ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την έκθεση για τις παραπλανητικές πρακτικές των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων (αναφορές 0045/2006, 1476/2006, 0079/2003, 0819/2003, 1010/2005, 0052/2007, 0306/2007, 0444/2007, 0562/2007 και άλλες)

13.11.2008 - (2008/2126(INI))

Επιτροπή Αναφορών
Εισηγητής: Simon Busuttil
PR_INI_art192

Διαδικασία : 2008/2126(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0446/2008
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0446/2008
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την έκθεση για την παραπλανητική διαφήμιση από τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων (αναφορές 0045/2006, 1476/2006, 0079/2003, 0819/2003, 1010/2005, 0052/2007, 0306/2007, 0444/2007, 0562/2007 και άλλες)

(2008/2126(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–       έχοντας υπόψη τις αναφορές 0045/2006, 1476/2006, 0079/2003, 0819/2003, 1010/2005, 0052/2007, 0306/2007, 0444/2007, 0562/2007 και άλλες,

–       έχοντας υπόψη τις προηγούμενες αποφάσεις της Επιτροπής Αναφορών σχετικά με την αναφορά 45/2006 και άλλες,

–       έχοντας υπόψη την οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (κωδικοποίηση)[1], η οποία αντικατέστησε την οδηγία 84/450/ΕΟΚ[2] όπως είχε τροποποιηθεί από την οδηγία 97/55/ΕΚ[3],

–       έχοντας υπόψη την οδηγία 2005/29/EK του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές")[4],

–       έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2004, σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών ("κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών")[5],

–       έχοντας υπόψη την οδηγία 98/27/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1998, περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών[6],

–       έχοντας υπόψη τη μελέτη με τίτλο "Παραπλανητικές πρακτικές ‘εταιρειών έκδοσης καταλόγων’ στο πλαίσιο της ισχύουσας και της μελλοντικής νομοθεσίας της εσωτερικής αγοράς με στόχο την προστασία των καταναλωτών και των ΜΜΕ" (IP/A/IMCO/FWC/2006-058/LOT4/C1/SC6), που ανατέθηκε από την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών,

–       έχοντας υπόψη το άρθρο 192, παράγραφος 1 του Κανονισμού του,

–       έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Αναφορών και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A6‑0446/2008),

Α.     λαμβάνοντας υπόψη ότι το Κοινοβούλιο έχει λάβει περισσότερες από 400 αναφορές από μικρές επιχειρήσεις (που αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνο τμήμα τους), οι οποίες ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα παραπλανητικής διαφήμισης από εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων και έχουν υποστεί εξαιτίας τους ψυχολογική πίεση, αισθήματα ενοχής, ντροπής, απογοήτευσης και οικονομική ζημία,

Β.     λαμβάνοντας υπόψη ότι στις καταγγελίες αυτές αποτυπώνεται μια διαδεδομένη και συντονισμένη παραπλανητική επιχειρηματική πρακτική την οποία ακολουθούν ορισμένες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων, πλήττοντας χιλιάδες επιχειρήσεις που διαθέτουν διασυνοριακή οργάνωση και κατ’ επέκταση δραστηριοποιούνται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και πέρα από αυτή, με σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στις επιχειρήσεις αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη την απουσία διοικητικού μηχανισμού ή νομικού μέσου που να επιτρέπει την αποτελεσματική και ουσιαστική διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου,

Γ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι ο παραπλανητικός χαρακτήρας των πρακτικών αυτών καθίσταται περισσότερο έκδηλος, σε περίπτωση που η μορφή τους είναι ηλεκτρονική και διαδίδονται μέσω του Διαδικτύου (βλ. αναφορά αριθ. 0079/2003),

Δ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταγγελλόμενες επιχειρηματικές πρακτικές συνίστανται συνήθως στην προσέγγιση μιας επιχείρησης από μια εταιρεία έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων, συνήθως μέσω ταχυδρομείου, κατά την οποία ζητείται από την εταιρεία η συμπλήρωση ή η ενημέρωση των στοιχείων επωνυμίας και επικοινωνίας της επιχείρησης, δίνοντάς της τη λανθασμένη εντύπωση ότι θα καταχωρισθεί δωρεάν σε κατάλογο επιχειρήσεων, ενώ η επιχείρηση που υπογράφει ανακαλύπτει αργότερα ότι στην πραγματικότητα έχει υπογράψει, χωρίς να το επιθυμεί, συμβόλαιο, συνήθως δεσμευτικό για τουλάχιστον τρία έτη, για την καταχώρισή της σε κατάλογο επιχειρήσεων με ετήσια χρέωση περίπου 1.000 ευρώ,

Ε.     λαμβάνοντας υπόψη ότι τα έντυπα που χρησιμοποιούνται σε αυτού του είδους τις πρακτικές είναι συνήθως ασαφή και δυσνόητα, δίνοντας την εσφαλμένη ιδέα ότι πρόκειται για δωρεάν καταχώριση σε κατάλογο επιχειρήσεων, ενώ στην πραγματικότητα παγιδεύουν τις επιχειρήσεις σε ανεπιθύμητα συμβόλαια διαφήμισης σε καταλόγους επιχειρήσεων,

ΣΤ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι στα κράτη μέλη δεν υφίσταται ούτε συγκεκριμένη κοινοτική νομοθεσία ούτε εθνική νομοθεσία όσον αφορά τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ των επιχειρήσεων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να θεσπίσουν πιο ολοκληρωμένη και φιλόδοξη νομοθεσία,

Ζ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2006/114/ΕΚ ισχύει και για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ορίζει δε την "παραπλανητική διαφήμιση" ως "κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή"· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι οι διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με το τι συνιστά "παραπλάνηση" φαίνεται ότι αποτελούν σημαντικό, από πρακτικής άποψης, εμπόδιο στην καταπολέμηση ανάλογων πρακτικών που ακολουθούν εταιρείες έκδοσης καταλόγων στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων,

Η.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ απαγορεύει την πρακτική της "προσθήκης στο υλικό μάρκετινγκ τιμολογίου ή αντίστοιχου εγγράφου με το οποίο ζητείται πληρωμή και το οποίο παρέχει στον καταναλωτή την εντύπωση ότι έχει ήδη παραγγείλει το προϊόν, ενώ αυτό δεν ισχύει"· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν ισχύει για τις παραπλανητικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, υπό τη σημερινή της μορφή, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση στην οποία θα μπορούσαν να στηριχθούν για βοήθεια οι αναφέροντες · λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν απαγορεύει τη θέσπιση ενός συστήματος εθνικών κανόνων για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, το οποίο θα ισχύει σε κάθε περίπτωση εξίσου για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις,

Θ.     λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν την εφαρμογή της και σε επιχειρήσεις μέσω της εθνικής νομοθεσίας· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η επέκταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας για τις επιχειρήσεις, οι οποίες πέφτουν θύματα παραπλανητικών πρακτικών από εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων σε διάφορα κράτη μέλη,

Ι.      λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 ορίζει την "ενδοκοινοτική παράβαση" ως "κάθε ενέργεια ή παράλειψη που είναι αντίθετη με τη νομοθεσία για την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών […] η οποία βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών που κατοικούν σε κράτος μέλος ή κράτη μέλη άλλα από το κράτος μέλος από το οποίο προήλθε η ενέργεια ή η παράλειψη ή στο οποίο πραγματοποιήθηκε, ή στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο υπεύθυνος πωλητής ή προμηθευτής, ή στο οποίο μπορούν να βρεθούν αποδείξεις ή περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται με την ενέργεια ή την παράλειψη"· λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψη ότι η οδηγία δεν ισχύει για τις παραπλανητικές πρακτικές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, υπό τη σημερινή της μορφή, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για την παροχή συνδρομής στους αναφέροντες,

ΙΑ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περισσότεροι αναφέροντες κατονομάζουν τον κατάλογο επιχειρήσεων "European City Guide" (οι δραστηριότητες του οποίου αποτέλεσαν αντικείμενο νομικών και διοικητικών ενεργειών), αλλά αναφέρουν και άλλες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων όπως η "Construct Data Verlag", η "Deutscher Adressdienst GmbH" και η "NovaChannel"· λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, υπόψη ότι άλλες εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων ακολουθούν νόμιμες επιχειρηματικές πρακτικές,

