ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ

2.11.2010 - (COM(2010)0095 – C7‑0087/2010 – 2010/0065(COD)) - ***I

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών ΥποθέσεωνΕπιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων
Εισηγήτριες: Edit Bauer, Anna Hedh,
(Συναντήσεις της Μικτής Επιτροπής - Άρθρο 51)


Διαδικασία : 2010/0065(COD)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0348/2010
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0348/2010
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ

(COM(2010)0095 – C7‑0087/2010 – 2010/0065(COD))

(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2010)0095),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 2, και τα άρθρα 82, παράγραφος 2 και 83, παράγραφος 1 της Συνθήκης ΕΚ, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7‑0087/2010),

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, της Συνθήκης ΛΕΕ,

–   έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που διαβίβασαν τα εθνικά κοινοβούλια για το σχέδιο νομοθετικής πράξης,

–   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων σχετικά με την προτεινόμενη νομική βάση,

–   έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[1],

–   αφού ζήτησε τη γνώμη της Επιτροπής Περιφερειακής Ανάπτυξης,

–   έχοντας υπόψη ότι ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου με επιστολή του της 25ης Νοεμβρίου 2010 δεσμεύτηκε να εγκρίνει την θέση του Κοινοβουλίου, σύμφωνα με το άρθρο 294, παρ. 4 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

–   έχοντας υπόψη τα άρθρα 55 και 37 του Κανονισμού του,

–   έχοντας υπόψη τις κοινές συνεδριάσεις της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων, σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού,

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων και της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων (A7‑0348/2010),

1.  εγκρίνει τη θέση σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·

2.  ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·

3.  αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, καθώς και στα εθνικά κοινοβούλια.

ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ [2]*

ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ

---------------------------------------------------------

ΟΔΗΓIΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟIΝΟΒΟΥΛIΟΥ ΚΑI ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ

για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων καθώς και για την προστασία των θυμάτων, από την οποία αντικαθίσταται η απόφαση - πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 82 παράγραφος 2 και το άρθρο 83 παράγραφος 1,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[3],

αφού ζήτησαν τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών,

αφού διαβίβασαν το σχέδιο νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα εξής:

(1)    Η εμπορία ανθρώπων συνιστά σοβαρό έγκλημα, το οποίο διαπράττεται συχνά στο πλαίσιο του οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και κατάφωρη παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ρητά απαγορευόμενη από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελεί προτεραιότητα για την Ένωση και τα κράτη μέλη.

(1α) Η παρούσα οδηγία αποτελεί μέρος γενικής δράσης κατά της εμπορίας ανθρώπων που καλύπτει δράση με τη συμμετοχή τρίτων χωρών, όπως αναφέρεται στο "Έγγραφο δράσης για την ενίσχυση της εξωτερικής διάστασης Ένωσης όσον αφορά τη δράση για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων· προς μια οικουμενική δράση της ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων". Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναληφθούν δράσεις σε τρίτες χώρες προέλευσης και μεταφοράς θυμάτων, για την αύξηση της ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, τη βελτίωση της ευάλωτης κατάστασης, την παροχή στήριξης και συνδρομής στα θύματα, την καταπολέμηση των βασικών αιτίων της εμπορίας ανθρώπων, και τη στήριξη των χωρών ώστε να εκπονήσουν κατάλληλη νομοθεσία για την πάταξη του φαινομένου αυτού.

(1β)  Στην παρούσα οδηγία αναγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες ανά φύλο του φαινομένου της εμπορίας και ότι συχνά η εμπορία γυναικών και ανδρών διεξάγεται για διαφορετικούς σκοπούς. Για το λόγο αυτό, η συνδρομή και τα μέτρα στήριξης θα πρέπει, όπου είναι δυνατόν, να σχεδιάζονται με βάση το φύλο. Οι παράγοντες «άπωσης» και «έλξης» μπορεί να διαφέρουν αναλόγως των σχετικών τομέων, όπως η εμπορία ανθρώπων για τη βιομηχανία του σεξ ή για εκμετάλλευση εργασίας, παραδείγματος χάριν, σε κατασκευαστικές εργασίες, το γεωργικό τομέα ή για οικιακή εργασία.

(2)    Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναλάβει δέσμευση όσον αφορά την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και την προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων της εμπορίας. Για τον σκοπό αυτό, εκδόθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 2002, για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[4], καθώς και σχέδιο της ΕΕ για βέλτιστες πρακτικές, πρότυπα και διαδικασίες για την καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων (2005/C 311/01)[5]. Εξάλλου, στο πρόγραμμα της Στοκχόλμης που ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, δίδεται σαφής προτεραιότητα στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων. Θα πρέπει να μελετηθεί η εφαρμογή άλλων μέτρων, όπως η στήριξη για την ανάπτυξη γενικών κοινών δεικτών της Ένωσης για την αναγνώριση των θυμάτων εμπορίας, μέσω ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών μεταξύ όλων των εμπλεκομένων φορέων, και ειδικότερα των κρατικών και ιδιωτικών κοινωνικών υπηρεσιών.

(2α) Οι αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών θα εξακολουθήσουν να συνεργάζονται για την ενίσχυση της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων. Ως προς αυτό, είναι σημαντική η στενή διασυνοριακή συνεργασία, μεταξύ άλλων και η ανταλλαγή πληροφοριών και βέλτιστων πρακτικών, καθώς και ο συνεχής ανοικτός διάλογος μεταξύ των αστυνομικών, δικαστικών και οικονομικών αρχών των κρατών μελών. Ο συντονισμός των ερευνών και των διώξεων των υποθέσεων εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει να διευκολύνονται με την ενισχυμένη συνεργασία με την Ευρωπόλ και την Eurojust, τη σύσταση κοινών ομάδων έρευνας καθώς και με την εφαρμογή της απόφασης-πλαίσιο 2009/948/ΔΕΥ του Συμβουλίου για την πρόληψη και τον διακανονισμό συγκρούσεων δικαιοδοσίας σε ποινικές υποθέσεις[6].

(2β)  Τα κράτη μέλη πρέπει να ενθαρρύνουν τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και να συνεργάζονται με αυτές, περιλαμβανομένων και των σχετικών αναγνωρισμένων και ενεργών μη κυβερνητικών οργανώσεων που συνεργάζονται με θύματα εμπορίας, ειδικότερα στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για τη διαμόρφωση πολιτικών, εκστρατειών για τη βελτίωση της πληροφόρησης και της ευαισθητοποίησης, ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων και κατάρτισης τόσο στην παρακολούθηση όσο και στην αξιολόγηση των επιπτώσεων των μέτρων για την καταπολέμηση της εμπορίας.

(3)    Η παρούσα οδηγία υιοθετεί ολοκληρωμένη, ▌ολιστική προσέγγιση, καθώς και υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσον αφορά την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και κατά την εφαρμογή της θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η οδηγία 2004/81/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών που είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές[7], και η οδηγία 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 2009 σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών[8]. Βασικοί στόχοι της παρούσας οδηγίας είναι η πιο σθεναρή πρόληψη, η δίωξη και η προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων. Η παρούσα οδηγία επεξηγεί επίσης τα πλαίσια στα οποία παρουσιάζονται οι διάφορες μορφές εμπορίας και στοχεύει στη διασφάλιση των πλέον αποτελεσματικών μέτρων αντιμετώπισης της κάθε μορφής της.

(3α)  Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα και συνεπώς κινδυνεύουν περισσότερο να πέσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων. Όλες οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να εφαρμόζονται με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού.

(4)    Το πρωτόκολλο των Ηνωμένων Εθνών του 2000 για την πρόληψη, καταστολή και δίωξη της εμπορίας προσώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος, καθώς και η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 2005 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποτελούν καθοριστικής σημασίας στάδια στη διαδικασία ενίσχυσης της διεθνούς συνεργασίας κατά της εμπορίας ανθρώπων. Σημειώνεται ότι η σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης περιέχει έναν μηχανισμό αξιολόγησης που αποτελείται από την ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων (GRETA) και την επιτροπή των συμβαλλομένων μερών. Προς αποφυγή περιττών προσπαθειών, θα πρέπει να υποστηριχθεί ο συντονισμός μεταξύ διεθνών οργανισμών με αρμοδιότητες όσον αφορά τις δράσεις καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων.

(4α)  Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση για το καθεστώς των προσφύγων της 28ης Ιουλίου 1951 (Σύμβαση της Γενεύης) και σύμφωνα με το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(5)    Για να αντιμετωπιστούν πρόσφατες εξελίξεις του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων, η παρούσα οδηγία υιοθετεί μια ευρύτερη αντίληψη ως προς το τι πρέπει να θεωρείται εμπορία ανθρώπων σε σχέση με την έννοια που λαμβάνεται υπόψη στην απόφαση-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ, και συνεπώς περιλαμβάνει πρόσθετες μορφές εκμετάλλευσης. Στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, η καταναγκαστική επαιτεία θα πρέπει να νοείται ως μορφή καταναγκαστικής εργασίας ή υπηρεσίας όπως ορίζονται στη σύμβαση ILO αριθ. 29 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας του 1930 για καταναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία. Ως εκ τούτου, η εκμετάλλευση της επαιτείας, συμπεριλαμβανομένης της χρησιμοποίησης εξαρτωμένου ατόμου που είναι θύμα εμπορίας για σκοπούς επαιτείας, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού της εμπορίας ανθρώπων μόνο εφόσον συντρέχουν όλα τα στοιχεία καταναγκαστικής εργασίας ή υπηρεσιών. Υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας, το κύρος οιασδήποτε πιθανής συναίνεσης για την εκτέλεση αυτής της υπηρεσίας θα πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση. Εντούτοις, στις περιπτώσεις που ενέχεται παιδί, οιαδήποτε πιθανή συναίνεση δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρείται έγκυρη. Η έκφραση «εκμετάλλευση εγκληματικών δραστηριοτήτων» θα πρέπει να νοείται ως εκμετάλλευση προσώπου για τη διάπραξη, μεταξύ άλλων, μικροκλοπών, κλοπών σε καταστήματα, λαθρεμπορίου ναρκωτικών και άλλων παρόμοιων δραστηριοτήτων που υπόκεινται σε κυρώσεις και ενέχουν οικονομικά οφέλη. Ο ορισμός καλύπτει επίσης την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την αφαίρεση οργάνων, που ▌ συνιστά σοβαρή παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της σωματικής ακεραιότητας καθώς και, παραδείγματος χάριν, άλλες συμπεριφορές όπως περιπτώσεις παράνομων υιοθεσιών ή καταναγκαστικών γάμων εφόσον συνιστούν αντικειμενική υπόσταση εμπορίας ανθρώπων.

