ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας 2002/73/ΕΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας

9.12.2008 - (2008/2039(INI))

Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
Εισηγήτρια: Teresa Riera Madurell

Διαδικασία : 2008/2039(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A6-0491/2008
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A6-0491/2008
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με τη μεταφορά και εφαρμογή της οδηγίας 2002/73/ΕΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας

(2008/2039(INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003[1], για τη βελτίωση της νομοθεσίας,

–   έχοντας υπόψη την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου, για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας[2],

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 45 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (A6‑0491/2008),

A. λαμβάνοντας υπόψη ότι βάσει των αρχών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, οι οποίες κατοχυρώνονται στη Συνθήκη ΕΚ, κρίνεται σκόπιμη η παρακολούθηση από το νομοθέτη της εφαρμογής της νομοθεσίας που υιοθετείται,

B.  λαμβάνοντας υπόψη ότι το έργο παρακολούθησης από το Κοινοβούλιο, ως συν- νομοθέτη, της εφαρμογής της οδηγίας 2002/73/ΕΚ, περιπλέκεται λόγω της ανεπαρκούς πληροφόρησης που διαθέτει η Επιτροπή και ότι, για το λόγο αυτό, έχουν αποσταλεί επιστολές στις αρμόδιες επιτροπές των εθνικών κοινοβουλίων και σε φορείς ισότητας με τις οποίες ζητούνται πληροφορίες, και στις οποίες απάντησαν 27 εθνικές κοινοβουλευτικές συνελεύσεις και 16 φορείς ισότητας,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η οδηγία 2002/73/ΕΚ αποτελεί σημαντικό ορόσημο στη διαδικασία για την επίτευξη της ισότητας μεταξύ των γυναικών και ανδρών και για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου στην κοινωνία στο σύνολό της,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η έννοια της "σεξουαλικής παρενόχλησης" ορίστηκε για πρώτη φορά σε επίπεδο ΕΕ στην οδηγία 2002/73/ΕΚ η οποία όρισε, επίσης, την έννοια της άμεσης διάκρισης, της έμμεσης διάκρισης και της παρενόχλησης, απαγόρευσε τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών λόγω άδειας εγκυμοσύνης ή μητρότητας, και προέβλεψε το δικαίωμα επιστροφής στην ίδια ή σε αντίστοιχη θέση μετά την άδεια μητρότητας, πατρότητας ή υιοθεσίας, στην περίπτωση των κρατών μελών που αναγνωρίζουν τα δικαιώματα αυτά,

E.  λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη ανέλαβαν ορισμένες υποχρεώσεις όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 2002/73/ΕΚ το αργότερο μέχρι τις 5 Οκτωβρίου 2005, όπως για παράδειγμα:

Ø ορισμό φορέα ή φορέων με αρμοδιότητα όσον αφορά την προώθηση, ανάλυση, παρακολούθηση και στήριξη της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών,

Ø προώθηση του κοινωνικού διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με σκοπό την προαγωγή της ίσης μεταχείρισης μέσω, μεταξύ άλλων, της παρακολούθησης των πρακτικών στο χώρο εργασίας, συλλογικών συμβάσεων, κ.λπ.,

Ø ενθάρρυνση του διαλόγου με αρμόδιες ΜΚΟ με σκοπό την προαγωγή της αρχής της ίσης μεταχείρισης,

Ø προαγωγή της ίσης μεταχείρισης στο χώρο εργασίας με τρόπο προγραμματισμένο και συστηματικό, για παράδειγμα, μέσω εκθέσεων ισότητας των επιχειρήσεων με τακτική πληροφόρηση όσον αφορά την ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών,

Ø αποτελεσματικά μέτρα για τη διασφάλιση πραγματικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της οδηγίας, με τρόπο ώστε η αποζημίωση στα θύματα να μην περιορίζεται με τον προηγούμενο καθορισμό ανωτάτου ορίου, εξαιρουμένων πολύ περιορισμένων περιπτώσεων,

Ø διασφάλιση ισοδύναμης προστασίας κατά της δυσμενούς μεταχείρισης των ατόμων που παρέχουν συνδρομή στα θύματα διακριτικής μεταχείρισης και παρενόχλησης,

Ø υποβολή ανά τετραετία εκθέσεων στην Επιτροπή σχετικά με μέτρα που λαμβάνονται για την παροχή ειδικών πλεονεκτημάτων στο υποεκπροσωπούμενο φύλο σε επαγγελματικές δραστηριότητες, καθώς και σχετικά με την εφαρμογή τέτοιων μέτρων,

Ø διασφάλιση ότι διατάξεις συμβάσεων ή συμφωνιών που είναι αντίθετες προς την οδηγία τροποποιούνται, ή κηρύσσονται άκυρες και κενές περιεχομένου,

ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η βραδεία ή ανεπαρκής εφαρμογή της οδηγίας 2002/73/ΕΚ ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας και την πλήρη ανάπτυξη του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού της ΕΕ,

Ζ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσκολίες στη μεταφορά της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στο εθνικό τους δίκαιο, ιδίως κατά την εισαγωγή στη νομοθεσία τους συγκεκριμένων και κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση της ισότητας των φύλων και τη μείωση των διακρίσεων όσον αφορά την απόκτηση απασχόλησης, επαγγελματικής κατάρτισης και προαγωγής, και τις συνθήκες εργασίας,

Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δείκτες δείχνουν ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην ικανότητα των γυναικών να εξασφαλίσουν απασχόληση και προαγωγή κατά τα έτη που ακολούθησαν την έναρξη ισχύος της νέας, βελτιωμένης νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση,

Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε πολλά κράτη μέλη, η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε πολιτικές και διοικητικές αποφάσεις είναι αδύνατη λόγω της έλλειψης γνώσης και ευαισθητοποίησης όσον αφορά αυτήν την προσέγγιση,

Ι.   λαμβάνοντας υπόψη ότι οι διακρίσεις λόγω φύλου σε άλλες κοινωνικές και πολιτικές πτυχές επιδεινώνεται από την εμμένουσα μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, ιδίως μεταξύ των αποκαλούμενων γυναικείων και ανδρικών τομέων της οικονομίας,

ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών είναι θεμελιώδης για τη χειραφέτησή τους, και ότι η απασχόληση με δικαιώματα αποτελεί συνεπώς εγγύηση για την προσωπική τους ανέλιξη και την κοινωνική τους ένταξη·

1.  καλεί την Επιτροπή να παρακολουθήσει προσεκτικά τη μεταφορά της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στη νομοθεσία των κρατών μελών καθώς και τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία που προκύπτει από την εν λόγω μεταφορά, και να συνεχίσει να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη, και τονίζει την ανάγκη διάθεσης επαρκών πόρων για την επίτευξη των εν λόγω στόχων·

2.  υπενθυμίζει την παράγραφο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας και ειδικότερα τη δέσμευση του Συμβουλίου να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να καταρτίζουν και να δημοσιοποιούν πίνακες οι οποίοι αποτυπώνουν την αντιστοιχία των οδηγιών με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο· θεωρεί ότι η ύπαρξη πινάκων αντιστοιχίας θα διευκολύνει το έργο της Επιτροπής όσον αφορά την παρακολούθηση της μεταφοράς της οδηγίας 2002/73/ΕΚ·

