ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την αίτηση άρσης της βουλευτικής ασυλίας του κ. Massimo D'Alema

6.11.2008 - (2008/2298(IMM))

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: Klaus-Heiner Lehne

Διαδικασία : 2008/2298(IMM)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0422/2008
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0422/2008
Συζήτηση :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την αίτηση άρσης της βουλευτικής ασυλίας του κ. Massimo D'Alema

(2008/2298(IMM))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την αίτηση άρσης της ασυλίας του κ. Massimo D'Alema, η οποία διαβιβάστηκε από την Εισαγγελία του Δικαστηρίου του Μιλάνου στις 30 Μαΐου 2008 και ανακοινώθηκε στη συνεδρίαση ολομέλειας στις 16 Ιουνίου 2008,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Απριλίου 1965 και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 σχετικά με την εκλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση και καθολική ψηφοφορία,

–   έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στις 12 Μαΐου 1964 και 10 Ιουλίου 1986[1],

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 6 και 7 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (Α6-0422/2008),

1.  αποφασίζει να μην επιτρέψει τη χρήση των εν λόγω τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και να μην άρει τη βουλευτική ασυλία του κ. Massimo D'Alema·

2.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει αμέσως την παρούσα απόφαση και την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του στις αρμόδιες ιταλικές αρχές.

  • [1]  Υπόθεση 101/63, Wagner/Fohrmann και Krier, Συλλογή 1964, σελ. 383, και υπόθεση 149/85, Wybot/Faure και άλλων, Συλλογή 1986, σελ. 2391.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Με επιστολή της 28ης Μαΐου 2008, προς τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κ. Hans-Gert Pöttering, η Εισαγγελία του Δικαστηρίου του Μιλάνου ζήτησε την άδεια να χρησιμοποιήσει σε ποινική διαδικασία τις "έμμεσες" παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών μεταξύ ενός ατόμου για το οποίο διενεργείτο έρευνα και του πρώην ευρωβουλευτή κ. Massimo D'Alema.

Πρόκειται συγκεκριμένα για την ποινική διαδικασία 19195/2005 σχετικά με την απόπειρα εξαγοράς της Banca Nazionale del Lavoro, για την οποία εξετάζονται και παραπέμπονται σε δίκη ομάδα ατόμων κατηγορούμενων για παράβαση της ιταλικής νομοθεσίας η οποία τιμωρεί τα εγκλήματα της χειραγώγησης της αγοράς και της αθέμιτης χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών βάσει των άρθρων 185 και 184 του ν.δ. 58 /1998 (Testo Unico della Finanza).

Στο πλαίσιο των προκαταρκτικών ερευνών πραγματοποιήθηκαν παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνομιλιών σύμφωνα με τις διατάξεις του ιταλικού κώδικα ποινικής δικονομίας.

Σε μερικές από τις τηλεφωνικές αυτές παρακολουθήσεις υπάρχουν συνομιλίες μεταξύ των προσώπων για τα οποία διεξάγεται έρευνα και ορισμένων μελών του εθνικού κοινοβουλίου, μεταξύ των οποίων ο κ. Massimo D'Alema, ο οποίος την εποχή εκείνη ήταν βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται λοιπόν για έμμεσες παρακολουθήσεις βουλευτών που συνομιλούν με πρόσωπα τα οποία παρακολουθούνται νομίμως.

Το άρθρο 4 του νόμου 140/2003 προβλέπει ότι για τις άμεσες παρακολουθήσεις μελών του εθνικού κοινοβουλίου απαιτείται προηγούμενη άδεια του ιταλικού κοινοβουλίου.

