συμφωνία όσον αφορά το ζήτημα της μορφής ενδεχόμενων πρωτοβουλιών, εάν δηλαδή πρέπει να προτιμηθούν μέτρα νομοθετικού ή μη νομοθετικού χαρακτήρα.

Οι ΣΔΙΤ συνιστούν κατά βάση μια μορφή ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων. Παρόλα αυτά δημιουργήθηκε, κυρίως εξαιτίας της διευρυνόμενης νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μια κατάσταση έλλειψης νομικής ασφάλειας η οποία πρέπει να ξεκαθαριστεί. Επίσης, πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά σε ποιους τομείς είναι δυνατόν να ενοποιηθούν οι κανόνες χωρίς να εξαλείψουν σημαντικές διαφορές. Η νομοθετική διαδικασία πρέπει καταρχήν να αντιμετωπιστεί με προσοχή διότι πολλές φορές οι ΣΔΙΤ είναι πολύ περίπλοκες συμβάσεις που μπορούν να παραμείνουν ελκυστικές μόνο εάν υπάρχουν ευέλικτες ρυθμίσεις.

Από πλευράς κοινοτικής πολιτικής, η σαφής θέση πρέπει να είναι ότι σε κάθε περίπτωση επιλογής ιδιωτικού εταίρου, πρέπει να επιλέγονται διαφανείς διαδικασίες. Ο λόγος είναι, πέρα από την επιταγή της διαφάνειας και του δίκαιου ανταγωνισμού μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, ότι η ιδιωτική οικονομία και το δημόσιο έχουν κατά βάση διαφορετικά συμφέροντα. Η κατάσταση πρέπει, αντίθετα, να αξιολογηθεί διαφορετικά ως προς τη διακοινοτική συνεργασία, που είναι έκφραση του δικαιώματος οργάνωσης σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Εφόσον τα προβλήματα διαφέρουν ανάλογα με το θέμα που αφορούν οι ΣΔΙΤ, θα πρέπει μελλοντικά να αντιμετωπίζονται χωριστά.

Οι ΣΔΙΤ ως δημόσιες συμβάσεις

Ως προς τις ΣΔΙΤ που πρέπει να χαρακτηριστούν δημόσιες συμβάσεις, το θέμα είναι κυρίως η εφαρμογή της διαδικασίας σύναψης συμβάσεων. Ο ανταγωνιστικός διάλογος είναι μια νέα διαδικασία σύναψης συμβάσεων, επιπλέον των γνωστών διαδικασιών της ανοιχτής και κλειστής διαδικασίας και της διαδικασίας με διαπραγμάτευση για ανάθεση συμβάσεων άνω της οριακής τιμής. Η διαδικασία συνδυάζει στοιχεία της πρόσκλησης υποβολής προσφορών και της διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Είναι επικουρική της ανοιχτής και κλειστής διαδικασίας, αλλά ταυτόχρονα έχει προτεραιότητα έναντι της διαδικασίας με διαπραγμάτευση.

Η σύναψη συμβάσεων στον ανταγωνιστικό διάλογο μπορεί να προβλεφθεί από τα κράτη μέλη σε εξαιρετικά περίπλοκες περιπτώσεις. Δυσκολίες παρουσιάζει ο ακριβέστερος ορισμός της έννοιας της «ιδιαίτερης πολυπλοκότητας», που υποτίθεται ότι υπάρχει όταν η αναθέτουσα δημόσια αρχή

- δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να καθορίσει τα τεχνικά μέσα που μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και στους στόχους της ή/και

- δεν είναι αντικειμενικά σε θέση να καθορίσει τις νομικές ή/και χρηματοοικονομικές ρυθμίσεις ενός σχεδίου.

Συνεπώς, τίθεται το ερώτημα αν είναι κανονικά δεδομένη η ιδιαίτερη πολυπλοκότητα στις ΣΔΙΤ. Ως προς αυτό, πρέπει να αναφέρουμε ότι οι ΣΔΙΤ είναι μεν συχνά ιδιαίτερα πολύπλοκες, αυτό όμως δεν συμβαίνει οπωσδήποτε σε όλες τις περιπτώσεις και για τον λόγο αυτόν πρέπει να λαμβάνεται απόφαση κατά περίπτωση. Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι για τη σύναψη συμβάσεων στον τομέα των ΣΔΙΤ είναι καταρχήν προτιμητέα η διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου, διότι συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της κλειστής διαδικασίας και της διαδικασίας με διαπραγμάτευση. Χάρη στην ευελιξία της καθιστά δυνατή την επεξεργασία των βέλτιστων λύσεων με μεγάλη πίεση ανταγωνισμού. Παρουσιάζει βέβαια τα μειονεκτήματα της πολυπλοκότητας και του κόστους για όλους τους συμμετέχοντες, τα οποία όμως αντισταθμίζονται από τη μεγαλύτερη διαφάνεια σε σύγκριση με τη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Ως εκ τούτου, περιορίζεται ο κίνδυνος συμπεριφορών που δεν συνάδουν στον ανταγωνισμό. Για τη διευκόλυνση της εφαρμογής της διαδικασίας, η Επιτροπή πρέπει να συγκεκριμενοποιήσει τον όρο της «νομικής και οικονομικής πολυπλοκότητας».

Οι ΣΔΙΤ ως συμβάσεις παραχώρησης

Ένα από τα κύρια σημεία της σημερινής συζήτησης για το θέμα των ΣΔΙΤ αφορά το εάν πρέπει να δημιουργηθεί ρύθμιση σε κοινοτικό επίπεδο για τις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών και εάν ναι, αν θα πρέπει να είναι ξεχωριστή ή μπορεί να συνδυαστεί με τις δημόσιες συμβάσεις. Η Επιτροπή εξέδωσε ήδη πριν από μερικά χρόνια ερμηνευτική ανακοίνωση σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης στο κοινοτικό δίκαιο. Βάσει του αποτελέσματος της διαβούλευσης, η Επιτροπή αποφάσισε να διεξαγάγει αρχικά εκτίμηση επιπτώσεων πριν αποφασίσει εάν θα δημοσιεύσει περαιτέρω ερμηνευτική ανακοίνωση ή πρόταση οδηγίας. Η προσέγγιση αυτή είναι αξιέπαινη.

Το γεγονός ότι στον τομέα αυτόν δεν υπάρχει υποχρέωση εναρμόνισης των νομικών διατάξεων, καθώς και το ότι η μειονότητα των κρατών μελών θέλει να θεσπίσει κανόνες για τις συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών, αποτελούν εμπόδιο για το άνοιγμα των αντίστοιχων αγορών σε ολόκληρη την Κοινότητα. Η κατάσταση αυτή δεν ενέχει μόνο τον κίνδυνο απώλειας ως προς τον ανταγωνισμό, αλλά οδηγεί επίσης σε προβλήματα έλλειψης νομικής ασφάλειας που οφείλονται κατά πρώτο λόγο στις δυσκολίες οριοθέτησης, αφού στις πολύπλοκες ΣΔΙΤ δεν είναι πάντα εύκολο να διαπιστωθεί αν πρόκειται για παραχώρηση υπηρεσιών ή για παροχή υπηρεσιών.

