ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την αίτηση άρσης της ασυλίας του Marek Siwiec
8.10.2009 - (2009/2067(IMM))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγήτρια: Diana Wallis
ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την αίτηση άρσης της ασυλίας του Marek Siwiec
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την αίτηση άρσης της ασυλίας του Marek Siwiec, που διαβίβασε ο Γενικός Εισαγγελέας της Πολωνίας, στις 27 Σεπτεμβρίου 2006, και που ανακοινώθηκε στην ολομέλεια στις 10 Απριλίου 2008,
– αφού άκουσε τον Marek Siwiec, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία,
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με ημερομηνία 12 Μαΐου 1964 και 10 Ιουλίου 1986[1],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 105 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας της 2ας Απριλίου 1997,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 7β(1) του πολωνικού νόμου της 9ης Μαΐου 1996 σχετικά με την άσκηση της εντολής του βουλευτή ή γερουσιαστή,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 2, και το άρθρο 7 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7‑0030/2009),
A. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας ιδιώτης έχει καταθέσει μήνυση κατά του Marek Siwiec,
B. λαμβάνοντας υπόψη ότι η χρονική επιλογή της υποβολής της μήνυσης κατά τη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας τρία έτη μετά από την τέλεση των εικαζόμενων αδικημάτων καθώς και οι καθαρά πολιτικοί στόχοι του ιδιώτη που υπέβαλε τη μήνυση, ως εμφαίνεται ιδίως από τα έγγραφα που υπέβαλε ο ίδιος στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου και από το γεγονός ότι ισχυρίζεται ότι ενεργεί εξ ονόματος πολιτών που αντιτίθενται γενικώς στην εκ μέρους του κ. Siwiec άσκηση πολιτικής δραστηριότητας, καταδεικνύουν ότι η άσκηση της ανωτέρω ποινικής διώξεως συνιστά fumus persecutionis, δεδομένου ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να πιστεύουμε ότι οι κατηγορίες κατά του κ. Siwiec διατυπώθηκαν από πολιτικό αντίπαλό του με πρωταρχικό στόχο την υπονόμευση της δραστηριότητάς του ως βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
1. αποφασίζει να μην άρει την ασυλία του Marek Siwiec·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει αμέσως την παρούσα απόφαση και την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής του στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
- [1] Υπόθεση 101/63, Wagner/Fohrmann και Krier, Συλλογή 1964, σελ. 397, και υπόθεση 149/85 Wybot/Faure και άλλων, Συλλογή 1986, σελ. 2403.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Το αίτημα ενός Πολωνού υπηκόου, του κ. Jerzy Pietrowicz που εκπροσωπείται από το δικηγόρο Jerzy Pomin, να αρθεί η βουλευτική ασυλία του κ. Marek Siwiec διαβιβάστηκε στο Κοινοβούλιο από το Γενικό Εισαγγελέα της Πολωνίας στις 27 Σεπτεμβρίου 2006. Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων έπρεπε πρώτα να αποφασίσει εάν είναι παραδεκτό ένα αίτημα που υποβάλλεται από ιδιώτη (που εν προκειμένω ενεργεί ως επικουρικός εισαγγελέας). Με βάση τις συζητήσεις της επιτροπής και πρόσθετες πληροφορίες που παρασχέθηκαν από τις πολωνικές αρχές, ο πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων ενημέρωσε τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου στις 31 Μαρτίου 2008 ότι το αίτημα πρέπει να κριθεί παραδεκτό.
Στις 5 Μαΐου 2008, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαβίβασε το αίτημα στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων προς εξέταση. Ενόψει άλλων δυσχερειών που ανέκυψαν σε σχέση με την ασυλία Βουλευτών του Κοινοβουλίου που εξελέγησαν στην Πολωνία, η εξέταση της ασυλίας του κ. Siwiec από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων αναβλήθηκε μέχρι να εγκριθεί έκθεση για τη βουλευτική ασυλία στην Πολωνία. Το Κοινοβούλιο ενέκρινε στις 24 Απριλίου 2009 ψήφισμα (A6-0205/2009) που βασιζόταν στην εν λόγω έκθεση[1].
Ο κ. Marek Siwiec επανεξελέγη Βουλευτής του Κοινοβουλίου στις 9 Ιουνίου 2009.
