ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – 24η ετήσια έκθεση της Επιτροπής
22.9.2008 - (2008/2046(INI))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγήτρια: Lidia Joanna Geringer de Oedenberg
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – 24η ετήσια έκθεση της Επιτροπής
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την 24η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2006) (COM(2007)0398),
– έχοντας υπόψη τα έγγραφα εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής (SEC(2007)0975 και SEC(2007)0976),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 με τίτλο "Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων – εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου" (COM(2007)0502),
– έχοντας υπόψη την οδηγία 86/378/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1986 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης[1],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1996 σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για τη γονική άδεια, η οποία συνήφθη από τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Επιχειρήσεων (UNICE), το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημοσίων Επιχειρήσεων (CEEP) και την Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικαλιστικών Οργανώσεων (CES)[2],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 96/97/ΕΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1996 που τροποποιεί την οδηγία 86/378/ΕΟΚ για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης[3],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής[4],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2000 για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία[5],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας[6],
– έχοντας υπόψη την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών[7],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 21ης Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με την 23η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (2005)[8],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 και το άρθρο 112, παράγραφος 2, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A6‑0363/2008),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αποτελεσματικότητα των πολιτικών της ΕΕ καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εφαρμογή τους σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και ότι η συμμόρφωση των κρατών μελών με την κοινοτική νομοθεσία πρέπει να υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο και παρακολούθηση, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι αυτή αναπτύσσει τα επιθυμητά θετικά αποτελέσματα στην καθημερινή ζωή των πολιτών,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατάλληλη παρακολούθηση της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου δεν συνίσταται απλώς στην αξιολόγηση της μεταφοράς με ποσοτικούς όρους, αλλά και στην αξιολόγηση της ποιότητας της μεταφοράς και των πρακτικών που ακολουθούνται κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συνολικός αριθμός των διαδικασιών επί παραβάσει που κίνησε η Επιτροπή, έπειτα από σταθερή αύξηση τα προηγούμενα έτη, ανήλθε συνολικά στις 2.653 διαπιστωμένες παραβάσεις το 2005 και μειώθηκε ελαφρώς –στις 2.518– το 2006, καθώς και ότι η προσχώρηση των 10 νέων κρατών μελών δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει τον αριθμό των καταχωρισμένων παραβιάσεων,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, όσον αφορά την ΕΕ των 25, ο αριθμός των διαδικασιών που κινήθηκαν το 2006 για μη κοινοποίηση των μέτρων μεταφοράς μειώθηκε κατά 16% σε σύγκριση με το 2005, από 1.079 σε 904 υποθέσεις, λόγω της μείωσης του αριθμού των οδηγιών των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληγε το έτος αυτό (από 123 το 2005 σε 108 το 2006) και λόγω της πιο έγκαιρης κοινοποίησης από τα κράτη μέλη,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα στατιστικά στοιχεία για το 2006 που παρέθεσε η Επιτροπή δείχνουν ότι τα δικαστήρια σε πολλά κράτη μέλη διστάζουν να κάνουν χρήση των προδικαστικών αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 234 της Συνθήκης ΕΚ, κάτι που μπορεί να οφείλεται στην ακόμη ανεπαρκή κατανόηση του κοινοτικού δικαίου,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο επιτάσσει οι ευρωπαίοι πολίτες να έχουν πρόσβαση σε ισότιμες συνθήκες όχι μόνο απέναντι στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και απέναντι στην εθνική νομοθεσία μεταφοράς και ότι, συνεπώς, συνιστάται, στο πλαίσιο της εκπνοής των προθεσμιών μεταφοράς μιας ευρωπαϊκής διάταξης, τα κράτη μέλη πέραν της ρητής αναφοράς στις διατάξεις μεταφοράς, να δημοσιεύουν στην Επίσημη Εφημερίδα ποιες είναι οι εθνικές διατάξεις που εφαρμόζουν την εν λόγω διάταξη και ποιες είναι οι αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή τους,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελίες των πολιτών δεν διαδραματίζουν συμβολικό μόνο ρόλο στην οικοδόμηση της "Ευρώπης των πολιτών", αλλά επίσης αποτελούν ένα μετρήσιμο και αποδοτικό μέσο ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναφορές στο Κοινοβούλιο αποτελούν ένα πολύτιμο μέσο προκειμένου να διαπιστώνονται οι παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου στα κράτη μέλη και ότι τα τελευταία έτη ο αριθμός των αναφορών έχει αυξηθεί σημαντικά, με περίπου 1.000 αναφορές να έχουν υποβληθεί το 2006,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θέματα που θίγουν συνήθως οι αναφορές αφορούν την αναγνώριση των τίτλων σπουδών και των επαγγελματικών προσόντων, τη φορολογία, το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην επικράτεια των κρατών μελών και προβλήματα που σχετίζονται με διακρίσεις,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι το 2006 ο αριθμός των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή παρέμεινε σταθερός στις 3.830· λαμβάνοντας υπόψη ότι