ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με το πράσινο βιβλίο «Αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ»
10.4.2007 - (2006/2207 (INI))
Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
Εισηγητής: Antolín Sánchez Presedo
Συντάκτης γνωμοδότησης (*):
Bert Doorn, Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων
(*) Ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ επιτροπών - άρθρο 47 του Κανονισμού
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με το πράσινο βιβλίο για αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ
(2006/2207 (INI))
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το πράσινο βιβλίο «Αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ» (COM(2005)0672) (Πράσινο βιβλίο για τις αποζημιώσεις),
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής για την πολιτική ανταγωνισμού 2004 (SEC(2005)0805),
- έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Νοεμβρίου 1961[1], σε απάντηση του αιτήματος του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΟΚ προκειμένου να ζητηθεί η γνώμη του Κοινοβουλίου σε σχέση με την πρόταση αρχικού εκτελεστικού κανονισμού για τα άρθρα 85 και 86 της Συνθήκης ΕΟΚ,
- έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών (ΕΑΑ) για την εξέταση των υποθέσεων που εμπίπτουν στα άρθρα 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ[2],
- έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Λισαβόνας της 23ης και 24ης Μαρτίου 2000, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Γκέτεμποργκ της 15ης και 16ης Ιουνίου 2001, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάακεν της 14ης και 15ης Δεκεμβρίου 2001, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Βαρκελώνης της 15ης και 16ης Μαρτίου 2002, και των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων των Βρυξελλών της 20ής και 21ης Μαρτίου 2003, της 25ης και 26ης Μαρτίου 2004, της 22ας και 23ης Μαρτίου 2005 και της 23ης και 24ης Μαρτίου 2006,
- έχοντας υπόψη την έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2004 από την Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για τη στρατηγική της Λισαβόνας, με τίτλο, «Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση – η Στρατηγική της Λισαβόνας για την Ανάπτυξη και την Απασχόληση»,
- έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1/2003 της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης[3], τον κανονισμό της Επιτροπής (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της 7ης Απριλίου 2004 σχετικά µε τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάµει των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ[4] και τον κανονισμό του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 139/2004 της 20ής Ιανουαρίου 2004 για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων[5],
- έχοντας υπόψη τα διεθνή μέσα που αναγνωρίζουν το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ειδικότερα την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, τα Κοινωνικά και τα Πολιτιστικά Δικαιώματα, καθώς και τα πρωτόκολλά τους,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών καθώς και τα πρωτόκολλά τους,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
- έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
- έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6‑0133/2007),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η πολιτική ανταγωνισμού έχει αποτελέσει από την αρχή μέρος του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ότι συνιστά καίριο παράγοντα για τη διαδικασία οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός έχει μεγάλη σημασία για την υλοποίηση των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας-Γκέτεμποργκ, τον δυναμισμό της εσωτερικής αγοράς, την επιχειρηματική αριστεία, τα συμφέροντα των καταναλωτών και τους στόχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η αντιανταγωνιστική συμπεριφορά εμποδίζει την επίτευξη όλων αυτών των στόχων,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ αποτελούν διατάξεις δημόσιας πολιτικής, άμεσου ισχύος, και ότι πρέπει να εφαρμόζονται αυτόματα από τις αρμόδιες αρχές· ότι δημιουργούν δικαιώματα στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών τα οποία πρέπει να διασφαλίζονται αποτελεσματικά από τις δικαστικές αρχές, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της απόφασης στην υπόθεση 26/62[6] (Van Gend & Loos), που είναι σημαντική ιδίως ως πρόδρομος των υποθέσεων που ακολούθησαν,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στα κράτη μέλη το δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο μέσω διαύλων του δημόσιου δικαίου, και ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές και εμπόδια στα κράτη μέλη που μπορούν να αποτρέψουν τους πιθανούς ενάγοντες να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ απαιτεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει την εφαρμογή της αρχής που καθορίζεται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης σχετικά με το δίκαιο ανταγωνισμού· ότι η Συνθήκη προβλέπει άλλες νομικές βάσεις που μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα αυτών των αρχών, όπως τα άρθρα 65, 83, 95, 153 και 308· και ότι καθώς το Δικαστήριο θεωρεί ότι, ελλείψει κοινοτικών κανόνων που διέπουν το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις στα εθνικά δικαστήρια, το εγχώριο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους είναι εκείνο που καθορίζει τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία και θεσπίζει λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις αγωγές για τη διασφάλιση δικαιωμάτων τα οποία τα άτομα αντλούν απευθείας από το κοινοτικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες εγχώριες αγωγές (σύμφωνα με την αρχή της ισοτιμίας), και υπό τον όρο ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από το κοινοτικό δίκαιο (σύμφωνα με την αρχή της αποτελεσματικότητας),
