ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
29.1.2008 - (2007/2286(INI))
Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
Εισηγητές: Richard Corbett και Íñigo Méndez de Vigo
- ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Οι αρμοδιότητες της Ένωσης Η ΣΛΕΕ αναφέρει επίσης την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης, που δεν εντάσσονται στις τρεις κατηγορίες του πίνακα, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους. Οι τομείς αρμοδιοτήτων που είναι υπογραμμισμένοι σε καθεμία από τις στήλες αντιστοιχούν σε τομείς για τους οποίους δεν προβλέπεται αυτήν τη στιγμή καμία ειδική διάταξη στις Συνθήκες, αλλά όπου η Ένωση έχει ήδη αναλάβει δραστηριότητα, προσφεύγοντας στις διατάξεις που αφορούν την εσωτερική αγορά ή στο άρθρο 308 ΣΕΚ.
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Κατάλογος των νέων περιπτώσεων που υπάγονται σε ειδική πλειοψηφία
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: Νομοθετικές πράξεις - συνήθης νομοθετική διαδικασία
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: Νομοθετικές πράξεις - ειδικές νομοθετικές διαδικασίες
- ΕΠΙΣΤΟΛΗ της Επιτροπής ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Ανάπτυξης
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Προϋπολογισμών
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Βιομηχανίας, Ερευνας και Ενέργειας
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων
- ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη της Λισαβόνας που τροποποιεί τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη Ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που υπεγράφη στις 13 Δεκεμβρίου 2007,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας όπως τροποποιήθηκαν από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη και τις Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ και της Νίκαιας,
– έχοντας υπόψη τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της 12ης Δεκεμβρίου 2007[1],
– έχοντας υπόψη τη Διακήρυξη του Laeken της 15ης Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με το Μέλλον της Ένωσης[2],
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη που θεσπίζει Σύνταγμα για την Ευρώπη, η οποία υπογράφτηκε στη Ρώμη στις 29 Οκτωβρίου 2004,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 7ης Ιουνίου 2007 σχετικά με τον χάρτη πορείας για τη συνταγματική διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[3], και το ψήφισμά του της 11ης Ιουλίου 2007 σχετικά με τη σύγκλιση της Διοργανικής Διάσκεψης[4],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, της Επιτροπής Ανάπτυξης, της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου, της Επιτροπής Προϋπολογισμών, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας, και της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (A6‑0013/2008),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα τελευταία 50 χρόνια η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε θεμελιώδης για την εγκαθίδρυση ενός χώρου ειρήνης και σταθερότητας σε μια ήπειρο η οποία προηγουμένως μαστιζόταν από τον πόλεμο, την εδραίωση της δημοκρατίας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των πολιτών, την ενίσχυση της ευημερίας, της αλληλεγγύης και της πρόνοιας μέσω της δημιουργίας της μεγαλύτερης ενιαίας αγοράς στον κόσμο με κοινούς κανόνες για τα κοινωνικά πρότυπα, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των καταναλωτών και τον δίκαιο ανταγωνισμό, και με μια οικονομική και νομισματική ένωση, γεγονός που επέτρεψε στα κράτη μέλη να συνεργαστούν για να αντιμετωπίσουν ζητήματα που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, ώστε να αποκτήσει η Ευρώπη ισχυρότερη φωνή στις διεθνείς υποθέσεις,
Β. εκτιμώντας ότι έχει γίνει παραδεκτή η ανάγκη να μεταρρυθμιστούν και να ενισχυθούν οι δομές της Ένωσης έτσι ώστε να εδραιωθούν αυτά τα επιτεύγματα και να βελτιωθεί η δυνατότητα μιας Ένωσης με 27, και ενδεχομένως περισσότερα, κράτη μέλη να λειτουργεί αποτελεσματικά έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις και να υποβληθεί σε μεγαλύτερη δημοκρατική λογοδοσία,
Γ. εκτιμώντας ότι η ανάγκη αυτή ήταν και η απαρχή των διαδοχικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες, από την εποχή της Συνθήκης του Μάαστριχτ -η οποία σήμανε ένα σημείο καμπής στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με τη δημιουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ένωσης και τη μετάβαση από μια κατά βάση οικονομική κοινότητα σε μια πολιτική ένωση- - έχουν προσπαθήσει να ρυθμίσουν τη θεσμική δομή της Ένωσης και οδήγησαν στη Διακήρυξη του Laeken, η οποία επίσης άνοιξε το δρόμο σε διάφορες μεταρρυθμιστικές διαδικασίες οι οποίες βασίζονταν στη μέθοδο της συνέλευσης και έπαψαν να βασίζονται αποκλειστικά σε διακυβερνητικές διασκέψεις,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη που θεσπίζει Σύνταγμα για την Ευρώπη καταρτίστηκε από μια Συνέλευση η οποία απαρτιζόταν από δύο εκπροσώπους από κάθε εθνικό κοινοβούλιο, 16 βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δύο εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και έναν εκπρόσωπο από κάθε εθνική κυβέρνηση, οι οποίοι εκπόνησαν ένα σχέδιο ύστερα από δημόσια συζήτηση, καταλήγοντας σε συναίνεση, το οποίο αφέθηκε ουσιαστικά αμετάβλητο από τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2004, ενώ η συνακόλουθη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία εγκατέλειψε ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του Συντάγματος, προέκυψε μέσα από πλέον παραδοσιακές διακυβερνητικές μεθόδους εργασίας, με πλήρη συμμετοχή όμως τριών αντιπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προηγούμενη προσπάθεια μεταρρύθμισης της Ένωσης με αντικατάσταση των Συνθηκών από ένα Σύνταγμα επιδοκιμάστηκε από την πολύ μεγάλη πλειοψηφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων των ευρωπαίων πολιτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο[5] και κυρώθηκε από τα 2/3 των κρατών μελών, αλλά απορρίφθηκε από δύο κράτη μέλη (Γαλλία και Κάτω Χώρες) και, ύστερα από μια περίοδο προβληματισμού κατά την οποία κατέστη σαφές ότι δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί η απαραίτητη έγκριση από όλα τα κράτη μέλη, η προσέγγιση αυτή εγκαταλείφθηκε και επελέγη αντ' αυτής η προσέγγιση της τροποποίησης των υφιστάμενων Συνθηκών,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι αυτή η αλλαγή μεθόδου και διαδικασίας, αν και διατηρεί σε νέα μορφή πολλές από τις πρακτικές ρυθμίσεις της θεσμικής δομής της Ένωσης οι οποίες είχαν εξεταστεί, συνεπάγεται μια μείωση των φιλοδοξιών και εγκατάλειψη ορισμένων χαρακτηριστικών του Συντάγματος, την αναβολή της θέσης σε ισχύ ορισμένων από τους νέους μηχανισμούς του και την ενσωμάτωση στις Συνθήκες ιδιαίτερων μέτρων που αφορούν ειδικά διάφορα κράτη μέλη,
Ζ. εκτιμώντας ότι, ωστόσο, η συμφωνία όλων ανεξαιρέτως των εθνικών κυβερνήσεων της Ένωσης με τη Συνθήκη καταδεικνύει ότι όλες οι εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών μελών θεωρούν ότι ο συμβιβασμός αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία επιθυμούν να συνεργάζονται στο μέλλον και θα απαιτήσει από την κάθε μια κυβέρνηση να επιδείξει μέγιστη πολιτική δέσμευση ώστε να εξασφαλίσει την κύρωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2009,
Η. εκτιμώντας ότι είναι επιθυμητό η Συνθήκη της Λισαβόνας να κυρωθεί έως το τέλος του 2008 από όλα τα κράτη μέλη, έτσι ώστε οι πολίτες κατά τις εκλογές του 2009 να δώσουν την ψήφο τους έχοντας πλήρη γνώση του νέου θεσμικού πλαισίου της Ένωσης,
Ένα θετικό βήμα για το μέλλον της Ένωσης
1. συμπεραίνει ότι, εξεταζόμενη συνολικά, η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί αισθητή βελτίωση σε σχέση με τις υφιστάμενες Συνθήκες, η οποία θα προσδώσει μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμότητα και ικανότητα λήψης αποφάσεων στην Ένωση (μέσω της ενίσχυσης των ρόλων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων), θα ενισχύσει τα δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην Ένωση και θα βελτιώσει την πραγματική λειτουργία των θεσμικών οργάνων της Ένωσης·
Περισσότερη δημοκρατική νομιμότητα
2. χαιρετίζει το γεγονός ότι θα ενισχυθεί η δημοκρατική νομιμότητα, και η ικανότητα λήψεως αποφάσεων πράγμα που θα επιτρέψει στους πολίτες να έχουν μεγαλύτερο έλεγχο στη δράση της Ένωσης, ιδίως λόγω των εξής βελτιώσεων:
(α) η έγκριση οποιασδήποτε νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπόκειται σε ένα επίπεδο κοινοβουλευτικού ελέγχου που δεν υπάρχει σε καμιά άλλη υπερεθνική ή διεθνή δομή:
– όλη η ευρωπαϊκή νομοθεσία, με λίγες εξαιρέσεις, θα υποβάλλεται στην διπλή έγκριση, με ίσους όρους, του Συμβουλίου (που απαρτίζεται από εθνικούς υπουργούς υπόλογους στα κοινοβούλιά τους) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (που απαρτίζεται από άμεσα εκλεγμένους βουλευτές του ΕΚ)·
– ο προηγούμενος έλεγχος των εθνικών κοινοβουλίων επί του συνόλου της νομοθεσίας της Ένωσης θα ενισχυθεί, δεδομένου ότι τα κοινοβούλια θα λαμβάνουν όλες τις ευρωπαϊκές νομοθετικές προτάσεις έγκαιρα προκειμένου να τις συζητούν με τους υπουργούς τους πριν το Συμβούλιο εγκρίνει θέση και θα αποκτήσουν επίσης το δικαίωμα, να απαιτήσουν επανεξέταση μιας πρότασης εάν πιστεύουν ότι δεν σέβεται την αρχή της επικουρικότητας·
(β) ο Πρόεδρος της Επιτροπής θα εκλέγεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν προτάσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην οποία θα λαμβάνονται υπόψη οι εκλογές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
(γ) ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ένωσης για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας θα ορίζεται τόσο από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο όσο και από τον Πρόεδρο της Επιτροπής και, ως μέλος της Επιτροπής πρέπει να υπόκειται στην ίδια διαδικασία εγκατάστασης όπως κάθε άλλος επίτροπος·
(δ) καθιερώνεται νέα, απλούστερη και περισσότερο δημοκρατική διαδικασία προϋπολογισμού με μία μόνο ανάγνωση: καταργείται η διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών, πράγμα το οποίο θα διασφαλίσει την πλήρη ισότητα μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου όσον αφορά την έγκριση του συνόλου του ετήσιου προϋπολογισμού, ενώ στο Κοινοβούλιο αναγνωρίζεται εξάλλου το δικαίωμα να εγκρίνει το νομικά δεσμευτικό πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο·
(ε) θα ενισχυθεί ο δημοκρατικός έλεγχος σε σχέση με τις νομοθετικές εξουσίες που μεταβιβάζονται στην Επιτροπή, μέσω ενός νέου συστήματος εποπτείας σύμφωνα με το οποίο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο θα μπορεί είτε να ανακαλεί αποφάσεις της Επιτροπής είτε να ανακαλεί την εκχώρηση·
(στ) θα απαιτείται η συγκατάθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την έγκριση ευρέος φάσματος διεθνών συμφωνιών που έχει υπογράψει η Ένωση, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τομείς που υπόκεινται στη συνήθη νομοθετική διαδικασία στην εσωτερική σφαίρα δραστηριοτήτων της Ένωσης·
(ζ) το Συμβούλιο θα συνεδριάζει δημόσια όταν συζητεί ή ψηφίζει επί σχεδίων νομοθετικών πράξεων, έτσι ώστε να δίνεται στους πολίτες, η δυνατότητα να βλέπουν πώς ενεργεί η κυβέρνησή τους στο Συμβούλιο·
(η) οι οργανισμοί, και ιδίως η Europol και Eurojust, θα υπαχθούν σε μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό έλεγχο·
(θ) η Επιτροπή Περιφερειών αποκτά δυνατότητα προσφυγής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυξάνεται η θητεία των μελών της σε πέντε έτη και προσδιορίζονται με σαφέστερο τρόπο οι σχέσεις της με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·
(ι) η διαδικασία αναθεώρησης των Συνθηκών θα είναι στο μέλλον πιο ανοιχτή και πιο δημοκρατική, δεδομένου ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα αποκτήσει και αυτό την εξουσία να υποβάλλει σχετικές προτάσεις, ο δε έλεγχος οποιασδήποτε προτεινόμενης αναθεώρησης πρέπει να διενεργείται από μια Συνέλευση η οποία θα περιλαμβάνει εκπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκτός εάν το Κοινοβούλιο συμφωνήσει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο, ενώ καθιερώνονται νέες απλοποιημένες διαδικασίες αναθεώρησης για την τροποποίηση, με ομόφωνη απόφαση, ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης, με την έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων·
Επιβεβαίωση αξιών, ενίσχυση δικαιωμάτων των πολιτών, βελτίωση της σαφήνειας
3. χαιρετίζει το γεγονός ότι τα δικαιώματα των πολιτών θα ενισχυθούν λόγω των ακόλουθων βελτιώσεων:
(α) ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, ο οποίος εκθέτει πλήρως ενημερωμένο κατάλογο με το σύνολο των αστικών, πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, καθίσταται νομικά δεσμευτικός· παρέχει νομική ασφάλεια στους πολίτες της Ένωσης, διασφαλίζοντας ότι όλες οι διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και όλες οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουν τα θεσμικά όργανα της ΕΕ ή βασίζονται στο κοινοτικό δίκαιο θα πρέπει να συμμορφώνονται με αυτά τα πρότυπα, με σεβασμό της αρχής της επικουρικότητας·
(β) η Ένωση πρόκειται να ζητήσει να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, γεγονός που θα υποβάλλει την Ένωση στην ίδια εξωτερική εξέταση όσον αφορά την υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων των πολιτών όπως ισχύει και με τα κράτη μέλη της·
(γ) οι νέες διατάξεις θα διευκολύνουν τη συμμετοχή των πολιτών και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών στις συζητήσεις της Ένωσης· θα ενθαρρυνθεί ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους και ο διάλογος με τις εκκλησίες, τις θρησκευτικές κοινότητες και τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα οργανώσεις·
(δ) η καθιέρωση του δικαιώματος πρωτοβουλίας των πολιτών της ΕΕ θα δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες να υποβάλουν προτάσεις σε θέματα στα οποία θεωρούν ότι μια νομική πράξη της Ένωσης "απαιτείται για λόγους εφαρμογής των Συνθηκών"·
(ε) αυξάνεται η δικαστική προστασία των πολιτών, καθώς η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επεκταθεί σε θέματα ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης καθώς και σε πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και οργανισμών της Ένωσης, ενώ παράλληλα προβλέπονται μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης στις διαδικασίες του από φυσικά και νομικά πρόσωπα·
4. χαιρετίζει το γεγονός ότι η Συνθήκη ορίζει με σαφέστερο και πιο ορατό τρόπο τις αξίες, που είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη, πάνω στις οποίες είναι θεμελιωμένη η Ένωση, καθώς και τους στόχους της Ένωσης και τις αρχές που διέπουν τη δράση της και τις σχέσεις της με τα κράτη μέλη:
(α) οριοθετούνται καλύτερα οι αρμοδιότητες της Ένωσης απέναντι στα κράτη μέλη, βάσει της αρχής ότι όλες οι αρμοδιότητες που δεν μεταβιβάζονται στην Ένωση με τις Συνθήκες, παραμένουν στα κράτη μέλη·
(β) υπάρχει μεγαλύτερη έμφαση στις πολιτικές οι οποίες ωφελούν ορατά τους πολίτες: υπάρχουν νέες διατάξεις γενικής εφαρμογής σχετικά με την προώθηση υψηλού επιπέδου απασχόλησης, την εξασφάλιση επαρκούς κοινωνικής προστασίας, την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κατάρτισης και υγείας, την εξάλειψη κάθε είδους διακρίσεων και την προώθηση της ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών· νέες διατάξεις ενισχύουν την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της αλλαγής του κλίματος και της διατήρησης των κοινωφελών υπηρεσιών· η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή επαναβεβαιώνονται ως στόχος της Ένωσης·
(γ) θα τερματισθεί η σύγχυση μεταξύ "Ευρωπαϊκής Κοινότητας" και "Ευρωπαϊκής Ένωσης", δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση καθίσταται ενιαία νομική οντότητα και δομή·
(δ) η ρήτρα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών προσφέρει στους πολίτες την προσδοκία ότι θα δεχθούν στήριξη από όλα τα μέρη της Ένωσης σε περίπτωση τρομοκρατικής επίθεσης ή φυσικής ή ανθρωπογενούς καταστροφής·
(ε) επιβεβαιώνεται η ιδιαιτερότητα της θεσμικής οργάνωσης της Ένωσης, στην οποία τα κράτη μέλη εμπιστεύονται ορισμένες από τις αρμοδιότητες που θεωρούν ότι ασκούνται καλύτερα μέσω κοινών μηχανισμών, προβλέποντας παράλληλα, προς αποφυγή οποιωνδήποτε αμφιβολιών επαρκείς διασφαλίσεις ότι η Ένωση δεν θα εξελιχθεί σε ένα συγκεντρωτικό πανίσχυρο "υπερκράτος":
– η υποχρέωση να γίνεται σεβαστή η εθνική ταυτότητα των κρατών μελών "που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση", καθώς και οι "ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως δε οι λειτουργίες που αποβλέπουν στη διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας"·
– οι αρχές των μεταβιβαζόμενων εξουσιών (βάσει της οποίας οι μοναδικές αρμοδιότητες της Ένωσης είναι εκείνες που της μεταβιβάζονται από τα κράτη μέλη), της επικουρικότητας και της αναλογικότητας·
– η συμμετοχή των ίδιων των κρατών μελών στο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ένωσης και η συμφωνία τους για οποιεσδήποτε αλλαγές σε αυτό·
– η αναγνώριση του δικαιώματος οποιουδήποτε κράτους μέλους κατόπιν ιδίας επιθυμίας να αποχωρήσει από την Ένωση·
Μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα
5. χαιρετίζει το γεγονός ότι η νέα Συνθήκη θα ενισχύσει τη δυνατότητα των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να φέρουν εις πέρας αποτελεσματικότερα το έργο τους, ιδίως επειδή:
(α) θα αυξηθούν σημαντικά οι τομείς στους οποίους οι κυβερνήσεις εντός του Συμβουλίου αποφασίζουν με ειδική πλειοψηφία και όχι με ομοφωνία, κάτι που θα επιτρέψει στην Ένωση των 27 κρατών μελών να λειτουργεί σε περισσότερους τομείς χωρίς εμπλοκή από βέτο·
(β) ένα σύστημα ψηφοφορίας με "διπλή πλειοψηφία" θα διευκολύνει την επίτευξη αποφάσεων στο Συμβούλιο·
(γ) το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα καταστεί ένα καθ' όλα πλήρες όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η εξάμηνη περιτροπή στην Προεδρία θα αντικατασταθεί από Πρόεδρο εκλεγόμενο από τα μέλη του για θητεία δυόμισι ετών, κάτι που θα δώσει τη δυνατότητα για μεγαλύτερη συνοχή στην προετοιμασία και τη συνέχεια των εργασιών του·
(δ) ο αριθμός των μελών της Επιτροπής θα μειωθεί, αρχίζοντας από το 2014, στα 2/3 του αριθμού των κρατών μελών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η ικανότητα δράσης της Επιτροπής και επίσης να καταστεί σαφέστερο ότι τα μέλη της Επιτροπής είναι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού συμφέροντος και όχι των κρατών προέλευσής τους, ενώ το σύστημα της περιτροπής θα διασφαλίζει περαιτέρω την ίση συμμετοχή όλων των κρατών μελών·
(ε) θα υπάρχει αισθητή ενίσχυση της προβολής της Ένωσης και της δυνατότητάς της να δρα ως παγκόσμιος παράγοντας:
– ο Ύπατος Εκπρόσωπος για την Εξωτερική Πολιτική της Ένωσης και ο Επίτροπος Εξωτερικών Σχέσεων - δύο θέσεις οι οποίες προκαλούσαν αλληλοκάλυψη και σύγχυση - θα συγχωνευτούν σε μια θέση με τη δημιουργία ενός Αντιπροέδρου της Επιτροπής/Ύπατου Εκπρόσωπου για τις Εξωτερικές Υποθέσεις και την Πολιτική Ασφάλειας, ο οποίος θα προεδρεύει του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων και θα είναι σε θέση να ομιλεί για λογαριασμό της Ένωσης για τα θέματα εκείνα στα οποία η Ένωση έχει κοινή θέση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη συνεκτικότητα στην εξωτερική δράση της Ένωσης·
– θα υπάρξει μια ενιαία υπηρεσία εξωτερικών δράσεων, απαρτιζόμενη από δημόσιους λειτουργούς της Επιτροπής και του Συμβουλίου και των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών, η οποία είναι δυνατόν να συσταθεί από το Συμβούλιο μόνο με τη συναίνεση της Επιτροπής και κατόπιν ακροάσεως του Κοινοβουλίου· αυτή η εξωτερική υπηρεσία θα διευθύνεται από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής και Ύπατο Εκπρόσωπο και αποβλέπει σε μεγαλύτερη συνεκτικότητα κατά την ανάπτυξη και εφαρμογή της εξωτερικής πολιτικής της Ένωσης·
– η ικανότητα της Ένωσης να αναπτύσσει κοινές δομές στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας και της αμυντικής πολιτικής θα ενισχυθεί, μεταξύ άλλων με την προσθήκη ρήτρας που προβλέπει την αμοιβαία βοήθεια και συνδρομή σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, ενισχύοντας έτσι το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και με εξασφάλιση της απαραίτητης ευελιξίας ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι διαφορετικές προσεγγίσεις των κρατών μελών σε τέτοια ζητήματα·
(στ) η διάκριση μεταξύ νομοθετικών και εκτελεστικών μηχανισμών θα διευκρινιστεί και ο νέος ορισμός των μεταβιβαζόμενων πράξεων θα καταστήσει δυνατό να απλουστευθεί και να εξορθολογιστεί η νομοθεσία της Ένωσης·
(ζ) εγκαταλείπεται η δομή των πυλώνων, κάτι που επιτρέπει την ενότητα δράσης στους διάφορους τομείς δραστηριοτήτων της Ένωσης, με απλουστευμένους μηχανισμούς και όργανα, αν και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας συνεπάγεται ιδιαίτερες διαδικασίες σε αυτούς τους τομείς·
(η) η δράση στον τομέα της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης θα έχει πιο φιλόδοξους στόχους και πιο αποτελεσματικές διαδικασίες, δεδομένου ότι δεν θα χρησιμοποιεί πλέον ξεχωριστούς διακυβερνητικούς μηχανισμούς και διαδικασίες και θα υπόκειται σε δικαστική εξέταση, κάτι το οποίο υπόσχεται απτή πρόοδο όσον αφορά τα ζητήματα δικαιοσύνης, ασφάλειας και μετανάστευσης·
(θ) οι στόχοι και οι αρμοδιότητες της Ένωσης στους τομείς της αλλαγής του κλίματος, των δικαιωμάτων των παιδιών, της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Γειτονίας, της ανθρωπιστικής βοήθειας, της ενέργειας (συμπεριλαμβανομένης της αναφοράς στη Συνθήκη στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών σε αυτό τον τομέα), του διαστήματος, της έρευνας, του τουρισμού, του αθλητισμού, της δημόσιας υγείας και της προστασίας των πολιτών καθορίζονται με σαφέστερο τρόπο· η κοινή εμπορική πολιτική αναγνωρίζεται ως αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης·
(ι) σε ορισμένους άλλους τομείς θα γίνει δυνατό να εφαρμόζονται αποτελεσματικότερες μέθοδοι λήψης αποφάσεων, αμέσως μόλις υπάρξει η σχετική πολιτική βούληση·
(ια) υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο για ευέλικτες διευθετήσεις, στις περιπτώσεις όπου δεν είναι όλα τα κράτη μέλη πρόθυμα ή ικανά να προχωρήσουν την ίδια στιγμή με την εφαρμογή ορισμένων πολιτικών·
Ανησυχίες
6. έχει επίγνωση των διαδεδομένων εκφράσεων λύπης, διότι, ύστερα από τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και στις Κάτω Χώρες, στάθηκε αναγκαίο, προκειμένου να εξασφαλιστεί νέα συμφωνία μεταξύ των 27 κρατών μελών:
– να εγκαταλειφθεί η συνταγματική προσέγγιση και ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της, όπως η έννοια μιας Ένωσης που βασίζεται στη βούληση των πολιτών της και των κρατών μελών, ενιαίο και διαρθρωμένο κείμενο, η σαφέστερη ορολογία για τον καθορισμό των νομοθετικών εργαλείων, η καθιέρωση της σημαίας και του ευρωπαϊκού ύμνου στη Συνθήκη και η χρήση του τίτλου "Υπουργός Εξωτερικών" αντί για "Ύπατος Εκπρόσωπος"·
– να αναβληθεί η εφαρμογή σημαντικών στοιχείων της νέας Συνθήκης, όπως η θέση σε ισχύ του νέου συστήματος ψηφοφορίας στο Συμβούλιο (συνοδευόμενη από ειδικές διατάξεις για την αναβολή ψηφοφοριών, που είναι γνωστές ως "συμβιβασμός των Ιωαννίνων"), και να προστεθούν περιοριστικοί μηχανισμοί όπως τα "έκτακτα φρένα" στη συνήθη νομοθετική διαδικασία σε ορισμένους τομείς αρμοδιοτήτων·
– να ενσωματωθούν στη Συνθήκη ειδικά μέτρα για συγκεκριμένα επιμέρους κράτη μέλη, όπως η επέκταση των ρυθμίσεων προαιρετικής συμμετοχής σε θέματα αστυνομικής συνεργασίας και ποινικού δικαίου για δύο κράτη μέλη, το πρωτόκολλο που περιορίζει την επίδραση του Χάρτη στο εγχώριο δίκαιο δύο κρατών μελών και η επιπλέον κοινοβουλευτική έδρα που αποδόθηκε σε κράτος μέλος κατά παρέκκλιση από την αρχή της φθίνουσας αναλογικότητας·
– να τροποποιηθεί η διατύπωση ορισμένων αποσπασμάτων της Συνθήκης ή των δηλώσεων και των πρωτοκόλλων που προσαρτώνται σε αυτήν, προκαλώντας αδικαιολόγητη υιοθέτηση αρνητικού ύφους, κάτι που δίνει την εντύπωση δυσπιστίας απέναντι στην Ένωση και τα θεσμικά της όργανα και κατά συνέπεια στέλνει λανθασμένο μήνυμα στην κοινή γνώμη·
Συμπεράσματα
7. εγκρίνει τη Συνθήκη και υπογραμμίζει την ανάγκη όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης να επιτύχουν την κύρωσή της εγκαίρως προκειμένου να καταστεί δυνατόν να τεθεί σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2009·
8. πιστεύει ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας θα προσφέρει σταθερό πλαίσιο το οποίο θα καταστήσει δυνατή τη μελλοντική περαιτέρω ανάπτυξη της Ένωσης·
9. έχει επίγνωση του γεγονότος ότι μια τροποποιητική συνθήκη αναπόφευκτα είναι λιγότερο σαφής και ευανάγνωστη από μια κωδικοποιημένη συνθήκη· απαιτεί γι' αυτό το λόγο την ταχεία δημοσίευση των ενοποιημένων Συνθηκών, όπως αναθεωρούνται από την Συνθήκη της Λισαβόνας, που θα προσέφερε στους πολίτες ένα σαφέστερο βασικό κείμενο της Ένωσης·
10. επαναλαμβάνει το αίτημά του να καταβληθούν όλες οι δυνατές προσπάθειες, τόσο από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και από τις εθνικές αρχές σύμφωνα με την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας, έτσι ώστε να ενημερωθούν σαφώς και αντικειμενικά οι ευρωπαίοι πολίτες για το περιεχόμενο της Συνθήκης·
11. αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή του να προετοιμάσει τις αναγκαίες αλλαγές στον Κανονισμό του και να εκτιμήσει την ανάγκη για περαιτέρω εκτελεστικά μέτρα·
12. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα και την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων στα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών, στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα πρώην μέλη της Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης και να εξασφαλίσει ότι οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών γραφείων του, θα παράσχουν επαρκείς πληροφορίες για τη θέση του Κοινοβουλίου σχετικά με τη Συνθήκη.
- [1] Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως ανακηρύχθηκε στο Στρασβούργο στις 12 Δεκεμβρίου 2007.
- [2] Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken, διακήρυξη του Laeken σχετικά με το μέλλον της Ένωσης, SN 273/01, 15.12.2001.
- [3] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2007)0234 (Έκθεση Barón Crespo/Brok).
- [4] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2007)0328 (Έκθεση Leinen).
- [5] Με 500 ψήφους υπέρ, 137 κατά και 40 αποχές (Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Ιανουαρίου 2005 επί της Συνθήκης που θεσπίζει Σύνταγμα για την Ευρώπη - Έκθεση Corbett/Méndez de Vigo, ΕΕ C 247 E, 6.10.2005, σελ. 88).
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Υπάρχουν και στις πράξεις του ανθρώπου παλίρροιες,
που, αν τις κάνει την ώρα της πλημμυρίδας, πετυχαίνει,
αν όμως του ξεφύγει η κατάλληλη στιγμή,
ολόκληρο ταξίδι μιας ζωής σέρνεται στα ρηχά και στις κακοτυχίες.
Σε τέτοια φουσκωμένη θάλασσα πλέουμε τώρα και πρέπει,
να ακολουθήσουμε το ρεύμα όποτε είναι βολικό,
αλλιώς θα χάσουμε και πλοίο κι εμπορεύματα.
Ουίλιαμ Σαίξπηρ, Ιούλιος Καίσαρας.
(μετάφραση Ερρίκος Μπελιές)
I. Ιστορικό
1. Η διαδικασία της ευρωπαϊκής οικοδόμησης κάθε άλλο παρά μοιάζει με ένα "μακρύ ήρεμο ποτάμι": το 2004, είχαμε ως συν-εισηγητές το προνόμιο να εκπονήσουμε την έκθεση του Κοινοβουλίου σχετικά με τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη, και τώρα, τρία χρόνια αργότερα, μας ανατέθηκε η ίδια ευθύνη για τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η οποία πήρε τη θέση της.
Επομένως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μοναδική θέση, δεδομένου ότι πρέπει να απαντήσουμε στο κλασικό ερώτημα, εάν είναι δυνατόν να μπει κανείς "δις εις τον αυτόν ποταμόν". Η απάντησή μας πρέπει να είναι καταφατική, δεδομένου ότι μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να προσανατολίσουμε το Κοινοβούλιο έτσι ώστε, σύμφωνα με τα λόγια του Ουίλιαμ Σαίξπηρ με τα οποία ανοίγει η παρούσα αιτιολογική έκθεση "να ακολουθήσουμε το ρεύμα όποτε είναι βολικό" αντί να "χάσουμε και πλοίο κι εμπορεύματα".
Το καθήκον που ανατέθηκε στους συν-εισηγητές είναι κατ' ανάγκη διδακτικού χαρακτήρα: όπως κάναμε το 2004, προτείνουμε τώρα να συγκρίνουμε τις συνθήκες που είναι αυτή τη στιγμή σε ισχύ με τη συνθήκη που υπογράφτηκε στη Λισαβόνα στις 13 Δεκεμβρίου 2007 και η οποία υφίσταται αυτή τη στιγμή κύρωση στα 27 κράτη μέλη.
Για να ξέρουμε που πηγαίνουμε, είναι καλή ιδέα να εξετάσουμε από που ερχόμαστε: πριν από περισσότερο από πενήντα χρόνια, η Διακήρυξη του Robert Schuman σηματοδότησε την απαρχή ενός φιλόδοξου σχεδίου: την ένωση των Ευρωπαίων, διασπασμένων επί αιώνες εξαιτίας αδελφοκτόνων πολέμων, γύρω από ένα κοινό σχέδιο.
Από την ίδρυση της πρώτης Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Άνθρακα και Χάλυβα: Συνθήκη των Παρισίων της 18.4.1951[1]), στην οποία συμμετείχαν έξι χώρες της Δυτικής Ευρώπης[2], το κοινοτικό οικοδόμημα επεκτάθηκε σε είκοσι επτά ευρωπαϊκά κράτη[3], το δε πεδίο δράσης του επεκτάθηκε σε νέους τομείς μέσω της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας/Ευρατόμ (Συνθήκες της Ρώμης της 25.3.1957[4]), και στη συνέχεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Συνθήκη του Μάαστριχτ της 7.2.1992).
2. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την εκλογή του με καθολική ψηφοφορία από το 1979, επιδίωξε πάντοτε τον εκδημοκρατισμό και την αύξηση της αποτελεσματικότητας και της διαφάνειας της λειτουργίας της μελλούμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εγκρίνοντας στις 14.2.1984, το πρώτο σχέδιο Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το λεγόμενο σχέδιο Spinelli, όπως ονομάσθηκε από το όνομα του εισηγητή του), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δρομολόγησε μια σειρά διαδοχικών μεταρρυθμίσεων στα επόμενα είκοσι χρόνια, οι οποίες έλαβαν σάρκα και οστά με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη[5], τη Συνθήκη του Μάαστριχτ[6], τη Συνθήκη του Άμστερνταμ[7], τη Συνθήκη της Νίκαιας[8], τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης[9] και σήμερα τη Συνθήκη της Λισαβόνας[10].
Σε καθένα από τα στάδια αυτά, με πρωτοβουλία της Συνταγματικής Επιτροπής, η οποία μετονομάσθηκε στη συνέχεια το 1999 σε Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετείχε ενεργά στο προπαρασκευαστικό έργο προβληματισμού και προέβη στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των διαφόρων Διακυβερνητικών Διασκέψεων (ΔΚΔ)[11].
Προασπίστηκε εξαρχής την ιδέα της διασάφησης και της βελτίωσης της συνταγματικής βάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαίτηση που γινόταν ολοένα και πιο επιτακτική υπό την πίεση των διαδοχικών διευρύνσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πολιτική διάσταση της ολοκλήρωσης.
Προς τούτο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επιδίωξε τρεις διαφορετικούς αλλά αλληλένδετους στόχους:
Καταρχάς, επιδίωξε τη διασάφηση και, όπου ήταν αναγκαίο, την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ισχυρίσθηκε με συνέπεια ότι οι εξουσίες πρέπει να ανατίθενται στην Ένωση και να ασκούνται από την Ένωση βάσει της αρχής της επικουρικότητας, δηλαδή η Ένωση πρέπει να ασκεί τις αρμοδιότητες εκείνες –και μόνον αυτές– που μπορούν να υλοποιηθούν αποτελεσματικότερα μέσω κοινών πολιτικών παρά μέσω της μεμονωμένης δράσης των κρατών μελών.
Δεύτερον, υποστήριξε ότι οι αρμοδιότητες που ασκούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να υλοποιούνται με περισσότερη αποτελεσματικότητα. Το Κοινοβούλιο άσκησε ιδιαίτερη κριτική στην πρακτική της ομοφωνίας στο Συμβούλιο, με το επιχείρημα ότι, όταν έχει συμφωνηθεί η εφαρμογή μιας πολιτικής από κοινού, δεν είναι λογικό να αναγνωρίζεται σε καθένα από τα κράτη που απαρτίζουν την Ένωση δικαίωμα παρεμπόδισης της λήψης αποφάσεων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε επίσης την ενίσχυση του ρόλου της Επιτροπής όσον αφορά την υλοποίηση των συμφωνηθεισών πολιτικών, υπό την επιφύλαξη κατάλληλης εξέτασης και ελέγχου.
Τρίτον, ζήτησε περισσότερο δημοκρατικό έλεγχο και λογοδοσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αρμοδιότητες που εκχώρησαν τα εθνικά κοινοβούλια στην Ένωση, μέσω της κύρωσης των Συνθηκών, δεν πρέπει να ασκούνται μόνον από το Συμβούλιο (δηλαδή τους υπουργούς των κρατών μελών). Η απώλεια κοινοβουλευτικής εξουσίας σε εθνικό επίπεδο πρέπει να αντισταθμιστεί με την αύξηση της κοινοβουλευτικής εξουσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Λόγω των ανάμικτων, και εμφανώς ανεπαρκών, αποτελεσμάτων των Συνθηκών του Άμστερνταμ και της Νίκαιας απέναντι στην πρόκληση του διπλασιασμού του αριθμού των κρατών μελών αλλά και της συνέχισης της εμβάθυνσης της Ένωσης, κατέστη ολοένα και πιο προφανές ότι η εφαρμοζόμενη μέθοδος αναθεώρησης των Συνθηκών δεν ήταν πλέον σε θέση να προσφέρει πραγματικές απαντήσεις στην εξέλιξη της Ευρώπης.
Η διαπίστωση αυτή είχε ήδη γίνει με σαφήνεια από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 1997, στο ψήφισμά του της 19ης Νοεμβρίου (σχετικά με την έκθεση των Iñigo Méndez de Vigo και Δημητρίου Τσάτσου, βλ. ανωτέρω υποσημείωση στη σελ. 8), που δρομολόγησε στην ουσία τον πολιτικό προβληματισμό που επρόκειτο να οδηγήσει το 1999 στην επεξεργασία, με πρωτοβουλία της γερμανικής Προεδρίας του Συμβουλίου, του μοντέλου της Συνέλευσης – που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στην κατάρτιση του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι υπογράφοντες τη Συνθήκη της Νίκαιας, έχοντας επίγνωση των ατελειών της, προσάρτησαν άλλωστε στη Συνθήκη τη δήλωση αριθ. 23 "σχετικά με το μέλλον της Ένωσης"[12] η οποία ανοίγει τον δρόμο σε μια νέα μεταρρύθμιση των Συνθηκών, που αρχικά είχε προγραμματιστεί για το 2004. Αυτή η μεταρρύθμιση προβλεπόταν να προπαρασκευαστεί "από ευρεία ανταλλαγή απόψεων με συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων: εκπροσώπων των εθνικών κοινοβουλίων και του συνόλου της κοινής γνώμης (…) εκπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών, κτλ." η οποία προβλεπόταν να διεξαχθεί το 2001 ενόψει της έγκρισης μιας διακήρυξης "που θα περιέχει τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για να συνεχιστεί η διαδικασία αυτή" κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken.
3. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την πλευρά του, αφού επιδίωξε τη συνεργασία με τα εθνικά κοινοβούλια, κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο των ΔΚΔ[13], πρώτο πρότεινε[14], βασιζόμενο στο προηγούμενο που είχε δημιουργηθεί κατά την επεξεργασία του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[15], τη σύγκληση μιας Συνέλευσης απαρτιζόμενης από αντιπροσώπους των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών, των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και της Επιτροπής. Σε αυτήν κλήθηκαν επίσης να συμμετάσχουν ως πλήρη μέλη οι αντιπρόσωποι των κυβερνήσεων και των κοινοβουλίων των υποψήφιων για ένταξη κρατών.
Η Συνέλευση για τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων είχε πράγματι καταδείξει ότι ένα τέτοιο όργανο ήταν σε θέση να επεξεργασθεί ένα σχέδιο που θα μπορούσε να τύχει της αποδοχής των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Ο ανοικτός χαρακτήρας και η διαφάνεια των εργασιών της, καθώς και η ποιότητα των συζητήσεων είχαν διευκολύνει επίσης την επίτευξη συναίνεσης, οι ρίζες της οποίας βρίσκονταν στη δυνατότητα καθενός να εκφράσει τις απόψεις του και στη συνέχεια να κατανοήσει τις απόψεις των άλλων.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken, στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001, εγκρίνοντας τη "διακήρυξη του Laeken σχετικά με το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης"[16] έδωσε συνέχεια σε αυτήν την πρωτοβουλία, καθορίζοντας τους όρους οργάνωσης και εργασίας της Συνέλευσης και κυρίως προσδιορίζοντας τους όρους της εντολής της και τα ζητήματα που θα καλούνταν να συζητήσει. Έτσι, η Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης, υπό την προεδρία του Valéry Giscard d'Estaing, και με αντιπροέδρους τους Giuliano Amato και Jean-Luc Dehaene, ανέλαβε να εκπονήσει ένα προσχέδιο Συντάγματος, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση των εργασιών της επακόλουθης ΔΚΔ.
Το αποτέλεσμα που πέτυχε η Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης επιβεβαίωσε το βάσιμο της επιλογής της μεθόδου αυτής, καθώς η Συνέλευση κατάφερε να παρουσιάσει, έπειτα από δεκαέξι μήνες, ένα συναινετικό κείμενο, καρπό έντονων συζητήσεων, οι οποίες τροφοδοτήθηκαν επίσης από τον στενό διάλογο με την κοινωνία των πολιτών.
Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χάρη στις εργασίες της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, άσκησε σημαντική επιρροή στο περιεχόμενο του σχεδίου Συνταγματικής Συνθήκης[17], το οποίο η ΔΚΔ τροποποίησε σε ελάχιστα σημεία. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω ΔΚΔ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετείχε για πρώτη φορά πλήρως στις εργασίες μέσω του Προέδρου του Pat Cox και του αντιπροσώπου του Íñigo Méndez de Vigo, τους οποίους διαδέχθηκαν στη συνέχεια οι Elmar Brok και Klaus Hänsch.
4. Δυστυχώς, η διαδικασία κύρωσης δεν εξελίχθηκε όπως αναμενόταν: τα αρνητικά αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων στη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες κατέστησαν αναγκαία την επανεξέταση του θέματος.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2005 κήρυξε την έναρξη περιόδου προβληματισμού (διάρκειας τουλάχιστον ενός έτους), η οποία έπρεπε να αξιοποιηθεί για τη διεξαγωγή ευρείας συζήτησης σε κάθε χώρα, στην οποία θα μετέχουν "οι πολίτες, η κοινωνία των πολιτών, οι κοινωνικοί εταίροι, τα εθνικά κοινοβούλια και τα πολιτικά κόμματα". Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα κλήθηκαν επίσης να συνεισφέρουν στη διαδικασία. Στο μεταξύ οι κυρώσεις συνεχίστηκαν, μία από αυτές με δημοψήφισμα.
5. Από την πλευρά του, το Κοινοβούλιο εκτέλεσε πλήρως τα καθήκοντά του σε αυτόν τον τομέα. Υποστήριξε εξαρχής τη διενέργεια δημοσίου διαλόγου εις βάθος σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τις βασικές προκλήσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και απέρριψε κάθε απόπειρα επιλεκτικής εφαρμογής της Συνταγματικής Συνθήκης (το λεγόμενο "cherry picking"). Το Κοινοβούλιο συνέβαλε σημαντικά στον δημόσιο διάλογο προτείνοντας την ιδέα των "διακοινοβουλευτικών φόρουμ" με σκοπό τη συζήτηση κεντρικών θεμάτων για το μέλλον της Ευρώπης. Διοργανώθηκαν συνολικά 3 φόρουμ πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2007, στο οποίο αποφασίστηκε η εκ νέου σύγκληση της ΔΚΔ[18]. Τα φόρουμ αυτά συνέβαλαν στο να ενισχυθεί μεταξύ των εκλεγμένων αντιπροσώπων των πολιτών όλης της Ένωσης η πεποίθηση ότι τα προβλήματα στα οποία αποσκοπούσε να δώσει λύση η Συνταγματική Συνθήκη δεν εξέλιπαν με την αποτυχία της κύρωσής της και ότι, έστω και με διαφορετική μορφή, οι θεσμικές καινοτομίες που θέσπιζε ήταν στο σύνολό τους ζωτικής σημασίας προκειμένου να είναι σε θέση η Ένωση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που την περιμένουν σε έναν πλανήτη ο οποίος παγκοσμιοποιείται όλο και περισσότερο.
Η γερμανική Προεδρία σηματοδότησε την επαναφορά των θεσμικών θεμάτων στο επίκεντρο της ημερήσιας διάταξης της Ένωσης. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν μπορούσε ασφαλώς να ικανοποιήσει όσους είχαν ζήσει το κλίμα διαλόγου και διαφάνειας της Συνέλευσης, η οποία είχε εξάλλου "μεταδοτικό" χαρακτήρα για τη ΔΚΔ του 2004. Προκειμένου λοιπόν να διασφαλιστεί ότι θα υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας, οι συζητήσεις σχετικά με την επανεκκίνηση της μεταρρύθμισης των Συνθηκών πραγματοποιήθηκαν σε πρώτη φάση σε διμερές επίπεδο, μεταξύ της Προεδρίας και καθενός από τα κράτη μέλη. Πρέπει να επισημανθεί ότι το ΕΚ συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στις διαβουλεύσεις σε επίπεδο "σέρπα"[19] και μπόρεσε έτσι να συνεισφέρει στην κατάρτιση της εντολής την οποία υπέβαλε η γερμανική Προεδρία στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2007. Δεδομένου ότι η αντιπροσωπεία αυτή συγκροτήθηκε σε επίπεδο γραμματείας με απευθείας διορισμό από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου, τέθηκε σε εφαρμογή μια ειδική διαδικασία ενημέρωσης/διαβούλευσης μεταξύ του Προέδρου, του Προέδρου της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και των συντονιστών των πολιτικών ομάδων στην εν λόγω επιτροπή.