το 75% των καταγγελιών που ελήφθησαν δεν ενέπιπτε στο πεδίο αρμοδιότητας του Διαμεσολαβητή, διότι επρόκειτο για θέματα που αφορούσαν τις εθνικές ή τις περιφερειακές αρχές στα κράτη μέλη, και, όπως τα προηγούμενα έτη, το 70% των ερευνών που κίνησε ο Διαμεσολαβητής αφορούσε την Επιτροπή,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αρχή της μη διάκρισης αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνδέεται άμεσα με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ιδίως στο πλαίσιο της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, των υπηρεσιών, των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων, και διασφαλίζει την ισότητα των δικαιωμάτων και των ευκαιριών σε όλους τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ιθαγένεια της Ένωσης, όπως ορίζεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, εγγυάται στους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην επικράτεια των κρατών μελών, μαζί με διάφορα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία προασπίζονται τα θεσμικά όργανα της Ένωσης,
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προθεσμία μεταφοράς της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η οποία γενικεύει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην επικράτεια των κρατών μελών, είχε οριστεί για το 2006,
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι φοιτητές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία ή την πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως π.χ. εμπόδια διοικητικής φύσεως ή συστήματα ποσοστώσεων (που συνιστούν διάκριση σε βάρος των αλλοδαπών φοιτητών που επιθυμούν να εγγραφούν στα πανεπιστήμια), και ότι η ΕΕ μπορεί να επέμβει μόνο στις περιπτώσεις διάκρισης λόγω ιθαγένειας,
ΙΕ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 39 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι η ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων συνεπάγεται την κατάργηση κάθε διακρίσεως κατά των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη, όσον αφορά την απασχόληση, την αμοιβή και τους λοιπούς όρους εργασίας, και ότι το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο περιέχει μια ολόκληρη σειρά διατάξεων για την αποτελεσματική καταπολέμηση των διακρίσεων αυτού του είδους,
ΙΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ του βαθμού στον οποίο ένα κράτος μέλος εφαρμόζει το κοινοτικό δίκαιο, μεταξύ άλλων και στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, και της ικανότητας του εν λόγω κράτους μέλους να απορροφά τα κονδύλια που διατίθενται για βασικά σχέδια επενδύσεων, υποδομών και εκσυγχρονισμού,
Η ετήσια έκθεση για το 2006 και η ανάληψη δράσης με βάση το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 21ης Φεβρουαρίου 2008
1. επικροτεί την ανωτέρω ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 και τη δέσμευσή της να βελτιώσει τις μεθόδους εργασίας που χρησιμοποιεί με σκοπό να ορίσει τις προτεραιότητες και να ελέγξει αποτελεσματικότερα τις διαδικασίες οι οποίες έχουν διεξαχθεί μέχρι τούδε και τη διαχείρισή τους· εκφράζει, ωστόσο, τη λύπη του διότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη απαντήσει ούτε έχει δώσει συνέχεια στο προαναφερθέν ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 21ης Φεβρουαρίου 2008, στο οποίο το Κοινοβούλιο ζητεί από την Επιτροπή να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες για διάφορες πτυχές της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, με ιδιαίτερη αναφορά στην κατάρτιση της προαναφερθείσας νέας μεθόδου εργασίας·
2. εκφράζει έντονους φόβους ότι η νέα μέθοδος εργασίας που προβλέπει την παραπομπή στο οικείο κράτος μέλος (υπεύθυνο in primis για τη μη ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου) των καταγγελιών που λαμβάνει η Επιτροπή, ενδέχεται να την εμποδίσει από την άσκηση του θεσμικού της καθήκοντος ως "θεματοφύλακα των συνθηκών" να μεριμνά για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, όπως ορίζει το άρθρο 211 της Συνθήκης ΕΚ· επισημαίνει ότι η Επιτροπή είναι συχνά το μόνο όργανο στο οποίο οι πολίτες μπορούν να καταφύγουν σε τελευταίο βαθμό, προκειμένου να καταγγείλουν τη μη ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου· καλεί μετ' επιτάσεως την Επιτροπή να υποβάλει στο Κοινοβούλιο μία πρώτη έκθεση έως τον Νοέμβριο 2008 σχετικά με τις διαδικασίες που ακολουθούνται και τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του πιλοτικού σχεδίου που ξεκίνησε στις 15 Απριλίου 2008 και που περιλαμβάνει 15 κράτη μέλη·
3. τονίζει ότι, δυνάμει του άρθρου 211 της Συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή αποτελεί το θεσμικό όργανο που είναι αρμόδιο να διασφαλίζει ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις της Συνθήκης και τα μέτρα που λαμβάνονται από τα θεσμικά όργανα σύμφωνα με αυτές, και, δυνάμει του άρθρου 226, έχει την αρμοδιότητα να κινήσει διαδικασία κατά κράτους μέλους το οποίο δεν τηρεί υποχρέωση που απορρέει από τη Συνθήκη·
4. καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να εφαρμόσει ευρέως την αρχή σύμφωνα με την οποία κάθε αλληλογραφία που ενδέχεται να καταγγέλλει μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου πρέπει να καταχωρίζεται ως καταγγελία, εκτός και αν αυτή εμπίπτει στις εξαιρετικές περιστάσεις που προβλέπονται στο σημείο 3 του παραρτήματος της ανακοίνωσης της Επιτροπής για τις σχέσεις με τον καταγγέλλοντα στον τομέα των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου (COM(2002)0141)· ζητεί από την Επιτροπή να ενημερώνει το Κοινοβούλιο για τον τρόπο με τον οποίο θα τηρείται η εν λόγω αρχή όταν εφαρμοστεί η νέα μέθοδος· καλεί μετ’ επιτάσεως την Επιτροπή να ενημερώνει και να συμβουλεύεται το Κοινοβούλιο για κάθε τροποποίηση των εξαιρετικών κριτηρίων που δικαιολογούν τη μη καταχώριση των καταγγελιών·
