ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ΟΝΕ@10: Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και οι μελλοντικές προκλήσεις
28.10.2008 - (2008/2156(INI))
Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
Εισηγητές: Pervenche Berès, Werner Langen
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την ΟΝΕ@10: Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και οι μελλοντικές προκλήσεις
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Μαΐου 2008 για την ΟΝΕ @10: επιτυχίες και προκλήσεις μετά από δέκα έτη λειτουργίας της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (COM(2008)0238) (Ανακοίνωση σχετικά με την ΟΝΕ10),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής, της 24ης Ιουνίου 2008, σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ το 2008 (COM(2008)0387),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με την ετήσια έκθεση 2006 για την ευρωζώνη[1]
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 12ης Ιουλίου 2007 σχετικά με την ετήσια έκθεση 2007 για την ευρωζώνη[2],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με τη συμβολή στο Εαρινό Συμβούλιο του 2008 όσον αφορά τη στρατηγική της Λισαβόνας[3],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με το ευρωπαϊκό συμφέρον: Επιτυχία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 15ης Φεβρουαρίου 2007 σχετικά με την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας: προπαρασκευαστική έκθεση για τους γενικούς προσανατολισμούς των οικονομικών πολιτικών για το 2007[5],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 22ας Φεβρουαρίου 2005 σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ το 2004[6],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Απριλίου 2007 σχετικά με τα δημόσια οικονομικά στην ΟΝΕ το 2006[7],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 9ης Ιουλίου 2008 σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2007[8],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 1ης Ιουνίου 2006 σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης[9],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Ιουνίου 2007 σχετικά με τη βελτίωση της μεθόδου διαβούλευσης με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε διαδικασίες διεύρυνσης της ζώνης του ευρώ[10],
– έχοντας υπόψη το νομοθετικό ψήφισμά του της 17ης Ιουνίου 2008 σχετικά με την πρόταση απόφασης του Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης για την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος από τη Σλοβακία την 1η Ιανουαρίου 2009[11],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 14ης Μαρτίου 2006 σχετικά με τη στρατηγική επανεξέταση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου[12],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 5ης Ιουλίου 2005 σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής πληροφόρησης και επικοινωνίας για το ευρώ και την Οικονομική και Νομισματική Ένωση[13],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 23ης Σεπτεμβρίου 2008 που περιέχει συστάσεις προς την Επιτροπή σχετικά με τα αμοιβαία κεφάλαια κινδύνου και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια[14],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 1997 για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών κατά το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και για τα άρθρα 109 και 109 Β της συνθήκης ΕΚ,
– έχοντας υπόψη τη συμβολή του Συμβουλίου (Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων ) της 12ης Φεβρουαρίου 2008 στα συμπεράσματα του εαρινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου,
– έχοντας υπόψη τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 7ης Οκτωβρίου 2008 σχετικά με μία συντονισμένη κοινοτική δράση για την οικονομική επιβράδυνση,
– έχοντας υπόψη το Μνημόνιο Συμφωνίας της 1ης Ιουνίου 2008 για τη συνεργασία μεταξύ των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών, των κεντρικών τραπεζών και των υπουργείων οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διασυνοριακή χρηματοοικονομική σταθερότητα
– έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (A6‑0420/2008),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι την 1η Ιανουαρίου 1999 έντεκα κράτη μέλη - Βέλγιο, Γερμανία, Ιρλανδία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Κάτω Χώρες, Αυστρία, Πορτογαλία και Φινλανδία - υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι έκτοτε τέσσερα ακόμη κράτη μέλη προσχώρησαν στην ευρωζώνη: η Ελλάδα το 2001, η Σλοβενία το 2007 και η Κύπρος και η Μάλτα το 2008,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ευρωζώνη αναμένεται να επεκταθεί περαιτέρω καθώς πολλά κράτη μέλη εκτός ευρωζώνης σήμερα προετοιμάζονται να ενταχθούν σε αυτή κάποια στιγμή στο μέλλον και λαμβάνοντας υπόψη ότι η ημερομηνία προσχώρησης της Σλοβακίας θα είναι η 1η Ιανουαρίου 2009,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική και νομισματική ένωση (ΟΝΕ) είναι επιτυχής, από πολλές απόψεις, με το ενιαίο νόμισμα να αυξάνει την οικονομική σταθερότητα στα κράτη μέλη,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη συνεπάγεται αυξημένη οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των ενεχομένων κρατών μελών και ως εκ τούτου προϋποθέτει στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού ρόλου στην παγκόσμια οικονομική και δημοσιονομική διακυβέρνηση προκειμένου να αντληθούν πλήρως τα οφέλη του ενιαίου νομίσματος και να αντιμετωπισθούν οι μελλοντικές προκλήσεις, όπως ο εντονότερος ανταγωνισμός για φυσικούς πόρους, οι ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας, η αυξανόμενη οικονομική σημασία των αναδυομένων αγορών, η αλλαγή του κλίματος και η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο μέσος πληθωρισμός τα πρώτα δέκα έτη της ευρωζώνης ανταποκρινόταν γενικότερα στον στόχο της ΕΚΤ, για σταθερότητα των τιμών που ήταν κοντά μεν στο 2 %, αλλά πάντως σε χαμηλότερα επίπεδα· λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθωρισμός πρόσφατα αυξήθηκε λόγω των παγκόσμιων διαρθρωτικών αλλαγών, ιδιαίτερα λόγω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, της έλλειψης επαγρύπνησης από ορισμένες κεντρικές τράπεζες τρίτων χωρών, καθώς και μιας χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ταχέως αυξανόμενη ζήτηση για ένα περιορισμένο δυναμικό ενέργειας και για άλλα αγαθά από αναδυόμενες οικονομίες έχει προοδευτικά οδηγήσει την προσφορά στα όρια των δυνατοτήτων της· λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η ανοδική τάση των τιμών έχει επιδεινωθεί από το γεγονός ότι τα προϊόντα θεωρούνται ολοένα και περισσότερο ότι είναι χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, στο βαθμό που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποθηκευμένη αξία,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι επιδοκιμάζεται ο ανοιχτός χαρακτήρας της ευρωζώνης και αναγνωρίζεται ότι η τρέχουσα ανατίμηση του ευρώ έχει ενδεχομένως αρνητικές συνέπειες, δηλαδή επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές και ευνοεί τις εισαγωγές στην εσωτερική αγορά, αλλά και θετικές συνέπειες, καθώς βοηθά την οικονομία της ΕΕ να αντιμετωπίσει τη δραματική άνοδο της τιμής του πετρελαίου·
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον ευνόησε τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης κατά την πρώτη δεκαετία του ευρώ, με τη δημιουργία περίπου 16 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας - μη λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα των θέσεων εργασίας που έχουν δημιουργηθεί - και με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί από το 9 % το 1999 σε 7,3% ή και περισσότερο το 2008, σύμφωνα με εκτιμήσεις,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική ανάπτυξη και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας ήταν απογοητευτικές, με την αύξηση της παραγωγής ανά εργαζόμενο να υποδιπλασιάζεται από το 1,5 % την περίοδο 1989 έως 1998 στο 0,75 % την περίοδο 1999 έως 2008 σύμφωνα με εκτιμήσεις,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το ευρώ ταχύτατα καθιερώθηκε ως το δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα σε διεθνές επίπεδο μαζί με το δολάριο ΗΠΑ και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως νόμισμα αναφοράς για πολλές χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι οι δυνατότητες του ευρώ έχουν ανεπαρκώς αξιοποιηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο, επειδή η ευρωζώνη δεν έχει ούτε μία καταλλήλως καθορισμένη διεθνή στρατηγική ούτε αποτελεσματική διεθνή εκπροσώπηση,
Τα πρώτα δέκα έτη του ευρώ
1. συμμερίζεται την άποψη ότι το ενιαίο νόμισμα έχει καταστεί σύμβολο της Ευρώπης και έδειξε ότι η Ευρώπη είναι σε θέση να λαμβάνει μακρόπνοες αποφάσεις για την εδραίωση ενός κοινού μέλλοντος με ευημερία·
2. χαιρετίζει το γεγονός ότι το ευρώ επέφερε σταθερότητα και προώθησε την οικονομική ολοκλήρωση στην ευρωζώνη· χαιρετίζει τα σταθεροποιητικά αποτελέσματα του ευρώ στις παγκόσμιες χρηματαγορές, ειδικά σε εποχές κρίσεων· σημειώνει ότι οι εσωτερικές οικονομικές αποκλίσεις δεν μειώθηκαν ακόμη όπως αναμενόταν και η παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε ικανοποιητικά σε όλα τα μέρη της ευρωζώνης·
3. σημειώνει με ικανοποίηση ότι η δημιουργία και άλλων νομισματικών ενώσεων εξετάζεται σε άλλα μέρη του κόσμου·
4. υπενθυμίζει, γεγονός το οποίο αποδεικνύουν πολυάριθμες μελέτες, τον ουσιαστικό δεσμό μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της εμπορικής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο, και υπογραμμίζει, σχετικώς, το θετικό ρόλο της σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τη βιώσιμη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου·
5. σημειώνει ότι η αυξανόμενη χρήση του ευρώ ως νομισματικής μονάδας του διεθνούς εμπορίου ωφελεί ιδίως τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, διότι μειώνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο για τις επιχειρήσεις των κρατών αυτών και επομένως το κόστος του διεθνούς εμπορίου·
6. υπενθυμίζει ότι κατά την πρώτη δεκαετία της ΟΝΕ, το Κοινοβούλιο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο, τόσο στον οικονομικό όσο και στον νομισματικό τομέα, και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της δημοκρατικής λογοδοσίας·
7. υπογραμμίζει ότι πρέπει να καταβληθούν περαιτέρω προσπάθειες ώστε να αποκομισθούν όλα τα οφέλη της ΟΝΕ, επί παραδείγματι να καταστεί δυνατόν κράτη μέλη και περιφέρειες με χαμηλότερο ΑΕΠ του μέσου όρου να επιταχύνουν την οικονομική τους ανάπτυξη, και να ενισχυθεί η κατανόηση εκ μέρους των πολιτών για το ενιαίο νόμισμα και η δέσμευσή τους υπέρ αυτού·
8. προτείνει τα ακόλουθα στοιχεία και συγκεκριμένα μέτρα για έναν επιθυμητό χάρτη πορείας για την ΟΝΕ:
Οικονομικές αποκλίσεις, διαρθρωτικές αλλαγές και δημόσια οικονομικά
9. πιστεύει ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις με μεγαλύτερη απλούστευση και συνοχή και πολλαπλή βάση υποστήριξης, που θα τυγχάνουν έγκαιρου συντονισμού βάσει των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών για την ανάπτυξη και την απασχόληση (ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές) και του μείγματος πολιτικής που προτείνει η στρατηγική της Λισαβόνας, θα μπορούσαν να μειώσουν τις οικονομικές αποκλίσεις· τονίζει δε την ανάγκη βελτίωσης και απλούστευσης των διαδικασιών και των μεθοδολογιών για την εξέταση και αξιολόγηση της εφαρμογής αυτών των κατευθυντήριων γραμμών στο τέλος κάθε έτους·