6. Αυτές οι προπαρασκευαστικές εργασίες έδωσαν τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2007 να συγκαλέσει μια νέα ΔΚΔ ώστε να επαναρχίσει η διαδικασία μεταρρύθμισης των συνθηκών και επίσης να ορίσει μια σαφέστατη, επακριβή και αναλυτική εντολή, γεγονός που επέτρεψε στην πορτογαλικά προεδρία να διεξαγάγει τις εργασίες της ΔΚΔ με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα.
Η ΔΚΔ, η οποία άνοιξε τις εργασίες της στις 23 Ιουλίου 2007 κατά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων, ουσιαστικά λειτούργησε σε δύο επίπεδα: σε υπουργικό επίπεδο, όπου το Κοινοβούλιο αντιπροσωπευόταν από τρεις βουλευτές - Elmar Brok, Enrique Barón Crespo και Andrew Duff, καθώς και σε επίπεδο ομάδας νομομαθών εμπειρογνωμόνων, το έργο της οποίας είχε προπαρασκευαστεί από τη Νομική Υπηρεσία του Συμβουλίου και όπου αντιπροσωπεύονταν επίσης το Κοινοβούλιο και η Επιτροπή.
Το έργο αυτής της ομάδας νομομαθών εμπειρογνωμόνων απεδείχθη καθοριστικό προκειμένου η ΔΚΔ να καταλήξει τόσο γρήγορα σε συμφωνία. Σε πολιτικό επίπεδο, αν και η ΔΚΔ δεν συνεδρίασε παρά τρεις φορές πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας, ωστόσο κατόρθωσε να επιλύσει ή να αποκλείσει από τη συζήτηση μεγάλο αριθμό λεπτών ζητημάτων - πράγματι η πορτογαλική προεδρία είχε με επιτυχία επιβάλει την αρχή ότι η εντολή θα αλλάξει μόνο για ζητήματα επί των οποίων υπάρχει ομόφωνη συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών - με αποτέλεσμα στη Λισαβόνα οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων να αφεθούν με διαπραγματεύσεις που αφορούσαν όχι περισσότερα από δύο θεμελιώδη ζητήματα, ένα μόνο από τα οποία απέρρεε από την ίδια τη συνθήκη: ο ορισμός του νέου συστήματος ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο, λόγω της συνεχιζόμενης δυσφορίας της Πολωνίας απέναντι όχι μόνο στη συμφωνία που επετεύχθη το 2004 αλλά και στο συμβιβασμό ο οποίος με τόσο κόπο είχε επιτευχθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου 2007 στις Βρυξέλλες. Άλλο καθοριστικό ανεπίλυτο ζήτημα ήταν η σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αρχής γενομένης από την κοινοβουλευτική περίοδο του 2009, ένα ζήτημα το οποίο, παρόλο που δεν απέρρεε απευθείας από τη συνθήκη, είχε αναδειχθεί σε ένα από τα κυριότερα εμπόδια στη σύναψη συμφωνίας, δεδομένου ότι η Ιταλία ήταν αδιάλλακτα αντίθετη με την πρόταση απόφασης που είχε επεξεργασθεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Τα άλλα ζητήματα που έμειναν ακόμη υπό συζήτηση -οι βρετανικές και ιρλανδικές ρήτρες εξαίρεσης σε ζητήματα που προηγουμένως καλύπτονταν από τον τρίτο πυλώνα, η διασφάλιση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο διορισμό του Αντιπροέδρου/Ύπατου Εκπροσώπου για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας, κ.λπ. - είχαν όλα σχεδόν διευθετηθεί τις τελευταίες ημέρες πριν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και ειδικότερα κατά τη συνεδρίαση της ΔΚΔ σε υπουργικό επίπεδο η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων στις 15 Οκτωβρίου στο Λουξεμβούργο.
Έτσι, στη Λισαβόνα οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων κατόρθωσαν να καταλήξουν ταχέως σε συμφωνία: η ΔΚΔ περατώθηκε γύρω στη 1 π.μ. της Παρασκευής 19 Οκτωβρίου 2007.
Στο δεύτερο μέρος της ανά χείρας αιτιολογικής έκθεσης, προτείνουμε να εξετάσουμε τις συνέπειες και τα πλεονεκτήματα (ή τα μειονεκτήματα) της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία υπογράφτηκε επίσημα στις 13 Δεκεμβρίου 2007 στη Λισαβόνα.
II. Οι καινοτομίες της νέας Συνθήκης σε σχέση με τις ισχύουσες Συνθήκες
Η Συνθήκη της Λισαβόνας περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό σημαντικών μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων σε σχέση με τις ισχύουσες Συνθήκες. Φυσικά, πρόκειται για συμβιβασμό, ο οποίος κατά την άποψη του Κοινοβουλίου εγκαταλείπει, δυστυχώς, ορισμένα στοιχεία τα οποία κατοχυρώνονταν στο Σύνταγμα, ενώ αναβάλλει την έναρξη εφαρμογής άλλων στοιχείων και θεσπίζει ειδικά μέτρα τα οποία έχουν στόχο να ικανοποιήσουν τα αιτήματα ορισμένων κρατών μελών. Αυτό ήταν το πολιτικό τίμημα που έπρεπε να καταβληθεί προκειμένου να εξέλθουμε από την κρίση στην οποία είχε βυθίσει την Ένωση το "όχι" στο γαλλικό και στο ολλανδικό δημοψήφισμα.
1. Η επιστροφή στην παραδοσιακή αναθεώρηση των Συνθηκών και η εγκατάλειψη της ιδέας του Συντάγματος
1.1. Η επιστροφή στην παραδοσιακή μέθοδο αναθεώρησης των Συνθηκών, μέσω της έγκρισης μιας νέας Συνθήκης η οποία επιφέρει τροποποιήσεις στις ισχύουσες Συνθήκες, οι οποίες παραμένουν σε ισχύ, συνεπάγεται την εγκατάλειψη του Συντάγματος ως μίας μόνο ενοποιημένης Συνθήκης η οποία θα αντικαθιστούσε το σύνολο των υφιστάμενων Συνθηκών. Το ζήτημα λοιπόν που προκάλεσε τόσες πολεμικές, δηλαδή το κατά πόσον πρόκειται όντως για Σύνταγμα ή για Συνθήκη, δεν έχει πλέον νόημα. Αποφεύγουμε έτσι μια άγονη συζήτηση σχετικά με ένα ψευτοδίλημμα: δεν υπήρξε ποτέ η παραμικρή αμφιβολία ότι πρόκειται τυπικά για μια Συνθήκη, η οποία έπρεπε να εγκριθεί και να επικυρωθεί σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες ως προς την τροποποίηση των Συνθηκών. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ισχύει κάτι διαφορετικό. Εντούτοις, είναι επίσης αλήθεια ότι, λόγω του χαρακτήρα και του περιεχομένου της, η Συνταγματική Συνθήκη θέσπιζε ένα πιο προβεβλημένο "σύνταγμα". Με την επιστροφή στην παραδοσιακή μέθοδο εγκαταλείπουμε ακόμη και την ονομασία "Σύνταγμα", ακυρώνοντας πολιτικά τις πολεμικές.
Η προσέγγιση αυτή συνεπάγεται επίσης ότι διαρρηγνύουμε την ενότητα του κειμένου και απορρίπτουμε την ίδια την έννοια ενός ενιαίου κειμένου συνταγματικής φύσεως, το οποίο ορισμένοι θεώρησαν ότι είναι υπερβολικά συνδεδεμένο με την κρατική υπόσταση ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί στην Ένωση.
1.2. Εντούτοις, η νέα Συνθήκη αποσαφηνίζει ουσιαστικά τον ορισμό των αξιών, των αρχών και των στόχων που καθορίζουν τη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)· περιγράφει τις αρμοδιότητες της Ένωσης· κατοχυρώνει τα θεσμικά της όργανα, παρουσιάζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, καθορίζει τις νομικές πράξεις της· προσδιορίζει τα δικαιώματα των πολιτών έναντι της ΕΕ· προβλέπει τους κανόνες για την αναθεώρησή της κλπ. Κατ’ αυτήν την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι οι Συνθήκες στις οποίες στηρίζεται η Ένωση συνιστούν κατά κάποιον τρόπο το "σύνταγμά" της, αν διατηρήσουμε την ουσιαστική σημασία της λέξης "σύνταγμα". Εξάλλου, ο ρόλος ενός συντάγματος είναι ακριβώς ο προσδιορισμός των όρων και των ορίων άσκησης της εξουσίας στο πλαίσιο μιας πολιτικής οντότητας και η διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών, κάτι που επιτυγχάνει η νέα Συνθήκη. Το ίδιο το γεγονός όμως ότι απορρίψαμε την απόπειρα τυπικής κατοχύρωσης αυτής της πραγματικότητας, σημαίνει ότι δεν θελήσαμε να δώσουμε στην Ένωση ένα "Σύνταγμα" κατά την τυπική και επίσημη έννοια του όρου, ήτοι κατά την τρέχουσα πολιτική του έννοια. Αυτό αποτελεί διαφορά του τρέχοντος κειμένου σε σχέση με τη Συνταγματική Συνθήκη.
1.3. Στην πραγματικότητα, και στην ουσία, με τις ισχύουσες Συνθήκες η Ένωση διαθέτει ήδη το "σύνταγμά" της, το οποίο απορρέει από τις Συνθήκες οι οποίες της έδωσαν ζωή, όπως συμβαίνει και με κάθε πολιτική οντότητα. Απλουστεύοντας αυτές τις Συνθήκες και προσδίδοντάς τους πιο κατανοητή διάρθρωση, πραγματοποιούμε ένα σημαντικό βήμα προόδου με το οποίο το σύστημα αποσαφηνίζεται και καθίσταται πιο διαφανές και κατανοητό για τον πολίτη. Η μέθοδος όμως που επελέγη –μια Συνθήκη η οποία περιλαμβάνει τροποποιήσεις των δύο Συνθηκών που βρίσκονται ήδη σε ισχύ– καθιστά το κείμενο ακατανόητο για τους πολίτες. Επιβάλλεται να εκπονηθεί μια ενοποιημένη έκδοση.
1.4. Καθίσταται, ως εκ τούτου, σαφές ότι τα κράτη μέλη θέλησαν να διασκεδάσουν τον φόβο, όσο αβάσιμος και αν ήταν, ότι η θέσπιση ενός Συντάγματος της Ένωσης θα σήμαινε ότι κινούμαστε προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός συγκεντρωτικού "υπερκράτους", το οποίο θα επέφερε το αναπόφευκτο τέλος των εθνικών κρατών και θα μετέβαλλε τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Κοινοβούλιο, το οποίο αγωνίστηκε από την αρχή της διαδικασίας για τη "συνταγματοποίηση" της Ένωσης, αντιλαμβάνεται ότι ο φόβος αυτός δεν λαμβάνει πραγματικά υπόψη τη σημασία ενός συντάγματος ως θεμελιώδους συνόλου κανόνων το οποίο περιορίζει την άσκηση της εξουσίας στο εσωτερικό κάθε πολιτικής οντότητας (εκτός αν επιθυμούμε να αρνηθούμε τον "πολιτικό" χαρακτήρα της Ένωσης). Δεν απουσιάζουν άλλωστε τα παραδείγματα διεθνών οργανισμών, το ιδρυτικό σύμφωνο των οποίων ευλόγως ονομάζεται σύνταγμα, όπως συμβαίνει με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ), την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ) ή τη λιγότερο γνωστή Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση (ΠΤΕ). Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια του "συντάγματος" αποτελούσε επιπλέον επίσημη εγγύηση για τα κράτη μέλη και τους πολίτες έναντι τυχόν παρεκκλίσεων της κοινοτικής δράσης. Συνεπώς, παρότι αναγνωρίζει ότι ενόψει της πολιτικής κατάστασης στα κράτη μέλη η έξοδος από το θεσμικό αδιέξοδο απαιτούσε μια τέτοια κίνηση, το ΕΚ δεν μπορεί παρά να εκφράσει τη λύπη του για την εγκατάλειψη της συνταγματικής προσέγγισης.
1.5. Παρομοίως, οι συν-εισηγητές δεν μπορούν παρά να εκφράσουν τη λύπη τους διότι η νέα συνθήκη δεν συμπεριέλαβε τα σύμβολα της Ένωσης - τη σημαία, τον ύμνο, το έμβλημα, το ευρώ και την Ημέρα της Ευρώπης - όπως είχε συμβεί με τη Συνταγματική Συνθήκη. Παρά το γεγονός ότι αυτό δεν σημαίνει ότι τα εν λόγω σύμβολα έχουν πάψει να υπάρχουν - υπήρχαν ήδη εδώ και πολύ καιρό χωρίς ποτέ να έχουν μνημονευθεί ως τέτοια στις συνθήκες και συνεχίζουν να υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο - θα ήταν εντελώς λογικό τα κείμενα που ορίζουν το νομικο-πολιτικό καθεστώς της Ένωσης να τα αναφέρουν. Αυτή η εγκατάλειψη επιβλήθηκε αφού ορισμένα κράτη μέλη με το πρόσχημα ότι η αναγνώριση των συμβόλων στις συνθήκες θα επέτρεπε να γίνουν κακόβουλες γενικεύσεις σχετικά με τον υποτιθέμενο "κρατικό" χαρακτήρα της Ένωσης. Το ότι αυτή η άποψη κάθε άλλο παρά έγινε ομόφωνα δεκτή φαίνεται να αποδεικνύεται από τη δήλωση σχετικά με τα σύμβολα της Ένωσης, τη οποία πραγματοποίησαν 16 κράτη μέλη και προσαρτήθηκε στη συνθήκη (δήλωση αριθ. 52 σχετικά με τα σύμβολα της Ένωσης, όπου επιβεβαιώνεται ότι για τα εν λόγω κράτη μέλη τα προαναφερθέντα σύμβολα "θα παραμείνουν, γι αυτά, τα σύμβολα της κοινής ταυτότητάς τους ως πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του δεσμού τους με αυτήν". Έτσι, οι συν-εισηγητές δεν μπορούν παρά να αποδεχθούν με ενθουσιασμό την πρωτοβουλία της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων, η οποία ακριβώς αυτή την περίοδο εκπονεί έκθεση σχετικά με τη χρήση των συμβόλων της Ένωσης, η οποία αναμένεται να προτείνει τροποποιήσεις στον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έτσι ώστε να ενισχύσει τη χρήση των συμβόλων αυτών από το Κοινοβούλιο[20]
2. Μία και μόνη οντότητα: η Ευρωπαϊκή Ένωση
2.1. Παρά τη διατήρηση δύο ξεχωριστών Συνθηκών, ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου όσον αφορά τη διαφάνεια και την κατανόηση εκ μέρους των πολιτών της ευρωπαϊκής πραγματικότητας είναι η συγχώνευση των διαφορετικών αλληλοεπικαλυπτόμενων οντοτήτων (Ευρωπαϊκή Ένωση, Ευρωπαϊκή Κοινότητα) σε μία και μόνη οντότητα, την Ευρωπαϊκή Ένωση[21], που διαθέτει νομική προσωπικότητα. Το γεγονός αυτό θα αυξήσει επίσης την αποτελεσματικότητα και την προβολή της δράσης της Ένωσης στον διεθνή τομέα, θέτοντας τέλος σε μια κατάσταση σύγχυσης στο πλαίσιο της οποίας η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζεται από όλους ως ενιαία οντότητα, τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η οποία καλύπτει ένα μόνο μέρος των δραστηριοτήτων της Ένωσης, είναι στην πραγματικότητα η οντότητα που διαθέτει ρητή νομική προσωπικότητα[22].
2.2. Αυτό σημαίνει επίσης ότι η Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας καθίσταται τώρα η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συνεπώς, οι δύο Συνθήκες αφορούν πλέον την ίδια πολιτική οντότητα: την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πρώτη επικεντρώνεται στις αρχές, τις αξίες και τις θεμελιώδεις οργανωτικές πτυχές της Ένωσης. Η δεύτερη Συνθήκη αναφέρεται λεπτομερώς στην οργάνωση και τη λειτουργία της Ένωσης, καθώς και στον ορισμό των αρχών και των στόχων στους οποίους στηρίζονται οι ενέργειες της Ένωσης σε καθεμία από τις τομεακές πολιτικές της, καθορίζοντας λεπτομερώς το εύρος και τα όρια των αρμοδιοτήτων της Ένωσης σε καθέναν από αυτούς τους τομείς δράσης. Η εξαίρεση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά σημαντική στρέβλωση της λογικής της διάκρισης μεταξύ των δύο Συνθηκών, έγκειται στο γεγονός ότι η ΣΕΕ περιλαμβάνει μια ολόκληρη ενότητα σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης, στην οποία περιγράφονται λεπτομερώς όλες οι πτυχές που αφορούν την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας.
2.3. Αυτή η συγχώνευση σε μια ενιαία οντότητα συνοδεύεται από την κατάργηση της δομής των τριών πυλώνων [κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), Δικαιοσύνη και Εσωτερικές Υποθέσεις (ΔΕΥ) και Ευρωπαϊκή Κοινότητα], οι οποίοι συγχωνεύονται στο ενιαίο σώμα της Ένωσης, με ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο, και τη γενίκευση της κοινοτικής μεθόδου. Ωστόσο, στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (συμπεριλαμβανομένης της άμυνας) εξακολουθούν να προβλέπονται ειδικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, όπως απαιτείται από την ειδική φύση του θέματος αυτού.
3. Σαφής ορισμός των αξιών, των αρχών και των στόχων της Ένωσης
Η νέα Συνθήκη προβλέπει ότι η ΣΕΕ θα ξεκινά στο μέλλον με τα άρθρα που καθορίζουν τη φύση, τις αξίες και τις αρχές επί των οποίων ερείδεται η Ένωση, καθώς και τους στόχους που πρέπει να επιδιώξει με τη δράση της.
3.1. Το πρώτο άρθρο της τροποποιημένης ΣΕΕ κατοχυρώνει τις βάσεις επί των οποίων στηρίζεται η ευρωπαϊκή οικοδόμηση: ορίζει την ΕΕ ως μια Ένωση την οποία ιδρύουν τα κράτη μέλη, και στην οποία "απονέμουν αρμοδιότητες για την επίτευξη των κοινών τους στόχων". Ο ορισμός αυτός απομακρύνεται έτσι από τον αντίστοιχο ορισμό του Συντάγματος, ο οποίος κατοχύρωνε τη διπλή νομιμότητα της Ένωσης, η οποία βασίζεται στη βούληση των πολιτών και των κρατών. Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι εξέλιπε αυτή η επίσημη αναγνώριση της διπλής νομιμότητας της Ένωσης, η ουσιαστική της έκφραση βρίσκεται διάσπαρτη στο κείμενο των Συνθηκών ως έκφραση μιας διαδικασίας η οποία ξεκίνησε τουλάχιστον αφότου εξελέγησαν για πρώτη φορά με καθολική ψηφοφορία τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
3.2. Αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι σταθερά προσηλωμένη στις αξίες που αποτελούν τη βάση της και που πρέπει να διέπουν κάθε δράση των οργάνων της.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της αναθεωρημένης ΣΕΕ, οι αξίες επί των οποίων θεμελιώνεται η ευρωπαϊκή οικοδόμηση είναι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, το κράτος δικαίου και ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των μελών μειονοτήτων. Οι αξίες αυτές συνιστούν εξάλλου κριτήριο αναφοράς για μελλοντικές προσχωρήσεις και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για την επιβολή κυρώσεων σε κράτη μέλη που τις παραβιάζουν κατά τρόπο σοβαρό και διαρκή.
Το ίδιο άρθρο ορίζει επίσης τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η δράση της Ένωσης: τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα των δύο φύλων.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά τον τρόπο αυτόν, η Συνθήκη της Λισαβόνας ακολουθεί πιστά τα βήματα της Συνταγματικής Συνθήκης, καθόσον ο κοινός κατάλογος των αξιών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση συγκεντρώνει την ευρεία συναίνεση των κρατών μελών και δεν αμφισβητήθηκε πραγματικά κατά τη διαδικασία των συζητήσεων για το μέλλον της Ένωσης.
3.3. Όσον αφορά τους στόχους της Ένωσης, οι οποίοι βρίσκονται επί του παρόντος στο άρθρο 2 της ΣΕΕ και στο άρθρο 3 της ΣΕΚ, η νέα Συνθήκη τους συγκεντρώνει στη ΣΕΕ, αμέσως μετά την παρουσίαση των αξιών. Ο ορισμός των στόχων της Ένωσης τροποποιήθηκε ελαφρώς σε σχέση με το Σύνταγμα. Έτσι, σύμφωνα με το νέο άρθρο 3 της ΣΕΕ, η Ένωση επιδιώκει πολιτικούς στόχους, οι οποίοι δικαιολογούν την ύπαρξη της. Συνοπτικά, οι στόχοι αυτοί είναι η ειρήνη, η προώθηση των αξιών της και η ευημερία των λαών και συγκεκριμενοποιούνται στο τρίτο άρθρο της ΣΕΕ μέσω πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών στόχων, τόσο στο εσωτερικό της Ένωσης όσο και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων.
Έτσι, σε εσωτερικό επίπεδο, η Ένωση παρέχει στους πολίτες της έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, ενώ λαμβάνονται συγχρόνως επαρκή μέτρα σχετικά με τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων, το άσυλο, τη μετανάστευση, καθώς και την πρόληψη της εγκληματικότητας και την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου. Θεσπίζει επίσης μια εσωτερική αγορά[23]. Εργάζεται για τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης, με γνώμονα την ισόρροπη οικονομική μεγέθυνση και τη σταθερότητα των τιμών, μια άκρως ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγοράς με στόχο την πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος. Επίσης προάγει την επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Καταπολεμά τον κοινωνικό αποκλεισμό και τις διακρίσεις και προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη και προστασία, την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών, την αλληλεγγύη μεταξύ γενεών και την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού. Προωθεί την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή, και την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών. Σέβεται τον πλούτο της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας της και μερινά για την προστασία και ανάπτυξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς. Τέλος, θεσπίζει μια οικονομική και νομισματική ένωση (νόμισμα της οποίας είναι το ευρώ).
Σε διεθνές επίπεδο, στο οποίο προωθεί τις αξίες και τα συμφέροντά της, η Ένωση συμβάλλει στην ειρήνη, στην ασφάλεια, στη βιώσιμη ανάπτυξη του πλανήτη, στην αλληλεγγύη και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των λαών. Συμβάλλει επίσης στο ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, στην εξάλειψη της φτώχειας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, και ιδίως του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Οι στόχοι αυτοί αποτελούν επομένως το βασικό πολιτικό πρόγραμμα επί του οποίου βασίζεται η ίδρυση της Ένωσης. Η Ένωση πρέπει να τους επιδιώξει με κατάλληλα μέσα, χρησιμοποιώντας τις αρμοδιότητες που της ανατίθενται από τις Συνθήκες.
3.4. Οι αξίες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών παρουσιάζονται επίσης στα πρώτα άρθρα της τροποποιημένης ΣΕΕ: η Ένωση δεσμεύεται να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών, δηλαδή τα θεμελιώδη στοιχεία της εσωτερικής πολιτικής και συνταγματικής δομής τους: εκδηλώνει τον σεβασμό της απέναντι στις αποφάσεις που μπορεί να λαμβάνει κάθε κράτος μέλος σχετικά με τον εδαφικό καταμερισμό της εξουσίας –από τον καθορισμό των συνόρων του έως την περιφερειακή ή τοπική αυτονομία– τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας. Εξάλλου, στη συμφωνία που επιτεύχθηκε στη Λισαβόνα υπογραμμίζεται ότι "η εθνική ασφάλεια παραμένει στην αποκλειστική σφαίρα ευθύνης κάθε κράτους μέλους"[24]. Τέλος, στην τροποποιημένη ΣΕΕ, το ίδιο άρθρο κατοχυρώνει επίσης την αρχή της ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών για την επίτευξη των κοινών στόχων τους.
Η τροποποιημένη ΣΕΕ κατοχυρώνει επίσης στις εισαγωγικές της διατάξεις την αρχή της ανάθεσης των αρμοδιοτήτων (η Ένωση διαθέτει μόνον τις αρμοδιότητες που της αναθέτουν, βάσει των Συνθηκών, τα κράτη μέλη) καθώς και τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, οι οποίες διέπουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, παρόλο που το κεφάλαιο σχετικά με τον ορισμό των αρμοδιοτήτων της Ένωσης βρίσκεται στην πραγματικότητα στη ΣΛΕΕ.
Προκειμένου να ικανοποιηθεί η θέση ορισμένων κρατών μελών, τα οποία ενδιαφέρονταν πρωτίστως να καταδειχθεί ότι η μεταρρυθμιστική Συνθήκη δεν είναι μια "επανάληψη" του Συντάγματος, η αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης έναντι του εθνικού δικαίου δεν διατηρήθηκε, δυστυχώς, με περίοπτο τρόπο στις Συνθήκες, αλλά αποτελεί αντικείμενο μιας δήλωσης (δήλωση αριθ. 17), στην οποία υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όσον αφορά την υπεροχή του δικαίου της Ένωσης και γίνεται αποδεκτή μια γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία η αρχή αυτή είναι θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης και ότι το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητώς στη μελλοντική Συνθήκη "ουδόλως μεταβάλλει την ύπαρξη της αρχής και την υφιστάμενη νομολογία του Δικαστηρίου".
3.5. Επομένως, οι αξίες και οι αρχές αποτελούν το ηθικό θεμέλιο της Ένωσης, το οποίο αποκτά ειδικότερα υπόσταση με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο οποίος δεν έχει ενσωματωθεί στις Συνθήκες, όπως συνέβη στην περίπτωση του Συντάγματος, αλλά αποτελεί αντικείμενο κανόνα έγκρισης, ο οποίος του προσδίδει δεσμευτική νομική ισχύ αναγνωρίζοντάς του κύρος ισότιμο με αυτό των ιδίων των Συνθηκών.
Οι στόχοι που της αποδίδονται αποτελούν τον λόγο ύπαρξης της Ένωσης και τον λόγο για τον οποίο τα κράτη μέλη αποφάσισαν να ιδρύσουν την Ένωση. Κάθε ενέργειά της υπαγορεύεται από αυτές τις αξίες και αρχές και από αυτούς τους στόχους. Ακόμη και αν οι αξίες, οι αρχές και οι στόχοι που προσδιορίζονται στα άρθρα αυτά δεν είναι απολύτως καινούργιοι, ορισμένοι δεν είχαν διατυπωθεί ποτέ με σαφήνεια και δεν είχαν αποτελέσει ποτέ αντικείμενο συστηματοποίησης. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα προκειμένου να αποκτήσουν οι πολίτες μια σαφή και εξαιρετικά συμβολική αντίληψη του τι σημαίνει η Ένωση.
4. Οι πολίτες στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης: η ευρωπαϊκή ιθαγένεια και το νέο καθεστώς του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Σύνταγμα
Η ΣΕΕ αναγνωρίζει επίσης στις αρχικές της διατάξεις την ευρωπαϊκή ιθαγένεια, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά και δεν αντικαθιστά την ιθαγένεια κάθε κράτους μέλους (ουσιαστικά, η εθνική ιθαγένεια αποτελεί τη βάση αναγνώρισης της ευρωπαϊκής ιθαγένειας). Εντούτοις, τα άρθρα που αφορούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο των δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών περιλαμβάνονται στη ΣΛΕΕ[25]. Ως προς αυτό, διαπιστώνεται ακόμη μία φορά η προσπάθεια ορισμένων κρατών μελών για αποστασιοποίηση από το Σύνταγμα. Αυτός όμως ο διαχωρισμός ως προς τη σύνταξη των κειμένων, τον οποίο θεωρούμε λυπηρό, δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι Συνθήκες τοποθετούν ολοένα και περισσότερο στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης τα πρόσωπα, με άλλα λόγια τους άνδρες και γυναίκες που έχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι πολίτες της Ένωσης στον βαθμό που είναι πολίτες ενός κράτους μέλους και, ως εκ τούτου, απολαμβάνουν το σύνολο των συμπληρωματικών δικαιωμάτων που τους αναγνωρίζονται μέσω της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
4.1. Το Σύνταγμα είχε ενσωματώσει τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στο Μέρος II. Η ενσωμάτωση αυτή του Χάρτη στο Σύνταγμα, την οποία επιθυμούσε ζωηρά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ισοδυναμούσε με πλήρη αναγνώριση της κεντρικής θέσης των πολιτών στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Στη ΔΚΔ του 2007, λόγω της αντίθεσης ορισμένων κρατών μελών, κατέστη αναγκαία η εγκατάλειψη αυτής της ενσωμάτωσης. Εντούτοις, στη μεγάλη τους πλειοψηφία τα κράτη μέλη συμφώνησαν με τη θέση του Κοινοβουλίου ότι η υπαναχώρηση αυτή έπρεπε να απορριφθεί εάν δεν συνοδευόταν από την αναγνώριση, στις Συνθήκες, της δεσμευτικής νομικής ισχύος του Χάρτη. Αυτό συμβαίνει στο άρθρο 6 της νέας ΣΕΕ, στο οποίο αναφέρεται ότι "Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 7ης Δεκεμβρίου 2000, όπως προσαρμόσθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007, στο Στρασβούργο, ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες". Με αυτήν την επίσημη διατύπωση, ο Χάρτης αποκτά δεσμευτική νομική ισχύ και κύρος ισότιμο με αυτό των Συνθηκών (ο μόνος τρόπος άλλωστε που θα του επέτρεπε να λειτουργεί ως κριτήριο αξιολόγησης των πράξεων της Ένωσης) και έτσι επιβάλλεται αφενός στα ευρωπαϊκά όργανα στο πλαίσιο της άσκησης των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, και αφετέρου στα κράτη μέλη, αλλά μόνον εφόσον ενεργούν κατ’ εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Πρόκειται επομένως για συμπληρωματική εγγύηση προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που παρέχεται στους πολίτες σε σχέση με την Ένωση.
4.2. Αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι θίγεται η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που εγγυάται το εθνικό δίκαιο στους πολίτες του σε σχέση με το κράτος τους ούτε ισοδυναμεί με συγκαλυμμένη ανάθεση νέων αρμοδιοτήτων στην Ένωση, η οποία, κατά τη γνώμη ορισμένων, θα μπορούσε με τον τρόπο αυτό να επιβάλλει προσανατολισμούς σε θέματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στα κράτη μέλη. Η διαβεβαίωση, στο κείμενο του Χάρτη, ότι δεν επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου πέρα από τις αρμοδιότητες της Ένωσης, δεν δημιουργεί καμία νέα αρμοδιότητα και κανένα νέο καθήκον για την Ένωση, και δεν τροποποιεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που της ανατίθενται από τις Συνθήκες (άρθρο 52, παράγραφος 2 του Χάρτη) είναι ιδιαίτερα σαφής στο θέμα αυτό.
4.3. Το γεγονός ότι ο Χάρτης δεν αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα των Συνθηκών οδήγησε τη ΔΚΔ του 2007, προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα των πλέον ανυποχώρητων κρατών μελών, να επαναλάβει τις εγγυήσεις αυτές στο ίδιο το άρθρο της ΣΕΕ στο οποίο αναγνωριζόταν η ισχύς του Χάρτη.
Ακόμη και αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να πεισθούν ορισμένα κράτη μέλη. Έτσι, μετά από επίμονες πιέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, με το οποίο συντάχθηκε εν τέλει και η Πολωνία, η ΔΚΔ προσέθεσε ένα Πρωτόκολλο (αριθ. 9) σχετικά με την εφαρμογή του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στην Πολωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο ορίζεται ότι ο Χάρτης δεν διευρύνει την ευχέρεια του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή οποιουδήποτε δικαστηρίου των δύο αυτών χωρών, "να κρίνει ότι οι νόμοι, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές διατάξεις, πρακτικές ή ενέργειες της Πολωνίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου δεν συνάδουν με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ελευθερίες και αρχές που επιβεβαιώνει". Ειδικότερα όσον αφορά τα κοινωνικά δικαιώματα (Τίτλος ΙV του Χάρτη) το πρωτόκολλο ορίζει ότι ο Χάρτης δεν παράγει αγώγιμα δικαιώματα τα οποία εφαρμόζονται στην Πολωνία ή στο Ηνωμένο Βασίλειο, εκτός εάν η Πολωνία ή το Ηνωμένο Βασίλειο προβλέπουν τέτοια δικαιώματα στην εθνική τους νομοθεσία (πράγμα το οποίο, άλλωστε, είναι και ο γενικός κανόνας όσον αφορά τον εν λόγω τίτλο του Χάρτη).
Οι διατάξεις αυτές σε μεγάλο βαθμό απλώς επαναλαμβάνουν τις αρχές που κατοχυρώνονται ήδη στο κείμενο του Χάρτη. Παρόλα αυτά, το ΕΚ δεν μπορεί παρά να εκφράσει τη θλίψη του, εάν αποδειχθεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο, για το ότι οι πολίτες των δύο αυτών κρατών μελών ενδέχεται να στερηθούν εν τέλει από τα κράτη τους το δικαίωμα να απολαμβάνουν πλήρως την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, ο οποίος –πρέπει να υπογραμμιστεί– αφορά πρωτίστως τα θεσμικά όργανα της ίδιας της Ένωσης και δεν δεσμεύει τα κράτη μέλη παρά μόνον στον βαθμό που ενεργούν στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.
4.4. Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι τα δικαιώματα που προβλέπονται στον Χάρτη αντιστοιχούν γενικά στην κοινή βάση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αναγνώριζε ήδη η Ένωση και που απέρρεαν από τις συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η τροποποιημένη ΣΕΕ προβλέπει ένα ακόμη βήμα προόδου όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο επίπεδο της Ένωσης, ορίζοντας ότι η Ένωση πρέπει να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου (της οποίας είναι συμβαλλόμενα μέρη όλα τα κράτη μέλη), όπως προτείνει εδώ και καιρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό θα πραγματοποιηθεί μέσω συμφωνίας με το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η απόφαση για τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας πρέπει να ληφθεί από το Συμβούλιο με ομοφωνία (ενώ στο Σύνταγμα προβλεπόταν ειδική πλειοψηφία), κατόπιν έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
4.5. Εξάλλου, μπορούν να αναφερθούν και άλλες πτυχές της νέας Συνθήκης που ενισχύουν τα δικαιώματα συμμετοχής των πολιτών στην ευρωπαϊκή πολιτική διαδικασία (όπως η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία ή αίτημα πολιτών: άρθρο 11, παράγραφος 4 της τροποποιημένης ΣΕΕ) ή συμβάλλουν στη βελτίωση της δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων τους διευκολύνοντας την πρόσβαση στο Δικαστήριο. Το Κοινοβούλιο δεν μπορεί παρά να εκφράσει την ικανοποίησή του γι’ αυτές τις βελτιώσεις.
5. Σαφής και κατανοητή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης:
5.1. Ένα από τα σημαντικότερα ερωτήματα που είχαν τεθεί ήδη από την έναρξη της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας που οδήγησε στη Συνθήκη της Λισαβόνας ήταν το "ποιος κάνει τι" στην Ευρώπη. Η διασάφηση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να κατανοήσουν οι πολίτες τις πολιτικές ευθύνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Θα συμβάλει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δράσης της Ένωσης, ενώ θα παράσχει επίσης μια συμπληρωματική εγγύηση σε όλους όσοι ανησυχούν για τις υπερβολές των παρεμβάσεων της Ένωσης.
5.2. Η μεταρρυθμιστική Συνθήκη διατηρεί, σε γενικές γραμμές, τις διατάξεις του Συντάγματος όσον αφορά τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, ο οποίος βασίζεται στις υφιστάμενες συνθήκες. Εντούτοις, λόγω της διατήρησης των δύο ισχυουσών τροποποιημένων Συνθηκών, η λογική ενότητα που κυριαρχούσε στο κεφάλαιο σχετικά με τις αρμοδιότητες της Ένωσης στο Μέρος I του Συντάγματος έχει διασπαστεί. Στην πραγματικότητα, ενώ οι αρχές που διέπουν την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης προβλέπονται στις γενικές διατάξεις της ΣΕΕ, η διατύπωση των διαφόρων τύπων αρμοδιοτήτων περιλαμβάνεται στη ΣΛΕΕ, συγκεκριμένα στον Τίτλο I σχετικά με τις "Κατηγορίες και τομείς αρμοδιοτήτων της Ένωσης". Παρότι οι δύο Συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος, η προσέγγιση αυτή υπονομεύει προφανώς το στόχο της σαφήνειας για τον πολίτη.
Η νέα Συνθήκη προβαίνει στον καθορισμό των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, οι οποίες κατανέμονται σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, με διαφοροποιημένο νομικό καθεστώς και βαθμό παρέμβασης της Ένωσης: αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης· συντρέχουσες αρμοδιότητες με τα κράτη μέλη· και δράσεις υποστηρικτικές ή συμπληρωματικές της δράσης των κρατών μελών. Λόγω της ιδιαίτερης φύσης τους, η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης χρήζουν ειδικών διατάξεων, που δεν εμπίπτουν στην τριμερή αυτή ταξινόμηση (βλέπε παράρτημα 1).
Αυτός ο καθορισμός των αρμοδιοτήτων της Ένωσης υπακούει στη βασική αρχή της ανάθεσης των αρμοδιοτήτων, δηλαδή ότι η Ένωση διαθέτει μόνον τις αρμοδιότητες που τις αναθέτουν τα κράτη μέλη στις Συνθήκες, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που αυτό ορίζει. Η αρχή αυτή εμποδίζει από τη φύση της την ανάδειξη οποιουδήποτε συγκεντρωτικού υπερκράτους, καθώς συνεπάγεται ότι όλες οι αρμοδιότητες ανήκουν στα κράτη, εκτός εάν τις μεταβιβάσουν στην Ένωση.
5.3. Η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν αυξάνει τις αρμοδιότητες της Ένωσης: οι λιγοστές "καινούργιες" αρμοδιότητες που αναφέρθηκαν αντιστοιχούν κυρίως σε τομείς στους οποίους η Ένωση παρενέβαινε ήδη μέσω υφιστάμενων άρθρων, και μάλιστα του άρθρου 308 της Συνθήκης ΕΚ, αλλά των οποίων το νέο κείμενο προσφέρει συγκεκριμένη νομική βάση. Πράγματι, οι τροποποιήσεις που εισήχθησαν στη ΣΛΕΕ αφορούν γενικά την αναγκαιότητα προσαρμογής των διατάξεών της στις νέες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στις νέες νομικές πράξεις που θεσπίζονται (βλέπε κατωτέρω, σημείο 7).
5.4. Επιπλέον, η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει την υποχρέωση της Ένωσης να σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Η διασφάλιση της τήρησης των αρχών αυτών ανατίθεται εξάλλου στις κυβερνήσεις στο επίπεδο του Συμβουλίου και στο Κοινοβούλιο. Μολονότι ο ορισμός των αρχών αυτών στη νέα Συνθήκη αντιστοιχεί στον ήδη υπάρχοντα στις ισχύουσες Συνθήκες, το πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας προβλέπει νέους μηχανισμούς για τη διασφάλιση της τήρησης των αρχών αυτών, ιδίως ενισχύοντας αισθητά τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων.
5.5. Τα εθνικά κοινοβούλια αποκτούν ειδικότερα το δικαίωμα να ενημερώνονται σε εύθετο χρόνο για όλες τις νομοθετικές προτάσεις της Επιτροπής, οι οποίες πρέπει να είναι αιτιολογημένες από την άποψη της επικουρικότητας και της αναλογικότητας. Έτσι, τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να ασκήσουν καλύτερα τα δικαιώματά τους σε εθνικό επίπεδο, και ενισχύεται ειδικότερα η ικανότητά τους να επηρεάζουν τη δράση της κυβέρνησής τους σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών. Εξάλλου, σύμφωνα με πρωτόκολλο το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη[26], όσον αφορά ειδικότερα την επικουρικότητα, τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν, εντός προθεσμίας οκτώ εβδομάδων από την ημερομηνία διαβίβασης της πρότασης, να απευθύνουν άμεσα στα όργανα της Ένωσης αιτιολογημένη γνώμη εκθέτοντας τους λόγους για τους οποίους εκτιμούν ότι η πρόταση δεν συνάδει με την αρχή της επικουρικότητας. Τα όργανα οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη αυτή. Μάλιστα, ένας μηχανισμός "έγκαιρης προειδοποίησης" υποχρεώνει την Επιτροπή να επανεξετάσει την πρότασή της, εάν το ένα τρίτο τουλάχιστον του συνόλου των ψήφων που διαθέτουν τα εθνικά κοινοβούλια κρίνει ότι η πρόταση δεν τηρεί την αρχή της επικουρικότητας.
Σε αυτόν τον μηχανισμό που εντοπίζεται ήδη στο Σύνταγμα, η ΔΚΔ του 2007 προσέθεσε μια διάταξη σύμφωνα με την οποία, στο πλαίσιο της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας, εάν ο αριθμός των αιτιολογημένων γνωμοδοτήσεων αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το ήμισυ των εθνικών κοινοβουλίων και εάν η Επιτροπή, κατόπιν επανεξέτασης, αποφασίσει τη διατήρηση της πρότασής της, πρέπει επίσης να δικαιολογήσει την απόφαση με αιτιολογημένη γνωμοδότηση. Όλες αυτές οι γνωμοδοτήσεις διαβιβάζονται στη συνέχεια στις δύο συνιστώσες της νομοθετικής αρχής, το ΕΚ και το Συμβούλιο, τα οποία οφείλουν να αξιολογήσουν, πριν από την πρώτη ανάγνωση, το ζήτημα της επικουρικότητας. Εάν το ΕΚ, κατά πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν, ή το Συμβούλιο, με πλειοψηφία του 55% των κρατών μελών, αποφασίσουν να στηρίζουν την αντίρρηση των εθνικών κοινοβουλίων, η νομοθετική διαδικασία δεν μπορεί να προχωρήσει.
Τέλος, το ίδιο πρωτόκολλο προβλέπει επίσης τη δυνατότητα των κρατών μελών να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου εξ ονόματος των εθνικών κοινοβουλίων τους ή σώματος αντιπροσώπων των εν λόγω κοινοβουλίων (σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη τους) λόγω παραβίασης από νομοθετική πράξη της αρχής της επικουρικότητας. Η Επιτροπή των Περιφερειών αποκτά επίσης το δικαίωμα να ασκεί τέτοιες προσφυγές όσον αφορά νομοθετικές πράξεις για την έκδοση των οποίων οι Συνθήκες προβλέπουν τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με την Επιτροπή των Περιφερειών.
Οι μηχανισμοί αυτοί συνιστούν σημαντικές συμπληρωματικές εγγυήσεις κατά της ενδεχόμενης άστοχης άσκησης των αρμοδιοτήτων της Ένωσης και συμβάλλουν σημαντικά στην εμβάθυνση του δημοκρατικού ελέγχου της κοινοτικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, συνιστούν επίσης ουσιαστική ενίσχυση του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων.
5.6. Μολονότι είναι αλήθεια ότι, για να σχηματίσει κανείς πλήρη εικόνα του τρόπου άσκησης των αρμοδιοτήτων αυτών στην πράξη, πρέπει να συνδυασθεί ο ορισμός αυτός με τις ειδικές διατάξεις των Μερών III και IV της ΣΛΕΕ, είναι επίσης αλήθεια ότι με την απλή ανάγνωση αυτών των διατάξεων ο ευρωπαίος πολίτης μπορεί να έχει ήδη αρκετά σαφή αντίληψη του ποιος κάνει τι στην Ευρώπη. Πρόκειται για αναμφισβήτητη βελτίωση όσον αφορά τη διαφάνεια, όμως αυτή η βελτίωση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο εκτεταμένη, εάν όλες οι διατάξεις που αφορούν τις αρμοδιότητες της Ένωσης είχαν υπαχθεί σε έναν και μόνον τίτλο της ΣΕΕ, όπως ίσχυε στο Μέρος I του Συντάγματος.