3.  τονίζει ότι η στενή συνεργασία των αρμοδίων επιτροπών των εθνικών κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όσον αφορά την παρακολούθηση της μεταφοράς και εφαρμογής της νομοθεσίας σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων θα εξασφαλίσει την εξοικείωση τόσο των φορέων λήψης πολιτικών αποφάσεων όσο και των πολιτών με τα ζητήματα της ισότητας των φύλων·

4.  εκτιμά τον μεγάλο αριθμό λεπτομερών απαντήσεων που απέστειλαν σε σύντομο χρονικό διάστημα τα εθνικά κοινοβούλια και οι φορείς ισότητας σχετικά με την πορεία της διαδικασίας εφαρμογής και τα προβλήματα που συνδέονται με αυτή·

5.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό και το Συμβούλιο, η οποία θα βασίζεται σε πληροφορίες που παρείχαν τα κράτη μέλη έως τα τέλη του 2005, δεν είναι ακόμη διαθέσιμη·

6.  εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι η νομοθεσία ορισμένων κρατών μελών δεν περιλαμβάνει με επαρκή σαφήνεια και ρητώς τους ορισμούς της άμεσης και έμμεσης διάκρισης, της παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης·

7.  ανησυχεί για το γεγονός ότι σε πολλά κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής ορισμένων μορφών απαγορευμένων διακρίσεων δεν είναι επαρκώς ευρύ ώστε να συμμορφώνεται με την οδηγία 2002/73/ΕΚ· υπενθυμίζει ότι οι απαγορευμένες διακρίσεις πλήττουν τόσο τον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα·

8.  εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι ορισμένες εθνικές νομοθεσίες παραβιάζουν την αρχή των αποτελεσματικών, ανάλογων, και αποτρεπτικών κυρώσεων ορίζοντας κατώτατα όρια για την καταβολή αποζημίωσης ή επανόρθωσης στα θύματα διακρίσεων·

9.  εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των γυναικών σε σχέση με την άδεια εγκυμοσύνης ή μητρότητας συνιστά διάκριση· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη δεν έχουν αναγνωρίσει ρητώς το δικαίωμα επιστροφής στην ίδια ή σε ισοδύναμη εργασία μετά την άδεια μητρότητας·

10. καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν την πλήρη, ορθή, και αποτελεσματική μεταφορά όλων των διατάξεων της οδηγίας 2002/73/ΕΚ και την επαρκή εφαρμογή τους·

11. αναφέρεται στο γεγονός ότι η ίση μεταχείριση δεν ισχύει σε όλα τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης· ζητεί από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να διασφαλίσουν ότι ειδικά τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα δεν δημιουργούν διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και ότι δεν ενισχύουν τις υπάρχουσες δομές που ήδη θέτουν τη γυναίκα σε μειονεκτική θέση σε ό,τι αφορά τις παροχές και τις εισφορές·

12. επικροτεί τις προσπάθειες των κρατών μελών που επέκτειναν ή ενίσχυσαν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2002/73/ΕΚ, ειδικότερα τις πρωτοβουλίες που θέσπισαν την προστασία κατά των διακρίσεων σε νέους τομείς της κοινωνίας·

13. ζητεί από τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα ώστε να ενθαρρύνουν τους εργοδότες να προωθήσουν συνθήκες εργασίας οι οποίες προλαμβάνουν τη σεξουαλική παρενόχληση και την παρενόχληση λόγω φύλου και να υιοθετήσουν ειδικές διαδικασίες για την πρόληψη παρόμοιας συμπεριφοράς·

14. προτρέπει τα κράτη μέλη να αναπτύξουν ικανότητες και να διασφαλίσουν επαρκείς πόρους για τους φορείς προώθησης της ίσης μεταχείρισης και των ίσων ευκαιριών μεταξύ γυναικών και ανδρών, όπως προβλέπεται από την οδηγία 2002/73/ΕΚ και υπενθυμίζει τις απαιτήσεις της οδηγίας για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των εν λόγω φορέων·

15. επισημαίνει τις διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 8α της οδηγίας 2002/73/ΕΚ το οποίο τονίζει την ανάγκη για συνεργασία και ανταλλαγή ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών· κρίνει ότι τόσο το δίκτυο εθνικών φορέων ισότητας των φύλων της Επιτροπής όσο και το Equinet είναι σημαντικά εργαλεία για την ενίσχυση της εν λόγω συνεργασίας και την προώθηση της ομοιόμορφης εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας στον τομέα της ίσης μεταχείρισης γυναικών και ανδρών·

16. επικροτεί την πρόθεση της Επιτροπής να διεξαγάγει έρευνα σχετικά με την οργάνωση των φορέων ισότητας το 2009· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διερευνήσουν σε ποιο βαθμό γνωρίζουν οι πολίτες της ΕΕ τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι φορείς ισότητας και να δρομολογήσουν εκστρατείες ενημέρωσης για την καλύτερη προβολή των εν λόγω φορέων·

17. εφιστά την προσοχή στο ανεπαρκές επίπεδο ευαισθητοποίησης σχετικά με τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην οδηγία 2002/73/ΕΚ μεταξύ των γυναικών, όπως προκύπτει από τον μικρό αριθμό διαδικασιών σχετικά με την ισότητα των φύλων και προσφυγών· καλεί τα κράτη μέλη, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους εργοδότες και τις ΜΚΟ να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την ενημέρωση των γυναικών σχετικά με τις δυνατότητες που προσφέρονται στα θύματα διακρίσεων σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες που έχουν τεθεί σε ισχύ από το 2005·

18. επισημαίνει την περιορισμένη εμπιστοσύνη που έχουν στη δικαστική προστασία τα θύματα των διακρίσεων· καλεί τα κράτη μέλη να διασφαλίσουν ότι η βοήθεια που παρέχεται είναι ανεξάρτητη και δωρεάν, να ενισχύσουν τις εγγυήσεις προς τα θύματα των διακρίσεων, και να παρέχουν δικαστική προστασία σε όσους υπερασπίζονται άτομα ή καταθέτουν υπέρ ατόμων που τυγχάνουν προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2002/73/ΕΚ·

19. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα θύματα ή ενώσεις και οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον όσον αφορά τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/73/ΕΚ δεν αποτρέπονται από νομικούς ή άλλους φραγμούς, επί παραδείγματι υπερβολικά βραχείες προθεσμίες, από το να κινήσουν νομικές διαδικασίες σε ότι αφορά παραβάσεις των κανόνων περί προστασίας από διακρίσεις και των ίσων δικαιωμάτων ή, στην περίπτωση των θυμάτων, από τη διεκδίκηση των πλήρων δικαιωμάτων τους δυνάμει της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στο πλαίσιο άλλων διοικητικών διαδικασιών·