10. αναγνωρίζει ότι στην περίπτωση των εκσυγχρονιστικών προσπαθειών και των οικονομικών επιδόσεων, οι χώρες με τις περισσότερες επιτυχίες είναι αυτές που συνδυάζουν διορατικές και ισορροπημένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με υψηλότερες του μέσου όρου επενδύσεις στην έρευνα, την ανάπτυξη και την καινοτομία, την εκπαίδευση, τη δια βίου μάθηση και τη μέριμνα παιδιών, καθώς και στην ανανέωση των αξιόπιστων κοινωνικών δικτύων· σημειώνει ότι, κυρίως, τα ίδια αυτά κράτη μέλη διαθέτουν διοίκηση που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα αποδοτικότητας και διαφάνειας, με δημοσιονομικά πλεονάσματα, ποσοστά χρέους κάτω του μέσου όρου και αποτελεσματικές και στοχοθετημένες δαπάνες, εμφανίζοντας παράλληλα σημάδια συνεισφοράς της τεχνολογικής προόδου στον ρυθμό ανάπτυξης της χώρας, που είναι σχεδόν υπερδιπλάσιος του μέσου όρου της ΕΕ· επισημαίνει, επίσης, ότι αυτά τα κράτη μέλη - που συνιστούν ‘σημεία αναφοράς’, λόγω των υψηλών ποσοστών απασχόλησης που εμφανίζουν, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης μεταξύ των γυναικών και των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζομένων, και της ιδιαίτερα υψηλής γεννητικότητας - είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουν μια γηράσκουσα κοινωνία και να διασφαλίσουν υψηλό επίπεδο ανταγωνιστικότητας·
11. τονίζει την ανάγκη αμοιβαίας ενίσχυσης της σταθερότητας και των μακροοικονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην ανάπτυξη, καθιστώντας μία ισορροπημένη πολιτική και τις επενδύσεις θέμα κοινού ενδιαφέροντος: την ανάγκη στενής παρακολούθησης των δημόσιων ισολογισμών μέσω της αποδοτικής διαχείρισης της φορολογικής πολιτικής και των δαπανών, καθώς και τον αντίκτυπο αυτών στη ζήτηση, και παράλληλα συμφωνεί για τη δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για διασυνοριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες·
12. σημειώνει ότι το αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ) έχει αποδείξει την αξία του και ότι πρέπει να υπάρξει διεξοδική δημοσιονομική εξυγίανση, καθώς οι δημογραφικές μεταβολές και μια πιθανή μείωση της οικονομικής ανάπτυξης ενδέχεται να επιφέρουν δημοσιονομικά προβλήματα στα κράτη μέλη της ευρωζώνης, με αρνητικές επιπτώσεις στη σταθερότητα της ευρωζώνης στο σύνολό της· επικρίνει σε αυτό το πλαίσιο την απουσία πειθαρχίας για την καταπολέμηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε εποχές οικονομικής ανάπτυξης και τονίζει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλλουν αποτελεσματικότερες προσπάθειες για μία αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, ιδιαίτερα, για να είναι σε καλύτερη θέση να αποσοβήσουν εξωτερικούς κραδασμούς· υπογραμμίζει, επομένως, την ανάγκη μιας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής με σκοπό τη μακροπρόθεσμη μείωση των εθνικών χρεών κατά 60 % κατά μέγιστο όριο·
13. σημειώνει ότι τα κύρια στοιχεία του ΣΣΑ θα πρέπει να διατηρηθούν με συνέπεια και στο μέλλον, εφόσον τα όρια του 3% για το δημόσιο έλλειμμα και του 60% για το δημόσιο χρέος προσδιορίσθηκαν βάσει των οικονομικών συνθηκών τη δεκαετία του 1990· είναι της γνώμης ότι το ΣΣΑ θα πρέπει να τηρείται αυστηρά από τα κράτη μέλη υπό την εποπτεία της Επιτροπής· είναι της γνώμης ότι αμφότερα τα ποσοστά θα πρέπει να θεωρηθούν ως ανώτατα όρια και, επομένως, να αποφευχθούν· σημειώνει ότι ο αποτελεσματικός συντονισμός της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί προϋπόθεση για την οικονομική επιτυχία της ΟΝΕ, αν και ένας τέτοιος συντονισμός οφείλει να τηρεί την αρχή της επικουρικότητας· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει όλους τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να ενισχυθεί το προληπτικό σκέλος του ΣΣΑ· τονίζει ότι θα πρέπει να αξιοποιηθούν καλύτερα από την Επιτροπή τα υφιστάμενα εποπτικά μέσα και ότι θα πρέπει να ενισχυθεί η μεσοπρόθεσμη εξέταση των εθνικών προϋπολογισμών από την Ομάδα του ευρώ·
14. θεωρεί ότι ένα αειφόρο και σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον απαιτεί βελτίωση της ποιότητας των δημόσιων οικονομικών, με περαιτέρω δημοσιονομική εξυγίανση, υψηλή αποδοτικότητα των δημοσίων δαπανών και αυξημένες επενδύσεις στους τομείς της παιδείας, του ανθρωπίνου κεφαλαίου, της Ε&Α και των υποδομών, πράγμα που είναι ωφέλιμο για την ανάπτυξη και θα μπορούσε να ενθαρρύνει την απασχόληση και να αντιμετωπίσει κοινωνικές ανησυχίες μείζονος σημασίας, όπως η κλιματική μεταβολή, σύμφωνα με τους στόχους του πακέτου "κλίμα–ενέργεια"·
15. πιστεύει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εστιάσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας μέσω καλύτερου συνδυασμού της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, διασφαλίζοντας συγχρόνως καλό επίπεδο κοινωνικού διαλόγου, όπως ορίζεται στη στρατηγική της Λισαβόνας·
16. σημειώνει ότι η πολιτική ανταγωνισμού οφείλει να είναι συμπληρωματική προς τις διαρθρωτικές πολιτικές και υποστηρίζει την αναδιάρθρωσης της οικονομίας·
17. προειδοποιεί κατά της πολιτικής που για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών εστιάζεται βασικά στη συγκράτηση των μισθών· υπενθυμίζει, σε αυτό το πλαίσιο, ότι ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός, ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, έχει ήδη οδηγήσει σε πίεση των μισθών προς τα κάτω, ενώ ο εισαγόμενος πληθωρισμός που προκλήθηκε από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και άλλων βασικών προϊόντων έχει ήδη συμβάλλει σε απώλεια της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών· επαναλαμβάνει την πεποίθησή του, για μία ακόμη φορά, ότι αυτό το θέμα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί ιδιαίτερα μέσω δικαιότερης διανομής του πλούτου·
18. θεωρεί τη μισθολογική και τη φορολογική πολιτική αποτελεσματικά εργαλεία τόσο για τη σταθεροποίηση όσο και για την ανάπτυξη της οικονομίας· είναι της άποψης ότι θα πρέπει να διασφαλιστούν πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις ανάλογες των επιπέδων παραγωγικότητας, και ότι θα πρέπει να γίνεται επιλεκτική χρήση του συντονισμού των φορολογικών πολιτικών για την επίτευξη οικονομικών στόχων· θεωρεί ότι η καταπολέμηση της φορολογικής απάτης, όσον αφορά τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους, είναι ιδιαίτερα σημαντική και ότι θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση· υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης μιας κουλτούρας ενθάρρυνσης και συμμετοχής στο πλαίσιο των εννοιών της εταιρικής διακυβέρνησης και της κοινωνικής ευθύνης των εταιρειών·
19. τονίζει την ανάγκη η εσωτερική αγορά να διέπεται από δίκαιους κανόνες· θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι ο αγώνας δρόμου για χαμηλότερους συντελεστές της φορολογίας των εταιρειών είναι αντιπαραγωγικός·
20. ζητεί από τα κράτη μέλη στην ευρωζώνη να ενισχύσουν τον αποτελεσματικό συντονισμό των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών, ιδιαίτερα δε με τη χάραξη μιας συνεκτικής κοινής στρατηγικής εντός της Ομάδας του ευρώ· επισημαίνει ότι μια τέτοια συνεκτική κοινή στρατηγική θα πρέπει να περιλαμβάνει τον συντονισμό του χρονοδιαγράμματος για τη δημοσιονομική διαδικασία και τα σχέδια προϋπολογισμού βάσει κοινών υποθέσεων για τις οικονομικές εξελίξεις, τις μελλοντικές συναλλαγματικές ισοτιμίες μεταξύ ευρώ και δολαρίου ΗΠΑ, καθώς και την πιθανή εξέλιξη των τιμών της ενέργειας· στηρίζει την πρόταση της Επιτροπής να ζητεί από τα κράτη μέλη μεσοπρόθεσμα προγράμματα-πλαίσιο για τις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές τους και να ελέγχει την εφαρμογή αυτών· υπογραμμίζει ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη ανάληψης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς του σε πλαίσιο συνεργασίας, ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη στο ευρώ και η αποδοχή αυτού·
21. σημειώνει ότι τα διάφορα υποδείγματα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και οι διαφορετικοί βαθμοί διαφάνειας έχουν συμβάλει στη διαφοροποίηση των επιδόσεων των κρατών της ευρωζώνης· υποστηρίζει τα συμπεράσματα της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την ΟΝΕ@10 σχετικά με την ανεπαρκή επιτάχυνση ορισμένων οικονομιών της ευρωζώνης και τις κλιμακούμενες διαφορές μεταξύ κρατών μελών της ευρωζώνης· ζητεί τακτική ανταλλαγή απόψεων και συνεργασία εντός της Ομάδας του ευρώ με κοινό στόχο την επιτάχυνση της διαδικασίας σύγκλισης·
22. ζητεί από την Επιτροπή να αντιμετωπίζει με ενιαίο τρόπο τα κοινά κριτήρια κατά την αξιολόγηση των οικονομικών και δημοσιονομικών δεδομένων· παραπέμπει στην ευθύνη της Επιτροπής και των κρατών μελών για την αξιοπιστία των στατιστικών δεδομένων και ζητεί οι μελλοντικές αποφάσεις να λαμβάνονται μόνο εάν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με την εγκυρότητα και την ακρίβεια των διαθέσιμων δεδομένων· ζητεί επίσης την επιλογή ανάληψης ερευνών, εάν υπάρχει διαχρονική διαφορά μεταξύ των προβλεφθέντων στοιχείων των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης και των στοιχείων τα οποία αναμένονται στην πράξη·
Νομισματική πολιτική
23. υπενθυμίζει τη σαφή του δέσμευση στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ·
24. σημειώνει ότι οι τακτικές εκθέσεις της ΕΚΤ στο Κοινοβούλιο, και ιδιαίτερα στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων αυτού, συμβάλλουν στη διαφάνεια της νομισματικής πολιτικής και χαιρετίζει τη δυνατότητα των ΒΕΚ να υποβάλλουν γραπτές ερωτήσεις στην ΕΚΤ επί ζητημάτων νομισματικής πολιτικής, ενισχύοντας έτσι την ευθύνη λογοδοσίας της ΕΚΤ έναντι των πολιτών της Ένωσης· υποστηρίζει το αίτημα για εντονότερο δημόσιο διάλογο περί μελλοντικών κοινών νομισματικών και συναλλαγματικών πολιτικών στην ευρωζώνη·
25. θεωρεί ότι ο διάλογος περί νομισματικής πολιτικής μεταξύ Κοινοβουλίου και ΕΚΤ ήταν επιτυχής, και ότι θα πρέπει να αξιοποιηθεί για το μέλλον· αναμένει βελτίωση του διαλόγου επί νομισματικών θεμάτων σε διάφορα σημεία, όπως είναι ο συντονισμός των ημερομηνιών για τις τακτικές ακροάσεις του Προέδρου της ΕΚΤ με το χρονοδιάγραμμα της ΕΚΤ για τη λήψη αποφάσεων νομισματικής πολιτικής, ώστε να αναβαθμιστεί η ανάλυση των αποφάσεων, καθ΄ όν χρόνο διατηρείται η δυνατότητα πρόσκλησης του Προέδρου της ΕΚΤ για τη συζήτηση τρεχόντων ζητημάτων όποτε αυτό είναι απαραίτητο·
26. σημειώνει ότι πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και ότι η ΕΚΤ αποσκοπεί μεσοπρόθεσμα σε πληθωρισμό χαμηλότερο του 2 %, αλλά κοντά σε αυτό το ποσοστό· επισημαίνει ότι ο στόχος της σταθερότητας των τιμών μπορεί να επιτευχθεί αποτελεσματικά μόνο αν οι βασικές αιτίες του πληθωρισμού αντιμετωπισθούν καταλλήλως· υπενθυμίζει ότι το άρθρο 105 της Συνθήκης ΕΚ αναθέτει και στην ΕΚΤ το καθήκον της στήριξης των γενικών οικονομικών πολιτικών της Κοινότητας·
27. είναι της άποψης ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να κινηθεί προς ένα άμεσο καθεστώς στόχευσης του πληθωρισμού, όπου η στόχευση μιας τιμής για τον πληθωρισμό συμπληρώνεται από σειρά επιτρεπομένων διακυμάνσεων γύρω από την εν λόγω συγκεκριμένη τιμή· καλεί την ΕΚΤ να δημοσιεύει τις προβλέψεις της σχετικά με τον πληθωρισμό· μία τέτοια κίνηση για ένα άμεσο καθεστώς στόχευσης του πληθωρισμού δεν αποκλείει την εστίαση στη δυναμική των συνολικών νομισματικών μεγεθών προκειμένου να αποφευχθούν νέες φούσκες περιουσιακών στοιχείων·
28. εκτιμά ότι ο πληθωρισμός είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα και ότι σε μια ανοικτή οικονομία δεν μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με τη νομισματική πολιτική της ΕΕ·