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη η σπάνια και κατ' εξαίρεσιν χρήση ιδιωτικών αγωγών ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών, όπως προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της πολιτικής ανταγωνισμού κατά την εφαρμογή του δικαίου περί ανταγωνισμού, δείχνει ότι είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων τα οποία αποσκοπούν στην διευκόλυνση των εν λόγω αγωγών αποζημιώσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αυξήσουν τη συμμόρφωση με το κοινοτικό δίκαιο περί ανταγωνισμού, λαμβανομένων υπόψη των διαφορετικών κανόνων για τη διαδικασία και τα αποδεικτικά στοιχεία στα κράτη μέλη· ότι τούτο δεν θα έπρεπε να οδηγεί σε μια κατάσταση όπου οι επιχειρήσεις που λειτουργούν ακολουθώντας θεμιτή οικονομική συμπεριφορά θα βρίσκονται εκτεθειμένες σε υπερβολικούς κινδύνους που θα τις υποχρεώνουν να πληρώνουν αδικαιολόγητες απαιτήσεις αποζημίωσης ή να μεταβάλουν τη συμπεριφορά τους προκειμένου να αποφύγουν δαπανηρές αντιδικίες,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης των αντιμονοπωλιακών κανόνων δικαιούνται αποζημίωση,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξελίξεις όσον αφορά τους κανόνες αστικού δικαίου της ΕΕ, ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν συμβαδίζουν με τις πρόσφατες εξελίξεις στο δίκαιο του ανταγωνισμού της ΕΕ στην εσωτερική αγορά,
Θ. εκτιμώντας ότι στην υπόθεση C-453/99[7], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ, τα άτομα και οι επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν αποζημίωση για βλάβη που έχουν υποστεί από σύμβαση ή από συμπεριφορά που περιορίζει ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό,
Ι. εκτιμώντας ότι οι σημερινοί μηχανισμοί προσφυγής στη δικαιοσύνη για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως σε ό,τι αφορά τα θύματα,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη εξετάζουν τρόπους για να προστατεύσουν καλύτερα τους καταναλωτές επιτρέποντας ομαδικές αγωγές, και δεδομένου ότι η απόκλιση των διαδικασιών μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε πρόταση της Επιτροπής στους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητά της πρέπει, σύμφωνα με τη Συνθήκη της ΕΚ, να συμμορφώνεται προς στην αρχή της επικουρικότητας και της αναλογικότητας,
1. επισημαίνει ότι οι κοινοτικοί κανόνες ανταγωνισμού δεν θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά και θα διακυβευόταν η αποτελεσματικότητά τους, εάν οιοσδήποτε ακολουθεί απαγορευμένες πρακτικές μπορούσε να αντλεί πλεονεκτήματα στην αγορά ή ασυλία όσον αφορά τις παραβάσεις του λόγω της ύπαρξης εμποδίων στην άσκηση αγωγών για αποζημίωση· θεωρεί ότι πρέπει να διευκολυνθεί η άσκηση αγωγών από τους εκπροσώπους δημόσιων συμφερόντων και τα θύματα·
2. θεωρεί ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να έχουν την ευκαιρία να διεκδικούν αποζημιώσεις για τις ζημιές αυτές· θεωρεί περαιτέρω ότι η παράβαση αυτή πρέπει να έχει αποδειχθεί επισήμως, μέσω των εφαρμοστέων διαδικασιών, με την προϋπόθεση ότι ενέχονται άμεσα τα ίδια τα συμφέροντα των ζημιωθέντων·
3. χαιρετίζει το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει το δικαίωμα των θυμάτων που έχουν υποστεί ζημίες ως αποτέλεσμα αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς να ασκούν "αυτοτελείς" ή "παρεπόμενες" αγωγές για την καταβολή αποζημίωσης· ως εκ τούτου, χαιρετίζει το πράσινο βιβλίο σχετικά με τις Αγωγές αποζημίωσης καθώς και τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες·
4. ζητεί, με στόχο να προαχθεί ο ανταγωνισμός μάλλον παρά οι δικαστικές αντιδικίες, την προώθηση των γρήγορων και φιλικών εξωδικαστικών διακανονισμών καθώς και τη διευκόλυνση των συμφωνιών συμβιβασμού στις αγωγές για αποζημίωση ζημιών που προκύπτουν από αντιανταγωνιστική συμπεριφορά και τονίζει ότι, στην περίπτωση που ο διάδικος που κατηγορείται για παράβαση των κανόνων περί ανταγωνισμού ισχυρίζεται και αποδεικνύει ότι για τη ζημία έχει ήδη δοθεί αντιστάθμιση πριν από την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, τούτο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο όσον αφορά τη βαρύτητα των επιβαλλόμενων προστίμων· κρίνει επίσης θετικό το ότι οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν έως κάποιο βαθμό να διαδραματίσουν ρόλο θεσμικής διαιτησίας, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση της διαιτησίας και διορίζοντας διαιτητές, κατόπιν αίτησης των μερών·
5. θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι τα νομικά συστήματα των κρατών μελών πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές διαδικασίες στο πλαίσιο του αστικού δικαίου όσον αφορά τις αιτήσεις αποζημίωσης για ζημιές που προκαλούνται από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας·
6. είναι της γνώμης ότι η άσκηση ιδιωτικών αγωγών θα πρέπει να είναι συμπληρωματική και συμβατή με την εφαρμογή των κανόνων από δημόσιους φορείς, η οποία κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να προσλάβει περισσότερο στρατηγικό και επιλεκτικό χαρακτήρα, εστιάζοντας στα σπουδαιότερα θέματα και τις σημαντικότερες υποθέσεις· θεωρεί ωστόσο ότι οι αγωγές αυτές δεν δικαιολογούν υπο-χρηματοδότηση των αρχών ανταγωνισμού·
7. ζητεί τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης να εφαρμόζονται ενιαία, ανεξαρτήτως του διοικητικού ή του δικαστικού χαρακτήρα της αρχής που εγκρίνει την απόφαση· είναι της γνώμης ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις δικαστικές αρχές πρέπει να είναι συνεπείς και να αντικατοπτρίζουν τις κοινές αρχές της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας αποφεύγοντας τις στρεβλώσεις και την ασυνέπεια στο εσωτερικό της Ένωσης· πιστεύει ότι ο στόχος πρέπει να είναι η επιδίωξη διαδικασιώνto και συνθηκών ώστε, όταν έχει εκδοθεί προγενέστερη οριστική απόφαση από αρχή ανταγωνισμού ή δικαστική αρχή, το περιεχόμενό της να είναι δεσμευτικό για όλα τα κράτη μέλη εφόσον οι διάδικοι και οι περιστάσεις της υπόθεσης είναι ίδιες·
8. υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο της επιμόρφωσης των δικαστικών αρχών όσον αφορά το δίκαιο ανταγωνισμού προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα των αποφάσεών τους, και την κεφαλαιώδη σημασία του χειρισμού των διαδικασιών από ειδικευμένα ή υψηλής εξειδίκευσης όργανα·
9. υποστηρίζει ότι, προκειμένου να προστατευθεί ο ανταγωνισμός και τα δικαιώματα των θυμάτων, όλες οι δικαστικές αρχές που εφαρμόζουν τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να είναι σε θέση να εγκρίνουν προσωρινά μέτρα, να διατάσσουν τη διεξαγωγή ερευνών και να κάνουν χρήση των αρμοδιοτήτων τους διερεύνησης, όταν κρίνεται αναγκαίο·
