ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ετήσια έκθεση 2007 για την ευρωζώνη
28.6.2007 - (2007/2143(INI))
Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
Εισηγητής: Dariusz Rosati
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την ετήσια έκθεση 2007 για την ευρωζώνη
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την ετήσια δήλωση 2007 για την ευρωζώνη (COM(2007)0231),
– έχοντας υπόψη τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής της 7ης Μαΐου 2007,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Απριλίου 2007 σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ 2006[1],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας: προπαρασκευαστική έκθεση για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών για το 2007[2],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με τον μακροοικονομικό αντίκτυπο της αύξησης των τιμών της ενέργειας[3],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 1ης Ιουνίου 2006 σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη στρατηγική επανεξέταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου[5],
– έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση 2006 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ),
– έχοντας υπόψη τις εκθέσεις της ΕΚΤ του Μαρτίου 2007 σχετικά με τη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση στην Ευρώπη,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων (A6‑0264/2007),
A. επισημαίνοντας ότι το ΑΕγχΠ της ευρωζώνης αυξήθηκε κατά 2,7% το 2006, έναντι 1,4% το 2005, εμφανίζοντας την καλύτερη επίδοση από το 2000 και μετά, ενώ το ποσοστό πληθωρισμού ανήλθε σε 2,2%, παραμένοντας αμετάβλητο από το 2005,
Β. επισημαίνοντας ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα μειώθηκε σε 1,6% του ΑΕγχΠ το 2006 έναντι 2,5% του ΑΕγχΠ το 2005,
Γ. επισημαίνοντας ότι το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε σε 7,6% στο τέλος του 2006, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας,
Δ, επισημαίνοντας ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη ενισχύει τον βαθμό οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των κρατών μελών και ζητώντας στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών με στόχο τη διόρθωση των διαρθρωτικών αδυναμιών, ώστε να αντιμετωπισθούν οι μελλοντικές προκλήσεις και να συμβαδίσει η ευρωζώνη με μια ολοένα πιο παγκοσμιοποιημένη οικονομία,
Ε. επισημαίνοντας ότι η ευρωζώνη αποτελεί έναν πυρήνα σταθερότητας στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας,
Μακροοικονομικές εξελίξεις
1. χαιρετίζει τις ευνοϊκές οικονομικές εξελίξεις που επιτεύχθηκαν το 2006 από πλευράς ανάπτυξης και απασχόλησης και που οδήγησαν στη δημιουργία 2 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας και σε χαμηλότερα δημοσιονομικά ελλείμματα· επισημαίνει ότι τα υψηλά επίπεδα ανεργίας και τα χαμηλά επίπεδα συμμετοχής στις αγορές εργασίας δεν επιτρέπουν στην Ευρώπη να αποκριθεί με επιτυχία στις τρέχουσες και μελλοντικές προκλήσεις στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας οικονομίας·
2. επισημαίνει ότι ένα μέρος της ανάκαμψης οφείλεται σε διαρθρωτικές βελτιώσεις και θεωρεί ευπρόσδεκτο το γεγονός ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται με υψηλότερο ρυθμό· θεωρεί όμως ότι είναι πολύ νωρίς για να συναχθούν συμπεράσματα ως προς το αν η ανάκαμψη είναι περισσότερο κυκλικού ή διαρθρωτικού χαρακτήρα· ζητεί επιφυλακτικότητα στο θέμα αυτό·
3. χαιρετίζει το γεγονός ότι τα μέλη της ευρωζώνης έχουν καταβάλει συντονισμένες προσπάθειες διόρθωσης των υπερβολικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων σύμφωνα με το αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης· υπογραμμίζει το γεγονός ότι η Επιτροπή εκτιμά ότι στο σύνολο της ευρωζώνης έχει αυξηθεί η ποιότητα της προσαρμογής, με μικρότερη εξάρτηση από εφάπαξ μέτρα και μείωση των δημοσίων δαπανών· τονίζει ειδικότερα ότι ο συνδυασμός των προσπαθειών για εξυγίανση, ιδίως σε χώρες με υπερβολικά ελλείμματα, και των βελτιωμένων οικονομικών εξελίξεων έχει μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα της ευρωζώνης σε 1,6% του ΑΕγχΠ το 2006, από 2,5% του ΑΕγχΠ το 2005·
