ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου

14.11.2007 - (11522/2007 – C6‑0246/2007 – 2001/0270(CNS))(Εκ νέου διαβούλευση) - *

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
Εισηγήτρια: Martine Roure

Διαδικασία : 2001/0270(CNS)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0444/2007
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0444/2007
Συζήτηση :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την πρόταση απόφασης-πλαισίου του Συμβουλίου για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου

(11522/2007 – C6‑0246/2007 – 2001/0270(CNS))

(Διαδικασία διαβούλευσης - Εκ νέου διαβούλευση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση του Συμβουλίου (11522/2007),

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο (COM(2001)0664)[1],

–   έχοντας υπόψη τη θέση του της 4ης Ιουλίου 2002[2],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 34, παράγραφος 2, σημείο β), της Συνθήκης ΕΕ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 39, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο το Κοινοβούλιο κλήθηκε από το Συμβούλιο να γνωμοδοτήσει εκ νέου (C6‑0246/2007),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 93, το άρθρο 51 και το άρθρο 55, παράγραφος 3, του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6‑0444/2007),

1.  εγκρίνει την πρόταση του Συμβουλίου όπως τροποποιήθηκε·

2.  καλεί το Συμβούλιο να τροποποιήσει αναλόγως την πρότασή του·

3.  καλεί το Συμβούλιο, σε περίπτωση που προτίθεται να απομακρυνθεί από το κείμενο που ενέκρινε το Κοινοβούλιο, να το ενημερώσει σχετικά·

4.  ζητεί να κληθεί εκ νέου να γνωμοδοτήσει σε περίπτωση που το Συμβούλιο προτίθεται να επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην πρόταση ή να την αντικαταστήσει με άλλο κείμενο·

5.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Κείμενο που προτείνει η ΕπιτροπήΤροποποιήσεις του Κοινοβουλίου

Τροπολογία 1

Αιτιολογική σκέψη 6

(6)       Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας απαιτεί τη λήψη ποικίλων μέτρων εντός συνολικού πλαισίου και μπορεί να μην περιορίζεται σε ποινικά ζητήματα. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο περιορίζεται στην καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Επειδή οι πολιτιστικές και νομικές παραδόσεις των κρατών μελών είναι, μέχρι κάποιο βαθμό, διαφορετικές, ιδίως στον τομέα αυτόν, δεν είναι δυνατή επί του παρόντος η πλήρης εναρμόνιση του δεν μου ποινικού δικαίου.

(6)       Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας απαιτεί τη λήψη ποικίλων μέτρων εντός συνολικού πλαισίου και μπορεί να μην περιορίζεται σε ποινικά ζητήματα. Επιβάλλεται μια νοοτροπία ανοχής κοινή στους θεσμούς του κράτους και στην κοινωνία. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο περιορίζεται στην καταπολέμηση ιδιαίτερα σοβαρών μορφών ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου. Επειδή οι πολιτιστικές και νομικές παραδόσεις των κρατών μελών είναι, μέχρι κάποιο βαθμό, διαφορετικές, ιδίως στον τομέα αυτόν, δεν είναι δυνατή επί του παρόντος η πλήρης εναρμόνιση του ποινικού δικαίου.

Τροπολογία 2

Αιτιολογική σκέψη 6 α (νέα)

 

(6α) Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης και οι συνέπειές της περιορίζονται από τις παρεκκλίσεις που προβλέπει, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο Άρθρο 1 (2).

Τροπολογία 3

Αιτιολογική σκέψη 6 β (νέα)

 

(6β) Η νομοθετική πολιτική πρέπει να αντανακλά το γεγονός ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία το ποινικό δίκαιο είναι πάντοτε το τελευταίο μέσο. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις αξίες που τίθενται υπό αίρεση, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση και του δικαιώματος κάθε ατόμου για ίση αντιμετώπιση και σεβασμό.

Αιτιολόγηση

Ένας ορισμός των εγκλημάτων ρατσισμού και ξενοφοβίας απαιτεί σοβαρή εξέταση των ορίων της ελευθερίας της έκφρασης. Με άλλα λόγια, το ποινικό δίκαιο πρέπει να είναι πάντοτε επικουρικό.