10. τονίζει ότι, προκειμένου να αποδειχθούν τα πραγματικά περιστατικά κατά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διαθέτουν εξουσίες ανάλογες με αυτές που έχουν εκχωρηθεί στις κοινοτικές αρχές ανταγωνισμού, και ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέπεια, είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ των αρχών ανταγωνισμού (ΕΑΑ) και των εθνικών δικαστηρίων καθώς και μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων·
11. ζητεί από τα κράτη μέλη να δεχθούν ότι η διαπίστωση μιας παράβασης από τις αρχές του ανταγωνισμού (ΕΑΑ), μόλις οριστικοποιηθεί και, εφόσον απαιτείται, επιβεβαιωθεί ύστερα από έφεση, συνιστά prima facie απόδειξη ενοχής στα πλαίσια του αστικού δικαίου για παρόμοιες περιπτώσεις, εφόσον ο εναγόμενος είχε την κατάλληλη ευκαιρία να υπερασπισθεί εαυτόν στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας·
12. θεωρεί επίσης άσκοπο να συζητείται και να επιβάλλεται σε κοινοτικό επίπεδο ο διορισμός εμπειρογνωμόνων·
13. θεωρεί ότι ο προτεινόμενος κανονισμός σχετικά με το δίκαιο που εφαρμόζεται σε μη συμβατικές υποχρεώσεις (« Ρώμη ΙΙ») αναμένεται να προσφέρει μια ικανοποιητική λύση εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες η αντιμονοπωλιακή συμπεριφορά βλάπτει τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, και ότι, ως εκ τούτου, θα έπρεπε να θεσπισθεί μια ειδική διάταξη για τις περιπτώσεις αυτές·
14. προτρέπει τα εθνικά δικαστήρια να συνεργαστούν για την προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επιεικούς μεταχείρισης· θεωρεί ότι σε περίπτωση σύγκρουσης σχετικής με την πρόσβαση σε πληροφορίες και την επεξεργασία αυτών των πληροφοριών, οι οποίες είναι διαθέσιμες στα μέλη του ευρωπαϊκού δικτύου ανταγωνισμού (ΕΔΑ), η διαφορά αυτή πρέπει να διευθετείται υπό το πρίσμα της ερμηνείας της κοινοτικής νομοθεσίας από το Δικαστήριο·
15. υπογραμμίζει ότι η πληρωμή που καταβάλλεται στον ενάγοντα θα πρέπει να είναι αντισταθμιστική και να μην υπερβαίνει τις πραγματικές ζημίες («damnum emergen») και απώλειες («lucrum cessans») που αυτός υπέστη, ούτως ώστε να αποφευχθεί ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, και ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ικανότητα του θύματος να μετριάσει τις ζημίες και απώλειες· εντούτοις, σε περιπτώσεις συμπράξεων, η αποζημίωση θα πρέπει να μπορεί να οριστεί στο διπλάσιο της ζημίας, στη βάση της διακριτικής ευχέρειας· οι πρώτοι αιτούντες που συνεργάζονται με τις αρχές ανταγωνισμού σε προγράμματα επιεικούς μεταχείρισης δεν θα πρέπει να θεωρούνται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνοι με τους άλλους δράστες της παράβασης· ο τόκος θα πρέπει να υπολογίζεται από την ημερομηνία που διαπράχθηκε η παράβαση·
16. θεωρεί ότι κάθε προτεινόμενο μέτρο πρέπει να συνάδει απόλυτα με τη δημόσια πολιτική των κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά την καταβολή αποζημιώσεων·
17. υπογραμμίζει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η δυνατότητα για ένσταση μετακύλισης θα μπορούσε να δυσκολέψει τον ακριβή καθορισμό της έκτασης της ζημιάς και την αιτιώδη συνάφεια·
18. επικροτεί την νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία όλα τα θύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσουν αγωγές· είναι της γνώμης ότι τα κράτη μέλη που προβλέπουν τη δυνατότητα άσκησης αγωγών για έμμεσες απώλειες θα πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα στον εναγόμενο να αποδείξει ότι το σύνολο ή μέρος των κερδών που αποκόμισε ως αποτέλεσμα της παράβασης έχει μεταφερθεί σε τρίτα μέρη («ένσταση μετακύλισης»), προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αδικαιολόγητου πλουτισμού· διαπιστώνει, κατά συνέπεια, ότι καθίσταται απαραίτητη η θέσπιση μηχανισμού με σκοπό την αντιμετώπιση των πολυάριθμων μικρών αιτήσεων αποζημίωσης·
19. είναι της γνώμης ότι για λόγους οικονομίας, ταχύτητας και συνέπειας, τα θύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να ασκήσουν εκουσίως συλλογικές αγωγές, είτε άμεσα ή μέσω οργανώσεων οι οποίες σύμφωνα με το καταστατικό τους έχουν αυτόν τον σκοπό·
20. διαπιστώνει ότι, σε πολυάριθμες περιπτώσεις, στις προσφυγές για αποζημιώσεις λόγω αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς, θα υπάρχει ασυμμετρία πόρων μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου και ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι καταγγέλλοντες δεν πρέπει να αποτρέπονται να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης από φόβο να μην υποχρεωθούν να καταβάλουν υπέρογκα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων του εναγόμενου εάν δεν ευοδωθεί η αγωγή· προτείνει, συνεπώς, να μπορούν οι δικαστικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κατάσταση των μερών και, εφόσον απαιτείται, να ελέγχουν το θέμα αυτό στην αρχή της διαδικασίας· θεωρεί ότι το ύψος των δικαστικών εξόδων πρέπει να βασίζεται σε εύλογα και αντικειμενικά κριτήρια υπό το πρίσμα του χαρακτήρα της δίκης, και να περιλαμβάνει τις δαπάνες που προκλήθηκαν από τις νομικές διώξεις·
21. συνιστά, στο πλαίσιο των προγραμμάτων κρατικών ενισχύσεων που μπορούν να εγκριθούν νομίμως για τη διευκόλυνση άσκησης ιδιωτικών αγωγών αποζημιώσεων για αντιανταγωνιστική συμπεριφορά, να καθορίζονται οι ακριβείς όροι τήρησης της διαδικασίας και επιστροφής της ενίσχυσης αυτής, κυρίως σε περίπτωση συμβιβασμού και επιδίκασης των δικαστικών εξόδων στον παραβάτη·
22. εκτιμά ότι οι εθνικές προθεσμίες παραγραφής των αγωγών αποζημίωσης για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού θα έπρεπε να επιτρέπουν την άσκηση αγωγών εντός ενός έτους από την ημερομηνία λήψης απόφασης της Επιτροπής ή της εθνικής αρχής ανταγωνισμού (ΕΑΑ) που διαπιστώνει την παράβαση των εν λόγω κανόνων (ή, σε περίπτωση έφεσης, ένα έτος από την περάτωση της διαδικασίας έφεσης)· εκτιμά ότι, εάν δεν ληφθεί μια τέτοια απόφαση, θα πρέπει να είναι δυνατή η άσκηση αγωγής αποζημίωσης για παράβαση των άρθρων 81 ή 82 της Συνθήκης ΕΚ, ή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, οιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της περιόδου εντός της οποίας η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εγκρίνει μια απόφαση η οποία επιβάλλει πρόστιμο λόγω παράβασης· θεωρεί ότι η προθεσμία πρέπει να αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της περιόδου που διατίθεται για τυχόν επίσημες συνομιλίες ή διαμεσολάβηση μεταξύ των διαδίκων·
