ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2009
9.11.2010 - (2010/2078(INI))
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Burkhard Balz
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2009
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2009,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 284 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 15 του Πρωτοκόλλου του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που επισυνάπτεται στη Συνθήκη,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 2ας Απριλίου 1998 σχετικά με το δημοκρατικό έλεγχο κατά την τρίτη φάση της ΟΝΕ[1],
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 7ης Οκτωβρίου 2009 σχετικά με την ετήσια δήλωση για την Ευρωζώνη 2009 (COM(2009)527) και το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής που συνοδεύει αυτή την ανακοίνωση (SEC(2009)1313/2),
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου υπό την προεδρία του Jacques de Larosière της 25ης Φεβρουαρίου 2009,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 για κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την κοινοτική μακροπροληπτική εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)0499),
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής της 23ης Σεπτεμβρίου 2009 για απόφαση του Συμβουλίου για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τη λειτουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (COM(2009)500),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Μαρτίου 20010 σχετικά με την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2008[2],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 18ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με την ΟΝΕ@10: Τα πρώτα δέκα έτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και οι μελλοντικές προκλήσεις [3],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0314/2010),
A. εκτιμώντας ότι το συνολικό πραγματικό ΑΕΠ στην ευρωζώνη μειώθηκε κατά 4,1% το 2009 μετά τη χρηματοπιστωτική αναταραχή που ακολούθησε την κατάρρευση των Lehman Brothers· εκτιμώντας ότι πίσω από ένα τέτοιο συνολικό ποσοστό υπάρχουν σοβαρές ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης,
B. εκτιμώντας ότι το μέσο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού ανήλθε σε 0,3% και οι μεσοπρόθεσμες προς μακροπρόθεσμες πληθωριστικές προσδοκίες παρέμειναν εντός του στόχου της ΕΚΤ, δηλαδή το ποσοστό πληθωρισμού να συγκρατηθεί κάτω, αλλά κοντά, στο 2%,
Γ. εκτιμώντας ότι το μέσο γενικό δημόσιο έλλειμμα στην ευρωζώνη αυξήθηκε σε 6,3% περίπου και ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αυξήθηκε από 69,4% του ΑΕΠ το 2008 σε 78,7% το 2009 στην ευρωζώνη,
Δ. εκτιμώντας ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του αμερικανικού δολαρίου σημείωσε πτώση από 1,39 USD στις 2 Ιανουάριου του 2009 σε 1,26 USD στα μέσα Μαρτίου του 2009, ανέκαμψε και κορυφώθηκε στο 1,51 USD στις αρχές Δεκεμβρίου 2009 και υποτιμήθηκε το 2010 φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο του 1,19 USD στις 2 Ιουνίου 2010,
E. εκτιμώντας ότι η συναλλαγματική ισοτιμία του ρενμίνμπι έναντι του ευρώ δεν είχε συντονισθεί από τις κινεζικές αρχές κατά τη διάρκεια του 2009, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα τεχνητά ισχυρό ευρώ έναντι του κινεζικού νομίσματος,
ΣΤ. εκτιμώντας ότι η ΕΚΤ προσάρμοσε τα επιτόκια μειώνοντάς τα στο 1% και συνέχισε να λαμβάνει πρωτοφανή, μη τυποποιημένα μέτρα για τη στήριξη των πιστώσεων· εκτιμώντας ότι το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ αυξήθηκε σημαντικά σε όλο το έτος 2009,
Ζ. εκτιμώντας ότι υπάρχουν ενδείξεις οικονομικής σταθεροποίησης στην ευρωζώνη για το δεύτερο εξάμηνο του 2009 και ότι οι τριμηνιαίοι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν ανοδική, αν και αδύναμη, πορεία και ότι τα συνολικά αυτά στοιχεία καταδεικνύουν ότι αυτή η τάση δεν είναι εμφανής σε όλα τα κράτη μέλη της, ορισμένα εκ των οποίων παρέμειναν σε ύφεση την περίοδο αυτή,
Η. εκτιμώντας ότι η ΕΚΤ ανέμενε ανάπτυξη μεταξύ 0,1% και 1,5% του ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους στην ευρωζώνη για το 2010 πριν από την κρίση του εθνικού χρέους σε διάφορες χώρες εντός της ευρωζώνης,
Εισαγωγή
1. χαιρετίζει το γεγονός ότι η Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009 και δίνει στην ΕΚΤ το καθεστώς θεσμικού οργάνου της ΕΕ, ενώ συγχρόνως αυξάνει την ευθύνη του Κοινοβουλίου ως του κατεξοχήν οργάνου μέσω του οποίου η ΕΚΤ λογοδοτεί στους ευρωπαίους πολίτες·
2. χαιρετίζει την επανάληψη του νομισματικού διαλόγου με το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2009·
3. τάσσεται υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ από την Εσθονία την 1η Ιανουαρίου 2011·