Τροπολογία 4

Αιτιολογική σκέψη 9 α (νέα)

 

(9α) η διάπραξη εγκλήματος ρατσιστικού ή ξενοφοβικού χαρακτήρα από ιεραρχικά ανώτερο πρέπει να εκλαμβάνεται πάντοτε ως επιβαρυντικό στοιχείο

Αιτιολόγηση

Συχνά είναι δύσκολο για θύματα ρατσισμού και ξενοφοβίας να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και στο εργασιακό περιβάλλον. Η εκμετάλλευση της επαγγελματικής κατάστασης πρέπει να εκλαμβάνεται ως επιβαρυντικό στοιχείο. Πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η εκμετάλλευση της υψηλότερης ιεραρχικής θέσης.

Τροπολογία 5

Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β

β) η τέλεση πράξης που αναφέρεται στο σημείο α) με δημόσια διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού,

β) η διάδοση ή διανομή φυλλαδίων, εικόνων ή άλλου υλικού με περιεχόμενο που συνιστά τέλεση πράξης στο πλαίσιο της έννοιας των σημείων (α), (γ) ή (δ),

Τροπολογία 6

Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο ε)

ε) Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν μόνον πράξεις οι οποίες είτε τελούνται κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη είτε έχουν απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα.

ε) Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέγουν να τιμωρούν μόνον πράξεις οι οποίες τελούνται κατά τρόπο απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό.

Αιτιολόγηση

Η έννοια της «διατάραξης της δημόσιας τάξης» πρέπει να εξαλειφθεί.

Τροπολογία 7

Άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο στ)

στ) Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αναφορά στη θρησκεία θεωρείται ότι καλύπτει, τουλάχιστον, συμπεριφορά η οποία συνιστά πρόσχημα για να κατευθύνονται οι πράξεις κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει φυλής, χρώματος, γενεαλογικών καταβολών, ή εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής.

στ) Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, η αναφορά στη θρησκεία θεωρείται ότι καλύπτει, τουλάχιστον, συμπεριφορά η οποία συνιστά πρόσχημα για να κατευθύνονται οι πράξεις κατά ομάδας προσώπων ή μέλους τέτοιας ομάδας που προσδιορίζεται βάσει φυλής, χρώματος, γενεαλογικών καταβολών, ή εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής. Ένα κράτος μέλος δεν αποκλείει ωστόσο, να αποκλείσει από την ποινική ευθύνη καμία έκφραση ή καμία συμπεριφορά ατόμου που προκαλεί ρατσιστικό μίσος . Ο σεβασμός της ελευθερίας της θρησκείας δεν παρεμποδίζει την αποτελεσματικότητα αυτής της απόφασης-πλαισίου.

Τροπολογία 8

Άρθρο 1, παράγραφος 2

2. Κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας απόφασης-πλαισίου από το Συμβούλιο, οιοδήποτε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να δηλώσει ότι θα τιμωρεί την άρνηση ή τη χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων που προβλέπονται στα σημεία γ) ή/και δ) της παραγράφου 1 μόνον εφόσον τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωρισθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικού δικαστηρίου αυτού του κράτους μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου ή με τελεσίδικη απόφαση μόνον διεθνούς δικαστηρίου.

2. Κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας απόφασης-πλαισίου από το Συμβούλιο, οιοδήποτε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να δηλώσει ότι θα τιμωρεί την άρνηση ή τη χονδροειδή υποτίμηση της σοβαρότητας των εγκλημάτων που προβλέπονται στα σημεία γ) ή/και δ) της παραγράφου 1 μόνον εφόσον τα εγκλήματα αυτά έχουν αναγνωρισθεί με τελεσίδικη απόφαση εθνικού δικαστηρίου αυτού του κράτους μέλους ή/και διεθνούς δικαστηρίου.

Τροπολογία 9

Άρθρο 2, παράγραφος 2

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ηθική αυτουργία στην τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, στοιχεία γ) και δ) τιμωρείται.

2. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι η ηθική αυτουργία στην τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 1, τιμωρείται.