ΙΒ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι στο στόχαστρο αυτών των παραπλανητικών επιχειρηματικών πρακτικών βρίσκονται, κυρίως, οι μικρές επιχειρήσεις, αλλά και οι επαγγελματίες ή ακόμη και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, όπως μη κυβερνητικές οργανώσεις, φιλανθρωπικά ιδρύματα, σχολεία, βιβλιοθήκες και τοπικοί κοινωνικοί σύλλογοι, όπως μουσικοί σύλλογοι,

ΙΓ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων έχουν συχνά την έδρα τους σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό στο οποίο βρίσκεται το θύμα τους, γεγονός που καθιστά δύσκολη για τα θύματα την αναζήτηση προστασίας από τις εθνικές αρχές λόγω των διαφορετικών ερμηνειών που επικρατούν στα κράτη μέλη σχετικά με το τι θεωρείται παραπλανητικό· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα συχνά δεν λαμβάνουν βοήθεια ούτε από τα εθνικά νομοθετικά πλαίσια ούτε από τις εθνικές αρχές προστασίας των καταναλωτών, οι οποίες τους ενημερώνουν ότι ο νόμος έχει στόχο την προστασία των καταναλωτών και όχι των επιχειρήσεων· λαμβάνοντας υπόψη ότι, καθώς πρόκειται για μικρές επιχειρήσεις, τα θύματα συχνά δεν διαθέτουν τους πόρους για να ασκήσουν αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου, και οι μηχανισμοί αυτορρύθμισης για την έκδοση καταλόγων διαδραματίζουν ήσσονα ρόλο, καθώς όσοι εμπλέκονται σε παραπλανητική διαφήμιση δεν τους αποδίδουν τη δέουσα σημασία,

ΙΔ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα των πρακτικών αυτών δέχονται ισχυρές πιέσεις από τις ίδιες τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων ή ακόμη και από εταιρείες συλλογής οφειλών που προσλαμβάνονται από τις εν λόγω εταιρείες· λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα καταγγέλλουν ότι περιέρχονται σε απόγνωση και αισθάνονται πως απειλούνται από τις προσεγγίσεις αυτές, με αποτέλεσμα πολλοί να καταβάλλουν τελικά τα ποσά που τους ζητούνται, παρά τη θέλησή τους, για να αποφύγουν περαιτέρω παρενοχλήσεις,

ΙΕ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι τα θύματα που αρνούνται να πληρώσουν σπανίως έχουν οδηγηθεί στα δικαστήρια, με ελάχιστες εξαιρέσεις,

ΙΣΤ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες, κυρίως ενημερωτικής φύσεως, μεταξύ των εταιρειών που ενδέχεται να πληγούν, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνουν την ανταλλαγή πληροφοριών, την παροχή συμβουλών, την ειδοποίηση των κρατικών αρχών επιβολής και σε ορισμένες περιπτώσεις την τήρηση μητρώου καταγγελιών με σκοπό την αντιμετώπιση του προβλήματος,

ΙΖ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι, από το 2000, η Αυστρία τροποποίησε τον εθνικό της νόμο περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, το τμήμα 28α του οποίου αναφέρει πλέον ότι "απαγορεύεται η διαφήμιση, στον χώρο των επιχειρήσεων και με σκοπό τον ανταγωνισμό, της καταχώρισης σε καταλόγους, όπως χρυσοί οδηγοί, ονομαστικοί κατάλογοι ή παρόμοιοι κατάλογοι, μέσω εντύπων πληρωμής, εντύπων χρηματικής εντολής, τιμολογίων, προσφοράς διόρθωσης ή με παρόμοιο τρόπο, όπως και η άμεση προσφορά τέτοιου είδους καταχωρίσεων χωρίς σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η διαφήμιση αυτή αποτελεί αποκλειστικά προσφορά συμβολαίου",

ΙΗ.    λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πρακτικές αυτές εφαρμόζονται εδώ και αρκετά χρόνια, έχοντας προκαλέσει σημαντικό αριθμό θυμάτων και έχοντας παραβλάψει και διαταράξει σημαντικά την εσωτερική αγορά,

1.      εκφράζει την ανησυχία του για το καταγγελλόμενο από τους αναφέροντες πρόβλημα, το οποίο φαίνεται πως είναι εκτεταμένο, έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και προκαλεί σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, κυρίως στις μικρές επιχειρήσεις·

2.      φρονεί ότι η διασυνοριακή φύση του προβλήματος αυτού επιβάλλει στα κοινοτικά θεσμικά όργανα το καθήκον της παροχής κατάλληλων μέσων προσφυγής στα θύματα, όπως π.χ. η δυνατότητα αποτελεσματικής αμφισβήτησης, ακύρωσης ή καταγγελίας των συμβολαίων που συνάπτονται βάσει παραπλανητικής διαφήμισης, και η δυνατότητα επιστροφής στα θύματα των χρημάτων που έχουν πληρώσει·

3.      καλεί τα θύματα να καταγγέλλουν τις περιπτώσεις εξαπάτησης επιχειρήσεων στις εθνικές αρχές, και καλεί τα κράτη μέλη να παρέχουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις την τεχνογνωσία που απαιτείται, προκειμένου να τους δίδεται η δυνατότητα να υποβάλλουν καταγγελίες σε κυβερνητικές και μη κυβερνητικές αρχές, διασφαλίζοντας ότι οι δίαυλοι επικοινωνίας είναι ανοικτοί και ότι τα θύματα γνωρίζουν ότι παρέχονται συμβουλές, έτσι ώστε να μπορούν να ζητούν κατάλληλες συμβουλές προτού πληρώσουν τις χρεώσεις που τους επέβαλαν οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές· καλεί τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν και να διατηρούν μια κεντρική βάση δεδομένων για αυτές τις καταγγελίες·

4.      εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι, παρά την ευρεία έκταση που έχουν λάβει οι συγκεκριμένες πρακτικές, η κοινοτική και η εθνική νομοθεσία δεν φαίνεται να είναι επαρκείς για την παροχή σημαντικού μέσου προστασίας και αποτελεσματικών μέσων προσφυγής, ή δεν εφαρμόζονται καταλλήλως σε εθνικό επίπεδο· εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι οι εθνικές αρχές δεν φαίνονται επίσης ικανές να προσφέρουν μέσα προσφυγής·

5.      επιδοκιμάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν διάφορες ευρωπαϊκές και εθνικές επιχειρηματικές οργανώσεις προκειμένου να ενημερώσουν τα μέλη τους, και τις καλεί να εντείνουν τις προσπάθειές τους σε συνεργασία με οργανώσεις λαϊκής βάσης, ώστε λιγότεροι άνθρωποι να πέφτουν θύματα των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων· εκφράζει την ανησυχία του, διότι ορισμένες από αυτές τις οργανώσεις έχουν ως συνέπεια διωχθεί δικαστικά από παραπλανητικές εταιρείες έκδοσης καταλόγων οι οποίες, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των οργανώσεων για την αύξηση της ευαισθητοποίησης, κατονομάζονται στη βάση εικαζόμενης δυσφήμισης ή συναφών κατηγοριών·

6.      επιδοκιμάζει τη δράση που έχουν αναλάβει ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ιταλία, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κυρίως η Αυστρία, προσπαθώντας να εμποδίσουν τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων να ακολουθούν παραπλανητικές πρακτικές· θεωρεί, ωστόσο, ότι οι προσπάθειες αυτές εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και ότι εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη για συντονισμό του ελέγχου σε διεθνές επίπεδο·

7.      καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, σε πλήρη συνεργασία με εθνικές και ευρωπαϊκές οργανώσεις εκπροσώπησης επιχειρήσεων, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της ενημέρωσης σχετικά με το πρόβλημα, ώστε περισσότεροι άνθρωποι να διαθέτουν την ενημέρωση και τη γνώση που χρειάζεται για να αποφεύγουν την παραπλανητική διαφήμιση η οποία μπορεί να τους παρασύρει σε ανεπιθύμητα συμβόλαια διαφήμισης·

