ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τροποποιεί την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαΐου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του

13.3.2008 - (2006/2223(INI))

Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων
Εισηγήτρια: Anneli Jäätteenmäki

Διαδικασία : 2006/2223(INL)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0076/2008

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τροποποιεί την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαΐου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του

(2006/2223(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε στις 11 Ιουλίου 2006 ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,

–   έχοντας υπόψη την επιστολή που απέστειλε στις 21 Σεπτεμβρίου 2006 ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων του ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 195 παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 107 Δ παράγραφος 4 της Συνθήκης Ευρατόμ,

–   έχοντας υπόψη την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του[1]1, όπως ενσωματώνεται στο παράρτημα X του Κανονισμού του Κοινοβουλίου,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 παράγραφος 2 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Αναφορών (A6‑0076/2007),

1.  εγκρίνει τη συνημμένη ως παράρτημα απόφαση που τροποποιεί την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 195 παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να μεριμνήσει ώστε να δημοσιευθεί εν ευθέτω χρόνω η συνημμένη ως παράρτημα απόφαση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού ληφθεί η γνώμη της Επιτροπής και η έγκριση του Συμβουλίου.

  • [1] 1 ΕΕ L 113 της 4.5.1994, σελ. 15. Απόφαση όπως τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/262/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ (ΕΕ L 92 της 9.4.2002, σελ. 13).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

που τροποποιεί την απόφαση 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδίως το άρθρο 195, παράγραφος 4 αυτής,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, και ιδίως το άρθρο 107 Δ, παράγραφος 4 αυτής,

Έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της ... σχετικά με πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τροποποιεί την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του Διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής,

Με την έγκριση του Συμβουλίου,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1) Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης[1] αναγνωρίζει το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση ως θεμελιώδες δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών.

(2) Η εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα του Διαμεσολαβητή, να διενεργεί ενδελεχείς και αμερόληπτες έρευνες για τις καταγγελλόμενες περιπτώσεις κακοδιοίκησης έχει θεμελιώδη σημασία για την επιτυχία της δράσης του Διαμεσολαβητή.

(3) Είναι επιθυμητό να αναθεωρηθεί το καθεστώς του Διαμεσολαβητή, προκειμένου να εξαλειφθεί κάθε πιθανή αβεβαιότητα όσον αφορά την ικανότητα του Διαμεσολαβητή να διενεργεί ενδελεχείς και αμερόληπτες έρευνες για τις καταγγελλόμενες περιπτώσεις κακοδιοίκησης.

(4) Είναι επιθυμητό να αναθεωρηθεί το καθεστώς του Διαμεσολαβητή, προκειμένου να ληφθεί υπόψη κάθε ενδεχόμενη εξέλιξη των νομικών διατάξεων ή της νομολογίας σχετικά με την παρέμβαση των θεσμικών και άλλων οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε διαδικασίες εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου.

(5) Είναι επιθυμητό να αναθεωρηθεί το καθεστώς του Διαμεσολαβητή, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια όσον αφορά τον ρόλο των θεσμικών ή άλλων οργάνων της ΕΕ στην καταπολέμηση της απάτης, που πλήττει τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), ώστε να επιτραπεί στον Διαμεσολαβητή να διαβιβάζει στα εν λόγω θεσμικά ή άλλα όργανα τυχόν πληροφορίες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία τους.

(6) Είναι επιθυμητό να ληφθούν μέτρα ώστε να επιτραπεί στον Διαμεσολαβητή να αναπτύξει τη συνεργασία του με παρόμοιους φορείς σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, καθώς και με εθνικούς ή διεθνείς φορείς, ακόμη και εάν αυτοί καλύπτουν πεδίο δραστηριοτήτων ευρύτερο από αυτό του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή –όπως η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων– καθώς η συνεργασία αυτή μπορεί να συμβάλει θετικά στην ενίσχυση της αποδοτικότητας της δράσης του Διαμεσολαβητή.

(7)  Η ισχύς της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα έληξε το 2002.

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

Άρθρο 1

Η αιτιολογική αναφορά 1, η αιτιολογική σκέψη 3, το άρθρο 1, παράγραφος 1, τα εδάφια 1 και 5 του άρθρου 3, παράγραφος 2, το άρθρο 4 και το άρθρο 5 της απόφασης 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ τροποποιούνται ως εξής:

Καθεστώς ΔιαμεσολαβητήΠρόταση Τροπολογίας

Τροπολογία 1

Αιτιολογική αναφορά 1

έχοντας υπόψη τις Συνθήκες περί ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ, το άρθρο 20 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚΑΧ και το άρθρο 107 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

έχοντας υπόψη τις Συνθήκες περί ίδρυσης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και ιδίως το άρθρο 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚ και το άρθρο 107 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης ΕΚΑΕ,

Αιτιολόγηση

Καθώς η ισχύς της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα έληξε το 2002, η αναφορά στις διατάξεις της καθίσταται άνευ αντικειμένου και θα έπρεπε να διαγραφεί.