5. διαπιστώνει ότι τα βασικά προβλήματα που συνδέονται με τη διαδικασία επί παραβάσει είναι η διάρκειά της (20,5 μήνες κατά μέσο όρο από την καταχώριση της υπόθεσης εντός του καθορισμένου χρονικού ορίου έως τη διαβίβαση της επιστολής παραπομπής εξέτασης από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης ΕΚ) καθώς και η περιορισμένη χρήση του άρθρου 228· καλεί την Επιτροπή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συντομεύσει τη σχετικά χρονοβόρα περίοδο εξέτασης καταγγελιών ή αναφορών και να εξεύρει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα που παρουσιάζονται, αποφασίζοντας, ανάλογα με την περίπτωση, μήπως θα ήταν καλύτερα να γίνει χρήση εναλλακτικών μεθόδων, όπως της SOLVIT, που δεν έχει ακόμη προωθηθεί αρκετά·
6. διαπιστώνει σημαντική αύξηση των περιπτώσεων παραβιάσεων που συνοδεύονται από τη συνεχιζόμενη μη τήρηση της απόφασης του Δικαστηρίου που ελέγχθηκε το 2006 και επισημαίνει δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβλήθηκαν χρηματικές ποινές σε κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή να εφαρμόσει με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα το άρθρο 228 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ώστε να διασφαλίσει τη δέουσα συμμόρφωση στις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
7. καλεί την Επιτροπή, σχετικά με το συνεχιζόμενο πρόβλημα των κρατών μελών που δεν τηρούν τις προθεσμίες για τη μεταφορά των οδηγιών, να παράσχει έναν κατάλογο των οδηγιών που παρουσιάζουν το χαμηλότερο ποσοστό εφαρμογής, μαζί με λεπτομέρειες σχετικά με τα πιθανά αίτια·
8. εκφράζει την ικανοποίησή του για τις προσπάθειες που καταβάλλουν ορισμένες Γενικές Διευθύνσεις της Επιτροπής, ειδικά η ΓΔ Περιβάλλοντος, με σκοπό τη βελτίωση των ελέγχων συμβατότητας που προβλέπονται από τις οικείες οδηγίες, δεν είναι όμως ικανοποιημένο από τις απαντήσεις της Επιτροπής όσον αφορά την εμπιστευτικότητα των μελετών συμβατότητας· καλεί εκ νέου την Επιτροπή να δημοσιεύσει στον ιστότοπό της τις μελέτες που έχει διεξαγάγει, κατόπιν αιτήματος πολλών Γενικών Διευθύνσεων, σχετικά με την αξιολόγηση της συμβατότητας των μέτρων που εφαρμόζονται σε εθνικό επίπεδο με την κοινοτική νομοθεσία·
9. εφιστά την προσοχή στον ανεπαρκή βαθμό συνεργασίας με το Δικαστήριο από την πλευρά των εθνικών δικαστηρίων στα περισσότερα κράτη μέλη, που εξακολουθούν να διστάζουν να εφαρμόσουν την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου· επισημαίνει, επιπλέον, τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της διαδικασίας προδικαστικών ζητημάτων στην ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου·
10. στηρίζει, εν προκειμένω, τις προσπάθειες της Επιτροπής να προσδιορίσει τους τομείς στους οποίους η πρόσθετη κατάρτιση σε θέματα κοινοτικής νομοθεσίας θα μπορούσε να αποδειχθεί ωφέλιμη για τους εθνικούς δικαστές, τους επαγγελματίες νομικούς και τους δημόσιους υπαλλήλους·
Διοργανική συνεργασία
11. είναι πεπεισμένο ότι έχει ουσιώδη σημασία να υπάρξει συναίνεση για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και να καθιερωθεί στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή και των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποτελεσματική παρέμβαση σε όλες τις υποθέσεις στις οποίες ένας αναφέρων έχει υποβάλει αιτιολογημένη καταγγελία για παραβίαση του κοινοτικού δικαίου·
12. επισημαίνει ότι, αν και λίγες από αυτές (μόνο 4 το 2006) αποκαλύπτουν πραγματικές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, οι αναφορές αποτελούν αναντικατάστατη πηγή πληροφοριών σχετικά με τις θεμελιώδεις απαιτήσεις των πολιτών της Ευρώπης και πρέπει να χρησιμοποιούνται ως δείκτες από την Επιτροπή ως προς τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες·
13. τονίζει την ανάγκη για καλύτερη παροχή πληροφοριών στους πολίτες με σκοπό να παραπέμπεται οποιοσδήποτε επιθυμεί να υποβάλει καταγγελία προς το όργανο που είναι το πλέον αρμόδιο να χειρισθεί το θέμα είτε σε εθνικό είτε σε κοινοτικό επίπεδο· πιστεύει ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα χρηστής διοίκησης και εξυπηρέτησης στο εσωτερικό των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, με σκοπό να διασφαλίζεται ότι οι πολίτες αντιμετωπίζονται με τον ορθό τρόπο και ότι έχουν τη δυνατότητα να ασκούν πλήρως τα δικαιώματά τους·
14. συνιστά στην Επιτροπή να συνεχίσει να εξετάζει το ενδεχόμενο να ζητήσει από τις αντιπροσωπείες της στα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να ελέγχουν την εφαρμογή επί τόπου·
15. υπογραμμίζει την αναγκαιότητα να εξεταστεί η ιδέα, που έχει συζητηθεί στο παρελθόν, για ένα κοινό σημείο πρόσβασης για όλες τις καταγγελίες που υποβάλλουν οι πολίτες και για όλα τα προβλήματα όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι ο πολίτης βρίσκεται επί του παρόντος αντιμέτωπος με πληθώρα επιλογών (αναφορές, καταγγελίες, Διαμεσολαβητής, SOLVIT, κ.λπ.) και ότι, συνεπώς, ένα κεντρικό σύστημα καθοδήγησης θα μπορούσε να παραγάγει πιο στοχευμένα και έγκαιρα αποτελέσματα·
16. επικροτεί το γεγονός ότι οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου συνοδεύονται από παραρτήματα που επεξηγούν περαιτέρω τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις εκθέσεις και παρέχουν σημαντικά στατιστικά στοιχεία·
17. αναγνωρίζει ότι οι διαρκείς επιτροπές του Κοινοβουλίου θα πρέπει να διαδραματίσουν πολύ πιο ενεργό ρόλο όσον αφορά τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου· είναι πεπεισμένο ότι οι επιτροπές θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκή διοικητική στήριξη για να ασκούν αποτελεσματικά αυτόν τον ρόλο· ζητεί από την ομάδα εργασίας για την κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση, από την Επιτροπή Προϋπολογισμών και από τα άλλα οικεία όργανα του Κοινοβουλίου να αξιολογήσουν τη δυνατότητα σύστασης μιας ειδικής επιχειρησιακής ομάδας (task force) στο πλαίσιο της γραμματείας κάθε επιτροπής, προκειμένου να διασφαλίζεται ο συνεχής και αποτελεσματικός έλεγχος της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου·
Συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων
18. ζητεί στενότερη συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων με σκοπό την προώθηση και την ενίσχυση του αποτελεσματικού ελέγχου της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο· θεωρεί ότι τα εθνικά κοινοβούλια μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην ενίσχυση της δημοκρατικής νομιμότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην καλύτερη προσέγγισή της με τους πολίτες·
19. υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο για τα εθνικά κοινοβούλια που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, οι πολιτικές που αφορούν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης πρέπει να αποτελούν αντικείμενο ειδικής δέσμευσης από την πλευρά των εθνικών κοινοβουλίων και της COSAC· υπογραμμίζει ότι αυτή η δέσμευση πρέπει να αφορά τόσο το αρχικό στάδιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων όσο και το στάδιο της εφαρμογής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, έτσι ώστε να μπορεί ο ευρωπαίος νομοθέτης και ο εθνικός νομοθέτης να ενσωματώνουν τις απαραίτητες τελευταίες ενημερώσεις στους τομείς που είναι και παραμένουν κοινής αρμοδιότητας· καλεί, κατά συνέπεια, τις αρμόδιες κοινοβουλευτικές επιτροπές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο να βρίσκονται σε συνεχή επαφή για τα ειδικά νομοθετικά θέματα, εξετάζοντας από κοινού όλες τις χρήσιμες πληροφορίες για μια διαφανή και αποτελεσματική νομοθετική διαδικασία σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο· τάσσεται υπέρ της διοργάνωσης ειδικών συναντήσεων ανάμεσα στους ευρωπαίους νομοθέτες, όπως εκείνες που διεξήχθησαν στις 6 Απριλίου 2008 με τους αντιπροσώπους των εθνικών κοινοβουλίων, με την ευκαιρία της αναθεώρησης της απόφασης-πλαισίου για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η οποία επέτρεψε την αξιολόγηση όχι μόνο των προβλημάτων εφαρμογής της ισχύουσας ευρωπαϊκής νομοθεσίας αλλά και της ευστοχίας των προτάσεων τροποποίησης που εξετάζονται από το Συμβούλιο·
20. επισημαίνει ότι οι ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με την αρχή της επικουρικότητας θα ενισχύσουν σημαντικά τον ρόλο των εθνικών κοινοβουλίων στη θέσπιση της κοινοτικής νομοθεσίας·
Καταπολέμηση των διακρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
21. επισημαίνει ότι η έννοια της ιθαγένειας διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·
22. σημειώνει την πρόσφατη αύξηση των αποφάσεων του Δικαστηρίου με βάση την έννοια της ιθαγένειας της ΕΕ και σχετικά με το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, στο πλαίσιο του οποίου ένα κράτος μέλος δεν επιτρέπεται να αντιμετωπίζει τους υπηκόους του που επωφελήθηκαν από το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής σε άλλο κράτος μέλος λιγότερο ευνοϊκά σε σύγκριση με εκείνους που δεν το έπραξαν·
23. καλεί τα κράτη μέλη να σεβαστούν τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιθαγένεια της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που έχει ιδιαίτερη σημασία ενόψει των εκλογών του 2009·
24. σημειώνει ότι το Κοινοβούλιο έχει λάβει αναφορές που καταγγέλλουν παραβάσεις της οδηγίας 2004/38/ΕΚ από ορισμένα κράτη μέλη· εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη οδηγία έχει θεμελιώδη σημασία προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι πολίτες της ΕΕ μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών· επισημαίνει ότι η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση το δεύτερο εξάμηνο του 2008 σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας·
25. καλεί την Επιτροπή να παρακολουθεί προσεκτικά τη μεταφορά των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, και το εάν η νομοθεσία μεταφοράς που θεσπίζουν τα κράτη μέλη τηρεί τις διατάξεις των εν λόγω οδηγιών, καθώς και να εξακολουθεί να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη, μέσω των διαδικασιών επί παραβάσει και μη συμμόρφωσης, προκειμένου να τηρούν πλήρως την υποχρέωσή τους να μεταφέρουν τις οδηγίες το συντομότερο δυνατόν· πιστεύει ότι η αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου πρέπει να συμμετέχει στον συνεχή έλεγχο των υποχρεώσεων των κρατών μελών στο πλαίσιο των εν λόγω οδηγιών·
26. εκφράζει την ικανοποίησή του για την έγκριση από την Επιτροπή στις 2 Ιουλίου 2008, όπως προβλέπεται στην ετήσια στρατηγική πολιτικής για το 2008, της πρότασης οριζόντιας οδηγίας που θα εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης εκτός του πεδίου εφαρμογής της απασχόλησης και θα διασφαλίζει την ίση πρόσβαση στα προϊόντα, στις υπηρεσίες, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, στην κοινωνική προστασία και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, και είναι της άποψης ότι αυτό αποτελεί σημαντική προσθήκη στην ισχύουσα δέσμη μέτρων κατά των διακρίσεων·
27. καλεί την Επιτροπή να διεξαγάγει διεξοδική ανάλυση των υποθέσεων στις οποίες τα κράτη μέλη εφαρμόζουν περιορισμούς στην πρόσβαση στην εκπαίδευση με βάση τη διαφορετική υπηκοότητα των σπουδαστών από άλλες χώρες, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι οι σπουδαστές μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης στο πλαίσιο των συστημάτων ανώτερης εκπαίδευσης των εν λόγω κρατών μελών·
28. καλεί ειδικά τα κράτη μέλη που είναι τα πλέον επιλέξιμα για διαρθρωτική χρηματοδότηση στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για την περίοδο 2007-2013 να ευθυγραμμίσουν ταχέως το εθνικό τους δίκαιο με τα πρότυπα της ΕΕ, ιδίως στον τομέα της περιβαλλοντικής προστασίας, και να θεσπίσουν διαδικασίες υποβολής προσφορών που να είναι διαφανείς για τους πολίτες, με σκοπό να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά η διαθέσιμη διαρθρωτική χρηματοδότηση και να ενισχυθεί η κοινωνική και η οικονομική ανάπτυξη σε περιφερειακό επίπεδο·
29. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών μελών.