8.      καλεί την Επιτροπή να ασχοληθεί με το πρόβλημα της εξαπάτησης επιχειρήσεων στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Πράξης για τις μικρές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, όπως προτείνεται στην ανακοίνωσή της με τίτλο "Μια ενιαία αγορά για την Ευρώπη του 21ου αιώνα", και να συνεργαστεί με το Ευρωπαϊκό Επιχειρηματικό Δίκτυο, το δίκτυο SOLVIT και τις αντίστοιχες πύλες των ΓΔ ως ένα επιπλέον μέσο παροχής πληροφοριών και συνδρομής όσον αφορά αυτά τα προβλήματα·

9.      εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η οδηγία 2006/114/ΕΚ η οποία ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πως είτε είναι ανεπαρκής και δεν προσφέρει αποτελεσματικά μέσα προσφυγής είτε δεν εφαρμόζεται καταλλήλως από τα κράτη μέλη· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει, έως τον Δεκέμβριο του 2009, έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα και τις πιθανές επιπτώσεις της τροποποίησης της οδηγίας 2006/114/ΕΚ κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να περιλαμβάνεται ένας "μαύρος" ή "γκρι" κατάλογος πρακτικών, οι οποίες πρέπει να θεωρούνται παραπλανητικές·

10.    υπενθυμίζει ότι, ενώ η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να εφαρμόσει την οδηγία 2006/114/ΕΚ άμεσα κατά προσώπων ή εταιρειών, έχει καθήκον, ως θεματοφύλακας της Συνθήκης, να διασφαλίσει τη δέουσα και αποτελεσματική εφαρμογή της από τα κράτη μέλη· συνεπώς, καλεί επομένως την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη μεταφέρουν πλήρως και αποτελεσματικά την οδηγία 2005/29/ΕΚ στην εθνική τους νομοθεσία, ώστε να διασφαλίζεται η προστασία σε όλα τα κράτη μέλη, και να ασκήσει επιρροή στη διαμόρφωση των διαθέσιμων νομικών και διαδικαστικών μέσων, όπως στην περίπτωση της οδηγίας 84/450/ΕΚ, η οποία εξασφάλισε την παροχή μέσων στην Αυστρία, την Ισπανία και τις Κάτω Χώρες, εκπληρώνοντας έτσι το καθήκον της ως θεματοφύλακας της Συνθήκης από την άποψη της προστασίας των επιχειρήσεων και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι δεν θίγεται το δικαίωμα της εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών·

11.    καλεί την Επιτροπή να εντείνει την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας 2006/114/ΕΚ, κυρίως στα κράτη μέλη εκείνα όπου είναι γνωστό ότι τηρούν την έδρα τους εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές, αλλά ιδίως στην Ισπανία, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που κατονομάζεται συχνότερα από τους αναφέροντες, και στην Τσεχική Δημοκρατία και τη Σλοβακία, όπου τα δικαστήρια εξέδωσαν απόφαση κατά των θυμάτων, η οποία εγείρει ερωτήματα για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/114/ΕΚ στις εν λόγω χώρες· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση στο Κοινοβούλιο με τα πορίσματά της·

12.    εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ δεν καλύπτει τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ότι τα κράτη μέλη εμφανίζονται διστακτικά να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της· σημειώνει, ωστόσο, ότι τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν μονομερώς το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους για τους καταναλωτές στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και τα ενθαρρύνει ενεργά να το πράξουν και επίσης να διασφαλίσουν τη συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών, όπως προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004, προκειμένου να είναι δυνατή η παρακολούθηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων αυτού του είδους, στις οποίες συμμετέχουν εταιρείες καταλόγου που είναι εγκατεστημένες εντός της ΕΕ ή σε τρίτη χώρα· ζητεί εξάλλου από την Επιτροπή να υποβάλει, έως τον Δεκέμβριο του 2009, έκθεση σχετικά με τη σκοπιμότητα και τις πιθανές επιπτώσεις της επέκτασης του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, προκειμένου να καλύπτει συμβόλαια μεταξύ επιχειρήσεων, και ειδικότερα σε ό,τι αφορά το σημείο 21 του παραρτήματος Ι αυτής·

13.    επιδοκιμάζει το παράδειγμα της Αυστρίας, η οποία θέσπισε ειδική απαγόρευση στην εθνική της νομοθεσία για τους παραπλανητικούς καταλόγους επιχειρήσεων και καλεί την Επιτροπή να προτείνει, δεδομένης της διασυνοριακής φύσης του προβλήματος, νομοθεσία για την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2005/29/ΕΚ, βάσει του αυστριακού μοντέλου, ώστε να απαγορεύει ρητώς τη διαφήμιση σε καταλόγους επιχειρήσεων, επιτρέποντάς τη μόνο εάν οι υποψήφιοι πελάτες ενημερώνονται με σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η εν λόγω διαφήμιση αποτελεί απλώς και μόνο προσφορά συμβολαίου έναντι πληρωμής·

14.    σημειώνει ότι η εθνική νομοθεσία αποδεικνύεται συχνά ανεπαρκής για την άσκηση προσφυγής κατά των εταιρειών έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος και, για τον λόγο αυτόν, καλεί την Επιτροπή να διευκολύνει πιο ενεργά τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών προκειμένου να μπορέσουν να παράσχουν πιο αποτελεσματικά μέσα προσφυγής στα θύματα·

15.    εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 δεν ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση ως μέσο καταπολέμησης των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων· καλεί την Επιτροπή να προτείνει νομοθεσία για την κατάλληλη επέκταση της εφαρμογής του·

16.    επιδοκιμάζει το παράδειγμα το Βελγίου όπου όσοι πλήττονται από παραπλανητικές πρακτικές δύνανται να χρησιμοποιήσουν ένδικα μέσα στη χώρα διαμονής τους·

17.    σημειώνει ότι η αυστριακή εμπειρία καταδεικνύει ότι το δικαίωμα των θυμάτων να αναλαμβάνουν συλλογική νομική δράση κατά των εταιρειών καταλόγου μέσω επαγγελματικών ενώσεων ή παρόμοιων οργάνων φαίνεται ότι αποτελεί ένα αποτελεσματικό μέσο προσφυγής, το οποίο θα μπορούσε να ακολουθηθεί και στις πρωτοβουλίες οι οποίες μελετούνται επί του παρόντος από τη ΓΔ Ανταγωνισμού της Επιτροπής όσον αφορά ενέργειες για ζημίες λόγω παραβίασης των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού, και από τη ΓΔ Υγείας και Προστασίας των Καταναλωτών σχετικά με τη συλλογική αποζημίωση των καταναλωτών σε ευρωπαϊκό επίπεδο·

18.    καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι τα θύματα παραπλανητικής διαφήμισης έχουν στη διάθεσή τους μια σαφώς ορισμένη εθνική αρχή στην οποία θα μπορούν να υποβάλλουν καταγγελία και να προσφεύγουν ακόμα και σε περιπτώσεις όπως οι προκείμενες, όπου τα θύματα της παραπλανητικής διαφήμισης είναι επιχειρήσεις·

19.    καλεί την Επιτροπή να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές βέλτιστων πρακτικών για τους εθνικούς φορείς επιβολής, οι οποίες θα μπορούν να ακολουθούνται σε περίπτωση που τους καταγγέλλονται περιπτώσεις παραπλανητικής διαφήμισης·

20.    καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει τη συνεργασία με τρίτες χώρες και με τους αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, ώστε οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές και έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να μην προκαλούν ζημίες σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση·

21.    αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών.