Τροπολογία 2

Αιτιολογική σκέψη 3

εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος μπορεί να ενεργεί και με δική του πρωτοβουλία, πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση των καθηκόντων του· ότι, προς το σκοπό αυτό, τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητά, εκτός εάν υπάρχουν λόγοι απορρήτου δεόντως αιτιολογημένοι, και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του Διαμεσολαβητή να μην τις κοινοποιεί· ότι οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν την κοινοποίησή τους· ότι, εάν δεν λάβει τη βοήθεια που ζητά, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να προβεί στα ενδεικνυόμενα διαβήματα·

εκτιμώντας ότι ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος μπορεί να ενεργεί και με δική του πρωτοβουλία, πρέπει να έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για την άσκηση των καθηκόντων του· ότι, προς το σκοπό αυτό, τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητεί και με την επιφύλαξη της υποχρέωσης του Διαμεσολαβητή να μην τις κοινοποιεί και να χειρίζεται τις διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα σύμφωνα με κανόνες αυστηρώς ισοδύναμους προς τους εν ισχύι στα συγκεκριμένα θεσμικά ή άλλα όργανα· ότι τα θεσμικά ή άλλα όργανα που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα κοινοποιούν στον Διαμεσολαβητή αυτή τη διαβάθμιση· ότι ο Διαμεσολαβητής και τα συγκεκριμένα θεσμικά και άλλα όργανα πρέπει να έλθουν σε συμφωνία σχετικά με τις επιχειρησιακές συνθήκες για την παροχή διαβαθμισμένων πληροφοριών ή εγγράφων· ότι οι αρχές των κρατών μελών υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, εκτός εάν οι πληροφορίες αυτές καλύπτονται είτε από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί απορρήτου, είτε από διατάξεις οι οποίες εμποδίζουν την κοινοποίησή τους· ότι εάν δεν λάβει τη βοήθεια που ζητά, ο Διαμεσολαβητής ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο είναι αρμόδιο να προβεί στα ενδεικνυόμενα διαβήματα·

Αιτιολόγηση

Για να ευθυγραμμιστεί η διατύπωση της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης με τις αλλαγές που επιφέρει η τροπολογία 4 στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο.

Τροπολογία 3

Άρθρο 1, παράγραφος 1

1. Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή καθορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 20 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και 107 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

1. Το καθεστώς και οι γενικοί όροι άσκησης των καθηκόντων του Διαμεσολαβητή καθορίζονται από την παρούσα απόφαση σύμφωνα με τα άρθρα 195, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και 107 Δ, παράγραφος 4 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας.

Αιτιολόγηση

Καθώς η ισχύς της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα έληξε το 2002, η αναφορά στις διατάξεις της καθίσταται άνευ αντικειμένου και θα έπρεπε να διαγραφεί.

Τροπολογία 4

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο

2. Τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητά και να του επιτρέπουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Μπορούν να αρνηθούν μόνο για λόγους απορρήτου δεόντως αιτιολογημένους.

2. Τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητεί και να του επιτρέπουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Η πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, ιδίως στα ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, υπόκειται στην τήρηση από τον διαμεσολαβητή κανόνων αυστηρώς ισοδυνάμων προς τους εν ισχύι στο συγκεκριμένο θεσμικό ή άλλο όργανο.

Τα θεσμικά όργανα που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα όπως ορίζει το προηγούμενο εδάφιο γνωστοποιούν στον διαμεσολαβητή τη σχετική διαβάθμιση.

Για την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συμφωνήσει με τα θεσμικά όργανα τις επιχειρησιακές συνθήκες για την πρόσβαση στις διαβαθμισμένες πληροφορίες και άλλες πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου.

Αιτιολόγηση

Η διατύπωση ως έχει σήμερα θα μπορούσε να πλήξει την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δράση του Διαμεσολαβητή και θα πρέπει να απαλειφθεί. Ωστόσο προβλέπονται ειδικοί κανόνες για την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα οι οποίοι θεσπίζουν τις υποχρεώσεις του διαμεσολαβητή και των θεσμικών οργάνων που τα χορηγούν επί του θέματος. Εξάλλου, η υποχρέωση της εμπιστευτικότητας ισχύει και για τον Διαμεσολαβητή και το προσωπικό του (βλ. κατωτέρω, τροπολογία 6 επί του άρθρου 4, παράγραφος 1).

Τροπολογία 5

Άρθρο 3, παράγραφος 2, πέμπτο εδάφιο

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο Διαμεσολαβητής· ομιλούν εξ ονόματος και βάσει οδηγιών των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται, και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο.

Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο Διαμεσολαβητής· δεσμεύονται από τους σχετικούς κανόνες του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, ιδίως από το επαγγελματικό απόρρητο.

Αιτιολόγηση

Η πρόταση που έχει διαγραφεί θα μπορούσε να πλήξει την εμπιστοσύνη του κοινού στην ικανότητα του Διαμεσολαβητή να διενεργεί ενδελεχείς έρευνες, καθώς θα μπορούσε να εκληφθεί ότι επιτρέπει στους υπαλλήλους να μην λένε την αλήθεια στον Διαμεσολαβητή. Οι υποχρεώσεις που επιβάλλει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης πρέπει, ωστόσο, να λαμβάνονται δεόντως υπόψη.