5.7. Μεταξύ των θετικών στοιχείων μπορούμε επίσης να υπογραμμίσουμε ότι η νέα Συνθήκη εγγυάται την αναγκαία ευελιξία μέσω μιας διάταξης παρόμοιας με εκείνης του σημερινού άρθρου 308 ΣΕΚ (νέο άρθρο 352 ΣΛΕΕ), η οποία επιτρέπει στο Συμβούλιο, σε περίπτωση ανάγκης, να λαμβάνει μέτρα σε τομείς στους οποίους η Ένωση δεν έχει ρητές αρμοδιότητες. Αυτή η ρήτρα ευελιξίας παρέχει κάθε εγγύηση στα κράτη μέλη: ομόφωνη απόφαση και αποκλειστικά στο πλαίσιο των πολιτικών που ορίζονται στις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στις Συνθήκες· η διαδικασία εφαρμογής της καθίσταται δημοκρατικότερη, καθώς υπόκειται στην έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πρέπει να ανακοινώνεται σε εύλογο χρονικό διάστημα στα εθνικά κοινοβούλια πριν από τη λήψη της απόφασης. Άλλωστε, η ΔΚΔ του 2007 διευκρίνισε περαιτέρω ότι τα μέτρα που στηρίζονται σε αυτήν τη ρήτρα δεν μπορούν να συνιστούν εναρμόνιση της νομοθεσίας στους τομείς στους οποίους οι Συνθήκες αποκλείουν μια τέτοια εναρμόνιση. Το άρθρο αυτό δεν μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη στόχων οι οποίοι άπτονται της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.
6. Ανανεωμένο θεσμικό πλαίσιο για μια Ένωση πιο δυνατή, πιο δημοκρατική και με μεγαλύτερη διαφάνεια
Ένα από τα βασικά ζητήματα που έπρεπε να επιλύσει η νέα Συνθήκη ήταν η προσαρμογή των οργάνων της Ένωσης, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση που θα απέρρεε από τη διεύρυνση. Πράγματι, η θεσμική οργάνωση της Ένωσης εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να βασίζεται στις ίδιες δομές εδώ και πενήντα σχεδόν χρόνια, παρά το γεγονός ότι τα καθήκοντά της διευρύνθηκαν σημαντικά και τα κράτη μέλη της αυξήθηκαν από 6 σε 27. Παρά τις διαδοχικές διακυβερνητικές διασκέψεις, τα κυριότερα θεσμικά ζητήματα παρέμεναν ανοικτά, και οι λύσεις που διατυπώθηκαν στη Νίκαια δεν ήταν ικανοποιητικές για ορισμένους από εκείνους που τις είχαν διαπραγματευθεί. Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν έπαψε να επισημαίνει στην κοινή γνώμη και στους ηγέτες των κρατών μελών την αναγκαιότητα μιας βαθιάς θεσμικής μεταρρύθμισης, η οποία θα προσέδιδε στην Ένωση αποτελεσματικά και δημοκρατικά όργανα που θα λειτουργούν σε συνθήκες διαφάνειας, διαφυλάσσοντας παράλληλα τη θεσμική ισορροπία και την κοινοτική μέθοδο: η Επιτροπή προτείνει, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αποφασίζουν, το Δικαστήριο εγγυάται την εφαρμογή των κειμένων που ψηφίζονται.
Το Σύνταγμα περιελάμβανε ήδη σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες ανταποκρίνονταν σε αυτήν την επιδίωξη και οι οποίες δεν είχαν τεθεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας κύρωσης.
Εκτός από ορισμένες τροποποιήσεις οι οποίες απέρρεαν ευθέως από την εγκατάλειψη της ιδέας του Συντάγματος και τη διατήρηση των δύο ισχυουσών Συνθηκών σε τροποποιημένη μορφή, καθώς και από την εγκατάλειψη συμβολικών στοιχείων ή στοιχείων λεξιλογίου τα οποία ήταν πιθανό να παραπέμπουν σε χαρακτηριστικά κράτους, τα θεσμικά ζητήματα δεν ήταν αναγκαίο να βρεθούν στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων του 2007. Άλλωστε, πέραν του ότι τα ζητήματα αυτά δεν είχαν βρεθεί στο επίκεντρο του δημοσίου διαλόγου, συγκεκριμένα στα κράτη μέλη στα οποία είχε θριαμβεύσει το "όχι", στη μεγάλη τους πλειονότητα τα κράτη μέλη δεν επιθυμούσαν επανέναρξη των συζητήσεων σχετικά με τη θεσμική δέσμη, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι κάτι τέτοιο θα έθετε υπό αμφισβήτηση το συνολικό οικοδόμημα. Παρόλα αυτά, ορισμένα από αυτά τα θέματα τέθηκαν στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων της ΔΚΔ του 2007, αν και μπορούμε να πούμε ότι, ως προς τα βασικά της στοιχεία, η συμφωνία που επιτεύχθηκε ήδη από το 2004 έχει μείνει ανέπαφη.
6.1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
(1) Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει αισθητά τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του μοναδικού ευρωπαϊκού οργάνου που εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες:
- ο ρόλος του ως συννομοθέτη αναγνωρίζεται πλήρως, μέσω της γενίκευσης της ισχύουσας διαδικασίας συναπόφασης, η οποία αναβαθμίζεται σε τακτική νομοθετική διαδικασία, αλλά και μέσω της ενίσχυσης της συμμετοχής του στις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες. Στο εξής, οι πολίτες θα μπορούν να βλέπουν καθαρά ότι οι ευρωπαϊκές νομοθετικές πράξεις ψηφίζονται από το σώμα που τους εκπροσωπεί, καθώς και από το σώμα που εκπροσωπεί τα κράτη· παράλληλα, στον τομέα των διεθνών συμφωνιών, η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου γίνεται επίσης γενικός κανόνας·
- αποκτά ταυτόχρονο δικαίωμα πρωτοβουλίας αναθεώρησης των Συνθηκών και συμμετέχει στη διαδικασία μέσω της συμμετοχής του στη Συνέλευση η οποία πρέπει να προετοιμάσει την αναθεώρηση (δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν μπορεί να αποφασίσει να μην συγκαλέσει τη Συνέλευση παρά μόνο με συμφωνία του Κοινοβουλίου)·
- οι εξουσίες του σε δημοσιονομικά θέματα, τις οποίες μοιράζεται ισότιμα με το Συμβούλιο, επεκτείνονται πλέον στο σύνολο των δαπανών της Ένωσης·
- τα καθήκοντά του όσον αφορά τον πολιτικό έλεγχο διευρύνονται, ιδίως μέσω της εκλογής του Προέδρου της Επιτροπής·
- αρκετές αποφάσεις μεγάλης σημασίας στη ζωή της Ένωσης, οι οποίες ενέπιπταν μέχρι σήμερα στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου, υπόκεινται στο εξής και στην έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: η απόφαση δρομολόγησης ενισχυμένης συνεργασίας· η χρησιμοποίηση της ρήτρας ευελιξίας που επιτρέπει στην Ένωση να λαμβάνει μέτρα που δεν προβλέπονται στις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που αυτές ορίζουν· η απόφαση σχετικά με τη χρησιμοποίηση των γενικών "γεφυρών" για το πέρασμα από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία ή από τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες στην τακτική νομοθετική διαδικασία· ορισμένες αποφάσεις που επιτρέπουν τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των νομικών βάσεων που προβλέπονται στις Συνθήκες, όπως αυτών που αφορούν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία ή τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις·
- ακόμη και στον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, στον οποίο δεν έχει αποφασιστικές εξουσίες, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποκτά γενικό δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης.
(2) Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι, εάν εξαιρέσουμε ορισμένους τομείς στους οποίους μπορούσε να είχε επιτευχθεί μεγαλύτερη πρόοδος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο "συναποφασίζει" σε όλους σχεδόν τους τομείς της πολιτικής της Ένωσης. Ουσιαστικά αυτό γίνεται για να συγκεκριμενοποιηθεί η διπλή νομιμότητα της Ένωσης, ως Ένωσης κρατών και πολιτών, η οποία αποτελεί τη βάση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, παρά την απουσία ρητής αναγνώρισης στις νέες Συνθήκες. Με τον τρόπο αυτό, η Συνθήκη της Λισαβόνας εμβαθύνει αναμφισβήτητα και σημαντικά τη δημοκρατική διάσταση της Ένωσης.
(3) Ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περιορίζεται σε 751[27]. Η τροποποιημένη ΣΕΕ δεν προβλέπει την κατανομή των εδρών ανά κράτος μέλος, αλλά αναθέτει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και κατόπιν έγκρισής του, να αποφασίσει πριν από τις εκλογές του 2009, σχετικά με την κατανομή αυτή βάσει της αρχής της "φθίνουσας αναλογικής" εκπροσώπησης, με ελάχιστο όριο 6 εδρών και μέγιστο όριο 96 εδρών ανά κράτος μέλος (η Συνέλευση πρότεινε ελάχιστο όριο 4 εδρών και κανένα μέγιστο όριο). Πρόκειται για μια λύση που επιτρέπει να αντιμετωπισθεί με μεγαλύτερη ευελιξία η μελλοντική εξέλιξη της Ένωσης διαφυλάσσοντας παράλληλα τα συμφέροντα κάθε κράτους μέλους, αν και, σε επόμενη φάση, το αυξημένο σε 6 ελάχιστο όριο θα δημιουργήσει προβλήματα.
6.2. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναγνωρίζεται ως αυτόνομο όργανο που παρέχει στην Ένωση πολιτική ώθηση, η δε ΣΕΕ ορίζει ρητώς ότι δεν ασκεί νομοθετική αρμοδιότητα[28]. Η πιο σημαντική καινοτομία της Συνθήκης της Λισαβόνας, η οποία υπήρχε και στο κείμενο του Συντάγματος, είναι η κατάργηση της εκ περιτροπής ανά εξάμηνο Προεδρίας και η αντικατάστασή της από έναν Πρόεδρο που εκλέγεται από τα μέλη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για θητεία 30 μηνών, άπαξ ανανεώσιμη. Στα καθήκοντα του Προέδρου αυτού περιλαμβάνονται η προετοιμασία και η διεύθυνση των εργασιών του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και η εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης, για τη βελτίωση της προβολής, της συνέχειας και της συνεκτικότητας της εκπροσώπησης της Ένωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Υπάρχουν διατάξεις που διασφαλίζουν ότι ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν ασκεί εκτελεστικά καθήκοντα και που προνοούν για την αποφυγή τυχόν συγκρούσεων με τον Πρόεδρο της Επιτροπής ή τον Αντιπρόεδρο/Ύπατο Εκπρόσωπο της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας. Μόνον η πρακτική θα αποδείξει εάν οι διατάξεις αυτές επαρκούν.
6.3. Το Συμβούλιο
(1) Κρίσιμο ζήτημα στη διαδικασία μεταρρύθμισης υπήρξε η διαδικασία ψηφοφορίας στο Συμβούλιο, όταν αυτό αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Η αποτυχία της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2003 οφειλόταν εν μέρει στις διαφορές των κρατών μελών στο θέμα αυτό. Κατά τη γνώμη ενός εκ των εισηγητών, η εισαγωγή του κριτηρίου του πληθυσμού τόσο για την κατανομή των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και στις ψηφοφορίες στο Συμβούλιο Υπουργών κινδυνεύει να μην διασφαλίσει ένα ισορροπημένο σύστημα· για τον λόγο αυτό, ο ίδιος τάχθηκε υπέρ ενός συστήματος στάθμισης των ψήφων στο Συμβούλιο. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εν συνεχεία της έκθεσης Δημητρακόπουλου/Leinen[29] τάχθηκε, με μεγάλη πλειοψηφία, υπέρ του συστήματος της διπλής πλειοψηφίας. Για τον λόγο αυτό, από την έναρξη της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 2004, το Κοινοβούλιο τόνισε ότι, για να αποδεχθεί οποιαδήποτε λύση, έπρεπε αφενός να διατηρηθεί η αρχή της διπλής πλειοψηφίας των κρατών μελών και του πληθυσμού, προκειμένου να καθίσταται προφανής η διπλή νομιμότητα επί της οποίας ερείδεται η οικοδόμηση της Ένωσης –ήτοι η νομιμότητα που απορρέει από τα κράτη μέλη και αυτή που απορρέει από τους πολίτες– και αφετέρου η νέα διαδικασία να καθιστά ευκολότερη τη λήψη αποφάσεων από ό,τι το σύστημα που είχε οριστεί στη Συνθήκη της Νίκαιας.
(2) Τελικά επικράτησε πράγματι ο μηχανισμός της διπλής πλειοψηφίας που πρότεινε η Συνέλευση, αντί του συστήματος στάθμισης των ψήφων. Έτσι, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι, παρά την αύξηση των κατώτατων ορίων που είχε προτείνει η Συνέλευση (55% των κρατών αντί 50%, και 65% του πληθυσμού αντί 60%), το νέο σύστημα καθιστά ευκολότερη τη λήψη αποφάσεων. Πράγματι, το σύστημα στάθμισης των ψήφων συνεπαγόταν σε πολλούς συνδυασμούς κατώτατα όρια πληθυσμού πολύ πιο υψηλά για τη λήψη μιας απόφασης. Άλλωστε, η απαίτηση τουλάχιστον τεσσάρων κρατών μελών για την ύπαρξη αναστέλλουσας μειοψηφίας έχει ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, την αισθητή μείωση του κατώτατου ορίου του 65% του πληθυσμού[30].
(3) Δυστυχώς, η προσθήκη μηχανισμών οι οποίοι αποσκοπούν στην καθυστέρηση της έναρξης εφαρμογής του νέου συστήματος και στην παροχή υποτιθέμενων διασφαλίσεων σε ορισμένα κράτη μέλη τα οποία φοβούνται ότι το νέο σύστημα αποδυναμώνει τη θέση τους είχε ως αποτέλεσμα η πρόοδος όσον αφορά τη διαφάνεια και την κατανοησιμότητα του συστήματος να μην είναι η ευκταία. Οπωσδήποτε η λογική της διπλής πλειοψηφίας γίνεται πολύ πιο εύκολα κατανοητή από κάθε στάθμιση των ψήφων, αλλά υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρήσουν οι πολίτες τα καθορισμένα όρια ως αρκετά αυθαίρετα. Επίσης, η προσθήκη συμπληρωματικών κριτηρίων αποδυναμώνει σοβαρά τα οφέλη όσον αφορά την απλοποίηση και την κατανόηση του συστήματος.
(4) Η ΔΚΔ 2007 προσέθεσε συμπληρωματικούς μηχανισμούς ώστε να υπερνικήσει την αντίσταση της Πολωνίας στην καθιέρωση του συστήματος που είχε συμφωνηθεί το 2004. Αφενός, η συμφωνία που επετεύχθη προβλέπει την αναβολή της θέσης σε ισχύ έως το Νοέμβριο του 2004. Κατά συνέπεια, το σύστημα της Νίκαιας θα εφαρμόζεται έως εκείνη την ημερομηνία. Εκτός αυτού, ένα πρωτόκολλο προσαρτημένο στη νέα συνθήκη προβλέπει ότι, έως τις 31 Μαΐου 2017, όταν μια απόφαση πρέπει να εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία, εάν ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, θα εφαρμόζεται παρόλα αυτά το σύστημα ψηφοφορίας της Συνθήκης της Νίκαιας. Εκτός αυτού, η ΔΚΔ 2007 συμφώνησε επίσης να ενισχυθεί ο αναθεωρημένος συμβιβασμός των Ιωαννίνων για μια μεταβατική περίοδο που είχε ήδη εγκριθεί το 2004 (δήλωση αριθ. 7 της τελικής πράξης της ΔΚΔ): με βάση τη δήλωση της ΔΚΔ, εάν μέλη του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα ¾ του αριθμού των κρατών μελών ή του πληθυσμού που απαιτούνται για την παρεμπόδιση απόφασης, δηλώσουν την αντίθεσή τους στην έγκριση μιας πράξης από το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, το Συμβούλιο θα συνεχίσει να συζητά το ζήτημα προκειμένου να καταλήξει, μέσα σε εύλογη προθεσμία σε ευρύτερη συμφωνία. Η συμφωνία αυτή, η οποία το 2004 προβλεπόταν να διαρκέσει μέχρι το 2014, προβλέπεται τώρα να εφαρμοσθεί για την περίοδο από 1η Νοεμβρίου 2014 έως 31 Μαρτίου 2017. Από την ημερομηνία αυτή, τα κατώτατα όρια που είναι αναγκαία για να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός μειώνονται σε 55% των κρατών μελών ή του πληθυσμού που απαιτούνται για την παρεμπόδιση απόφασης. Η συμφωνία αυτή επισημοποιείται σε σχέδιο απόφασης που το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε και το οποίο προβλέπεται να τεθεί σε ισχύ την ίδια ημέρα που θα τεθεί σε ισχύ η νέα συνθήκη. Στην έκδοση του 2004, η απόφαση προβλεπόταν να παραμείνει σε ισχύ τουλάχιστον έως το 2014 και τότε μπορούσε να ανακληθεί από το Συμβούλιο (με ειδική πλειοψηφία, η οποία καθίσταται γενικός κανόνας για τη λήψη αποφάσεων στο Συμβούλιο)· στην έκδοση του 2007, σύμφωνα με ένα νέο πρωτόκολλο, διατηρείται για απροσδιόριστη περίοδο και δεν είναι δυνατόν να καταργηθεί ή να τροποποιηθεί παρά μόνο ύστερα από συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο πρέπει να τοποθετηθεί ευνοϊκά με συναίνεση.
(5) Μολονότι εκφράζουμε τη λύπη μας για την εγκατάλειψη του συμβιβασμού που είχε καταρτίσει η Συνέλευση και για την αναβολή των αποφάσεων που ελήφθησαν το 2004, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η λύση που τελικά επικράτησε επιτεύχθηκε έπειτα από εντονότατη συζήτηση μεταξύ των κρατών μελών, το αντικείμενο της οποίας προβλημάτισε αρκετές φορές: η λογιστική των περισσότερων ή λιγότερων ποσοστιαίων μονάδων στο σχετικό βάρος κάθε κράτους μέλους στο σύστημα ψηφοφορίας επισκίασε το γεγονός ότι στην πραγματικότητα περιστατικά διαίρεσης μεταξύ όλων των "μεγάλων" κρατών από τη μία πλευρά και όλων των "μικρών" κρατών από την άλλη είναι πρακτικά ανύπαρκτα. Συχνά, η ίδια πρωτοβουλία στόχευε ταυτόχρονα αντιφατικούς στόχους, όπως τη διαφύλαξη της δυνατότητας ενός κράτους μέλους να εμποδίζει τη λήψη απόφασης περιορίζοντας ταυτόχρονα την ίδια δυνατότητα για τα άλλα κράτη μέλη. Κυρίως, όμως, όλη αυτή η συζήτηση πραγματοποιήθηκε ξεχνώντας ότι τελικά η δυναμική της κοινοτικής διαπραγμάτευσης κατέδειξε ανέκαθεν ότι πολύ σπάνια απαιτείται ψηφοφορία. Λαμβανομένης υπόψη της πολιτικής πραγματικότητας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποδέχεται τη συμφωνία που πέτυχαν οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων, χωρίς ωστόσο να κρύβει τη λύπη του για ορισμένα στοιχεία της.
(6) Όποια και αν είναι η μέθοδος λήψης αποφάσεων, το ζητούμενο είναι να είναι εφαρμόσιμη. Εξ ου και η σημασία του θέματος του πεδίου εφαρμογής της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία. Η Συνθήκη της Λισαβόνας κάνει σημαντικές προόδους στον τομέα αυτόν: υπάρχουν περίπου 44 νέες περιπτώσεις ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία σε διάφορους τομείς (βλέπε παράρτημα 2). Αντιθέτως, ομοφωνία εξακολουθεί να απαιτείται σε 72[31] περιπτώσεις. Μολονότι η συνολική τάση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί θετική, λυπούμαστε γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις η πρόοδος δεν ήταν μεγαλύτερη.
(7) Μια άλλη σημαντική βελτίωση που επέφερε η Συνθήκη της Λισαβόνας όσον αφορά τη διαφάνεια είναι η εντολή να χωρίζονται οι συνεδριάσεις των διαφορετικών συνθέσεων του Συμβουλίου σε δύο μέρη, ανάλογα με το αν πρόκειται για την άσκηση νομοθετικών ή άλλων καθηκόντων. Το επιστέγασμα της διαφάνειας είναι ότι όταν το Συμβούλιο αποφασίζει ή ψηφίζει σχετικά με νομοθετικές πράξεις οφείλει να συνεδριάζει δημόσια. Μολονότι πρέπει να επισημάνουμε ότι τα κράτη μέλη δεν ακολούθησαν την πρόταση της Συνέλευσης για τη σύσταση ενός πραγματικού αυτόνομου νομοθετικού Συμβουλίου, θεωρούμε ωστόσο ότι η βασική πτυχή της πρότασης αυτής, δηλαδή η διασφάλιση της δημοσιότητας και της διαφάνειας της νομοθετικής δραστηριότητας του Συμβουλίου, διαφυλάχθηκε.
(8) Όσον αφορά τις συνθέσεις και τη λειτουργία του Συμβουλίου, κυριότερη καινοτομία είναι η δημιουργία ενός αυτόνομου Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, το οποίο θα προεδρεύεται από τον Ύπατο Εκπρόσωπο/Αντιπρόεδρο της Επιτροπής. Μαζί με το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, πρόκειται για τις δύο μοναδικές συνθέσεις του Συμβουλίου που προβλέπονται από τη νέα Συνθήκη, η οποία αναθέτει στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να αποφασίσει τον καθορισμό των άλλων συνθέσεων με ειδική πλειοψηφία.
(9) Οι προσπάθειες τροποποίησης του ισχύοντος συστήματος των εκ περιτροπής προεδριών του Συμβουλίου, ώστε να διασφαλίζεται μεγαλύτερη προβολή καθώς και η συνεκτικότητα και η συνέχεια των εργασιών του, είχαν αμφιλεγόμενα αποτελέσματα: τα κράτη μέλη απομακρύνθηκαν από την πρόταση της Συνέλευσης και επέλεξαν τελικά την αρχή της ισότιμης εναλλαγής στο πλαίσιο ενός συστήματος προεδρίας βάσει ομάδων που θα αποφασισθεί με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που θα ληφθεί με ειδική πλειοψηφία, της οποίας τα πραγματικά οφέλη δεν είναι επακριβώς εμφανή εκ των προτέρων[32]. Μόνο το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) έχουν σταθερή προεδρία.
6.4. Η Επιτροπή
(1) Ένα άλλο θεσμικό ζήτημα που βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων τόσο στη Συνέλευση όσο και στη Διακυβερνητική Διάσκεψη ήταν η σύνθεση της Επιτροπής. Η λύση που τελικά προκρίθηκε, βασισμένη σε χρονοδιάγραμμα, απομακρύνεται από την πρόταση της Συνέλευσης, αλλά αντιστοιχεί καλύτερα στην πολιτική πραγματικότητα και μπορεί να θεωρηθεί θετική. Πράγματι, επιτρέπει τον σεβασμό της επιθυμίας των νέων κρατών μελών να εκπροσωπούνται στην Επιτροπή τα πρώτα χρόνια μετά την προσχώρησή τους στην Ένωση, προβλέποντας παράλληλα, σε εύθετο χρόνο (το 2014), την απαραίτητη μείωση του αριθμού των Επιτρόπων (στα 2/3 του αριθμού των κρατών μελών, γεγονός που σε μια Ένωση 27 κρατών μελών σημαίνει μείωση του σημερινού αριθμού Επιτρόπων). Βασισμένη σε ένα σύστημα εναλλαγής που διαφυλάσσει την ισότητα των κρατών μελών (και που πρέπει να αντικατοπτρίζει τη δημογραφική και γεωγραφική σύνθεση της Ένωσης), η λύση αυτή επιτρέπει να διατηρηθεί σε αποδεκτά όρια το μέγεθος της Επιτροπής. Μία φορά ανά κάθε τρεις θητείες, ένα κράτος μέλος δεν θα διορίζει Επίτροπο.
(2) Η Συνθήκη της Λισαβόνας επιφέρει επίσης σημαντικές βελτιώσεις όσον αφορά τον διορισμό του Προέδρου της Επιτροπής, ο οποίος εκλέγεται στο εξής από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν πρότασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία. Πρόκειται για ένα ακόμη βήμα προς την κατεύθυνση της πολιτικής νομιμοποίησης της Επιτροπής, κυρίως επειδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και να προβαίνει στις "κατάλληλες διαβουλεύσεις" προτού ορίσει τον υποψήφιό του. Στη συνέχεια, η Επιτροπή ως σώμα, ο Πρόεδρος, ο Ύπατος Εκπρόσωπος, που διορίζεται βάσει ειδικής διαδικασίας (βλέπε κατωτέρω), και οι Επίτροποι, που επιλέγονται από το Συμβούλιο σε συμφωνία με τον εκλεγμένο Πρόεδρο, υπόκεινται συλλογικά σε ψήφο έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[33]. Το σύνολο της διαδικασίας αυτής καταδεικνύει πρόδηλα στην κοινή γνώμη ότι η Επιτροπή είναι μια εκτελεστική αρχή η οποία έχει ανάγκη την εμπιστοσύνη του Κοινοβουλίου, και όχι "ανώνυμοι και ανεξέλεγκτοι γραφειοκράτες" όπως διατείνονται ορισμένοι.
(3) Παρατηρούμε επίσης την ενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Επιτροπής, ιδίως όσον αφορά την εσωτερική οργάνωση της Επιτροπής και το δικαίωμά του να ζητήσει την παραίτηση ενός Επιτρόπου, στο πλαίσιο της αύξησης της αποτελεσματικότητας της Επιτροπής.
6.5. Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας/Αντιπρόεδρος της Επιτροπής
(1) Μια από τις κυριότερες θεσμικές καινοτομίες της Συνθήκης της Λισαβόνας είναι η θέσπιση του αξιώματος του Ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, συνενώνοντας σε ένα αξίωμα τα ήδη υπάρχοντα αξιώματα του Ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας και του αρμόδιου για τις εξωτερικές σχέσεις Επιτρόπου. Η καινοτομία αυτή έχει ως στόχο τη διασφάλιση της συνεκτικότητας και της προβολής του συνόλου της εξωτερικής δράσης της Ένωσης. Ο Ύπατος εκπρόσωπος ασκεί δύο θεσμικές αρμοδιότητες, δεδομένου ότι ασκεί την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ένωσης: υπό την ιδιότητα αυτή προεδρεύει του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, παρουσιάζει προτάσεις και διασφαλίζει την εκτέλεση των αποφάσεων του Συμβουλίου· ταυτόχρονα, είναι Αντιπρόεδρος της Επιτροπής και ασκεί τις αρμοδιότητες του οργάνου αυτού στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, συντονίζοντας όλες τις πτυχές της εξωτερικής δράσης της Ένωσης. Θα επικουρείται από μια ευρωπαϊκή υπηρεσία εξωτερικής δράσης, απαρτιζόμενη από μέλη του προσωπικού της Επιτροπής, της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου και των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών, η οποία θα συσταθεί με απόφαση του Συμβουλίου, κατόπιν γνωμοδότησης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και έγκρισης της Επιτροπής.
(2) Επομένως, ο Ύπατος εκπρόσωπος είναι Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, αλλά έχει ειδικό καθεστώς, όπως προκύπτει από τις διαδικασίες που αφορούν τον διορισμό και την ενδεχόμενη παραίτησή του. Πράγματι, διορίζεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής· το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δύναται να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του με την ίδια διαδικασία, ενώ ο ίδιος υποχρεούται να υποβάλει την παραίτησή του εάν του το ζητήσει ο Πρόεδρος της Επιτροπής. Ως μέλος της Επιτροπής, υπόκειται επίσης στην ψήφο ανάθεσης εντολής στο σώμα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και υποχρεούται σε παραίτηση, συλλογικά με τους λοιπούς Επιτρόπους, εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εγκρίνει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής[34].
(3) Οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνουν ουσιαστικά τις απόψεις που υποστήριζε εδώ και καιρό το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: ο Ύπατος εκπρόσωπος θα μπορέσει, πράγματι, να ενισχύσει τη συνεκτικότητα και την αποτελεσματικότητα της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, να ευνοήσει την ανάδειξη μιας πραγματικής κοινής εξωτερικής πολιτικής, να βελτιώσει την προβολή της Ένωσης σε διεθνές επίπεδο, προσδίδοντάς της ένα "πρόσωπο". Θετική είναι η τριπλή πολιτική ευθύνη του Ύπατου εκπροσώπου έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και του Προέδρου της Επιτροπής. Ωστόσο, το ενδεχόμενο συγκρούσεων μεταξύ του Ύπατου εκπροσώπου και του Προέδρου της Επιτροπής ή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου παραμένει, το δε υβριδικό καθεστώς του μπορεί να δημιουργήσει συγκρούσεις όσον αφορά την αφοσίωσή του στο Συμβούλιο ή στην Επιτροπή.
6.6. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει επίσης τον ρόλο του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης, που αποκαλεί "Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης", το οποίο αποτελείται από το "Ευρωπαϊκό Δικαστήριο", το "Γενικό Δικαστήριο" και τα τυχόν "ειδικά δικαστήρια", τα οποία μπορούν να συσταθούν με κανονισμό[35]. Μολονότι δεν υπάρχουν σημαντικές τροποποιήσεις όσον αφορά τη σύνθεση και την οργάνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και του Τακτικού Δικαστηρίου, παρατηρούμε τη θέσπιση ενός προκαταρκτικού σταδίου στη διαδικασία διορισμού των δικαστών και των γενικών εισαγγελέων: προτού διορισθούν από τα κράτη μέλη, οι υποδεικνυόμενοι από τις κυβερνήσεις υποψήφιοι υποβάλλονται σε ακρόαση από επιτροπή επιφορτισμένη να αξιολογήσει την καταλληλότητα των υποψηφίων να ασκήσουν τα καθήκοντά τους. Η εν λόγω επιτροπή θα απαρτίζεται από επτά μέλη (πρώην μέλη του Δικαστηρίου των ΕΚ ή των ανώτατων εθνικών δικαστικών αρχών και νομικοί που διαθέτουν διακεκριμένες ικανότητες) εκ των οποίων ένας προτεινόμενος από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι πράξεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των οργανισμών υπόκεινται στο εξής σε δικαστικό έλεγχο νομιμότητας. Οι προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών των φυσικών και νομικών προσώπων κατά κανονιστικών πράξεων απλοποιούνται. Οι πράξεις που εμπίπτουν στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας θα μπορούν να αποτελούν αντικείμενο πλήρους δικαστικής προσφυγής, με εξαίρεση ό,τι αφορά τον έλεγχο της εγκυρότητας και της αναλογικότητας επιχειρησιακών δράσεων της αστυνομίας ή την άσκηση των ευθυνών που φέρουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας. Τέλος, μολονότι οι πράξεις που εγκρίνονται στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ανάλογης προσφυγής, το Δικαστήριο είναι εντούτοις αρμόδιο να αποφαίνεται σχετικά με τη νομιμότητα των ευρωπαϊκών αποφάσεων που προβλέπουν τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά φυσικών και νομικών προσώπων. Δύναται επίσης να τοποθετηθεί σχετικά με το αν ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΚΕΠΠΑ ή στις άλλες αρμοδιότητες της Ένωσης.
6.7. Λοιπά συμβουλευτικά όργανα και οργανισμοί
(1) Οι διατάξεις που αφορούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (η οποία αναβαθμίζεται σε όργανο της Ένωσης) και το Ελεγκτικό Συνέδριο παραμένουν ουσιαστικά αμετάβλητες, μια καινοτομία όμως ως προς το Σύνταγμα συνίσταται στο ότι τα δύο αυτά όργανα περιλαμβάνονται πλέον στον κατάλογο των θεσμικών οργάνων του νέου άρθρου 13 της τροποποιημένης ΣΕΕ. Σημειώνουμε, εξάλλου, ότι τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας διορίζονται πλέον από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία και όχι ομόφωνα.
(2) Όσον αφορά την Επιτροπή των Περιφερειών και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή , σημειώνεται ότι η Επιτροπή των Περιφερειών αποκτά δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο για παραβίαση της αρχής της επικουρικότητας σε σχέση με νομοθετικές πράξεις για την έγκριση των οποίων η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει τη διαβούλευση μαζί της.
* * *
Επομένως, μπορούμε να καταλήξουμε στη διαπίστωση ότι, παρά τις πτυχές εκείνες για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε εκ των προτέρων την αποτελεσματικότητα των προτεινόμενων τροποποιήσεων, η Συνθήκη της Λισαβόνας επιτυγχάνει την αποσαφήνιση και την ενίσχυση της ικανότητας των οργάνων, διαφυλάσσοντας παράλληλα την "κοινοτική μέθοδο" και τη θεσμική ισορροπία, γεγονός που αναμένεται να επιτρέψει στην Ένωση να ανταποκριθεί στη νέα κατάσταση που απορρέει από τη διεύρυνση και να επιβεβαιώσει τη θέση της στο διεθνές πλαίσιο.
7. Πράξεις και διαδικασίες: ένα σύστημα πιο συνεκτικό, σαφές και κατανοητό
7.1. Η νέα Συνθήκη επιτυγχάνει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την απλοποίηση και τον εξορθολογισμό των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των μέσων δράσης. Τα οφέλη όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση είναι προφανή. Δυστυχώς, τα κράτη μέλη αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις τροποποιήσεις της ορολογίας που είχε εισαγάγει το Σύνταγμα, οι οποίες ήταν σημαντικές, προκειμένου ο πολίτης να κατανοεί καλύτερα ποιος αποφασίζει σχετικά με τι στην Ένωση και με ποιον τρόπο. Το ΕΚ δεν μπορεί παρά να εκφράσει τη λύπη του για την οπισθοδρόμηση αυτή, η οποία συνιστά σημαντική απώλεια από την άποψη της διαφάνειας.
7.2. Η τυπολογία των νομικών πράξεων διατηρείται στη σημερινή της περίπου μορφή, με ορισμένες μόνο απλοποιήσεις: κατοχυρώνονται πλέον πέντε είδη νομικών πράξεων: ο κανονισμός, η οδηγία, η απόφαση, η σύσταση και η γνώμη.
Διατηρείται η διάκριση που γίνεται στο Σύνταγμα μεταξύ νομοθετικών και εκτελεστικών πράξεων, γεγονός πολύ θετικό, όμως η ορολογία της Συνταγματικής Συνθήκης για τις νομοθετικές πράξεις, τους νόμους και τους νόμους-πλαίσιο έχει πλέον εγκαταλειφθεί, κάτι που δεν συμβάλλει στην ενίσχυση της διαφάνειας. Εφεξής, θα υπάρχουν νομοθετικές πράξεις, οι οποίες ονομάζονται κανονισμοί ή οδηγίες ή αποφάσεις... και εκτελεστικές πράξεις, οι οποίες ονομάζονται επίσης κανονισμοί, οδηγίες ή αποφάσεις... η ιδέα μιας σαφούς ιεράρχησης των κανόνων έχει συνεπώς ανατραπεί.
Οι όροι που προβλέπονται στο Σύνταγμα ήταν, πράγματι, απλοί και σαφείς, και ο χαρακτηρισμός ευρωπαϊκός/ευρωπαϊκή που συνόδευε καθεμία από τις κατηγορίες θα επέτρεπε στον πολίτη να κατανοεί περί τίνος πρόκειται, καθώς υπήρχε αντιστοιχία με τους όρους που χρησιμοποιούνται στα περισσότερα κράτη μέλη ("νόμος" είναι μια κανονιστική πράξη που απορρέει από το Κοινοβούλιο, "κανονισμός" είναι μια κανονιστική πράξη της εκτελεστικής εξουσίας), και αυτό θα έθετε τέρμα στη σύγχυση και την ορολογική ασάφεια που επικρατούσαν έως τώρα. Αντ’ αυτού, διατηρούμε για τις νομοθετικές πράξεις τους όρους κανονισμοί και οδηγίες, οι οποίοι θα χρησιμοποιούνται επίσης για τις μη νομοθετικές πράξεις, με την προσθήκη του προσδιορισμού "εκτελεστικός" (ή "κατ’ ανάθεση"), προκειμένου να διακρίνονται από τις νομοθετικές πράξεις. Διατηρούμε, συνεπώς, ασαφείς διατυπώσεις, οι οποίες είναι πιθανό να δημιουργούν στον πολίτη την αίσθηση ότι η ασκούμενη εξουσία είναι γραφειοκρατική και αδιαφανής, καθώς και παραπλανητική, με πιο προφανές παράδοξο (τουλάχιστον για τις χώρες που χρησιμοποιούν αυτή την ορολογία) το γεγονός ότι μια νομοθετική πράξη αποκαλείται "κανονισμός"!
7.3. Η νέα Συνθήκη θεσπίζει επίσης, παρά τις προαναφερθείσες δυσκολίες ως προς την ορολογία, σαφή ιεραρχία των κανόνων. Η υπεροχή των νομοθετικών πράξεων επί των εκτελεστικών πράξεων δηλώνεται σαφώς. Παρότι δε ο γενικός κανόνας είναι ότι την ευθύνη για την εφαρμογή των ευρωπαϊκών αποφάσεων την φέρουν τα κράτη μέλη, η Επιτροπή αναγνωρίζεται με σαφήνεια ως το ευρωπαϊκό εκτελεστικό όργανο, το οποίο είναι αρμόδιο να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των νομοθετικών πράξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ το Συμβούλιο αναλαμβάνει εκτελεστικά καθήκοντα μόνον κατ’ εξαίρεση, όταν κάτι τέτοιο καθορίζεται ρητώς στη Συνθήκη, ή όταν οι νομοθετικές πράξεις ορίζουν κάτι τέτοιο με προσήκουσα αιτιολογία.
7.4. Η δημιουργία μιας κατηγορίας κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμών, η έκδοση των οποίων ανατίθεται από τη νομοθετική αρχή (Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο) στην Επιτροπή, θα συμβάλει στην αποτελεσματικότητα της δράσης της Ένωσης, απαλλάσσοντας τον νομοθέτη από τις τεχνικές λεπτομέρειες, τις οποίες η εκτελεστική εξουσία είναι σε θέση να χειρισθεί ταχύτερα και με καταλληλότερο τρόπο· η καινοτομία αυτή συνοδεύεται από τις απαραίτητες εγγυήσεις ελέγχου εκ μέρους της νομοθετικής αρχής (κυρίως μέσω δύο μηχανισμών που της επιτρέπουν είτε να εμποδίζει την έγκριση μέτρου από την Επιτροπή είτε να ανακαλεί την εξουσιοδότηση), διασφαλίζοντας την πλήρη ισοτιμία μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου[36].
Βρισκόμαστε έτσι ενώπιον μιας ιεραρχίας κανόνων, στο πλαίσιο της οποίας οι κανονισμοί, οι οδηγίες και οι αποφάσεις (πολύ απλά) είναι οι νομοθετικές πράξεις, οι εκτελεστικοί κανονισμοί και οδηγίες είναι κανονιστικές πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας, μέσω των οποίων τίθενται σε εφαρμογή οι νομοθετικές πράξεις, ενώ οι αποφάσεις μπορούν να είναι είτε πράξεις πρωταρχικά πολιτικού χαρακτήρα (η απόφαση του Συμβουλίου να προσφύγει σε ρήτρα "γέφυρας", για παράδειγμα) ή επιμέρους εκτελεστικές πράξεις.
7.5. Οι νέες νομοθετικές διαδικασίες: η Συνθήκη της Λισαβόνας δίδει σαφώς πρωτεύουσα θέση στη συνήθη νομοθετική διαδικασία (η οποία αντιστοιχεί στη σημερινή διαδικασία συναπόφασης). Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν νομοθετική διαδικασία, οι δε λοιπές νομοθετικές διαδικασίες θεωρούνται εξαιρέσεις ("ειδικές νομοθετικές διαδικασίες"), οι οποίες πρέπει να προβλέπονται ρητώς στις Συνθήκες. Η διαδικασία αυτή καθορίζεται από την πρωτοβουλία της Επιτροπής (με εξαίρεση ορισμένα θέματα που εμπίπτουν στον τομέα του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπου η πρωτοβουλία ανήκει από κοινού στην Επιτροπή και σε ¼ τουλάχιστον των κρατών μελών) και τη συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ορισμένες ήσσονος σημασίας τροποποιήσεις στην παλαιά διαδικασία συναπόφασης στοχεύουν ακριβώς να υπογραμμίσουν την πλήρη ισοτιμία των δύο οργάνων), το δε Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.
7.6. Το πεδίο εφαρμογής της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας επεκτάθηκε αισθητά: δημιουργήθηκαν περίπου πενήντα νέες νομικές βάσεις (οι οποίες ανέρχονται πλέον συνολικά σε 86), εκ των οποίων ορισμένες με τεράστια σημασία, όπως αυτές που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, τη γεωργική και την αλιευτική πολιτική, τον ευρωπαϊκό χώρο έρευνας, τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων εκτέλεσης (που ρυθμίζονταν μέχρι τώρα με την "απόφαση-πλαίσιο για την επιτροπολογία") ή τον ισχύοντα "δημοσιονομικό κανονισμό" (βλέπε παράρτημα 3). Σε όλους αυτούς τους τομείς, το Συμβούλιο δεν μπορεί πλέον να αποφασίζει μόνο του αλλά μόνον σε συμφωνία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
7.7. Οι περιπτώσεις ειδικών νομοθετικών διαδικασιών, στις οποίες ένα από τα όργανα εγκρίνει μια πράξη με τη συμμετοχή του άλλου οργάνου –η οποία μπορεί να εκτείνεται από την έγκριση έως την απλή γνωμοδότηση– είναι δυστυχώς ακόμη υπερβολικά πολλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε την επιλογή αυτού του τύπου διαδικασίας ως αποτέλεσμα παραχωρήσεων στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων των Διακυβερνητικών Διασκέψεων. Υπάρχουν 3 περιπτώσεις νομοθετικών πράξεων (κανονισμών) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ψηφίζονται με την έγκριση του Συμβουλίου[37]. Οι αντίστοιχες περιπτώσεις νομοθετικών πράξεων του Συμβουλίου ανέρχονται σε 28[38]. Η νομοθετική πράξη για τον ετήσιο προϋπολογισμό αποτελεί αντικείμενο ειδικής διαδικασίας συναπόφασης από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (βλέπε κατωτέρω, σημείο 8).
7.8. Παρά τις εξαιρέσεις αυτές, είναι αναμφισβήτητο ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας επιφέρει σαφή πρόοδο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και τη δημοκρατική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Εξάλλου, η πρόοδος αυτή συνοδεύεται από ανάλογη πρόοδο όσον αφορά την έγκριση των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η Ένωση, χάρη στη διεύρυνση της εφαρμογής της διαδικασίας ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και την απαίτηση έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (για παράδειγμα, όσον αφορά τις συμφωνίες εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής).
8. Τα οικονομικά της Ένωσης
8.1. Ένα από τα θέματα που προκάλεσε τις περισσότερες συζητήσεις, τόσο στη Συνέλευση όσο και στη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2004, ήταν η μεταρρύθμιση του συστήματος των οικονομικών της Ένωσης, και ειδικότερα η διαδικασία του προϋπολογισμού. Το ζητούμενο ήταν η θεσμοθέτηση ενός συστήματος που θα επέτρεπε τη μελλοντική χρηματοδότηση της Ένωσης με κατάλληλο, διάφανο και δημοκρατικό τρόπο, και ειδικότερα η εδραίωση της εξουσίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως σκέλους της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, προσδίδοντάς του αποφασιστικό ρόλο στο σύνολο του προϋπολογισμού της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών που έως τώρα χαρακτηρίζονται "υποχρεωτικές", όπως λόγου χάρη οι δαπάνες που αφορούν την κοινή γεωργική και την κοινή αλιευτική πολιτική. Το τελικό αποτέλεσμα, μολονότι συνολικά θετικό, αποδυναμώθηκε κάπως από τη Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2004, η οποία δεν ακολούθησε πλήρως τις προτάσεις της Συνέλευσης. Αντιθέτως, το θέμα αυτό δεν τέθηκε ποτέ σε συζήτηση κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του 2007.
8.2. Η Συνέλευση είχε προτείνει ένα μοντέλο τριών επιπέδων, απλό και ισορροπημένο, σύμφωνα με το οποίο:
- το Συμβούλιο θα συνέχιζε να αποφασίζει ομόφωνα (με επακόλουθη έγκριση των κρατών μελών σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς κανόνες τους) τα βασικά στοιχεία και το ανώτατο όριο των ιδίων πόρων[39], ενώ το Κοινοβούλιο δεν θα είχε παρά δικαίωμα να εκδώσει γνωμοδότηση·
- το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο θα αποφάσιζαν από κοινού σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές, οι οποίες θα συνταγματοποιούνταν με την ονομασία "πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο" (το Συμβούλιο θα αποφάσιζε με ειδική πλειοψηφία από το πρώτο δημοσιονομικό πλαίσιο μετά τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος)·
- τα δύο όργανα θα λάμβαναν από κοινού αποφάσεις για τον ετήσιο προϋπολογισμό: ύστερα από την πρώτη ανάγνωση σε κάθε όργανο, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκληση Επιτροπής Συνδιαλλαγής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα είχε τον τελευταίο λόγο σε περίπτωση διαφωνίας, υπό την προϋπόθεση συγκέντρωσης μιας πολύ υψηλής πλειοψηφίας, ελλείψει της οποίας θα επικρατούσε η θέση του Συμβουλίου.
