ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έγκριση του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και 1107/70 του Συμβουλίου
4.4.2007 - (13736/1/2006 – C6‑0042/2007 – 2000/0212(COD)) - ***II
Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού
Εισηγητής: Erik Meijer
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την κοινή θέση του Συμβουλίου για την έγκριση του κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και 1107/70 του Συμβουλίου
(13736/1/2006 – C6‑0042/2007 – 2000/0212(COD))
(Διαδικασία συναπόφασης: δεύτερη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την κοινή θέση του Συμβουλίου (13736/1/2006 – C6‑0042/2007),
– έχοντας υπόψη τη θέση του κατά την πρώτη ανάγνωση[1] σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2000)0007)[2],
– έχοντας υπόψη την πρώτη τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2002)0107)[3],
– έχοντας υπόψη τη δεύτερη τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής (COM(2005)0319)[4],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 251, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ
– έχοντας υπόψη το άρθρο 62 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τη σύσταση για τη δεύτερη ανάγνωση της Επιτροπής Μεταφορών και Τουρισμού (A6‑0131/2007),
1. εγκρίνει την κοινή θέση όπως τροποποιήθηκε·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
Κοινή θέση του Συμβουλίου | Τροποποιήσεις του Κοινοβουλίου |
Τροπολογία 1 Αιτιολογική σκέψη 10 | |
(10) Σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69, το πεδίο εφαρμογής του οποίου επεκτείνετο στις δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα, δεν κρίνεται σκόπιμο να καλυφθεί, από τον παρόντα κανονισμό, η ανάθεση των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στο συγκεκριμένο τομέα. Κατά συνέπεια, η οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα διέπεται από τη συμμόρφωση με τις γενικές αρχές της Συνθήκης, εκτός εάν τα κράτη μέλη επιλέξουν να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό στον συγκεκριμένο τομέα. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν την ενσωμάτωση των υπηρεσιών εσωτερικής ναυσιπλοΐας σε ένα ευρύτερο αστικό, προαστιακό ή περιφερειακό δημόσιο δίκτυο επιβατικών μεταφορών. |
(10) Σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69, το πεδίο εφαρμογής του οποίου επεκτείνετο στις δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα, δεν κρίνεται σκόπιμο να καλυφθεί, από τον παρόντα κανονισμό, η ανάθεση των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στο συγκεκριμένο τομέα. Κατά συνέπεια, η οργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών στην εσωτερική ναυσιπλοΐα και τα εθνικά θαλάσσια ύδατα διέπεται από τη συμμόρφωση με τις γενικές αρχές της Συνθήκης, εκτός εάν τα κράτη μέλη επιλέξουν να εφαρμόσουν τον παρόντα κανονισμό στους συγκεκριμένους αυτούς τομείς. Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν εμποδίζουν την ενσωμάτωση των υπηρεσιών εσωτερικής ναυσιπλοΐας και τα εθνικά θαλάσσια ύδατα σε ένα ευρύτερο αστικό, προαστιακό ή περιφερειακό δημόσιο δίκτυο επιβατικών μεταφορών. |
Τροπολογία 2 Αιτιολογική σκέψη 15 | |
(15) Οι μακρόχρονες συμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε κλείσιμο της αγοράς για διάστημα μεγαλύτερο από ό,τι χρειάζεται, αποδυναμώνοντας έτσι τα οφέλη που αποφέρει η πίεση του ανταγωνισμού. Για να ελαχιστοποιηθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού με παράλληλη προστασία της ποιότητας των υπηρεσιών, οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να είναι περιορισμένου χρόνου. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα παράτασης των συμβάσεων το πολύ κατά το ήμισυ της αρχικής τους διάρκειας, όταν ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να επενδύσει σε στοιχεία του ενεργητικού ο χρόνος απόσβεσης των οποίων είναι εξαιρετικά μεγάλος και, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών και περιορισμών τους, στην περίπτωση των εξόχως απόκεντρων περιοχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 299 της Συνθήκης. Επιπλέον, εφόσον φορέας δημόσιας υπηρεσίας προβαίνει σε επενδύσεις υποδομής ή τροχαίου υλικού και οχημάτων που είναι εξαιρετικές υπό την έννοια ότι αμφότερες αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά, και υπό τον όρο ότι η σύμβαση έχει ανατεθεί στα πλαίσια δίκαιης διαδικασίας διαγωνισμού, θα πρέπει να είναι δυνατή ακόμα μεγαλύτερη παράταση. |
(15) Οι μακρόχρονες συμβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε κλείσιμο της αγοράς για διάστημα μεγαλύτερο από ό,τι χρειάζεται, αποδυναμώνοντας έτσι τα οφέλη που αποφέρει η πίεση του ανταγωνισμού. Για να ελαχιστοποιηθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού με παράλληλη προστασία της ποιότητας των υπηρεσιών, οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να είναι περιορισμένου χρόνου. Είναι αναγκαίο η διατήρηση της ανάθεσης να εξαρτάται από τη θετική υποδοχή των χρηστών που θα πρέπει να εξακριβώνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τους κατάλληλους προκαθορισμένους τρόπους προκειμένου να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί η δυνατότητα παράτασης των συμβάσεων το πολύ κατά το ήμισυ της αρχικής τους διάρκειας, όταν ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να επενδύσει σε στοιχεία του ενεργητικού ο χρόνος απόσβεσης των οποίων είναι εξαιρετικά μεγάλος και, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών και περιορισμών τους, στην περίπτωση των εξόχως απόκεντρων περιοχών, όπως ορίζονται στο άρθρο 299 της Συνθήκης. Στην περίπτωση που φορέας δημόσιας υπηρεσίας προβαίνει σε επενδύσεις υποδομής ή τροχαίου υλικού και οχημάτων που είναι εξαιρετικές υπό την έννοια ότι αμφότερες αφορούν μεγάλα χρηματικά ποσά, και υπό τον όρο ότι η σύμβαση έχει ανατεθεί στα πλαίσια δίκαιης διαδικασίας διαγωνισμού, προσδιορίζεται, ήδη τη στιγμή που γίνεται η επένδυση, η εναπομένουσα δαπάνη για το μη αποσβεσθέν τμήμα κατά τη διάρκεια της σύμβασης, δεδομένου ότι θα βαρύνει τον επικρατήσαντα προσφέροντα που αντικαθιστά τον φορέα δημόσιας υπηρεσίας που πραγματοποίησε την επένδυση. |
Τροπολογία 3 Αιτιολογική σκέψη 17 | |
(17) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι αρμόδιες αρχές έχουν την ευχέρεια να θεσπίζουν ποιοτικές προδιαγραφές για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, όσον αφορά π.χ. τις στοιχειώδεις συνθήκες εργασίας, τα δικαιώματα των επιβατών, τις ανάγκες προσώπων με μειωμένη κινητικότητα ή την προστασία του περιβάλλοντος. |
(17) Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, οι αρμόδιες αρχές έχουν την ευχέρεια να επιλέγουν τον τρόπο με το οποίο θεσπίζουν κοινωνικά και ποιοτικά κριτήρια ούτως ώστε να διατηρούν και να αναβαθμίζουν ποιοτικές προδιαγραφές για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, όσον αφορά π.χ. τις στοιχειώδεις συνθήκες εργασίας, τα δικαιώματα των επιβατών, τις ανάγκες προσώπων με μειωμένη κινητικότητα, την προστασία του περιβάλλοντος, την ασφάλεια των επιβατών και των εργαζομένων καθώς και υποχρεώσεις που απορρέουν από συλλογικές συμβάσεις και άλλους κανόνες και συμφωνίες που αφορούν τον τόπο εργασίας και την κοινωνική προστασία στον τόπο όπου παρέχεται η υπηρεσία. Για τη διασφάλιση διαφανών και συγκρίσιμων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των φορέων παροχής υπηρεσιών, οι ειδικές απαιτήσεις για την ποιότητα των υπηρεσιών που επιβάλλουν οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να παραπέμπουν στα ευρωπαϊκά πρότυπα ποιότητας 13816 και 15140 που εγκρίθηκαν το 2002 και 2006 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CEN). |
|
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, πρέπει να διασφαλισθεί ότι οι γενικές απαιτήσεις που ισχύουν στους εν λόγω τομείς τηρούνται υπό συγκρίσιμη μορφή και στις δημόσιες σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές επιβατών. |
Αιτιολόγηση | |
Θα πρέπει να προβλέπονται συμφωνίες σε επίπεδο υπηρεσιών και οι όροι χορήγησης των αδειών λειτουργίας θα πρέπει να αναφέρονται κατά το δυνατόν σαφέστερα στην ποιότητα της υπηρεσίας προς τον καταναλωτή. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει υιοθετήσει τη θέση αυτή στην πρώτη ανάγνωση (τροπολογίες 32 και 37-51) και η Επιτροπή έχει ήδη συμπεριλάβει τις τροπολογίες αυτές (COM(2002)0107, άρθρο 4α). Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός σε συνδυασμό με την κοινωνική προστασία των εργαζομένων στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, δεν επαρκεί να καθορίζεται η κοινωνική προστασία ως κριτήριο που πρέπει να εφαρμόζεται από την αρμόδια αρχή σε προαιρετική βάση. | |
Τροπολογία 4 Αιτιολογική σκέψη 20 | |
(20) Όταν μια δημόσια αρχή επιλέγει να αναθέσει υπηρεσία γενικού συμφέροντος σε τρίτους, πρέπει να επιλέγει τον φορέα δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων και παραχωρήσεων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 43 έως 49 της Συνθήκης, και τηρουμένων των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Ιδίως, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ισχύουν για τις δημόσιες αρχές δυνάμει των οδηγιών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, εφόσον οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. |
(20) Όταν μια δημόσια αρχή επιλέγει να αναθέσει υπηρεσία γενικού συμφέροντος σε τρίτους, πρέπει να επιλέγει τον φορέα δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο περί δημοσίων συμβάσεων και παραχωρήσεων, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 43 έως 49 της Συνθήκης, και τηρουμένων των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης. Ιδίως, οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που ισχύουν για τις δημόσιες αρχές δυνάμει των οδηγιών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων, εφόσον οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. Πρέπει να παρέχεται ενιαία νομική προστασία σε όσους επιθυμούν να υποβάλουν προσφορές, χωρίς να γίνεται διάκριση μεταξύ συμβάσεων των οποίων η ανάθεση έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό ή σύμφωνα με τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ. Συνεπώς, για την εξέταση όλων των διαδικασιών ανάθεσης συμβάσεων εφαρμόζονται ενιαία οι διατάξεις της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ. |
Αιτιολόγηση | |
Προκειμένου να μην διακυβευθεί η συνεχής παροχή υπηρεσιών μεταφορών, χρειάζεται μια ταχεία και αποτελεσματική διαδικασία νομικής προστασίας. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει επίσης να αποφευχθεί το ενδεχόμενο λήψεως διαφορετικών αποφάσεων για το ίδιο ζήτημα. Για το λόγο αυτό απαιτείται μια ενιαία νομική προστασία στον τομέα της σύναψης συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας - περιλαμβανομένων και των συμβάσεων παραχώρησης υπηρεσιών και συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που καλύπτονται από τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ και 2004/18/ΕΚ σύμφωνα με την καθιερωμένη διαδικασία της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ. | |