(6)    Η αυστηρότητα των κυρώσεων στην παρούσα οδηγία αντικατοπτρίζει την όλο και μεγαλύτερη ανησυχία στα κράτη μέλη σχετικά με την ανάπτυξη του φαινομένου της εμπορίας ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό η παρούσα οδηγία χρησιμοποιεί ως βάση τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 24ης/25ης Απριλίου 2002 όσον αφορά την προσέγγιση των ποινών, επίπεδα 3 και 4. Όταν το αδίκημα διαπράττεται υπό ορισμένες περιστάσεις, για παράδειγμα σε βάρος ιδιαίτερα ευάλωτου θύματος, η ποινή θα πρέπει να είναι αυστηρότερη. Στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας, μεταξύ των ιδιαίτερα ευάλωτων προσώπων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται τουλάχιστον όλα τα παιδιά ▌. Άλλοι παράγοντες που μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση του ευάλωτου χαρακτήρα των θυμάτων είναι, παραδείγματος χάριν, το φύλο, η εγκυμοσύνη, η κατάσταση της υγείας και η αναπηρία. Όταν το αδίκημα είναι ιδιαζόντως σοβαρό, για παράδειγμα όταν τίθεται σε κίνδυνο η ζωή του θύματος ή όταν έχει χρησιμοποιηθεί σοβαρή βία όπως βασανιστήρια, καταναγκαστική χρήση ναρκωτικών/φαρμάκων, βιασμός ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας ή έχει προκληθεί με άλλο τρόπο σοβαρή βλάβη στο θύμα, αυτό θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται σε ιδιαίτερα αυστηρές ποινές. Όταν στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας γίνεται αναφορά σε παράδοση, η αναφορά ερμηνεύεται σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών[9]. Στο πλαίσιο της εκτέλεσης της ποινής μπορεί να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος.

(6α)  Κατά την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει να εφαρμόζονται οι υφιστάμενες πράξεις για την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διακρατικού Οργανωμένου Εγκλήματος και τα πρωτόκολλά της, η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1990 σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την εξακρίβωση, την κατάσχεση και τη δήμευση των προϊόντων του εγκλήματος, η απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου 2001/500/ΔΕΥ της 26ης Ιουνίου 2001, για το ξέπλυμα χρήματος, τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό, τη δέσμευση, την κατάσχεση και τη δήμευση των οργάνων και των προϊόντων του εγκλήματος[10], η Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σχετικά με τη δήμευση των προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος[11]. Θα πρέπει να ενθαρρύνεται η χρήση των κατασχεθέντων και δημευθέντων οργάνων και προϊόντων των εγκλημάτων που αναφέρονται στην παρούσα οδηγία για τη στήριξη της συνδρομής προς τα θύματα και της προστασίας τους, περιλαμβανομένης και της αποζημίωσης των θυμάτων και για διασυνοριακές δραστηριότητες επιβολής του νόμου της Ένωσης για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων.

(7)    Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει, σύμφωνα με τις βασικές αρχές των νομικών συστημάτων των σχετικών κρατών μελών, να προστατεύονται από τη δίωξη ή την επιβολή κυρώσεων για εγκληματικές δραστηριότητες, όπως π.χ. χρήση πλαστών εγγράφων ή αδικήματα που προβλέπονται στη νομοθεσία περί πορνείας ή μετανάστευσης, τις οποίες έχουν υποχρεωθεί να διαπράξουν ως άμεση συνέπεια της κατάστασής τους ως θυμάτων εμπορίας ανθρώπων. Σκοπός αυτής της προστασίας είναι να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα των θυμάτων, να αποφευχθεί περαιτέρω θυματοποίηση και παράλληλα να ενθαρρυνθούν τα θύματα να προσέλθουν ως μάρτυρες στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών κατά των δραστών. Η διασφάλιση αυτή δεν θα πρέπει να αποκλείει τη δίωξη ή την επιβολή ποινής για αδικήματα που διαπράττει ή στα οποία συμμετέχει ένα πρόσωπο εκ προθέσεως.

(8)    Για να εξασφαλιστεί η επιτυχής διερεύνηση και δίωξη αδικημάτων σχετικών με την εμπορία ανθρώπων, η έναρξή τους δεν θα πρέπει να εξαρτάται, κατ’ αρχήν, από την κατάθεση μήνυσης ή έγκλησης εκ μέρους των θυμάτων. Όταν τούτο επιβάλλεται από το χαρακτήρα του αδικήματος, η δίωξη πρέπει να επιτρέπεται για ικανό χρονικό διάστημα μετά την ενηλικίωση του θύματος. Η διάρκεια του ικανού χρονικού διαστήματος θα πρέπει να καθορίζεται σύμφωνα με το αντίστοιχο εθνικό δίκαιο. Οι υπάλληλοι των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και δίωξης θα πρέπει να έχουν τύχει επαρκούς επιμόρφωσης, επίσης με σκοπό την ενίσχυση της εφαρμογής του διεθνούς δικαίου και της δικαστικής συνεργασίας. Όσοι είναι υπεύθυνοι για τη διερεύνηση και την άσκηση διώξεων στην περίπτωση αυτού του τύπου αδικημάτων θα πρέπει να έχουν επίσης πρόσβαση σε εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τη διερεύνηση του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών ποινικών αδικημάτων· τα εργαλεία αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν παρακολούθηση των επικοινωνιών, κεκαλυμμένη παρακολούθηση συμπεριλαμβανόμενης και της ηλεκτρονικής παρακολούθησης, παρακολούθηση τραπεζικών λογαριασμών και άλλες οικονομικής φύσεως έρευνες.

(9)    Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική δίωξη διεθνών σπειρών το κέντρο δράσης των οποίων τοποθετείται σε κράτος μέλος και οι οποίες διαπράττουν αδικήματα εμπορίας ανθρώπων σε τρίτες χώρες, θα πρέπει να θεμελιωθεί διεθνής δικαιοδοσία για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων στις περιπτώσεις που ο δράστης είναι υπήκοος του εν λόγω κράτους μέλους και το αδίκημα διαπράττεται εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους. Ομοίως, μπορεί να θεμελιωθεί δικαιοδοσία στις περιπτώσεις που ο δράστης είναι συνήθως διαμένων, το θύμα είναι υπήκοος κράτους μέλους ή συνήθως διαμένων σε αυτό, ή όταν το αδίκημα διαπράττεται για λογαριασμό νομικού προσώπου εγκαταστημένου στο έδαφος κράτους μέλους και το αδίκημα διαπράττεται εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους μέλους.

(10)  Ενώ η οδηγία 2004/81/ΕΚ προβλέπει την έκδοση τίτλου παραμονής για τα θύματα εμπορίας ανθρώπων που είναι υπήκοοι τρίτων χωρών, και η οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών[12] ρυθμίζει την άσκηση από τους πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους του δικαιώματος να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από την απέλαση, η παρούσα οδηγία θεσπίζει ειδικά προστατευτικά μέτρα για κάθε θύμα εμπορίας ανθρώπων. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία δεν ασχολείται με τους όρους παραμονής τους στην επικράτεια των κρατών μελών.