Τροπολογία 6

Άρθρο 4

1. Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του –για τους οποίους ισχύουν τα άρθρα 287 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, 47, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα και 194 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας– υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον καταγγέλλοντα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

1 Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του –για τους οποίους ισχύουν τα άρθρα 287 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και 194 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας– υποχρεούνται να μην κοινολογούν τις πληροφορίες και τα στοιχεία των οποίων λαμβάνουν γνώση στο πλαίσιο των ερευνών τους. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να μην κοινολογούν οιανδήποτε διαβαθμισμένη πληροφορία ή οιοδήποτε έγγραφο που παρέχονται στον Διαμεσολαβητή ως ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ή ως έγγραφα που εμπίπτουν στο πεδίο της κοινοτικής νομοθεσίας σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς επίσης και να τηρούν εχεμύθεια για κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να βλάψει τον καταγγέλλοντα ή κάθε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2.

 

Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του χειρίζονται τις αιτήσεις τρίτων για πρόσβαση στα έγγραφα που περιέρχονται στον Διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια των ερευνών του σύμφωνα με τους όρους και τα όρια που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001, ιδίως το άρθρο 4 αυτού.

2. Αν ο Διαμεσολαβητής λάβει γνώση, στο πλαίσιο των ερευνών του, γεγονότων που κρίνει ότι εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει πάραυτα σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, καθώς και, ενδεχομένως, το κοινοτικό όργανο στο οποίο υπάγεται ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμόσει το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο, του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους ή μέλους του λοιπού προσωπικού τους.

2. Αν ο Διαμεσολαβητής λάβει γνώση, στο πλαίσιο των ερευνών του, γεγονότων που κρίνει ότι εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο, ενημερώνει πάραυτα σχετικώς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, μέσω των Μόνιμων Αντιπροσωπειών των κρατών μελών στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, ή το αρμόδιο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό· ενδεχομένως ο Διαμεσολαβητής πληροφορεί επίσης το κοινοτικό όργανο ή οργανισμό στο οποίο υπάγεται ο εν λόγω υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού και το οποίο μπορεί ενδεχομένως να εφαρμόσει το άρθρο 18, δεύτερο εδάφιο του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο Διαμεσολαβητής μπορεί επίσης να ενημερώσει το ενδιαφερόμενο κοινοτικό θεσμικό όργανο ή οργανισμό σχετικά με γεγονότα που, από πειθαρχική άποψη, βαρύνουν τη συμπεριφορά υπαλλήλου τους ή μέλους του λοιπού προσωπικού τους.

Αιτιολόγηση

Ο Διαμεσολαβητής και το προσωπικό του καλύπτονται ήδη από την υποχρέωση της τήρησης του απορρήτου των πληροφοριών που αποκτούν κατά τη διάρκεια των ερευνών τους. Ο στόχος της τροπολογίας επί της παραγράφου 1 είναι η ενίσχυση της υποχρέωσης αυτής όταν πρόκειται περί ευαίσθητων εγγράφων και εγγράφων που θέτουν το θέμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Τίθεται επίσης το θέμα της πρόσβασης του κοινού σε έγγραφα που περιέρχονται στον Διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγει. Όσον αφορά την παράγραφο 2, ο σκοπός είναι να διασαφηνιστεί ότι ο Διαμεσολαβητής έχει την επιλογή να διαβιβάζει είτε στις εθνικές αρχές είτε στα ευρωπαϊκά θεσμικά ή άλλα όργανα (π.χ. την OLAF ή τη μελλοντική ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή) πληροφορίες που αποκτά σχετικά με ενδεχόμενες εγκληματικές δραστηριότητες ή περιπτώσεις απάτης ή διαφθοράς που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης.

Τροπολογία 7

Άρθρο 5

Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να διασφαλίσει καλύτερα τα δικαιώματα και συμφέροντα των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις ανάλογες αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση βάσει του άρθρου 3.

Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να διασφαλίσει καλύτερα τα δικαιώματα και συμφέροντα των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις ανάλογες αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση βάσει του άρθρου 3. O Διαμεσολαβητής μπορεί υπό τις αυτές προϋποθέσεις να συνεργάζεται με άλλους φορείς για την προαγωγή και προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Αιτιολόγηση

Στόχος της τροπολογίας είναι να επιτραπεί στον Διαμεσολαβητή να συνεργάζεται και με άλλους εθνικούς ή διεθνείς φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο όρος 'θεμελιώδη δικαιώματα' είναι γενικότερος, περιλαμβάνοντας επίσης και την έννοια των 'ανθρωπίνων δικαιωμάτων', και συνεπής προς την τρέχουσα πρακτική και προς τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων στον οποίο κατοχυρώνεται τα δικαίωμα του πολίτη στη χρηστή διοίκηση και το δικαίωμά του να υποβάλλει καταγγελία στον Διαμεσολαβητή.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Άρθρο 3

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την ημερομηνία της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκή Κοινοτήτων.

Βρυξέλλες, …

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Ο Πρόεδρος

  • [1]  ΕΕ C 303, 14.12.2007, σελ. 1

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με την από 11ης Ιουλίου 2006 επιστολή του προς τον Πρόεδρο κ. Pöttering, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, κ. Διαμαντούρος, ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να κινήσει τη διαδικασία για την τροποποίηση του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή σε σχέση με ορισμένες διατάξεις των οποίων τη σημερινή διατύπωση δεν θεωρεί ως την πλέον ικανοποιητική.

