Έκθεση - A6-0212/2007Έκθεση
A6-0212/2007

ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την παραβατικότητα ανηλίκων: ο ρόλος της γυναίκας, της οικογένειας και της κοινωνίας

7.6.2007 - (2007/2011(INI))

Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
Εισηγήτρια: Κατερίνα Μπατζελή


Διαδικασία : 2007/2011(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0212/2007
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0212/2007
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την παραβατικότητα ανηλίκων: ο ρόλος της γυναίκας, της οικογένειας και της κοινωνίας

(2007/2011(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 20ής Νοεμβρίου 1989, και ειδικότερα τα άρθρα 37 και 40,

–   έχοντας υπόψη τους Στοιχειώδεις Κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την Απονομή Δικαιοσύνης σε Ανηλίκους" ή "Κανόνες του Πεκίνου" του 1985, όπως εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 40/33 της 29ης Νοεμβρίου 1985,

–   έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές των Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη της εγκληματικότητας των νέων ή "Κατευθυντήριες Γραμμές του Ριάντ" του 1990, όπως εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 45/112 της 14ης Δεκεμβρίου 1990,

–   έχοντας υπόψη τους κανόνες των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία των ανηλίκων που έχουν καταδικαστεί σε στέρηση της ελευθερίας, όπως εγκρίθηκαν από τη Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 45/113 της 14ης Δεκεμβρίου 1990,

–   έχοντας υπόψη την Ευρωπαϊκή Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την άσκηση των δικαιωμάτων των παιδιών, της 25ης Ιανουαρίου1996, και ειδικότερα τα άρθρα 1 και 3 έως 9,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Διυπουργικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη σχετικά με τις νέες μεθόδους αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας και το ρόλο της δικαιοσύνης ανηλίκων (Rec(2003)20) της 24ης Σεπτεμβρίου 2003,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Διυπουργικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την κοινωνική απάντηση στη νεανική παραβατικότητα (Rec(87)20E) της 17ης Σεπτεμβρίου 1987,

–   έχοντας υπόψη τη σύσταση της Διυπουργικής Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με την κοινωνική απάντηση στην παραβατική συμπεριφορά νέων προερχόμενων από οικογένειες μεταναστών (Rec(88)6E) της 18ης Απριλίου 1988,

–   έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικότερα το άρθρο 6, καθώς και τις διατάξεις του Τίτλου VI που αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις,

–   έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ειδικότερα τον τίτλο ΧΙ σχετικά με την κοινωνική πολιτική, παιδεία, επαγγελματική εκπαίδευση και νεολαία, ιδιαιτέρως δε το άρθρο 137,

–   έχοντας υπόψη το πρόγραμμα - πλαίσιο για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις (AGIS), που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2006, καθώς και τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 168/2007 του Συμβουλίου της 15ης Φεβρουαρίου 2007 για την ίδρυση Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1],

–   έχοντας υπόψη τη θέση του της 30ής Νοεμβρίου 2006 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου για τη χορήγηση εξουσιοδότησης στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να ασκεί τις δραστηριότητές του στους τομείς που αναφέρονται στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση[2],

–   έχοντας υπόψη την κοινή θέση που ενέκρινε το Συμβούλιο στις 5 Μαρτίου 2007 ενόψει της έκδοσης απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση, για την περίοδο 2007-2013, ειδικού προγράμματος για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας εις βάρος παιδιών, νέων και γυναικών και την προστασία των θυμάτων και των ομάδων κινδύνου (Πρόγραμμα "Δάφνη IIΙ") στο πλαίσιο του γενικού προγράμματος "Θεμελιώδη δικαιώματα και δικαιοσύνη",

–   έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με μία στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τα δικαιώματα του παιδιού (COM (2006)0367),

–   έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 8ης Ιουλίου 1992, σχετικά με τον Ευρωπαϊκό Χάρτη των Δικαιωμάτων του Παιδιού[3], και ειδικότερα τις παραγράφους 8.22 και 8.23,

–   έχοντας υπόψη την απόφαση 2001/427/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 για τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης του Εγκλήματος[4],

–   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της 15ης Μαρτίου 2006, με θέμα "Η πρόληψη της νεανικής εγκληματικότητας, οι τρόποι αντιμετώπισής της και ο ρόλος της δικαιοσύνης των ανηλίκων στην Ευρωπαϊκή Ένωση"[5],

–   έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα της συνδιάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στη Γλασκόβη, στο πλαίσιο της Προεδρίας του Ηνωμένου Βασιλείου, από τις 5 έως τις 7 Σεπτεμβρίου 2005, με θέμα "Νεολαία και Έγκλημα: μία ευρωπαϊκή προσέγγιση",

–   έχοντας υπόψη τις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A6-0212/2007),

Α.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων ενέχει πολύ μεγαλύτερους κινδύνους σε σχέση με αυτή των ενηλίκων, καθώς πλήττει ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο τμήμα του πληθυσμού που βρίσκεται στο στάδιο της διαμόρφωσης της προσωπικότητάς του, εκθέτοντάς ανηλίκους από πολύ νωρίς στον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού και του στιγματισμού,

Β.     λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με εθνικές, ευρωπαϊκές, αλλά και διεθνείς μελέτες, το φαινόμενο της παραβατικότητας ανηλίκων παρουσιάζει, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ανησυχητική αύξηση,

Γ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η παραβατικότητα ανηλίκων καθίσταται ανησυχητική λόγω του μαζικού χαρακτήρα που τείνει να αποκτήσει στις μέρες μας, δεδομένου ότι εμφανίζεται σε νεαρότερη ηλικία, της αύξησης του αριθμού των εγκλημάτων που διαπράττονται από παιδιά κάτω των 13 ετών και του γεγονότος ότι οι πράξεις τους είναι ολοένα και βιαιότερες,

Δ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι ο σημερινός τρόπος καταγραφής και παρουσίασης των στατιστικών για την παραβατικότητα των ανηλίκων δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και στις σύγχρονες συνθήκες, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη για έγκυρα εθνικά στατιστικά στοιχεία,

Ε.     λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε κατ' απόλυτο τρόπο τα αίτια τα οποία οδηγούν έναν ανήλικο σε παραβατική συμπεριφορά, καθώς η διαδρομή του προς κοινωνικά παρεκκλίνουσες και τελικά παραβατικές μορφές συμπεριφοράς αποτελεί εξατομικευμένη και ειδική, κάθε φορά, περίπτωση, που αντιστοιχεί στα βιώματά του και στους σημαντικότερους πόλους γύρω από τους οποίους εξελίσσεται το κάθε παιδί και ο κάθε έφηβος: την οικογένεια, το σχολείο, το φιλικό περιβάλλον, καθώς και το γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον διαβίωσής του,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι ως κυριότεροι παράγοντες της παραβατικότητας ανηλίκων αναφέρονται ο αποπροσανατολισμός, η έλλειψη επικοινωνίας και προβολής κατάλληλων προτύπων στους κόλπους της οικογένειας, που συχνά οφείλεται στην απουσία των γονέων, τα ψυχοπαθολογικά προβλήματα που συνδέονται με φαινόμενα κακοποίησης και σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος, οι ανεπάρκειες των εκπαιδευτικών συστημάτων ως προς τη μετάδοση κοινωνικών αξιών, η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός και ο ρατσισμός· τονίζοντας ότι σημαντικοί παράγοντες είναι επίσης η ιδιαίτερη τάση μιμητισμού που αναπτύσσουν οι νέοι στην προσπάθεια διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους, οι διαταραχές της προσωπικότητας που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών και η προβολή προτύπων άσκοπης, υπέρμετρης και αδικαιολόγητης βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ορισμένους δικτυακούς τόπους και βιντεοπαιχνίδια,

Ζ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι μία αποκλίνουσα συμπεριφορά των νέων δεν πρέπει να αποδίδεται συστηματικά στο οικογενειακό περιβάλλον,

Η.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η αύξηση της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως και άλλων ναρκωτικών και/ή αλκοόλ από τους εφήβους πρέπει να συσχετισθεί με την αύξηση της παραβατικότητας ανηλίκων,