(11)  Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει να είναι σε θέση να απολαύουν κατά τρόπο αποτελεσματικό των δικαιωμάτων τους. Ως εκ τούτου, στα θύματα θα πρέπει να εξασφαλίζεται η παροχή συνδρομής και στήριξης πριν, κατά τη διάρκεια και για ικανό χρονικό διάστημα μετά τις ποινικές διαδικασίες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν πόρους στους οποίους θα βασίζεται η συνδρομή προς τα θύματα, η στήριξή τους και η προστασία τους. Στην παρεχόμενη συνδρομή και στήριξη θα πρέπει να περιλαμβάνεται μια ελάχιστη σειρά μέτρων αναγκαίων ώστε τα θύματα να μπορέσουν να συνέλθουν και να απαλλαγούν από τους διακινητές τους. Η πρακτική εφαρμογή αυτών των μέτρων θα πρέπει, με βάση την κατά περίπτωση αξιολόγηση που γίνεται σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση, το πολιτιστικό πλαίσιο και τις ανάγκες του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η συνδρομή και στήριξη πρέπει να παρέχονται αμέσως μόλις υπάρξουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων και ανεξάρτητα από την προθυμία του να προσέλθει ως μάρτυρας. Στις περιπτώσεις που το θύμα δεν διαμένει νόμιμα στο σχετικό κράτος μέλος, η συνδρομή και η στήριξη θα πρέπει να παρέχονται άνευ όρων τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της προθεσμίας περίσκεψης ▌. Αν μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ταυτοποίησης ή την λήξη της προθεσμίας περίσκεψης το θύμα δεν θεωρείται ως επιλέξιμο για άδεια διαμονής ή κατ’ άλλον τρόπο δεν διαθέτει νόμιμη κατοικία στο εν λόγω κράτος μέλος, ή αν τα θύματα έχουν εγκαταλείψει το έδαφος αυτού του κράτους μέλους, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν έχει την υποχρέωση να συνεχίσει την παροχή συνδρομής και στήριξης στο πρόσωπο αυτό δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Κατά περίπτωση, η παροχή συνδρομής και στήριξης θα πρέπει να συνεχιστεί για ικανό χρονικό διάστημα μετά την ολοκλήρωση των ποινικών διαδικασιών, για παράδειγμα αν συνεχίζεται η ιατρική περίθαλψη λόγω σοβαρής σωματικής ή ψυχολογικής βλάβης οφειλόμενης στο αδίκημα ή αν κινδυνεύει η ασφάλεια του θύματος λόγω των καταθέσεών του στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας.

(12)  Η απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2001 σχετικά με το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες[13] καθορίζει σειρά δικαιωμάτων των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, μεταξύ των οποίων το δικαίωμα προστασίας και αποζημίωσης. Επιπλέον, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων θα πρέπει να έχουν πρόσβαση χωρίς καθυστερήσεις σε νομικές συμβουλές και, ανάλογα με τον ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη, νομική εκπροσώπηση, μεταξύ άλλων και για την απαίτηση αποζημίωσης. Η εν λόγω νομική συνδρομή θα μπορεί επίσης να παρέχεται από τις αρμόδιες αρχές με σκοπό την απαίτηση αποζημίωσης από το κράτος. Σκοπός της παροχής νομικών συμβουλών είναι η ενημέρωση των θυμάτων και η παροχή συμβουλών σε αυτά ως προς τις διάφορες δυνατότητές που τους παρέχονται. Οι νομικές συμβουλές θα πρέπει να παρέχονται από πρόσωπο που έχει δεχθεί την κατάλληλη νομική κατάρτιση, χωρίς απαραιτήτως να είναι δικηγόρος. Οι νομικές συμβουλές και, ανάλογα με τον ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη, η νομική εκπροσώπηση πρέπει να παρέχονται δωρεάν τουλάχιστον όταν το θύμα δεν έχει επαρκείς οικονομικούς πόρους κατά τρόπο σύμφωνο με τις εσωτερικές διαδικασίες των κρατών μελών. Δεδομένου ότι θύματα παιδικής ηλικίας δεν είναι πιθανόν να διαθέτουν τέτοιους πόρους, η παροχή νομικών συμβουλών και νομικής εκπροσώπησης θα τους παρέχεται στην πράξη δωρεάν. Επιπλέον, με βάση τη μεμονωμένη αξιολόγηση κινδύνου που διεξάγεται σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, τα θύματα θα πρέπει να προστατεύονται από αντίποινα, εκφοβισμό και από τον κίνδυνο να πέσουν και πάλι θύματα εμπορίας.

(13)  Τα θύματα της εμπορίας ανθρώπων που έχουν ήδη υποστεί την κακοποίηση και την εξευτελιστική μεταχείριση που συνεπάγεται συνήθως η εμπορία ανθρώπων, όπως σεξουαλική εκμετάλλευση, βιασμό, πρακτικές δουλείας και την αφαίρεση οργάνων, θα πρέπει να προστατεύονται από επακόλουθη θυματοποίηση και περαιτέρω τραύματα κατά την ποινική διαδικασία. Θα πρέπει να αποφεύγεται η άσκοπη επανάληψη των ακροάσεων στη διάρκεια της έρευνας, της δίωξης και της δίκης, όπου είναι δυνατόν παραδείγματος χάριν, μέσω της παραγωγής, το συντομότερο δυνατόν κατά τη διαδικασία, των ακροάσεων σε βιντεοσκόπηση. Προς τον σκοπό αυτό, τα θύματα εμπορίας θα πρέπει, κατά την ποινική έρευνα και διαδικασία να τυγχάνουν της κατάλληλης μεταχείρισης για τις ατομικές τους ανάγκες. Η αξιολόγηση των ατομικών αναγκών θα λαμβάνει υπόψη παράγοντες όπως η ηλικία, εγκυμοσύνη, υγεία, αναπηρία και άλλες ατομικές συνθήκες, καθώς επίσης και τις σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες του ποινικού αδικήματος το οποίο υπέστη το θύμα. Η απόφαση εφαρμογής ή μη της μεταχείρισης αυτής και ο τρόπος εφαρμογής λαμβάνεται για κάθε απόφαση χωριστά, τηρουμένων των κριτηρίων που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία τους καθώς και της εξουσίας εκτίμησης, της πρακτικής και των κατευθύνσεων των δικαστηρίων.

(13α) Τα μέτρα συνδρομής και στήριξης παρέχονται στα θύματα μετά από προηγούμενη ενημέρωσή τους και συναίνεσή τους. Τα θύματα θα πρέπει συνεπώς να ενημερώνονται ως προς τα σημαντικά στοιχεία των μέτρων αυτών, ενώ τα μέτρα δεν πρέπει να τους επιβάλλονται. Η άρνηση των θυμάτων να δεχθούν τα μέτρα συνδρομής ή στήριξης δεν συνεπάγεται υποχρέωση για τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών να παράσχουν στα θύματα εναλλακτικά μέτρα.

(14)  Επιπλέον των μέτρων που προβλέπονται για όλα τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι προβλέπονται ειδικά μέτρα συνδρομής, στήριξης και προστασίας για τα θύματα παιδικής ηλικίας. Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να παρέχονται με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού και σύμφωνα με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού. Όταν η ηλικία του προσώπου που υπέστη το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων είναι αβέβαιη και υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι το πρόσωπο είναι κάτω των 18 ετών, το πρόσωπο θεωρείται κατά τεκμήριο παιδί και τυγχάνει άμεσης συνδρομής, στήριξης και προστασίας. Τα μέτρα συνδρομής και στήριξης θυμάτων παιδικής ηλικίας θα πρέπει να επικεντρώνονται στη σωματική και ψυχολογική αποκατάστασή τους και σε μια βιώσιμη λύση για το εν λόγω πρόσωπο. Η πρόσβαση στην εκπαίδευση θα βοηθά τα παιδιά να επανενταχθούν στην κοινωνία. Επειδή τα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων είναι ιδιαίτερα ευάλωτα, θα πρέπει να υπάρξουν πρόσθετα μέτρα προστασίας που θα τα καλύψουν κατά τις συνεντεύξεις που αποτελούν τμήμα της ποινικής έρευνας και διαδικασίας.

(14α) Θα πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στα θύματα εμπορίας που είναι ασυνόδευτα παιδιά καθόσον χρήζουν ειδικής συνδρομής και στήριξης διότι είναι ιδιαίτερα ευάλωτα. Από τη στιγμή που αναγνωριστεί ένα ασυνόδευτο παιδί ως θύμα εμπορίας ανθρώπων και έως ότου εξευρεθεί μόνιμη λύση, τα κράτη μέλη θέτουν σε εφαρμογή κατάλληλα για τις ανάγκες των παιδιών μέτρα υποδοχής και διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται οι προσήκουσες διαδικαστικές διασφαλήσεις. Πρέπει να λαμβάνονται τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζεται ότι, κατά περίπτωση, διορίζεται κηδεμόνας ή/και εκπρόσωπος για να διαφυλάξει τα συμφέροντα του ανηλίκου. Οι αποφάσεις ως προς το μέλλον κάθε ασυνόδευτου παιδιού θύματος πρέπει να λαμβάνονται σε πολύ σύντομο διάστημα με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων που βασίζονται σε ατομική αξιολόγηση των συμφερόντων των παιδιών, τα οποία έχουν πρωταρχική σημασία. Μόνιμη λύση μπορεί να είναι η επιστροφή και επανένταξη στη χώρα καταγωγής ή στη χώρα επιστροφής, η ένταξη στην κοινωνία υποδοχής, η χορήγηση του διεθνούς καθεστώτος προστασίας ή άλλου καθεστώτος δυνάμει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών.

(14β) Όταν ορίζεται, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, κηδεμόνας ή/και εκπρόσωπος για τα παιδιά, οι ρόλοι αυτοί μπορούν να επιτελούνται από το ίδιο πρόσωπο ή από νομικό πρόσωπο, ίδρυμα ή αρχή.

