ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
22.3.2007 - (COM(2004)0718 – C6‑0154/2004 – 2004/0251(COD)) - ***I
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγήτρια: Arlene McCarthy
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
(COM(2004)0718 – C6‑0154/2004 – 2004/0251(COD))
(Διαδικασία συναπόφασης: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2004)0718)[1],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, και τα άρθρα 61(γ) και 67(5) της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C6‑0154/2004),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 51 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6‑0074/2007),
1. εγκρίνει την πρόταση της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
| Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή | Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου |
Τροπολογία 1 Αιτιολογική σκέψη 2 | |
|
(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 κάλεσε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν, στο πλαίσιο καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη στην Ευρώπη, εναλλακτικές εξωδικαστικές διαδικασίες. |
(2) Η αρχή της πρόσβασης στη δικαιοσύνη είναι θεμελιώδης και, προκειμένου να διασφαλιστεί καλύτερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε της 15ης και 16ης Οκτωβρίου 1999 κάλεσε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν εναλλακτικές εξωδικαστικές διαδικασίες. |
Τροπολογία 2 Αιτιολογική σκέψη 5α (νέα) | |
|
|
(5α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε θέματα διαμεσολάβησης μεταξύ καταναλωτών. Για το λόγο αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διαμεσολάβησης μεταξύ καταναλωτών. Η οδηγία θα πρέπει ειδικότερα να συμπεριλάβει τις αρχές που καθορίζονται στη σύσταση της Επιτροπής 2001/310/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001 περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών1. |
|
|
1 EE L 109 της 19.4.2001, σελ. 56. |
Αιτιολόγηση | |
Η ισχύουσα νομοθεσία για τη διαμεσολάβηση μεταξύ καταναλωτών συνίσταται σε δύο συστάσεις της Επιτροπής που καθορίζουν ορισμένες αρχές τις οποίες πρέπει να τηρούν τα εξωδικαστικά όργανα εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (σύσταση 1998/257 και σύσταση 2001/310). Οι αρχές αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη διασφάλιση της επιτυχούς εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών. Θεωρούμε ότι οι αρχές της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας, της αποτελεσματικότητας και της δικαιοσύνης που περιλαμβάνονται στη σύσταση 2001/310 (συναινετική επίλυση καταναλωτικών διαφορών) θα πρέπει να ενσωματωθούν στην προτεινόμενη οδηγία. | |
Τροπολογία 3 Αιτιολογική σκέψη 6 | |
|
(6) Η διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει οικονομική και ταχεία εξωδικαστική επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω διαδικασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαδίκων. Οι συμφωνίες διακανονισμού που επιτυγχάνονται μέσω της διαμεσολάβησης προσφέρονται περισσότερο για εκούσια εκτέλεση και επιτρέπουν να διατηρηθεί φιλική και βιώσιμη σχέση μεταξύ των μερών. Αυτά τα προτερήματα είναι ακόμη πιο έντονα στις καταστάσεις που περιλαμβάνουν διασυνοριακά στοιχεία. |
(6) Η διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει οικονομική και ταχεία εξωδικαστική επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω διαδικασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαδίκων. Οι συμφωνίες που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση προσφέρονται περισσότερο για εκούσια εκτέλεση και επιτρέπουν να διατηρηθεί φιλική και βιώσιμη σχέση μεταξύ των μερών. Αυτά τα προτερήματα είναι ακόμη πιο έντονα στις καταστάσεις που περιλαμβάνουν διασυνοριακά στοιχεία. |
|
|
(Η αλλαγή αυτή ισχύει για όλο το υπό εξέταση νομοθετικό κείμενο· τυχόν έγκρισή της θα σημαίνει ανάλογη προσαρμογή όλου του κειμένου) |
Τροπολογία 4 Αιτιολογική σκέψη 7 α (νέα) | |
|
|
(7α) Τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και σε εσωτερικές υποθέσεις, με σκοπό κυρίως να διευκολυνθεί η δέουσα λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι διατάξεις της οδηγίας περιορίζονται ρητώς σε υποθέσεις με διασυνοριακό χαρακτήρα δεν πρέπει να οδηγήσει στον περιορισμό των διατάξεων της εθνικής νομοθεσίας που επιτάσσουν μέχρι σήμερα την εφαρμογή των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση, τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της διαμεσολάβησης ή την επίδραση της διαμεσολάβησης στον καθορισμό των προθεσμιών και σε υποθέσεις που δεν καλύπτονται από την οδηγία. |
Τροπολογία 5 Αιτιολογική σκέψη 8 | |
|
(8) Η παρούσα οδηγία πρέπει να καλύπτει τις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη σε μία διαφορά επικουρούνται από έναν διαμεσολαβητή για να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό για την επίλυση της διαφοράς, αλλά αποκλείει τις οιονεί δικαστικές διαδικασίες όπως η διαιτησία, η παρέμβαση διαμεσολαβητή, οι καταγγελίες καταναλωτών, οι αποφάσεις εμπειρογνωμόνων και οι διαδικασίες στις οποίες αρχές εκδίδουν τυπική σύσταση, δεσμευτική ή μη, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς. |
(8) Η παρούσα οδηγία πρέπει να καλύπτει τις διαδικασίες στις οποίες δύο ή περισσότερα μέρη σε μία διασυνοριακή διαφορά επικουρούνται από έναν διαμεσολαβητή για να καταλήξουν σε φιλικό διακανονισμό για την επίλυση της διαφοράς, αλλά αποκλείει διαδικασίες όπως οι διαπραγματεύσεις προ της συνάψεως συμβάσεων ή οι οιονεί δικαστικές διαδικασίες όπως η διαιτησία, τα δικαστικά συστήματα συμβιβασμού, η παρέμβαση διαμεσολαβητή, οι καταγγελίες καταναλωτών, οι αποφάσεις εμπειρογνωμόνων και οι διαδικασίες στις οποίες αρχές εκδίδουν τυπική σύσταση, δεσμευτική ή μη, όσον αφορά την επίλυση της διαφοράς. Πρέπει επίσης να καλυφθούν περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο παραπέμπει τα μέρη σε διαμεσολάβηση ή στις οποίες η εθνική νομοθεσία ορίζει διαμεσολάβηση, μολονότι, ως αρχή εξακολουθεί να ισχύει ότι η διαμεσολάβηση αποτελεί εθελοντική διαδικασία και ότι η εθνική νομοθεσία που προβλέπει την υποχρεωτική προσφυγή σε διαμεσολάβηση ή που τη συνδέει με κίνητρα ή κυρώσεις δεν πρέπει να στερεί από τα μέρη το δικαίωμα προσφυγής στο δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, πρέπει να περιληφθεί και η διαμεσολάβηση που διενεργείται από δικαστή ο οποίος δεν έχει επιληφθεί οιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας που αφορά το προς επίλυση ζήτημα ή ζητήματα. Εν τούτοις, η παρούσα οδηγία δεν επεκτείνεται σε προσπάθειες που καταβάλλονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή που έχει επιληφθεί της διευθέτησης μιας διαφοράς στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας που αφορά την εν λόγω διαφορά ή τις υποθέσεις στις οποίες το επιληφθέν δικαστήριο ή ο επιληφθείς δικαστής ζητεί τη συνδρομή ή τη γνωμοδότηση αρμοδίου προσώπου. |
Τροπολογία 6 Αιτιολογική σκέψη 9 | |
|
(9) Απαιτείται ένας ελάχιστος βαθμός συμβατότητας των κανόνων πολιτικής δικονομίας όσον αφορά το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης για την παραγραφή και τον τρόπο με τον οποίο προστατεύεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης σε κάθε μεταγενέστερη δικαστική διαδικασία. Η δυνατότητα την οποία έχει το δικαστήριο να παραπέμπει τα μέρη σε διαμεσολάβηση θα πρέπει εξίσου να καλυφθεί, διατηρώντας ταυτόχρονα την αρχή σύμφωνα με την οποία η διαμεσολάβηση αποτελεί εκούσια διαδικασία. |