20. αναγνωρίζει τις θετικές συνέπειες της πρόληψης και εκτίμησης της ύπαρξης πρακτικών που εισάγουν διακρίσεις, οι οποίες μπορεί να προκύψουν από τη στενή συνεργασία των φορέων ισότητας και των επιθεωρητών εργασίας· καλεί τα κράτη μέλη να εμμείνουν στην κατάρτιση των επιθεωρητών εργασίας υπό το φως των νέων ευθυνών που αποκτούν ως αποτέλεσμα της μεταφοράς της οδηγίας 2002/73/ΕΚ, καθώς και σχετικά με τα νέα εργαλεία που έχουν δημιουργηθεί όπως, για παράδειγμα, η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης·

21. τονίζει τον ζωτικό ρόλο των ΜΚΟ όσον αφορά την παροχή βοήθειας στα θύματα των διακρίσεων· ζητεί από τις δημόσιες αρχές να διαθέσουν πόρους για σχέδια διαμεσολάβησης και παροχής βοήθειας τα οποία είναι πιο περίπλοκα από τις ενημερωτικές εκστρατείες·

22. τονίζει τη σημασία που έχει η ύπαρξη αξιόπιστων, συγκρίσιμων και διαθέσιμων ποσοτικών και ποιοτικών δεικτών καθώς και στατιστικών δεδομένων που συνδέονται με το φύλο για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της παρακολούθησης της οδηγίας· καλεί τους φορείς ισότητας να εντείνουν τις προσπάθειές τους με τη διεξαγωγή ανεξάρτητων ερευνών, τη δημοσίευση ανεξάρτητων εκθέσεων και τη διατύπωση συστάσεων σχετικά με οποιοδήποτε θέμα που συνδέεται με τις διακρίσεις· υπενθυμίζει το ρόλο του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων το οποίο είναι αρμόδιο για τη συγκέντρωση και ανάλυση πληροφοριών σχετικά με την ισότητα μεταξύ των δυο φύλων την ευαισθητοποίηση των πολιτών της ΕΕ σχετικά με την ισότητα των δυο φύλων, και την ανάπτυξη μεθοδολογικών εργαλείων για την υποστήριξη της ενσωμάτωσης της διάστασης του φύλου σε όλες τις κοινοτικές πολιτικές·

23. υπογραμμίζει την ανάγκη για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με σκοπό την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης με την παρακολούθηση πρακτικών στο χώρο της εργασίας, συλλογικών συμβάσεων, κωδίκων συμπεριφοράς, ερευνών, και ανταλλαγών εμπειριών και ορθών πρακτικών·

24. καλεί τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες την απαίτηση να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις ετήσια εταιρικά σχέδια ισότητας και ίσων δικαιωμάτων για τις γυναίκες και τους άνδρες που έχουν την επιμέλεια των μελών της οικογένειάς τους και να διασφαλίζουν ισόρροπη εκπροσώπηση των δυο φύλων στα διοικητικά τους συμβούλια·

25. καλεί τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τους εργοδότες να παρέχουν στους εργαζομένους και τους εκπροσώπους τους σε τακτική βάση πληροφόρηση βάσει της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης γυναικών και ανδρών·

26. καλεί τα κράτη μέλη να ενθαρρύνουν τους εργοδότες να παρέχουν στους εργαζομένους και τους εκπροσώπους τους σε τακτική βάση πληροφόρηση βάσει του φύλου και των δικαιωμάτων αδείας τους·

27. εμμένει στην ανάγκη ανάπτυξης εθνικών μηχανισμών με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης αμοιβής και της επιστροφής στην εργασία μετά από άδεια μητρότητας, πατρότητας ή βοήθειας σε εξαρτώμενα μέλη της οικογένειας·

28. επισημαίνει ότι η μισθολογική διαφορά εξακολουθεί να ισχύει εφόσον οι γυναίκες λαμβάνουν μισθούς που είναι κατά μέσο όρο 15% χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους των ανδρών, ότι αυτή η διαφορά μειώθηκε μόνο κατά 1% μεταξύ του 2000 και του 2006, και ότι το ποσοστό των γυναικών σε διευθυντικές θέσεις εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από το ποσοστό των ανδρών· εμμένει στην ανάγκη ανάπτυξης εθνικών μηχανισμών με σκοπό την παρακολούθηση της εφαρμογής της αρχής της ίσης αμοιβής· καλεί την Επιτροπή να ανανεώσει τον σχεδιασμό μέτρων στήριξης για τον σκοπό αυτό τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας·

29. τονίζει την ανάγκη ενθάρρυνσης πρωτοβουλιών που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη και εφαρμογή εντός των επιχειρήσεων θετικών δράσεων και πολιτικής ανθρώπινων πόρων που θα προωθούν την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών· καλεί τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν στις εθνικές τους νομοθεσίες την απαίτηση να αναπτύσσουν και να εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις ετήσια εταιρικά σχέδια ισότητας και να διασφαλίζουν ισόρροπη εκπροσώπηση των δυο φύλων στα διοικητικά τους συμβούλια·

30. υπενθυμίζει στα κράτη μέλη τη σημασία που έχει η ενεργή ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου και η μέριμνα για τον συνδυασμό της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής στην ανάπτυξη και εφαρμογή της νομοθεσίας·

31. υπογραμμίζει την ανάγκη καταπολέμησης των ειδικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα κορίτσια με αναπηρία καθώς και οι γονείς παιδιών με αναπηρία ως προς την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας και την ανάγκη προσαρμογής των μέτρων για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλες τις πολιτικές, καθώς και στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτών των ομάδων·

32. επισημαίνει την ανάγκη διασφάλισης μεγαλύτερης ευελιξίας σχετικά με τις γονικές άδειες, ειδικότερα όσον αφορά τους γονείς παιδιών με αναπηρία·

33. καλεί τα κράτη μέλη να άρουν τις διακρίσεις σε βάρος των κοριτσιών και των νέων γυναικών κατά τη μετάβαση από το σχολείο στην κατάρτιση και από την κατάρτιση στον επαγγελματικό βίο μέσω στοχοθετημένων μέτρων καθώς επίσης και κατά την επανένταξη στην αγορά εργασίας μετά από περίοδο αδείας για φύλαξη τέκνου ή συγγενούς· επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης δημόσιων βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών και υπηρεσιών περίθαλψης καθώς και παροχής βοήθειας σε ηλικιωμένους· εφιστά την προσοχή των κρατών μελών στη δέσμευση που ανέλαβαν σχετικά με τα ζητήματα αυτά κατά τη σύνοδο κορυφής της Βαρκελώνης, το 2002·

34. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει σε ποιο βαθμό τα κράτη μέλη έχουν επωφεληθεί από τις δυνατότητες να λάβουν συγκεκριμένα θετικά μέτρα σε περιπτώσεις στις οποίες τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις επαγγελματικές τους σταδιοδρομίες είναι ιδιαίτερα σοβαρά και προφανή· καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει μια έκθεση επ’ αυτού του θέματος·

35. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, στα εθνικά κοινοβούλια και στους εθνικούς φορείς ισότητας.