4. επιμένει ότι η υγιής δημοσιονομική πολιτική αποτελεί προϋπόθεση για μια διατηρήσιμη ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας, δεδομένου ότι τα χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα και το χαμηλό δημόσιο χρέος δημιουργούν προσδοκίες για χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό και βοηθούν στη διατήρηση χαμηλών επιτοκίων· προειδοποιεί εναντίον της επανάληψης των σφαλμάτων πολιτικής του 1999-2001· ζητεί συνεπώς να αξιοποιηθεί διπλά η τωρινή άνοδος ώστε να επιτευχθούν τα ακόλουθα: η εξάλειψη των ελλειμμάτων και συσσώρευση πλεονασμάτων, πράγμα που θα μείωνε τα επίπεδα του χρέους, και η βελτίωση της ποιότητας της δημόσιας χρηματοδότησης με αύξηση των επενδύσεων στην εκπαίδευση, στην επαγγελματική κατάρτιση και στις υποδομές, πράγμα που θα συνέβαλλε στην αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η γήρανση του πληθυσμού· χαιρετίζει εν προκειμένω το γεγονός ότι στις 20 Απριλίου 2007 η Ευρωομάδα ενέκρινε προσανατολισμούς για τις δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών μελών της ευρωζώνης, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση για ενεργή εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών σε καιρούς ευημερίας και χρήση των έκτακτων πρόσθετων εσόδων για μείωση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους·
5. υπογραμμίζει τον κίνδυνο που ενέχουν οι φιλοκυκλικές πολιτικές σε ορισμένα κράτη μέλη· σημειώνει την προσπάθεια δημοσιονομικής εξυγίανσης που παρατηρείται στην ευρωζώνη ως σύνολο· επιμένει, ωστόσο, ότι η υποχρέωση επίτευξης του μεσοπρόθεσμου στόχου, όπως αυτός ορίζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διατηρούν πλεονάσματα σε περιόδους ευημερίας· εκτιμά ότι η προσπάθεια εξυγίανσης πρέπει να ενισχυθεί ενόψει, μεταξύ άλλων, της μελλοντικής δημογραφικής πρόκλησης· σημειώνει ότι το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης απαιτεί ρητά τη δημοσιονομική εξυγίανση για τη συνολική διάρκεια του οικονομικού κύκλου· σημειώνει ότι οι διαδικαστικοί ή ποσοτικοποιημένοι δημοσιονομικοί κανόνες και τα ανεξάρτητα δημοσιονομικά όργανα ευνοούν τη δημοσιονομική εξυγίανση και συμβάλλουν στην αποφυγή της φιλοκυκλικής πολιτικής·
6. σημειώνει την απόφαση που έλαβε η ΕΚΤ το 2006 για περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων· παρατηρεί ότι, αν και ο πληθωρισμός παρέμεινε συγκρατημένος παρά τη μεγάλη άνοδο των τιμών στον τομέα της ενέργειας, ο ρυθμός αύξησης του νομισματικού συνολικού μεγέθους M3 έχει υπερβεί συστηματικά το ποσοστό αναφοράς 4,5% κατά πολύ, συνεχώς από το 2001, χωρίς να επιταχυνθεί ο πληθωρισμός· καλεί την ΕΚΤ να εξηγήσει καλύτερα τους λόγους της αναντιστοιχίας αυτής και κατά πόσον πρόκειται για σύμπτωμα αυξανόμενης ρευστότητας, με δυνατότητα να τροφοδοτήσει μελλοντικά τον πληθωρισμό, ή για απόρροια άλλων παραγόντων, όπως η εμβάθυνση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι χρηματοπιστωτικές καινοτομίες και ο ολοένα περισσότερο διεθνής ρόλος του ευρώ·
7. παρατηρεί ότι η αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων επιταχύνεται, ιδίως στον τομέα των ακινήτων, κάτι που μπορεί να είναι κανονικό σύμπτωμα μιας υγιούς οικονομίας αλλά επίσης αυξάνει την πιθανότητα βίαιων προσαρμογών· θεωρεί ότι οι επιταχυνόμενες αυτές αυξήσεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων εντείνουν την ανάγκη για προσεκτική δημοσιονομική πολιτική στα κράτη μέλη όπου σημειώνονται τέτοιες εξελίξεις, καθώς και για εθνικές διαρθρωτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης της προληπτικής εποπτείας, που θα αποσκοπούν στην αποτροπή τέτοιων ανισορροπιών· καλεί τις εθνικές νομοθετικές και ρυθμιστικές αρχές να αξιολογούν προσεκτικά τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων· συνηγορεί υπέρ μιας διαφοροποιημένης προσέγγισης, η οποία θα λαμβάνει υπόψη τις ειδικές συνθήκες σε κάθε κράτος μέλος χωριστά όσον αφορά την ανάπτυξη και τον προϋπολογισμό·