4. επισημαίνει ότι, όταν πρόκειται για τάσεις των πραγματικών τιμών, τα μέτρα νομισματικής πολιτικής αποτελούν ένα μόνο παράγοντα ανάμεσα σε άλλους και ότι τα τελευταία έτη τάσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε επιμέρους αγορές και αυξανόμενες και αναμενόμενες ελλείψεις φυσικών πόρων έχουν διαδραματίσει ιδιαίτερο ρόλο στην ανοδική πορεία των τιμών·
5. επισημαίνει ότι οι εν λόγω ανισορροπίες σηματοδοτούν σημαντικές δυσκολίες στην άσκηση κατάλληλης νομισματικής πολιτικής εντός της ευρωζώνης· καλεί, κατά συνέπεια, τις κυβερνήσεις να συντονίσουν τις οικονομικές τους πολιτικές·
Οικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα
6. ανησυχεί σοβαρά για τις ουσιαστικές μακροοικονομικές ανισορροπίες που εξακολουθούν να υπάρχουν μεταξύ των οικονομιών της ευρωζώνης·
7. θεωρεί ότι η χρηματοπιστωτική κρίση σε ορισμένες χώρες εντός της ευρωζώνης αποτελεί σοβαρό ζήτημα για την ευρωζώνη στο σύνολό της και αντικατοπτρίζει μια δυσλειτουργία της· τούτο καταδεικνύει την ανάγκη για μεταρρύθμιση και μεγαλύτερο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στην ευρωζώνη·
8. προτρέπει την Επιτροπή και την Κεντρική Τράπεζα να εκπονήσουν προτάσεις με βάση την πρόταση της Επιτροπής Βασιλείας για την Βασιλεία ΙΙΙ που θα θεσπίζουν δεσμευτικούς κανόνες για την καθιέρωση μιας αντικυκλικής ρύθμισης· καλεί το Συμβούλιο, την Επιτροπή και την Κεντρική Τράπεζα να καταβάλουν προσπάθειες για τη συνεπή και ταχεία εφαρμογή των προτάσεων, όταν οι προτάσεις της Επιτροπής Βασιλείας επικυρωθούν σε επίπεδο G20·
9. επισημαίνει το γεγονός ότι οι αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν τηρήθηκαν πάντοτε πλήρως στο παρελθόν· υπενθυμίζει ότι, μολονότι ο αντικειμενικός στόχος της εκ νέου εξισορρόπησης των δημοσίων οικονομικών και της μείωσης του χρέους αποτελεί αναγκαιότητα για τα υπερχρεωμένα κράτη, αυτό και μόνο δεν θα επιλύσει το πρόβλημα των οικονομικών ανισορροπιών μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης και, ευρύτερα, της ΕΕ· ζητεί, ως εκ τούτου, μια χωρίς περιορισμούς και συνεπέστερη εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης· εκτιμά ότι το Σύμφωνο θα πρέπει να συμπληρώνεται από ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για την εξακρίβωση πιθανών ασυνεπειών, π.χ. με τη μορφή ενός "ευρωπαϊκού εξαμήνου", ώστε όχι μόνο να βελτιωθεί η εποπτεία και να ενισχυθεί ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής για να εξασφαλιστεί δημοσιονομική εξυγίανση αλλά και, πέραν της δημοσιονομικής διάστασης, να αντιμετωπισθούν οι μακροοικονομικές ανισορροπίες και να ενισχυθούν οι διαδικασίες εκτέλεσης·
10. πιστεύει ότι τώρα θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις προκειμένου να αρχίσει η σταδιακή μείωση των ελλειμμάτων και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στα δημόσια οικονομικά της Ευρώπης·
11. σημειώνει ότι η νομισματική ένωση χρειάζεται αυστηρό και ενισχυμένο συντονισμό των οικονομικών πολιτικών· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση η έμφαση έχει δοθεί κυρίως στη "νομισματική" πτυχή·
12. θεωρεί ότι τα κράτη μέλη που δεν ακολουθούν τους κανόνες της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά τα δημόσια οικονομικά και την πρόσβαση σε αξιόπιστες στατιστικές θα πρέπει να υπόκεινται σε ευρύ και πρόσθετο φάσμα μέτρων για να διασφαλίζεται η αυστηρότερη τήρηση·
13. πιστεύει ότι η έλλειψη προκαθορισμένου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων και η συμπεριφορά ορισμένων κυβερνήσεων δυσχέρανε την ταχεία λύση της κρίσης δημοσίου χρέους σε ορισμένα κράτη μέλη της ευρωζώνης και θα μειώσει την ικανότητα της ΟΝΕ να αντιδρά γρήγορα σε ενδεχόμενες παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον· ζητεί, κατά συνέπεια, ένα μόνιμο πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων·
14. φρονεί ότι η χρηματοπιστωτική υποστήριξη προς χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους πρέπει να σχεδιάζεται έτσι ώστε να ενθαρρύνεται η αποπληρωμή των δανείων, η δημοσιονομική ισορροπία και η οικονομική μεταρρύθμιση, και τονίζει τον κίνδυνο μετατροπής των δανείων σε χρηματοοικονομικές συνεισφορές καθόσον ενθαρρύνεται ο δανεισμός και η δημιουργία χρεών·
15.καλεί, κατά συνέπεια, την Επιτροπή να υποβάλει προτάσεις για την ενίσχυση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης με την ενσωμάτωση συγκεκριμένων στόχων για την κάλυψη του χάσματος ανταγωνιστικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών, για να υποστηριχθεί μια ανάπτυξη που δημιουργεί θέσεις απασχόλησης·
16. συμμερίζεται τις ανησυχίες για πιθανή κερδοσκοπία εις βάρος του ευρώ·
17. φρονεί ότι η μεγέθυνση των πιστώσεων και οι εξελίξεις των τιμών περιουσιακών στοιχείων στην ΕΕ και στα κράτη μέλη αποτελούν κρίσιμους δείκτες για μια αποτελεσματική παρακολούθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας εντός της ΟΝΕ και, ευρύτερα, της ΕΕ·