Συνεπώς, το καθοριστικό πλεονέκτημα μιας νομικής ρύθμισης της διαδικασίας ανάθεσης συμβάσεων παραχώρησης έγκειται στην νομική ασφάλεια που προσφέρει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Και η νομική ασφάλεια σημαίνει επενδυτική ασφάλεια, η οποία με τη σειρά της έχει επίσης θετική επίδραση στον ανταγωνισμό. Μια νομοθετική ρύθμιση για τις συμβάσεις παραχώρησης θα πρέπει να θεσπίζει μία συγκεκριμένη διαδικασία ανάθεσης που θα λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες αυτής της μορφής νομοθεσίας. Αυτό θα καθιστούσε σαφές ότι οι αρχές δεν μπορούν να συνάψουν σύμβαση παραχώρησης με μια επιχείρηση χωρίς ανταγωνιστική διαδικασία επιλογής. Κατά κανόνα, ένας τέτοιος ανταγωνισμός έχει ως αποτέλεσμα – προς το συμφέρον των καταναλωτών – χαμηλότερες τιμές με την ίδια ή και ακόμα καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών. Όσο όμως δεν καλύπτεται η ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης, παραμένει η υποψία ότι οι συμβάσεις παραχώρησης υπηρεσιών χρησιμεύουν ως «διαφυγή από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων».

Θεσμοθετημένες ΣΔΙΤ (ΘΣΔΙΤ) και ενδοϋπηρεσιακές συμβάσεις

Οι ΘΣΔΙΤ είναι κοινοί φορείς που περιλαμβάνουν εταίρους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα. Αποστολή τους είναι η διάθεση ή παροχή μιας υπηρεσίας προς όφελος του κοινού, συνήθως στον τομέα των υπηρεσιών κοινής ωφελείας. Οι θεσμοθετημένες ΣΔΙΤ μπορούν να προκύψουν από την ίδρυση μιας νέας επιχείρησης μικτού κεφαλαίου, αλλά και όταν ένας ιδιωτικός εταίρος αναλαμβάνει τον έλεγχο μιας πρώην δημόσιας επιχείρησης, συγκεκριμένα με την τροποποίηση της μετοχικής σύνθεσης ενός δημόσιου φορέα.

Εδώ τίθεται το ερώτημα αν αυτές οι δύο διαδικασίες – η σύσταση νέας επιχείρησης και η τροποποίηση της μετοχικής σύνθεσης – είναι νομικά σημαντικές από τη σκοπιά του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων. Κατά την άποψη της Επιτροπής, ο ιδιωτικός εταίρος μιας τέτοιας επιχείρησης πρέπει να επιλεγεί, υπό το πρίσμα των καθηκόντων που θα αναλάβει, με τρόπο που θα εξασφαλίζει τη διαφάνεια και τη μη διάκριση, και μάλιστα ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή της σύμβασης, σύμφωνα με τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις ή τη Συνθήκη ΕΚ. Η άποψη της Επιτροπής πρέπει να υιοθετηθεί, διότι ο δίκαιος ανταγωνισμός μπορεί να διασφαλιστεί μόνο με την επιλογή του ιδιωτικού εταίρου βάσει αντικειμενικών κριτηρίων. Μετά την επιλογή του ιδιωτικού εταίρου μιας επιχείρησης μικτού κεφαλαίου, οι περαιτέρω σχετικές προσκλήσεις υποβολής προσφορών θα σήμαιναν απλά περιττό γραφειοκρατικό κόστος. Επομένως, πρέπει να αποφεύγονται οι διπλές προσκλήσεις υποβολής προσφορών.

Στην παραπάνω θεματολογία εντάσσεται και το ερώτημα αν η σύναψη δημόσιας σύμβασης ή σύμβασης παραχώρησης με επιχείρηση μικτού κεφαλαίου καθιστά αναγκαία την πρόσκληση υποβολής προσφορών (η επονομαζόμενη προβληματική των ενδοϋπηρεσιακών συμβάσεων). Εδώ θεσπίστηκαν καθοριστικά κριτήρια με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις υποθέσεις Teckal και Stadt Halle.

Βάσει της νομολογίας της υπόθεσης Teckal, η συμμετοχή της αναθέτουσας αρχής σε επιχειρήσεις μικτού κεφαλαίου δεν δικαιολογεί εξαίρεση από τις αρχές που διέπουν την ανάθεση. Το καθοριστικό είναι η ανάθεση σε πρόσωπο το οποίο νομικώς διακρίνεται από την επιχείρηση αυτή. Σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, η εξαίρεση από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων αναγνωρίζεται όταν η αναθέτουσα αρχή ασκεί επί της επιχείρησης μικτού κεφαλαίου έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί της δικής της υπηρεσίας και όταν η επιχείρηση πραγματοποιεί το ουσιώδες τμήμα της δραστηριότητάς της για τη δημόσια υπηρεσία. Τα δύο αυτά κριτήρια πρέπει να πληρούνται σωρευτικά προκειμένου να μπορεί να γίνει εξομοίωση με ενδοϋπηρεσιακούς φορείς του αναθέτοντος οργανισμού. Η νομολογία της υπόθεσης Stadt Halle οδήγησε σε μία περαιτέρω διασαφήνιση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η αναθέτουσα δημόσια αρχή μπορεί να προβεί σε ανάθεση σε επιχείρηση ιδιοκτησίας της χωρίς να δεσμεύεται από τις διατάξεις για την ανάθεση μόνο εφόσον διαθέτει ολόκληρο το κεφάλαιο της επιχείρησης, δηλαδή εφόσον δεν υπάρχει η παραμικρή ιδιωτική συμμετοχή στην επιχείρηση. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μόνο τότε ασκεί η αναθέτουσα αρχή έλεγχο επί της επιχείρησης ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί δικής της υπηρεσίας.

Η νομολογία αυτή πρέπει καταρχήν να υιοθετηθεί για δύο λόγους: αφενός, η επένδυση ιδιωτικού κεφαλαίου σε μια επιχείρηση βασίζεται σε συλλογισμούς που σχετίζονται με ιδιωτικά συμφέροντα και ως εκ τούτου επιδιώκει άλλους σκοπούς από εκείνους του δημοσίου συμφέροντος και, αφετέρου, η ανάθεση δημόσιας σύμβασης σε επιχείρηση μικτού κεφαλαίου χωρίς πρόσκληση υποβολής προσφορών θα λειτουργούσε αρνητικά ως προς τον στόχο ενός γνήσιου ανταγωνισμού και την αρχή της ίσης μεταχείρισης των ενδιαφερομένων. Μια τέτοια διαδικασία θα προσέφερε πλεονέκτημα σε όποια ιδιωτική επιχείρηση συμμετέχει στο κεφάλαιο της επιχείρησης μικτού κεφαλαίου έναντι των ανταγωνιστών της.

Διακοινοτική συνεργασία

Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2005 (Επιτροπή κατά Ισπανίας), οι συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν μπορούν γενικά να εξαιρεθούν από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων. Το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων ισχύει πάντοτε όταν δύο χωριστά νομικά πρόσωπα συνάπτουν σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας. Επομένως, δεν έχει σημασία το καθεστώς των προσώπων που συμμετέχουν και μπορεί να πρόκειται και για οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Η απόφαση αυτή πυροδότησε συζήτηση μεταξύ των κοινοτήτων στην Ευρώπη σχετικά με το ερώτημα αν και σε ποιες περιπτώσεις τα είδη της διακοινοτικής συνεργασίας διέπονται από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να έχει ως αφετηρία τον ορισμό του κοινωνικού συνόλου. Χαρακτηριστικό του νομικού συστήματος της Ευρώπης και των κρατών μελών είναι η διάκριση μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Ενώ η κοινωνία, στην οποία συγκαταλέγεται και ο τομέας της οικονομίας, έχει ως χαρακτηριστικά την ελευθερία, την αυτονομία του ατόμου και της αγοράς, αντίθετα, το κράτος και οι υποδιαιρέσεις του θεωρούνται μία οργανωμένη μονάδα εξουσίας και λήψης αποφάσεων. Η ιδιαιτερότητα ενός κράτους με ομοσπονδιακή δομή είναι ότι οι υποδιαιρέσεις του αποτελούν ξεχωριστά νομικά πρόσωπα διαφορετικά από το κράτος ως σύνολο, ενώ παραμένουν μέρος του κράτους στο πλαίσιο της διάκρισής του από την κοινωνία. Οι κανόνες συνεργασίας μεταξύ των επιμέρους φορέων εξουσίας ανήκουν ως συμβάσεις δημοσίου δικαίου στην οργάνωση της εθνικής διοίκησης και πρέπει. ως εκ τούτου. να διακρίνονται με αυστηρότητα από τις επονομαζόμενες εξαρτημένες συμβάσεις μεταξύ διοίκησης και πολιτών.