23. προτείνει όπως η προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος αξίωσης αποζημίωσης σε περίπτωση παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας πρέπει να αναστέλλεται τη στιγμή που η Επιτροπή ή μια αρχή ανταγωνισμού (ΕΑΑ) σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κινεί έρευνα για τις παραβάσεις αυτές·
24. επισημαίνει ότι η άσκηση ιδιωτικών αγωγών αποζημίωσης δεν θίγει τις εξουσίες ή αρμοδιότητες που εκχωρεί η Συνθήκη στην Επιτροπή στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού·
25. προτρέπει την Επιτροπή να εγκρίνει το ταχύτερο δυνατόν κατευθυντήριες γραμμές για την παροχή βοήθειας στους διαδίκους για τον προσδιορισμό του ύψους της ζημίας που έχουν υποστεί και την απόδειξη τη σχέση αιτίας-αιτιατού· ζητεί επίσης να δοθεί προτεραιότητα στην εκπόνηση ανακοίνωσης σχετικά με την άσκηση ανεξάρτητων αγωγών η οποία θα περιλαμβάνει συστάσεις για την κατάθεση των αγωγών καθώς και παραδείγματα των συχνότερων περιπτώσεων·
26. καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει λευκό βιβλίο με λεπτομερείς προτάσεις για τη διευκόλυνση των αυτοτελών ή παρεπόμενων αγωγών αποζημίωσης για ζημίες λόγω αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς, που θα αναλύει με τρόπο ολοκληρωμένο τα θέματα που θίγονται στο ανά χείρας ψήφισμα και θα εξετάζει, ενδεχομένως, το θέμα της θέσπισης κατάλληλου νομικού πλαισίου· καλεί επίσης την Επιτροπή να συμπεριλάβει προτάσεις για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ όλων των αρχών που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή των κοινοτικών αντιμονοπωλιακών κανόνων·
27. θεωρεί ότι κάθε πρωτοβουλία της Επιτροπής που διέπει το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις στα εθνικά δικαστήρια πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων η οποία αξιολογεί τη νομική βάση της πρωτοβουλίας, και τη συμμόρφωσή της με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, και πρέπει να αντικατοπτρίζει τις λεπτές ισορροπίες αιώνων ανάπτυξης στα διάφορα νομικά συστήματα της ΕΕ·
28. καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί στενά με τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών προκειμένου να αμβλυνθούν τυχόν διασυνοριακά εμπόδια που παρακωλύουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ΕΕ να εγείρουν αγωγές αποζημιώσεως διασυνοριακού χαρακτήρα σε περιπτώσεις παραβιάσεων των κοινοτικών αντιμονοπωλιακών κανόνων στα κράτη μέλη· θεωρεί ότι, εάν παραστεί ανάγκη, η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει νομική δράση για την άρση παρομοίων εμποδίων·
29. ζητεί από εκείνα τα κράτη μέλη οι πολίτες των οποίων δεν έχουν ακόμη ένα τέτοιο αποτελεσματικό δικαίωμα για διεκδίκηση αποζημίωσης να προσαρμόσουν το αστικό δικονομικό δίκαιό τους·
30. υπογραμμίζει ότι το Κοινοβούλιο θα πρέπει να διαδραματίζει ρόλο συννομοθέτη στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού και ότι πρέπει να τηρείται ενήμερο για την άσκηση ιδιωτικών αγωγών·
31. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και στα κοινοβούλια των κρατών μελών καθώς και στους κοινωνικούς εταίρους.
- [1] ΕΕ 61, της 15.11.1961, σ. 1409.
- [2] ΕΕ C 313 της 15.10.1997, σ. 3.
- [3] ΕΕ L 68 της 6.3.2004, σ. 1.
- [4] ΕΕ L 123 της 27.4.2004, σ. 18.
- [5] ΕΕ L 24 της 29.1.2004, σ. 1.
- [6] NV Algemene Transport-en Expeditie Onderneming van Gend en Loos v Netherlands Inland Revenue Administration [1963] ECR-1.
- [7] Courage Ltd v Crehan [2001] ECR I-6297.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
1. Ο ανταγωνισμός στην Κοινότητα: 50 χρόνια εμπειρίας
Η πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί εγγενές μέρος της ΕΕ. Από τη Συνθήκη της Ρώμης, έχει διαδραματίσει ζωτικό ρόλο καθιστώντας δυνατή την ύπαρξη μιας ανοιχτής και δυναμικής αγοράς που παράγει επιχειρηματική αριστεία και οφέλη για τον τελικό καταναλωτή.
Ο ανταγωνισμός έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία και ειδική αξία. Αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής οικονομικής λογικής, και τα μέτρα ανταγωνισμού είναι βασικό μέσο για τη διεκπεραίωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην Κοινότητα. Η πολιτική ανταγωνισμού είναι απαραίτητη για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, μεριμνώντας ώστε η οικονομική δραστηριότητα να παράγει τα βέλτιστα αποτελέσματα και να υλοποιεί τη στρατηγική της Λισαβόνας για ανάπτυξη και βιώσιμη απασχόληση. Είναι ζωτικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης και να εκπληρωθούν οι στόχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Το κόστος της παράβασης
Οι παραβάσεις προξενούν μικροοικονομικό και μακροοικονομικό κόστος. Οι παραβάτες επιδιώκουν να προκαλέσουν αστάθεια στις σχέσεις με άλλους παράγοντες της αγοράς (ανταγωνιστές, προμηθευτές, πελάτες και καταναλωτές) και να εξασφαλίσουν ένα πλεονέκτημα εις βάρος τους. Ακολουθώντας απαγορευμένες πρακτικές, επιφέρουν υπέρογκο οικονομικό κόστος σε αυτούς.
Υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, παρεμποδίζουν την επίτευξη των αποτελεσμάτων του ανταγωνισμού: καλύτερη κατανομή των πόρων, μεγαλύτερη οικονομική απόδοση, αυξημένη καινοτομία και χαμηλότερες τιμές.
Μια αποτελεσματική πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να αποτρέπει το οικονομικό κόστος και την απώλεια της εμπιστοσύνης που προκαλούν οι παραβάσεις. Η παθητικότητα ισοδυναμεί με συνενοχή. Είναι ζωτικής σημασίας για τον αποδοτικό ανταγωνισμό ο παραβάτης να μην εξασφαλίζει προνόμια στην αγορά, να υφίσταται σοβαρές επιπτώσεις για τη συμπεριφορά του και, σε τελική ανάλυση, να καθίσταται απολύτως υπεύθυνος.
3. Ο ιδιαίτερος πυλώνας του κοινοτικού ανταγωνισμού
Οι κανόνες ανταγωνισμού δημιουργούν ειδικές διοικητικές σχέσεις όσον αφορά την πειθαρχία της αγοράς και ρυθμίζουν τις ιδιωτικές σχέσεις. Η ιδιωτική διάσταση των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης μπορεί να διαπιστωθεί στο άρθρο 81 παράγραφος 2, το οποίο ορίζει ότι οποιαδήποτε απαγορευμένη ενέργεια είναι αυτοδικαίως άκυρη. Οι αποφάσεις στις υποθέσεις Geus κατά Bosch (υπόθεση 13/61) και Van Gend & Loos (υπόθεση 26/62) αναγνώρισαν ότι οι διατάξεις της Συνθήκης επιβάλλουν στους πολίτες υποχρεώσεις και δημιουργούν επίσης δικαιώματα υπέρ τους για τα οποία μπορούν να βασιστούν στη νομοθεσία.