Τροπολογία 5 Αιτιολογική σκέψη 20 α (νέα) | |
|
(20α) Σε περίπτωση που μεταφορική επιχείρηση παρέχει ιδία πρωτοβουλία δημόσια υπηρεσία μεταφοράς επιβατών για πρώτη φορά, η αρμόδια τοπική αρχή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μην προσφεύγει σε διαδικασία πρόσκλησης υποβολής προσφορών και να προωθεί την πρωτοβουλία της επιχείρησης με την άμεση χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος περιορισμένου χρόνου στον φορέα δημόσιας υπηρεσίας. Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής δεν χορηγείται οικονομική αποζημίωση για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1. Τούτο δεν ισχύει για οικονομικές αποζημιώσεις που χορηγούνται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2. |
Αιτιολόγηση | |
Οι επιχειρήσεις είναι συχνά εις θέση να εκτιμήσουν καλύτερα και ενωρίτερα την ανάγκη για δημόσιες μεταφορικές υπηρεσίες απ' ό τι οι τοπικές αρμόδιες αρχές. Για τις υπηρεσίες μεταφοράς που προσφέρονται τη πρωτοβουλία επιχειρήσεων πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα απ' ευθείας χορήγησης αποκλειστικών δικαιωμάτων στον πρωτοπόρο φορέα παροχής της υπηρεσίας άπαξ και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν και στην περίπτωση μεταφορικών υπηρεσιών που προσφέρονται τη πρωτοβουλία επιχειρήσεων θα έπρεπε το απαιτούμενο αποκλειστικό δικαίωμα να χορηγείται από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, τότε δεν θα υπήρχε κίνητρο για ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών εκ μέρους των επιχειρήσεων. | |
Τροπολογία 6 Αιτιολογική σκέψη 26 | |
(26) Η αποζημίωση που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές για την κάλυψη του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση. Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να αναθέσει σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας χωρίς διαγωνισμό, θα πρέπει επίσης να τηρεί λεπτομερείς κανόνες που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια της αποζημίωσης και θα αντικατοπτρίζουν την επιθυμία για αποτελεσματικότητα και ποιότητα των υπηρεσιών. |
(26) Η αποζημίωση που χορηγούν οι αρμόδιες αρχές για την κάλυψη του κόστους που συνεπάγεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας θα πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση και να μην επιβάλλεται υποαντιστάθμιση. Λαμβάνεται ιδιαιτέρως υπόψη η χρησιμοποίηση των αποτελεσμάτων συγκρίσιμων υπηρεσιών που έχουν ανατεθεί στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού ως σημείου αναφοράς για τον υπολογισμό των οικονομικών αποζημιώσεων. Όταν μια αρμόδια αρχή προτίθεται να αναθέσει σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας χωρίς διαγωνισμό, θα πρέπει επίσης να τηρεί λεπτομερείς κανόνες που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια της αποζημίωσης και θα αντικατοπτρίζουν την επιθυμία για αποτελεσματικότητα και ποιότητα των υπηρεσιών. Μπορεί να διασφαλισθεί επαρκώς υψηλή ποιότητα, εάν το δικαίωμα σε πλήρη αποζημίωση εξαρτηθεί από ποιοτικές προδιαγραφές που αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα εξέλιξη της τεχνολογίας. |
Αιτιολόγηση | |
Πολλές αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ιστορικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις χωρίς, ωστόσο, να αντισταθμίζουν δεόντως τις ανειλημμένες δαπάνες. Επιβάλλουν υποαντιστάθμιση των ζητούμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα κυριότητάς τους στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για την κατίσχυση αυτής της μη ικανοποιητικής θέσης. Μολονότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να υποβάλλουν την ανταγωνιστικότερη τιμή, η απόφαση αυτή θα πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί εμπορική απόφαση που αφορά εξ ολοκλήρου την εν λόγω σιδηροδρομική επιχείρηση. Η δημόσια αρχή δεν θα πρέπει να έχει την εξουσία επιβολής αντιστάθμισης που υπολείπεται του πραγματικού κόστους των απαιτούμενων υπηρεσιών. | |
Ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης δεν είναι εύκολα κατανοητός. Ένα κριτήριο αναφοράς για τον υπολογισμό της αποζημίωσης στο πλαίσιο απ' ευθείας ανάθεσης σύμβασης, κριτήριο το οποίο είναι λογικότερο από την άποψη της επιχειρηματικής δράσης του φορέα εκμετάλλευσης και έχει ήδη χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις στη νομοθεσία των κρατών μελών, είναι η τιμή αγοράς συγκρίσιμων υπηρεσιών. Τούτο θα συμφωνούσε επίσης με το τέταρτο κριτήριο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και θα απέτρεπε τη σύγκρουση με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, της 24ης Ιουλίου 2003, επί της υπόθεσης C-280/00, σύγκρουση η οποία θα προκαλούσε νομική αβεβαιότητα. | |
Τροπολογία 7 Αιτιολογική σκέψη 27 | |
(27) Εξετάζοντας δεόντως τις τυχόν επιπτώσεις της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας όσον αφορά τη ζήτηση δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών στο σύστημα υπολογισμού του Παραρτήματος, η αρμόδια αρχή και ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας μπορούν να αποδεικνύουν ότι αποφεύχθηκε η υπεραντιστάθμιση. |
(27) Εξετάζοντας δεόντως τις τυχόν επιπτώσεις της συμμόρφωσης προς τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας όσον αφορά τη ζήτηση δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών στο σύστημα υπολογισμού του Παραρτήματος, η αρμόδια αρχή και ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας μπορούν να αποδεικνύουν ότι αποφεύχθηκε η υπεραντιστάθμιση αλλά και η υποαντιστάθμιση. |
Αιτιολόγηση | |
Στόχος της παρούσας τροπολογίας είναι να εξασφαλίσει τη νομική σαφήνεια σε ό,τι αφορά το μοντέλο υπολογισμού του παραρτήματος. Το ύψος της αντιστάθμισης πρέπει να είναι ανάλογο προς το κόστος που προκαλείται από την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. | |
Τροπολογία 8 Αιτιολογική σκέψη 31 | |
(31) Κατά τη μεταβατική περίοδο, η εισαγωγή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να είναι χρονικά διαφοροποιημένη. Επομένως, μπορεί, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, φορείς δημοσίων υπηρεσιών προερχόμενοι από αγορές μη υπαγόμενες ακόμα στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού να υποβάλλουν υποψηφιότητα για συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε αγορές που έχουν ανοίξει ταχύτερα στον ελεγχόμενο ανταγωνισμό. Για να αποφευχθεί, με ανάλογη δράση, οιαδήποτε διατάραξη της ισορροπίας στο άνοιγμα της αγοράς δημοσίων μεταφορών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν, κατά το δεύτερο ήμισυ της μεταβατικής περιόδου, τις προσφορές επιχειρήσεων οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών που δεν έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σε ποσοστό μεγαλύτερο από το ήμισυ της αξίας των υπηρεσιών αυτών, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα αυτή θα εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις και ότι η απόφαση θα λαμβάνεται πριν από την πρόσκληση υποβολής προσφορών. |
(31) Κατά τη μεταβατική περίοδο, η εισαγωγή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να είναι χρονικά διαφοροποιημένη. Επομένως, μπορεί, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, φορείς δημοσίων υπηρεσιών προερχόμενοι από αγορές μη υπαγόμενες ακόμα στις διατάξεις του παρόντος κανονισμού να υποβάλλουν υποψηφιότητα για συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε αγορές που έχουν ανοίξει ταχύτερα στον ελεγχόμενο ανταγωνισμό. Για να αποφευχθεί, με ανάλογη δράση, οιαδήποτε διατάραξη της ισορροπίας στο άνοιγμα της αγοράς δημοσίων μεταφορών, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν, κατά το δεύτερο ήμισυ της μεταβατικής περιόδου, τις προσφορές επιχειρήσεων οι οποίες προσφέρουν υπηρεσίες δημοσίων μεταφορών που δεν έχουν ανατεθεί σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα αυτή θα εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις και ότι η απόφαση θα λαμβάνεται πριν από την πρόσκληση υποβολής προσφορών. |
Τροπολογία 9 Αιτιολογική σκέψη 36 | |
(36) Ο παρών κανονισμός καλύπτει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1970, περί ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών. Ο προηγούμενος κανονισμός θεωρείται άνευ αντικειμένου και περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 73 της Συνθήκης, χωρίς να παρέχει κατάλληλη νομική βάση για την έγκριση των σημερινών επενδυτικών συστημάτων, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις στις υποδομές μεταφορών σε σύμπραξη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθεί ώστε να καταστεί δυνατή η ορθή εφαρμογή του άρθρου 73 της Συνθήκης κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις συνεχείς εξελίξεις του τομέα, με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί κοινών κανόνων για τη διευθέτηση των λογαριασμών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Για να διευκολυνθεί περαιτέρω η εφαρμογή των συναφών κοινοτικών κανόνων, η Επιτροπή θα προτείνει, εντός του 2006, κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις επενδύσεις στο σιδηροδρομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στις υποδομές. |
(36) Ο παρών κανονισμός καλύπτει το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 του Συμβουλίου, της 4ης Ιουνίου 1970, περί ενισχύσεων που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών. Ο προηγούμενος κανονισμός θεωρείται άνευ αντικειμένου και περιορίζει την εφαρμογή του άρθρου 73 της Συνθήκης, χωρίς να παρέχει κατάλληλη νομική βάση για την έγκριση των σημερινών επενδυτικών συστημάτων, ιδίως όσον αφορά τις επενδύσεις στις υποδομές μεταφορών σε σύμπραξη μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Θα πρέπει, επομένως, να καταργηθεί ώστε να καταστεί δυνατή η ορθή εφαρμογή του άρθρου 73 της Συνθήκης κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις συνεχείς εξελίξεις του τομέα, με την επιφύλαξη του παρόντος κανονισμού ή του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1192/69 του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 1969, περί κοινών κανόνων για τη διευθέτηση των λογαριασμών των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων. Για να διευκολυνθεί περαιτέρω η εφαρμογή των συναφών κοινοτικών κανόνων, η Επιτροπή θα προτείνει, εντός του 2007, κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις όσον αφορά τις επενδύσεις στο σιδηροδρομικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στις υποδομές. |