8.3. Αυτό σήμαινε ότι τα κράτη μέλη θα διατηρούσαν καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό του ύψους και της φύσης των εσόδων της Ένωσης, ότι τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής έπρεπε να συμφωνήσουν στον προγραμματισμό της δαπάνης και ότι, σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τον ετήσιο προϋπολογισμό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορούσε να έχει τον τελευταίο λόγο στο σύνολο των δαπανών (καθώς καταργούνταν η διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών), πάντοτε εντός των ανώτατων ορίων του δημοσιονομικού πλαισίου. Στην πράξη, με τον τρόπο αυτό, τα δύο όργανα παροτρύνονταν έντονα σε συνδιαλλαγή.
8.4. Πολλά από τα κράτη μέλη έθεσαν υπό αμφισβήτηση το ισορροπημένο αυτό σύστημα, και καθ’ όλη τη διάρκεια της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του 2004 είδαμε την παρουσίαση προτάσεων που έθιγαν σοβαρά ακόμη και τις υφιστάμενες εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα αυτό και απειλούσαν να καταλύσουν την ιδέα της οικονομικής δημοκρατίας στην Ένωση. Χάρη στις προσπάθειες ειδικότερα των εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ιταλικής και της ιρλανδικής Προεδρίας κατέστη δυνατή η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης που διαφυλάσσει στην ουσία τα δικαιώματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο θέμα αυτό. Ο συμβιβασμός αυτός δεν αμφισβητήθηκε το 2007. Οι μόνες τροποποιήσεις που έγιναν σε αυτό το κεφάλαιο οφείλονται στην ατυχή εγκατάλειψη της ορολογίας των νομοθετικών πράξεων που προβλεπόταν στο Σύνταγμα[40]:
- οι προτάσεις της Συνέλευσης διατηρήθηκαν όσον αφορά τους ίδιους πόρους·
- το δημοσιονομικό πλαίσιο εξακολουθεί να εγκρίνεται από τα δύο όργανα, αλλά το Συμβούλιο θα αποφασίζει ομόφωνα έως ότου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίσει, επίσης ομόφωνα, ότι το Συμβούλιο θα μπορεί να αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία·
- ο ετήσιος προϋπολογισμός επίσης εγκρίνεται από κοινού από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αλλά σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των δύο οργάνων η διαδικασία ξεκινά εκ νέου με την παρουσίαση από την Επιτροπή ενός νέου σχεδίου προϋπολογισμού[41].
8.5. Η λύση αυτή διατηρεί, όπως αναφέρθηκε, τις κυριότερες δημοσιονομικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο οποίο αναγνωρίζεται αποφασιστικός ρόλος στο σύνολο του προϋπολογισμού μέσω της εγκατάλειψης της διάκρισης μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών. Ωστόσο, η διατήρηση της ομοφωνίας για την έγκριση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου περιπλέκει σημαντικά τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις στο θέμα αυτό και αποδυναμώνει την παρότρυνση για δημοσιονομική συνεργασία μεταξύ των οργάνων, όπως εξυπακουόταν στην πρόταση της Συνέλευσης.
9. Πρόοδος στις τομεακές πολιτικές
Οι διατάξεις σχετικά με τις τροποποιήσεις που θεσπίζονται στις πολιτικές της Ένωσης περιλαμβάνονται στη ΣΛΕΕ (με την εξαίρεση των γενικών κανόνων σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης και των διατάξεων σχετικά με την ΚΕΠΠΑ που περιλαμβάνονται στη ΣΕΕ). Στο Μέρος III υπάρχουν οι διατάξεις σχετικά με τις "εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης", στο Μέρος IV "Η σύνδεση των υπερπόντιων χωρών και εδαφών" και στο Μέρος V "Η εξωτερική δράση της Ένωσης". Η νέα Συνθήκη περιορίζεται πρακτικά στην εισαγωγή των διαδικαστικών τροποποιήσεων στις διατάξεις των ισχυουσών Συνθηκών που αφορούν τον καθορισμό και την εφαρμογή των τομεακών πολιτικών, και ειδικότερα τις νομικές βάσεις για τη δράση της Ένωσης σε κάθε τομέα. Μπορούμε ενδεχομένως να θεωρήσουμε ότι πολλές από τις διατάξεις αυτές μπορούσαν να είχαν απλοποιηθεί ή προσαρμοσθεί στις αλλαγές που επήλθαν από την εποχή της κατάρτισής τους. Είναι, όμως, αλήθεια ότι η εντολή που είχε αναθέσει τότε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη Συνέλευση δεν την εξουσιοδοτούσε να αναθεωρήσει σε βάθος τις διατάξεις αυτές, η ΔΚΔ του 2004 δεν προχώρησε σε μια τέτοια αναθεώρηση και κατά τη διαδικασία επανάληψης των διαπραγματεύσεων το 2007 οι πολιτικές συνθήκες δεν επέτρεπαν πρακτικά την επανεξέταση αυτού του δύσκολου θέματος.
Έτσι, οι τροποποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν στις πολιτικές της Ένωσης είναι ουσιαστικά αποτέλεσμα των διαρθρωτικών, θεσμικών και διαδικαστικών μεταρρυθμίσεων που θεσπίζονται από τη νέα Συνθήκη, όπως η διαγραφή των "πυλώνων", ο ορισμός των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα θεσμικά όργανα, οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων και οι νομικές πράξεις. Όσον αφορά το περιεχόμενο των πολιτικών, δεν έχουν επέλθει πολλές καινοτομίες, καθώς οι τροποποιήσεις είναι περισσότερο αισθητές μόνο στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (χονδρικά, θα λέγαμε στον πρώην "τρίτο πυλώνα") και στις εξωτερικές σχέσεις, ιδίως δε στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας. Στις λοιπές τομεακές πολιτικές, οι τροποποιήσεις αφορούν κυρίως τις εφαρμοστέες διαδικασίες και τον καταμερισμό των νομικών βάσεων μεταξύ νομοθετικών και μη νομοθετικών πράξεων, γεγονός το οποίο αποτελεί από μόνο του εγγύηση περισσότερης αποτελεσματικότητας, δημοκρατικής νομιμοποίησης και διαφάνειας στη δράση της Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τον θετικό χαρακτήρα των τροποποιήσεων που αναλύσαμε προηγουμένως. Είναι αλήθεια ότι ορισμένες νέες νομικές βάσεις δημιουργούσαν την εντύπωση ότι, στο Σύνταγμα, αναγνωρίζονταν ορισμένες φαινομενικά νέες αρμοδιότητες, επρόκειτο όμως κυρίως για τομείς στους οποίους η Ένωση μπορούσε ήδη να παρεμβαίνει μέσω της χρήσης άλλων άρθρων, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 308, οπότε επρόκειτο πρωτίστως για διασάφηση του τρόπου με τον οποίο η Ένωση κάνει χρήση των εν λόγω αρμοδιοτήτων (στους τομείς της ενέργειας, της υγείας, του διαστήματος, του αθλητισμού, του τουρισμού...). Οι νέες αυτές διατάξεις διατηρήθηκαν με ορισμένες τροποποιήσεις. Εξάλλου, εισήχθησαν δύο σημαντικές καινοτομίες σχετικά με την καταπολέμηση των κλιματικών αλλαγών και την ενεργειακή αλληλεγγύη, δύο προβλήματα τα οποία αφορούν πολύ άμεσα τους ευρωπαίους πολίτες και στα οποία η δράση της Ένωσης μπορεί να προσφέρει εμφανή προστιθέμενη αξία. Εδώ πρόκειται μάλλον για νέους στόχους και όχι για νέες αρμοδιότητες. Εξάλλου, σημειώνουμε την εισαγωγή ενός αρχικού τίτλου που περιέχει τις "ρήτρες γενικής εφαρμογής" σε όλες τις πολιτικές. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις κύριες πτυχές των τροποποιήσεων αυτών, με στόχο πάντοτε να κατανοήσουμε εάν επιτρέπουν στην Ένωση να ενεργεί αποτελεσματικότερα και δημοκρατικότερα στους υπό εξέταση τομείς.
9.1. Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης
(1) Όσον αφορά τις εσωτερικές πολιτικές, ο τομέας του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης είναι εκείνος στον οποίο η Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγει τις περισσότερες καινοτομίες, ιδίως μέσω της κατάργησης της δομής των πυλώνων και μέσω της ενσωμάτωσης της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας (που ανήκαν έως τώρα στον "τρίτο πυλώνα") στην "κοινοτική" λογική με τη γενίκευση της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας και της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία. Αυτό είχε ήδη επιτευχθεί με τη Συνταγματική Συνθήκη, όμως η Συνθήκη της Λισαβόνας τροποποίησε περαιτέρω και με πρόσφορο τρόπο αυτόν τον τομέα, ο οποίος θα είναι εφεξής ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση.
Η "κοινοτικοποίηση" του πρώην τρίτου πυλώνα δεν σημαίνει ότι δεν παραμένει μια θεσμική ιδιαιτερότητα: καθορισμός από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (με συναίνεση) των στρατηγικών προσανατολισμών του νομοθετικού και επιχειρησιακού προγραμματισμού, χωρίς τη σύμπραξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου· καταμερισμός της νομοθετικής πρωτοβουλίας μεταξύ της Επιτροπής και ενός τετάρτου των κρατών μελών (και όχι πλέον ένα μόνον κράτος μέλος όπως σήμερα) στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας· ενισχυμένος ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων, κυρίως όσον αφορά τον έλεγχο του σεβασμού της αρχής της επικουρικότητας (ένα τέταρτο των εθνικών κοινοβουλίων μπορεί να ενεργοποιήσει τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης, αντί του ενός τρίτου), την αξιολόγηση της εφαρμογής των πολιτικών της Ένωσης σε αυτόν τον τομέα και τον έλεγχο της δραστηριότητας της Eurojust και της Europol.
(2) Οι στόχοι των πολιτικών στον τομέα αυτό αποσαφηνίζονται και ο ορισμός τους εμβαθύνεται. Η δράση της Ένωσης στον τομέα αυτό αναπτύσσεται στο πλαίσιο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η πρόσβαση στη δικαιοσύνη κατοχυρώνεται ως γενικός στόχος. Η αμοιβαία αναγνώριση των διαφορετικών συστημάτων και η προσέγγιση των νομοθεσιών αναγνωρίζονται ως δύο παράλληλα μέσα υλοποίησης των πολιτικών.
Οι πολιτικές σχετικά με το άσυλο και τη μετανάστευση, τους ελέγχους στα σύνορα και τις θεωρήσεις αναγνωρίζονται ως κοινές πολιτικές της Ένωσης, οι οποίες διέπονται από τις αρχές της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών.
Η νέα Συνθήκη κατοχυρώνει επίσης αξιοσημείωτες προόδους σε θέματα δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και σε ποινικές υποθέσεις και σε θέματα αστυνομικής συνεργασίας, κυρίως χάρη στην εφαρμογή της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας.
(3) Έτσι, η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις επεκτείνεται σε όλες τις υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών και εξώδικων αποφάσεων, και εφαρμόζεται η τακτική νομοθετική διαδικασία για τα ενδεχόμενα μέτρα προσέγγισης των νομοθεσιών, εκτός από τα μέτρα που αφορούν το οικογενειακό δίκαιο, όπου ισχύει ο κανόνας της ομοφωνίας (κανονισμός του Συμβουλίου με απλή γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου). Ωστόσο, κατόπιν γνωμοδότησης του ΕΚ, το ίδιο το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει, ομόφωνα, να επεκτείνει την τακτική νομοθετική διαδικασία σε ορισμένες πτυχές του οικογενειακού δικαίου που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις, εφόσον δεν αντιταχθεί σε αυτό κανένα εθνικό κοινοβούλιο.
(4) Στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, σημαντική καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι η τακτική νομοθετική διαδικασία (ειδική πλειοψηφία) προβλέπεται για την προσέγγιση των νομοθεσιών τόσο στον διαδικαστικό τομέα (ελάχιστοι κανόνες για την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών, κλπ.) όσο και σε θέματα ουσιαστικού ποινικού δικαίου: ελάχιστοι κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων σε τομείς ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση στη ΣΛΕΕ. Η νέα Συνθήκη προβλέπει ακόμη ότι το Συμβούλιο μπορεί, με ομόφωνη απόφαση και κατόπιν έγκρισης του ΕΚ, να προσδιορίσει και άλλους τομείς ποινικής διαδικασίας και εγκληματικότητας στους οποίους είναι δυνατό να εφαρμοσθεί η τακτική νομοθετική διαδικασία.
Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις ορισμένων κρατών μελών, παρά την εγγύηση ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία στον τομέα αυτό πρέπει να σέβεται τις θεμελιώδεις πτυχές των νομικών συστημάτων των κρατών μελών. Έτσι, προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία, η Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2004 είχε προβλέψει έναν μηχανισμό "εφεδρικής τροχοπέδης", ο οποίος τροποποιήθηκε περαιτέρω κατά τις διαπραγματεύσεις του 2007 και παρέχει όλες τις απαιτούμενες εγγυήσεις στα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο θέμα αυτό, χωρίς ωστόσο να εμποδίζονται τελείως οι δυνατότητες προόδου: έτσι, εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια νομοθετική πρόταση θίγει "βασικές πτυχές του νομικού συστήματός του στον τομέα του ποινικού δικαίου", μπορεί να ζητήσει την παραπομπή της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαθέτει προθεσμία τεσσάρων μηνών για να αναπέμψει, με συναινετικό τρόπο, το θέμα στο Συμβούλιο, προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία. Εάν η διαφωνία εξακολουθεί να υφίσταται μετά την παρέλευση της περιόδου των τεσσάρων μηνών, ξεκινά αυτομάτως στον τομέα αυτόν ενισχυμένη συνεργασία, με βάση την υπό εξέταση πρόταση νομοθετικού περιεχομένου, εφόσον το ζητήσουν 9 κράτη μέλη.
(5) Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει επίσης την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι η νέα Συνθήκη έλαβε υπόψη την πρόταση της Συνέλευσης για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας αρμόδιας για την καταπολέμηση των αδικημάτων που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η οποία θα μπορεί να προβαίνει σε δίωξη των υπευθύνων για τα εν λόγω αδικήματα, και τούτο παρά την έντονη αντίθεση αρκετών αντιπροσωπειών στο πλαίσιο της ΔΚΔ του 2004. Η ομοφωνία για την έγκριση του ευρωπαϊκού κανονισμού του Συμβουλίου μέσω του οποίου θεσπίζεται το εν λόγω όργανο, μετά την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εξακολουθεί να απαιτείται όπως και στο Σύνταγμα, όμως στις διαπραγματεύσεις του 2007 προστέθηκε μια ρήτρα συμμετρική αυτής που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "επείγουσα επιτάχυνση": εφόσον δεν επιτευχθεί ομοφωνία στο Συμβούλιο, μια ομάδα τουλάχιστον 9 κρατών μελών μπορεί να απαιτήσει την υποβολή του σχεδίου στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο· εάν επιτευχθεί συναίνεση στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, διαβιβάζει το σχέδιο στο Συμβούλιο για τη συνέχιση της διαδικασίας· εάν δεν επιτευχθεί συναίνεση στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εντός χρονικής περιόδου 4 μηνών, εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη μπορούν να ζητήσουν την αυτόματη εφαρμογή της ενισχυμένης συνεργασίας.
Εξάλλου, μια ρήτρα "γέφυρας" προβλέπει τη δυνατότητα επέκτασης των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση μέσω ευρωπαϊκής απόφασης που λαμβάνεται ομόφωνα από το Συμβούλιο κατόπιν έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
(6) Τέλος, σε θέματα αστυνομικής συνεργασίας παρατηρούμε επίσης τη θέσπιση της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας, μολονότι η ομοφωνία εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα για την επιχειρησιακή συνεργασία και την παρέμβαση των αρμόδιων αρχών ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου κράτους μέλους. Όπως και στην περίπτωση της Εισαγγελίας, η ΔΚΔ του 2007 προσέθεσε μια ρήτρα "επείγουσας επιτάχυνσης" η οποία, σε περίπτωση αδιεξόδου της διαδικασίας, προσφέρει τη δυνατότητα ενισχυμένης συνεργασίας εφόσον το επιθυμούν τουλάχιστον 9 κράτη μέλη.
(7) Εν κατακλείδι, πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, με πρωτοβουλία κυρίως του Ηνωμένου Βασιλείου, η ιδιαίτερη θέση του οποίου στα θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων ήταν εκ των προτέρων γνωστή (όπως άλλωστε και η θέση της Ιρλανδίας και, σε διαφορετικό βαθμό, της Δανίας[42]), ειδικές διατάξεις στις οποίες επιβεβαιώνεται το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς συμπεριλήφθηκαν μέσω πρωτοκόλλων. Μάλιστα, ως αντάλλαγμα για τη σύμφωνη γνώμη του, το Ηνωμένο Βασίλειο απαίτησε την τροποποίηση των δύο πρωτοκόλλων στα οποία αναγνωρίζεται το ιδιαίτερο καθεστώς του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας (η οποία υποχρεούται, κατά κάποιον τρόπο, να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου ενόψει του περιεχομένου των ειδικών συμφωνιών που συνδέουν τα δύο κράτη μέλη σε αυτόν τον τομέα), όσον αφορά την ανάπτυξη του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης και όσον αφορά ειδικότερα τα μέτρα ανάπτυξης του κεκτημένου του Σένγκεν.
Η θέση των δύο κρατών μελών απορρέει από ειδικούς παράγοντες: πρόκειται για νησιά, δεν έχουν δελτίο ταυτότητας για τους κατοίκους τους και διαθέτουν ένα σύστημα "κοινού δικαίου".
Έτσι, το κατ’ εξαίρεση καθεστώς που ήδη ισχύει για το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία όσον αφορά την πολιτική μετανάστευσης, ασύλου και θεωρήσεων, καθώς και τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις, επεκτάθηκε και στη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, καθώς και στην αστυνομική συνεργασία[43]. Ως προς το κεκτημένο του Σένγκεν, στο οποίο το Συμβούλιο είχε δεχτεί ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία μετέχουν κατά περίπτωση, στον βαθμό που μετέχουν επίσης στην ανάπτυξη αυτών των ειδικών μέτρων, τα δύο κράτη δεν θα είναι υποχρεωμένα να μετέχουν στα εν λόγω μέτρα ανάπτυξης εάν δεν το επιθυμούν. Μπορούν όμως να αποβληθούν από το σύνολο ή μέρος του εν λόγω χώρου Σένγκεν κατόπιν απόφασης του Συμβουλίου, του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή, σε τελική ανάλυση, της Επιτροπής[44].
Εντούτοις, όσον αφορά τη μετάβαση στο νέο νομικό καθεστώς των πράξεων του πρώην τρίτου πυλώνα, συγκεκριμένα την υπαγωγή του στον δικαιοδοτικό έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και στον έλεγχο της Επιτροπής, το Ηνωμένο Βασίλειο πέτυχε μια προσθήκη στο πρωτόκολλο σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, στην οποία ορίζεται ότι τα μέτρα στους τομείς της συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και της αστυνομικής συνεργασίας που ισχύουν ήδη κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της νέας Συνθήκης εξαιρούνται από αυτήν την υπαγωγή για περίοδο έως και 5 ετών (ή έως ότου οι πράξεις αυτές τροποποιηθούν σύμφωνα με τις νέες διαδικασίες). Το Ηνωμένο Βασίλειο δύναται να επιλέξει εκουσίως, πριν από την εκπνοή αυτής της περιόδου των 5 ετών, να μην κάνει δεκτό το νέο καθεστώς των εν λόγω πράξεων, όμως προς το παρόν όλες οι ισχύουσες πράξεις σε αυτόν τον τομέα παύουν να ισχύουν για το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο μπορεί επίσης να υποχρεωθεί να υποστεί τις τυχόν άμεσες δημοσιονομικές συνέπειες "οι οποίες προκύπτουν ως αναγκαστικό και αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παύσης της συμμετοχής του στις εν λόγω πράξεις" εφόσον το Συμβούλιο το αποφασίσει[45].
9.2. Άλλες εσωτερικές πολιτικές
(1) Πέρα από την εισαγωγή ορισμένων νέων νομοθετικών βάσεων που αντιστοιχούν στις λιγοστές νέες –ή καλύτερα προσδιορισμένες– οι αλλαγές που επέφερε η νέα Συνθήκη στο επίπεδο των λοιπών τομεακών πολιτικών είναι κυρίως αποτέλεσμα της κατοχύρωσης της διαδικασίας συναπόφασης (και επομένως της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία) ως τακτικής νομοθετικής διαδικασίας και του καταμερισμού των νομικών βάσεων μεταξύ νομοθετικών και εκτελεστικών πράξεων, όπως ορίζονται πλέον.
(2) Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων αλλαγών θα σημειώσουμε εκείνες που αφορούν τη γεωργική πολιτική και την πολιτική αλιείας: η τακτική νομοθετική διαδικασία θα εφαρμόζεται για την έγκριση των νομοθετικών πράξεων που θεσπίζουν τους κανόνες των κοινών οργανώσεων γεωργικών αγορών, καθώς και τις λοιπές διατάξεις που είναι αναγκαίες για την επιδίωξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής και της κοινής αλιευτικής πολιτικής (επί του παρόντος, για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προβλέπεται μόνον δικαίωμα διαβούλευσης). Αυτό σημαίνει ότι η διαμόρφωση των βασικών κατευθυντήριων γραμμών των κοινών πολιτικών για τη γεωργία και την αλιεία είναι ένα θέμα που θα αποφασίζεται και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και όχι μόνον από τους Υπουργούς Γεωργίας. Αντίθετα, ο καθορισμός των τιμών, των εισφορών, των ενισχύσεων και των ποσοτικών περιορισμών, καθώς και η κατανομή των αλιευτικών ποσοστώσεων εμπίπτουν στις εκτελεστικές πράξεις και ανήκουν στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου μέσω ευρωπαϊκών εκτελεστικών κανονισμών ή αποφάσεων.
(3) Στην πολιτική για την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη προστίθεται ένα νέο σκέλος, η διαστημική πολιτική. Το πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα, που στο εξής θα καθορίζεται με νομοθετική πράξη, θα εγκρίνεται με ειδική πλειοψηφία. Παράλληλα, θα δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός χώρος έρευνας, στον οποίο θα κυκλοφορούν ελεύθερα οι ερευνητές, οι επιστημονικές γνώσεις και οι τεχνολογίες, μέσω κανονισμών που θα εγκρίνονται βάσει της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας. Επίσης, μπορεί να εγκριθεί ευρωπαϊκό διαστημικό πρόγραμμα, σύμφωνα με την τακτική νομοθετική διαδικασία.
(4) Ο νέος τίτλος για την ενέργεια στοχεύει, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσει τη λειτουργία της αγοράς ενέργειας και την ασφάλεια του εφοδιασμού σε ενέργεια, καθώς και να προωθήσει την ενεργειακή αποδοτικότητα και την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, η νέα Συνθήκη θέσπισε ένα όριο στη δράση της Ένωσης, η οποία δεν θα μπορεί να θίγει το δικαίωμα ενός κράτους μέλους να καθορίζει τους όρους εκμετάλλευσης των ενεργειακών πόρων του, την επιλογή του μεταξύ διαφορετικών πηγών ενέργειας και τη γενική διάρθρωση του ενεργειακού εφοδιασμού του. Εξάλλου, μολονότι η τακτική νομοθετική διαδικασία και η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία αποτελούν τον κανόνα στον τομέα αυτό, η ΔΚΔ προέβλεψε ότι κάθε μέτρο που έχει πρωτίστως φορολογικό χαρακτήρα πρέπει να λαμβάνεται με νόμο του Συμβουλίου που θα εγκρίνεται ομόφωνα, κατόπιν διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, το Συμβούλιο μπορεί, στο πλαίσιο ομοφωνίας, να λάβει απόφαση με την οποία θα επιτρέπεται η εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας σε αυτούς τους τομείς. Τέλος, μετά τον δημόσιο διάλογο που διεξήχθη την τελευταία διετία, η ΔΚΔ του 2007 εισήγαγε ειδική αναφορά στην αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της ενέργειας, κάτι που επιθυμούσε άλλωστε το ΕΚ.
(5) Κατά τη ΔΚΔ του 2007, τα κράτη μέλη συμφώνησαν επίσης στην προσθήκη ειδικής αναφοράς για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, προσφέροντας έτσι στην Ένωση μια πιο ειδική νομική βάση η οποία της επιτρέπει να θεσπίζει μέτρα υποχρεωτικής εφαρμογής σε αυτόν τον τομέα.
(6) Στον τομέα της δημόσιας υγείας, η νέα Συνθήκη προσέθεσε μεταξύ των υποστηρικτικών δράσεων της Ένωσης την καταπολέμηση των "μεγάλων διασυνοριακών πληγών": την παρακολούθηση, την ειδοποίηση και την καταπολέμηση των σοβαρών διασυνοριακών απειλών για την υγεία. Η Ένωση οφείλει επίσης, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει μέτρα που θα καθορίζουν υψηλά πρότυπα ποιότητας και ασφάλειας για τα φαρμακευτικά προϊόντα καθώς και μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας όσον αφορά το κάπνισμα και την κατανάλωση οινοπνεύματος. Υπογραμμίζουμε ότι η νέα Συνθήκη διευκρινίζει ότι η δράση της Ένωσης στον τομέα αυτό αναπτύσσεται χωρίς να θίγονται οι αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά τον καθορισμό της πολιτικής υγείας τους, συμπεριλαμβανομένων της διαχείρισης των υγειονομικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ιατρικής περίθαλψης, καθώς και της διάθεσης πόρων σε αυτές.
(7) Εκφράζουμε τη λύπη μας για το γεγονός ότι το κείμενο που τελικά συμφωνήθηκε δεν κατοχυρώνει ουσιαστικότερες τροποποιήσεις στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, ιδίως όσον αφορά την επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας (δεν υπάρχει αλλαγή σε σχέση με την παρούσα κατάσταση). Ωστόσο, δεν θα ήταν σωστό να ισχυρισθούμε ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας περιέχει οπισθοδρομήσεις σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Αντιθέτως, σημειώνουμε κάποια στοιχεία προόδου. Έτσι, εκτός του ότι εντάσσει την κοινωνική πολιτική μεταξύ των κοινών αρμοδιοτήτων και αναγνωρίζει ρητώς ότι η Ένωση μπορεί να αναλάβει πρωτοβουλίες συντονισμού των κοινωνικών πολιτικών των κρατών μελών, η νέα Συνθήκη πραγματοποιεί βήματα προόδου όσον αφορά:
- την αναγνώριση της "πλήρους απασχόλησης" και της "κοινωνικής προόδου" μεταξύ των στόχων της Ένωσης·
- την εισαγωγή, μεταξύ των "διατάξεων γενικής εφαρμογής" (στο Μέρος I της ΣΛΕΕ) μιας "κοινωνικής ρήτρας" οριζόντιου χαρακτήρα, σύμφωνα με την οποία η Ένωση πρέπει να λαμβάνει υπόψη, κατά τον καθορισμό και την υλοποίηση όλων των πολιτικών, τις απαιτήσεις που συνδέονται με την προώθηση ενός υψηλού επιπέδου απασχόλησης και την εγγύηση κατάλληλης κοινωνικής προστασίας, με την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, καθώς και με ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, κατάρτισης και προστασίας της ανθρώπινης υγείας·
- τη δημιουργία μιας νομικής βάσης που καθιστά δυνατή την αναγνώριση και την προστασία των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος· εξάλλου, η ΔΚΔ του 2007 προσέθεσε σε αυτή ένα πρωτόκολλο σχετικά με τις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος στο οποίο προσδιορίζονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθεστώτος αυτών των υπηρεσιών και καθορίζεται με σαφήνεια ότι κανένα στοιχείο των Συνθηκών δεν μπορεί να παραβιάζει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή "μη οικονομικών υπηρεσιών γενικού συμφέροντος", δηλαδή των δημοσίων υπηρεσιών υπό τη στενή έννοια.
- τη ρητή αναγνώριση στη ΣΛΕΕ του ρόλου των "κοινωνικών εταίρων" και ειδικότερα της τριμερούς κοινωνικής συνόδου κορυφής για τη μεγέθυνση και την απασχόληση, που συνεισφέρει στον κοινωνικό διάλογο.
(8) Τέλος, σημειώνουμε ότι η τακτική νομοθετική διαδικασία θα εφαρμόζεται σε θέματα μέτρων κοινωνικής ασφάλισης που αφορούν το δικαίωμα μισθωτών και μη μισθωτών διακινούμενων εργαζομένων σε παροχές. Συνδυάζεται, μάλιστα, με μια ακόμη "εφεδρική τροχοπέδη": εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι τα μέτρα αυτά ενδέχεται να θίγουν "σημαντικές πτυχές του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεών του, και ιδίως το πεδίο εφαρμογής, το κόστος ή τη χρηματοοικονομική δομή του, ή να επηρεάζουν τη χρηματοοικονομική ισορροπία του", θα μπορεί να ζητήσει την παραπομπή του θέματος στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (γεγονός που συνεπάγεται την αναστολή της νομοθετικής διαδικασίας). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει, εντός προθεσμίας τεσσάρων μηνών, είτε να αναπέμψει το θέμα στο Συμβούλιο προκειμένου να συνεχισθεί η διαδικασία, είτε να ζητήσει από την Επιτροπή να παρουσιάσει νέα πρόταση Σε περίπτωση αδράνειας, η αρχικώς προταθείσα πράξη θεωρείται μη εγκριθείσα.
(9) Παράλληλα, διαπιστώνουμε επίσης ότι η μεταρρυθμιστική Συνθήκη δεν επιφέρει αλλαγές σε θέματα φορολογίας, στα οποία η ομοφωνία παραμένει γενικός κανόνας: η ΔΚΔ δεν διατήρησε ούτε καν τις (αρκετά περιορισμένες) αναφορές στη τακτική νομοθετική διαδικασία (και επομένως στην ειδική πλειοψηφία) που πρότεινε η Συνέλευση σε θέματα διοικητικής συνεργασίας και καταπολέμησης της απάτης και της φοροδιαφυγής (μέσω ομόφωνης διαπίστωσης από το Συμβούλιο ότι τα προτεινόμενα μέτρα εμπίπτουν στα ζητήματα αυτά).
(10) Ένας άλλος τομέας που βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων, αλλά στον οποίο οι τροποποιήσεις είναι μάλλον περιορισμένες, είναι εκείνος της οικονομικής διακυβέρνησης. Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμίσουμε την επιβεβαίωση, στο επίπεδο των αρμοδιοτήτων της Ένωσης, του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης (μολονότι η ΔΚΔ του 2004 τροποποίησε το κείμενο της Συνέλευσης προκειμένου να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι τα κράτη μέλη είναι εκείνα που συντονίζουν τις πολιτικές τους σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που καθορίζονται στους κόλπους της Ένωσης), ο οποίος συνοδεύεται από τη μικρή ενίσχυση της θέσης της Επιτροπής και την ενίσχυση των διατάξεων που αφορούν ειδικά τα κράτη μέλη που έχουν ως νόμισμα το ευρώ: λόγου χάρη, για τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο σχετικά με την υιοθέτηση του ευρώ από νέα κράτη μέλη (κατόπιν πρότασης της Επιτροπής) πρέπει να προηγηθεί σύσταση από την ειδική πλειοψηφία των κρατών μελών που έχουν ήδη το ευρώ ως νόμισμα.
Εξάλλου, οι ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Ευρωομάδας διευκρινίζονται σε προσαρτημένο πρωτόκολλο. Η νέα συνθήκη περιέχει επίσης μια δήλωση σχετικά με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Το Σύμφωνο αποτέλεσε εξάλλου αφορμή για έντονες συζητήσεις μεταξύ ορισμένων αντιπροσωπειών κατά τη ΔΚΔ του 2004, με αποτέλεσμα την υιοθέτηση ορισμένων τροποποιήσεων στο κείμενο της Συνέλευσης, οι οποίες εκδηλώνονται ειδικότερα ως μείωση του προτεινόμενου για την Επιτροπή ρόλου στη διαδικασία για τα υπερβολικά ελλείμματα (οι συστάσεις που απευθύνει το Συμβούλιο στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος αποφασίζονται βάσει απλής σύστασης της Επιτροπής, όπως σήμερα, και όχι βάσει πρότασης, όπως πρότεινε η Συνέλευση).
9.3. Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας
(1) Ο τομέας της εξωτερικής δράσης της Ένωσης υπέστη επίσης βαθιές αλλαγές, κυρίως όμως σε θεσμικό επίπεδο. Εντούτοις, είναι συγχρόνως ένας τομέας στον οποίο η Συνθήκη της Λισαβόνας απομακρύνεται πολύ από το κείμενο της Συνταγματικής Συνθήκης από άποψη διάρθρωσης.
Πράγματι, η ΔΚΔ του 2004 είχε ακολουθήσει το έργο της Συνέλευσης όσον αφορά τη διαρθρωτική ενότητα όλων των διατάξεων που άπτονται της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, οι οποίες, εκτός από τα δύο άρθρα στα οποία καθορίζονται γενικές αρχές, που περιέχονται στο Μέρος I, ήταν συγκεντρωμένες στον Τίτλο V του Μέρους III του Συντάγματος, υπό τον τίτλο "Η εξωτερική δράση της Ένωσης". Απεναντίας, η Συνθήκη της Λισαβόνας συγκεντρώνει στον Τίτλο V της ΣΕΕ τις γενικές διατάξεις σχετικά με την εξωτερική δράση της Ένωσης και το σύνολο των διατάξεων που αφορούν την ΚΕΠΠΑ, περιλαμβανομένων όσων σχετίζονται με την άμυνα, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις που αφορούν τους λοιπούς τομείς της εξωτερικής δράσης (κοινή εμπορική πολιτική, συνεργασία με τρίτες χώρες, ανθρωπιστική βοήθεια...) εντάσσονται στο Μέρος V της ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι οι δύο αυτές Συνθήκες έχουν το ίδιο νομικό κύρος –όπως υπενθυμίζεται στα αρχικά άρθρα της καθεμιάς[46]– μπορεί να θεωρηθεί ότι διασφαλίζει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέσω της κατάργησης της διάρθρωσης σε πυλώνες και περιορίζει την ενδεχόμενη απώλεια συνεκτικότητας μεταξύ αυτών των διατάξεων, καθώς και τον κίνδυνο ο διακυβερνητικός τομέας της ΚΕΠΠΑ να "μολύνει" τον πιο "κοινοτικοποιημένο" τομέα των λοιπών εξωτερικών σχέσεων. Απαιτείται όμως να καταβάλλεται συνεχής προσπάθεια ως προς την ερμηνεία του συνόλου των δύο Συνθηκών, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η πρόοδος αυτή και να αποφευχθούν οι προαναφερθέντες κίνδυνοι. Ζήτω η σαφήνεια!
Από την άλλη πλευρά, η Συνθήκη της Λισαβόνας έχει διατηρήσει, αν όχι ως προς τη μορφή τουλάχιστον ως προς την ουσία, τη βασική καινοτομία θεσμικού χαρακτήρα που είχε συνεισφέρει η Συνταγματική Συνθήκη: θεσπίζει το αξίωμα του Ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ο οποίος αντικαθιστά τον Υπουργό Εξωτερικών που προβλεπόταν στο Σύνταγμα, διατηρώντας συγχρόνως πρακτικά ανέπαφες τις λειτουργίες και τις αρμοδιότητές του (βλέπε ανωτέρω, σημείο 6.5.). Ο Ύπατος εκπρόσωπος, ο οποίος διαθέτει διπλή θεσμική αρμοδιότητα και στον οποίο ανατίθενται η διαχείριση της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και ο συντονισμός όλων των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης, αποτελεί την κυριότερη καινοτομία που επιφέρει η νέα Συνθήκη στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων της Ένωσης. Το Κοινοβούλιο εκφράζει την ελπίδα ότι αυτό το νέο αξίωμα θα συμβάλει πρακτικά στο να διασφαλιστεί μεγαλύτερη συνεκτικότητα και αποτελεσματικότητα της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, όμως πολλά θα εξαρτηθούν από τις σχέσεις που θα υπάρξουν μεταξύ του Ύπατου εκπροσώπου, του Προέδρου της Επιτροπής και του νέου εκλεγμένου Προέδρου του Συμβουλίου.
Όσον αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, που παραμένει ουσιαστικά ένας τομέας διακυβερνητικής δράσης στον οποίο ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κατέχει κυρίαρχη θέση, η ομοφωνία παραμένει ο κανόνας, ενώ η ειδική πλειοψηφία εφαρμόζεται μόνον για την εκτέλεση των αποφάσεων που λαμβάνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ή τις προτάσεις που παρουσιάζει ο Ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) ή το Συμβούλιο. Ωστόσο, προβλέπεται μια "εφεδρική τροχοπέδη" στην περίπτωση που ένα κράτος αντιτίθεται στη λήψη μιας απόφασης με ειδική πλειοψηφία για "ζωτικούς λόγους εθνικής πολιτικής". Στη ΔΚΔ του 2004 πολλές προτάσεις αποσκοπούσαν στην περαιτέρω επέκταση της ειδικής πλειοψηφίας, όμως ούτε οι προτάσεις της Συνέλευσης (ειδική πλειοψηφία για τις προτάσεις που υποβάλλει ο Ύπατος εκπρόσωπος με την υποστήριξη της Επιτροπής) ούτε εκείνες της ιταλικής Προεδρίας (ειδική πλειοψηφία για όλες τις προτάσεις που υποβάλλει ο Ύπατος εκπρόσωπος) δεν κατάφεραν να υπερνικήσουν την αντίσταση ορισμένων κρατών μελών. Η νέα Συνθήκη διατηρεί ωστόσο μια ειδική ρήτρα "γέφυρας" για την ΚΕΠΠΑ η οποία προβλεπόταν ήδη στο Σύνταγμα και σύμφωνα με την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει, ομόφωνα, υπέρ της εφαρμογής της ειδικής πλειοψηφίας σε άλλες περιπτώσεις (εκτός από τις αποφάσεις που έχουν στρατιωτικές επιπτώσεις ή στον τομέα της άμυνας).
Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι θα παρουσιαστούν μεγάλες δυσκολίες ως προς την εφαρμογή αυτής της ρήτρας.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από την πλευρά του, απέκτησε γενικό δικαίωμα ενημέρωσης, ακόμη και διαβούλευσης, καθώς και ελέγχου (ερωτήσεις, συζητήσεις) και ψήφισης του προϋπολογισμού ΚΕΠΠΑ. Η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου σε θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας περιορίζεται στον καθορισμό των ορίων μεταξύ της ΚΕΠΠΑ και των λοιπών τομέων δράσης της ΕΕ, καθώς και στον έλεγχο της νομιμότητας των ευρωπαϊκών αποφάσεων που συνεπάγονται τη λήψη περιοριστικών μέτρων κατά ιδιωτών.
Με λίγα λόγια, μπορούμε να εκφράσουμε τη λύπη μας για το γεγονός ότι δεν πραγματοποιήθηκαν βήματα προόδου, κυρίως όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία, όμως πρέπει να γίνει κατανοητό, κατά τρόπο ρεαλιστικό, ότι στην παρούσα φάση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η εξωτερική πολιτική είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τον σκληρό πυρήνα των εθνικών αρμοδιοτήτων ώστε να μην μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα ήταν δυνατό να υπάρξει μια γνήσια κοινή εξωτερική πολιτική χωρίς την αντίστοιχη πολιτική βούληση όλων των κρατών μελών. Η μεγάλη συνεισφορά της νέας Συνθήκης είναι πάνω από όλα η δημιουργία του θεσμικού υπόβαθρου για να ενθαρρυνθούν τα κράτη μέλη να συνεννοηθούν μεταξύ τους και να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν μια κοινή προσέγγιση έναντι των διεθνών προβλημάτων που απαιτούν μια τέτοια προσέγγιση, καθώς και να προβαίνουν σε διαβουλεύσεις μεταξύ τους προτού αναλάβουν μονομερείς δράσεις οι οποίες ενδέχεται να βλάψουν τα κοινά συμφέροντα.
(2) Η νέα Συνθήκη επέφερε τις σημαντικότερες βελτιώσεις στον ειδικότερο τομέα της κοινής πολιτικής ασφάλειας, η δε Διακυβερνητική Διάσκεψη του 2004 κατοχύρωσε σημαντικά βήματα προόδου τα οποία υπερβαίνουν ενίοτε τα όσα είχε προτείνει η Συνέλευση και τα οποία διατηρήθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους στις διαπραγματεύσεις του 2007.
Έτσι, η προοπτική μιας κοινής άμυνας, ή εν πάση περιπτώσει ο καθορισμός μιας κοινής πολιτικής άμυνας, της οποίας οι αρχές είχαν ήδη συμφωνηθεί στη Συνθήκη του Μάαστριχτ γίνεται πιο ρεαλιστική[47]. Αυτή η κοινή πολιτική άμυνας προσδίδει στην Ένωση επιχειρησιακή ικανότητα βασισμένη σε στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα. Οι κυριότερες καινοτομίες στον τομέα αυτό αφορούν τα εξής:
- την επικαιροποίηση των "αποστολών τύπου Petersberg"[48]·
- τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Οργανισμού Άμυνας ("Οργανισμός στον τομέα της ανάπτυξης δυνατοτήτων άμυνας, έρευνας, αγορών και εξοπλισμού)[49]·
- τη δυνατότητα καθιέρωσης, με απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία, μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας στον τομέα της άμυνας μεταξύ των κρατών μελών που έχουν τις στρατιωτικές δυνατότητες και την πολιτική βούληση να προσχωρήσουν σε αυτή (προσαρτημένο παράρτημα καθορίζει τους όρους υλοποίησης της εν λόγω διαρθρωμένης συνεργασίας)·
- τον καθορισμό υποχρέωσης αμοιβαίας βοήθειας και αρωγής μεταξύ των κρατών μελών, με κάθε μέσο, εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του, σύμφωνα με τον Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και στο πλαίσιο του σεβασμού των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού για τα κράτη μέλη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της. Η νέα Συνθήκη υπογραμμίζει ότι η υποχρέωση αυτή δεν θίγει τον ειδικό χαρακτήρα της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών, γεγονός που αποτελεί σημαντική εγγύηση για τα κράτη εκείνα που είναι παραδοσιακά "ουδέτερα"·
- τη δυνατότητα του Συμβουλίου να αναθέσει σε ομάδα κρατών την πραγματοποίηση μιας αποστολής για τη διαφύλαξη των αξιών της Ένωσης·
- τη δημιουργία ενός ταμείου εκκίνησης, συγκροτούμενου από τις εισφορές των κρατών μελών για τις στρατιωτικές δαπάνες που δεν αναλαμβάνονται από τον προϋπολογισμό της Ένωσης·
- τον καθορισμό διαδικασίας ταχείας πρόσβασης στις πιστώσεις της Ένωσης.
(3) Η τροποποιημένη Συνθήκη ΕΕ προβλέπει επίσης μια ρήτρα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική καταστροφή, τα υπόλοιπα κράτη μέλη τού παρέχουν βοήθεια, κατόπιν αιτήματός του. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της ρήτρας αλληλεγγύης θα εγκριθούν με απόφαση του Συμβουλίου, κατόπιν κοινής πρότασης της Επιτροπής και του Ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα εάν η απόφαση αυτή έχει συνέπειες ως προς την άμυνα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τηρείται ενήμερο.
(4) Επομένως, οι πρόοδοι αυτές είναι σημαντικές και δεν θίγουν ούτε τις ιδιαιτερότητες της πολιτικής ασφάλειας και άμυνας ορισμένων κρατών μελών ούτε τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που είναι επίσης συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού. Επίσης, δεν υπάρχει κίνδυνος να μετατρέψουν την Ένωση σε επιθετικό στρατιωτικό συνασπισμό, όπως φαίνεται να φοβούνται ορισμένοι. Κάποιοι θα επιθυμούσαν σίγουρα περαιτέρω πρόοδο, ιδίως όσον αφορά την ειδική πλειοψηφία. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την πρωτίστως διακυβερνητική φύση του τομέα αυτού και την πολιτική πραγματικότητα εντός της οποίας κινείται σήμερα η Ένωση, μπορούμε να θεωρήσουμε το τελικό αποτέλεσμα μάλλον θετικό. Εντούτοις, κατά τις διαπραγματεύσεις του 2007, υπό την πίεση ορισμένων κρατών μελών, επήλθαν τροποποιήσεις στη σύνταξη ορισμένων διατάξεων οι οποίες αποκαλύπτουν την επιθυμία να εξασφαλιστεί –ακόμη και όταν αυτό αποδεικνύεται περιττό– ότι η Ένωση θα περιοριστεί, στον τομέα της ΚΕΠΠΑ, μόνο στα θέματα εκείνα στα οποία οι Συνθήκες της αναθέτουν ορισμένες αρμοδιότητες... Επιπλέον, η νέα Συνθήκη "συμπληρώθηκε" με μια σειρά δηλώσεων[50], επίσης περιττών, οι οποίες επιβεβαιώνουν, κατά τρόπο ενίοτε υπερβολικό, αυτήν την ιδέα. Αν αυτό το φαινόμενο δεν είναι πραγματικά ενοχλητικό, στον βαθμό που περιορίζεται στο να επιβεβαιώνει, με κάπως αυτονόητο τρόπο, το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης, δεν παύει να είναι σημαντικό από την άποψη ότι αποκαλύπτει μια μάλλον αρνητική προσέγγιση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης και στέλνει εσφαλμένα μηνύματα στην κοινή γνώμη.