Ο ηγετικός ρόλος για την αντιμετώπιση της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς καλύπτεται πλέον από τις δημόσιες διαδικασίες. Ο αρχικός συγκεντρωτισμός της εφαρμογής του άρθρου 81 παράγραφος 3 από την Επιτροπή μέσω ενός συστήματος κοινοποίησης και έγκρισης, που αποδείχτηκε αποφασιστικό για την εισαγωγή της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού, έδωσε έμφαση στη δημόσια πρωτοβουλία. Η επέκταση του ρόλου της Επιτροπής, με την έγκριση, από τη δεκαετία του 1980 και εντεύθεν, κανόνων απαλλαγής κατά κατηγορία για ορισμένες κατηγορίες συμφωνίας, ενδεχομένως έχουν επιταχύνει το σύστημα αλλά δεν άλλαξαν τις διοικητικές ροπές του. Η αδυναμία του πήγαζε από την επιτυχία: η ζήτηση για περισσότερο και καλύτερο ανταγωνισμό ήταν ασύμβατη με την οικονομική αναποτελεσματικότητα και τη δικαστική ανεπάρκεια του συστήματος. Συνεπώς, καταργήθηκε δυνάμει του κανονισμού 1/2003, ο οποίος κατέλυσε το μονοπώλιο της Επιτροπής και θέσπισε ένα περισσότερο σύνθετο και ανοιχτό σύστημα, το οποίο εφαρμόζεται σε αποκεντρωτική βάση από τις αρχές ανταγωνισμού και από τις εθνικές δικαστικές αρχές.
Ορόσημο για τη διαδικασία εκσυγχρονισμού αποτέλεσε η απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην υπόθεση Courage κατά Crehan της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, η οποία, εναρμονιζόμενη με τη βασική νομολογία, αναγνώρισε ρητά ότι είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 81 ως νομικής βάσης και, επίσης, επισήμανε ότι θα περιοριζόταν η πλήρης αποτελεσματικότητά του εάν το θύμα της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς δεν ήταν σε θέση να ασκήσει αγωγή για την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας. Η απόφαση στην υπόθεση Manfredi της 13ης Ιουλίου 2006 υπογράμμισε επίσης ότι «οι ασκούμενες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων αγωγές αποζημιώσεως μπορούν να συμβάλουν σημαντικά στη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού εντός της Κοινότητας».
4. Συμπληρωματικός χαρακτήρας των δημόσιων και των ιδιωτικών αγωγών
Οι δημόσιες και οι ιδιωτικές αγωγές αποτελούν δύο πυλώνες στην εφαρμογή των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Η πολιτική ανταγωνισμού πρέπει να διασφαλίζει την πειθαρχία της αγοράς, ως κοινωνική αρχή, και τα συμφέροντα των παραγόντων στην εν λόγω αγορά, είτε πρόκειται για επιχειρήσεις είτε για καταναλωτές.
Σε ένα προηγμένο σύστημα, η δημόσια αγωγή κατά της ατιμωρησίας των επιχειρήσεων παραβατών πρέπει να στηρίζεται με ιδιωτική αγωγή κατά της ασυλίας τους και αποζημίωση στους ιδιώτες. Η επιβολή προστίμων από τις δημόσιες αρχές συνιστά περιορισμένη αντίδραση και θα ήταν απαράδεκτο να ασκήσουν και οι ίδιες ιδιωτικές αγωγές, καθώς αυτό θα τις επιβάρυνε υπερβολικά, καταλήγοντας σε αναποτελεσματικότητα, και θα ήταν ξένο προς το ευρωπαϊκό νομικό πνεύμα.
Στο ευρωπαϊκό μοντέλο, οι ιδιωτικές αγωγές αποτελούν συμπλήρωμα των δημόσιων αγωγών και όχι υποκατάστατό τους. Το άνοιγμα του ευρωπαϊκού συστήματος στις ιδιωτικές αγωγές, αντί αλλαγής του μοντέλου αυτού, συνιστά εξέλιξη της αρχικής του μορφής.
Η συνέπεια του συστήματος πρέπει να διασφαλίζεται σύμφωνα με το δικαίωμα διεύθυνσης μιας επιχείρησης και τα δικαιώματα των ιδιωτών. Η διάρθρωση των δύο πυλώνων απαιτεί τον συντονισμό των δραστηριοτήτων που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, τη διευκόλυνση της συνέχισης με ιδιωτικές αγωγές των αποφάσεων επί παραβάσει που εγκρίθηκαν από τις αρχές ανταγωνισμού και την αναγνώριση του δεσμευτικού χαρακτήρα των πρότερων οριστικών αποφάσεων που εγκρίθηκαν από τις αρμόδιες αρχές.
Η αποκέντρωση της δημόσιας αγωγής και η αξιοποίηση των ιδιωτικών αγωγών θα δώσει τη δυνατότητα έγκρισης μιας πιο στρατηγικής και επιλεκτικής στόχευσης για τις δημόσιες αγωγές, επικεντρώνοντάς τις σε σημαντικά ζητήματα και θέματα προτεραιότητας.
5. Προώθηση του ανταγωνισμού έναντι των δικαστικών αντιπαραθέσεων
Οι ιδιωτικές αγωγές αποτελούν μέσο της πολιτικής ανταγωνισμού και όχι αυτοσκοπό. Η αναγνώριση ότι ο ρόλος τους δεν συνεπάγεται απαραίτητα την εφαρμογή μπορεί να λειτουργήσει ως ισχυρό κίνητρο για την αποφυγή τους. Εν πάση περιπτώσει, η άσκηση ιδιωτικών αγωγών συνιστά στην πραγματικότητα ένα μέσο αποκατάστασης των οικονομικών ανισορροπιών που απορρέουν από την παράβαση.
Η κατάλληλη ρύθμιση των ιδιωτικών αγωγών θα μειώσει επίσης τον αριθμό των αγωγών αίροντας τις αβεβαιότητες που συντελούν στην ενθάρρυνσή τους. Σε τελική ανάλυση, θα δώσει τη δυνατότητα στις δικαστικές αρχές να εφαρμόσουν τους κοινοτικούς κανόνες αποτελεσματικότερα στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η δικαστική αντιπαράθεση είναι αναπόφευκτη.
Η δικαστική αντιπαράθεση δεν πρέπει να ενθαρρύνεται με τεχνητό τρόπο ή με κανόνες επιβλαβείς για τη δίκαιη και θεμιτή διαδικασία, με ισότητα όπλων και για τις δύο πλευρές. Ο στόχος δεν είναι ο ακτιβισμός αλλά η ορθολογική χρήση της αγωγής.
Η αυτοδιευθέτηση, οι εξώδικοι διακανονισμοί και οι συμφωνίες συμβιβασμού πρέπει να προωθούνται στις αγωγές αποζημίωσης. Θα πρέπει να είναι δυνατό να αιτιολογηθεί η αποκατάστασή τους και να λαμβάνεται υπόψη κατά τη λήψη απόφασης για το ποσό του προστίμου που θα επιβληθεί.