29. τονίζει την προθυμία του να εξετάσει πιθανές βελτιώσεις στη διαδικασία διορισμού των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ πριν το 2010· θεωρεί σημαντικό ότι η ακαδημαϊκή και/η επαγγελματική πείρα και τα σχετικά προσόντα στους τομείς της οικονομικής, νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να διακρίνουν τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ· εφιστά την προσοχή στις εκκλήσεις του για μια Εκτελεστική Επιτροπή της ΕΚΤ αποτελούμενη από εννέα μέλη, αντικαθιστώντας το υφιστάμενο σύστημα και αποφεύγοντας την ακόμη πιο περίπλοκη λύση που αποφασίστηκε για το μέλλον· ζητεί να εγκριθεί η συναφής τροποποίηση της Συνθήκης·
30. Τονίζει την ανάγκη ενισχυμένου διαλόγου επί νομισματικών θεμάτων μεταξύ της ΕΚΤ και άλλων κεντρικών τραπεζών και ιδρυμάτων και ιδιαίτερα με την Ομοσπονδιακή Αποθεματική Τράπεζα των ΗΠΑ, την Τράπεζα της Ιαπωνίας και την Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας·
Ενοποίηση και εποπτεία των χρηματοπιστωτικών αγορών
31. πιστεύει ότι η χρηματοπιστωτική ενοποίηση θα πρέπει να συνεπάγεται μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα, μαζί με μεγαλύτερη σταθερότητα και ρευστότητα στην εσωτερική αγορά·
32. σημειώνει ότι το κύριο χρηματοπιστωτικό κέντρο της ΕΕ βρίσκεται εκτός ευρωζώνης· υπενθυμίζει ωστόσο ότι η κοινοτική νομοθεσία καλύπτει όλα τα κράτη μέλη και τους παράγοντες της αγοράς που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά· πιστεύει ότι η ΕΕ χρειάζεται επειγόντως να βελτιώσει την εποπτική δομή της, λαμβάνοντας υπόψη τον ειδικό ρόλο της ΕΚΤ·
33. είναι της άποψης ότι πολλά ακόμη πρέπει να γίνουν στον τομέα του συμψηφισμού και διακανονισμού των διασυνοριακών συναλλαγών τίτλων αξιών, όπου μέχρι τούδε δεν υπάρχει πραγματική ενσωμάτωση·
34. υπογραμμίζει ότι, όσον αφορά τις λιανικές υπηρεσίες, απαιτείται μεγαλύτερη ενσωμάτωση, η έλλειψη της οποίας λειτουργεί εις βάρος της προστασίας του καταναλωτή· πιστεύει ότι θα πρέπει να βελτιωθούν τα εξής: η κινητικότητα των πελατών, οι στοιχειώδεις γνώσεις των πολιτών για χρηματοοικονομικά θέματα, η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, και η συγκρισιμότητα των προϊόντων·
35. κρίνει απαραίτητο μεσοπρόθεσμα να υπάρχει εξευρωπαϊσμός της χρηματοπιστωτικής εποπτικής διάρθρωσης, διαφάνεια της χρηματοπιστωτικής αγοράς, αποτελεσματικές διατάξεις περί ανταγωνισμού και οι κατάλληλοι κανονισμοί, προκειμένου να βελτιωθεί η διαχείριση κρίσεων και η συνεργασία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), των εποπτικών αρχών, των κυβερνήσεων και των παραγόντων της αγοράς· είναι της άποψης ότι ένα ολοκληρωμένο, συνεπές και συνεκτικό πλαίσιο εποπτείας (που θα καλύπτει όλους τους χρηματοπιστωτικούς τομείς) - με διασφάλιση μιας ισορροπημένης προσέγγισης σε ότι αφορά τη ρύθμιση της διασυνοριακής εξάπλωσης του χρηματοπιστωτικού κινδύνου -, που θα βασίζεται στην εναρμονισμένη νομοθεσία θα μείωνε το κόστος συμμόρφωσης στην περίπτωση δραστηριοτήτων πολλαπλής δικαιοδοσίας· σημειώνει ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η ‘επιχρύσωση’ (η εποπτεία κάτω από τις ελάχιστες προδιαγραφές της κοινοτικής νομοθεσίας), καθώς και η καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για τη βελτίωση της υφιστάμενης εποπτικής διάρθρωσης σύμφωνα με αυτές τις αρχές· είναι της άποψης ότι ο οιοσδήποτε εποπτικός ρόλος της ΕΚΤ θα πρέπει, μέσω του ΕΣΚΤ, να διευρυνθεί εκτός ορίων της ευρωζώνης·
36. χαιρετίζει το μνημόνιο κατανόησης για τη συνεργασία μεταξύ των χρηματοοικονομικών εποπτικών αρχών, των κεντρικών τραπεζών και των υπουργείων οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διασυνοριακή χρηματοοικονομική σταθερότητα, όπως συμφωνήθηκε την άνοιξη του 2008· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι αυτό το μνημόνιο κατανόησης αποτελεί ήπια νομοθεσία και επαφίεται στην προθυμία των κρατών μελών να συνεργαστούν μεταξύ τους· είναι της άποψης ότι μολονότι είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν εκ των προτέρων κανόνες για επιμερισμό των ευθυνών, πρέπει να συνεχιστούν οι προσπάθειες στον τομέα διαχείρισης των κρίσεων·
37. τονίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως η μεγαλύτερη οικονομική ζώνη του κόσμου με τις μεγαλύτερες χρηματοοικονομικές αγορές, θα πρέπει να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο σε διεθνές επίπεδο όσον αφορά τη μεταρρύθμιση του κανονιστικού συστήματος για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες προς όφελος όλων των ενεχομένων χωρών και υπέρ της γενικότερης σταθερότητας· θεωρεί ότι η χρηματοοικονομική σταθερότητα θα πρέπει να καταστεί θεμελιώδης στόχος της οικονομικής πολιτικής σε ένα κόσμο ολοένα και περισσότερο ενοποιημένων χρηματοοικονομικών αγορών και χρηματοοικονομικού νεωτερισμού, πράγμα που, μερικές φορές, ενδέχεται να έχει αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία και να συνεπάγεται συστημικούς κινδύνους· είναι πεπεισμένο ότι όλες οι φιλόδοξες αποφάσεις που λαμβάνονται σε επίπεδο ΕΕ θα ενθαρρύνουν και άλλες χώρες να ακολουθήσουν, και τονίζει εν προκειμένω την ευθύνη αντιμετώπισης παγκόσμιων ή «υπερπόντιων» προβλημάτων· είναι της άποψης ότι η πολιτική λογοδοσία των διεθνών κανονιστικών οργάνων πρέπει να εξεταστεί παράλληλα με το συναφές κανονιστικό έργο·
38. ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο δημιουργίας ευρωπαϊκών ομολόγων και χάραξης μακροπρόθεσμης στρατηγικής που θα επιτρέπει την έκδοση τέτοιων ομολόγων εντός ευρωζώνης, παράλληλα με τα εθνικά ομόλογα των κρατών μελών· επισημαίνει την ανάγκη αξιολόγησης των συνεπειών αυτών στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές και στην ΟΝΕ.
Διεύρυνση της ευρωζώνης
39. ζητεί από όλα τα κράτη μέλη εκτός ευρωζώνης να τηρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ και το αναθεωρημένο και γενικά ευέλικτο ΣΣΑ· θεωρεί ότι η Επιτροπή, πριν από κάθε ενδεχόμενη προσχώρηση στην ευρωζώνη, πρέπει να διασφαλίζει μια αυστηρή ερμηνεία του ΣΣΑ και η χρήση κριτηρίων αποκλεισμού· σημειώνει ότι πρέπει να διασφαλίζεται η ισότιμη μεταχείριση των κρατών μελών στην ευρωζώνη και των κρατών μελών που επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτή· σημειώνει, εν προκειμένω, ότι η μακροπρόθεσμη σταθερότητα της ευρωζώνης πρέπει να θεωρείται σκοπός κοινού ενδιαφέροντος και ότι η διεύρυνση και η σταθερότητα είναι αλληλένδετες έννοιες· κρίνει απαραίτητο τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και τα κράτη μέλη που χαίρουν ειδικού καθεστώτος να ανταποκρίνονται αυστηρά στις υποχρεώσεις τους και να μην αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας για τους κοινούς στόχους της οικονομικής σταθερότητας, της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή της προαγωγής της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας·
40. θεωρεί ότι τα κράτη μέλη εκτός της ευρωζώνης, τα οποία πληρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ και δεν αποκλίνουν από τη Συνθήκη, οφείλουν να υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα στην ταχύτερη δυνατή ευκαιρία·
41. τονίζει ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη προϋποθέτει την πλήρη συμμόρφωση προς τα κριτήρια του Μάαστριχτ, όπως ορίζονται ση Συνθήκη και στο Πρωτόκολλο στο άρθρο 121 της Συνθήκης, δηλαδή: υψηλό βαθμό καταμετρημένης σταθερότητας των τιμών, καθώς και βιωσιμότητα μιας τέτοιας σταθερότητας των τιμών, δημόσια οικονομικά χωρίς υπερβολικό έλλειμμα, συμμετοχή στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών II για τουλάχιστον δύο έτη, τήρηση των κανονικών περιθωρίων διακύμανσης, προσαρμογή των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, συμβατότητα των νομικών κανόνων με τις διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ τις σχετικές με την ΟΝΕ και ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα·
42. είναι της άποψης ότι μία από τις προκλητικότερες πτυχές της ένταξης στην ευρωζώνη είναι να διασφαλισθεί η δυνατότητα αειφορίας των κριτηρίων του Μάαστριχτ· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι, συγχρόνως, τα κριτήρια του Μάαστριχτ αποτελούν επίσης ένα πρώτο βήμα για τη διατήρηση των μεταρρυθμιστικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων και άλλων δεσμεύσεων και προσπαθειών σχετικά με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις επενδύσεις και τον οικονομικό συντονισμό·
43. χαιρετίζει την εντονότερη και αποδοτική εποπτεία των κρατών μελών που συμμετέχουν στον ΜΣΙ II και επιθυμούν να ενταχθούν στην ευρωζώνη, καθώς και την οικονομική τους ανάπτυξη· σημειώνει ότι η επιτυχής συμμετοχή στον ΜΣΙ II πρέπει να εξακολουθεί να αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση και όχι μόνο δευτερεύουσα απαίτηση για συμμετοχή στην ευρωζώνη· είναι της άποψης ότι οι ίδιες απαιτήσεις προσχώρησης θα πρέπει να ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη που εντάσσονται στην ευρωζώνη·
44. θεωρεί ότι μια σταθερή και επιτυχής διεύρυνση της ευρωζώνης συνιστά μείζονα πρόκληση για τα επόμενα χρόνια και ότι τόσο οι διεθνείς προδιαγραφές της ΕΚΤ όσο και η διαδικασία λήψης αποφάσεών της θα πρέπει να προσαρμοστούν σ' αυτήν την αλλαγή και το κυλιόμενο μοντέλο θα πρέπει να λάβει υπόψη το οικονομικό βάρος κάθε μεμονωμένου κράτους μέλους·
45. τονίζει, σε σχέση με τη διεύρυνση της ευρωζώνης, τη σκοπιμότητα μιας σύγκλισης υψηλού επιπέδου στην πραγματική οικονομία προκειμένου να περιορισθούν οι σχετικές εντάσεις, τόσο για την ευρωζώνη όσον και για τις χώρες που επιθυμούν να ενταχθούν· θεωρεί, σε αυτό το πλαίσιο, ότι θα πρέπει να παρασχεθούν διευκολύνσεις υπέρ αυτών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην ευρωζώνη, εκεί όπου η ενιαία νομισματικά πολιτική έχει, ενδεχομένως, ένα ιδιαίτερο συσταλτικό αποτέλεσμα·
Επικοινωνία
46. τονίζει ότι μολονότι μέχρι τούδε έχει διατηρηθεί υψηλός βαθμός ισορροπίας των τιμών στην ευρωζώνη, ο «αντιληπτός πληθωρισμός» ουσιαστικά διαφέρει από τον χαμηλότερο πραγματικό πληθωρισμό στα κράτη μέλη τα τελευταία δέκα έτη· ζητεί, ως εκ τούτου, καλύτερη ενημέρωση και διευκρίνιση των δεδομένων για τους πολίτες σχετικά με την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ΟΝΕ, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σταθερότητα των τιμών, τις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές και τα πλεονεκτήματα της σταθερότητας εντός της ευρωζώνης στις διεθνείς χρηματοοικονομικές κρίσεις·
47. θεωρεί ότι το ενιαίο νόμισμα παραμένει επικοινωνιακή προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση· πιστεύει ότι τα οφέλη του ευρώ και της ΟΝΕ- σταθερότητα των τιμών, χαμηλά επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων, ευκολότερες μετακινήσεις, προστασία από διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος και από εξωτερικές διαταραχές - θα πρέπει να συνεχίσουν να προβάλλονται και να εξηγούνται στο κοινό με κάθε λεπτομέρεια· πιστεύει ότι ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην πληροφόρηση και ενημέρωση των ευρωπαίων πολιτών, των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), που δεν έχουν επαρκή δυνατότητα άμεσης προσαρμογής στις νέες εξελίξεις και προκλήσεις για το ευρώ·
48. καλεί την ΕΚΤ, στην ετήσια έκθεσή της, ή σε ειδική έκθεση, να προβαίνει σε ετήσια ποσοτική ανάλυση των ωφελειών που το ευρώ έχει αποφέρει στους απλούς πολίτες, με συγκεκριμένα παραδείγματα για το πώς η χρήση του ευρώ έχει θετικά αποτελέσματα στην καθημερινότητά τους·
49. θεωρεί ότι η επικοινωνία είναι ύψιστης σημασίας για την προετοιμασία της εισαγωγής του ευρώ στα κράτη μέλη που σχεδιάζουν να ενταχθούν στην ευρωζώνη· σημειώνει ότι η επικοινωνία σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης είναι εξίσου σημαντική για τα κράτη μέλη ήδη εντός ευρωζώνης.
