ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με τις νέες εξελίξεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων
10.5.2010 - (2009/2175(INI))
Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών
Εισηγήτρια: Heide Rühle
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με τις νέες εξελίξεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις τροποποιήσεις λόγω της Συνθήκης της Λισαβόνας,
– έχοντας υπόψη τις οδηγίες 2004/18/ΕΚ και 2004/17/ΕΚ για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων και την οδηγία 2007/66/ΕΚ σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων,
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2009 με τίτλο «Κινητοποίηση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων για την ανάκαμψη και τη μακροπρόθεσμη διαρθρωτική αλλαγή: ανάπτυξη συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» (COM(2009)0615),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Μαΐου 2009 με τίτλο «Συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη: ο ρόλος του δίκαιου εμπορίου και των μη κυβερνητικών εμπορικών σχεδίων εξασφάλισης της βιωσιμότητας» (COM(2009)215),
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 16ης Ιουλίου 2008 με τίτλο «Οι δημόσιες συμβάσεις στην υπηρεσία του περιβάλλοντος» (COM(2008)0400),
– έχοντας υπόψη την ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής της 5ης Φεβρουαρίου 2008 σχετικά με την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου των δημόσιων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης στις Θεσμοθετημένες Συμπράξεις Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΘΣΔΙΤ) (C(2007)6661),
– έχοντας υπόψη τον ευρωπαϊκό κώδικα βέλτιστων πρακτικών για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των ΜΜΕ στις δημόσιες συμβάσεις (έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής SEC(2008)2193),
– έχοντας υπόψη την ερμηνευτική ανακοίνωση της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2006 «σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ανάθεση συμβάσεων οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται εν μέρει από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις»[1],
– έχοντας υπόψη τις κάτωθι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
- της 19ης Απριλίου 2007, C-295/05 (Tragsa),
- της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-532/03, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (Ιρλανδικές υπηρεσίες επείγουσας μεταφοράς ασθενών),
- της 13ης Νοεμβρίου 2008, C-324/07 (Coditel Brabant),
- της 9ης Ιουνίου 2009, C-480/06, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Stadtwerke Hamburg),
- της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C-206/09 (Eurawasser),
- της 9ης Οκτωβρίου 2009, C-573/07 (Sea srl),
- της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-196/08 (Acoset),
- της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-275/08 Επιτροπή κατά Γερμανίας (Datenzentrale Baden-Württemberg),
- της 25ης Μαρτίου 2010, C-451/08, (Helmut Müller),
– έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής των Περιφερειών της 10ης Φεβρουαρίου 2010 σχετικά με τη «Συμβολή στη βιώσιμη ανάπτυξη: ο ρόλος του δίκαιου εμπορίου και των μη κυβερνητικών εμπορικών σχεδίων εξασφάλισης της βιωσιμότητας» (RELEX-IV-026),
– λαμβάνοντας υπόψη τις ακόλουθες μελέτες:
- «Evaluation of Public Procurement Directives Market/2004/10/D Final Report» (Αξιολόγηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, Market/2004/10/D, τελική έκθεση), Europe Economics της 15ης Σεπτεμβρίου 2006,
- «The Institutional Impacts of EU Legislation on Local and Regional Governments, A Case Study of the 199/31/EC Landfill Waste and 2004/18/EC Public Procurement Directives», (Οι θεσμικές επιπτώσεις της κοινοτικής νομοθεσίας στις τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις – περιπτωσιολογική μελέτη των οδηγιών 199/31/ΕΚ για τη διάθεση των αποβλήτων και 2004/18/ΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις), Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης (EIPA), Σεπτέμβριος 2009,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 3ης Φεβρουαρίου 2009 σχετικά με τις προεμπορικές δημόσιες συμβάσεις: προώθηση της καινοτομίας για την εξασφάλιση βιώσιμων και ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών στην Ευρώπη[2]
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Ιουνίου 2007 σχετικά με ειδικά προβλήματα στη μεταφορά και εφαρμογή της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις και τη σχέση της με την ατζέντα της Λισσαβώνας[3],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Οκτωβρίου 2006 σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και το κοινοτικό δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων και των συμβάσεων παραχώρησης[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2006 σχετικά με το δίκαιο εμπόριο και την ανάπτυξη (2005/2245 (INI))[5],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου και της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (A7-0151/2010),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση κατέστησε σαφή τη μεγάλη οικονομική σημασία των δημόσιων συμβάσεων και ότι οι επιπτώσεις της κρίσης στις τοπικές αρχές είναι ήδη ολοφάνερες, αλλά και ότι, ταυτόχρονα, οι δημόσιες διοικήσεις μπορούν να εκπληρώσουν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους προς όφελος του κοινού μόνο αν έχουν την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου στον τομέα αυτό και αν οι διαδικασίες δεν είναι υπερβολικά πολύπλοκες,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς των δημόσιων συμβάσεων είναι εξαιρετικά σημαντική για την εσωτερική αγορά, τόσο για την ενίσχυση του διασυνοριακού ανταγωνισμού, όσο και για την τόνωση της καινοτομίας, την προώθηση της οικονομίας χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και την επίτευξη βέλτιστης αξίας για τις δημόσιες αρχές,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η νομοθεσία για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων έχει ως στόχο να εξασφαλίσει τη χρηστή και αποδοτική διαχείριση των δημοσίων πόρων και να δώσει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τη δυνατότητα να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις στο πλαίσιο δίκαιου ανταγωνισμού,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η αναθεώρηση των οδηγιών περί δημοσίων προμηθειών αποσκοπούσε στην απλούστευση και τον εκσυγχρονισμό των σχετικών διαδικασιών, καθιστώντας αυτές πιο ευέλικτες και καθιερώνοντας μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας ενσωμάτωσε για πρώτη φορά το δικαίωμα αυτοδιοίκησης των τοπικών και περιφερειακών αρχών στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παγίωσε την έννοια της επικουρικότητας και καθιέρωσε το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο της ΕΕ όχι μόνο των εθνικών κοινοβουλίων, αλλά και της Επιτροπής των Περιφερειών,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει εκδικαστεί δυσανάλογος αριθμός περιπτώσεων παραβάσεων στο Δικαστήριο της ΕΕ στον εν λόγω τομέα, γεγονός που καταδεικνύει ότι πολλά κράτη μέλη προσπάθησαν να συμμορφωθούν με τις οδηγίες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενσωματώνει την έννοια της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, μια κοινωνική ρήτρα και ένα πρωτόκολλο για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος προσδιορίζοντας τις κοινές αξίες της ΕΕ ώστε να διασφαλίζεται η ανάπτυξη των ευρωπαϊκών πολιτικών κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες των πολιτών της Ευρώπης,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η σύμβαση αριθ. 94 της ΔΟΕ ορίζει ότι οι γενικές δημόσιες συμβάσεις θα περιέχουν ρήτρες που θα διασφαλίζουν εύλογη αμοιβή και συνθήκες εργασίας που δεν θα είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που συμφωνούνται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο συλλογικών συμβάσεων,
Γενικές παρατηρήσεις και συστάσεις
1. εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι δεν έχουν επιτευχθεί μέχρι τώρα οι στόχοι που επιδιώκονταν με την αναθεώρηση των οδηγιών του 2004 για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, ιδίως όσον αφορά την απλούστευση των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις και την καθιέρωση μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου· ελπίζει, ωστόσο, ότι οι πλέον πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ θα συμβάλουν στη διασαφήνιση των εκκρεμών νομικών ζητημάτων και θα μειωθεί ο αριθμός των προσφυγών· καλεί την Επιτροπή, σε κάθε επανεξέταση των ευρωπαϊκών κανόνων να επικεντρώνεται και να επιδιώκει συστηματικά τους στόχους της απλούστευσης και του εξορθολογισμού της διαδικασίας της ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων·
2. επιπροσθέτως, εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι, ιδίως εξαιτίας των ημιτελών μέτρων εφαρμογής σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, του μεγάλου αριθμού πρωτοβουλιών ελαστικής νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των υπηρεσιών της, καθώς και της ερμηνείας ενός πολύπλοκου και δυσνόητου νομικού καθεστώτος από ευρωπαϊκά και εθνικά δικαστήρια, είχε ως αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν ιδίως οι δημόσιοι φορείς, αλλά και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και οι φορείς παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, σοβαρά νομικά προβλήματα, στα οποία δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν χωρίς αυξημένες δαπάνες ή τη συνδρομή εξωτερικών νομικών συμβούλων· απευθύνει έκκληση προς την Επιτροπή να επιλύσει το πρόβλημα, να εξετάσει στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας και τις επιπτώσεις των προτάσεων ελαστικής νομοθεσίας και να τις αξιολογήσει υπό το πρίσμα των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη τις πέντε αρχές που διατυπώνονται στη Λευκή Βίβλο του 2001 για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση (διαφάνεια, συμμετοχή, υποχρέωση λογοδοσίας, αποτελεσματικότητα, συνοχή)·
3. επισημαίνει ότι ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης, η αναθέτουσα αρχή δημόσιων συμβάσεων πρέπει συχνά να προτάσσει την ασφάλεια του δικαίου έναντι των αναγκών πολιτικής και, δεδομένης της πίεσης των δημόσιων προϋπολογισμών, αναγκάζεται συχνά να αναθέτει τη σύμβαση ή την υπηρεσία στη φθηνότερη προσφορά, αντί στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά· εκφράζει τον φόβο μήπως αυτό αποδυναμώσει την καινοτόμο βάση και την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ΕΕ· παροτρύνει την Επιτροπή να διορθώσει την εν λόγω κατάσταση και να αναπτύξει στρατηγικά μέτρα για να ενθαρρύνει και να παράσχει τη δυνατότητα στις αναθέτουσες αρχές να αναθέτουν τις συμβάσεις στις πλέον συμφέρουσες οικονομικά και βέλτιστες ποιοτικά προσφορές·