8. παρατηρεί ότι η ονομαστική ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ κατά 11,4% έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, 12,4% έναντι του γιεν και 8% έναντι του κινεζικού ρένμινμπι οδήγησε σε μικρή μόνο ανατίμηση της πραγματικής σταθμισμένης ισοτιμίας κατά 3,5% το 2006 και δεν έχει μέχρι στιγμής βλάψει τις εξαγωγές και την ανάπτυξη σε επίπεδο ευρωζώνης· διαπιστώνει πάντως ότι τα αποτελέσματα διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών, ανάλογα με τις οικονομικές δομές τους και την ελαστικότητα της απόκρισης του πραγματικού τομέα τους στις μεταβολές της ισοτιμίας· καλεί τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την ενίσχυση των ικανοτήτων προσαρμογής τους· υπογραμμίζει την ανάγκη να ληφθούν υπόψη οι ενδεχόμενες συνέπειες μελλοντικών αυξήσεων των επιτοκίων στη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας·
Λειτουργία της ΟΝΕ
9. θεωρεί ότι οι αποκλίνουσες τάσεις στην ανάπτυξη, τον πληθωρισμό, τις πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες και την απασχόληση μεταξύ των κρατών μελών ενδέχεται να αντανακλούν διαφορετικές εξελίξεις, όπως π.χ. δημογραφικές τάσεις, διαφορετικούς ρυθμούς προόδου όσον αφορά τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ανισότητες αναπτυξιακού δυναμικού και διαδικασίες κάλυψης της υστέρησης· τονίζει ωστόσο ότι τα μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε ορισμένα κράτη μέλη φανερώνουν αποκλίνουσες τάσεις όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα και ότι οι διαφορετικές προσεγγίσεις της οικονομικής πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών αποτελούν το κλειδί για την ερμηνεία τέτοιων διαφορών·
10. παρατηρεί ότι οι διαφορές στο επίπεδο διεθνούς ανταγωνιστικότητας των οικονομιών της ευρωζώνης οφείλονται εν μέρει στις αποκλίνουσες τάσεις όσον αφορά το μοναδιαίο εργατικό κόστος, οι οποίες αντανακλούν ανόμοιες τάσεις στην παραγωγικότητα και στη μισθολογική δυναμική· σημειώνει ότι, κατά τα τελευταία χρόνια, η αύξηση των μισθών έχει παραμείνει σε επίπεδα χαμηλότερα των επιπέδων αύξησης της παραγωγικότητας· τονίζει την ανάγκη για δικαιότερη κατανομή των οφελών της ανάπτυξης· ζητεί από τους μετόχους και τους ιθύνοντες των εταιρειών να ακολουθούν υπεύθυνη πολιτική όσον αφορά τα πακέτα αποδοχών και πριμ που παρέχονται στα ανώτερα στελέχη των εταιρειών, τα οποία τείνουν να αυξάνονται δυσανάλογα σε σύγκριση με τα κανονικά επίπεδα των μισθών, στέλνοντας έτσι ανεπιθύμητα μηνύματα και αποθαρρύνοντας την υποστήριξη μιας υπεύθυνης μισθολογικής πολιτικής· σημειώνει ότι τα χαμηλά ποσοστά πληθωρισμού αποτελούν επίσης σημαντικό παράγοντα επηρεασμού όσον αφορά την ευνοϊκή εξέλιξη του μοναδιαίου εργατικού κόστους·
11. ζητεί εν προκειμένω την περαιτέρω ολοκλήρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η σημερινή κατάτμηση της αγοράς της ΟΝΕ σε εθνικές αγορές και να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων των συμμετεχουσών οικονομιών·
12. επισημαίνει ότι το ευρώ θα μπορέσει να διατηρήσει μακροπρόθεσμα την ισχύ του και την αξιοπιστία του στις διεθνείς χρηματαγορές μόνο εάν τα κράτη μέλη της ευρωζώνης προσεγγίσουν ακόμη περισσότερο το ένα το άλλο σε όλους τους σημαντικούς για τη νομισματική σταθερότητα τομείς· ενθαρρύνει τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, και ειδικότερα τους κοινωνικούς εταίρους, να καταβάλουν μεγαλύτερες προσπάθειες στον τομέα αυτό καθώς και να βελτιώσουν τις τάσεις της παραγωγικότητας, κάτι που είναι σημαντικό και για την επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής της Λισαβόνας·
13. υπενθυμίζει ότι η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν μπορεί ποτέ να είναι τέλεια προσαρμοσμένη στην κατάσταση κάθε συγκεκριμένου κράτους μέλους· παρατηρεί ότι στις γοργά αναπτυσσόμενες χώρες ο πληθωρισμός είναι διαρθρωτικά υψηλότερος και τα πραγματικά επιτόκια χαμηλότερα ή και αρνητικά· θεωρεί ότι οι καταστάσεις αυτές είναι εγγενείς σε μια νομισματική ένωση και ζητεί υγιείς δημοσιονομικές πολιτικές με στόχο τη διατήρηση της σταθερότητας, ιδίως όσον αφορά την ανάγκη προφύλαξης έναντι των δημογραφικών κινδύνων·