6. Διαφορές με το βορειοαμερικανικό μοντέλο
Ενώ η νομοθεσία του ανταγωνισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες εφαρμόζεται στο 90% των περιπτώσεων μέσω ιδιωτικών αγωγών αποζημίωσης, αντίθετα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ασκούνται σπάνια ιδιωτικές αγωγές. Οι πρακτικές διαφέρουν, αλλά η σύγκριση των ποιοτικών πτυχών εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγαλύτερη συνάφεια.
Οι ιδιωτικές αγωγές μπορούν να αντικατοπτρίζουν πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις και μοντέλα, και θα ήταν τεράστιο λάθος να ταυτίζονται με το βορειοαμερικανικό μοντέλο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι δικαστικές αρχές που εκδικάζουν ιδιωτικές αγωγές επιβάλλουν την καταβολή αποζημιώσεων τριπλάσιου ύψους της προκληθείσας ζημίας. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι αρχές ανταγωνισμού έχουν το μονοπώλιο της επιβολής προστίμων, και το ευρωπαϊκό μοντέλο ιδιωτικών αγωγών αποτελεί μάλλον συμπλήρωμα και όχι εναλλακτική λύση προς τη δημόσια αγωγή.
Το βορειοαμερικανικό μοντέλο βασίζεται σε μια δέσμη στοιχείων (δικαστικά όργανα αποτελούμενα από μη επαγγελματίες, συλλογικές αγωγές, αυστηρές απαιτήσεις για την αποκάλυψη εγγράφων, καταβολή αποζημιώσεων τριπλάσιου ύψους της προκληθείσας ζημίας, δικαστική αντιπαράθεση άνευ κινδύνου λόγω του γεγονότος ότι η αμοιβή του δικηγόρου εξαρτάται από την έκβαση της υπόθεσης, καθώς και καταβολή των δικαστικών εξόδων από κάθε διάδικο, κλπ). Αυτό το είδος μοντέλου δεν υπάρχει στην ευρωπαϊκή νομική πρακτική.
Το ευρωπαϊκό μοντέλο δεν μπορεί να συγκριθεί με το βορειοαμερικανικό απλώς επί τη βάσει ορισμένων εξ αυτών των στοιχείων. Αυτή η έκθεση προτείνει μια σαφώς διαφοροποιημένη προσέγγιση, σύμφωνα με την αποκτηθείσα εμπειρία από την Κοινότητα και τα κράτη μέλη.
7. Ανάγκη για κοινή στόχευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο ανεξαρτήτως του διοικητικού ή δικαστικού χαρακτήρα της αρχής που λαμβάνει την απόφαση. Οι αποφάσεις πρέπει να χαρακτηρίζονται από συνέπεια και να αντικατοπτρίζουν τις κοινές αρχές της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας που αποτρέπουν τις στρεβλώσεις και μια έλλειψη συνοχής στο εσωτερικό της Ένωσης. Το πράσινο βιβλίο της Επιτροπής εγείρει αρκετά ενδιαφέροντα σημεία για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά στο μέλλον.
Οι ιδιωτικές αγωγές μπορούν να είναι επακόλουθες ενέργειες (μετά την έγκριση της απόφασης από τις αρχές ανταγωνισμού που αποδεικνύει ότι έχει διαπραχθεί παραβίαση) ή αυτόνομες (όταν δεν έχει στοιχειοθετηθεί παράβαση και η δικαστική αρχή πρέπει να εκδώσει απόφαση ως προϋπόθεση ευθύνης για ζημία). Προς όφελος της συνέπειας του συστήματος, πρέπει να επιτυγχάνονται ομοιόμορφες αποφάσεις για το εάν και κατά πόσον έχει διαπραχθεί μια παράβαση μέσω κοινών κανόνων και ισότιμων εξουσιών, προκειμένου να παρέχεται η δυνατότητα για τα εξής:
- έγκριση προσωρινών μέτρων, αποδεικτικών μέσων και προληπτικών μέτρων·
- απόδειξη των γεγονότων και κατανομή και αποτίμηση του βάρους της απόδειξης·
- προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και της αποτελεσματικότητας των προγραμμάτων επιεικούς μεταχείρισης·
- ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ των αρχών, συντελώντας σε ένα πιο αξιόπιστο και αποτελεσματικό σύστημα·
Υπάρχει επίσης ανάγκη για περισσότερο συγκεκριμένες βάσεις, προκειμένου οι δικαστικές αρχές να εκδικάζουν τις αγωγές αποζημίωσης με ομοιόμορφο τρόπο.
8. «Κανονιστική ρύθμιση κατά δικαστικής αντιπαράθεσης»
Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επισήμανε τον συμπληρωματικό χαρακτήρα της νομολογίας του («ελλείψει σχετικής κοινοτικής ρυθμίσεως»), αποδεικνύοντας ότι οι αγωγές αποζημιώσεων ενώπιον των εθνικών αρχών θα πρέπει να διευθετούνται σύμφωνα με τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας. Η εσωτερική αρχή της ισοδυναμίας ισχύει στην επίλυση εγχώριων και προβληματικών αγωγών, καθώς επίσης και σε ακροάσεις μεταξύ των διαδίκων, μαζί με την αρχή της αποτελεσματικότητας, όταν έχει προτεραιότητα, δεν θα ήταν όμως λογικό να αποφευχθούν 25 ή περισσότερα διαφορετικά σενάρια;
Μια αύξηση των δικαστικών αντιπαραθέσεων και της δικαστικής πολυπλοκότητας είναι επιζήμια για τους ενάγοντες και για την αποτελεσματικότητα του συστήματος. Ο τομέας απαιτεί ένα κοινοτικό ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο να παρέχει μεγαλύτερη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.
Το καθήκον των δικαστικών αρχών στον τομέα του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού δεν είναι να διατυπώνουν τον νόμο αλλά να τον καθιστούν αποτελεσματικό διευθετώντας συγκεκριμένες υποθέσεις μέσω συζητήσεων «inter partes». Εναπόκειται στον νομοθέτη να επιλέξει εναλλακτικές λύσεις σε βασικά θέματα και να θεσπίσει διατάξεις, μέσω δημόσιου και ανοιχτού διαλόγου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παραχωρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη νομιμότητα και λαμβάνοντας υπόψη το γενικό συμφέρον.
9. Ο ειδικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η άσκηση ιδιωτικών αγωγών δεν μεταβάλλει τις εξουσίες ή τις αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί στην Επιτροπή δυνάμει της Συνθήκης. Τα καθήκοντά της όσον αφορά τη διασφάλιση της εφαρμογής των αρχών που ορίζονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης είναι μείζονος σπουδαιότητας.