(15)  Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να θεσπίσει ή/και να ενισχύσει τις πολιτικές παρεμπόδισης της εμπορίας ανθρώπων καθώς επίσης να λάβει μέτρα για την αποθάρρυνση και τον περιορισμό της ζήτησης που ευνοεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης, καθώς και μέτρα για να περιοριστεί ο κίνδυνος ύπαρξης θυμάτων, και τούτο μέσω της έρευνας, συμπεριλαμβανομένης της έρευνας σχετικά με νέες μορφές εμπορίας ανθρώπων, της πληροφόρησης, της ευαισθητοποίησης και της εκπαίδευσης. Κατά τις πρωτοβουλίες αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσεγγίζουν το θέμα λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση του φύλου και τα δικαιώματα των παιδιών. Κάθε λειτουργός που ενδέχεται να έρθει σε επαφή με θύματα ή με ενδεχόμενα θύματα εμπορίας ανθρώπων πρέπει να είναι δεόντως καταρτισμένος προκειμένου να μπορεί να εντοπίζει τα θύματα και να ασχολείται με αυτά. Η εν λόγω υποχρέωση επιμόρφωσης θα πρέπει να προωθηθεί για τα μέλη των κατωτέρω κατηγοριών εφόσον ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με τα θύματα: αστυνομικούς υπαλλήλους, μεθοριακούς φρουρούς, υπαλλήλους υπηρεσιών που αφορούν μετανάστες, εισαγγελείς, δικηγόρους, δικαστές και υπαλλήλους στο χώρο της δικαιοσύνης, επιθεωρητές εργασίας, κοινωνικούς λειτουργούς, προσωπικό υπηρεσιών παιδικής μέριμνας και υγειονομικής περίθαλψης και προξενικό προσωπικό, αλλά, ανάλογα με τοπικές συνθήκες, θα μπορούσε να αφορά και άλλες ομάδες δημοσίων λειτουργών που ενδέχεται να συναντήσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων κατά την άσκηση της εργασίας τους.

(16)  Η οδηγία 2009/52/EΚ προβλέπει την επιβολή κυρώσεων στους εργοδότες που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι, μολονότι δεν έχουν κατηγορηθεί ή καταδικαστεί για εμπορία ανθρώπων, χρησιμοποιούν την εργασία ή τις υπηρεσίες προσώπου, γνωρίζοντας ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι θύμα εμπορίας. Πέραν αυτού, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων σε εκείνους που χρησιμοποιούν οποιαδήποτε υπηρεσία παρέχεται από θύμα εμπορίας, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για θύμα εμπορίας. Αυτή η ευρύτερη ποινικοποίηση θα μπορούσε να συμπεριλάβει εργοδότες νομίμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και υπηκόων της Ένωσης, καθώς και τους αγοραστές σεξουαλικών υπηρεσιών από οποιοδήποτε θύμα εμπορίας, ανεξαρτήτως της εθνικότητάς τους.

(17)  Από τα κράτη μέλη θα πρέπει να δημιουργηθούν εθνικά συστήματα παρακολούθησης, όπως οι εθνικοί εισηγητές ή ανάλογοι μηχανισμοί, κατά τον τρόπο που αυτά θεωρούν κατάλληλο σύμφωνα με την εσωτερική τους οργάνωση και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη ελάχιστης υποδομής για συγκεκριμένα καθήκοντα, με σκοπό τη διενέργεια εκτιμήσεων σχετικά με τις τάσεις που επικρατούν στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων, τη συγκέντρωση στατιστικών στοιχείων, τη στάθμιση των αποτελεσμάτων των ενεργειών κατά της εμπορίας, καθώς και την τακτική υποβολή αναφορών ▌. Οι εθνικοί εισηγητές ή ισοδύναμοι μηχανισμοί περιλαμβάνονται ήδη σε άτυπο δίκτυο της Ένωσης που έχει συσταθεί με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου της 4ης Ιουνίου 2009. Ο Συντονιστής Δράσης κατά της Εμπορίας θα συμμετέχει στις εργασίες του Δικτύου αυτού το οποίο παρέχει στην Ένωση και στα κράτη μέλη της αντικειμενικές, αξιόπιστες, συγκρίσιμες και επικαιροποιημένες στρατηγικές πληροφορίες στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων και ανταλλαγές εμπειρίας και βέλτιστων πρακτικών για την πρόληψη και καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων σε επίπεδο Ένωσης. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στις κοινές δραστηριότητες των εθνικών εισηγητών ή των ισοδύναμων μηχανισμών.

(17α) Για την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της δράσης κατά της εμπορίας, η Ένωση θα πρέπει να εξακολουθήσει να εξελίσσει τις εργασίες της ως προς τη μεθοδολογία και τις μεθόδους συλλογής δεδομένων για την παραγωγή συγκρίσιμων στατιστικών στοιχείων

(17β) Με γνώμονα το πρόγραμμα της Στοκχόλμης και με σκοπό την ανάπτυξη ενοποιημένης προσέγγισης της Ένωσης κατά της εμπορίας που θα αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση της δέσμευσης της Ένωσης και των κρατών μελών της καθώς και των προσπαθειών τους για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας, τα κράτη μέλη πρέπει να διευκολύνουν τα καθήκοντα του Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας. Στις ενέργειες αυτές περιλαμβάνονται παραδείγματος χάριν η βελτίωση του συντονισμού και της συνοχής μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης καθώς και μεταξύ των κρατών μελών και των διεθνών φορέων, η συμβολή στη χάραξη υφιστάμενων ή νέων ενωσιακών πολιτικών και στρατηγικών για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων ή η υποβολή εκθέσεων στα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

(17γ) Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να τροποποιήσει και να επεκτείνει τις διατάξεις της απόφασης πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ της 19ης Ιουλίου 2002 για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων[14]. Δεδομένου ότι οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν είναι ουσιαστικές ως προς τον αριθμό και τη φύση, η απόφαση πλαίσιο θα πρέπει για λόγους σαφήνειας να αντικατασταθεί στο σύνολό της.

(18)  Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας, τα κράτη μέλη ενθαρρύνονται να εκπονήσουν, για λογαριασμό τους και προς το συμφέρον της Ένωσης, τους δικούς τους πίνακες που στο μέτρο του δυνατού, θα απεικονίζουν τη συσχέτιση της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα που έλαβαν για τη μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο, και να δημοσιοποιήσουν τους πίνακες αυτούς.

(19)  Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, συγκεκριμένα η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από μόνα τα κράτη μέλη και μπορεί, ως εκ τούτου, λόγω της κλίμακας και των συνεπειών της ενέργειας, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ένωση μπορεί να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου.

(20)  Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδιαίτερα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την απαγόρευση της δουλείας, της καταναγκαστικής εργασίας και της εμπορίας ανθρώπων, την απαγόρευση των βασανιστηρίων και των απάνθρωπων και εξευτελιστικών ποινών ή μεταχείρισης, τα δικαιώματα του παιδιού, το δικαίωμα της ελευθερίας και της ασφάλειας, την ελεύθερη έκφραση και πληροφόρηση, την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτης δίκης, και τις αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας αξιόποινων πράξεων και ποινών. Ειδικότερα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να εξασφαλίσει την πλήρη τήρηση αυτών των δικαιωμάτων και αρχών και πρέπει να εφαρμόζεται ανάλογα.

(21) Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ▌ η Ιρλανδία έχει κοινοποιήσει ότι επιθυμεί να συμμετάσχει στην έκδοση και την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.

(22)  Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 21) για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτώνται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και με την επιφύλαξη του άρθρου 4 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας οδηγίας και δεν θα δεσμεύεται από αυτήν ούτε θα υπόκειται στην εφαρμογή της.

(23) Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του Πρωτοκόλλου (αριθ. 22) σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετέχει στη θέσπιση της παρούσας οδηγίας και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

Άρθρο 1

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ελάχιστους κανόνες σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων. Αποβλέπει επίσης στην θέσπιση ορισμένων κοινών διατάξεων, λαμβάνοντας υπόψη τη διάσταση του φύλου, που θα ενισχύσουν την πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία των θυμάτων.

Άρθρο 2

Αδικήματα σχετικά με την εμπορία ανθρώπων

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τιμωρούνται οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:

Η πρόσληψη, μεταφορά, διακίνηση, στέγαση ή υποδοχή προσώπων, συμπεριλαμβανομένης και της ανταλλαγής ή της μεταβίβασης εξουσίας επί των προσώπων αυτών, με την απειλή της χρήσης ή τη χρήση βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, με απαγωγή, απάτη, παραπλάνηση, κατάχρηση εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή με πληρωμή ή αποδοχή χρημάτων ή άλλων απολαβών για την εξασφάλιση της συναίνεσης προσώπου κατέχοντος εξουσία επί ενός άλλου, για σκοπούς εκμετάλλευσης.

2.      Ως κατάχρηση ευάλωτης κατάστασης νοείται η κατάσταση στην οποία το σχετικό πρόσωπο δεν έχει άλλη πραγματική ή παραδεκτή επιλογή από το να υποστεί τη συγκεκριμένη κατάχρηση.

3.      Η εκμετάλλευση περιλαμβάνει, τουλάχιστον, την εκμετάλλευση της εκπόρνευσης άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την καταναγκαστική παροχή εργασίας ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της επαιτείας, τη δουλεία ή άλλες πρακτικές παρεμφερείς προς τη δουλεία, την οικιακή δουλεία, την εκμετάλλευση εγκληματικών δραστηριοτήτων ή την αφαίρεση οργάνων.

4.      Η συναίνεση του θύματος εμπορίας ανθρώπων με σκοπό την εκμετάλλευσή του, σκοπούμενη ή πραγματική, είναι αδιάφορη εάν έχουν χρησιμοποιηθεί τα μέσα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1.

5.      Όταν η πράξη που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αφορά παιδί, συνιστά αξιόποινη πράξη εμπορίας ανθρώπων ακόμη και εάν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί τα μέσα που προσδιορίζονται στην παράγραφο 1.

6.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ως «παιδί» νοείται κάθε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών.

Άρθρο 3

Υποκίνηση, υποβοήθηση, συνεργία και απόπειρα

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τιμωρείται η υποκίνηση, η υποβοήθηση, η συνεργία ή η απόπειρα διάπραξης αδικήματος που αναφέρεται στο άρθρο 2.