  • [1]  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 21.
  • [2]  Οδηγία 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984 για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση, ΕΕ L 250 της 19.9.1984, σελ. 17.
  • [3]  Οδηγία 97/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 1997 για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ σχετικά με την παραπλανητική διαφήμιση προκειμένου να συμπεριληφθεί η συγκριτική διαφήμιση, ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σελ. 18.
  • [4]  ΕΕ L 149 της 11.6.2005, σελ. 22.
  • [5]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ. 1.
  • [6]  ΕΕ L 166 της 11.6.1998, σελ. 51.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Εισαγωγή

Πολλές εταιρείες, συχνά μικρές επιχειρήσεις, πέφτουν θύματα απάτης μέσω παραπλανητικής διαφήμισης. Σε μια συνήθη απάτη αυτού του είδους, τα θύματα υπογράφουν, εν αγνοία τους, συμβόλαιο διαφημιστικής προβολής σε έναν κατάλογο επιχειρήσεων, ενώ τους έχει δοθεί η εντύπωση ότι επρόκειτο για δωρεάν καταχώριση.

Τα θύματα συνήθως λαμβάνουν έντυπα από εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές, οι οποίες τα καλούν να συμπληρώσουν, να διορθώσουν ή να ενημερώσουν τα στοιχεία της επιχείρησής τους. Συχνά τους δηλώνεται ότι η ενημέρωση των πληροφοριών γίνεται δωρεάν. Με τον τρόπο αυτόν, τα δελεάζουν να ενημερώσουν τα στοιχεία τους και να αποστείλουν το έντυπο. Ωστόσο, δεν συνειδητοποιούν ότι, υπογράφοντας το έντυπο, υπογράφουν και ένα συμβόλαιο που τους δεσμεύει να καταχωρίσουν διαφήμιση σε έναν κατάλογο επιχειρήσεων για τουλάχιστον τρία έτη και με ετήσιο κόστος περίπου 1 000 ευρώ. Τα θύματα συνειδητοποιούν την απάτη όταν λαμβάνουν επιστολή από την εταιρεία έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων, με την οποία τα ενημερώνει ότι έχει όντως καταχωρίσει διαφήμιση στον κατάλογο, μαζί με ένα τιμολόγιο προς εξόφληση. Όσοι δεν πληρώνουν, συχνά γίνονται στόχοι παρενόχλησης ή δέχονται απειλές δικαστικής δίωξης από τις εταιρείες έκδοσης των καταλόγων ή τις εταιρίες συλλογής οφειλών που χρησιμοποιούν. Πολλοί απλώς ενδίδουν και πληρώνουν, προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω παρενοχλήσεις.

Χιλιάδες επιχειρήσεων έχουν πληγεί σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεδομένου ότι το συμβόλαιο κοστίζει περίπου 1.000 ευρώ ετησίως και διαρκεί τουλάχιστον τρία χρόνια, ο οικονομικός αντίκτυπος σε ολόκληρη την ΕΕ θεωρείται σημαντικός.

Ενώ είναι σαφές ότι υπάρχει ένα στοιχείο παραπλανητικής επιχειρηματικής πρακτικής, η οποία είναι συνήθως παράνομη, δεν είναι απολύτως σαφές εάν η κοινοτική νομοθεσία προβλέπει μέσα προσφυγής και, εάν όντως προβλέπει, εάν τα μέσα αυτά εφαρμόζονται καταλλήλως σε εθνικό επίπεδο από τα διάφορα κράτη μέλη. Επομένως, οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές συχνά εκμεταλλεύονται τις γκρίζες ζώνες της νομοθεσίας ή την ανεπαρκή εφαρμογή της σε εθνικό επίπεδο και διαπράττουν την απάτη. Ένα κοινό στοιχείο είναι το γεγονός ότι οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές συνήθως έχουν την έδρα τους σε χώρα διαφορετική από εκείνη του θύματος. Με τον τρόπο αυτόν, καθίσταται δύσκολη για τα θύματα η χρήση της εθνικής νομοθεσίας και των εθνικών αρχών για την υπεράσπισή τους σε ένα άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, πολύ συχνά, οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την προστασία των καταναλωτών απορρίπτουν τις καταγγελίες των επιχειρήσεων, διότι η νομοθεσία για την προστασία των καταναλωτών ισχύει μόνο για τους καταναλωτές και όχι για τις επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις μένουν χωρίς ουσιαστικό μέτρο προσφυγής και ανοίγει ο δρόμος για την άνθηση πρακτικών εξαπάτησης επιχειρήσεων.

Βεβαίως, δεν βασίζονται όλοι οι κατάλογοι επιχειρήσεων σε παραπλανητικές διαφημίσεις· πολλές εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων είναι καθ’ όλα νόμιμες. Μάλιστα, λειτουργούν βάσει ενός κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος καθιστά σαφές ότι οι παραγγελίες πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμες ως παραγγελίες και ότι η δωρεάν διαφήμιση δεν πρέπει να συγχέεται με τη διαφήμιση έναντι πληρωμής. Ωστόσο, ορισμένοι κατάλογοι επιχειρήσεων στηρίζονται σε παραπλανητικές επιχειρηματικές πρακτικές. Οι περισσότερες καταγγελίες που έχει λάβει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατονομάζουν τον κατάλογο επιχειρήσεων που είναι γνωστός ως "European City Guide", με έδρα στη Βαλένθια της Ισπανίας· έχουν, όμως, αναφερθεί και άλλοι κατάλογοι, όπως οι "Construct Data Verlag", "Deutscher Adressdienst GmbH" και "NovaChannel". Ορισμένοι παραπλανητικοί κατάλογοι επιχειρήσεων λειτουργούν επίσης στον Παγκόσμιο Ιστό. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του European City Guide, κάθε χρόνο εκδίδονται από αυτή και μόνο την εταιρεία περίπου 6,5 εκατομμύρια έντυπα.

Στόχοι της παρούσας έκθεσης

Η Επιτροπή Αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχει λάβει περισσότερες από 400 αναφορές από μικρές επιχειρήσεις από ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμη και από ορισμένες τρίτες χώρες, οι οποίες ισχυρίζονται ότι έχουν πέσει θύματα παραπλανητικής διαφήμισης. Επιπλέον, αρκετά μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν απευθυνθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με τις καταγγελίες αυτές και έχουν καταθέσει σειρά γραπτών και προφορικών ερωτήσεων. Από την πλευρά του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε την σύνταξη της παρούσας έκθεσης προκειμένου να ερευνηθεί περαιτέρω το πρόβλημα και να προταθούν λύσεις. Συνεπώς, μέσω της παρούσας έκθεσης, ο εισηγητής επιθυμεί:

o να ενισχυθεί η ενημέρωση σχετικά με το ζήτημα, ώστε λιγότερες επιχειρήσεις να πέφτουν θύματα τέτοιων πρακτικών εξαπάτησης επιχειρήσεων·

o να κληθούν οι χώρες της ΕΕ να καταστήσουν αυστηρότερους τους εθνικούς νόμους τους και να διασφαλίσουν τη δέουσα εφαρμογή της υφιστάμενης κοινοτικής νομοθεσίας για την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές·

o να κληθεί η Επιτροπή να εντατικοποιήσει την παρακολούθηση της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας και να βελτιώσει την υφιστάμενη κοινοτική νομοθεσία, στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι δεν επαρκεί για να τερματιστούν άπαξ διά παντός αυτού του είδους οι απάτες·

o να παρασχεθεί στήριξη και καθοδήγηση για όσους έχουν ήδη υπάρξει θύματα.

Κοινοτική νομοθεσία

Σε κοινοτικό επίπεδο, μεγαλύτερη συνάφεια με το ζήτημα έχουν τρεις κοινοτικές πράξεις. Πρόκειται για:

o την οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση (κωδικοποίηση), η οποία αντικατέστησε την οδηγία 84/450/ΕΟΚ[1] όπως είχε τροποποιηθεί από την οδηγία 97/55/ΕΚ[2]·

o την οδηγία 2005/29/ΕΚ[3] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά ("οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές")·

o τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004[4] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών ("κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών").