Σε αυτό το πλαίσιο, η διακοινοτική συνεργασία είναι καταρχήν μια συμφωνία που αφορά αρμοδιότητα εντός ενός διοικητικού οργανισμού ενός κράτους μέλους. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, γίνονται «εσωτερικές ανακατατάξεις των κρατικών εξουσιών». Επομένως οι μεταβιβάσεις καθηκόντων μεταξύ κοινοτήτων δεν είναι διαδικασίες σύμβασης, αλλά εσωτερικά κρατικά οργανωτικά μέτρα· ένα έργο μεταβιβάζεται σε μία άλλη υπηρεσία εντός του κράτους. Βάσει της αρχής της περιορισμένης απονομής αρμοδιότητας, η ΕΕ δεν διαθέτει αρμοδιότητα στον τομέα αυτόν. Αντίθετα, ο οργανισμός της εθνικής διοίκησης εξαιρείται βάσει της αρχής της διαδικαστικής και οργανωτικής αυτονομίας της ΕΕ και επ’ αυτού συμφωνεί και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Εάν θεωρηθεί ότι αυτές οι περιπτώσεις αναδιοργάνωσης της κατανομής καθηκόντων στο πλαίσιο της γενικής κρατικής οργάνωσης υπάγονται όντως στο δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων, αυτό θα αποτελούσε μια έμμεση υποχρεωτική ιδιωτικοποίηση. Όμως δεν μπορεί να είναι αυτή η πρόθεση, διότι το κράτος είναι βασικά ελεύθερο να αποφασίζει αν θέλει να προσφέρει υπηρεσίες το ίδιο ή να τις αναθέσει σε τρίτους στην αγορά. Εκτός αυτού, μια τέτοια άποψη είναι αντίθετη με το άρθρο 295 της Συνθήκης ΕΚ, βάσει του οποίου το καθεστώς ιδιοκτησίας των κρατών μελών δεν θίγεται από τη Συνθήκη ΕΚ.

Το δικαίωμα εξουσίας των κοινοτήτων είναι εγγυημένο τόσο σε εθνικό, όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από ευρωπαϊκή σκοπιά απορρέει αφενός από την ιδέα της επικουρικότητας σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ και αφετέρου από τα άρθρα 2 και 4 του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας. Και η Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης αναγνωρίζει ρητά την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση και τις σχετικές κρατικές δομές στο άρθρο Ι-5, όπου αναφέρεται ότι η Ένωση σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση.

Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να εξαιρείται εξ ορισμού από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων κάθε συμφωνία μεταξύ φορέων εξουσίας. Αντίθετα, χρειάζεται ένας διαχωρισμός μεταξύ των καθαρά διοικητικών και οργανωτικών μέτρων και των συμβάσεων μεταξύ διοικητικών οργανισμών, στις οποίες πρέπει να εφαρμόζεται το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.

Επίσης, η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 13ης Ιανουαρίου 2005 για τις συμφωνίες συνεργασίας στην Ισπανία δεν υποχρεώνει σε μια διαφορετική εκτίμηση, αλλά απλώς αναφέρει ότι οι συμφωνίες εντός της κρατικής δομής δεν μπορούν να εξαιρεθούν συλλογικά και γενικά από το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων.

Με βάση τη θεώρηση που παρουσιάστηκε, η Επιτροπή πρέπει να αναπτύξει κριτήρια με στόχο να αρθεί η υφιστάμενη έλλειψη νομικής ασφάλειας.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ (4.10.2006)

προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

σχετικά με τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης
(2006/2043(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης (*): Werner Langen

(*)    Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των Επιτροπών – άρθρο 47 του Κανονισμού

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

Α.       λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν συμμετάσχει σε πολυάριθμες ΣΔΙΤ την τελευταία δεκαετία·

Β.        λαμβάνοντας υπόψη ότι σε αυτήν τη μορφή συνεργασίας, ενόψει των ποικίλων οικονομικών και άλλου είδους περιορισμών, ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να διαθέσει την τεχνική τεχνογνωσία, την επιχειρηματικότητα στον τρόπο λειτουργίας, καθώς και οικονομικά μέσα για την εκτέλεση δημόσιων καθηκόντων και με τον τρόπο αυτόν μπορεί να συμβάλει ώστε, ακόμα και σε περίοδο αυστηρών δημόσιων προϋπολογισμών, να παρέχονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες σε ελκυστικές τιμές και ταυτόχρονα να είναι σε θέση ο δημόσιος τομέας να εκτελεί αποτελεσματικά τα βασικά καθήκοντά του·

Γ.        λαμβάνοντας υπόψη ότι τα σχέδια ΣΔΙΤ κυρίως εκπονούνται από τοπικές και κοινοτικές αρχές, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα ανάγκη υλοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ιδίως όσον αφορά τα διευρωπαϊκά δίκτυα·

Δ.        λαμβάνοντας υπόψη ότι θα πρέπει να ελέγχεται σε κάθε επιμέρους περίπτωση εάν μία ΣΔΙΤ μπορεί να επιφέρει πρόσθετα οφέλη έναντι άλλων μέσων, όπως π.χ. η κλασική ανάθεση δημόσιας σύμβασης ή η διαχείριση από την ίδια τη δημόσια αρχή·

Ε.        λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει μεν ενιαίος ορισμός των ΣΔΙΤ σε κοινοτικό επίπεδο, αλλά ότι τα χαρακτηριστικά στοιχεία των σχεδίων ΣΔΙΤ είναι συγκρίσιμα·

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, βάσει του άρθρου 3 της Συνθήκης ΕΚ, η απαγόρευση των περιορισμών του εμπορίου, η ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών, καθώς και η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίου συνιστούν γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου που πρέπει να ισχύουν για τις ΣΔΙΤ στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς,

Ζ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 86 της Συνθήκης ΕΚ προβλέπει πως οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΚ, οι οποίοι αποτελούν το θεμέλιο της εσωτερικής αγοράς, εφόσον η εφαρμογή των εν λόγω κανόνων δεν παρεμποδίζει τα ειδικά καθήκοντα των επιχειρήσεων στις οποίες έχει ανατεθεί η προσφορά των υπηρεσιών αυτών,

Η.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 5 της Συνθήκης ΕΚ θεσπίζει την αρχή της επικουρικότητας, σύμφωνα με την οποία οι τοπικές αρχές και τα κράτη μέλη έχουν την αρμοδιότητα καθορισμού και χρηματοδότησης των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος,

Θ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν θεσπίσει προϋποθέσεις για τις ΣΔΙΤ άνευ διαγωνισμού ανάθεσης· λαμβάνοντας υπόψη τον αυξανόμενο αριθμό διαφορών με τις οποίες ασχολείται το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον τομέα της ανάθεσης συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, ο οποίος οφείλεται στον ελλιπή νομικό ορισμό των εννοιών «ενδοϋπηρεσιακός», «συμβάσεις δημόσιων έργων», «συμβάσεις δημόσιων υπηρεσιών» και «συμβάσεις παραχώρησης» με τις διάφορες μορφές τους,