Το αίτημα αυτό αφορούσε τα ακόλουθα σημεία:

1.   το δικαίωμα παρέμβασης σε διαδικασίες εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (άρθρο 1, παράγραφος 3)

2.   την πρόσβαση σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων (άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο)

3.   τις καταθέσεις των υπαλλήλων ως μαρτύρων (άρθρο 1, παράγραφος 3, πέμπτο εδάφιο)

4.   τις πληροφορίες σχετικά με πιθανές εγκληματικές δραστηριότητες (άρθρο 4, παράγραφος 2)

5.   τη συνεργασία με διεθνείς φορείς στον τομέα των δικαιωμάτων του ανθρώπου/ θεμελιωδών δικαιωμάτων (άρθρο 5).

Ορισμένα από τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη εξεταστεί από το Κοινοβούλιο, το 2001, με πρωτοβουλία του τότε Διαμεσολαβητή, κ. Söderman. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε τότε ψήφισμα, στις 6 Σεπτεμβρίου 2001, βάσει έκθεσης της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων που είχε συντάξει η κ. Teresa Almeida Garrett. Στην έκθεση αυτή περιλαμβάνονταν διάφορες τροπολογίες που μοιάζουν αρκετά με τις προτάσεις που καταθέτει σήμερα ο κ. Διαμαντούρος. Την περίοδο εκείνη φαινόταν εφικτή η σύναψη συμφωνίας με το Συμβούλιο, με την υποστήριξη της Επιτροπής, αλλά οι διαπραγματεύσεις ουδέποτε ολοκληρώθηκαν λόγω της λήξης της θητείας του κ. Söderman.

1.   Η δυνατότητα παρέμβασης σε διαδικασίες εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Με την πρόταση τέθηκαν μερικά αμφιλεγόμενα θέματα. Μετά τη διεξαγωγή πλειόνων συζητήσεων ο Διαμεσολαβητής γνωστοποίησε στην επιτροπή ότι επιθυμεί να αποσύρει την πρόταση. Η εισηγήτρια θεωρεί ότι η τροπολογία την οποία σκόπευε να εισαγάγει αποτελεί ένα βήμα προς την ορθή κατεύθυνση και θα ελάμβανε ορθώς υπόψη τις αλλαγές που επέρχονται στο άρθρο 40, παράγραφος 2 του Οργανισμού του Δικαστηρίου με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Κατανοεί ωστόσο ότι η διάσταση απόψεων επί του θέματος μεταξύ των πολιτικών ομάδων υποδεικνύει να μην προχωρήσει κανείς. Εν πάση περιπτώσει ο Διαμεσολαβητής μπορεί την ορθή χρονική στιγμή να απευθυνθεί ο ίδιος στο Δικαστήριο για να εκδώσει τούτο απόφαση περί του ειδικού ορισμού του πεδίου και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ασκεί το δυνάμει δικαίωμά του να παρέμβει ενώπιον της δικαιοσύνης.

2.   Πρόσβαση σε έγγραφα και πληροφορίες

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή αναφέρει:

«2. Τα κοινοτικά θεσμικά ή άλλα όργανα υποχρεούνται να παρέχουν στο Διαμεσολαβητή τις πληροφορίες που τους ζητά και να του επιτρέπουν την πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Μπορούν να αρνηθούν μόνο για λόγους απορρήτου δεόντως αιτιολογημένους»

Στην επιστολή του, ο Διαμεσολαβητής ζητεί να διαγραφεί η τελευταία πρόταση, που αναφέρεται στη δυνατότητα περιορισμού της πρόσβασης στις πληροφορίες, καθώς θα μπορούσε να πλήξει την εμπιστοσύνη του κοινού «στην ικανότητα του Διαμεσολαβητή να διενεργεί ενδελεχείς έρευνες».

Η ανάγκη να έχει πρόσβαση ο Διαμεσολαβητής σε όλες τις συναφείς πληροφορίες προκειμένου να προβαίνει σε τεκμηριωμένες κρίσεις για το βάσιμο των καταγγελιών των πολιτών είναι προφανής.

Παρότι ο Διαμεσολαβητής τονίζει ότι έως σήμερα ουδέποτε έχουν αρνηθεί τα θεσμικά όργανα να του εκχωρήσουν πρόσβαση σε έγγραφα ή πληροφορίες, θεωρεί ότι η εν λόγω πρόταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ενδεχόμενες αντιπαραθέσεις και να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στη δράση του Διαμεσολαβητή.