Τροπολογία 10

Άρθρο 5, παράγραφος 1

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνα για τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, εφόσον διαπράττονται προς όφελός τους από οιοδήποτε άτομο, το οποίο δρα είτε σε ατομική βάση είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και το οποίο κατέχει διευθυντική θέση στο πλαίσιο του νομικού προσώπου, με βάση τα ακόλουθα:

1. Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να θεωρούνται υπεύθυνα για τις πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, εφόσον διαπράττονται από οιοδήποτε άτομο, το οποίο κατέχει διευθυντική θέση στο πλαίσιο του νομικού προσώπου, με βάση τα ακόλουθα:

α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή

 

α) εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή

 

β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή

β) εξουσία να λαμβάνει αποφάσεις εξ ονόματος του νομικού προσώπου, ή

γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο στο πλαίσιο του νομικού προσώπου.

γ) εξουσία να ασκεί έλεγχο στο πλαίσιο του νομικού προσώπου

 

και δρα υπό αυτήν την ιδιότητα

Τροπολογία 11

Άρθρο 5, παράγραφος 2

2.        Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους του προβλεπομένου στην παράγραφο 1 ατόμου καθιστά εφικτή την τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 προς όφελος του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από άτομο που τελεί υπό την εξουσία του.

2.        Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ήδη στην παράγραφο 1, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ένα νομικό πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους του προβλεπομένου στην παράγραφο 1 ατόμου καθιστά εφικτή την τέλεση των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2 από άτομο που τελεί υπό την εξουσία του και που βάσει του εθνικού δικαίου μπορούν να καταλογιστούν στο συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο .

Τροπολογία 12

Άρθρο 5, παράγραφος 3

3.        Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά φυσικών προσώπων τα οποία είναι αυτουργοί ή συνεργοί σε πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2.

3.        Η ευθύνη του νομικού προσώπου δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά φυσικών προσώπων τα οποία είναι αυτουργοί, υποκινητές ή συνεργοί σε πράξεις που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2.

Τροπολογία 13

Άρθρο 7 α (νέο)

 

Άρθρο 7α

Ελάχιστες υποχρεώσεις

 

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να υιοθετούν ή να διατηρούν ένα επίπεδο προστασίας όσον αφορά την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας ανώτερο από αυτό που ορίζεται στην παρούσα απόφαση - πλαίσιο .

 

2. Η εφαρμογή της παρούσας απόφασης - πλαισίου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει παράγοντα υποβάθμισης του επιπέδου προστασίας που παρέχεται ήδη από τα κράτη μέλη στους τομείς που διέπονται από την παρούσα απόφαση - πλαίσιο .

 

3. Καμία διάταξη της παρούσας απόφασης - πλαισίου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως θίγουσa μια υποχρέωση που αναλογεί στα κράτη μέλη δυνάμει της Διεθνούς Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών ρατσιστικών διακρίσεων της 7ης Μαρτίου 1966. Τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή την παρούσα απόφαση - πλαίσιο, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις αυτές.

Αιτιολόγηση

Η απόφαση-πλαίσιο πρέπει να περιλαμβάνει μια ρήτρα διατήρησης των δικαιωμάτων για να εξασφαλιστεί ότι η εφαρμογή της δεν θα οδηγεί σε υποβάθμιση του επιπέδου προστασίας που υφίσταται ήδη και που προβλέπεται στο άρθρο 6 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ (παράγραφοι 1 και 2). Πρέπει επίσης να περιλαμβάνει μια διάταξη που θα εξασφαλίζει ότι η εφαρμογή της δεν θα θίγει καμία από τις υποχρεώσεις που θέτει η Διεθνής Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών ρατσιστικών διακρίσεων (παράγραφος 3).

Τροπολογία 14

Άρθρο 7 β (νέο)

 

Άρθρο 7β

 

καμία διάταξη της παρούσας απόφασης - πλαίσιο δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να επηρεάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη με βάση τη Διεθνή Σύμβαση της 7ης Μαρτίου 1966 για την εξάλειψη κάθε μορφής ρατσιστικής διάκρισης. Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την παρούσα απόφαση - πλαίσιο σύμφωνα με αυτές τις υποχρεώσεις.