Θ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι οι μετανάστες και μάλιστα οι ανήλικοι, είναι πολύ πιο ευάλωτοι στον κοινωνικό έλεγχο, γεγονός που δημιουργεί την αντίληψη ότι το πρόβλημα της παραβατικότητας ανηλίκων αγγίζει κυρίως τους κύκλους των μεταναστών και όχι όλη την κοινωνία, προσέγγιση που δεν είναι μόνο λανθασμένη, αλλά και κοινωνικά επικίνδυνη,

Ι.      λαμβάνοντας υπόψη ότι δύο "σύγχρονες" μορφές παραβατικότητας ανηλίκων είναι η σύσταση "συμμοριών ανηλίκων", καθώς και η αυξανόμενη βία στο σχολικό περιβάλλον, φαινόμενα ιδιαίτερα εκτεταμένα σε ορισμένα κράτη μέλη και πολύπλοκα ως προς τη διερεύνηση και αντιμετώπισή τους,

ΙΑ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι η ένταση φαινομένων όπως αυτό των συμμοριών ανηλίκων έχει οδηγήσει ορισμένα κράτη μέλη στην αύξηση της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου ανηλίκων και την επαναφορά παραδοσιακών ποινών εγκλεισμού σε σωφρονιστικά καταστήματα,

ΙΒ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη οι χώροι γύρω από τα σχολεία αλλά και οι ίδιες οι αυλές των σχολείων, ακόμα και στις προνομιούχες συνοικίες, έχουν καταστεί ζώνες εκτός νόμου (προσφορά ναρκωτικών, βία με χρήση, ενίοτε, αγχέμαχων όπλων, αποσπάσεις χρημάτων και πολύτιμων αντικειμένων διά της βίας, ανάπτυξη επικίνδυνων παιχνιδιών καθώς και, για παράδειγμα, το φαινόμενο του "happy slapping", προβολή από δικτυακούς τόπους φωτογραφιών με σκηνές βίας που λαμβάνονται με κινητό τηλέφωνο),

ΙΓ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται προοδευτική αναθεώρηση των εθνικών ποινικών νομοθεσιών για τους ανηλίκους, η οποία θα πρέπει να έχει ως άξονα μέτρα αναμόρφωσης, καθώς και επανένταξης και θεραπείας και όχι μόνο τον εγκλεισμό, ο οποίος - στις περιπτώσεις που κρίνεται αναγκαίος - θα πρέπει να συνιστά έσχατο μέτρο, αλλά τονίζοντας ότι στα περισσότερα κράτη μέλη η εφαρμογή των νέων αυτών μέτρων καθίσταται πολλές φορές ανέφικτη στην πράξη ελλείψει κατάλληλης και σύγχρονης υλικοτεχνικής υποδομής και προσωπικού με ειδική κατάρτιση και λόγω περιορισμένης κοινωνικής συμμετοχής, αλλά και ανεπαρκούς χρηματοδότησης,

ΙΔ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι η ένταση φαινομένων όπως αυτό των συμμοριών ανηλίκων έχουν οδηγήσει ορισμένα κράτη μέλη στην αύξηση της αυστηρότητας του ποινικού δικαίου ανηλίκων και την επαναφορά παραδοσιακών ποινών εγκλεισμού σε σωφρονιστικά καταστήματα,

ΙΕ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εθνικές νομοθεσίες τείνουν να ποινικοποιούν πράξεις και συμπεριφορές ανηλίκων, ακόμα και όταν αυτές δεν χαρακτηρίζονται ως εγκλήματα όταν τελούνται από ενηλίκους, διευρύνοντας, με τον τρόπο αυτό, τον ποινικό και κοινωνικό έλεγχο σε βάρος των ανηλίκων, αλλά και καταλήγοντας στην υπερποινικοποίηση της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιστασιακής δυσκολίας κοινωνικής ένταξης των νέων,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καταιγισμός εικόνων ακραίων σκηνών βία και πορνογραφικού υλικού από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και τα οπτικοακουστικά μέσα, όπως τα παιχνίδια, την τηλεόραση και το διαδίκτυο, καθώς και η εκμετάλλευση, από τα μέσα ενημέρωσης, της εικόνας ανήλικων θυμάτων και δραστών, φτάνουν πολλές φορές στα όρια της παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων των παιδιών και διαμορφώνουν πρότυπα εκτεταμένης χρήσης βίας ως μέρος της καθημερινής ζωής,

ΙΖ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πρόληψης της Εγκληματικότητας (EUCPN) που ιδρύθηκε το 2001, συστάθηκε ειδική ομάδα εργασίας για θέματα νεανικής παραβατικότητας και ξεκίνησε η εκπόνηση διεξοδικής συγκριτικής μελέτης στα 27 κράτη μέλη, με σκοπό να αποτελέσει τη βάση για μελλοντικές εξελίξεις της πολιτικής της Ένωσης στον τομέα αυτό,

1.      τονίζει ότι, για την ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου της παραβατικότητας ανηλίκων, απαιτείται ολοκληρωμένη στρατηγική σε εθνικό αλλά και ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα συνδυάζει μέτρα γύρω από τρεις κατευθυντήριες γραμμές: μέτρα πρόληψης, μέτρα κοινωνικής ενσωμάτωσης όλων των νέων και νομοθετικά μέτρα διαχείρισης·

Πολιτικές σε εθνικό επίπεδο

2.      υπογραμμίζει ότι, κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας ολοκληρωμένης εθνικής στρατηγικής, αποφασιστική σημασία πρέπει να έχει η άμεση κοινωνική συμμετοχή όλων των φορέων της κοινωνίας: της πολιτείας, ως κεντρικής διοίκησης, των φορέων της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, των φορέων της σχολικής κοινότητας, της οικογένειας, των ΜΚΟ, ιδίως αυτών που επικεντρώνονται στους νέους, της κοινωνίας των πολιτών και κάθε ιδιώτη· υποστηρίζει ότι, για την εφαρμογή ουσιαστικών δράσεων αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων, είναι απαραίτητο να διατίθενται επαρκείς δημοσιονομικοί πόροι·

3.      υποστηρίζει ότι για την ουσιαστική αντιμετώπιση της παραβατικότητας των ανηλίκων απαιτείται ολοκληρωμένη και αποτελεσματική σχολική, κοινωνική, οικογενειακή και εκπαιδευτική πολιτική, που να συντελεί στη μετάδοση των κοινωνικών και πολιτικών αξιών και την πρώιμη κοινωνικοποίηση των νέων· θεωρεί, εξάλλου, απαραίτητο, τον καθορισμό πολιτικής που θα αποσκοπεί σε μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική συνοχή για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού και της φτώχειας, με ιδιαίτερη έμφαση στην ανέχεια των παιδιών·

4.      θεωρεί ότι η πρόληψη στον τομέα της παραβατικότητας ανηλίκων πρέπει να διακρίνεται σε τρία βασικά επίπεδα και ειδικότερα: στην πρωτογενή πρόληψη, που απευθύνεται σε όλους τους πολίτες, τη δευτερογενή πρόληψη, η οποία απευθύνεται σε ευκαιριακά ή εν δυνάμει ανήλικους παραβάτες και, τέλος, στην τριτογενή πρόληψη, η οποία απευθύνεται σε ανηλίκους που παρουσιάζουν κατ' εξακολούθηση παραβατική συμπεριφορά με στόχο τον τερματισμό της·

5.      θεωρεί απαραίτητο να τίθενται κάποια όρια και συγκεκριμένος προσανατολισμός, τα οποία οι οικογένειες, οι εκπαιδευτικοί και η κοινωνία πρέπει να μεταδίδουν στους νέους από την παιδική ηλικία·

6.      εκτιμά ότι η πρόληψη της παραβατικότητας των ανηλίκων απαιτεί επίσης κρατικές πολιτικές σε άλλους τομείς, μεταξύ των οποίων η στέγαση, η απασχόληση, η επαγγελματική κατάρτιση, η ψυχαγωγία κατά τον ελεύθερο χρόνο και οι ανταλλαγές νέων·

7.      υπενθυμίζει ότι τόσο οι οικογένειες και τα σχολεία, όπως και η κοινωνία εν γένει, οφείλουν να συνεργαστούν για την καταπολέμηση του εντεινόμενου φαινομένου της βίας των νέων·

8.      εφιστά την προσοχή των κρατών μελών στον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει η οικογένεια σε όλα τα στάδια της μάχης κατά της παραβατικότητας ανηλίκων και τους ζητεί να αναπτύξουν τα κατάλληλα μέτρα στήριξης για τους γονείς·