50. θεωρεί ότι η Επιτροπή πρέπει να συγκεντρώσει τις προσπάθειές της για να βοηθήσει τα νέα κράτη μέλη να προετοιμάσουν τους πολίτες τους για την υιοθέτηση του ευρώ, αναλαμβάνοντας μία έντονη ενημερωτική εκστρατεία, εποπτεύοντας την εφαρμογή της εκεί όπου μια τέτοια εκστρατεία διεξάγεται ήδη και υποβάλλοντας τακτικά εκθέσεις για τις καλύτερες πρακτικές σχετικά με την εφαρμογή των Εθνικών Σχεδίων Δράσης για έγκριση του ευρώ· θεωρεί επίσης ότι οι καλύτερες πρακτικές και η τεχνογνωσία που έχει αποκτηθεί από προηγούμενες μεταβάσεις θα είναι πιθανώς χρήσιμη για την μετάβαση στο ευρώ των νέων κρατών μελών και για την επικείμενη διεύρυνση και προετοιμασία των νέων υποψηφίων χωρών·
Ο διεθνής ρόλος του ευρώ και η εξωτερική εκπροσώπηση
51. χαιρετίζει την ταχεία ανάδειξη του ευρώ στο δεύτερο σημαντικότερο νόμισμα συναλλαγματικών διαθεσίμων και νόμισμα συναλλαγών μετά το δολάριο ΗΠΑ, με μερίδιο 25 % των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων· σημειώνει ότι, ιδιαίτερα στις χώρες που γειτνιάζουν με την ευρωζώνη, το ευρώ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως χρηματοδοτικό νόμισμα και ότι οι αντίστοιχες συναλλαγματικές ισοτιμίες συνδέονται με το ευρώ· επικροτεί ρητώς την άποψη της ΕΚΤ ότι η εισαγωγή του ευρώ είναι το τελευταίο βήμα προς μια διαρθρωμένη πορεία σύγκλισης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ότι κατά συνέπεια η εισαγωγή του ευρώ είναι δυνατή μόνο στο πλαίσιο της Συνθήκης·
52. είναι της άποψης ότι η ατζέντα της πολιτικής για την ΟΝΕ την προσεχή δεκαετία θα χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από τις προκλήσεις των αναδυομένων ασιατικών οικονομιών· εκφράζει τη λύπη του που παρά τον αυξανόμενο ρόλο του ευρώ σε παγκόσμιο επίπεδο, οι προσπάθειες για βελτίωση της εξωτερικής εκπροσώπησης της ευρωζώνης σε χρηματοοικονομικά και νομισματικά θέματα δεν έχουν σημειώσει μεγάλη πρόοδο· τονίζει ότι η ευρωζώνη πρέπει να οικοδομήσει μία διεθνή στρατηγική ανάλογη με τη διεθνή διακεκριμένη θέση του νομίσματός της·
53. υπενθυμίζει ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος για την ευρωζώνη να ευθυγραμμίσει την επιρροή της με την οικονομική της σημασία είναι να αναπτύξει κοινές θέσεις και να παγιώσει την εκπροσώπησή της, αποκτώντας τελικά τη δική της θέση στα οικεία διεθνή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φόρα· προτρέπει τα κράτη μέλη ευρωζώνης, μεταξύ άλλων, να εκφράζονται με ενιαία φωνή για τη συναλλαγματική πολιτική·
54. τονίζει ότι το ευρώ χρησιμοποιείται ως εθνικό νόμισμα εκτός της ευρωζώνης· θεωρεί ότι οι συνέπειες μιας τέτοιας χρήσης θα πρέπει να αναλυθούν·
55. επισημαίνει ότι ο σημαντικός ρόλος του ευρώ στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές συνοδεύεται από υποχρεώσεις, και ότι οι επιπτώσεις της νομισματικής και αναπτυξιακής πολιτικής στην ευρωζώνη έχουν διεθνή αντίκτυπο· τονίζει την ολοένα και μεγαλύτερη σημασία του ευρώ στο διεθνές εμπόριο και στις διεθνείς υπηρεσίες, ως κινητήριο δύναμη της ενσωμάτωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών και ως βάση για την αύξηση των άμεσων επενδύσεων και τις διασυνοριακές συγχωνεύσεις επιχειρήσεων, καθώς μειώνεται σημαντικά το κόστος των συναλλαγών· ζητεί την εκπόνηση μελέτης σχετικά με τις παγκόσμιες ανισορροπίες και τον ρόλο του ευρώ, καθώς και πιθανά σενάρια προσαρμογής, ώστε να προετοιμαστεί καλύτερα η Ευρώπη για την αντιμετώπιση σημαντικών εξωτερικών κραδασμών·
56. προτείνει ισχυρότερη συνεργασία και αυξημένο διεθνή διάλογο μεταξύ των αρμοδίων αρχών των σημαντικότερων «νομισματικών μπλοκ», για τη βελτίωση της διαχείρισης διεθνών κρίσεων και την αντιμετώπιση των συνεπειών στην πραγματική οικονομία· υπενθυμίζει την επιτυχή κοινή διαχείριση της κρίσης κατά την έναρξη της πρόσφατης «κρίσης των επισφαλών δανείων» στις ΗΠΑ, καθώς και της κρίσης που ξέσπασε αμέσως μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, γεγονός που συνέβαλε στο να αποτραπεί η ακαριαία κατάρρευση του αμερικανικού δολαρίου·
57. υποστηρίζει την πρόθεση της Επιτροπής να ενισχύσει την επιρροή της ΟΝΕ στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς με μια κοινή θέση της ΕΕ που θα εκπροσωπείται από επιλεγμένους εκπροσώπους, όπως είναι ο Πρόεδρος της Ομάδας του ευρώ, η Επιτροπή και ο Πρόεδρος της ΕΚΤ· επισημαίνει ότι η προηγούμενη πρακτική ήδη τους επιτρέπει να συμμετέχουν με καθεστώς παρατηρητή στους σημαντικότερους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς· ζητεί, ωστόσο, καλύτερο συντονισμό των ευρωπαϊκών θέσεων, προκειμένου η κοινή ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική να εκπροσωπείται από τους νόμιμους εκπροσώπους της στο μέλλον· προσδοκά την έκφραση μιας θέσης της ευρωζώνης επί των συναλλαγματικών πολιτικών των βασικών της εταίρων· καλεί τον πρόεδρο της Ομάδας του ευρώ να εκπροσωπήσει την ευρωζώνη στο φόρουμ για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα· προτείνει την τροποποίηση του νομοθετικού καθεστώτος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) έτσι ώστε να επιτραπεί η εκπροσώπηση των οικονομικών "μπλοκ", και οργανισμών·
58. τονίζει με έμφαση ότι, σε ότι αφορά τη μεταρρύθμιση των διεθνών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται κοινή προσέγγιση η οποία θα λάβει υπόψη τις προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας, συμπεριλαμβανομένης της ανάδυσης των νέων οικονομικών δυνάμεων·
59. εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της σχετικά με την ΟΝΕ@10, δεν προέβη σε λεπτομερέστερη και ακριβέστερη ανάλυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με την εξωτερική διάσταση της κοινής νομισματικής πολιτικής και σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής στις οικονομικές και εμπορικές επιδόσεις της ευρωζώνης·
60. υπογραμμίζει ότι ορισμένοι εταίροι της ΕΕ εφαρμόζουν νομισματικές πολιτικές που στοχεύουν στην υποτίμηση του νομίσματός τους και ότι η πρακτική αυτή θίγει κατά τρόπο αθέμιτο τις εμπορικές συναλλαγές και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μη δασμολογικός φραγμός στο διεθνές εμπόριο·
Οικονομικοί μηχανισμοί και διακυβέρνηση της ΟΝΕ
61. θεωρεί ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη - το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, η Επιτροπή, η Ομάδα του ευρώ, και οι κοινωνικοί εταίροι σε επίπεδο ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο - θα πρέπει να συνεργαστούν για την ενίσχυση της μελλοντικής λειτουργίας της ΟΝΕ αναφορικά με την οικονομική διακυβέρνηση βάσει των ακόλουθων προτάσεων:
(α) ως ουσιαστικό συστατικό στοιχεία της στρατηγικής της Λισαβόνας και ως κεντρικός οικονομικός μηχανισμός, οι ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει, αποσκοπώντας σε μια ισορροπημένη ‘προσέγγιση μείγματος πολιτικών’, να επιδιώκουν αμοιβαία ενθαρρυντικές μεταρρυθμίσεις στους τομείς της απασχόλησης, του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ασφάλισης·
(β) οι ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές θα πρέπει να θέσουν ένα ευρύ πλαίσιο για στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών προκειμένου να ευθυγραμμιστούν τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα (NRP), λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη την οικονομική ποικιλομορφία και τις διαφορετικές εθνικές παραδόσεις. Θα πρέπει να θεσπιστούν διαβουλεύσεις με τα εθνικά κοινοβούλια όσον αφορά τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα·
(γ) να θεσπισθεί ισχυρότερη σύνδεση μεταξύ των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών, ιδιαίτερα των Γενικών Προσανατολισμών Οικονομικής Πολιτικής (ΓΠΟΠ) και των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης. Τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης και τα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα θα μπορούσαν να υποβάλλονται ταυτόχρονα (σε ετήσια βάση στις αρχές του φθινοπώρου) μετά από συζήτηση στο εκάστοτε εθνικό κοινοβούλιο. Οι ΠΟΓΠ θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν κοινούς δημοσιονομικούς στόχους σύμφωνα προς το προληπτικό σκέλος των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης·
(δ) οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, όταν αποφασίζουν επί των εθνικών προϋπολογισμών, θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές και τις συστάσεις ανά χώρα, καθώς και τη γενικότερη δημοσιονομική κατάσταση στην ευρωζώνη. Τα διαφορετικά εθνικά δημοσιονομικά χρονοδιαγράμματα και οι κύριες υποθέσεις που χρησιμοποιούνται στις βασικές προβλέψεις θα πρέπει να εναρμονιστούν ώστε να αποφευχθούν οι αποκλίσεις λόγω της χρήσης διαφορετικών μακροοικονομικών προβλέψεων (παγκόσμια ανάπτυξη, ανάπτυξη της ΕΕ, τιμή του βαρελιού πετρελαίου, επιτόκια) και άλλων παραμέτρων·
(ε) όποτε είναι δυνατόν, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται πιο επίσημες συστάσεις προς τα κράτη μέλη της ευρωζώνης, όπως είναι η θέσπιση στόχων για μεσοπρόθεσμες δαπάνες, συγκεκριμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, επενδύσεις, ποιότητα των δημόσιων οικονομικών. Όλες οι δεσμεύσεις, οι στόχοι και τα πρότυπα σύγκρισης θα πρέπει να ενσωματωθούν πλήρως στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές και στα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα προκειμένου να βελτιωθεί η συνοχή και η αποδοτικότητα της οικονομικής διακυβέρνησης·
(στ) στο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης θα πρέπει να ενταχθεί και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για μείωση του εθνικού χρέους στο 60% κατά μέγιστο, εφόσον κάτι τέτοιο θα μείωνε το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους και θα περιόριζε το κόστος κεφαλαίου για τη διενέργεια ιδιωτικών επενδύσεων·
(ζ) θα πρέπει να θεσπιστεί ένα δεσμευτικό πλαίσιο για τα κράτη μέλη της ευρωζώνης για διαβουλεύσεις μεταξύ τους και με την Επιτροπή πριν τη λήψη σημαντικών αποφάσεων οικονομικής πολιτικής, όπως είναι τα μέτρα για την αντιμετώπιση της αύξησης των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας·
(η) ο οικονομικός συντονισμός θα πρέπει να λαμβάνει τη μορφή ολοκληρωμένης «ευρωπαϊκής οικονομικής στρατηγικής και στρατηγικής για την απασχόληση» βάσει υφισταμένων μέσων οικονομικής πολιτικής - ιδιαίτερα δε της στρατηγικής της Λισαβόνας, των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών, της στρατηγικής για την αειφόρο ανάπτυξη και των προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας· καλεί τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, με επικεφαλής τον πρόεδρο της Ομάδας του ευρώ, να στηρίζουν την οικονομική δραστηριότητα με συνέπεια, την ίδια στιγμή και προς την ίδια κατεύθυνση·
(θ) η ευρωπαϊκή οικονομική στρατηγική και η στρατηγική για την απασχόληση – που αναφέρεται στο σημείο η) – πρέπει να προβεί σε αναδιοργάνωση των δυνατοτήτων των νέων και οικολογικών τεχνολογιών ως ακρογωνιαίο λίθο της οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με μείγμα μακροοικονομικών πολιτικών·