4. επισημαίνει ότι πρέπει να βελτιωθεί αποτελεσματικότερα ο συντονισμός των ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων, προκειμένου να μην διακυβευθεί η συμμόρφωσή τους στις οδηγίες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων και να μην προκληθούν προβλήματα νομικής φύσεως στους χρήστες· ζητεί για τον λόγο αυτόν να υπάρξει υποχρεωτικός συντονισμός εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπό την καθοδήγηση της Γενικής Διεύθυνσης Εσωτερικής Αγοράς και Υπηρεσιών, η οποία είναι επιφορτισμένη με τις δημόσιες συμβάσεις, και με τη συμμετοχή των άλλων αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων· ζητεί να υπάρξει ενιαία διαδικτυακή παρουσία, καθώς και τακτική ενημέρωση των αναθετουσών αρχών, προκειμένου οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις να καταστούν πιο διαφανείς και φιλικές προς τον χρήστη·
5. εκφράζει τη λύπη του για την έλλειψη διαφάνειας ως προς τη σύνθεση και τα αποτελέσματα της εργασίας της εσωτερικής ομάδας συμβούλων της Επιτροπής για τις δημόσιες συμβάσεις (ACPP) και τον ρόλο και τις αρμοδιότητες της συμβουλευτικής επιτροπής για την πρόσβαση στις δημόσιες συμβάσεις (CCO), και καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει για πιο ισορροπημένη σύνθεση και για μεγαλύτερη διαφάνεια τόσο σε αυτήν την επιτροπή όσο και στη νέα συμβουλευτική επιτροπή που πρόκειται να συσταθεί για τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όπου θα συμπεριληφθούν τα συνδικάτα και εκπρόσωποι της επιχειρηματικής κοινότητας, και ιδίως των ΜΜΕ· απαιτεί τη δέουσα ενημέρωση και τη διαβίβαση όλων των διαθέσιμων πληροφοριών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε κάθε στάδιο και στο τέλος της διαδικασίας·
6. υποστηρίζει ότι, εφόσον οι δημόσιες συμβάσεις αφορούν δημόσιους πόρους, θα πρέπει να είναι διαφανείς και διαθέσιμες για δημόσιο έλεγχο· ζητεί διευκρινίσεις από την Επιτροπή προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τοπικές και λοιπές δημόσιες αρχές διαθέτουν ασφάλεια δικαίου και δύνανται να ενημερώνουν τους πολίτες τους για τις συμβατικές τους υποχρεώσεις·
7. υπογραμμίζει ότι η ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων πρέπει να πραγματοποιείται υπό συνθήκες διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης όλων των ενδιαφερομένων με τελικό κριτήριο τη σχέση τιμής και απόδοσης του έργου, ώστε να λαμβάνεται υπόψη η βέλτιστη προσφορά και όχι αποκλειστικά και μόνο η χαμηλότερη οικονομικά προσφορά·
8. καλεί την Επιτροπή να διενεργήσει εκ των υστέρων αξιολόγηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις της παρούσας έκθεσης· αναμένει να διεξαχθεί αυτή η αναθεώρηση με ευρεία συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων και σε στενή συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· τάσσεται, ωστόσο, υπέρ της συμπερίληψης, στην αναθεώρηση, του πλήρους πλαισίου και της οδηγίας σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημόσιων συμβάσεων, καθώς και ανάλυση των εθνικών νόμων με τους οποίους ενσωματώνεται η οδηγία για τις διαδικασίες προσφυγής στο εθνικό δίκαιο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο περαιτέρω κατακερματισμός της νομοθεσίας για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων· θεωρεί ότι, επί του παρόντος, δεν μπορούν ακόμα να εκτιμηθούν οι πρακτικές επιπτώσεις αυτής της οδηγίας, εφόσον δεν έχει ακόμα μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη·
Συνεργασία μεταξύ δημόσιων φορέων
9. υπενθυμίζει ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας που τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 αναγνωρίζει για πρώτη φορά το δικαίωμα της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση)· υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ έχει ήδη αναφερθεί σε αρκετές αποφάσεις στο δικαίωμα της τοπικής αυτοδιοίκησης και έχει επισημάνει ότι «μια δημόσια αρχή μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της μέσα […] καθώς επίσης ότι μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα αυτά σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές» (C-324/07)· παραπέμπει, επιπλέον, στην απόφαση του τμήματος μείζονος συνθέσεως του Δικαστηρίου της ΕΕ της 9ης Ιουνίου 2009 (C-480/06), το οποίο σημείωσε συμπληρωματικά ότι το κοινοτικό δίκαιο ουδόλως επιβάλλει στις δημόσιες αρχές ορισμένη νομική μορφή για την από κοινού εκπλήρωση των αποστολών τους δημόσιας υπηρεσίας· θεωρεί, ως εκ τούτου, ότι οι συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όπως και οι συνεργασίες κοινοτήτων και η εθνική συνεργασία, δεν υπάγονται στο δίκαιο περί σύναψης δημόσιων συμβάσεων εφόσον συντρέχουν σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
- εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσίας κοινής ωφέλειας όλων των τοπικών κοινοτήτων,
- το έργο διεκπεραιώνεται αποκλειστικά και μόνο από τις ενδιαφερόμενες δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή ιδιωτών ή επιχειρήσεων, και
- και η σχετική δραστηριότητα επιτελείται βασικά για τις δημόσιες υπηρεσίες που συμμετέχουν·
10. επισημαίνει ότι η Επιτροπή έχει διευκρινίσει ότι στη νομοθεσία για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων δεν υπόκειται κάθε δράση που αναλαμβάνουν οι δημόσιες αρχές και εφόσον οι διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου δεν απαιτούν τη δημιουργία αγοράς σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, εναπόκειται στα κράτη μέλη να αποφασίσουν κατά πόσον και σε ποιον βαθμό επιθυμούν τα ίδια να εκτελούν δημόσια καθήκοντα·
11. επισημαίνει ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου της ΕΕ στην εν λόγω απόφαση όχι μόνο έχουν άμεση εφαρμογή στη συνεργασία μεταξύ των τοπικών αρχών αλλά έχουν και γενική ισχύ, με αποτέλεσμα να μπορούν να εφαρμοστούν στη συνεργασία μεταξύ άλλων δημόσιων αναθετουσών αρχών·
12. επισημαίνει ότι το Δικαστήριο της ΕΕ, στην απόφασή του της 10ης Σεπτεμβρίου 2009 (C-573/07), απεφάνθη ότι η παροχή της δυνατότητας εισόδου ιδιωτών επενδυτών στο κεφάλαιο μιας μέχρι τότε κρατικής εταιρείας μπορεί να ληφθεί υπόψη σε σχέση με τη νομική υποχρέωση ανάθεσης μόνο αν μεταβληθεί η φύση της δημόσιας κεφαλαιουχικής εταιρείας κατά τη διάρκεια της ισχύος της σύμβασης αυτής, μεταβάλλοντας κατά τον τρόπο αυτόν τον θεμελιώδη όρο της σύμβασης και καθιστώντας αναγκαία τη διεξαγωγή διαγωνισμού· διαπιστώνει ότι, οι κανόνες στον τομέα της συνεργασίας μεταξύ δημόσιων φορέων έχουν γνωρίσει σημαντικές εξελίξεις λόγω της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ και χαιρετίζει τις πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου της ΕΕ στον τομέα αυτό· ως εκ τούτου, καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να ενημερώσουν για τις νομικές συνέπειες αυτών των αποφάσεων·
Συμβάσεις παραχώρησης δικαιώματος παροχής υπηρεσιών
13. επισημαίνει ότι οι συμβάσεις παραχώρησης δικαιώματος παροχής υπηρεσιών είναι, δυνάμει του άρθρου 1, παράγραφος 3β, της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και του άρθρου 4 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, συμβάσεις στις οποίες «το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής»· υπογραμμίζει ότι οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών εξαιρέθηκαν από τις οδηγίες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, προκειμένου να προσφερθεί στις αναθέτουσες αρχές και τους εντολοδόχους η δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας· υπενθυμίζει ότι και το Δικαστήριο της ΕΕ επιβεβαίωσε σε πολλές αποφάσεις ότι οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτών των οδηγιών, υπάγονται όμως στις γενικές αρχές της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απαγόρευση των διακρίσεων, αρχή της ίσης μεταχείρισης και διαφάνεια), και ότι οι δημόσιες αναθέτουσες αρχές πρέπει να είναι ελεύθερες να αναθέτουν την παροχή υπηρεσιών μέσω σύμβασης παραχώρησης εφόσον θεωρούν ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εξασφάλισης της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας κοινής ωφέλειας, και μάλιστα ακόμα και όταν ο κίνδυνος που συνδέεται με τη χρήση περιορίζεται μεν σημαντικά αλλά αυτός ο περιορισμένος επιχειρηματικός κίνδυνος μεταβιβάζεται πλήρως στον κάτοχο του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών (απόφαση C-206/08 της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, αιτιολογικές σκέψεις 72-75)·
14. λαμβάνει υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 19ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάπτυξη συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και αναμένει με μεγάλο ενδιαφέρον τη σχετική εκτίμηση επιπτώσεων· αναμένει από την Επιτροπή να αποκομίσει διδάγματα από τυχόν αποτυχίες συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα· υπογραμμίζει ότι στις παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών πρέπει να λαμβάνονται αναλόγως υπόψη τόσο ο πολύπλοκος χαρακτήρας των διαδικασιών όσο και οι μεγάλες διαφορές σχετικά με τη νομική κουλτούρα και την εφαρμογή του δικαίου στην πράξη στα κράτη μέλη· θεωρεί ότι ο ορισμός της παραχώρησης δικαιώματος παροχής υπηρεσιών και το νομικό της πλαίσιο έχουν πλέον ολοκληρωθεί με τις οδηγίες του 2004 για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων και τη συμπληρωματική νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ· επιμένει ότι κάθε πρόταση για νομική πράξη σχετικά με τις παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών θα δικαιολογούνταν μόνο για τη διόρθωση τυχόν στρεβλώσεων στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς· επισημαίνει ότι τέτοιες στρεβλώσεις δεν έχουν εντοπιστεί μέχρι σήμερα και ότι, κατά συνέπεια, μια νομική πράξη για παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών είναι περιττή εφόσον δεν θα αποσκοπεί σε αισθητή βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς·
Συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
15. επιδοκιμάζει τη νομική αποσαφήνιση των όρων εφαρμογής του δικαίου των συμβάσεων όσον αφορά τις θεσμοθετημένες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, λαμβανομένης υπόψη ιδιαιτέρως της μεγάλης σημασίας που τους αποδίδει η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της τής 19ης Νοεμβρίου 2009 για την καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και των βιώσιμων μεταφορών· επισημαίνει ότι οι οδηγίες για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων εφαρμόζονται πάντοτε στις περιπτώσεις που συνάπτεται σύμβαση με μια επιχείρηση, όσο μικρό και αν είναι το ποσοστό του ιδιωτικού τομέα· υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι τόσο η Επιτροπή στην ανακοίνωσή της της 5ης Φεβρουαρίου 2008 όσο και το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφασή του της 15ης Οκτωβρίου 2009 (C-196/08) καθιστούσαν σαφές ότι για την ανάθεση και τη μεταβίβαση ορισμένων καθηκόντων σε νεοσυσταθείσα σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δεν απαιτείται διπλή πρόσκληση υποβολής προσφορών αλλά, για να είναι δυνατή η μεταβίβαση μιας παραχώρησης χωρίς υποβολή προσφορών σε μία μικτή επιχείρηση ιδιωτικού και δημοσίου τομέα που ιδρύθηκε προηγουμένως για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- η επιλογή του ιδιώτη εταίρου γίνεται μέσω διαφανούς διαδικασίας με εκ των προτέρων δημοσίευση της σύμβασης μετά από έλεγχο των οικονομικών, τεχνικών, επιχειρησιακών και διοικητικών απαιτήσεων, καθώς και των χαρακτηριστικών της προσφοράς όσον αφορά την ιδιαίτερη υπηρεσία που θα προσφερθεί,