9.4. Άλλοι τομείς των εξωτερικών σχέσεων
(1) Εξάλλου, όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις, πρέπει να υπογραμμίσουμε τις θετικές τροποποιήσεις που θεσπίσθηκαν σε θέματα κοινής εμπορικής πολιτικής. Το πεδίο εφαρμογής της επεκτάθηκε όσον αφορά το εμπόριο υπηρεσιών και την πνευματική ιδιοκτησία. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ενισχύθηκε: για τη θέσπιση των μέτρων εφαρμογής της κοινής εμπορικής πολιτικής θα επικρατεί η τακτική νομοθετική διαδικασία· η Επιτροπή θα του υποβάλλει τακτικά εκθέσεις για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων διεθνών συμφωνιών· για τη σύναψη των συμφωνιών αυτών θα απαιτείται η έγκρισή του. Σημειώνουμε ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας επιβεβαιώνει τη λεγόμενη "πολιτιστική εξαίρεση"[51] έχει επεκταθεί σε άλλους τομείς.
(2) Τέλος, στον τομέα της ανθρωπιστικής βοήθειας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για τη δημιουργία μιας ειδικής νομικής βάσης, που υπόκειται στην τακτική νομοθετική διαδικασία και προβλέπει τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Σώματος Εθελοντών Ανθρωπιστικής Βοήθειας.
(3) Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρεί τις ειδικές διατάξεις που διέπουν την ανάπτυξη της πολιτικής γειτονίας της Ένωσης, συγκεκριμένα τη νομική βάση που της επιτρέπει να συνάπτει συμφωνίες σε αυτόν τον τομέα με τις ενδιαφερόμενες χώρες. Κατά τρόπο όμως που δεν συνάδει με την ανάγκη για συνεκτικότητα, εντάσσει τις διατάξεις αυτές στον Τίτλο I της ΣΕΕ ("Κοινές διατάξεις" της ΣΕΕ...).
10. Σημαντικά στοιχεία ευελιξίας
Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι κατά πόσον το νέο θεσμικό πλαίσιο είναι επαρκώς ευέλικτο ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στην Ένωση να προσαρμόζεται στην εξέλιξη των καταστάσεων και να ανταποκρίνεται στις νέες προκλήσεις που ενδέχεται να ανακύψουν στο μέλλον.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αναζητηθεί σε δύο διαφορετικά επίπεδα: αφενός στο επίπεδο της αναθεώρησης των Συνθηκών, και αφετέρου στο επίπεδο των δυνατοτήτων εξέλιξης του συστήματος εντός του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, χωρίς να είναι αναγκαία η αναθεώρηση των Συνθηκών.
(1) Όσον αφορά τη διαδικασία αναθεώρησης, η νέα Συνθήκη περιέχει προφανείς βελτιώσεις, και πρώτα-πρώτα την ανάθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δικαιώματος πρωτοβουλίας για την αναθεώρηση, στον ίδιο βαθμό με τα κράτη μέλη και την Επιτροπή, αλλά και τη θεσμοθέτηση της Συνέλευσης ως οργάνου προετοιμασίας της αναθεώρησης. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζονται ο εξαιρετικά αποφασιστικός ρόλος της Συνέλευσης στην επεξεργασία του Συντάγματος και οι εγγενείς περιορισμοί της διακυβερνητικής μεθόδου. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που πρώτο πρότεινε την προσφυγή στη μέθοδο της Συνέλευσης, εκφράζει την ικανοποίησή του για την τροποποίηση αυτή, η οποία θα συμβάλει στη διαφάνεια και στον εκδημοκρατισμό της διαδικασίας αναθεώρησης καθώς και στη διασφάλιση της αυξημένης αποτελεσματικότητάς της.
Ιδιαίτερα θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι απαιτείται η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προκειμένου το Συμβούλιο να μπορέσει να αποφασίσει να μην συγκαλέσει Συνέλευση, εάν η έκταση των τροποποιήσεων δεν δικαιολογεί τέτοια σύγκληση.
(2) Δυστυχώς, η νέα Συνθήκη δεν προχωρεί όσο επιθυμούσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσον αφορά την απλοποίηση της διαδικασίας αναθεώρησης. Πράγματι, το κείμενο του άρθρου 48 της τροποποιημένης ΣΕΕ προβλέπει μια απλουστευμένη διαδικασία αναθεώρησης του περιεχομένου των διατάξεων του Μέρους III της ΣΕΕ σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης –υπό την προϋπόθεση ότι η αναθεώρηση αυτή δεν αυξάνει τις αρμοδιότητες που ανατίθενται στην Ένωση– αλλά η απλοποίηση αυτή συνίσταται απλώς στην παροχή της δυνατότητας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να μην συγκαλέσει Συνέλευση (χωρίς να απαιτείται προς τούτο η έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) διατηρώντας ούτως ή άλλως την απαίτηση ομοφωνίας και έγκρισης από όλα τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες. Με το ΕΚ και την Επιτροπή πραγματοποιείται διαβούλευση.
(3) Έτσι, η αναθεώρηση των Συνθηκών θα εξακολουθήσει να απαιτεί, σε κάθε περίπτωση, την ομοφωνία και την κύρωση όλων των κρατών μελών. Ωστόσο, στους κόλπους της Συνέλευσης, είχαν διατυπωθεί ορισμένες προτάσεις, που συγκέντρωσαν τη μεγάλη υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων, και οι οποίες θα επέτρεπαν να καταστεί λίγο πιο ευέλικτη η απαίτηση αυτή όσον αφορά την αναθεώρηση των διατάξεων που διέπουν τις εσωτερικές πολιτικές της Ένωσης, τηρώντας ταυτόχρονα τη βασική αρχή ότι κάθε συμπληρωματική αύξηση των αρμοδιοτήτων της Ένωσης απαιτεί την ομοφωνία των κρατών μελών.
(4) Αντιθέτως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκφράζει την ικανοποίησή του για τη διατήρηση των ρητρών "γέφυρας" που πρότεινε η Συνέλευση για τη μετάβαση από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία ή από την ειδική νομοθετική διαδικασία στην τακτική νομοθετική διαδικασία. Το γεγονός ότι η απόφαση αυτή μπορεί να ληφθεί μόνον ομόφωνα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μόνον εφόσον κανένα εθνικό κοινοβούλιο δεν αντιτεθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών, αποτελεί επαρκή εγγύηση από την άποψη του σεβασμού των δικαιωμάτων κάθε κράτους μέλους και της διαφάνειας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης της απόφασης. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι εκτός από αυτές τις γενικές ρήτρες "γέφυρας", υπάρχουν και άλλες πιο συγκεκριμένες, οι οποίες εν γένει είτε απαιτούν την έγκριση του ΕΚ (διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας), είτε προσφέρουν σε καθένα από τα εθνικά κοινοβούλια τη δυνατότητα να εμποδίσουν τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο.
(5) Μια ακόμη θετική πτυχή του νέου συνταγματικού κειμένου αφορά τις βελτιώσεις στον τομέα των ενισχυμένων συνεργασιών, των οποίων η σημασία μπορεί να αυξηθεί στο μέλλον λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική αύξηση του αριθμού των κρατών μελών. Διατηρώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τη συνοχή του συνόλου της Ένωσης και τη θεσμική ενότητά της, η νέα Συνθήκη διευρύνει το πεδίο των ενισχυμένων συνεργασιών (μπορούν να εφαρμοσθούν σε όλους τους τομείς που δεν καλύπτονται από τις αποκλειστικές αρμοδιότητες της Ένωσης, ενώ επί του παρόντος ο τομέας της άμυνας αποκλείεται) και διευκολύνει τη δρομολόγησή τους: πρέπει να συγκεντρώνουν τουλάχιστον 9 κράτη μέλη, το δε Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, με εξαίρεση τον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, όπου απαιτείται ομοφωνία (ενώ επί του παρόντος οι συνεργασίες αυτού του είδους απαγορεύονται σε αυτόν τον τομέα). Η απαίτηση της έγκρισης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (με εξαίρεση τον τομέα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας) ενισχύει επίσης τη δημοκρατική νομιμοποίηση της απόφασης δρομολόγησης μιας τέτοιας συνεργασίας.
(6) Τέλος, θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι στη νέα Συνθήκη διατηρήθηκε μια ρήτρα "γέφυρας" προς την ειδική πλειοψηφία ή την τακτική νομοθετική διαδικασία εντός των ενισχυμένων συνεργασιών, όπως είχε προτείνει η Συνέλευση.
(7) Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας τροποποιεί τις διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία διεύρυνσης της Ένωσης, ορίζοντας συγκεκριμένα ότι το ΕΚ και τα εθνικά κοινοβούλια πρέπει να ενημερώνονται για κάθε νέα αίτηση προσχώρησης και περιλαμβάνοντας ρητή αναφορά στα "κριτήρια επιλεξιμότητας που συμφωνεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο" (τα λεγόμενα επί του παρόντος "κριτήρια της Κοπεγχάγης"), τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης του Συμβουλίου, με ομοφωνία, όπως ισχύει και σήμερα, μετά από έγκριση του ΕΚ κατά πλειοψηφία των μελών που το απαρτίζουν.
(8) Εθελούσια αποχώρηση από την Ένωση: για πρώτη φορά στις ιδρυτικές Συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και στη συνέχεια της Ένωσης, οι οποίες –με εξαίρεση την πρώτη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα– συνάφθηκαν ρητώς για απεριόριστο χρόνο, αλλά χωρίς να προβλέπεται καμία διαδικασία συλλογικής ή μεμονωμένης καταγγελίας τους, η ΣΕΕ θα προβλέπει στο άρθρο της ... έναν μηχανισμό "εθελούσιας αποχώρησης από την Ένωση". Βεβαίως, ελλείψει συγκεκριμένης διάταξης, το διεθνές δίκαιο των Συνθηκών παρείχε ήδη σε κάθε περίπτωση τη δυνατότητα αυτή. Ωστόσο, η ρητή ένταξη του άρθρου αυτού στο ίδιο το κείμενο της ΣΕΕ, εκτός από τη θέσπιση των συγκεκριμένων λεπτομερειών για τη διαχείριση ενός τέτοιου ενδεχομένου, αποτελεί επίσης σαφή και ρητή ένδειξη ότι κανένα κράτος μέλος δεν είναι υποχρεωμένο να συνεχίσει να συμμετέχει στο κοινό σχέδιο, εάν δεν το επιθυμεί. Αυτό αποδεικνύει, σε συνδυασμό με τις διατάξεις που αφορούν τις ενισχυμένες και διαρθρωμένες συνεργασίες, ότι η προσχώρηση στην Ένωση και στην ανάπτυξη των πολιτικών της συνιστά ελεύθερη επιλογή και βασίζεται σε πραγματική πολιτική δέσμευση.
11. Έναρξη ισχύος της νέας Συνθήκης
Η νέα Συνθήκη εγγράφεται στην παράδοση των κειμένων που τροποποιούν τις ισχύουσες Συνθήκες, οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην τροποποιημένη τους μορφή, χωρίς να επιδιώκεται η ανάκληση και αντικατάσταση του συνόλου των ισχυουσών Συνθηκών, οι δε κανόνες για τη θέση της σε ισχύ είναι οι συνήθεις κανόνες που διέπουν την έναρξη ισχύος των νέων Συνθηκών. Έτσι, η ίδια η Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 6, παράγραφος 2) προβλέπει τη θέση της σε ισχύ από 1ης Ιανουαρίου 2009, εφόσον έχουν κατατεθεί όλα τα έγγραφα κύρωσης ή άλλως την πρώτη ημέρα του μήνα που ακολουθεί την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης του υπογράφοντος κράτους που προέβη τελευταίο στη διατύπωση αυτή. Στο Πρωτόκολλο (αριθ. 10) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις προβλέπονται οι ενδεχόμενες αναγκαίες προσαρμογές κατά τη μεταβατική περίοδο.
III. Συνολική αξιολόγηση
1. Με βάση την ανάλυση που προηγείται, η συνολική άποψη της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων για τα αποτελέσματα της ΔΚΔ που περατώθηκε τον Οκτώβριο του 2007 και τη Συνθήκης της Λισαβόνας δεν μπορεί παρά να είναι κατηγορηματικά θετική. Η ΔΚΔ επέτρεψε αφενός την απεμπλοκή μιας εξαιρετικά ανησυχητικής κατάστασης για την Ευρώπη. Η έγκριση της συνθήκης θα επιτρέψει την επαναδρομολόγηση της διαδικασίας κύρωσης στη Γαλλία και την Ολλανδία και θα διευκολύνει τη χρήση της κοινοβουλευτικής οδού έτσι ώστε να επιτευχθεί η θέση σε ισχύ του νέου κειμένου.
2. Φυσικά, πρόκειται για ένα συμβιβασμό ο οποίος, κατά τη γνώμη του Κοινοβουλίου, περιλαμβάνει οδυνηρές παραχωρήσεις: η εγκατάλειψη ακόμα και της ιδέας του Συντάγματος και ορισμένων στοιχείων που κατοχυρώνονταν στη Συνταγματική Συνθήκη· η πρόβλεψη λυπηρών αναβολών στη θέση σε ισχύ ορισμένων στοιχείων καθώς και τα ειδικά μέτρα για την ικανοποίηση των αιτημάτων ορισμένων κρατών μελών, ήταν το πολιτικό τίμημα που πληρώθηκε για να βγούμε από την κρίση στην οποία είχαν βυθίσει την Ένωση τα "όχι" στο γαλλικό και στο ολλανδικό δημοψήφισμα. Ωστόσο, περιέχει μεγάλο αριθμό σημαντικών μεταρρυθμίσεων και βελτιώσεων σε σύγκριση με τις σημερινές συνθήκες. Επίσης, διασφαλίζεται το μεγαλύτερο μέρος των καινοτομιών που επέφερε το Σύνταγμα. Πάνω από όλα όμως πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η νέα Συνθήκη εισάγει περισσότερη δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συντελεί στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της λήψης αποφάσεων, διασφαλίζει μια κάποια αποσαφήνιση του ποιος κάνει τι στην Ένωση και του επιπέδου αρμοδιοτήτων που ανήκει αφενός στην Ένωση και αφετέρου στα κράτη μέλη.
Επιπλέον απόψεις του συν-εισηγητή Íñigo Méndez de Vigo
3. Η διακυβερνητική μέθοδος για την αναθεώρηση των συνθηκών κατέδειξε για μία ακόμη φορά τους περιορισμούς της. Δεν πραγματοποιήθηκε ούτε ένα ουσιαστικό βήμα προόδου σε σύγκριση με τη Συνταγματική Συνθήκη, ενώ υπήρξαν πολλές υπαναχωρήσεις. Συνολικά, πολλά κόπηκαν και λίγα δημιουργήθηκαν. Επιπλέον, με έκδηλη περιφρόνηση προς τους επιτευχθέντες συμβιβασμούς, ορισμένες κυβερνήσεις κατόρθωσαν να αλλοιώσουν προηγούμενες συμφωνίες και να εξασφαλίσουν ειδικές εξαιρέσεις ή ερμηνείες οι οποίες ταιριάζουν με τα συμφέροντά τους. Το πρωταρχικό παράδειγμα είναι η αποδοχή των "κόκκινων γραμμών" που διατύπωσε η κυβέρνηση Μπλερ.
4. Ποτέ έως τώρα δεν ήταν τόσο έκδηλη η έλλειψη οράματος και φιλοδοξίας την οποία επέδειξαν οι εθνικοί ηγέτες στον ευρωπαϊκό στίβο, η δε Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί σαφή αντανάκλαση ενός συστήματος διστακτικότητας απέναντι στην Ένωση και τα θεσμικά της όργανα, ή ακόμη και απροκάλυπτης δυσπιστίας. Επομένως δεν είναι έκπληξη ότι πολλοί Ευρωπαίοι είναι καταφανώς απογοητευμένοι για την τύχη της Συνταγματικής Συνθήκης, μια απογοήτευση παρόμοια με αυτήν που αισθάνθηκε ο Altiero Spinelli όταν συνέκρινε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την ενιαία πράξη που ενέκρινε το Συμβούλιο. Ωστόσο, πρέπει να πούμε ότι πολλά από τα σημεία προόδου που περιέχονταν σε εκείνο το σχέδιο είναι σήμερα σε ισχύ. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί όταν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας: οι πρόοδοι τις οποίες επέφερε η Συνταγματική Συνθήκη θα αποτελέσουν τμήμα του κοινοτικού πρωτογενούς δικαίου.
5. Όταν έρθει αυτή η στιγμή, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις θεσμικές πρόνοιες της συνθήκης και το δυναμικό της και να δώσουμε σάρκα και οστά στα όργανά της έτσι ώστε να κάνουμε την Ένωση ένα περισσότερο ουσιαστικό μέρος της καθημερινής ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις διογκούμενες στρατηγικές απειλές που δημιουργούνται από την τρομοκρατία και τη διάδοση των πυρηνικών και τη νέα παγκόσμια κατάσταση που δημιουργείται από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογική επανάσταση. Λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει, η Ευρώπη δεν μπορεί να ακολουθεί την πολιτική της στρουθοκαμήλου: εάν δεν ρίξει το βάρος της πίσω από την οικονομική μεγέθυνση, τη μεταρρύθμιση των αγορών και τη μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, θα είναι αδύνατον να αντιμετωπίσει επιτυχώς την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας και τους νέους ανέμους που πνέουν από χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία. Η Ένωση πρέπει να συσπειρωθεί γύρω από τις αρχές και τις αξίες που ενώνουν τους Ευρωπαίους και πρέπει να αποτελέσει θεματοφύλακα ενός κοινωνικού προτύπου το οποίο παρ' όλες τις ατέλειές του έχει αμέτρητα πλεονεκτήματα. Όπως θα έλεγε ο Άγιος Αυγουστίνος: "όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου αξίζω λίγο· όταν συγκρίνομαι με άλλους, πολύ".
6. Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει το ζήτημα των σχέσεων γειτονίας. Η Συνθήκη της Λισαβόνας μας προσφέρει την απαραίτητη νομική βάση σ' αυτόν τον τομέα, που συνδέεται στενά με το ζήτημα των συνόρων της Ένωσης. Αν και έχει διαγραφεί από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το έμβλημα της Συνταγματικής Συνθήκης "Ενότητα στην πολυμορφία" πρέπει να αποτελέσει τον οδηγό της ΕΕ στις προσπάθειές της να διαπαιδαγωγήσει τους ανθρώπους και να προστατεύσει την ιστορική μας κληρονομιά. Η Ευρώπη πρέπει να διερευνήσει νέες μορφές διακυβέρνησης που θα εξασφαλίζουν μεγαλύτερη δέσμευση της κοινής γνώμης στα ευρωπαϊκά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της περισσότερης συμμετοχής δημοκρατίας σε τοπικό επίπεδο, τις η-δημοκρατίας, της συμμετοχικής κατάρτισης προϋπολογισμού και τις διαιτησίες για την επίλυση διαφορών. Επιπλέον, η οικονομική διακυβέρνηση, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις μεταξύ της Eurogroup και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πρέπει να αποτελέσει το εστιακό σημείο μιας εις βάθος συζήτησης που να αποβλέπει στο να τερματισθούν οι διαλεκτικές αψιμαχίες που γίνονται όλο και συχνότερες.
7. Πρέπει να έχουμε επίγνωση ότι θα είναι δύσκολο και για τα 27 κράτη μέλη να προχωρήσουν μαζί. Εάν θέλουμε να επιτύχει τους στόχους της η Ένωση, η ευρωπαϊκή νηοπομπή δεν μπορεί να πλέει με την ταχύτητα του πιο αργού πλοίου. Επομένως, στο μέλλον θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί περισσότερο η ενισχυμένη συνεργασία.
8. Η Ευρώπη δεν πρέπει και δεν μπορεί να εγκλεισθεί σε ενδοσκόπηση, να βυθίζεται στις κρίσεις της και να προσδοκά ότι ο υπόλοιπος κόσμος θα σταματήσει και θα την περιμένει να ξεκαθαρίσει τις αμφιβολίες και τη διστακτικότητά της. Ωστόσο, προκειμένου να βάλει τάξη στα του οίκου της, η Ευρώπη μπορεί τώρα να στηριχθεί στη Συνθήκη της Λισαβόνας και στις προόδους που αυτή φέρνει. Η συνθήκη αντιπροσωπεύει το ένα και μοναδικό μονοπάτι ελπίδας για το μέλλον, επειδή η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι μία διαδικασία στην οποία συμβαίνει αυτό που είχε πει ο Paul Valéry για τα ποιήματα: "Ποτέ δεν τελειώνει, μόνο εγκαταλείπεται". Και το Κοινοβούλιο θα είναι που ανοίγει το δρόμο σ' αυτό το μονοπάτι.
- [1] Τέθηκε σε ισχύ στις 23.7.1952.
- [2] Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες και Λουξεμβούργο.
- [3] Στα έξι πρώτα κράτη μέλη προστέθηκαν τα εξής: Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία το 1973· Ελλάδα το 1981· Ισπανία και Πορτογαλία το 1986· Αυστρία, Σουηδία και Φινλανδία το 1995· Εσθονία, Κύπρος, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Τσεχική Δημοκρατία το 2004· Βουλγαρία και Ρουμανία το 2007.
- [4] Τέθηκαν σε ισχύ στις 1.1.1958.
- [5] Συνθήκη του Λουξεμβούργου της 17.2.1986, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 1.7.1987.
- [6] Υπογράφηκε στις 7.2.1992, τέθηκε σε ισχύ στις 1.11.1993.
- [7] Υπογράφηκε στις 2.10.1997, τέθηκε σε ισχύ στις 1.5.1999.
- [8] Υπογράφηκε στις 26.2.2001, τέθηκε σε ισχύ στις 1.2.2003.
- [9] Υπογράφηκε στη Ρώμη στις 29.10.2004, και πρέπει καταρχήν να τεθεί σε ισχύ στις 1.11.2006 (βλ. άρθρο IV-447), εφόσον έχουν κατατεθεί πριν από αυτή την ημερομηνία όλα τα έγγραφα επικύρωσης.
- [10] Υπογράφηκε στη Λισαβόνα στις 13.12.2007.
- [11] Αναφέρονται αφενός τα προπαρασκευαστικά ψηφίσματα της ΔΚΔ και αφετέρου τα ψηφίσματα αξιολόγησης των αποτελεσμάτων της.
- Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη:
● ψήφισμα της 14.2.1984: έκθεση και σχέδιο Συνθήκης Spinelli (ΕΕ C 77 της 19.3.1984, σελ. 33)
● ψηφίσματα της 16.1.1986: έκθεση Planas (ΕΕ C 36 της 17.2.1986, σελ. 144)
και της 17.4.1986 (ΕΕ C 120 της 20.5.1986, σελ. 96)
- Συνθήκη του Μάαστριχτ
● ψηφίσματα σχετικά με την έκθεση D. Martin των
14.3.1990 (ΕΕ C 96 της 17.4.1990, σελ. 114),
11.7.1990 (ΕΕ C 231 της 17.9.1990, σελ. 97)
και της 22.11.1990 (ΕΕ C 324 της 24.12.1990, σελ. 219)
● ψήφισμα της 7.4.1992: έκθεση D. Martin (ΕΕ C 125 της 18.5.1992, σελ. 81)
- Συνθήκη του Άμστερνταμ
● ψηφίσματα της 17.5.1995: έκθεση D. Martin/Bourlanges (ΕΕ C 151 της 19.6.1995, σελ. 56)
και της 13.3.1996: έκθεση Dury/Maij-Weggen (ΕΕ C 96 της 1.4.1996, σελ. 77)
● ψήφισμα της 19.11.1997: έκθεση Méndez de Vigo/Τσάτσου (ΕΕ C 371 της 8.12.1997, σελ. 99)
- Συνθήκη της Νίκαιας
● ψηφίσματα σχετικά με την έκθεση Δημητρακόπουλου/Leinen των 18.11.1999 (ΕΕ C 189 της 7.7.2000, σελ. 222),
3.2.2000 (ΕΕ C 309 της 27.10.2000, σελ. 85)
και της 13.4.2000 (ΕΕ C 40 της 7.2.2001, σελ. 409)
● ψήφισμα της 31.5.2001: έκθεση Méndez de Vigo/Seguro (ΕΕ C 47 E της 21.2.2002, σελ. 108)
● Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης
● ψήφισμα της 24.9.2003: έκθεση Gil/Robles/Τσάτσου (ΕΕ C 77 Ε της 26.3.2004, σελ. 255).
● ψήφισμα της 12.1.2005: έκθεση Corbett/Méndez de Vigo (ΕΕ C 247 Ε της 6.10.2005, σελ. 88). - [12] ΕΕ C 80 της 10.3.2001, σσ. 85 και 86.
- [13] Αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ τη Διάσκεψη των κοινοβουλίων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη από τις 27 έως τις 30.11.1990, τις διοργανικές διασκέψεις που οργανώθηκαν παράλληλα με τις ΔΚΔ σχετικά με την Οικονομική και Νομισματική Ένωση και την Πολιτική Ένωση, που οδήγησαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη συμμετοχή αντιπροσώπων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην ομάδα προβληματισμού που προηγήθηκε της ΔΚΔ του Άμστερνταμ, και τη συμμετοχή τους στις καθαυτό εργασίες της εν λόγω ΔΚΔ, και τέλος τη συμμετοχή τους ως παρατηρητών στην προπαρασκευαστική ομάδα στη ΔΚΔ της Νίκαιας.
- [14] Ψήφισμα της 25.10.2000 (έκθεση Olivier Duhamel σχετικά με τη συνταγματοποίηση των Συνθηκών), που επιβεβαιώθηκε με το ψήφισμα της 31.5.2001 (έκθεση Méndez de Vigo/Seguro σχετικά με την [αξιολόγηση] της Συνθήκης της Νίκαιας και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
- [15] Η ιδέα υιοθέτησης του Χάρτη, που αποτελεί σήμερα το Μέρος II του σχεδίου Συντάγματος, ανήκει στη γερμανική Προεδρία του Συμβουλίου, η οποία πέτυχε την έγκρισή της από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολονίας στις 3 και 4.6.1999. Ο τρόπος επεξεργασίας του Χάρτη αποφασίσθηκε επίσης στο πλαίσιο του ίδιου Συμβουλίου, και αποσαφηνίσθηκε κατά την επακόλουθη συνάντηση στο Τάμπερε στις 15 και 16.10.1999. Τότε αποφασίσθηκε η σύσταση μιας ομάδας –που ονομάσθηκε στη συνέχεια Συνέλευση– με τη συμμετοχή των τεσσάρων φορέων που συμμετείχαν και στη Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης, χωρίς όμως τη συμμετοχή των υποψήφιων για ένταξη κρατών.
- [16] Έγγρ. SN 300/1/01 αναθ. 1, παράρτημα 1, σελ. 19.
- [17] . Ψήφισμα της 16.3.2000: έκθεση Duff/Voggenhuber, σχετικά με την κατάρτιση Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 377 της 29.12.2000, σελ. 329)
● Απόφαση της 14.11.2000: έκθεση Duff/Voggenhuber, σχετικά με την έγκριση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 223 της 8.8.2001, σελ. 74)
● Ψήφισμα της 23.10.2002: έκθεση Duff, σχετικά με τον αντίκτυπο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το μελλοντικό καθεστώς του (ΕΕ C 300E της 11.12.2003, σελ. 432)
● Ψήφισμα της 29.11.2001: έκθεση Leinen/Méndez de Vigo, σχετικά με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Laeken και το μέλλον της Ένωσης (ΕΕ C 153 27.6.2002, σελ. 310 (E))
● Ψήφισμα της 25.10.2001: έκθεση Poos σχετικά με τη μεταρρύθμιση του Συμβουλίου (ΕΕ C 112 της 9.5.2002, σελ. 317 (E))
● Ψήφισμα της 14.3.2002: έκθεση Carnero González σχετικά με τη νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ C 47 της 27.2.2003, σελ. 594 (E))
● Ψήφισμα της 7.2.2002: έκθεση Napolitano σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής οικοδόμησης (ΕΕ C 284 της 21.11.2002, σελ. 322 (E))
● Ψήφισμα της 16.5.2002: έκθεση Lamassoure σχετικά με την οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών (ΕΕ C 180 της 31.7.2003, σελ. 493 (E))
● Ψήφισμα της 17.12.2002: έκθεση Bourlanges σχετικά με την τυπολογία των νομικών πράξεων και την ιεράρχηση των κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ C 31 της 5.2.2004, σελ. 126)
● Ψήφισμα της 14.1.2003: έκθεση Napolitano σχετικά με τον ρόλο των περιφερειακών και τοπικών αρχών στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση (ΕΕ C 38E της 12.2.2004, σελ. 167)
● Ψήφισμα της 24.9.2003 που αφορά το σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη και περιέχει τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη σύγκληση της Διακυβερνητικής Διάσκεψης (ΔΚΔ) (ΕΕ C 77E της 26.3.2004, σ. 255). - [18] Ακόμη ένα διεξήχθη στις 3-4 Δεκεμβρίου, μετά την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας επί της Συνθήκης της Λισαβόνας
- [19] Έτσι ονομάστηκαν οι δύο εκπρόσωποι κάθε κράτους μέλους, καθώς και του ΕΚ και της Επιτροπής, που συμμετείχαν σε αυτή την προκαταρκτική των διαβουλεύσεων φάση. Οι "σέρπα" του Κοινοβουλίου ήταν ο Klaus Welle, Προϊστάμενος του Ιδιαίτερου Γραφείου του Προέδρου Hans-Gert Pöttering, και ο José Luís Pacheco, μέλος της Γραμματείας της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων
- [20] Σχέδιο έκθεσης Carlos Carnero González σχετικά με την προσθήκη, στον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενός άρθρου 202 α σχετικά με τη χρήση από το Κοινοβούλιο, των συμβόλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγγρ. PE 398.505v03-00.
- [21] Η Συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ/Ευρατόμ) δεν επηρεάζεται ωστόσο από τη νέα Συνθήκη –και επομένως θα παραμείνει σε ισχύ παράλληλα με αυτή– μολονότι ορισμένες διατάξεις της τροποποιούνται από το πρωτόκολλο για την τροποποίηση της Συνθήκης Ευρατόμ, προκειμένου να καταστούν συμβατές με το νέο κείμενο. Ωστόσο, η Γερμανία, η Ιρλανδία και η Αυστρία εξέφρασαν την επιθυμία, στη δήλωση αριθ. 54 που είναι προσαρτημένη στην Τελική Πράξη της ΔΚΔ, να συγκληθεί το ταχύτερο δυνατό μια διακυβερνητική διάσκεψη για να αναθεωρήσει τη Συνθήκη Ευρατόμ.
Επιπλέον, δεν μπορούμε να μην διαπιστώσουμε ότι η Συνταγματική Συνθήκη συμπληρώνεται από υπέρμετρο αριθμό πρωτοκόλλων, παραρτημάτων και δηλώσεων. Συγκεκριμένα πρόκειται για 12 πρωτόκολλα (ενώ πολλά από αυτά που είναι προσαρτημένα στις ισχύουσες Συνθήκες προσαρμόστηκαν απλώς στο συνταγματικό κείμενο), μεταξύ των οποίων μπορούμε να αναφέρουμε τα πρωτόκολλα σχετικά με το κεκτημένο του Σένγκεν, τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων, τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, τις μεταβατικές διατάξεις που αφορούν τα όργανα, τη διαρθρωμένη μόνιμη συνεργασία σε θέματα άμυνας κλπ.), 2 παραρτήματα (ήδη ισχύοντα, που αφορούν τον κατάλογο των γεωργικών προϊόντων και τον κατάλογο των υπερπόντιων χωρών και εδαφών) και 65 δηλώσεις. Τα πρωτόκολλα, που έχουν την ίδια νομική ισχύ με τη Συνταγματική Συνθήκη, πρέπει επίσης να κυρωθούν από όλα τα κράτη μέλη. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τις δηλώσεις, οι οποίες δεν είναι νομικά δεσμευτικές, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως στοιχεία ερμηνείας των Συνθηκών. - [22] Παρότι παραμένει μάλλον συζητήσιμο το κατά πόσον η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει διεθνή νομική προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν αναγνωρίζεται ρητώς στις Συνθήκες.
- [23] Επισημαίνεται εν προκειμένω η παράλειψη, κατόπιν γαλλικής πρότασης, της αναφοράς σε αυτό το άρθρο στον ανόθευτο ανταγωνισμό στον οποίο, σύμφωνα με το κείμενο του Συντάγματος, στηρίζεται η εσωτερική αγορά. Η παράλειψη αυτή ήταν δικαιολογημένη στον βαθμό που ο "ανόθευτος ανταγωνισμός" δεν είναι παρά ένα από τα μέσα οικοδόμησης αυτής της εσωτερικής αγοράς, η οποία αποτελεί πραγματικό στόχο της Ένωσης. Εξάλλου, η παράλειψη δεν έχει νομικές επιπτώσεις ως προς τον ρόλο του ανταγωνισμού, όπως αποδεικνύει το Πρωτόκολλο αριθ. 6 σχετικά με την εσωτερική αγορά και τον ανταγωνισμό.
- [24] Κάτι που άλλωστε προέκυπτε ήδη από το πρώτο τμήμα της παραγράφου 2 του άρθρου 5 ΣΕΕ.
- [25] Πράγματι, το σχέδιο Συνθήκης που παρουσιάστηκε τον Ιούλιο του 2007 παρέπεμπε επίσης τον ορισμό της ιθαγένειας στη ΣΛΕΕ και μόνο η δυναμική παρέμβαση των εκπροσώπων του ΕΚ στη ΔΚΔ επέτρεψε την τοποθέτησή του στις αρχικές διατάξεις της ΣΕΕ (κάτι ακόμα περισσότερο αναγκαίο εφόσον στις διατάξεις αυτής της Συνθήκης γίνεται συχνά λόγος για "πολίτες"..)
- [26] Πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας.
- [27] Πιο συγκεκριμένα 750 "συν τον Πρόεδρο" σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 14 ΣΕΕ. Εκτός από αυτήν την προσθήκη της τελευταίας στιγμής προκειμένου να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις της Ιταλίας, οι κανόνες που διέπουν τη σύνθεση του ΕΚ και τη διαδικασία καθορισμού της είναι ίδιες με αυτές που προβλέπονταν στο Σύνταγμα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου του 2007 είχε καλέσει το ΕΚ να παρουσιάσει σε εύλογο χρονικό διάστημα ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Οκτωβρίου μια πρόταση ανακατανομής των εδρών στο ΕΚ σύμφωνα με τους νέους κανόνες, πράγμα που έγινε μέσω της έγκρισης του ψηφίσματος που περιλαμβανόταν στην έκθεση Lamassoure-Severin (ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 11.10.2007 σχετικά με τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, P6_TA-PROV(2007)0429). Το ΕΚ επιχείρησε σε αυτήν την έκθεση να προτείνει μια ανακατανομή η οποία θα συνάδει περισσότερο με την έννοια της φθίνουσας αναλογικότητας, όπως αυτή ορίζεται στη νέα Συνθήκη, και η οποία δεν θα συνεπάγεται καμία πρόσθετη απώλεια εδρών για οποιοδήποτε κράτος μέλος πέραν αυτών που είχαν ήδη συμφωνηθεί στη Συνθήκη Προσχώρησης της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Η Ιταλία δεν έμεινε ικανοποιημένη από αυτήν την πρόταση και κατάφερε εν τέλει να προστεθεί στη Συνθήκη μια πρόσθετη έδρα, κατά παράβαση της αρχής της φθίνουσας αναλογικότητας, έτσι ώστε να διατηρηθεί η ίση εκπροσώπησή της με το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε δήλωση (αριθ. 4) η οποία προσαρτάται στη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται ότι "η πρόσθετη έδρα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα δοθεί στην Ιταλία". Φυσικά, η νέα κατανομή των εδρών θα τεθεί σε εφαρμογή μόνον όταν τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη και εγκριθεί επισήμως η απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 9 Γ.
- [28] Ωστόσο, ο ρόλος "εφεδρικής τροχοπέδης" που ανατίθεται στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο σε ορισμένες αποφάσεις που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση και τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις ενδέχεται να το οδηγήσει, εάν όχι στην άσκηση άμεσων νομοθετικών καθηκόντων (δεν συμμετέχει στη ψήφιση των κανόνων), τουλάχιστον σε ουσιαστικά καθοριστική παρέμβαση στη διεξαγωγή μιας νομοθετικής διαδικασίας – βλέπε κατωτέρω, σημεία 9.1. και 9.2.
- [29] Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 18.11.1999 σχετικά με την προετοιμασία της αναθεώρησης των συνθηκών και την προσεχή Διακοινοβουλευτική Συνέλευση (ΕΕ C 189 της 7.7.2000, σελ. 222).
- [30] Πράγματι, το γεγονός ότι η ΔΚΔ εισήγαγε την απαίτηση της αρνητικής ψήφου τουλάχιστον 4 κρατών μελών για τον σχηματισμό αναστέλλουσας μειοψηφίας σημαίνει ότι σε ορισμένες περιστάσεις μπορεί να ληφθεί απόφαση με πολύ λιγότερο από 62% του πληθυσμού, ποσοστό που αποτελεί το κατώτατο όριο που είχε ορισθεί στο κριτήριο πληθυσμού της Νίκαιας: έτσι, μία απόφαση με την οποία θα διαφωνούσαν, λόγου χάρη, η Γαλλία, η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο θα μπορούσε να ληφθεί μολονότι θα εκπροσωπούσε λίγο παραπάνω από το 58% του πληθυσμού, καθώς τα 3 αυτά κράτη μόνα τους δεν μπορούν να σχηματίσουν αναστέλλουσα μειοψηφία μολονότι αντιπροσωπεύουν και τα τρία μαζί πάνω από το 41% του πληθυσμού της Ένωσης (βάσει των σημερινών 27 κρατών μελών). Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι αυτή τη στιγμή οι διάφοροι πιθανοί συνδυασμοί για την επίτευξη του κατώτατου ορίου των απαραίτητων σταθμισμένων ψήφων για την επίτευξη ειδικής πλειοψηφίας έχουν ως αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, το απαιτούμενο ποσοστό πληθυσμού να είναι αισθητά υψηλότερο από τις τιμές αυτές.
Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του κατώτατου ορίου των κρατών μελών δεν θα έχει πρακτικές συνέπειες, δεδομένου ότι είχε νόημα μόνο στην Ένωση των 25 κρατών μελών, όπως ίσχυε το 2004: πράγματι, το 55% των κρατών μελών αντί των μισών (50%) σήμαινε, στην Ένωση των 25, 14 κράτη μέλη αντί 13, αν δεν υπήρχε η επιπλέον απαίτηση την οποία ενέκρινε η ΔΚΔ, η πλειοψηφία να περιλαμβάνει τουλάχιστον 15 κράτη μέλη· ο αναγκαίος αριθμός κρατών προκειμένου να εμποδιστεί η λήψη απόφασης ήταν πλέον τουλάχιστον 12, από 13 που ίσχυε αρχικά. Όμως, σε μία Ένωση των 27, το 55% των κρατών μελών ισοδυναμεί ούτως ή άλλως σε 15 κράτη μέλη. Άλλωστε, στην πράξη, ο ενδεχόμενος αυξημένος κίνδυνος αναστολής της λήψης απόφασης λόγω της αύξησης αυτής ασφαλώς δεν είναι υψηλός. Πράγματι, η υπόθεση της λήψης μιας απόφασης με τα κράτη μέλη διχασμένα σε δύο ανταγωνιστικές ομάδες περίπου ταυτόσημες δεν επιβεβαιώνεται ποτέ στην πραγματικότητα. - [31] Επ’ αυτού η νέα Συνθήκη ακολουθεί με πρακτικό τρόπο όλες τις τροποποιήσεις που προβλέπονταν στο Σύνταγμα. Οι μόνες εξαιρέσεις αφορούν τη Συνθήκη Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία πρέπει να εγκριθεί ομόφωνα (ειδική πλειοψηφία σύμφωνα με το Σύνταγμα) και τη δημιουργία μιας νέας νομικής βάσης σχετικά με τη θέσπιση κανόνων για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ (άρθρο 39 ΣΕΕ). Παρότι, σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία, αφορά απλώς τη θέσπιση κοινών κανόνων για την άσκηση μιας αρμοδιότητας η οποία ανήκει αποκλειστικά στα κράτη μέλη (όλα τα θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων της Ένωσης για την προστασία των προσωπικών δεδομένων υπάγονται στο άρθρο 16 ΣΛΕΕ), είναι λυπηρό το γεγονός ότι στη διαδικασία αυτή δεν μετέχει το Κοινοβούλιο και δεν γίνεται ρητή αναφορά στον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
- [32] Σε δήλωση (αριθ. 9) που προσαρτάται στη Συνθήκη εκφράζεται η πολιτική συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών σχετικά με μια απόφαση η οποία προέβλεπε ομαδικές προεδρίες τριών κρατών μελών, για περιόδους 18 μηνών, τα οποία θα μπορούσαν για παράδειγμα να μοιράζονται το σύνολο των προεδριών των διαφόρων τομεακών συνθέσεων του Συμβουλίου ανά περιόδους 6 μηνών (όπως ισχύει σήμερα) ή να τις κατανέμουν μεταξύ τους, για παράδειγμα, για το σύνολο των 18 μηνών.
- [33] Σημειώνεται ότι η ΔΚΔ του 2004 δεν ακολούθησε την πρόταση της Συνέλευσης, βάσει της οποίας η κυβέρνηση κάθε κράτους μέλους υπέβαλλε έναν κατάλογο τριών προσώπων από τα οποία ο Πρόεδρος θα επέλεγε τον προτεινόμενο Επίτροπο από κάθε κράτος μέλος. Εκφράζουμε, εξάλλου, τη λύπη μας για το γεγονός ότι η ΔΚΔ του 2004 δεν έλαβε υπόψη την πρόταση της Επιτροπής, βάσει της οποίας η ανάθεση της εντολής στην Επιτροπή θα ολοκληρωνόταν με την εξαιρετικά συμβολική από πολιτική άποψη ψηφοφορία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και πρόσθεσε ακόμη ένα στάδιο στη διαδικασία, η οποία ολοκληρώνεται πλέον με τον διορισμό της Επιτροπής από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία.
- [34] Η μετάβαση στη νέα θεσμική πραγματικότητα που απορρέει από τη θέσπιση του αξιώματος του Ύπατου εκπροσώπου δημιούργησε ορισμένες δυσκολίες τις τελευταίες ημέρες των διαπραγματεύσεων, καθώς το ΕΚ επιθυμούσε να διασφαλιστεί η ακεραιότητα των δικαιωμάτων του μέσω προσωρινού διορισμού αμέσως μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης (που προβλέπεται για την 1η Ιανουαρίου 2009) και ορισμού του νέου Ύπατου εκπροσώπου κατά τη συγκρότηση της επόμενης Επιτροπής, τον Νοέμβριο του 2009, μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Μια δήλωση (αριθ. 12) που εγκρίθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας προξενεί ικανοποίηση στο ΕΚ.
- [35] Ο κανονισμός αυτός ψηφίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με την τακτική νομοθετική διαδικασία, είτε βάσει πρότασης της Επιτροπής και κατόπιν διαβούλευσης με το Δικαστήριο είτε βάσει αιτήματος του Δικαστηρίου και κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή.
- [36] Μηχανισμοί οι οποίοι έχουν στο μεταξύ εφαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό μέσω της διοργανικής συμφωνίας για την αναθεώρηση του συστήματος επιτροπολογίας την οποία διαπραγματεύθηκαν το 2006 οι Richard Corbett και Joseph Daul εξ ονόματος του Κοινοβουλίου [Σύναψη Διοργανικής Συμφωνίας υπό μορφή κοινής δήλωσης για την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου περί τροποποίησης της απόφασης 1999/468/EΚ που εκθέτει τις διαδικασίες για την άσκηση των εκτελεστικών εξουσιών που μεταβιβάζονται στην Επιτροπή (νέα ρυθμιστική διαδικασία με έλεγχο)].
- [37] Πρόκειται για τους κανονισμούς που καθορίζουν το καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και τους όρους άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων (που πρέπει επίσης να λάβει την έγκριση της Επιτροπής) – βλέπε παράρτημα 4.
- [38] Σε 22 από τις περιπτώσεις αυτές το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα (5 περιπτώσεις με έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 17 με απλή γνώμη)· σε 6 περιπτώσεις αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία (1 με έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 5 με απλή γνώμη) – βλέπε παράρτημα 4.