(9) Λόγω της σημασίας που έχει η εμπιστευτικότητα στη διαδικασία διαμεσολάβησης, απαιτείται ένας ελάχιστος βαθμός συμβατότητας των κανόνων πολιτικής δικονομίας όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προστατεύεται ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης σε κάθε μεταγενέστερη αστική και εμπορική δικαστική διαδικασία ή διαδικασία διαιτησίας. Η δυνατότητα την οποία έχει το δικαστήριο να επισημαίνει στα μέρη τη δυνατότητα της διαμεσολάβησης θα πρέπει εξίσου να καλυφθεί, διατηρώντας ταυτόχρονα την αρχή σύμφωνα με την οποία η διαμεσολάβηση αποτελεί εκούσια διαδικασία. Είναι επίσης απαραίτητο να εξασφαλιστεί ένα ελάχιστο επίπεδο συμβατότητας των αστικών διαδικαστικών κανόνων όσον αφορά την επίδραση της διαμεσολάβησης στις προθεσμίες παραγραφής. |
Τροπολογία 7 Αιτιολογική σκέψη 10 | |
|
(10) Η διαμεσολάβηση δεν πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία λόγω του ότι η εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη καθιερώνουν διαδικασία με την οποία μια συμφωνία διακανονισμού μπορεί να επικυρωθεί με δικαστική ή άλλη απόφαση ή με έγκυρο έγγραφο δικαστηρίου ή δημόσιας αρχής. |
(10) Η διαμεσολάβηση δεν πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία λόγω του ότι η εκτέλεση των συμφωνιών που επιτεύχθηκαν με διαμεσολάβηση εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι τα μέρη που συνάπτουν συμφωνία διακανονισμού μπορούν να ζητούν την εκτέλεση του περιεχομένου της, στον βαθμό που η εκτέλεση του περιεχομένου είναι δυνατή με βάση τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση εκτέλεσής της. Το περιεχόμενο μιας συμφωνίας διακανονισμού μπορεί να καταστεί εκτελεστό με δικαστική ή άλλη απόφαση ή με έγκυρη πράξη δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. |
Τροπολογία 8 Αιτιολογική σκέψη 11 | |
|
(11) Μια τέτοια δυνατότητα θα επιτρέψει την αναγνώριση και την εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού σε όλη την Ένωση, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται από τις κοινοτικές πράξεις που διέπουν την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών και άλλων αποφάσεων. |
(11) Το περιεχόμενο μιας συμφωνίας διακανονισμού που είναι εκτελεστή σε ένα κράτος μέλος αναγνωρίζεται και θεωρείται εκτελεστή στο έτερο κράτος μέλος σύμφωνα με την εφαρμοστέα κοινοτική νομοθεσία ή το εθνικό δίκαιο, επί παραδείγματι, τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (1) ή τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε συζυγικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (2). |
|
|
_______________ (1) ΕΕ L 12 της 16.1.2001, σελ. 1 κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1791/2006 (ΕΕ L 363 της 20.12.2006, σελ. 1). (2) ΕΕ L 338 της 23.12.2003, σελ. 1 κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 2116/2004 (ΕΕ L 367 της 14.12.2004, σελ. 1). |
Τροπολογία 9 Αιτιολογική σκέψη 11 α (νέα) | |
|
|
(11α) Μολονότι η παρούσα οδηγία καλύπτει τη διαμεσολάβηση σε υποθέσεις του οικογενειακού δικαίου, καλύπτει μόνο τα δικαιώματα που διαθέτουν οι αντίδικοι με βάση τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο λαμβάνει χώρα η διαμεσολάβηση. Επιπλέον, στην περίπτωση κατά την οποία το περιεχόμενο μιας διαμεσολάβησης σε υπόθεση οικογενειακού δικαίου δεν είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο συνήφθη και εφόσον επιζητείται η εκτέλεσή της, η παρούσα οδηγία δεν παρέχει στους αντιδίκους δυνατότητα παράκαμψης της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους καθιστώντας τη συμφωνία διαμεσολάβησης εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, δεδομένου ότι ο κανονισμός αριθ. 2201/2003 προβλέπει ότι τέτοιου είδους συμφωνία πρέπει να καθίσταται εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο συνήφθη. |
Τροπολογία 10 Αιτιολογική σκέψη 13 | |
|
(13) Αυτοί οι μηχανισμοί και αυτά τα μέτρα, τα οποία θα καθοριστούν από τα κράτη μέλη και μπορούν να συμπεριλαμβάνουν την προσφυγή σε λύσεις με βάση την αγορά, θα πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν την ευελιξία της διαδικασίας διαβούλευσης και την αυτονομία των μερών. Η Επιτροπή θα ενθαρρύνει αυτορρυθμιστικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο μέσω, για παράδειγμα, της επεξεργασίας ενός ευρωπαϊκού κώδικα δεοντολογίας σχετικά με τα ουσιαστικά ζητήματα της διαδικασίας διαμεσολάβησης. |
(13) Αυτοί οι μηχανισμοί και αυτά τα μέτρα, τα οποία πρέπει να καθοριστούν από τα κράτη μέλη και μπορούν να συμπεριλαμβάνουν την προσφυγή σε λύσεις με βάση την αγορά, θα πρέπει να φροντίζουν να διατηρούν την ευελιξία της διαδικασίας διαβούλευσης και την αυτονομία των μερών. Η Επιτροπή πρέπει να ενθαρρύνει αυτορρυθμιστικά μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο. Τα κράτη μέλη πρέπει με τη σειρά τους να ενθαρρύνουν και να προάγουν την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές που πρόκειται να δημοσιεύσει η Επιτροπή στην Σειρά C της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ διασφαλίζουν ότι η ποιότητα της διαμεσολάβησης κατοχυρώνεται με τα κριτήρια που παρατίθενται στις συστάσεις της Επιτροπής 98/257/ΕΚ της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης1 και 2001/310/ΕΚ της 4ης Απριλίου 2001: αμεροληψία, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα, δικαιοσύνη, εκπροσώπηση, ανεξαρτησία, διαδικασία κατ’ αντιμωλία, νομιμότητα και ελευθερία. Αντιστοίχως, στη διαμεσολάβηση μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών τα κράτη μέλη πρέπει να προωθήσουν την εφαρμογή των αρχών που ορίζει η σύσταση της Επιτροπής 2001/310/ΕΚ. |
|
|
Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενός συστήματος πιστοποίησης των εθνικών οργανισμών που προσφέρουν κατάρτιση στον τομέα της διαμεσολάβησης. |
|
|
_______________________________ 1 ΕΕ L 115 της 17.4.1998, σελ. 31. |
Τροπολογία 11 Αιτιολογική σκέψη 17 | |
|
(17) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετέχουν στη θέσπιση και στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. / Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν συμμετέχουν στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύονται από αυτήν. |
(17) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, που προσαρτάται στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία γνωστοποίησαν την επιθυμία τους να συμμετέχουν στη θέσπιση και στην εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. |
Τροπολογία 12 Άρθρο 1, παράγραφος 1 | |
|
1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στην επίλυση διαφορών ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία υγιούς σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. |
1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στην επίλυση διαφορών και η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού των διαφορών ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία ισορροπημένης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. |
Τροπολογία 13 Άρθρο 1, παράγραφος 2 | |
|
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. |
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Δεν επεκτείνεται, ειδικότερα, σε οικονομικά, δασμολογικά ή διοικητικά θέματα ή την ευθύνη του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (acta jure imperii). |
Τροπολογία 14 Άρθρο 1, παράγραφος 3 | |
|
3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «κράτος μέλος» νοούνται τα κράτη μέλη εξαιρουμένης της Δανίας. |
3. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «κράτος μέλος» νοούνται όλα τα κράτη μέλη εξαιρουμένης της Δανίας. |
Τροπολογία 15 Άρθρο 1α (νέο) | |
|
|
Άρθρο 1α |
|
|
Πεδίο εφαρμογής 1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε περίπτωση που, στην ημερομηνία κατά την οποία τα μέρη συμφωνούν να καταφύγουν στη διαμεσολάβηση, τουλάχιστον το ένα εξ αυτών κατοικεί μόνιμα ή διαμένει συνήθως σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος οιουδήποτε άλλου μέρους.