Διαβουλεύσεις πριν από τη σύνταξη της έκθεσης

Πριν από την ολοκλήρωση της έκθεσης, ο εισηγητής πραγματοποίησε ποικίλες συναντήσεις διαβούλευσης, μεταξύ άλλων με την Επίτροπο αρμόδια για θέματα καταναλωτή κ. Meglena Kuneva και με διάφορους βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το ζήτημα λόγω των αρκετών καταγγελιών που έχουν λάβει από πολίτες της εκλογικής τους περιφέρειας. Ο εισηγητής πραγματοποίησε επίσης συναντήσεις διαβούλευσης με επιχειρηματικές οργανώσεις εκπροσώπησης επιχειρήσεων, ιδίως μικρών επιχειρήσεων στην Ευρώπη, όπως το Eurochambres και το UEAPM, με την Ευρωπαϊκή Ένωση Καταλόγων Επιχειρήσεων, αλλά και με τα ίδια τα θύματα, φυσικά.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2008 οργανώθηκε από την Επιτροπή Αναφορών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημόσιο εργαστήριο με τίτλο "Stop the Scam: Combating Misleading Business Directories" (Σταματήστε τις απάτες: Καταπολέμηση των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων). Η συνάντηση έδωσε στους βουλευτές του ΕΚ την ευκαιρία να ακούσουν τους αναφέροντες και τις οργανώσεις εκπροσώπησης, τους εκπροσώπους της Επιτροπής, αλλά και τους εκπροσώπους του καταλόγου επιχειρήσεων European City Guide, της εταιρείας που κατονομάζεται περισσότερο από τους αναφέροντες.

Πορίσματα της έκθεσης

Ο εισηγητής θεωρεί ότι οι αναφέροντες εγείρουν πράγματι ένα σοβαρό πρόβλημα, το οποίο φαίνεται πως είναι διαδεδομένο, έχει διασυνοριακό χαρακτήρα και προκαλεί σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις, ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις. Επιπλέον, ο εισηγητής φρονεί ότι η διασυνοριακή φύση του προβλήματος αυτού καθιστά σαφώς τα κοινοτικά θεσμικά όργανα υπεύθυνα για την παροχή επαρκών μέσων προσφυγής στα θύματα. Τα εν λόγω μέσα θα πρέπει να επιτρέπουν στα θύματα να προσβάλλουν την εγκυρότητα των συμβολαίων που συνάπτονται βάσει παραπλανητικής διαφήμισης και να εξασφαλίζουν την επιστροφή των χρημάτων που έχουν πληρώσει ως αποτέλεσμα παραπλανητικών πρακτικών.

Στην έκθεση εκφράζεται η δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι οι υφιστάμενες εθνικές αρχές δεν φαίνονται να είναι σε θέση να παρέχουν επαρκή μέσα προσφυγής στα θύματα και επισημαίνεται ότι, παρά την ευρεία εξάπλωση των εν λόγω παραπλανητικών επιχειρηματικών πρακτικών, η κοινοτική και η εθνική νομοθεσία φαίνεται πως δεν παρέχουν επαρκή αποτελεσματικά μέσα προσφυγής ή δεν εφαρμόζονται δεόντως σε εθνικό επίπεδο.

Καθοδήγηση για τα θύματα

Στην έκθεση, τα θύματα καλούνται να καταγγέλλουν τις περιπτώσεις εξαπάτησης επιχειρήσεων στις εθνικές αρχές και να ζητούν κατάλληλες συμβουλές προτού καταβάλουν τα ποσά που τους ζητούν οι παραπλανητικές εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων. Επιπλέον, τα θύματα πρέπει να έρχονται σε επαφή με ενώσεις επιχειρήσεων και καταναλωτών, καθώς και με τον εκπρόσωπό τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να ενισχυθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο η δράση για την καταπολέμηση των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων.

Βελτίωση της ενημέρωσης

Η έκθεση επιδοκιμάζει τις προσπάθειες που καταβάλλουν διάφορες ευρωπαϊκές και εθνικές επιχειρηματικές οργανώσεις προκειμένου να ενημερώσουν τα μέλη τους και τις καλεί να εντείνουν τις προσπάθειές τους, ώστε λιγότεροι άνθρωποι να πέφτουν θύματα των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων. Επιδοκιμάζει επίσης τη δράση που έχουν αναλάβει ορισμένα κράτη μέλη όπως η Ιταλία, η Ισπανία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κυρίως η Αυστρία, προσπαθώντας να εμποδίσουν τις εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων να ακολουθούν παραπλανητικές πρακτικές. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι οι προσπάθειες αυτές εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς.

Όσον αφορά την ενημέρωση, στην έκθεση καλούνται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη, σε πλήρη συνεργασία με εθνικές και ευρωπαϊκές οργανώσεις εκπροσώπησης επιχειρήσεων, να εντείνουν τις προσπάθειές τους για τη βελτίωση της ενημέρωσης σχετικά με το πρόβλημα, ώστε περισσότεροι άνθρωποι να διαθέτουν την ενημέρωση και τη γνώση που χρειάζεται για να αποφεύγουν την παραπλανητική διαφήμιση η οποία μπορεί να τους παρασύρει σε ανεπιθύμητα συμβόλαια.

Η έκθεση καλεί επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ασχοληθεί με το ζήτημα στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας της Πράξης για τις μικρές επιχειρήσεις.

Οδηγία 2006/114/ΕΚ[5] για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση

Η έκθεση επισημαίνει ότι η οδηγία 2006/114/ΕΚ[6] για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση ισχύει για τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, ισχύει και για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα θύματα παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων. Η οδηγία έχει μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη και προβλέπει τη χρήση διαταγών παύσης και άλλες δικαστικές διαδικασίες για την απαγόρευση της συνεχιζόμενης χρήσης παραπλανητικής διαφήμισης. Ωστόσο, φαίνεται πως είτε δεν προσφέρει επαρκή αποτελεσματικά μέσα προσφυγής είτε δεν εφαρμόζεται δεόντως από το κράτη μέλη.

Για το λόγο αυτό, στην έκθεση καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εντείνει την παρακολούθηση της εφαρμογής της οδηγίας 2006/114/ΕΚ[7], κυρίως στα κράτη μέλη εκείνα όπου είναι γνωστό ότι τηρούν την έδρα τους εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές, αλλά ιδίως στην Ισπανία, όπου έχει την έδρα της η εταιρεία καταλόγων επιχειρήσεων που κατονομάζεται συχνότερα από τους αναφέροντες. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην Τσεχική Δημοκρατία, όπου πρόσφατα τα δικαστήρια εξέδωσαν απόφαση κατά των θυμάτων, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της οδηγίας στην εν λόγω χώρα.

Στην έκθεση, η Επιτροπή καλείται να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με τα πορίσματά της.

Οδηγία 2005/29/ΕΚ[8] για τις αθέμιτες πρακτικές

Στην έκθεση εκφράζεται δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι η οδηγία 2005/29/ΕΚ[9] για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές δεν καλύπτει τις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και ότι τα κράτη μέλη εμφανίζονται διστακτικά να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της. Αντιθέτως, τα κράτη μέλη δύνανται να επεκτείνουν μονομερώς το πεδίο εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας τους για τους καταναλωτές στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και, συνεπώς, τα κράτη μέλη που επιθυμούν να παράσχουν προστασία μέσω της εθνικής τους νομοθεσίας μπορούν να το πράξουν ελεύθερα χωρίς να περιμένουν την ανάληψη νομοθετικής πρωτοβουλίας από την Επιτροπή για την τροποποίηση της κοινοτικής νομοθεσίας.

Το καλύτερο μοντέλο για την καταπολέμηση των παραπλανητικών καταλόγων επιχειρήσεων φαίνεται πως εφαρμόζεται από την Αυστρία, η οποία τροποποίησε το 2000 τον εθνικό της νόμο περί αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Το άρθρο 28α του νόμου αυτού αναφέρει πλέον ότι "απαγορεύεται η διαφήμιση, στον χώρο των επιχειρήσεων και με σκοπό τον ανταγωνισμό, της καταχώρισης σε καταλόγους, όπως χρυσοί οδηγοί, ονομαστικοί κατάλογοι ή παρόμοιοι κατάλογοι, μέσω εντύπων πληρωμής, εντύπων χρηματικής εντολής, τιμολογίων, προσφοράς διόρθωσης ή με παρόμοιο τρόπο, όπως και η άμεση προσφορά τέτοιου είδους καταχωρίσεων χωρίς σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η διαφήμιση αυτή αποτελεί αποκλειστικά προσφορά συμβολαίου".

