ΕΚΘΕΣΗ με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία
15.9.2008 - (2008/2096(INI))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: József Szájer
(Πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού)
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
με συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με την προσαρμογή των νομοθετικών πράξεων στη νέα απόφαση για την επιτροπολογία
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την απόφαση 1999/468/ΕΚ της 28ης Ιουλίου 1999 του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[1], όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου[2] (εφεξής καλούμενη «απόφαση για την επιτροπολογία»),
– έχοντας υπόψη τη δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2006 για την τροποποίηση της απόφασης 1999/468/ΕΚ περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (2006/512/ΕΚ)[3],
– έχοντας υπόψη τη συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής όσον αφορά τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης του Συμβουλίου 1999/468/ΕΚ για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ[4],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 192, παράγραφος 2, και το άρθρο 202 της Συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 290 και 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 39 και 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την απόφασή του της 8ης Μαΐου 2008 σχετικά με τη σύναψη διοργανικής συμφωνίας μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ[5],
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6‑0345/2008),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι, για λόγους ποιότητας της νομοθεσίας, καθίσταται ολοένα και πιο αναγκαία η ανάθεση στην Επιτροπή της ανάπτυξης των μη ουσιωδών και πιο τεχνικών πτυχών της νομοθεσίας, καθώς και η έγκαιρη προσαρμογή της, ώστε να λαμβάνει υπόψη την τεχνολογική πρόοδο και τις οικονομικές αλλαγές· λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω ανάθεση αρμοδιοτήτων πρέπει να διευκολυνθεί με την παροχή προς τον νομοθέτη των θεσμικών μέσων για τον έλεγχο της άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι τούδε ο νομοθέτης της Ένωσης δεν είχε άλλη επιλογή από τη χρήση του άρθρου 202 της Συνθήκης ΕΚ για την εν λόγω ανάθεση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφυγή σε αυτήν τη διάταξη δεν υπήρξε ικανοποιητική, καθώς αναφέρεται στις εκτελεστικές εξουσίες της Επιτροπής και στις διαδικασίες ελέγχου στις οποίες υπόκεινται αυτές οι εξουσίες, διαδικασίες που αποφασίζονται από το Συμβούλιο με ομοφωνία μετά από απλή διαβούλευση με το Κοινοβούλιο· λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εν λόγω διαδικασίες ελέγχου βασίζονται ουσιαστικά στη δράση των επιτροπών που απαρτίζονται από δημόσιους υπαλλήλους των κρατών μελών, και ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποκλείστηκε από όλες τις διαδικασίες αυτές έως την έγκριση της απόφασης του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, της απόφασης για την επιτροπολογία εισάγει μέτρα στο πλαίσιο των οποίων ένα βασικό νομοθετικό μέσο εγκριθέν με συναπόφαση προβλέπει μέτρα γενικής εμβέλειας που αποσκοπούν στην τροποποίηση μη ουσιωδών στοιχείων του εν λόγω μέσου, μεταξύ άλλων με τη διαγραφή ορισμένων εξ αυτών των στοιχείων ή με τη συμπλήρωση του μέσου με την προσθήκη νέων μη ουσιωδών στοιχείων· λαμβάνοντας υπόψη ότι εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης να καθορίσει, κατά περίπτωση, τα ουσιώδη στοιχεία κάθε νομοθετικής πράξης που μπορούν να τροποποιηθούν μόνο μέσω νομοθετικής διαδικασίας,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση για την επιτροπολογία θέτει τα αποκαλούμενα «οιονεί νομοθετικά» μέτρα σε κανονιστική διαδικασία με έλεγχο, στο πλαίσιο της οποίας το Κοινοβούλιο συμμετέχει πλήρως στον έλεγχο αυτών των μέτρων και μπορεί να αντιτίθεται σε σχέδια μέτρων που προτείνονται από την Επιτροπή και τα οποία υπερβαίνουν τις εκτελεστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στο βασικό μέσο ή σε σχέδιο πράξης που δεν είναι συμβατό με τον σκοπό ή το περιεχόμενο του