|
|
|
2. Παρά την παράγραφο 1, τα άρθρα 6 και 7 της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται σε σχέση με τις δικαστικές διαδικασίες μετά από διαμεσολάβηση εφόσον, στην ημερομηνία κατά την οποία τα μέρη συμφωνούν να καταφύγουν στη διαμεσολάβηση, το δικαστήριο που εκδικάζει σε περίπτωση οιασδήποτε επακόλουθης δικαστικής διαδικασίας, ευρίσκεται σε κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως τουλάχιστον ένα εκ των μερών. |
|
|
3. Για τις ανάγκες των παραγράφων 1 και 2, το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως ένα μέρος καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 ή τον κανονισμό (ΕΚ) 2201/2003.
|
Τροπολογία 16 Άρθρο 2, στοιχείο (α) | |
|
(α) ως «διαμεσολάβηση» νοείται κάθε διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επικουρούνται από έναν τρίτο για να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το αν αυτή η διαδικασία κινείται με πρωτοβουλία των μερών, προτείνεται ή διατάσσεται από δικαστήριο ή προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους. |
(α) ως «διαμεσολάβηση» νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς, με την αρωγή διαμεσολαβητή. Η διαδικασία αυτή μπορεί να κινηθεί με πρωτοβουλία των μερών, ή να προταθεί ή να διαταχθεί από δικαστήριο ή να προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους, εφόσον γίνεται σεβαστός ο εθελοντικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης. |
|
Δεν καλύπτει τις απόπειρες που γίνονται από τον δικαστή για την επίλυση της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που αφορά την εν λόγω διαφορά· |
Περιλαμβάνει τη διαμεσολάβηση που διενεργείται από δικαστή ο οποίος δεν έχει επιληφθεί οιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας στην εν λόγω διαφορά. Ωστόσο, δεν καλύπτει τις απόπειρες που γίνονται από το δικαστήριο ή τον δικαστή όπου έχει παραπεμφθεί η επίλυση της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας που αφορά την εν λόγω διαφορά. |
Τροπολογία 17 Άρθρο 2, στοιχείο (β) | |
|
(β) ως «διαμεσολαβητής» νοείται οποιοσδήποτε τρίτος ο οποίος αναλαμβάνει διαμεσολάβηση, ανεξαρτήτως της ονομασίας του ή του επαγγέλματός του στο σχετικό κράτος μέλος και του τρόπου με τον οποίο διορίστηκε για τη διεξαγωγή της εν λόγω διαμεσολάβησης ή επιφορτίστηκε με τη διεξαγωγή της. |
(β) ως «διαμεσολαβητής» νοείται οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο ορίζεται υπό συνθήκες που δημιουργούν εύλογη προσδοκία ότι η διαμεσολάβηση θα διενεργηθεί με επαγγελματικό, αμερόληπτο και επιδέξιο τρόπο, ανεξαρτήτως της ονομασίας του ή του επαγγέλματός του στο σχετικό κράτος μέλος και του τρόπου με τον οποίο διορίστηκε για τη διεξαγωγή της εν λόγω διαμεσολάβησης ή επιφορτίστηκε με τη διεξαγωγή της. |
Τροπολογία 18 Άρθρο 2α (νέο) | |
|
|
Άρθρο 2α |
|
|
Ποιότητα της διαμεσολάβησης |
|
|
1. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν, με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση τους μέτρο, την επεξεργασία προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας και την προσχώρηση σε αυτούς τους κώδικες των διαμεσολαβητών και των οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, καθώς και άλλων αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας σχετικά με την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης. |
|
|
2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την αρχική κατάρτιση και τη μετεκπαίδευση διαμεσολαβητών προκειμένου να διασφαλίσουν ότι η διαμεσολάβηση διενεργείται κατά τρόπο δίκαιο, αποτελεσματικό, αμερόληπτο και επιδέξιο σε σχέση με τα μέρη και ότι οι διαδικασίες είναι αντίστοιχες των συνθηκών της διαφοράς. |
|
|
3. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την ανάπτυξη ενός συστήματος πιστοποίησης των εθνικών οργανισμών που προσφέρουν κατάρτιση στον τομέα της διαμεσολάβησης. |
Τροπολογία 19 Άρθρο 3, παράγραφος 1 | |
|
1. Ένα δικαστήριο επιλαμβανόμενο υπόθεσης μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση για να επιλύσουν τη διαφορά. Το δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να καλέσει τα μέρη να συμμετέχουν σε ενημερωτική συνεδρίαση για τη χρήση της διαμεσολάβησης. |
1. Ένα δικαστήριο επιλαμβανόμενο υπόθεσης μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση για να επιλύσουν τη διαφορά. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να καλέσει τα μέρη να συμμετάσχουν σε ενημερωτική συνεδρίαση για τη χρήση της διαμεσολάβησης, αν πραγματοποιούνται τέτοιου είδους συνεδριάσεις και είναι εύκολα προσβάσιμες. |
Τροπολογία 20 Άρθρο 3, παράγραφος 2 | |
|
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη εθνικής νομοθεσίας η οποία καθιστά την προσφυγή στη διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή υποκείμενη σε κίνητρα ή κυρώσεις, ανεξάρτητα από το αν γίνεται πριν ή μετά την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, στο βαθμό που αυτή η νομοθεσία δεν εμποδίζει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα, κυρίως στις καταστάσεις στις οποίες ένας εκ των διαδίκων κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό εκείνου στο οποίο βρίσκεται το δικαστήριο. |
2. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται υπό την επιφύλαξη εθνικής νομοθεσίας η οποία καθιστά την προσφυγή στη διαμεσολάβηση υποχρεωτική ή υποκείμενη σε κίνητρα ή κυρώσεις, ανεξάρτητα από το αν γίνεται πριν ή μετά την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας, στο βαθμό που αυτή η νομοθεσία δεν στερεί από τα μέρη τη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστικό σύστημα. |
Τροπολογία 20 Άρθρο 5, παράγραφος 2 | |
|
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το όνομα των δικαστηρίων ή των δημοσίων αρχών που είναι αρμόδιες να παραλάβουν αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1. |
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το όνομα των δικαστηρίων ή άλλων αρχών που είναι αρμόδιες να παραλάβουν αίτηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 1α. |
Τροπολογία 21 Άρθρο 3, παράγραφος 2α (νέα) | |
|
|
2a. Η διαμεσολάβηση είναι εθελοντική διαδικασία. |
Τροπολογία 22 Άρθρο 4 | |
|
Άρθρο 4 |
διαγράφεται |
|
Ποιότητα της διαμεσολάβησης |
|
|
1. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την επεξεργασία προαιρετικών κωδίκων δεοντολογίας και την προσχώρηση σε αυτούς τους κώδικες των διαμεσολαβητών και των οργανισμών που παρέχουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης, τόσο σε κοινοτικό όσο και σε εθνικό επίπεδο, καθώς και αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας σχετικά με την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης. |
|
|
2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την κατάρτιση διαμεσολαβητών προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα στα μέρη της διαφοράς να επιλέγουν ένα διαμεσολαβητή ικανό να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με την αναμενόμενη από τα μέρη αποτελεσματικότητα. |
|
Τροπολογία 23 Άρθρο 5, παράγραφος 1 | |
|
1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κατόπιν αιτήσεως των μερών, μια συμφωνία διακανονισμού που επιτυγχάνεται μετά το πέρας διαμεσολάβησης να μπορεί να επικυρωθεί μέσω δικαστικής ή άλλης απόφασης, δημοσίου εγγράφου ή οποιασδήποτε άλλης πράξης δικαστηρίου ή δημόσιας αρχής που καθιστά τη συμφωνία εκτελεστή κατά τον ίδιο τρόπο με δικαστική απόφαση σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπό την επιφύλαξη ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είναι αντίθετη προς το ευρωπαϊκό δίκαιο ή το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. |
1. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα μέρη, ή ένα εξ αυτών με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν το περιεχόμενο μιας έγγραφης συμφωνίας που έχει προκύψει από διαμεσολάβηση, να καταστεί εκτελεστό, στο βαθμό που η εκτελεστότητα του περιεχομένου της συμφωνίας είναι δυνατή και δεν είναι αντίθετη προς το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. |
Τροπολογία 24 Άρθρο 5, παράγραφος 1α (νέα) | |
|
|
1α. Το περιεχόμενο της συμφωνίας πρέπει να καθίσταται εκτελεστό με δικαστική απόφαση ή έγκυρη πράξη δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. |
Τροπολογία 25 Άρθρο 5, παράγραφος 2 | |
|
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το όνομα των δικαστηρίων ή των δημοσίων αρχών που είναι αρμόδιες να παραλάβουν αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 1. |
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το όνομα των δικαστηρίων ή άλλων αρχών που είναι αρμόδιες να παραλάβουν αίτηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 1α. |
Τροπολογία 26 Άρθρο 5, παράγραφος 2α (νέα) | |
|
|
2α. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ουδόλως επηρεάζουν τους κανόνες που εφαρμόζονται όσον αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση σε άλλο κράτος μέλος συμφωνιών που έχουν καταστεί εκτελεστές σύμφωνα με την παράγραφο 1. |
Τροπολογία 27 Άρθρο 6 | |
|
Άρθρο 6 |
διαγράφεται |
|
Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων κατά την αστική δικαστική διαδικασία |
|
|
1. Ο διαμεσολαβητής καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο συμμετέχει στην παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης δεν μπορεί να καταθέτει σε δικαστική διαδικασία μαρτυρία ή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα στοιχεία: |
|
|
(α) πρόσκληση ενός εκ των μερών να προσφύγει σε διαμεσολάβηση ή το γεγονός ότι ένα εκ των μερών ήταν διατεθειμένο να συμμετέχει σε διαμεσολάβηση· |
|
|
(β) τις γνώμες που εκφράζονται ή τις υποδείξεις που διατυπώνονται από ένα εκ των μερών σε διαμεσολάβηση επ’ ευκαιρία ενδεχόμενης επίλυσης της διαφοράς· |
|
|
(γ) τις δηλώσεις ή τις ομολογίες που γίνονται από ένα εκ των μερών κατά τη διαμεσολάβηση· |
|
|
(δ) τις προτάσεις που γίνονται από τον διαμεσολαβητή· |
|
|
(ε) το γεγονός ότι ένα εκ των μερών δήλωσε ότι είναι διατεθειμένο να δεχθεί πρόταση διακανονισμού που γίνεται από τον διαμεσολαβητή· |
|
|
(στ) έγγραφο το οποίο έχει συνταχθεί αποκλειστικά για τους σκοπούς της διαμεσολάβησης. |
|
|
2. Η παράγραφος 1 ισχύει ανεξάρτητα από τη μορφή των πληροφοριών ή των αποδείξεων που αναφέρονται σε αυτήν. |
|
|
3. Η αποκάλυψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να διαταχθεί από δικαστήριο ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική αρχή σε αστική δικαστική διαδικασία και, εάν αυτές οι πληροφορίες προσφέρονται ως αποδεικτικά στοιχεία κατά παράβαση της παραγράφου 1, αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία θεωρούνται απαράδεκτα. Αυτές οι πληροφορίες μπορούν εντούτοις να αποκαλύπτονται ή να γίνονται δεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία |
|
|
(α) στο μέτρο που είναι απαραίτητο για την εφαρμογή η την εκτέλεση συμφωνίας διακανονισμού που προκύπτει άμεσα από τη διαμεσολάβηση, |
|
|
(β) για επιτακτικούς λόγους δημόσιας τάξης, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η φυσική και ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου, ή |
|
|
(γ) εφόσον συμφωνείται από τον διαμεσολαβητή και τα μέρη. |
|
|
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το κατά πόσο η δικαστική διαδικασία αφορά ή μη τη διαφορά που αποτελεί ή που αποτέλεσε το αντικείμενο της διαμεσολάβησης. |
|
|
5. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα ήταν άλλως παραδεκτά σε δικαστική διαδικασία δεν καθίστανται απαράδεκτα λόγω του ότι έχουν χρησιμοποιηθεί σε διαμεσολάβηση. |
|
Τροπολογία 28 Άρθρο 6α (νέο) | |
|
|
Άρθρο 6α |
|
|
Εμπιστευτικότητα της διαμεσολάβησης |
|
|
1. Δεδομένου ότι σκοπός είναι η διαμεσολάβηση να διενεργείται κατά τρόπο που θα σέβεται την εμπιστευτικότητα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εκτός και αν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, ούτε οι διαμεσολαβητές ούτε τα μέρη ούτε αυτοί που εμπλέκονται στη διαχείριση της διαδικασίας διαμεσολάβησης έχουν δικαίωμα ή μπορούν να υποχρεωθούν να κοινοποιήσουν σε τρίτους ή να καταθέσουν σε αστική ή εμπορική δίκη ή διαιτητική διαδικασία, πληροφορίες που έχουν προκύψει από τη διαμεσολάβηση ή συνδέονται με αυτήν, εκτός αν: |
|
|
(α) συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι δημόσιας τάξης ή άλλοι ουσιώδεις λόγοι, κυρίως όταν χρειάζεται να εξασφαλιστεί η προστασία παιδιών ή να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα προσώπου, ή |
|
|
(β) κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο για την εφαρμογή ή την εκτέλεση συμφωνίας διακανονισμού που προκύπτει από τη διαμεσολάβηση. |
|
|
2. Ουδεμία από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν αυστηρότερα μέτρα για την προστασία της εμπιστευτικότητας της διαμεσολάβησης. |
Τροπολογία 29 Άρθρο 7, παράγραφος 1 | |
|