Άρθρο 4

Κυρώσεις

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τιμωρούνται τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 με στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον πέντε έτη.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τιμωρούνται τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 2 με στερητική της ελευθερίας ποινή το ανώτατο όριο της οποίας ανέρχεται σε τουλάχιστον δέκα έτη στις περιπτώσεις που το αδίκημα διεπράχθη υπό μία από τις ακόλουθες περιστάσεις:

(α)     ▌

το αδίκημα διεπράχθη εις βάρος ιδιαίτερα ευάλωτου θύματος, το οποίο βάσει της παρούσας οδηγίας, περιλαμβάνει τουλάχιστον θύματα παιδικής ηλικίας ▌,

(β)     το αδίκημα διεπράχθη στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης κατά την έννοια της απόφασης-πλαίσιο του Συμβουλίου 2008/841/ΔΕΥ της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος[15],

(γ)     το αδίκημα, εσκεμμένα ή λόγω σοβαρής αμέλειας, έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του θύματος,

(δ)     το αδίκημα διεπράχθη με τη χρήση σοβαρής βίας ή προκάλεσε ιδιαίτερα σοβαρή βλάβη στο θύμα.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαιτούμενα μέτρα ώστε να διασφαλίζουν ότι το αναφερόμενο στο άρθρο 2 αδίκημα που διαπράττεται από δημόσιους λειτουργούς κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους θεωρείται επιβαρυντική περίσταση.

4.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στο άρθρο 3 τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινές, οι οποίες μπορούν να συνδυασθούν με έκδοση.

Άρθρο 5

Ευθύνη νομικών προσώπων

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 τα οποία διαπράττονται προς όφελός τους από οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε ενεργεί ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου, το οποίο κατέχει ιθύνουσα θέση εντός του νομικού προσώπου, με βάση:

(α)   την εξουσία αντιπροσώπευσης του νομικού προσώπου, ή

(β)   την εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή

(γ)   την εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.

2.      Επίσης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα νομικά πρόσωπα μπορούν να υπέχουν ευθύνη και στις περιπτώσεις όπου η απουσία εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 κατέστησε δυνατή τη διάπραξη αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 προς όφελος του συγκεκριμένου νομικού προσώπου από πρόσωπο που ενεργεί υπό τη δικαιοδοσία του.

3.      Η ευθύνη του νομικού προσώπου βάσει των παραγράφων 1 και 2 δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικών προσώπων που συμμετέχουν ως αυτουργοί, ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί σε αδίκημα που αναφέρεται στα άρθρα 2 και 3.

4.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ως «νομικό πρόσωπο» νοείται κάθε οντότητα που έχει νομική προσωπικότητα σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, εξαιρουμένων των κρατών ή δημοσίων οργανισμών που ασκούν κρατική εξουσία και των δημοσίων διεθνών οργανισμών.

Άρθρο 6

Κυρώσεις εις βάρος νομικών προσώπων

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι το νομικό πρόσωπο το οποίο υπέχει ευθύνη βάσει του άρθρου 5 παράγραφοι 1 και 2 υπόκειται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται χρηματικές ποινές ή πρόστιμα, και, ενδεχομένως, άλλες κυρώσεις, όπως:

(α)     αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις,

(β)     μέτρα προσωρινής ή οριστικής απαγόρευσης της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας,

(γ)     θέση υπό δικαστική εποπτεία,

(δ)     δικαστική εκκαθάριση,

(ε)     προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.

Άρθρο 6α

Κατάσχεση και δήμευση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε κατασχέσεις και δημεύσεις των οργάνων και προϊόντων που προέρχονται από ποινικά αδικήματα που περιγράφονται στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 7

Μη άσκηση δίωξης ή μη επιβολή ποινικών κυρώσεων στα θύματα

Τα κράτη μέλη, σύμφωνα με τις βασικές αρχές των νομικών συστημάτων τους, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να παρέχουν στις αρμόδιες εθνικές αρχές τις εξουσίες για μη άσκηση δίωξης ή μη επιβολή κυρώσεων σε θύματα εμπορίας ανθρώπων λόγω της συμμετοχής τους σε εγκληματικές δραστηριότητες εφόσον η συμμετοχή αυτή ήταν άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι αποτέλεσαν θύματα των αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 2.

Άρθρο 8

Ποινική έρευνα και δίωξη

1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 δεν εξαρτώνται από μήνυση ή καταγγελία του θύματος και ότι η ποινική διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και αν το θύμα αποσύρει την κατάθεσή του.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν, εφόσον τούτο οφείλεται στο χαρακτήρα του αδικήματος, ότι τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 διώκονται για ικανό χρονικό διάστημα μετά την ενηλικίωση του θύματος.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι τα πρόσωπα, οι μονάδες ή οι υπηρεσίες που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, τυγχάνουν της ανάλογης επιμόρφωσης.

4.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να τεθούν στη διάθεση των προσώπων, μονάδων ή υπηρεσιών που είναι επιφορτισμένες με την ποινική έρευνα και δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, αποτελεσματικά εργαλεία έρευνας, όπως αυτά που χρησιμοποιούνται κατά του οργανωμένου εγκλήματος ή άλλων σοβαρών εγκλημάτων.

Άρθρο 9

Δικαιοδοσία

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να θεμελιώσουν τη δικαιοδοσία τους για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 όταν:

(α)   το αδίκημα διαπράττεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφός τους, ή

(β)   ο δράστης του αδικήματος είναι υπήκοος του ▌.

2.      Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με την απόφασή τους να θεμελιώσουν περαιτέρω δικαιοδοσία για τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 τα οποία έχουν διαπραχθεί εκτός του εδάφους τους, π.χ. όταν:

(α)  το αδίκημα διαπράττεται εναντίον υπηκόων του ή προσώπων που έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους, ή

(β)   το αδίκημα διαπράττεται προς όφελος νομικού προσώπου εγκατεστημένου στο έδαφός του· ή

(γ)    ο δράστης έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος αυτού του κράτους μέλους.▌

3.      Για την ποινική δίωξη των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3 που διαπράττονται εκτός του εδάφους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, κάθε κράτος μέλος λαμβάνει, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο β), και δύναται να λάβει, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι η δικαιοδοσία του δεν εξαρτάται από τον όρο ότι:

(α)   οι συγκεκριμένες πράξεις συνιστούν ποινικά αδικήματα στον τόπο που διαπράχθηκαν, ή

(β)   ποινική δίωξη μπορεί να κινηθεί μόνο μετά από μήνυση του θύματος στον τόπο τέλεσης του αδικήματος ή καταγγελία προερχόμενη από το κράτος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε το αδίκημα.

Άρθρο 10

Παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα εμπορίας ανθρώπων

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα πριν, κατά τη διάρκεια και για κατάλληλο χρονικό διάστημα μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας, ώστε να τους δώσουν τη δυνατότητα να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ, καθώς και στην παρούσα οδηγία.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι παρέχεται συνδρομή και στήριξη σε ένα πρόσωπο αμέσως μόλις οι αρμόδιες αρχές έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι έχει διαπραχθεί εις βάρος του συγκεκριμένου προσώπου κάποιο εκ των αδικημάτων που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3.

3.     Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι η παροχή συνδρομής και στήριξης σε θύμα δεν εξαρτάται από την προθυμία του θύματος να συνεργαστεί σε ποινική έρευνα, δίωξη και δίκη με την επιφύλαξη της οδηγίας 2004/81/ΕΚ ή παρόμοιες εθνικές ρυθμίσεις.

4.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συσταθούν κατάλληλοι μηχανισμοί που αποβλέπουν στον έγκαιρο εντοπισμό θυμάτων και στην παροχή συνδρομής και βοήθειας σε αυτά, σε συνεργασία με τις σχετικές οργανώσεις στήριξης.

5.      Τα μέτρα συνδρομής και στήριξης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 παρέχονται μετά από προηγούμενη ενημέρωσή τους και συναίνεσή τους και περιλαμβάνουν τουλάχιστον επίπεδα ζωής ικανά να εξασφαλίσουν τη διαβίωση των θυμάτων με μέτρα όπως η παροχή κατάλληλης και ασφαλούς στέγης και υλική βοήθεια καθώς και ιατρική περίθαλψη συμπεριλαμβανομένης και της ψυχολογικής βοήθειας, παροχή συμβουλών και ενημέρωση, υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας κατά περίπτωση ▌.

6.      Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 5 καλύπτουν, κατά περίπτωση, πληροφορίες ως προς την περίοδο περίσκεψης και ανάκαμψης δυνάμει της οδηγίας 2004/81/EΚ, και πληροφορίες ως προς τη δυνατότητα παροχής διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2004/83/EΚ[16] του Συμβουλίου και της οδηγίας 2005/85/EΚ[17] του Συμβουλίου ή δυνάμει διεθνών πράξεων ή άλλων συναφών εθνικών ρυθμίσεων.

7.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τα θύματα με ειδικές ανάγκες, που προκύπτουν ειδικότερα από εγκυμοσύνη, την κατάσταση της υγείας, αναπηρία, διανοητικές ή ψυχολογικές διαταραχές, ή σοβαρές μορφές ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας.

Άρθρο 11

Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας

1.      Τα μέτρα προστασίας που αναφέρονται στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται επί πλέον των δικαιωμάτων που καθορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ.