Τα γεγονότα
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1997 (τέσσερεις μέρες πριν από τη νίκη των κεντροδεξιών κομμάτων στις κοινοβουλευτικές εκλογές στην Πολωνία) ο Marek Siwiec (τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας[2]) έφτασε με τον Πρόεδρο Aleksander Kwaśniewski στο Ostrzeszów με ελικόπτερο και αποβιβαζόμενος έκανε το σημείο του σταυρού και φίλησε το έδαφος (κινήσεις που συνήθως σχετίζονται με τον αποβιώσαντα Πάπα Ιωάννη Παύλο II).
Τρία έτη αργότερα, κατά τις προεδρικές εκλογές της 8ης Οκτωβρίου 2000, ο Marian Krzaklewski (υποψήφιος της δεξιάς) χρησιμοποίησε βίντεο των συμβάντων στο Ostrzeszów σε εκπομπή πολιτικού κόμματος σε δημόσιο τηλεοπτικό σταθμό (εν συνεχεία έλαβε λιγότερο από 16% των ψήφων στον πρώτο και μοναδικό γύρο, ενώ ο Aleksander Kwaśniewski εξελέγη για δεύτερη θητεία με ποσοστό πάνω από 50% των ψήφων).
Στις 31 Οκτωβρίου 2000 ο Jerzy Pietrowicz και άλλοι ιδιώτες πληροφόρησαν για πρώτη φορά την Εισαγγελία ότι ό κ. Siwiec είχε προσβάλει αρχηγό ξένου κράτους (αδίκημα εκ προθέσεως σύμφωνα με το άρθρο 136(3) του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας) καθώς και το προσωπικό τους περί θρησκείας αίσθημα (αδίκημα δυνάμει του άρθρου 196 του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας).
Στις 9 Απριλίου 2004 ο Περιφερειακός Εισαγγελέας του Ostrzeszów ολοκλήρωσε τελικά τις έρευνες καταλήγοντας ότι δεν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για την άσκηση δίωξης εκ μέρους του δημοσίου κατά του κ. Siwiec. Το Σεπτέμβριο του 2004, ο Περιφερειακός Εισαγγελέας του Kalisz επικύρωσε την απόφαση αυτή.
Στις 13 Οκτωβρίου 2004, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας της Πολωνίας, ο κ. Pietrowicz (ως ζημιωθείς) κίνησε δίωξη ιδιωτικής φύσεως μέσω του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Ostrzeszów.
Μετά από ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του κ. Pietrowicz και του Προέδρου Borell, ο οποίος διευκρίνισε ότι το αίτημα για την υπόθεση αυτή έπρεπε να διαβιβαστεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Πολωνίας, διαβιβάστηκε ορθώς με την από 27ης Σεπτεμβρίου 2006 επιστολή αίτηση άρσης της ασυλίας του κ. Siwiec.
Η νομοθεσία
Ο κ. Siwiec κατηγορείται δυνάμει της κάτωθι διάταξης του Ποινικού Κώδικα της Πολωνίας:
Άρθρο 196[3]
Όποιος προσβάλλει το θρησκευτικό αίσθημα άλλου, βεβηλώνοντας αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας ή τόπο δημόσιας λατρείας καταδικάζεται σε πρόστιμο, περιορισμό της ατομικής του ελευθερίας ή φυλάκιση έως 2 ετών.
Είναι σχετικές οι κάτωθι διατάξεις που αφορούν την κοινοβουλευτική ασυλία:
Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
Άρθρο 10
Κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν:
α) εντός της επικράτειας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους,
β) εντός της επικράτειας άλλων κρατών μελών, της εξαιρέσεως από κάθε μέτρο κρατήσεως και κάθε δικαστική δίωξη.
Η ασυλία τους καλύπτει επίσης όταν μεταβαίνουν στον τόπο συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή όταν επιστρέφουν από αυτόν.
Επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του.
Δεδομένου ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κ. Siwiec έλαβαν χώρα στην Πολωνία, ότι η δίωξη ασκείται εκεί και ότι ο κ. Siwiec είναι Πολωνός ΒΕΚ, χαίρει "των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του [Πολωνικού] Κοινοβουλίου".
Η βουλευτική ασυλία στην Πολωνία διέπεται από το άρθρο 105 του Συντάγματος:
Άρθρο 105[4]
1. Ο βουλευτής δεν υπέχει ευθύνη για δραστηριότητες που αναπτύσσει στο πλαίσιο της βουλευτικής εντολής, ούτε κατά τη διάρκειά της ούτε μετά τη λήξη της. Όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές ο βουλευτής μπορεί να κληθεί να λογοδοτήσει μόνο ενώπιον της Δίαιτας και, εάν έχει παραβιάσει δικαιώματα τρίτων, μπορεί να διωχθεί δικαστικά μόνο ύστερα από άδεια της Δίαιτας.