Τροπολογία 10 Άρθρο 1, παράγραφος 2 | |
2. Ο παρών κανονισμός ισχύει για την εθνική και διεθνή παροχή δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών, με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς, καθώς και οδικών μεταφορικών υπηρεσιών, εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχονται κυρίως για ιστορικούς ή τουριστικούς λόγους. Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές της εσωτερικής ναυσιπλοΐας. |
2. Ο παρών κανονισμός ισχύει για την εθνική και διεθνή παροχή δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών, με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς, καθώς και οδικών μεταφορικών υπηρεσιών, εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχονται κυρίως για ιστορικούς ή τουριστικούς λόγους. Τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν τον παρόντα κανονισμό στις δημόσιες επιβατικές μεταφορές της εσωτερικής ναυσιπλοΐας και στα εθνικά θαλάσσια ύδατα. |
Τροπολογία 11 Άρθρο 2, στοιχείο (στ) | |
(στ) "αποκλειστικό δικαίωμα": δικαίωμα που δίνει τη δυνατότητα σε φορέα δημόσιας υπηρεσίας να εκμεταλλεύεται ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών σε δεδομένη γραμμή, δίκτυο ή περιοχή, αποκλειομένου κάθε άλλου τέτοιου φορέα· |
(στ) "αποκλειστικό δικαίωμα": δικαίωμα που δίνει τη δυνατότητα σε φορέα δημόσιας υπηρεσίας, για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να εκμεταλλεύεται ορισμένες δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών σε δεδομένη γραμμή, δίκτυο ή περιοχή, και ταυτόχρονα αποκλείει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει άλλους φορείς από την εκμετάλλευση των υπηρεσιών αυτών· |
Αιτιολόγηση | |
Η ρύθμιση αφορά μόνον το αποκλειστικό δικαίωμα που είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Αποκλειστικό δικαίωμα υφίσταται όταν άλλοι φορείς εκμετάλλευσης αποκλείονται από την εκμετάλλευση των εν λόγω υπηρεσιών μεταφορών. Τούτο είναι απαραίτητο διότι ο ισχύων σήμερα ορισμός δεν θεωρεί ότι υφίσταται αποκλειστικό δικαίωμα, εάν δύο επιχειρήσεις είναι συμβατικοί εταίροι σύμβασης παροχής δημόσιων υπηρεσιών, ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι φορείς εκμετάλλευσης βάσει των υφισταμένων δικαιωμάτων δεν λαμβάνουν άδεια για την εκμετάλλευση των υπηρεσιών μεταφορών. | |
Τροπολογία 12 Άρθρο 2 στοιχείο (θ) | |
(θ) "σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας": μια ή περισσότερες νομικά δεσμευτικές πράξεις, οι οποίες δηλώνουν τη συμφωνία μεταξύ αρμόδιας αρχής και φορέα δημόσιας υπηρεσίας για την ανάθεση στον εν λόγω φορέα δημόσιας υπηρεσίας της διαχείρισης και λειτουργίας των υπηρεσιών δημοσίων επιβατικών μεταφορών των υποκειμένων στις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας· η σύμβαση μπορεί, ανάλογα με το δίκαιο των κρατών μελών, να συνίσταται επίσης σε απόφαση λαμβανόμενη από την αρμόδια αρχή: -υπό μορφήν ατομικής νομοθετικής ή κανονιστικής πράξης, ή - περιέχουσα όρους υπό τους οποίους η αρμόδια αρχή παρέχει η ίδια τις υπηρεσίες, ή αναθέτει την παροχή τους σε εγχώριο φορέα· |
(θ) "σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας": μια νομικά δεσμευτική συμφωνία μεταξύ αρμόδιας αρχής και φορέα δημόσιας υπηρεσίας για την ανάθεση στον εν λόγω φορέα δημόσιας υπηρεσίας της λειτουργίας των υπηρεσιών δημοσίων επιβατικών μεταφορών των υποκειμένων στις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας· η εν λόγω νομικά δεσμευτική συμφωνία μπορεί, ανάλογα με το δίκαιο των κρατών μελών, να συνίσταται επίσης σε απόφαση λαμβανόμενη από την αρμόδια αρχή: -υπό μορφήν ατομικής νομοθετικής ή κανονιστικής πράξης, ή - περιέχουσα όρους υπό τους οποίους η αρμόδια αρχή παρέχει η ίδια τις υπηρεσίες, ή αναθέτει την παροχή τους σε εγχώριο φορέα· |
Αιτιολόγηση | |
Γλωσσική και συντακτική προσαρμογή του κειμένου. | |
Τροπολογία 13 Άρθρο 2, στοιχείο (θ)α (νέο) | |
|
θ) α) "εγχώριος φορέας": νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, στην οποία η αρμόδια αρχή ασκεί πλήρη έλεγχο και ανάλογο εκείνου που ασκεί στις υπηρεσιακές μονάδες της. Για να διαπιστωθεί αν υφίσταται τέτοιος έλεγχος, πρέπει να εξετάζονται στοιχεία όπως το επίπεδο παρουσίας στα διοικητικά, διευθυντικά ή εποπτικά όργανα, οι ειδικές σχετικές διατάξεις στο καταστατικό, η κυριότητα, η επιρροή και ο έλεγχος επί της ουσίας στις στρατηγικές αποφάσεις και τις μεμονωμένες αποφάσεις διαχείρισης. (Εάν εγκριθεί αυτή η τροπολογία, θα χρειασθεί να γίνουν αναπροσαρμογές σε ολόκληρο το κείμενο) |
Αιτιολόγηση | |
Ο ορισμός του εγχώριου φορέα προέρχεται από την πρόταση της Επιτροπής του Ιουλίου 2005 (COM(2005)0319). Μόνον οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2, στοιχείο γ, μπορούν να αποτελούν εγχώριο φορέα στο όνομα της αρχής της ελεύθερης διοίκησης των δημοσίων αρχών κατ' εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΚ. | |
Τροπολογία 14 Άρθρο 3, παράγραφος 2 | |
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αποβλέπουν στον καθορισμό ανώτατου ορίου χρέωσης για όλους τους επιβάτες ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών, μπορούν επίσης να διέπονται από γενικούς κανόνες. Σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζουν τα άρθρα 4 και 6 καθώς και το Παράρτημα, η αρμόδια αρχή αποζημιώνει τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών για το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό, επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννώνται κατά την τήρηση των τιμολογιακών υποχρεώσεων που καθορίζονται από γενικούς κανόνες, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση. Τα ανωτέρω ισχύουν παρά το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να ενσωματώνουν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας καθορίζοντας ανώτατα όρια χρέωσης στις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. |
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, οι υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αποβλέπουν στον καθορισμό ανώτατου ορίου χρέωσης για όλους τους επιβάτες ή για ορισμένες κατηγορίες επιβατών, μπορούν επίσης να διέπονται από γενικούς κανόνες. Σύμφωνα με τις αρχές που καθορίζουν τα άρθρα 4 και 6 καθώς και το Παράρτημα, η αρμόδια αρχή αποζημιώνει τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών για το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό, επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννώνται κατά την τήρηση των τιμολογιακών υποχρεώσεων που καθορίζονται από γενικούς κανόνες, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση και να μην επιβάλλεται η υποαντιστάθμιση. Τα ανωτέρω ισχύουν παρά το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών να ενσωματώνουν τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας καθορίζοντας ανώτατα όρια χρέωσης στις συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας. |
Αιτιολόγηση | |
Πολλές αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ιστορικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις χωρίς, ωστόσο, να αντισταθμίζουν δεόντως τις ανειλημμένες δαπάνες. Επιβάλλουν υποαντιστάθμιση των ζητούμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα κυριότητάς τους στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για την κατίσχυση αυτής της μη ικανοποιητικής θέσης. Μολονότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να υποβάλλουν την ανταγωνιστικότερη τιμή, η απόφαση αυτή θα πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί εμπορική απόφαση που αφορά εξ ολοκλήρου την εν λόγω σιδηροδρομική επιχείρηση. Η δημόσια αρχή δεν θα πρέπει να έχει την εξουσία επιβολής αντιστάθμισης που υπολείπεται του πραγματικού κόστους των απαιτούμενων υπηρεσιών. | |
Τροπολογία 15 Άρθρο 3, παράγραφος 3 | |
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 73, 86, 87 και 88 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τους γενικούς κανόνες περί οικονομικών αποζημιώσεων για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που καθορίζουν ανώτατα όρια χρέωσης για μαθητές, σπουδαστές, μαθητευόμενους και άτομα μειωμένης κινητικότητας.
|
3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 73, 86, 87 και 88 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη δύνανται να εξαιρούν από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού τους γενικούς κανόνες περί οικονομικών αποζημιώσεων για τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που καθορίζουν ανώτατα όρια χρέωσης για μαθητές, σπουδαστές, μαθητευόμενους και άτομα μειωμένης κινητικότητας. Αυτές οι εξαιρέσεις δεν οδηγούν σε υπεραντιστάθμιση ή υποαντιστάθμιση του κόστους που επιβαρύνει τον φορέα. |
Αιτιολόγηση | |
Στόχος της παρούσας τροπολογίας είναι να εξασφαλίσει τη νομική σαφήνεια σε ό,τι αφορά το μοντέλο υπολογισμού του παραρτήματος. Το ύψος της αντιστάθμισης πρέπει να είναι ανάλογο προς το κόστος που προκαλείται από την εκπλήρωση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. | |
Τροπολογία 16 Άρθρο 3, παράγραφος 3α (νέα) | |
|
3a. Όταν φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας επιθυμεί να διακόψει ή να επιφέρει ουσιαστικές τροποποιήσεις στη δημόσια υπηρεσία μεταφοράς επιβατών που παρέχει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπόκειται σε υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ενημερώνει σχετικώς την αρμόδια τοπική αρχή τουλάχιστον τρεις μήνες ενωρίτερα. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να μην εφαρμόσουν αυτή την απαίτηση κοινοποίησης. |
Αιτιολόγηση | |
Εάν φορείς εκμετάλλευσης παρέχουν προς ίδιο οικονομικό όφελος υπηρεσία αντίστοιχη με υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος δεν είναι απαραίτητη η σύναψη σύμβασης δημόσιας υπηρεσίας. Εκείνο όμως που ισχύει υποχρεωτικά είναι η ενημέρωση των αρμόδιων τοπικών αρχών σχετικά με ενδεχόμενες ουσιαστικές τροποποιήσεις στην παρεχόμενη υπηρεσία αρκετά ενωρίς ούτως ώστε η αρχή αυτή να μπορεί να αναλάβει ανάλογη δράση. Η τροπολογία αυτή συμφωνεί με την ισχύουσα σήμερα διάταξη (άρθρο 14, παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69). | |
Τροπολογία 17 Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο (i) | |
i) καθορίζουν με σαφήνεια τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να εκπληρώνει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και τις καλυπτόμενες γεωγραφικές περιοχές, |
i) καθορίζουν με σαφήνεια τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που πρέπει να εκπληρώνει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας, το είδος και την έκταση του χορηγηθέντος αποκλειστικού δικαιώματος, καθώς και τις καλυπτόμενες γεωγραφικές περιοχές, |
Αιτιολόγηση | |
