ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την αξιολόγηση της Ευρατόμ - 50 έτη ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας
4.4.2007 - (2006/2230(INI))
Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας
Εισηγητής: Eugenijus Maldeikis
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την αξιολόγηση της Ευρατόμ - 50 έτη ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
- έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 25 Μαρτίου 1957 ("συνθήκη Ευρατόμ"),
- έχοντας υπόψη ότι στο προοίμιο της Συνθήκης Ευρατόμ επισημαίνεται ότι αρχική επιδίωξη είναι η ίδρυση « Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ( Ευρατόμ) που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις αναπτύξεως μιας ισχυρής πυρηνικής βιομηχανίας, που θα παρέχει εκτεταμένες πηγές ενέργειας, θα εκσυγχρονίζει την τεχνική και θα συμβάλλει με τις πολλαπλές άλλες εφαρμογές στην ευημερία των λαών »,
- έχοντας υπόψη τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως την απόφασή του της 14ης Νοεμβρίου 1978[1], την απόφασή του της 22 Απριλίου 1999[2], και την απόφασή του της 10ης Δεκεμβρίου 2002[3],
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007 "Ενεργειακή πολιτική για την Ευρώπη" (COM(2007)0001),
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής "Σχέδιο Ενδεικτικού Πυρηνικού Προγράμματος δυνάμει του άρθρου 40 της συνθήκης Ευρατόμ" (COM(2006)0844),
- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με την ευρωπαϊκή στρατηγική για αειφόρο, ανταγωνιστική και ασφαλή ενέργεια - Πράσινη Βίβλος[4],
- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Μαρτίου 2006 για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση[5],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 14ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου που αφορά τη θέσπιση μέσου βοήθειας για πυρηνική προστασία και ασφάλεια[6],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 5ης Ιουλίου 2006 σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Συμβουλίου που αφορά την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου[7],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 15ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) (2007-2011)[8],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 30ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση κανονισμού (Ευρατόμ) του Συμβουλίου με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος-πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2011)[9],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 30ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου που αφορά το ειδικό πρόγραμμα με το οποίο τίθεται σε εφαρμογή το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο (2007-2011) δραστηριοτήτων έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ)[10],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 30ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για το ειδικό πρόγραμμα που θα υλοποιηθεί με άμεσες δράσεις από το Κοινό Κέντρο Ερευνών ώστε να εκτελεσθεί το έβδομο πρόγραμμα πλαίσιο (2007-2011) δραστηριοτήτων πυρηνικής έρευνας και εκπαίδευσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) [11],
- έχοντας υπόψη τη θέση του της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Συμβουλίου για τη θέση σε εφαρμογή του πρωτοκόλλου αριθ. 9, το οποίο προσαρτάται στην πράξη περί των όρων προσχώρησης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Εσθονίας, της Κύπρου, της Λετονίας, της Λιθουανίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Πολωνίας, της Σλοβενίας και της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σχετικά με τον πυρηνικό σταθμό Bohunice V1 της Σλοβακίας[12],
- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 16ης Νοεμβρίου 2005 σχετικά με τη χρησιμοποίηση των οικονομικών πόρων που προορίζονται για τον παροπλισμό των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής [13],
- έχοντας υπόψη τις συζητήσεις κατά τη δημόσια ακρόαση που οργάνωσε επί του θέματος την 1η Φεβρουαρίου 2007 η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων (A6‑0129/2007),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι, ενώ ότι οι Συνθήκες για την ΕΕ έχουν επανειλημμένα υποστεί σημαντικές αναθεωρήσεις, ώστε να αντιμετωπίσουν νέες ανάγκες και προκλήσεις, η Συνθήκη Ευρατόμ κατά την πεντηκονταετή ιστορία της έχει υποστεί μία μόνο τροποποίηση[14] και ως εκ τούτου έχει παραμείνει χωρίς αλλαγές όλο αυτό το διάστημα σε ό,τι αφορά τις βασικές διατάξεις της και την ουσία της,
Β. εκτιμώντας ότι, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη Ευρατόμ τροποποιήθηκε μόνο λίγο κατά τη διάρκεια των 50 τελευταίων ετών, αποτελεί αντιθέτως τη βάση για εκτεταμένου μεγέθους παράγωγο δίκαιο την ίδια περίοδο και απετέλεσε αντικείμενο ενός σημαντικού αριθμού αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες επέτρεψαν κυρίως να διευρυνθεί κατά τρόπο σημαντικό το αρχικό πεδίο εφαρμογής της συνθήκης Ευρατόμής,
Γ. εκτιμώντας ότι η Συνθήκη Ευρατόμ εισήγαγε αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας για τη διακίνηση ραδιενεργών καυσίμων και αποβλήτων στην ΕΕ, ότι θεσπίζει ενιαίες προδιαγραφές ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του κοινού καθώς και διαδικασίες για την εφαρμογή αυτών των προδιαγραφών, και ότι αντιτίθεται στην οιαδήποτε διάδοση πυρηνικού υλικού για στρατιωτικούς σκοπούς,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη Ευρατόμ παρέχει ένα ολοκληρωμένο και συνεπές νομικό πλαίσιο για τη χρήση της πυρηνικής ενεργείας υπό ασφαλείς συνθήκες στην Ευρώπη, προς όφελος όλων των κρατών μελών,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη ουδέποτε ανέπτυξαν την πυρηνική επιλογή, άλλα έχουν θέσει σε ενέργεια μια πολιτική κατάργησης της επιλογής αυτής, ενώ άλλα εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον πυρηνικό τομέα,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι η Συνέλευση, στο σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη ( τη Συνταγματική Συνθήκη), πρότεινε το διαχωρισμό της Συνθήκης Ευρατόμ από τη νομική διάρθρωση του μελλοντικού Συντάγματος· ότι η Συνέλευση, κατά τις εργασίες της σχετικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υπογραφή της Συνταγματικής Συνθήκης, έχει διατηρήσει τις διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ στην παρούσα μορφή της ως συνημμένο πρωτόκολλο,
Ζ. εκτιμώντας ότι οι Γερμανία, Ιρλανδία, Αυστρία, Ουγγαρία και Σουηδία επεσύναψαν στη Συνταγματική Συνθήκη δήλωση σύμφωνα με την οποία οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ θα πρέπει να εκσυγχρονισθούν και ως εκ τούτου να συγκληθεί «όσο το δυνατόν συντομότερα» μια αναθεωρητική συνέλευση,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρόσφατες διευρύνσεις έχουν αυξήσει τη διαφοροποίηση στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ανάγκη κοινοτικής δράσης στον πυρηνικό τομέα,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πεντηκοστή επέτειος της Συνθήκης Ευρατόμ προσφέρει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την ευκαιρία να εξετάσει το περιεχόμενο και τη σημασία της συνθήκης αυτής και εκφράζοντας την ανησυχία του γιατί οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης δεν έχουν τροποποιηθεί αφότου τέθηκε σε ισχύ 50 χρόνια πριν,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προβληματισμός σχετικά με τη διατήρηση της συνθήκης Ευρατόμ είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τους στόχους που επιδιώκει η Επιτροπή για ασφαλέστερη, περισσότερο αειφόρο και ανταγωνιστικότερη ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, ικανή να συμβάλει στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, στόχοι που προβλέπονται στην προαναφερόμενη πρόσφατη ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007,