2. Από την ημερομηνία ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων των εκλογών έως την ημερομηνία λήξης της θητείας του, ο βουλευτής δεν διώκεται ποινικά χωρίς άδεια της Δίαιτας.
3. Η δίωξη που ασκήθηκε κατά ενός προσώπου πριν από την ημερομηνία εκλογής του στο βουλευτικό αξίωμα αναστέλλεται, ύστερα από αίτηση της Δίαιτας, έως τη λήξη της θητείας του. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία παραγραφής παρατείνεται κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα.
4. Ο βουλευτής μπορεί να συναινέσει στη διεξαγωγή της εναντίον του ποινικής διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3.
5. Ο βουλευτής δεν φυλακίζεται ούτε συλλαμβάνεται χωρίς άδεια της Δίαιτας, εκτός περιπτώσεων αυτοφώρου και εφόσον η κράτησή του είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί η ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Κάθε τέτοια κράτηση κοινοποιείται αμέσως στον Πρόεδρο της Δίαιτας, ο οποίος μπορεί να διατάξει την άμεση απελευθέρωση του βουλευτή.
6. Οι λεπτομερείς αρχές και διαδικασίες για την ποινική δίωξη των βουλευτών ορίζονται με νόμο.
Για την υπόθεση που μας απασχολεί σημαντική είναι η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού.
Οι λεπτομερείς αρχές και διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 105, παράγραφος 6, του Συντάγματος θεσπίστηκαν με τον νόμο της 9ης Μαΐου 1996 σχετικά με την άσκηση της εντολής του βουλευτή ή γερουσιαστή (Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 221/2003, στοιχείο 2199, όπως τροποποιήθηκε). Το άρθρο 7β(1) του Νόμου αυτού, το οποίο είναι ιδιαιτέρως συναφές για την παρούσα έκθεση έχει ως εξής:
Άρθρο 7β[5]
1. Η αίτηση χορήγησης άδειας για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά βουλευτή ή γερουσιαστή σε περίπτωση αδικήματος που υπόκειται σε δίωξη από εισαγγελική αρχή θα υποβάλλεται μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Πολωνίας.
Γενικές αρχές
Με την πάροδο των ετών, έχουν προκύψει ορισμένες γενικές αρχές από τις συζητήσεις του Κοινοβουλίου κατά την εξέταση αιτήσεων άρσης της ασυλίας των βουλευτών του. Οι αρχές αυτές αναγνωρίστηκαν στο ψήφισμα που εγκρίθηκε στη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 1987[6] βάσει της έκθεσης του κ. Donnez (A2–121/86).
Κρίνεται σκόπιμη η υπενθύμιση των αρχών που άπτονται της παρούσας έκθεσης, τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη οι αποφάσεις άρσης της ασυλίας να έχουν στέρεη νομική βάση, ώστε να μην επηρεάζονται από παραμέτρους όπως οι πολιτικές πεποιθήσεις ή η εθνικότητα του ενεχόμενου βουλευτή.
A. Σκοπός της βουλευτικής ασυλίας
Η βουλευτική ασυλία δεν είναι προσωπικό προνόμιο του βουλευτή, αλλά εγγύηση της ανεξαρτησίας του Κοινοβουλίου και των βουλευτών του έναντι των άλλων εξουσιών. Βάσει αυτής της αρχής, δεν έχει σημασία η ημερομηνία τέλεσης των προσαπτομένων πράξεων, η οποία είναι δυνατόν να είναι προγενέστερη ή μεταγενέστερη της εκλογής του βουλευτή, αλλά το μόνο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η προστασία του Κοινοβουλίου μέσω αυτής των βουλευτών του.
B. Χρονικός περιορισμός της ασυλίας
Το Δικαστήριο εκλήθη δύο φορές να ερμηνεύσει τη φράση "κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου", η οποία περιέχεται στο άρθρο 10 του ΠΠΑ.