  • [1]  ΕΕ C 321 της 31.12.2003, σελ. 1.
  • [2]  ΕΕ L 269 της 5.10.2002, σελ. 15.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Η ισότητα μεταξύ των δυο φύλων είναι θεμελιώδης αρχή που κατέχει προνομιακή θέση στη νομοθεσία της ΕΕ. Ωστόσο, καθώς προκύπτει από τη διαφορά 28,4 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των επιπέδων απασχόλησης ανδρών και γυναικών το 2007 στην ΕΕ των 27[1], η ανισότητα μεταξύ των δυο φύλων στην αγορά εργασίας εξακολουθεί να αποτελεί διαρθρωτικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Και τούτο έχει ζωτική σημασία όχι μόνο για τον προφανή λόγο ότι η ισότητα είναι θεμελιώδες δικαίωμα, αλλά και επειδή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας τον Μάρτιο του 2000 έθεσε ως στόχο να αυξήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση την απασχόληση των γυναικών σε επίπεδο άνω του 60% έως το 2010.

Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα δεδομένα σχετικά με τη διαφορά αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, η ανισότητα μεταξύ των δυο φύλων πρέπει να γεφυρωθεί όχι μόνο από την άποψη επιπέδων απασχόλησης, αλλά και από την άποψη ποιότητας της απασχόλησης. Σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Συνδικάτων του 2008 με τίτλο "Global Gender Pay Gap" (Η διαφορά αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών παγκοσμίως), η ανώτερη εκπαίδευση δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη για τις γυναίκες μικρότερη μισθολογική διαφορά και, μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η μισθολογική διαφορά αυξάνει με το επίπεδο της εκπαίδευσης.

Με τη θέσπιση της οδηγίας 2002/73/ΕΚ της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 περί τροποποιήσεως της οδηγίας του Συμβουλίου 76/207/ΕΟΚ, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο προσέφεραν στα κράτη μέλη της ΕΕ ένα αποτελεσματικό μέσο για τη βελτίωση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά την ισότητα της μεταχείρισης των γυναικών και των ανδρών στην αγορά εργασίας.

Ωστόσο, η βραδεία ή η πλημμελής εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας θέτει σε κίνδυνο την υλοποίηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας και τη δυνατότητα της πλήρους ανάπτυξης του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού της ΕΕ.

Συμμόρφωση Σημερινή κατάσταση

Διαδικασίες για μη κοινοποίηση:

Μετά την παρέλευση της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας (5 Οκτωβρίου 2005), εννέα κράτη μέλη δεν είχαν κοινοποιήσει τα μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κίνησε διαδικασίες επί παραβάσει κατά όλων αυτών των κρατών μελών με αποτέλεσμα δυο διαδικασίες για μη κοινοποίηση κατά του Βελγίου και του Λουξεμβούργου.

Διαδικασίες για μη συμμόρφωση:

Λόγω της πολυπλοκότητας και της καινοτόμου φύσης των διατάξεων της οδηγίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ένα μεγάλο αριθμό προβλημάτων όσον αφορά τη μεταφορά. Κατά συνέπεια, το πρώτο εξάμηνο του 2007 εστάλησαν προειδοποιητικές επιστολές σε 22 κράτη μέλη. Μεταξύ των 23 νομοθεσιών που παρακολουθήθηκαν για επιβεβαίωση της συμμόρφωσης, η Ισπανία είναι το μόνο κράτος μέλος το οποίο δεν έλαβε προειδοποιητική επιστολή.

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι και τα 22 κράτη μέλη έχουν σοβαρά προβλήματα μη συμμόρφωσης. Η εμπειρία δείχνει ότι πολλά από τα προβλήματα που είχε θίξει η Επιτροπή στο πλαίσιο των διαδικασιών επί παραβάσει επιλύθηκαν μετά την προειδοποιητική επιστολή και, ειδικότερα, μετά την αιτιολογημένη γνώμη.

Κατά την Επιτροπή, όλα τα κράτη μέλη απάντησαν στις προειδοποιητικές επιστολές και, σήμερα, η Επιτροπή ολοκληρώνει την ανάλυση των απαντήσεων. Η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων έχει πληροφορηθεί ότι η Εσθονία και η Φινλανδία έχουν ήδη λάβει αιτιολογημένη γνώμη και αναμένεται να λάβει η Επιτροπή μέχρι τα τέλη του 2008 απόφαση όσον αφορά τη συνέχεια που πρέπει να δοθεί στις υπόλοιπες εκκρεμείς διαδικασίες, δηλ. αποστολή αιτιολογημένων γνωμών ή κλείσιμο των υποθέσεων.

Υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου

Προσφάτως, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο είχαν παραβιάσει την υποχρέωση κοινοποίησης, μολονότι έκτοτε το Λουξεμβούργο έχει μεταφέρει την οδηγία.

Σε συνεδρίασή της, στις 27 Μαΐου 2008, η επιτροπή FEMM πραγματοποίησε ανταλλαγή απόψεων για το θέμα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γνωστοποίησε ότι η πρώτη έκθεση για τη μεταφορά της οδηγίας θα δημοσιευτεί το πρώτο εξάμηνο του 2009, μόλις ολοκληρωθεί η ανάλυση των αποτελεσμάτων των διαδικασιών επί παραβάσει.

Ορισμοί

Οι ορισμοί έχουν μεταφερθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο εσφαλμένα σε 15 κράτη μέλη.

Πολλά κράτη μέλη επέλεξαν ένα γενικό ορισμό της έννοιας της διάκρισης χωρίς αναφορά στη διάκριση λόγω φύλου. Ωστόσο, η χρήση γενικών όρων μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες οι οποίες βρίσκονται σε αντίθεση προς το πνεύμα της οδηγίας όπως, για παράδειγμα, η έλλειψη αναφοράς στην εγκυμοσύνη ή στο αίτημα για διαφοροποιημένα δικαστικά στατιστικά δεδομένα αναφορικά με καταγγελίες για διάκριση λόγω φύλου.

Το άλλο πιο συχνά επαναλαμβανόμενο πρόβλημα σε σχέση με τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας είναι η έλλειψη αναφοράς στον ορισμό της "σεξουαλικής παρενόχλησης" ή η σύγχυση του εν λόγω όρου με τον γενικό ορισμό της παρενόχλησης, πράγμα που δυσχεραίνει την προστασία των θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, ιδιαίτερα από απόψεως αποδεικτικών στοιχείων.

Η μη κάλυψη του ορισμού της έμμεσης διάκρισης είναι, επίσης, ένα κοινό πρόβλημα, παρά το γεγονός ότι σήμερα αυτή είναι η πλέον ύπουλη μορφή διάκρισης. Όπως αναφέρεται παραπάνω, η εξάπλωση του φαινομένου των μισθολογικών διαφορών μεταξύ γυναικών και ανδρών καταδεικνύει πώς γυναίκες και άνδρες τοποθετούνται σε διαφορετικές κατηγορίες εργασίας μολονότι προσφέρουν το ίδιο έργο ή πώς τομείς οι οποίοι απασχολούν μεγάλο ποσοστό γυναικών συγκαταλέγονται μεταξύ των τομέων με χαμηλές αμοιβές.