Ι.      λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα νέα κράτη μέλη επιλέγεται η μορφή των ΣΔΙΤ κυρίως για να μη γίνει ορατή η αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο υπόκειται στα κριτήρια του Μάαστριχτ· εκφράζει την ανησυχία του ότι, σε αυτές τις περιπτώσεις, η αντιστάθμιση των απωλειών που προκαλεί στον ιδιωτικό επενδυτή η χαμηλή εγχώρια αγοραστική δύναμη μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερα ποσά επιστροφής από τη συνήθη δόση των υπό κρατική εγγύηση δανείων που λαμβάνονται για την κατασκευή των ίδιων εγκαταστάσεων·

ΙΑ.    λαμβάνοντας υπόψη τις επανειλημμένες ασάφειες της νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς το νομικό καθεστώς των κοινοτικών συνδέσμων ειδικού σκοπού (« intercommunales ») και των δραστηριοτήτων που ελέγχουν, τόσο ως άμεσες αναθέτουσες αρχές, όσο και ως φορείς παροχής υπηρεσιών για τις τοπικές αρχές στις οποίες ανήκουν,

ΙΒ.    λαμβάνοντας υπόψη τo αβέβαιο νομικό καθεστώς των θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ σε σχέση με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου,

1.      χαιρετίζει την υποβολή της Πράσινης Βίβλου για τις συμβάσεις παραχώρησης και τις θεσμοθετημένες ΣΔΙΤ, καθώς και το γεγονός ότι, ύστερα από δημόσια διαβούλευση, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση που περιέχει συγκεκριμένες προτάσεις·

2.      συμφωνεί με τη λειτουργική διάκριση μεταξύ συμβατικών και θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ που προτείνει η Επιτροπή·

3.      υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης, η οποία θα περιλαμβάνει σαφή διάκριση μεταξύ συμβάσεων παραχώρησης και δημοσίων συμβάσεων, αφού προηγουμένως ολοκληρωθεί η απαιτούμενη εκτίμηση αντικτύπου·

4.      θεωρεί σκόπιμο να υπάρξει μια ρύθμιση σχετικά με το δικαίωμα εκμετάλλευσης κατασκευών και υπηρεσιών, τους συναφείς κινδύνους και την ασφαλή συνεισφορά ιδιωτικών κεφαλαίων, δεδομένου ότι αυτό θα ενισχύσει τα υπάρχοντα κίνητρα για ΣΔΙΤ·

5.      καλεί την Επιτροπή να υποβάλει προ του τέλους του 2006 μια νομική διασαφήνιση για τις θεσμοθετημένες ΣΔΙΤ, σύμφωνα με το άρθρο 251 της Συνθήκης ΕΚ, στην οποία να καθίσταται σαφές πώς πρέπει να εφαρμόζονται οι κοινοτικές διατάξεις κατά την επιλογή εταίρων από τον ιδιωτικό τομέα·

6.      θεωρεί ότι σε αυτή τη νομική διασαφήνιση για τις θεσμοθετημένες ΣΔΙΤ θα πρέπει να προβλέπεται μια ενιαία, διαφανής και χωρίς διακρίσεις διαδικασία επιλογής που θα ακολουθείται για τη σύσταση θεσμοθετημένης ΣΔΙΤ και την ανάθεση καθηκόντων σε αυτήν·

7.      θεωρεί ότι, για να εξασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός, η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει ανακοίνωση που θα αποσαφηνίζει τη νέα διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου και θα καθορίζει τρόπους προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας·

8.      αντιτίθεται στις ειδικές διευθετήσεις για τις αναθέσεις κάτω της κατώτατης αξίας, καθώς τούτο εναπόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν αυτή την αρμοδιότητα μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας τους·

9.      ζητεί να διασαφηνιστεί το νομικό καθεστώς των κοινοτικών συνδέσμων ειδικού σκοπού στο κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο των νομοθετικών πρωτοβουλιών για τις θεσμοθετημένες και τις συμβατικές ΣΔΙΤ, με τις οποίες θα τους παρέχεται, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων που τους έχουν παραχωρηθεί, η ίδια αρμοδιότητα ανάθεσης συμβάσεων με αυτήν που έχουν οι αρμόδιες αρχές και οι οποίες θα δίνουν τη δυνατότητα στις εμπλεκόμενες τοπικές αρχές να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες τους με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τις δικές τους υπηρεσίες·

10.    απαιτεί σαφείς κανόνες για τους κοινοτικούς συνδέσμους ειδικού σκοπού, όταν αυτοί αναλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο καθήκοντα εντός περιορισμένου τοπικού πεδίου αρμοδιοτήτων·

11.    είναι της άποψης ότι οι ενδοϋπηρεσιακές συναλλαγές άνευ διαγωνισμού δεν θα πρέπει να επεκταθούν περαιτέρω, καθώς με τον τρόπο αυτόν θα εξαιρούνταν ορισμένοι τομείς από την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό·

12.    είναι της άποψης ότι πρέπει να συμπεριληφθούν στη νομοθεσία της ΕΚ τα δύο κριτήρια που ορίζονται τώρα στην πάγια νομολογία του Δικαστηρίου για τις ενδοϋπηρεσιακές συναλλαγές – συγκεκριμένα ότι η αναθέτουσα δημόσια αρχή ασκεί στον πάροχο υπηρεσιών έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών και ότι πρέπει να αναπτύσσει το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς της εντός της περιοχής δικαιοδοσίας της αναθέτουσας δημόσιας αρχής·

13.    ζητεί να διευκρινιστεί περαιτέρω ο ορισμός της έννοιας του «ανάλογου ελέγχου» που ασκείται από την αναθέτουσα δημόσια αρχή στον πάροχο υπηρεσιών, ιδίως στις περιπτώσεις όπου μικτές εταιρείες παρέχουν, για λογαριασμό της αναθέτουσας δημόσιας αρχής και σε σύνδεση με την εκτέλεση των καθηκόντων της, υπηρεσίες που εξασφαλίζονται κυρίως με δική της χρηματοδότηση ή εγγύηση·

14.    εγκρίνει τη σύσταση ενός ακόμη ευρωπαϊκού οργανισμού σύμφωνα με τη μέθοδο του ανοιχτού συντονισμού και την ανταλλαγή δοκιμασμένων πρακτικών, αυτή τη φορά με ιδιαίτερη έμφαση στις ευρωπαϊκές ΣΔΙΤ, με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών·

15.    επιδοκιμάζει το γεγονός ότι η Επιτροπή συνέστησε, με βάση υφιστάμενες δομές και σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ένα ευρωπαϊκό κέντρο εμπειρογνωσίας για τις ΣΔΙΤ·

16.    θεωρεί ότι το κέντρο αυτό πρέπει να έχει το καθήκον να εκπονεί τακτικές αξιολογήσεις των προόδων και αποτελεσμάτων των σχεδίων ΣΔΙΤ, να διαδίδει, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, εμπειρογνωσία σχετικά με ορθές πρακτικές για τη δρομολόγηση δραστηριοτήτων ΣΔΙΤ σε διάφορους τομείς και να εξασφαλίζει την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών που διαβιβάστηκαν στα θεσμικά όργανα της ΕΕ και μπορούν να φανούν χρήσιμες τόσο στα κράτη μέλη όσο και στις τοπικές και περιφερειακές αρχές·

17.    θεωρεί, κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης, ότι ένα οποιαδήποτε κατώτερο ποσοστό συμμετοχής του δημόσιου φορέα ανάθεσης σε μία κοινή εταιρεία με τον ιδιωτικό τομέα θα οδηγούσε σε μόνιμη σχέση προστασίας και ότι συνεπώς όλα τα όρια που έχουν τεθεί προς συζήτηση δημιουργούν προβλήματα·

18.    θεωρεί ότι η ανάθεση σε τρίτους της παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας υποχρεώνει την αναθέτουσα αρχή να κατακυρώσει τη σύμβαση βάσει της διαδικασίας δημόσιων συμβάσεων·