- η μικτή επιχείρηση ιδιωτικού και δημόσιου τομέα διατηρεί αναλλοίωτο τον εταιρικό της σκοπό καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης· κατά την άποψη του Δικαστηρίου της ΕΕ, μια ουσιώδης μεταβολή του εταιρικού σκοπού ή του καθήκοντος που μεταβιβάσθηκε θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση πρόσκλησης υποβολής προσφορών·
- θεωρεί για τον λόγο αυτόν ότι έχει διευθετηθεί και το ζήτημα της εφαρμογής της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις στις θεσμοθετημένες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να το γνωστοποιήσουν αυτό αναλόγως·
16. τονίζει ωστόσο ότι η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση διαφώτισε περισσότερο τους τρόπους με τους οποίους χρηματοδοτούνται συχνά οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και επιμερίζονται οι χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι· ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει δεόντως τους σχετικούς με τη δημιουργία συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα χρηματοπιστωτικούς κινδύνους·
Πολεοδομία/αστική ανάπτυξη
17. αναμένει με μεγάλο ενδιαφέρον την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για την υπόθεση C-451/08· πιστεύει ότι οι ευρείς και φιλόδοξοι στόχοι της οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της αλλά δεν πρέπει να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, λόγω του σκοπού της εν λόγω νομοθετικής πράξεως, το πεδίο εφαρμογής της μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα, καθόσον, εξ ορισμού, οι πράξεις που διέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών μεταβάλλουν ουσιαστικά την αξία των ακινήτων τα οποία αφορούν· θεωρεί ότι το δίκαιο των συμβάσεων εισέδυσε τα τελευταία χρόνια σε τομείς που δεν συγκαταλέγονται καταρχήν στις δημόσιες προμήθειες και συνιστά για τον λόγο αυτόν να δοθεί εκ νέου μεγαλύτερη έμφαση στο κριτήριο της προμήθειας κατά την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου των συμβάσεων·
Συμβάσεις κάτω του ορίου
18. υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο συντάχθηκε με την προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ (Γερμανία κατά Επιτροπής) κατά της ανακοίνωσης της Επιτροπής της 1ης Αυγούστου 2006 σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο που εφαρμόζεται στη σύναψη συμβάσεων οι οποίες δεν καλύπτονται ή καλύπτονται εν μέρει από τις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις, και αναμένει να εκδοθεί σύντομα απόφαση·
Πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες
19. ζητεί από την Επιτροπή να αξιολογήσει τον αντίκτυπο των οδηγιών περί σύναψης δημόσιων συμβάσεων στις πολύ μικρές, στις μικρές και στις μεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά στο πλαίσιο του ρόλου τους ως υπεργολάβων, και να εκτιμήσει σε περίπτωση μελλοντικής αναθεώρησης των οδηγιών αν απαιτούνται περαιτέρω κανόνες για την ανάθεση των υπεργολαβιών ούτως ώστε οι ΜΜΕ συγκεκριμένα, ως υπεργολάβοι να μην τυγχάνουν χειρότερων όρων από τον κύριο ανάδοχο της δημόσιας σύμβασης·
20. καλεί την Επιτροπή να απλουστεύσει τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων προκειμένου να απαλλάξει τόσο τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και τις εταιρείες από την ανάλωση πολύ χρόνου και χρήματος για γραφειοκρατικά απλώς ζητήματα· τονίζει ότι με την απλούστευση των διαδικασιών, οι ΜΜΕ θα έχουν καλύτερη πρόσβαση στις συμβάσεις αυτές και θα είναι σε θέση να συμμετέχουν με πιο ισότιμο και δίκαιο τρόπο·
21. θεωρεί ότι η υπεργολαβία είναι μια μορφή οργάνωσης της εργασίας κατάλληλη για τις ειδικευμένες πτυχές της εκτέλεσης εργασιών· τονίζει ότι οι συμβάσεις υπεργολαβίας πρέπει να τηρούν όλες τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους κύριους αναδόχους, ειδικά όσον αφορά το εργατικό δίκαιο και την ασφάλεια· για τον σκοπό αυτόν πιστεύει ότι θα ήταν σκόπιμο να καθιερωθεί μια συνδεόμενη ευθύνη μεταξύ αναδόχου και υπεργολάβου·
22. υποστηρίζει τη συστηματική αποδοχή εναλλακτικών προσφορών (ή παραλλαγών)· επισημαίνει ότι οι όροι του διαγωνισμού, ιδιαίτερα η αποδοχή εναλλακτικών προσφορών, είναι καίριας σημασίας για την προώθηση και τη διάδοση καινοτόμων λύσεων· τονίζει ότι οι προδιαγραφές που αφορούν την απόδοση καθώς και οι λειτουργικές απαιτήσεις και η ρητή αποδοχή παραλλαγών παρέχουν στους προσφέροντες τη δυνατότητα να προτείνουν καινοτόμες λύσεις·
23. ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας ενιαίας διαδικτυακής πύλης η οποία θα περιλαμβάνει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων, ένα πραγματικό δίκτυο ενημέρωσης για τις προγενέστερες προσκλήσεις υποβολής προσφορών· επισημαίνει ότι η τελευταία θα αποσκοπεί στην κατάρτιση, την ενημέρωση και τον προσανατολισμό των επιχειρήσεων προς τις αγορές καθώς και στην αποσαφήνιση του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, ιδιαίτερα για τις ΜΜΕ (που δεν διαθέτουν γενικά πολλούς ανθρώπινους και διοικητικούς πόρους καταρτισμένους στην ορολογία και στις διαδικασίες που συνδέονται με τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων), ενώ ειδικές υπηρεσίες αρωγής θα μπορούσαν επίσης να τις βοηθούν να αξιολογούν τις πραγματικές τους δυνατότητες σε ό,τι αφορά την αποτελεσματική εκπλήρωση των όρων της προσφοράς και, ενδεχομένως, να συμπληρώνουν τους φακέλους των προσφορών τους·
24. σημειώνει ότι οι ΜΜΕ αγωνίζονται για την πρόσβασή τους στις αγορές δημόσιων συμβάσεων και ότι θα μπορούσαν να είχαν γίνει περισσότερα για την ανάπτυξη μιας «στρατηγικής για της ΜΜΕ»· ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της εν λόγω στρατηγικής, καλεί τα κράτη μέλη να συνεργαστούν με τις αναθέτουσες αρχές για να ενθαρρύνουν τις δυνατότητες υπεργολαβίας όπου αυτό ενδείκνυται, την ανάπτυξη και τη διάδοση βέλτιστων πρακτικών, την αποφυγή υπέρμετρων κανονιστικών διαδικασιών προεπιλογής, τη χρήση προτύπων στα έγγραφα υποβολής προσφορών προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι προμηθευτές δεν χρειάζεται να ξεκινούν από μηδενική βάση καθώς και τη δημιουργία μιας κεντρικής ενημερωτικής πύλης για τις συμβάσεις· καλεί, επίσης, την Επιτροπή να εκτιμήσει τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα και να ενθαρρύνει την ευρύτερη διάδοση του ευρωπαϊκού κώδικα βέλτιστων πρακτικών της πρωτοβουλίας Small Business Act (Νόμος για τις μικρές επιχειρήσεις)·
25. ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προωθήσουν ένα «πρόγραμμα ανάπτυξης προμηθευτών» όπως έχει ήδη αναπτυχθεί σε ορισμένες χώρες· σημειώνει ότι ένα τέτοιο εργαλείο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενθάρρυνση του διαλόγου μεταξύ προμηθευτών και αναθετουσών αρχών, δίνοντας τη δυνατότητα στους φορείς να συνέρχονται στο αρχικό στάδιο μιας διαδικασίας αγοράς· τονίζει ότι ένας τέτοιος μηχανισμός είναι υψίστης σημασίας για την τόνωση της καινοτομίας και τη βελτίωση της πρόσβασης των ΜΜΕ στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων·
26. προτρέπει την Επιτροπή να λάβει περισσότερα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερο ρόλο για τις ευρωπαϊκές ΜΜΕ στις διεθνείς δημόσιες συμβάσεις και να εντείνει τις προσπάθειες ώστε να αποτραπούν διακρίσεις κατά ευρωπαϊκών ΜΜΕ, προσαρμόζοντας τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για ορισμένα μέλη της ΣΔΣ (όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ)· σημειώνει ότι μέτρα για τη βελτίωση της διαφάνειας και της πρόσβασης σε εθνικές αγορές δημόσιων συμβάσεων θα βοηθούσαν τις ΜΜΕ να έχουν πρόσβαση στις αγορές αυτές·
27. καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει, κατά την αναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας για τις Δημόσιες Συμβάσεις του ΠΟΕ, την προσθήκη μιας ρήτρας που θα επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά την ανάθεση των συμβάσεων αυτών να δίνει την προτεραιότητα στις ΜΜΕ, με βάση το πρότυπο των ρητρών που εφαρμόζουν άλλα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην εν λόγω συμφωνία·
Πράσινες δημόσιες συμβάσεις
28. παραπέμπει στη μεγάλη σημασία της ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων για την προστασία του κλίματος, την ενεργειακή απόδοση, το περιβάλλον, την καινοτομία και την παρακίνηση του ανταγωνισμού, και επιβεβαιώνει ότι πρέπει να ενθαρρυνθούν οι δημόσιες διοικήσεις και να τους δοθεί η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν περιβαλλοντικά, κοινωνικά και άλλα κριτήρια κατά την ανάθεση δημόσιων συμβάσεων· επικροτεί τη χορήγηση πρακτικής βοήθειας προς τις αρχές και άλλους δημόσιους οργανισμούς για βιώσιμες προμήθειες και ενθαρρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στη διεξαγωγή εκπαίδευσης και εκστρατειών με σκοπό την ευαισθητοποίηση· καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα χρησιμοποίησης πράσινων δημόσιων συμβάσεων ως εργαλείο για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης·
29. επαναλαμβάνει την προηγούμενη έκκλησή του προς την Επιτροπή, στην έκθεση του Φεβρουαρίου 2009, για την παροχή ενός εγχειριδίου σχετικά με τις προ-εμπορικές δημόσιες συμβάσεις, το οποίο θα πρέπει να παραθέτει πρακτικά παραδείγματα επιμερισμού κινδύνου/ωφέλειας σύμφωνα με τις συνθήκες της αγοράς· θεωρεί, επιπλέον, ότι πρέπει να παραχωρούνται δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις εταιρείες που συμμετέχουν σε προ-εμπορικές δημόσιες συμβάσεις, γεγονός που θα ενίσχυε την κατανόηση μεταξύ των δημόσιων αρχών και θα ενθάρρυνε τους προμηθευτές να συμμετέχουν σε διαδικασίες ανάθεσης προ-εμπορικών δημόσιων συμβάσεων·
30. χαιρετίζει την υπηρεσία βοήθειας «EMAS Helpdesk» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρέχει πρακτικές πληροφορίες και υποστήριξη σε εταιρείες και λοιπούς οργανισμούς για την αξιολόγηση, την αναφορά και τη βελτίωση της περιβαλλοντικής τους απόδοσης στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη δημιουργία μιας ευρύτερης διαδικτυακής πύλης που θα μπορούσε να προσφέρει πρακτικές συμβουλές και υποστήριξη σε όσους χρησιμοποιούν διαδικασίες δημόσιων συμβάσεων, ιδιαίτερα στους παράγοντες που συμμετέχουν σε περίπλοκες και συλλογικές διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων·
Κοινωνικά υπεύθυνη ανάθεση δημόσιων συμβάσεων