Όσον αφορά τις έμμεσες παρακολουθήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του νόμου 140/2003, ο δικαστής προκαταρκτικών ερευνών, επίσης κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων ή του ενδιαφερόμενου βουλευτή, διατάσσει την καταστροφή τους εάν τις κρίνει χωρίς σημασία για την ποινική διαδικασία. Στην περίπτωση κατά την οποία, ύστερα από αίτηση ενός των διαδίκων, ο δικαστής αντιθέτως κρίνει αναγκαία και σημαντική τη χρήση τους, ζητεί την έγκριση του σώματος στο οποίο ο βουλευτής ανήκει ή ανήκε, όπως ορίζεται από την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 6.

Στις 20 Ιουλίου 2007 η δικαστής προκαταρκτικών ερευνών κ. Clementina Forleo ζήτησε από τη Βουλή (για τους βουλευτές D'Alema, Fassino, Cicu) και από τη Γερουσία (για τους γερουσιαστές La Torre και Comincioli), την άδεια χρήσης των προαναφερθεισών τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Τον Οκτώβριο του 2007 η Βουλή δήλωσε αναρμοδιότητα ως προς τον κ. Massimo D'Alema, διότι κατά το χρόνο παρακολούθησης των συνομιλιών ήταν βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Βάσει αυτής της απόφασης της Βουλής η Εισαγγελία του Μιλάνου απευθύνθηκε λοιπόν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να ζητήσει την άδεια χρήσης της έμμεσης τηλεφωνικής παρακολούθησης του κ. Massimo D'Alema.

II.  ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΥΛΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

Τα άρθρα 9 και10 του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΠΑ)[1] ορίζουν:

Άρθρο 9

Τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δεν υπόκεινται σε έρευνα, κράτηση, ή δίωξη για γνώμη ή ψήφο δοθείσα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Άρθρο 10

Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:

α) εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους·

β) εντός της επικρατείας άλλων χωρών μελών της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.

Η ασυλία τους καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.

Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.

2. Η διαδικασία ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ρυθμίζεται από τα άρθρα 6 και 7 του Κανονισμού. Οι σχετικές διατάξεις έχουν ως εξής:

Άρθρο 6 : Άρση της βουλευτικής ασυλίας

1. Το Κοινοβούλιο, κατά την άσκηση των εξουσιών του σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, επιδιώκει πρωτίστως να διατηρεί την ακεραιότητά του ως δημοκρατικής νομοθετικής συνέλευσης και να διασφαλίζει την ανεξαρτησία των βουλευτών του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

(...)

3. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την υπεράσπιση της ασυλίας και των προνομίων ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.

(...)"

Άρθρο 7 : Διαδικασίες σχετικά με την ασυλία

1. Η αρμόδια επιτροπή εξετάζει χωρίς καθυστέρηση και με τη σειρά υποβολής τους τις αιτήσεις για άρση της ασυλίας ή για υπεράσπιση της ασυλίας και των προνομίων.

2. Η επιτροπή καταρτίζει πρόταση απόφασης που περιορίζεται σε σύσταση για την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης άρσης της ασυλίας ή υπεράσπισης της ασυλίας και των προνομίων.

3. Η επιτροπή μπορεί να ζητήσει από την ενδιαφερόμενη αρχή να της παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή επεξήγηση θεωρεί αναγκαία προκειμένου να σχηματίσει γνώμη για το εάν η ασυλία πρέπει να αρθεί ή να υποστηριχθεί. Πρέπει να δίδεται στον ενδιαφερόμενο βουλευτή η ευκαιρία να εκφράσει την άποψή του· μπορεί να προσκομίσει οποιαδήποτε έγγραφα ή άλλα γραπτά στοιχεία θεωρεί χρήσιμα. Μπορεί να εκπροσωπηθεί από άλλο βουλευτή.

4. Όταν η αίτηση ζητεί την άρση της ασυλίας για διαφόρους λόγους, ο κάθε ένας από αυτούς μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής απόφασης. Η έκθεση της επιτροπής μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να προτείνει την άρση της ασυλίας μόνο για τις ποινικές διώξεις ενώ, μέχρις ότου εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση, ο βουλευτής έχει ασυλία από κάθε μορφή κράτησης ή προφυλάκισης ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο τον παρεμποδίζει στην άσκηση των καθηκόντων που προβλέπει η εντολή του.