1. Η προθεσμία παραγραφής όσον αφορά την καταγγελία η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της διαμεσολάβησης αναστέλλεται από τη στιγμή κατά την οποία, μετά τη γένεση της διαφοράς: |
1. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα μέρη που επιλέγουν τη διαμεσολάβηση για την επίλυση μιας διαφοράς, με τη λήξη της περιόδου παραγραφής, δεν θα στερούνται εν συνεχεία του δικαιώματος να προσφεύγουν στα δικαστήρια όσον αφορά την εν λόγω διαφορά, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εν λόγω περίοδος δεν μπορεί να λήγει μεταξύ: |
|
(α) τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, |
(α) της ημερομηνίας κατά την οποία τα μέρη συμφώνησαν εγγράφως μετά την ανάκυψη της διαφοράς, να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τέτοιας έγγραφης συμφωνίας, της ημερομηνίας κατά την οποία παρέστησαν στην πρώτη συνεδρίαση διαμεσολάβησης, ή της ημερομηνίας κατά την οποία, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπάρχει υποχρέωση προσφυγής σε διαμεσολάβηση· και |
|
(β) η προσφυγή στη διαμεσολάβηση διατάσσεται από το δικαστήριο, ή |
(β) της ημερομηνίας κατά την οποία συνήφθη συμφωνία κατόπιν διαμεσολαβήσεως, της ημερομηνίας κατά την οποία τουλάχιστον ένα από τα μέλη ενημέρωσε εγγράφως τα υπόλοιπα σχετικά με τον τερματισμό της διαμεσολάβησης ή, σε περίπτωση μη ύπαρξης τέτοια έγγραφης κοινοποίησης, της ημερομηνίας κατά την οποία ο διαμεσολαβητής, με δική του πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήσεως τουλάχιστον ενός εκ των μερών, κηρύσσει τη διαμεσολάβηση λήξασα. |
|
(γ) η υποχρέωση προσφυγής στη διαμεσολάβηση γεννάται δυνάμει του εθνικού δικαίου κράτους μέλους. |
|
Τροπολογία 30 Άρθρο 7, παράγραφος 2 | |
|
2. Όταν η διαδικασία διαμεσολάβησης λαμβάνει τέλος χωρίς να έχει καταλήξει σε συμφωνία, η προθεσμία αρχίζει εκ νέου να μετράει από τη στιγμή κατά την οποία η διαμεσολάβηση λήγει χωρίς να υπάρχει συμφωνία διακανονισμού, αρχής γενομένης από την ημερομηνία κατά την οποία είτε ένας εκ των μερών ή και τα δύο είτε ο διαμεσολαβητής δηλώνουν ότι η διαμεσολάβηση έληξε ή αποσύρονται πραγματικά. Αυτή η προθεσμία διαρκεί σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον ένα μην από την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να μετράει, εκτός εάν πρόκειται για προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί αγωγή για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ένα προσωρινό ή ανάλογο μέτρο να παύσει να παράγει τα αποτελέσματά του ή να ανακληθεί. |
2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής στις περιπτώσεις διεθνών συμφωνιών με συμβαλλόμενα μέρη τα κράτη μέλη, οι οποίες δεν συνάδουν με το παρόν άρθρο. |
Τροπολογία 31 Άρθρο 7α (νέο) | |
|
|
Άρθρο 7α |
|
|
Ενημέρωση των πολιτών |
|
|
(1) Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την παροχή πληροφόρησης στους πολίτες, ιδίως μέσω ιστοθέσεων στο Διαδίκτυο, σχετικά με τον τρόπο πρόσβασης σε φορείς διαμεσολάβησης και διαμεσολαβητές, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο (β). |
|
|
(2) Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τους νομικούς να ενημερώνουν τους πελάτες τους σχετικά με τη δυνατότητα διαμεσολάβησης. |
Τροπολογία 32 Άρθρο 7β (νέο) | |
|
|
Άρθρο 7β |
|
|
Ευρωπαϊκός Κώδικας Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές |
|
|
Η Επιτροπή δημοσιεύει τον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές στη Σειρά C της Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ανακοίνωση χωρίς έννομα αποτελέσματα. |
Αιτιολόγηση | |
Μολονότι δεν υπάρχει πρόθεση να δοθούν στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές έννομα αποτελέσματα, κρίνεται σημαντική η δημοσίευσή και η εύκολη πρόσβαση σε αυτόν. | |
Τροπολογία 33 Άρθρο 8α (νέο) | |
|
|
Άρθρο 8a |
|
|
Ρήτρα αναθεώρησης |
|
|
Όχι αργότερα από τις …., η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, έκθεση ως προς την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η έκθεση αυτή συνοδεύεται, ενδεχομένως, από προτάσεις αναπροσαρμογής της παρούσας οδηγίας. Ειδικότερα, η έκθεση εξετάζει τις επιπτώσεις της παρούσας οδηγίας σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη της διαμεσολάβησης τόσο στις διασυνοριακές όσο και στις ενδοκρατικές υποθέσεις. Εξετάζει επίσης αν χρειάζεται πρόταση για ένα μέσο που εναρμονίζει περαιτέρω τις προθεσμίες παραγραφής, ώστε να διευκολυνθεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. |
Τροπολογία 34 Άρθρο 9, παράγραφος 1 | |
|
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Σεπτεμβρίου 2007. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. |
1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα νομοθετικά, κανονιστικά και διοικητικά μέτρα που είναι απαραίτητα ή μεριμνούν ώστε οι εμπλεκόμενοι σε διαμεσολαβήσεις να εφαρμόζουν τα απαιτούμενα μέτρα μέσω προαιρετικών συμφωνιών, τα δε κράτη μέλη προβαίνουν σε όλες τις απαιτούμενες προληπτικές ενέργειες για να διασφαλίσουν ότι όλα τα επιδιωκόμενα στην οδηγία αποτελέσματα θα επιτευχθούν, ώστε να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο την 1η Σεπτεμβρίου 2008, εξαιρέσει του άρθρου 8, για το οποίο ως ημερομηνία συμμόρφωσης ορίζεται η 1η Σεπτεμβρίου 2009. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για τα μέτρα αυτά. |
Αιτιολόγηση | |
Πρέπει να γίνει δυνατή η εφαρμογή της οδηγίας μέσω της μεθόδου της αυτορρύθμισης. | |
- [1] Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η εισηγήτρια ανέκαθεν ήταν πεπεισμένη για την αξία και το συμφέρον που έχουν οι πολίτες από την εναλλακτική επίλυση των διαφορών. Πρόκειται για μια λιγότερο δαπανηρή, ταχύτερη και με λιγότερες εντάσεις εναλλακτική λύση που έχουν οι πολίτες πέρα από την προσφυγή στο δικαστήριο, χωρίς να παραγράφεται το δικαίωμά τους να προσφεύγουν ως ύστατη λύση στο δικαστήριο. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα εμπλεκόμενα μέρη να εξακολουθήσουν να διατηρούν καλές σχέσεις ή ακόμη και να τις βελτιώσουν, χωρίς οι σχέσεις αυτές να πλήττονται από την αντιπαλότητα που συνεπάγεται μια διαφορά Επιτρέπει επίσης την εξεύρεση δημιουργικών λύσεων που θα ικανοποιούν τις πραγματικές ανάγκες των μερών. Επί παραδείγματι, σε περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας, συχνά το μέρος που έχει υποστεί βλάβη, ζητεί, πέρα από αποκατάσταση, και μια εξήγηση και συγγνώμη. Η ίδια η φύση της διαφοράς έχει την τάση να εντείνει τις ανάγκες αυτές.