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων έχουν πρόσβαση χωρίς καθυστέρηση ▌σε νομικές συμβουλές και, ανάλογα με τον ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη, σε νομική εκπροσώπηση, μεταξύ άλλων και για την απαίτηση αποζημίωσης. Οι νομικές συμβουλές και η νομική εκπροσώπηση πρέπει να παρέχονται δωρεάν εφόσον το θύμα δεν διαθέτει επαρκείς οικονομικούς πόρους. ▌

3.      

Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων τυγχάνουν της δέουσας προστασίας βάσει ατομικής αξιολόγησης κινδύνου, μεταξύ άλλων έχοντας πρόσβαση σε προγράμματα προστασίας μαρτύρων ή άλλα παρόμοια μέτρα, αν χρειάζεται και σύμφωνα με τους λόγους που ορίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες και διαδικασίες.

4.      Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων υπεράσπισης, και λαμβανομένης υπόψη της ατομικής αξιολόγησης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών της προσωπικής κατάστασης του θύματος, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης που αποβλέπει στην αποτροπή επακόλουθης θυματοποίησης, αποφεύγοντας στο μέτρο του δυνατού, και τηρουμένων των κριτηρίων που ορίζονται στην εθνική νομοθεσία καθώς και της εξουσίας εκτίμησης, της πρακτικής και των κατευθύνσεων των δικαστηρίων, τα ακόλουθα:

         (α)   κάθε άσκοπη επανάληψη συνεντεύξεων κατά το στάδιο της διερεύνησης, δίωξης και εκδίκασης

         (β)   κάθε οπτική επαφή μεταξύ θυμάτων και εναγομένων συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης, όπως π.χ. σε συνεντεύξεις και σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μέσα, μεταξύ των οποίων και η χρήση της κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών,

         (γ)   κάθε κατάθεση σε δημόσια συνεδρίαση, και

         (δ)   άσκοπες ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή των θυμάτων.

Άρθρο 12

Γενικές διατάξεις για τα μέτρα συνδρομής, στήριξης και προστασίας των παιδιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων

1.      Στα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων παρέχεται συνδρομή, στήριξη και προστασία ▌. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να εφαρμόζονται με γνώμονα το ύψιστο συμφέρον του παιδιού.

2.  Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε σε περίπτωση αβεβαιότητας όσον αφορά την ηλικία του θύματος εμπορίας ανθρώπων και όταν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι πρόκειται περί παιδιού, το εν λόγω πρόσωπο να θεωρείται κατά τεκμήριο παιδί και να αποκτά άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία, σύμφωνα με τα άρθρα 13 και 14.

Άρθρο 13

Παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα παιδικής ηλικίας ▌

1.     Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι ειδικές ενέργειες που προορίζονται να συνδράμουν και να στηρίξουν τα παιδιά που είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στο πλαίσιο της φυσικής και ψυχοκοινωνικής αποκατάστασής τους, θεσπίζονται μετά από ατομική εκτίμηση της προσωπικής κατάστασης καθενός παιδιού θύματος, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την άποψή του, τις ανάγκες του και τις ανησυχίες του με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων για το παιδί. Εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, τα κράτη μέλη παρέχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση σε θύματα παιδικής ηλικίας και σε παιδιά θυμάτων, στα οποία παρέχεται συνδρομή και στήριξη σύμφωνα με το άρθρο 10 της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

1α.   Τα κράτη μέλη διορίζουν κηδεμόνα ή εκπρόσωπο για το παιδί που είναι θύμα εμπορίας ανθρώπων, μόλις αυτό χαρακτηρισθεί από τις αρχές ως θύμα όταν, βάσει της εθνικής νομοθεσίας, οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού, αποκλείονται από τη διασφάλιση του ύψιστου συμφέροντος του παιδιού ή/και από την εκπροσώπηση του παιδιού .

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν συνδρομή και στήριξη στην οικογένεια του παιδιού που έχει πέσει θύμα εμπορίας ανθρώπων, όταν η οικογένεια ευρίσκεται στο έδαφος του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη, κατά περίπτωση και κατά το δυνατόν, εφαρμόζουν στην οικογένεια τις διατάξεις του άρθρου 4 της απόφασης-πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

3.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 10.

Άρθρο 14

Προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, ανάλογα με το ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη, ότι οι αρμόδιες αρχές διορίζουν ▌ εκπρόσωπο για το παιδί που έχει πέσει θύμα εμπορίας ανθρώπων, στην περίπτωση που, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του παιδιού θύματος ▌.

1α.   Τα κράτη μέλη, ανάλογα με τον ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη, εξασφαλίζουν ότι τα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων έχουν ▌ πρόσβαση χωρίς καθυστέρηση σε δωρεάν νομικές συμβουλές και δωρεάν νομική εκπροσώπηση, μεταξύ άλλων και για την απαίτηση αποζημίωσης, εκτός εάν έχουν επαρκή οικονομική κάλυψη.

2.      Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων υπεράσπισης, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας που αφορά τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3:

(α)   οι συνεντεύξεις με το θύμα παιδικής ηλικίας πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τότε που έχουν αναφερθεί τα γεγονότα στις αρμόδιες αρχές,

(β)   οι συνεντεύξεις με το θύμα παιδικής ηλικίας πραγματοποιούνται, εφόσον είναι αναγκαίο, σε χώρους σχεδιασμένους ή προσαρμοσμένους για τον σκοπό αυτό,

(γ)   οι συνεντεύξεις με το θύμα παιδικής ηλικίας διεξάγονται από επαγγελματίες εκπαιδευμένους προς τον σκοπό αυτό ή με τη βοήθειά τους,

(δ)   τα ίδια πρόσωπα, εάν αυτό είναι δυνατόν και κατά περίπτωση, διεξάγουν όλες τις συνεντεύξεις με το θύμα παιδικής ηλικίας,

(ε)   ο αριθμός των συνεντεύξεων είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένος και οι συνεντεύξεις διεξάγονται όπου αυτό είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς των ποινικών διαδικασιών,

(στ) το θύμα παιδικής ηλικίας μπορεί να συνοδεύεται από τον εκπρόσωπό του ή, κατά περίπτωση, ένα ενήλικα της επιλογής του, εκτός αν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση για το αντίθετο σχετικά με αυτό το πρόσωπο.

3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, όλες οι συνεντεύξεις με τα θύματα παιδικής ηλικίας ή, κατά περίπτωση, εκείνες που ο μάρτυρας είναι παιδί, μπορούν να μαγνητοσκοπηθούν, και ότι αυτές οι μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία κατά την ποινική διαδικασία, σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας.

4.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι, στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας σχετικά με τα αδικήματα που αναφέρονται στα άρθρα 2 και 3, ο δικαστής μπορεί να διατάξει ότι:

(α)   η ακροαματική διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί χωρίς την παρουσία κοινού, και

(β)   το θύμα παιδικής ηλικίας μπορεί να τύχει ακρόασης χωρίς να είναι παρόν, κυρίως με τη χρήση της κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών.

5.      Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη του άρθρου 11.

Άρθρο 14α

Συνδρομή, στήριξη και προστασία για ασυνόδευτα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων

1.        Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι ειδικές ενέργειες που προορίζονται να συνδράμουν και να στηρίξουν τα παιδιά που είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, συνεκτιμούν τις προσωπικές και ειδικές περιστάσεις των ασυνόδευτων παιδιών θυμάτων.

2.        Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα με σκοπό την εξεύρεση μόνιμων λύσεων που βασίζονται σε μεμονωμένη αξιολόγηση των βέλτιστων συμφερόντων των παιδιών.

3.        Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι, κατά περίπτωση, ορίζονται κηδεμόνες σε ασυνόδευτα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων.

4.        Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να διασφαλίσουν ότι, στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας, ανάλογα με τον ρόλο των θυμάτων στην οικεία δικαιοσύνη οι αρμόδιες αρχές διορίζουν αντιπρόσωπο για το παιδί όταν είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του.

5.        Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των άρθρων 13 και 14.

Άρθρο 14β

Αποζημίωση των θυμάτων

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα θύματα εμπορίας ανθρώπων έχουν πρόσβαση σε υφιστάμενα προγράμματα αποζημίωσης θυμάτων εγκλημάτων βίας εκ προθέσεως.

Άρθρο 15

Πρόληψη

1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα όπως εκπαίδευση και κατάρτιση για την αποθάρρυνση και μείωση της ζήτησης που ευνοεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης που συνδέονται με την εμπορία ανθρώπων.

2.      Τα κράτη μέλη προβαίνουν σε κατάλληλες ενέργειες και μέσω του Διαδικτύου, όπως ενημερωτικές εκστρατείες και εκστρατείες ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης, ενδεχομένως σε συνεργασία με τις σχετικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και άλλους ενδιαφερομένους φορείς, με στόχο την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και τον περιορισμό του κινδύνου που υφίσταται για τα άτομα, και ιδιαίτερα τα παιδιά, να πέσουν θύματα εμπορίας ανθρώπων.

3.      Τα κράτη μέλη προωθούν την τακτική επιμόρφωση των λειτουργών που ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με θύματα και δυνητικά θύματα εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών που εργάζονται στην πρώτη γραμμή, ▌με σκοπό να τους δοθεί η δυνατότητα να εντοπίζουν και να αναλαμβάνουν τα θύματα και τα δυνητικά θύματα της εμπορίας ανθρώπων.