Για να μπορεί ο φορέας να υπολογίζει δυνητικούς κινδύνους σε σχέση με τα έσοδά του, στη σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να ρυθμίζονται το είδος και η έκταση του αποκλειστικού δικαιώματος. Τούτο είναι απαραίτητο και για την άνευ επικαλύψεων χορήγηση άλλων αποκλειστικών δικαιωμάτων σε τρίτους και, για το λόγο αυτό, πρέπει να πληροί υψηλές απαιτήσεις διαφάνειας και αντικειμενικότητας. | |
Τροπολογία 18 Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο (ii) | |
(ii) καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια, τις παραμέτρους με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση. Στην περίπτωση ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημοσίων υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2, 4, 5 και 6, οι εν λόγω παράμετροι καθορίζονται έτσι ώστε καμία πληρωμή αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννά η εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εσόδων που αποκομίζει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και ενός εύλογου κέρδους, |
(ii) καθορίζουν εκ των προτέρων, με αντικειμενικότητα και διαφάνεια, τις παραμέτρους με βάση τις οποίες υπολογίζεται η πληρωμή της αποζημίωσης, κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η υπεραντιστάθμιση και να μην επιβάλλεται υποαντιστάθμιση. Στην περίπτωση ανάθεσης συμβάσεων παροχής δημοσίων υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2, 4, 5 και 6, οι εν λόγω παράμετροι καθορίζονται έτσι ώστε καμία πληρωμή αποζημίωσης να μην υπερβαίνει το ποσό που είναι αναγκαίο για να καλύψει το καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα επί του κόστους που προκύπτει και των εσόδων που γεννά η εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των συναφών εσόδων που αποκομίζει ο φορέας δημόσιας υπηρεσίας, καθώς και ενός εύλογου κέρδους. Το πραγματικό κόστος ενός φορέα θεωρείται ότι είναι το κόστος που προκύπτει από την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας μόνον εάν ένας χαρακτηριστικός φορέας με χρηστή διαχείριση θα αντιμετώπιζε το κόστος αυτό κατά την εκτέλεση των εν λόγω υποχρεώσεων. |
Αιτιολόγηση | |
Πολλές αρμόδιες αρχές εξακολουθούν να επιβάλλουν υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε ιστορικές σιδηροδρομικές επιχειρήσεις χωρίς, ωστόσο, να αντισταθμίζουν δεόντως τις ανειλημμένες δαπάνες. Επιβάλλουν υποαντιστάθμιση των ζητούμενων υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Μπορούν να χρησιμοποιούν τα δικαιώματα κυριότητάς τους στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για την κατίσχυση αυτής της μη ικανοποιητικής θέσης. Μολονότι οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις θα πρέπει να εξακολουθούν να έχουν την ευχέρεια να υποβάλλουν την ανταγωνιστικότερη τιμή, η απόφαση αυτή θα πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί εμπορική απόφαση που αφορά εξ ολοκλήρου την εν λόγω σιδηροδρομική επιχείρηση. Η δημόσια αρχή δεν θα πρέπει να έχει την εξουσία επιβολής αντιστάθμισης που υπολείπεται του πραγματικού κόστους των απαιτούμενων υπηρεσιών. | |
Η προσθήκη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο ii) διασφαλίζει ότι η διάταξη του κανονισμού συμφωνεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Πρόκειται για το τέταρτο κριτήριο Altmark-Trans (πβλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί της υπόθεσης 280/00 (Altmark Trans), σκεπτικό σημ. 93). Αυτό είναι το αποφασιστικό κριτήριο προκειμένου να διασφαλισθεί και στην περίπτωση της απ' ευθείας ανάθεσης η αποτελεσματική και οικονομική παροχή των υπηρεσιών και να αποκλεισθεί με αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικά η υπεραντιστάθμιση. | |
Τροπολογία 19 Άρθρο 4, παράγραφος 3 | |
3. Η διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι περιορισμένη και δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη για υπηρεσίες με αστικά και υπεραστικά λεωφορεία και τα δεκαπέντε έτη για υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς. Όταν οι μεταφορές με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς αντιπροσωπεύουν άνω του 50 % της αξίας των υπηρεσιών αυτών, η διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αφορούν συνδυασμένες μεταφορές περιορίζεται στα δεκαπέντε έτη. |
3. Η διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας είναι περιορισμένη και δεν υπερβαίνει τα δέκα έτη για υπηρεσίες με αστικά και υπεραστικά λεωφορεία και τα δεκαπέντε έτη για υπηρεσίες μεταφοράς επιβατών με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς. Όταν οι μεταφορές με σιδηροδρομικά ή άλλα μέσα σταθερής τροχιάς αντιπροσωπεύουν άνω του 50 % της αξίας των υπηρεσιών αυτών, η διάρκεια των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας που αφορούν συνδυασμένες μεταφορές περιορίζεται στα δεκαπέντε έτη. Όσον αφορά τις υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών, οι συμβάσεις συνάπτονται, με την επιφύλαξη του άρθρου 5, παράγραφος 5, με ελάχιστη διάρκεια ισχύος τριών ετών. |
Αιτιολόγηση | |
Οι φορείς σιδηροδρομικών υπηρεσιών που επιθυμούν να παρέχουν υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και να πληρούν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το κοινοτικό κεκτημένο, πρέπει να επενδύουν. Έχοντας υπόψη την κλίμακα αυτών των επενδύσεων και τον πολυετή χαρακτήρα τους οι φορείς σιδηροδρομικών υπηρεσιών πρέπει να αναλαμβάνουν συμβάσεις τουλάχιστον τριετούς ισχύος. Μικρότερης διάρκειας συμβάσεις δεν προσφέρουν στους φορείς σιδηροδρομικών υπηρεσιών τη σταθερότητα που χρειάζονται για την παροχή δημοσίων υπηρεσιών. | |
Τροπολογία 20 Άρθρο 4, παράγραφος 5α (νέα) | |
|
5. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη δυνατότητα: |
|
α) να εξασφαλίζουν την επαρκή παροχή δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών· |
|
β) να αναθέτουν συμβάσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών ή να ορίζουν τους γενικούς κανόνες με σκοπό να διασφαλίζουν την εκπλήρωση αυτών των υπηρεσιών· |
|
γ) να εγκρίνουν απαιτήσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για να εξασφαλίζεται η επάρκεια των υπηρεσιών· |
|
δ) να παρακολουθούν και να αξιολογούν την επίδοση των φορέων όσον αφορά την εκτέλεση των συμβάσεών τους και τη συμμόρφωσή τους προς αυτούς τους γενικούς κανόνες· |
|
ε) να λαμβάνουν μέτρα περιλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων ή της λήξης των συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας όταν οι φορείς δεν πληρούν τους όρους ποιότητας της υπηρεσίας ή τα επίπεδα υπηρεσίας που απαιτούνται βάσει της σύμβασης. |
Αιτιολόγηση | |
Αυτή η τροπολογία επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις ή να διακόπτουν τις συμβάσεις όταν οι φορείς δεν συμμορφώνονται προς τα συμφωνηθέντα πρότυπα ποιότητας που αποτελούν μέρος της σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας. | |
Τροπολογία 21 Άρθρο 4, παράγραφος 7 | |
7. Οι συγγραφές υποχρεώσεων και οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ορίζουν με διαφάνεια αν μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο υπεργολαβίας. Η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας προσδιορίζει, σύμφωνα με το εθνικό και το κοινοτικό δίκαιο, τους όρους που εφαρμόζονται στις υπεργολαβίες. |
7. Οι συγγραφές υποχρεώσεων και οι συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας ορίζουν με διαφάνεια αν και σε ποιο βαθμό μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο υπεργολαβίας. Σε περίπτωση υπεργολαβίας, ο εντολέας που έχει αναλάβει τη διαχείριση και λειτουργία των δημοσίων επιβατικών μεταφορών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. Η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας προσδιορίζει, σύμφωνα με το εθνικό και το κοινοτικό δίκαιο, τους όρους που εφαρμόζονται στις υπεργολαβίες. |
Αιτιολόγηση | |
Εάν η χρήση οχημάτων και προσωπικού ανατεθεί σε υπεργολάβους, οι οποίοι μπορεί με τη σειρά τους να αναθέσουν το έργο με υπεργολαβία, υπάρχει κίνδυνος ότι τούτο θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στις υφιστάμενες κοινωνικές και ποιοτικές προδιαγραφές. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αποτραπεί μόνον εάν η επιχείρηση στην οποία έχει ανατεθεί δημόσια σύμβαση παροχής υπηρεσιών είναι υποχρεωμένη, στην περίπτωση υπεργολαβίας, να παράσχει η ίδια το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. | |
Παρατηρείται επί του παρόντος ήδη μια τάση όπου μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων υποβάλλουν προσφορές χωρίς μέσα και προσωπικό, εμποδίζουν υπεργολάβους να το πράξουν και, όταν πραγματοποιηθεί η εκχώρηση υπηρεσίας, έχουν στο χέρι υπεργολάβους μικρομεσαίου μεγέθους. Για το λόγο αυτό, μπορεί να είναι ορθό σε μεμονωμένες περιπτώσεις να προωθηθεί με ενεργά μέτρα μια ισορροπία στην αγορά και να επιβληθούν ελάχιστες αλλά και μέγιστες ποσοστώσεις για υπεργολάβους. Μόνον με μια ποσόστωση αυτοτελούς παροχής θα διασφαλισθούν ίσοι όροι στον ανταγωνισμό με τις τοπικές ΜΜΕ. | |
Τροπολογία 22 Άρθρο 5, παράγραφος 2, εδάφιο 1 | |
2. Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, κάθε αρμόδια τοπική αρχή, είτε είναι μεμονωμένη αρχή είτε ομάδα αρχών που παρέχουν ολοκληρωμένες δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών, μπορεί να αποφασίζει να παρέχει η ίδια δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών ή να αναθέτει συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, στην οποία η αρμόδια τοπική αρχή, ή τουλάχιστον μία αρμόδια τοπική αρχή στην περίπτωση ομάδας αρχών, ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις υπηρεσιακές μονάδες της (εφεξής: "εγχώριος φορέας). |
2. Εφόσον το επιτρέπει το εθνικό δίκαιο, κάθε αρμόδια τοπική αρχή, είτε είναι μεμονωμένη αρχή είτε ομάδα αρχών ή αρχή που έχει συσταθεί ειδικώς για το σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές που παρέχουν ολοκληρωμένες δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών σε ένα χώρο μεταφορών που χαρακτηρίζεται από οικονομική και κοινωνική συνοχή, μπορεί να αποφασίζει να παρέχει η ίδια δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών ή να αναθέτει συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας απευθείας σε νομικώς ανεξάρτητη οντότητα, στην οποία η αρμόδια τοπική αρχή, ή αρχή που έχει συσταθεί ειδικώς για το σκοπό αυτό από τις αρμόδιες αρχές ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις υπηρεσιακές μονάδες της (εφεξής: "εγχώριος φορέας). |
Αιτιολόγηση | |
Κατά κανόνα δεν προκύπτει σαφώς από το εθνικό δίκαιο εάν απαγορεύεται μια ορισμένη διαδικασία ή όχι. Νομική σαφήνεια μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν απαιτείται σαφής εντολή εφαρμογής σε επίπεδο εθνικού δικαίου. Τούτο συμφωνεί επίσης με την απαίτηση επικουρικότητας: το κοινοτικό δίκαιο διαθέτει εναρμονισμένους σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαδικαστικούς κανόνες, είναι όμως ο εθνικός νομοθέτης εκείνος που αποφασίζει ποιο μέσο θα εφαρμοσθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. | |