9.      ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προβλέπουν στις εθνικές πολιτικές τους την καθιέρωση ετήσιας γονικής άδειας, που θα παρέχει στις οικογένειες που το επιθυμούν τη δυνατότητα να δώσουν προτεραιότητα στην ανατροφή του παιδιού τους κατά την πρώτη παιδική ηλικία, η οποία είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη συναισθηματική του ανάπτυξη·

10.    καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν ιδιαίτερη στήριξη σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα· επισημαίνει ότι η ανάληψη μέτρων κάλυψης των ουσιαστικών αναγκών για στέγαση και διατροφή, εξασφάλιση της πρόσβασης όλων των μελών των οικογενειών, ιδίως δε των παιδιών, στη βασική εκπαίδευση και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και οι δράσεις ισότιμης ένταξης των μελών των οικογενειών αυτών στην αγορά εργασίας και την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή, θα διασφαλίσει ένα υγιές και δίκαιο οικογενειακό περιβάλλον ανάπτυξης και πρώτης κοινωνικοποίησης των παιδιών·

11.    ζητεί από τα κράτη μέλη να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους για την επέκταση μιας αποτελεσματικής υπηρεσίας ψυχολογικής και κοινωνικής στήριξης που θα διαθέτει, μεταξύ άλλων, σημεία επαφής για τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα παραβατικότητας ανηλίκων·

12.    τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραματίζει το σχολείο και η σχολική κοινότητα στη διαμόρφωση της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων· υπογραμμίζει ότι δύο βασικά χαρακτηριστικά του σημερινού σχολείου, η πολυπολιτισμικότητα και η όξυνση των ταξικών διαφορών, είναι δυνατόν, εάν απουσιάζουν οι κατάλληλες δομές παρέμβασης, υποστήριξης και προσέγγισης των μαθητών από το εκπαιδευτικό σύστημα, να οδηγήσουν σε φαινόμενα ενδοσχολικής βίας και καλλιέργειας εχθρικού περιβάλλοντος μεταξύ επιθετικών μαθητών, που επωμίζονται το ρόλο του θύτη, και των μαθητών θυμάτων·

13.    καλεί, στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη να δώσουν στις σχολικές αρχές τις κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές για μία σύγχρονη διαδικασία επίλυσης των συγκρούσεων στον χώρο του σχολείου με διαμεσολαβητικούς θεσμούς, όπου θα συμμετέχουν από κοινού μαθητές, γονείς, δάσκαλοι και αρμόδιες υπηρεσίες των τοπικών φορέων·

14.    εκτιμά ότι είναι απόλυτα αναγκαία η παροχή κατάλληλης κατάρτισης στους εκπαιδευτικούς, προκειμένου να μπορούν να διαχειρίζονται την ετερογένεια της τάξης, να αναπτύσσουν μία παιδαγωγική όχι ηθικολογίας, αλλά πρόληψης και αλληλεγγύης, και να αποτρέπουν το στιγματισμό και την περιθωριοποίηση τόσο των δραστών ανηλίκων όσο και των θυμάτων συμμαθητών τους·

15.    καλεί περαιτέρω τα κράτη μέλη να εντάξουν στην εκπαιδευτική πολιτική τους την παροχή ιδιαίτερης συμβουλευτικής και ψυχολογικής στήριξης σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικοποίησης, τη δυνατότητα παροχής ιατρικής περίθαλψης σε κάθε σχολείο, το διορισμό, ανά μικρό αριθμό εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, κοινωνικού λειτουργού, κοινωνιολόγου-εγκληματολόγου και παιδοψυχολόγου, εξειδικευμένων σε θέματα παιδικής παραβατικότητας, τον αυστηρό έλεγχο σε θέματα κατανάλωσης αλκοόλ ή χρήσης ναρκωτικών ουσιών από μαθητές, την καταπολέμηση κάθε είδους διάκρισης εις βάρος μελών της σχολικής κοινότητας, τον ορισμό Κοινοτικού Διαμεσολαβητή, ο οποίος θα συνδέει το σχολείο με την κοινότητα, καθώς και τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών σχολικών κοινοτήτων ως προς το σχεδιασμό και την εφαρμογή προγραμμάτων κατά της βίας·

16.    καλεί τα κράτη μέλη και τις αρμόδιες εθνικές και περιφερειακές ρυθμιστικές αρχές να εφαρμόσουν με αυστηρό και απόλυτο τρόπο την κοινοτική και εθνική νομοθεσία σχετικά με την επισήμανση του περιεχομένου τηλεοπτικών εκπομπών και άλλων προγραμμάτων που ενδέχεται να περιλαμβάνουν ιδιαίτερα βίαιες ή ακατάλληλες για ανηλίκους σκηνές· καλεί επιπλέον τα κράτη μέλη να συμφωνήσουν με τους φορείς των ΜΜΕ έναν "οδικό χάρτη" προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών, και ειδικότερα των ανήλικων παραβατών, σχετικά με την απαγόρευση τόσο της προβολής ακραίων εικόνων σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας όσο και της αποκάλυψης της ταυτότητας ανηλίκων που εμπλέκονται σε παραβατική συμπεριφορά·

17.    συστήνει στα κράτη μέλη την ενίσχυση του ρόλου και την ποιοτική αναβάθμιση των κέντρων νεότητας ως χώρων συναλλαγής των νέων ανθρώπων και επισημαίνει ότι η ένταξη των νεαρών παραβατών στους χώρους αυτούς θα τους βοηθήσει στην κοινωνική δραστηριοποίησή τους και θα ενδυναμώσει την αίσθηση ότι αποτελούν ένα υγιές τμήμα της κοινωνίας·

18.    επισημαίνει ότι τα ΜΜΕ μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη του φαινομένου της παραβατικότητας των ανηλίκων, μέσω της ανάληψης πρωτοβουλιών ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του κοινού, καθώς και της παροχής υψηλής ποιότητας εκπομπών, οι οποίες θα προβάλλουν τη θετική συνεισφορά των νέων στην κοινωνία, ενώ αντίθετα θα ελέγχουν την προβολή χρήσης βίας, πορνογραφίας και κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών, βάσει συμφωνιών που θα ενταχθούν στον "οδικό χάρτη" προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών·

19.    καλεί τα κράτη μέλη να εκσυγχρονίσουν τα δικαστικά και νομοθετικά μέτρα διαχείρισης της παραβατικότητας των ανηλίκων προς την κατεύθυνση της απεγκληματοποίησης, αποποινικοποίησης, αποδικαστηριοποίησης και αποϊδρυματοποίησης· συνιστά, στο πλαίσιο αυτό, τη μείωση στο ελάχιστο δυνατό των μέτρων που συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας και μερικό ή πλήρη εγκλεισμό του ανηλίκου, και την αντικατάστασή τους με εναλλακτικά μέτρα παιδαγωγικού χαρακτήρα ευρείας επιλογής για τους εθνικούς δικαστές, όπως προσφορά κοινωφελούς εργασίας, αποκατάσταση και διαμεσολάβηση με το θύμα, παρακολούθηση μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης και κυκλοφοριακής αγωγής, καθώς και ειδικές αγωγές για απεξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες ή από το αλκοόλ·

20.    προτρέπει τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν νέα καινοτόμα μέτρα δικαστικής αντιμετώπισης του προβλήματος όπως η άμεση συμμετοχή των γονέων ή κηδεμόνων του ανηλίκου στην ποινική διαδικασία - από το στάδιο της ποινικής δίωξης μέχρι και την επιβολή μέτρων -σε συνδυασμό με τη διαπαιδαγώγηση και την εντατική ψυχολογική υποστήριξή τους, η επιλογή ανάδοχης οικογένειας για την ανατροφή του ανηλίκου όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο και η συμβουλευτική υποστήριξη και πληροφόρηση από γονείς, δασκάλους και μαθητές στις περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς ανηλίκων που εκδηλώνεται στο σχολικό περιβάλλον

21.    υπενθυμίζει ότι στον τομέα της παραβατικότητας των ανηλίκων, η διεξαγωγή της δικαστικής διαδικασίας και η διάρκειά της, η επιλογή του μέτρου που πρέπει να ληφθεί καθώς και η μετέπειτα εκτέλεσή του πρέπει να υπαγορεύονται από την αρχή του υψίστου συμφέροντος του παιδιού και του σεβασμού του δικονομικού δικαίου· υπογραμμίζει ως προς τούτο ότι κάθε μέτρο εγκλεισμού δεν πρέπει παρά να αποτελεί έσχατη λύση και να εκτελείται σε υποδομές ειδικά προσαρμοσμένες στους ανήλικους παραβάτες·