18. ανησυχεί για τις συνεχείς πιέσεις στις αγορές κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης, γεγονός που αντανακλάται στη διεύρυνση των spreads· φρονεί ότι η αναζήτηση ασφάλειας μετά τα κύματα πανικού που δημιούργησε η τρέχουσα χρηματοπιστωτική κρίση είχε αναρίθμητα στρεβλωτικά αποτελέσματα και προκάλεσε δαπανηρές αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις·
19. ζητεί την έγκαιρη εφαρμογή του κανονισμού για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (αριθ. 1060/2009) και χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής για τροποποίηση του κανονισμού αριθ. 1060/2009 της 2ας Ιουνίου 2010 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, αλλά ζητά παράλληλα από την Επιτροπή να προχωρήσει περαιτέρω σε προτάσεις για την αυστηρότερη εποπτεία της λειτουργίας των οργανισμών αυτών, τη βελτίωση της αξιοπιστίας των οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και την εξέταση της δυνατότητας δημιουργίας ευρωπαϊκών οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας· τονίζει το γεγονός ότι η αξιολόγηση του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης αποδείχτηκε προβληματική κατά τη διάρκεια της κρίσης·
Διακυβέρνηση και λήψη αποφάσεων
20. υπογραμμίζει την ανεξαρτησία της ΕΚΤ·
21. συνιστά στην ΕΚΤ να βελτιώσει τη διαφάνεια των εργασιών της προκειμένου να αυξηθεί η νομιμότητα και η προβλεψιμότητά τους. Μια τέτοια διαφάνεια είναι επίσης απαραίτητη όσον αφορά τα εσωτερικά μοντέλα που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των δύσκολα ρευστοποιήσιμων ασφαλειών και τις αποτιμήσεις συγκεκριμένων τίτλων που προσφέρονται ως ασφάλεια·
22. εκτιμά ότι, δεδομένου του νέου νομικού καθεστώτος της ΕΚΤ σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι υποψήφιοι που προτείνει το Συμβούλιο για το Διοικητικό Συμβούλιο θα πρέπει να υποβάλλονται σε ειδικές ακροάσεις της αρμόδιας κοινοβουλευτικής επιτροπής και, κατόπιν, σε ψηφοφορία από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· σημειώνει επιπλέον ότι, μετά την κρίση, ο ρόλος της ΕΚΤ έχει καταστεί αποφασιστικός και φρονεί, ως εκ τούτου, ότι ένας τέτοιος ρόλος θα πρέπει να συνεπάγεται ενισχυμένη διαφάνεια και λογοδοσία·
23. χαιρετίζει τη νομική προσωπικότητα που αποδίδει η Συνθήκη της Λισαβόνας στην ευρωομάδα και τη συμμετοχή της ΕΚΤ στις συνεδριάσεις της·
24. επισημαίνει την αποφασιστικότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να συνεχίσει το νομισματικό διάλογο ως σημαντικό στοιχείο για το δημοκρατικό έλεγχο της ΕΚΤ·
25. χαιρετίζει την πρόταση για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (EΣΣΚ), το οποίο θα γεφυρώσει το σημερινό κενό στη μακροπροληπτική εποπτεία· καλεί την ΕΚΤ να θεσπίσει σαφή μοντέλα και ορισμούς για να διασφαλίσει την αποτελεσματική λειτουργία και λογοδοσία του ΕΣΣΚ· προσθέτει ότι τυχόν νέα καθήκοντα που θα ανατεθούν στην ΕΚΤ σε ό, τι αφορά το ΕΣΣΚ δεν θα θέτουν επ' ουδενί υπό αμφισβήτηση την ανεξαρτησία της ΕΚΤ·
26. σημειώνει ότι η γενική ιδέα βάσει της οποίας το ΕΣΣΚ παρέχει μόνο προειδοποιήσεις και συστάσεις χωρίς ουσιαστική εκτέλεση δεν είναι ικανοποιητική σε επίπεδο αποτελεσματικής εφαρμογής και ευθύνης· εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι το ΕΣΣΚ δεν μπορεί να κηρύσσει από μόνο του κατάσταση έκτακτης ανάγκης·
27. χαιρετίζει την πρόταση για τη διεξαγωγή ακροάσεων του Προέδρου του ΕΣΣΚ ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σε πλαίσιο διαφορετικό από τους νομισματικούς διαλόγους·
Έξοδος από την κρίση
28. πιστεύει ότι η αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του 2009 ήταν αποτέλεσμα των έκτακτων μέτρων που έλαβαν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο μετά το τέλος του 2008, με τη μορφή εγγυήσεων για υποχρεώσεις τραπεζών, εισροών κεφαλαίων και συστημάτων στήριξης περιουσιακών στοιχείων·
29. σημειώνει ότι η χρηματοπιστωτική κρίση στην ευρωζώνη είναι κρίση φερεγγυότητας που αρχικά είχε εκδηλωθεί ως κρίση ρευστότητας· φρονεί ότι ένα τέτοιο πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί μακροπρόθεσμα με την έγχυση απλώς νέου χρέους και ρευστότητας σε υπερχρεωμένες οικονομίες σε συνδυασμό με επιταχυνόμενα σχέδια για δημοσιονομική εξυγίανση·
30. πιστεύει επίσης ότι η κρίση αποκάλυψε ότι οι οικονομικές πολιτικές των τελευταίων ετών συνέτειναν στο σημερινό υψηλό επίπεδο δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, τάση για τη διόρθωση της οποίας ενδέχεται να απαιτηθούν πολλά χρόνια· εκτιμά ότι για ορισμένα μέρη της Ευρώπης θα είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες και τις εξελίξεις που θα έχει η κρίση και να πετύχουν βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, νέες καινοτομίες και δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης· υπογραμμίζει την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη·