Από την άλλη πλευρά, ορισμένα κράτη μέλη επέκτειναν ή ενίσχυσαν τους ορισμούς συμπεριλαμβάνοντας, για παράδειγμα, ρητή αναφορά στην "διαφυλική ταυτότητα ή έκφραση" ή περιγράφοντας τη διάκριση λόγω της ιδιότητας του γονέα ως μορφή διάκρισης λόγω φύλου.

Πεδίο εφαρμογής

Σε 18 κράτη μέλη το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ερμηνεύτηκε λανθασμένα. Το πλέον σύνηθες σφάλμα είναι ότι δεν καλύπτονται οι μη μισθωτές δραστηριότητες και η προσχώρηση και η συμμετοχή σε ενώσεις εργαζομένων ή εργοδοτών.

Εντούτοις, σε ορισμένα κράτη μέλη, το πεδίο εφαρμογής διευρύνθηκε πέρα από τις απαιτήσεις της οδηγίας ώστε να καλύπτονται επίσης:

- η κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η εκπαίδευση και οι συναλλαγές στους τομείς των αγαθών και υπηρεσιών,

- όχι μόνο άτομα, αλλά και ομάδες ατόμων, νομικά πρόσωπα και οργανώσεις,

- όχι μόνο οι μισθοί, αλλά και κάθε άλλη παροχή που παρέχεται από τον εργοδότη και καλύπτεται από τον ορισμό της αμοιβής,

- εργαζόμενοι που απασχολούνται σε εθνικούς οργανισμούς εκτός των κρατών μελών.

Στην Ουγγαρία, η προστασία που παρέχεται στις εγκύους προσφέρεται, επίσης, στις γυναίκες που συμμετέχουν σε προγράμματα τεχνητής γονιμοποίησης.

Οι εθνικοί φορείς ισότητας

Μολονότι το άρθρο 8α της οδηγίας απαιτεί τον ορισμό φορέα ισότητας, δυο μόνο από τις απαντήσεις που έλαβε η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων από φορείς ισότητας κρατών μελών και εθνικά κοινοβούλια επιβεβαίωσαν την ύπαρξη τέτοιου φορέα.

Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημείωσε ότι 16 κράτη μέλη δεν εφάρμοσαν κανονικά τις διατάξεις είτε διότι ότι οι υφιστάμενοι φορείς ισότητας δεν διέθεταν όλες τις εξουσίες που προβλέπονται από την οδηγία είτε διότι αμφέβαλε κατά πόσο είχαν την ικανότητα να επιτελέσουν το έργο τους με ανεξαρτησία.

Η εμπειρία που έχει αποκτηθεί δείχνει ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές όσον αφορά τον τρόπο λειτουργίας των φορέων ισότητας, τις αρμοδιότητές τους, τις αρχές που τις εποπτεύουν, το προσωπικό που διαθέτουν, τους πόρους τους, κλπ., μολονότι οι απαντήσεις δείχνουν ότι υπάρχει τάση για οριζόντιους φορείς ισότητας στους οποίους έχει ανατεθεί η καταπολέμηση των διακρίσεων κάθε μορφής.

Από πλευράς ανθρώπινων και δημοσιονομικών πόρων, υπάρχουν, επίσης, σημαντικές διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Δυο απαντήσεις φορέων ισότητας προς την Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων με μεγάλες ομοιότητες απεικονίζουν το πρόβλημα: λόγω ανεπάρκειας πόρων, οι υποθέσεις διακρίσεων δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν αρκετά γρήγορα δεδομένου ότι δυσχεραίνεται η σωστή διεξαγωγή των ερευνών. Εξάλλου, δεν είναι πάντοτε δυνατόν να παρασχεθεί βοήθεια στα άτομα που ισχυρίζονται ενώπιον των δικαστηρίων ότι υπήρξαν θύματα διάκρισης έστω και εάν τούτο προβλέπεται από το νόμο. Επιπλέον, η ανεπάρκεια πόρων δυσχεραίνει την παρακολούθηση του σχεδιασμού της ισότητας και οι φορείς ισότητας μπορούν να διεξάγουν έρευνες μικρής κλίμακας μόνο με δική τους πρωτοβουλία.

Οργανωτική δομή και αρμοδιότητες

Μολονότι ορισμένα κράτη μέλη έχουν συγκροτήσει απολύτως νέους φορείς ισότητας, πολλά έχουν διευρύνει και διευκρινίσει τις εξουσίες των υφισταμένων φορέων.

Βασικά, υπάρχουν τρεις μορφές οργάνωσης: κράτη μέλη με σύστημα που βασίζεται στο κοινό δίκαιο, κράτη μέλη με σύστημα διαμεσολαβητή, και κράτη μέλη με παράδοση ρωμαϊκού δικαίου.

Στις χώρες του κοινού δικαίου οι φορείς ισότητας διαθέτουν την εξουσία να διεξάγουν έρευνες και διαδραματίζουν ρόλο στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών, ενώ ο διαμεσολαβητής, στον οποίο έχει ανατεθεί το έργο της καταπολέμησης των διακρίσεων, μπορεί να συμμετέχει στη δικαστική διαδικασία. Στα συστήματα που βασίζονται στην παράδοση του ρωμαϊκού δικαίου, νομιμοποιούνται να συμμετέχουν γενικά στις αστικές, κοινωνικές και διοικητικές διαδικασίες φυσικά και νομικά πρόσωπα ενώ αρμόδιοι για τη διεξαγωγή της έρευνας είναι οι επιθεωρητές εργασίας.

Η έκταση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στους φορείς ισότητας ποικίλλει ευρύτατα μεταξύ κρατών μελών κυμαινόμενη από την απλή εξωδικαστική βοήθεια, την εξουσία διαμεσολάβησης, το δικαίωμα αυτεπάγγελτης έρευνας, έως την εξουσία παρέμβασης σε δικαστικά θέματα.

Οι αποφάσεις και οι συστάσεις που εκδίδουν συνήθως δεν είναι νομικά δεσμευτικές, μολονότι η πλειονότητα των φορέων ισότητας παραδέχεται ότι διαθέτει ισχυρό ηθικό κύρος και γενικά εισακούεται από τα δικαστήρια ή/και τους εργοδότες. Ο διαμεσολαβητής στην Κύπρο είναι ο μόνος φορέας που ασχολείται με θέματα ισότητας και διακρίσεων ο οποίος διαθέτει την εξουσία να επιβάλλει κυρώσεις και να εκδίδει δεσμευτικές αποφάσεις.

Άλλο παράδειγμα είναι η επιτροπή ίσης μεταχείρισης των Κάτω Χωρών που αποτελεί οιονεί δικαστικό όργανο (ανεξάρτητες έρευνες, ακροάσεις, και αποφάσεις) και λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δικαστική εξουσία. Ωστόσο, η εκτέλεση των αποφάσεων και των αποζημιώσεων που επιδικάζει είναι δυνατή μόνο μέσω των δικαστηρίων.