(...)

6. Σε περιπτώσεις σχετικά με την υπεράσπιση προνομίου ή ασυλίας, η επιτροπή αποφασίζει εάν οι περιστάσεις συνιστούν διοικητικό ή άλλο περιορισμό επιβαλλόμενο στην ελεύθερη διακίνηση των βουλευτών που ταξιδεύουν προς και από τον τόπο συνεδρίασης του Κοινοβουλίου ή στην έκφραση γνώμης ή ψήφου κατά την άσκηση της εντολής τους ή αν εμπίπτουν στις περιπτώσεις του άρθρου 10 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών που δεν αποτελούν θέμα εθνικής νομοθεσίας, και υποβάλλει πρόταση με την οποία καλεί την ενδιαφερόμενη αρχή να καταλήξει στα αναγκαία συμπεράσματα.

7. Η επιτροπή μπορεί να διατυπώσει αιτιολογημένη γνώμη σχετικά με την αρμοδιότητα της εν λόγω αρχής και σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, αλλά δεν αποφαίνεται σε καμία περίπτωση για την ενοχή ή μη βουλευτών ούτε για το σκόπιμο ή μη της ποινικής δίωξης για την έκφραση γνώμης ή τις πράξεις που τους καταλογίζονται, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η εξέταση της αίτησης παρέχει στην επιτροπή εμπεριστατωμένες πληροφορίες για την υπόθεση.

(...)"

Το άρθρο 68, πρώτη και δεύτερη παράγραφος, του ιταλικού Συντάγματος ορίζει:

Άρθρο 68

Τα μέλη του Κοινοβουλίου δεν μπορούν να κληθούν να λογοδοτήσουν για γνώμη που εξέφρασαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Χωρίς άδεια της βουλής της οποίας είναι μέλος, κανένα μέλος του Κοινοβουλίου δεν μπορεί να υποβληθεί σε προσωπική ή κατ' οίκον έρευνα ούτε να συλληφθεί ή να στερηθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο την προσωπική του ελευθερία ή να κρατηθεί, με εξαίρεση την περίπτωση της εκτέλεσης αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, εκτός εάν συλληφθεί επ' αυτοφώρω να διαπράττει έγκλημα για το οποίο είναι υποχρεωτική η έκδοση εντάλματος συλλήψεως.

Ανάλογη άδεια είναι απαραίτητη προκειμένου να επιτραπεί η παρακολούθηση συνομιλιών ή επικοινωνίας μελών του Κοινοβουλίου ή η κατάσχεση της αλληλογραφίας τους.

ΝΟΜΟΣ 140/20.7.2003

(δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 142 της 21ης Ιουνίου 2003)

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 68 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Άρθρο 4

1. Εάν απαιτείται η διενέργεια σωματικής ή κατ' οίκον έρευνας, προσωπικού ελέγχου, παρακολούθησης, με οποιονδήποτε τρόπο, συνομιλιών ή επικοινωνιών, κατάσχεσης αλληλογραφίας ή απόκτησης καταλόγου κλήσεων εις βάρος μέλους του Κοινοβουλίου ή εάν απαιτείται η σύλληψή του, η εκτέλεση προσωπικού ασφαλιστικού μέτρου εξαναγκαστικού ή απαγορευτικού χαρακτήρα ή η πραγματοποίηση απέλασης, καθώς και η λήψη ασφαλιστικών ή προληπτικών μέτρων προσωπικού χαρακτήρα, όπως και κάθε άλλου μέτρου στερητικού της προσωπικής ελευθερίας, η αρμόδια αρχή ζητεί απευθείας την άδεια του σώματος στο οποίο ανήκει ο βουλευτής.