31. υπενθυμίζει ότι πριν από την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ της ευρωζώνης και της ΕΕ στο σύνολό της, καθώς και ο αντίστοιχος λόγος της πλειοψηφίας των κρατών μελών μειώθηκε μεταξύ των ετών 1999 και 2007 και ότι, αντιθέτως, το χρέος των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και η δανειακή επιβάρυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα γνώρισαν σημαντική αύξηση την ίδια χρονική περίοδο·
32. υπενθυμίζει ότι η τεράστια αύξηση του δημοσίου χρέους μετά το 2008 σε ορισμένα κράτη μέλη προκλήθηκε από το γεγονός ότι οι εν λόγω χώρες έπρεπε να αντιμετωπίσουν υπερβάσεις που είχαν δημιουργηθεί προηγουμένως από μια μη βιώσιμη μεγέθυνση του ιδιωτικού χρέους και από τεράστιες χρηματοπιστωτικές φούσκες· πιστεύει, κατά συνέπεια, ότι η παρούσα κρίση κατέστησε προφανές ότι η δημοσιονομική θέση δεν είναι βιώσιμη εάν η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα δεν είναι βιώσιμη·
33. σημειώνει ότι η κρίση, μαζί με τις επακόλουθες "ειδικές ενισχύσεις" και πακέτα οικονομικών κινήτρων, οδήγησε στο να ληφθούν εκτεταμένα μέτρα λιτότητας τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις θα έπρεπε να είχαν ληφθεί προ πολλού αλλά συγχρόνως περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των κυβερνήσεων να ενεργούν·
34. προειδοποιεί ότι τα εν λόγω πακέτα λιτότητας δεν θα πρέπει να οδηγούν στη λήψη μέτρων που θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρή τροχοπέδη στην οικονομική ανάκαμψη, γεγονός που απαιτεί ένα νέο μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης με εργαλεία και χρονοδιαγράμματα που θα καθιστούν δυνατή την ισορροπία ανάμεσα στη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης και τη διασφάλιση των αναγκών για επενδύσεις στην απασχόληση και τη βιώσιμη ανάπτυξη·
35. υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι δεν διοχετεύονται πιστώσεις στην πραγματική οικονομία, ειδικά για τις ΜΜΕ, οφείλεται περισσότερο στη χαμηλότερη ζήτηση λόγω της περιορισμένης δραστηριότητας στην πραγματική οικονομία παρά στην απροθυμία των τραπεζών να χορηγούν πιστώσεις·
36. υπογραμμίζει ότι τράπεζες ορισμένων κρατών μελών έχουν στηριχθεί υπερβολικά στη ρευστότητα που παρέχει η ΕΚΤ·
37. σημειώνει ότι τα μη τυποποιημένα μέτρα που υιοθέτησε η ΕΚΤ μετά τον Οκτώβριο του 2008 αποδείχτηκε ότι πέτυχαν το στόχο της στήριξης των πιστώσεων και της αποφυγής βαθύτερης ύφεσης και πρόσθετης χρηματοπιστωτικής αναστάτωσης· επαναλαμβάνει ότι η άρση των μέτρων αυτών θα πρέπει να γίνει με σωστό χρονοδιάγραμμα και προσεκτικό συντονισμό με τις εθνικές κυβερνήσεις και τις δραστηριότητές τους, ειδικά ενόψει της συλλογικής και ταυτόχρονης προσφυγής σε μέτρα λιτότητας σε πολλά κράτη μέλη·
38. ανησυχεί, ωστόσο, για τον πιθανό μη συμμετρικό αντίκτυπο της στρατηγικής εξόδου της ΕΚΤ, δεδομένων των ουσιαστικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης σε ό,τι αφορά τον επιχειρηματικό κύκλο·
39. θα επιδοκίμαζε μια κίνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αποδεχθεί γενικά κυβερνητικά ομόλογα από τις χώρες της ευρωζώνης ως τίτλους στο πλαίσιο συμφωνιών επαναγοράς, ακολουθώντας κατ' αυτό τον τρόπο τη δοκιμασμένη πρακτική που χρησιμοποίησαν η Τράπεζα της Αγγλίας και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των Ηνωμένων Πολιτειών·
40. τονίζει ότι μια βαθμιαία και ελεγχόμενη έξοδος από τα δημόσια ελλείμματα και η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών έχουν κρίσιμη σημασία για την ευρωζώνη στο σύνολό της·
41. σημειώνει τον αριθμό των προτάσεων στην ΕΕ για τη συμπλήρωση των προληπτικών ρυθμίσεων με στόχο τη διαχείριση της κρίσης και τη ρύθμιση του σκιώδους τραπεζικού τομέα·
42. συμμερίζεται τις ανησυχίες για τις προκυκλικές πτυχές των ισχυόντων ρυθμιστικών, προληπτικών, λογιστικών και φορολογικών κανόνων, που διευρύνουν τις διακυμάνσεις που είναι εγγενείς στη λειτουργία μιας οικονομίας της αγοράς·
43. υπογραμμίζει την ανάγκη να αυξηθούν σημαντικά τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας των τραπεζών και να βελτιωθεί η ποιότητα του κεφαλαίου· επιδοκιμάζει τις προτάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για ένα πιο συσταλτικό ορισμό του πρωτογενούς κεφαλαίου και για την καθιέρωση υψηλότερων δεικτών κεφαλαίων· εφιστά επίσης την προσοχή στη διασύνδεση μεταξύ του χρηματοπιστωτικού τομέα και της πραγματικής οικονομίας και στις συνέπειες που μπορεί να έχει η ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία·
44. εκτιμά ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα θα πρέπει να καταστεί λιγότερο ευάλωτο και ότι θα πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα από την κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο ώστε να μειωθεί ο συστημικός κίνδυνος, να αντιμετωπισθούν οι χρηματοπιστωτικές φούσκες, να βελτιωθεί η ποιότητα της διαχείρισης των κρίσεων και η διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, επαναβεβαιώνοντας ότι ο βασικός τους ρόλος είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας·