22.    καλεί τα κράτη μέλη να προβλέψουν, στο πλαίσιο μίας ολοκληρωμένης αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων, ειδικά και ανεξάρτητα κονδύλια του προϋπολογισμού τους για ανάληψη μέτρων πρόληψης της παιδικής παραβατικότητας, αύξηση των κονδυλίων για προγράμματα κοινωνικής και επαγγελματικής ενσωμάτωσης των νέων και ενίσχυση των πόρων τόσο για την αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των υποδομών υποδοχής παραβατικών ανηλίκων σε κεντρικό, αλλά και περιφερειακό επίπεδο, όσο και για την εξειδικευμένη κατάρτιση και συνεχή επιμόρφωση όλων των εμπλεκομένων επαγγελματιών και φορέων·

Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική – πλαίσιο

23.    συνιστά στα κράτη μέλη, σε συνεργασία με την Επιτροπή, να προχωρήσουν χωρίς χρονοτριβή, κυρίως δε στο σχολικό πλαίσιο, στην επεξεργασία και θέσπιση ορισμένων ελάχιστων και κοινών για όλα τα κράτη μέλη προτύπων και προσανατολισμών σε θέματα παραβατικότητας των ανηλίκων, που θα εστιάζονται στους τέσσερις βασικούς πυλώνες που συνιστούν η πρόληψη, η αποκατάσταση, η ενσωμάτωση και η κοινωνική, και στα δικαστικά και εξωδικαστικά μέτρα, με βάση τις διεθνώς καθιερωμένες αρχές, όπως οι κανόνες του Πεκίνου και οι κατευθυντήριες γραμμές του Ριάντ, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, αλλά και άλλες διεθνείς συμβάσεις στον τομέα αυτό·

24.    υποστηρίζει ότι στόχος μίας κοινής ευρωπαϊκής προσέγγισης οφείλει να είναι η διαμόρφωση προτύπων παρέμβασης για τη διευθέτηση και διαχείριση της παραβατικότητας των ανηλίκων, ενώ η προσφυγή σε μέτρα εγκλεισμού και ποινικές κυρώσεις θα πρέπει να αποτελεί το ύστατο μέσο και να εφαρμόζεται μόνον όταν αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο·

25.    εκτιμά ότι, εάν σκοπός είναι η εξεύρεση κοινών λύσεων που θα στεφθούν από επιτυχία, είναι απαραίτητη η ένταξη και η συμμετοχή των νέων σε όλα τα ζητήματα και τις αποφάσεις που τους αφορούν· εκτιμά ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, κατά το στάδιο παρέμβασης των δικαστικών επιτρόπων για παιδιά, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε αυτοί να διαθέτουν, πέρα από την εμπειρία στον τομέα της αγωγής των νέων, την κατάλληλη εκπαίδευση που θα τους έχει ευαισθητοποιήσει στο πρόβλημα της βίας και των νέων·

26.    καλεί την Επιτροπή να θέσει για όλα τα κράτη μέλη συγκεκριμένα κριτήρια σχετικά με τη συγκέντρωση των εθνικών στατιστικών στοιχείων, προκειμένου να διασφαλίζεται η συγκρισιμότητα τους και, συνεπώς, η χρησιμότητά τους κατά το σχεδιασμό μέτρων ευρωπαϊκής κλίμακας· καλεί τα κράτη μέλη να συμμετάσχουν ενεργά στο έργο της Επιτροπής με την κινητοποίηση και παροχή πληροφοριών από όλες τις αρμόδιες εθνικές, περιφερειακές και τοπικές αρχές καθώς και τις ενώσεις, ΜΚΟ και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό·

27.    καλεί την Επιτροπή και τις εθνικές και τοπικές αρχές των κρατών μελών να εμπνευσθούν από τις βέλτιστες πρακτικές που εφαρμόζονται στις χώρες της Ένωσης, που κινητοποιούν ολόκληρη την κοινωνία και περιλαμβάνουν θετικές δράσεις και παρεμβάσεις συλλόγων γονέων και ΜΚΟ σε σχολεία και κατοίκων σε μία γειτονιά, και να αντλήσουν διδάγματα από τις πειραματικές δράσεις που διεξάγονται στα κράτη μέλη με συμφωνίες συνεργασίας μεταξύ αστυνομικών αρχών, σχολικών ιδρυμάτων, τοπικών αρχών, οργανώσεων νεολαίας και κοινωνικών υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο, τηρώντας τον κανόνα της αμοιβαίας εμπιστευτικότητας, και από εθνικές στρατηγικές και προγράμματα στήριξης των νέων σε εθνικό επίπεδο· καλεί τα κράτη μέλη να εμπνευσθούν από τις βέλτιστες πρακτικές μεταξύ αυτών για την καταπολέμηση της ανησυχητικής ανάπτυξης της κατανάλωσης ναρκωτικών ουσιών από ανηλίκους και της συνδεόμενης με αυτά παραβατικότητας, καθώς και από τις καλύτερες λύσεις που πρέπει να εφαρμόζονται σε περίπτωση προβληματικής κατανάλωσης, ιδίως στο πλαίσιο ιατρικών θεραπειών·

28.    εκφράζει την ικανοποίησή του για τις εθνικές πρωτοβουλίες που περιλαμβάνουν θετικές δράσεις ένταξης, όπως ο "εξωσχολικός κοινωνικός λειτουργός για νέους" θεσμός που αρχίζει να αναπτύσσεται σε κάποιες περιοχές όπως η "La Rioja"·

29.    καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν σε μία πρώτη φάση τα ήδη υπάρχοντα ευρωπαϊκά μέσα και προγράμματα εντάσσοντας σε αυτά δράσεις για την αντιμετώπιση και την πρόληψη του φαινομένου της παραβατικότητας ανηλίκων καθώς και την ομαλή κοινωνική επανένταξη δραστών και θυμάτων· αναφέρει χαρακτηριστικά

         -  το ειδικό Πρόγραμμα "Πρόληψη και Καταπολέμηση της εγκληματικότητας "2007-2013, με βασικούς στόχους την πρόληψη της εγκληματικότητας και την προστασία των θυμάτων,

         -  το ειδικό Πρόγραμμα "Ποινική Δικαιοσύνη"2007-2013, για την προαγωγή της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικά θέματα με βάση την αμοιβαία αναγνώριση και εμπιστοσύνη και την βελτίωση των επαφών και της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων εθνικών αρχών,

         -  το πρόγραμμα ΔΑΦΝΗ ΙΙΙ για την καταπολέμηση της βίας εις βάρος των παιδιών και των νέων,

         -  το Πρόγραμμα "Νεολαία σε Δράση" 2007-2013, μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων του οποίου είναι η στήριξη νέων με λιγότερες ευκαιρίες ή με λιγότερο ευνοϊκό υπόβαθρο,

         -  τις δράσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου και του Προγράμματος Equal σχετικά με την ενίσχυση της κοινωνικής ένταξης και την καταπολέμηση των διακρίσεων καθώς και τη διευκόλυνση της πρόσβασης στην αγορά εργασίας για λιγότερο ευνοημένα άτομα,

         -  το Πρόγραμμα Πρωτοβουλίας Urbact με τη στήριξη της Ένωσης το οποίο στοχεύει στην ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των ευρωπαϊκών πόλεων προς την κατεύθυνση ενός πιο βιώσιμου περιβάλλοντος για τους κατοίκους και περιλαμβάνει δράσεις για τη δημιουργία ασφαλέστερου αστικού περιβάλλοντος για τους νέους, καθώς επίσης και δράσεις κοινωνικής ένταξης λιγότερο ευνοημένων νέων και μεγαλύτερης κοινωνικής δραστηριοποίησης και συμμετοχής τους,

         -  διακρατικά προγράμματα πρωτοβουλίας, όπως το "Let bind safe net for children and youth at risk", τα οποία επικεντρώνονται στην έγκριση μέτρων υπέρ παιδιών και νέων σε κίνδυνο ή σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού και στα οποία μπορούν και οφείλουν να συμμετέχουν εταίροι από όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη μέλη,