- [39] Αντίθετα, η Συνέλευση πρότεινε τα μέτρα εκτέλεσης του συστήματος ιδίων πόρων να εγκρίνονται με νόμο του Συμβουλίου που ψηφίζεται με ειδική πλειοψηφία με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
- [40] Πράγματι, ο νόμος για τον καθορισμό του συστήματος και των ορίων των ιδίων πόρων μετατρέπεται σε κανονισμό, όπως ο νόμος που καθορίζει τα μέτρα εφαρμογής του εν λόγω συστήματος· ο νόμος για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου μετατρέπεται επίσης σε κανονισμό, ενώ ο προϋπολογισμός, ο οποίος προβλεπόταν να εγκρίνεται μέσω νόμου, καθίσταται πλέον απλώς "ο προϋπολογισμός" και ορίζεται αντιστοίχως η μορφή της νομοθετικής πράξης με την οποία εγκρίνεται· εντούτοις, το άρθρο 314 της ΣΛΕΕ αναφέρει ότι ο προϋπολογισμός εγκρίνεται με ειδική νομοθετική διαδικασία, δηλαδή μέσω νομοθετικής πράξης, σύμφωνα με το άρθρο 289, παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ.
- [41] Τούτο αποτελεί τον γενικό κανόνα. Σε μια ειδική περίπτωση, το Κοινοβούλιο συνεχίζει να έχει τη δυνατότητα να επιβάλει τη θέση του, μέσω ιδιαίτερα αυξημένης πλειοψηφίας. Πρόκειται όμως για μάλλον θεωρητική δυνατότητα.
- [42] Η ιδιαίτερη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας προκύπτει από τα δύο πρωτόκολλα που αναφέρονται στις δύο ακόλουθες υποσημειώσεις. Η θέση της Δανίας, η οποία δεν έχει υποστεί σημαντικές τροποποιήσεις, προκύπτει από το Πρωτόκολλο σχετικά με τη θέση της Δανίας.
- [43] Πρωτόκολλο σχετικά με τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
- [44] Πρωτόκολλο για την ενσωμάτωση του κεκτημένου του Σένγκεν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
- [45] Άρθρο 10 του πρωτοκόλλου (αριθ. 11) σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις.
- [46] Άρθρο 1, τρίτο εδάφιο της ΣΕΕ και άρθρο 1α, παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ.
- [47] Η απόφαση καθιέρωσης, σε εύθετο χρόνο, κοινής άμυνας λαμβάνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που αποφασίζει ομόφωνα, και απαιτεί επιπλέον την έγκριση όλων των κρατών μελών σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες τους.
- [48] Μέσω της συμπερίληψης αποστολών αφοπλισμού, παροχής συμβουλών, σταθεροποίησης μετά το τέλος των συγκρούσεων, καταπολέμησης της τρομοκρατίας, ακόμη και στο έδαφος τρίτων χωρών, που προστίθενται στις ήδη προβλεπόμενες αποστολές, δηλαδή τις ανθρωπιστικές αποστολές και αποστολές διάσωσης, τις αποστολές πρόληψης των συγκρούσεων και διατήρησης της ειρήνης, και τις αποστολές μάχιμων δυνάμεων, διαχείρισης των κρίσεων και αποκατάστασης της ειρήνης.
- [49] Με καθήκον ειδικότερα την προώθηση του εξορθολογισμού των στρατιωτικών δυνατοτήτων των κρατών μελών, τον συντονισμό των ερευνητικών δραστηριοτήτων σε θέματα αμυντικής τεχνολογίας και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των στρατιωτικών δαπανών.
- [50] Αυτό ισχύει στην περίπτωση της δήλωσης αριθ. 13, στην οποία υπογραμμίζεται ότι οι διατάξεις που διέπουν την ΚΕΠΠΑ "δεν επηρεάζουν" τις σημερινές σφαίρες ευθύνης των κρατών μελών "σχετικά με τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής τους πολιτικής" και ότι οι διατάξεις που διέπουν την κοινή πολιτική ασφάλειας και άμυνας δεν θίγουν τον εθνικό χαρακτήρα της πολιτικής των κρατών μελών στον τομέα της ασφάλειας και της άμυνας. Το ίδιο ισχύει για τη δήλωση αριθ. 14, σύμφωνα με την οποία καμία από τις διατάξεις της νέας Συνθήκης δεν θίγει την εκπροσώπηση των κρατών μελών σε διεθνείς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής ενός κράτους μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών... Πέραν του ότι είναι εν μέρει ανακριβής, ιδιαίτερα αδικαιολόγητη είναι η δεύτερη παράγραφος αυτής της δήλωσης, στην οποία σημειώνεται ότι "οι διατάξεις που καλύπτουν την ΚΕΠΠΑ δεν παρέχουν στην Επιτροπή νέες εξουσίες για τη δρομολόγηση αποφάσεων ούτε ενισχύουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου".
- [51] Σύμφωνα με την πρόταση της Συνέλευσης, το Συμβούλιο έπρεπε να αποφασίζει ομόφωνα όσον αφορά τις συμφωνίες στον τομέα των πολιτιστικών και οπτικοακουστικών υπηρεσιών, όταν υπάρχει κίνδυνος οι υπηρεσίες αυτές να θίξουν την πολιτιστική και γλωσσική πολυμορφία της Ένωσης. Η ΔΚΔ του 2004 επέκτεινε την "εξαίρεση" αυτή στο εμπόριο κοινωνικών υπηρεσιών, υπηρεσιών εκπαίδευσης και υγείας, όταν υπάρχει κίνδυνος οι συμφωνίες αυτές να επηρεάσουν σοβαρά την οργάνωση των υπηρεσιών αυτών σε εθνικό επίπεδο και να θίξουν την αρμοδιότητα των κρατών μελών όσον αφορά την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών. Επίσης, το Συμβούλιο πρέπει να αποφασίζει ομόφωνα όσον αφορά τις συμφωνίες στον τομέα των υπηρεσιών γενικότερα και σε πτυχές της πνευματικής ιδιοκτησίας, όταν οι εν λόγω συμφωνίες περιέχουν διατάξεις για τις οποίες απαιτείται ομοφωνία για την έγκριση εσωτερικών κανόνων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1: Οι αρμοδιότητες της Ένωσης Η ΣΛΕΕ αναφέρει επίσης την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης, που δεν εντάσσονται στις τρεις κατηγορίες του πίνακα, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους. Οι τομείς αρμοδιοτήτων που είναι υπογραμμισμένοι σε καθεμία από τις στήλες αντιστοιχούν σε τομείς για τους οποίους δεν προβλέπεται αυτήν τη στιγμή καμία ειδική διάταξη στις Συνθήκες, αλλά όπου η Ένωση έχει ήδη αναλάβει δραστηριότητα, προσφεύγοντας στις διατάξεις που αφορούν την εσωτερική αγορά ή στο άρθρο 308 ΣΕΚ.
Τύπος αρμοδιοτήτων |
Αποκλειστικές (Εξαντλητικός κατάλογος)[2] |
Από κοινού (Μη εξαντλητικός κατάλογος)[3] |
Συμπληρωματικές (Εξαντλητικός κατάλογος) |
|
Ορισμός |
Μόνο η Ένωση μπορεί να εγκρίνει νομικά δεσμευτικές πράξεις· τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρέμβουν παρά μόνο εάν εξουσιοδοτηθούν να το πράξουν από την Ένωση ή προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τις πράξεις της τελευταίας. |
Η Ένωση και τα κράτη μέλη της έχουν τη δυνατότητα να εγκρίνουν νομικά δεσμευτικές πράξεις· τα κράτη μέλη δύνανται να ενεργούν στον βαθμό που δεν έχει ενεργήσει η Ένωση. |
Η Ένωση δεν μπορεί να παρέμβει παρά μόνο για να στηρίξει τη δράση των κρατών μελών (κυρίως μέσα από δημοσιονομικές παρεμβάσεις)· μπορεί να νομοθετεί αλλά όχι να εναρμονίζει τις εθνικές νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. |
|
Θέματα |
Τελωνειακή Ένωση
Θέσπιση των κανόνων ανταγωνισμού που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς
Νομισματική πολιτική για τα κράτη μέλη που έχουν νόμισμα το ευρώ
Διατήρηση των βιολογικών πόρων της θάλασσας στο πλαίσιο της αλιευτικής πολιτικής
Κοινή τελωνειακή πολιτική |
Εσωτερική αγορά Κοινωνική πολιτική Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή Γεωργία και αλιεία (με εξαίρεση τη διατήρηση των θαλάσσιων βιολογικών πόρων) Περιβάλλον Προστασία των καταναλωτών Μεταφορές Διευρωπαϊκά δίκτυα Ενέργεια Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης Κοινές προκλήσεις ασφάλειας στον τομέα της δημόσιας υγείας Έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη Πολιτική του διαστήματος Συνεργασία για την ανάπτυξη |
Προστασία και βελτίωση της ανθρώπινης υγείας
Βιομηχανία
Πολιτισμός
Τουρισμός
Εκπαίδευση
Νεολαία
Αθλητισμός
Επαγγελματική κατάρτιση
Πολιτική προστασία
Διοικητική συνεργασία |
|
- [1] Η ΣΛΕΕ αναφέρει επίσης την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και των πολιτικών απασχόλησης, που δεν εντάσσονται στις τρεις κατηγορίες του πίνακα, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους. Οι τομείς αρμοδιοτήτων που είναι υπογραμμισμένοι σε καθεμία από τις στήλες αντιστοιχούν σε τομείς για τους οποίους δεν προβλέπεται αυτήν τη στιγμή καμία ειδική διάταξη στις Συνθήκες, αλλά όπου η Ένωση έχει ήδη αναλάβει δραστηριότητα, προσφεύγοντας στις διατάξεις που αφορούν την εσωτερική αγορά ή στο άρθρο 308 ΣΕΚ.
- [2] Πέρα από τις αρμοδιότητες αυτές, η Ένωση διαθέτει επίσης αποκλειστική αρμοδιότητα για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών, όταν τούτο προβλέπεται σε νομοθετική πράξη της Ένωσης, η οποία είναι απαραίτητη για να της επιτραπεί να ασκήσει την εσωτερική της αρμοδιότητα ή όταν αναμένεται να επηρεάσει κοινούς κανόνες ή να τροποποιήσει την εμβέλειά τους.
- [3] Παρά το γεγονός ότι η ΣΛΕΕ αντιμετωπίζει τις πολιτικές που αναγράφονται με πλάγιους χαρακτήρες στη στήλη αυτή στο άρθρο (I-14), το οποίο αφορά τις από κοινού αρμοδιότητες, πρόκειται για τομείς στους οποίους η δράση της Ένωσης δεν έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της άσκησης των εθνικών αρμοδιοτήτων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2: Κατάλογος των νέων περιπτώσεων που υπάγονται σε ειδική πλειοψηφία
I - Υφιστάμενες νομικές βάσεις οι οποίες περνούν σε ειδική πλειοψηφία
[οι αριθμοί των άρθρων της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ που αναγράφονται πρώτοι αναφέρονται στους αριθμούς που υιοθετήθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας· μέσα σε [...] εμφαίνονται οι αριθμοί που θα έχουν τα άρθρα σε μελλοντική ενοποιημένη έκδοση των συνθηκών (σύμφωνα με τον πίνακα που προσαρτάται στη Συνθήκη της Λισαβόνας)·μέσα σε παρενθέσεις και με πλάγιους χαρακτήρες η ισχύουσα διαδικασία]
1. Άρθρο 9 Γ [16] ΤΕΕ, παράγραφος 3, και άρθρο 201 β [236]στοιχείο β) ΣΛΕΕ: Σειρά των Προεδριών του Συμβουλίου - απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, χωρίς πρόταση της Επιτροπής (άρθρο 203 ΣΕΚ – το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία)
2. Άρθρο 42 [48] ΣΛΕΕ: ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, κοινωνικές παροχές – συνήθης νομοθετική διαδικασία[1] (άρθρο 42 ΣΕΚ: συναπόφαση – το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία)
3. Άρθρο 47 [53], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ: ελευθερία εγκατάστασης, πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες – συνήθης νομοθετική διαδικασία σε περίπτωση που η εκτέλεση των οδηγιών τις οποίες θεσπίσει περιλαμβάνει τροποποίηση των νομοθετικών πράξεων σε ένα κράτος μέλος (άρθρο 47, παράγραφος 2, ΣΕΚ – συναπόφαση – το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία)
4. Άρθρο 61 Ζ [74] ΣΛΕΕ: διοικητική συνεργασία στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – κανονισμός του Συμβουλίου, διαβούλευση με το Κοινοβούλιο (άρθρο 66 ΣΕΚ και 34, παράγραφος 1 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο – το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει την ειδική πλειοψηφία)
5. Άρθρο 62 [77], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: έλεγχος στα σύνορα – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 62 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο· το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει την ειδική πλειοψηφία)
6. Άρθρο 63 [78] ΣΛΕΕ: άσυλο και προστασία των προσφύγων και των εκτοπισμένων – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 63, παράγραφος 1 και 2, ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67, παράγραφος 5, ΣΕΚ: ομοφωνία και διαβούλευση με το Κοινοβούλιο για ορισμένες πτυχές· το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει την ειδική πλειοψηφία)
7. Άρθρο 63 α [79] ΣΛΕΕ: μετανάστευση – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 63, παράγραφοι 3 και 4, ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67, ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο· το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει την ειδική πλειοψηφία)
8. Άρθρο 65 [81], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: Δικαστική συνεργασία στον αστικό τομέα (πλην οικογενειακού δικαίου)[2] (Άρθρο 65 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου με δυνατότητα μετάβασης σε συναπόφαση ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)
9. Άρθρο 69 Α [82], παράγραφοι 1 και 2 ΣΛΕΕ: δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα – συνήθης νομοθετική διαδικασία[3] (άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχεία α), β), γ), δ) ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
10. Άρθρο 69 Β [83], παράγραφοι 1 και 2 ΣΛΕΕ: προσέγγιση των ποινικών κανόνων, παραβάσεων και κυρώσεων[4] (άρθρο 31, παράγραφος 1, στοιχείο ε) ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
11. Άρθρο 69 Δ [85] ΣΛΕΕ: Eurojust – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 31, παράγραφος 2 ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
12. Άρθρο 69 ΣΤ [87], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: μη επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 30, παράγραφος 1 ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
13. Άρθρο 69 Ζ [88], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: Europol – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 30, παράγραφος 2 ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
14. Άρθρο 71 [91], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ: κοινή πολιτική μεταφορών (συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3) – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 71, παράγραφος 2, ΣΕΚ – το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, μόνο στην περίπτωση των παρεκκλίσεων που προβλέπονται σε αυτήν την παράγραφο 2)
15. Άρθρο 107 [129], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ: τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του ΣΕΚΤ – συνήθης νομοθετική διαδικασία (πρόταση της Επιτροπής με διαβούλευση της ΕΚΤ ή σύσταση της ΚΕΤ με διαβούλευση της Επιτροπής) (άρθρο 107.5 ΣΕΚ – σε περίπτωση πρότασης της Επιτροπής, το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με την ΕΚΤ· σε κάθε περίπτωση το ΕΚ πρέπει να δώσει σύμφωνη γνώμη· σε περίπτωση σύστασης της ΕΚΤ, το Συμβούλιο αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή)
16. Άρθρο 151 [167], παράγραφος 5: μέτρα ενθάρρυνσης στον τομέα του πολιτισμού – συνήθης νομοθετική διαδικασία (συστάσεις του Συμβουλίου επίσης με ειδική πλειοψηφία) (άρθρο 151, παράγραφος 5 ΣΕΚ – συναπόφαση με ομοφωνία στο Συμβούλιο· συστάσεις: Συμβούλιο με ομοφωνία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής)
17. Άρθρο 161 [177] ΣΛΕΕ: Διαρθρωτικά ταμεία και ταμεία συνοχής (άρθρο 161 ΣΕΚ: Αυτή τη στιγμή: ομοφωνία στο Συμβούλιο και σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου)
18. Άρθρο 225 A [257] ΣΛΕΕ: Δημιουργία ειδικευμένων δικαστηρίων (Άρθρο 225A ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
19. Άρθρο 245 [281] ΣΛΕΕ: Τροποποίηση του καταστατικού του Δικαστηρίου των ΕΚ, εκτός τίτλου I και άρθρο 64 (Άρθρο 245 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
20. Άρθρο 245 β [283], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: ορισμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ – απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, κατόπιν συστάσεως του Συμβουλίου, διαβουλεύσεως με το Κοινοβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ (άρθρο 112 ΣΕΚ – Αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων κατόπιν κοινής συμφωνίας, τα λοιπά αμετάβλητα)
21. Άρθρο 249 Β [290], παράγραφος 2 και άρθρο 249 Γ [291], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ: όροι ελέγχου της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της Επιτροπής (σημερινή απόφαση επιτροπολογίας) – συνήθης νομοθετική διαδικασία (άρθρο 202 ΣΕΚ – ομοφωνία στο Συμβούλιο κατόπιν γνωμοδότησης του ΕΚ)
II - Νέες νομικές βάσεις με ειδική πλειοψηφία
1. Άρθρο 9 Β [15], παράγραφος 5 ΣΕΕ, Εκλογή του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο
2. Άρθρο 9 Ε [18], παράγραφος 1 ΣΕΕ, Ορισμός του Ύπατου Εκπρόσωπου από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τη συμφωνία του Προέδρου της Επιτροπής
3. Άρθρο 15 βer [31], παράγραφος 2, β) ΣΕΕ: πρωτοβουλίες του Ύπατου Εκπρόσωπου της Ένωσης στον τομέα της ΚΕΠΠΑ κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Συμβούλιου - απόφαση του Συμβουλίου
4. Άρθρο 16 [14] ΣΛΕΕ: αρχές και προϋποθέσεις για τη λειτουργία υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος – συνήθης νομοθετική διαδικασία
5. Άρθρο 20 [23] ΣΛΕΕ: μέτρα για τη διευκόλυνση της διπλωματικής και προξενικής προστασίας – νόμος του Συμβουλίου, διαβούλευση του Κοινοβουλίου
6. Άρθρο 21 [24] ΣΛΕΕ: πρωτοβουλία των πολιτών ενόψει ευρωπαϊκής πρότασης νόμου – συνήθης νομοθετική διαδικασία
7. Άρθρο 28 Δ [45], παράγραφος 2 ΣΕΕ: καθεστώς και έδρα της υπηρεσίας για τους εξοπλισμούς – απόφαση του Συμβουλίου χωρίς πρόταση της Επιτροπής
8. Άρθρο 28 Ε [46], παράγραφος 2 ΣΕΕ: καθιέρωση μόνιμης διαρθρωμένης συνεργασίας στον τομέα της άμυνας – απόφαση του Συμβουλίου χωρίς πρόταση της Επιτροπής, διαβούλευση του Υπουργού Εξωτερικών
9. Άρθρο 28 Ε [46], παράγραφος 3 ΣΕΕ: εισδοχή κράτους μέλους στη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας – απόφαση του Συμβουλίου (στην ψηφοφορία λαμβάνουν μέρος μόνο τα κράτη μέλη που συμμετέχουν) χωρίς πρόταση της Επιτροπής, διαβούλευση του Υπουργού Εξωτερικών
10. Άρθρο 28 E [46], παράγραφος 4 ΣΕΕ: αναστολή της συμμετοχής κράτους μέλους στη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία στον τομέα της άμυνας – απόφαση του Συμβουλίου (στην ψηφοφορία λαμβάνουν μέρος μόνο τα κράτη μέλη που συμμετέχουν) χωρίς πρόταση της Επιτροπής
11. Άρθρο 49 Α [50], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: συμφωνία αποχώρησης κράτους μέλους – απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν προτάσεως του διαπραγματευτή της συμφωνίας (καταρχήν της Επιτροπής), ύστερα από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
12. Άρθρο 61 Γ [70] ΣΛΕΕ, Μέτρα αξιολόγησης της εφαρμογής του χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ύστερα από απλή ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων
13. Άρθρο 69 Γ [84] ΣΛΕΕ: μέτρα ενθάρρυνσης στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος – συνήθης νομοθετική διαδικασία
14. Άρθρο 97 α [118] ΣΛΕΕ, πρώτο εδάφιο: πνευματική ιδιοκτησία – συνήθης νομοθετική διαδικασία
15. Άρθρο 115 Γ [138] ΣΛΕΕ, παράγραφοι 1 και 2: κράτη μέλη που έχουν νόμισμα το ευρώ, κοινή θέση και ενιαία αντιπροσώπευση στη διεθνή σκηνή – απόφαση του Συμβουλίου, διαβούλευση της ΕΚΤ
16. Άρθρο 149 [165], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ: αθλητισμός – συνήθης νομοθετική διαδικασία
17. Άρθρο 152 [168], παράγραφος 4, εδάφιο γ) ΣΛΕΕ: μέτρα για αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφαλείας στον τομέα της υγείας[5]
18. Άρθρο 152 [168], παράγραφος 5 ΣΛΕΕ: μέτρα ενθάρρυνσης που αποβλέπουν στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, ιδίως την καταπολέμηση των μεγάλων διαμεθοριακών προβλημάτων και καταπολέμηση του εθισμού στον καπνό και της κατάχρησης οινοπνευματωδών[6]
19. Άρθρο 172 α [189], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: πολιτική για το διάστημα – συνήθης νομοθετική διαδικασία
20. Άρθρο 176 Α [194], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: ενέργεια – συνήθης νομοθετική διαδικασία[7]
21. Άρθρο 176 Β [195], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: τουρισμός – συνήθης νομοθετική διαδικασία
22. Άρθρο 176 Γ [196], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: προστασία των πολιτών[8]
23. Άρθρο 176 Δ [197], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: διοικητική συνεργασία – συνήθης νομοθετική διαδικασία
24. Άρθρο 188 Ι [214], παράγραφοι 3 και 5 ΣΛΕΕ: ανθρωπιστική βοήθεια[9] και δημιουργία του Ευρωπαϊκού Εθελοντικού Σώματος
25. Άρθρο 201 β [236], στοιχείο α): κατάλογος των συνθέσεων του Συμβουλίου – απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (χωρίς πρόταση της Επιτροπής)
26. Άρθρο 254 α [298], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ: διοίκηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
27. Άρθρο 256 α [300], παράγραφος 5 ΣΛΕΕ: αναθεώρηση των κανόνων σχετικά με τη φύση και τη σύνθεση της Επιτροπής Περιφερειών και της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής – απόφαση του Συμβουλίου
28. Άρθρο 269 [311], εδάφιο 4, ΣΛΕΕ: μέτρα εκτέλεσης του συστήματος ίδιων πόρων – κανονισμός του Συμβουλίου, έγκριση του ΕΚ (ειδική νομοθετική διαδικασία, αλλά χωρίς αναφορά σε ομοφωνία)
- [1] Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται από έναν μηχανισμό "τροχοπέδης ασφαλείας": σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να επηρεάσουν "τις θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεώς του, ιδίως το πεδίο εφαρμογής, το κόστος ή τη δημοσιονομική δομή" αυτού του συστήματος ή θα επηρέαζαν την "δημοσιονομική ισορροπία του", μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (γεγονός το οποίο προκαλεί την αναστολή της νομοθετικής διαδικασίας). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών είτε να παραπέμψει το ερώτημα στο Συμβούλιο προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία είτε να ζητήσει από την Επιτροπή την παρουσίαση νέας πρότασης.
- [2] Τα στοιχεία ε), ζ) και η) της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου περιέχουν νέες νομικές βάσεις· τα άλλα στοιχεία καλύπτονταν ήδη από το άρθρο 65 ΣΕΚ. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου III-269 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα του Συμβουλίου να εγκρίνει απόφαση που προσδιορίζει τις πτυχές του οικογενειακού δικαίου που έχουν διαμεθοριακή επίπτωση και ως εκ τούτου ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο πράξεων που εγκρίνονται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.
- [3] Η διαδικασία αυτή συνοδεύεται από μηχανισμό "τροχοπέδης ασφαλείας": εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια νομοθετική πρόταση σε αυτόν τον τομέα μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης του, μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να ανασταλεί η διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει, μέσα σε προθεσμία 4 μηνών, να παραπέμψει το ζήτημα στο Συμβούλιο προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία ή να ζητήσει την παρουσίαση από την Επιτροπή ή από την ομάδα κρατών που έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία, νέα νομοθετική πρόταση. Εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν λάβει την προαναφερθείσα απόφαση μέσα σε 4 μήνες ή αν η νέα νομοθετική διαδικασία που ξεκίνησε κατόπιν αιτήσεώς του δεν καταλήξει μέσα σε προθεσμία δώδεκα μηνών, τότε αυτομάτως δρομολογείται ενισχυμένη συνεργασία σε αυτόν τον τομέα από τη στιγμή που το ένα τρίτο των κρατών μελών το επιθυμεί.
- [4] Στο ίδιο.
- [5] Τα μέτρα που προβλέπονται στα στοιχεία γ) και δ) είναι πράγματι νέα. Τα μέτρα που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) προβλέπονταν ήδη στο άρθρο 152 ΣΕΚ και αποτελούσαν αντικείμενο της διαδικασίας συναπόφασης.
- [6] Οι νομικές βάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή είναι όλες νέες, με εξαίρεση εκείνη που αφορά τα μέτρα ενθάρρυνσης για την προστασία της ανθρώπινης υγείας, η οποία προβλεπόταν ήδη στο άρθρο 152 ΣΕΚ.
- [7] Να σημειωθεί ότι αυτή τη στιγμή η Ένωση λαμβάνει ήδη μέτρα στον τομέα της ενέργειας, είτε βάσει διατάξεων που προβλέπουν ήδη την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, είτε βάσει του άρθρου 308 ΣΕΚ.
- [8] Μέτρα έχουν ήδη ληφθεί στον τομέα αυτό με βάση το άρθρο 308 ΣΕΚ.
- [9] Μέτρα λαμβάνονται ήδη στον τομέα αυτό είτε με βάση το άρθρο 179 (με ειδική πλειοψηφία) είτε με βάση το άρθρο 308 ΣΕΚ ( με ομοφωνία).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3: Νομοθετικές πράξεις - συνήθης νομοθετική διαδικασία
Το παράρτημα αυτό περιέχει τον κατάλογο των νομικών βάσεων στις οποίες θα εφαρμοσθεί η συνήθης νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη της Λισαβόνας (κάτι που αντιστοιχεί σε γενικές γραμμές στη σημερινή διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 251 ΣΕΚ, τη λεγόμενη διαδικασία συναπόφασης).
Τα θέματα που είναι υπογραμμισμένα είναι εκείνα στα οποία η νομική βάση είναι είτε εντελώς νέα, είτε έχει υποστεί αλλαγή διαδικασίας υπαγόμενη στην "συναπόφαση"/συνήθη νομοθετική διαδικασία".
Οι αριθμοί των άρθρων της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ αναφέρονται στους αριθμούς που υιοθετήθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας· μέσα σε [...] εμφαίνονται οι αριθμοί που θα έχουν τα άρθρα σε μελλοντική ενοποιημένη έκδοση των συνθηκών (σύμφωνα με τον πίνακα που προσαρτάται στη Συνθήκη της Λισαβόνας).
Δηλώνονται τα αντίστοιχα άρθρα της Συνθήκης που είναι αυτή τη στιγμή σε ισχύ και (σε περίπτωση όπου η Συνθήκη της Λισαβόνας τροποποιεί τη διαδικασία) η διαδικασία που είναι σε ισχύ αυτήν τη στιγμή.
1. Υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (Άρθρο 16 [14] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 16 ΣΕΚ)
2. Όροι άσκησης του δικαιώματος πρόσβασης του κοινού στα έγγραφα (Άρθρο 16 Α [15], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 255, παράγραφος 2)
3. Προστασία των δεδομένων (Άρθρο 16 Β [16], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 286, παράγραφος 2)
4. Μέτρα για την καταπολέμηση κάθε διάκρισης λόγω εθνικότητας (Άρθρο 16 Δ [18] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 12 ΣΕΚ)
5. Βασικές αρχές για μέτρα ενθάρρυνσης στον τομέα της αποφυγής των διακρίσεων (Άρθρο 16 Ε [19], παράγραφος 2) (Άρθρο 13.2 ΣΕΚ)
6. Διατάξεις που αποβλέπουν στη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος των πολιτών για κυκλοφορία και ελεύθερη διαμονή στην επικράτεια των κρατών μελών (Άρθρο 18 [21], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 18, παράγραφος 2 ΣΕΚ)
7. Πρωτοβουλία των πολιτών (Άρθρο 21 [24] ΣΛΕΕ)
8. Τελωνειακή συνεργασία (Άρθρο 27 α [33] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 135 ΣΕΚ)
9. Εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού στην κοινή αγροτική πολιτική (Άρθρο 36 [42] το οποίο παραπέμπει στο άρθρο 43, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 36 ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
10. Νομοθεσία στον τομέα της κοινής αγροτικής πολιτικής (Άρθρο 37 [43] παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 37, παράγραφος 2: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
11. Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων (Άρθρο 40 [46] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 40 ΣΕΚ)
12. Εσωτερική αγορά - μέτρα κοινωνικής προστασίας για τους διακινούμενους κοινοτικούς εργαζομένους[1] (Άρθρο 42 [48] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 42 ΣΕΚ: συναπόφαση - το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία)
13. Δικαίωμα εγκατάστασης (Άρθρο 44 [50], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 44 ΣΕΚ)
14. Εξαίρεση, σε ένα κράτος μέλος, ορισμένων δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που αφορούν το δικαίωμα εγκατάστασης (Άρθρο 45 [51], δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο χωρίς συμμετοχή του Κοινοβουλίου)
15. Συντονισμός των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που προβλέπουν ειδικό καθεστώς για τους υπηκόους άλλων κρατών μελών κατά την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης (Άρθρο 46 [52], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 46, παράγραφος 2 ΣΕΚ)
16. Συντονισμός των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες και την άσκησή τους και σχετικά με την αμοιβαία αναγνώριση των διπλωμάτων (Άρθρο 47 [53] παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 47 ΣΕΚ: συναπόφαση - το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία όταν τούτο συνεπάγεται τροποποίηση των νομοθετικών διατάξεων των κρατών μελών)
17. Επέκταση του ευεργετήματος των διατάξεων που αφορούν την παροχή υπηρεσιών στους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι εγκατεστημένοι στην Κοινότητα. (Άρθρο 49 [56], δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 49, δεύτερο εδάφιο ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο χωρίς συμμετοχή του Κοινοβουλίου)
18. Ελευθέρωση των υπηρεσιών σε συγκεκριμένους τομείς (Άρθρο 52 [59], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 52, παράγραφος 1 ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
19. Υπηρεσίες (Άρθρο 55 [62] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 55 ΣΕΚ)
20. Έγκριση άλλων μέτρων σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων προς ή από τρίτες χώρες (Άρθρο 57 [64], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 57, παράγραφος 2, πρώτη φράση ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο χωρίς συμμετοχή του Κοινοβουλίου)
21. Διοικητικά μέτρα σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων στον τομέα της πρόληψης και της καταπολέμησης της εγκληματικότητας και της τρομοκρατίας (Άρθρο 61 Η [75] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 60 ΣΕΚ)
22. Θεωρήσεις διαβατηρίου, έλεγχοι στα εξωτερικά σύνορα, συνθήκες ελεύθερης κυκλοφορίας υπηκόων τρίτων χωρών, διαχείριση εξωτερικών συνόρων, απουσία ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα (Άρθρο 62 [77], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 62 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου με δυνατότητα μετάβασης σε συναπόφαση ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)
23. Άσυλο, προσωρινή ή επικουρική προστασία προσώπων (Άρθρο 63 [78], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 63, παράγραφοι 1 και 2, και άρθρο 64, παράγραφος 2 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου με δυνατότητα μετάβασης σε συναπόφαση ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)
24. Μετανάστευση και καταπολέμηση της διακίνησης ανθρώπων (Άρθρο 63 α [79] παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 63, παράγραφοι 3 και 4 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου με δυνατότητα μετάβασης σε συναπόφαση ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)
25. Μέτρα ενθάρρυνσης με στόχο τη βελτίωση της ενσωμάτωσης των υπηκόων τρίτων χωρών (Άρθρο 63 α [79], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ)
26. Δικαστική συνεργασία στον αστικό τομέα (πλην οικογενειακού δικαίου)[2] (Άρθρο 65 [81], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 65 ΣΕΚ: διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 67 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου με δυνατότητα μετάβασης σε συναπόφαση ύστερα από απόφαση του Συμβουλίου που λαμβάνεται ομόφωνα κατόπιν διαβουλεύσεων με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)
27. Δικαστική συνεργασία στον ποινικό τομέα (διαδικασίες, συνεργασία, επιμόρφωση, συγκρούσεις αρμοδιοτήτων, ελάχιστοι κανόνες για την αναγνώριση των αποφάσεων) (Άρθρο 69 Α [82], παράγραφοι 1 και 2 ΣΛΕΕ)[3] (Άρθρο 31 ΣΕΕ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
28. Ελάχιστοι κανόνες για τον ορισμό των παραβάσεων και κυρώσεων στον τομέα της σοβαρής εγκληματικότητας διαμεθοριακού χαρακτήρα (Άρθρο 69 Β [83] παράγραφοι 1 και ενδεχομένως 2 ΣΛΕΕ)7 (Άρθρο 31 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
29. Συνοδευτικά μέτρα στον τομέα της πρόληψης του εγκλήματος (Άρθρο 69 Γ [84] ΣΛΕΕ)
30. Eurojust (Άρθρο 69 Δ [85] παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 31 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
31. Όροι συμμετοχής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων στην αξιολόγηση της Eurojust (Άρθρο 69 Δ [85] παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ)
32 Αστυνομική συνεργασία (ορισμένες πτυχές) (Άρθρο 69 ΣΤ [87], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 30 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
33. Europol (Άρθρο 69 Ζ [88], παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 30 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
34. Όροι ελέγχου της Europol από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια (Άρθρο 69 Ζ [88] παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ)
35. Εφαρμογή της κοινής πολιτικής μεταφορών (Άρθρο 71 [91], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 71 ΣΕΚ)
36. Θαλάσσια και εναέρια ναυσιπλοΐα (Άρθρο 80 [100], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 80, παράγραφος 2 ΣΕΚ)
37. Μέτρα για την προσέγγιση των εθνικών διατάξεων που έχουν ως αντικείμενο τη συγκρότηση ή τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς για την προώθηση των στόχων του άρθρου 22 α [26] (Άρθρο 94 [114], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 95, παράγραφος 1 ΣΕΚ)
38. Απαραίτητα μέτρα για την εξάλειψη των στρεβλώσεων της εσωτερικής αγοράς (Άρθρο 96 [116] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 96 ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο χωρίς συμμετοχή του Κοινοβουλίου)
39. Πνευματική ιδιοκτησία πλην γλωσσικών καθεστώτων των ευρωπαϊκών τίτλων (Άρθρο 97 α [118] πρώτο εδάφιο ΣΛΕΕ)[4]
40. Πολυμερής εποπτεία (Άρθρο 99 [121], παράγραφος 6 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 99, παράγραφος 5 ΣΕΚ: διαδικασία συνεργασίας)
41. Τροποποίηση του πρωτοκόλλου σχετικά με τα καταστατικά του ΣΕΚΤ και της ΕΚΤ (Άρθρο 107 [129] παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 107, παράγραφος 5 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο ή κατά περίπτωση, ειδική πλειοψηφία, και ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου)
42. Μέτρα αναγκαία για τη χρήση του ευρώ (Άρθρο 111 α [133] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 123, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
43. Μέτρα ενθάρρυνσης της απασχόλησης (Άρθρο 129 [149] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 129 ΣΕΚ)
44. Κοινωνική πολιτική (Άρθρο 137 [153], παράγραφοι 1 εκτός των στοιχείων γ), δ), στ) και ζ), και 2[5], πρώτο, δεύτερο και τελευταίο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 137, παράγραφοι 1 και 2 ΣΕΚ)
45. Κοινωνική πολιτική (ισότητα των ευκαιριών, των αποδοχών και των ποινών) (Άρθρο 141 [157], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 141, παράγραφος 3 ΣΕΚ)
46. Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Άρθρο 148 [164] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 148 ΣΕΚ)
47. Εκπαίδευση (εκτός από τις συστάσεις) (Άρθρο 149 [165], παράγραφος 4, στοιχείο α) ΣΛΕΕ) (Άρθρο 149, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
48. Αθλητισμός (Άρθρο 149 [165], παράγραφοι 2, στοιχείο γ), και 4 ΣΛΕΕ)
49. Επαγγελματική κατάρτιση (Άρθρο 150 [166], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 150, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
50. Πολιτισμός (εκτός από συστάσεις) (Άρθρο 151 [167], παράγραφος 5, πρώτη περίπτωση ΣΛΕΕ) (Άρθρο 151 ΣΕΚ: συναπόφαση - το Συμβούλιο αποφασίζει με ομοφωνία)
51. Δημόσια υγεία - μέτρα για την αντιμετώπιση των κοινών προκλήσεων ασφαλείας στον τομέα της υγείας [6] (Άρθρο 152 [168], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 152, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
52. Δημόσια υγεία - μέτρα ενθάρρυνσης που αποβλέπουν στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, ιδίως την καταπολέμηση των μεγάλων διαμεθοριακών προβλημάτων και καταπολέμηση του εθισμού στον καπνό και της κατάχρησης οινοπνευματωδών (Άρθρο 152 [168], παράγραφος 5 ΣΛΕΕ[7])
53. Προστασία των καταναλωτών (Άρθρο 153 [169], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 153, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
54. Διευρωπαϊκά δίκτυα (Άρθρο 156 [172] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 156 ΣΕΚ)
55. Βιομηχανία (Άρθρο 157 [173], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 157, παράγραφος 3 ΣΕΚ)
56. Μέτρα στον τομέα της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής (Άρθρο 159 [175], τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 159 ΣΕΚ)
57. Διαρθρωτικά ταμεία (Άρθρο 161 [177], πρώτο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 161 ΣΕΚ: Αυτή τη στιγμή: ομοφωνία στο Συμβούλιο και σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου)
58. Ταμείο Συνοχής (Άρθρο 161 [177], δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 161 ΣΕΚ: Αυτή τη στιγμή: ομοφωνία και σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου· από το 2007: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου)
59. Ευρωπαϊκό ταμείο περιφερειακής ανάπτυξης (Άρθρο 162 [178] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 162 ΣΕΚ)
60. Πρόγραμμα-πλαίσιο έρευνας (Άρθρο 166 [182], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 166, παράγραφος 1 ΣΕΚ)
61. Εφαρμογή του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας (Άρθρο 166 [182], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ)
62. Εφαρμογή του προγράμματος-πλαισίου έρευνας: κανόνες σχετικά με τη συμμετοχή επιχειρήσεων και με τη διάδοση των αποτελεσμάτων (Άρθρα 167 [183] και 172 [188], εδάφιο 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 167 ΣΕΚ)
63. Συμπληρωματικά προγράμματα έρευνας για ορισμένα κράτη μέλη (Άρθρα [184] και 172 [188], εδάφιο 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 168 ΣΕΚ)
64. Συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα που αναλαμβάνονται από περισσότερα του ενός κράτη μέλη (Άρθρα 169 [185] και 172 [188], εδάφιο 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 169 ΣΕΚ)
65. Πολιτική για το διάστημα (Άρθρο 172 α [189] ΣΛΕΕ)
66. Περιβάλλον (κοινοτικά μέτρα ενόψει της υλοποίησης των στόχων στον τομέα, πλην των μέτρων φορολογικού χαρακτήρα) (Άρθρο 175 [192] παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 175, παράγραφος 1 ΣΕΚ)
67. Πρόγραμμα δράσης στον τομέα του περιβάλλοντος (Άρθρο 175 [192] παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 175, παράγραφος 3 ΣΕΚ)
68. Ενέργεια, με εξαίρεση τα μέτρα οικονομικού χαρακτήρα (Άρθρο 176 Α [194], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ)[8]
69. Τουρισμός - μέτρα για τη συμπλήρωση των δράσεων που ασκούνται από τα κράτη μέλη (Άρθρο 176 B [195], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ)
70. Προστασία των πολιτών από φυσικές καταστροφές ή καταστροφές ανθρώπινης προέλευσης (Άρθρο 176 Γ [196], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ)[9]
71. Διοικητική συνεργασία για την υλοποίηση του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη (Άρθρο 176 Δ [197], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ)
72. Εμπορική πολιτική - μέτρα εφαρμογής (Άρθρο 188 Γ [207], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 133 ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο χωρίς διαβούλευση του Κοινοβουλίου)
73. Συνεργασία στην ανάπτυξη (Άρθρο 188 Ε [209], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 179 ΣΕΚ)
74. Οικονομική, χρηματοδοτική και τεχνική συνεργασία με τρίτες χώρες (Άρθρο 188 Η [212], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 181A ΣΕΚ: ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
75. Γενικό πλαίσιο για τις ενέργειες ανθρωπιστικού χαρακτήρα (Άρθρο 188 Ι [214], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ)
76. Ευρωπαϊκό σώμα εθελοντών ανθρωπιστικής βοήθειας (Άρθρο 188 Ι [214], παράγραφος 5 ΣΛΕΕ)
77. Καθεστώς και κανόνες χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (Άρθρο 191 [224] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 191 ΣΕΚ)
78. Δημιουργία ειδικευμένων δικαστηρίων (Άρθρο 225 Α [257] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 225A ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
79. Τροποποίηση του καταστατικού του Δικαστηρίου των ΕΚ, εκτός τίτλου I και άρθρο 64 (Άρθρο 245 [281] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 245 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
80. Modalités de contrôle des compétences d'exécution (Article 249 C [291], paragraphe 3 TFUE) (Article 202 TCE: unanimité au Conseil et avis simple du Parlement)
81. Ευρωπαϊκή διοίκηση (Άρθρο 254 α [298], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ)
82. Έγκριση δημοσιονομικών κανόνων (Άρθρο 279 [322], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 279, παράγραφος 1 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και μετά από το 2007, ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο)
83. Καταπολέμηση της απάτης που αποτελεί προσβολή για τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας (Άρθρο 280 [325], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 280, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
84. Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των μονίμων υπαλλήλων και καθεστώς που ισχύει για το λοιπό προσωπικό της Ένωσης (Άρθρο 283 [336] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 283 ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
85. Στατιστικές (Άρθρο 285 [338], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 285, παράγραφος 1 ΣΕΚ)
- [1] Με μηχανισμό "φρένου ασφαλείας": σε περίπτωση που ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι τα εν λόγω μέτρα θα μπορούσαν να επηρεάσουν "τις θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεώς του, ιδίως το πεδίο εφαρμογής, το κόστος ή τη δημοσιονομική δομή" αυτού του συστήματος ή θα επηρέαζαν την "δημοσιονομική ισορροπία του", μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (γεγονός το οποίο προκαλεί την αναστολή της νομοθετικής διαδικασίας). Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών είτε να παραπέμψει το ερώτημα στο Συμβούλιο προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία είτε να ζητήσει από την Επιτροπή την παρουσίαση νέας πρότασης.
- [2] Τα στοιχεία ε), ζ) και η) της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου περιέχουν νέες νομικές βάσεις· τα άλλα στοιχεία καλύπτονταν ήδη από το άρθρο 65 ΣΕΚ. Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου III-269 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα του Συμβουλίου να εγκρίνει απόφαση που προσδιορίζει τις πτυχές του οικογενειακού δικαίου που έχουν διαμεθοριακή επίπτωση και ως εκ τούτου ενδέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο πράξεων που εγκρίνονται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.
- [3] Στις παραγράφους 3 και 4 των εν λόγω άρθρων προβλέπεται ένας μηχανισμός "τροχοπέδης ασφαλείας": εάν ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι μια νομοθετική πρόταση σε αυτόν τον τομέα μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης του, μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το ζήτημα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και να ανασταλεί η διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει, μέσα σε προθεσμία 4 μηνών, να παραπέμψει το ζήτημα στο Συμβούλιο προκειμένου να συνεχιστεί η διαδικασία ή να ζητήσει την παρουσίαση από την Επιτροπή ή από την ομάδα κρατών που έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία, νέα νομοθετική πρόταση. Εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο δεν λάβει την προαναφερθείσα απόφαση μέσα σε 4 μήνες ή αν η νέα νομοθετική διαδικασία που ξεκίνησε κατόπιν αιτήσεώς του δεν καταλήξει μέσα σε προθεσμία δώδεκα μηνών, τότε αυτομάτως δρομολογείται ενισχυμένη συνεργασία σε αυτόν τον τομέα από τη στιγμή που τουλάχιστον εννέα κράτη μέλη το επιθυμούν.
- [4] Ελλείψει ειδικής νομικής βάσης, η Ένωση μέχρι στιγμής στον τομέα αυτό ενεργούσε με βάση το άρθρο 308 ΣΕΚ: Ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.
- [5] Στους τομείς που προβλέπονται σε αυτά τα σημεία ο η νομολογία εγκρίνεται από το Συμβούλιο με ομοφωνία, μετά από διαβούλευση με το ΕΚ. Εντούτοις, το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 περιέχει μια ρήτρα "γέφυρας" σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, με ομοφωνία, την εφαρμογή της τακτικής νομοθετικής διαδικασίας στα στοιχεία δ), στ) και ζ) της παραγράφου 1.