Η εξωτερική διάσταση
45. σημειώνει ότι το ευρώ είχε κατακτήσει τη θέση διεθνούς νομίσματος καθ' όλη τη διάρκεια του 2009, αλλά υπέστη σοβαρή πίεση το 2010·
46. επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου υψηλής αστάθειας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η ισχύς του ευρώ αυξήθηκε, ιδιαίτερα έναντι του αμερικανικού δολαρίου και του κινεζικού ρενμίμπι, και εκφράζει την ανησυχία του ότι αυτό θα μπορούσε να έχει επιζήμιες συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα της ευρωζώνης·
47. αναγνωρίζει ότι η ισχύς του ευρώ οφειλόταν εν μέρει στην ασθενή οικονομική δραστηριότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε ραγδαία κάτω από το 3% του ΑΕΠ το 2009 και το ομοσπονδιακό δημοσιονομικό έλλειμμα διευρύνθηκε στο 10% περίπου του ΑΕΠ το οικονομικό έτος 2009, ενώ η πτώση του ευρώ οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη εμπιστοσύνης στις παγκόσμιες αγορές σε ορισμένα υπερχρεωμένα κράτη μέλη της ΕΕ· συμμερίζεται τις ανησυχίες για την επέκταση του όγκου του χρήματος στις ΗΠΑ και, σε μικρότερο βαθμό, στην ΕΕ·
48. ανησυχεί για τον αντίκτυπο που έχουν η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι πράξεις αρμπιτράζ επιτοκίων (carry trade) τόσο στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και στην πραγματική οικονομία·
49. υπογραμμίζει ότι, ανεξάρτητα από τη σημερινή παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση, η ευρωζώνη πρέπει να διευρυνθεί περαιτέρω· επισημαίνει ωστόσο ότι η εκπλήρωση των κριτηρίων του Μάαστριχτ θεωρείται προϋπόθεση για την προσχώρηση στην ευρωζώνη· χαιρετίζει την ταχεία υιοθέτηση του ευρώ από όλα τα κράτη μέλη που συμμορφώνονται με αυτά τα κριτήρια·
50. πιστεύει ότι η υιοθέτηση του ευρώ από την Εσθονία δείχνει τη θέση που κατέχει το νόμισμα αυτό παρά την κρίση δημοσίου χρέους· πιστεύει ότι η θέση αυτή θα ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επιδιώξουν την προσχώρηση στην ευρωζώνη·
51. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, την Επιτροπή, την Ευρωομάδα, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
- [1] ΕΕ C 138, 4.5.1998, σελ. 177.
- [2] Κείμενα που έχουν εγκριθεί, P7_TA(2010)0090.
- [3] ΕΕ C 16E, 22.1.2010, σελ.8.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Η παρούσα έκθεση αξιολογεί την ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για το 2009, καθώς και το έργο της κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.
Καθώς η δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2008 καθυστέρησε λόγω των εκλογών του 2009 δεν πέρασε πολύς χρόνος από την τελευταία δήλωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη δραστηριότητα της ΕΚΤ. Η έκθεση για το 2008 αναφέρθηκε κυρίως στην επίδοση της ΕΚΤ όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Δυστυχώς, αυτός ο φόντος παραμένει ο ίδιος. Η κρίση κυριαρχεί ευρέως σε ένα φάσμα οικονομικών, χρηματοπιστωτικών και σε αυξανόμενο βαθμό πολιτικών δράσεων.
Κατά συνέπεια, η ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για το 2009 εξακολουθεί να αναφέρεται κατεξοχήν στην αντίδραση της ΕΚΤ στην κρίση, τη στρατηγική εξόδου και τα θέματα διακυβέρνησης.
Η χρηματοπιστωτική κρίση
Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση άρχισε πριν από δύο περίπου έτη με την κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ για τα ενυπόθηκα δάνεια υψηλού κινδύνου και έφθασε στο απόγειό της με την κατάρρευση των Lehman Brothers και τη συνακόλουθη αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Ενώ στην αρχή είχαμε τη χρηματοπιστωτική κρίση, στη συνέχεια αυτή μετατράπηκε σε οικονομική κρίση, εφόσον επλήγη η πραγματική οικονομία. Κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες και η ΕΚΤ έπρεπε να αντιδράσουν στη χειρότερη κρίση από τη δεκαετία του 1930. Τα ΑΕΠ τόσο εντός όσο και εκτός της ευρωζώνης συρρικνώθηκαν, η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο και τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν. Η μείωση των φορολογικών εσόδων και η αύξηση των δαπανών λόγω της κρίσης δημιούργησαν τέτοιο δημόσιο χρέος που ενδεχομένως θα χρειασθεί έτη για να επιστρέψει στο προ της κρίσης επίπεδο. Στη δημιουργία του χρέους συνέβαλαν και πρόσθετα μέτρα για την τόνωση της ανάκαμψης αλλά το γεγονός αυτό δεν απετέλεσε την κύρια αιτία του χρέους.
Ωστόσο, τα στοιχεία του 2009 έδειξαν ότι οι εγγυήσεις για υποχρεώσεις τραπεζών, οι εισροές κεφαλαίου και συστήματα στήριξης περιουσιακών στοιχείων πέτυχαν το στόχο τους και η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του 2009 σηματοδότησε το τέλος της οικονομικής κρίσης. Αναμενόταν, μάλιστα, ελαφρά ανάπτυξη για το 2010.