Από τις δύο αποφάσεις του Δικαστηρίου (υπόθεση 101/63 Wagner κατά Fohrmann και Krier (Συλλ. 1964, σ. 397) και υπόθεση 149/85 Wybot κατά Faure (Συλλ. 1986, σ. 2403)), συνάγεται ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγματοποιεί μία ετήσια σύνοδο κατά τη διάρκεια της οποίας οι βουλευτές του απολαύουν της ασυλίας που προβλέπεται από το ΠΠΑ, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας των διακοπών της συνόδου.
Απορρέει, εξάλλου, από τον ίδιο τον σκοπό της βουλευτικής ασυλίας ότι τα αποτελέσματά της εκτείνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της εντολής του βουλευτή, και καλύπτουν την άσκηση διώξεων, τη διεξαγωγή αποδείξεων, τα μέτρα εκτέλεσης αποφάσεων που έχουν ήδη εκδοθεί, εφέσεις και αιτήματα ανακοπής.
Γ. Ανεξάρτητος χαρακτήρας της ευρωπαϊκής βουλευτικής ασυλίας σε σχέση με την εθνική βουλευτική ασυλία
Το γεγονός ότι το άρθρο 10, πρώτη παράγραφος, στοιχείο α), του ΠΠΑ παραπέμπει στις ασυλίες που αναγνωρίζονται στους βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων δεν σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσει ίδιους κανόνες, οι οποίοι αποτελούν ένα είδος "νομολογίας". Όσον αφορά την άρση της ασυλίας, η ασυλία, η οποία είναι ταυτόσημη για τους βουλευτές της ίδιας εθνικότητας στο εθνικό τους κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δεν πρέπει να συγχέεται με την άρση αυτής, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα κάθε κοινοβουλίου. Αυτοί οι κανόνες, οι οποίοι απορρέουν από αποφάσεις που ελήφθησαν αναφορικά με αιτήσεις άρσης της ασυλίας, δημιουργούν μια συνεκτική εικόνα της έννοιας της ευρωπαϊκής βουλευτικής ασυλίας, η οποία, σε γενικές γραμμές, είναι ανεξάρτητη από τις διάφορες διαδικασίες των εθνικών κοινοβουλίων. Σε διαφορετική περίπτωση, το αποτέλεσμα θα ήταν οι διαφορές μεταξύ μελών του ίδιου κοινοβουλίου να εντείνονται με κριτήριο την εθνικότητά τους.
Η εφαρμογή αυτών των αρχών οδήγησε στη δημιουργία μιας σταθεράς στις αποφάσεις του Κοινοβουλίου, η οποία κατέστη βασικό κριτήριο στην απάντηση που δίδει σε κάθε αίτηση άρσης ασυλίας. Η ασυλία δεν αίρεται σε καμία περίπτωση όταν ο βουλευτής κατηγορείται για πράξεις που εμπίπτουν στην κατηγορία της πολιτικής δραστηριότητας.
Το κριτήριο αυτό συμπληρώνεται από άλλες παραμέτρους που μπορεί να συνηγορούν υπέρ ή κατά της άρσης της ασυλίας. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται:
– το fumus persecutionis, δηλαδή η υπόνοια ότι της ποινικής διαδικασίας προϋπάρχει η πρόθεση να υπονομευτεί η πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή·
– η ιδιαιτέρως μεγάλη σοβαρότητα των κατηγοριών.
Άλλα θέματα
Πριν από την επίσημη διαβίβαση της αίτησης άρσης της ασυλίας του κ. Siwiec από το Γενικό Εισαγγελέα της Πολωνίας, ο κ. Pietrowicz την είχε στείλει απευθείας στον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με την από 16ης Μαρτίου 2005 επιστολή του. Το επιχείρημα που διατυπωνόταν στην επιστολή αυτή ήταν, μεταξύ άλλων, η πληροφόρηση περί του ιστορικού της υποθέσεως, περιγράφοντας τον κ. Siwiec ως μέλος ευρύτερης ομάδας που επιτίθεται κατά ορισμένων καθολικών κύκλων στην Πολωνία.
Σε άλλη επιστολή που εστάλη απευθείας στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου (στις 27 Μαρτίου 2007), ο κ. Pietrowicz ρωτούσε για την εξέλιξη της εξέτασης της αίτησής του από το Κοινοβούλιο (η οποία είχε πλέον διαβιβαστεί δεόντως από τις πολωνικές αρχές), και ισχυριζόταν ότι ο κ. Siwiec ήταν υποστηρικτής της σταλινικής-κομμουνιστικής ιδεολογίας, ενώ αργότερα έγινε φιλελεύθερος κατά ύποπτο τρόπο.