Απολογισμός των 50 ετών της συνθήκης Ευρατόμ
1. τονίζει ότι, από το 1957, όταν υπογράφηκε η συνθήκη Ευρατόμ, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστεί πρωτοπόρος στην πυρηνική βιομηχανία και ένας από τους κύριους παράγοντες της πυρηνικής έρευνας στους τομείς της ελεγχόμενης θερμοπυρηνικής σχάσης και σύντηξης· επισημαίνει ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία δραστηριοποιείται στο σύνολο του κύκλου πυρηνικού καυσίμου και κατόρθωσε να αναπτύξει εγχώριες τεχνολογίες, ορισμένες εκ των οποίων, λόγου χάρη η τεχνολογία εμπλουτισμού με υπερφυγοκέντρηση, είναι καρπός συμπράξεων σε ευρωπαϊκή κλίμακα·
2. διαπιστώνει ότι ο σχεδόν ολοκληρωτικός έλεγχος εκ μέρους του ευρωπαϊκού πυρηνικού τομέα του κύκλου καυσίμου παρέχει στην ΕΕ, σήμερα που συζητείται πολύ η ενεργειακή εξάρτηση, εγγυήσεις ανεξαρτησίας από βιομηχανικής και τεχνολογικής πλευράς, ιδίως όσον αφορά τον εμπλουτισμό του καυσίμου
3. υπενθυμίζει ότι, κυρίως χάρη στη συνθήκη Ευρατόμ, η ηλεκτροπαραγωγή από πυρηνική ενέργεια, σε 152 αντιδραστήρες κατανεμημένους σε 15 κράτη μέλη, αντιπροσώπευε στα τέλη του 2006 32% της ευρωπαϊκής ηλεκτρικής ενέργειας, που σημαίνει ότι, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το μεγαλύτερο μερίδιο χωρίς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και ένα από τα ανταγωνιστικότερα παράγεται από πυρηνική ενέργεια, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της ενεργειακής πολιτικής της Ευρώπης που ορίζονται στην προαναφερόμενη ανακοίνωση της Επιτροπής της 10ης Ιανουαρίου 2007·
4. διευκρινίζει ότι από πλευράς αντιμετώπισης της μεταβολής του κλίματος, η Επιτροπή, στην Πράσινη Βίβλο με τίτλο "Προς μια ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού" (COM/2000/769), εκτιμά ότι με την πυρηνική ενέργεια θα αποφεύγονταν άνω των 300 εκατ. tn εκπομπών CO2 το 2010, " δηλαδή η παραγωγή ενός στόλου 100 εκατ. αυτοκινήτων "· υπενθυμίζει ότι στην ανακοίνωσή της 10ης Ιανουαρίου 2007 και συγκεκριμένα στο παράρτημα Ι, η Επιτροπή εκτιμά ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η λιγότερο ρυπογόνος μετά την αιολική ανοικτής θαλάσσης και την μικρής κλίμακας υδροηλεκτρική·
5. επισημαίνει ότι οι ιδρυτικές χώρες της Ευρατόμ έχουν προβλέψει σειρά διατάξεων που είναι κατανεμημένες σε δέκα κεφάλαια, με σκοπό να εντάξουν σε αυστηρό πλαίσιο την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας στην Ένωση, διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν και εμπλουτίζονται συνεχώς με νομοθεσία που θεσπίζεται με βάση τη Συνθήκη Ευρατόμ και συμβάλλουν στην ασφαλή λειτουργία των πυρηνικών εγκαταστάσεων στην Ευρώπη·
6. επισημαίνει ότι η συναίνεση του 1957 για την πυρηνική ενέργεια δεν υφίσταται πλέον μεταξύ των 27 κρατών μελών·
7. διαπιστώνει ότι οι προ πεντηκονταετίας προσδοκίες όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια έχουν εξελιχθεί· σημειώνει ότι οι προσδοκίες αυτές αφορούν πλέον περισσότερο την ανάγκη ύπαρξης, μέσω της Συνθήκης Ευρατόμ, σταθερού νομικού πλαισίου που να διέπει την εποπτεία της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να επιτρέπει την ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρών που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια, μέσω της μεταφοράς του κοινοτικού κεκτημένου της Ευρατόμ· αναγνωρίζει ότι στο δεύτερο τίτλο της Συνθήκης Ευρατόμ σημαντικά κεφάλαια επέτρεψαν να προστατευθούν οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι και το περιβάλλον από τις ιονίζουσες ακτινοβολίες (κεφάλαιο 3), να αναπτυχθεί η έρευνα στους τομείς της διαχείρισης των αποβλήτων και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων (κεφάλαιο 1) και να υπάρξει έλεγχος της ασφάλειας των σχάσιμων υλικών στην Ευρώπη (κεφάλαιο 7)·
8. υπενθυμίζει ότι οι πρώτες δραστηριότητες έρευνας ανελήφθησαν στο πλαίσιο της Συνθήκης Ευρατόμ (κεφάλαιο I), απ’ όπου προέκυψε επίσης το Κοινό Κέντρο Ερευνών, το πρώτο ίδρυμα ερευνών της ΕΕ· ζητεί επειγόντως τη συμπερίληψη του προγράμματος πυρηνικής έρευνας και ανάπτυξης στον προϋπολογισμό του γενικού προγράμματος πλαισίου για την έρευνα με τους ίδιους ελέγχους και καταλογισμό ευθυνών που ισχύουν για όλα τα άλλα προγράμματα έρευνας·
9. θεωρεί ότι η νομοθεσία που έχει θεσπιστεί στο πλαίσιο του κεφαλαίου III της Συνθήκης Ευρατόμ (προστασία της υγείας) πρέπει να παραμείνει υπό την ευθύνη της Ε.Ε. προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι βασικές προδιαγραφές για την προστασία των εργαζομένων και του ευρύτερου κοινού θα εφαρμόζονται και θα επεκταθούν προκειμένου να συμπεριληφθεί το περιβάλλον και ότι εξελίσσεται λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα διεθνών επιστημονικών μελετών·
10. υπογραμμίζει ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω νομοθεσίας δεν περιορίζεται στα εδάφη όπου λειτουργούν οι πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά σήμερα συμπεριλαμβάνει και την προστασία των όμορων κρατών μελών και των τρίτων χωρών, χάρη στους διαρκείς ελέγχους των απορρίψεων ραδιενεργών καταλοίπων και στη θέσπιση κανονιστικών διατάξεων σχετικά με τη μεταφορά αναλωμένων καυσίμων και ραδιενεργών αποβλήτων, με την προστασία της τροφικής αλυσίδας και με τις καταστάσεις έκτακτου κινδύνου από ακτινοβολίες·
11. σημειώνει ότι στο κεφάλαιο IV της συνθήκης Ευρατόμ (επενδύσεις) προβλέφθηκε η παροχή επακριβών πληροφοριών, σε κοινοτικό επίπεδο, σχετικά με τα σχέδια επενδύσεων των κρατών μελών·
12. σημειώνει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή, κατά τη δημοσίευση των ενδεικτικών πυρηνικών προγραμμάτων της (PINC), δεν εκτίμησε πραγματικά τις ανάγκες επενδύσεων στον πυρηνικό τομέα, ιδίως όσον αφορά τα ζητήματα ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού, καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής και ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα πλαίσιο ανάκαμψης του τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο·
13. επικροτεί όμως το γεγονός ότι στη συνθήκη Ευρατόμ προβλέπεται η υποχρέωση παροχής λεπτομερειών για κάθε νέα επένδυση στον πυρηνικό τομέα στην Ευρώπη, υποχρέωση που βαρύνει την ευρωπαϊκή πυρηνική βιομηχανία και καθιστά δυνατή την πλήρη χαρτογράφηση των πυρηνικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
14. εκτιμά ότι οι κοινές επιχειρήσεις (κεφάλαιο V της συνθήκης Ευρατόμ) απετέλεσαν εξαίρετα εργαλεία για την εφαρμογή δημόσιας πολιτικής, συγκεκριμένα στον τομέα της έρευνας, στον οποίο το νομικό αυτό μέσο αξιοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις, συγκεκριμένα με την ίδρυση, το 1978, της κοινής επιχείρησης Joint European Torus στο Culham και, πιο πρόσφατα, με την συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Νομικής Οντότητας για την υλοποίηση του έργου του Διεθνούς Θερμοπυρηνικού Πειραματικού Αντιδραστήρα (ITER)·
15. θεωρεί ότι η συνθήκη Ευρατόμ, με τη σύσταση οργανισμού (κεφάλαιο VI) ο οποίος μεριμνά για τον εφοδιασμό των καταναλωτών στην ΄Ενωση σύμφωνα με την αρχή της ίσης προσβάσεως στα υλικά, διαθέτει ουσιαστικό μέσο ενόσω διανύουμε αυτή την εποχή προβληματισμού σχετικά με την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού·