19.    προτείνει να υποχρεούνται οι μικτές εταιρείες σε προκήρυξη διαγωνισμού επιλογής ιδιωτικού εταίρου μόνο όταν οι ιδιωτικοί εταίροι παρέχουν υπηρεσίες για λογαριασμό και στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της αναθέτουσας αρχής, η οποία ελέγχει, χρηματοδοτεί ή παρέχει εγγύηση για το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών αυτών·

20.    απορρίπτει κάθε είδους καταστρατήγηση της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης·

21.    ζητεί εν προκειμένω επειγόντως –προς χάριν της ενδεχομένης αύξησης αποδοτικότητας από τη συμπερίληψη νέων φορέων εκμετάλλευσης και μορφών διάθεσης υπηρεσιών κοινής ωφελείας– μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τις διάφορες μορφές διακοινοτικών φορέων (που συνεπάγονται διακοινοτική συνεργασία, διαχείριση από την ίδια την αρχή στο πλαίσιο ενδοϋπηρεσιακής ανάθεσης, ΣΔΙΤ, σύμβαση παραχώρησης), διασαφήνιση του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της ΕΚ όσον αφορά τον ανταγωνισμό, τις δημόσιες συμβάσεις και τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς και γενικά κριτήρια που θα ισχύουν σε ολόκληρη την ΕΕ·

22.    είναι της άποψης ότι η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια των συμβάσεων παραχωρήσεων στρεβλώνει τον ανταγωνισμό, αφετέρου όμως θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι μπορούν να αποσβεσθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και να αποφέρουν λογικό κέρδος, καθώς στην αντίθετη περίπτωση εκλείπει κάθε είδους κίνητρο για συμμετοχή σε ΣΔΙΤ·

23.    είναι της άποψης ότι η εκ νέου απόδοση σε δημοτικούς φορείς καθηκόντων που εκτελούνταν ικανοποιητικά με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα δεν αποτελεί έγκυρη εναλλακτική λύση έναντι των ΣΔΙΤ και δεν συνάδει με τις αρχές του ανταγωνισμού·

24.    χαιρετίζει τη δυνατότητα των κοινοτικών και τοπικών υπηρεσιών να μπορούν να επιλέγουν μεταξύ δύο εναλλακτικών λύσεων, εφόσον γίνεται αποδεκτό ότι οι συμβάσεις ανάθεσης και παραχώρησης χωρίς διαγωνισμό είναι ανεπίτρεπτες εκτός αν οι επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά ως προέκταση των συναφών διοικητικών υπηρεσιών, ελέγχονται άμεσα από τους δημόσιους συμμετόχους τους και η δραστηριότητά τους, που έχει αυστηρά τοπικό χαρακτήρα και δεν σχετίζεται καθόλου με την εσωτερική αγορά, περιορίζεται σε συγκεκριμένα δημόσια καθήκοντα·

25.    θεωρεί σωστό οι κοινότητες και οι θυγατρικές τους εταιρείες να έχουν δικαίωμα να εξαιρούνται από τους κανόνες του ανταγωνισμού μόνον όταν εκτελούν τα αμιγώς τοπικά τους καθήκοντα χωρίς καμία συνάφεια με την εσωτερική αγορά·

26.    συνιστά, ωστόσο, την υποχρεωτική διοργάνωση διαγωνισμού για τα εσωτερικά καθήκοντα όταν αυτά εκτελούνται από ανεξάρτητες θυγατρικές εταιρείες ή όταν οι εν λόγω θυγατρικές αναπτύσσουν επιχειρηματική δραστηριότητα προς τα έξω.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

Αριθμός διαδικασίας

2006/2043(INI)

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

IMCO

Γνωμοδότηση της
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

ECON

16.2.2006

Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια

16.2.2006

Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης
  Ημερομηνία ορισμού

Werner Langen

21.9.2004

Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν

 

Εξέταση στην επιτροπή

20.6.2006

4.9.2006

2.10.2006

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

3.10.2006

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

34

1

2

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Zsolt László Becsey, Pervenche Berès, Sharon Bowles, Udo Bullmann, Ieke van den Burg, Jan Christian Ehler, Elisa Ferreira, Jean-Paul Gauzès, Robert Goebbels, Donata Gottardi, Benoît Hamon, Gunnar Hökmark, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Sophia in 't Veld, Piia-Noora Kauppi, Wolf Klinz, Christoph Konrad, Guntars Krasts, Andrea Losco, Astrid Lulling, Cristobal Montoro Romero, John Purvis, Alexander Radwan, Eoin Ryan, Antolín Sánchez Presedo, Margarita Starkevičiūtė, Ivo Strejček, Lars Wohlin

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Satu Hassi, Sergej Kozlík, Alain Lipietz, Jules Maaten, Vladimír Maňka, Thomas Mann, Sérgio Marques, Gilles Savary, Andreas Schwab

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

 

Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα)

...

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (31.8.2006)

προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης
(2006/2043(INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Paolo Costa

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, ως αρμόδια επί της ουσίας επιτροπή, να ενσωματώσει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

Α.  έχοντας υπόψη τη στρατηγική ανάγκη του εκσυγχρονισμού των υποδομών της Ένωσης και ειδικότερα των υποδομών και των υπηρεσιών των μεταφορών και της εφοδιαστικής - από ευρείας κλίμακας δίκτυα όπως τα διευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών (ΤΕΝ-Τ) σε συγκεκριμένες, όπως λιμένες και αερολιμένες, πλατφόρμες εφοδιαστικής και κομβικές πλατφόρμες και σε εκείνες που έχουν σχέση με τις αστικές μεταφορές (χώροι στάθμευσης οχημάτων, τοπικές σιδηροδρομικές γραμμές, γραμμές τραμ, υπόγειοι σιδηρόδρομοι, λεωφορεία και τοπικά δημόσια μέσα μεταφοράς) - οι οποίες λόγω των τεράστιων χρηματοδοτικών διαστάσεών τους δημιουργούν αυξανόμενη πίεση στους προϋπολογισμούς των κρατών μελών,

Β.   έχοντας υπόψη, για παράδειγμα, τις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες - πέραν των ίδιων πόρων της Κοινότητας - κατά τα προσεχή έτη για τα έργα υποδομής των TEN-T τα οποία υπολογίζονται σε 600 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την περίοδο έως το 2020 (συμπεριλαμβανομένων 225 δισεκατ. ευρώ για τα 30 έργα προτεραιότητας, από τα οποία 140 δισεκατ. ευρώ στην περίοδο 2007‑2013), ανάγκες που δεν μπορούν να καλυφθούν χωρίς να χρησιμοποιηθεί ποικιλία πόρων που προέρχονται από διάφορες πηγές τόσο δημόσιες όσο και ιδιωτικές μέσω του χρηματοδοτικού κινήτρου των κοινοτικών επιδοτήσεων,

Γ.   έχοντας υπόψη την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί καθορισμού των γενικών κανόνων για τη χορήγηση κοινοτικής οικονομικής συνδρομής στον τομέα των διευρωπαϊκών δικτύων μεταφορών και ενέργειας (COM(2004)0475), πρόταση η οποία στοχεύει στην ενθάρρυνση των δημόσιων επενδύσεων στον τομέα μέσω της αύξησης του ποσοστού κοινοτικής συγχρηματοδότησης,

Δ.   έχοντας υπόψη την πείρα των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα - αφενός "συμβατικών" και αφετέρου "θεσμικών" - που αποκτήθηκε επί σειρά ετών σε ορισμένα κράτη μέλη ειδικά στον τομέα των έργων μεταφορών και ειδικότερα μέσω συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα υπό μορφήν συμβάσεων παραχώρησης, ως μέσον για τις δημόσιες αρχές προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την αξία των χρημάτων των δημόσιων πόρων και να καταμεριστούν τους κινδύνους με τους ιδιώτες εταίρους,