Παρόλα αυτά, η εισηγήτρια αρχικά αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό την ανάγκη μιας οδηγίας σε μια φάση που τα συστήματα διαμεσολάβησης στην ΕΕ εξακολουθούν να ευρίσκονται σε εμβρυϊκή κατάσταση σε ορισμένα κράτη μέλη. Επί πλέον, για να είναι αποτελεσματική, η διαμεσολάβηση πρέπει να είναι ευέλικτη. Κάθε προσπάθεια για «ρύθμιση» της διαμεσολάβησης μπορεί να αποθαρρύνει την ανάπτυξή της. Ωστόσο μετά την απευθείας διαβούλευση που είχε με τους ενδιαφερομένους και από τα στοιχεία που υπέβαλαν οι εμπειρογνώμονες που κλήθηκαν στην ακρόαση της επιτροπής, η εισηγήτρια αναγνωρίζει ότι υπάρχει ένθερμη υποστήριξη για την αναγκαιότητα θέσπισης οδηγίας. Επισημαίνει ότι, μολονότι οι εμπειρογνώμονες αυτοί εξέφρασαν σκεπτικισμό σχετικά με την οδηγία ή επικρίσεις όσον αφορά τη νομική της βάση, εκφράστηκαν με ενθουσιασμό σχετικά με τη διαδικασία διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Στόχος της ήταν να εκπονήσει μια λειτουργική, ευέλικτη οδηγία που θα αντικατοπτρίζει τις υφιστάμενες κατευθυντήριες γραμμές και την πλέον ενδεδειγμένη πρακτική και θα μπορεί να ενθαρρύνει τη διεύρυνση της προσφυγής στη διαμεσολάβηση σε ολόκληρη την ΕΕ. Με την ευκαιρία αυτή επιθυμεί να ευχαριστήσει τους εμπειρογνώμονες που συμμετέσχον στην ακρόαση και την προθυμία τους να υποβάλουν προτάσεις μετά από αυτήν, μερικές από τις οποίες ενσωμάτωσε στην έκθεση.
Με τις τροπολογίες που υπέβαλε η εισηγήτρια αποσκοπεί στην αποσαφήνιση και τη βελτίωση της αρχικής πρότασης, τροποποιώντας, ιδίως, τους ορισμούς του «διαμεσολαβητή» και της «διαμεσολάβησης». Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να εξασφαλίσει ποιοτικές προδιαγραφές, ειδικότερα με τη συμπερίληψη της αναφοράς στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Δεοντολογίας για τους Διαμεσολαβητές. Τροποποίησε τις διατάξεις για την αναγνώριση και την εκτέλεση, ούτως ώστε να διασφαλίσει τη νομική στεγανότητά τους και τον σεβασμό των νομικών παραδόσεων του διαφόρων κρατών μελών. Όσον αφορά την εμπιστευτικότητα, θεωρεί ότι η λύση που προτείνεται παρέχει έναν εφικτό τρόπο αντιμετώπισης του θέματος, που παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να θεσπίζουν αυστηρότερους κανόνες εφόσον το κρίνουν αναγκαίο.
Όσον αφορά το θέμα της νομικής βάσης, φαίνεται ότι η πλειονότητα των κρατών μελών στο Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προτεινόμενη οδηγία πρέπει να περιοριστεί στις διασυνοριακές υποθέσεις, με το σκεπτικό ότι, με βάση το άρθρο 65 της Συνθήκης ΕΚ, τα μέτρα για την «εξάλειψη των εμποδίων για την ομαλή διεξαγωγή πολιτικών δικών, εν ανάγκη προωθώντας τη συμβατότητα των κανόνων πολιτικής δικονομίας που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη» πρέπει να έχουν «διασυνοριακές επιπτώσεις» και αναλαμβάνονται στο μέτρο που είναι «αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς». Ο συμβιβασμός που προτείνει η εισηγήτρια, λαμβάνει υπόψη τις αν ησυχίες των κρατών μελών σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 65, διατηρώντας για τους καταναλωτές και τους πολίτες στην εσωτερική αγορά πρακτικές και φιλικές για τον χρήστη επιλογές πρόσβασης σε μια υψηλού επιπέδου διαμεσολάβηση στην ΕΕ. Πιστεύει ότι το Συμβούλιο θα υιοθετήσει μια εύλογη προσέγγιση όσον αφορά τα οφέλη της διαμεσολάβησης και ότι η οδηγία μπορεί επίσης να εφαρμοστεί από τα κράτη μέλη και στις εσωτερικές υποθέσεις.
Τέλος, η εισηγήτρια συνιστά την υπερψήφιση της οδηγίας, στον βαθμό που συμβάλλει στην κοινοποίηση και προώθηση τις διαδικασίας διαμεσολάβησης ως εναλλακτικού τρόπου πρόσβασης στη δικαιοσύνη και δημιουργίας ενός πλαισίου κοινών κανόνων που θα έχουν τη δυνατότητα να προστατεύουν τα συμφέροντα των μερών, αλλά θα διαθέτουν και την ευελιξία της αναζήτησης λύσεων που θα διέπονται από τους κανόνες της αγοράς.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (23.6.2005)
προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις
(COM(2004)0718 – C6‑0154/2004 – 2004/0251(COD))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Johannes Blokland
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει επανειλημμένως υπογραμμίσει τη σημασία εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών. Το 2000 το Συμβούλιο ενέκρινε εναλλακτικές μεθόδους για την επίλυση διαφορών στα πλαίσια του αστικού και του εμπορικού δικαίου. Στο άρθρο III-269 (2) εδάφιο ζ) του σχεδίου συνθήκης για Σύνταγμα της Ευρώπης η εναλλακτική επίλυση διαφορών συμπεριλαμβάνεται ρητώς στις αρμοδιότητες της Κοινότητας και η ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών αποτελεί τώρα έναν από τους στόχους της.