         -  η ευρωπαϊκή γραμμή για εξαφανισμένα παιδιά, στα οποία συγκαταλέγονται και θύματα παιδικής παραβατικότητας·

30.        υπογραμμίζει ότι ένα από τα στοιχεία της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας των ενηλίκων συνίσταται στην ανάπτυξη πολιτικής επικοινωνίας που θα επιτρέπει την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης στα προβλήματα, την εκρίζωση της βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και την υποστήριξη οπτικοακουστικών μέσων των οποίων τα προγράμματα δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά σε εκπομπές με βίαιο περιεχόμενο· κατά συνέπεια, ζητεί να ορισθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο κανόνες για τον περιορισμό της μετάδοσης περιεχομένου βίας τόσο από τα οπτικοακουστικά όσο και από τα έντυπα μέσα επικοινωνίας·

31.    επισημαίνει ότι η οδηγία 89/552/ΕΟΚ για την Τηλεόραση χωρίς Σύνορα[6] θέτει σημαντικούς περιορισμούς στην προβολή εικόνων βίας και γενικότερα εικόνων ακατάλληλων για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, αποτελώντας έτσι ένα κατάλληλο μέτρο πρόληψης της βίας από ανηλίκους και εις βάρος ανηλίκων· καλεί την Επιτροπή να αναλάβει περαιτέρω δράσεις προς την κατεύθυνση αυτή, επεκτείνοντας τις δεσμεύσεις και στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας και του διαδικτύου, δράσεις που θα πρέπει να αποτελέσουν μία από τις βασικές πολιτικές προτεραιότητες στο πλαίσιο της προαναφερθείσας ανακοίνωσης της Επιτροπής για τα δικαιώματα του παιδιού·

32.    επικροτεί την έναρξη εφαρμογής ευρωπαϊκού πλαισίου αυτορρύθμισης των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων για την ασφαλέστερη χρήση κινητών από εφήβους και παιδιά και τονίζει ότι η ενημέρωση και επαγρύπνηση σχετικά με την ασφαλή πλοήγηση στο διαδίκτυο και την ασφαλή χρήση των κινητών τηλεφώνων θα πρέπει εν συνεχεία να αποτελέσει το αντικείμενο συγκεκριμένων προτάσεων της Επιτροπής, δεσμευτικών σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

33.    καλεί την Επιτροπή να προβεί άμεσα στη σύσταση Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την παραβατικότητα των ανηλίκων, στόχος του οποίου θα είναι η συγκέντρωση και συγκριτική αξιολόγηση στατιστικών στοιχείων από όλα τα κράτη μέλη, η διάδοση εμπειριών και ορθών πρακτικών, ο σχεδιασμός και η προώθηση καινοτόμων πρωτοβουλιών και προγραμμάτων σε διακρατικό, διαπεριφερειακό και κοινοτικό επίπεδο, η παροχή συμβουλευτικής υποστήριξης, η οργάνωση σεμιναρίων με τη συμμετοχή των εθνικών αρχών και, τέλος, η τεχνική και επιστημονική συνεργασία σε θέματα κατάρτισης προσωπικού και ανταλλαγής επαγγελματιών· τονίζει ότι για την αποτελεσματική δράση του εν λόγω ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου απαιτείται η ουσιαστική ενεργοποίηση και λειτουργία εθνικών παρατηρητηρίων με αντίστοιχες αρμοδιότητες·

34.    ενθαρρύνει την Επιτροπή να προαγάγει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πράσινου αριθμού για τα παιδιά και τους νέους με προβλήματα, λαμβανομένου υπόψη ότι ένας τέτοιος αριθμός θα μπορούσε να συντελέσει σε μεγάλο βαθμό στην πρόληψη της παραβατικότητας των νέων·

35.    καλεί την Επιτροπή να προτείνει, εφόσον ολοκληρώσει τις απαραίτητες μελέτες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ολοκληρωμένο κοινοτικό πρόγραμμα-πλαίσιο με κοινοτικές δράσεις πρόληψης, στήριξης των πρωτοβουλιών ΜΚΟ και των διακρατικών συνεργασιών, χρηματοδότησης πιλοτικών προγραμμάτων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, που θα βασίζονται σε βέλτιστες εθνικές πρακτικές και θα επιδιώκουν τη διάδοση των πρακτικών αυτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και θα καλύπτουν ανάγκες κοινωνικών και παιδαγωγικών υποδομών·

36.    τονίζει ότι σε επίπεδο κοινοτικών δράσεων δύο είναι οι βασικότερες πολιτικές που πρέπει να παρουσιαστούν άμεσα:

-       ένταξη της χρηματοδότησης δράσεων σχετικά με την πρόληψη σε ήδη υπάρχοντα κοινοτικά προγράμματα, καθώς και δημιουργία νέου κονδυλίου του προϋπολογισμού αφιερωμένου σε ολοκληρωμένες δράσεις και δίκτυα αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων,

-       δημοσίευση μελέτης και, εν συνεχεία, ανακοίνωσης της Επιτροπής σχετικά με τη διάσταση του φαινομένου στην Ευρώπη και κατάλληλη προετοιμασία, μέσω δικτύου εθνικών εμπειρογνωμόνων, για το σχεδιασμό ολοκληρωμένου προγράμματος-πλαισίου για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας ανηλίκων·

37.    καλεί, στο πλαίσιο αυτό, την Επιτροπή να αναλάβει το σχεδιασμό ενός προγράμματος με συγχρηματοδοτούμενες δράσεις που θα περιλαμβάνει:

- διερεύνηση των βέλτιστων πρακτικών πρόληψης και ιδίως εταιρικών σχημάτων συνεργασίας ιδιωτικών και δημόσιων φορέων,

- μέτρηση και ανάλυση της μακροχρόνιας αποτελεσματικότητας που μπορούν να έχουν πρόσφατα εξελιγμένα συστήματα μεταχείρισης των ανήλικων δραστών, όπως αυτό της "επανορθωτικής δικαιοσύνης" (restorative justice)

- ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο, λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ θετικές εμπειρίες που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος "Daphne" για την καταπολέμηση της βίας, το οποίο, χάρη στα πολυάριθμα αποτελεσματικά προγράμματα κατά της βίας που περιλαμβάνει, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράδειγμα "βέλτιστων πρακτικών"·

- διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες και πρακτικές αυτές θέτουν στο επίκεντρο τους την προστασία των δικαιωμάτων παιδιών και εφήβων, καθώς και την κατάλληλη στήριξη των γονέων·

- ανάπτυξη ευρωπαϊκού προτύπου για την προστασία της νεολαίας, με κύριο στόχο όχι την επιβολή κυρώσεων, αλλά την κοινωνική πρόνοια και την εκπαίδευση υπέρ των νέων, καθώς και την προώθηση αρχών σεβασμού και ισότητας καθώς και των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων όλων·

- σχεδιασμό προγραμμάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης των ανηλίκων     για τη διευκόλυνση της κοινωνικής ενσωμάτωσής τους και την καθιέρωση   πραγματικής ισότητας ευκαιριών μέσω της διά βίου εκπαίδευσης για όλους· η εξ   αρχής αποτελεσματική κατάρτιση για όλους και n υλοποίηση των στόχων της   Βαρκελώνης αποτελούν απαρέγκλιτες προϋποθέσεις για την αποτελεσματική   πρόληψη της βίας και υποστήριξη των υφισταμένων πρωτοβουλιών που   αναλαμβάνονται από οργανώσεις νεολαίας προς την κατεύθυνση αυτή·

- συντονισμένο πρόγραμμα συνεχούς κατάρτισης των εθνικών διαμεσολαβητών, αστυνομικών οργάνων, δικαστικών λειτουργών, αρμόδιων εθνικών οργάνων και εποπτικών αρχών·

- δικτύωση των αρμόδιων υπηρεσιών της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, των οργανώσεων νεολαίας καθώς και της σχολικής κοινότητας·

38.    συνιστά στην Επιτροπή, στα πλαίσια της προετοιμασίας του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου για την παραβατικότητα ανηλίκων και του αντίστοιχου προγράμματος-πλαισίου, να προτείνει άμεσα τα παρακάτω μέσα προώθησης και διάδοσης εμπειριών και τεχνογνωσίας:

- συλλογική έρευνα και διάδοση των αποτελεσμάτων των εθνικών πολιτικών·

- διοργάνωση συνδιασκέψεων και φόρουμ με τη συμμετοχή εθνικών εμπειρογνωμόνων·

- προώθηση της επικοινωνίας και ενημέρωσης μεταξύ των αρμόδιων αρχών και των κοινωνικών φορέων μέσω του διαδικτύου και της δημιουργίας ηλεκτρονικής ιστοσελίδας ειδικευμένης στα θέματα αυτά·

- ίδρυση διεθνούς κέντρου αριστείας·

0

0 0

39.    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή Περιφερειών.