Επιπλέον, η πρόβλεψη ότι τα θεσμικά όργανα δύνανται «για λόγους απορρήτου δεόντως αιτιολογημένους» να αρνηθούν να χορηγήσουν στον Διαμεσολαβητή πρόσβαση στα έγγραφα που χρειάζεται για να σχηματίσει την άποψή του επί της ορθότητας των πράξεων της διοίκησης είναι υπερβολικά αόριστη και αφήνει όντως υπερβολικά μεγάλη διακριτική ευχέρεια στα θεσμικά όργανα. Τυχόν περιορισμός της πρόσβασης του Διαμεσολαβητή σε πληροφορίες θα έπρεπε να βασίζεται σε αυστηρά νομικά κριτήρια και όχι σε μια τόσο ανοικτή ρήτρα που επιτρέπει στη διοίκηση να καθορίζει η ίδια τις περιπτώσεις στις οποίες θεωρεί ότι πρέπει να ισχύει το απόρρητο. Επιπλέον, δεν είναι σαφές τι είδους «δεόντως δικαιολογημένοι λόγοι» μπορούν να δικαιολογήσουν το «απόρρητο» των πληροφοριών που διατηρεί η διοίκηση έναντι του Διαμεσολαβητή, καθώς και ο ίδιος όπως και το προσωπικό του δεσμεύεται από την ίδια υποχρέωση τήρησης του απορρήτου με τα θεσμικά όργανα. Εξάλλου, κάθε συμβολή του Διαμεσολαβητή υπέρ της βελτίωσης της χρηστής διοίκησης ωφελεί και τα θεσμικά όργανα.

Υπό το φως αυτό, ο περιορισμός που προβλέπεται στην τελευταία πρόταση της παραγράφου 2 κρίνεται ανεπιθύμητος και κατά κάποιον τρόπο αποτελεί ένδειξη μιας αδικαιολόγητης δυσπιστίας έναντι του Διαμεσολαβητή. Ως εκ τούτου, θα ήταν σκόπιμη η διαγραφή της εν λόγω πρότασης.

Τούτο δεν συνεπάγεται ωστόσο ότι ο Διαμεσολαβητής πρέπει να έχει άνευ προϋποθέσεων πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες ή έγγραφα. Είναι φρόνιμο να θεσπισθούν αντικειμενικοί κανόνες που να θεσπίζουν τα καθήκοντα του Διαμεσολαβητή όσον αφορά την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα, κατά κύριον λόγο στα ευαίσθητα έγγραφα κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 της 30ης Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής. Τούτο μπορεί να επιτευχθεί εύκολα θεσπίζοντας καθήκον για τον Διαμεσολαβητή το να τηρεί κανόνες αυστηρά όμοιους με τους εν ισχύι στα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς που παρέχουν αυτά τα έγγραφα. Τούτο συμφωνεί απολύτως με τους εσωτερικούς κανόνες που υφίστανται σε διαφορετικά όργανα όσον αφορά την πρόσβαση σε διαβαθμισμένες πληροφορίες, κυρίως τους κανόνες εν ισχύι στην Επιτροπή όσον αφορά τους εσωτερικούς κανόνες ασφαλείας (Απόφαση της Επιτροπής της 29ης Νοεμβρίου 2001 που τροποποιεί τον εσωτερικό κανονισμό της).

Παράλληλα. αρμόζει να τονισθεί ότι τα θεσμικά όργανα που παρέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή έγγραφα στον Διαμεσολαβητή πρέπει να γνωστοποιούν στον Διαμεσολαβητή αυτή τη διαβάθμιση των πληροφοριών.

Τέλος είναι επίσης χρήσιμο να καλείται ο Διαμεσολαβητής και τα θεσμικά όργανα να συμφωνούν περί συγκεκριμένων επιχειρησιακών κανόνων για τη χορήγηση αυτών των εγγράφων, διότι αυτός είναι ο βέλτιστος τρόπος αποφυγής διαφωνιών στο μέλλον.

Παρόμοια τροποποίηση θα πρέπει επίσης να εισαχθεί και στο προοίμιο του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή.

Επιπροσθέτως, θα ήταν σκόπιμο να ενισχυθούν οι διατάξεις που αναφέρουν ρητώς ότι τόσο ο Διαμεσολαβητής όσο και το προσωπικό του δεσμεύονται και αυτοί από την υποχρέωση της τήρησης του απορρήτου των πληροφοριών στις οποίες αποκτούν πρόσβαση κατά τη διάρκεια των ερευνών τους, για να καθίσταται σαφές ότι δεν κοινολογούν οιοδήποτε διαβαθμισμένο έγγραφο ή πληροφορία και να τονίζεται ότι το καθήκον τούτο είναι ιδίως επιτακτικό για τα «ευαίσθητα» έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1049/2001[1], και έγγραφα με αντίκτυπο όσον αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, καθώς επίσης και να τονίζεται ότι η πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα που περιέρχονται στον Διαμεσολαβητή κατά τη διάρκεια των ερευνών που διεξάγει πρέπει να υπόκειται στου όρους και τα όρια που τίθενται από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 ως ανωτέρω.

Πρέπει να σημειωθεί ότι το Κοινοβούλιο ασχολήθηκε ήδη με το ζήτημα αυτό το 2001, στο πλαίσιο του προαναφερθέντος ψηφίσματος της 6ης Σεπτεμβρίου. Τότε, το Κοινοβούλιο ενέκρινε μια παρόμοια τροποποίηση της παραγράφου 2, μαζί με άλλες τροποποιήσεις που είχε προτείνει ο τότε Διαμεσολαβητής, κ. Söderman, τις οποίες δεν έχει επαναλάβει ο κ. Διαμαντούρος. Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούσαν κυρίως έγγραφα που προέρχονται από τα κράτη μέλη. Καθώς ο κ. Διαμαντούρος τόνισε ενώπιον της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων ότι δεν θεωρεί απαραίτητη την τροποποίηση των κανόνων αυτών, οι οποίοι αποτελούν ένα μάλλον ευαίσθητο θέμα για τα κράτη μέλη, δεν κρίνεται απαραίτητο να επαναφέρει το Κοινοβούλιο στην επιφάνεια τις τροποποιήσεις αυτές.