Ε.   λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό το φαινόμενο λαμβάνει διάφορες μορφές οι οποίες διαρκώς περισσότερο απαιτούν την εφαρμογή ειδικών κοινοτικών αρχών και κανόνων και οι οποίες έχουν δημιουργήσει σειρά κανόνων που χρειάζονται ένα αρχικό πλαίσιο, ακόμα και αν πρέπει να αφεθούν να εξελιχθούν,

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα μπορούν και πρέπει να συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας και τη συνέχιση των δημόσιων υπηρεσιών, με τη βοήθεια μηχανισμών καταμερισμού των κινδύνων μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα,

Ζ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι, για να βελτιστοποιηθεί η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των δαπανών υποδομής στον τομέα των μεταφορών, είναι οπωσδήποτε απαραίτητο να ενθαρρυνθεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο σχεδιασμό, στην κατασκευή, καθώς και στη διαχείριση και τη χρηματοδότηση των υποδομών μέσω διαφανών διαδικασιών έρευνας της αγοράς, πρόσκλησης υποβολής προσφορών και ανάθεσης συμβάσεων,

Η.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η Eurostat, στην ανάλυσή της του ορισμού των βασικών τύπων κινδύνων (κατασκευή, διαθεσιμότητα, ζήτηση), διακρίνει το κριτήριο της επίπτωσης των δραστηριοτήτων των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στην εθνική λογιστική των κρατών μελών,

Θ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, στις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, είναι δυνατόν ορισμένοι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις να μην δικαιούνται κοινοτικών επιδοτήσεων διότι δεν έχουν κόστος κατασκευής και ορισμένοι ιδιωτικοί οργανισμοί και επιχειρήσεις να μην μπορούν να επωφεληθούν από τις ίδιες επιδοτήσεις διότι λαμβάνουν «πληρωμές διαθεσιμότητας» για την κάλυψη του κόστους κατασκευής,

Ι.    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στάδια σχεδιασμού, λήψης αποφάσεων και κατασκευής των έργων διευρωπαϊκών δικτύων μπορούν να υπερβούν κατά πολύ το δημοσιονομικό πλαίσιο εντός του οποίου χορηγούνται οι επιδοτήσεις,

1.   θεωρεί ότι η Επιτροπή θα ήταν σκόπιμο να εγκρίνει ένα νομικό μέσον το οποίο θα καθορίζει κατευθυντήριες γραμμές με στόχο να συνδυασθούν η ισχύουσα νομοθεσία με τις υφιστάμενες αρχές καθώς και ορισμούς και βασικές έννοιες των διαφόρων μορφών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που παρατηρούνται στην Ευρώπη και που εφαρμόζονται αφενός στις διάφορες πτυχές των συμβατικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και αφετέρου στις διάφορες μορφές των θεσμικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμόρφωση με τις αρχές της ίσης μεταχείρισης όσο και της ομοιομορφίας μεταξύ των κρατών μελών, αφήνοντας στα κράτη μέλη και στις τοπικές αρχές τους τη μεγαλύτερη ελευθερία σχετικά με τους συμβατικούς ή θεσμικούς τρόπους εφαρμογής, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας·

2.   εκτιμά ότι το νομικό μέσον για τις θεσμικές και συμβατικές συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα θα πρέπει να επικεντρωθεί στην κατάρτιση ενός καταλόγου «άριστων πρακτικών» και «χείριστων πρακτικών» για τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, ιδίως σε ό,τι αφορά το στάδιο επιλογής του ιδιωτικού, δημόσιου ή μικτού συμβαλλομένου, και στον ορισμό των περιπτώσεων εφαρμογής της λεγόμενης «εσωτερικής» λύσης·

3.   θεωρεί ότι στην περίπτωση των συμβατικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, είναι απαραίτητο να πραγματοποιούνται για το δημόσιο τομέα μια προκαταρκτική σύγκριση και μια ανάλυση της σχέσης κόστους και πλεονεκτημάτων κατά την έναρξη ενός έργου σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα· θεωρεί εξάλλου ότι αυτή η κατηγορία συμβατικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στις οποίες πρέπει να δοθεί η ευρύτερη έννοια των συμβάσεων παραχώρησης και μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο την παροχή δημόσιων υπηρεσιών που επιβάλλουν την πραγματοποίηση έργων υποδομής και για τις οποίες το μεγαλύτερο μέρος των κερδών του αναδόχου προέρχονται από άμεσες πληρωμές οι οποίες πραγματοποιούνται από το Δημόσιο, το νομικό μέσον το οποίο καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές, θα πρέπει να αντιμετωπίζει το στάδιο της επιλογής του ιδιωτικού συμβαλλόμενου, τυποποιώντας - χωρίς ωστόσο να τις καθιστά υποχρεωτικές - ορισμένα παραδείγματα άριστων πρακτικών για τις δημόσιες αρχές και για τους ιδιώτες επιχειρηματίες· θεωρεί ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει επίσης να καθορίζουν τις αρχές που εφαρμόζονται στο συμβατικό πλαίσιο, μετά την ανάθεση της σύμβασης, υιοθετώντας μια προσέγγιση προγραφής η οποία θα αναφέρει τη συμπεριφορά και τις συμβατικές διατάξεις που βρίσκονται σε αντίθεση, ή κινδυνεύουν να βρεθούν σε αντίθεση, με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου· θεωρεί περαιτέρω ότι οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να συμβάλουν σε ένα ισορροπημένο και δίκαιο καταμερισμό των κερδών και των κινδύνων μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών εταίρων και στην πρόληψη των απαράδεκτων ζημιών για τον δημόσιο τομέα· τέλος, θεωρεί ότι θα ήταν σκόπιμο η Επιτροπή να παράσχει παραδείγματα άριστης πρακτικής στον καταμερισμό των κινδύνων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα·

4.   υπογραμμίζει ότι η έκφραση «σύγκρουση συμφερόντων» θα πρέπει να ορίζεται με ακρίβεια σε επίπεδο ΕΕ, ώστε να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση έντιμου και δίκαιου καταμερισμού του κινδύνου·

5.   θεωρεί ότι στην περίπτωση των θεσμικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, δεδομένης της σημερινής νομικής ανασφάλειας, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις μικτές εταιρίες (απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2005 για την υπόθεση C-26/03, Stadt Halle και RPL Lochau), φαίνεται απαραίτητο, βάσει αξιολόγησης της σχετικής πείρας ορισμένων κρατών μελών, να διασφαλιστούν νομικά μέσω ενός ειδικού νομικού μέσου που θα διασαφηνίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται και το σύνδεσμο μεταξύ των κοινοτικών κανόνων και αρχών στον τομέα του εταιρικού δικαίου, του δικαίου του ανταγωνισμού και του δικαίου των δημόσιων συμβάσεων και των παραχωρήσεων· αυτό το μέσον θα πρέπει να τηρεί τα κριτήρια που ορίζονται στην απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 1999 για την υπόθεση C-107/98, Teckal, την αρχή της διοικητικής ελευθερίας των τοπικών αρχών και τις αποκλειστικές αρμοδιότητες των κρατών μελών, ειδικότερα όσον αφορά τις ρυθμίσεις περί ιδιοκτησίας· θεωρεί επίσης ότι αυτό το μέσον θα πρέπει να κάνει διάκριση μεταξύ των κανόνων που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες των μικτών εταιριών γενικού συμφέροντος και εκείνων που εφαρμόζονται στις δραστηριότητες ιδιωτικού συμφέροντος·