16. θεωρεί ότι οι διασφαλίσεις (κεφάλαιο VII) αποτελούν ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα εφαρμογής της Συνθήκης Ευρατόμ και παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να γνωρίζει επακριβώς τα αποθέματα και τις ροές πυρηνικών υλικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
17. σημειώνει ότι οι διασφαλίσεις αυτές παρέχουν, επίσης, πραγματική εγγύηση ως προς τη χρησιμοποίηση των πυρηνικών υλικών στα κράτη που προμηθεύουν αυτά τα υλικά, συμπληρωματικώς προς τους ελέγχους του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ) για τη μη διάδοση·
18. διαπιστώνει ότι η, δυνάμει του κεφαλαίου X της συνθήκης Ευρατόμ (εξωτερικές σχέσεις), προσχώρηση της Ευρατόμ σε πολλές διεθνείς συμβάσεις, ιδίως στη σύμβαση για την πυρηνική ασφάλεια και στην κοινή σύμβαση για την ασφάλεια διαχείρισης του αναλωμένου καυσίμου και την ασφάλεια διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων, προσέφερε στην Κοινότητα τη δυνατότητα να συμμετέχει στις διεθνείς προσπάθειες που καταβάλλονται στα πεδία αυτά και να προωθήσει σημαντικά επιτεύγματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
19. διαπιστώνει επίσης ότι, βάσει του κεφαλαίου X της συνθήκης Ευρατόμ , η Ευρατόμ συνήψε πολλές συμφωνίες συνεργασίας στον τομέα της έρευνας, συμμετείχε σε διεθνείς πρωτοβουλίες όπως το φόρουμ Generation IV για τους μελλοντικούς αντιδραστήρες και διεξήγαγε τις διεθνείς διαπραγματεύσεις για το έργο ITER·
Θεσμικός διάλογος
20. επισημαίνει ότι οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ δεν τροποποιήθηκαν αφότου τέθηκαν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1958·
21. επιβεβαιώνει ότι σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας εναπόκειται στο κάθε κράτος μέλος η απόφαση να βασιστεί ή όχι στην πυρηνική ενέργεια·
22. επισημαίνει εξάλλου ότι ορισμένα κράτη μέλη που αντιτίθενται ανοιχτά στην πυρηνική ενέργεια και που έχουν προσχωρήσει στις Κοινότητες (Ευρωπαϊκή Κοινότητα και Ευρατόμ) ουδέποτε υποχρεώθηκαν, με τον οποιονδήποτε τρόπο, να αναπτύξουν την πυρηνική ενέργεια στο έδαφός τους· διαπιστώνει επομένως, ότι επί σειρά ετών, είναι αποδεκτό να μην επιβάλλεται η προώθηση της πυρηνικής ενέργειας από τη Συνθήκη Ευρατόμ σε κανέναν, το νομικό όμως πλαίσιο που καθιερώνει μπορεί να χρησιμοποιείται από όλους·
23. υπογραμμίζει ότι η υνθήκη Ευρατόμ δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού και ακόμη λιγότερο εμπόδιο στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, προσώπων και κεφαλαίων· υπενθυμίζει ότι στον εν λόγω τομέα το κοινό δίκαιο της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ) εφαρμόζεται στις πυρηνικές δραστηριότητες και σημειώνει, ως παράδειγμα, ότι η κυκλοφορία των πυρηνικών υλικών, εξοπλισμών και τεχνολογιών εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτεται από κανόνες περί εποπτείας των αγαθών που αποκαλούνται «διπλής χρήσεως», κανόνες που εγκρίθηκαν με βάση την εμπορική πολιτική της Συνθήκης ΕΚ· προσθέτει ότι η νομοθεσία Ευρατόμ υπόκειται στο δίκαιο ανταγωνισμού και στις ρυθμίσεις για τις κρατικές ενισχύσεις όπως διευκρινίζεται στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΚ· συμπεραίνει ως εκ τούτου ότι η Συνθήκη Ευρατόμ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα προστατευτικό πλαίσιο για την πυρηνική ενέργεια·
24. διαπιστώνει ότι η συνθήκη Ευρατόμ προσφέρει στις χώρες που έχουν επιλέξει την πυρηνική ενέργεια τα μέσα για την ανάπτυξή της (κοινές επιχειρήσεις, στήριξη της έρευνας και της ανάπτυξης, δάνεια Ευρατόμ), συνοδεύοντας όμως τη διάθεση των μέσων αυτών με συνεκτικό νομικό πλαίσιο (προστασία της υγείας, έλεγχος της ασφάλειας, εφοδιασμός), ώστε να μην ανησυχούν τα κράτη μέλη που δεν έχουν επιλέξει την πυρηνική ενέργεια·
25. σημειώνει ότι το νομικό πλαίσιο της Ευρατόμ εφαρμόζεται επίσης, προς όφελος της Κοινότητας, στα κράτη μέλη που δεν παράγουν πυρηνική ενέργεια, αλλά έχουν στο έδαφός τους ερευνητικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες και παρέχει σε αυτά τα κράτη μέλη μέσα (όπως τα προγράμματα πλαίσια έρευνας και ανάπτυξης Ευρατόμ) που τους προσφέρουν τη δυνατότητα χρηματοδότησης, για παράδειγμα στον τομέα ιατρικής έρευνας·
26. θεωρεί ότι, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη πυρηνική ενέργεια, οι διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ οι οποίες βοήθησαν να αποφευχθεί η διάδοση των πυρηνικών υλικών καθώς και αυτές οι οποίες αντιμετωπίζουν θέματα υγείας, ασφαλείας και πρόληψης της ραδιενεργού μόλυνσης ήταν εξαιρετικά ωφέλιμες και ότι θα πρέπει να συντονιστούν προσεκτικά με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια·
Αδυναμίες
27. εκφράζει τη λύπη του για το ότι η εξέλιξη των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και συγκεκριμένα η επέκτασή τους ώστε να περιληφθεί η διαδικασία συναπόφασης στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δεν κάλυψε τη συνθήκη Ευρατόμ· εκτιμά ότι, παρά τον τεχνικό χαρακτήρα της συνθήκης Ευρατόμ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιούται να συμμετέχει επισήμως στη διαμόρφωση των κειμένων των οποίων η νομική βάση είναι η συνθήκη Ευρατόμ·
28. διαπιστώνει ως απόδειξη απαράδεκτου δημοκρατικού ελλείμματος το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο έχει σχεδόν πλήρως αποκλεισθεί από τη νομοθετική διαδικασία για την Ευρατόμ και ότι ζητείται απλώς η γνώμη του σε μόνο ένα από τα δέκα κεφάλαια της Συνθήκης Ευρατόμ·
29. επισημαίνει ωστόσο ότι μέσω διοργανικής συμφωνίας, το Κοινοβούλιο συνδέεται με τις διαπραγματεύσεις για το πρόγραμμα πλαίσιο της Ευρατόμ για τις ερευνητικές δραστηριότητες και την κατάρτιση στον πυρηνικό τομέα (ΠΠ Ευρατόμ)· διαπιστώνει επίσης, σε σχέση με τα τελευταία κείμενα που εξέτασε η επιτροπή βιομηχανίας, έρευνας και ενέργειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΠΠ Ευρατόμ, την οδηγία για την εποπτεία και τον έλεγχο των ραδιενεργών αποβλήτων και του χρησιμοποιημένου καυσίμου[15], το μέσον πυρηνικής αρωγής κ.λπ.) ότι μολονότι η διαδικασία προβλέπει απλώς τη διαβούλευση του Κοινοβουλίου, οι τροποποιήσεις του ίδιου στα κείμενα, Ευρατόμ λαμβάνονται κατά κανόνα πλήρως ή εν μέρει υπόψη από το Συμβούλιο χωρίς ωστόσο τούτο να θεωρείται αρκετό·
30. καταμετρά το μεγάλο ενδιαφέρον του άρθρου 203 της συνθήκης Ευρατόμ, που προσφέρει στη Συνθήκη μια ελαστικότητα προκειμένου να αναλαμβάνονται, όπως στην περίπτωση της δημιουργίας του Μέσου Πυρηνικής Συνεργασίας, νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν προβλέπονταν αρχικά στη συνθήκη Ευρατόμ· θεωρεί ότι πρέπει να εξετασθεί ο τρόπος χρησιμοποίησης του άρθρου 203 για την ανάπτυξη νέων πρωτοβουλιών, όπως ενδεχομένως για προσαρμογές στη συνθήκη·
31. εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη συνόλου νομοθετικών κανόνων στα θέματα των εναρμονισμένων προτύπων με πραγματική προστιθέμενη αξία, ιδίως σε σύγκριση με το υφιστάμενο διεθνές πλαίσιο για την πυρηνική ασφάλεια, της διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων και του παροπλισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων·
32. καλεί την Επιτροπή να εμπνευστεί από την πείρα που αποκτήθηκε κατά την εφαρμογή των συμβάσεων που χειρίζεται ο ΔΟΑΕ (σύμβαση για την πυρηνική ασφάλεια και κοινή σύμβαση για την ασφάλεια διαχείρισης του αναλωμένου καυσίμου και την ασφάλεια διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων) και να λάβει υπόψη τις αξιολογήσεις των πλέον προηγμένων πρακτικών σε εθνικό επίπεδο στο θέμα της διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων, οι οποίες διενεργούνται από τον Οργανισμό Πυρηνικής Ενέργειας του ΟΟΣΑ (AEN)· σημειώνει ότι συντονισμένες πρωτοβουλίες, όπως αυτές που ανέλαβε η Ένωση των Ρυθμιστικών Αρχών της Δυτικής Ευρώπης για την Πυρηνική Ενέργεια (WENRA), με σκοπό την ανάπτυξη κοινής προσέγγισης για την πυρηνική ασφάλεια, είναι δυνατόν να συμβάλουν στην κατάρτιση νομοθετικής βάσης·