(ι) η χρηματοδότηση των καινοτόμων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των ΜΜΕ, θα πρέπει να διευκολυνθεί με τη θέσπιση, μεταξύ άλλων, ενός «Ευρωπαϊκού Ταμείου Ευφυούς Ανάπτυξης» από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·
(ια) η ετήσια έκθεση για την ευρωζώνη πρέπει να παρέχει ένα πιο πρακτικό φάσμα μέσων και αξιολογήσεων, ώστε να καταστεί εφικτός ένας διεξοδικότερος διάλογος μεταξύ των διαφόρων φορέων της ΕΕ που συμμετέχουν στην οικονομική διακυβέρνηση·
(ιβ) θα πρέπει να θεσπιστεί κώδικας δεοντολογίας μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, ο οποίος θα διασφαλίζει την ορθή συνεργασία και την πλήρη συμμετοχή των τριών συναφών θεσμικών οργάνων της ΕΕ στην περαιτέρω ορθή διαχείριση των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών ως καίριων οικονομικών μέσων·
(ιγ) η θεσμική ρύθμιση για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών θα πρέπει να ενισχυθεί ως ακολούθως:
- θα πρέπει να θεσπισθούν «σχηματισμοί της Ομάδας του ευρώ» στον τομέα της ανταγωνιστικότητας/βιομηχανίας, του περιβάλλοντος, της απασχόλησης και της εκπαίδευσης·
- η Ομάδα του ευρώ θα πρέπει να αποκτήσει ισχυρότερο θεσμικό πλαίσιο και περισσότερους ανθρώπινους πόρους·
- η εντολή του προέδρου της Ομάδας του ευρώ θα πρέπει να συνάδει με τους οικονομικούς κύκλους των ολοκληρωμένων κατευθυντήριων γραμμών·
- η Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, θα πρέπει να απορροφηθεί από την Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή, έτσι ώστε να αποτελεί ένα ενιαίο και συνεκτικό προπαρασκευαστικό όργανο για το Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων, καθώς και για την Ομάδα του ευρώ·
- σε έναν εκπρόσωπο του Κοινοβουλίου θα πρέπει να χορηγηθεί καθεστώς παρατηρητή στις άτυπες συνεδριάσεις της Ομάδας του ευρώ και του Συμβουλίου·
- θα πρέπει να διοργανώνονται συναντήσεις μεταξύ της Τρόικα, του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και της Ομάδας του ευρώ τέσσερις φορές ετησίως, αν είναι απαραίτητο·
(ιδ) θα πρέπει να θεσπιστεί τακτικότερος και πιο διαρθρωμένος διάλογος επί μακροοικονομικών θεμάτων μεταξύ του Κοινοβουλίου, της Επιτροπής και της Ομάδας του ευρώ, παρόμοιος με τον διάλογο επί νομισματικών θεμάτων μεταξύ του Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ, τουλάχιστον ανά τρίμηνο, προκειμένου τα υφιστάμενα πλαίσια να αποκτήσουν μεγαλύτερο βάθος και να συζητηθούν οι προκλήσεις της οικονομίας της ευρωζώνης· και
(ιε) θα πρέπει να θεσπισθεί ενεργός διάλογος μεταξύ του Κοινοβουλίου, της Ομάδας του ευρώ, της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής με σκοπό τη διεξαγωγή συζητήσεων σχετικά με το κατάλληλο μείγμα νομισματικών, οικονομικών, συναλλαγματικών, μισθολογικών και διαρθρωτικών πολιτικών·
62. φρονεί ότι η ατζέντα πολιτικής της ΟΝΕ για την επόμενη δεκαετία θα χαρακτηρίζεται, ιδιαιτέρως, από τις προκλήσεις της πρόσφατης αναστάτωσης των χρηματοπιστωτικών αγορών και από τις συνέπειές της για την πραγματική οικονομία· σημειώνει ότι, στο πλαίσιο αυτό, θετικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι τα κράτη μέλη εντός της ευρωζώνης είναι καλύτερα εξοπλισμένα για να αντιμετωπίζουν σημαντικές αναταράξεις από ό,τι στο παρελθόν, χάρη στην κοινή νομισματική πολιτική και σε μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία έτη, με σκοπό την καταπολέμηση της οικονομικής επιβράδυνσης και του υψηλού πληθωρισμού· ωστόσο, ζητεί:
(α) συντονισμένη αντίδραση σε επίπεδο ΕΕ, που να βασίζεται σε κοινή αντίληψη των προβλημάτων και κοινών μέτρων που πρέπει να ακολουθήσουν, με ταυτόχρονη αποδοχή κάποιων εθνικών ιδιαιτεροτήτων·
(β) φιλόδοξα και προσαρμοσμένα εθνικά μεταρρυθμιστικά προγράμματα και δέσμευση για την εφαρμογή τους, συμπεριλαμβανομένου του διαλόγου με τους κοινωνικούς εταίρους·
(γ) πλήρη και έγκαιρη εφαρμογή του χάρτη για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων follow up δράσεων και αποτελεσματικής εποπτείας σε ό,τι αφορά την συνεχιζόμενη χρηματοπιστωτική αναταραχή·
(δ) την αύξηση των ρυθμίσεων για την επίλυση κρίσεων, με βελτίωση των νομοθετικών κανόνων της ΕΕ για την εκκαθάριση επιχειρήσεων και με τη θέσπιση σαφώς καθορισμένων και ομοφώνως αποδεκτών ρυθμίσεων για τον επιμερισμό του οικονομικού φόρτου μεταξύ των οικείων κρατών μελών σε περιπτώσεις αφερεγγυότητας εντός διασυνοριακών χρηματοοικονομικών ομάδων·
(ε) ολοκλήρωση των εργαλείων που χρησιμοποιούνται για τη χάραξη της νομισματικής πολιτικής μέσω λεπτομερούς ανάλυσης των παραγόντων που επηρεάζουν τη σταθερότητα και τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος (μεταξύ άλλων, σε ό,τι αφορά τη μεταφορά της νομισματικής πολιτικής, την ανάπτυξη των πιστώσεων και των χρηματοπιστωτικών στοιχείων ενεργητικού, τα χαρακτηριστικά νέων προϊόντων και τη συγκέντρωση κινδύνων και ρευστότητας)·
(στ) μία προορατική ευρωπαϊκή αντίδραση στο πλαίσιο διεθνών φόρουμ, κυρίως του Φόρουμ για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (FSF) και του ΔΝΤ, καθώς και αύξηση των διαδικασιών κοινής λήψης αποφάσεων·
(ζ) τη διατύπωση ενιαίας στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της G8 και τον προβληματισμό για τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ενός αποδοτικότερου οργανισμού λήψης οικονομικών αποφάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, με ταυτόχρονη όμως προσαρμογή αυτού του ρόλου στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και μιας περισσότερο κυρίαρχης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς·
(η) καλύτερο και αποδοτικότερο συντονισμό μεταξύ του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) και των αποκαλουμένων οργανισμών του "Bretton Woods" (το ΔΝΤ και ο Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας) με σκοπό την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει η σοβαρή κρίση·
(θ) ενόψει των σημερινών σοβαρών νομισματικών διαταραχών, την οργάνωση, υπό την αιγίδα του ΔΝΤ, μιας παγκόσμιας νομισματικής διάσκεψης με σκοπό παγκόσμιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα νομισματικά θέματα· επίσης, να εξετασθεί η σκοπιμότητα θέσπισης ενός μηχανισμού επίλυσης νομισματικών διαφορών στο πλαίσιο του ΔΝΤ·
°
° °
63. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στον Πρόεδρο της Ομάδας του ευρώ, καθώς και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.
- [1] ΕΕ C 314E, 21.12.2006, σ.125.
- [2] ΕΕ C 175E, της 10.7.2008, σελ.569..
- [3] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0057.
- [4] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2007)0533.
- [5] ΕΕ C 287E, 29.1.2007, σ. 535.
- [6] ΕΕ C 304E, 1.12.2005, σ.132.
- [7] ΕΕ C 74E, της 20.3.2008, σελ.780.
- [8] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0357.
- [9] ΕΕ C 298E, της 8.12.2006, σελ.249.
- [10] ΕΕ C 146E, της 12.6.2008, σελ.251.
- [11] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0287.
- [12] ΕΕ C 291E, της 30.11.2006, σελ.118.
- [13] ΕΕ C 157E, της 6.7.2006, σελ.73.
- [14] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P6_TA(2008)0425.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης
από την άποψη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συμμετέχει ενεργά σε κάθε στάδιο της ΟΝΕ, από την απόφαση εισαγωγής του νομίσματος που ελήφθη στο Μάαστριχτ το 1992, έως την 1η Ιανουαρίου 1999 όταν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΟΝΕ θεσπίστηκαν οριστικά έναντι του ευρώ και συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έως τελικά την επακόλουθη πραγματική μετάβαση στο νέο νόμισμα το 2002. Το Κοινοβούλιο συμμετείχε επίσης στη λήψη όλων των αποφάσεων σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης από την αρχή αυτής.
Κατά τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαδραμάτισε ενεργό ρόλο, μέσω του έργου του σε διάφορους τομείς: συν-νομοθετώντας στον τομέα της εσωτερικής αγοράς, ιδιαίτερα όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, συμμετέχοντας στη λήψη αποφάσεων για τη διεύρυνση της ευρωζώνης, γνωμοδοτώντας και διατυπώνοντας συστάσεις για τις καίριες μακροοικονομικές εξελίξεις, διευκολύνοντας τη συζήτηση σχετικά με τρέχουσες οικονομικές εξελίξεις, αυξάνοντας τη διαφάνεια και την υποχρέωση λογοδοσίας ως προς τη λήψη αποφάσεων οικονομικής πολιτικής, και θεσμοθετώντας έναν ανοικτό και διαφανή διάλογο περί νομισματικής πολιτικής με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Συντονισμός των οικονομικών πολιτικών
Όντας το μόνο θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες αυτής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει προσπαθήσει να ενισχύσει τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών και την εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Η οικονομική πολιτική είναι τομέας που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα έντονη έλλειψη διαφάνειας, δεδομένων των χαρακτηριστικά διακυβερνητικών διαδικασιών που προβλέπονται από τη Συνθήκη[1].
Ως εκ τούτου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει καθιερωθεί ως μείζων παράγοντας σε επίπεδο ΕΕ, παρά τις περιορισμένες επίσημες αρμοδιότητες που του χορηγεί η Συνθήκη. Επομένως, η προσέγγιση που ακολουθούμε είναι υπέρ μιας πιο ανοικτής στάσης εκ μέρους των κυβερνήσεων των κρατών μελών προς τα εθνικά κοινοβούλια, το ΕΚ και τους κοινωνικούς εταίρους. Στον τομέα του συντονισμού των δημοσιονομικών πολιτικών, δυνάμει των ισχυουσών διατάξεων της Συνθήκης, ζητείται η γνώμη του Κοινοβουλίου σε θέματα που αφορούν την έγκριση δευτερογενούς νομοθεσίας για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το Κοινοβούλιο έχει αναπτύξει διάφορους τρόπους να κάνει τις απόψεις του να ακούγονται στην Ευρώπη. Τούτο κατέστη δυνατό σε μεγάλο βαθμό χάρη στο ενεργό ενδιαφέρον της επιτροπής ECON να φέρνει το Κοινοβούλιο στο προσκήνιο.
Προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε την έννοια μιας προσέγγισης εταιρικής σχέσης σε ευρεία βάση, που θα περιλαμβάνει τους κοινωνικούς εταίρους, την κοινωνία των πολιτών και τις δημόσιες αρχές, ανάλογα με τις εθνικές παραδόσεις και πρακτικές.
Η επιτροπή ECON έχει καθιερώσει τακτικό διάλογο με τα θεσμικά όργανα και φορείς της ΕΕ που διαδραματίζουν κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη και στην Ένωση. Κάθε εξάμηνο, η νέα προεδρία του Συμβουλίου (ο Υπουργός Οικονομικών) καλείται να παρουσιάσει το πρόγραμμα εργασίας της στην επιτροπή. Στο τέλος του εξαμήνου, πραγματοποιείται επισκόπηση των επιτευγμάτων. Σε αμφότερες τις περιστάσεις, της παρουσίασης έπεται συζήτηση με την επιτροπή. Μια άλλη ευκαιρία τακτικών συναντήσεων μεταξύ της επιτροπής ECON και του Συμβουλίου (ECOFIN) είναι κατά τη διαδικασία που οδηγεί στην έγκριση των γενικών προσανατολισμών των οικονομικών πολιτικών (ΓΠΟΠ), καθώς οι εκπρόσωποι της επιτροπής συζητούν με την Τρόικα (εκπροσώπους της τρέχουσας, της προηγούμενης και της επόμενης προεδρίας του Συμβουλίου).