31. υπογραμμίζει την έλλειψη σαφήνειας στον τομέα της κοινωνικά υπεύθυνης ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων και καλεί την Επιτροπή να προσφέρει βοήθεια στον τομέα αυτόν με τη μορφή εγχειριδίων· σε συνάρτηση με αυτό, παραπέμπει στην αλλαγή των όρων συνεπεία της Συνθήκης της Λισαβόνας και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, και προσδοκά ότι η Επιτροπή θα εφαρμόσει δεόντως τις σχετικές διατάξεις· επισημαίνει την εγγενή προβληματική ότι τα κοινωνικά κριτήρια αφορούν κατά βάση τη διαδικασία παραγωγής, και γι’ αυτό συνήθως δεν διακρίνονται στο τελικό προϊόν και είναι δύσκολο να ελεγχθεί η συμμόρφωση των παγκοσμιοποιημένων συστημάτων παραγωγής και οι πολυσύνθετες αλυσίδες εφοδιασμού στα κριτήρια· για τον λόγο αυτόν αναμένει, και στον τομέα της κοινωνικά υπεύθυνης ανάθεσης δημόσιων συμβάσεων, την ανάπτυξη ακριβών και ελέγξιμων κριτηρίων και τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων με κριτήρια για το κάθε προϊόν· επισημαίνει τη δυσκολία και τις δαπάνες που συνεπάγεται για τις υπηρεσίες δημοσίων προμηθειών η επαλήθευση της τήρησης των κριτηρίων και καλεί την Επιτροπή να προσφέρει την ανάλογη βοήθεια και να προωθήσει μέσα πιστοποίησης της αξιοπιστίας των αλυσίδων εφοδιασμού·
32. καλεί την Επιτροπή να αποσαφηνίσει ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν να βασίζουν την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων σε κοινωνικά κριτήρια όπως η καταβολή σχετικών αμοιβών και άλλες απαιτήσεις· καλεί την Επιτροπή να επεξεργαστεί κατευθυντήριες γραμμές ή άλλα μέσα πρακτικής βοήθειας προς τις αρχές και άλλους δημόσιους οργανισμούς για βιώσιμες προμήθειες και ενθαρρύνει την Επιτροπή και τα κράτη μέλη στη διεξαγωγή εκπαίδευσης και εκστρατειών με σκοπό την ευαισθητοποίηση· υποστηρίζει την ιδέα της διαφανούς διαδικασίας για την περαιτέρω ανάπτυξη κριτηρίων· επισημαίνει ότι μια τέτοια διαδικασία υπόσχεται επιτυχία ειδικά στον τομέα των κοινωνικών κριτηρίων·
33. καλεί την Επιτροπή να ενθαρρύνει τις δημόσιες αρχές να χρησιμοποιούν κριτήρια δίκαιου εμπορίου στις δημόσιες προσκλήσεις υποβολής προσφορών και στις πολιτικές αγορών τους, βάσει του ορισμού του δίκαιου εμπορίου όπως αναγνωρίζεται στο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το δίκαιο εμπόριο και την ανάπτυξη της 6ης Ιουνίου 2006 και την πρόσφατη ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5ης Μαΐου 2009· επαναλαμβάνει την προηγούμενη έκκλησή του προς την Επιτροπή για την προώθηση της χρήσης του κριτηρίου αυτού μέσω, παραδείγματος χάριν, της κατάρτισης εποικοδομητικών κατευθυντήριων γραμμών στον τομέα των προμηθειών δίκαιου εμπορίου· χαιρετίζει την ομόφωνη έγκριση της γνωμοδότησης της Επιτροπής των Περιφερειών της 11ης Φεβρουαρίου 2010 για μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική δίκαιου εμπορίου για τις τοπικές και τις περιφερειακές αρχές·
Πρακτική συνδρομή: Βάση δεδομένων και εκπαίδευση
34. ζητεί τη δημιουργία βάσης δεδομένων σχετικά με τις προδιαγραφές, η οποία θα επικαιροποιείται τακτικά, ιδίως σε σχέση με περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια, που θα διατίθενται στις δημόσιες αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι αναθέτουσες αρχές θα έχουν πρόσβαση στη δέουσα καθοδήγηση και σε σαφή δέσμη κανόνων κατά τη διατύπωση των διαγωνισμών, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώνουν εύκολα τη συμμόρφωσή τους στις προδιαγραφές· αναμένει ότι στη διαδικασία αυτή θα συμμετάσχουν πλήρως τα κράτη μέλη και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς· σημειώνει ότι αυτή η διαδικασία από τη βάση προς τα πάνω θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την πολύτιμη εμπειρία και γνώση που υπάρχει συχνά σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο· επισημαίνει ταυτόχρονα τις αρνητικές επιπτώσεις μιας κατακερματισμένης αγοράς εξαιτίας της πληθώρας περιφερειακών, εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών σημάτων, πράγμα που συμβαίνει ιδίως στους τομείς της καινοτομίας και της έρευνας·
35. επισημαίνει τη σημασία των προτύπων για τις δημόσιες συμβάσεις καθώς αυτά μπορούν να βοηθούν τις δημόσιες αναθέτουσες αρχές να εκπληρώνουν τους στόχους τους, επιτρέποντας σε αυτές να χρησιμοποιούν δοκιμασμένες και ελεγμένες διαδικασίες για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών, προσφέροντας μια πιο αποδοτική από άποψη κόστους διαδικασία υποβολής προσφορών και διασφαλίζοντας ότι οι συμβάσεις πληρούν άλλους στόχους πολιτικής, όπως η αειφορία ή η αγορά από μικρές επιχειρήσεις·
36. αναγνωρίζει ότι η κατάρτιση και η ανταλλαγή εμπειριών μεταξύ των δημόσιων αρχών και της Επιτροπής είναι υψίστης σημασίας προκειμένου να υπερκεραστούν ορισμένες πολυπλοκότητες του τομέα των δημόσιων συμβάσεων· εντούτοις, ανησυχεί για το γεγονός ότι με τον περιορισμό των δημόσιων προϋπολογισμών, υπάρχει κίνδυνος να υπονομευθούν αυτές οι πρωτοβουλίες· καλεί, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη και την Επιτροπή να αξιοποιήσουν τους διαθέσιμους υφιστάμενους πόρους και μηχανισμούς, όπως οι αξιολογήσεις από ομοτίμους, που προβλέπονται στην οδηγία περί Υπηρεσιών, να ενθαρρύνουν μικρές ομάδες ειδικών σε θέματα δημόσιων συμβάσεων από μια περιφέρεια να ελέγχουν τις δραστηριότητες μιας άλλης περιφέρειας της ΕΕ, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει στην εδραίωση εμπιστοσύνης και βέλτιστων πρακτικών στα διάφορα κράτη μέλη·
37. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να διοργανώσουν μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκστρατείες συνειδητοποίησης μεταξύ των τοπικών αρχών και των αρμοδίων για τη χάραξη πολιτικής, ιδίως τους φορείς παροχής υπηρεσιών·
Περιφερειακή ανάπτυξη
38. τονίζει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο τακτικά αναφέρει στις ετήσιες εκθέσεις του για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ, καθώς και στην τελευταία ετήσια έκθεσή του για το οικονομικό έτος 2008, ότι η μη συμμόρφωση προς τους κανόνες δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ αποτελεί μια από τις δυο συχνότερες αιτίες σφαλμάτων και παρατυπιών κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκών έργων που συγχρηματοδοτούνται από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και από το Ταμείο Συνοχής· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι παρατυπίες συχνά προκαλούνται λόγω της εσφαλμένης μεταφοράς των κανόνων της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο και των διαφορών στους κανόνες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν, σε συνεργασία με περιφερειακές και τοπικές αρχές, τις διάφορες δέσμες κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, με σκοπό να ενοποιηθούν οι κανόνες αυτοί και να απλοποιηθεί το συνολικό νομικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις, ειδικότερα με την προοπτική να μειωθεί ο κίνδυνος σφαλμάτων και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση των Διαρθρωτικών Ταμείων·
39. θεωρεί ότι δεν είναι μόνο το κόστος και ο σύνθετος χαρακτήρας που μπορεί να αποδειχθούν αποτρεπτικά, αλλά και ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία που αφορά δημόσια σύμβαση, καθώς και η απειλή προσφυγών υπό τη μορφή χρονοβόρων διαδικασιών ενστάσεων που συχνά παρακωλύονται από διάφορους παράγοντες· για το λόγο αυτό, χαιρετίζει το γεγονός ότι το σχέδιο αποκατάστασης καθιστά δυνατή την εφαρμογή, στο πλαίσιο μεγάλων δημοσίων έργων, συγκεκριμένα κατά το 2009 και το 2010, ταχύτερων μορφών των διαδικασιών που αναφέρονται στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις· καλεί τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν τη διαδικασία και να βοηθήσουν τις τοπικές και περιφερειακές αρχές στην εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις συνήθεις κανονιστικές διατάξεις δημοσίων συμβάσεων·
40. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα συνέχισης της προσφυγής, ακόμη και μετά το 2010, σε εσπευσμένες διαδικασίες σε σχέση με τα Διαρθρωτικά Ταμεία, καθώς και σε παράταση της προσωρινής αύξησης των τιμών κατωφλίου, με σκοπό ειδικότερα την επιτάχυνση των επενδύσεων·
Διεθνές εμπόριο
41. επισημαίνει ότι η εσωτερική αγορά και οι διεθνείς αγορές διασυνδέονται ολοένα και περισσότερο· θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι νομοθέτες στην εσωτερική αγορά της ΕΕ και οι διαπραγματευτές της ΕΕ στον τομέα του διεθνούς εμπορίου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές αμοιβαίες συνέπειες κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και να εφαρμόζουν μια συνεκτική πολιτική, προσανατολισμένη πάντοτε στην προώθηση των αξιών της ΕΕ στις δημόσιες συμβάσεις, όπως η διαφάνεια, μια θέση αρχών κατά της διαφθοράς και η προώθηση των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων· καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και την Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου να πραγματοποιούν κοινές ενημερωτικές συνεδριάσεις για την ενίσχυση των συνεργιών·
42. τονίζει ότι ένα υγιές πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων αποτελεί προϋπόθεση για μια δίκαιη, ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά και συμβάλλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς·
43. επισημαίνει, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των διεθνών δημόσιων συμβάσεων, τη σπουδαιότητα της ενίσχυσης μηχανισμών κατά της διαφθοράς στον τομέα αυτό και εφιστά την προσοχή στην ανάγκη να επικεντρωθούν οι προσπάθειες στην εξασφάλιση διαφάνειας και δικαιοσύνης στη χρήση δημόσιων πόρων·
44. προτρέπει τα 22 κράτη με καθεστώς παρατηρητή στην Επιτροπή ΣΔΣ να επιταχύνουν τη διαδικασία προσχώρησης στην ΣΔΣ·
45. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στις συμφωνίες δημόσιων συμβάσεων με διεθνείς εταίρους διατάξεων που απαιτούν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις και τις διεθνείς συμφωνίες για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα·
46. ενώ είναι κατηγορηματικά αντίθετο με τα μέτρα προστατευτισμού στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, εκφράζει την προσήλωσή του στην αρχή της αμοιβαιότητας και αναλογικότητας στον τομέα αυτό· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής αναλογικών και στοχευμένων περιορισμών πρόσβασης σε τομείς της αγοράς δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ που θα αφορούν τους εμπορικούς εταίρους οι οποίοι, ενώ επωφελούνται από τον ανοικτό χαρακτήρα της αγοράς της ΕΕ, δεν έχουν ακόμη επιδείξει πρόθεση να ανοίξουν τις δικές τους αγορές σε επιχειρήσεις της ΕΕ, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι εταίροι μας να προβούν σε ρυθμίσεις αμοιβαίας και αναλογικής πρόσβασης στην αγορά προς όφελος ευρωπαϊκών επιχειρήσεων·
47. εφιστά την προσοχή στις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ· καλεί τα κράτη μέλη να αξιοποιήσουν πλήρως τη δυνατότητα ενημέρωσης της Επιτροπής για προβλήματα που αφορούν την πρόσβαση των επιχειρήσεών τους σε αγορές τρίτων χωρών και καλεί την Επιτροπή να λάβει αποτελεσματικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις της Ένωσης απολαύουν πραγματικής πρόσβασης στις αγορές τρίτων χωρών·
48. αναθέτει στoν Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Ο ετήσιος κύκλος εργασιών του τομέα των δημοσίων προμηθειών αγαθών και υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ξεπερνά το 15% του ακαθάριστου εγχωρίου προϊόντος ή τα 1 500 δισ. ευρώ[1]. Ωστόσο, το διασυνοριακό ποσοστό, που ανέρχεται σε περίπου 3%, είναι σχετικά μικρό. Κύριο καθήκον του τομέα των δημοσίων προμηθειών είναι η συμφέρουσα και φθηνή αγορά αγαθών και υπηρεσιών για την εκπλήρωση καθηκόντων του δημόσιου τομέα.