Αιτιολόγηση

Η πρόταση για διαγραφή των παραγράφων 1 και 2 από την πρόταση της εισηγήτριας: Μια πιο αυστηρή ποινική κύρωση για μια συμπεριφορά πρέπει πάντα να υποκαθίσταται όταν επιβάλλεται λιγότερο αυστηρή ποινική κύρωση για την ίδια πράξη. Πρόκειται για ιερό κανόνα του ποινικού δικαίου.

Τροπολογία 15

Άρθρο 7, παράγραφος 2

2.        Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα που αντιβαίνουν προς τις θεμελιώδεις αρχές τους σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως δε την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης όπως προκύπτουν από τις συνταγματικές παραδόσεις ή τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τον τύπο ή άλλα μέσα ενημέρωσης, όταν οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στον καθορισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης.

2.        Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν συνεπάγεται υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν μέτρα που αντιβαίνουν προς τις κοινές θεμελιώδεις αρχές τους σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία της έκφρασης, ιδίως δε την ελευθερία του τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης όπως προκύπτουν από τις συνταγματικές παραδόσεις ή τους κανόνες που διέπουν τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις διαδικαστικές εγγυήσεις για τον τύπο ή άλλα μέσα ενημέρωσης, όταν οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στον καθορισμό ή τον περιορισμό της ευθύνης.

Τροπολογία 16

Άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο γ)

γ)        προς όφελος νομικού προσώπου το οποίο έχει την έδρα του στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους

γ)        όταν το νομικό πρόσωπο που καθίσταται υπεύθυνο για την πράξη αυτή έχει την έδρα του στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους

Τροπολογία 17

Άρθρο 10, παράγραφος 3

3. Εντός τριών ετών από την εκπνοή της τασσόμενης στο άρθρο 10 παράγραφος 1 προθεσμίας, το Συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Για την προετοιμασία της επανεξέτασης αυτής, το Συμβούλιο ερωτά τα κράτη μέλη εάν αντιμετώπισαν δυσκολίες κατά τη δικαστική συνεργασία σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1. Επιπλέον, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Eurojust να υποβάλει έκθεση σχετικά με το εάν οι διαφορές μεταξύ εθνικών νομοθεσιών οδήγησαν σε προβλήματα δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα αυτόν.

3. Εντός τριών ετών από την εκπνοή της τασσόμενης στο άρθρο 10 παράγραφος 1 προθεσμίας, το Συμβούλιο επανεξετάζει την παρούσα απόφαση-πλαίσιο. Για την προετοιμασία της επανεξέτασης αυτής, το Συμβούλιο ερωτά τα κράτη μέλη εάν αντιμετώπισαν δυσκολίες κατά τη δικαστική συνεργασία σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 και ζητεί τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Το Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη, κατά την επανεξέταση, τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και των μη κυβερνητικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον τομέα . Επιπλέον, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από την Eurojust να υποβάλει έκθεση σχετικά με το εάν οι διαφορές μεταξύ εθνικών νομοθεσιών οδήγησαν σε προβλήματα δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα αυτόν.

Αιτιολόγηση

Θα πρέπει να ζητείται η γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την επανεξέταση της απόφασης - πλαισίου και να μελετώνται επίσης οι γνωμοδοτήσεις των μη κυβερνητικών οργανώσεων και της Υπηρεσίας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

Τροπολογία 18

Άρθρο 12

12. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται στο Γιβραλτάρ.

12. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο εφαρμόζεται και στο Γιβραλτάρ.

  • [1]  EE C 75 E, 26.3.2002, σελ. 269.
  • [2]  ΕΕ C 271 E, 12.11.2003, σελ. 558.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Η πρώτη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων τον Αύγουστο 2007 καταδεικνύει ότι τα εγκλήματα ρατσισμού παρουσιάζουν αύξηση σε τουλάχιστον οκτώ ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με την έκθεση, «η βία και τα ρατσιστικά εγκλήματα παραμένω μια σοβαρή ασθένεια στην Ευρώπη». Αυτό επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά τον επείγοντα χαρακτήρα της αποτελεσματικής καταπολέμησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο καθεμιάς από αυτές τις μάστιγες, του ρατσισμού, της δυσανεξίας και της ξενοφοβίας

Όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ διαθέτουν σε κάποιο βαθμό μια νομοθεσία για την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, υπάρχουν όμως αποκλίσεις μεταξύ τους. Η διαφοροποίηση αυτή καθιστά πρόδηλη την ανάγκη ευρωπαϊκής εναρμόνισης για να εξασφαλιστεί η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε διασυνοριακή κλίμακα και στην Ευρώπη γενικότερα.