Εντωμεταξύ, η αύξηση του χρέους ώθησε τις κυβερνήσεις σε όλη την ΕΕ να αποφασίσουν για την υιοθέτηση μέτρων αυστηρής λιτότητας. Αυτά τα μέτρα είναι αναγκαία και σε μερικές περιπτώσεις ήταν μάλιστα καθυστερημένα. Ωστόσο, το χρέος θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην ικανότητα των κυβερνήσεων να ενεργούν και σε ορισμένες χώρες ελλοχεύει ο κίνδυνος υπονόμευσης της ικανότητας των κυβερνήσεων για την προώθηση της οικονομικής ανάκαμψης. Το 2010 ελλοχεύει ο κίνδυνος η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση να μετατραπούν σε κρίση δημόσιου χρέους και να έχουμε, επομένως, μια τρίτη διόγκωση της κρίσης.
Η αντίδραση της ΕΚΤ στην κρίση
Η ΕΚΤ συνέχισε την πολιτική της από το 2008, που στοχεύει σε ποσοστό πληθωρισμού ελαφρώς κατώτερο από το 2%, με ταυτόχρονη αύξηση της ρευστότητας στις αγορές. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ καθόρισε τα επιτόκια στο 1% και συνέχισε και σε όλο το έτος 2009 τα έκτακτα μέτρα που εισήγαγε το 2008. Τα πέντε βασικά στοιχεία της πιστωτικής στήριξης ήταν η προσφυγή σε διαδικασίες δημοπρασίας σταθερού επιτοκίου, επέκταση του καταλόγου εγγυημένων λήξεων προθεσμίας για δράσεις αναχρηματοδότησης, προβλέψεις ρευστότητας σε ξένα νομίσματα και στήριξη των χρηματοπιστωτικών αγορών μέσω ενός σημαντικού προγράμματος αγοράς καλυμμένων ομολόγων.
Αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ευρέως επιτυχημένα και διέσωσαν πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα από την κατάρρευση. Ωστόσο, η ρευστότητα δεν περνούσε πάντοτε στην πραγματική οικονομία, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιούνται οι δυνατότητες των μέτρων της ΕΚΤ για πλήρη ανάκαμψη. Παρά το γεγονός, ότι μερικές τράπεζες ήταν ενδεχομένως απρόθυμες, αυτό οφειλόταν κυρίως στη μείωση της ζήτησης πιστώσεων κατ' ακολουθίαν της περιορισμένης οικονομικής δραστηριότητας μετά την κρίση.
Επειδή επρόκειτο για έκτακτα μέτρα, δεν ανέμενε κανείς μακροπρόθεσμη εφαρμογή τους. Σε πλείστες περιπτώσεις, η κατάργηση έρχεται φυσιολογικά ενώ, αν δεν ισχύει αυτό, απαιτείται προσεκτικό χρονοδιάγραμμα. Η σταδιακή κατάργηση πρέπει να γίνει σύμφωνα με τις ανάγκες της αγοράς - όπως άρχισε ήδη να γίνεται από την ΕΚΤ τον Δεκέμβριο του 2009. Απαιτείται στενός συντονισμός με τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών σχετικά με τα προγράμματά τους και με την περικοπή αυτών των προγραμμάτων, ειδικότερα επειδή η χρηματοπιστωτική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην εξέλιξη αυτής της κρίσης.
Χρηματοοικονομική σταθερότητα και η ΟΝΕ
Οι αιτίες των συμβάντων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης είναι φυσικά πολύπλοκες αλλά, σε μεγάλο βαθμό, τα προβλήματα δημιουργούνται από τις ίδιες τις χώρες, εφόσον απουσιάζουν οι εσωτερικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, ολόκληρη η ευρωζώνη ανησυχεί με αυτά τα γεγονότα, όχι μόνο διότι είναι υποχρεωμένη να βοηθήσει αλλά και για τις συνέπειες των προβλημάτων ορισμένων χωρών της ευρωζώνης για το ευρώ, που είναι και το νόμισμα ολόκληρης της ευρωζώνης.
Επιπλέον, τα προβλήματα δημιουργήθηκαν ενδεχομένως από τις ίδιες τις χώρες σε μεγάλο βαθμό αλλά αρχικά είχε υποτεθεί ότι η Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) θα ασκήσει ορισμένη πίεση στα κράτη μέλη για τη διενέργεια μεταρρυθμίσεων. Οι ενδιαφερόμενες χώρες δεν εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες να επιβάλουν οι ίδιες τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις αλλά ούτε και πιέστηκαν να το πράξουν από την ΟΝΕ. Έτσι, η ΟΝΕ δεν ακολούθησε το δρόμο που είχε σχεδιαστεί, οι αρχές του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν ετηρούντο πάντοτε και εκείνο που φαινόταν να είναι ελαφρά παραβίαση εκ πρώτης όψεως αποδείχθηκε ότι, διαχρονικά, υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό όλο το Σύμφωνο. Θεωρώ ότι αυτή η ανακολουθία πρέπει να σταματήσει και ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης πρέπει να ενισχυθεί.