Τροπολογία 23 Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο (α) | |
α) Για να διαπιστωθεί αν η αρμόδια τοπική αρχή ασκεί αυτόν τον έλεγχο, εξετάζονται στοιχεία, όπως το επίπεδο παρουσίας στα διοικητικά, διευθυντικά ή εποπτικά όργανα, οι ειδικές σχετικές διατάξεις στο καταστατικό, η κυριότητα, η επιρροή και ο έλεγχος επί της ουσίας στις στρατηγικές αποφάσεις και τις μεμονωμένες αποφάσεις διαχείρισης. Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η 100% κυριότητα εκ μέρους της αρμόδιας δημόσιας αρχής, ιδίως στην περίπτωση συμπράξεων ιδιωτικού-δημοσίου, δεν αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι συντρέχει έλεγχος κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, υπό τον όρο ότι ο δημόσιος τομέας έχει δεσπόζουσα επιρροή και ότι ο έλεγχος μπορεί να αποδειχθεί βάσει άλλων κριτηρίων. |
α) Για να διαπιστωθεί αν η αρμόδια τοπική αρχή ασκεί αυτόν τον έλεγχο, εξετάζονται στοιχεία, όπως το επίπεδο παρουσίας στα διοικητικά, διευθυντικά ή εποπτικά όργανα, οι ειδικές σχετικές διατάξεις στο καταστατικό, η κυριότητα, η επιρροή και ο έλεγχος επί της ουσίας στις στρατηγικές αποφάσεις και τις μεμονωμένες αποφάσεις διαχείρισης. Σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, η 100% κυριότητα εκ μέρους της αρμόδιας δημόσιας αρχής, ιδίως στην περίπτωση συμπράξεων ιδιωτικού-δημοσίου, δεν αποτελεί υποχρεωτική προϋπόθεση για να θεωρηθεί ότι συντρέχει έλεγχος κατά την έννοια της παρούσας παραγράφου, υπό τον όρο ότι όλοι οι εταίροι του ιδιωτικού τομέα επελέγησαν βάσει πρόσκλησης για υποβολή προσφορών που ισχύει όσο διαρκεί η παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, οι εταίροι του ιδιωτικού τομέα δεν μπορούν, μεμονωμένα ή συλλογικά, να ασκούν σημαντική επιρροή στον φορέα δημόσιας υπηρεσίας, όπως ορίζεται στο διεθνές λογιστικό πρότυπο IAS 28 που ανακοινώνεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2238/2004 της 29ης Δεκεμβρίου 2004 της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά το ΔΠΧΠ 1, τα ΔΛΠ 1 έως 10, 12 έως 17, 19 έως 24, 27 έως 38, 40 και 41, καθώς και τις διερμηνείες ΜΕΔ 1 έως 7, 11 έως 14, 18 έως 27 και 30 έως 331. |
|
_____________ |
Τροπολογία 24 Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο (β) | |
(β) Η προϋπόθεση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου είναι ότι ο εγχώριος φορέας και κάθε οντότητα στην οποία ο φορέας αυτός ασκεί κάποια επιρροή, έστω και ελάχιστη, ασκούν τις δραστηριότητές τους στο πεδίο των δημοσίων επιβατικών μεταφορών εντός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής, παρά την ύπαρξη τυχόν εξωτερικών γραμμών ή άλλων βοηθητικών στοιχείων της δραστηριότητας αυτής που εισέρχονται στο έδαφος γειτονικών αρμόδιων τοπικών αρχών, και δεν μετέχουν σε διαγωνισμούς που αφορούν την παροχή δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών και διοργανώνονται εκτός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής. |
(β) Η προϋπόθεση για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου είναι ότι ο εγχώριος φορέας και κάθε οντότητα στην οποία ο φορέας αυτός ή η αρμόδια τοπική αρχή ασκεί κάποια επιρροή, έστω και ελάχιστη, ασκούν τις δραστηριότητές τους στο πεδίο των δημοσίων επιβατικών μεταφορών εντός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής, παρά την ύπαρξη τυχόν εξωτερικών γραμμών ή άλλων βοηθητικών στοιχείων της δραστηριότητας αυτής που εισέρχονται στο έδαφος γειτονικών αρμόδιων τοπικών αρχών. |
Αιτιολόγηση | |
Με την προσθήκη διασφαλίζεται ότι η απαγόρευση συμμετοχής στον διαγωνισμό σε φορείς που ασκούν δραστηριότητες εκτός του εδάφους της αρμόδιας τοπικής αρχής δεν μπορεί να παρακαμφθεί εύκολα με τη βοήθεια θυγατρικών επιχειρήσεων του εγχώριου φορέα. | |
Προκειμένου να διασφαλισθεί ένας ανταγωνισμός χωρίς διακρίσεις, η παρέκκλιση της απ' ευθείας ανάθεσης σε εγχώριους φορείς πρέπει να περιορισθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Αποφασιστική σημασία εν προκειμένω έχει ο εδαφικός περιορισμός. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται μια κατάσταση κατά την οποία εγχώριοι φορείς ορμώμενοι από προστατευόμενες αγορές δρουν σε άλλες αγορές και απολαύουν εκεί προνομίων που προκαλούν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Επομένως, έχει αποφασιστική σημασία να ορισθεί με σαφήνεια και αυστηρότητα το εδαφικό πεδίο δράσης των εσωτερικών φορέων. Για το λόγο αυτό, πρέπει να διαγραφεί η επέκταση του πεδίου δράσης σε εξωτερικές γραμμές και άλλα βοηθητικά στοιχεία στο έδαφος γειτονικών αρμόδιων τοπικών αρχών. | |
Τροπολογία 25 Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο (γ) | |
(γ) Παρά το στοιχείο (β), εγχώριος φορέας μπορεί να συμμετέχει σε δίκαιους διαγωνισμούς αρχής γενομένης από δύο έτη πριν να λήξει η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί απευθείας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποφασισθεί οριστικά ότι οι δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών που καλύπτει η σύμβαση του εγχώριου φορέα θα υποβληθούν σε δίκαιο διαγωνισμό και ότι ο εν λόγω εγχώριος φορέας δεν έχει συνάψει άλλη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας με απευθείας ανάθεση. |
(γ) Παρά το στοιχείο (β), εγχώριος φορέας μπορεί να συμμετέχει σε δίκαιους διαγωνισμούς αρχής γενομένης ένα έτος πριν να λήξει η σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί απευθείας, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αποφασισθεί οριστικά και αμετάκλητα ότι οι δημόσιες υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών που καλύπτει η σύμβαση του εγχώριου φορέα θα υποβληθούν σε δίκαιο διαγωνισμό και ότι ο εν λόγω εγχώριος φορέας δεν έχει συνάψει άλλη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας με απευθείας ανάθεση. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή ανακαλέσει εντός περιόδου δύο ετών την εν λόγω απόφαση, όλες οι συμβάσεις οι οποίες έχουν εν τω μεταξύ ανατεθεί στον εγχώριο φορέα καθίστανται αυτομάτως άνευ αντικειμένου. |
Αιτιολόγηση | |
Μια τέτοια απόφαση δεν θα λαμβάνεται αιφνίδια από την αρμόδια αρχή, και ο εγχώριος φορέας θα έχει επαρκή χρόνο να προετοιμαστεί κατά την περίοδο που λαμβάνεται η απόφαση. Η απόφαση πρέπει να είναι αμετάκλητη προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι ο εγχώριος φορέας δεν εξασφαλίζει συμβάσεις μέσω μειοδοτικών διαγωνισμών και εν συνεχεία του χορηγείται με απευθείας ανάθεση η προηγούμενη σύμβαση. | |
Στόχος του άρθρου αυτού είναι να καταστεί δυνατό το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς αυτής στον ανταγωνισμό. Ωστόσο, η αρχή της ελεύθερης διοίκησης των δημοσίων αρχών επιτρέπει στις αρχές αυτές να ανακαλούν ανά πάσα στιγμή ληφθείσες αποφάσεις, ιδιαίτερα μετά από εκλογές. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να υπάρχουν ανάλογες διατάξεις οι οποίες θα διασφαλίζουν ότι δεν υφίσταται διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικών φορέων. Στην περίπτωση που αρμόδια αρχή αλλάξει αποφάσεις σχετικά με την απ' ευθείας ανάθεση συμβάσεων εκμετάλλευσης στον εγχώριο φορέα της, οι συμβάσεις που έχουν ανατεθεί στον εν λόγω φορέα κατά τα τελευταία δύο έτη καθίστανται αυτομάτως άνευ αντικειμένου. | |
Τροπολογία 26 Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχεία (δα) και δ(β) (νέα) | |
|
(δα) εάν εξετάζεται το ενδεχόμενο υπεργολαβίας, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 7, ο εγχώριος φορέας είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. |
|
(δβ) σε περίπτωση απευθείας ανάθεσης σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας, η αρμόδια αρχή αιτιολογεί δεόντως τους λόγους της απόφασής της για την απευθείας αυτή ανάθεση. |
Αιτιολόγηση | |
Το πνεύμα και ο σκοπός του κανονισμού δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να υπονομευθούν από μια κατάσταση κατά την οποία εγχώριοι φορείς αναθέτουν χωρίς ανταγωνισμό σε υπεργολάβους το μεγαλύτερο μέρος των υπηρεσιών μεταφορών που τους έχουν ανατεθεί απ' ευθείας και τοιουτοτρόπως καταλήγουν να έχουν καθαρά διοικητική λειτουργία. Τούτο είναι πιθανό ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις σε υφιστάμενες κοινωνικές προδιαγραφές και προδιαγραφές ποιότητας καθώς και ότι θα προκαλέσεις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού μεταξύ εγχωρίων φορέων και τρίτων. Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να αποτραπεί μόνον εάν ο εγχώριος φορέας, σε περίπτωση υπεργολαβίας, είναι υποχρεωμένος να παράσχει ο ίδιος το μεγαλύτερο τμήμα των δημόσιων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. | |
Τροπολογία 27 Άρθρο 5, παράγραφος 4 | |
4. Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, είτε εάν η μέση ετήσια αξία τους υπολογίζεται κάτω του 1 εκατομμυρίου EUR είτε εφόσον αφορούν ετήσια εκτέλεση λιγότερων των 300.000 χιλιομέτρων δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. Σε περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας με απευθείας ανάθεση σε μικρομεσαία επιχείρηση που χρησιμοποιεί όχι περισσότερα από 20 οχήματα, τα εν λόγω κατώτατα όρια μπορούν να αυξάνονται είτε σε μέση ετήσια αξία υπολογιζόμενη σε λιγότερα από 1,7 εκατομμύρια EUR είτε εφόσον αφορούν ετήσια εκτέλεση λιγότερων των 500.000 χιλιομέτρων δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. |
4. Εφόσον το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, είτε εάν η μέση ετήσια αξία τους υπολογίζεται κάτω του 1 εκατομμυρίου EUR είτε εφόσον αφορούν ετήσια εκτέλεση λιγότερων των 300.000 χιλιομέτρων δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. Σε περίπτωση σύμβασης παροχής δημόσιας υπηρεσίας με απευθείας ανάθεση σε μικρομεσαία επιχείρηση που απασχολεί μεταξύ 50 και 250 υπαλλήλων, τα εν λόγω κατώτατα όρια μπορούν να αυξάνονται είτε σε μέση ετήσια αξία υπολογιζόμενη σε λιγότερα από 3 εκατομμύρια EUR* είτε εφόσον αφορούν ετήσια εκτέλεση λιγότερων των 1.000.000 χιλιομέτρων δημοσίων υπηρεσιών επιβατικών μεταφορών. |
|
* Τα στοιχεία αυτά πρέπει να αναπροσαρμόζονται κατ' έτος σε κάθε κράτος μέλος σε σχέση με τους εθνικούς δείκτες πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat. |
Τροπολογία 28 Άρθρο 5, παράγραφος 5α (νέα) | |
|
5a. Εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, φορέας παροχής δημόσιας υπηρεσίας δύναται να ζητήσει ιδία πρωτοβουλία τη χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος για δημόσια υπηρεσία επιβατικών μεταφορών που προσφέρει για πρώτη φορά. Η αρμόδια τοπική αρχή αναθέτει απ' ευθείας την αιτούμενη σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον πρόκειται για υπηρεσία που δεν καλύπτεται από άλλο αποκλειστικό δικαίωμα και δεν θέτει αποδεδειγμένα σε κίνδυνο συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας που έχουν ήδη ανατεθεί. |