- [1] ΕΕ L 225 της 12.8.1986, σελ. 40.
- [2] ΕΕ L 145 της 19.6.1996, σελ. 4.
- [3] ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σελ. 20.
- [4] ΕΕ L 180 της 19.7.2000, σελ. 22.
- [5] ΕΕ L 303 της 2.12.2000, σελ. 16.
- [6] ΕΕ L 269 της 5.10.2002, σελ. 15.
- [7] ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σελ. 77· διορθωτικό, ΕΕ L 229 της 29.6.2004, σελ. 35.
- [8] Εγκριθέντα κείμενα, P6_TA(2008)0060.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Εισαγωγή
Σκοπός της παρούσας έκθεσης είναι να αξιολογήσει τον έλεγχο του κοινοτικού δικαίου από την Επιτροπή το 2006. Η έκθεση στηρίζεται στην 24η ετήσια έκθεση της Επιτροπής για τον έλεγχο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου και στα παραρτήματά της, στις εκθέσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και στα ψηφίσματα του Κοινοβουλίου των προηγούμενων ετών, στην ετήσια έκθεση του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή για το 2006, σε πληροφορίες που ελήφθησαν από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής και σε πορίσματα ερευνών. Επίσης μελετήθηκε προσεκτικά η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ).
Δυνάμει του άρθρου 211 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΣΕΚ), η Επιτροπή, ως "θεματοφύλακας των Συνθηκών", υποχρεούται να διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν ορθά το κοινοτικό δίκαιο και συμμορφώνονται προς αυτό. Τον ίδιο στόχο επιδιώκει και η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 226 της ΣΕΚ, που παρέχει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να κινήσει διαδικασίες κατά κράτους μέλους που δεν τηρεί υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Επιτροπή δύναται να κινήσει διαδικασίες με δική της πρωτοβουλία ή έπειτα από καταγγελία που της υποβάλλεται από έναν πολίτη ή ένα κράτος μέλος, από μια αναφορά που υποβάλλεται από έναν πολίτη στην Επιτροπή Αναφορών του Κοινοβουλίου ή έπειτα από δράση που αναλαμβάνει ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής. Οι εν λόγω διαδικασίες μπορεί να περατώνονται με φιλικό διακανονισμό ή, εάν αυτό αποδειχθεί αδύνατον, με απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο, σε περαιτέρω διαδικασίες, μπορεί να επιβάλει χρηματική ποινή στο εμπλεκόμενο κράτος μέλος (άρθρο 228 ΣΕΚ).
Όπως έχει επισημάνει το Κοινοβούλιο σε πολλές περιπτώσεις, η δυνατότητα υποβολής καταγγελιών στην Επιτροπή, στο Κοινοβούλιο και στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή είναι επίσης σημαντική, επειδή συμβάλλει στη συνειδητοποίηση από τους πολίτες της ΕΕ ότι ανήκουν σε μια κοινότητα που βασίζεται στο κράτος δικαίου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία λαμβανομένης υπόψη της περιορισμένης πρόσβασης του κοινού στο δικαστικό σύστημα της ΕΕ ως αποτέλεσμα των αυστηρών απαιτήσεων για το παραδεκτό των καταγγελιών για τις υποθέσεις που παραπέμπονται στο ΔΕΚ από ιδιώτες.
Ταυτοχρόνως, στα προηγούμενα ψηφίσματά του σχετικά με τον έλεγχο του κοινοτικού δικαίου, ιδίως σε εκείνο που εγκρίθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2008 με βάση μια έκθεση της Monica Frassoni, το Κοινοβούλιο εξέφρασε την ανησυχία του τόσο για τη μη διαφανή διαδικασία της καταχώρισης των καταγγελιών που υποβάλλονται από τους πολίτες στην Επιτροπή, όσο και για τη διάρκεια των διαδικασιών προκειμένου να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ορθά το κοινοτικό δίκαιο με απόφαση του ΔΕΚ.
Εν προκειμένω, το Κοινοβούλιο επικροτεί την ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο "Μια Ευρώπη αποτελεσμάτων – εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου" (COM(2007)0502) και τη δεδηλωμένη πρόθεση της Επιτροπής να βελτιώσει τις τρέχουσες μεθόδους εργασίας με στόχο να δοθεί προτεραιότητα και να επιταχυνθεί ο χειρισμός και η διαχείριση των υφιστάμενων διαδικασιών. Το πιλοτικό σχέδιο που περιλαμβάνει 15 κράτη μέλη και ξεκίνησε στις 15 Απριλίου 2008 με σκοπό να δοκιμαστούν οι νέες μέθοδοι εργασίας πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μιας αρχικής αξιολόγησης στο τέλος του πρώτου έτους.