Η μετάβαση από την αποθάρρυνση των ιδιωτικών αγωγών σε ένα ισορροπημένο σύστημα, με δύο συμπληρωματικούς πυλώνες, απαιτεί πολιτική βούληση και πνευματική υπεροχή. Η Επιτροπή πρέπει να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση υπό τη μορφή έργου αναφοράς για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, και να εγκρίνει μέτρα προκειμένου να διασφαλίσει την επιτυχία του έργου αυτού. Ως βασικά καθήκοντα, πρέπει να εκσυγχρονίζει τους κανονισμούς, να διαμορφώνει τις κατευθυντήριες γραμμές που καθιστούν δυνατή την ανάπτυξή τους, να δημοσιεύει έγγραφα γενικής πολιτικής προκειμένου να αυξήσει την κατανόησή τους και να προωθεί τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών.
10. Ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην πολιτική ανταγωνισμού
Ως αντιπροσωπευτικό θεσμικό όργανο, το Κοινοβούλιο πρέπει να προσφέρει στην πολιτική ανταγωνισμού τη δημοκρατική νομιμότητα που χρειάζεται. Το Κοινοβούλιο πρέπει να διαδραματίσει έναν πιο εξέχοντα και ενεργό ρόλο, προκειμένου να επικρατήσει ένα πνεύμα ανταγωνισμού σε ολόκληρη την κοινωνία.
Ο ανταγωνισμός στην Κοινότητα δεν είναι πλέον μια αναδυόμενη διοικητική πειθαρχία αλλά μια εδραιωμένη πολιτική τεράστιας σημασίας για τις επιχειρήσεις και για το κοινό, ενώ είναι επίσης θεμελιώδης για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Για τον πλήρη εκδημοκρατισμό της, πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του Κοινοβουλίου, να αυξηθούν οι εξουσίες του όσον αφορά τη διατύπωση συστάσεων και την παρακολούθηση και να αναγνωριστεί το καθεστώς του ως συννομοθέτη.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ (27.2.2007)
προς την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
σχετικά με το Πράσινο Βιβλίο: αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ
(2006/2207(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης (*): Bert Doorn(*) ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ επιτροπών – άρθρο 47 του Κανονισμού
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καλεί την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης των αντιμονοπωλιακών κανόνων δικαιούνται αποζημίωση,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι στα κράτη μέλη το δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζεται κατά κύριο λόγο μέσω διαύλων του δημόσιου δικαίου, και ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές και εμπόδια στα κράτη μέλη που μπορούν να αποτρέψουν τους πιθανούς ενάγοντες να ασκήσουν αγωγές αποζημίωσης,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης ΕΚ απαιτεί από την Επιτροπή να διασφαλίσει την εφαρμογή της αρχής που καθορίζεται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης σχετικά με το δίκαιο ανταγωνισμού· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη προβλέπει άλλες νομικές βάσεις που μπορούν να συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα αυτών των αρχών, όπως το άρθρο 65, το οποίο επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να εξαλείψει τα εμπόδια που τίθενται στην καλή λειτουργία των διαδικασιών σχετικά με αστικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις· και λαμβάνοντας υπόψη ότι καθώς το Δικαστήριο θεωρεί ότι, ελλείψει κοινοτικών κανόνων που διέπουν το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις στα εθνικά δικαστήρια, το εγχώριο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους είναι εκείνο που καθορίζει τα δικαστήρια που έχουν δικαιοδοσία και θεσπίζει τους λεπτομερείς δικονομικούς κανόνες που διέπουν τις αγωγές για τη διασφάλιση δικαιωμάτων τα οποία τα άτομα αντλούν απευθείας από το κοινοτικό δίκαιο, υπό τον όρο ότι οι κανόνες αυτοί δεν είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες εγχώριες αγωγές (αρχή της αντιστοιχίας), και υπό τον όρο ότι δεν καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που παρέχονται από το κοινοτικό δίκαιο (αρχή της αποτελεσματικότητας),
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εξελίξεις στην αστική δικαιοσύνη της Ε.Ε., ιδίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, δεν ευθυγραμμίστηκαν με τις πρόσφατες εξελίξεις στο δίκαιο του ανταγωνισμού της Ε.Ε. στην εσωτερική αγορά,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε πρόταση της Επιτροπής στους τομείς που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της πρέπει - σύμφωνα με τη Συνθήκη της ΕΚ - να υπακούει στην αρχή της επικουρικότητας και να ικανοποιεί τα κριτήρια της αναλογικότητας,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι στην υπόθεση C-453/99 Courage/Crehan[1], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, για να εξασφαλιστεί η πλήρης αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ, τα άτομα και οι επιχειρήσεις μπορούν να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από σύμβαση ή από συμπεριφορά που περιορίζει ή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό,
Ζ. εκτιμώντας ότι οι ισχύοντες μηχανισμοί για την εφαρμογή των κανόνων κατά των μονοπωλίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ, ιδίως σε ό,τι αφορά τα θύματα,
Η. δεδομένου ότι πολλά κράτη μέλη αναζητούν τρόπους για να προστατεύσουν καλύτερα τους καταναλωτές επιτρέποντας ομαδικές αγωγές, και δεδομένου ότι η απόκλιση των διαδικασιών μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά,
1. θεωρεί ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που υφίστανται ζημίες λόγω παράβασης των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αξιώνουν αποζημιώσεις για τις ζημιές αυτές· θεωρεί περαιτέρω ότι η παράβαση αυτή θα πρέπει να έχει αποδειχθεί επισήμως μέσω των εφαρμοστέων διαδικασιών και να έχουν θιγεί άμεσα τα ίδια συμφέροντα των ζημιωθέντων·
2. θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι τα νομικά συστήματα των κρατών μελών πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές διαδικασίες στο πλαίσιο του αστικού δικαίου για τη αξίωση αποζημιώσεων για ζημιές που προκαλούνται από παραβάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας·
3. θεωρεί ότι κάθε πρωτοβουλία της Επιτροπής που διέπει το δικαίωμα των θυμάτων να διεκδικούν αποζημιώσεις στα εθνικά δικαστήρια πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση επιπτώσεων η οποία αξιολογεί τη νομική βάση της πρωτοβουλίας, και τη συμμόρφωσή της με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, και να αντικατοπτρίζει τις λεπτές ισορροπίες αιώνων ανάπτυξης στα διάφορα νομικά συστήματα της ΕΕ·
4. ζητεί από τα κράτη μέλη εκείνα οι πολίτες των οποίων δεν έχουν ακόμη ένα τέτοιο αποτελεσματικό δικαίωμα αξίωσης αποζημίωσης να προσαρμόσουν το αστικό δικονομικό δίκαιό τους·