Ο εισηγητής φρονεί ότι το αυστριακό μοντέλο αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση. Ως εκ τούτου, καλείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο, δεδομένης της διασυνοριακής φύσης του προβλήματος, να αναλάβει μια νέα νομοθετική πρωτοβουλία, βάσει του αυστριακού μοντέλου, η οποία θα απαγορεύει ρητώς τη διαφήμιση σε καταλόγους επιχειρήσεων, επιτρέποντας την μόνο εάν οι υποψήφιοι πελάτες ενημερώνονται με σαφή και ξεκάθαρη γραπτή επισήμανση ότι η εν λόγω διαφήμιση αποτελεί απλώς και μόνο προσφορά συμβολαίου έναντι πληρωμής.

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004[10] σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών

Στην έκθεση σημειώνεται, εξάλλου, ότι η εθνική νομοθεσία είναι συχνά ανεπαρκής όσον αφορά την άσκηση προσφυγής κατά εταιρειών καταλόγων επιχειρήσεων που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος και, για τον λόγο αυτόν, καλεί την Επιτροπή να διευκολύνει πιο ενεργά τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών, προκειμένου να μπορέσουν να παράσχουν πιο αποτελεσματικά μέσα προσφυγής στα θύματα.

Στο Βέλγιο, επί παραδείγματι, όλοι όσοι πέφτουν θύματα παραπλανητικών πρακτικών έχουν τη δυνατότητα να ασκούν ένδικα μέσα στη χώρα διαμονής τους και, μάλιστα, θύματα ενός παραπλανητικού καταλόγου επιχειρήσεων κέρδισαν την προσφυγή τους (επιβλήθηκε πρόστιμο στην εταιρεία), αν και, κατά τη στιγμή της σύνταξης της παρούσας, η υπόθεση φαίνεται πως τελεί υπό εξέταση στο στάδιο της έφεσης.

Στην Αυστρία, υπάρχουν περιπτώσεις δικαστικών προσφυγών τις οποίες έχουν ασκήσει με επιτυχία θύματα κατά εταιρειών καταλόγων επιχειρήσεων.

Αντιθέτως, στην Τσεχική Δημοκρατία, φαίνεται πως ορισμένα θύματα έχασαν τη δίκη στην οποία τους είχε οδηγήσει μια εταιρεία έκδοσης καταλόγων. Η συγκεκριμένη υπόθεση εγείρει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον η Τσεχική Δημοκρατία εφαρμόζει ορθά τις διατάξεις της οδηγίας 2006/114/ΕΚ[11].

Στην Ισπανία, μία από εταιρείες έκδοσης καταλόγων που κατονομάζονται συχνότερα, η European City Guide, τιμωρήθηκε τρεις φορές με πρόστιμο από τη Generalitat de Cataluna, όταν είχε την έδρα της στη Βαρκελώνη, διατάχθηκε δε η προσωρινή παύση λειτουργίας της για ένα έτος. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στη Βαλένθια, όπου σήμερα συνεχίζει να λειτουργεί υπό ελαφρώς αυστηρότερους όρους. Επί παραδείγματι, τα θύματα πλέον ενημερώνονται για το δικαίωμά τους να ακυρώσουν την παραγγελία εντός επτά ημερών. Ωστόσο, συνήθως συνειδητοποιούν τι πραγματικά έχουν υπογράψει αφότου παρέλθει το διάστημα αυτό. Η εταιρεία συνέστησε επίσης τον αποκαλούμενο "Defensor del cliente" (Διαμεσολαβητής), ο οποίος λαμβάνει καταγγελίες από τους πελάτες. Ωστόσο, η υπηρεσία αυτή δεν φαίνεται πως είναι ανεξάρτητη από την ίδια την εταιρεία του καταλόγου επιχειρήσεων, και συνεπώς δεν εμπνέει επαρκή εμπιστοσύνη. Ο εισηγητής θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι η συγκεκριμένη εταιρεία καταλόγων επιχειρήσεων δεν έχει λάβει επαρκή μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι υποψήφιοι πελάτες της δεν θα οδηγούνται με παραπλανητικό τρόπο στην υπογραφή διαφημιστικών συμβολαίων που ουδέποτε επιθυμούσαν.

Επιπλέον, δεν υπάρχουν στοιχεία για άμεσες προσφυγές από εθνικές αρχές άλλων κρατών μελών στα δικαστήρια της Βαλένθια βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004[12] σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Υπηρεσία Θεμιτών Εμπορικών Πρακτικών (Office of Fair Trading - OFT) φέρεται πως έχει χρησιμοποιήσει τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004[13] σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών. H OFT, η οποία είναι επίσης αρμόδια για την προστασία των καταναλωτών, φαίνεται πως έχει χρησιμοποιήσει τον κανονισμό αυτόν με επιτυχία κερδίζοντας αγωγή παραλείψεως κατά εταιρειών από το Βέλγιο και τις Κάτω Χώρες, οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε, έστελναν ανεπιθύμητες ή παραπλανητικές προσφορές σε βρετανούς καταναλωτές Παρότι πρόκειται για θετικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, η υπόθεση δεν αφορούσε τους παραπλανητικούς καταλόγους επιχειρήσεων.

Εκτός της υπόθεσης αυτής, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004[14] έχει χρησιμοποιηθεί με επιτυχία από εθνικές αρχές για την άσκηση προσφυγής, όπως η αγωγή παραλείψεως, για καταγγελίες που οφείλονται σε δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν με έδρα κάποιο άλλο κράτος μέλος. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στο κόστος της άσκησης προσφυγής, στην πολυπλοκότητα και τη διάρκεια των διαδικασιών και στο περιορισμένο πεδίο εφαρμογής της αγωγής παραλείψεως.

Ανάγκη ενίσχυσης των εθνικών αρχών

Η έκθεση καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις που έχουν πέσει θύματα παραπλανητικής διαφήμισης έχουν στη διάθεσή τους μια σαφώς ορισμένη εθνική αρχή στην οποία θα μπορούν να υποβάλλουν καταγγελία και να προσφεύγουν. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει σήμερα, καθώς οι εθνικές αρχές προστασίας του καταναλωτών συχνά δεν δέχονται τις καταγγελίες των επιχειρήσεων, περιοριζόμενες στις καταγγελίες που υποβάλλουν οι καταναλωτές. Στην έκθεση καλείται επίσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αναπτύξει κατευθυντήριες γραμμές βέλτιστων πρακτικών για τους εθνικούς φορείς επιβολής, οι οποίες θα μπορούν να ακολουθούνται σε περίπτωση που τους καταγγέλλονται περιπτώσεις παραπλανητικής διαφήμισης.