Αιτιολόγηση | |
Οι επιχειρήσεις είναι συχνά εις θέση να εκτιμήσουν καλύτερα και ενωρίτερα την ανάγκη για δημόσιες μεταφορικές υπηρεσίες απ' ό τι οι τοπικές αρμόδιες αρχές. Για τις υπηρεσίες μεταφοράς που προσφέρονται τη πρωτοβουλία επιχειρήσεων πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα απ' ευθείας χορήγησης αποκλειστικών δικαιωμάτων στον πρωτοπόρο φορέα παροχής της υπηρεσίας άπαξ και για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν και στην περίπτωση μεταφορικών υπηρεσιών που προσφέρονται τη πρωτοβουλία επιχειρήσεων θα έπρεπε το απαιτούμενο αποκλειστικό δικαίωμα να χορηγείται από την αρμόδια αρχή στο πλαίσιο διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, τότε δεν θα υπήρχε κίνητρο για ανάληψη καινοτόμων πρωτοβουλιών εκ μέρους των επιχειρήσεων. | |
Τροπολογία 29 Άρθρο 5, παράγραφος 6 | |
6. Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας όταν πρόκειται για σιδηροδρομικές μεταφορές, με εξαίρεση άλλους τρόπους μεταφορών σταθερής τροχιάς, όπως το μετρό ή το τραμ. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 3, οι συμβάσεις αυτές δεν υπερβαίνουν τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ισχύει το άρθρο 4, παράγραφος 4. |
6. Εφόσον το εθνικό δίκαιο δεν το απαγορεύει., οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αποφασίζουν να αναθέσουν απευθείας συμβάσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας με αποκλειστικά δικαιώματα για υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας όταν πρόκειται για σιδηροδρομικές μεταφορές, με εξαίρεση άλλους τρόπους μεταφορών σταθερής τροχιάς, όπως το μετρό ή το τραμ, εάν τούτο είναι απαραίτητο για να μη τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική βιωσιμότητα ή ασφάλεια του εν λόγω τομέα μεταφορών. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 3, οι συμβάσεις αυτές δεν υπερβαίνουν τα 10 έτη, εκτός των περιπτώσεων κατά τις οποίες ισχύει το άρθρο 4, παράγραφος 4. |
Αιτιολόγηση | |
Κατά κανόνα δεν προκύπτει σαφώς από το εθνικό δίκαιο εάν απαγορεύεται μια ορισμένη διαδικασία ή όχι. Νομική σαφήνεια μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν απαιτείται σαφής εντολή εφαρμογής σε επίπεδο εθνικού δικαίου. Τούτο συμφωνεί επίσης με την αρχή της επικουρικότητας: το κοινοτικό δίκαιο διαθέτει εναρμονισμένους σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαδικαστικούς κανόνες, είναι όμως ο εθνικός νομοθέτης εκείνος που αποφασίζει ποιο μέσο θα εφαρμοσθεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. | |
Δεδομένου ότι η απ' ευθείας ανάθεση, σύμφωνα με τις βασικές αρχές του υπό εξέταση κανονισμού, πρέπει να αποτελεί απόλυτη εξαίρεση, η ειδική διάταξη για τις σιδηροδρομικές μεταφορές πρέπει να περιέχει ακριβείς όρους. | |
Τροπολογία 30 Άρθρο 7, παράγραφος 1 | |
1. Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί άπαξ του έτους συνολική έκθεση σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τις οποίες είναι υπεύθυνη, τους επιλεγέντες φορείς δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και τις πληρωμές αποζημιώσεων και τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται σε αυτούς τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών ως απόδοση δαπανών. Η εν λόγω έκθεση επιτρέπει την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των επιδόσεων, της ποιότητας και της χρηματοδότησης του δικτύου δημοσίων μεταφορών. |
1. Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί άπαξ του έτους συνολική έκθεση σχετικά με τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας για τις οποίες είναι υπεύθυνη, τους επιλεγέντες φορείς δημοσίων υπηρεσιών, καθώς και τις πληρωμές αποζημιώσεων και τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγούνται σε αυτούς τους φορείς δημοσίων υπηρεσιών ως απόδοση δαπανών. Η εν λόγω έκθεση διακρίνει ανάμεσα στις μεταφορές με λεωφορείο, στις μεταφορές με το σιδηρόδρομο και στις σιδηροδρομικές υποδομές, επιτρέπει την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των επιδόσεων, της ποιότητας και της χρηματοδότησης του δικτύου δημοσίων μεταφορών και παρέχει πληροφορίες σχετικά με το είδος και την έκταση των χορηγηθέντων αποκλειστικών δικαιωμάτων. |
Αιτιολόγηση | |
Στην έκθεση πρέπει να γίνεται μια διαφοροποίηση, προκειμένου να διασφαλισθεί ελάχιστο επίπεδο συγκρισιμότητας. Η έκταση του αποκλειστικού δικαιώματος πρέπει να είναι διαφανής για άλλους φορείς, προκειμένου οι τελευταίοι να γνωρίζουν, κατά τη λήψη των επιχειρηματικών τους αποφάσεων, ποιο τμήμα της αγοράς είναι κλειστό λόγω αποκλειστικών δικαιωμάτων. | |
Τροπολογία 31 Άρθρο 7, παράγραφος 2, στοιχείο (γ α) (νέο) | |
|
(γ α) ποιοτικοί στόχοι σε σχέση με την ακρίβεια και την αξιοπιστία, καθώς και τις πριμοδοτήσεις και ποινές που προβλέπονται. |
Τροπολογία 32 Άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο (α) | |
(α) ονομασία της αναθέτουσας αρχής και ιδιοκτησιακή της σχέση, |
(α) ονομασία της αναθέτουσας αρχής και ιδιοκτησιακή της σχέση, καθώς και δομή του ελέγχου · |
Τροπολογία 33 Άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο (ε) | |
(ε) ποιοτικοί στόχοι, |
(ε) ποιοτικοί στόχοι, σε σχέση με την ακρίβεια και την αξιοπιστία, καθώς και τις πριμοδοτήσεις και ποινές που προβλέπονται |
Τροπολογία 34 Άρθρο 7 α (νέο) | |
|
Άρθρο 7α Όταν λαμβάνεται απόφαση και ανατίθεται σύμβαση παροχής δημόσιας υπηρεσίας σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφοι 2 έως 5, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν δυνατότητες νομικής προστασίας για τους ενδιαφερόμενους που συμμετέχουν στη διαδικασία, οι οποίες έχουν την αυτή αποτελεσματικότητα και ισχύ με εκείνες που προβλέπονται στην οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων. |
Τροπολογία 35 Άρθρο 8, παράγραφος 2, εδάφιο 1 | |
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας ,σιδηροδρομικώς ή οδικώς, συμμορφώνεται προς το άρθρο 5 εντός 12 ετών από τις …*. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να συμμορφωθούν σταδιακά προς το άρθρο 5, ούτως ώστε να αποφευχθούν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ιδίως σχετικά με τις μεταφορικές ικανότητες. * Σημείωση για την ΕΕ: 12 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. |
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, η ανάθεση συμβάσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας ,σιδηροδρομικώς ή οδικώς, συμμορφώνεται προς το άρθρο 5 εντός 12 ετών από τις …*. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα για να συμμορφωθούν σταδιακά προς το άρθρο 5, ούτως ώστε να αποφευχθούν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ιδίως σχετικά με τις μεταφορικές ικανότητες. * Σημείωση για την ΕΕ: 8 έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού. |
Τροπολογία 36 Άρθρο 8, παράγραφος 3, εδάφιο 2 | |
Οι συμβάσεις περί των οποίων το στοιχείο α) εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους. Οι συμβάσεις περί των οποίων τα στοιχεία β) και γ) μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως τη λήξη τους, αλλά όχι για περισσότερα από 30 έτη. Οι συμβάσεις περί των οποίων το στοιχείο δ) μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως τη λήξη τους, υπό τον όρον ότι είναι διάρκειας περιορισμένης και συγκρίσιμης με τις διάρκειες που προσδιορίζονται στο άρθρο 4. |
Οι συμβάσεις περί των οποίων το στοιχείο α) εξακολουθούν να ισχύουν έως τη λήξη τους. Οι συμβάσεις περί των οποίων τα στοιχεία β) και γ) μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως τη λήξη τους, αλλά όχι για περισσότερα από 15 έτη. Οι συμβάσεις περί των οποίων τα στοιχεία τα στοιχεία β) και δ) μπορούν να εξακολουθήσουν να ισχύουν έως τη λήξη τους, υπό τον όρον ότι είναι διάρκειας περιορισμένης και συγκρίσιμης με τις διάρκειες που προσδιορίζονται στο άρθρο 4. |
Αιτιολόγηση | |
Δεδομένου ότι η αναθεώρηση του υπό εξέταση κανονισμού προβλέπεται ήδη στη νομοθετική διαδικασία από το έτος 2000, η μεταβατική αυτή περίοδος μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Τούτο είναι επίσης απαραίτητο για να επιτευχθούν ταχέως υψηλής ποιότητας δημόσιες μεταφορές επιβατών κοντινής απόστασης που θα είναι οικονομικές για τους επιβάτες και τους φορολογούμενους. | |
Τροπολογία 37 Άρθρο 8 α (νέο) | |
|
Άρθρο 8α |
|
Διαδικασίες προσφυγής |
|
1. Τα κράτη μέλη εγγυώνται στους φορείς και στα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής σε δημόσιο ή δικαστικό οργανισμό κατά αποφάσεων και των προκαταρκτικών μέτρων που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές βάσει του παρόντος κανονισμού. |
|
2. Ο οργανισμός που εμφαίνεται στην παράγραφο 1 είναι ανεξάρτητος από τις σχετικές αρμόδιες αρχές και από τους ενεχόμενους φορείς και έχει την αρμοδιότητα να ζητεί σχετικές πληροφορίες από οποιονδήποτε τρίτο εμπλεκόμενο, να λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις και να επιβάλλει αποζημιώσεις. |
|
3. Όταν αυτός ο οργανισμός δεν είναι δικαιοδοτικό όργανο, οι αποφάσεις του υπόκεινται σε δικαστική εξέταση. |
|
4. Οι διατάξεις εφαρμογής της διαδικασίας προσφυγών καθορίζονται από τα κράτη μέλη. |
|
5. Όσον αφορά τις διαμεθοριακές γραμμές, οι ενεχόμενες αρμόδιες αρχές συμφωνούν ποιος φορέας προσφυγής έχει δικαιοδοσία. |
Τροπολογία 38 Άρθρο 9, παράγραφος 2, εδάφιο 1 | |
2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 73, 86, 87 και 88 της Συνθήκης, τα κράτη μέλη μπορούν να συνεχίζουν να χορηγούν ενισχύσεις στον τομέα των μεταφορών δυνάμει του άρθρου 73 της Συνθήκης, οι οποίες ανταποκρίνονται στην ανάγκη συντονισμού των μεταφορών ή αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, εκτός αυτών που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό, και ιδίως: |
2. Τα κράτη μέλη μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 73 της Συνθήκης, να συνεχίζουν να χορηγούν ενισχύσεις στον τομέα των μεταφορών δυνάμει του άρθρου 73 της Συνθήκης, οι οποίες ανταποκρίνονται στην ανάγκη συντονισμού των μεταφορών ή αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημοσίας υπηρεσίας, εκτός αυτών που διέπονται από τον παρόντα κανονισμό, όπως για παράδειγμα: |
Τροπολογία 39 Άρθρο 9, παράγραφος 2, εδάφιο 2 | |
Οι ενισχύσεις αυτές περιορίζονται στο στάδιο της έρευνας και της ανάπτυξης και δεν μπορούν να καλύπτουν την εμπορική εκμετάλλευση παρόμοιων συστημάτων και τεχνολογιών μεταφοράς. |
διαγράφεται |
Αιτιολόγηση | |
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η υλοποίηση των προκαθορισθέντων, θα ήταν σκόπιμο τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο αυτό να υποστηρίζουν όχι μόνο τη φάση έρευνας και ανάπτυξης αλλά και την επιχειρησιακή φάση. | |
Τροπολογία 40 Άρθρο 12, παράγραφος 1 | |
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις …………...