33. παρατηρεί ότι, όπως διαπιστώθηκε στην προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην Υπόθεση C-29/99 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, η Επιτροπή διαθέτει αρμοδιότητες στους τομείς της πυρηνικής ασφάλειας δυνάμει της συνθήκης Ευρατόμ και είναι εξουσιοδοτημένη να υποβάλλει σχετικές προτάσεις·
Οι μελλοντικοί προσανατολισμοί
34. εκτιμά ότι, παρά τις σοβαρές ατέλειές της, η Συνθήκη Ευρατόμ εξακολουθεί για την ώρα να αποτελεί απαραίτητο νομικό πλαίσιο, τόσο για τα κράτη μέλη τα οποία επιθυμούν την ανάπτυξη της πυρηνικής τους ενέργειας, όσο και για τα κράτη μέλη που επιθυμούν απλώς να επωφεληθούν από ένα νομικό οπλοστάσιο που να προστατεύει τα ίδια, τον πληθυσμό και το περιβάλλον τους·
35. σημειώνει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ είναι στο επίκεντρο της συζήτησης σχετικά με θέματα της βιομηχανίας, που συνδέονται με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και θέματα ενέργειας, ιδίως υπό το πρίσμα του εφοδιασμού, σε χρονική στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει να καθορίσει ευρωπαϊκό ενεργειακό μείγμα με λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα, ανταγωνιστικό και όσο το δυνατόν περισσότερο "εγχώριο"·
36. επαναλαμβάνει ότι η πυρηνική ενέργεια παρέχει στην ευρωπαϊκή ένωσης σήμερα το 32% του ηλεκτρισμού της, και η Επιτροπή τη θεωρεί στην ανακοίνωση της 10ης Ιανουαρίου 2007 ως μία από τις κύριες πηγές ενέργειας, χωρίς CO2 στην Ευρώπη και την τρίτη λιγότερο ακριβή πηγή ενέργειας στην Ευρώπη, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος του CO2· θεωρεί επομένως ότι η Ε.Ε. πρέπει να προασπίσει, σε πλαίσιο σεβασμού της Συνθήκης Ευρατόμ, την ηγετική της θέση από βιομηχανικής και τεχνολογικής πλευράς έναντι παραγόντων που αναθερμαίνουν αποφασιστικά της πυρηνικές τους δραστηριότητες (Ρωσία, Ηνωμένες Πολιτείες) και της εμφάνισης νέων παγκόσμιων παραγόντων στον πυρηνικό τομέα (Κίνα και Ινδία) που θα αποτελέσουν τους μελλοντικούς ανταγωνιστές της Ε.Ε. μεσοπρόθεσμα·
37. θεωρεί ότι η έλλειψη του νομικού πλαισίου που παρέχει η Συνθήκη Ευρατόμ θα είχε ως αποτέλεσμα την "επανεθνικοποίηση" της πολιτικής της Ευρώπης για την πυρηνική ενέργεια, δηλαδή ανάσχεση του κοινοτικού κεκτημένου, και θα προκαλούσε κίνδυνο ανασφάλειας δικαίου στο σύνολο των 27 κρατών μελών·
38. ζητεί το σεβασμό των αρχών του δίκαιου ανταγωνισμού και των ισότιμων όρων για τις διάφορες πηγές ενέργειας·
39. θεωρεί επίσης ότι η κατάργηση ενός ή περισσοτέρων κεφαλαίων της Συνθήκης Ευρατόμ ή η ενσωμάτωση ορισμένων διατάξεων στη Συνθήκη ΕΚ θα ανέτρεπε την ισορροπία της συνθήκης Ευρατόμ και θα εξασθένιζε τις λειτουργίες πλαισίωσης της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη· προσθέτει ότι η απουσία ενός συνεπούς νομικού πλαισίου θα. περιέπλεκε σε τεράστιο βαθμό την απορρόφηση του κοινοτικού κεκτημένου Ευρατόμ εκ μέρους των μελλοντικών κρατών μελών·
40. θεωρεί ότι η εποπτεία της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρώπη, έχοντας υπόψη τα εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τομέα αυτού ενέργειας, απαιτεί τη διατήρηση ειδικού νομικού πλαισίου όπως η Συνθήκη Ευρατόμ που μετά την πάροδο 50 ετών απέδειξε τη χρησιμότητα του συνόλου των διατάξεων της· προσθέτει ότι η μερική της απορρόφηση σε ένα υποθετικό κεφάλαιο με τίτλο « Ενεργεία» της Συνθήκης ΕΚ θα εξασθενήσει το σύνολο του νομικού πλαισίου του πυρηνικού τομέα στην Ευρώπη και θα περιπλέξει τις διαδικασίες ελέγχου για τον πυρηνικό τομέα που περιλαμβάνονται σήμερα στη Συνθήκη Ευρατόμ·
41. κρίνει, ωστόσο, ότι είναι σκόπιμη μια μεταρρύθμιση της Συνθήκης Ευρατόμ
42. θεωρεί ότι, ανεξαρτήτως της δυνατότητας βραχυπρόθεσμων προσαρμογών, είναι αναγκαία μια συνολική αναθεώρηση της Συνθήκης Ευρατόμ προκειμένου να καλυφθεί το δημοκρατικό έλλειμμα και να τεθούν η ασφάλεια του κοινού και τα θέματα ασφάλειας στο επίκεντρο των πυρηνικών δραστηριοτήτων της Ένωσης και των κρατών μελών της·
43. ζητεί τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών λήψης των αποφάσεων που περιλαμβάνονται στη συνθήκη Ευρατόμ, ώστε να καταστεί δυνατή η στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις νομοθετικές διαδικασίες που αφορούν τον τομέα της πυρηνικής ενέργειας και να επιτευχθεί μεγαλύτερη διαφάνεια καθώς και πλήρης συμμετοχή των πολιτών της Ένωσης· ζητεί επομένως από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να αντιμετωπίσουν το θέμα του εγγενούς στην συνθήκη Ευρατόμ δημοκρατικού ελλείμματος και να διευρύνουν τη διαδικασία συναπόφασης και στη νομοθεσία που εγκρίνεται δυνάμει της συνθήκης αυτής·
44. θεωρεί ότι οι τροποποιήσεις αυτές θα ήταν εφικτές με βάση το άρθρο 203 της συνθήκης Ευρατόμ, χωρίς κατ’ ανάγκη να ανατραπεί η γενική διάρθρωση και το περιεχόμενο της εν λόγω συνθήκης· καλεί το Συμβούλιο να εξετάσει αυτή τη δυνατότητα·
45. σημειώνει ότι, στο πλαίσιο μιας αναγκαίας προσαρμογής της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής και της παράτασης της διάρκειας ζωής των πυρηνικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, είναι επείγουσα η ανάγκη να θεσπισθεί ισχυρή νομοθεσία και να εγκριθούν συγκεκριμένα μέτρα σε κοινοτικό επίπεδο στους τομείς της πυρηνικής ασφάλειας, της διαχείρισης των ραδιενεργών αποβλήτων και του παροπλισμού των πυρηνικών εγκαταστάσεων και να ληφθούν μέτρα για να διασφαλισθεί ότι θα δοθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσοχή και μεγαλύτερη υποστήριξη στην έρευνα και την ανάπτυξη που προάγουν την ασφαλή χρήση της πυρηνικής ενέργειας· καλεί την Επιτροπή να αναθεωρήσει τα σχετικά σχέδια της νομοθετικής της πρότασης και να υποβάλει νέες προτάσεις οδηγιών σχετικά με την ασφάλεια των πυρηνικών εγκαταστάσεων, τη διαχείριση των αποβλήτων και την παύση λειτουργίας και τον παροπλισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων λαμβάνοντας υπόψη την αρχή 'ο ρυπαίνων πληρώνει'·
46. ζητεί επιμόνως από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να εξετάσουν γρήγορα αυτό το ζήτημα, σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
47. ζητεί να αναπτυχθούν προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και να εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση φιλόδοξων ερευνητικών προγραμμάτων που θα αποσκοπούν, αφενός, στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στους τομείς της σχάσης ( ασφάλεια, διαχείριση των αποβλήτων, αντιδραστήρες του μέλλοντος) και της ακτινοπροστασίας και, αφετέρου, στην απαραίτητη διατήρηση των καταλλήλων ικανοτήτων και ανθρώπινων πόρων προκειμένου να διατηρηθεί η πυρηνική επιλογή βάσει μιας βιώσιμης και ανταγωνιστικής ευρωπαϊκής βιομηχανίας·
48. ζητεί να αναπτυχθεί ευρωπαϊκός μηχανισμός συντονισμού των βέλτιστων εθνικών πρακτικών ακτινοπροστασίας των εργαζομένων και του κοινού, ώστε να συμπληρωθεί η εναρμόνιση που έχει ήδη επιτύχει σε αυτόν τον τομέα η Συνθήκη Ευρατόμ·
49. παρακινεί ένθερμα την Επιτροπή να καταρτίζει τακτικά, όπως προβλέπεται στη Συνθήκη Ευρατόμ, ενδεικτικά πυρηνικά προγράμματα της Κοινότητας με πραγματικά προορατικό χαρακτήρα στο θέμα των στόχων παραγωγής και των επενδύσεων στον πυρηνικό τομέα, τα οποία να λαμβάνουν επίσης υπόψη τους στόχους της μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου· υπενθυμίζει σχετικά ότι η χρήση όλων των άλλων πηγών ενεργείας εμπίπτει επίσης στις εθνικές αρμοδιότητες και ότι ωστόσο, οι στόχοι (ενίοτε ακόμη και δεσμευτικοί) καθορίζονται σε κοινοτικό επίπεδο, όπως στην περίπτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας·