Κατά την ακρόαση ενώπιον της επιτροπής στις 28 Μαΐου 2008, ο κ. Siwiec δήλωσε ότι είχε επανειλημμένα ζητήσει συγγνώμη για τη συμπεριφορά του στο Ostrzeszów και παρέπεμψε στην ιδιωτική αλληλογραφία του με το Βατικανό, στην οποία καθίσταται σαφές ότι ο Αρχηγός του Κράτους του Βατικανού (ήτοι ο αποθανών Πάπας) δεν είχε προσβληθεί από αυτό το "αστείο".
Ο κ. Siwiec παρουσίασε επίσης αντίγραφα τριών άλλων εγγράφων που φέρουν την υπογραφή του κ. Pietrowicz:
1. Την από 29ης Μαΐου 2004 δήλωση δύο οργανώσεων που εκπροσωπεί ο κ. Pietrowicz (της επιτροπής προστασίας των δικαιωμάτων και θρησκευτικών ελευθεριών των πιστών[7] και της Ένωσης Σαλεσιανών Συνεργατών[8]) στην οποία αναφέρεται ότι αμφισβητεί (εξ ονόματος των δύο αυτών οργανώσεων) την απόφαση του Εισαγγελέως του Ostrzeszów της 9ης Απριλίου 2004 να περατώσει τις έρευνες κατά του κ. Siwiec· ο ίδιος ο κ. Siwiec καλείτο να μην θέσει υποψηφιότητα για εκλογή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· και όσοι ψήφιζαν στις εκλογές καλούντο να κινητοποιηθούν κατά της εκλογής του κ. Siwiec στο Κοινοβούλιο.
2. Αμφισβήτηση της εκλογής, που υποβλήθηκε στις 25 Ιουνίου 2004 στην Εθνική Εκλογική Επιτροπή[9], και πάλι από τον κ. Pietrowicz εξ ονόματος των δύο ανωτέρω οργανώσεων, στην οποία (παραπέμποντας στην ίδια πράξη αμφισβήτησης της απόφασης του κατά τόπον εισαγγελέα να περατώσει τις έρευνες) ισχυρίζεται ότι είναι άκυρη η εκλογή του κ. Siwiec στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
3. Την από 18ης Οκτωβρίου 2006 επιστολή προς το Περιφερειακό Δικαστήριο του Poznań, στην οποία ο κ. Pietrowicz ζητεί διασαφηνίσεις των προθεσμιών που ισχύουν όσον αφορά την αμφισβήτηση της απόφασης της 5ης Οκτωβρίου 2006 με την οποία το τοπικό δικαστήριο του Poznań περάτωσε τη διαδικασία για την άρση της βουλευτικής ασυλίας του κ. Siwiec. Στην επιστολή αυτή, ο κ. Pietrowicz αναφέρεται τρεις φορές σε κάποιο ‘ΕΡΥΘΡΟ ΣΑΤΑΝΑ’ ως υπεύθυνο για τη δικονομική παραδρομή του δικαστηρίου.
Πράγματι, το τοπικό δικαστήριο του Poznań περάτωσε τη διαδικασία στις 5 Οκτωβρίου 2006, αλλά η απόφαση αυτή ανατράπηκε από το περιφερειακό δικαστήριο του Poznań επειδή είχε τελικώς υποβληθεί η αίτηση άρσης της ασυλίας του κ. Siwiec.
Τελική ανάλυση
Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν οι κατηγορίες που διατυπώθηκαν κατά του κ. Siwiec μπορεί να έχουν ως στόχο την υπονόμευση της πολιτικής του δράσης ως βουλευτή, γεγονός που θα συνιστούσε fumus persecutionis και θα δικαιολογούσε την εκ μέρους του Κοινοβουλίου άρνηση της άρσης της ασυλίας του.
Παρότι ο εισαγγελέας του Ostrzeszów αποφάσισε να περατώσει τις έρευνες δεδομένου ότι δεν βρήκε επαρκείς λόγους για την απαγγελία κατηγοριών, ο κ. Pietrowicz μπορούσε να υποβάλει μήνυση ως ιδιώτης βάσει της υποκειμενικής του αντίληψης ότι είχε "προσβληθεί" (ή υποστεί νομική ζημία) από τη συμπεριφορά του κ. Siwiec. Επομένως είχε το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή κατά του κ. Siwiec. Εναπόκειται εν συνεχεία στο δικαστήριο της Πολωνίας να αποφασίσει εάν τα συμβάντα της 17ης Σεπτεμβρίου 1997 πληρούν τα κριτήρια του αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 196 του Πολωνικού Ποινικού Κώδικα (το δικαστήριο θα πρέπει βεβαίως να εξετάσει επίσης καταρχάς εάν δεν έχει παραγραφεί το αδίκημα).