14. παρατηρεί ότι η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, σε συνδυασμό με μια περιοριστική νομισματική πολιτική που ωθείται από αυξήσεις των επιτοκίων και ανατιμήσεις του νομίσματος, καταλήγει σε έναν όχι βέλτιστο συνδυασμό πολιτικών, που ενδεχομένως συνεπάγεται υπερβολικό μακροοικονομικό κόστος σταθεροποίησης· θεωρεί ότι μια σφιχτότερη δημοσιονομική πολιτική θα μείωνε την πίεση στη νομισματική πολιτική και θα επέτρεπε έναν καλύτερο συνδυασμό πολιτικών, που θα εξασφάλιζε ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη για ένα δεδομένο ποσοστό πληθωρισμού·
Διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και εσωτερική αγορά
15. υπενθυμίζει ότι μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ΟΝΕ· επιμένει επομένως στην ανάγκη ολοκλήρωσης της χρηματοπιστωτικής αγοράς και άρσης των εναπομεινάντων εμποδίων στη χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα και να βελτιωθεί η ικανότητα της ευρωζώνης να διαχειρίζεται οικονομικούς κλονισμούς· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση ενδέχεται και να απειλήσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εάν οι διαδικασίες για την πρόληψη, διαχείριση και επίλυση κρίσεων παραμείνουν κατακερματισμένες σε εθνική βάση, δυσχεραίνοντας τις αντιδράσεις σε επίπεδο ευρωζώνης· επαναλαμβάνει επομένως εν προκειμένω την ανάγκη για ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό σύστημα συνεργαζόμενων εποπτικών αρχών ως βασικό στοιχείο σε σχέση με την ολοκλήρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών·
16. θεωρεί ότι ο ρυθμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών, υπηρεσιών, εργασίας και χρηματοπιστωτικών προϊόντων πρέπει να επιταχυνθεί και ότι η ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς έχει κρίσιμη σημασία για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων εργασίας·
17. παρατηρεί ότι οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν γύρω στο 70% του ΑΕγχΠ της ευρωζώνης και προσφέρουν τη μεγαλύτερη ευκαιρία για αύξηση της απασχόλησης· σημειώνει ότι ο πληθωρισμός στον τομέα των υπηρεσιών συμβάλλει συστηματικά στον βασικό πληθωρισμό· τονίζει κατά συνέπεια ότι η αύξηση του ανταγωνισμού στον τομέα των υπηρεσιών θα μείωνε τον πληθωρισμό· ζητεί επομένως μια πλήρως λειτουργική εσωτερική αγορά υπηρεσιών και την ταχεία εφαρμογή της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά[6]·
18. πιστεύει ότι η αποτελεσματική και πλήρης εφαρμογή της Στρατηγικής της Λισαβόνας είναι καθοριστική για την επίτευξη υψηλότερου αναπτυξιακού δυναμικού· εκφράζει τη λύπη του διότι οι επιδόσεις της ευρωζώνης στην καινοτομία, όπως στην περίπτωση των δαπανών των επιχειρήσεων για Ε&Α, είναι χαμηλότερες από εκείνες των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας· εκφράζει επίσης την απογοήτευσή του διότι οι συνολικές δαπάνες για Ε&Α στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα της ευρωζώνης έχουν μείνει στάσιμες στο 2% περίπου του ΑΕγχΠ, ποσοστό που είναι κατά πολύ χαμηλότερο από τον στόχο που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Βαρκελώνης στις 15 και 16 Μαρτίου 2002 για επίτευξη ποσοστού 3% του ΑΕγχΠ έως το 2010· ζητεί επομένως μια συνεπή πολιτική ενθάρρυνσης της ανάπτυξης που βασίζεται στην καινοτομία· υπενθυμίζει ότι μια τέτοια πολιτική απαιτεί περισσότερες επενδύσεις στις υποδομές, στην έρευνα, στην καινοτομία, στη διά βίου μάθηση και στην εκπαίδευση, περισσότερο ανταγωνισμό στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, περισσότερο αναπτυγμένους χρηματοπιστωτικούς τομείς και περισσότερο ευέλικτες αγορές εργασίας με ταυτόχρονη κατοχύρωση του απαιτούμενου επιπέδου κοινωνικής ασφάλισης (συνδυασμός ευελιξίας και ασφάλειας), σύμφωνα με την ανανεωμένη Στρατηγική της Λισαβόνας, καθώς και συμπληρωματικές πολιτικές για τη διόρθωση των υπερβολικών ανισοτήτων τις οποίες προκαλούν οι μεταρρυθμίσεις·