Επιπλέον, η κρίση αποκάλυψε ότι στο παρελθόν δεν υπήρξαν σχεδόν καθόλου ισορροπίες στο πλαίσιο της ΟΝΕ. Η έλλειψη ενσωμάτωσης οικονομικών πολιτικών στη Νομισματική Ένωση συνέτεινε στο να ανακύψουν ουσιαστικές οικονομικές ανισορροπίες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης ενώ, από την άλλη πλευρά, η ευρωζώνη δεν είχε έναν προκαθορισμένο μηχανισμό διαχείρισης κρίσεων με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη μια γρήγορη και ισχυρή αντίδραση σε μια πρόκληση όπως η ελληνική κρίση. Η ευρωζώνη οφείλει να επιλύσει αυτή την ανισορροπία που πυροδοτεί αυτή την κρίση και να προλάβει μία νέα.
Εποπτική μεταρρύθμιση
Παράλληλα, η κρίση απέδειξε ότι οι αγορές είναι επιρρεπείς σε συστημικούς κινδύνους, πράγμα το οποίο δεν είχε έως σήμερα ελεγχθεί. Κατά συνέπεια, η ΕΕ προβαίνει τώρα σε μεταρρυθμίσεις σχετικά με το θέμα της εποπτείας, ιδρύοντας ένα Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων (ΕΣΣΚ) το οποίο θα είναι αρμόδιο για την μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού συστήματος εντός της ΕΕ. Δεύτερον, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) θα προβεί στη σύσταση τριών νέων Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών που θα αντικαταστήσουν τις υφιστάμενες εποπτικές επιτροπές.
Χαιρετίζω αυτά τα σπουδαία μέτρα τα οποία θα γεφυρώσουν το χάσμα στο θέμα της εποπτείας που κατέστη τόσο σαφές στην παρούσα κρίση. Η ΕΚΤ θα συμμετάσχει εκ του σύνεγγυς στην προσπάθεια του ΕΣΣΚ με την εξασφάλιση αναλυτικής, στατιστικής, διοικητικής και εφοδιαστικής υποστήριξης και με τη συμμετοχή των μελών του Γενικού Συμβουλίου της ΕΚΤ στο Γενικό Συμβούλιο του ΕΣΣΚ.
Αν και το ΕΣΣΚ θα επωφεληθεί αναμφιβόλως από την εμπειρογνωμοσύνη της ΕΚΤ, αυτή η εμπλοκή της τελευταίας αφήνει ορισμένες αμφιβολίες για την μελλοντική ανεξαρτησία της. Τα ζητήματα ευθύνης για αποφάσεις στο νέο σύστημα παραμένουν ανοιχτά. Θα πρέπει να αναρωτηθούμε με ποιο τρόπο θα αντιμετωπιστεί η πιθανότητα να αποδειχθεί εσφαλμένη μια σύσταση στην οποία συνέβαλε η ΕΚΤ και με ποιο τρόπο θα διασφαλιστεί ότι η ΕΚΤ θα παραμείνει ανεξάρτητη στο νέο σύστημα. Τα νέα καθήκοντα που απονέμονται στην ΕΚΤ σε σχέση με το ΕΣΣΚ δεν θα πρέπει να κλονίσουν με κανένα τρόπο την ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
Διακυβέρνηση
Το ζήτημα της ανεξαρτησίας γενικά αλλά και σε σχέση με το ΕΣΣΚ ειδικότερα θα αποτελέσει οπωσδήποτε θέμα για τον προσεχή Νομισματικό Διάλογο, και για το λόγο ότι βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ τον Δεκέμβριο του 2009, στην ΕΚΤ έχει απονεμηθεί το καθεστώς θεσμικού οργάνου της ΕΕ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παραμένει το κατ' εξοχήν θεσμικό όργανο μέσω του οποίου η ΕΚΤ λογοδοτεί στους ευρωπαίους πολίτες και, κατά συνέπεια, αποτελεί καθήκον του να εξετάζει ακόμα σοβαρότερα την επίδοση της ΕΚΤ.
Δεδομένου αυτού του νέου καθεστώτος και της ενισχυμένης σημασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εφόσον συναποφασίζει, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, θα επιθυμούσα η λογοδοσία της ΕΚΤ να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο με το να ψηφίζει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τους υποψήφιους για το εκτελεστικό συμβούλιο της ΕΚΤ, οι οποίοι προτείνονται από το Συμβούλιο. Μια τέτοια ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο θα τόνιζε με μεγαλύτερη έμφαση κριτήρια, όπως τα προσόντα και η εμπειρία, στη διαδικασία επιλογής των καλύτερων υποψηφίων.
Κανονιστική μεταρρύθμιση
Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση της εποπτικής αρχιτεκτονικής η ΕΕ προβαίνει επί του παρόντος σε αναθεώρηση του χρηματοπιστωτικού κανονιστικού της πλαισίου για να εξάγει συμπεράσματα από την κρίση σε μεγάλη κλίμακα. Αυτή η αναθεώρηση περιλαμβάνει προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για συμπλήρωση των προληπτικών ρυθμίσεων, διαχείριση των κρίσεων και νομοθετική ρύθμιση του σκιώδους τραπεζικού τομέα. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται αύξηση του τραπεζικού κεφαλαίου, εισαγωγή δυναμικών διατάξεων που λαμβάνουν περισσότερο υπόψη το θέμα της ρευστότητας, ένα πλαίσιο για τις τιτλοποιήσεις, η νομοθετική ρύθμιση για παράγωγα προϊόντα και μπόνους, η εποπτεία οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή η ίδρυση ταμείου εξυγίανσης τραπεζών και πολλές άλλες. Πολλές από αυτές τις προτάσεις πρέπει να επιδοκιμαστούν αλλά δεν θα τις θεωρούσα όλες απαραίτητες εφόσον μερικές εξ αυτών θα μπορούσαν να έχουν επιβλαβείς συνέπειες και μια τάση για υπερβολικό αριθμό ρυθμίσεων.