βασικού μέσου ή που δεν σέβεται τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα διαδικασία εγγυάται τον δημοκρατικό έλεγχο των εκτελεστικών μέτρων όταν είναι οιονεί νομοθετικής φύσεως, θέτοντας αμφότερους τους συν-νομοθέτες, Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, σε ισότιμη βάση και κατά συνέπεια θέτει τέλος σε μία από τις πιο σοβαρές πτυχές του δημοκρατικού ελλείμματος στην Ένωση· λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόφαση για την επιτροπολογία θα επιτρέψει την ανάθεση των πιο τεχνικών πτυχών της νομοθεσίας και της προσαρμογής αυτής στην Επιτροπή, διασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη συγκέντρωση του νομοθέτη στις ουσιώδεις πτυχές και στη βελτίωση της ποιότητας του κοινοτικού δικαίου,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο δεν είναι προαιρετική αλλά υποχρεωτική όταν τα εκτελεστικά μέτρα διαθέτουν τα χαρακτηριστικά που ορίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2 της απόφασης για την επιτροπολογία,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα προσαρμογή του κεκτημένου με τη νέα απόφαση για την επιτροπολογία δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν νομοθετικά μέσα που προβλέπουν εκτελεστικά μέτρα επί των οποίων θα πρέπει να εφαρμοστεί η νέα κανονιστική διαδικασία,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι τις προϋποθέσεις του άρθρου 2, παράγραφος 2 της απόφασης για την επιτροπολογία ενδέχεται να πληρούν όχι μόνο τα εκτελεστικά μέτρα που μέχρι τούδε υπόκειντο στην κανονιστική διαδικασία, αλλά και ορισμένα από τα μέτρα που υπόκεινται στις διαδικασίες διαχείρισης ή διαβούλευσης,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας εισάγει μια ιεράρχηση κανόνων και θεσπίζει την «κατ’ εξουσιοδότηση πράξη», όπου «με νομοθετική πράξη […] ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης μη νομοθετικών πράξεων γενικής ισχύος που συμπληρώνουν ή τροποποιούν ορισμένα μη ουσιώδη στοιχεία της νομοθετικής πράξης»· λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας αντιμετωπίζει επίσης τις εκτελεστικές πράξεις κατά νέο τρόπο και προβλέπει ειδικότερα τη συναπόφαση μεταξύ του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ως τη διαδικασία έγκρισης του κανονισμού που θεσπίζει τους μηχανισμούς ελέγχου των εκτελεστικών πράξεων εκ μέρους των κρατών μελών,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εφαρμογή των συναφών διατάξεων της Συνθήκης της Λισαβόνας θα απαιτήσει εντατική και περίπλοκη διαδικασία διοργανικών διαπραγματεύσεων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα διαδικασία προσαρμογής θα πρέπει συνεπώς να συμπληρωθεί το συντομότερο δυνατόν και οπωσδήποτε πριν τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σε περίπτωση που τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας, θα χρειαστεί η μετάβαση προς μια νέα –πιο σύνθετη– προσαρμογή του κεκτημένου με τις διατάξεις του άρθρου 290 της Συνθήκης σχετικά με τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη μεταβίβαση νομοθετικών αρμοδιοτήτων· λαμβάνοντας υπόψη ότι μολονότι ο ορισμός της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης στη Συνθήκη της Λισαβόνας είναι παρόμοιος με την έννοια του «οιονεί νομοθετικού» μέτρου περιλαμβάνεται στην απόφαση για την επιτροπολογία, οι δύο έννοιες δεν είναι ταυτόσημες και οι δύο διαδικασίες που προβλέπουν τα μέσα αυτά είναι εντελώς διαφορετικές· συνεπώς, η τρέχουσα προσαρμογή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επακριβές προηγούμενο για το μέλλον,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, για τον ίδιο λόγο, τα αποτελέσματα της τρέχουσας προσαρμογής σε σχέση με κάθε επιμέρους νομικό μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν προηγούμενο για το μέλλον,
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι φαίνεται σκόπιμο να συμφωνήσουν τα θεσμικά όργανα μεταξύ τους επί ενός κειμένου πρότυπο για τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, το οποίο η Επιτροπή θα ενσωματώνει στο σχέδιο νομοθετικής πράξης, μολονότι οι νομοθέτες θα έχουν τη δυνατότητα τροποποίησής του· λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι απαραίτητο να εγκριθεί με συναπόφαση ο κανονισμός που θεσπίζει τους μηχανισμούς για έλεγχο εκ μέρους των κρατών μελών των εκτελεστικών πράξεων, σύμφωνα με το άρθρο 291 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
1. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο, βάσει των συναφών άρθρων της Συνθήκης ΕΚ, νομοθετικές προτάσεις που θα ολοκληρώνουν την προσαρμογή στις διατάξεις της επιτροπολογίας· ζητεί οι εν λόγω προτάσεις να καταρτισθούν υπό το φως των διοργανικών συζητήσεων και να αφορούν συγκεκριμένα τον κατάλογο νομοθετικών πράξεων που παρατίθενται στο Παράρτημα·
2. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει σχετικές νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή των εναπομεινουσών νομοθετικών πράξεων με την απόφαση για την επιτροπολογία, και ιδιαίτερα αυτών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα·
3. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, σε περίπτωση που οι τρέχουσες διαδικασίες προσαρμογής δεν ολοκληρωθούν πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις απαραίτητες νομοθετικές προτάσεις για προσαρμογή των νομικών πράξεων που δεν έχουν ακόμη ευθυγραμμιστεί, στο νέο καθεστώς που προβλέπεται από το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
4. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, εν πάση περιπτώσει, μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, τις απαιτούμενες νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή του συνόλου του κοινοτικού κεκτημένου στο νέο αυτό καθεστώς·
5. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν το σχέδιο νομοθετικής πρότασης για τον κανονισμό που θεσπίζει εκ των προτέρων τους κανόνες και τις γενικές αρχές που αφορούν τον μηχανισμό ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών εξουσιών από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 291, παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
6. ζητεί τη χορήγηση πρόσθετων πόρων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για όλες τις διαδικασίες επιτροπολογίας, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της τρέχουσας μεταβατικής περιόδου, αλλά και κατά την προετοιμασία για το ενδεχόμενο της έναρξης ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι κάθε διαδικασία επιτροπολογίας μεταξύ των τριών θεσμικών οργάνων λειτουργεί ικανοποιητικά·
7. διαπιστώνει ότι οι συστάσεις αυτές σέβονται την αρχή της επικουρικότητας και τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών·
8. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα καθώς και τις επισυναπτόμενες λεπτομερείς συστάσεις στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο, καθώς και στα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ:
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΜΕΝΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
Το Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει τις δέουσες νομοθετικές προτάσεις για την προσαρμογή των εναπομεινουσών νομοθετικών πράξεων προς την απόφαση 1999/468/ΕΚ της 28ης Ιουνίου 1999 όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2006/512/ΕΚ, και συγκεκριμένα:
- της οδηγίας 2000/15/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Απριλίου 2000 για την τροποποίηση της οδηγίας 64/432/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προβλημάτων υγειονομικού ελέγχου στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών βοοειδών και χοιροειδών[1]·
- της οδηγίας 2000/25/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000 σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών ρυπογόνων αερίων και σωματιδίων από κινητήρες προοριζόμενους για την πρόωση γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ[2]·
– του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1760/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2000 για τη θέσπιση συστήματος αναγνώρισης και καταγραφής των βοοειδών και την επισήμανση του βοείου κρέατος και των προϊόντων με βάση το βόειο κρέας καθώς και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 820/97 του Συμβουλίου[3]·