Παραπλανητικοί κατάλογοι επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτες χώρες

Τέλος, η έκθεση καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει τη διεθνή συνεργασία με τρίτες χώρες και με αρμόδιους διεθνείς οργανισμούς, ώστε οι εταιρείες έκδοσης καταλόγων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν παραπλανητικές πρακτικές και έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα να μην προκαλούν ζημίες σε επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

  • [1]  ΕΕ L 250 της 19.9.1984, σελ. 17-20.
  • [2]  ΕΕ L 290 της 23.10.1997, σελ. 18-23.
  • [3]  ΕΕ L 149 της 11.06.2005, σελ. 22-39.
  • [4]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ. 1-11.
  • [5]  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 21–27.
  • [6]  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 21–27.
  • [7]  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 21–27.
  • [8]  ΕΕ L 149 της 11.06.2005, σελ. 22-39.
  • [9]  ΕΕ L 149 της 11.06.2005, σελ. 22-39.
  • [10]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ. 1-11.
  • [11]  ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σελ. 21–27.
  • [12]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ.1-11.
  • [13]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ.1-11.
  • [14]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ.1-11.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (7.10.2008)

προς την Επιτροπή Αναφορών

σχετικά με την έκθεση για τις παραπλανητικές πρακτικές των "εταιρειών καταλόγου" (Αναφορά 45/2006)
(2008/2126(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Diana Wallis

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών καλεί την Επιτροπή Αναφορών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

−    έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδιαίτερα τις διατάξεις αυτής που θεσπίζουν την εσωτερική αγορά και διασφαλίζουν στις επιχειρήσεις το δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη,

−    έχοντας υπόψη τα Συμπεράσματα της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Τάμπερε στις 15 και 16 Οκτωβρίου 1999 σχετικά με τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ορίζεται ότι τα άτομα και οι επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να αποτρέπονται ή να αποθαρρύνονται από την άσκηση των δικαιωμάτων τους λόγω ασυμβατότητας ή περιπλοκότητας των νομικών και διοικητικών συστημάτων στα κράτη μέλη,

-  έχοντας υπόψη τις 393 αναφορές χώρες που έχει λάβει από την Επιτροπή Αναφορών του σχετικά με εταιρείες καταλόγων που ασκούν παραπλανητική διαφήμιση από 24 κράτη μέλη και 19 τρίτες χώρες,

A.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράνομη δραστηριότητα της εταιρείας European City Guides και άλλων παρεμφερών εταιρειών έχει επεκταθεί κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μεταβάλλοντάς τις μακροπρόθεσμα προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των δραστηριοτήτων τους παρά τις κυρώσεις, και ότι έχουν πληγεί πολυάριθμες επιχειρήσεις,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η δραστηριότητα της εταιρείας ECG αποτέλεσε αντικείμενο δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών, όπως αυτές που κινήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και την κυβέρνηση της Αυτόνομης Κοινότητας της Καταλονίας (Ισπανία) με αποτέλεσμα την προσωρινή αναστολή των δραστηριοτήτων της εταιρείας και την επιβολή οικονομικής κύρωσης,

Γ.   λαμβάνοντας υπόψη ότι όταν μια απάτη οργανώνεται διασυνοριακά και συνεπώς περιλαμβάνει δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, δεν υπάρχει μηχανισμός διασυνοριακής συνεργασίας για τις εθνικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου –ούτε προϋπολογισμός ούτε καν τηλεφωνικός κατάλογος για την αποκάλυψη αστυνομικών επαφών σε διασυνοριακή βάση ή σε άλλα απομακρυσμένα κράτη μέλη– και συνεπώς οι εθνικές υπηρεσίες δικαίως χάνουν το ενδιαφέρον τους όσον αφορά τη δίωξη των απατεώνων επειδή είναι τόσο καλά οργανωμένοι διασυνοριακά, ενώ οι ίδιες οι εθνικές υπηρεσίες δεν μπορούν να διασχίσουν τα σύνορα,

1.   εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ενώ η εσωτερική αγορά συνεπάγεται νέες δυνατότητες για εμπορικές συναλλαγές καλή τη πίστει, μπορεί να προσφέρει ανεπιθύμητες ευκαιρίες σε άτομα που λυμαίνονται τις ΜΜΕ· ζητεί δράση σε επίπεδο ΕΕ, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, ώστε να αποτραπεί και να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο·

2.   προτείνει στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο να διασφαλίσουν την πλήρη εφαρμογή και επιβολή της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Σεπτεμβρίου 1984 για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση[1] (οδηγία για την παραπλανητική διαφήμιση), καθώς και της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 2005 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά[2] (οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές), με ιδιαίτερη προσοχή στην αυθαίρετη χρήση διφορούμενης γλώσσας, προκειμένου να τεθεί τέλος στις πρακτικές των παραπλανητικών εταιρειών καταλόγων·

3.   υπογραμμίζει ως βέλτιστη πρακτική την αναφερόμενη στην παράγραφο 28a του Αυστριακού Νόμου "Gesetz gegen unlauteren Wettbewerb" του 1984 (Καταστατικό κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών - UWG) που απαγορεύει τις παραπλανητικές πρακτικές των "εταιρειών καταλόγου"· παροτρύνει τα κράτη μέλη να εισαγάγουν παρόμοιες διατάξεις κατά την εφαρμογή της οδηγίας για τις Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ζημίας σε βάρος των καταναλωτών και των μικρών επιχειρήσεων, και να διασφαλισθεί η καλή λειτουργία του ανταγωνισμού χωρίς να παραβλάπτονται τα οικονομικά συμφέροντα των νομίμων ανταγωνιστών·

4.   λαμβάνοντας υπόψη την μελέτη σχετικά με τις παραπλανητικές πρακτικές των "εταιρειών καταλόγου" που παρήγγειλε η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, η οποία αναφέρει ως πιθανή νομοθετική λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των παραπλανητικών πρακτικών των εταιριών καταλόγου την τροποποίηση της οδηγίας 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με την παραπλανητική και συγκριτική διαφήμιση, προκειμένου να συμπεριληφθεί ένα "μαύρος" κατάλογος πρακτικών που πρέπει να θεωρηθούν παραπλανητικές και την επέκταση του πεδίου δράσης της Οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και στις συμβάσεις μεταξύ επιχειρήσεων(B2B), με ιδιαίτερη μνεία στο σημείο 21 του Παραρτήματος· ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει έκθεση έως το Δεκέμβριο 2009 σχετικά με την σκοπιμότητα και τις πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας τροποποίησης ή επέκτασης·

5.   προτρέπει την Επιτροπή να εξετάσει την ιδιαίτερη θέση των ΜΜΕ κατά τον ορισμό του "καταναλωτή" στην επανεξέτασή της του κοινοτικού κεκτημένου στον τομέα της προστασίας του καταναλωτή· ζητεί τούτο επίσης να ενταχθεί στις εργασίες για το Κοινό Πλαίσιο Αναφοράς για το Συμβατικό Δίκαιο, ώστε οι ΜΜΕ να μπορέσουν να ωφεληθούν από ένα ισχυρότερο προστατευτικό καθεστώς στην κοινοτική νομοθεσία περί συμβατικών θεμάτων·

6.   εκφράζει την ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ο νόμος για τις μικρές επιχειρήσεις καλεί τα κράτη μέλη να ενισχύσουν το δίκτυο SOLVIT και να παράσχουν στις ΜΜΕ υπηρεσίες παροχής συμβουλών και στήριξη προκειμένου να προφυλαχθούν έναντι αθέμιτων εμπορικών πρακτικών· καλεί την Επιτροπή να συμμετάσχει ενεργά στην συνεργασία και την παροχή βοήθειας στα θύματα των φορέων εκμετάλλευσης παραπλανητικών εταιριών καταλόγου· καλεί περαιτέρω την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να συνεργασθούν σε ενημερωτικές εκστρατείες σχετικά με αυτές τις παραπλανητικές πρακτικές, με εκτεταμένη χρήση των εργαλείων που μπορεί να προσφέρει το Διαδίκτυο και τη συμμετοχή των ΜΜΕ και οργανώσεων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένου του ευρωπαϊκού δικτύου υποστήριξης των επιχειρήσεων και των ευρωπαϊκών κέντρων καταναλωτών· αναμένει την προτεινόμενη από την Επιτροπή διαδικτυακή πύλη της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης, ως ένα ακόμη μέτρο παροχής πληροφοριών και συνδρομής σχετικά με τα προβλήματα αυτά·

7.   εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, ενώ η διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής ορθώς βελτιώνει τη διασυνοριακή πρόσβαση στη δικαιοσύνη, αδίστακτες εταιρείες είσπραξης χρεών μπορεί να την χρησιμοποιήσουν για να εκφοβίσουν ΜΜΕ και άτομα· προτείνει να εξεταστεί το ενδεχόμενο κατάρτισης ενός κώδικα δεοντολογίας για τις εταιρείες είσπραξης χρεών, ο οποίος θα ισχύει στο σύνολο της ΕΕ·

8.   ζητεί από τα κράτη μέλη να συνεργαστούν ενεργά ώστε να τεθεί τέλος στις πρακτικές των παραπλανητικών εταιρειών καταλόγων και σε κάθε παρόμοια δραστηριότητα·