50. καλεί το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το στόχο ασφάλειας του εφοδιασμού και τους στόχους μείωσης των εκπομπών CO2, να προσδιορίσει συντονισμένη πολιτική που θα ενθαρρύνει τις επενδύσεις, με πλήρη συμμόρφωση των απαιτήσεων ασφάλειας, με στόχο την επέκταση την ζωής και τη βελτίωση των επιδόσεων των υφιστάμενων αντιδραστήρων, καθώς και επενδύσεων σε νέες ικανότητες·
51. επισημαίνει την πρωτοβουλία του Συμβουλίου να προβλέψει τη συγκρότηση ευρωπαϊκής ομάδας υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια και προστασία, καθώς και τη διαχείριση των αποβλήτων·
52. χαιρετίζει την πρωτοβουλία συγκρότησης Ευρωπαϊκού Πυρηνικού Φόρουμ προκειμένου να προωθηθεί διάλογος υψηλού επιπέδου με τη συμμετοχή των πολιτικών, της βιομηχανίας και της κοινωνίας των πολιτών·
53. απευθύνει έκκληση να επανενεργοποιηθεί ο Οργανισμός Εφοδιασμού της Ευρατόμ και να αξιοποιηθούν πλήρως οι διευρυμένες εξουσίες που του έχουν ανατεθεί με βάση τη Συνθήκη Ευρατόμ· θεωρεί ότι ο ρόλος του θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα όχι τόσο της έλλειψης ουρανίου, αλλά της ανταγωνιστικότητας και της ασφάλειας του εφοδιασμού, περιλαμβανομένου του εφοδιασμού κατασκευασμένου πυρηνικού καυσίμου· κρίνει ότι οι διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ παρέχουν τη δυνατότητα να αποτελεί πραγματικό παρατηρητήριο για την ενέργεια στον πυρηνικό τομέα, και υπό την έννοια αυτή, ενθαρρύνει τις υπό εξέλιξη σκέψεις για τη βελτίωση του καθεστώτος του Οργανισμού Εφοδιασμού της Ευρατόμ·
54. ζητεί να συνεχισθεί η στενή διεθνής συνεργασία, της οποίας τις βάσεις έθεσε η Συνθήκη Ευρατόμ, και απαιτεί τη συνεχή σύσφιξη της συνεργασίας που έχουν δημιουργηθεί με τον ΔΟΑΕ, ούτως ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε επικάλυψη των δραστηριοτήτων του ΔΟΑΕ και της Ευρατόμ, και να εξασφαλισθεί ο υψηλότερος δυνατός βαθμός ακτινοπροστασίας, πυρηνικής ασφάλειας και μη διάδοσης·
55. ζητεί να συνεχισθεί σε υψηλό επίπεδο η διεθνής συνεργασία στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης, όπως σχετικά με το πρόγραμμα ITER η στο πλαίσιο του διεθνούς φόρουμ για τους αντιδραστήρες τέταρτης γενεάς·
° °
°
56. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
- [1] Απόφαση στην υπόθεση 1/78, Συλλογή 1978, σ. 2151.
- [2] Υπόθεση C-161/97, Kernkraftwerke Lippe-Ems Gmbh κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1999, σ. I-02057.
- [3] Υπόθεση C-29/99, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Συλλογή 2002, σ. I-11221.
- [4] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0603.
- [5] ΕΕ C 292E της 1.12.2006, σ. 112.
- [6] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0599.
- [7] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0300.
- [8] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0266.
- [9] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0517.
- [10] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0524.
- [11] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2006)0523.
- [12] ΕΕ C 280E της 18.11.2006, σ.108.
- [13] ΕΕ C 280E της 18.11.2006, σ.117.
- [14] Με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπεγράφη στις 7 Φεβρουαρίου 1992 στο Μάαστριχτ.
- [15] Οδηγία 2006/117/Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2006 , σχετικά με την επιτήρηση και τον έλεγχο των αποστολών ραδιενεργών αποβλήτων και αναλωμένου πυρηνικού καυσίμου (ΕΕ L 337 της 5.12.2006, σ. 21).
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Μετά από πενήντα έτη εφαρμογής της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (καλούμενη στο εξής "η Συνθήκη"), και ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη ο προβληματισμός σχετικά με τον καθορισμό ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, ο εισηγητής καλείται να εξετάσει εάν η Συνθήκη είναι κατάλληλη για τη σημερινή κατάσταση και εάν προφέρει τα απαραίτητα εργαλεία για την αντιμετώπιση των ενεργειακών προκλήσεων του μέλλοντος.
Εκ πρώτης όψεως, το πλαίσιο της Ευρατόμ φαίνεται απηρχαιωμένο ως προς τον τύπο, επειδή η θεσμική του οργάνωση δεν συμβάδισε με την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι αρχικώς είχε σχεδιαστεί ως μέσο «λειτουργικής ενοποίησης», θα μπορούσε, σε κάποιο βαθμό, να εκληφθεί επίσης ότι είναι απηρχαιωμένο και ως προς την ουσία, δεδομένου ότι ορισμένες διατάξεις του έχουν περιπέσει σε αχρηστία ή δεν εφαρμόζονται πλέον σύμφωνα με τις αρχικές επιδιώξεις της Συνθήκης.
Ωστόσο, κατά τη γνώμη του εισηγητή, οι περιορισμοί της Συνθήκης δεν επιτρέπουν να παραγνωριστεί ότι ορισμένες από τις διατάξεις της ποτέ δεν ήταν τόσο επίκαιρες όσο σήμερα και ότι απετέλεσαν τη βάση για τη θέσπιση πολυάριθμων παράγωγων ρυθμίσεων. Οι ρυθμίσεις αυτές οριοθετούν αυστηρά τη λειτουργία της πυρηνικής βιομηχανίας, χωρίς όμως να συνιστούν πλαίσιο προβολής της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην παρούσα έκθεση εξετάζεται κατά πόσον η Συνθήκη εξακολουθεί να αποτελεί το κατάλληλο νομικό πλαίσιο για την ενίσχυση της κανονιστικής ρύθμισης σε πεδία όπου έχει παραμεληθεί – θέσπιση κοινών προτύπων για την ασφάλεια και διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων - και κατά πόσον μπορεί να συμβάλει στην οικονομική ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, την ανεξαρτησία της στον ενεργειακό τομέα και την ασφάλεια του εφοδιασμού της.
I – Η Συνθήκη είναι δοκιμασμένο και ισορροπημένο πλαίσιο για την ανάπτυξη ανταγωνιστικής πυρηνικής βιομηχανίας:
· 50 έτη φιλόδοξων πρωτοβουλιών και υλοποιήσεών τους αποδεικνύουν ότι η Συνθήκη αυτή είναι εξισορροπημένη και αποτελεσματική
- Η Συνθήκη κατέστησε δυνατόν να αποτελέσει η πυρηνική ενέργεια σημαντική συνιστώσα του ενεργειακού μείγματος στην Ευρώπη, της οποίας η χρήση, όπως αναγνωρίζεται σήμερα, έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγεται η εκπομπή 312 εκατομμυρίων τόνων CO2/έτος (7% του συνόλου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ).
Το 2005, η συνολική ηλεκτροπαραγωγή από πυρηνική ενέργεια υπερέβη τις 920 TWh στην ΕΕ, η οποία διαθέτει το 1/3 του παγκόσμιου δυναμικού ηλεκτροπαραγωγής από πυρηνική ενέργεια, που εκτιμάται σε 2470 TWh. Η ηλεκτροπαραγωγή από πυρηνική ενέργεια στην Κοινότητα ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 32%, ποσοστό όμως που είναι ανομοιογενώς κατανεμημένο: 15 κράτη μέλη διαθέτουν δικούς τους πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, σε ορισμένα δε είναι η κύρια πηγή ηλεκτροπαραγωγής. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία καλύπτει το σύνολο του κύκλου του καυσίμου, όπου συμπεριλαμβάνεται η ανάπτυξη εντόπιων τεχνολογιών (εμπλουτισμός καυσίμου, σχεδιασμός αντιδραστήρων, επεξεργασία - ανακύκλωση αναλωμένου καυσίμου). Κατά την άποψη του εισηγητή, πρόκειται για ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό των συνθηκών που επικρατούν στον πυρηνικό τομέα της Ευρώπης, ιδίως εάν εξεταστεί υπό το πρίσμα των υπό εξέλιξη συζητήσεων σε διεθνές επίπεδο σχετικά με τις «πολυμερείς προσεγγίσεις του κύκλου του καυσίμου».
- Όσον αφορά την πτυχή της έρευνας, τα έξι προγράμματα πλαίσια έρευνας και ανάπτυξης Ευρατόμ προσέφεραν κίνητρα που κατέστησαν δυνατό να διατηρηθεί η ευρωπαϊκή έρευνα στην παγκόσμια πρωτοπορία, ιδίως όσον αφορά την ελεγχόμενη σύντηξη.