- της οδηγίας 2001/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001 για τροποποίηση της οδηγίας 92/23/ΕΟΚ σχετικά με τα ελαστικά των οχημάτων με κινητήρα και των ρυμουλκουμένων τους και με την εγκατάστασή τους σε αυτά[4]·
- της οδηγίας 2001/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2001 για την τροποποίηση της οδηγίας 95/53/ΕΚ για τον καθορισμό των αρχών οργάνωσης των επίσημων ελέγχων στον τομέα της διατροφής και των ζώων καθώς και των οδηγιών 70/524/ΕΟΚ, 96/25/ΕΚ και 1999/29/ΕΚ σχετικά με τη διατροφή των ζώων[5]·
– της απόφασης αριθ. 676/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Μαρτίου 2002 σχετικά με ένα κανονιστικό πλαίσιο για την πολιτική του ραδιοφάσματος στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (απόφαση ραδιοφάσματος)[6]·
- της οδηγίας 2002/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Οκτωβρίου 2002 για την τροποποίηση των οδηγιών 90/425/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις υγειονομικές απαιτήσεις για τα ζωικά υποπροϊόντα[7]·
- της οδηγίας 2004/3/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για την τροποποίηση των οδηγιών 70/156/ΕΟΚ και 80/1268/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τη μέτρηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και της κατανάλωσης καυσίμων των οχημάτων της κατηγορίας N1[8]·
- της οδηγίας 2004/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για την κατάργηση ορισμένων οδηγιών σχετικών με την υγιεινή των τροφίμων και τους υγειονομικούς όρους για την παραγωγή και διάθεση στην αγορά ορισμένων προϊόντων ζωικής προέλευσης που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση και για την τροποποίηση των οδηγιών 89/662/ΕΟΚ και 92/118/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης 95/408/ΕΚ του Συμβουλίου[9]·
- της οδηγίας 2005/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουλίου 2005 για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/32/ΕΚ σχετικά με την περιεκτικότητα των καυσίμων πλοίων σε θείο[10]·
- της οδηγίας 2005/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την έγκριση τύπου οχημάτων με κινητήρα όσον αφορά τη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης, ανακύκλωσης και ανάκτησής τους, καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου[11]·
- της οδηγίας 2006/40/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τις εκπομπές των συστημάτων κλιματισμού των μηχανοκίνητων οχημάτων και για την τροποποίηση της οδηγίας 70/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου[12]·
– του κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1083/2006 της 11ης Ιουλίου 2006 περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999[13]·
- του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1905/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2006 για τη θέσπιση μηχανισμού χρηματοδότησης της αναπτυξιακής συνεργασίας[14].
- [1] ΕΕ L 105 της 3.5.2000, σ. 34.
- [2] ΕΕ L 173 της 12.7.2000, σ. 1.
- [3] ΕΕ L 204 της 11.8.2000, σ. 1.
- [4] ΕΕ L 211 της 4.8.2001, σ. 25.
- [5] ΕΕ L 234 της 1.9.2001, σ. 55.
- [6] ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 1.
- [7] ΕΕ L 315 της 19.11.2002, σ. 14.
- [8] ΕΕ L 49 της 19.2.2004, σ. 36.
- [9] ΕΕ L 195 της 2.6.2004, σ. 12.
- [10] ΕΕ L 191 της 22.7.2005, σ. 59.
- [11] ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 10.
- [12] ΕΕ L 161 της 14.6.2006, σ. 12
- [13] ΕΕ L 210 της 31.7.2006, σ. 25.
- [14] ΕΕ L 378 της 27.12.2006, σ. 41.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η απόφαση 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 περί καθορισμού των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή[1] τροποποιήθηκε από την απόφαση 2006/512/ΕΚ του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 2006[2]. Το άρθρο 5α της τροποποιημένης απόφασης 1999/468/ΕΚ εισάγει τη νέα «κανονιστική διαδικασία με έλεγχο» (ΚΔΕ) για μέτρα γενικής εμβέλειας με αντικείμενο την τροποποίηση μη ουσιαστικών στοιχείων της εν λόγω πράξης, μεταξύ άλλων με την κατάργηση ορισμένων εξ αυτών των στοιχείων ή με τη συμπλήρωσή τους μέσω της προσθήκης νέων μη ουσιαστικών στοιχείων.