4.      Προκειμένου να καταστεί αποτελεσματικότερη η πρόληψη και η καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αποθαρρύνοντας τη ζήτηση, τα κράτη μέλη εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης μέτρων για την ποινικοποίηση της χρήσης υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της εκμετάλλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 εφόσον ο χρήστης γνωρίζει ότι το πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες είναι θύμα ενός εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Άρθρο 16

Εθνικοί εισηγητές ή ισοδύναμοι μηχανισμοί

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον διορισμό εθνικών εισηγητών ή τη δημιουργία άλλων ανάλογων μηχανισμών. Τα καθήκοντα των μηχανισμών αυτών περιλαμβάνουν τη διεξαγωγή εκτιμήσεων σχετικά με τις τάσεις ως προς την εμπορία ανθρώπων, τη στάθμιση των αποτελεσμάτων των ενεργειών κατά της εμπορίας, καθώς και της συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων σε στενή συνεργασία με τις σχετικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό, καθώς και την υποβολή αναφορών ▌.

«Άρθρο 16α

Συντονισμός της στρατηγικής της Ένωσης όσον αφορά την εμπορία ανθρώπων

Για να συμβάλουν στη συντονισμένη και ενοποιημένη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της εμπορίας ανθρώπων, τα κράτη μέλη διευκολύνουν τα καθήκοντα του Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας (ΣΔΕ). Ειδικότερα τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στον ΣΔΕ τις πληροφορίες που εμφαίνονται στο άρθρο 16, βάσει των οποίων ο ΣΔΕ συμμετέχει στη σύνταξη έκθεσης από την Επιτροπή ανά διετία σχετικά με την πρόοδο που σημειώνεται στις ενέργειες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

Άρθρο 17

Αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2002/629/ ΔΕΥ

Η απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων αντικαθίσταται από την παρούσα πρόταση αναφορικά με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών ως προς τις προθεσμίες μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία.

Αναφορικά με τα κράτη μέλη που συμμετέχουν στην έκδοση της παρούσας οδηγίας, οι παραπομπές στην απόφαση πλαίσιο θεωρούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 18

Εφαρμογή

1.      Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο δύο έτη από την έκδοσή της. ▌

2.      Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή το κείμενο των διατάξεων για τη μεταφορά στην εθνική τους νομοθεσία των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας.

3.      Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα εν λόγω μέτρα, αυτά περιέχουν ή συνοδεύονται από παραπομπή στην παρούσα οδηγία κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Ο τρόπος της παραπομπής αυτής καθορίζεται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 19

Υποβολή εκθέσεων

1.      ▌ Η Επιτροπή, το αργότερο δύο έτη από την προθεσμία του άρθρου 18, υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση ▌ στην οποία αξιολογείται το κατά πόσον τα κράτη μέλη έχουν λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την συμμόρφωση προς την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης και της περιγραφής της δράσης που αναλαμβάνεται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 4), συνοδευόμενη, αν χρειάζεται, από νομοθετικές προτάσεις.

2.      Η Επιτροπή, το αργότερο τρία έτη από την προθεσμία του άρθρου 18, υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στην οποία αξιολογούνται οι επιπτώσεις των υφιστάμενων εθνικών νομοθεσιών βάσει των οποίων ποινικοποιούνται οι χρήστες υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της εκμετάλλευσης εμπορίας ανθρώπων περί πρόληψης της εμπορίας ανθρώπων, και η οποία συνοδεύεται, ενδεχομένως, από κατάλληλες προτάσεις.

Άρθρο 20

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την ▌ ημέρα της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 21

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη σύμφωνα με τις συνθήκες.

Τόπος και χρόνος,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο                    Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος                                                  Ο Πρόεδρος

___________

  • [1]  Γνωμοδότηση της 21.10.2010.
  • [2] * Τροπολογίες: το νέο ή τροποποιημένο κείμενο σημειώνεται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες· η διαγραφή κειμένου σημειώνεται με το σύμβολο ▌.
  • [3]            Γνώμη της 21ης Οκτωβρίου 2010.
  • [4]            ΕΕ L 203, 1.8.2002, σ. 1.
  • [5]            ΕΕ C 311, 9.12.2005, σ. 1
  • [6]            ΕΕ L 328, 15.12.2009, σ. 42.
  • [7]               ΕΕ L 261, 6.8.2004, σ. 19.
  • [8]               ΕΕ L 168, 30.6.2009, σ. 24.
  • [9]           ΕΕ L 190, 18.7.2002, σ. 1.
  • [10]           ΕΕ L 182, 5.7.2001, σ. 1.
  • [11]          ΕΕ L 68, 15.3.2005, σ. 49.
  • [12]           ΕΕ L 158, 30.4.2004, σ. 77.
  • [13]           ΕΕ L 82, 22.3.2001, σ. 1.
  • [14]             ΕΕ L 203, 1.8.2002, σ. 1.
  • [15]           ΕΕ L 300, 11.11.2008, σ. 42.
  • [16]             Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους
  • [17]             Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου της 1ης Δεκεμβρίου 2005 σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Η εμπορία ανθρώπων συνιστά σύγχρονη μορφή δουλείας, σοβαρό έγκλημα και σοβαρή παραβίαση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και υποβιβάζει τους ανθρώπους σε κατάσταση εξάρτησης με απειλές, βία και ταπείνωση,

Η εμπορία ανθρώπων συνιστά επίσης εξαιρετικά κερδοφόρα δραστηριότητα για το οργανωμένο έγκλημα, με δυνατότητες αποκόμισης πολύ μεγάλου κέρδους και περιορισμένους κινδύνους και μπορεί να προσλαμβάνει πολυάριθμες μορφές, καθότι μπορεί να σχετίζεται π.χ. με σεξουαλική εκμετάλλευση, εξαναγκασμένη εργασία, παράνομο εμπόριο οργάνων, επαιτεία, συμπεριλαμβανομένης της χρησιμοποίησης εξαρτωμένου ατόμου για σκοπούς επαιτείας, παράνομες υιοθετήσεις και οικιακή εργασία .

Οι διαστάσεις του φαινομένου είναι εντυπωσιακές, αλλά οπωσδήποτε όχι πλήρως γνωστές.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενίσχυσε τη δράση της ΕΕ στον τομέα της δικαστικής και αστυνομικής προστασίας σε ποινικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων, και το Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτης, συμμετέχει πλήρως στις σχετικές διαδικασίες.

Η Συνθήκη της Λισαβόνας περιέχει πολλαπλές παραπομπές στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων: Τα άρθρα 82 και 83 καθορίζουν τη νομική βάση για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων σχετικά με τον προσδιορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών και παιδιών. Εν τούτοις, το άρθρο 79 πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη καθότι καθορίζει τη νομική βάση στο πλαίσιο της κοινής πολιτικής στον τομέα της μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένου του θέματος της εμπορίας ανθρώπων.

Το νομικό πλαίσιο της ΕΕ για την εμπορία ανθρώπων βασίζεται επί του παρόντος κυρίως:

- στην απόφαση-πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ, της 19ης Ιουλίου 2002, για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, στόχος της οποίας είναι να διασφαλίσει έναν ελάχιστο βαθμό εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών·

- στην οδηγία 2004/81/ΕΚ, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές·

Από την πείρα προέκυψε ότι το νομικό αυτό πλαίσιο δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό και ότι η ΕΕ θα πρέπει να καταβάλει περισσότερες προσπάθειες. Με την προοπτική αυτή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε, το 2009, πρόταση για νέα απόφαση πλαίσιο. Λόγω της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή όλων των τρεχουσών νομοθετικών διαδικασιών, οι διαπραγματεύσεις στο Συμβούλιο δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στην επίσημη έγκριση της απόφασης πλαισίου, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε νέα πρόταση Οδηγίας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση - πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ(COM(2010)95 τελικό)

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως συννομοθέτης, είναι βαθιά προσηλωμένο από κοινού με την Επιτροπή και το Συμβούλιο στην ενίσχυση μιας αποτελεσματικής πολιτικής της ΕΕ για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

Στο ψήφισμά του, που ενέκρινε στις 20 Φεβρουαρίου 2010 (P7_TA(2010)0018), το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέφρασε μεταξύ άλλων την άποψη ότι:

α) πρέπει να αναπτυχθεί δράση κατά της εμπορίας ανθρώπων βάσει ολοκληρωμένης προσέγγισης με άξονα τα ανθρώπινα δικαιώματα, η οποία θα επικεντρώνεται στην καταπολέμηση και την πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και στην προστασία των θυμάτων·

β) πρέπει να υιοθετηθεί μια προσέγγιση που να επικεντρώνεται στα θύματα, ώστε να εντοπίζονται, να αποτελούν αντικείμενο στοχευμένων παρεμβάσεων και να προστατεύονται τα θύματα όλων των κατηγοριών, με ιδιαίτερη έμφαση στα παιδιά και σε άλλες ομάδες κινδύνου·

γ) πρέπει να δημιουργηθεί θέση Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας Ανθρώπων σε επίπεδο ΕΕ, ο οποίος θα συντονίζει τη δράση και τις πολιτικές της Ένωσης στον τομέα αυτό -συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων του δικτύου των εθνικών εισηγητών - και θα υποβάλλει εκθέσεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στη Μόνιμη Επιτροπή όσον αφορά την επιχειρησιακή συνεργασία για την εσωτερική ασφάλεια (COSI).