· Πολυάριθμες διατάξεις της Συνθήκης τεκμηριώνουν την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητά της.
- Η προστασία της υγείας έχει καταστεί πρωταρχικό μέλημα:
Στην Συνθήκη προβλέπεται ότι η Κοινότητα «θεσπίζει ομοιόμορφους κανόνες ασφαλείας για την προστασία της υγείας του πληθυσμού και των εργαζομένων και μεριμνά για την εφαρμογή τους». Το κεφάλαιο αυτό αποτέλεσε τη βάση για πολυάριθμες πράξεις του παράγωγου δικαίου που συνιστούν το πλαίσιο των κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της ακτινοπροστασίας: θέσπιση κοινών βασικών κανόνων, καθορισμός των μέγιστων επιτρεπόμενων επιπέδων ραδιενεργού μόλυνσης των τροφίμων, τρόποι ανταλλαγής πληροφοριών και καταστάσεις έκτακτης ανάγκης λόγω ακτινοβολιών, έλεγχος της ραδιενέργειας στο περιβάλλον και έλεγχος των ραδιενεργών απορρίψεων από πυρηνικές εγκαταστάσεις, προστασία των πληρωμάτων στην πολιτική αεροπορία.
- Έλεγχος της ασφάλειας των πυρηνικών υλικών συμπληρωματικώς προς τη δράση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας (ΔΟΑΕ ):
Υπό το κεφάλαιο VII της Συνθήκης θεσπίζεται πληρέστατο σύστημα ελέγχων ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα μεταλλεύματα και τα ειδικά σχάσιμα υλικά δεν χρησιμοποιούνται κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που έχουν δηλώσει οι καταναλωτές τους.
Αυτός ο έλεγχος ασφάλειας, που βασίζεται σε σύστημα δήλωσης για τη λογιστική των υλικών που έχουν στην κατοχή τους οι φορείς εκμετάλλευσης, συναρθρώνεται με το καθεστώς των «εγγυήσεων» ("Διασφαλίσεις") που εφαρμόζει ο ΔΟΑΕ στο πλαίσιο τριμερών συμφωνιών που έχουν συναφθεί με τα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ). Στο πλαίσιο της ενίσχυσης του καθεστώτος της μη διάδοσης - με τη σύναψη, το 1998, των πρόσθετων πρωτοκόλλων των εν λόγω συμφωνιών διασφαλίσεων - η Ευρατόμ διαβιβάζει τακτικά στον ΔΟΑΕ τις λογιστικές καταστάσεις των πυρηνικών υλικών που έχουν στην κατοχή τους τα κράτη μέλη. Ο εισηγητής θεωρεί ότι έχει αποδειχθεί η συμπληρωματικότητα αυτών των δύο συστημάτων και ότι, σε περίπτωση που κριθούν αναγκαίες βελτιώσεις, αυτές θα πρέπει να έχουν πρακτικό χαρακτήρα με σκοπό την αμοιβαιότητα των μεθόδων έρευνας και της διενέργειας των επιθεωρήσεων, ούτως ώστε να αποφευχθεί περιττή αλληλεπικάλυψη.
- Δραστήρια εξωτερική πολιτική με ρεαλιστικό πνεύμα που οδήγησε στην κάλυψη των ατελειών της συνθήκης Ευρατόμ:
Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Ευρατόμ, αναπτύχθηκε εκτεταμένο δίκτυο διεθνών συμφωνιών:
- με διεθνείς οργανισμούς: η Ευρατόμ προσχώρησε στις περισσότερες συμβάσεις που συνήφθησαν υπό την αιγίδα του ΔΟΑΕ. Αυτή τη συμπληρωματικότητα αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι συστάσεις, οι συνθήκες και οι συμφωνίες που καταρτίζει ο ΔΟΑΕ συνάδουν με τις αντίστοιχες πολιτικές της Ευρατόμ, η οποία ως παρατηρητής στον ΔΟΑΕ είχε τη δυνατότητα να διαμορφώσει σχέσεις βασιζόμενες στην δραστήρια εταιρική σχέση.
- διμερώς: στο παρελθόν, οι σχέσεις της Ευρατόμ είχαν επικεντρωθεί σε συμφωνίες με τους τρεις μεγάλους προμηθευτές πυρηνικών υλικών και τεχνολογιών – Καναδά, Αυστραλία, ΗΠΑ – συμφωνίες που εν συνεχεία επεκτάθηκαν στα πεδία της πυρηνικής ασφάλειας και της έρευνας. Οι συμφωνίες αυτές είναι πλέον περισσότερο συμφωνίες αμοιβαίας συνεργασίας (με την Ιαπωνία, την Αργεντινή, το Καζακστάν, την Ουκρανία) στα πεδία της ασφάλειας, του ελέγχου των πυρηνικών υλικών, της καταπολέμησης του λαθρεμπορίου τους, της έρευνας στον τομέα της ελεγχόμενης πυρηνικής σύντηξης (νομικό οικοδόμημα του διεθνούς θερμοπυρηνικού αντιδραστήρα, ITER). Επίσης χάρη στο κεφάλαιο της Ευρατόμ για τις εξωτερικές σχέσεις, κατέστη δυνατόν να διαδραματίσει η Ευρατόμ ενεργό ρόλο κατά τις διαδοχικές διευρύνσεις (πρόγραμμα PHARE).
Ο εισηγητής θεωρεί ότι πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες πτυχές του ευρύτερου οικοδομήματος της Ευρατόμ, της οποίας η ανθεκτικότητα αποτελεί τεκμήριο ότι η Συνθήκη είναι επίκαιρη.
II – Η ανεπαρκής νομική προσαρμογή και οι ελλείψεις που είναι οι πηγές των εμφανών αδυναμιών της Ευρατόμ
- Το δημοκρατικό έλλειμμα:
Η θεσμική ισορροπία πρέπει να αποκατασταθεί υπέρ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο οποίο θα πρέπει να αναγνωρισθεί η εξουσία συναπόφασης επί των θεμάτων που αφορά η Συνθήκη. Ο εισηγητής υπογραμμίζει ότι δεν είναι αμελητέα η συμβολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Αν και ζητείται μόνον η γνώμη του, οι παρεμβάσεις του Κοινοβουλίου στις συζητήσεις αποδείχθηκαν σε πολλές περιπτώσεις καθοριστικές, όπως λόγου χάρη στις καταστάσεις αδιεξόδου κατά την έγκριση του έβδομου προγράμματος-πλαισίου έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης Ευρατόμ ή στις διαπραγματεύσεις για την οδηγία «Αποστολές ραδιενεργών υλικών» ή με τις τροποποιήσεις του Μέσου για την Πυρηνική Ασφάλεια.
- Η έγκριση προδιαγραφών ασφαλείας στην ΕΕ, η διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων και η εξασφάλιση χρηματοδότησης για τις μακροπρόθεσμες δαπάνες:
Το 2003 υποβλήθηκε πρόταση κανονιστικής ρύθμισης που αποσκοπούσε στον καθορισμό των βασικών αρχών για την οργάνωση της κατάλληλης διαχείρισης της ασφάλειας και στην κινητοποίηση επαρκών οικονομικών πόρων κατά την εκμετάλλευση και τον παροπλισμό των εγκαταστάσεων. Επειδή δεν επιτεύχθηκε συναίνεση, το Συμβούλιο ενέκρινε, το 2004, διαδικασία σύγκλισης για ένα σχέδιο δράσης μέχρι το 2006, με βάση την ad hoc Ομάδα "Πυρηνική Ασφάλεια" (WPNS).
Ο εισηγητής επισημαίνει ότι οι συστάσεις που διατυπώθηκαν από αυτή την ομάδα συνάδουν με τις συστάσεις για το σχέδιο PINC που κοινοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2007 και θεωρεί ότι θα πρέπει να υποστηριχθεί τουλάχιστον η ιδέα της συγκρότησης ομάδας υψηλού επιπέδου για την πυρηνική ασφάλεια. Η νομοθέτηση σε αυτούς τους τομείς δεν απαιτεί την εις βάθος αναθεώρηση της Συνθήκης, της οποίας το άρθρο 203 συνιστά επαρκή νομική βάση για την έγκριση νέων μέτρων.
III - Η συνθήκη ΕΥΡΑΤΌΜ πρέπει να καθιστά δυνατή την αντιμετώπιση των μελλοντικών ενεργειακών προκλήσεων
Παρότι τα εργαλεία των οποίων σκοπός ήταν να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας δεν λειτούργησαν όπως ήλπιζαν τα ιδρυτικά μέλη της Συνθήκης, ο εισηγητής θεωρεί ότι ο λόγος δεν ήταν η Συνθήκη και ότι θα πρέπει εφεξής να αξιοποιηθούν πλήρως οι υπάρχοντες μηχανισμοί:
- Τα κοινά ενδεικτικά πυρηνικά προγράμματα της Κοινότητας (PINC):
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πολλά PINC, τα έτη 1966, 1972, 1984, 1990 και 1997. Ο εισηγητής διαπιστώνει ότι δυστυχώς ο εθελοντικός και προγραμματικός χαρακτήρας των PINC έχει εξαλειφθεί και ότι αυτό το είδος προγραμμάτων δεν έχει διαδραματίσει το ρόλο που αναμενόταν.