Σημείωση για την ΕΕ: τρία έτη από τη δημοσίευση του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα. |
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει στις …………...
Σημείωση για την ΕΕ: 18 μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος κανονισμού στην Επίσημη Εφημερίδα. |
Αιτιολόγηση | |
Δεδομένου ότι η αναθεώρηση του υπό εξέταση κανονισμού προβλέπεται ήδη στη νομοθετική διαδικασία από το έτος 2000, η μεταβατική αυτή περίοδος μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Τούτο είναι επίσης απαραίτητο για να επιτευχθούν ταχέως υψηλής ποιότητας δημόσιες μεταφορές επιβατών κοντινής απόστασης που θα είναι οικονομικές για τους επιβάτες και τους φορολογούμενους. | |
Τροπολογία 41 Παράρτημα, σημείο 2 α (νέο) | |
|
(2α) Το κόστος που περιλαμβάνεται σε αυτό τον υπολογισμό, πρέπει να συμφωνεί με το κόστος που θα αντιμετώπιζε κατά την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και επαρκώς εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα ώστε να εκπληροί τις υποχρεώσεις της για παροχή δημόσιας υπηρεσίας. |
Τροπολογία 42 Παράρτημα, παράγραφος 3α (νέα) | |
|
3a. Η αντιστάθμιση δεν υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στο καθαρό οικονομικό αποτέλεσμα του αθροίσματος των (θετικών ή αρνητικών) επιπτώσεων επί του κόστους και των εσόδων του φορέα παροχής δημόσιας υπηρεσίας συνεπεία της εκπλήρωσης υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, επί τη βάσει του κόστους που θα αντιμετώπιζε κατά την εκπλήρωση των ως άνω υποχρεώσεων μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και επαρκώς εξοπλισμένη με μεταφορικά μέσα προς ικανοποίηση των απαιτήσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας. Κατά την ανάλυση του κόστους αυτού χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν περισσότερο ο συντελεστής δαπανών και οι παράμετροι που χρησιμοποιήθηκαν για συγκρίσιμες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας στο πλαίσιο διαδικασίας διαγωνισμού, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 3, ή ανοικτής διαδικασίας υποβολής προσφορών σύμφωνα με τις οδηγίες 2004/17/ΕΚ ή 2004/18/ΕΚ. |
Αιτιολόγηση | |
Η προσθήκη στο παράρτημα διασφαλίζει ότι ο κανονισμός συμφωνεί με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Πρόκειται για το τέταρτο κριτήριο Altmark-Trans (πβλ. την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί της υπόθεσης 280/00 (Altmark Trans), σκεπτικό σημ. 93). Αυτό είναι το αποφασιστικό κριτήριο προκειμένου να διασφαλισθεί και στην περίπτωση της απ' ευθείας ανάθεσης η αποτελεσματική και οικονομική παροχή των υπηρεσιών και να αποκλεισθεί με αυτόν τον τρόπο αποτελεσματικά η υπεραντιστάθμιση. |
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Ι. Πώς δημιουργήθηκε η σημερινή κατάσταση
Στην αρχή οι δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές εξυπηρετούσαν έναν σχετικά μικρό και ευημερούντα αριθμό πελατών οι οποίοι αργότερα θα επέλεγαν να ταξιδεύουν κυρίως με το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο. Οι επιχειρηματίες επένδυσαν κεφάλαιο και know how με την προσδοκία ότι θα εξασφάλιζαν κέρδη σ' αυτή τη νέα αγορά. Λόγω όμως των αυξανόμενων ζημιών ένα μεγάλο μέρος των δημοσίων μεταφορών περιορίστηκε αργότερα στις πλέον πολυσύχναστες ώρες της ημέρας και στις πλέον πολυσύχναστες διαδρομές ή, στο τέλος, καταργήθηκαν τελείως.
Αν οι αρχές της αγοράς είχαν αμιγώς εφαρμοστεί, οι περιορισμοί διαδρομών και δρομολογίων θα είχαν καταστεί αναπόφευκτοι, όπως αναπόφευκτες θα είχαν καταστεί και σημαντικές αυξήσεις των εισιτηρίων. Αντιδρώντας σ' αυτή την τάση, οι αρχές - ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές - επιδιώκουν τη βελτίωση των δημοσίων μεταφορών προκειμένου να περιορίζεται ο ζωτικός χώρος των ιδιωτικών αυτοκινήτων, να διατηρείται η προσβασιμότητα σε κατοικημένες περιοχές, περιοχές απασχόλησης και περιοχές αναψυχής και, γενικά, να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για την καταπολέμηση της περιβαλλοντικής όχλησης που προκαλείται από την κυκλοφορία. Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες για τη διατήρηση και την επέκταση προγραμματισμένων μεταφορικών υπηρεσιών εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από τις υπηρεσίες που αναλαμβάνονται από φορείς εκμετάλλευσης που είναι είτε τοπικές ή περιφερειακές αρχές ή ακόμα και το ίδιο το κράτος. Εκεί όπου οι μεταφορές εξακολουθούν να παραμένουν στα χέρια ιδιωτικών φορέων εκμετάλλευσης, οι τελευταίοι εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση του δημοσίου για να καλύπτουν τα αναπόφευκτα επιχειρησιακά ελλείμματα. Ως εκ τούτου, τόσο δημόσιες επιχειρήσεις όσο και ιδιωτικοί συμβατικοί εταίροι έχουν αποκτήσει μονοπώλια σε ό,τι αφορά το δικαίωμα παροχής κανονικών δρομολογίων και πρόσβασης σε δημόσια χρηματοδότηση.
ΙΙ. Πρόταση της Επιτροπής του 2000
Στη δεκαετία του '90 διενεργήθηκαν μελέτες για ένα νέο σύστημα ανταγωνισμού, χρηματοδότησης και κατανομής περιοχών, σύστημα που ονομάστηκε "ρυθμισμένος ανταγωνισμός", και θα αντικαθιστούσε όλα τα, έως τότε, διαφορετικά υφιστάμενα εθνικά, περιφερειακά και τοπικά συστήματα. Αυτό δημιούργησε την προσδοκία ότι στο μέλλον θα έπρεπε να ισχύει, για όλη την επικράτεια της ΕΕ, υποχρέωση σύναψης δημοσίων συμβάσεων. Ορισμένα κράτη μέλη έχουν ήδη αναθεωρήσει την εθνική τους νομοθεσία, εν αναμονή ενός τέτοιου συστήματος.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή, αιτιολογώντας την πρόταση κανονισμού που υπέβαλε το 2000, επέστησε την προσοχή στο υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, και συγκεκριμένα:
- στο άρθρο 73 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με το οποίο οι ενισχύσεις που ανταποκρίνονται στις ανάγκες συντονισμού των μεταφορών ή που αντιστοιχούν στην αποκατάσταση ορισμένων βαρών συνυφασμένων με την έννοια της δημόσιας υπηρεσίας είναι συμβιβάσιμες με τη Συνθήκη·
- στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69, όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1893/91, ο οποίος απαριθμεί αυτές τις μορφές αντιστάθμισης, οι οποίες εξαιρούνται από την απαίτηση για κοινοποίηση των κρατικών ενισχύσεων, όπως αναφέρεται στο άρθρο 88, παράγραφος 3 της Συνθήκης.
Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός δεν όριζε πόσες συμβάσεις παροχής δημόσιων υπηρεσιών θα έπρεπε να ανατεθούν ή πόσες αγορές θα έπρεπε να ανοίξουν.
Η διαδικασία ανάθεσης ρυθμίστηκε εν μέρει με την οδηγία 92/50/ΕΟΚ και με την οδηγία 93/38/ΕΟΚ, οι οποίες, το 2004, αντικαταστάθηκαν από τις οδηγίες 2004/17/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΟΚ.
Ωστόσο, υπάρχουν πολλές συμβάσεις (και ιδιαίτερα παραχωρήσεις), ως προς τις οποίες οι εν λόγω διαδικασίες δεν εφαρμόζονται. Ο κανονισμός που πρότεινε τότε η Επιτροπή, καθώς και οι μετέπειτα τροποποιηθείσες προτάσεις, αφετέρου, έλυσαν αυτό το πρόβλημα.
Η Επιτροπή επέστησε επίσης την προσοχή στο πόσο άλλαξε η κατάσταση λόγω αύξησης του αριθμού των μεγάλων διεθνών εταιρειών. Οι εν λόγω εταιρείες είναι διατεθειμένες να αναλαμβάνουν από τις δημόσιες αρχές και τους ιδιωτικούς φορείς εκμετάλλευσης επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές υπό τον όρο ότι θα λάβουν οικονομική αντιστάθμιση για το αναμενόμενο επιχειρησιακό έλλειμμα, συμπεριλαμβανομένης επιχορήγησης που θα τους δίνει τη δυνατότητα να παρέχουν κερδοφόρες υπηρεσίες.
Στις 20 Ιουλίου 2000 η Επιτροπή εξέφρασε την επιθυμία της να εγγυηθεί τη διαφάνεια και την ίση μεταχείριση επιχειρήσεων μέσω του κανονισμού που προτείνεται στο CΟΜ(2000)0007, εξασφαλίζοντας έτσι ότι η παροχή από αρμόδιες αρχές μακροπρόθεσμων παραχωρήσεων σε φορείς εκμετάλλευσης με τους οποίους διατηρούσαν παραδοσιακές ή φιλικές σχέσεις δεν θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάληψη δικαστικής δράσης από άλλους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, προτάθηκε να καθιερωθεί ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων, δηλαδή προσκαλώντας τις επιχειρήσεις να υποβάλουν προσφορές για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων πενταετούς παροχής υπηρεσιών. Άλλες μορφές επιλογής επιχειρήσεων θα ήταν δυνατές μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.