5. ζητεί από τα κράτη μέλη να δεχθούν ότι ο εντοπισμός μιας παράβασης από τις αρχές του ανταγωνισμού, μόλις διαπιστωθεί οριστικά και επιβεβαιωθεί ύστερα από ενδεχόμενη έφεση, συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ενοχής στα πλαίσια του αστικού δικαίου για παρόμοιες περιπτώσεις, εφόσον ο κατηγορούμενος έχει επαρκή δυνατότητα υπεράσπισης σε επίπεδο διοικητικών δικαστηρίων·
6. υπογραμμίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη πρέπει να αντιληφθούν ότι η άρνηση υπεράσπισης είναι σε βάρος της διαπίστωσης της έκτασης της ζημιάς και της αιτιώδους συνάφειας·
7. καλεί την Επιτροπή να συνεργαστεί στενά με τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών προκειμένου να αμβλυνθούν τυχόν διασυνοριακά εμπόδια που παρακωλύουν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ΕΕ να εγείρουν αγωγές αποζημιώσεως διασυνοριακού χαρακτήρα σε περιπτώσεις παραβιάσεων των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ στα κράτη μέλη· θεωρεί ότι, εάν παραστεί ανάγκη, η Επιτροπή πρέπει να αναλάβει νομική δράση για την άρση παρομοίων εμποδίων·
8. προτείνει όπως ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος αξίωσης αποζημίωσης σε περίπτωση παράβασης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας πρέπει να αναστέλλεται τη στιγμή που η Επιτροπή ή μια αρχή ανταγωνισμού σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη κινεί έρευνα για τις παραβάσεις αυτές·
9. θεωρεί, επίσης, ότι για την εκδίκαση αξιώσεων αποζημίωσης για ζημιές που προκαλούνται από παράβαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας δεν απαιτούνται ειδικά δικαστήρια, εκτός και εάν υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη δικονομία των κρατών μελών·
10. θεωρεί ότι κάθε προτεινόμενος μηχανισμός πρέπει να συνάδει απόλυτα με τη δημόσια πολιτική των κρατών μελών, ιδίως σε ό,τι αφορά την καταβολή αποζημιώσεων·
11. θεωρεί απρόσφορη την ευθυγράμμιση σε κοινοτικό επίπεδο των εθνικών κανόνων που διέπουν τη διαβάθμιση των αποδεικτικών εγγράφων και το βάρος της απόδειξης στις διαδικασίες του αστικού δικαίου για ζημιές που εμπίπτουν στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ·
12. θεωρεί επίσης άσκοπο να συζητείται και να επιβάλλεται σε κοινοτικό επίπεδο ο διορισμός εμπειρογνωμόνων, η διευκρίνιση της νομικής απαίτησης για τη διαπίστωση της ενοχής και η δυνατότητα άσκησης συλλογικών προσφυγών, αφού τα στοιχεία αυτά πρέπει να θεωρείται ότι εντάσσονται στην παράδοση των εθνικών νομικών συστημάτων·
13. θεωρεί ότι, επειδή ο προτεινόμενος κανονισμός σχετικά με τον νόμο που εφαρμόζεται σε μη συμβατικές υποχρεώσεις (« Ρώμη ΙΙ» ) θα έπρεπε να προσφέρει μια ικανοποιητική λύση εκτός για την αντιμονοπωλιακή συμπεριφορά που βλάπτει τον ανταγωνισμό σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, θα έπρεπε να προβλεφθεί μια ειδική διάταξη στον εν λόγω κανονισμό·
14. είναι της γνώμης ότι η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να καθορίσει μονομερώς και εκ των προτέρων σε ποιες αγορές επικεντρώνει τη δράση της για δημόσια επιβολή των κανόνων κατά των μονοπωλίων, και ότι κάθε πρωτοβουλία πρέπει να αναλαμβάνεται μόνο αφού λάβει την πολιτική υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Πράσινο Βιβλίο: αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ |
||||||
Αριθμός διαδικασίας |
|||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON |
||||||
Γνωμοδοτική (ές) επιτροπή(ές) |
JURI |
||||||
Ενισχυμένη συνεργασία – Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
JURI 7.9.2006 |
||||||
Συντάκτης(τρια) γνωμοδότησης |
Bert Doorn 30.5.2006 |
||||||
Προηγούμενος(η) συντάκτης/κτρια γνωμοδότησης |
|
||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
12.9.2006 |
3.10.2006 |
21.11.2006 |
27.2.2007 |
|
||
Ημερομηνία έγκρισης |
27.2.2007 |
||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
21 0 0 |
|||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Wolfgang Bulfon, Bert Doorn, Giuseppe Gargani, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Klaus-Heiner Lehne, Katalin Lévai, Hans-Peter Mayer, Manuel Medina Ortega, Hartmut Nassauer, Aloyzas Sakalas, Diana Wallis, Rainer Wieland, Jaroslav Zvěřina |
||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Mladen Petrov Chervenyakov, Adeline Hazan, Barbara Kudrycka, Eva Lichtenberger, Michel Rocard, József Szájer, Jacques Toubon |
||||||
Αναπληρωτής(ές) σύμφωνα (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Toine Manders |
||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
... |
||||||
- [1] [2002] Συλλογή I-6297.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Πράσινο βιβλίο «Αγωγές αποζημίωσης για παράβαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΚ» |
|||||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
||||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON |
|||||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
ITRE 7.9.2006 |
JURI 7.9.2006 |
IMCO 7.9.2006 |
|
|
|||||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
ITRE 20.2.2006 |
IMCO 13.9.2006 |
|
|
|
|||||||
Ενισχυμένη συνεργασία |
JURI 7.9.2006 |
|
|
|
|
|||||||
Εισηγητής(ές) |
Antolín Sánchez Presedo 17.1.2006 |
|
||||||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
|
||||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
19.4.2006 |
21.11.2006 |
19.12.2006 |
23.1.2007 |
|
|||||||
Ημερομηνία έγκρισης |
27.3.2007 |
|||||||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+ - 0 |
22 18 1 |
||||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Zsolt László Becsey, Pervenche Berès, Sharon Bowles, Udo Bullmann, Ieke van den Burg, David Casa, Jonathan Evans, Elisa Ferreira, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Robert Goebbels, Donata Gottardi, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Gunnar Hökmark, Sophia in 't Veld, Othmar Karas, Piia-Noora Kauppi, Guntars Krasts, Astrid Lulling, Hans-Peter Martin, Gay Mitchell, Cristobal Montoro Romero, Joseph Muscat, Joop Post, John Purvis, Alexander Radwan, Bernhard Rapkay, Heide Rühle, Manuel Antolín Sánchez Presedo, António dos Santos, Olle Schmidt, Peter Skinner, Cristian Stănescu, Margarita Starkevičiūtė, Ivo Strejček. |
|||||||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Harald Ettl, Werner Langen, Klaus-Heiner Lehne, Thomas Mann, Gianni Pittella, Adina-Ioana Vălean. |
|||||||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
|||||||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
10.4.2007 |
|||||||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
|
|||||||||||