Η ετήσια έκθεση του Διαμεσολαβητή δείχνει ότι το 2006 ο αριθμός των καταγγελιών που υποβλήθηκαν στον Διαμεσολαβητή παρέμεινε σταθερός (3 830), όπως και ο αριθμός των αναφορών που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή Αναφορών (1 016). Και στις δύο περιπτώσεις, το ποσοστό των καταγγελιών που κρίνεται ότι δεν εμπίπτουν στο αντίστοιχο πεδίο αρμοδιότητας ήταν και πάλι εξαιρετικά υψηλό (75% στην περίπτωση του Διαμεσολαβητή και 30% στην περίπτωση της Επιτροπής Αναφορών), καταδεικνύοντας συνεπώς τη συνεχή ανάγκη για καλύτερη ενημέρωση των πολιτών της ΕΕ σχετικά με τη νομοθεσία της ΕΕ και τις πολιτικές και τις αρμοδιότητες των επιμέρους θεσμικών οργάνων.
Λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των αναφορών που απευθύνονται τόσο στην Επιτροπή όσο και στο Κοινοβούλιο, ο συντονισμός των δραστηριοτήτων των δύο θεσμικών οργάνων στον τομέα αυτόν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Δεδομένου ότι η Επιτροπή Αναφορών βασίζεται, μεταξύ άλλων, στις έρευνες της Επιτροπής σχετικά με πιθανές παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου, οι συστάσεις της Επιτροπής παραμένουν ένα σημαντικό μέσο που διασφαλίζει ότι οι απαντήσεις που δίνονται στα θέματα που θίγουν οι αναφορές είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς. Συνεπώς, συνιστάται οι απαντήσεις αυτές να είναι λεπτομερείς, να υπερβαίνουν τα όρια των απαντήσεων που υποβάλλουν τα κράτη μέλη και, επιπλέον, να στηρίζονται, για παράδειγμα, στα πορίσματα ανεξάρτητων ερευνών, προκειμένου να αντανακλούν μια πιο τεκμηριωμένη προσέγγιση στα επιμέρους θέματα που θίγονται.
Δεδομένου ότι το 2006, όπως τα προηγούμενα έτη, το 70% των ερευνών που κίνησε ο Διαμεσολαβητής αφορούσαν την Επιτροπή, είναι εξαιρετικά σημαντικό ο Διαμεσολαβητής να συνεργάζεται με την Επιτροπή με σκοπό να διασφαλίζεται ότι η τελευταία εφαρμόζει τις θεμελιώδεις αρχές της χρηστής διοίκησης και πραγματοποιεί βελτιώσεις στους τομείς που αποτελούν συχνότερα αντικείμενο των ερευνών του Διαμεσολαβητή.
Έκθεση σχετικά με τον έλεγχο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου το 2006
Ο συνολικός αριθμός των διαδικασιών επί παραβάσει που κινήθηκαν από την Επιτροπή μειώθηκε ελαφρά από 2 653 το 2005 σε 2 518 το 2006. Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, 1 642 υποθέσεις από τις 2 518 που είχαν υποβληθεί εκκρεμούσαν ακόμη. Επίσης, σημειώθηκε μικρή μείωση στον αριθμό των καταγγελιών που υποβλήθηκαν, από 1 154 το 2005 σε 1 049 το 2006. Οι καταγγελίες αποτέλεσαν το 41,7% του συνόλου των παραβάσεων που ανιχνεύθηκαν το 2006. Ο αριθμός των διαδικασιών επί παραβάσει που κινήθηκαν από την Επιτροπή βάσει των δικών της ερευνών αυξήθηκε από 433 το 2005 σε 565 το 2006 (δηλαδή κατά 24%) για την ΕΕ των 25.
Όσον αφορά την ΕΕ των 25, ο αριθμός των διαδικασιών λόγω μη κοινοποίησης μέτρων μεταφοράς μειώθηκε κατά 16% σε σύγκριση με το 2005, από 1 079 σε 904 υποθέσεις. Αυτό εξηγείται εν μέρει από δύο παράγοντες, καταρχήν από τη μείωση του αριθμού των οδηγιών των οποίων η προθεσμία μεταφοράς έληγε το έτος αυτό, από 123 το 2005 σε 108 το 2006, και κατά δεύτερο λόγο από την πιο έγκαιρη κοινοποίηση από τα κράτη μέλη. Ο μέσος χρόνος που απαιτείτο για τη διεκπεραίωση όλων των παραβάσεων κατά την περίοδο 1999-2005, από την υποβολή της υπόθεσης εντός της συγκεκριμένης προθεσμίας έως τη διαβίβαση της επιστολής για την παραπομπή στο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 226 της ΣΕΚ ανερχόταν σε 20,5 μήνες σε σύγκριση με τους 24 μήνες της περιόδου 1999-2002.
Καταπολέμηση των διακρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Η αρχή της μη διάκρισης που ορίζεται στο άρθρο 12 (που απαγορεύει τη διάκριση λόγω ιθαγένειας) και στο άρθρο 13 (που απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού) της ΣΕΚ αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επίσης συνδέεται άμεσα με την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, των υπηρεσιών, των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων.
Η ιθαγένεια της Ένωσης, όπως ορίζεται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 17 της ΣΕΚ), εγγυάται στους πολίτες διάφορα δικαιώματα (το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας στην επικράτεια των κρατών μελών, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις τοπικές εκλογές και στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το δικαίωμα διπλωματικής προστασίας εκτός των συνόρων της ΕΕ, και το δικαίωμα να απευθύνονται γραπτώς στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, που περιλαμβάνει το δικαίωμα αναφοράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ εμφανίζονται ως εγγυητές των δικαιωμάτων αυτών.
Μια ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου δείχνει ότι η έννοια της ιθαγένειας διευρύνει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της μη διάκρισης. Κατά κανόνα, το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει στα κράτη μέλη να αντιμετωπίζουν τους αλλοδαπούς λιγότερο ευνοϊκά από τους πολίτες τους. Πλέον, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αντιμετωπίζουν τους πολίτες τους που επωφελήθηκαν από τα δικαιώματα που κατοχυρώνει η Συνθήκη λιγότερο ευνοϊκά από εκείνους που δεν το έχουν πράξει (βλέπε, μεταξύ άλλων, υπόθεση C-520/04, Turpeinen, και υπόθεση C-192/05, Tas-Hagen).
Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εγγυώνται στους πολίτες τα δικαιώματα που απορρέουν από την ιδιότητά τους ως πολιτών της ΕΕ. Ενόψει των εκλογών για το ΕΚ, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές αυτές.
· Το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της ΕΕ
Η χρονική περίοδος μεταφοράς της οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η οποία επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας για τους πολίτες της ΕΕ στην επικράτεια των κρατών μελών έληξε το 2006. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες οδηγίες σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, που ήταν τομεακές ως προς το πεδίο εφαρμογής τους, η οδηγία 2004/38/ΕΚ θεσπίζει οριζόντιες διατάξεις που ισχύουν για τους πολίτες της ΕΕ και τα μέλη των οικογενειών τους.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Επιτροπή, έχουν προκύψει προβλήματα σε πολλά κράτη μέλη σχετικά με την κοινοποίηση των εθνικών μέτρων μεταφοράς και με την ποιότητα των μέτρων αυτών. Έως σήμερα, τα περισσότερα κράτη μέλη έχουν συμμορφωθεί με την υποχρέωση κοινοποίησης. Στις 19 Μαρτίου 2008, η Επιτροπή παρέπεμψε το Ηνωμένο Βασίλειο στο ΔΕΚ λόγω μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς. Η Επιτροπή επίσης ερευνά επί του παρόντος την ποιότητα των μέτρων μεταφοράς που θέσπισαν η Μάλτα και η Ιταλία.
Επιπλέον, το Κοινοβούλιο λαμβάνει τακτικά αναφορές που καταγγέλλουν παραβάσεις των διατάξεων της οδηγίας από κράτη μέλη. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2006 η Επιτροπή Αναφορών έλαβε μία αναφορά από έναν υπήκοο του Ηνωμένου Βασιλείου, που κατήγγειλε ότι η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παραβίαζε την οδηγία. Οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απαιτούσαν η σύζυγος του αναφέροντος, η οποία ήταν υπήκοος τρίτης χώρας με δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Βέλγιο, να αποκτήσει θεώρηση, κάτι που προφανώς αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Η καταγγελία διαβιβάστηκε στην Επιτροπή, η οποία ζήτησε διευκρινίσεις από την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Το Κοινοβούλιο δεν έχει ενημερωθεί ακόμη σχετικά με το αποτέλεσμα του αιτήματος για παροχή διευκρινίσεων.
Κρίνεται συνεπώς σκόπιμο για την Επιτροπή να συντάξει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας, όπως δήλωσε ότι θα πράξει το 2008.
· Διακρίσεις λόγω φυλετικής καταγωγής και διακρίσεις στην εργασία
Το 2006 η Επιτροπή έλαβε 57 νέες καταγγελίες που σχετίζονταν με την απασχόληση. Ορισμένες καταγγελίες ισχυρίζονταν ότι άρθρα της Συνθήκης και/ή αρχές που ορίζονται στο παράγωγο δίκαιο (δηλαδή διατάξεις κανονισμών) που αφορούν την κοινωνική ασφάλιση και την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων είχαν εφαρμοσθεί εσφαλμένα. Άλλες κάλυπταν παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου σχετικά με την απασχόληση και την υγεία και ασφάλεια στον χώρο εργασίας.
Η οδηγία σχετικά με τη φυλετική ισότητα (οδηγία 2000/43/ΕΚ) και η οδηγία σχετικά με την ίση μεταχείριση στην απασχόληση (οδηγία 2000/78/ΕΚ) απαιτούν από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν νομοθετικό πλαίσιο που θα απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού και θα εφαρμόζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Οι οδηγίες παρέχουν προστασία σε όλους τους κατοίκους της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των υπηκόων τρίτων χωρών, έναντι των διακρίσεων στην απασχόληση, στην εργασία και στην επαγγελματική κατάρτιση. Και οι δύο οδηγίες εγκρίθηκαν το 2000 και είναι καινοτόμες με την έννοια ότι υποχρεώνουν τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, να δημιουργήσουν ένα όργανο για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης όλων των προσώπων χωρίς διακρίσεις λόγω φυλετικής ή εθνικής καταγωγής.
Παρόλο που η προθεσμία για την εφαρμογή των οδηγιών έληξε το 2003, ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν ακόμη μεταφέρει τις διατάξεις τους στο εθνικό δίκαιο. Τον Φεβρουάριο του 2006 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει για μη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με τη φυλετική ισότητα (οδηγία 2000/43/ΕΚ) κατά 11 κρατών μελών της ΕΕ των 15 και τον Ιούνιο του ίδιου έτους κίνησε διαδικασία κατά των 10 νέων κρατών μελών. Τον Δεκέμβριο του 2006 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει κατά 18 κρατών μελών για μη συμμόρφωση της εθνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της οδηγίας σχετικά με την ισότητα στην απασχόληση (οδηγία 2000/78/ΕΚ). Η μη συμμόρφωση των εθνικών μέσων μεταφοράς αφορά κυρίως την περιορισμένη ατομική και υλική εμβέλεια του εθνικού δικαίου σε σχέση με την οδηγία, τη μη συμμόρφωση των εθνικών ορισμών της έννοιας της διάκρισης, καθώς και αποκλίνουσες διατάξεις όσον αφορά την προστασία των θιγόμενων προσώπων.
· Διακρίσεις στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση
Εξακολουθούν να υπάρχουν πολλά εμπόδια που παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των σπουδαστών στο εσωτερικό της ΕΕ. Λόγω της περιορισμένης αρμοδιότητας της Ένωσης στον τομέα αυτόν, πολλά από τα εν λόγω εμπόδια δεν παραβιάζουν το κοινοτικό δίκαιο.