9.   σημειώνει ότι όπου τα κράτη μέλη είναι απρόθυμα ή ανίκανα να αναλάβουν δράση, θα πρέπει να θεσπισθούν μηχανισμοί που θα επιτρέπουν στα εκάστοτε θύματα να επιδιώκουν συλλογική επανόρθωση μέσω των δικαστηρίων σε διασυνοριακή βάση· καλεί κατά συνέπεια τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να εξετάσουν την λειτουργία ενός συνεκτικού συστήματος συλλογικών ένδικων μέσων για τη ρύθμιση διασυνοριακών καταγγελιών, που θα βασίζεται σε εκτεταμένη έρευνα από εμπειρίες από όλο τον κόσμο και σε ενδελεχή εξέταση των υφισταμένων προβλημάτων και τα προσδοκώμενα οφέλη για τους καταναλωτές, και θα ασχολείται βασικά με το θέμα της κατάλληλης νομικής βάσης για παρόμοιο όργανο σε επίπεδο ΕΕ·

10. εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι δυσκολίες που υπάρχουν για την εξιχνίαση δραστηριοτήτων του είδους αυτού στρεβλώνουν την εσωτερική αγορά και επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ανταγωνισμός·

11. ζητεί από τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση κατά των παραπλανητικών πρακτικών της ECG, και άλλων παρεμφερών εταιρειών, με αναστολή των δραστηριοτήτων τους ως έσχατη λύση προκειμένου να αποφευχθούν οι ζημίες σε βάρος των καταναλωτών και των εταιρειών·

12. καλεί τις ελεγκτικές αρχές των κρατών μελών, στα πλαίσια της εντολής τους και της δικαιοδοσίας που τους χορηγείται από την εθνική νομοθεσία και τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, και κυρίως, από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Οκτωβρίου 2004 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι αρμόδιες για την επιβολή της νομοθεσίας για την προστασία των καταναλωτών (ο κανονισμός για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών)[3], να εμποδίσουν από κοινού την περαιτέρω εξάπλωση των παραπλανητικών πρακτικών των εταιρειών καταλόγων και να λάβουν τέτοια αποτελεσματικά μέτρα, τα οποία θα οδηγήσουν στο κλείσιμο των εν λόγω εταιρειών καταλόγων και στην τιμωρία συγκεκριμένων υπεύθυνων·

13. θεωρεί ότι οι πρακτικές των εταιρειών καταλόγων που περιγράφηκαν αντιβαίνουν όχι μόνο στις χρηστές πρακτικές και στα πρότυπα θεμιτής επιχειρηματικής δραστηριότητας αλλά και παρουσιάζουν στην πλειονότητά τους χαρακτηριστικά απάτης, άλλων ποινικών αδικημάτων και παραπτωμάτων και κατά συνέπεια, καλεί τις αρμόδιες ελεγκτικές αρχές, την αστυνομία και τις εισαγγελικές αρχές των κρατών μελών, καθώς και την Europol και την Eurojust, να διενεργήσουν ενδελεχή έρευνα για τις εν λόγω πρακτικές των υπευθύνων, η οποία θα οδηγήσει ενδεχομένως στην άσκηση δίωξης κατά των δραστών που προέρχονται από την ΕΕ· και, σε περίπτωση που προέρχονται από τρίτες χώρες, καλεί την Επιτροπή να καταβάλει κάθε προσπάθεια για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού (EΚ) αριθ. 2006/2004 με τα αντίστοιχα κράτη·

14. καλεί την Επιτροπή, με σκοπό την αποφυγή των πρακτικών απάτης των εταιρειών καταλόγων, να εξετάσει τα ακόλουθα μέτρα:

      –  την τυποποίηση του λεγόμενου υποχρεωτικού μέρους της παραγγελίας κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει συμφωνίες οι οποίες να συμμορφώνονται με τις καλές πρακτικές και να ορίζουν με διαφάνεια τις βασικές νομικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της σαφούς δήλωσης της τιμής και της δυνατότητας το περιεχόμενο να ελέγχεται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (π.χ. από την Εμπορική Επιθεώρηση ή από υπηρεσίες προστασίας προσωπικών δεδομένων)·

      –  την υπαγωγή των λεγόμενων τυποποιημένων συμβάσεων ή παραγγελιών, κατά τις οποίες το λιγότερο ισχυρό μέρος της σύμβασης ή της παραγγελίας δεν έχει τη δυνατότητα να την τροποποιήσει, μόνο να την αποδεχτεί ή να την απορρίψει, σε καθεστώς παρόμοιο με αυτό που ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ακόμη και αν το λιγότερο ισχυρό μέρος της σύμβασης ή της παραγγελίας δεν είναι ο καταναλωτής·

      –  την υποβολή των λεγόμενων τυποποιημένων συμβάσεων ή παραγγελιών. σε δοκιμή όμοια με τη λεγόμενη δοκιμή του μέσου καταναλωτή, όπως ισχύει για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ακόμη και αν το λιγότερο ισχυρό μέρος της σύμβασης ή της παραγγελίας δεν είναι ο καταναλωτής·

      –  την εφαρμογή της αρχής σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση μεγαλύτερου αριθμού προσώπων "παραπλανημένων" από το κείμενο της τυποποιημένης σύμβασης ή παραγγελίας, θα αναστρέφεται το βάρος της απόδειξης και η "εταιρεία καταλόγου" αναλαμβάνει το βάρος να αποδείξει ότι το κείμενο της τυποποιημένης σύμβασης ή παραγγελίας δεν παραπλανά τον "καλό οικονόμο"·

15. προειδοποιεί την Επιτροπή ότι παρόμοιες πρακτικές εξαπάτησης από τις εταιρείες καταλόγων αντιμετωπίζουν όχι μόνο οι επιχειρηματίες αλλά και τα φυσικά πρόσωπα που δεν συμμετέχουν σε επιχειρηματικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών εκπροσώπων, στους οποίους γίνονται προτάσεις για υποτιθέμενες αναφορές που σχετίζονται με αυτούς σε εκδόσεις βιογραφικού τύπου (π.χ. "Ποιος είναι ποιος", πρόσωπο της χρονιάς σε συγκεκριμένο τομέα, κ.ο.κ.) που βασίζονται στην ίδια ανεντιμότητα, και ότι στο εξής τα μελλοντικά μέτρα πρέπει να εμποδίζουν και τέτοιου είδους πρακτικές εξαπάτησης.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

7.10.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

35

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Cristian Silviu Buşoi, Charlotte Cederschiöld, Gabriela Creţu, Mia De Vits, Janelly Fourtou, Evelyne Gebhardt, Małgorzata Handzlik, Christopher Heaton-Harris, Anna Hedh, Iliana Malinova Iotova, Pierre Jonckheer, Kurt Lechner, Toine Manders, Catiuscia Marini, Arlene McCarthy, Nickolay Mladenov, Catherine Neris, Zita Pleštinská, Karin Riis-Jørgensen, Zuzana Roithová, Heide Rühle, Leopold Józef Rutowicz, Christel Schaldemose, Andreas Schwab, Marianne Thyssen, Jacques Toubon, Barbara Weiler, Marian Zlotea

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Εμμανουήλ Αγγελάκας, Wolfgang Bulfon, Colm Burke, Giovanna Corda, José Ribeiro e Castro, Olle Schmidt, Diana Wallis

  • [1]  EE L 250 της 19.9.1984, σελ. 17.
  • [2]  EE L 149 της 11.6.2005, σελ. 22.
  • [3]  ΕΕ L 364 της 9.12.2004, σελ. 1.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

6.11.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

19

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Sir Robert Atkins, Inés Ayala Sender, Simon Busuttil, Michael Cashman, Alexandra Dobolyi, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, David Hammerstein, Marian Harkin, Marcin Libicki, Kathy Sinnott, Μανώλης Μαυρομμάτης

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Marie-Hélène Descamps, Roger Helmer, Juan Andrés Naranjo Escobar, Tatjana Ždanoka, Γιαννάκης Μάτσης

Αναπληρωτές (άρθρο 178, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Richard Corbett, Luis de Grandes Pascual, Salvador Garriga Polledo