Ιστορικό

Το Συμβούλιο ενέκρινε το 1996 την κοινή δράση 96/443/JAI σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Το νομοθέτημα αυτό περιέχει διατάξεις που προβλέπουν την εναρμόνιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών και τη βελτίωση της αμοιβαίας αρωγής στον τομέα της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.

Η Επιτροπή παρουσίασε μια πρόταση απόφασης-πλαισίου σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας τον Νοέμβριο του 2001[1]. Αυτή η πρόταση είχε διπλό στόχο: Να επιβάλει για τα ίδια ρατσιστικά και ξενοφοβικά εγκλήματα στις ίδιες ποινικές κυρώσεις σε όλα τα κράτη μέλη και να βελτιώσει τη δικαστική συνεργασία σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, η καινοτομία σε σχέση με την κοινή δράση συνίστατο στο γεγονός ότι αντί να γίνεται επιλογή μεταξύ της δίωξης αυτών των συμπεριφορών και της παρέκκλισης από την αρχή του μη δις δικάζειν, τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να λάβουν μέτρα για να τιμωρήσουν αυτές τις συμπεριφορές ως ποινικά αδικήματα.

Παρά τις πολλές συζητήσεις στο Συμβούλιο δεν έχει επιτευχθεί ποτέ συμφωνία πάνω στο κείμενο αυτό. Η ιταλική αντιπροσωπεία που είχε πάντοτε μέχρι τότε προβάλει αντιρρήσεις γι αυτή τη διάταξη, και που είχε προτείνει ένα εναλλακτικό κείμενο το Μάρτιο του 2003, ήρε τις επιφυλάξεις της το 2006. Αυτό επέτρεψε την αναδρομολόγηση της συζήτησης με βάση ένα συμβιβαστικό κείμενο που εισηγήθηκε η Λουξεμβουργική Προεδρία το 2005. Το Συμβούλιο κατέληξε χάρη στη Γερμανική Προεδρία σε πολιτική συμφωνία στις 19 Απριλίου 2007[2].

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε μια πρώτη γνωμοδότηση στις 4 Ιουλίου 2002 (έκθεση Ceyhun - T5-363/2002[3]). Ωστόσο, η γνωμοδότηση αυτή βασιζόταν στην αρχική πρόταση της Επιτροπής που είχε υποβληθεί το 2001. Το κείμενο του Συμβουλίου ωστόσο είναι καρπός πολυετών διαπραγματεύσεων και κατά συνέπεια έχει τροποποιηθεί κατά τρόπο ουσιαστικό. Για το λόγο αυτό έπρεπε να ζητηθεί και πάλι η γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου .

Θέση της εισηγήτριας

Η εισηγήτρια εκφράζει την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι το Συμβούλιο κατέληξε επιτέλους σε συμφωνία για μια απόφαση - πλαίσιο σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Πράγματι, η προστασία και η προώθηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Ευρωπαίων πολιτών και ιδιαίτερα η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας αποτελούν σημαντική προτεραιότητα της Ε.Ε.. Ήταν κατά συνέπεια πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία πάνω σε αυτήν την πρόταση απόφασης - πλαίσιο. Είναι σημαντικό να αποστείλει η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα δυνατό πολιτικό μήνυμα υπέρ των θεμελιωδών δικαιωμάτων μέσω της έγκρισης αυτού του κειμένου.