Όμως, το Δημόσιο δεν είναι ένας παράγων της αγοράς σαν όλους τους άλλους αλλά, καθώς διαχειρίζεται δημόσιο χρήμα, φέρει μια ιδιαίτερη ευθύνη. Ο τομέας των δημοσίων προμηθειών θα έπρεπε να συνεισφέρει όπου είναι δυνατό στη λύση των μεγάλων προκλήσεων: στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, της αλλαγής του κλίματος και της εντεινόμενης κρίσης φτώχειας στις χώρες του Νότου.
Χωρίς αμφιβολία, οι δημόσιες αναθέτουσες αρχές έχουν όφελος από την ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και τους κανόνες της: οι μεγαλύτερες αγορές δημιουργούν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερο κόστος και καλύτερη ποιότητα· η αύξηση της διαφάνειας συνεισφέρει στην καταπολέμηση της διαφθοράς και της απάτης· η διασυνοριακή συνεργασία προσφέρει νέες δυνατότητες για την ανάληψη δράσης και εμπειρίες.
Όμως, υπάρχει και μια δυσάρεστη πλευρά: σε πολλά κράτη μέλη, οι μεγαλύτερες δημόσιες αναθέτουσες αρχές είναι οι περιφερειακοί και δημοτικοί οργανισμοί. Και ειδικά στην περίπτωση αυτή, στη σημερινή οικονομική κρίση φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκές οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις περικόπτουν δυνατότητες για την ανάληψη δράσης και καθιστούν την ανάθεση πιο ακριβή και πιο αργή.
Οι γραφειοκρατικές διαδικασίες και η έλλειψη ασφάλειας δικαίου αποτελούν πρόβλημα και για τους εντολοδόχους, ιδίως για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Υπάρχουν πολλές μελέτες που αποδεικνύουν τις πρόσθετες δαπάνες και τη μεγαλύτερη διάρκεια των διαδικασιών, στις οποίες δεν μπορούμε να αναφερθούμε εδώ αναλυτικά.
Έλλειψη ασφάλειας δικαίου
Τα αίτια αυτής της εξέλιξης εντοπίζονται σε διάφορα επίπεδα. Η αναθεώρηση των οδηγιών του 2004 για τις δημόσιες συμβάσεις είχε ως στόχο την απλούστευση, τον εκσυγχρονισμό και τη μεγαλύτερη ευελιξία στην ανάθεση δημόσιων συμβάσεων, όμως ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε.
Αφενός, οι ίδιες οι οδηγίες δεν είναι αρκετά σαφείς σε ορισμένα σημεία. Πολιτικές διαφορές στο Συμβούλιο και στο Κοινοβούλιο οδήγησαν σε συμβιβαστικές διατυπώσεις, κενά και ασυνέπειες στο νομικό κείμενο.
Αφετέρου, η μεταφορά στα κράτη μέλη απαίτησε πολύ χρόνο, οι οδηγίες έγιναν σε πολλές περιπτώσεις αυστηρότερες κατά τη μεταφορά τους, καθιερώθηκαν επιπλέον κριτήρια, ενώ αντίθετα δεν υιοθετήθηκαν ορισμένα μέσα ευελιξίας· με δυο λόγια, η μεταφορά δεν έγινε πιστά.
Η έλλειψη νομικής σαφήνειας οδήγησε σε πολλές διαδικασίες προσφυγής και σε μεγάλο αριθμό δικαστικών διαδικασιών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Η νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ και το ενδοτικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιχείρησαν να καλύψουν τα νομικά κενά, πράγμα που δεν βελτίωσε την εποπτεία της νομοθεσίας.
Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ένα πολύπλοκο νομικό καθεστώς το οποίο δημιουργεί σοβαρά νομικά προβλήματα ιδίως για τους πιο μικρούς δήμους και κοινότητες, αλλά και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, στα οποία δεν μπορούν πλέον να αντεπεξέλθουν χωρίς αυξημένες δαπάνες ή συμβουλές εξωτερικών νομικών συμβούλων. Σημαντικά έργα ανάθεσης έχουν σταματήσει εξαιτίας νομικών ασαφειών ή επαπειλούμενων δικαστικών διαφορών. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας άλλος τομέας με τόσο πολλές δικαστικές διαφορές. Η εσφαλμένη εφαρμογή διατάξεων περί ανάθεσης συγκαταλέγεται στις συχνότερες πηγές σφαλμάτων στον τομέα των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων.
Τα κύρια πεδία των νομικών αντιπαραθέσεων είναι, μεταξύ άλλων, οι τομείς των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της πολεοδομίας (και της κοινωνικής κατοικίας) και των συμβάσεων παραχώρησης δικαιώματος παροχής υπηρεσιών. Ασάφειες υπάρχουν, όμως, και στον τομέα των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, στην προμήθεια αγαθών δίκαιου εμπορίου, στην εφαρμογή οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις κάτω από τα προβλεπόμενα όρια, καθώς και όσον αφορά τη δυνατότητα να ληφθούν υπόψη στις δημόσιες προμήθειες κοινωνικά κριτήρια όπως η ίση αμοιβή, η ισότητα των φύλων, η τήρηση των συλλογικών συμβάσεων, η απασχόληση μακροχρόνια ανέργων ή νέων χαμηλής εξειδίκευσης ή περιορισμένων προσόντων.
Ελλιπής συντονισμός εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Επιπροσθέτως, υπάρχει έλλειψη συντονισμού εντός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πολλές υπηρεσίες «ανακάλυψαν» τον τομέα των δημόσιων συμβάσεων ως μέσο για την επίτευξη σκοπών για τους οποίους διαφορετικά η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους ή νομική αρμοδιότητα. Φυσικά είναι εύλογη η ενθάρρυνση και η υποστήριξη των δημοσίων αναθετουσών αρχών να λαμβάνουν υπόψη την περιβαλλοντική και κοινωνική ευθύνη στις προμήθειές τους και να προάγουν την έρευνα και την καινοτομία. Όμως, το πλήθος των πρωτοβουλιών δεν συμβάλλει στη νομική σαφήνεια, υπονομεύοντας έτσι αυτόν τον άξιο υποστήριξης στόχο. Η υπερβολή ως προς το ενδοτικό δίκαιο οδηγεί σε πρόσθετες νομικές ασυνέπειες.
Η Επιτροπή θα πρέπει κατά τη θέσπιση ενδοτικού δικαίου να δίνει προσοχή στην αναλογικότητα και στις πρακτικές επιπτώσεις σε τοπικό επίπεδο. Στην πρόσφατη μελέτη του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Δημόσιας Διοίκησης (EIPA) «The Institutional Impacts of EU Legislation on Local and Regional Governments, A Case Study of the 199/31/EC Landfill Waste and 2004/18/EC Public Procurement Directives» (Οι θεσμικές επιπτώσεις της κοινοτικής νομοθεσίας στις τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις – περιπτωσιολογική μελέτη των οδηγιών 199/31/ΕΚ για τη διάθεση των αποβλήτων και 2004/18/ΕΚ για τις δημόσιες συμβάσεις), επικρίνεται μεταξύ άλλων η ευρεία χρήση μέσων ενδοτικού δικαίου: «η χρήση μέσων ενδοτικού δικαίου για τη ρύθμιση πολύ σημαντικών πτυχών της οδηγίας είναι άλλη μια σημαντική έλλειψη: δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ο θεσμικός αντίκτυπος του ενδοτικού δικαίου». Σύμφωνα με το πνεύμα της πρωτοβουλίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, πρέπει να εξεταστούν και οι επιπτώσεις του ενδοτικού δικαίου και να εκτιμηθεί το ζήτημα της επικουρικότητας και της αναλογικότητας (περιληπτική μελέτη επιπτώσεων).
Δυστυχώς, η μεταφορά του ευρωπαϊκού δικαίου των συμβάσεων από την Επιτροπή παρουσιάζει και έλλειμμα πολιτικής ισορροπίας. Ενώ υπάρχει πλήθος πρωτοβουλιών, εγχειριδίων και βοηθημάτων για τον τομέα των οικολογικών και ενεργειακά αποδοτικών προμηθειών, η τελευταία ανακοίνωση της Επιτροπής για τις κοινωνικές προμήθειες είναι του έτους 2000, πριν δηλαδή από την αναθεώρηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις. Στον εξαιρετικά πολύπλοκο από νομική άποψη τομέα των δίκαιων προμηθειών δεν υπάρχει μέχρι τώρα παρά μόνο μία ανακοίνωση και καθόλου βοηθήματα ή εγχειρίδια. Αυτό θα μπορούσε εσφαλμένα να ερμηνευθεί ως έμμεσος καθορισμός προτεραιοτήτων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Για τον λόγο αυτόν, η εισηγήτρια ζητεί καλύτερο συντονισμό της σύναψης δημόσιων συμβάσεων εντός της Επιτροπής, μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών της, και μια κοινή στρατηγική, ορατή από το κοινό, για τον τομέα των προμηθειών του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και μιας ενιαίας διαδικτυακής παρουσίας, προκειμένου να βελτιωθεί η διαφάνεια της νομοθεσίας.
Επίσης, θα ήταν επιθυμητό να υπήρχαν περισσότερες πρωτοβουλίες σχετικά με την οργάνωση ανταλλαγής εμπειριών, την ανάπτυξη βέλτιστων πρακτικών και μεθόδων και την ενίσχυση προγραμμάτων εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Η εκπαίδευση αυτή θα πρέπει, επιπροσθέτως, να μην απευθύνεται μόνο στους τοπικούς αγοραστές, αλλά να συμπεριλάβει και φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων και άλλους παράγοντες, ιδίως μη κυβερνητικές οργανώσεις που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες. Ως προς αυτό, θα μπορούσε κανείς να επωφεληθεί και από τις γαλλικές εμπειρίες, γιατί το πρότυπο αυτό δοκιμάζεται αυτό το διάστημα στη Γαλλία.
Ακόμα, η έκθεση επικρίνει την έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τη σύνθεση και τα αποτελέσματα των εργασιών της εσωτερικής ομάδας παροχής συμβουλών της Επιτροπής για την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων και καλεί την Επιτροπή να μεριμνήσει για μια ισορροπημένη σύνθεση και για μεγαλύτερη διαφάνεια τόσο σε αυτήν την επιτροπή όσο και στη νέα επιτροπή που προβλέπεται για τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Νομική διασαφήνιση από το Δικαστήριο της ΕΕ για τις συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισαβόνας, το νομικό καθεστώς άλλαξε. Ενισχύθηκε κυρίως ο ρόλος των οργανισμών τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης. Το δικαίωμα της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης αναγνωρίζεται για πρώτη φορά στο πρωτογενές δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 4, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση):
«Η Ένωση σέβεται την ισότητα των κρατών μελών ενώπιον των Συνθηκών καθώς και την εθνική τους ταυτότητά που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση.»
Επίσης, το νέο πρωτόκολλο για τις υπηρεσίες γενικού συμφέροντος (αριθ. 26) υπογραμμίζει στο άρθρο 1
«τον ουσιώδη ρόλο και την ευρεία διακριτική ευχέρεια των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών στην παροχή, ανάθεση και οργάνωση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος όσο το δυνατόν εγγύτερα στις ανάγκες των χρηστών.»