Εφόσον η ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών αποτελεί στόχο της Κοινότητας τότε είναι σκόπιμο να υπάρχει επιφυλακτικότητα με τη νομοθεσία. Η νέα νομοθεσία περιορίζει την ανάπτυξη μιας εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης διαφορών παράλληλα με την παραδοσιακή επίλυση μέσω της δικαιοδοτικής αρχής.
Άποψη του εισηγητή
Ο εισηγητής φρονεί ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής είναι ανεπαρκής για να δικαιολογήσει την οδηγία σχετικά με τη διαμεσολάβηση. Γι' αυτό το λόγο προτείνει η οδηγία να εφαρμοστεί μόνο σε περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η παρεμπόδιση της ανάπτυξης της διαμεσολάβησης ως εναλλακτικής λύσης παράλληλα με την επίλυση διαφορών από τη δικαιοδοτική αρχή. Πειραματικές προσπάθειες με τη διαμεσολάβηση θα πρέπει, επομένως, να πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας. Η ανάπτυξη εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών περιλαμβάνεται στην Ατζέντα των υπουργείων εξωτερικών πολλών κρατών μελών και προσελκύει επίσης το ενδιαφέρον της Δικαιοσύνης.
Οι ορισμοί που επέλεξε η Επιτροπή στο άρθρο 2 είναι πολύ ευρείς και χρειάζεται να περιοριστούν ώστε να μην γίνεται κακή χρήση της διαμεσολάβησης. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις οδηγίες των διεθνών οργανώσεων μεσολαβητών, ο εισηγητής επέλεξε να καθορίζεται γραπτώς η συμφωνία για διαμεσολάβηση και της σχετικής διαδικασίας να ηγείται εμπειρογνώμονας της διαμεσολάβησης.
Παράλληλα με τον καθορισμό της ποιότητας της διαμεσολάβησης χρειάζεται να ληφθεί μέριμνα για μία ανεξάρτητη ρύθμιση σχετικά με την υποβολή καταγγελιών και την πειθαρχική διαδικασία. Αν η διαμεσολάβηση αποτελεί πολύτιμη εναλλακτική λύση της επίλυσης διαφορών εκ μέρους των δικαιοδοτικών αρχών, τότε τέτοια μέσα αποτελούν προϋπόθεση.
Η διαμεσολάβηση χαρακτηρίζεται από την πτυχή της εμπιστευτικότητας. Στο άρθρο 6 οι απαιτήσεις περί εμπιστευτικότητας της διαμεσολάβησης συνδέονται με ένα ενδεχόμενο βήμα προς την πλευρά της δικαστικής αρχής. Κατά τη γνώμη του εισηγητή η εμπιστευτικότητα της διαμεσολάβησης πρέπει να αναφέρεται ρητώς και στον τίτλο. Παράλληλα με την εμπιστευτική μεταχείριση που απολαμβάνουν δηλώσεις και ομολογίες σε μία διαδικασία διαμεσολάβησης θα πρέπει και οι συμπεριφορές να θεωρούνται από τους εμπειρογνώμονες ως αποδεικτικό στοιχείο σε μία διαδικασία διαμεσολάβησης. Είναι σκόπιμο κάτι τέτοιο να προστεθεί στην οδηγία.
Η ανάπτυξη της διαμεσολάβησης δεν προβλέπεται επί του παρόντος από τη νομοθεσία των κρατών μελών. Η παρούσα οδηγία μπορεί, εφόσον αναπροσαρμοστεί, να συμβάλει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης σε ό,τι αφορά τη διαμεσολάβηση ως εναλλακτικής λύσης για την επίλυση διαφορών από τις δικαιοδοτικές αρχές σε περιπτώσεις διασυνοριακών διαφορών.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ
Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να ενσωματώσει στην έκθεσή της τις ακόλουθες τροπολογίες:
| Κείμενο που προτείνει η Επιτροπή[1] | Τροπολογίες του Κοινοβουλίου |
Τροπολογία 1 Αιτιολογική σκέψη 10 | |
|
(10) Η διαμεσολάβηση δεν πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία λόγω του ότι η εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη καθιερώνουν διαδικασία με την οποία μια συμφωνία διακανονισμού μπορεί να επικυρωθεί με δικαστική ή άλλη απόφαση ή με έγκυρο έγγραφο δικαστηρίου ή δημόσιας αρχής. |
(10) Η διαμεσολάβηση δεν πρέπει να θεωρείται ως δευτερεύουσα λύση σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία λόγω του ότι η εκτέλεση των συμφωνιών διακανονισμού εξαρτάται από την καλή θέληση των μερών. Είναι κατά συνέπεια απαραίτητο να εξασφαλιστεί ότι όλα τα κράτη μέλη καθιερώνουν διαδικασία με την οποία μια συμφωνία διακανονισμού μπορεί να επικυρωθεί με δικαστική ή άλλη απόφαση ή με έγκυρο έγγραφο δικαστηρίου ή δημόσιας αρχής, σε περίπτωση που δεν το προβλέπει η νομοθεσία στον τομέα του αστικού ή του εμπορικού δικαίου,. |
Αιτιολόγηση | |
Σε ορισμένα κράτη μέλη μία συμφωνία που επιτυγχάνεται με διαμεσολάβηση έχει νομική ισχύ χωρίς απόφαση του δικαστηρίου ή άλλο έγγραφο. Γι' αυτό το λόγο δεν είναι σκόπιμο η διαδικασία αυτή να επιβληθεί αναγκαστικά σε όλα τα κράτη μέλη. | |
Τροπολογία 2 Άρθρο 1, παράγραφος 1 | |
|
1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στην επίλυση διαφορών ενθαρρύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία υγιούς σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. |
1. Στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η διευκόλυνση της πρόσβασης στην επίλυση διαφορών ενθαρρύνοντας την εκούσια προσφυγή των μερών στη διαμεσολάβηση και φροντίζοντας για τη δημιουργία υγιούς σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών. |
Αιτιολόγηση | |
Ο ειδικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης βασίζεται στην εκούσια συμφωνία των δύο μερών και πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς. | |
Τροπολογία 3 Άρθρο 2, στοιχείο (α), εδάφιο 1 | |
|
(α) α) ως «διαμεσολάβηση» νοείται κάθε διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επικουρούνται από έναν τρίτο για να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το αν αυτή η διαδικασία κινείται με πρωτοβουλία των μερών, προτείνεται ή διατάσσεται από δικαστήριο ή προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους. |
(α) ως «διαμεσολάβηση» νοείται μια διαδικασία, ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς προσπαθούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους μέσω διαμεσολαβητή. Αυτή η διαδικασία είναι δυνατόν να κινείται με πρωτοβουλία των μερών, να προτείνεται ή να διατάσσεται από δικαστήριο με τη συμφωνία των μελών ή να κινείται δυνάμει υποχρέωσης προβλεπομένης από το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους. |
Αιτιολόγηση | |
Ο ορισμός αυτός προσδιορίζει ότι ο σκοπός της διαμεσολάβησης είναι να προσπαθήσει να επιτύχει συμφωνία μέσω διαμεσολαβητή ο οποίος δεν είναι εξουσιοδοτημένος να επικουρεί τα μέρη. Προσδιορίζει επί πλέον ότι η διαδικασία της διαμεσολάβησης απαιτεί πάντοτε τη συμφωνία των μερών. Πρόκειται γι απολύτως ουσιαστική προϋπόθεση της επιτυχίας της. | |
Τροπολογία 4 Άρθρο 3, παράγραφος 1 | |
|