Πολλοί φορείς ισότητας συνεργάζονται στενά με επιθεωρητές εργασίας. Για παράδειγμα, ο πορτογαλικός φορέας ισότητας επισκέπτεται χώρους εργασίας ή ζητεί από τη Γενική Επιθεώρηση Εργασίας να διερευνήσει την ύπαρξη πρακτικών που εισάγουν διακρίσεις.

Ο ρόλος των εργοδοτών

Η οδηγία ενθαρρύνει τους εργοδότες να προάγουν την ισότητα ανδρών και γυναικών στο χώρο εργασίας με τρόπο προγραμματισμένο και συστηματικό. Στις Κάτω Χώρες, οι επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερους από 30 εργαζόμενους υποχρεούνται να καταρτίζουν εταιρικά σχέδια ισότητας και, στην Ισπανία, οι επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδια ισότητας εάν απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζόμενους ή εάν τούτο προβλέπεται από συλλογική σύμβαση. Εξάλλου, ο νόμος περί ισότητας των δυο φύλων της Εσθονίας απαιτεί ρητά από τους εργοδότες να συλλέγουν διαφοροποιημένα ανά φύλο στατιστικά στοιχεία όσον αφορά την απασχόληση.

Ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών

Οι απαντήσεις αποκαλύπτουν ότι οι γυναίκες είναι απρόθυμες να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και οι φορείς ισότητας συμφωνούν ότι η μη υποβολή αγωγών αντικατοπτρίζει περιορισμένη εμπιστοσύνη στο μηχανισμό προστασίας. Όπως αναγνωρίζει ο έλληνας διαμεσολαβητής, την έλλειψη επαφών μεταξύ θεσμικών μηχανισμών και των θυμάτων διακρίσεων μπορούν να θεραπεύσουν μόνο οι κοινωνικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα.

Είναι σημαντικό να αναληφθούν πρωτοβουλίες για να ενισχυθεί η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, ιδιαίτερα σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, πέρα από τις γενικές εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης, που συνήθως απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος των πόρων που διαθέτουν οι ΜΚΟ. Στις ενώσεις πρέπει να δοθούν τα μέσα για την παροχή ανεξάρτητης βοήθειας στα θύματα διακρίσεων και το δικαίωμα να κινούν δικαστικές διαδικασίες όπως προβλέπεται από το άρθρο 6.3 της οδηγίας.

Πράγματι, υπάρχουν αρκετές ιστοθέσεις ΜΚΟ οι οποίες παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τις διακρίσεις και σε ορισμένα κράτη μέλη τα θύματα διάκρισης μπορούν να εκπροσωπηθούν από ΜΚΟ.

Προώθηση της ισότητας γυναικών και ανδρών

Οι εθνικές νομοθεσίες δεν συμβάλλουν πολύ στις γενικότερες πτυχές της προαγωγής της ισότητας της μεταχείρισης όπως, για παράδειγμα, τα προληπτικά μέτρα ή οι συστηματικές εκστρατείες κατά των διακρίσεων.

Οι τακτικές εκθέσεις της Επιτροπής σχετικά με την ισότητα γυναικών και ανδρών εμμένουν κάθε έτος στην ανάγκη ενίσχυσης της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των δυο φύλων, και το υπουργείο Ισότητας που ιδρύθηκε προσφάτως στην Ισπανία αντικατοπτρίζει την προσπάθεια εφαρμογής της αρχής αυτής. Ωστόσο, λίγες είναι στην πραγματικότητα οι πολιτικές και θεσμικές προσπάθειες που έχουν γίνει στα κράτη μέλη για την υλοποίηση στρατηγικών ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των δυο φύλων.

Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 8 β της οδηγίας προτρέπουν τα κράτη μέλη να προαγάγουν το διάλογο μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και, μολονότι αρκετά κράτη μέλη τονίζουν τον ρόλο των συνδικαλιστικών ενώσεων στην κατάρτιση μιας πρότυπης σύμβασης στην οποία περιέχονται παράγραφοι για την ισότητα των φύλων, ορισμένοι κοινωνικοί εταίροι υπογραμμίζουν μια γενική ανεπάρκεια πληροφόρησης η οποία επηρεάζει, για παράδειγμα, την ενσωμάτωση ρητρών σχετικά με την έμμεση διάκριση. Τα κράτη μέλη επιβεβαιώνουν, επίσης, τη στενή συνεργασία των κυβερνήσεων με τους κοινωνικούς εταίρους κατά την κατάρτιση των νομοθετικών πράξεων μεταφοράς της οδηγίας.

  • [1]  http://ec.europa.eu/employment_social/employment_strategy/pdf/2008compendium_en.pdf

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων (26.6.2008)

προς την Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

σχετικά με τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο και την εφαρμογή της οδηγίας 2002/73/ΕΚ όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε σχέση με την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τους όρους εργασίας
(2008/2039(INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης: Ilda Figueiredo

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων καλεί την Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι πολλά κράτη μέλη αντιμετώπισαν δυσκολίες στη μεταφορά της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στο εθνικό τους δίκαιο, ιδίως κατά την εισαγωγή στη νομοθεσία τους συγκεκριμένων και κατάλληλων μέτρων για τη βελτίωση της ισότητας των φύλων και τη μείωση των διακρίσεων όσον αφορά την απόκτηση απασχόλησης, επαγγελματικής κατάρτισης και προαγωγής, και τις συνθήκες εργασίας,

Β.  λαμβάνοντας υπόψη ότι οι δείκτες δείχνουν ότι δεν υπήρξαν αξιοσημείωτες επιπτώσεις στην ικανότητα των γυναικών να εξασφαλίσουν απασχόληση και προαγωγή κατά τα έτη που ακολούθησαν την έναρξη ισχύος της νέας, βελτιωμένης νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση,

Γ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε πολλά κράτη μέλη, η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε πολιτικές και διοικητικές αποφάσεις είναι αδύνατη λόγω της έλλειψης γνώσης και ευαισθητοποίησης όσον αφορά αυτήν την προσέγγιση,

Δ.  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε κάθε κράτος μέλος, έχει θεσπιστεί τουλάχιστον ένας φορέας με αρμοδιότητα την προώθηση, την ανάλυση, την παρακολούθηση και την ενίσχυση της ισότητας των φύλων,

Ε.  λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάκριση λόγω φύλου σε άλλες κοινωνικές και πολιτικές πτυχές επιδεινώνεται από την εμμένουσα μισθολογική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων, ιδίως μεταξύ των αποκαλούμενων γυναικείων και ανδρικών τομέων της οικονομίας,

1.  θεωρεί λυπηρό το γεγονός ότι, παρά την όποια πρόοδο έχει επιτευχθεί ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση και στην αγορά εργασίας και όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι γυναίκες εξακολουθούν να υφίστανται διακρίσεις και είναι συνεπώς της γνώμης ότι η πλήρης μεταφορά της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στην εθνική νομοθεσία όλων των κρατών μελών και η εφαρμογή της στην πράξη σε σχέση με τις έμμεσες διακρίσεις είναι επίσης απολύτως απαραίτητη· επισημαίνει επίσης ότι η εφαρμογή δεν πρέπει να συνοδεύεται από μείωση του υφιστάμενου επιπέδου προστασίας των γυναικών·

2.  υπογραμμίζει την ανάγκη καταπολέμησης των ειδικών εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και τα κορίτσια με αναπηρία καθώς και οι γονείς παιδιών με αναπηρία ως προς την ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας και την ανάγκη προσαρμογής των μέτρων για την ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλες τις πολιτικές, καθώς και στις ιδιαίτερες ανάγκες αυτών των ομάδων.