  • [1]  ΕΕ L 53, 22.2.2007, σελ. 1
  • [2]  Εγκριθέντα κείμενα της ημερομηνίας αυτής, P6_TA(2006)0510
  • [3]  ΕΕ C241, 21.9.1992, σελ. 67
  • [4]  ΕΕ L 153/1, 8.6.2001, σελ. 1
  • [5]  ΕΕ C 110, 9.5.2006, σελ. 75
  • [6]  ΕΕ L 298, 17.10.1989, σελ. 23.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Σήμερα αποτελεί ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στις περισσότερες ευρωπαϊκές κοινωνίες ότι υπάρχει μία προοδευτική αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων, αλλά και ένταση της επικινδυνότητάς της, αντίληψη που επιβεβαιώνεται και από εθνικά στατιστικά στοιχεία, διεθνείς έρευνες και μελέτες.

Αιτιολογική προσέγγιση της σύγχρονης νεανικής παραβατικότητας

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθοριστούν τα ακριβή αίτια της παραβατικής συμπεριφορά ενός ανηλίκου. Κι αυτό διότι η συγκεκριμένη δράση του ανηλίκου εκφράζεται στο πλαίσιο μίας πολύπλοκης διαδικασίας κοινωνικοποίησης και κοινωνικού ελέγχου του. Ωστόσο είναι δυνατόν να γίνουν δύο ασφαλείς διαπιστώσεις. Καταρχήν σε καμία περίπτωση ο ανήλικος παραβάτης δεν αποτελεί "κοινωνικό ασθενή", η συμπεριφορά του οποίου οφείλεται σε σωματικές, νοητικές ή ψυχικές ανωμαλίες. Κατά δεύτερον για την ανάλυση της συμπεριφοράς των ανηλίκων, παραβατική ή μη, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται: οικογενειακό, σχολικό, φιλικό και κοινωνικό.

Κάθε αιτία και παράγοντας λοιπόν που σχετίζεται με την παραβατική συμπεριφορά ανηλίκου αναζητείται στους πόλους αυτούς. Και εδώ όμως χρειάζεται προσοχή ως προς το ποιά είναι τα πραγματικά αίτια: για παράδειγμα δεν είναι η συχνή φυσική απουσία των γονέων ή η μονογονεϊκή οικογένεια που αποτελεί αναγκαστικά παράγοντα παραβατικότητας, αλλά η ουσιαστική αδυναμία των γονέων να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα επιμέλειας των παιδιών τους ή η απουσία υγιούς και ποιοτικής σχέσης - λόγω οικονομικών, κοινωνικών ή και διαπροσωπικών προβλημάτων - μεταξύ γονέων και παιδιών ή και γονέων μεταξύ τους. Δεν είναι η αποτυχία του μαθητή από μόνη της, αλλά η αδυναμία του σχολικού συστήματος να αποτρέψει τον στιγματισμό και την περιθωριοποίησή του. Τέλος δεν είναι η ταυτότητα του μετανάστη που συντείνει στη εκδήλωση παραβατικότητας, αλλά η κοινωνική περιθωριοποίησή του.

Ειδικότερα όμως στην εποχή μας υπάρχουν και εξωγενείς ως προς το περιβάλλον του ανηλίκου παράγοντες, όπως η εισβολή στην ζωή του των μέσων μαζικής ενημέρωσης, της τεχνολογίας και ιδιαίτερα του διαδικτύου κατά τέτοιο τρόπο που τον προσγειώνουν απότομα στον κόσμο των ενηλίκων, γεγονός που προκαλεί συχνά την βίαιη αντίδρασή του.

Πρότυπα διαχείρισης της παραβατικότητας ανηλίκων

Σε γενικές γραμμές η διαχείριση της παραβατικότητας και ο κοινωνικός της έλεγχος έχει εξελιχθεί σημαντικά: ξεκίνησε από το προστατευτικό πρότυπο, όπου οι ενήλικοι καθόριζαν κάθε φορά τα δικαιώματα του ανήλικου δράστη και τους τρόπους "βελτίωσής" της συμπεριφοράς του. Κατόπιν εξελίχθηκε στο πρότυπο της υπευθυνότητας, βάσει του οποίου ο ανήλικος έχει εκ των προτέρων συγκεκριμένα και αναγνωρισμένα δικαιώματα και συνεπώς στόχος των μέτρων αντιμετώπισης της παραβατικής του συμπεριφοράς είναι η "διαπαιδαγώγηση μέσω της ευθύνης". Σήμερα επιχειρείται ενσωμάτωση στο πρότυπο υπευθυνότητας της "επανορθωτικής δικαιοσύνης" (restorative justice), η οποία αποσκοπεί στην συμμετοχή του ίδιου του θύματος στην διαδικασία καθώς και στην συμφιλίωση των μερών μέσω της αποκατάστασης της ζημίας.

Υπάρχει όμως ένα ακόμα ιδιαίτερα κρίσιμο ζητούμενο σχετικά με την διαχείριση της παραβατικότητας ανηλίκων και τα σημερινά πρότυπα. Γενικά η θέση του ανηλίκου ως προς το επίσημο σύστημα κοινωνικού ελέγχου, είναι ιδιαιτέρως επαχθής, καθώς λόγω της περιορισμένης ανάπτυξης της προσωπικότητάς του, της ηλικιακής, αλλά και οικονομικής αδυναμίας του είναι περισσότερο ευάλωτος στον κοινωνικό έλεγχο.

Ειδικότερα όμως στον τομέα της ποινικής διαχείρισης παρατηρείται μία υπερποινικοποίηση σε ότι αφορά την συμπεριφορά των ανηλίκων, κατά τρόπο που τυχόν κοινωνική απειθαρχία του ανηλίκου, η οποία όμως δεν έχει εγκληματικό χαρακτήρα, αλλά και κοινωνικά φαινόμενα όπως η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός όταν χαρακτηρίζουν τις πράξεις ανηλίκων να θεωρούνται παραβατικότητα, ενώ το ίδιο δεν ισχύει και για τους ενήλικες. Επιπλέον ακόμα και πράξεις προπαραβατικής συμπεριφοράς ή και οι καταστάσεις που απλά ενέχουν κίνδυνο εμφάνισης παραβατικότητας (όπως η φυγή από το σπίτι και η αναζήτηση αυτονομίας) να ταυτίζονται, αδικαιολόγητα, με παραβατική συμπεριφορά.

Η νομοθεσία και τα μέτρα διαχείρισης για τους ανήλικους οφείλουν να είναι φιλελεύθερα, με την μεγαλύτερη δυνατή κατανόηση και ανεκτικότητα προς τον ανήλικο και τα προβλήματά του και χωρίς να του "χρεώνουν" καταστάσεις κοινωνικής παθογένειας τις οποίες υφίσταται ή να χαρακτηρίζουν ως παραβατικότητα κάθε προσπάθεια του για αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεση.

Το σύγχρονο πρότυπο διαχείρισης οφείλει να προχωρήσει ένα βήμα περαιτέρω και μετά την σταδιακή αντικατάσταση των μέτρων εγκλεισμού από άλλα εναλλακτικά μέτρα (αποϊδρυματοποίηση και αποδικαστηριοποίηση) να μεταβεί σε απεγκληματοποίηση και αποποινικοποίηση των πράξεων των ανηλίκων. Αυτό απαιτεί την κατάργηση επιβολής ποινής στην πλειοψηφία των περιπτώσεων και ταυτόχρονα την ενίσχυση των φορέων κοινωνικοποίησης και την λήψη μέτρων γνήσιας πρόληψης.

Τα ήθη και οι συμπεριφορές δεν αλλάζουν με νόμους και ποινικές διατάξεις, αλλά με την διαπαιδαγώγηση των νέων "εν ελευθερία" και την ευρύτατη δυνατή κοινωνική συμμετοχή που θα ενδυναμώσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στις γενιές, την οικογένεια, τη σχολική κοινότητα, την πολιτεία, την γειτονιά, τους φίλους και το κοινωνικό σύνολο εν γένει.