Το 2006 η Επιτροπή έλαβε 15 νέες καταγγελίες που αφορούσαν τα εξής θέματα:
§ Αναγνώριση τίτλων σπουδών
Σχετικά με την αναγνώριση των τίτλων σπουδών, η ΕΕ μπορεί να επέμβει μόνο σε περιπτώσεις που αφορούν διάκριση λόγω ιθαγένειας. Σε πολλές περιπτώσεις, τα εμπόδια έχουν διοικητικό χαρακτήρα, όπως η διάρκεια ή το κόστος των διαδικασιών αναγνώρισης. Δύο διαδικασίες επί παραβάσει κινήθηκαν το 2006. Στην πρώτη, έπειτα από τη λήψη της αιτιολογημένης γνώμης, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος (Ελλάδα) τροποποίησε τη νομοθεσία του. Στη δεύτερη, που αφορούσε την Πορτογαλία, απεστάλη αιτιολογημένη γνώμη στις αρχές του 2007.
§ Πρόσβαση στην εκπαίδευση
Στο πλαίσιο της αρχής της μη διάκρισης λόγω ιθαγένειας, το 2006 αποκαλύφθηκε μια άλλη δυσκολία που οφείλεται στις διαφορές στην οργάνωση των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών μελών. Στην Αυστρία και στο Βέλγιο η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης οδήγησε σε μεγάλη αύξηση του αριθμού των σπουδαστών της ΕΕ στην ανώτερη εκπαίδευση, διότι αυτά τα κράτη μέλη εφαρμόζουν πολιτική ελεύθερης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση για τους υπηκόους τους, ενώ τα γειτονικά κράτη μέλη (Γερμανία και Γαλλία) εφαρμόζουν αυστηρές διατάξεις με το σύστημα numerus clausus σε ορισμένου κλάδους σπουδών. Αυτό οδήγησε την Αυστρία και το Βέλγιο να θεσπίσουν συστήματα ποσοστώσεων για την εγγραφή αλλοδαπών σπουδαστών στα πανεπιστήμιά τους, τα οποία προκαλούν διακρίσεις. Αυτή η διαφορά στη μεταχείριση θα μπορούσε να γίνει δεκτή μόνον εάν βασιζόταν σε αντικειμενικές εκτιμήσεις ανεξάρτητα από την ιθαγένεια των ενδιαφερομένων και ήταν ανάλογη με τον νόμιμο στόχο των εθνικών διατάξεων, γεγονός που δεν έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα.
· Διακρίσεις λόγω φύλου
Το 2006 η Επιτροπή κίνησε διαδικασία επί παραβάσει λόγω μη κοινοποίησης των εθνικών μέτρων μεταφοράς των οδηγιών 86/378/ΕΟΚ και 96/97/ΕΚ, σχετικά με την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, και της οδηγίας 96/34/ΕΚ σχετικά με τη γονική άδεια.
Η Επιτροπή επίσης εξέδωσε αιτιολογημένες γνώμες σχετικά με την οδηγία 2002/73/ΕΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας. Τότε, μόνο ένα κράτος μέλος –η Ισπανία– είχε μεταφέρει όλες τις διατάξεις της οδηγίας, παρά το γεγονός ότι η προθεσμία για τη μεταφορά έληγε τον Νοέμβριο του 2005. Εννέα κράτη μέλη κοινοποίησαν τα εθνικά μέτρα μεταφοράς τους στην Επιτροπή μόλις πριν από τη λήξη της προθεσμίας, κάτι που την οδήγησε να κινήσει διαδικασίες επί παραβάσει κατά των συγκεκριμένων κρατών μελών. Οι μοναδικές διαδικασίες που εκκρεμούν ακόμη είναι εκείνες κατά του Λουξεμβούργου και του Βελγίου. Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2008 το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Λουξεμβούργο δεν είχε ακόμη μεταφέρει πλήρως την οδηγία.
Περαιτέρω εκτίμηση
Η ορθή μεταφορά και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου αποτελεί συχνά προϋπόθεση για την πρόσβαση στη διαρθρωτική χρηματοδότηση που διατίθεται για σχέδια επενδύσεων και υποδομών, που προσφέρουν στα κράτη μέλη την ευκαιρία να ενισχύσουν την περιφερειακή ανάπτυξη και να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής των πολιτών τους.
Το 2006 η Επιτροπή έλαβε 28 νέες καταγγελίες που αφορούσαν τις διαδικασίες που χρησιμοποιούνται για την επιλογή σχεδίων στο πλαίσιο διάφορων προγραμμάτων της ΕΕ, την κατακύρωση συμβάσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών υποβολής προσφορών, τις επιπτώσεις του δικαίου της ΕΕ στο περιβάλλον και την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος σε απερίσκεπτες επενδύσεις σε οδικά δίκτυα και άλλα μεγάλα έργα υποδομών.
Ένα παράδειγμα μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου που δεν επέτρεψε σε ένα κράτος μέλος να απορροφήσει τη διαθέσιμη διαρθρωτική χρηματοδότηση αποτελεί η μη ευθυγράμμιση από την Πολωνία της περιβαλλοντικής της νομοθεσίας με τις οδηγίες της ΕΕ και ο μη χαρακτηρισμός τόπων Natura 2000.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
9.9.2008 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
26 0 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Marek Aleksander Czarnecki, Bert Doorn, Monica Frassoni, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Othmar Karas, Piia-Noora Kauppi, Klaus-Heiner Lehne, Katalin Lévai, Antonio Masip Hidalgo, Hans-Peter Mayer, Manuel Medina Ortega, Aloyzas Sakalas, Francesco Enrico Speroni, Daniel Strož, Rainer Wieland, Jaroslav Zvěřina, Tadeusz Zwiefka |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Sharon Bowles, Vicente Miguel Garcés Ramón, Jean-Paul Gauzès, Gabriele Stauner, József Szájer, Jacques Toubon, Ieke van den Burg, Γεώργιος Παπαστάμκος |
|||||
Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Victor Boştinaru, Renate Weber |
|||||