- [6] Τα μέτρα που προβλέπονται στα στοιχεία α) και β) της παραγράφου 4 του εν λόγω άρθρου προβλέπονταν ήδη στο άρθρο 152 ΣΕΚ. Τα μέτρα που προβλέπονται στα στοιχεία γ) και δ) είναι νέα.
- [7] Οι νομικές βάσεις που προβλέπονται στην παράγραφο αυτή είναι όλες νέες, με εξαίρεση εκείνη που αφορά τα μέτρα ενθάρρυνσης για την προστασία της ανθρώπινης υγείας, η οποία προβλεπόταν ήδη στο άρθρο 152 ΣΕΚ.
- [8] Ελλείψει ειδικής νομικής βάσης, η Ένωση μέχρι στιγμής στον τομέα αυτό ενεργούσε με βάση το άρθρο 308 ΣΕΚ: Ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.
- [9] Ελλείψει ειδικής νομικής βάσης, η Ένωση μέχρι στιγμής στον τομέα αυτό ενεργούσε με βάση το άρθρο 308 ΣΕΚ: Ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4: Νομοθετικές πράξεις - ειδικές νομοθετικές διαδικασίες
Το σημείωμα αυτό περιέχει τον κατάλογο των νομικών βάσεων που αφορούν τις ειδικές νομοθετικές διαδικασίες.
Οι αριθμοί των άρθρων της ΣΕΕ και της ΣΛΕΕ αναφέρονται στους αριθμούς που υιοθετήθηκαν στη Συνθήκη της Λισαβόνας· μέσα σε [...] εμφαίνονται οι αριθμοί που θα έχουν τα άρθρα σε μελλοντική ενοποιημένη έκδοση των συνθηκών (σύμφωνα με τον πίνακα που προσαρτάται στη Συνθήκη της Λισαβόνας).
Με πλάγιους χαρακτήρες αναγράφονται, εφόσον υπάρχουν, τα αντίστοιχα άρθρα των σημερινών Συνθηκών και, σε περίπτωση αλλαγής της διαδικασίας, η διαδικασία που ισχύει αυτήν τη στιγμή.
I - Διαδικασίες ad hoc
1. Ετήσιος προϋπολογισμός - κοινή απόφαση ΕΚ-Συμβουλίου (Άρθρο 272 [314] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 272 ΣΕΚ: διαδικασία ad hoc)
II - Πράξεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
2. Καθεστώς των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (Άρθρο 190 [223], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ): θέσπιση από ΕΚ, κατόπιν πρωτοβουλίας του, ύστερα από έγκριση από το Συμβούλιο (με ομοφωνία όσον αφορά το φορολογικό καθεστώς) και γνωμοδότηση της Επιτροπής (Άρθρο 190, παράγραφος 5 ΣΕΚ)
3. Όροι άσκησης του δικαιώματος συγκρότησης εξεταστικής επιτροπής (Άρθρο 193 [226], τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ): θέσπιση από ΕΚ, κατόπιν πρωτοβουλίας του, ύστερα από έγκριση από το Συμβούλιο και γνωμοδότηση της Επιτροπής (Άρθρο 193 ΣΕΚ: κοινή συμφωνία)
4. Καθεστώς του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή (Άρθρο 195 [228], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ): θέσπιση από ΕΚ, κατόπιν πρωτοβουλίας του, ύστερα από έγκριση από το Συμβούλιο και γνωμοδότηση της Επιτροπής (Άρθρο 195, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
III - Πράξεις του Συμβουλίου
Α. Ομοφωνία και έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
5. Μέτρα για την καταπολέμηση των διακρίσεων (Άρθρο 16 Ε [19], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 13, παράγραφος 1 ΣΕΚ: Απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
6. Επέκταση των δικαιωμάτων που συνδέονται με την ιθαγένεια (Άρθρο 22 [25] ΣΛΕΕ) - απαιτούμενη εθνική κύρωση (Άρθρο 22 ΣΕΚ)
7. Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (Άρθρο 69 Ε [86], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ)
8. Ενιαία εκλογική διαδικασία (Άρθρο 190 [223], παράγραφος 1 ΣΛΕΕ): κατόπιν πρωτοβουλίας και με την έγκριση του Κοινοβουλίου - απαιτούμενη εθνική κύρωση (Άρθρο 190, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
9. Πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (Άρθρο 270 α [312], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) Δεν αναφέρεται στις Συνθήκες. Αυτή τη στιγμή είναι αντικείμενο διοργανικής συμφωνίας.
Β. Ομοφωνία και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
10. Άρθρο 6 ΣΕΕ (σε συνδυασμό με το άρθρο 188 ΙΔ [218], παράγραφοι 6 και 8): προσχώρηση στην ΕΣΑΔ – απόφαση του Συμβουλίου κατόπιν προτάσεως του διαπραγματευτή της συμφωνίας (καταρχήν της Επιτροπής), ύστερα από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
11. Μέτρα σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση ή την κοινωνική προστασία (Άρθρο 18 [21], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 18, παράγραφος 3 ΣΕΚ)
12. Ιθαγένεια: δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στο κράτος μέλος διαμονής κατά τις δημοτικές και τις ευρωπαϊκές εκλογές (Άρθρο 19 [22] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 19 ΣΕΚ)
13. Έγκριση μέτρων σχετικά με τις κινήσεις κεφαλαίων που προορίζονται ή προέρχονται από τρίτες χώρες και αποτελούν οπισθοδρόμηση στη διαδικασία ελευθέρωσης που προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 57 [64], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 57, παράγραφος 2 τέλος, ΣΕΚ: Ομοφωνία στο Συμβούλιο χωρίς γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου)
14. Μέτρα σχετικά με τα διαβατήρια, τα δελτία ταυτότητας και τους τίτλους διαμονής (Άρθρο 62 [77], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ)
15. Δικαστική συνεργασία στον αστικό τομέα σχετικά με τα μέτρα που αφορούν το οικογενειακό δίκαιο και έχουν διαμεθοριακό χαρακτήρα[1] (Άρθρο 65 [81], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 67, παράγραφος 5, δεύτερη περίπτωση ΣΕΚ)
16. Επιχειρησιακή αστυνομική συνεργασία (Άρθρο 69 ΣΤ [87], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο α): διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ)
17. Παρεμβάσεις των αρχών ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους (Άρθρο 69 Η [89] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 32 ΣΕΕ: διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 34, παράγραφος 2, και 39, παράγραφος 1 ΣΕΕ)
18. Εναρμόνιση των φόρων κύκλου εργασιών και της έμμεσης φορολογίας (Άρθρο 93 [113] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 93 ΣΕΚ)
19. Προσέγγιση των διατάξεων που έχουν άμεση επίπτωση στην εσωτερική αγορά (Άρθρο 95 [115] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 94 ΣΕΚ)
20. Γλωσσικό καθεστώς των τίτλων πνευματικής ιδιοκτησίας (Άρθρο 97 α [118] ΣΛΕΕ)
21. Αντικατάσταση του πρωτοκόλλου σχετικά με τα υπερβολικά ελλείμματα (Άρθρο 104 [126], παράγραφος 14 ΣΛΕΕ) (Άρθρο104, παράγραφος 14 ΣΕΚ)
22. Ειδικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον τομέα του εποπτικού ελέγχου (Άρθρο 105 [127], παράγραφος 6 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 105, παράγραφος 6 ΣΕΚ: Ομοφωνία στο Συμβούλιο ύστερα από διαβούλευση με την ΕΚΤ και σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου)
23. Κοινωνική πολιτική: κοινωνική ασφάλιση και κοινωνική προστασία των εργαζομένων, προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση λύσης της σύμβασης εργασίας, εκπροσώπηση και συλλογική υπεράσπιση και συνθήκες απασχόλησης των υπηκόων τρίτων χωρών[2] (Άρθρο 137 [153], παράγραφος 1, στοιχεία γ), δ), στ) και ζ), και 2, στοιχείο β) ΣΛΕΕ) (Άρθρο 137, παράγραφος 1, στοιχεία γ), δ), στ) και ζ), και 2, στοιχείο β), δεύτερο εδάφιο ΣΕΚ)
24. Περιβάλλον: διατάξεις φορολογικού χαρακτήρα, μέτρα σχετικά με τη χωροταξία, τη διαχείριση των υδάτινων πόρων και τη χρήση των εδαφών και μέτρα που επηρεάζουν τον εφοδιασμό με ενεργειακούς πόρους και τη διατήρησή τους (Άρθρο 175 [192], παράγραφος 2 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 175, παράγραφος 2, ΣΕΚ)
25. Ενέργεια: μέτρα φορολογικού χαρακτήρα (Άρθρο 176 Α [194], παράγραφος 3 ΣΛΕΕ)
26. Συνεργασία μεταξύ των υπερπόντιων χωρών και εδαφών και της Ένωσης - διαδικασία και όρια (Άρθρο 187 [203] ΣΛΕΕ – με διαβούλευση του Κοινοβουλίου) (Άρθρο 187 ΣΕΚ - χωρίς διαβούλευση με το Κοινοβούλιο)
27. Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας (Άρθρο 229 Α [262] ΣΛΕΕ) (Άρθρο 229Α ΣΕΚ: ομοφωνία στο Συμβούλιο και απλή γνωμοδότηση του Κοινοβουλίου, συν εθνική κύρωση)
28. Τροποποίηση του Πρωτοκόλλου σχετικά με το καταστατικό της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (Άρθρο 266 [308], τρίτο εδάφιο) (Άρθρο 266, τρίτο εδάφιο ΣΕΚ)
29. Ίδιοι πόροι της Ένωσης - ανώτατο όριο και δημιουργία νέων πόρων (Άρθρο 269 [311], τρίτο εδάφιο ΣΛΕΕ) - απαιτούμενη εθνική κύρωση (Άρθρο 269 ΣΕΚ)
Γ. Ειδική πλειοψηφία και έγκριση του Κοινοβουλίου
30. Μέτρα εκτέλεσης του συστήματος ιδίων πόρων της Ένωσης (Άρθρο 269 [311], εδάφιο 4 ΣΛΕΕ)
Δ. Ειδική πλειοψηφία και διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
31. Μέτρα για διευκόλυνση της διπλωματικής προστασίας (Άρθρο 20 [23] ΣΛΕΕ – θέσπιση οδηγιών με ειδική νομοθετική διαδικασία) (Άρθρο 20 ΣΕΚ - συμφωνία μεταξύ των κρατών μελών: διακυβερνητική συνεργασία)
32. Έρευνα: ειδικά προγράμματα εφαρμογής του προγράμματος πλαισίου (Άρθρο 166 [182], παράγραφος 4 ΣΛΕΕ) (Άρθρο 166, παράγραφος 4 ΣΕΚ)
33. Υπερβολικά απομακρυσμένες περιοχές (Άρθρο 299 [349], παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΛΕΕ) (Άρθρο 299, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο ΣΕΚ)
- [1] Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 65 [81] ΣΛΕΕ).
- [2] Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει με ομοφωνία, ύστερα από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο, να υιοθετήσει τη συνήθη νομοθετική διαδικασία για τα στοιχεία δ), στ) και ζ) (δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 137 [153] ΣΛΕΕ).
ΕΠΙΣΤΟΛΗ της Επιτροπής ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2008 του κ. Gerardo Galeote, πρόεδρο της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης προς τον κ. Jo Leinen, πρόεδρο της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων
Θέμα: Η Συνθήκη της Λισαβόνας
Αγαπητέ κ. Leinen,
Λαμβάνοντας υπόψη τους χρονικούς περιορισμούς, η Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης δεν θα μπορέσει να εκδώσει γνωμοδότηση σχετικά με το προαναφερθέν έγγραφο, το οποίο ωστόσο θεωρούμε άκρως σημαντικό για την περιφερειακή ανάπτυξη. Κατά συνέπεια, θα ήθελα, εξ ονόματος της επιτροπής, να σας ενημερώσω για τη θέση της επιτροπής.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγει αρκετές σημαντικές αλλαγές οι οποίες, εφόσον κυρωθούν, θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στις δραστηριότητες της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης. Θα επιτρέψουν στην Ένωση να προχωρήσει με μια ανανεωμένη κοινή βάση προς ένα περισσότερο δημοκρατικό, αποτελεσματικό και προβεβλημένο μέλλον. Ιδιαίτερα πολύτιμη από την άποψη αυτή είναι η ενίσχυση της περιφερειακής διάστασης στη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής και λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κατά συνέπεια η επιτροπή μας θα ήθελα να ζητήσει από την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων να λάβει υπόψη της τις ακόλουθες πλευρές στην έκθεσή της 2007/2286(INI) Εισηγητές: Richard Corbett και Íñigo Méndez de Vigo:
Η Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης
1. εκτιμά και επιδοκιμάζει το γεγονός ότι στη Συνθήκη της Λισαβόνας συμπεριελήφθησαν καθοριστικές περιφερειακές πτυχές, όπως η αναγνώριση της πολιτισμικής και γλωσσικής πολυμορφίας ως ένας από τους στόχους της ΕΕ, ο ανανεωμένος ορισμός της αρχής της επικουρικότητας, η συνεκτίμηση των επιπτώσεων της κοινοτικής νομοθεσίας στις τοπικές και περιφερειακές αρχές, καθώς και η αναγνώριση της αρχής της διαβούλευσης με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές·
2 χαιρετίζει την τροποποίηση με την οποία εισάγεται η έννοια της "εδαφικής συνοχής" και αναγνωρίζεται ως στόχος της ΕΕ· επισημαίνει ότι η εδαφική συνοχή μνημονεύεται ως τομέας από κοινού αρμοδιότητας μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών· επιδοκιμάζει επιπλέον το γεγονός ότι το άρθρο 158 ΣΕΚ, το οποίο την πολιτική συνοχής, θα τροποποιηθεί ώστε να συμπεριλάβει μία νέα παράγραφο που αναγνωρίζει το ειδικό καθεστώς των πλέον απομακρυσμένων περιοχών·
3. χαιρετίζει την επέκταση της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία και της διαδικασίας συναπόφασης σχετικά με, για παράδειγμα, το γενικό κανονισμό για τα διαρθρωτικά ταμεία· πιστεύει ότι τα στοιχεία αυτά είναι επόμενο να αυξήσουν την ικανότητα κοινοβουλευτικών επιτροπών με αρμοδιότητες στον τομέα της διαρθρωτικής πολιτικής και της πολιτικής συνοχής να επηρεάζουν την πολιτική·
4. χαιρετίζει την ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στις περιοχές της υπαίθρου, τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά μειονεκτήματα, όπως οι πιο βόρειες περιοχές που έχουν πολύ χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και τα νησιά, οι διαμεθοριακές και ορεινές περιοχές·
5. ζητεί από τις αρμόδιες αρχές να υλοποιήσουν στο ακέραιο τις διατάξεις σχετικά με τη συμμετοχή των εθνικών και περιφερειακών κοινοβουλίων με νομοθετικές εξουσίες στη διαδικασία έγκαιρης προειδοποίησης με στόχο να εξασφαλισθεί ότι τηρείται η αρχή της επικουρικότητας· επισημαίνει ότι η διάταξη που επιτρέπει στα εθνικά κοινοβούλια και στην Επιτροπή Περιφερειών να αναλαμβάνει νομική δράση σε περίπτωση παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας, ενδέχεται να οδηγήσει σε αλλαγή σχέσης, ιδίως μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών·
6. πιστεύει ότι η επιτυχής υλοποίηση της Συνθήκης της Λισαβόνας και οι νέες διατάξεις που δημιουργήθηκαν στον τομέα της περιφερειακής ανάπτυξης και της πολιτικής συνοχής συμβαδίζουν με τον βελτιωμένο διάλογο μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των περιφερειακών ενώσεων.
(τύπος ευγενείας και υπογραφή)
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων (22.1.2008)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Andrew Nicholas Duff
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Δομή
1. Σημειώνει ότι, όσον αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης, η Συνθήκη της Λισαβόνας προβαίνει σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές σε σχέση με τη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη (2004), χωρίζοντας τον Τίτλο V της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση - που περιέχει τις γενικές διατάξεις για την εξωτερική δράση της ένωσης, συγκεκριμένες διατάξεις όσον αφορά την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) καθώς και διατάξεις που αφορούν την κοινή πολιτική ασφάλεια και άμυνας (ΚΠΑΑ) - από το πέμπτο Μέρος της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - που περιέχει τις γενικές διατάξεις όσον αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης, την κοινή εμπορική πολιτική, τη συνεργασία με τρίτες χώρες και την ανθρωπιστική βοήθεια, τα περιοριστικά μέτρα, τις διεθνείς συμφωνίες, τις σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς και τρίτες χώρες, καθώς και τις αντιπροσωπείες της ΕΕ και την ρήτρα αλληλεγγύης·
2. επισημαίνει, κατά συνέπεια, ότι οι δύο τροποποιηθείσες συνθήκες έχουν την ίδια νομική αξία και συνιστά, για λόγους συνοχής και κατανόησης, να ερμηνεύονται πάντοτε από κοινού·
Ουσία
3. επισημαίνει ότι, παρά τις διαρθρωτικές διαφορές στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής για την ασφάλεια και την άμυνα, η Συνθήκη της Λισαβόνας είναι παρεμφερής επί της ουσίας με την Συνταγματική Συνθήκη του 2004 και ότι, ιδίως όσον αφορά τις διεθνείς σχέσεις της ΕΕ, η νέα Συνθήκη συνιστά σημαντική βελτίωση όσον αφορά τις ισχύουσες ρυθμίσεις·
4. χαιρετίζει θερμά τη νέα Συνθήκη, στον βαθμό που συμβάλλει στην ανύψωση της διεθνούς εικόνας της ΕΕ και ενισχύει την ικανότητά της να αντιδρά αποτελεσματικά στις παγκόσμιες υποθέσεις· επισημαίνει ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας:
– διευκρινίζει τις αρμοδιότητες της Ένωσης και ορίζει και διευρύνει τις αξίες και τους στόχους της έτσι ώστε "στις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ένωση υποστηρίζει και προωθεί τις αξίες της και τα συμφέροντά της και συμβάλλει στην προστασία των πολιτών της. Συμβάλλει στην ειρήνη, στην ασφάλεια, στη βιώσιμη ανάπτυξη του πλανήτη, στην αλληλεγγύη και στον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ λαών, στο ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο, στην εξάλειψη της φτώχειας και στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των δικαιωμάτων του παιδιού, καθώς και στην αυστηρή τήρηση και ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου, περιλαμβανομένου και του σεβασμού των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών."[1]
– καθιστά τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων δεσμευτικό και παρέχει τη δυνατότητα στην ΕΕ να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΠΑΔ)[2]·
– επιβεβαιώνει ότι στις μελλοντικές διευρύνσεις πρέπει να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια της Κοπεγχάγης·
– παρέχει σαφή νομική βάση για την Πολιτική Γειτονίας·
– θεσπίζει την ενιαία νομική προσωπικότητα της Ένωσης συνολικά·
– υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διαβουλεύονται μεταξύ τους και να επιδεικνύουν αμοιβαία αλληλεγγύη·
– εισάγει ένα μετριοπαθές στοιχείο ενισχυμένης πλειοψηφίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στους κόλπους του Συμβουλίου για θέματα ΚΕΠΠΑ, παράλληλα με τη δυνατότητα εποικοδομητικής αποχής[3]·
– επιτρέπει την περαιτέρω επέκταση του μέτρου της ενισχυμένης πλειοψηφίας στο μέλλον (για αποφάσεις εκτός του τομέα της άμυνας) στην περίπτωση ομόφωνης απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου·
– διευκολύνει την ενισχυμένη συνεργασία (από τουλάχιστον εννέα κράτη μέλη) στην ΚΕΠΠΑ·
– δημιουργεί τη θέση του μονίμου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος θα διασφαλίζει την εξωτερική εκπροσώπηση της Ένωσης σε θέματα ΚΕΠΠΑ, στο επίπεδό του και υπό την ιδιότητα αυτή·
– δημιουργεί τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας με ευρείες αρμοδιότητες, ο οποίος θα είναι Αντιπρόεδρος της Επιτροπής και Πρόεδρος του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών Υποθέσεων και ο οποίος θα ηγείται της ΚΕΠΠΑ και της ΚΠΑΑ, θα συμβάλλει στην χάραξη πολιτικής και θα διασφαλίζει τη συνοχή της εξωτερικής δράσης της Ένωσης·
– θεσπίζει, με τη συμφωνία της Επιτροπής και μετά από γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ) για να επικουρεί τον Ύπατο Εκπρόσωπο, η οποία συγκροτείται από την Επιτροπή, τη γραμματεία του Συμβουλίου και τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες·
– ενισχύει τις δημοσιονομικές εξουσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί του συνόλου των εξόδων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΥΕΔ, εξισώνοντας το Κοινοβούλιο με το Συμβούλιο·
– παρέχει στο Κοινοβούλιο την εξουσία της συναπόφασης στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής·
– επεκτείνει την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στο Συμβούλιο και το δικαίωμα σύμφωνης γνώμης του Κοινοβουλίου επί όλων των διεθνών συμφωνιών που συνάπτει η ΕΕ στους τομείς που εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία ή ειδική νομοθετική διαδικασία που απαιτεί τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου για θέματα εσωτερικών υποθέσεων·
– παρέχει νέα νομική βάση για μέσα ή πολιτικές όσον αφορά την επείγουσα οικονομική βοήθεια προς τρίτες χώρες, την ανθρωπιστική βοήθεια, την επιβολή κυρώσεων σε βάρος μη κρατικών οντοτήτων, την πολιτική διαστήματος, την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την πρόληψη της διεθνούς τρομοκρατίας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων·
5. χαιρετίζει, επιπλέον, τη σημαντική μεταρρύθμιση της κοινής ασφάλειας και αμυντικής πολιτικής η οποία περιλαμβάνει:
– δέσμευση πολιτικών και στρατιωτικών ικανοτήτων απ' όλα τα κράτη μέλη[4], συμπεριλαμβανομένων και πολυεθνικών δυνάμεων, στην ΕΑΑΠ, αναθέτοντας την ευθύνη εκτέλεσης των καθηκόντων σε ομάδα κρατών μελών·
– παροχή μόνιμης διαρθρωτικής συνεργασίας στον τομέα της άμυνας μεταξύ των κρατών μελών που διαθέτουν τη στρατιωτική ικανότητα και την πολιτική βούληση που αναλαμβάνουν τις πλέον απαιτητικές αποστολές·
– δέσμευση της σταδιακής βελτίωσης της στρατιωτικής ικανότητας·
– επέκταση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος·
– υποχρέωση των κρατών μελών να προστρέχουν σε βοήθεια άλλου κράτους μέλους που δέχεται επίθεση (με την επιφύλαξη της ουδετερότητας ορισμένων κρατών μελών ή της συμμετοχής άλλων στο NATO)·
– αναβάθμιση των στόχων ("στόχοι της Πετρούπολης") ώστε να περιληφθεί και η καταπολέμηση της τρομοκρατίας·
– εμμονή στην αμοιβαία αλληλεγγύη σε περίπτωση τρομοκρατικής απειλής, επίθεσης ή πυρηνικής καταστροφής·
6. επισημαίνει, ωστόσο, με απογοήτευση ότι ορισμένα κράτη μέλη βρέθηκαν σαφώς σε δύσκολη θέση στην ΔΚΔ όσον αφορά: (α) τη σαφή διάκριση μεταξύ ΚΕΠΠΑ και ΕΑΑΠ αφενός και άλλων πτυχών της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, αφετέρου· (β) την εξάλειψη των τακτικών αποτελεσμάτων της θεωρητικής απόφασης για την προώθηση κοινών πολιτικών και τη συγκέντρωση πόρων στον τομέα αυτό, και (γ) τον αυστηρό περιορισμό του πολιτικού ρόλου της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου και τον δικαιοδοτικό ρόλο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (ΕΔ)[5]·
7. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το Ηνωμένο βασίλειο και η Πολωνία προσπάθησαν να περιορίσουν τη νομική δεσμευτικότητα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων·
8. εκφράζει ειδικότερα τη λύπη του για το άρθρο 25α της Συνθήκης ΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα της πολιτικής ασφάλειας, διέπεται από κανόνες που θεσπίζονται αποκλειστικά από το Συμβούλιο χωρίς την εμπλοκή του Κοινοβουλίου ή την εποπτεία των δικαστηρίων της ΕΕ·
9. επισημαίνει, στο πλαίσιο αυτό, τη δήλωση αριθ. 13, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της ΚΕΠΠΑ δεν επηρεάζουν τις ισχύουσες ευθύνες των κρατών μελών για τη χάραξη και εφαρμογή της εξωτερικής τους πολιτικής ούτε την εθνική τους εκπροσώπηση σε τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς – κυρίως τις πρωταρχικές ευθύνες των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΕ·
10. επισημαίνει, επιπλέον, τη δήλωση αριθ. 14 η οποία αναφέρει ότι η ΚΕΠΠΑ δεν επηρεάζει την υφιστάμενη νομική βάση, τις ευθύνες και αρμοδιότητας κάθε κράτους μέλους όσον αφορά τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής του· εκφράζει την έντονη απογοήτευση του για το γεγονός ότι θεωρεί ότι η δήλωση αυτή είναι περιττή και παραπλανητική, ότι οι νέες διατάξεις για την ΚΕΠΠΑ δεν παρέχουν νέες εξουσίες στην Επιτροπή να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για αποφάσεις και δεν αυξάνει τον ρόλο του Κοινοβουλίου·
11. ομοίως, επισημαίνει τη δήλωση αριθ. 24, η οποία αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της απόφασης για αναβάθμιση του νομικού καθεστώτος της Ένωσης στο διεθνές δίκαιο·
Εφαρμογή
12. επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη δήλωση αριθ. 12, πραγματοποιούνται οι "δέουσες επαφές" με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με τον ορισμό από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Προέδρου της Επιτροπής, του πρώτου Ύπατου Εκπροσώπου που θα αναλάβει καθήκοντα με την αναμενόμενη έναρξη ισχύος της Συνθήκης την 1η Ιανουαρίου 2009· επιμένει ότι το πνεύμα του άρθρου 9ε της Συνθήκης ΕΕ πρέπει να εφαρμοστεί πλήρως στην περίπτωση του προσωρινού αυτού ορισμού (ενώ με βάση το άρθρο 9δ(7) της Συνθήκης ΕΕ, το Κοινοβούλιο κανονικά έχει δικαίωμα σύμφωνης γνώμης στον ορισμό ολόκληρης της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένου και του Ύπατου Εκπροσώπου)· επισημαίνει, συνεπώς, ότι αναμένει να γνωμοδοτήσει σχετικά με τον πρώτο αυτό ορισμό·
13. επιμένει ότι απαιτούνται προϋποθέσεις για την καθιέρωση της στενότερης δυνατής συνεργασίας μεταξύ του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Προέδρου της Επιτροπής και του Ύπατου Εκπροσώπου και ότι οι διαφορετικές επί μέρους αρμοδιότητές τους πρέπει να διέπονται από αμοιβαίο σεβασμό·
14. χαιρετίζει το άρθρο 21 της Συνθήκης ΕΕ το οποίο προβλέπει ότι ο Ύπατος Εκπρόσωπος θα ζητά τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά τις κύριες πτυχές και τις βασικές επιλογές της ΚΕΠΠΑ και της ΚΠΑΑ, θα το ενημερώνει για την εξέλιξη των εν λόγω πολιτικών και θα διασφαλίζει ότι οι απόψεις του Κοινοβουλίου θα λαμβάνονται δεόντως υπόψη· επί πλέον, αναλαμβάνει να ασκήσει πλήρως τις συμβουλευτικές εξουσίες του και να αναπτύξει ενισχυμένο και συστηματικό έλεγχο στη χάραξη και την εφαρμογή των πολιτικών και των ενεργειών στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής και της πολιτικής ασφαλείας της Ένωσης, αξιοποιώντας πλήρως την αρμοδιότητά του σε δημοσιονομικά θέματα· επισημαίνει επίσης τις καλύτερες δυνατότητες του Κοινοβουλίου για την άσκηση δημοκρατικού ελέγχου επί των δραστηριοτήτων του Ύπατου Εκπροσώπου υπό την ιδιότητά του ως Αντιπρόεδρος της Επιτροπής·
15. στο πλαίσιο αυτό, ζητεί να αναθεωρηθεί, υπό το φως της νέας Συνθήκης, η διοργανική συμφωνία της 20ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την πρόσβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε ευαίσθητες πληροφορίες του Συμβουλίου στον τομέα της ασφάλειας και της αμυντικής πολιτικής·
16. επισημαίνει τη σημασία της διασφάλισης της δημοκρατικής λογοδοσίας και διαφάνειας όσον αφορά τις δραστηριότητες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Άμυνας·
17. με βάση τις νέες δυνατότητες που παρέχει η Συνθήκη της Λισαβόνας στην ΚΕΠΠΑ και την ΕΠΑΑ, επιθυμεί να ενισχύσει στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού και των εθνικών κοινοβουλίων, συμπεριλαμβανομένων και των κοινοβουλευτικών παρατηρητών των κρατών μελών της ΕΕ που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ, μαζί με τα μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του ΝΑΤΟ· επιπλέον, προτείνει με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας να ολοκληρωθούν οι εργασίες της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης·
18. εκφράζει τη λύπη του για την περιττή πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων που ορίζει το άρθρο 28 της Συνθήκης ΕΕ όσον αφορά την ταχεία χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της ΕΑΑΠ εκτός του κοινοτικού προϋπολογισμού· επιμένει ότι πρέπει να υπάρξει πλήρης εφαρμογή της διοργανικής συμφωνίας της 17ης Μαΐου 2006 σχετικά με τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, καθώς και του διαρθρωμένου διαλόγου μεταξύ Συμβουλίου και Κοινοβούλιο που προβλέπεται σε αυτή·
19. όσον αφορά τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης:
– επισημαίνει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 13α(3) της Συνθήκης ΕΕ, το Κοινοβούλιο έχει το δικαίωμα να γνωμοδοτεί όσον αφορά τη δημιουργία της ΕΥΕΔ και υπενθύμισε ότι έχει ήδη προχωρήσει στη διαδικασία εκπόνησης έκθεσης επί του θέματος·
– επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη δήλωση αριθ. 15, οι προετοιμασίες για την ΕΥΕΔ πρέπει να ξεκινήσουν αμέσως μόλις υπογραφεί η Συνθήκη· καλεί το Συμβούλιο να εμπλέξει στις προπαρασκευαστικές εργασίες και το Κοινοβούλιο· καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να υποβάλουν τις προτάσεις τους το αργότερο μέχρι τον Ιούλιο του 2008·
– επισημαίνει ότι είναι απαραίτητο η ΕΥΕΔ να καταστεί μια επαγγελματική μόνιμη διπλωματική υπηρεσία, ικανή να συμβάλει αποτελεσματικά στην επίτευξη των στόχων εξωτερικής δράσης της ΕΕ και να στηρίξει με επάρκεια το έργο του Ύπατου Εκπροσώπου·
– επισημαίνει ότι είναι αναγκαίο η ΕΥΕΔ να συνδεθεί οργανικά με την Επιτροπή και τις υφιστάμενες εξωτερικές αντιπροσωπείες και να χρηματοδοτηθεί από τον προϋπολογισμό της ΕΕ·
– υπενθυμίζει στην Επιτροπή ότι η ΕΥΕΔ μπορεί να συσταθεί μόνον με τη σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Τίτλος |
Συνθήκη της Λισαβόνας |
|||||||
Έγγραφα αναφοράς |
||||||||
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας |
AFCO |
|||||||
Γνωμοδοτική επιτροπή Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
AFET 13.12.2007 |
|
|
|
||||
Συντάκτης γνωμοδότησης Ημερομηνία ορισμού |
Andrew Duff 27.11.2007 |
|
|
|||||
Εξέταση στην επιτροπή |
18.12.2007 |
22.1.2008 |
|
|
||||
Ημερομηνία έγκρισης |
22.1.2008 |
|
|
|
||||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
41 5 2 |
||||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Christopher Beazley, Bastiaan Belder, André Brie, Elmar Brok, Colm Burke, Michael Gahler, Jas Gawronski, Bronisław Geremek, Ana Maria Gomes, Alfred Gomolka, Klaus Hänsch, Richard Howitt, Jana Hybášková, Anna Ibrisagic, Jelko Kacin, Metin Kazak, Helmut Kuhne, Vytautas Landsbergis, Johannes Lebech, Emilio Menéndez del Valle, Francisco José Millán Mon, Pasqualina Napoletano, Raimon Obiols i Germà, Vural Öger, Cem Özdemir, Ioan Mircea Paşcu, Alojz Peterle, João de Deus Pinheiro, Mirosław Mariusz Piotrowski, Samuli Pohjamo, Michel Rocard, Raül Romeva i Rueda, Libor Rouček, José Ignacio Salafranca Sánchez-Neyra, Jacek Saryusz-Wolski, György Schöpflin, Marek Siwiec, István Szent-Iványi, Konrad Szymański, Charles Tannock, Inese Vaidere, Geoffrey Van Orden, Zbigniew Zaleski, Josef Zieleniec |
|||||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Irena Belohorská, Giulietto Chiesa, Andrew Duff, Árpád Duka-Zólyomi, Evgeni Kirilov, Jo Leinen, Peter Liese, Sarah Ludford, Nickolay Mladenov, Antolín Sánchez Presedo |
|||||||
- [1] Άρθρο 2, παράγραφος 5 της Συνθήκης ΕΕ.
- [2] Αντίθετα με τη Συνταγματική Συνθήκη του 2004, η συμφωνία για την προσχώρηση στη ΕΣΠΑΔ θα πρέπει πλέον να είναι ομόφωνη.
- [3] Όσον αφορά την ΚΕΠΠΑ, η ενισχυμένη πλειοψηφία εφαρμόζεται στην περίπτωση των άρθρων 15β(2), 28(3), 28δ(2) και 28ε(2-3) της Συνθήκης ΕΕ.
- [4] Με την εξαίρεση της Δανίας.
- [5] Το Δικαστήριο της ΕΕ είναι αρμόδιο να ελέγχει το όριο ανάμεσα σε θέματα ΚΕΠΠΑ και σε θέματα που δεν άπτονται της ΚΕΠΠΑ (άρθρο 25β της Συνθήκης ΕΕ), για να εξετάζει τη νομιμότητα των κυρώσεων (άρθρο 240α της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ) και να γνωμοδοτεί σε ό,τι αφορά τη συμβατότητα διεθνών συμφωνιών (άρθρο 188ν της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ).