Το Δικαστήριο της ΕΕ ασχολήθηκε ήδη πριν από την έναρξη ισχύος της νέας Συνθήκης σε αρκετές αποφάσεις με το δικαίωμα της τοπικής αυτοδιοίκησης και επεσήμανε ότι «μια δημόσια αρχή μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της μέσα […] καθώς επίσης ότι μπορεί να εκπληρώνει τα καθήκοντα αυτά σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές» (C-480/06 Stadtwerke Hamburg). Με τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο της ΕΕ ενισχύει την ελευθερία επιλογής των κοινοτήτων και την τοπική αυτοδιοίκηση. Παρ’ όλα αυτά οι αποφάσεις δεν αποτελούν λευκή επιταγή για οποιαδήποτε συνεργασία μεταξύ κοινοτήτων. Το Δικαστήριο της ΕΕ θεωρεί ότι οι συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όπως και οι συνεργασίες κοινοτήτων και η εθνική συνεργασία, δεν υπάγονται στο δίκαιο περί σύναψης δημόσιων συμβάσεων εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:
1. εφόσον πρόκειται για κοινή εκτέλεση δημόσιου καθήκοντος όλων των κοινοτήτων ,
2. αποκλειστικά και μόνο από δημόσιες υπηρεσίες, χωρίς δηλαδή τη συμμετοχή ιδιωτών,
3. και η δραστηριότητα επιτελείται βασικά για τις δημόσιες υπηρεσίες που συμμετέχουν.
Εκτός τούτου, το Δικαστήριο της ΕΕ απεφάνθη ότι η παροχή της δυνατότητας εισόδου ιδιωτών επενδυτών στο κεφάλαιο μιας μέχρι τότε κρατικής εταιρίας δεν συνιστά εμπόδιο όσο δεν υφίσταται ήδη συγκεκριμένη πρόθεση κατά τη χρονική στιγμή της ανάθεσης.
Έτσι τώρα έχει διασαφηνιστεί επαρκώς ένας αμφισβητούμενος τομέας των δημόσιων συμβάσεων. Μια υποχρεωτική συνέπεια αυτής της νομολογίας πρέπει να είναι ότι η Επιτροπή δεν θα κινεί διαδικασίες επί παραβάσει των Συνθηκών κατά των κρατών μελών στους τομείς αυτούς και θα αρχίσει να συνεργάζεται με το Κοινοβούλιο και τους ενδιαφερομένους για την ενοποίηση της νομολογίας του Δικαστηρίου της ΕΕ. Η παρούσα έκθεση έχει σκοπό να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο γι’ αυτό.
Νομική διασαφήνιση για τις παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών
Οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών ορίζονται για πρώτη φορά στις αναθεωρημένες οδηγίες, συγκεκριμένα ως συμβάσεις στις οποίες «το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής». Έχουν εξαιρεθεί ρητά από τον ευρωπαίο νομοθέτη από το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, προκειμένου να εξασφαλισθεί μεγαλύτερη ευελιξία στις αναθέτουσες αρχές και τους εντολοδόχους και να ληφθούν υπόψη οι διαφορές μεταξύ των κρατών μελών αναφορικά με τη νομική κουλτούρα και παράδοση. Αυτό το επιβεβαίωσε τώρα το Δικαστήριο της ΕΕ στις πρόσφατες αποφάσεις του (C-206/09 Eurawasser της 10.09.2009). Οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, αλλά στο «χαλαρότερο» καθεστώς των Συνθηκών της ΕΕ. Ακόμα, το Δικαστήριο της ΕΕ προσδιόρισε καλύτερα σε αυτήν την απόφαση το κριτήριο της μεταβίβασης κινδύνου. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου της ΕΕ, οι παραχωρήσεις δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών για τη διαχείριση των υδάτων δεν αποκλείονται λόγω του ότι η σχέση χρήσης ρυθμίζεται από καταστατικό και υπάρχει υποχρέωση σύνδεσης και χρήσης. Ο οικονομικός κίνδυνος που ενδεχομένως υπάρχει σε μια παραχώρηση δικαιώματος παροχής υπηρεσιών μπορεί να είναι και περιορισμένος. Το Δικαστήριο της ΕΕ επιβεβαιώνει ότι οι δημόσιες αναθέτουσες αρχές είναι ελεύθερες να αναθέτουν την παροχή υπηρεσιών μέσω σύμβασης παραχώρησης εφόσον θεωρούν ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος εξασφάλισης της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος. Με τον τρόπο αυτόν, το Δικαστήριο της ΕΕ διασαφήνισε έναν ακόμα τομέα συχνών νομικών αντιπαραθέσεων.
Διασαφήνιση στον τομέα των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα
Χάρη στην Επιτροπή και το Δικαστήριο της ΕΕ επιτεύχθηκε μεγαλύτερη σαφήνεια και σε άλλους τομείς: τόσο η Επιτροπή, στην ανακοίνωσή της του 2008 σχετικά με τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, όσο και το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφασή του της 15ης Οκτωβρίου 2009 (C-1906/08 Acoset) διαπίστωσαν ότι για την ανάθεση και τη μεταβίβαση ορισμένων καθηκόντων σε νεοσυσταθείσα σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα δεν απαιτείται διπλή πρόσκληση υποβολής προσφορών. Για να είναι όμως δυνατή η μεταβίβαση μιας παραχώρησης χωρίς υποβολή προσφορών σε μία μικτή επιχείρηση ιδιωτικού και δημοσίου τομέα που ιδρύθηκε προηγουμένως για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Η επιλογή του ιδιώτη εταίρου θα γίνεται μέσω δημόσιας διαδικασίας μετά από έλεγχο των οικονομικών, τεχνικών, επιχειρησιακών και διοικητικών απαιτήσεων, καθώς και των χαρακτηριστικών της προσφοράς όσον αφορά την υπηρεσία που θα προσφερθεί.
- Εκτός αυτού, η μικτή επιχείρηση πρέπει να διατηρήσει αναλλοίωτο τον εταιρικό της σκοπό καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης παραχώρησης· κατά την άποψη του Δικαστηρίου της ΕΕ, μια ουσιώδης μεταβολή του εταιρικού σκοπού θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση πρόσκλησης υποβολής προσφορών .
Κατ’ αυτόν τον τρόπο υπάρχει επαρκής νομική σαφήνεια και για τον τομέα των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Πολεοδομία
Ωστόσο, δεν έχουν λυθεί ακόμα όλα τα προβλήματα. Αυτό το διάστημα, εντελώς ιδιαίτερα προβλήματα δημιουργεί ο πολεοδομικός τομέας. Εδώ η υπερβολική ερμηνεία ιδίως των γερμανικών δικαστηρίων μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ Roanne, C-220-05, κατέληξε σε επέκταση του πεδίου εφαρμογής των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις σε τομείς για τους οποίους δεν προβλεπόταν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, οι κοινότητες πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να πωλούν οικόπεδα με επιφυλάξεις (όπως για παράδειγμα με την επιφύλαξη ότι πρέπει να οικοδομηθούν εντός δύο ετών) χωρίς να είναι υποχρεωτική η πρόσκληση υποβολής προσφορών για την πώληση αυτή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σύμφωνα με τα κριτήρια της σύναψης δημόσιων συμβάσεων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος «να γίνει δεκτή η παράλογη θέση ότι στους κανόνες της οδηγίας υπόκειται κάθε πολεοδομική δραστηριότητα: πράγματι, εξ ορισμού, οι πράξεις που διέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών μεταβάλλουν, καμιά φορά ουσιαστικά, την αξία των ακινήτων τα οποία αφορούν» (Απόσπασμα από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Paolo Mengozzi προς το Δικαστήριο της ΕΕ της 17.11.2009).
Οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις ποτέ δεν προορίζονταν για τέτοιες περιπτώσεις, και ας ελπίσουμε ότι το δικαστήριο να συμφωνήσει με τον γενικό εισαγγελέα.
Βιώσιμες και καινοτόμες δημόσιες συμβάσεις
Ενώ στον τομέα των οικολογικών δημόσιων συμβάσεων υπάρχουν πολλά βοηθήματα όπως το εκπαιδευτικό βοήθημα για τις πράσινες δημόσιες συμβάσεις, η εκστρατεία Procura+ ή το TopTen Pro, που υποστηρίζουν τις αρχές και άλλους δημόσιους οργανισμούς όσον αφορά τις αειφόρες συμβάσεις, και στον τομέα των καινοτόμων προμηθειών υπάρχει μια ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις προεμπορικές δημόσιες συμβάσεις και μία ανακοίνωση σχετικά με μια πρωτοβουλία για πρωτοπόρες αγορές, παρόμοιες πρωτοβουλίες λείπουν εντελώς στον τομέα των κοινωνικά υπεύθυνων συμβάσεων. Ωστόσο, η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη της Λισαβόνας ενίσχυσε και τη θέση μιας κοινωνικής Ευρώπης. Ιδίως στο νέο άρθρο 3, παράγραφος 3, ΣΕΕ, καθώς και στον νομικά δεσμευτικό πλέον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ο μέχρι τώρα καθαρά οικονομικός προσανατολισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης διευρύνεται και περιλαμβάνει δεσμευτικούς κοινωνικούς στόχους. Αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται και στις πρωτοβουλίες της Επιτροπής.
Ειδικά ο τομέας των κοινωνικά υπεύθυνων προμηθειών πάσχει λόγω του ότι τα κοινωνικά κριτήρια αφορούν κατά βάση τη διαδικασία παραγωγής, συνήθως δεν διακρίνονται στο τελικό προϊόν και γι’ αυτό είναι δύσκολο να ελεγχθούν σε μια παγκοσμιοποιημένη παραγωγή και σε πολυσύνθετες αλυσίδες εφοδιασμού. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη και αδιαφανής λόγω του ότι στην πρόσκληση υποβολής προσφορών πρέπει, προκειμένου να μην υπάρχει παραβίαση της απαγόρευσης των διακρίσεων, να επιτρέπονται οι δηλώσεις συμμόρφωσης, ο έλεγχος των οποίων βαρύνει υπερβολικά τους περισσότερους δημόσιους φορείς-αγοραστές. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει, πέρα από ένα εγχειρίδιο, και την ανάπτυξη ακριβών και ελέγξιμων κριτηρίων και μιας βάσης δεδομένων με κριτήρια για το κάθε προϊόν. Επίσης, θα πρέπει να εξεταστεί η σύσταση υπηρεσίας εξυπηρέτησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα επεξεργάζεται και θα ελέγχει κριτήρια για ομάδες προϊόντων και θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εφόσον χρειαστεί, και ως εξωδικαστική υπηρεσία συμψηφισμού σε περιπτώσεις προσφυγών.
Αναθεώρηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις
Γενικά θα ήταν καλό να λάβει υπόψη η Επιτροπή τις πτυχές που αναφέρθηκαν κατά την προβλεπόμενη αναθεώρηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις και να διορθώσει επί τη ευκαιρία τις νομικές και πρακτικές ελλείψεις ως προς τη μεταφορά στα κράτη μέλη, καθώς και τις υφιστάμενες ασάφειες όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τις δημόσιες συμβάσεις. Ακόμα, επιθυμητό θα ήταν να διασαφηνιστεί πού και πώς μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να συμβάλει στην απλοποίηση της διοίκησης στον τομέα αυτόν. Αυτό προϋποθέτει, όμως, μια επειγόντως απαραίτητη και αντικειμενική ανάλυση των σημερινών επιβαρύνσεων.