ΙΙΙ. Η πρώτη ανάγνωση του Κοινοβουλίου
Τοπικές και περιφερειακές αρχές, οργανώσεις χρηστών, περιβαλλοντικές οργανώσεις και συνδικάτα έχουν προβάλει σοβαρές αντιρρήσεις ως προς την απαίτηση για τη διεξαγωγή διαδικασιών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων σε κάθε περίπτωση. Η ένσταση αυτή οφείλεται στην προσδοκία ότι, σε τελευταία ανάλυση, αυτή η απαίτηση καθιστά αδύνατο να επιβιώσουν πολλοί αστικοί και περιφερειακοί φορείς εκμετάλλευσης που ανήκουν στο δημόσιο, επειδή η εν λόγω επιχειρηματική δραστηριότητα αποσκοπούσε στο να εξυπηρετήσει, όσο το δυνατό αποτελεσματικότερα, μια εγχώρια αγορά και όχι στο να ανταγωνίζεται σε κάποιο απομεμακρυσμένο μέρος. Μία φορά μόνο αν αποκλεισθούν από τη διαδικασία υποβολής προσφοράς για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης, για παράδειγμα λόγω ανταγωνιστικών τιμών από μια μεγαλύτερη επιχείρηση, αρκεί για την οριστική τους ρευστοποίηση.
Επιπλέον, όλες οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις εξέφρασαν αντίρρηση στην προτεινόμενη πενταετή προθεσμία συμβάσεων, επειδή η έλλειψη συνέχειας θα εμπόδιζε τη διενέργεια επενδύσεων. Σε περίπτωση περιοδικών προσκλήσεων υποβολής προσφορών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων τα συνδικάτα ζητούν προστασία του προσωπικού του τομέα των μεταφορών τόσο έναντι απολύσεων όσο και έναντι δυσμενέστερων συνθηκών εργασίας σε έναν νέο συμβατικό εταίρο. Πηγές στα διάφορα κράτη μέλη επέστησαν την προσοχή στην ευρεία διαφοροποίηση πρακτικών μεταξύ των χωρών και στη μη σκοπιμότητα επιβολής ενιαίων κανόνων σε επίπεδο ΕΕ, αγνοώντας την πείρα που έχει αποκτηθεί από τις εν λόγω πρακτικές. Κατ' ακολουθίαν αυτών των αντιρρήσεων, το Κοινοβούλιο ενέκρινε τροπολογίες σε πρώτη ανάγνωση στις 14 Νοεμβρίου 2001 με 317 ψήφους υπέρ έναντι 224 κατά, για να καταστεί δυνατή, μεταξύ άλλων, η παροχή υπηρεσιών τραμ και μετρό, καθώς και τακτικών δρομολογίων λεωφορείων, σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων χωρίς διαδικασία υποβολής προσφορών για την ανάθεση δημόσιας σύμβασης. Σε περίπτωση που μια τέτοια διαδικασία λάμβανε χώρα, ο ανταγωνισμός θα βασιζόταν όχι μόνο στην τιμή αλλά και στην ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ η διάρκεια των σχετικών συμβάσεων επεκτάθηκε στα 8 έτη στην περίπτωση των οδικών μεταφορών και στα 15 έτη στην περίπτωση των σιδηροδρομικών μεταφορών. Οι απαιτήσεις διαφάνειας που πρότεινε η Επιτροπή για τις διαδικασίες υποβολής προσφορών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων έγιναν αποδεκτές από το Κοινοβούλιο.
ΙV. Η κοινή θέση του Συμβουλίου
Έξι έτη μετά την πρώτη ανάγνωση το Συμβούλιο εδέησε να συμφωνήσει για κοινή θέση σχετικά με την πρόταση κανονισμού. Ένας παράγοντας που συνέβαλε σ' αυτό ήταν ότι στις 20 Ιουλίου 2005, στο CΟΜ(2005)0319, η Επιτροπή υπέβαλε αναθεωρημένη πρόταση, υιοθετώντας, ως επί το πλείστον, τη θέση που ενέκρινε το Κοινοβούλιο το 2001. Το 2006, κατά την περίοδο προεδρίας της Αυστρίας, το Συμβούλιο κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα, μετά το οποίο η Γερμανική Προεδρία τελειοποίησε την πρόταση, προσθέτοντας μερικές εκλεπτύνσεις για τη σχέση μεταξύ του παρόντος κανονισμού και της οδηγίας 2004/18/ΕΟΚ σχετικά με το συντονισμό των διαδικασιών για την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, και της οδηγίας 2004/17/ΕΟΚ σχετικά με το συντονισμό των διαδικασιών για την ανάθεση συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών. Αυτή η εκδοχή της πρότασης χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερο βαθμό επικουρικότητας για τα κράτη μέλη από εκείνον που προβλεπόταν στην πρόταση της Επιτροπής του 2000· συγκεκριμένα, εξακολουθεί να παραμένει δυνατή η παροχή υπηρεσιών μεταφοράς σε πόλεις και αστικά συγκροτήματα από φορείς εκμετάλλευσης του δημοσίου.
V. Η εξέταση εκ μέρους της Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού
Υψηλός βαθμός συμφωνίας υπάρχει τώρα μεταξύ της θέσης του Κοινοβουλίου σε πρώτη ανάγνωση το 2001, της αναθεωρημένης θέσης της Επιτροπής του 2005 και της κοινής θέσης του Συμβουλίου το 2006. Ο εισηγητής βασίζει τις προτάσεις του σ' αυτή τη συμφωνία. Οι τροπολογίες του αφορούν σημεία τα οποία έχουν θίξει μη κυβερνητικές οργανώσεις σχετικά με την ασφάλεια του δικαίου και την ποιότητα.
Η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού θα έχει, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια να περιορισθεί η συνεχής ροή της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Τούτο συνεπάγεται ότι οι ενεχόμενοι εργαζόμενοι θα διακατέχονται από σοβαρή αβεβαιότητα για το μέλλον των θέσεων απασχόλησής τους, επειδή η αλλαγή του συμβατικού εταίρου θα έχει ως αποτέλεσμα μαζικές απολύσεις. Ακόμα και αν οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονταν από άλλο φορέα εκμετάλλευσης, οι συνθήκες απασχόλησής τους ενδεχομένως θα επηρεάζονταν αρνητικά. Η εξέλιξη αυτή είναι παρόμοια με τις περιπτώσεις τερματισμού μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας ή εξαγοράς μιας επιχείρησης από άλλη. Η κοινή θέση του Συμβουλίου η οποία, όπως ζήτησε το Κοινοβούλιο σε πρώτη ανάγνωση, βασίζεται σε μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής από τα κράτη μέλη, αναφέρει τη σκοπιμότητα ρυθμίσεων που διέπουν τη μετάθεση μελών του προσωπικού (άρθρο 4, παράγραφοι 5 και 6), αλλά δεν καθιστά τις ρυθμίσεις αυτές υποχρεωτικές. Οι τροπολογίες που αφορούσαν την απαίτηση για παρόμοιες ρυθμίσεις, αφήνοντας την απόφαση για τις λεπτομέρειες στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών ανάλογα με τις εθνικές τους παραδόσεις, δεν συγκέντρωσαν την πλειοψηφία κατά την ψήφισή τους στην Επιτροπή Μεταφορών και Τουρισμού. Δεν πλειοψήφησαν επίσης ούτε οι τροπολογίες σχετικά με ειδικές εθνικές συνθήκες και την προστασία των ενεχομένων κρατών μελών έναντι ιδιαιτέρως δυσμενών για αυτά επιπτώσεων.
Η επιτροπή απεδέχθη τον ορισμό του Συμβουλίου στο άρθρο 2, στοιχείο γ) σε ό,τι αφορά τις περιοχές για τις οποίες μπορούν να συναφθούν συμβάσεις: οιαδήποτε περιοχή μικρότερη από κράτος μέλος είναι επιλέξιμη. Απορρίφθηκαν οι προτάσεις για διαγραφή της επιλογής της άμεσης ανάθεσης συμβάσεων, την οποία το Συμβούλιο επιθυμούσε να συμπεριλάβει στο άρθρο 5, παράγραφος 6. Εν τούτοις, με μικρή πλειοψηφία, αυτή η επιλογή περιορίσθηκε σε βραχύτερη μεταβατική περίοδο, ενώ, στο άρθρο 5, παράγραφος 4, με μεγάλη πλειοψηφία, η επιλογή αυτή επεκτάθηκε και στις συμβάσεις με τις ΜΜΕ. Επιπλέον, εγκρίθηκαν τροπολογίες σχετικά με την αποφυγή αντισταθμιστικών πληρωμών που δεν καλύπτουν τα κόστη, οι οποίες θα υπονομεύσουν τις επιχειρήσεις σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν εγγυημένη η απρόσκοπτη παροχή της υπηρεσίας, καθώς επίσης και με τις ρυθμίσεις για την κατάθεση προσφυγής και τους όρους που ισχύουν σε περίπτωση υπεργολαβίας. Λαμβανομένων υπόψη αυτών των σχετικά μικρών αλλαγών στην κοινή θέση, ο εισηγητής προβλέπει ότι θα είναι δυνατή η επίτευξη συμφωνίας με το Συμβούλιο κατά τη δεύτερη ανάγνωση, ώστε να μπορέσει να ολοκληρωθεί η νομοθετική διαδικασία, επτά χρόνια μετά την πρώτη πρόταση της Επιτροπής.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές |
|||||||
Έγγραφα αναφοράς |
13736/1/2006 - C6-0042/2007 - 2000/0212(COD) |
|||||||
Ημερομ. 1ης ανάγνωσης του ΕΚ – Αριθ. P |
14.11.2001 T5-0597/2001 |
|||||||
Πρόταση της Επιτροπής |
COM(2000)0007 - C5-0326/2000 |
|||||||
Τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής |
||||||||
Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια της παραλαβής της κοινής θέσης |
18.1.2007 |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
TRAN 18.1.2007 |
|||||||
Εισηγητής(ές) Ημερομηνία ορισμού |
Erik Meijer 15.1.2007 |
|
|
|||||
Εξέταση στην επιτροπή |
22.1.2007 |
28.2.2007 |
26.3.2007 |
|
||||
Ημερομηνία έγκρισης |
27.3.2007 |
|
|
|
||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
37 4 7 |
||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Inés Ayala Sender, Etelka Barsi-Pataky, Jean-Louis Bourlanges, Paolo Costa, Michael Cramer, Luis de Grandes Pascual, Arūnas Degutis, Christine De Veyrac, Petr Duchoň, Saïd El Khadraoui, Robert Evans, Emanuel Jardim Fernandes, Mathieu Grosch, Georg Jarzembowski, Stanisław Jałowiecki, Timothy Kirkhope, Dieter-Lebrecht Koch, Jaromír Kohlíček, Sepp Kusstatscher, Jörg Leichtfried, Bogusław Liberadzki, Eva Lichtenberger, Marian-Jean Marinescu, Erik Meijer, Robert Navarro, Seán Ó Neachtain, Josu Ortuondo Larrea, Willi Piecyk, Luís Queiró, Reinhard Rack, Luca Romagnoli, Brian Simpson, Renate Sommer, Dirk Sterckx, Ulrich Stockmann, Armando Veneto, Marta Vincenzi, Roberts Zīle |
|||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Johannes Blokland, Philip Bradbourn, Markus Ferber, Zita Gurmai, Jeanine Hennis-Plasschaert, Helmuth Markov, Ioan Mircea Paşcu, Leopold Józef Rutowicz, Corien Wortmann-Kool |
|||||||
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexandru Athanasiu |
|||||||