Η εισηγήτρια εκφράζει ωστόσο τη λύπη της για το γεγονός ότι το κείμενο που συνέταξε το Συμβούλιο δεν είναι αρκετά φιλόδοξο και δεν ανταποκρίνεται στην πολιτική πρόκληση που συνιστά η καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Απομένουν δυστυχώς πολύ λίγα στοιχεία από αυτά της πρότασης του 2001 την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε επιδιώξει να ενισχύσει με την πρώτη του έκθεση. Έχοντας επίγνωση της ανάγκης και της δυσκολίας να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση, η εισηγήτρια εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι ο συμβιβασμός αυτός βρέθηκε σε βάρος της νομικής ποιότητας της απόφασης - πλαίσιο. Ανησυχεί ιδιαίτερα από το γεγονός ότι το πεδίο εφαρμογής της έχει περιοριστεί σημαντικά. Είναι λυπηρό οι προσβολές ή η καθοδήγηση μιας ρατσιστικής ομάδας να μην αποτελούν αδικήματα όπως πρότεινε η Επιτροπή.

Επιπλέον, ο συμπληρωματικός περιορισμός που εισάγεται στο πεδίο εφαρμογής με την προσθήκη του άρθρου 1, παράγραφος 1(στ) το οποίο εξαιρεί ένα τμήμα των ρατσιστικών συμπεριφορών που υπαγορεύονται από θρησκευτικές πεποιθήσεις, είναι υπερβολικός κατά την άποψή της εισηγήτριας και πρέπει να τροποποιηθεί για να διασφαλίσει ότι αυτή η μορφή ρατσισμού θα διώκεται με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλες μορφές. Το ίδιο συμβαίνει και με την προσθήκη της διάταξης σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά που αναφέρεται στις παραγράφους 1(γ) και 1(δ) του άρθρου 1 « κινδυνεύει να προκαλέσει βία ή μίσος» Η υποτίμηση της σημασίας του εγκλήματος της γενοκτονίας είναι και αυτή μια μορφή ρατσισμού και τα κράτη μέλη πρέπει να είναι σε θέση να την τιμωρούν, ακόμη και αν δεν αποτελεί κίνδυνο πρόκλησης βίας ή μίσους.

Η εισηγήτρια θεωρεί παρά ταύτα ότι αυτή η απόφαση-πλαίσιο αποτελεί ένα σημαντικό πρώτο βήμα για την καλύτερη καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε ευρωπαϊκή κλίμακα και για μια ελάχιστη εναρμόνιση σε αυτόν τον τομέα. Η έγκρισή της παραμένει απαραίτητη. Επιμένει ωστόσο στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να προχωρήσει περισσότερο με την ευκαιρία της επανεξέτασης της απόφασης - πλαίσιο που προβλέπεται ύστερα από περίοδο τριών ετών. Προτείνει, εξάλλου, την προσθήκη μιας παραγράφου (Άρθρο 7α νέο) που θα προβλέπει ταυτόχρονα μια ρήτρα μη επιστροφής ούτως ώστε η απόφαση-πλαίσιο να μην εξασθενίζει την προστασία σύμφωνα με το άρθρο 6 της Οδηγίας "Race" 2000/43/ΕΚ· και να παρέχεται η εγγύηση ότι η απόφαση-πλαίσιο δεν θα επιτρέπει ένα επίπεδο προστασίας χαμηλότερο από αυτό που διασφαλίζει η διεθνής σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών ρατσιστικής διάκρισης .

Η εισηγήτρια υπενθυμίζει ότι για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της μάχης κατά του ρατσισμού, αυτή η απόφαση - πλαίσιο πρέπει να ενταχθεί σε μια σφαιρική δέσμη ευρωπαϊκών μηχανισμών για την καταπολέμηση όλων των μορφών διακρίσεων . Πράγματι, η τελευταία έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καταδεικνύει ότι οι διακρίσεις με βάση την προέλευση συνεχίζονται ιδίως στους τομείς της απασχόλησης, της εκπαίδευσης και της στέγασης. Για το λόγο αυτό η απόφαση - πλαίσιο για το ρατσισμό πρέπει να συμπληρωθεί με την έγκριση μιας γενικής οδηγίας κατά του συνόλου των διακρίσεων σύμφωνα με το Άρθρο 13 της Συνθήκης.

Η εισηγήτρια εκφράζει τέλος στη λύπη της για το γεγονός ότι η εμβέλεια της απόφασης-πλαισίου σχετικά με την καταπολέμηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας περιορίστηκε με τον κανόνα της ομοφωνίας στο Συμβούλιο και με απλή διαβούλευση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα αυτόν. Τονίζει την επείγουσα ανάγκη να θεσπιστεί η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία και με συναπόφαση για το σύνολο του τρίτου πυλώνα.