Το τρίπτυχο πρόληψης, κοινωνικής επανένταξης και νομοθετικών μέτρων διαχείρισης

α. Προληπτικοί Μηχανισμοί

Η πρόληψη θα πρέπει να αποτελεί το πρωταρχικό και κυριότερο τμήμα μίας στρατηγικής για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας ανηλίκων. Ο λόγος για τον οποίον ιστορικά προηγήθηκε η "καταστολή", ενώ και μέχρι σήμερα το κυριότερο βάρος ρίχνεται στην ποινική μεταχείριση, είναι αφενός διότι οι πολιτικές πρόληψης είναι μακροχρόνιες και τα αποτελέσματά τους δεν είναι άμεσα ορατά, γεγονός που αποστερεί κυβερνήσεις και πολιτικούς από άμεσα πολιτικά οφέλη, και αφετέρου λόγω του ιδιαίτερα αυξημένου κόστους των πολιτικών πρόληψης. Η έγκαιρη και προ της εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς κινητοποίηση του κράτους πρόνοιας, που θα στηρίξει την οικογένεια και τον ανήλικο, είναι σαφώς αρκετά πιο δαπανηρή από την επιβολή ποινής ή κοινωνικής αγωγής. Πολύ περισσότερο δε όταν για την στρατηγική πρόληψης απαιτείται η ενεργοποίηση σε πολυτομεακό επίπεδο, με την συνυπευθυνότητα και την κοινωνική συμμετοχή άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένων φορέων.

Στο πλαίσιο αυτό θα αποτελούσε σημαντική κατάκτηση της κοινωνίας, αλλά και της Πολιτείας σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, η υιοθέτηση κώδικα κοινωνικής πρόληψης και αλληλεγγύης προς τους ανήλικους (δράστες και θύματα), αποσυνδεδεμένου από τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης.

β. Μηχανισμοί Κοινωνικής Επανένταξης

Παρά το γεγονός ότι σήμερα το κυριότερο αντικείμενο μελέτης είναι οι τρόποι και τα αίτια εισόδου στην παραβατικότητα, είναι πολύ σημαντική και η διασφάλιση της εξόδου από αυτή.

Όπως ήδη αναφέρθηκε η ποινική διαδικασία (έστω και με την παιδαγωγική της μορφή) στην καλύτερη περίπτωση δεν επαρκεί, ενώ στην χειρότερη δεν θεωρείται κατάλληλη για την επανένταξη και ομαλή επανενσωμάτωση του ανήλικου παραβάτη στο κοινωνικό σύνολο της οικογένειας, του σχολείου ή του περιβάλλοντος, το οποίο ο ανήλικος με την συμπεριφορά του προσπάθησε να απορρίψει.

Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του ανήλικου στο άμεσο και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και της αίσθησης ότι ανήκει σε αυτό, αποτελεί το σημαντικότερο μέσο εξόδου του από την παραβατικότητα. Κι αυτό δεν επιτυγχάνεται με ποινές και μέτρα κυρωτικά, αλλά με την ένταξή του σε όλες τις πτυχές και τις δράσεις της κοινωνικού περίγυρού του: την διασφάλιση της εκπαίδευσης του, την ομαλή ένταξη του στην αγορά εργασίας, την προστασία του δικαιώματος αυτοέκφρασης και ενεργού συμμετοχής σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, την δυνατότητα δημιουργικής ενασχόλησης και ψυχαγωγίας του.

γ. Νομοθετικά Μέτρα Διαχείρισης

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα ο πλέον κατάλληλος τρόπος νομοθετικής αντιμετώπισης απαιτεί την προώθηση τεσσάρων "από":

- απεγκληματοποίηση: τον αποχαρακτηρισμό δηλαδή πράξεων όπως οι προπαραβατικές συμπεριφορές ή τα αδικήματα ήσσονος σημασίας,

- αποποινικοποίηση: την κατάργηση της ποινής για την μεγάλη πλειοψηφία των εγκλημάτων, και την αντικατάστασή της με μέτρα διαπαιδαγώγησης και επανένταξης,

- αποδικαστηριοποίηση: μετάθεση του έργου απονομής δικαιοσύνης από τα δικαστήρια σε κοινωνικούς μεσολαβητές οι οποίοι ανάλογα με το είδος της παραβατικής συμπεριφοράς μπορούν να είναι σχολικές επιτροπές (δασκάλων, μαθητών και γονέων), σύλλογοι σε επίπεδο γειτονιάς ή τοπικής κοινωνίας (π.χ. Κοινοτικός Διαμεσολαβητής), κοινωνικοί λειτουργοί κτλ.

- αποϊδρυματοποίηση: αποτροπή της ποινής εγκλεισμού σε σωφρονιστικά ή αναμορφωτικά ιδρύματα.

Ο ρόλος της οικογένειας

- Η οικογένεια ως παράγοντας και αιτία: η επίδραση των εξωτερικών (σχετικών με τη δομή της οικογένειας) και εσωτερικών (σχετικών με την λειτουργία της) οικογενειακών συνθηκών είναι αποφασιστική. Ιδιαίτερα επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται η έλλειψη επίβλεψης και ελέγχου από την πλευρά των γονέων, αλλά και η παραβατική συμπεριφορά των ίδιων των γονέων.

- Η οικογένεια στο πλαίσιο των πολιτικών πρόληψης: η οικογένεια ως φορέας κοινωνικοποίησης συμβάλλει από την δική της πλευρά στην καλλιέργεια της υπακοής και του σεβασμού στους νόμους.

- Η οικογένεια κατά την διαδικασία κοινωνικής επανένταξης: η προσπάθεια επανένταξης ξεκινά κατά κύριο λόγο από την ενσωμάτωση στο οικογενειακό σύνολο με την αποκατάσταση των σχέσεων με τους γονείς και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Περαιτέρω η παροχή οικονομικής, κοινωνικής και ψυχολογικής στήριξης του ανηλίκου στο στάδιο αυτό είναι καθοριστική για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειάς του.

- Η οικογένεια στο στάδιο της ποινικής διαδικασίας: στην περίπτωση εγκλεισμού σε κατάστημα αγωγής είναι ιδιαίτερα σημαντική η συνεχής επαφή του παιδιού με τα μέλη της οικογένειάς του, ενώ στην περίπτωση εναλλακτικών μέτρων η επιτήρηση και επιμέλεια των γονέων του ανηλίκου είναι απαραίτητη. Επιπλέον τόσο κατά την ακροαματική διαδικασία όσο και κατά την διάρκεια έκτισης της ποινής, είναι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή των γονέων, αλλά και η συνεχής κατάρτιση και ενημέρωσή τους προκειμένου να παρέχουν την κατάλληλη στήριξη στο παιδί τους.

Ο ρόλος του σχολείου

- Το σχολείο ως χώρος έκφρασης παραβατικής συμπεριφοράς: η σχολική βία αποτελεί μία ειδικότερη μορφή παραβατικότητας ανηλίκων με την οποία είτε εκφράζονται αντιθέσεις που δημιουργούνται εξαρχής στο σχολικό περιβάλλον είτε μεταφέρονται σε αυτό προβλήματα της οικογένειας, της ευρύτερης γειτονιάς ή της κοινότητας.

- Το σχολείο ως γενεσιουργός αιτία: το σημερινό σχολείο είναι έντονα ταξικό και πολυπολιτισμικό. Εκεί που οι δάσκαλοι και οι γονείς αποτυγχάνουν να αποσαφηνίσουν τις διαφορές μεταξύ των συμμαθητών και να καλλιεργήσουν την ανοχή και τον σεβασμό προς το "άλλο", το "διαφορετικό", οι μαθητές ανίκανοι να το ενσωματώσουν στην κουλτούρα τους αντιδρούν και συμπεριφέρονται με βία, αναλαμβάνοντας κατά περίσταση τον ρόλο του θύτη ή του θύματος.