2. Την άδεια ζητεί η αρχή η οποία έχει εκδώσει το προς εκτέλεση μέτρο· εν αναμονή της άδειας η εκτέλεση του μέτρου αναστέλλεται.

3. Η άδεια δεν απαιτείται αν το μέλος του Κοινοβουλίου συλληφθεί επ' αυτοφώρω να διαπράττει έγκλημα για το οποίο προβλέπεται υποχρεωτική σύλληψη ή όταν πρόκειται για την εκτέλεση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης.

4. Σε περίπτωση διάλυσης του σώματος στο οποίο ανήκει ο βουλευτής, η αίτηση χορήγησης άδειας καθίσταται ανίσχυρη από την έναρξη της επόμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, αλλά μπορεί να ανανεωθεί και να υποβληθεί στο αρμόδιο σώμα με την έναρξη της ίδιας κοινοβουλευτικής περιόδου.

Άρθρο 6

1. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, ο δικαστής προκαταρκτικών ερευνών, ύστερα επίσης από αίτημα των διαδίκων ή του ενδιαφερόμενου βουλευτή, εφόσον θεωρεί άνευ σημασίας, εν όλω ή εν μέρει, για τους σκοπούς της διαδικασίας τις εκθέσεις και τις παρακολουθήσεις συνομιλιών ή επικοινωνιών που έχουν καταγραφεί με οποιονδήποτε τρόπο κατά τη διάρκεια διαδικασιών που αφορούν τρίτους και στις οποίες έχουν πάρει μέρος μέλη του Κοινοβουλίου ή τους καταλόγου κλήσεων που έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια των ίδιων διαδικασιών, μετά από ακρόαση των διαδίκων, για τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας, αποφασίζει, εν συμβουλίω, την ολική καταστροφή τους ή την καταστροφή των τμημάτων τους που κρίνονται χωρίς σημασία, σύμφωνα με το άρθρο 269, παράγραφοι 2 και 3, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

2. Εάν, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων και μετά από ακρόαση των άλλων μερών, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 268, παράγραφος 6, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαστής προκαταρκτικών ερευνών κρίνει αναγκαίο να χρησιμοποιήσει τις παρακολουθήσεις ή τους καταλόγους της παραγράφου 1, αποφασίζει με διάταξη και ζητεί, εντός των επόμενων δέκα ημερών, την άδεια του σώματος στο οποίο ανήκει ή ανήκε ο βουλευτής κατά το χρόνο της παρακολούθησης των συνομιλιών ή των επικοινωνιών.

3. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας διαβιβάζεται απευθείας στο αρμόδιο σώμα. Στην αίτηση ο δικαστής προκαταρκτικών ερευνών αναφέρει την πράξη για την οποία κινείται η διαδικασία, αναφέρει τις διατάξεις του νόμου οι οποίες εικάζεται ότι παραβιάστηκαν καθώς και τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση, επισυνάπτοντας επίσης πλήρες αντίγραφο των πρακτικών, των καταγραφών και των πινάκων επικοινωνιών.

4. Σε περίπτωση διάλυσης του σώματος στο οποίο ανήκει ο βουλευτής, η αίτηση χορήγησης άδειας καθίσταται ανίσχυρη μόλις αρχίσει η επόμενη κοινοβουλευτική περίοδος και μπορεί να ανανεωθεί και να υποβληθεί στο αρμόδιο σώμα κατά την έναρξη της ίδιας κοινοβουλευτικής περιόδου.

5. Εάν η άδεια δεν δοθεί, η τεκμηρίωση των παρακολουθήσεων καταστρέφεται αμέσως και οπωσδήποτε εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση της άρνησης.

6. Όλες οι εκθέσεις, οι καταγραφές και οι κατάλογοι κλήσεων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου πρέπει να κηρύσσονται μη χρησιμοποιήσιμα από το δικαστή σε κάθε στάδιο και βαθμό της διαδικασίας.