6.   ζητεί την ανάληψη συμβάσεων παραχωρήσεων που επιτρέπει τη χρηματοδότηση των μη αποδοτικών υποδομών περιφερειακής ανάπτυξης με μερίσματα αποδοτικών υποδομών, χωρίς υπερβολική προσφυγή στις δημόσιες δαπάνες, οι οποίες σήμερα διατρέχουν κίνδυνο από την εφαρμογή της οδηγίας περί ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, η οποία θεωρείται εξ ολοκλήρου ως πρωτότυπη μορφή σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και διασφαλίζεται πλήρως νομικά ως τέτοια·

7.   επιθυμεί όπως οι λογιστικές ρυθμίσεις που ισχύουν στα κράτη μέλη όσον αφορά τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα διευκολύνουν, στο πλαίσιο της τήρησης των υποχρεώσεων του Μάαστριχτ όσον αφορά το έλλειμμα και το χρέος, τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού των υποδομών της ΕΕ (ανακοινωθέν Τύπου STAT/STAT/18)·

8.   θεωρεί ότι, για τις δραστηριότητες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των θεσμικών συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (παραδείγματος χάρη, μικτών εταιριών), ο προσδιορισμός του ιδιωτικού εταίρου πρέπει να πραγματοποιείται βάσει ανοικτών δημόσιων διαδικασιών και ότι, στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών, πρέπει να καθοριστούν κριτήρια τα οποία θα ρυθμίζουν τις διαδοχικές εμπορικές σχέσεις μεταξύ της μικτής εταιρίας και του ιδιωτικού εταίρου της (πρόβλημα αλληλεπικάλυψης της προσφοράς)·

9.   καλεί την Επιτροπή να φροντίσει, μέσω του κοινοτικού ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, η χορήγηση επιδοτήσεων να μην συνεπάγεται την επιβολή διακρίσεων μεταξύ των επιχειρηματιών, είτε ιδιωτών είτε δημόσιων είτε μικτών·

10. υπογραμμίζει ότι, εκτός από τις απαιτήσεις που επιβάλλει η απόφαση της Eurostat σχετικά με τη λογιστική αντιμετώπιση των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, είναι απαραίτητο να δοθούν κι άλλες οδηγίες σχετικά με τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων που συνδέονται με τα έργα, προκειμένου να προληφθεί ενδεχόμενη παράκαμψη των κριτηρίων του Μάαστριχτ·

11. πιστεύει ότι το αποτέλεσμα μόχλευσης της σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα θα αυξηθεί σημαντικά όταν, κατά το επόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο (2007-2013), 2,907 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος θα διατεθούν εκ μέρους της ΕΕ για τη χρηματοδότηση των TEN-T, σε αντίθεση με τα 600 εκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου δημοσιονομικών προοπτικών, σε συνδυασμό με ένα ειδικό Ταμείο Εγγυήσεως Δανείων που θα προορίζεται για τις ειδικές ανάγκες των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, και υψηλότερα ανώτατα όρια για τη συνεισφορά της ΕΕ στα έργα TEN-T·

12. ενθαρρύνει την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να συγκεντρώσουν την εμπειρογνωμοσύνη τους και να την διαδώσουν ειδικά στις χώρες των οποίων οι αρχές δεν είναι εξοικειωμένες με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα·

13. πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί αναθεώρηση των ισχυόντων κανόνων χορήγησης κοινοτικής χρηματοδοτικής ενίσχυσης στο πλαίσιο των τύπων συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να αρθούν οι φραγμοί στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση αυτού του είδους ενίσχυσης.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

Αριθμός διαδικασίας

2006/2043(INI)]

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

IMCO

Γνωμοδότηση της
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

TRAN
16.2.2006

Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια

16.2.2006

Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης
  Ημερομηνία ορισμού

Paolo Costa
23.11.2004

Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν

 

Εξέταση στην επιτροπή

15.6.2005

29.8.2005

 

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

30.8.2005

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

-:

0:

45

1

1

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Inés Ayala Sender, Etelka Barsi-Pataky, Philip Bradbourn, Paolo Costa, Michael Cramer, Arūnas Degutis, Christine De Veyrac, Petr Duchoň, Saïd El Khadraoui, Robert Evans, Emanuel Jardim Fernandes, Luis de Grandes Pascual, Mathieu Grosch, Ewa Hedkvist Petersen, Jeanine Hennis-Plasschaert, Stanisław Jałowiecki, Georg Jarzembowski, Dieter-Lebrecht Koch, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Jörg Leichtfried, Bogusław Liberadzki, Evelin Lichtenberger, Patrick Louis, Erik Meijer, Robert Navarro, Josu Ortuondo Larrea, Willi Piecyk, Luís Queiró, Reinhard Rack, Luca Romagnoli, Gilles Savary, Renate Sommer, Dirk Sterckx, Gary Titley, Γεώργιος Τούσσας, Marta Vincenzi, Corien Wortmann-Kool, Roberts Zīle

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Zsolt László Becsey, Johannes Blokland, Den Dover, Nathalie Griesbeck, Zita Gurmai, Elisabeth Jeggle, Anne Elisabet Jensen, Sepp Kusstatscher, Zita Pleštinská

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

 

Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα)

 

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (28.4.2006)

προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών

σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης
(2006/2043 (INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Grażyna Staniszewska

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ συνεχίζει να συρρικνώνεται, ενώ ο αριθμός των έργων με διάσταση περιφερειακής ανάπτυξης είναι ολοένα και μεγαλύτερος και η απόκτηση ιδιωτικών πόρων καθίσταται ως εκ τούτου ολοένα και πιο σημαντική,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι πιθανό να αυξηθεί η χρηματοδότηση των στόχων περιφερειακής ανάπτυξης μέσω των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), αντλώντας από τις θετικές εμπειρίες ορισμένων κρατών μελών,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ δίνουν τη δυνατότητα στις δημόσιες αρχές να επωφεληθούν από την τεχνογνωσία των ιδιωτικών εταιρειών και από τη χρήση μηχανισμών κατανομής κινδύνου μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και είναι σε θέση να επιφέρουν υψηλότερο επίπεδο και βελτίωση της συνοχής των δημόσιων υπηρεσιών καθώς και μείωση του κόστους της εκτέλεσης έργων και εξοικονόμηση των περιορισμένων πόρων που είναι διαθέσιμοι για τέτοιες δραστηριότητες,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ΣΔΙΤ δεν είναι ακόμα ευρέως γνωστές και ότι, προκειμένου να υπερνικηθούν οι αμφιβολίες οι οποίες υπάρχουν, απαιτούνται σαφείς και διαφανείς κανόνες συμπεριφοράς, και τεχνογνωσία σε αυτόν τον τομέα, με ιδιαίτερη αναφορά στις δραστηριότητες των δημόσιων φορέων και επιχειρήσεων,

1.  αναγνωρίζει ότι στο παρόν στάδιο πρέπει να προσδιοριστεί καλύτερα η έννοια των ΣΔΙΤ και, για λόγους ασφάλειας δικαίου, η ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης έργων πρέπει να ρυθμίζεται με σαφή διαφοροποίηση μεταξύ των συμβάσεων παραχώρησης έργων και των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, χωρίς, ωστόσο, να καθιστά ακόμη πιο σύνθετες τις νομικές διατάξεις για τις ΣΔΙΤ·

2.  συγχαίρει την Επιτροπή για τη δημόσια διαβούλευση την οποία ανέλαβε μέσω αυτής της πράσινης βίβλου και θεωρεί θεμελιώδες να λαμβάνονται υπόψη οι απόψεις των διαφόρων εμπλεκόμενων εταίρων, μεταξύ άλλων και σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο·

3.  θεωρεί ότι οι κανόνες που διέπουν τη σύσταση και τη λειτουργία θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ, οι τρόποι ανάθεσης σε αυτές καθηκόντων και η νέα διαδικασία ανταγωνιστικού διαλόγου, όσον αφορά τρόπους προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, θα πρέπει να αποσαφηνίζονται σε μια ανακοίνωση της Επιτροπής, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας και συμπεριλαμβανομένων και διευκρινίσεων σε ό,τι αφορά την χρήση των δημόσιων επιχορηγήσεων, στο πλαίσιο των ΣΔΙΤ, προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη υγιούς ανταγωνισμού·