- Το σχολείο ως φορέας αντιμετώπισης: το σχολείο και οι λειτουργοί του οφείλουν να παρεμβαίνουν διορθωτικά και ενδυναμωτικά, και όχι χαρακτηρίζοντας έναν ανήλικο ως μη αναστρέψιμη περίπτωση, θέτοντάς τον έτσι στο περιθώριο. Ο δάσκαλος κοινωνικοποιεί την επιθετικότητα των μαθητών του, δίνοντας έμφαση στις θετικές πλευρές των επιθετικών μαθητών. Επιπλέον το σχολείο αποτελεί τον πρώτο χώρο υλοποίησης καινοτόμων σχεδίων αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων, όπως το μαθητικό σύστημα επίλυσης συγκρούσεων, με διαμεσολαβητές τους ίδιους τους μαθητές, την επανορθωτική δικαιοσύνη, όπου ο μαθητής αναλαμβάνει την αποκατάσταση των ζημιών του και την συνεργασία μεταξύ σχολείων σε προγράμματα κατά της βίας.

- Το σχολείο ως φορέας πρόληψης: το σχολείο δημιουργεί δομές υποστήριξης που αποτρέπουν τον στιγματισμό και κάνουν τους μαθητές να νιώθουν αποδεκτοί, ενώ λειτουργεί ως "πεδίο διαλόγου" και δίνει απαντήσεις διαύγειας, διαθεσιμότητας και δεκτικότητας.

- Η κοινωνική συμμετοχή στην αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας: οι δράσεις αντιμετώπισης της ενδοσχολικής βίας αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ευρείας κοινωνικής συμμετοχής και συνευθύνης πολλών κοινωνικών φορέων: δάσκαλοι, ψυχολόγοι, σύλλογοι γονέων, σύλλογοι καθηγητών, κοινοτικοί διαμεσολαβητές και τοπικές αρχές, όλοι μοιράζονται τις ευθύνες και εργάζονται από κοινού.

Η ευρωπαϊκή διάσταση

Το κυριότερο επιχείρημα εις βάρος της προσπάθειας διαμόρφωσης κοινών σε επίπεδο ΕΕ προτύπων και μεθόδων προσέγγισης της αντιμετώπισης της παραβατικότητας ανηλίκων, είναι ότι ένα τέτοιο εγχείρημα προσκρούει στις διαφορετικές εθνικές ποινικές ρυθμίσεις ιδίως ως προς τον προσδιορισμό της ηλικίας του ανήλικου και των πράξεων που συνιστούν την παραβατική συμπεριφορά.

Από την άλλη πλευρά όμως οι εθνικές αναλύσεις ως προς τα αίτια, την ενίσχυση ορισμένων μορφών παραβατικής συμπεριφοράς και την υποχώρηση άλλων, αλλά και η στροφή των ποινικών συστημάτων σε εναλλακτικές μορφές τιμωρίας και όχι τόσο στον εγκλεισμό των ανηλίκων σε σωφρονιστικά καταστήματα, είναι ορισμένα από τα σημεία όπου παρουσιάζονται ιδιαίτερα σημαντικές ομοιότητες.

Οι ομοιότητες αυτές μας οδηγούν σε δύο συμπεράσματα. Αφενός ότι τα συμβατικά και παραδοσιακά πρότυπα ποινικής διαχείρισης έχουν πλέον φτάσει στα όριά τους, μην μπορώντας πλέον να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες προκλήσεις στα περισσότερα κράτη μέλη. Αφετέρου ότι οι σύγχρονες αυτές προκλήσεις, αλλά και οι μέθοδοι ανταπόκρισης των κρατών μελών σε αυτές παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των κρατών μελών.

Είναι ακριβώς αυτές οι ομοιότητες που καθιστούν σήμερα εφικτό και δικαιολογημένο τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη και την δυνατότητα των νέων για ελεύθερη μετακίνηση εντός της ΕΕ καθώς και την εκτεταμένη χρήση του διαδικτύου, και των νέων μορφών τεχνολογίας και επικοινωνίας που διευρύνουν σημαντικά την έννοια της εντοπιότητας ενός εγκλήματος, τότε η ευρωπαϊκή προσέγγιση δεν είναι μόνο εφικτή και δικαιολογημένη, αλλά και αναγκαία.

Σε σχέση με τις βέλτιστες εθνικές πρακτικές υπάρχει ήδη μία σημαντική εθνική παράδοση και εμπειρία. Χαρακτηριστικά αναφέρονται:

- το παράδειγμα των ισπανικών περιφερειών Asturias και Rioja και ειδικότερα το πρόγραμμα του Mediador Escolar προορισμένου για την σχολική κοινότητα, των κοινοτικά χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων της κοινοτικής υπηρεσίας Servicio de Atencion a la Familia (SAF), με στόχο την εκπαίδευση και κατάρτιση των αρμόδιων επαγγελματιών, το πρόγραμμα καθοδήγησης κατάρτισης και απασχόλησης του σωφρονιστικού καταστήματος Sogradio·

- οι πρακτικές ανάλυσης των ατόμων και περιοχών υψηλού κινδύνου, βάσει ενός ηλεκτρονικού συστήματος καταγραφής στην περιοχή της Βαυαρίας (λίστα PROPER), με κάποιο όμως προβληματισμό ως προς τον ρόλο της αστυνομίας και την τυχόν παραβίαση των δικαιωμάτων των ανηλίκων·

- η διοργάνωση "ημέρας ασφάλειας στο σχολείο" στην Λετονία, με την επίσκεψη στο σχολείο αστυνομικών και την ενημέρωση των μαθητών·

- η διοργάνωση κοινών εκδρομών μαθητών με ανήλικους παραβάτες για να έρχονται σε επαφή και να αισθάνονται πιο κοντά σε ένα φιλικό και οργανωμένο κοινωνικό περιβάλλον·

- η ανάπτυξη προγραμμάτων αναψυχής και απομάκρυνσης των νέων από αντικοινωνικές ή παραβατικές συμπεριφορές από ειδικές επιτροπές με έδρα σε δήμους ή κοινότητες της Ιρλανδίας (Garda Youth Diversion Projects)·

- ο θεσμός του Children's Reporter και των εθελοντικών συμφωνιών μεταξύ οικογενειών, ανηλίκων και τοπικών αρχών γνωστών ως Acceptable Behaviour Contracts (ABCs) στην Σκωτία·

- το Μνημόνιο Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) ανάμεσα στο Υπουργείο Υγείας της Ελλάδος και τους ΜΚΟ σχετικά με τον ρόλο και τον διαχωρισμό αρμοδιοτήτων μεταξύ των επίσημων αρχών και των ΜΚΟ.

Η ΕΕ οφείλει να συντονίσει, αλλά και να προωθήσει μεταρρυθμιστικές πολιτικές όχι μόνο για άμεσα μέτρα αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων, αλλά και κυρίως συμπληρωματικών μέτρων και πολιτικών που θα αναφέρονται στην εξισορρόπηση της οικογενειακής πολιτικής, της κοινωνικοποίησης της εκπαιδευτικής πολιτικής, της ουσιαστικής αντιμετώπισης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, της ομαλής και πλήρους κοινωνικής ενσωμάτωσης των μεταναστών και της δημιουργίας κοινών πολιτιστικών αρχών.

Τα "κακά" παιδιά είναι συνήθως και "θλιμμένα" παιδιά. Οφείλουμε να επιστρέψουμε το χαμόγελο στα χείλη τους.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Παραβατικότητα ανηλίκων: ο ρόλος της γυναίκας, της οικογένειας και της κοινωνίας

Αριθ. διαδικασίας

2007/2011(INI)

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας
Ημερομηνία αναγγελίας στην ολομέλεια της έγκρισης εκπόνησης

FEMM
18.1.2007

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)
Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

 

 

 

 

 

Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει
  Ημερομηνία της απόφασης

 

 

 

 

 

Ενισχυμένη συνεργασία
  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

 

 

 

 

 

Εισηγητής(ές)
  Ημερομηνία ορισμού

Κατερίνα Μπατζελή
20.12.2006

 

Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν)

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

2.5.2007

5.6.2007

 

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

5.6.2007

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+ :

- :

0 :

15

0

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Κατερίνα Μπατζελή, Edite Estrela, Věra Flasarová, Lissy Gröner, Zita Gurmai, Esther Herranz García, Lívia Járóka, Astrid Lulling, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου, Christa Prets, Karin Resetarits, Teresa Riera Madurell, Eva-Britt Svensson, Anna Záborská

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Mary Honeyball, Maria Petre

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Ευαγγελία Τζαμπάζη

Ημερομηνία κατάθεσης

7.6.2007

 

Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα)

...