Ιδία πρωτοβουλία, η επιτροπή ECON έχει επίσης διοργανώσει τακτικές ανταλλαγές απόψεων με τον Πρόεδρο της Ομάδας του ευρώ, κατά κανόνα δύο φορές ετησίως. Σε αυτές τις συναντήσεις, ο Πρόεδρος της Ομάδας του ευρώ εξηγεί προηγούμενες συζητήσεις και αποφάσεις της ομάδας, καθώς και το μελλοντικό πρόγραμμα εργασίας αυτής. Οι συναντήσεις αυτές με τα μέλη της ECON έχουν αποβεί χρήσιμες, ιδιαίτερα δεδομένου ότι η Ομάδα του ευρώ είναι άτυπος φορέας χωρίς επίσημη αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων. Οι εν λόγω συζητήσεις συνέβαλαν στη βελτίωση του συντονισμού των οικονομικών πολιτικών από την Ομάδα του ευρώ.
Στο πλαίσιο του Κοινοβουλίου, η επιτροπή ECON είναι αρμόδια για τη διεξαγωγή επιβεβαιωτικών ακροάσεων με τους υποψηφίους στην Επιτροπή, εντός του πεδίου αρμοδιοτήτων της. Επιπλέον των επαφών μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Επιτροπής, όπως προβλέπονται από την κοινοτική νομοθεσία, η επιτροπή διεξάγει τακτικό διάλογο με τον αρμόδιο Επίτροπο για οικονομικά θέματα. Ο Επίτροπος καλείται να παραβρεθεί σε συνεδριάσεις της επιτροπής, να παρουσιάσει τις οικονομικές προβλέψεις της Επιτροπής δις ετησίως, την έκθεση για τα δημόσια οικονομικά, τους ΓΠΟΠ και άλλες σημαντικές εξελίξεις στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Η ενημέρωση σχετικά με τις δραστηριότητες της Επιτροπής και η αξιολόγηση των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων στα κράτη μέλη και στην Ένωση ακολουθείται από συζήτηση, η οποία επιτρέπει τη διεξοδική ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους Επιτρόπου και των μελών της ECON.
Οι συχνές και τακτικές επαφές και συζητήσεις με εκπροσώπους της Οικονομικής και Δημοσιονομικής Επιτροπής (ΟΔΕ) και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής (ΕΟΠ) έδωσαν τη δυνατότητα στα μέλη της ECON να ζητήσουν διευκρινίσεις σχετικά με τις δραστηριότητες της ΟΔΕ και της ΕΟΠ και να πραγματοποιήσουν ενδιαφέρουσες ανταλλαγές απόψεων.
Οι τακτικές κοινές συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων συνέβαλαν στην ανάπτυξη αυξημένης ανάληψης ευθυνών εκ μέρους των εθνικών κοινοβουλίων ως προς τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε σε αυτό το πλαίσιο στην ατζέντα της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Οι Γενικοί Προσανατολισμοί των Οικονομικών Πολιτικών είναι το βασικό έγγραφο πολιτικής για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, οπότε το Κοινοβούλιο έλαβε μέτρα ώστε η διαδικασία που οδηγεί στην έγκριση των ΓΠΟΠ να καταστεί πιο ανοικτή και συμμετοχική, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προσπάθησε να συμβάλει με αποτελεσματικό τρόπο, εκπονώντας προπαρασκευαστική έκθεση και ψήφισμα πριν τις ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με τις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές. Προκειμένου να αυξήσει την επιρροή της, η ECON εισήγαγε επίσης τις συζητήσεις με την Τρόικα. Οι εν λόγω συζητήσεις διεξάγονται μετά τη δημοσίευση εκ μέρους της Επιτροπής των συστάσεων για τους ΓΠΟΠ και της συναφούς προπαρασκευαστικής έκθεσης του Κοινοβουλίου. Σε αυτές τις συναντήσεις, η συνολική θέση του Κοινοβουλίου επί καίριων ζητημάτων συζητείται με εκπροσώπους των κρατών μελών. Παράλληλα, η επιτροπή ετοίμασε δεύτερη έκθεση με τροπολογίες επί των συστάσεων της Επιτροπής για νέες κατευθυντήριες γραμμές. Ήδη κατά το δεύτερο στάδιο θεσπίστηκαν άτυπες διαδικασίες διαβούλευσης για την ΟΝΕ και το Κοινοβούλιο από το 1994 πρότεινε και διαπραγματεύτηκε πιο επίσημες τροπολογίες επί των ΓΠΟΠ. Το θεσμικό μας όργανο εργάστηκε υπέρ μιας διοργανικής συμφωνίας μεταξύ των τριών κύριων θεσμικών οργάνων, για την αποσαφήνιση των ρόλων και των χρονοδιαγραμμάτων αυτών, αλλά το έργο του δεν έχει οριστικοποιηθεί ή επισημοποιηθεί.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει υποστηρίξει στις δραστηριότητές του την ανανεωμένη στρατηγική της Λισαβόνας για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Έκρινε ότι η στρατηγική πρέπει να επιφέρει προστιθέμενη αξία σε επίπεδο Κοινότητας για αύξηση της συνοχής των μεταρρυθμίσεων και μεγιστοποίηση των θετικών δευτερογενών συνεπειών και να διασφαλίσει ότι τα προγράμματα μεταρρύθμισης, όπως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και η επένδυση στη γνώση, θα επιφέρουν ουσιαστικά περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το Κοινοβούλιο έχει προσπαθήσει να απλουστεύσει τη διαδικασία της στρατηγικής της Λισαβόνας και την ένταξη των ΓΠΟΠ και των κατευθυντήριων γραμμών για την απασχόληση στις ολοκληρωμένες κατευθυντήριες γραμμές. Επιπλέον, παρακολουθήσαμε στενά τις ειδικές κατευθυντήριες γραμμές για την ευρωζώνη και με τον τρόπο αυτό υποστηρίξαμε τον στενότερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών.
Το θεσμικό μας όργανο είναι της άποψης ότι η συγκεκριμένη διάσταση της ευρωζώνης περί διαρθρωτικής επιτήρησης σε συνδυασμό με τη στρατηγική της Λισαβόνας θα πρέπει να ενισχυθεί με τη συμπερίληψη των αναγκαίων μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της ΟΝΕ. Ένα πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση ήταν το γεγονός ότι οι ετήσιες εκθέσεις προόδου της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της στρατηγικής της Λισαβόνας εστίασαν στην ευρωζώνη.
Επιπλέον, οι ετήσιες εκθέσεις της Επιτροπής για την ευρωζώνη αποτελούν καλή βάση για μια συνολική συζήτηση της γενικότερης οικονομικής κατάστασης στην ευρωζώνη και τις προκλήσεις του μέλλοντος. Έδωσαν επίσης τη δυνατότητα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να εκφράσει τις απόψεις του και να θέσει προτεραιότητες σε θέματα οικονομικών πολιτικών και διακυβέρνησης.
Εντούτοις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε τη λύπη του για την αδύναμη προβολή της στρατηγικής της Λισαβόνας στις εθνικές πολιτικές πολλών κρατών μελών. Το θεσμικό μας όργανο τόνισε, συνεπώς, την ανάγκη για βελτιωμένη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, των εθνικών κοινοβουλίων, των περιφερειακών και τοπικών αρχών, καθώς και της κοινωνίας των πολιτών, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή αυτής.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρείχε την υποστήριξή του Συμφώνου Σταθερότητας και Απασχόλησης όπως αναθεωρήθηκε τον Μάρτιο του 2005. Στο ψήφισμά του το 2004 για το εαρινό συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε την πεποίθησή του ότι απαιτείται μια ευφυής μεταρρύθμιση του ΣΣΑ προκειμένου η οικονομία της Ευρώπης να ανακτήσει τάχιστα την ισορροπία της και να βελτιωθεί η οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική αειφορία της Ευρώπης. Σε γενικές γραμμές, το Σύμφωνο Σταθερότητας και Απασχόλησης έχει αποδείξει την αξία του και πρέπει να τηρηθεί με συνέπεια στο μέλλον, προκειμένου να ενισχυθεί η σταθερότητα και η αξιοπιστία της ευρωζώνης. Το Κοινοβούλιο έχει εκφράσει την άποψη ότι η χρηστή δημοσιονομική πολιτική πρέπει να συνιστά προϋπόθεση για αειφόρο ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων απασχόλησης σε κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα προς τις συναφείς διατάξεις της Συνθήκης ως κοινή ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το θεσμικό μας όργανο έχει τονίσει την ανάγκη όλα τα κράτη μέλη, τουλάχιστον της ευρωζώνης, να συντονίζουν τα διαφορετικά εθνικά δημοσιονομικά χρονοδιαγράμματα και να βασίζουν τις δημοσιονομικές τους προβλέψεις επί παρεμφερών κριτηρίων, προκειμένου να αποφευχθούν οι αποκλίσεις που οφείλονται στη χρήση διαφορετικών μακροοικονομικών προβλέψεων (παγκόσμια ανάπτυξη, ανάπτυξη της ΕΕ, τιμή του βαρελιού πετρελαίου, επιτόκια) και άλλων παραμέτρων. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει προτρέψει την Επιτροπή να διασφαλίσει την εγκυρότητα των δεδομένων που παρέχουν τα κράτη μέλη.
Ακόμη και πριν τις τρέχουσες αναταραχές στην παγκόσμια οικονομία και τις οικονομικές εντάσεις, το Κοινοβούλιο υποστήριζε ότι οι εντεινόμενες παγκόσμιες ανισορροπίες, η συσσωρευμένη ζήτηση και οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις ενδέχεται να αποτελέσουν σημαντική πρόκληση για τη νομισματική πολιτική. Επίσης αυτά τα χρόνια έχουν εκφραστεί ανησυχίες για την αστάθεια της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, η οποία μπορεί να πλήξει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Νομισματική πολιτική και διάλογος για νομισματικά θέματα
Από τη σύλληψη του σχεδίου για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπό την αιγίδα πρώτα της Νομισματικής Υποεπιτροπής και έπειτα της Επιτροπής ECON, συμμετείχε στενά στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την προώθηση της ΟΝΕ.
Ήδη το 1992 η Υποεπιτροπή συμμετείχε ενεργά στην παρακολούθηση και τη διαπραγμάτευση δευτερογενούς νομοθεσίας για το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ και στον σχεδιασμό της ενημερωτικής εκστρατείας. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επίσης συμμετείχε στη συζήτηση σχετικά με το τι τραπεζογραμμάτια και κέρματα θα πρέπει να εκδοθούν προς όφελος του καταναλωτή. Συγκεκριμένα, το Κοινοβούλιο διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο κατά την επίβλεψη και τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής της ευρωζώνης αφότου το καθήκον αυτό ανατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) το 1999.
Η εν λόγω αρμοδιότητα, που ορίζεται στη Συνθήκη ΕΕ, σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι το καταλληλότερο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο που μπορεί να διασφαλίσει την πραγματική δημοκρατική λογοδοσία της κεντρικής μας τράπεζα, ενός φορέα που, δεδομένης της θεσμικής διάρθρωσης της ΕΕ, είναι η πιο ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα πολιτικού συστήματος στην ιστορία. Μολονότι η ανεξαρτησία της ΕΚΤ πρέπει να είναι απολύτως σεβαστή, η Τράπεζα δεν μπορεί να απαλλαχθεί της ευθύνης της να παρέχει ενημέρωση σχετικά με τις δραστηριότητές της και να συμμετέχει σε τακτικό διάλογο με δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς.
Συνεπώς, μπορεί να ισχυρισθεί κανείς ότι το έργο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στον τομέα της νομισματικής πολιτικής ήταν επιτυχές όσον αφορά τη δημοκρατική λογοδοσία. Μέσω των εκθέσεων και των γνωμοδοτήσεών του έδειξε τον δρόμο για αυτόν τον διάλογο. Η ECON κατάφερε να κάνει την ΕΚΤ να λογοδοτήσει μέσω των πολυάριθμων πρωτοβουλιών της και ιδιαίτερα θεσπίζοντας την πρακτική διαλόγου ανά τρίμηνο επί νομισματικών θεμάτων.
Αυτή η υποχρέωση λογοδοσίας της ΕΚΤ ήταν αποτέλεσμα σκληρών προσπαθειών του Κοινοβουλίου, δεδομένου ότι η Συνθήκη δεν ορίζει ρητά την ακριβή μορφή αυτών των διαλόγων. Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι σήμερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει αναλάβει ρόλο ακόμη ισχυρότερο από αυτόν που έχει το Κογκρέσο των ΗΠΑ έναντι της Ομοσπονδιακής Αποθεματικής Τράπεζας της χώρας.
Ήδη σε μια έκθεση του Μαρτίου 1998 σχετικά με τη δημοκρατική λογοδοσία κατά το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ, το Κοινοβούλιο ζητούσε τη θέσπιση του κοινού πλαισίου για τον διάλογο μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ για νομισματικά θέματα, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη. Το Κοινοβούλιο κατέστησε σαφές ότι διαθέτει ορισμένες εξουσίες σε νομοθετικά θέματα, ιδιαίτερα δεδομένου ότι η Συνθήκη και τα καταστατικά του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ δεν αναγνωρίζουν μόνο δικαιώματα στην ΕΚΤ, αλλά και υποχρεώσεις.