12.11.2007

ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ

σύμφωνα με το Άρθρο 48, παράγραφος 3, του Κανονισμού

του Koenraad Dillen

Η νομική προστασία έναντι ρατσιστικών πράξεων μπορεί θαυμάσια να εξασφαλίζεται από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών και, επομένως, η παρέμβαση της ΕΕ είναι ασύμβατη με την αρχή της επικουρικότητας.

Αυτή η απόφαση-πλαίσιο αποτελεί χτύπημα στην ελευθερία της έκφρασης. Ενώ είναι αποδεκτό να καταπολεμάται ο ρατσισμός με τη διενέργεια προκλήσεων ή με την χρήση κάποιας βίας, δεν είναι αποδεκτό η έννοια του ρατσισμού να συγχέεται με νόμιμο δημόσιο προβληματισμό για ορισμένα θέματα, π.χ. αντίθεση στη μαζική μετανάστευση ή στον εξισλαμισμό, ή προάσπιση της εθνικής ταυτότητας.

Αυτή η σύγχυση υπάρχει, όπως συνάγεται από τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Κέντρου Παρακολούθησης του Ρατσισμού, σύμφωνα με την οποία η "ισλαμοφοβία" αποτελεί νέα μορφή διάκρισης και ότι ο παροξυσμός που προκλήθηκε από τις δανικές γελοιογραφίες θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με την θέσπιση νομοθεσίας κατά της βλασφημίας.

Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο απαγορεύει "την πρόκληση σε μίσος" σε σχέση με τη θρησκεία, πράγμα που σημαίνει ότι οποιοσδήποτε δημόσιος πολιτικός προβληματισμός που ασκεί κριτική στο Ισλάμ και στον εξισλαμισμό μπορεί να ερμηνευθεί ως "πρόκληση σε μίσος" των μουσουλμάνων. Αυτή η απόφαση-πλαίσιο καθιστά αδύνατη οποιαδήποτε συζήτηση για τη μετανάστευση και το Ισλάμ και θα έχει ως αποτέλεσμα αυθαίρετες καταγγελίες και διώξεις κορυφαίων πολιτικών σ' αυτή τη συζήτηση.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου

Έγγραφα αναφοράς

11522/2007 - C6-0246/2007 - KOM(2001)0664 - C5-0689/2001 - 2001/0270(CNS)

Ημερομηνία κλήσης του ΕΚ προς γνωμοδότηση

21.12.2001

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE

3.9.2007

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)

       Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

JURI

3.9.2007

 

 

 

Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει

       Ημερομηνία της απόφασης

JURI

3.10.2007

 

 

 

Εισηγήτρια(ιες)

       Ημερομηνία ορισμού

Martine Roure

21.2.2005

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

2.10.2007

12.11.2007

 

 

Ημερομηνία έγκρισης

12.11.2007

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

34

4

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Carlos Coelho, Esther De Lange, Παναγιώτης Δημητρίου, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Bárbara Dührkop Dührkop, Kinga Gál, Patrick Gaubert, Lilli Gruber, Ewa Klamt, Magda Kósáné Kovács, Barbara Kudrycka, Σταύρος Λαμπρινίδης, Henrik Lax, Roselyne Lefrançois, Claude Moraes, Javier Moreno Sánchez, Martine Roure, Luciana Sbarbati, Inger Segelström, Károly Ferenc Szabó, Søren Bo Søndergaard, Vladimir Urutchev, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Manfred Weber, Tatjana Ždanoka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Αδάμος Αδάμου, Simon Busuttil, Marco Cappato, Koenraad Dillen, Maria da Assunção Esteves, Ignasi Guardans Cambó, Luis Herrero-Tejedor, Sophia in ‘t Veld, Carlos José Iturgaiz Angulo, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Eva-Britt Svensson,

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Carmen Fraga Estévez, Fernando Fernández Martín

Ημερομηνία κατάθεσης

14.11.2007

  • [1]  COM(2001)664, ΕΕ C 75 E της 26.3.2002, σελ. 269.
  • [2]  Έγγραφο 5118/07 DROIPEN 1.
  • [3]  ΕΕ C 271 E της 12.11.2003, σελ. 379.