3.  θεωρεί ανησυχητικό το ότι η κατάσταση απασχόλησης των γυναικών εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, πιο αβέβαιη εργασία, μικρότερους μισθούς, μεγαλύτερους κινδύνους φτώχειας και εργατικών ατυχημάτων, μεγαλύτερες δυσχέρειες εξέλιξης στη σταδιοδρομία και πολύ χαμηλές συντάξεις, οι οποίες επιτείνονται στην περίπτωση γυναικών με αναπηρία ή/και μεταναστριών·

4.  υπογραμμίζει ότι, παρόλο που η διαφορά μεταξύ του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών και των ανδρών έχει μειωθεί ελαφρά, αυτή η διαφορά ανερχόταν σε περισσότερο από το 14% το 2006 και ότι η κατάσταση της απασχόλησης των γυναικών είναι περισσότερο επισφαλής, με αυξανόμενο αριθμό γυναικών να εργάζονται με μερική απασχόληση και με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης·

5.  σημειώνει ότι η μισθολογική διαφορά εμμένει, με τις γυναίκες να κερδίζουν μισθούς που είναι κατά μέσο όρο 15% χαμηλότεροι από των ανδρών, ότι αυτή η διαφορά μειώθηκε μόνο κατά 1% μεταξύ του 2000 και του 2006, και ότι το ποσοστό των γυναικών σε διευθυντικές θέσεις εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερο από το ποσοστό των ανδρών·

6.  απευθύνει θερμή έκκληση στα κράτη μέλη να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να καταπολεμήσουν τις διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, κυρίως όσον αφορά την ισότητα των μισθών και την είσοδο ή την επανένταξη στην αγορά εργασίας και καλεί την Επιτροπή να ανανεώσει τον σχεδιασμό μέτρων στήριξης για τον σκοπό αυτό με σεβασμό στην αρχή της επικουρικότητας·

7.  υπογραμμίζει ότι η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών είναι θεμελιώδης για τη χειραφέτησή τους, και ότι η απασχόληση με δικαιώματα αποτελεί συνεπώς εγγύηση για την προσωπική τους ανέλιξη και την κοινωνική τους ένταξη·

8.  καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αξιολογήσουν τις δραστηριότητες των φορέων ισότητας των φύλων και να προτείνουν μέτρα για την ενίσχυση του ρόλου τους καθώς και να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητά τους στην εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας·

9.  ζητεί επιτακτικά οι φορείς για την προώθηση της ίσης μεταχείρισης που προβλέπονται από την οδηγία 2002/73/ΕΚ να εξασφαλίζουν την ανεξαρτησία της παροχής συνδρομής προς τα θύματα διακρίσεων καθώς και της βοηθητικής και ερευνητικής δραστηριότητάς τους· ζητεί επίσης από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν τη δίκαιη χρηματοδότηση των δομών και των δραστηριοτήτων τους

10. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν οι γυναίκες είναι επαρκώς ενημερωμένες σχετικά με τα δικαιώματά τους βάσει της οδηγίας 2002/73/ΕΚ, εάν έχουν εύκολη και απρόσκοπτη πρόσβαση στο γραφείο ενός διαμεσολαβητή που τους στηρίζει να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, και εάν τα κράτη μέλη, εκτός της μεταφοράς της νομοθεσίας στο εθνικό τους δίκαιο, λαμβάνουν περαιτέρω μέτρα προκειμένου να στηρίξουν την προστασία των γυναικών από διακρίσεις στην απασχόληση και την κατάρτιση και να αναπτύξουν περαιτέρω την εν λόγω προστασία μέσω στοχευμένων προληπτικών μέτρων·

11. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν οι αρχές του διαμεσολαβητή για την προστασία των θυμάτων στα κράτη μέλη είναι επαρκώς χρηματοδοτούμενες και στελεχωμένες ούτως ώστε να τους δίνεται η δυνατότητα να εκτελούν πλήρως τα καθήκοντά τους σύμφωνα με το άρθρο 8α της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/ΕΚ·

12. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει εάν τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα θύματα ή ενώσεις και οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον όσον αφορά τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/73/ΕΚ δεν αποτρέπονται από νομικούς ή άλλους φραγμούς, επί παραδείγματι υπερβολικά βραχείες προθεσμίες, από το να κινήσουν νομικές διαδικασίες σε ότι αφορά παραβάσεις των κανόνων περί προστασίας από διακρίσεις και των ίσων δικαιωμάτων ή, στην περίπτωση των θυμάτων, από τη διεκδίκηση των πλήρων δικαιωμάτων τους δυνάμει της οδηγίας 2002/73/ΕΚ στο πλαίσιο άλλων διοικητικών διαδικασιών·

13. καλεί την Επιτροπή, τα κράτη μέλη, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τους εργοδότες, καθώς και όλους τους κυβερνητικούς και μη παράγοντες να αναβαθμίσουν τις κοινές τους δραστηριότητες με στόχο την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τις υφιστάμενες νομικές εγγυήσεις και την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή της νομοθεσίας για την ίση μεταχείριση και να βελτιώσουν την ενημέρωση που παρέχουν για τις δυνατότητες προσφυγής σε περίπτωση διάκρισης

14. επιμένει στην ανάγκη επείγουσας λήψης μέτρων για την πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας 2002/73/ΕΚ για την καταπολέμηση των διακρίσεων· ζητεί επίμονα από τα κράτη μέλη να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, έκαστο σύμφωνα με τις παραδόσεις του, να τιμούν όποιον εργάζεται, να ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο στους όρους εργασίας, υγιεινής, ασφάλειας και να εξαλείψουν τις άμεσες και έμμεσες μισθολογικές διακρίσεις·

15. υπογραμμίζει τη σημασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων για την καταπολέμηση των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, κυρίως σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, τους μισθούς, τους όρους εργασίας, την εξέλιξη στη σταδιοδρομία και την επαγγελματική κατάρτιση· επιμένει οι συμβάσεις αορίστου χρόνου να παραμείνουν ως ο κανόνας·