3.   Οι καταθέσεις των υπαλλήλων ως μαρτύρων

Το άρθρο 3, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή ορίζει ότι:

«Οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των κοινοτικών θεσμικών και άλλων οργάνων υποχρεούνται να καταθέτουν ως μάρτυρες, εάν τους το ζητήσει ο Διαμεσολαβητής· ομιλούν εξ ονόματος και βάσει οδηγιών των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται, και δεσμεύονται από το επαγγελματικό απόρρητο».

Ο Διαμεσολαβητής θεωρεί, όπως αναφέρει στην επιστολή του, ότι αυτή η τελευταία πρόταση του άρθρου περιλαμβάνει «ασαφείς» προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν από την κοινή γνώμη ότι σημαίνουν πως «οι μάρτυρες ενδέχεται να μην υποχρεούνται πάντα να λένε την αλήθεια». Τούτο θα μπορούσε επίσης να περιορίσει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ικανότητα του Διαμεσολαβητή να διενεργεί ενδελεχείς έρευνες. Για τον λόγο αυτόν, ο κ. Διαμαντούρος προτείνει τη διαγραφή τους.

Είναι πράγματι δύσκολο να εξηγηθεί στην κοινή γνώμη γιατί οι υπάλληλοι πρέπει να καταθέτουν ως μάρτυρες ενώπιον του Διαμεσολαβητή «εξ ονόματος και βάσει οδηγιών των διοικήσεων στις οποίες υπάγονται» και όχι βάσει της γνώσης που έχουν για τα γεγονότα που ερευνά ο Διαμεσολαβητής. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε να εκληφθεί ότι υπονοεί πως οι υπάλληλοι έχουν το δικαίωμα να ψεύδονται στο Διαμεσολαβητή εάν λάβουν τέτοιες οδηγίες. Είναι σαφές ότι κάτι τέτοιο δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης και ανοικτής διοίκησης και δεν πληροί τις απαιτήσεις της έννοιας της χρηστής διοίκησης, η οποία αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών (άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Συνεπώς, είναι σαφές ότι η πρόταση αυτή θα έπρεπε να διαγραφεί.

4.   Πληροφορίες σχετικά με πιθανές εγκληματικές ή παράνομες δραστηριότητες

Ο κ. Διαμαντούρος προτείνει, επίσης, να τροποποιηθεί το άρθρο 4 του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή, προκειμένου να εκχωρηθεί στον Διαμεσολαβητή ένας βαθμός διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την επιλογή των αρχών που θα ενημερώνει όταν, κατά τη διάρκεια των ερευνών που διενεργεί, περιέρχονται στη γνώση του γεγονότα τα οποία θεωρεί ότι θα μπορούσαν να σχετίζονται με εγκληματικές δραστηριότητες. Αντί της απλής ενημέρωσης των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπως προβλέπει η σημερινή διατύπωση του άρθρου 4, ο κ. Διαμαντούρος προτείνει να δοθεί στον Διαμεσολαβητή η επιλογή να ενημερώνει είτε τις εθνικές αρχές είτε τα αρμόδια θεσμικά ή άλλα όργανα της Ένωσης, όπως επί παραδείγματι την OLAF ή την μελλοντική ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή ή οιονδήποτε άλλο οργανισμό με αρμοδιότητα στο συγκεκριμένο πεδίο που ενδεχομένως δημιουργηθεί στο μέλλον.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε μάλιστα να ενδείκνυται περισσότερο η ενημέρωση αρχικά των ευρωπαϊκών θεσμικών ή άλλων οργάνων. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει στις περιπτώσεις όπου ο Διαμεσολαβητής εντοπίζει ύποπτες δραστηριότητες που σχετίζονται με απάτες κατά των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ ή με δραστηριότητες διαφθοράς, οι οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν με καταλληλότερο τρόπο μέσω των πειθαρχικών αρμοδιοτήτων των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων ή μπορούν να ερευνηθούν από την OLAF ή την μελλοντική ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή καλύτερα από ό,τι από τις εθνικές αρχές ενός και μόνο κράτους μέλους.

Επιπλέον, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, περιλαμβανομένου του προσωπικού του Διαμεσολαβητή, δεσμεύονται από την υποχρέωση να ενημερώνουν τους ανώτερούς τους ή την OLAF για κάθε πιθανή παράνομη δραστηριότητα, περιλαμβανομένων περιπτώσεων απάτης ή διαφθοράς που πλήττει τα συμφέροντα της Ένωσης.