Η σχέση μεταξύ του Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ βασίζεται στους εξής τομείς δράσης:
(α) Διαδικασία διορισμού μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ·
(β) Υποβολή εκθέσεων προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· και
(γ) Δημοσιεύσεις της ΕΚΤ, ιδιαίτερα δε η ετήσια έκθεση που υποβάλλεται στο Κοινοβούλιο, καθώς και η έκθεση περί σύγκλισης.
Οι διορισμοί μελών στην Εκτελεστική Επιτροπή πραγματοποιούνται μόνο μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο. Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο είναι το καταλληλότερο ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο για τη διασφάλισης της δημοκρατικής λογοδοσίας επί καίριων θέσεων της ΕΚΤ. Η διαδικασία διαβουλεύσεων πραγματοποιείται με τη μορφή δημόσιων ακροάσεων από την ECON. Αυτός αποδείχθηκε ο καλύτερος τρόπος άντλησης των απαραίτητων πληροφοριών για τον υποψήφιο πριν την τελική σύσταση του ΕΚ. Κύριος στόχος των ακροάσεων είναι η εξακρίβωση περισσότερων στοιχείων σχετικά με την προσωπικότητα και τις απόψεις του υποψηφίου επί καίριων ζητημάτων οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, επί τη διοίκηση της ΕΚΤ και επί του πώς αντιλαμβάνεται την υποχρέωση δημοκρατικής λογοδοσίας της ΕΚΤ. Τα μέλη της επιτροπής λαμβάνουν άμεση απόφαση σχετικά με την καταλληλότητα του υποψηφίου για τη θέση, η οποία διαβιβάζεται προς επικύρωση από την Ολομέλεια.
Υπάρχει και ένας πιο μακροπρόθεσμος στόχος: με τον τρόπο αυτό γνωρίζονται καλύτερα οι Βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, τα οποία θα εμφανίζονται τακτικά ενώπιον της επιτροπής.
Δυνάμει της Συνθήκης[2], ο Πρόεδρος της ΕΚΤ και τα άλλα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής δύνανται, μετά από αίτηση από οιαδήποτε πλευρά, «να εμφανίζονται ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου». Η εν λόγω διάταξη έχει μετατραπεί σε σαφή δέσμευση για διαφάνεια και εποπτεία βάσει τακτικών ανταλλαγών απόψεων μεταξύ των δύο θεσμικών οργάνων, όπως θεσπίστηκαν με αμοιβαία συμφωνία κατόπιν αιτήματος της ECON. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ ή, ενίοτε, ο Αντιπρόεδρος, εμφανίζεται ενώπιον τηλεμεταδιδόμενης συνεδρίασης της Επιτροπής ECON τουλάχιστον ανά τρίμηνο προκειμένου να απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη. Συνολικά έχουν διεξαχθεί 38 διάλογοι περί νομισματικών θεμάτων από το 1999. Τα μέλη της επιτροπής επιλέγουν δύο ειδικά θέματα που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ. Κατά την προπαρασκευή αυτών των συνεδριάσεων, το Κοινοβούλιο λαμβάνει τακτική πρότερη ενημέρωση από ομάδα δώδεκα εξειδικευμένων ακαδημαϊκών και άλλων συμβούλων (τα συναφή έγγραφα και τα πρακτικά των συνεδριάσεων διατίθενται στην ιστοθέση της ECON). Μετά την εισαγωγή του Προέδρου της ΕΚΤ ακολουθεί κύκλος ερωτήσεων και απαντήσεων. Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ επίσης απαντά σε γραπτές ερωτήσεις που του απευθύνουν οι ΒΕΚ ανά πάσα στιγμή.
Οι ετήσιες εκθέσεις της ΕΚΤ είναι μέσα για την αύξηση της διαφάνειας της νομισματικής πολιτικής. Οι ετήσιες εκθέσεις της ΕΚΤ υποβάλλονται από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ προς συζήτηση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και συνιστούν τη βάση κοινοβουλευτικών ψηφισμάτων που εκπονεί κάθε χρόνο η ECON. Είναι μια ευκαιρία για τους ΒΕΚ να αξιολογούν σε ετήσια βάση τις εξελίξεις στη νομισματική πολιτική. Οι συζητήσεις διεξάγονται κατά τη σύνοδο της ολομέλειας και αποτελούν επίσημη περίσταση κατά την οποία ο Πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζει συνολικά το εκάστοτε τρέχον έτος και τις μελλοντικές πρωτοβουλίες.
Η ECON ασκεί επίμονα πιέσεις στην ΕΚΤ να αναπτύσσει, και να δημοσιοποιεί, τα μοντέλα και τα υπόλοιπα εργαλεία οικονομικής ανάλυσης επί των οποίων βασίζεται η οικονομική της πολιτική. Το ψήφισμά της σχετικά με την έκθεση της ΕΚΤ το 1999 ζητούσε από την Τράπεζα να δημοσιεύει τις μακροοικονομικές προβλέψεις ανά εξάμηνο, μαζί με το ερευνητικό και μακροοικονομικό μοντέλο όπου βασίστηκαν· και να υποβάλλει εκθέσεις επί των εθνικών οικονομιών (κάτι παρεμφερές με την Μπεζ Βίβλο στις ΗΠΑ). Το ψήφισμα του επόμενου έτους μπόρεσε να χαιρετίσει τη δέσμευση της ΕΚΤ να δημοσιεύει τόσο τις προβλέψεις όσο και το μοντέλο στο οποίο βασίστηκαν.
Μόνιμο θέμα είναι η διαφάνεια της λήψης αποφάσεων που λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Στην έκθεση του 1999 και σε επόμενες εκθέσεις διατυπώνεται η έκκληση «τα συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ να δημοσιεύονται αμέσως μετά την επόμενη συνεδρίαση, αναφέροντας σαφώς τα επιχειρήματα υπέρ και κατά των ληφθεισών αποφάσεων καθώς και την αιτιολόγηση που χρησιμοποιήθηκε για τη στήριξη αυτών των αποφάσεων», με δημοσίευση επίσης του ισοζυγίου ψήφων, αλλά ανώνυμα. Μέχρι τούδε, η ΕΚΤ δεν έχει αποδεχθεί τα επιχειρήματα του Κοινοβουλίου εν προκειμένω.
Ο ρόλος του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ στη διοίκηση και εποπτεία του χρηματοοικονομικού συστήματος της ευρωζώνης δεν είναι εντελώς σαφής. Ήδη σε ψήφισμα του Κοινοβουλίου σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ του 2000 τόνιζε «την ανάγκη στενής συμμετοχής του ΕΣΚΤ στην προληπτική εποπτεία σε μακροοικονομικό επίπεδο» και τον ρόλο της ΕΚΤ στη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Στον διάλογο επί νομισματικών θεμάτων με την ΕΚΤ, το Κοινοβούλιο προσπαθεί να προωθήσει ένα καλύτερο μείγμα πολιτικών και να αυξήσει τη νομιμότητα της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζεται. Επίσης, έχουν διεξαχθεί κοινοί διάλογοι μεταξύ της Ομάδας του ευρώ, της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου, παρόμοιοι με τον διάλογο επί νομισματικών θεμάτων μεταξύ του Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ.
Διεύρυνση της ευρωζώνης
Μια σημαντική πτυχή του νομοθετικού[3] ρόλου του Κοινοβουλίου αφορά το εάν κάποιο κράτος μέλος της ΕΕ πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης στην ευρωζώνη ή όχι: η τελική απόφαση λαμβάνεται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, αλλά μόνο εφόσον το Κοινοβούλιο διατυπώσει την άποψή του. Από το 1998 και εξής, στην ευρωζώνη εντάχθηκαν η Ελλάδα, η Μάλτα, η Κύπρος και η Σλοβενία. Θα τις διαδεχθεί η Σλοβακία. Η διεύρυνση της ευρωζώνης συνιστά μείζονα ιστορική πρόκληση σε κάθε επιμέρους περίπτωση, τόσο για το εκάστοτε κράτος μέλος όσο και για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Το Κοινοβούλιο έκρινε, επομένως, ότι η διαδικασία της οικονομικής σύγκλισης ενός κράτους μέλους θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά και η πορεία του προς την υιοθέτηση του ευρώ θα πρέπει να συνάδει με την πραγματική κατάσταση της οικονομίας του.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαβουλεύσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκδώσει γνωμοδότηση επί κάθε πρότασης απόφασης του Συμβουλίου, σύμφωνα προς το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης, δηλαδή σχετικά με τη διεύρυνση της ευρωζώνης. Το Κοινοβούλιο επίσης αιτήθηκε διαβούλευση σε προγενέστερο στάδιο με την Επιτροπή, προκειμένου να διαθέτει περισσότερο χρόνο για την προετοιμασία της γνωμοδότησής της μετά από εις βάθος ανάλυση της κατάστασης. Επίσης, αντιπροσωπεία της επιτροπής ECON μετέβη στη Σλοβακία στις αρχές του 2008, προκειμένου να συλλέξει περισσότερες πληροφορίες πριν διατυπώσει τη γνωμοδότησή της.
Το ζήτημα της διεύρυνσης επίσης εξετάστηκε σε διάφορες περιστάσεις, όπως στην ειδική έκθεση του 2006 για τη διεύρυνση της ευρωζώνης και στο πλαίσιο των ετήσιων εκθέσεων για την ευρωζώνη, καθώς και στην ετήσια έκθεση της ΕΚΤ.
Όσον αφορά τις γενικές προϋποθέσεις για τη μελλοντική διεύρυνση της ευρωζώνης, το Κοινοβούλιο πάντοτε τασσόταν υπέρ της αυστηρής συμμόρφωσης προς τα κριτήρια σύγκλισης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, και αντιτιθόταν σθεναρά στις ειδικές διατάξεις ως προς την εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ. Δήλωσε επίσης ότι πιστεύει ότι η μακροχρόνια σταθερότητα της ευρωζώνης θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί ως προς την ικανότητά της να απορροφά νέα μέλη. Αναφορικά με τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη διεύρυνση της ευρωζώνης, το Κοινοβούλιο ζήτησε από τα υπό ένταξη σε αυτή κράτη μέλη να αποδώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην προστασία των καταναλωτών κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, και υπενθύμισε την αναγκαιότητα έναρξης έγκαιρων και εκτενών ενημερωτικών εκστρατειών για τους πολίτες στα υποψήφια προς ένταξη κράτη μέλη.
Το θεσμικό μας όργανο έχει επίσης θέσει ειδικές προϋποθέσεις για τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες, επισημαίνοντας ότι η πρόωρη ένταξη στην ευρωζώνη ενδέχεται να επιφέρει μη αναμενόμενες εξελίξεις στη διαδικασία οικονομικής σύγκλισης και ότι η διεύρυνση της ευρωζώνης διευκολύνει τη διαδικασία οικονομικής σύγκλισης και συμβάλει στην ενίσχυση της ευρωζώνης στο σύνολό της.
Επικοινωνιακή στρατηγική για το ευρώ
Το Κοινοβούλιο εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με την υλοποίηση μιας και στρατηγικής επικοινωνίας και ενημέρωσης για το ευρώ και την ΟΝΕ, επισημαίνοντας ήδη από το 2005 ότι η προφανής έλλειψη δημοτικότητας του ευρώ μεταξύ ορισμένων ομάδων πολιτών ερχόταν σε αντίφαση με το γεγονός ότι το ευρώ είναι πιθανότατα το πλέον επιτυχές ευρωπαϊκό σχέδιο που έχει υλοποιηθεί ποτέ. Ήταν της άποψης ότι το ενιαίο νόμισμα εξακολουθεί να συνιστά επικοινωνιακή προτεραιότητα για την ΕΕ, πιστεύοντας ότι τα οφέλη του ευρώ θα πρέπει να προβάλλονται και να εξηγούνται διεξοδικά στο κοινό. Το Κοινοβούλιο ζήτησε εν προκειμένω την ανάληψη σειράς ειδικών δράσεων για αύξηση της αποδοχής του ευρώ.
Ολοκλήρωση της χρηματοοικονομικής αγοράς
Ως νομοθετικό όργανο και όργανο λήψης αποφάσεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ολοκλήρωση των χρηματοοικονομικών αγορών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το νομοθετικό μας έργο εστίασε στη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης αγοράς προς όφελος των καταναλωτών. Το Σχέδιο Δράσης για τις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες εγκρίθηκε το 1999 και οριστικοποιήθηκε το 2005. Οι εργασίες, ωστόσο, συνέχισαν έκτοτε, δεδομένου ότι υπήρχε η ανάγκη ανταπόκρισης στις εξελίξεις ή στις αδυναμίες της αγοράς. Για να αναφέρουμε απλώς ένα συγκεκριμένο θέμα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για πολλά έτη αγωνίστηκε υπέρ της ευθυγράμμισης των χρεώσεων πληρωμών στο σύνολο της ευρωζώνης και τελικά εγκρίθηκε συναφής κανονισμός το 2001. Επιπλέον των εργασιών για θέσπιση του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ (ΕΧΠΕ), το νομοθετικό έργο αφορούσε ασφαλιστικές υπηρεσίες, όπως η αντασφάλιση και η φερεγγυότητα, τραπεζικές υπηρεσίες, όπως οι κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι αγορές κινητών αξιών, όπως οι επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και γενικά εποπτικά και ρυθμιστικά ζητήματα στο πλαίσιο της διαδικασίας Lamfalussy. Το Κοινοβούλιο υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο κατά τη διαμόρφωση του πλαισίου Lamfalussy για τη βελτίωση της εποπτείας και ρύθμισης των χρηματοοικονομικών αγορών. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας διασφάλισε ότι διαθέτει τις ίδιες εξουσίες με το Συμβούλιο, δεδομένου ότι αμφότερα είναι νομοθετικά όργανα. Επίσης προσπάθησε να καταστήσει την εν λόγω διαδικασία πιο διαφανή σε όλα τα στάδιά της.