Φυσικά, αυτό πρέπει να γίνει με ευρεία συμμετοχή όλων των παραγόντων. Ωστόσο, διατυπώνεται η προειδοποίηση ότι δεν πρέπει να επιχειρηθεί επί του παρόντος η αναθεώρηση των οδηγιών για τις δημόσιες συμβάσεις, γιατί αυτό θα ήταν στην παρούσα φάση πρόωρο για διάφορους λόγους. Αφενός, σε μια αναθεώρηση αυτών των οδηγιών πρέπει να συμπεριληφθεί οπωσδήποτε η οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες προσφυγής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο περαιτέρω κατακερματισμός της νομοθεσίας για τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων. Επί του παρόντος, όμως, η οδηγία για τις διαδικασίες προσφυγής δεν έχει ακόμα μεταφερθεί σε όλα τα κράτη μέλη και δεν είναι ακόμα δυνατό να εκτιμηθούν οι πρακτικές της επιπτώσεις στις δημόσιες συμβάσεις. Αφετέρου, τα κράτη μέλη βιώνουν σήμερα μια βαθιά οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, οι επιπτώσεις της οποίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης είναι ακόμα σχεδόν αδύνατο να προβλεφθούν, ενώ είναι απόλυτα βέβαιο ότι θα αυξηθούν κατά τα επόμενα χρόνια. Σε μια τέτοια χρονική στιγμή, η αλλαγή της νομικής βάσης των συνάψεων δημόσιων συμβάσεων θα προκαλούσε επιπλέον αβεβαιότητα και καθυστερήσεις στις προσκλήσεις υποβολής προσφορών. Αυτό, όμως, θα ήταν κακό για όλους.
- [1] Στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για το έτος 2006, ονομαστικό ΑΕγχΠ σε εκατ. δολάρια ΗΠΑ επί τη βάσει της ισοτιμίας του Οκτωβρίου του 2007 για την ΕΕ: 14 609 840 εκατ. δολάρια ΗΠΑ – ακόμα και αν μικρό μέρος δαπανάται για αμυντικό εξοπλισμό.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης (24.2.2010)
προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών
σχετικά με τις νέες εξελίξεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων
(2009/2175(INI))
Συντάκτης γνωμοδότησης: Oldřich Vlasák
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Περιφερειακής Ανάπτυξης καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. υπογραμμίζει ότι, παρόλο που οι τοπικές και περιφερειακές αρχές συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων αγοραστών της Ευρώπης και διαδραματίζουν, κατά συνέπεια, σημαντικό ρόλο στην εφαρμογή κανόνων για τις δημόσιες συμβάσεις, ο σύνθετος χαρακτήρας των κανόνων που έχουν θεσπιστεί ως προς το δίκαιο του ανταγωνισμού και το δίκαιο των δημοσίων συμβάσεων σημαίνει ότι συχνά υπάρχει έλλειψη εμπειρογνωμοσύνης για το νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή του και κατάλληλης εκπαίδευσης και κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις σε επίπεδο υπο-εθνικών αρχών· καλεί τα κράτη μέλη να οργανώσουν μαθήματα κατάρτισης σχετικά με τους κανόνες δημοσίων συμβάσεων (συμπεριλαμβανομένων ειδικών πτυχών, όπως κοινωνικών, περιβαλλοντικών κριτηρίων και κριτηρίων ποικιλομορφίας και ισότητας) και να ενθαρρύνουν τη χρήση ΤΠΕ για τη βελτίωση της κατανόησης των κανόνων αυτών και των διοικητικών ικανοτήτων των τοπικών και των περιφερειακών αρχών· σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνει τη δυνατότητα να δημιουργηθούν όμιλοι δημοσίων συμβάσεων σε περιφερειακό επίπεδο βασισμένοι στη συνεργασία μεταξύ τοπικών και περιφερειακών αρχών, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά την απόδοση και αποτελεσματικότητα των δημοσίων συμβάσεων μέσα από τις επαφές και τις αμοιβαίες ανταλλαγές εμπειριών και πληροφοριών· επισημαίνει περαιτέρω ότι οι προσπάθειες για την αποκάλυψη και τη μείωση των κρουσμάτων διαφθοράς σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο πρέπει να συνεχιστούν μέσω της καθιέρωσης εκπαίδευσης και της παροχής πληροφοριών και δημοσιότητας·
2. τονίζει ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο τακτικά αναφέρει στις ετήσιες εκθέσεις του για την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΕ, καθώς και στην τελευταία ετήσια έκθεσή του για το οικονομικό έτος 2008 ότι η μη συμμόρφωση προς τους κανόνες δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ αποτελεί μια από τις δυο συχνότερες αιτίες σφαλμάτων και παρατυπιών κατά την εκτέλεση ευρωπαϊκών έργων συγχρηματοδοτούμενων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και από το Ταμείο Συνοχής· υπογραμμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι παρατυπίες συχνά προκαλούνται λόγω της εσφαλμένης μεταφοράς των κανόνων της ΕΕ σε εθνικό επίπεδο και των διαφορών στους κανόνες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη· καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να αναθεωρήσουν, σε συνεργασία με περιφερειακές και τοπικές αρχές, τα διάφορα σύνολα κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις, με σκοπό να ενοποιηθούν οι κανόνες αυτοί και να απλοποιηθεί το όλο νομικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις, ειδικότερα με την προοπτική να μειωθεί ο κίνδυνος σφαλμάτων και να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα στην αξιοποίηση των Διαρθρωτικών Ταμείων·
3. θεωρεί ότι δεν είναι μόνο το κόστος και ο σύνθετος χαρακτήρας που μπορεί να αποδειχθούν αποτρεπτικά, αλλά και ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η διαδικασία που αφορά δημόσια σύμβαση, και η απειλή νομικών ενεργειών υπό τη μορφή χρονοβόρων διαδικασιών ενστάσεων που συχνά παρακωλύονται από διάφορους παράγοντες· για το λόγο αυτό χαιρετίζει το γεγονός ότι το σχέδιο αποκατάστασης καθιστά δυνατή την εφαρμογή, στο πλαίσιο μεγάλων δημοσίων έργων, συγκεκριμένα κατά το 2009 και το 2010, ταχύτερων μορφών των διαδικασιών που αναφέρονται στις οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις· καλεί τα κράτη μέλη να κάνουν χρήση της διαδικασίας και να βοηθήσουν τις τοπικές και περιφερειακές αρχές στην εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με τις συνήθεις κανονιστικές διατάξεις δημοσίων συμβάσεων·
4. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τη δυνατότητα χρήσης, ακόμη και μετά το 2010, συντομευμένων διαδικασιών σε σχέση με τα Διαρθρωτικά Ταμεία καθώς και μια παράταση της προσωρινής αύξησης των τιμών κατωφλίου, με σκοπό ειδικότερα την επιτάχυνση των επενδύσεων·
5. εκφράζει την απογοήτευσή του για το γεγονός ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι χρηματοδοτήσεις από τα Διαρθρωτικά Ταμεία για έργα υποδομών που ανελήφθησαν στο πλαίσιο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και οι σχετικές συμβάσεις με ιδιωτικούς φορείς, οι οποίες συνάπτονται βάσει κανόνων δημοσίων συμβάσεων και εκτελούνται σε υπο-εθνικό επίπεδο, έχουν οδηγήσει, ως αποτέλεσμα των πολύ περίπλοκων διαδικασιών ανάθεσης, σε απώλεια επιχορηγήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι οποίες ήταν προηγουμένως διαθέσιμες για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης υποδομών· εκφράζει την πεποίθηση ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αρθούν τα εμπόδια για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εάν η ΕΕ επιθυμεί να έχει οποιαδήποτε πιθανότητα να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες επενδύσεις σε υποδομή και υπηρεσίες ποιότητας· καλεί την Επιτροπή να διασφαλίσει ότι οι δημόσιες συμβάσεις και οι κανόνες εφαρμογής των Διαρθρωτικών Ταμείων σχηματίζουν ένα συνεκτικό πλαίσιο για συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με σκοπό να υπάρξει ασφάλεια δικαίου για όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες και να μειωθεί η πίεση στους δημόσιους προϋπολογισμούς, στο πλαίσιο της αρχής της συγχρηματοδότησης και στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης·
6. αναγνωρίζει το δικαίωμα των τοπικών και περιφερειακών αρχών να αποφασίζουν με δημοκρατικό τρόπο όσον αφορά τα βέλτιστα μέσα παροχής δημοσίων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων να καταφεύγουν σε εταιρίες, των οποίων είναι ιδιοκτήτριες ή τις οποίες ελέγχουν χωρίς συμμετοχή ιδιωτών ·εκφράζει την πεποίθηση ότι, ακόμα και δίχως υποχρεωτική πρόσκληση υποβολής προσφορών, η διακοινοτική συνεργασία ή άλλες μορφές συνεργασίας δημοσίου-ιδιωτικού τομέα για την παροχή υπηρεσιών θα πρέπει να γίνονται αποδεκτές ως νόμιμος τρόπος παροχής υπηρεσιών και ότι οι υπο-εθνικοί φορείς θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν καθήκοντα σχετιζόμενα με την παροχή δημοσίων υπηρεσιών σε εταιρίες των οποίων είναι ιδιοκτήτριες ή τις οποίες ελέγχουν·
7. επισημαίνει ότι οι πρωτοβουλίες της Επιτροπής σχετικά με τις δημόσιες συμβάσεις χρειάζονται καλύτερο συντονισμό, ώστε να μην υπονομευθεί η συνοχή με τις ευρωπαϊκές οδηγίες περί δημοσίων συμβάσεων και να μην προκληθούν νομικά προβλήματα για τους φορείς· ζητεί επ΄αυτού έναν καλύτερο συντονισμό εντός της Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας μιας ενιαίας ιστοσελίδας με σαφείς δομές, για την προαγωγή της νομοθετικής διαφάνειας σε αυτό τον τομέα·
8. τονίζει την ανάγκη του να ενθαρρυνθούν οι ΜΜΕ να συμμετάσχουν σε διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων των τοπικών και περιφερειακών αρχών, βάσει των γενικών στόχων της ΕΕ που αφορούν την στήριξη των ΜΜΕ· επισημαίνει ότι η αυξημένη συμμετοχή των ΜΜΕ μπορεί να διασφαλιστεί μέσα από την κατάλληλη παροχή πληροφοριών, συμβουλών και μαθημάτων επιμόρφωσης καθώς και πρακτικής υποστήριξης·
9. συμμερίζεται τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από πολλές τοπικές αρχές ως απάντηση στην ερμηνεία των αποφάσεων[1] του Δικαστηρίου της ΕΕ στον τομέα της αστικής ανάπτυξης· εκφράζει την έντονη πεποίθηση ότι η λειτουργικώς και νομικώς αυστηρή εφαρμογή των κανόνων δημοσίων συμβάσεων μπορεί να εμποδίσει την αστική ανάπτυξη· καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει, σε στενή συνεργασία με το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και τις περιφερειακές και τοπικές αρχές, τους αντίστοιχους κανόνες δημοσίων συμβάσεων με επαρκώς ευκρινή τρόπο ώστε να μπορούν οι αναθέτουσες αρχές να εντοπίζουν με σαφήνεια ποιες συμβάσεις δημοσίων έργων και ποιες εκχωρήσεις υπόκεινται στους κανόνες δημοσίων συμβάσεων και επομένως να μπορούν να κάνουν τη διάκριση μεταξύ αυτών των συμβάσεων και εκχωρήσεων και των έργων αστικής ανάπτυξης τα οποία δεν υπόκεινται στους κανόνες αυτούς, ώστε να διευκολυνθούν οι έγγειες συμφωνίες μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα χωρίς την περιττή προϋπόθεση της προκήρυξης πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών και χωρίς να τεθούν σε κίνδυνο η εξουσία και το δικαίωμα των τοπικών αρχών να αποφασίζουν σχετικά με το πώς θέλουν να αναπτύξουν την περιοχή τους· αναμένει με μεγάλο ενδιαφέρον την απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-451/08· συμφωνεί με την άποψη που διατύπωσε ο Γενικός Εισαγγελέας του Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 2009 στην υπόθεση C-451/08: "Οι ευρείς και φιλόδοξοι στόχοι της οδηγίας, οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της, δεν πρέπει εντούτοις να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι, λόγω του σκοπού της εν λόγω νομοθετικής πράξεως, το πεδίο εφαρμογής της μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα" (παράγραφος 35)· διαφορετικά, υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει δεκτό "ότι στους κανόνες της οδηγίας υπόκειται κάθε πολεοδομική δραστηριότητα· πράγματι, εξ ορισμού, οι πράξεις που διέπουν τη δυνατότητα εκτελέσεως οικοδομικών εργασιών μεταβάλλουν, καμιά φορά ουσιαστικά, την αξία των ακινήτων τα οποία αφορούν".