16. υπογραμμίζει την ανάγκη συγκεκριμένων πολιτικών και μέτρων για την επίτευξη της πραγματικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών (ίσος μισθός, γονικές άδειες, πρόσβαση σε θέσεις απασχόλησης ποιοτικές και με δικαιώματα, ισότιμη πρόσβαση στη δια βίου μάθηση, ίση εκπροσώπηση στη λήψη αποφάσεων και περιορισμός της βίας λόγω φύλου στον χώρο εργασίας) και μίας οργάνωσης της εργασίας και του χρόνου εργασίας που να παρέχουν καλύτερες συνθήκες για τον ομαλό συνδυασμό της επαγγελματικής με την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή για τους άνδρες και τις γυναίκες·

17. επισημαίνει την ανάγκη διασφάλισης μεγαλύτερης ευελιξίας σχετικά με τις γονικές άδειες, ειδικότερα όσον αφορά τους γονείς παιδιών με αναπηρία·

18. υπογραμμίζει την ανάγκη για νέες και βελτιωμένες εκπαιδευτικές και κοινωνικές υποδομές, τόσο για παιδιά και νέους όσο και για ηλικιωμένους, συμπεριλαμβανομένων περισσότερων (και καλύτερων) δυνατοτήτων μάθησης· καλεί τα κράτη μέλη να άρουν τις διακρίσεις σε βάρος των κοριτσιών και των νέων γυναικών κατά τη μετάβαση από το σχολείο στην κατάρτιση και από την κατάρτιση στον επαγγελματικό βίο μέσω στοχοθετημένων μέτρων καθώς επίσης και κατά την επανένταξη στην αγορά εργασίας μετά από περίοδο αδείας για φύλαξη τέκνου ή συγγενούς· επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης κοινωνικών υπηρεσιών υποδοχής των παιδιών, φροντίδων περίθαλψης και παροχής βοήθειας σε ηλικιωμένους· εφιστά την προσοχή των κρατών μελών στη δέσμευση που ανέλαβαν σχετικά με τα ζητήματα αυτά κατά τη σύνοδο κορυφής της Βαρκελώνης, το 2002·

19. υπογραμμίζει την ανάγκη διασφάλισης των πλήρων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων μητρότητας και κοινωνικής ασφάλισης, για όλες τις εργαζόμενες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων γυναικών ή των γυναικών που εργάζονται σε οικογενειακά αγροκτήματα·

20.  καλεί την Επιτροπή να εξετάσει σε ποιον βαθμό τα κράτη μέλη έχουν επωφεληθεί από τις δυνατότητες να λάβουν συγκεκριμένα θετικά μέτρα όπου τα μειονεκτήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στις επαγγελματικές τους σταδιοδρομίες είναι ιδιαίτερα σοβαρά και προφανή· καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει μια έκθεση επ’ αυτού του θέματος·

21. θεωρεί ότι είναι σημαντικό να εξεταστεί το ζήτημα θέσπισης μιας μεθοδολογίας ακριβούς ανάλυσης των επιπτώσεων της απασχόλησης, η οποία θα εγγυάται το δικαίωμα ίσης αμοιβής για τις γυναίκες και τους άνδρες, θα παρέχει τη δέουσα αναγνώριση στα άτομα και τα επαγγέλματα και, ταυτόχρονα, θα προσδίδει τη δέουσα αξιοπρέπεια στην εργασία ως διαρθρωτικό παράγοντα, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της ποιότητας των επιχειρήσεων και τη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, τόσο ανδρών όσο και γυναικών· θεωρεί ότι οι επιστημονικές αναλύσεις σε αυτόν τον τομέα είναι απαραίτητες για τη μεταβολή των υφιστάμενων μεθόδων μέτρησης της κοινωνικής αξίας της εργασίας που βασίζεται σε παραδοσιακές ιδέες που εισάγουν διακρίσεις σε σχέση με το φύλο σχετικά με τη σημασία διαφόρων δραστηριοτήτων, πράγμα το οποίο έχει ως συνέπεια τη διατήρηση των διαρθρωτικών μισθολογικών ανισοτήτων μεταξύ των τομέων·

22. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να καταρτίσουν σαφείς, λεπτομερείς και μετρήσιμους δείκτες ίσης μεταχείρισης και πρότυπα για την αξιολόγηση των σχέσεων μεταξύ των φύλων και του σεβασμού των δικαιωμάτων των γυναικών στις επιχειρήσεις· πιστεύει ότι η προώθηση θετικών παραδειγμάτων είναι απαραίτητη και ότι ένα κριτήριο για τη μη ανάθεση δημόσιων συμβάσεων σε επιχειρήσεις μπορεί να είναι η παράβαση των νόμων που αφορούν την ίση μεταχείριση·

23. καλεί την Επιτροπή να προσφέρει την εμπειρογνωμοσύνη της στα κράτη μέλη, όπου χρειάζεται και να λάβει αυστηρά μέτρα για τη στήριξη της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών σχετικά με την ίση μεταχείριση των γυναικών και ανδρών στην αγορά εργασίας·

24. υπογραμμίζει την ανάγκη ενθάρρυνσης των πρωτοβουλιών που συνεισφέρουν στη θέσπιση και στην εφαρμογή στις εταιρείες πολιτικών ανθρωπίνων πόρων και θετικών μέτρων προώθησης της ισότητας των φύλων, καθώς και στην ενθάρρυνση μέτρων πληροφόρησης και κατάρτισης που θα καθιστούν δυνατή την προώθηση, τη μεταφορά και την ενσωμάτωση επιτυχών πρακτικών σε οργανώσεις και εταιρείες·

25. ζητεί από την Επιτροπή να παρακολουθήσει προσεκτικά τη μεταφορά της οδηγίας 2002/73/ΕΚ καθώς και τη συμμόρφωση προς τη νομοθεσία που προκύπτει από τη μεταφορά αυτή και να συνεχίσει να ασκεί πίεση στα κράτη μέλη.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

25.6.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

41

1

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Andersson, Edit Bauer, Iles Braghetto, Philip Bushill-Matthews, Alejandro Cercas, Ole Christensen, Derek Roland Clark, Luigi Cocilovo, Jean Louis Cottigny, Jan Cremers, Proinsias De Rossa, Richard Falbr, Carlo Fatuzzo, Ilda Figueiredo, Karin Jöns, Ona Juknevičienė, Jean Lambert, Raymond Langendries, Bernard Lehideux, Elizabeth Lynne, Thomas Mann, Μαρία Ματσούκα, Elisabeth Morin, Juan Andrés Naranjo Escobar, Csaba Őry, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου, Pier Antonio Panzeri, Elisabeth Schroedter, Jean Spautz, Gabriele Stauner, Ewa Tomaszewska, Gabriele Zimmer

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jean Marie Beaupuy, Petru Filip, Donata Gottardi, Marian Harkin, Румяна Желева, Sepp Kusstatscher, Roberto Musacchio, Csaba Sógor, Patrizia Toia, Glenis Willmott

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

2.12.2008

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

11

0

5

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Edit Bauer, Ilda Figueiredo, Věra Flasarová, Lissy Gröner, Pia Elda Locatelli, Astrid Lulling, Siiri Oviir, Teresa Riera Madurell, Raül Romeva i Rueda, Anne Van Lancker, Anna Záborská, Μαρία Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου, Άννυ Ποδηματά

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Donata Gottardi, Маруся Иванова Любчева