Διεύρυνση της ευρωζώνης
19. χαιρετίζει την είσοδο της Σλοβενίας στην ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου 2007 και την ομαλή μετάβαση από το τόλαρ στο ευρώ·
20. ενθαρρύνει τα άλλα νέα κράτη μέλη να συνεχίσουν τις προσπάθειες προετοιμασίας τους για είσοδο στην ευρωζώνη· υπογραμμίζει τα οφέλη που πηγάζουν από τη διαδικασία σύγκλισης και την οριστική υιοθέτηση του ευρώ, τόσο για τα νέα κράτη μέλη όσο και για την ευρωζώνη στο σύνολό της· εκτιμά ότι τα ζητήματα που άπτονται της ευρωζώνης δεν θα πρέπει να επικεντρώνονται αποκλειστικά στα νέα κράτη μέλη, και εφιστά την προσοχή στο ζήτημα των αυτοεξαιρέσεων·
21. υπογραμμίζει την ανάγκη συμφωνίας μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής επί ενός σαφούς οδικού χάρτη για τη διαδικασία αίτησης ένταξης στην ευρωζώνη, προκειμένου να εξασφαλίζεται επαρκής περίοδος αξιολόγησης και προετοιμασίας για όλα τα εμπλεκόμενα θεσμικά όργανα, πράγμα που θα ενίσχυε την εμπιστοσύνη των πολιτών και των κρατών μελών στη διαδικασία μετάβασης·
22. αποδοκιμάζει το γεγονός ότι ο ορισμός της σταθερότητας των τιμών που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των κριτηρίων σύγκλισης δεν είναι πάντα σύμφωνος με τον ορισμό της σταθερότητας των τιμών που υιοθετείται από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής της·
23. ζητεί την ανάληψη αποτελεσματικότερης δράσης προκειμένου να καταπολεμηθεί η νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και η απάτη, και επίσης εκφράζει τον προβληματισμό του για την έλλειψη πληροφόρησης στις τακτικές εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με τις υπεράκτιες εταιρείες ή σχετικά με τον ρόλο και τη σημασία τους, και ζητεί πληροφορίες για το εν λόγω ζήτημα·
24. θεωρεί ότι τα νέα κράτη μέλη ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προκλήσεις κατά την προσχώρησή τους στην ευρωζώνη, ιδίως όσον αφορά το κριτήριο της σταθερότητας των τιμών, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αποτελεί μέρος της διαδικασίας κάλυψης της υστέρησης· καλεί συνεπώς το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν τα κριτήρια σύγκλισης με περαιτέρω ανάλυση και συζήτηση πολιτικής σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων σύγκλισης στα πιθανά νέα μέλη της ευρωζώνης και υπό το πρίσμα της νέας πραγματικότητας και των διαφορών στην οικονομική ανάπτυξη· τονίζει ότι τα κριτήρια σύγκλισης πρέπει να εφαρμόζονται σύμφωνα με τη Συνθήκη και ότι οπωσδήποτε η ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης δεν πρέπει να τίθεται σε κίνδυνο·
25. υπενθυμίζει την ανάγκη να δρομολογούνται εκτεταμένες εκστρατείες πληροφόρησης των πολιτών στα υποψήφια κράτη μέλη σε πρώιμο στάδιο, οι οποίες θα δημιουργούν εμπιστοσύνη στη διαδικασία μετάβασης, και να διασφαλίζεται ότι θα υπάρχει δίκαιη διαχείριση της φάσης της μετάβασης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, με σκοπό την επιτυχία του ευρώ· κρίνει ότι πρέπει να περιοριστεί το έλλειμμα πληροφόρησης των πολιτών και ότι πρέπει να οργανώνεται σε πρώιμο στάδιο η αξιοποίηση των μέσων ενημέρωσης για εκστρατείες πληροφόρησης·
Διακυβέρνηση
26. θεωρεί ότι έχει κρίσιμη σημασία η επίτευξη καλύτερου συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών μεταξύ των κρατών μελών καθ' όλη τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, ιδίως βάσει κοινών χρονολογικών και μακροοικονομικών υποθέσεων· ζητεί την απαρέγκλιτη και αποτελεσματική εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
27. θεωρεί ότι η ειδική διάσταση "ευρωζώνη" της διαρθρωτικής επιτήρησης που συνδέεται με τη Στρατηγική της Λισαβόνας πρέπει να ενισχυθεί με την ενσωμάτωση μέτρων που είναι απαραίτητα για τη βελτίωση της λειτουργίας της ΟΝΕ· χαιρετίζει, σαν πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αυτή, την έμφαση που δίνει στην ευρωζώνη η ετήσια έκθεση προόδου της Επιτροπής για την πορεία υλοποίησης της Στρατηγικής της Λισαβόνας·