Ο εισηγητής σημειώνει ότι το τελευταίο σχέδιο PINC δεν φαίνεται να χαράσσει περισσότερο από τα προηγούμενα μια μελλοντική προοπτική για την προσαρμογή του δυναμικού της πυρηνικής βιομηχανίας στους στόχους της κοινοτικής ενεργειακής πολιτικής, ούτε για τις απαραίτητες επενδύσεις σε δομές Ε&Α στους τομείς της πυρηνικής ασφάλειας και της διαχείρισης ραδιενεργών αποβλήτων. Ο εισηγητής συνιστά, εάν χρειάζεται, να προβλέπονται στην προορατική αυτή εκτίμηση επίσης τα απαραίτητα μέσα υλοποίησης (συγκεκριμένα, μέσω δανείων Ευρατόμ).
- Οι εξουσίες του Οργανισμού Εφοδιασμού πρέπει να επανενεργοποιηθούν στο πλαίσιο της ελευθέρωσης των αγορών:
Σκοπός της Ευρατόμ είναι να μεριμνά για τον τακτικό και δίκαιο εφοδιασμό όλων των καταναλωτών στην Κοινότητα με μεταλλεύματα και πυρηνικά καύσιμα (η Ευρατόμ έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να συνάπτει συμβάσεις σχετικά με την προμήθεια πυρηνικών υλικών, το δικαίωμα προαίρεσης επί της κτήσεως των μεταλλευμάτων και των ειδικών σχάσιμων υλικών που παράγονται στις επικράτειες των κρατών μελών, ο δε Οργανισμός Εφοδιασμού είναι οργανωμένος σε εμπορική βάση).
Στην πράξη οι εξουσίες του Οργανισμού περιορίστηκαν όσον αφορά το αποκλειστικό δικαίωμά του να συνάπτει συμφωνίες και ορισμένα κράτη εφάρμοσαν απλουστευμένες διαδικασίες με τον Οργανισμό, έτσι ώστε ο Οργανισμός έχει πλέον περιοριστεί σε γραμματειακό ρόλο. Πρέπει να επανενεργοποιηθεί ο πραγματικός ρόλος του Οργανισμού, με την προοπτική της διασφάλισης του ενεργειακού εφοδιασμού.
Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα κεφάλαια της Συνθήκης, η μετεξέλιξή του καθίσταται δυνατή με συγκεκριμένο τρόπο, επειδή η ίδια η Συνθήκη προβλέπει μηχανισμό αναθεώρησης. Ο εισηγητής θεωρεί ότι προσφέρεται η ευκαιρία να καταστεί γνήσιο παρατηρητήριο της πυρηνικής ενέργειας, όπως συνιστά για την ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική η Επιτροπή.
Συμπεράσματα σχετικά με το θεσμικό διάλογο και το μέλλον της Συνθήκης:
Για όλους τους παραπάνω λόγους, ο εισηγητής εκτιμά ότι:
Ø η Συνθήκη πρέπει να παγιωθεί, προπάντων επειδή αποδείχθηκε η αποτελεσματικότητά της και ότι είναι αναγκαίο να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των διαφόρων ευρωπαϊκών ενεργειακών σεναρίων η συμβολή της πυρηνικής ενέργειας στην ασφάλεια του ανεφοδιασμού και στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής·
Ø το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρατόμ πρέπει να επαναφέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων·
Ø το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης πρέπει να καλύψει επειγόντως νέα πεδία δραστηριοτήτων και τις βάσεις για τις σχετικές διευθετήσεις προβλέπονται ήδη στη Συνθήκη·
Ø η Συνθήκη πρέπει να διασφαλίζει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση της Ε&Α που αφορά την ασφάλεια, τη διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων και τους πυρηνικούς αντιδραστήρες του μέλλοντος, και να εξασφαλίζει την ανάπτυξη προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, εγγυήσεις για τη θέση που πρέπει να καταλαμβάνει η πυρηνική ενέργεια στο ενεργειακό μείγμα·
Ø η Συνθήκη πρέπει να συμβάλει στον καθορισμό συντονισμένης πολιτικής που να δημιουργεί κίνητρα επενδύσεων: προσφέρει ήδη εργαλεία κατάλληλα για να εξασφαλισθεί η παρακολούθηση της αγοράς και για να υποβληθούν συστάσεις με σκοπό τη διατήρηση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την υλοποίηση της ενεργειακής πολιτικής της ΕΕ.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ (23.3.2007)
προς την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας
σχετικά με την αξιολόγηση της Ευρατόμ – 50 χρόνια ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας
(2006/2230 (INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Johannes Voggenhuber
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Α. έχοντας υπόψη ότι οι Συνθήκες για την ΕΕ έχουν επανειλημμένα υποστεί σημαντικές αναθεωρήσεις, ώστε να αντιμετωπίσουν νέες ανάγκες και προκλήσεις, αλλά ότι η Συνθήκη Ευρατόμ κατά την πεντηκονταετή ιστορία της έχει υποστεί μία μόνο τροποποίηση[1] και ως εκ τούτου έχει παραμείνει χωρίς αλλαγές όλο αυτό το διάστημα σε ό,τι αφορά τις βασικές διατάξεις της και την ουσία της,
Β. εκτιμώντας ότι, παρά το γεγονός ότι η Συνθήκη Ευρατόμ τροποποιήθηκε μόνο λίγο κατά τη διάρκεια των 50 τελευταίων ετών, αποτελεί αντιθέτως τη βάση για εκτεταμένου μεγέθους παράγωγο δίκαιο την ίδια περίοδο και απετέλεσε αντικείμενο ενός σημαντικού αριθμού αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες επέτρεψαν κυρίως να διευρυνθεί κατά τρόπο σημαντικό το αρχικό πεδίο εφαρμογής της,
Γ. εκτιμώντας ότι ο πρόσφατος γύρος διεύρυνσης αύξησε την ποικιλομορφία που διακρίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας καθώς και την ανάγκη για κοινοτική δράση στον πυρηνικό τομέα, ότι από τα 27 κράτη μέλη 11 δεν είχαν ποτέ πυρηνικό σταθμό στο έδαφός τους, ότι η Ιταλία έχει εγκαταλείψει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την πυρηνική ενέργεια και ότι το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ολλανδία και η Σουηδία έχουν αποφασίσει επίσης να ακολουθήσουν έναν παρόμοιο δρόμο,
Δ. εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο ήδη στο ψήφισμά του της 18ης Ιουνίου 1998 με τίτλο 'Ψήφισμα σχετικά με την ανακοίνωση της Επιτροπής: Ενέργεια για το μέλλον: ανανεώσιμες πηγές ενέργειας - Λευκό Βιβλίο για μια κοινοτική στρατηγική και σχέδιο δράσης', καλούσε το Συμβούλιο, «στο πλαίσιο μιας μελλοντικής αναθεωρήσεως της Συνθήκης ΕΕ να συμπεριλάβει ένα κεφάλαιο για την ενέργεια στη Συνθήκη, όπου θα λαμβάνεται επαρκώς υπόψη η προώθηση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, με στόχο να υπάρξει εγγύηση για μια διαρκή και φιλική προς το περιβάλλον ενεργειακή πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο»[2],
Ε. εκτιμώντας ότι η Συνέλευση, στο σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη ( τη Συνταγματική Συνθήκη), πρότεινε το διαχωρισμό της Συνθήκης Ευρατόμ από τη νομική διάρθρωση του μελλοντικού Συντάγματος· ότι η Συνέλευση, κατά τις εργασίες της σχετικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υπογραφή της Συνταγματικής Συνθήκης, έχει διατηρήσει τις διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ στην παρούσα μορφή της ως συνημμένο πρωτόκολλο,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι το Κοινοβούλιο, στο ψήφισμά του της 24ης Σεπτεμβρίου 2003 με τίτλο 'Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που αφορά το σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη και περιέχει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σύγκληση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης' , χαιρετίζει το διαχωρισμό της Συνθήκης Ευρατόμ και παροτρύνει τη Διακυβερνητική Διάσκεψη να «συγκαλέσει συνέλευση για την αναθεώρηση της Συνθήκης, προκειμένου να καταργηθούν οι πεπαλαιωμένες και ανεπαρκείς διατάξεις, κυρίως όσον αφορά την προαγωγή της πυρηνικής ενέργειας και την έλλειψη δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων[3]»,
Ζ. εκτιμώντας ότι οι Γερμανία, Ιρλανδία, Αυστρία, Ουγγαρία και Σουηδία επεσύναψαν στη Συνταγματική Συνθήκη μια δήλωση σύμφωνα με την οποία οι βασικές διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ θα πρέπει να εκσυγχρονισθούν και ως εκ τούτου να συγκληθεί «όσο το δυνατόν συντομότερα» μια αναθεωρητική συνέλευση,