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
22.2.2010 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
39 1 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
François Alfonsi, Luís Paulo Alves, Catherine Bearder, Jean-Paul Besset, Sophie Briard Auconie, Zuzana Brzobohatá, Alain Cadec, Ricardo Cortés Lastra, Tamás Deutsch, Rosa Estaràs Ferragut, Seán Kelly, Constanze Angela Krehl, Petru Constantin Luhan, Ramona Nicole Mănescu, Iosif Matula, Miroslav Mikolášik, Franz Obermayr, Jan Olbrycht, Wojciech Michał Olejniczak, Markus Pieper, Nuno Teixeira, Michael Theurer, Viktor Uspaskich, Lambert van Nistelrooij, Oldřich Vlasák, Kerstin Westphal, Hermann Winkler, Joachim Zeller, Elżbieta Katarzyna Łukacijewska, Χαράλαμπος Αγγουράκης, Γεώργιος Σταυρακάκης, Μιχάλης Τρεμόπουλος, Евгени Кирилов |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Vasilica Viorica Dăncilă, Karin Kadenbach, Heide Rühle, Peter Simon, László Surján, Evžen Tošenovský, Sabine Verheyen |
|||||
- [1] Απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων(πρώτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2007 στην υπόθεση C-220/05 Jean Auroux και άλλοι κατά Commune de Roanne
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου (2.3.2010)
προς την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών
σχετικά με τις νέες εξελίξεις στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων
(2009/2175(INI))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Małgorzata Handzlik
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. επισημαίνει ότι η εσωτερική αγορά και οι διεθνείς αγορές διασυνδέονται ολοένα και περισσότερο· θεωρεί, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι νομοθέτες στην εσωτερική αγορά της ΕΕ και οι διαπραγματευτές της ΕΕ στον τομέα του διεθνούς εμπορίου θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις πιθανές αμοιβαίες συνέπειες κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και να εφαρμόζουν μια συνεκτική πολιτική, προσανατολισμένη πάντοτε στην προώθηση των αξιών της ΕΕ στις δημόσιες συμβάσεις, όπως η διαφάνεια, μια θέση αρχών κατά της διαφθοράς και η προώθηση των κοινωνικών και ανθρώπινων δικαιωμάτων· με στόχο την ενίσχυση των συνεργειών, καλεί την Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών και την Επιτροπή Διεθνούς Εμπορίου να πραγματοποιούν κοινές ενημερωτικές συνεδριάσεις·
2. τονίζει ότι ένα υγιές πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων αποτελεί προϋπόθεση για μια δίκαιη, ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά και συμβάλλει στην καταπολέμηση της διαφθοράς·
3. θεωρεί ότι μια πολυμερής συμφωνία όπως είναι η Συμφωνία για τις Δημόσιες Συμβάσεις (ΣΔΣ) είναι το βέλτιστο μέσο για να διασφαλισθούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όσον αφορά την πρόσβαση στην αγορά δημοσίων συμβάσεων σε διεθνές επίπεδο· παροτρύνει, κατά συνέπεια, την Επιτροπή να περατώσει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με το προσωρινό κείμενο επί του οποίου υπήρξε συμφωνία το 2006 ως αναθεωρημένη μορφή της ΣΔΣ η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1996 και την καλεί μετ' επιτάσεως να συνεχίσει τις προσπάθειές της για την ολοκλήρωση της ΣΔΣ· επισημαίνει ότι στο προοίμιό της και στο άρθρο της V η ΣΔΣ αναγνωρίζει ειδική και διαφοροποιημένη μεταχείριση για αναπτυσσόμενες χώρες·
4. προτρέπει τα 22 κράτη με καθεστώς παρατηρητή στην Επιτροπή ΣΔΣ να επιταχύνουν τη διαδικασία προσχώρησης στην ΣΔΣ·
5. θεωρεί ότι η αγορά δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ παραμένει η πλέον ανοικτή αγορά δημοσίων συμβάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο·
6. εκφράζει λύπη για το γεγονός ότι οι διεθνείς εταίροι μας δεν έχουν ακόμη ανοίξει τις εσωτερικές τους αγορές δημοσίων συμβάσεων σε επιχειρήσεις της ΕΕ με τον ίδιο τρόπο που η εσωτερική αγορά της ΕΕ είναι ανοικτή σε επιχειρήσεις τρίτων χωρών· εκφράζει τη βαθιά απογοήτευσή του για το γεγονός ότι οι μεγαλύτεροι εμπορικοί μας εταίροι καταφεύγουν σε πρακτικές δημοσίων συμβάσεων με τις οποίες εισάγονται διακρίσεις εναντίον προμηθευτών από την ΕΕ, οι οποίοι υποβάλλουν προσφορές για δημόσιες συμβάσεις σε τρίτες χώρες· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι ορισμένοι καίριοι εμπορικοί εταίροι (συμπεριλαμβανομένων μελών της ΣΔΣ) λαμβάνουν μέτρα προστατευτισμού στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων·
7. προτρέπει την Επιτροπή να λάβει περισσότερα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ένα μεγαλύτερο ρόλο για τις ευρωπαϊκές ΜΜΕ στις διεθνείς δημόσιες συμβάσεις και να εντείνει τις προσπάθειες ώστε να αποτραπούν διακρίσεις κατά ευρωπαϊκών ΜΜΕ προσαρμόζοντας τις ειδικές διατάξεις που ισχύουν για ορισμένα μέλη της ΣΔΣ (όπως ο Καναδάς και οι ΗΠΑ)· σημειώνει ότι μέτρα για τη βελτίωση της διαφάνειας και της πρόσβασης σε εθνικές αγορές δημόσιων συμβάσεων θα βοηθούσαν τις ΜΜΕ να έχουν πρόσβαση στις αγορές αυτές·
8. ενώ είναι κατηγορηματικά αντίθετο με τα μέτρα προστατευτισμού στον τομέα των δημόσιων συμβάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, εκφράζει την προσήλωσή του στην αρχή της αμοιβαιότητας και αναλογικότητας στον τομέα αυτό· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει το ενδεχόμενο επιβολής αναλογικών και στοχευμένων περιορισμών πρόσβασης σε τομείς της αγοράς δημοσίων συμβάσεων της ΕΕ που να αφορούν εκείνους τους εμπορικούς εταίρους, οι οποίοι, ενώ επωφελούνται από τον ανοικτό χαρακτήρα της αγοράς της ΕΕ, δεν έχουν ακόμη επιδείξει πρόθεση να ανοίξουν τις δικές τους αγορές σε επιχειρήσεις της ΕΕ προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι εταίροι μας να προβούν σε ρυθμίσεις αμοιβαίας και αναλογικής πρόσβασης στην αγορά προς όφελος ευρωπαϊκών επιχειρήσεων·
9. εφιστά την προσοχή στις διατάξεις των άρθρων 58 και 59 της οδηγίας 2004/17/ΕΚ· καλεί τα κράτη μέλη να κάνουν πλήρη χρήση της δυνατότητας ενημέρωσης της Επιτροπής για προβλήματα που αφορούν την πρόσβαση των επιχειρήσεών τους σε αγορές τρίτων χωρών και καλεί την Επιτροπή να λάβει αποτελεσματικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις της Ένωσης απολαύουν πραγματικής πρόσβασης στις αγορές τρίτων χωρών·
10. καλεί την Επιτροπή να επιδιώξει την προσθήκη, στην αναδιαπραγμάτευση της Συμφωνίας για τις Δημόσιες Συμβάσεις του ΠΟΕ, μιας ρήτρας που θα επιτρέπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση να δίνει την προτεραιότητα στις ΜΜΕ κατά την ανάθεση των συμβάσεων αυτών, με βάση το πρότυπο των ρητρών που εφαρμόζουν άλλα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη στην εν λόγω συμφωνία·
11. επισημαίνει, στο πλαίσιο των δεσμεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των διεθνών δημόσιων συμβάσεων, τη σπουδαιότητα της ενίσχυσης μηχανισμών κατά της διαφθοράς στον τομέα αυτό και εφιστά την προσοχή στην ανάγκη να επικεντρωθούν οι προσπάθειες στην εξασφάλιση διαφάνειας και δικαιοσύνης στη χρήση δημόσιων πόρων·
12. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα ανάθεσης πράσινων δημόσιων συμβάσεων ως εργαλείο για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης·
13. καλεί την Επιτροπή να αξιολογήσει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στις συμφωνίες δημόσιων συμβάσεων με διεθνείς εταίρους διατάξεων που απαιτούν τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις συμβάσεις και τις διεθνείς συμφωνίες για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
23.2.2010 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
16 5 5 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
William (The Earl of) Dartmouth, Daniel Caspary, Christofer Fjellner, Joe Higgins, Yannick Jadot, David Martin, Emilio Menéndez del Valle, Vital Moreira, Cristiana Muscardini, Godelieve Quisthoudt-Rowohl, Niccolò Rinaldi, Helmut Scholz, Iuliu Winkler, Jan Zahradil, Paweł Zalewski |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Catherine Bearder, José Bové, George Sabin Cutaş, Mário David, Salvatore Iacolino, Syed Kamall, Elisabeth Köstinger, Jörg Leichtfried, Matteo Salvini, Michael Theurer, Jarosław Leszek Wałęsa |
|||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Patrice Tirolien |
|||||
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
28.4.2010 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
28 0 8 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Cristian Silviu Buşoi, Lara Comi, Anna Maria Corazza Bildt, António Fernando Correia De Campos, Jürgen Creutzmann, Christian Engström, Evelyne Gebhardt, Louis Grech, Małgorzata Handzlik, Malcolm Harbour, Philippe Juvin, Sandra Kalniete, Alan Kelly, Eija-Riitta Korhola, Edvard Kožušník, Kurt Lechner, Toine Manders, Mitro Repo, Robert Rochefort, Zuzana Roithová, Heide Rühle, Andreas Schwab, Róża Gräfin Von Thun Und Hohenstein, Bernadette Vergnaud, Barbara Weiler, Κυριάκος Τριανταφυλλίδης |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Pascal Canfin, Cornelis de Jong, Frank Engel, Anna Hedh, Othmar Karas, Emma McClarkin, Catherine Soullie, Anja Weisgerber, Kerstin Westphal |
|||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Edward Scicluna |
|||||