28. τονίζει την ανάγκη ενίσχυσης της διακυβέρνησης και της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ειδικότερα στο πλαίσιο της ευρωζώνης, καθώς αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος αντιμετώπισης των παγκόσμιων οικονομικών προκλήσεων· ζητεί, ως εκ τούτου, από το Συμβούλιο και την Επιτροπή να διασφαλίσουν μελλοντικά ότι η ετήσια έκθεση για την ευρωζώνη θα περιλαμβάνει σειρά συστάσεων πολιτικής που θα παρέχουν τα μέσα για λεπτομερή διάλογο μεταξύ των διαφόρων κοινοτικών οργάνων που εμπλέκονται στην ενίσχυση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ένωσης·
29. υπενθυμίζει την ανάγκη να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα της Στρατηγικής της Λισαβόνας με την ενοποίηση του περιεχομένου και της χρονικής κλιμάκωσης των μέσων οικονομικής πολιτικής που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ξεχωριστά, με σκοπό τη χάραξη μιας ευφυούς στρατηγικής οικονομικής ανάπτυξης που θα συγκεντρώνει περαιτέρω το έργο της υποβολής εκθέσεων και της αξιολόγησης στον τομέα των Εθνικών Μεταρρυθμιστικών Προγραμμάτων, αλλά που παράλληλα θα λαμβάνει επίσης υπόψη τα εθνικά προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης·
30. θεωρεί ότι η Ευρωομάδα πρέπει να συμφωνήσει επί ενός οδικού χάρτη σχετικά με όσα πρέπει να επιτευχθούν στην ευρωζώνη εντός της επόμενης διετίας· πιστεύει ότι, προς το συμφέρον ενός στενότερου οικονομικού συντονισμού, η Ευρωομάδα πρέπει να μεταβεί από το άτυπο σε ένα πιο τυπικό θεσμικό πλαίσιο, που θα περιλαμβάνει τις κατάλληλες υποδομές·
Εξωτερική εκπροσώπηση
31. υπογραμμίζει ότι το ευρώ έχει αναδειχθεί στο δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα διεθνώς μετά το δολάριο ΗΠΑ· ειδικότερα, εκτιμά ότι η ευρεία χρήση του ευρώ στις διεθνείς αγορές ομολόγων αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του διεθνούς ρόλου που διαδραματίζει το ευρώ· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ο πρόεδρος της Ευρωομάδας, η Επιτροπή και η ΕΚΤ εξακολουθούν να εκπροσωπούνται σε πολύ διαφορετικό βαθμό στους διάφορους διεθνείς οργανισμούς και στα διεθνή φόρουμ· παρατηρεί με ενδιαφέρον ότι η Ευρωομάδα και το Συμβούλιο ECOFIN έχουν εξετάσει προτάσεις για την ενίσχυση της εξωτερικής εκπροσώπησης της ευρωζώνης και για τη βελτίωση του εσωτερικού συντονισμού στην εξωτερική σκηνή· εκτιμά ότι χρειάζονται περαιτέρω βήματα μέχρις ότου η εξωτερική εκπροσώπηση της ευρωζώνης φτάσει σε επίπεδο αντίστοιχο με την αυξανόμενη σημασία της στην παγκόσμια οικονομία· θεωρεί ότι ένα προαπαιτούμενο της κοινής εξωτερικής εκπροσώπησης είναι η ύπαρξη μιας αληθινής κοινής οικονομικής πολιτικής στο εσωτερικό της ευρωζώνης· επιβεβαιώνει ότι η καλύτερη επιλογή για την εκπροσώπηση της ευρωζώνης στα σημαντικά διεθνή χρηματοπιστωτικά φόρουμ και οργανισμούς παραμένει η δημιουργία θέσης προέδρου της ευρωζώνης·
ο ο
ο
32. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στον Πρόεδρο της Ευρωομάδας, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
- [1] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2007)0168.
- [2] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2007)0051.
- [3] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2007)0054.
- [4] ΕΕ C 298 Ε, 8.12.2006, σελ. 249.
- [5] ΕΕ C 291 Ε, 30.11.2006, σελ. 118.
- [6] ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 36.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η ετήσια έκθεση 2007 για την ευρωζώνη είναι η δεύτερη τέτοια έκθεση που εκπονείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η περσινή έκθεση συνάντησε ευνοϊκή υποδοχή από το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως σημαντικό έγγραφο που παρέχει διεξοδική και τεκμηριωμένη εκτίμηση των οικονομικών συνθηκών στην ευρωζώνη. Η φετινή έκθεση προσφέρει μια επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης το 2006 και διερευνά τις οικονομικές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκονται αντιμέτωπα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης.