Λαμβάνοντας πάντως υπόψη πολλές συγκεκριμένες πτυχές της παρούσας υπόθεσης (ήτοι τη χρήση βίντεο των συμβάντων στο Ostrzeszów κατά τη διάρκεια προεκλογικής εκστρατείας μετά από τρία έτη καθώς και τους ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους των ενεργειών του κ. Pietrowicz κατά του κ. Siwiec, που φαίνεται να αφορούν πρωταρχικά την αποφυγή της εκλογής του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και το γεγονός ότι ο κ. Pietrowicz ισχυρίζεται ότι ενεργεί εξ ονόματος των Πολωνών που αντιτίθενται στη δημόσια δράση του κ. Siwiec γενικώς), υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να πιστέψουμε ότι οι κατηγορίες του κ. Pietrowicz μπορούν να θεωρηθούν ως fumus persecutionis.
Κατά συνέπεια, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να αρθεί η βουλευτική ασυλία του κ. Marek Siwiec.
- [1] P6_TA(2009)0316, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα.
- [2] Rada Bezpieczeństwa Narodowego
- [3] Artykuł 196. Kto obraża uczucia religijne innych osób, znieważając publicznie przedmiot czci religijnej lub miejsce przeznaczone do publicznego wykonywania obrzędów religijnych, podlega grzywnie, karze ograniczenia wolności albo pozbawienia wolności do lat 2.
- [4] Artykuł 105
1. Poseł nie może być pociągnięty do odpowiedzialności za swoją działalność wchodzącą w zakres sprawowania mandatu poselskiego ani w czasie jego trwania, ani po jego wygaśnięciu. Za taką działalność poseł odpowiada wyłącznie przed Sejmem, a w przypadku naruszenia praw osób trzecich może być pociągnięty do odpowiedzialności sądowej tylko za zgodą Sejmu.
2. Od dnia ogłoszenia wyników wyborów do dnia wygaśnięcia mandatu poseł nie może być pociągnięty bez zgody Sejmu do odpowiedzialności karnej.
3. Postępowanie karne wszczęte wobec osoby przed dniem wyboru jej na posła ulega na żądanie Sejmu zawieszeniu do czasu wygaśnięcia mandatu. W takim przypadku ulega również zawieszeniu na ten czas bieg przedawnienia w postępowaniu karnym.
4. Poseł może wyrazić zgodę na pociągnięcie go do odpowiedzialności karnej. W takim przypadku nie stosuje się przepisów ust. 2 i 3.
5. Poseł nie może być zatrzymany lub aresztowany bez zgody Sejmu, z wyjątkiem ujęcia go na gorącym uczynku przestępstwa i jeżeli jego zatrzymanie jest niezbędne do zapewnienia prawidłowego toku postępowania. O zatrzymaniu niezwłocznie powiadamia się Marszałka Sejmu, który może nakazać natychmiastowe zwolnienie zatrzymanego.
6. Szczegółowe zasady pociągania posłów do odpowiedzialności karnej oraz tryb postępowania określa ustawa. - [5] Artykuł 7b
1. Wniosek o wyrażenie zgody na pociągnięcie posła lub senatora do odpowiedzialności karnej w sprawie o przestępstwo ścigane z oskarżenia publicznego składa się za pośrednictwem Ministra Sprawiedliwości – Prokuratora Generalnego. - [6] ΕΕ C 99 της 13.4.1987, σελ. 44.
- [7] Komitet Obrony Praw i Uczuć Religijnych Ludzi Wierzących i Praktykujących
- [8] Stowarzyszenie Współpracowników Salezjańskich
- [9] Państwowa Komisja Wyborcza
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
5.10.2009 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
12 0 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Luigi Berlinguer, Marielle Gallo, Bernhard Rapkay, Evelyn Regner, Francesco Enrico Speroni, Alexandra Thein, Diana Wallis, Cecilia Wikström, Tadeusz Zwiefka |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Paolo Bartolozzi, Edvard Kožušník, Eva Lichtenberger |
|||||