5.   Συνεργασία με άλλους διεθνείς φορείς

Ο κ. Διαμαντούρος ζητεί επίσης την τροποποίηση του άρθρου 5 του καθεστώτος του Διαμεσολαβητή[2], προκειμένου να επιτραπεί στον Διαμεσολαβητή να συνεργάζεται με άλλους φορείς για την προαγωγή και προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Εν προκειμένω, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, αν και ορισμένοι –λίγοι στον αριθμό– εθνικοί Διαμεσολαβητές κρατών μελών έχουν κάποιες ειδικές αρμοδιότητες όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών (περιλαμβανομένου του δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη), κάτι τέτοιο δεν ισχύει για την πλειονότητά τους, όπως δεν ισχύει ούτε και για τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή. Ωστόσο, δεν χωρά αμφιβολία ότι, ως απλή συνεργασία, χωρίς συγκεκριμένες νέες αρμοδιότητες στο πεδίο αυτό που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έρθουν σε σύγκρουση με τις αρμοδιότητες των λοιπών θεσμικών ή άλλων οργάνων της Ένωσης, οι επαφές και η ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ του Διαμεσολαβητή και αυτών των διεθνών δομών θα μπορούσαν να ωφελήσουν αμφότερες τις πλευρές και να συμβάλουν στη βελτίωση των επιδόσεων του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή σε ό,τι αφορά την προώθηση της «χρηστής διοίκησης», η οποία αναγνωρίζεται ως θεμελιώδες δικαίωμα των ευρωπαίων πολιτών από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Στο μέτρο αυτό, η πρόταση του κ. Διαμαντούρου κρίνεται αποδεκτή.

6.   Άλλα ζητήματα

Ο κ. Διαμαντούρος προτείνει επίσης να διαγραφούν οι αναφορές στις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, καθώς η ισχύς της εν λόγω Συνθήκης έληξε το 2002. Για τον σκοπό αυτόν, προτείνονται οι τροπολογίες 1, 3 και 6 (πρώτο μέρος).

  • [1]  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ΕΕ L 145, 31.5.2001, σελ. 43.
  • [2]  «Στο μέτρο που αυτό μπορεί να συμβάλει στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δικών του ερευνών και να διασφαλίσει καλύτερα τα δικαιώματα και συμφέροντα των προσώπων που καταθέτουν καταγγελίες ενώπιόν του, ο Διαμεσολαβητής μπορεί να συνεργάζεται με τις ανάλογες αρχές που υπάρχουν σε ορισμένα κράτη μέλη, τηρουμένων των ισχυουσών εθνικών νομοθεσιών. Ο Διαμεσολαβητής δεν μπορεί να απαιτήσει μέσω αυτής της οδού έγγραφα στα οποία δεν θα είχε πρόσβαση βάσει του άρθρου 3».

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Αναφορών (8.1.2008)

προς την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων

σχετικά με την πρόταση απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που τροποποιεί την απόφασή του 94/262/ΕΚΑΧ, ΕΚ, Ευρατόμ της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του
(2006/2223(REG))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Μαρία Ματσούκα

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να διασφαλίσει τη δημοκρατικότητα της λειτουργίας της είχε πάντα ανάγκη -και η ανάγκη αυτή μεγαλώνει όσο η Ένωση διευρύνεται- της νομιμοποίησης από τους πολίτες της. Η νομιμοποίηση αυτή εξαρτάται άμεσα, μεταξύ άλλων, από την πεποίθηση της διασφάλισης και της ανάπτυξης ενός συστήματος αξιών που προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών.

Η πορεία ολοκλήρωσης της Ευρώπης βρίσκεται σε μια ιστορική στιγμή που έχει γίνει συνείδηση, όσο ποτέ άλλοτε, η ανάγκη επικοινωνίας της Ένωσης με τους ευρωπαίους πολίτες. Η επικοινωνία μεταξύ της Ένωσης και των πολιτών έχει πρωτίστως νόημα όταν η Ένωση λαμβάνει τα μηνύματα ανησυχίας των πολιτών και καταφέρνει να τους πείσει, ότι οι θεσμοί της βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια αντιμετώπισης των προσδοκιών τους. Για να είναι αξιόπιστη η προσπάθεια αυτή οφείλει να παρακολουθεί τις ιστορικές εξελίξεις και τις νέες απαιτήσεις που αυτές δημιουργούν για την εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης.

Η θεσμική δομή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι διαρθρωμένη με τρόπο που αναδεικνύει και σέβεται τη διττή υπόστασή της σε "Ένωση κρατών και Ένωση λαών". Οι θεσμοί της Ένωσης εκπροσωπούν τόσο τα κράτη όσο και τους πολίτες. Η εκπροσώπηση των πολιτών διασφαλίζεται μεν θεσμικά αλλά δεν εξαντλείται μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Όντας δικαιοκρακτικός θεσμός, ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής έχει κατεξοχήν στόχο την επιδίωξη της σωστής συμπεριφοράς των θεσμικών οργάνων και οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στους πολίτες, του σεβασμού δηλαδή των πολιτών από τα όργανα της Ένωσης και άρα μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη τους προς αυτά και, εν τέλει, προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Οι προτάσεις για την αναθεώρηση της αποφάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 9ης Μαρτίου 1994 σχετικά με το καθεστώς του διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του, όπως ενσωματώνεται στο Παράρτημα Χ του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,[1] αποκτούν ιδιαίτερο νόημα υπό το πρίσμα των παραπάνω παρατηρήσεων. Στο βαθμό που οι αλλαγές αυτές εξοπλίζουν τον Διαμεσολαβητή αποτελεσματικά προκειμένου να λειτουργεί όπως αξιώνει από αυτόν το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης, είναι σημαντικό να υιοθετηθούν.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Αναφορών καλεί την Επιτροπή Συνταγματικών Υποθέσεων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να λάβει υπόψη της τα ακόλουθα στοιχεία:

1. Παρέμβαση σε διαδικασία εκκρεμούσα ενώπιον δικαστικής αρχής

Λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του Οργανισμού (άρθρο 40, παράγραφος 2) και του Κανονισμού Διαδικασίας (άρθρο93) του Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), η δυνατότητα παροχής στοιχείων στο ΔΕΚ μπορεί μόνο να διευκολύνει τη δικαστική έρευνα. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να εκληφθεί ως παρέμβαση εφόσον το ίδιο το ΔΕΚ αποφασίζει, κατόπιν αιτήματος, αν θα επωφεληθεί μιας μαρτυρίας ή όχι. Αλλιώς, θα ήταν σαν να αμφισβητούσαμε την κρίση του ΔΕΚ·

2. Πρόσβαση στα έγγραφα

Όσον αφορά τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που ήδη βρίσκονται στην κατοχή των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, διασφαλίζεται η πληρέστερη πληροφόρηση του Διαμεσολαβητή και άρα η διατύπωση ορθότερων συστάσεων από πλευράς του. Προστατεύεται δηλαδή καλύτερα ο πολίτης. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, ο Διαμεσολαβητής δεν δύναται να κοινοποιήσει τα έγγραφα αυτά·

3. Κατάθεση των υπαλλήλων των κοινοτικών οργάνων ως μαρτύρων

Όσον αφορά την κατάθεση ενός υπαλλήλου ή μέλους προσωπικού των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων βάσει οδηγιών των διοικήσεών τους, ο τρόπος με τον οποίον είναι διατυπωμένη η σχετική διάταξη διακυβεύει το κύρος των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας. Είναι σαν να θεωρούμε πως οι θεσμοί μπορεί να έχουν κάτι να κρύψουν και να ξεχνάμε πως οι θεσμοί βρίσκονται ή οφείλουν να βρίσκονται στην υπηρεσία των πολιτών. Οι υπάλληλοι πρέπει να δεσμεύονται μόνον από τους σχετικούς κανόνες του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων.

4. Πληροφορίες σχετικά με περιστατικά που αναφέρονται στη διάπραξη αδικήματος που υπόκειται στο ποινικό δίκαιο

Οσάκις ο διαμεσολαβητής ανακαλύπτει περιστατικά που αναφέρονται στη διάπραξη αδικήματος που υπόκειται στο ποινικό δίκαιο, δεν μπορεί να υπάρχει βάσιμη αντίρρηση στο να έχει τη δυνατότητα ενημέρωσης του αρμόδιου κοινοτικού οργάνου η ακόμα του OLAF, στο μέτρο που αυτό βοηθά την αποτελεσματικότητα της απόδοσης ευθυνών και δικαιοσύνης·

5. Συνεργασία στα πλαίσια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

Η δυνατότητα συνεργασίας με θεσμούς υπεράσπισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να είναι δυνατή ως κάτι αυτονόητο. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίζεται ότι αυτή η συνεργασία πρέπει να διενεργείται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 5 της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το καθεστώς του διαμεσολαβητή και τους γενικούς όρους άσκησης των καθηκόντων του.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

20.12.2007

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

23

1

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Robert Atkins, Inés Ayala Sender, Thijs Berman, Simon Busuttil, Carlos Carnero González, Marie-Hélène Descamps, Glyn Ford, David Hammerstein, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, András Gyürk, José Javier, Marcin Libicki, Μανώλης Μαυρομμάτης, David Martin, Jean-Claude Martinez, Μαρία Ματσούκα, Kathy Sinnott, Margie Sudre, Αντώνιος Τρακατέλλης, Dushana Zdravkova, Rainer Wieland

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

 

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 178, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Jorgo Chatzimarkakis, José Javier Pomés Ruiz, Mihaela Popa, Grażyna Staniszewska

  • [1]  ΕΕ L 113, 4.5.1004, σ. 15. Απόφαση η οποία τροποποιήθηκε από την απόφαση 2002/262/ΕΚ,ΕΚΑΧ, Ευρατόμ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 14ης Μαρτίου 2002 (ΕΕ L 92, 9.4.2002, σ. 13).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

10.3.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

19

0

3

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jim Allister, Enrique Barón Crespo, Jens-Peter Bonde, Richard Corbett, Brian Crowley, Jean-Luc Dehaene, Andrew Duff, Maria da Assunção Esteves, Ingo Friedrich, Bronisław Geremek, Anneli Jäätteenmäki, Sylvia-Yvonne Kaufmann, Timothy Kirkhope, Jo Leinen, Íñigo Méndez de Vigo, József Szájer, Riccardo Ventre, Душана Здравкова

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Carlos Carnero González, Kathy Sinnott, Alexander Stubb, Κώστας Μποτόπουλος

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Claude Turmes