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Ανάπτυξης (15.1.2008)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Thijs Berman
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Ανάπτυξης καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. Επισημαίνει ότι το άρθρο 9 Γ (6) της Συνθήκης της Λισαβόνας (της νέας Συνθήκης) ορίζει ότι "το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων διαμορφώνει την εξωτερική δράση της Ένωσης σύμφωνα με τις στρατηγικές κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και διασφαλίζει τη συνοχή της δράσης της Ένωσης" και ότι το άρθρο 9 Ε(4) ορίζει ότι ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής / ύπατος εκπρόσωπος της Ένωσης για τις εξωτερικές υποθέσεις και την πολιτική ασφάλειας "μεριμνά για τη συνοχή της εξωτερικής δράσης της Ένωσης"·
2. χαιρετίζει το γεγονός ότι το άρθρο 10α(2) της νέας Συνθήκης, στο κεφάλαιο V, τίτλος Ι, αναφέρει ρητώς ως στόχους της εξωτερικής δράσης της Ένωσης "την προώθηση, στις αναπτυσσόμενες χώρες, της αειφόρου ανάπτυξης από οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική άποψη, με πρωταρχικό στόχο την εξάλειψη της φτώχειας" και "την παροχή συνδρομής σε πληθυσμούς, χώρες και περιοχές που αντιμετωπίζουν φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές"·
3. χαιρετίζει το γεγονός ότι στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), πέμπτο μέρος (Εξωτερική Δράση της Ένωσης), τίτλος ΙΙΙ (Η συνεργασία με τρίτες χώρες και η ανθρωπιστική βοήθεια), η αναπτυξιακή συνεργασία αντιμετωπίζεται ως αυτόνομος τομέας για τη χάραξη πολιτικής, ισότιμα με άλλους·
4. χαιρετίζει επίσης το γεγονός ότι η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 188 Ι) αναγνωρίζει την ανθρωπιστική βοήθεια ως ισότιμη πολιτική της Ένωσης, η οποία άλλωστε είναι ο πρώτος παγκοσμίως χορηγός ανθρωπιστικής βοήθειας· επισημαίνει ότι αναγνωρίζοντας αυτό το γεγονός τα τρία θεσμικά όργανα ενέκριναν στις 18 Δεκεμβρίου 2007 μία ευρωπαϊκή κοινή αντίληψη για την ανθρωπιστική βοήθεια κατόπιν γονιμότατου κοινού προβληματισμού·
5. χαιρετίζει το γεγονός ότι στη ΣΛΕΕ (άρθρο 188 Δ) αναγνωρίζεται ως πρωταρχικός στόχος της αναπτυξιακής πολιτικής της Ένωσης "ο περιορισμός και, μακροπρόθεσμα, η εξάλειψη της φτώχειας"· επιμένει ότι αυτός ο πρωταρχικός στόχος πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο της επίτευξης των στόχων της χιλιετίας, ως συνέπεια της δέσμευσης της διεθνούς κοινότητας στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για τη Χιλιετία το 2000·
6. χαιρετίζει το γεγονός ότι η νέα Συνθήκη περιλαμβάνει δεσμευτικές διατάξεις για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στους εσωτερικούς και εξωτερικούς στόχους της Ευρωπαϊκής ένωσης·
7. χαιρετίζει το γεγονός ότι η ΣΛΕΕ (άρθρο 188 Δ) απαιτεί να αλληλοσυμπληρώνονται και να αλληλοενισχύονται η πολιτική της Ένωσης για την ανάπτυξη και οι αντίστοιχες πολιτικές των κρατών μελών, ζητώντας από τα κράτη μέλη και την Ένωση να επιδιώξουν έναν ενισχυμένο συντονισμό χορηγιών και μια καλύτερη κατανομή εργασιών, πράγμα που θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη παροχή βοήθειας·
8. ελπίζει ότι αυτή η απαίτηση για αμοιβαία συμπληρωματικότητα μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών θα αποσαφηνίσει το ρόλο της Επιτροπής και των κρατών μελών, όπως ζητεί και η έκθεση αξιολόγησης από ομοτίμους του ΟΟΣΑ και της ΕΑΒ του Ιουνίου 2007, συμβάλλοντας παράλληλα σε μια ισχυρή κοινή αναπτυξιακή πολιτική, ικανή να συντονίζει καλύτερα την πολιτική των διαφόρων κρατών μελών, να αποφεύγει την αλληλεπικάλυψη μεταξύ κρατών μελών και της Επιτροπής, ώστε να βελτιωθεί η αποδοτικότητα του κόστους και της παρεχόμενης βοήθειας·
9. επισημαίνει επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 188 Δ της ΣΛΕΕ, "η Ένωση λαμβάνει υπόψη τους στόχους της συνεργασίας για την ανάπτυξη κατά την εφαρμογή πολιτικών που ενδέχεται να επηρεάσουν τις αναπτυσσόμενες χώρες"· τονίζει ότι, μόνο αν δοθεί ύψιστη προτεραιότητα στην πολιτική συνοχής για την ανάπτυξη, θα καταστεί η Ένωση ικανή να ανταποκριθεί τόσο στους αναπτυξιακούς στόχους και στις αξίες της Ένωσης, όπως ορίζονται στη νέα Συνθήκη· τονίζει ότι η έκθεση ενδιάμεσης αξιολόγησης της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής πρέπει να οδηγήσει σε συγκεκριμένα και αποφασιστικά μέτρα για την επίτευξη πλήρους συνοχής με τους στόχους της κοινοτικής πολιτικής για την ανάπτυξη, όπως η γρήγορη κατάργηση όλων των στρεβλωτικών επιδοτήσεων·
10. επιμένει ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική πολιτική για την ανάπτυξη, υπάρχει η διαρκής ανάγκη σε διοικητικό επίπεδο για ιδιαίτερη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης, που θα είναι αρμόδια για τη χάραξη πολιτικής, παροχή συμβουλών επί της πολιτικής αναπτυξιακής συνεργασίας της ΕΕ και διαχείριση αυτής της πολιτικής, και σε πολιτικό επίπεδο για Επίτροπο αρμόδιο για την κοινοτική πολιτική ανάπτυξης, ο οποίος να προάγει τα συμφέροντα της κοινοτικής πολιτικής ανάπτυξης εντός της Επιτροπής και σε σχέση με το Συμβούλιο·
11. καλεί την Επιτροπή να διορθώσει τις υφιστάμενες ασυνέπειες στη διάρθρωση και στις αρμοδιότητες των Γενικών Διευθύνσεων, τόσο στις επιμέρους πολιτικές όσο και στον προϋπολογισμό· ζητεί να καταστεί η Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης αρμόδια για κάθε είδους αναπτυξιακή συνεργασία της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με αναπτυσσόμενες χώρες εκτός ΑΚΕ, και να ενσωματωθεί το EuropeAid στη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης·
12. ζητεί από την Επιτροπή και το Συμβούλιο, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος των σημερινών και των μελλοντικών εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ συνδέονται με την αναπτυξιακή συνεργασία, να διασφαλίσουν ότι εμπειρογνώμονες περί την ανάπτυξη από τη Γενική Διεύθυνση Ανάπτυξης και τα υπουργεία των κρατών μελών θα εκπροσωπούνται επαρκώς και στη διαδικασία σχεδιασμού της υπηρεσίας εξωτερικής δράσης και στην ίδια την υπηρεσία·
13. χαιρετίζει την επέκταση της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (συναπόφασης) και τονίζει ότι τούτο πρέπει να σημαίνει ότι το Κοινοβούλιο θα απολαύει γνήσιου και αποτελεσματικού δικαιώματος δημοκρατικού ελέγχου σε όλες τις παραμέτρους της κοινοτικής πολιτικής αναπτυξιακής συνεργασίας·
14. τονίζει ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να διαρθρωθεί και να οργανωθεί κατά τρόπο ώστε να είναι ικανό να ελέγχει αποτελεσματικά την εφαρμογή των νόμων που θέτουν σε ισχύ τις διατάξεις της νέας Συνθήκης·
15. εκφράζει τη λύπη του που και το Συμβούλιο και η Επιτροπή στάθηκαν απρόθυμοι κατά το παρελθόν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα του Κοινοβουλίου να ασκεί πλήρη έλεγχο· χαιρετίζει τις πρόσφατες βελτιώσεις από τη διοργανική συμφωνία για την επιτροπολογία ως πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση·
16. ζητεί σε αυτό το πλαίσιο να επεκταθούν οι τομείς στους οποίους εφαρμόζεται η κανονιστική διαδικασία με έλεγχο·
17. χαιρετίζει την απαλοιφή από το κείμενο της νέας Συνθήκης του άρθρου 179, παρ. 3, της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το οποίο απέκλειε το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάπτυξης (ΕΤΑ) από το πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης, επισημαίνει δε ότι έτσι διανοίγεται η δυνατότητα να συμπεριληφθεί το ΕΤΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης, χωρίς να χρειάζεται η μεταρρύθμιση της Συνθήκης• καλεί το Συμβούλιο και την Επιτροπή να συμπεριλάβουν το ΕΤΑ στον προϋπολογισμό της Ένωσης με την έκθεση ενδιάμεσης αξιολόγησης της περιόδου 2008/2009, πράγμα που θα ενισχύσει τη δημοκρατική νομιμότητα σημαντικού τμήματος της κοινοτικής πολιτικής για την ανάπτυξη και τον προϋπολογισμό της.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
14.1.2008 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
25 0 0 |
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Margrete Auken, Alessandro Battilocchio, Thijs Berman, Josep Borrell Fontelles, Danutė Budreikaitė, Marie-Arlette Carlotti, Thierry Cornillet, Corina Creţu, Beniamino Donnici, Alain Hutchinson, Romana Jordan Cizelj, Madeleine Jouye de Grandmaison, Filip Kaczmarek, Glenys Kinnock, Maria Martens, Gay Mitchell, José Javier Pomés Ruiz, Frithjof Schmidt, Jürgen Schröder, Johan Van Hecke, Anna Záborská |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Fiona Hall, Μανώλης Μαυρομμάτης |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Colm Burke, Michael Gahler |
||
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (14.1.2008)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286 (INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Carlos Carnero González
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. θεωρεί ότι, σε σύγκριση με τις υπάρχουσες Συνθήκες, η Συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί σημαντικό βήμα προόδου για την κοινή εμπορική πολιτική (ΚΕΠ)·
2. τονίζει ότι οι δύο τροποποιημένες Συνθήκες έχουν την ίδια νομική ισχύ και ότι, για λόγους συνοχής, αποτελεσματικότητας, διαφάνειας και δημοκρατίας, πρέπει πάντοτε να ερμηνεύονται με τον ίδιο τρόπο·
3. επικροτεί το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρεί τις βελτιώσεις που είχε επιφέρει το Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης στις σχετικές με την ΚΕΠ διατάξεις και, ειδικότερα, τα εξής:
α) αναγνώριση της ΚΕΠ ως αποκλειστικής αρμοδιότητας της Ένωσης, πράγμα που συνεπάγεται την πλήρη και συγκρίσιμη συμμετοχή όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων της ΚΕΠ·
β) διεύρυνση του πεδίου της ΚΕΠ ώστε να καλύψει το εμπόριο υπηρεσιών και όλους τους τομείς που σχετίζονται με το εμπόριο, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών πτυχών της διανοητικής ιδιοκτησίας και των άμεσων ξένων επενδύσεων·
γ) αναγνώριση της μείωσης των φραγμών ( εκτός των τελωνειακών) ανάμεσα στους στόχους της ΚΕΠ (άρθρο 188β της Συνθήκης της Λισαβόνας/Άρθρο 131 της Συνθήκης ΕΚ)·
δ) εφαρμογή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας (δηλαδή της λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και της συναπόφασης με το Κοινοβούλιο) στις νομοθετικές πράξεις που σχετίζονται με την ΚΕΠ·
ε) δημοσιότητα των συνεδριάσεων του Συμβουλίου όταν συζητεί και εγκρίνει νομοθεσία της ΕΕ και, ειδικότερα, νομοθεσία σχετικά με την ΚΕΠ·
στ) το γεγονός ότι, αφού εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία, η έγκριση του Κοινοβουλίου είναι τώρα κατά γενικό κανόνα υποχρεωτική για όλες τις συμφωνίες που συνάπτονται στο πλαίσιο της ΚΕΠ, είτε απαιτούνται εκτελεστικά μέτρα είτε όχι·
ζ) εφαρμογή της διαδικασίας σύμφωνης γνώμης πριν από την επικύρωση των συμφωνιών που αφορούν πρωτίστως το εξωτερικό εμπόριο·
4. επικροτεί το γεγονός ότι, όσον αφορά τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη διεθνών συμφωνιών στο πλαίσιο της ΚΕΠ, η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει ότι η Επιτροπή θα έχει νόμιμη υποχρέωση να ενημερώνει το Κοινοβούλιο για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων ισότιμα με την ειδική "επιτροπή του άρθρου 188 ΙΔ; της Συνθήκης της Λισαβόνας (άρθρο 133 της Συνθήκης ΕΚ)" του Συμβουλίου·
5. αποδοκιμάζει απερίφραστα το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας δεν χορηγεί στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να εγκρίνει την εντολή της Επιτροπής για τη διαπραγμάτευση εμπορικής συμφωνίας και τονίζει - όσον αφορά τον ρόλο και τις εξουσίες του Κοινοβουλίου - την ανισορροπία ανάμεσα στις εσωτερικές και τις εξωτερικές αρμοδιότητες στους τομείς της ΚΕΠ·
6. καλεί συνεπώς την Επιτροπή να συμπεριλαμβάνει φιλόδοξες κοινωνικές και περιβαλλοντικές ρήτρες και προδιαγραφές στις διμερείς ή περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες· τονίζει επιπροσθέτως ότι δεν πρέπει να υπογράφεται καμία συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών χωρίς συμφωνία εταιρικής σχέσης και συνεργασίας·
7. επικροτεί τη ρητή πρόβλεψη ότι η ΚΕΠ πρέπει να υπηρετεί τις αρχές και τους στόχους της εξωτερικής δράσης της Ένωσης, όπως μεταξύ άλλων την προστασία των θεμελιωδών συμφερόντων της, τη στήριξη της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου και την προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης·
8. χαιρετίζει τη θεσμοθέτηση ενός Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης με διπλή αρμοδιότητα για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας, ο οποίος θα εξασφαλίζει τη συνέπεια και συνοχή όλης της εξωτερικής δράσης της Ένωσης· θεωρεί ότι η επιδίωξη των στόχων της εμπορικής πολιτικής θα συμβάλει στην παγκόσμια αλληλεξάρτηση, στη διεθνή σταθερότητα και στην ασφάλεια·
9. επισημαίνει εν προκειμένω ότι η εξωτερική δράση της Ένωσης καλύπτει επίσης την ΚΕΠ και ότι ο Ύπατος Εκπρόσωπος δεν πρέπει απλώς να εξασφαλίζει την ορθή ισορροπία ανάμεσα στη διακυβερνητική λογική της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και την υπερεθνική λογική της ΚΕΠ, αλλά και να μεριμνά ώστε η διακυβερνητική λογική της ΚΕΠΠΑ να μη μολύνει την ΚΕΠ·
10. σημειώνει ότι η διαπραγμάτευση και η σύναψη συμφωνιών στον τομέα των άμεσων ξένων επενδύσεων, των υπηρεσιών και των εμπορικών πτυχών της διανοητικής ιδιοκτησίας υπόκειται στις ίδιες απαιτήσεις ψήφου με την εσωτερική νομοθεσία· σημειώνει επίσης την ανάγκη ομοφωνίας, σε ειδικές περιπτώσεις, στον τομέα των πολιτιστικών, οπτικοακουστικών, κοινωνικών, εκπαιδευτικών και υγειονομικών υπηρεσιών, οι οποίες δεν θα εμπίπτουν πια σε μικτή αρμοδιότητα·
11. καλεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή να εξετάσουν το ενδεχόμενο της διαπραγμάτευσης μιας νέας διοργανικής συμφωνίας, η οποία να παρέχει στο Κοινοβούλιο έναν ουσιαστικό ορισμό των ρόλων του και της συμμετοχής του σε κάθε στάδιο που οδηγεί στη σύναψη διεθνούς συμφωνίας·
12. καλεί την Επιτροπή να παρέχει στο Κοινοβούλιο όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αφορούν την ΚΕΠ και τη διαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών ή τη διαπραγμάτευση των εμπορικών συνιστωσών οποιασδήποτε συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των προτάσεων και σχεδίων προτάσεων για διαπραγματευτικές εντολές και/ή οδηγίες, αρκετά νωρίς ώστε να μπορούν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και τα εθνικά κοινοβούλια να εκφράσουν τις απόψεις τους και να μπορεί η Επιτροπή να λάβει δεόντως υπόψη τις απόψεις αυτές·
13. καλεί την Επιτροπή, όσον αφορά τη διαφάνεια των ενεργειών της επιτροπής του άρθρου 188ΙΔ της Συνθήκης της Λισαβόνας (άρθρο 133 της Συνθήκης ΕΚ), να θέτει όλα τα έγγραφα στη διάθεση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου·
14. καλεί την Επιτροπή, όταν θα εγκρίνει νομοθεσία εφαρμογής στον τομέα της εμπορικής πολιτικής στο μέλλον, να μην επιφέρει ουσιώδεις τροποποιήσεις στις βασικές νομοθετικές πράξεις ούτε να προσθέτει λεπτομέρειες οι οποίες θίγουν την πολιτική βούληση που εκφράζεται στις βασικές νομοθετικές πράξεις· τονίζει ότι ο ρόλος του Κοινοβουλίου στον τομέα της ΚΕΠ είναι πολύ σημαντικός για την εξασφάλιση της δημοκρατικής νομιμότητας και λογοδοσίας·
15. καλεί το Συμβούλιο να παρέχει στο Κοινοβούλιο την ημερήσια διάταξη του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων· ζητεί την πλήρη συμμετοχή εκπροσώπων του Κοινοβουλίου σε όλες τις συνεδριάσεις της COREPER II οι οποίες ασχολούνται με ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας·
16. καλεί τον μελλοντικό Ύπατο Εκπρόσωπο για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και τον Αντιπρόεδρο της Επιτροπής να εξετάσουν, μαζί με το Κοινοβούλιο, επαρκείς μεθόδους για την πλήρη ενημέρωση του Κοινοβουλίου και τη διαβούλευση μαζί του όσον αφορά την εξωτερική δράση της Ένωσης.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
14.1.2008 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: -: 0: |
13 1 0 |
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Francisco Assis; Carlos Carnero González; Françoise Castex; Christofer Fjellner; Ignasi Guardans Cambó, Helmuth Markov; David Martin; Γεώργιος Παπαστάμκος; Tokia Saïfi; Iuliu Winkler; Corien Wortmann-Kool |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Harlem Désir, Pia Elda Locatelli, Carl Schlyter |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
||
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Προϋπολογισμών (23.1.2008)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Κώστας Μποτόπουλος
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Προϋπολογισμών καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. Επισημαίνει ότι στη Συνθήκη της Λισαβόνας έχουν εισαχθεί σημαντικές τροποποιήσεις όσον αφορά τα δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά θέματα:
α) το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο (ΠΔΠ) καθίσταται νομικά δεσμευτικό, μνημονεύεται ρητά στη Συνθήκη και η διάρκειά του ορίζεται σε πέντε έτη τουλάχιστον· έχει σημασία το γεγονός ότι εκχωρείται δια νόμου στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να εκφέρει σύμφωνη γνώμη για το ΠΔΠ έστω κι αν δεν θα είναι επισήμως σε θέση να ορίζει τις διατάξεις του ΠΔΠ που απαιτούνται για την ομαλή διενέργεια της ετήσιας διαδικασίας του προϋπολογισμού όπως συμβαίνει επί του παρόντος με την διοργανική συμφωνία για τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη χρηστή δημοσιονομική διαχείριση,
β) καταργείται η μέχρι τώρα διάκριση, στη διαδικασία του προϋπολογισμού, μεταξύ "υποχρεωτικών" και "μη υποχρεωτικών" δαπανών, διασφαλίζοντας πλήρη ισοτιμία Κοινοβουλίου και Συμβουλίου,
γ) θεσπίζεται νέα και απλοποιημένη διαδικασία προϋπολογισμού με μία μόνον ανάγνωση που ακολουθείται από ειδική επιτροπή συνεννόησης η οποία θα έχει το καθήκον εξεύρεσης κοινής συμφωνίας μεταξύ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου εντός βραχείας προθεσμίας 21 ημερών, η οποία θα πρέπει να εγκριθεί και από τα δύο σκέλη της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής, το δε Κοινοβούλιο θα έχει το δικαίωμα να εγκρίνει εν τέλει τον προϋπολογισμό εάν η συμφωνία απορριφθεί από το Συμβούλιο,
δ) τα θεσμικά όργανα της ΕΕ δεσμεύονται επισήμως να εξασφαλίζουν δημοσιονομική πειθαρχία κατά την θέσπιση κάθε πράξης που ενδέχεται να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στον προϋπολογισμό,
ε) η συναπόφαση εφαρμόζεται στην έγκριση του δημοσιονομικού κανονισμού και των εκτελεστικών κανόνων του·
2. χαιρετίζει τις παραπάνω τροποποιήσεις, οι οποίες θα καταστήσουν την όλη διαδικασία του προϋπολογισμού δημοκρατικότερη και πιο ορθολογική και επισημαίνει ότι καθιερώνουν νέα σχέση μεταξύ των δύο σκελών της αρμόδιας για τον προϋπολογισμό αρχής·
3. εκφράζει τη λύπη του που δεν έχει διευρυνθεί ο ρόλος του Κοινοβουλίου όσον αφορά το σύστημα ιδίων πόρων της Ένωσης· πιστεύει ωστόσο ότι το δικαίωμά του στη συναίνεση ως προς τα αντίστοιχα εκτελεστικά μέτρα, τα οποία ορίζει το Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία, συνιστά πρόοδο προς μια δημοκρατικότερη και αποτελεσματικότερη διαδικασία έχοντας ωστόσο κατά νου ότι το πεδίο των εκτελεστικών μέτρων περιορίζεται σε ό,τι έχει ορισθεί στην απόφαση περί ιδίων πόρων·
4. συνιστά όπως η Διοργανική Συμφωνία της 17ης Μαΐου 2006 για δημοσιονομική πειθαρχία και χρηστή δημοσιονομική διαχείριση προσαρμοσθεί σύμφωνα με τη νέα διαδικασία του προϋπολογισμού, όπως ορίζεται στο σημείο 4·
5. προτίθεται να συντάξει έκθεση πρωτοβουλίας για τη νέα διαδικασία του προϋπολογισμού με σκοπό να πραγματοποιήσει εις βάθος ανάλυση και τη δέουσα εκτίμηση του αντικτύπου της στην εσωτερική οργάνωση του Κοινοβουλίου καθώς και να διασφαλίσει τα προνόμιά του επί του προϋπολογισμού σε διοργανικό επίπεδο· πιστεύει ότι μετά την έγκριση της παρούσας έκθεσης η αρμόδια επιτροπή θα είναι σε θέση να προτείνει τις αναγκαίες αλλαγές στον Κανονισμό, συμπεριλαμβανομένου του Παραρτήματος ΙV, λαμβανομένου υπόψη ολόκληρου του φάσματος συνεπειών που προκύπτουν από την έγκριση της Συνθήκης και τον αντίκτυπό της στη μεταρρύθμιση του Κοινοβουλίου·
6. θεωρεί ότι η αποτίμηση των δημοσιονομικών και χρηματοοικονομικών επιπτώσεων που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας πρέπει επίσης να αποτελέσει ευκαιρία για το Κοινοβούλιο να συμβάλει στη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα σχετικά με την επανεξέταση του προϋπολογισμού της ΕΕ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
23.1.2008 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: -: 0: |
28
|
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Reimer Böge, Κώστας Μποτόπουλος, Simon Busuttil, Daniel Daianu, Gérard Deprez, Brigitte Douay, Hynek Fajmon, Ingeborg Gräßle, Catherine Guy-Quint, Jutta Haug, Monica Maria Iacob-Ridzi, Anne E. Jensen, Wiesław Stefan Kuc, Janusz Lewandowski, Vladimír Maňka, Jan Mulder, Catalin Nechifor, Gérard Onesta, Μαργαρίτης Σχοινάς, Nina Škottová, Theodor Stolojan, László Surján, Gary Titley, Kyösti Virrankoski, Ralf Walter |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Thijs Berman, Esther De Lange, Hans-Peter Martin |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
||
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Βιομηχανίας, Ερευνας και Ενέργειας (19.12.2007)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Ján Hudacký
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Γενικά
1. Επαναλαμβάνει τη θέση που εδώ και καιρό υποστηρίζει, ότι, όταν κυρωθεί η παρούσα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη από τα κράτη μέλη, πρέπει να συνταχθεί ενοποιημένο κείμενο των Συνθηκών·
2. πιστεύει ότι το Πρωτόκολλο αριθ. 6 σχετικά με την Εσωτερική Αγορά και τον Ανταγωνισμό πρέπει να εφαρμόζεται με σύνεση και ότι η διάταξη της Συνθήκης "η Ένωση αναλαμβάνει δράση βάσει των διατάξεων των Συνθηκών, εφόσον συντρέχει περίπτωση" πρέπει να διασαφηνιστεί με αναφορά στις άλλες διατάξεις των Συνθηκών και στο κοινοτικό κεκτημένο·
Βιομηχανία
3. πιστεύει ότι στον τομέα της βιομηχανίας οι τροποποιήσεις στις ισχύουσες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ δεν θα επηρεάσουν αποφασιστικά την τωρινή διάρθρωση των επιχειρηματικών συμφερόντων και επενδυτικών αποφάσεων διότι:
α) η βιομηχανία εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ΕΕ να στηρίζει, να συντονίζει ή να συμπληρώνει τις δραστηριότητες των κρατών μελών, ενώ εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν και να προωθήσουν τη βιομηχανική τους πολιτική,
β) για την ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα πρόκειται να θεσπιστούν σε κοινοτικό επίπεδο κατευθυντήριες γραμμές παράλληλα με κοινούς δείκτες και ρυθμίσεις για την κατά περιόδους εκτίμηση και παρακολούθηση των βιομηχανικών πολιτικών, ενώ θα ενθαρρύνεται η ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών,
γ) η διατύπωση "αποκλειόμενης οποιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών" δεν σημαίνει αναγκαστικά το τέλος της κοινής προσέγγισης όσον αφορά τη βιομηχανία,
δ) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτιμά τη δέσμευση της ΕΕ να βελτιώσει την οικονομική, κοινωνική και εδαφική της συνοχή με γνώμονα την ιδιαίτερη προσοχή που θα δίνεται στις αγροτικές περιοχές και τις περιοχές που αφορά η μετάβαση στη βιομηχανία,
ε) το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα συμμετέχει πλέον στη λήψη αποφάσεων όταν κρίνεται απαραίτητη η συντονισμένη δράση· απλώς θα τηρείται ενήμερο·
Έρευνα και Ανάπτυξη
4. επισημαίνει ότι τα τροποποιημένα άρθρα 163, 165 και 166 της Συνθήκης ΕΚ πρέπει να θεωρηθούν βελτιώσεις, επειδή ενισχύουν τις επιστημονικές και τεχνολογικές βάσεις με τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, εντός του οποίου οι ερευνητές, η επιστημονική γνώση και τα τεχνολογικά επιτεύγματα θα κινούνται ελεύθερα, επιτρέποντας έτσι στους ερευνητές να συνεργάζονται ελεύθερα σε διασυνοριακό επίπεδο και ενθαρρύνοντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητα εντός της Ενώσεως, ιδίως στο βιομηχανικό τομέα·
5. επισημαίνει δύο ζητήματα που εγείρουν ενδεχομένως διχογνωμία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, το τελευταίο έχοντας και την υποστήριξη της Επιτροπής:
α) ότι οι διεθνείς συμφωνίες δεν θα εμπίπτουν πλέον στην ειθισμένη διαδικασία του άρθρου 300,
β) η διατήρηση των άρθρων 171 και 172 σημαίνει ότι θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται η διαδικασία διαβούλευσης για τη συγκρότηση οργανισμών, πράγμα που θα περιορίσει το προνόμιο του Κοινοβουλίου να συμμετέχει πλήρως στη συγκρότηση των οργανισμών·
Διάστημα
6. εκφράζει την ικανοποίησή του για την προσθήκη διάταξης σχετικά με την Ευρωπαϊκή Πολιτική Διαστήματος στο τμήμα που αφορά την έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη και κατά συνέπεια για την αναγνώριση, στο πλαίσιο της Συνθήκης, του γεγονότος ότι το διάστημα είναι ίσης σημασίας με την έρευνα και την ανάπτυξη·
7. χαιρετίζει την ευκαιρία που δίνεται στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο να θεσπίζουν στο πλαίσιο της διαδικασίας συναπόφασης τα αναγκαία μέτρα, που μπορεί να αποκτήσουν τη μορφή Ευρωπαϊκού Προγράμματος για το Διάστημα· ωστόσο θεωρεί ότι η διατύπωση "αποκλειόμενης οποιασδήποτε εναρμόνισης των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών" μπορεί να επιφέρει εμπόδια στην εφαρμογή μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής διαστήματος·
8. χαιρετίζει επίσης τη διάταξη που προβλέπει ρητά την καθιέρωση κάθε ωφέλιμης σύνδεσης µε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος·
Ενέργεια
9. χαίρεται που η ενέργεια θα αποκτήσει επιτέλους ξεχωριστό Τίτλο στο κείμενο της Συνθήκης και θα έχει έτσι νομική βάση στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, ενώ προσοχή θα δοθεί στη λειτουργία της αγοράς ενέργειας, στην ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, στην ενεργειακή αποδοτικότητα και στην εξοικονόμηση ενέργειας, στην ανάπτυξη νέων και ανανεώσιμων μορφών ενέργειας και στη διασύνδεση των ενεργειακών δικτύων·
10. εκφράζει την ικανοποίησή του για τη ρήτρα αλληλεγγύης που πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή "εάν ανακύψουν σοβαρές δυσκολίες στον ανεφοδιασμό με ορισμένα προϊόντα, κυρίως στον τομέα της ενέργειας" και δηλώνει τη σχετική στήριξή του·
11. τονίζει ότι, παρ’ όλο που μελλοντικά θα ακολουθείται κατά κανόνα η συνήθης νομοθετική διαδικασία (προς το παρόν η συναπόφαση), ο καθορισμός του ακριβούς ενεργειακού μίγματος θα εξακολουθεί να εναπόκειται στις αρμοδιότητες των κρατών μελών και τα φορολογικά μέτρα σε αυτόν τον τομέα θα εξακολουθούν να απαιτούν διαβούλευση με το Κοινοβούλιο και ομοφωνία στο Συμβούλιο·
Συνθήκη Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας
12. θεωρεί ότι, παρά τις ατέλειές της, η Συνθήκη Ευρατόμ παραμένει προς το παρόν αναντικατάστατο νομικό πλαίσιο, δεν έχουν δε επέλθει ιδιαίτερες αλλαγές στο κείμενό της από την παρούσα μεταρρυθμιστική Συνθήκη· πιστεύει ωστόσο ότι το Πρωτόκολλο αριθ. 12 της μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, που αφορά τη Συνθήκη Ευρατόμ, καθιστά το κείμενο δυσνόητο και ιδιαίτερα πολύπλοκο εξαιτίας των πολλών παραπομπών και της ακύρωσης ορισμένων άρθρων της Συνθήκης Ευρατόμ·
13. επισημαίνει ότι η Συνθήκη Ευρατόμ θα εξακολουθήσει να έχει πλήρη νομική ισχύ· εφιστά την προσοχή στο Πρωτόκολλο αριθ. 12, που αποσκοπεί στην προσαρμογή της Συνθήκης Ευρατόμ, προκειμένου να λάβει υπόψη κοινές διατάξεις που ορίζονται στις άλλες Συνθήκες, όπως διατάξεις θεσμικού και οικονομικού χαρακτήρα· γι’ αυτό το λόγο επαναλαμβάνει ότι υπάρχει ανάγκη ενοποιημένου κειμένου της Συνθήκης Ευρατόμ·
Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα
14. εφιστά την προσοχή της Επιτροπής στο γεγονός ότι το Πρωτόκολλο αριθ. 11 σχετικά με το Ταμείο Έρευνας για τον Άνθρακα και τον Χάλυβα θεσπίζει διαδικαστικές διατάξεις που δεν ενισχύουν τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, καθώς διατηρεί τη διαδικασία διαβούλευσης στον τομέα έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης, στον οποίο το όργανο είναι συννομοθέτης, παρά τις δημοσιονομικές επιπτώσεις αυτού του ταμείου.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
19.12.2007 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: -: 0: |
42 5 0 |
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Šarūnas Birutis, Jan Březina, Renato Brunetta, Jerzy Buzek, Pilar del Castillo Vera, Jorgo Chatzimarkakis, Giles Chichester, Dragoş Florin David, Den Dover, Lena Ek, Nicole Fontaine, Adam Gierek, Norbert Glante, Umberto Guidoni, Fiona Hall, David Hammerstein, Rebecca Harms, Mary Honeyball, Ján Hudacký, Romana Jordan Cizelj, Anne Laperrouze, Romano Maria La Russa, Pia Elda Locatelli, Angelika Niebler, Reino Paasilinna, Atanas Paparizov, Άννυ Ποδηματά, Miloslav Ransdorf, Vladimír Remek, Herbert Reul, Mechtild Rothe, Paul Rübig, Andres Tarand, Britta Thomsen, Catherine Trautmann, Claude Turmes, Νικόλαος Βακάλης, Alejo Vidal-Quadras, Dominique Vlasto |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Danutė Budreikaitė, Joan Calabuig Rull, Edit Herczog, Lambert van Nistelrooij, Pierre Pribetich, Dirk Sterckx, Silvia-Adriana Ţicău, Vladimir Urutchev |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
||
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (18.12.2008)
προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
σχετικά με τη Συνθήκη της Λισαβόνας
(2007/2286(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Jean-Marie Cavada
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Η νέα Συνθήκη: μια από καιρού αναμενόμενη διέξοδος από τη νομική και θεσμική σχιζοφρένεια στον τομέα των πολιτικών που σχετίζονται με το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης
1. χαιρετίζει τις κάτωθι γενικές βελτιώσεις που επιφέρει η νέα Συνθήκη στις πολιτικές που σχετίζονται με το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης:
(α) εγκαθίδρυση μιας νομικά συνεπούς, δεσμευτικής και διαφανούς σχέσης, σε επίπεδο Συνθήκης, μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως εκτίθενται στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και των σχετικών κοινοτικών πολιτικών που απαιτούνται για να εξασφαλιστεί η προστασία και προώθηση των δικαιωμάτων αυτών. Με ένα δεσμευτικό Χάρτη, ο νομοθέτης της ΕΕ θα μπορεί πλέον να εφαρμόζει κατά συνεπέστερο τρόπο όλες τις πολιτικές που μπορούν να επηρεάσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός ατόμου. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις πολιτικές που εμπίπτουν ρητά στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, όπως το δικαίωμα ασύλου ή το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, αλλά και για τις γενικότερες πολιτικές που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από κάθε μορφής διάκριση, την προστασία των μειονοτήτων, το δικαίωμα σε διαφάνεια και σε χρηστή διοίκηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κοινωνικά δικαιώματα και το δικαίωμα για προστασία των δεδομένων. Η προσχώρηση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων θα ενισχύσει περαιτέρω αυτή τη σχέση καθιστώντας επίσης τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υπόλογα ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων·
(β) τερματισμός της σχιζοφρενικής θεσμικής και νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε πριν από δεκαπέντε έτη με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η οποία εισήγαγε ένα παράλληλο, προσωρινό νομικό καθεστώς για τις πολιτικές που αφορούν τη δικαιοσύνη και τις εσωτερικές υποθέσεις (ο αποκαλούμενος ‘τρίτος πυλώνας’). Επαναφέροντας εκ νέου την πλήρη αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα αποκατασταθεί το κράτος δικαίου εκεί όπου δεν έχει ακόμη εδραιωθεί, και με την συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη διαδικασία συναπόφασης θα βελτιωθεί σημαντικά η δημοκρατική νομιμότητα αυτών των πολιτικών·
(γ) ενίσχυση της δημοκρατικής υποχρέωσης λογοδοσίας της ΕΕ επεκτείνοντας τη διαδικασία της συναπόφασης (‘τακτική νομοθετική διαδικασία’) στα μέτρα που αφορούν την αστυνομική και δικαστική συνεργασία επί ποινικών ζητημάτων. Πρέπει επίσης να χαιρετίσουμε το γεγονός ότι θα απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του ΕΚ στις περιπτώσεις που το Συμβούλιο επιθυμεί να θεσπίσει ελάχιστους κανόνες επί "άλλων" ειδικών πτυχών της ποινικής διαδικασίας, να δημιουργήσει από την Eurojust μια Ευρωπαϊκή Εισαγγελική Αρχή και να διευρύνει τις εξουσίες της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής·
(δ) συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη σύναψη Διεθνών Συνθηκών από την ΕΕ. Μέχρι σήμερα - και αντίθετα προς το άρθρο 21 της Συνθήκης ΕΕ το οποίο προβλέπει ότι ζητείται η γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - το Κοινοβούλιο δεν κλήθηκε ποτέ να γνωμοδοτήσει από το Συμβούλιο, ακόμη και όταν η υπό διαπραγμάτευση Συνθήκη αποτελούσε σαφώς βασική πτυχή "της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας" (όπως στην περίπτωση της συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ για την έκδοση και την αμοιβαία δικαστική συνδρομή)·
(ε) κατάργηση σε αρκετές περιπτώσεις της αρχής της ομοφωνίας στο Συμβούλιο. Το σύστημα της ειδικής πλειοψηφίας θα διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις εντός των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και θα οδηγήσει στην έγκριση υψηλότερων προδιαγραφών όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (αντιθέτως, η αρχή της ομοφωνίας ευνοεί συμβιβασμούς στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή και σε αρκετές περιπτώσεις εγείρει ερωτήματα σχετικά με την προστιθέμενη αξία της κοινοτικής νομοθεσίας).
Ευθυγραμμίζοντας τις διαδικασίες στον τομέα της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία και της συναπόφασης, η νέα Συνθήκη θα καταστήσει ευκολότερη την έγκριση, εντός συνεπούς πολιτικού πλαισίου, μέτρων τα οποία σήμερα εμπίπτουν εν μέρει στην απαίτηση ομοφωνίας και εν μέρει στην απαίτηση της ειδικής πλειοψηφίας (όπως ισχύει επί του παρόντος για τη νόμιμη και παράνομη μετανάστευση)·
(στ) εναρμόνιση των νομοθετικών μέσων. Αντί για "κοινές θέσεις", "αποφάσεις-
πλαίσιο", "αποφάσεις" και "συμβάσεις", όπως αναφέρονται στο σημερινό άρθρο 34 της Συνθήκης ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα εγκρίνει τα συνήθη κοινοτικά μέσα του κοινοτικού δικαίου, ήτοι κανονισμούς, οδηγίες και αποφάσεις, γεγονός το οποίο θα οδηγήσει σε άλλη σημαντική αλλαγή, ήτοι τη δυνατότητα να έχουν οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις άμεση ισχύ·
(ζ) βελτίωση της διαφάνειας και της υποχρέωσης λογοδοσίας στις σχέσεις μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ αφ' ενός και του κάθε πολίτη, της κοινωνίας των πολιτών, των πολιτικών κομμάτων και των εθνικών κοινοβουλίων αφ' ετέρου. Από της απόψεως αυτής, είναι εξαιρετικά χρήσιμη η θέσπιση, για τις σχετικές με το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης πολιτικές, ειδικού καθεστώτος δυνάμει του οποίου η Επιτροπή, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τα εθνικά κοινοβούλια θα συμμετέχουν στην αξιολόγηση της επίπτωσης αυτών των πολιτικών στην ΕΕ. Όσον αφορά τη χρηστή διακυβέρνηση στην ΕΕ, το Κοινοβούλιο καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να επιταχύνουν τις συζητήσεις σχετικά με την υλοποίηση στην πράξη του σχεδίου δημιουργίας Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής, ως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην πρώτη πρόταση του παρόντος στοιχείου·
2. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το τίμημα που καταβλήθηκε προς επίτευξη αυτών των βελτιώσεων ήταν ότι:
(α) σύμφωνα με το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου της Συνθήκης σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις, τα μέτρα που εγκρίνονται δυνάμει του τρίτου πυλώνα θα παραμείνουν, για περίοδο πέντε ετών μετά από την έναρξη ισχύος της νέας Συνθήκης, εκτός του ελέγχου της Επιτροπής και, επιπλέον, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί τα κράτη μέλη αποφάσισαν να παρατείνουν για τόσο μεγάλη περίοδο μια κατάσταση που τα ίδια έχουν αναγνωρίσει ότι χωλαίνει από νομικής απόψεως. Το ερώτημα πλέον είναι πώς θα ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις για τους πολίτες της ΕΕ:
- μια πρώτη απάντηση δίδεται στο προαναφερθέν πρωτόκολλο, το οποίο προβλέπει ότι, όποτε τροποποιείται μια πράξη, η μεταβατική περίοδος δεν θα ισχύει πλέον επί της τροποποιημένης πράξεως. Τα θεσμικά όργανα πρέπει πλέον να αποφασίσουν μήπως θα ήταν καλύτερο να τροποποιήσουν, αμέσως μετά από την έναρξη ισχύος της νέας Συνθήκης, μερικά από τα προϋπάρχοντα και λιγότερο ικανοποιητικά μέτρα του τρίτου πυλώνα·
- μια άλλη απάντηση θα μπορούσε να είναι να αναβληθεί η επίσημη έγκριση των μέτρων που βασίζονται σήμερα στον τρίτο πυλώνα και τα οποία μπορούν να επηρεάσουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως το Μάιο του 2009 . Μια ολιγόμηνη καθυστέρηση θα γίνει εύκολα κατανοητή από τους πολίτες της ΕΕ εάν μπορεί να γίνει επίκληση των νέων κανόνων ενώπιον ευρωπαϊκών δικαστηρίων·
(β) θεσπίζονται αρκετά πολύπλοκες νέες διατάξεις που ρυθμίζουν καταστάσεις κατά τις οποίες ένα κράτος μέλος θεωρεί ότι ένα σχέδιο οδηγίας θα επηρεάσει θεμελιώδεις πτυχές του ποινικού του συστήματος ή κατά τις οποίες δεν είναι δυνατή η επίτευξη ομοφωνίας (αστυνομική συνεργασία). Στις περιπτώσεις αυτές, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει να παραπεμφθεί το σχέδιο οδηγίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο πρώτος λόγος είναι απολύτως κατανοητός έως και δικαιολογημένος, δεδομένου ότι ισχύει και σε άλλες περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος διατρέχει τον κίνδυνο να μειώσει σημαντικά το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων· ο δεύτερος αποτελεί μάλλον πρόβλημα ισορροπίας εξουσιών.
Στις περιπτώσεις αυτές, η "συνήθης" νομοθετική διαδικασία θα αναστέλλεται για 4 μήνες. Σε περίπτωση διαφωνίας, και εάν τουλάχιστον εννέα κράτη μέλη επιθυμούν να θεσπίσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του σχετικού σχεδίου οδηγίας, θα θεωρείται ότι δίδεται η άδεια εφαρμογής ενισχυμένης συνεργασίας (με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται η σύμφωνη γνώμη του Κοινοβουλίου, ως απαιτείται από το άρθρο 280 της Συνθήκης ΕΚ). Είναι όμως σημαντικό να τονιστεί ότι, όταν εφαρμόζεται η συνήθης διαδικασία, η έγκριση του ιδίου του μέτρου εξακολουθεί να απαιτεί συναπόφαση με συμμετοχή του Κοινοβουλίου·
(γ) το σύστημα προαιρετικής συμμετοχής ή εξαίρεσης ("opt-in/opt-out") θα καταστεί ακόμα πιο πολύπλοκο. Παρότι οι νέες διατάξεις για την ενισχυμένη συνεργασία δεν θα ισχύσουν επί μέτρων που εξελίσσουν το κεκτημένο του Σένγκεν, θα τροποποιηθεί το καθεστώς του Σένγκεν (βλ. κατωτέρω). Επιπλέον, οι επιλογές μη συμμετοχής που ισχύουν για μέτρα άσχετα προς το Σένγκεν, όπως η δικαστική συνεργασία επί αστικών υποθέσεων, θα διευρυνθούν ώστε να ισχύουν στην αστυνομική και δικαστική συνεργασία (βλ. τροποποιήσεις των πρωτοκόλλων σχετικά με το Σένγκεν και τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιρλανδίας και της Δανίας)·
(δ) όσον αφορά την ιδιαίτερη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το Κοινοβούλιο δεν κλήθηκε επίσημα να γνωμοδοτήσει όταν αποφασίστηκε η εγκαθίδρυση χωριστού καθεστώτος για τις χώρες αυτές στα πλαίσια του καθεστώτος του Σένγκεν το 2000 και 2001. Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να συμμετέχει όπου επέλεξε να συμμετέχει στο κεκτημένο του Σένγκεν, ενώ δεν μπορεί να συμμετέχει όπου επέλεξε να μείνει εκτός[1]. Οι τροποποιήσεις επί του πρωτοκόλλου του Σένγκεν δεν θα αλλάξουν την κατάσταση, αλλά θα προσθέσουν τη δυνατότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας να μη συμμετέχουν σε ένα μέτρο που εξελίσσει το κεκτημένο του Σένγκεν για το οποίο είχαν ήδη αποφασίσει να συμμετέχουν.
Αυτό θα προκαλέσει πιθανότατα περαιτέρω κατακερματισμό των κανόνων. Το Κοινοβούλιο δεν θα καλείται να γνωμοδοτήσει όσον αφορά τη συμμετοχή σε ένα μέτρο και την επίπτωση επί του κεκτημένου του Σένγκεν. Πάντως, πρέπει να τονιστεί ότι το περί ου ο λόγος μέτρο θα εξακολουθήσει να πρέπει να εγκρίνεται με συναπόφαση, στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται διαδικασία συναπόφασης.
(ε) Επιπλέον, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία θα μπορούν να επιλέγουν να μη συμμετέχουν σε προτάσεις τροποποίησης των μέτρων του Τίτλου IV στα οποία είχαν αποφασίσει προηγουμένως να συμμετάσχουν, και δεν θα δεσμεύονται από νέους κανόνες προστασίας των δεδομένων που θα εγκρίνονται δυνάμει των διατάξεων της νέας συνθήκης στις περιπτώσεις στις οποίες το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία δεν δεσμεύονται από τους ουσιαστικούς κανόνες για την αστυνομική και δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων·
3. θεωρεί ότι οι βελτιώσεις που επιφέρει η νέα Συνθήκη αντισταθμίζουν τις αδυναμίες της. Τα θεσμικά όργανα της ΕΕ πρέπει να καταβάλουν τώρα κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να επικυρωθεί επιτυχώς η νέα Συνθήκη από τα κράτη μέλη. Πρέπει επίσης:
(α) να ενημερώσουν τους πολίτες της ΕΕ για τα νέα δικαιώματά τους και για το νέο νομικό πλαίσιο της ΕΕ και, ταυτόχρονα, να καλέσουν τα κράτη μέλη να δρομολογήσουν ευρείες ενημερωτικές εκστρατείες και να θεσπίσουν ειδική επαγγελματική κατάρτιση για τα μέλη των εθνικών δικαστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών ασφαλείας, προκειμένου να προληφθεί κάθε παράνομη διάκριση μεταξύ Ευρωπαίων πολιτών·
(β) να διασφαλίσουν τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων στη διαμόρφωση του νέου πολυετούς προγράμματος στο χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης· η συμμετοχή θα μπορούσε κατά τον καλύτερο τρόπο να πραγματοποιηθεί:
- με ανεπίσημα φόρα (όπως η Ομάδα "Future" που θα συνέρχεται περιοδικά κατά τη διάρκεια των τεσσάρων Προεδριών του Συμβουλίου το 2008 και 2009)·
- με την επίσημη, τακτική και έγκαιρη διαβίβαση όλων των προπαρασκευαστικών νομοθετικών κειμένων, από τις αρχικές νομοθετικές προτάσεις και μετά, ούτως ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις μεταξύ των βουλευτών εθνικών κοινοβουλίων και μεταξύ ευρωπαίων πολιτών·
(γ) να διεξαγάγουν το 2008 τις διαπραγματεύσεις ώστε, στις αρχές του 2009, να εγκριθούν όλα τα μέτρα που είναι απαραίτητα για την επιτυχή δρομολόγηση του νέου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, από το 2010, εκ μέρους του νέου Κοινοβουλίου που θα έχει εκλεγεί· λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές και/ή κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις που εκφράστηκαν όσον αφορά ορισμένες νομοθετικές διαδικασίες, καλεί την Επιτροπή και το Συμβούλιο να επανεξετάσουν, από την άποψη των νέων νομικών βάσεων που εισάγει η Συνθήκη της Λισσαβόνας και λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική συζήτηση, τα κάτωθι νομοθετικά κείμενα:
Γενικά δικαιώματα
- απόφαση πλαίσιο για τα δικονομικά δικαιώματα (2004/0113(CNS))
- απόφαση πλαίσιο περί προστασίας των δεδομένων για σκοπούς ασφαλείας (θα ενσωματωθεί στην αναθεώρηση της οδηγίας 95/46) (2005/0202(CNS)) (κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις από DK, IE, NL, SE και UK)
Δικαστική συνεργασία
- απόφαση πλαίσιο για το ρατσισμό και την ξενοφοβία (2007/2067(CNS)) (κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις από SE, NL, DK, IE και LV)
- απόφαση πλαίσιο για τις ερήμην εκδιδόμενες αποφάσεις (δεν έχει ακόμη υποβληθεί)
- απόφαση πλαίσιο σχετικά με το ευρωπαϊκό ένταλμα συγκέντρωσης αποδεικτικών στοιχείων (2003/0270(CNS)) (κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις από SE και DK)
- απόφαση πλαίσιο για την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών ποινών (2005/0018(CNS)) (κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις από SE, NL και IE)
- απόφαση πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα επιτήρησης σε προδικαστικές διαδικασίες (2006/0158(CNS))
- απόφαση πλαίσιο για την ανταλλαγή πληροφοριών που προέρχονται από ποινικά μητρώα (2005/0267(CNS)) (κοινοβουλευτικές επιφυλάξεις από SE, FI, NL, IE, EL και DK)
- απόφαση πλαίσιο για το EUROJUST (δεν έχει ακόμη υποβληθεί).
Αστυνομική συνεργασία
- απόφαση πλαίσιο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (κοινοβουλευτική επιφύλαξη από SE)
- απόφαση πλαίσιο για την πρόσβαση στα δεδομένα του VIS για σκοπούς ασφαλείας (θα ενσωματωθεί ως τροπολογία στον κανονισμό του VIS) (2005/0232(CNS))
- απόφαση πλαίσιο για την πρόσβαση στο Eurodac για σκοπούς ασφαλείας (θα ενσωματωθεί ως τροπολογία στον κανονισμό του VIS) (2006/0310(CNS))
- απόφαση πλαίσιο για την EUROPOL (εκκρεμεί η διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο)·
4. δηλώνει την προθυμία του να συμμετάσχει, σε πνεύμα συνεργασίας με την Επιτροπή και την Προεδρία του Συμβουλίου, στην αναδιατύπωση των προτάσεων αυτών κατά τη διάρκεια του 2008 και επιφυλάσσεται του δικαιώματός του να διατυπώσει τις επίσημες συστάσεις που θα κρίνει απαραίτητες προς βελτίωση των ήδη επιτευχθεισών πολιτικών συμφωνιών, ως προβλέπει το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΕ· προς τούτο, προτείνει να δημιουργηθεί στις αρχές του 2008 ομάδα εργασίας υψηλού επιπέδου, η οποία θα είναι αρμόδια για να συζητήσει δημοσία τις βελτιώσεις που είναι δυνατόν να γίνουν στα προαναφερθέντα κείμενα·
5. χαιρετίζει τη Δήλωση της Διάσκεψης που αφορά το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου σχετικά με τις μεταβατικές διατάξεις (Δήλωση 39α) και καλεί την Επιτροπή να αρχίσει τις εργασίες ήδη από το 2008 επί της τροποποίησης ή αντικατάστασης των νομικών πράξεων που ήδη φαίνονται ανεπαρκείς ή αναποτελεσματικές (όπως η Σύμβαση για την αμοιβαία νομική συνδρομή σε ποινικές υποθέσεις ή άλλα κείμενα που η πείρα δείχνει ότι πρέπει να βελτιωθούν)·
6. θεωρεί ότι, από το 2008, το Κοινοβούλιο πρέπει να ενημερώνεται τακτικά και να καλείται να γνωμοδοτήσει όσον αφορά τα κύρια προγράμματα και τις κύριες συμφωνίες που αφορούν τρίτες χώρες, όπως ο χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης με τη Ρωσία, η διεθνής στρατηγική κατά της εμπορίας ανθρώπων και τα θέματα που σχετίζονται με την εμπορία ναρκωτικών και την πρόληψη και καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ακόμη και όταν δεν είναι υποχρεωτική η διαβούλευση αυτή.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
18.12.2007 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: -: 0: |
41 1 0 |
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Alvaro, Roberta Angelilli, Mihael Brejc, Kathalijne Maria Buitenweg, Michael Cashman, Giuseppe Castiglione, Giusto Catania, Jean-Marie Cavada, Carlos Coelho, Παναγιώτης Δημητρίου, Gérard Deprez, Agustín Díaz de Mera García Consuegra, Bárbara Dührkop Dührkop, Claudio Fava, Armando França, Urszula Gacek, Kinga Gál, Roland Gewalt, Ewa Klamt, Henrik Lax, Roselyne Lefrançois, Sarah Ludford, Viktória Mohácsi, Claude Moraes, Javier Moreno Sánchez, Rareş-Lucian Niculescu, Martine Roure, Luciana Sbarbati, Inger Segelström, Søren Bo Søndergaard, Vladimir Urutchev, Ιωάννης Βαρβιτσιώτης, Manfred Weber, Renate Weber, Tatjana Ždanoka |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Edit Bauer, Genowefa Grabowska, Sophia in 't Veld, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Jean Lambert, Antonio Masip Hidalgo, Bill Newton Dunn |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Manuel Medina Ortega |
||
- [1] Υπό αυτά τα δεδομένα, το Συμβούλιο δεν επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο να συμμετάσχει στη δημιουργία του Frontex και στην έγκριση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2253/2004, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφάλειας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών, και το Ηνωμένο Βασίλειο έχει ασκήσει δύο προσφυγές κατά του Συμβουλίου (υποθέσεις C-77/05, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σελ. 1-1000 και C-137/05, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σελ. 1-1000).
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
23.1.2008 |
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+ : - : 0 : |
20 6 0 |
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jim Allister, Enrique Barón Crespo, Bastiaan Belder, Jens-Peter Bonde, Richard Corbett, Brian Crowley, Jean-Luc Dehaene, Andrew Duff, Ingo Friedrich, Genowefa Grabowska, Anneli Jäätteenmäki, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Timothy Kirkhope, Jo Leinen, Íñigo Méndez de Vigo, Ashley Mote, Borut Pahor, Rihards Pīks, József Szájer, Riccardo Ventre, Johannes Voggenhuber, Dushana Zdravkova |
||
Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
Κώστας Μποτόπουλος, Urszula Krupa, Gérard Onesta, Alexander Stubb |
||
Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία |
|
||