Το 2006 η οικονομική ανάκαμψη της ευρωζώνης ενισχύθηκε σημαντικά, με την αύξηση του ΑΕγχΠ να επιταχύνεται σε 2,7%, έναντι 1,4% το προηγούμενο έτος, και το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται σε 7,6% στο τέλος του 2006, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας 15ετίας. Το 2006 δημιουργήθηκαν 2 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που δρομολογήθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Η οικονομική ανάπτυξη είχε πλατειά βάση, καθώς υποστηριζόταν από ρωμαλέα επέκταση των εξαγωγών και ισχυρή ανάκαμψη της εσωτερικής ζήτησης, η οποία αντανακλά τη βελτίωση της κατάστασης στην αγορά εργασίας και την ενισχυμένη αισιοδοξία των καταναλωτών και των επενδυτών. Η έντονη άνοδος του πραγματικού τομέα της οικονομίας συνοδεύτηκε από ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα, με τον πληθωρισμό να παραμένει σταθερός στο 2,2%, χωρίς μεταβολή έναντι του 2005, και το δημοσιονομικό έλλειμμα να μειώνεται σε 1,6%, έναντι 2,5% το προηγούμενο έτος.
Παρά τη γενικά θετική εικόνα της συνολικής κατάστασης της ευρωζώνης, υπάρχουν ορισμένες λιγότερο ευνοϊκές τάσεις. Πρώτον, η δημοσιονομική εξυγίανση υπολείπεται σε σχέση με ό,τι απαιτείται για τη μόνιμη ενίσχυση της βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών. Σε καιρό ανάκαμψης οι χώρες πρέπει να συσσωρεύουν πλεονάσματα στο δημοσιονομικό ισοζύγιό τους, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιθώριο ασφαλείας για λιγότερο ευνοϊκές δημοσιονομικές επιδόσεις σε καιρό ύφεσης και να επιτευχθεί ο μεσοπρόθεσμος στόχος των ισοσκελισμένων ή πλεονασματικών προϋπολογισμών. Τα ελλείμματα όμως των μεγαλύτερων οικονομιών της ευρωζώνης εξακολουθούν να είναι σημαντικά αν τα μεγέθη προσαρμοστούν στον οικονομικό κύκλο. Τα κράτη μέλη πρέπει να χρησιμοποιήσουν την τωρινή κυκλική άνοδο για να βελτιώσουν τη συνολική δημοσιονομική θέση τους και να προετοιμαστούν για τους "κακούς καιρούς".
Δεύτερον, οι φιλοκυκλικές δημοσιονομικές πολιτικές σε καιρό οικονομικής ανάκαμψης καταλήγουν σε έναν όχι βέλτιστο συνδυασμό πολιτικών, όταν συνεπάγονται περιοριστικότερη νομισματική πολιτική για να τεθούν υπό έλεγχο οι πληθωριστικές πιέσεις. Η συνεχής δημοσιονομική τόνωση απαιτεί υψηλότερα επιτόκια για να κρατηθεί ο πληθωρισμός σε χαμηλό επίπεδο, πράγμα που μπορεί να αυξήσει το μακροοικονομικό κόστος για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Η έλλειψη επαρκούς δημοσιονομικής πειθαρχίας μπορεί να επιφέρει σφιχτότερη νομισματική πολιτική, με αρνητικές συνέπειες στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.
Τρίτον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι μέσες τιμές των μακροοικονομικών δεικτών για το σύνολο της ευρωζώνης συγκαλύπτουν τις αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των επιμέρους κρατών μελών όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Οι διαφορές αυτές πηγάζουν από ορισμένους παράγοντες όπως ο άνισος ρυθμός των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οι διαδικασίες κάλυψης υστερήσεων και οι διαφορετικές εθνικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης των μισθών και της φορολογίας. Τα κράτη μέλη όπου η απώλεια σχετικής ανταγωνιστικότητας αντανακλά τη γοργή αύξηση του μοναδιαίου εργατικού κόστους πρέπει να λάβουν μέτρα για την αναστροφή αυτών των αρνητικών τάσεων.
Η έκθεση επισημαίνει ότι η σταθερή ανάπτυξη απαιτεί περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένης της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας. Ειδικότερα, τα μέτρα για έναν περισσότερο ανταγωνιστικό και ανοιχτό τομέα υπηρεσιών είναι πιθανό να τονώσουν την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στο μέλλον. Παρόμοια, μια αποφασιστικότερη εφαρμογή της Στρατηγικής της Λισαβόνας θα συνέβαλλε ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη των καινοτομιών και των γνώσεων και να γίνουν οι οικονομίες της ευρωζώνης περισσότερο ανταγωνιστικές και δυναμικές.