Μετά την προσαρμογή 26 πράξεων προτεραιότητας, καθώς και την εξέταση της ισχύουσας νομοθεσίας και των διαδικασιών εν εξελίξει[3], η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε ορισμένες προτάσεις που συνολικά καλύπτουν 225 νομοθετικές πράξεις προς προσαρμογή στη νέα κανονιστική διαδικασία με έλεγχο (ΚΔΕ).
Στην απόφασή της τής 12ης Δεκεμβρίου 2007 η Διάσκεψη των Προέδρων όρισε καταρχήν την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων ως αρμόδια επιτροπή για εξέταση αυτής της «προσαρμογής προς τους κανόνες της επιτροπολογίας» και τις εξειδικευμένες επιτροπές ως γνωμοδοτικές (με αντίστροφη ρύθμιση για τις πράξεις που απαρτίζουν το δεύτερο μέρος του Καταλόγου 2 στην ανακοίνωση της Επιτροπής COM(2007)0740). Η Διάσκεψη των Προέδρων των Επιτροπών συμφώνησε στις 15 Ιανουαρίου 2008 επί των λεπτομερειών υλοποίησης της συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και των άλλων εμπλεκόμενων επιτροπών.
Ο εισηγητής πρότεινε σε άλλες επιτροπές να εγκριθεί το ταχύτερο δυνατόν η δέσμη μέτρων για την προσαρμογή, προκειμένου η ΚΔΕ να αρχίσει να εφαρμόζεται στο ισχύον κεκτημένο πριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας (όπου το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιέχει σημαντικές διατάξεις για τις «κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις», που θα αντικαταστήσουν την ΚΔΕ, αλλά που θα απαιτήσουν κάποιο χρόνο έως ότου εγκριθούν μέσω της διαδικασίας συναπόφασης). Κατά συνέπεια, τέσσερις εκθέσεις σχετικά με τις αποκαλούμενες προτάσεις omnibus, καθώς και αυτές που εξετάζουν προτάσεις αναδιατύπωσης, περιείχαν περιορισμένο αριθμό τροπολογιών προτεινόμενων από άλλες επιτροπές στις γνωμοδοτήσεις τους, και οι οποίες ελήφθησαν κυρίως με τη μορφή επιστολής. Ορισμένες τεχνικής φύσεως τροποποιήσεις, με στόχο τη διευκρίνιση διατάξεων που εντοπίζονται από το Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, προτάθηκαν πριν από την τελική ψηφοφορία στη σύνοδο της Ολομέλειας. Ο εισηγητής πρότεινε επίσης κάθε νομοθετική πράξη εν ισχύι, που δεν εμπίπτει στις υφιστάμενες προτάσεις της Επιτροπής για προσαρμογή και που περιέχει διατάξεις περί επιτροπολογίας που εμπίπτουν στη ΚΔΕ, να αποτελεί αντικείμενο έκθεσης πρωτοβουλίας (INI), δυνάμει του άρθρου 192 της Συνθήκης ΕΚ, που πρέπει να εγκριθεί το συντομότερο δυνατόν. Οι πράξεις που ορίζουν οι διάφορες επιτροπές του Κοινοβουλίου παρουσιάζονται στο παράρτημα της παρούσας έκθεσης.