III.      ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

1) Κατ' αρχάς θα πρέπει να εξετασθεί η αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υπό το πρίσμα της αίτησης της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του Μιλάνου.

Στην περίπτωση έμμεσων τηλεφωνικών παρακολουθήσεων εις βάρος βουλευτή, το άρθρο 6.2 του ιταλικού νόμου 140/2003 ορίζει ότι: "Εάν, ύστερα από αίτημα ενός των διαδίκων και μετά από ακρόαση των άλλων μερών, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 268, παράγραφος 6, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαστής προκαταρκτικών ερευνών κρίνει αναγκαίο να χρησιμοποιήσει τις παρακολουθήσεις ή τους καταλόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αποφασίζει με διάταξη και ζητεί, εντός των επόμενων δέκα ημερών, την άδεια του σώματος στο οποίο το μέλος του κοινοβουλίου ανήκει ή ανήκε κατά το χρόνο της παρακολούθησης των συνομιλιών ή των επικοινωνιών".

Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΠΠΑ) προβλέπει μεταξύ άλλων ότι: "Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν

α) εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους...".

Βάσει των διατάξεων αυτών και με δεδομένο ότι ο κ. Massimo D'Alema ήταν βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το χρόνο των συμβάντων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι αρμόδιο να αποφανθεί σχετικώς.

2) Βάσει του προαναφερθέντος άρθρου 6 του ιταλικού νόμου 140/2003, ορθώς ερμηνευομένου, η αίτηση θα έπρεπε να αφορά την άδεια χρήσης των υποτιθέμενων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά σύμφωνα με την ίδια διάταξη του δικαστή προκαταρκτικών ερευνών τα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι ήδη "επαρκή για τη στήριξη της κατηγορίας εις βάρος ορισμένων προσώπων για την οποία εξετάζονται ήδη", δηλαδή τους παρακολουθούμενους τρίτους - οι οποίοι εξάλλου έχουν ήδη παραπεμφθεί στη δικαιοσύνη και η δίκη τους βρίσκεται πλέον σε προχωρημένο στάδιο.

Από την άποψη αυτή λοιπόν η αίτηση της Εισαγγελίας του Μιλάνου είναι χωρίς αντικείμενο.

3) Στην περίπτωση κατά την οποία η αίτηση της Εισαγγελίας του Δικαστηρίου του Μιλάνου θεωρηθεί αντιθέτως ως "άδεια άσκησης δίωξης" κατά του κ. Massimo D'Alema, επισημαίνεται ότι η ιταλική έννομος τάξη δεν προβλέπει, από το 1993 και εξής, αυτόν το νομικό θεσμό και επομένως και στην περίπτωση αυτή η αίτηση είναι χωρίς αντικείμενο.

IV.      ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων κρίνει ότι δεν πρέπει να επιτραπεί η χρήση των εν λόγω τηλεφωνικών παρακολουθήσεων ούτε να αρθεί η ασυλία του κ. Massimo D'Alema.

  • [1]  Τα συνημμένα στις συνθήκες πρωτόκολλα αποτελούν τμήμα του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου και έχουν το ίδιο με τις συνθήκες νομικό καθεστώς. Η απόφαση σε υπόθεση που αφορούσε την υποχρέωση των κοινοτικών υπαλλήλων για καταβολή φόρου ακίνητης περιουσίας κατέστησε σαφές ότι η παραβίαση των διατάξεων του Πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών συνιστά παραβίαση υποχρεώσεων που απορρέουν από τις συνθήκες (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1988, Επιτροπή κατά Βελγίου, υπόθεση 260/86, Συλλογή 966).

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

3.11.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

11

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Monica Frassoni, Giuseppe Gargani, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Klaus-Heiner Lehne, Manuel Medina Ortega, Aloyzas Sakalas, Francesco Enrico Speroni, Diana Wallis, Jaroslav Zvěřina, Tadeusz Zwiefka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Renate Weber