Εξωτερική εκπροσώπηση του ευρώ
Το εάν θα πρέπει να υπάρχει μια πολιτική ως προς τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ και, εάν ναι, ποιος ακριβώς θα είναι αρμόδιος για αυτή, παραμένουν μάλλον ανοικτά ερωτήματα. Η Συνθήκη δεν είναι σαφής εν προκειμένω. Ούτε είναι σαφές το ποιος έχει δικαίωμα να εκπροσωπεί την ευρωζώνη σε διεθνές επίπεδο: ο Πρόεδρος της ΕΚΤ, η Προεδρία του Συμβουλίου ή η Προεδρία της Ομάδας του ευρώ (όταν είναι άλλη από την Προεδρία του Συμβουλίου). Ως εκ τούτου, το Κοινοβούλιο στις εκθέσεις του έχει κάνει έκκληση για «βελτιωμένη εκπροσώπηση της ευρωζώνης στους διεθνείς θεσμικούς φορείς λήψης αποφάσεων», καθώς και για «την επιλογή ενιαίου εκπροσώπου της ευρωζώνης».
Σύμφωνα με τις απόψεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη επιμερίζονται την ευθύνη αντιμετώπισης των προκλήσεων, των ευκαιριών και των αβεβαιοτήτων που προκύπτουν από την παγκοσμιοποίηση. Το θεσμικό μας όργανο υποστηρίζει την άποψη ότι πρέπει να αναπτυχθεί η εξωτερική διάσταση της εσωτερικής αγοράς.
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τόνισε ότι πρέπει να σημειωθούν περαιτέρω βήματα προτού η εξωτερική εκπροσώπηση της ευρωζώνης καταστεί ανάλογη της αυξανόμενης σημασίας της στην παγκόσμια οικονομία. Για τον λόγο αυτό, το Κοινοβούλιο στις εκθέσεις του έχει ζητήσει «βελτιωμένη εκπροσώπηση της ευρωζώνης στους διεθνείς θεσμικούς φορείς λήψης αποφάσεων», καθώς και «την επιλογή ενιαίου εκπροσώπου της ευρωζώνης».
- [1] Το νομοθετικό πλαίσιο στον τομέα της οικονομικής πολιτικής ορίζεται στα άρθρα 98, 99 και 104 της Συνθήκης.
- [2] Το άρθρο 113 παράγραφος 3 της Συνθήκης ορίζει ότι η ΕΚΤ απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του ΕΣΚΤ και για τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ παρουσιάζει την έκθεση αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, το οποίο μπορεί να προβαίνει σε γενική συζήτηση σε αυτή τη βάση. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ και τα άλλα μέλη της εκτελεστικής επιτροπής μπορούν, αιτήσει του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή με δική τους πρωτοβουλία, να εμφανίζονται ενώπιον των αρμοδίων επιτροπών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
- [3] Το άρθρο 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ ορίζει ότι το Συμβούλιο ECOFIN, επί τη βάσει εκθέσεων της Επιτροπής και της ΕΚΤ, και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και αφού συζητηθεί το θέμα στο Συμβούλιο, συνερχόμενο σε επίπεδο αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων, αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής, ποια κράτη μέλη με παρέκκλιση πληρούν, βάσει των κριτηρίων του άρθρου 121 παράγραφος 1, τις αναγκαίες προϋποθέσεις και καταργεί τις παρεκκλίσεις για τα συγκεκριμένα κράτη μέλη.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (10.9.2008)
προς την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων
σχετικά με την ΟΝΕ10: Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και οι μελλοντικές προκλήσεις
(2008/2156(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Jean-Pierre Audy
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου καλεί την Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. εκφράζει την ικανοποίησή του επειδή, 10 χρόνια από τη δημιουργία της, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση θεωρείται τεχνική και πολιτική επιτυχία και επειδή το ευρώ, από την εισαγωγή του, έχει εδραιωθεί παράλληλα με το δολάριο ΗΠΑ ως νόμισμα για τη διευθέτηση των εμπορικών συναλλαγών, και μάλιστα όχι μόνο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και τρίτων χωρών, αλλά και πέραν αυτών·
2. εκτιμά ότι το Ευρωσύστημα, η νομισματική πολιτική του και η σταθερότητα του ευρώ που προκύπτει από αυτήν έχουν συμβάλει στην οικονομική και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση της παγκόσμιας οικονομίας·
3. υπενθυμίζει, όπως το αποδεικνύουν πολυάριθμες μελέτες, τον ουσιαστικό δεσμό μεταξύ της νομισματικής πολιτικής και της εμπορικής πολιτικής στον κόσμο, και υπογραμμίζει, σχετικώς, το θετικό ρόλο της σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών για τη βιώσιμη ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου·
4. σημειώνει ότι η αυξανόμενη χρήση του ευρώ ως νομισματικής μονάδας του διεθνούς εμπορίου ωφελεί ιδίως τα μέλη της ευρωζώνης, διότι μειώνει τον συναλλαγματικό κίνδυνο για τις επιχειρήσεις των κρατών αυτών και επομένως το κόστος του διεθνούς εμπορίου·
5. επικροτεί το γεγονός ότι η εισαγωγή του ευρώ βελτίωσε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων της ΕΕ μέσω της ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς και ενίσχυσε τη βαρύτητα της ΕΕ στο πλαίσιο των πολυμερών και διμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων·
6. επικροτεί το γεγονός ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση αύξησε την ελκυστικότητα της ευρωζώνης όσον αφορά τις άμεσες ξένες επενδύσεις·
7. εκτιμά ότι ο πληθωρισμός είναι μια παγκόσμια πραγματικότητα και ότι σε μια ανοικτή οικονομία δεν μπορεί να καταπολεμηθεί μόνο με μια ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική· εκτιμά ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στο ευρώ μέσω της επιτυχούς διαχείρισης της εντολής για προτεραιότητα στη νομισματική σταθερότητα, και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέβαλε αποφασιστικά στη διεθνή ελκυστικότητα του ευρώ·
8. εκφράζει τη λύπη του διότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της ανακοίνωσης σχετικά με την ΟΝΕ10, δεν διεξήγαγε λεπτομερέστερη και ακριβέστερη ανάλυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ· καλεί την Επιτροπή να εκπονήσει μια εμπεριστατωμένη έκθεση σχετικά με την εξωτερική διάσταση της κοινής νομισματικής πολιτικής και σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής στις οικονομικές και εμπορικές επιδόσεις της ευρωζώνης·
9. η εμπορική πολιτική της ΕΕ δεν μπορεί να βασίζεται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, καθώς τα μέσα άσκησης εμπορικής πολιτικής (δασμοί, ποσοστώσεις κλπ.) είναι δύσκαμπτα και δεν ενδείκνυνται για αντιστάθμιση των διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών·
10. επικροτεί τον ανοιχτό χαρακτήρα της ευρωζώνης και αναγνωρίζει ότι η τρέχουσα ανατίμηση του ευρώ έχει ενδεχομένως αρνητικές συνέπειες, δηλαδή επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές και ευνοεί τις εισαγωγές στην εσωτερική αγορά, αλλά και θετικές συνέπειες, καθώς βοηθά την οικονομία της ΕΕ να αντιμετωπίσει τη δραματική άνοδο της τιμής του πετρελαίου· σημειώνει, σχετικώς, τις ανησυχίες πάρα πολλών επιχειρήσεων της ΕΕ και επισημαίνει ότι έχει μεγάλη σημασία για τις επιχειρήσεις της ΕΕ και τους εργαζόμενους, ιδίως στον βιομηχανικό κλάδο, να έχουν ένα ορθώς αποτιμημένο νόμισμα σε όλες τις χώρες προς χάριν της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους· διαβλέπει ταυτόχρονα τη δυνατότητα οι επιχειρήσεις της ΕΕ να αναγκαστούν να βελτιώσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της αυξημένης πίεσης του ανταγωνισμού και να μπορέσουν έτσι να αποκτήσουν μεσοπρόθεσμα πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους·
11. υπογραμμίζει ότι ορισμένοι εταίροι της ΕΕ εφαρμόζουν νομισματικές πολιτικές που στοχεύουν στην υποτίμηση του νομίσματός τους και ότι η πρακτική αυτή θίγει κατά τρόπο αθέμιτο τις εμπορικές συναλλαγές και ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί μη δασμολογικός φραγμός στο διεθνές εμπόριο·
12. υποστηρίζει τον καλύτερο και αποδοτικότερο συντονισμό μεταξύ της Παγκόσμιας Οργάνωσης Εμπορίου (ΠΟΕ) και των αποκαλουμένων οργανισμών του "Bretton Woods" (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), Όμιλος της Παγκόσμιας Τράπεζας) με σκοπό την καταπολέμηση της κερδοσκοπίας και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτουν η σοβαρή νομισματική αλλά επίσης η οικονομική, ενεργειακή και επισιτιστική κρίση που απειλεί σήμερα το σύνολο των χωρών· θεωρεί ότι ο συντονισμός αυτός θα συμβάλει στη χρηματοοικονομική σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας·
13. προτείνει, ενόψει των σημερινών σοβαρών νομισματικών διαταραχών, να οργανωθεί, υπό την αιγίδα του ΔΝΤ, μια παγκόσμια νομισματική διάσκεψη που θα καταλήξει σε μια παγκόσμια διαβούλευση σχετικά με τα νομισματικά θέματα·
14. προτείνει επίσης να μελετηθεί η σκοπιμότητα της δημιουργίας ενός οργάνου διακανονισμού των νομισματικών διαφορών με υπόδειγμα εκείνο που τα κράτη πέτυχαν να δημιουργήσουν για τα εμπορικά θέματα στην ΠΟΕ, ενός οργάνου που θα μπορούσε να βοηθήσει στη σταθεροποίηση του παγκόσμιου νομισματικού συστήματος, στη μείωση του κινδύνου των καταχρηστικών πρακτικών και στην παροχή στις παγκόσμιες αγορές της εμπιστοσύνης που έχουν ανάγκη προκειμένου να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις νέες οικονομικές προκλήσεις, ιδίως εκείνες που τίθενται εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και της εξάντλησης των φυσικών πόρων, καθώς και εξαιτίας της ανάδυσης νέων εμπορικών δυνάμεων·
15. υποστηρίζει την πρόταση της Επιτροπής για την ανάπτυξη κοινών νομισματικών θέσεων της ΕΕ, ενοποιώντας την εκπροσώπηση της ευρωζώνης και εδραιώνοντας μακροπρόθεσμα μία και μοναδική έδρα για την ευρωζώνη στο πλαίσιο των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και φόρουμ.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
9.9.2008 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
26 1 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Carlos Carnero González, Daniel Caspary, Françoise Castex, Christofer Fjellner, Béla Glattfelder, Ignasi Guardans Cambó, Jacky Hénin, Alain Lipietz, Marusya Ivanova Lyubcheva, Erika Mann, Helmuth Markov, David Martin, Vural Öger, Γεώργιος Παπαστάμκος, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Peter Šťastný, Robert Sturdy, Gianluca Susta, Daniel Varela Suanzes-Carpegna, Corien Wortmann-Kool |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jean-Pierre Audy, Albert Deß, Elisa Ferreira, Vasco Graça Moura, Eugenijus Maldeikis, Rovana Plumb, Salvador Domingo Sanz Palacio, Zbigniew Zaleski |
|||||
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
20.10.2008 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
21 1 5 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Paolo Bartolozzi, Zsolt László Becsey, Pervenche Berès, Sharon Bowles, Udo Bullmann, Jonathan Evans, Elisa Ferreira, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Donata Gottardi, Benoît Hamon, Gunnar Hökmark, Karsten Friedrich Hoppenstedt, Othmar Karas, Wolf Klinz, Christoph Konrad, Andrea Losco, Bernhard Rapkay, Dariusz Rosati, Antolín Sánchez Presedo, Olle Schmidt, Margarita Starkevičiūtė, Ieke van den Burg |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Harald Ettl, Werner Langen, Klaus-Heiner Lehne, Μαργαρίτης Σχοινάς |
|||||