Επιπλέον, ενόψει των συμβιβασμών που ενδέχεται να απαιτηθούν στο πλαίσιο κάθε μίας εκ των αποκαλούμενων προτάσεων omnibus, όχι μόνο είναι απαραίτητο να ζητηθεί από την Επιτροπή να συμπληρώσει τις υφιστάμενες προτάσεις της με νέες, εξετάζοντας τις νομικές πράξεις που διαπιστώθηκε ότι δεν έχουν τύχει καμίας επεξεργασίας μέχρι τούδε, αλλά θα πρέπει επίσης να δηλώσει ρητώς ότι η παρούσα προσαρμογή δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να δημιουργήσει προηγούμενο για τις μελλοντικές προσαρμογές του κεκτημένου με τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης της Λισαβόνας. Παράδειγμα μιας τέτοιας κατάστασης αποτελεί η οδηγία 2005/36 σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων[4] (πράξη που εξετάζεται στο σημείο 7.1 της πρότασης omnibus 1[5]), για το άρθρο 61 της οποίας το Κοινοβούλιο έκρινε ότι θα πρέπει να εφαρμοστεί η ΚΔΕ, λαμβάνοντας υπόψη ότι μια γενική παρέκκλιση για οιοδήποτε κράτος μέλος θα αποτελεί μέτρο γενικής εμβέλειας (λόγω των επιπτώσεών του σε κάθε ενδιαφερόμενο μέρος από κάθε άλλο κράτος μέλος)[6]. Κατόπιν περαιτέρω συζήτησης μεταξύ των θεσμικών οργάνων, το Κοινοβούλιο αποδέχθηκε την πάγια κανονιστική διαδικασία στο εν λόγω άρθρο, βάσει του συλλογισμού ότι οι εν λόγω παρεκκλίσεις θα εφάρμοζαν (και δεν θα τροποποιούσαν) τη βασική πράξη. Η Επιτροπή πρότεινε δήλωση σχετικά με μελλοντική αναθεώρηση της οδηγίας 2005/36, και το Κοινοβούλιο θα πρέπει να επιφυλαχθεί του δικαιώματός του ως νομοθέτης να τροποποιήσει τις διατάξεις περί επιτροπολογίας της εν λόγω οδηγίας κατά την προσαρμογή της προς τη Συνθήκη της Λισαβόνας.
Τέλος, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει επαρκείς νομοθετικές προτάσεις για όλες τις πράξεις που για οιονδήποτε λόγο δεν έχουν εγκαίρως προσαρμοσθεί προσηκόντως προς την ΚΔΕ, καθώς και συγκεκριμένες προτάσεις για την προσαρμογή του συνόλου του κοινοτικού κεκτημένου προς τη Συνθήκη της Λισαβόνας (αναφορικά με το άρθρο 290 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις και τον κανονισμό σχετικά με τις «εκτελεστικές πράξεις» σύμφωνα με το άρθρο 291).
- [1] ΕΕ C 203 της 17.7.1999, σ. 1.
- [2] ΕΕ L 200 της 22.7.2006, σ. 11.
- [3] COM(2007)0740.
- [4] ΕΕ L 255 της 30.9.2005, σ. 22.
- [5] COM(2007)0741.
- [6] βλ. νομολογία του Δικαστηρίου: υπόθεση C-168/93, Κυβέρνηση του Γιβραλτάρ και Gibraltar Development Corporation κατά Συμβουλίου [1993] Συλλογή I-4009, παράγραφος 13· συνεκδικασθείσες υποθέσεις 103/78 έως 109/78, Société des Usines de Beauport κατά Συμβουλίου [1979] Συλλογή 17, παράγραφοι 15 έως 19.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
9.9.2008 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
24 0 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Marek Aleksander Czarnecki, Bert Doorn, Monica Frassoni, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Othmar Karas, Piia-Noora Kauppi, Klaus-Heiner Lehne, Katalin Lévai, Antonio Masip Hidalgo, Hans-Peter Mayer, Manuel Medina Ortega, Hartmut Nassauer, Aloyzas Sakalas, Francesco Enrico Speroni, Daniel Strož, Rainer Wieland, Jaroslav Zvěřina, Tadeusz Zwiefka |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Vicente Miguel Garcés Ramón, Jean-Paul Gauzès, Γεώργιος Παπαστάμκος, Gabriele Stauner, József Szájer, Jacques Toubon, Ieke van den Burg |
|||||
Αναπληρωτές (άρθρο 178 παράγραφος 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Renate Weber |
|||||