Η. εκτιμώντας ότι η Συνθήκη Ευρατόμ εισήγαγε αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας για τη διακίνηση ραδιενεργών καυσίμων και αποβλήτων στην ΕΕ, ότι θεσπίζει ενιαίες προδιαγραφές ασφάλειας για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και του κοινού καθώς και διαδικασίες για την εφαρμογή αυτών των προδιαγραφών, και ότι αντιτίθεται στην οιαδήποτε διάδοση πυρηνικού υλικού για στρατιωτικούς σκοπούς,
1. διαπιστώνει ότι οι προ πεντηκονταετίας προσδοκίες όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια έχουν εξελιχθεί· σημειώνει ότι οι προσδοκίες αυτές αφορούν πλέον περισσότερο την ανάγκη ύπαρξης, μέσω της Συνθήκης Ευρατόμ, σταθερού νομικού πλαισίου που να διέπει την εποπτεία της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να επιτρέπει την ενσωμάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση χωρών που χρησιμοποιούν την πυρηνική ενέργεια, μέσω της μεταφοράς του κοινοτικού κεκτημένου της Ευρατόμ· αναγνωρίζει ότι στο δεύτερο τίτλο της Συνθήκης Ευρατόμ σημαντικά κεφάλαια επέτρεψαν να προστατευθούν οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι και το περιβάλλον από τις ιονίζουσες ακτινοβολίες (κεφάλαιο 3), να αναπτυχθεί η έρευνα στους τομείς της διαχείρισης των αποβλήτων και της ασφάλειας των εγκαταστάσεων (κεφάλαιο 1) και να υπάρξει έλεγχος της ασφάλειας των σχάσιμων υλικών στην Ευρώπη (κεφάλαιο 7)·
2. διαπιστώνει ως απόδειξη απαράδεκτου δημοκρατικού ελλείμματος το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο έχει σχεδόν πλήρως αποκλεισθεί από τη νομοθετική διαδικασία για την Ευρατόμ και ότι ζητείται απλώς η γνώμη του σε μόνο ένα από τα δέκα κεφάλαια της Συνθήκης Ευρατόμ·
3. επισημαίνει ότι παρ’ όλο τον πανηγυρικό τόνο του προοιμίου της η Συνθήκη Ευρατόμ δεν απαιτεί από κάθε κράτος μέλος να αναπτύξει την επιλογή της πυρηνικής ενέργειας στην επικράτειά του, σεβόμενη έτσι το κυριαρχικό δικαίωμα των κρατών μελών να αναπτύξουν τις δικές τους ενεργειακές επιλογές·
4. εφιστά την προσοχή στη Συνθήκη του Άμστερνταμ τον Μάιο του 1999 η οποία εγγυάται το δικαίωμα συναπόφασης του Κοινοβουλίου· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η επέκταση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κυρίως η επέκτασή τους στη συναπόφαση για το μεγαλύτερο τμήμα των κοινοτικών νομοθετικών διαδικασιών, δεν ελήφθη υπόψη στη Συνθήκη Ευρατόμ· θεωρεί ότι, παρά την τεχνική φύση της Συνθήκης, το Κοινοβούλιο θα πρέπει να καλείται επίσημα να συμμετάσχει σε κείμενα των οποίων η νομική βάση είναι η Συνθήκη Ευρατόμ·
5. υπογραμμίζει ότι η Συνθήκη Ευρατόμ δεν αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρισμού και ακόμη λιγότερο εμπόδιο στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, προσώπων και κεφαλαίων· υπενθυμίζει ότι στον εν λόγω τομέα το κοινό δίκαιο της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Συνθήκη ΕΚ) εφαρμόζεται στις πυρηνικές δραστηριότητες και σημειώνει, ως παράδειγμα, ότι η κυκλοφορία των πυρηνικών υλικών, εξοπλισμών και τεχνολογιών εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτεται από κανόνες περί εποπτείας των αγαθών που αποκαλούνται «διπλής χρήσεως», κανόνες που εγκρίθηκαν με βάση την εμπορική πολιτική της Συνθήκης ΕΚ· προσθέτει ότι η νομοθεσία Ευρατόμ υπόκειται στο δίκαιο ανταγωνισμού και στις ρυθμίσεις για τις κρατικές ενισχύσεις όπως διευκρινίζεται στον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΚ· συμπεραίνει ως εκ τούτου ότι η Συνθήκη Ευρατόμ δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα προστατευτικό πλαίσιο για την πυρηνική ενέργεια·
6. επαναλαμβάνει το αίτημά του για τη σύγκληση μιας διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία θα προβεί σε μια εκτεταμένη αναθεώρηση της Συνθήκης Ευρατόμ, καταργώντας τις άχρηστες διατάξεις αυτής της Συνθήκης, διατηρώντας το ρυθμιστικό καθεστώς της πυρηνικής βιομηχανίας σε επίπεδο ΕΕ, αναθεωρώντας τις διατάξεις που εξακολουθούν να ισχύουν υπό το φως της σύγχρονης και αειφόρου ενεργειακής πολιτικής και συμπεριλαμβάνοντάς τες στη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο για την ενέργεια·
7. θεωρεί ότι, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη πυρηνική ενέργεια, οι διατάξεις της Συνθήκης Ευρατόμ οι οποίες βοήθησαν να αποφευχθεί η διάδοση των πυρηνικών υλικών καθώς και αυτές οι οποίες αντιμετωπίζουν θέματα υγείας, ασφαλείας και πρόληψης της ραδιενεργού μόλυνσης ήταν εξαιρετικά ωφέλιμες και ότι θα πρέπει να συντονιστούν προσεκτικά με τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Αξιολόγηση της Ευρατόμ – 50 χρόνια ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας |
||||||
Αριθμός διαδικασίας |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ITRE |
||||||
Γνωμοδότηση της |
AFCO |
||||||
Ενισχυμένη συνεργασία - Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια |
|
||||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης |
Johannes Voggenhuber |
||||||
Συντάκτης(κτρια) γνωμοδότησης που αντικαταστάθηκε/καν |
|
||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
22.1.2007 |
1.3.2007 |
|
|
|
||
Ημερομηνία έγκρισης |
19.3.2007 |
||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
17 0 2 |
|||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Philip Dimitrov Dimitrov, Andrew Duff, Maria da Assunção Esteves, Bronisław Geremek, Anneli Jäätteenmäki, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Jo Leinen, Íñigo Méndez de Vigo, Rihards Pīks, Johannes Voggenhuber |
||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Pervenche Berès, Georgi Bliznashki, Elmar Brok, Carlos Carnero González, Gérard Onesta, Γεώργιος Παπαστάμκος, Bogdan Pęk, György Schöpflin, Alexander Stubb |
||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
|
||||||
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Αξιολόγηση της Ευρατόμ – 50 χρόνια ευρωπαϊκής πολιτικής στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας |
||||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
2006/2230 (INI) |
||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ITRE |
||||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
AFCO 12.10.2006 |
|
|
|
|
||||||
Ενισχυμένη συνεργασία |
|
|
|
|
|
||||||
Εισηγητής(ές) |
|
|
|
|
|
||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
Eugenijus Maldeikis |
|
|||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
|
|
|||||||||
Ημερομηνία έγκρισης |
19.12.2006 |
30.1.2007 |
26.2.2007 |
26.3.2007 |
|
||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
27.3.2007 |
||||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
+ - 0
|
41 4 4 |
|||||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
John Attard-Montalto, Jan Březina, Philippe Busquin, Jerzy Buzek, Giles Chichester, Jorgo Chatzimarkakis, Silvia Ciornei, Pilar del Castillo Vera, Den Dover, Lena Ek, Nicole Fontaine, Adam Gierek, Norbert Glante, András Gyürk, Fiona Hall, Rebecca Harms, Erna Hennicot-Schoepges, Ján Hudacký, Mary Honeyball, Anne Laperrouze, Romana Jordan Cizelj, Eugenijus Maldeikis, Angelika Niebler, Reino Paasilinna, Atanas Paparizov, Francisca Pleguezuelos Aguilar, Miloslav Ransdorf, Vladimír Remek, Herbert Reul, Mechtild Rothe, Paul Rübig, Andres Tarand, Britta Thomsen, Radu Ţîrle, Patrizia Toia, Catherine Trautmann, Claude Turmes, Νικόλαος Βακάλης, Alejo Vidal-Quadras |
||||||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Alvaro, Konstantin Dimitrov, Avril Doyle, Robert Goebbels, Satu Hassi, Edit Herczog, Eija-Riitta Korhola, Esko Seppänen, Hannes Swoboda, Lambert van Nistelrooij |
||||||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
Gintaras Didžiokas |
||||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
4.4.2007 |
||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
|
||||||||||