Συμμερίζομαι ανησυχίες για τις φιλοκυκλικές πτυχές των κανονιστικών ρυθμίσεων, των κανόνων προληπτικής εποπτείας, των λογιστικών και φορολογικών κανόνων αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την πολύ στενή διασύνδεση μεταξύ χρηματοπιστωτικής και πραγματικής οικονομίας. Όποτε ρυθμίζουμε τη χρηματοπιστωτική οικονομία - που είναι από πολλές πλευρές αναγκαία - αυτό θα επηρεάσει και την πραγματική οικονομία. Δεύτερον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η χρηματοπιστωτική οικονομία έχει παγκόσμιο χαρακτήρα και ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έχουν επίσης παγκόσμιο χαρακτήρα. Επομένως, εκείνο που απαιτείται είναι να μειωθεί το ευάλωτο του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε παγκόσμιο επίπεδο και θα πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα από την κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο για να βελτιωθεί η ποιότητα της διαχείρισης του κινδύνου και η διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Κατά συνέπεια, η διεθνής και πάνω από όλα η διατλαντική συνεργασία έχει κρίσιμη σημασία.
Νομίζω ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θα πρέπει να λαμβάνει όλα αυτά υπόψη ενώ συγχρόνως θα εξετάζει εκ του σύνεγγυς και με ανεξάρτητο τρόπο όλες τις προτάσεις για κανονιστική μεταρρύθμιση.
Εξωτερική μεταρρύθμιση
Εκείνο που θα ενισχύσει την ευρωζώνη είναι η αναθεώρηση του χρηματοπιστωτικού κανονιστικού πλαισίου από κοινού με τη διαδικασία διαρθρωτικών ρυθμίσεων έτσι ώστε η οικονομική ένωση να έχει ανάλογη επιτυχία με τη νομισματική ένωση. Πρόκειται για μεγάλη πρόκληση αλλά εάν πετύχουμε να διαχειριστούμε την αναζωογόνηση της οικονομικής ανάπτυξης με αυτό τον τρόπο, η ευρωζώνη μπορεί να εξέλθει από την κρίση ακόμα ισχυρότερη από ό,τι ήταν προηγουμένως.
Το αίτημα της Εσθονίας να υιοθετήσει το ευρώ είναι καλό σημάδι και δείχνει ότι υπάρχει εμπιστοσύνη για το ευρώ ακόμα και σ' αυτό τον καιρό της κρίσης. Επιπλέον, η ευρωζώνη μπορεί ακόμα και να διδαχθεί από την Εσθονία της οποίας η οικονομική επίδοση κατά τη διάρκεια της κρίσης και παρά την κρίση είναι μάλλον αξιοσημείωτη. Παρόλο που επιδοκιμάζω αυτή τη διεύρυνση της ευρωζώνης, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η συμμόρφωση με τα κριτήρια του Μάαστριχτ αποτελεί προϋπόθεση για συμμετοχή στην ευρωζώνη και αυτό απαιτείται να τηρηθεί για κάθε μελλοντική διεύρυνση, όπως έγινε και για την Εσθονία.
Ιδιαίτερα σήμερα που το ευρώ πιέζεται ασφυκτικά στην παγκόσμια αγορά θα πρέπει να προσηλωθούμε στα κριτήρια του Μάαστριχτ ως η σπονδυλική στήλη της ΟΝΕ και του ευρώ. Οι δυνατότητες του ευρώ έγιναν σαφείς το 2009 όταν, λόγω της αδυναμίας του αμερικανικού δολαρίου, θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα νέο ηγετικό νόμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κατά τη γνώμη μου, το ευρώ δεν χρειάζεται να καταστεί ηγετικό νόμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά η τρέχουσα αδυναμία του είναι ενοχλητική. Τα δημόσια ελλείμματα που αυξήθηκαν σε 78,7% του ΑΕΠ ήδη το 2009 επιβαρύνουν αισθητά το ευρώ.
Ωστόσο, φρονώ, όπως ανέφερα, ότι η ΕΕ και η ευρωζώνη μπορούν να εξέλθουν από αυτή την κρίση και μάλιστα να εξέλθουν ισχυρότερες. Απαιτείται να εξαχθούν τα σωστά συμπεράσματα, να εξισορροπηθεί και πάλι η ΟΝΕ, να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια και καλύτερη διαχείριση κρίσεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου. Όλα αυτά αποτελούν τεράστια πρόκληση αλλά, ιστορικά, η ΕΕ έχει αποδείξει ότι αναπτύσσεται καλύτερα όταν αντιμετωπίζει προκλήσεις. Επομένως, αυτή η κρίση παρουσιάζει μια ευκαιρία. Θα πρέπει να την εκμεταλλευθούμε.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
26.10.2010 |
|
|
|
||
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
38 1 0 |
||||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Burkhard Balz, Sharon Bowles, Udo Bullmann, George Sabin Cutaş, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Diogo Feio, Markus Ferber, Elisa Ferreira, Vicky Ford, Ildikó Gáll-Pelcz, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Philippe Lamberts, Werner Langen, Astrid Lulling, Hans-Peter Martin, Ivari Padar, Olle Schmidt, Edward Scicluna, Peter Simon, Peter Skinner, Theodor Dumitru Stolojan, Kay Swinburne, Marianne Thyssen, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Άννυ Ποδηματά, Νικόλαος Χουντής, Слави Бинев |
|||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Sophie Auconie, Sari Essayah, Ashley Fox, Enrique Guerrero Salom, Thomas Mann, Gay Mitchell, Gianni Pittella, Andreas Schwab, Tatjana Ždanoka |
|||||