Η διεύρυνση της ευρωζώνης είναι μια διαδικασία που αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη στα επιμέρους κράτη μέλη και στην ευρωζώνη ως σύνολο. Η έκθεση σημειώνει την επιτυχή προσχώρηση της Σλοβενίας στην ευρωζώνη και ενθαρρύνει τα άλλα νέα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα με στόχο την υιοθέτηση του ευρώ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, η διαδικασία προσχώρησης μπορεί να περιπλακεί από την έλλειψη συνέπειας και διαφάνειας όσον αφορά την αξιολόγηση του βαθμού ονομαστικής σύγκλισης στις υποψήφιες χώρες. Η έκθεση υπενθυμίζει ειδικότερα ότι ο ορισμός της σταθερότητας των τιμών που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των κριτηρίων σύγκλισης (το μέσο ποσοστό πληθωρισμού των τριών κρατών μελών της ΕΕ με τα χαμηλότερα ποσοστά πληθωρισμού) δεν συμπλέει με τον ορισμό της σταθερότητας των τιμών που υιοθετήθηκε από την ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής της (ποσοστό πληθωρισμού κάτω από 2% αλλά κοντά στο 2%), και επιμένει ότι αυτή η ανακολουθία πρέπει να διορθωθεί. Επιπλέον, η έκθεση παρατηρεί ότι, με τις οικονομίες τους σε ταχεία ανάπτυξη, ορισμένα νέα κράτη μέλη ενδέχεται να δυσκολευτούν να ανταποκριθούν στο κριτήριο του πληθωρισμού και να προσχωρήσουν στην ευρωζώνη χωρίς να επιβραδύνουν την οικονομική τους ανάπτυξη, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός μπορεί να αντανακλά σημαντικές αυξήσεις της παραγωγικότητας και έτσι να αποτελεί μέρος της διαδικασίας κάλυψης της υστέρησης. Η έκθεση καλεί συνεπώς το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν τα κριτήρια σύγκλισης υπό το πρίσμα της νέας πραγματικότητας και των διαφορών στην οικονομική ανάπτυξη.
Για την πλήρη αξιοποίηση των δυνητικών οφελών του ενιαίου νομίσματος, χρειάζεται μεγαλύτερος συντονισμός πολιτικής μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως με κοινό χρονοδιάγραμμα και κοινές μακροοικονομικές υποθέσεις για την κατάρτιση των εθνικών προϋπολογισμών. Χρειάζεται επίσης να ενισχυθεί η επιτήρηση σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τις δημοσιονομικές επιδόσεις και τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα των επιμέρους κρατών μελών. Στην εξωτερική σφαίρα, υπάρχουν σαφείς λόγοι που συνηγορούν υπέρ της κοινής εκπροσώπησης της ευρωζώνης στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρχει επαρκής συντονισμός της οικονομικής πολιτικής των κρατών μελών.
Η ετήσια έκθεση 2007 της Επιτροπής σχετικά με την ευρωζώνη αποτελεί πρόσφορη βάση για μια διεξοδική συζήτηση της συνολικής οικονομικής κατάστασης στην ευρωζώνη και των μελλοντικών προκλήσεων. Επιτρέπει επίσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκφράσει τις απόψεις του και να ορίσει προτεραιότητες για τις οικονομικές πολιτικές και την οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Ετήσια έκθεση 2007 για την ευρωζώνη |
||||||||||
Αριθ. διαδικασίας |
|||||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
ECON |
||||||||||
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) |
|
|
|
|
|
||||||
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει |
|
|
|
|
|
||||||
Ενισχυμένη συνεργασία |
|
|
|
|
|
||||||
Εισηγητής(ές) |
Dariusz Rosati |
|
|||||||||
Εισηγητής(ές) που αντικαταστάθηκε(καν) |
|
|
|||||||||
Εξέταση στην επιτροπή |
7.5.2007 |
21.5.2007 |
26.6.2007 |
|
|
||||||
Ημερομηνία έγκρισης |
27.6.2007 |
||||||||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+ : - : 0 : |
38 0 1 |
|||||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Mariela Velichkova Baeva; Zsolt László Becsey, Pervenche Berès, Sharon Bowles, Ieke van den Burg, David Casa, Jonathan Evans, Elisa Ferreira, Jean-Paul Gauzès, Donata Gottardi, Benoît Hamon, Gunnar Hökmark, Sophia in 't Veld, Othmar Karas, Christoph Konrad, Guntars Krasts, Kurt Joachim Lauk, Andrea Losco, Astrid Lulling, Cristobal Montoro Romero, Joseph Muscat, Lapo Pistelli, John Purvis, Alexander Radwan, Bernhard Rapkay, Heide Rühle, Eoin Ryan, Antolín Sánchez Presedo, Olle Schmidt, Margarita Starkevičiūtė |
||||||||||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Κατερίνα Μπατζελή, Harald Ettl, Werner Langen, Maria Petre, Gianni Pittella, Gilles Savary, Kristian Vigenin, Corien Wortmann-Kool |
||||||||||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Slavi Binev |
||||||||||
Ημερομηνία κατάθεσης |
28.6.2007 |
|
|||||||||
Παρατηρήσεις (πληροφορίες που διατίθενται σε μία μόνον γλώσσα) |
|
|
|||||||||