4.  προτείνει η ασάφεια του δικαίου σχετικά με τους ιδιόχρηστους ορισμούς η οποία δημιουργείται από την απόφαση του Δικαστηρίου[1] πρέπει να απαλειφθεί άμεσα με τη συμπλήρωση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ[2] για την ανάθεση των συμβάσεων που ισχύει επί του παρόντος· ζητεί όλα τα νομικά μέτρα να κατευθυνθούν προς τη διευκόλυνση της έναρξης των θεσμοθετημένων ΣΔΙΤ·

5.  καλεί την Επιτροπή να συστήσει επειγόντως και σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, ένα Ευρωπαϊκό Κέντρο Τεχνογνωσίας ΣΔΙΤ που θα βασίζεται εφόσον είναι δυνατό σε ήδη υφιστάμενες δομές για την τακτική αξιολόγηση της πορείας και των αποτελεσμάτων των ΣΔΙΤ, την διάδοση της τεχνογνωσίας και την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με την εμπειρία που αφορά τις βέλτιστες πρακτικές στη σύσταση ΣΔΙΤ σε διάφορους τομείς, σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, το οποίο θα υποβάλει αναφορές στα κοινοτικά θεσμικά όργανα και από το οποίο θα δύνανται να ωφεληθούν τόσο τα κράτη μέλη όσο και οι τοπικές και περιφερειακές αρχές·

6.  θεωρεί απαραίτητη, στο πλαίσιο του προτεινόμενου Ευρωπαϊκού Κέντρου Τεχνογνωσίας ΣΔΙΤ, την εκπόνηση πρότυπων έργων σχετικά με καταστάσεις που ανακύπτουν συχνά και στις οποίες οι ΣΔΙΤ επιφέρουν τα βέλτιστα αποτελέσματα· αυτά τα πρότυπα έργα, μαζί με έναν κατάλογο βέλτιστων πρακτικών από τα κράτη μέλη, θα μπορούσε να συνδράμει σημαντικά, ιδιαίτερα τα κράτη μέλη που διατηρούν φόβους σχετικά με τη χρήση των ΣΔΙΤ·

7.  καλεί την Επιτροπή, κατά τη ρύθμιση των μελλοντικών συστάσεων ΣΔΙΤ και στην παρούσα εκτίμηση των επιπτώσεων μιας νομικής διάταξης σχετικά με τις συμβάσεις παραχώρησης, η Επιτροπή να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα συμφέροντα της περιφερειακής αυτοδιοίκησης και να περιλαμβάνει εκπροσώπους περιφερειακών καθώς και τοπικών συμφερόντων στην εκπόνηση των μελλοντικών κανόνων·

8.  θεωρεί καίριας σημασίας, όσον αφορά τις ΣΔΙΤ, να υπάρχουν ιδιωτικές συνεισφορές ως μέρος των δημόσιων συνεισφορών στα διαρθρωτικά ταμεία σε όλα τα κράτη μέλη και να προστεθούν ΣΔΙΤ στον κατάλογο των δικαιούχων αυτών των ταμείων, οι οποίες θα δημιουργήσουν μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης σε όλες τις περιφέρειες·

9.  θεωρεί ότι η ταχεία έναρξη του προγράμματος JASPERS και η ενσωμάτωση των ΣΔΙΤ στην πολιτική συνοχής θα καταστήσει δυνατή τη χρηματοδότηση σύνθετων έργων ΣΔΙΤ και θα διευκολύνει τη σύσταση καλά προετοιμασμένων κοινοπραξιών.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα

Αριθμός διαδικασίας

2006/2043(INI)

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

IMCO

Γνωμοδότηση από
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

REGI
16.2.2006

Ενισχυμένη συνεργασία – Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

16.2.2006

Συντάκτης(τρια) γνωμοδότησης
  Ημερομηνία ορισμού

Grażyna Staniszewska
11.7.2005

Προηγούμενος(η) συντάκτης/κτρια γνωμοδότησης

-

Εξέταση στην επιτροπή

22.2.2006

 

 

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

20.4.2006

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

35

7

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Alfonso Andria, Elspeth Attwooll, Jana Bobošíková, Graham Booth, Bairbre de Brún, Gerardo Galeote Quecedo, Iratxe García Pérez, Eugenijus Gentvilas, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Ambroise Guellec, Pedro Guerreiro, Marian Harkin, Κωνσταντίνος Χατζηδάκης, Jim Higgins, Alain Hutchinson, Mieczysław Edmund Janowski, Gisela Kallenbach, Tunne Kelam, Miloš Koterec, Constanze Angela Krehl, Sérgio Marques, Miroslav Mikolášik, Lambert van Nistelrooij, Jan Olbrycht, Markus Pieper, Francisca Pleguezuelos Aguilar, Elisabeth Schroedter, Alyn Smith, Grażyna Staniszewska, Margie Sudre, Salvatore Tatarella, Oldřich Vlasák

Αναπληρωτής(ές) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Inés Ayala Sender, Bastiaan Belder, Thijs Berman, Simon Busuttil, Brigitte Douay, Louis Grech, Marcin Libicki, László Surján, Manfred Weber

Αναπληρωτής(ές)σύμφωνα με το άρθρο 178, παρ. 2 Παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Sharon Bowles

Παρατηρήσεις (διαθέσιμες σε μία μόνο γλώσσα)

-

  • [1]        Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2005 στην υπόθεση Stadt Halle (City of Halle) inter alia v Arbeitsgemeinschaft Thermische Restabfall- und Energieverwertungsanlage TREA Leuna, 2005, σελ. I-0001.
  • [2]        Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαρτίου 2004 περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ L 134, 30.4.2004, σελ. 114).

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης

Αριθ. διαδικασίας

2006/2043(INI)

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας
Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια της έγκρισης εκπόνησης

IMCO

16.2.2006

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)
Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

ECON

16.2.2006

TRAN
16.2.2006

REGI
16.2.2006

 

 

Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει
  Ημερομηνία της απόφασης

ITRE
17.3.2006

 

 

 

 

Ενισχυμένη συνεργασία
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

16.2.2006

 

 

 

 

Εισηγητής(ές)
  Ημερομηνία ορισμού

Barbara Weiler

21.2.2006

 

Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν)

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

31.1.2006

29.5.2006

20.6.2006

4.9.2006

13.9.2006

4.10.2006

Ημερομηνία έγκρισης

10.10.2006

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+ :

- :

0 :

[30]

[2]

[0]

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Charlotte Cederschiöld, Mia De Vits, Janelly Fourtou, Evelyne Gebhardt, Małgorzata Handzlik, Malcolm Harbour, Christopher Heaton-Harris, Anna Hedh, Edit Herczog, Kurt Lechner, Lasse Lehtinen, Arlene McCarthy, Toine Manders, Manuel Medina Ortega, Béatrice Patrie, Zita Pleštinská, Guido Podestà, Giovanni Rivera, Zuzana Roithová, Luisa Fernanda Rudi Ubeda, Heide Rühle, Leopold Józef Rutowicz, Andreas Schwab, Marianne Thyssen, Barbara Weiler, Glenis Willmott

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Simon Coveney, Donata Maria Assunta Gottardi, Joel Hasse Ferreira, Κωνσταντίνος Χατζηδάκης, Ian Hudghton, Filip Andrzej Kaczmarek, Othmar Karas, Horst Posdorf, Anja Weisgerber

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Marian Harkin, Wolf Klinz, Toomas Savi, Willem Schuth

Ημερομηνία κατάθεσης

16.10.2006

 

Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα)

...