1. Ένα δικαστήριο επιλαμβανόμενο υπόθεσης μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση για να επιλύσουν τη διαφορά. Το δικαστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να καλέσει τα μέρη να συμμετέχουν σε ενημερωτική συνεδρίαση για τη χρήση της διαμεσολάβησης. |
1. Ένα δικαστήριο επιλαμβανόμενο υπόθεσης μπορεί, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, να καλέσει τα μέρη να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση για να επιλύσουν τη διαφορά. Το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τα μέρη να συμμετέχουν σε ενημερωτική συνεδρίαση για τη χρήση της διαμεσολάβησης. |
Αιτιολόγηση | |
Η διατύπωση στο αρχικό κείμενο προχωρεί περισσότερο από τον οριοθετικό χαρακτήρα της προτεινόμενης οδηγίας και θίγει την επικουρικότητα όσον αφορά τη δικαστική αρχή. Η διατύπωση της δυνατότητας για περαιτέρω παραπομπή δεν θίγεται από την τροπολογία. | |
Τροπολογία 5 Άρθρο 4, παράγραφος 2 | |
|
2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την κατάρτιση διαμεσολαβητών προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα στα μέρη της διαφοράς να επιλέγουν ένα διαμεσολαβητή ικανό να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με την αναμενόμενη από τα μέρη αποτελεσματικότητα. |
2. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν την κατάρτιση διαμεσολαβητών προκειμένου να δίνεται η δυνατότητα στα μέρη της διαφοράς να επιλέγουν ένα διαμεσολαβητή ικανό να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με αποτελεσματικότητα, υπευθυνότητα και σύμφωνα με τις δικαιολογημένες προσδοκίες των μερών. |
Αιτιολόγηση | |
Σε μία διαδικασία διαμεσολάβησης είναι πιθανό τα μέρη να συμμετέχουν στη διαμεσολάβηση με εντελώς αντίθετες προσδοκίες. Γι' αυτό το λόγο, το κείμενο χρειάζεται να προσαρμοστεί σε αυτό το κριτήριο. | |
Τροπολογία 6 Άρθρο 6, τίτλος | |
|
Παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων κατά την αστική δικαστική διαδικασία |
Εμπιστευτικότητα της διαδικασίας διαμεσολάβησης |
Αιτιολόγηση | |
Σ' αυτό το άρθρο η έμφαση πρέπει να τεθεί στην εμπιστευτικότητα της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Τα στοιχεία επομένως που προκύπτουν από διαδικασία διαμεσολάβησης δεν μπορούν να προσκομισθούν στο δικαστήριο ως αποδείξεις, πράγμα το οποίο ισχύει επίσης για τις διοικητικές δικαστικές διαδικασίες και δεν περιορίζεται μόνο στις αστικές. Η τροπολογία στον τίτλο ισχύει και για τις δύο περιπτώσεις. | |
Τροπολογία 7 Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο (α) | |
|
(α) πρόσκληση ενός εκ των μερών να προσφύγει σε διαμεσολάβηση ή το γεγονός ότι ένα εκ των μερών ήταν διατεθειμένο να συμμετέχει σε διαμεσολάβηση· |
Διαγράφεται |
Αιτιολόγηση | |
Η πρόσκληση ή η προσφορά ενός εκ των μερών για την επίλυση μιας διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης δεν πρέπει να καλύπτεται από τις διατάξεις περί εμπιστευτικότητας της διαμεσολάβησης. | |
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
|
Τίτλος |
Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
||||||
|
Στοιχεία αναφοράς |
COM (2004)0718 – C6‑0154/2004 – 2004/0251(COD) |
||||||
|
Αρμόδια επιτροπή |
JURI |
||||||
|
Γνωμοδοτική επιτροπή |
LIBE |
||||||
|
Ενισχυμένη συνεργασία |
|
||||||
|
Συντάκτης γνωμοδότησης |
Johannes Blokland 21.2.2005 |
||||||
|
Εξέταση στην επιτροπή |
26.5.2005 |
21.6.2005 |
|
|
|
||
|
Ημερομηνία έγκρισης των τροπολογιών |
21.6.2005 |
||||||
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
υπέρ: κατά: αποχές: |
44 0 3 |
|||||
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Nuno Alvaro, Edit Bauer, Johannes Blokland, Mihael Brejc, Kathalijne Maria Buitenweg, Michael Cashman, Jean-Marie Cavada, Charlotte Cederschiöld, Carlos Coelho, Fausto Correia, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Rosa Díez González, Antoine Duquesne, Kinga Gál, Lívia Járóka, Ewa Klamt, Magda Kósáné Kovács, Wolfgang Kreissl-Dörfler, Barbara Kudrycka, Σταύρος Λαμπρινίδης, Henrik Lax, Sarah Ludford, Helmuth Markov, Edith Mastenbroek, Jaime Mayor Oreja, Claude Moraes, Hartmut Nassauer, Bogdan Pęk, Martine Roure, Michele Santoro, Inger Segelström, Manfred Weber, Stefano Zappalà, Tatjana Ždanoka |
||||||
|
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Richard Corbett, Παναγιώτης Δημητρίου, Jeanine Hennis-Plasschaert, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Jean Lambert, Bill Newton Dunn, Marie-Line Reynaud, Agnes Schierhuber, Κυριάκος Τριανταφυλλίδης |
||||||
|
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Richard James Ashworth, Helmuth Markov, Μανώλης Μαυρομμάτης, Frédérique Ries, John Whittaker |
||||||
- [1] Δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στην ΕΕ.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
|
Τίτλος |
Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις |
|||||||
|
Έγγραφα αναφοράς |
COM(2004)0718 - C6-0154/2004 - 2004/0251(COD) |
|||||||
|
Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ |
22.10.2004 |
|||||||
|
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
JURI 27.10.2004 |
|||||||
|
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
LIBE 27.10.2004 |
|
|
|
||||
|
Εισηγητής(ές) Ημερομηνία ορισμού |
Arlene McCarthy 24.11.2004 |
|
|
|||||
|
Εξέταση στην επιτροπή |
21.6.2005 |
13.9.2005 |
31.1.2006 |
20.4.2006 |
||||
|
|
11.9.2006 |
3.10.2006 |
|
|
||||
|
Ημερομηνία έγκρισης |
20.3.2007 |
|
|
|
||||
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
26 0 0 |
||||||
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Marek Aleksander Czarnecki, Cristian Dumitrescu, Monica Frassoni, Giuseppe Gargani, Klaus-Heiner Lehne, Katalin Lévai, Antonio Masip Hidalgo, Hans-Peter Mayer, Manuel Medina Ortega, Hartmut Nassauer, Aloyzas Sakalas, Francesco Enrico Speroni, Rainer Wieland, Jaroslav Zvěřina, Tadeusz Zwiefka |
|||||||
|
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Mogens N.J. Camre, Nicole Fontaine, Janelly Fourtou, Jean-Paul Gauzès, Kurt Lechner, Eva Lichtenberger, Arlene McCarthy, Michel Rocard, Gabriele Stauner, József Szájer, Jacques Toubon, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου |
|||||||
|
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Toine Manders |
|||||||
|
Ημερομηνία κατάθεσης |
22.3.2007 |
|||||||