δ) οι πολιτικές για την εμπορία ανθρώπων πρέπει να καλύπτουν πτυχές που σχετίζονται με κοινωνικά ζητήματα και με την κοινωνική ένταξη, καθώς και να δίδουν έμφαση στην εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων και αποτελεσματικών τρόπων για την κοινωνική αποκατάσταση των θυμάτων, περιλαμβανομένων μέτρων που σχετίζονται με την αγορά εργασίας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης·

ε) πρέπει να δοθεί η δέουσα προσοχή στη διάσταση της εμπορίας θυμάτων που αφορά τις εξωτερικές σχέσεις, καθώς και στις πτυχές της που άπτονται των πολιτικών μετανάστευσης, ασύλου και επανένταξης·

στ) πρέπει να οργανωθούν εκστρατείες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης μέσω της εκπαίδευσης και του σχολικού συστήματος στις χώρες προέλευσης, διέλευσης και προορισμού θυμάτων εμπορίας ανθρώπων·

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι της άποψης ότι οι ποινές που επιβάλλονται στους διακινητές πρέπει να αυξηθούν στο επίπεδο που είχε προταθεί το 2009 και ότι πρέπει να εφαρμοστούν μέτρα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων.

Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι πεπεισμένο ότι η συνδρομή που παρέχεται στα θύματα, και κυρίως στα παιδιά θύματα, πρέπει να αναπτυχτεί περαιτέρω. Στις περιπτώσεις παιδιών θυμάτων, το ύψιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να είναι ο πρωταρχικός γνώμονας.

Επιπλέον, η ΕΕ όπως και τα κράτη μέλη πρέπει να καταβάλουν περισσότερες προσπάθειες για να αποθαρρύνουν τη ζήτηση, μεταξύ άλλων μέσω εκστρατειών ευαισθητοποίησης, επιμόρφωσης, κατάρτισης κλπ. Σε όλες τις ενέργειες αυτές θα λαμβάνεται πλήρως υπόψη η διάσταση του φύλου. Τα κράτη μέλη θα θεσπίσουν επίσης την ποινικοποίηση της ενσυνείδητης χρησιμοποίησης υπηρεσιών που παρέχονται από θύματα εμπορίας ανθρώπων. Η ποινικοποίηση αυτή είναι συνεπής προς τις άλλες πολιτικές της ΕΕ, στο πλαίσιο των οποίων η νομοθεσία ήδη επιβάλλει κυρώσεις σε εργοδότες που χρησιμοποιούν την εργασία θυμάτων εμπορίας, και θα έχει έντονο αποθαρρυντικό αποτέλεσμα.

Προκειμένου να σχηματιστεί καλύτερη και επακριβέστερη εικόνα του φαινομένου, είναι απαραίτητο να συγκεντρωθούν εναρμονισμένα δεδομένα, τα οποία θα πρέπει να περιλαμβάνουν τουλάχιστον στοιχεία όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων θυμάτων της εμπορίας ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένων δεδομένων που αφορούν το φύλο, την ηλικία, την υπηκοότητα των θυμάτων καθώς και όσον αφορά το είδος εμπορίας, το είδος υπηρεσιών για τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα θύματα, τον αριθμό των συλληφθέντων, διωχθέντων και καταδικασθέντων διακινητών καθώς και τους μηχανισμούς παραπομπής στις εθνικές αρμόδιες για το άσυλο αρχές.

Τέλος, τα καθήκοντα του Συντονιστή Δράσης κατά της Εμπορίας πρέπει να καθοριστούν βάσει σαφούς νομοθετικού πλαισίου.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ

Κύριο Juan Fernando López Aguilar

Πρόεδρο

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

και

Κυρία Eva-Britt Svensson

Πρόεδρο

Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων

ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ

Θέμα:             Γνωμοδότηση σχετικά με τη νομική βάση της πρότασης οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (κατάργηση της απόφασης πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ) (COM(2010)0095 – C7-0087/2010 – 2010/0065(COD))

Αξιότιμε κύριε López Aguilar, αξιότιμη κυρία Svensson,

Με επιστολή της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ζήτησε από την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων να εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κανονισμού, τη νομική βάση της πρότασης οδηγίας για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ.

Η Επιτροπή έχει προτείνει ως νομική βάση το άρθρο 82, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 83, παράγραφος 1 ΣΛΕΕ.

Η επιτροπή εξέτασε το εν λόγω ζήτημα κατά τη συνεδρίασή της στις 20 Σεπτεμβρίου 2010.

Ι. Ιστορικό

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για την εμπορία ανθρώπων αποτελείται, σε επίπεδο ΕΕ, από την απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ[1] του Συμβουλίου, την οδηγία 2004/81/ΕΚ[2] του Συμβουλίου και, σε διεθνές επίπεδο, από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της διασυνοριακής οργανωμένης εγκληματικότητας και ιδίως από το προσαρτημένο σε αυτή πρωτόκολλο για την πρόληψη, καταπολέμηση και καταστολή της εμπορίας ανθρώπων και ιδίως του εμπορίου γυναικών και παιδιών καθώς και από τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης σχετικά με τα μέτρα για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

Το 2009 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για μια νέα απόφαση πλαίσιο, η οποία απεσύρθη μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Είναι γνωστό ότι η Συνθήκη της Λισσαβόνας κατήργησε το προηγούμενο σύστημα των πυλώνων και σήμερα όλες οι νομοθετικές πράξεις που αφορούν τον χώρο της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, συμπεριλαμβανομένων των άρθρων 82 και 83 ΣΛΕΕ σχετικά με τη συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στο κεφάλαιο 4 του Τίτλου V, πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία.

Στις 29 Μαρτίου 2010 η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας (COM(2010)0095) για την κατάργηση της απόφασης πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ.

Κατά την κοινή συνεδρίαση της επιτροπής στις 2 Σεπτεμβρίου 2010, η Επιτροπή Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων και η Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων, που συνεργάζονται σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κανονισμού, πρότειναν να προστεθεί στο προοίμιο της προταθείσας οδηγίας μια αναφορά στο άρθρο 79, παράγραφος 2 ως συμπληρωματική νομική βάση.

Το άρθρο 79 ΣΛΕΕ, στο κεφάλαιο 2 του Τίτλου V, περιέχει διατάξεις σχετικά με την πολιτική για τη μετανάστευση η οποία είχε ήδη μεταφερθεί στον "κοινοτικό πυλώνα" πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβόνας.

Σύμφωνα με την έκθεση, η προσθήκη αναφοράς στο άρθρο 79 ΣΛΕΕ δικαιολογείται από την ανάγκη ύπαρξης συνοχής με τις Συνθήκες καθώς και με την αντίληψη ότι η ολιστική προσέγγιση της προταθείσας οδηγίας πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα τη συνοχή με άλλα συναφή νομικά μέσα και ότι η οδηγία δεν μπορεί να θίγει τους κανόνες που διέπουν την πολιτική για το άσυλο και την ανάγκη ενίσχυσης μιας συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά τις πολιτικές για το άσυλο. Επιπλέον, γίνεται αναφορά στο επιτεινόμενο φαινόμενο της εμπορίας ανθρώπων και της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και στο στόχο της ευρύτερης δυνατής προστασίας των θυμάτων.

ΙΙ. Τα σχετικά άρθρα της ΣΛΕΕ

Η Επιτροπή προτείνει ως νομική βάση τα άρθρα 82 και 83. Τα άρθρα αυτά ορίζουν τα εξής:

Άρθρο 82[3]

1. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις στην Ένωση θεμελιώνεται στην αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών και περιλαμβάνει την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στους τομείς που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και στο άρθρο 83.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα που αφορούν:

(α) ....·

(β) ....·

(γ) ....·

(δ) ....·

2. Κατά τον βαθμό που είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων και διαταγών καθώς και η αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες. Στους ελάχιστους αυτούς κανόνες συνεκτιμώνται οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών.

Οι ελάχιστοι αυτοί κανόνες αφορούν:

(α) ....·

(β) τα δικαιώματα των προσώπων στην ποινική διαδικασία,

(γ) τα δικαιώματα των θυμάτων της εγκληματικότητας,

(δ) ....

3. Όταν ένα μέλος του Συμβουλίου εκτιμά ότι σχέδιο οδηγίας προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 θίγει θεμελιώδεις πτυχές του συστήματός του ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η συνήθης νομοθετική διαδικασία αναστέλλεται. Αφού συζητήσει το ζήτημα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναπέμπει εντός τετραμήνου από την αναστολή αυτή το σχέδιο στο Συμβούλιο, θέτοντας τέρμα στην αναστολή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.

.....

Άρθρο 83

(πρώην άρθρο 31 της ΣΕΕ)

1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση.

Οι εν λόγω τομείς εγκληματικότητας είναι οι εξής: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα.

...

2. ....

3. Όταν ένα μέλος του Συμβουλίου εκτιμά ότι σχέδιο οδηγίας προβλεπόμενο στις παραγράφους 1 ή 2 θίγει θεμελιώδεις πτυχές του συστήματός του ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Στην περίπτωση αυτή, η συνήθης νομοθετική διαδικασία αναστέλλεται. Αφού συζητήσει το ζήτημα και εφόσον επιτευχθεί συναίνεση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναπέμπει, εντός τετραμήνου από την αναστολή αυτή, το σχέδιο στο Συμβούλιο, θέτοντας τέρμα στην αναστολή της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας.

Εντός της αυτής προθεσμίας, σε περίπτωση μη συμφωνίας, και εφόσον εννέα τουλάχιστον κράτη μέλη επιθυμούν να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία βάσει του συγκεκριμένου σχεδίου οδηγίας, τα εν λόγω κράτη μέλη ενημερώνουν σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή. Στην περίπτωση αυτή, η έγκριση για την καθιέρωση ενισχυμένης συνεργασίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και στο άρθρο 329, παράγραφος 1 της παρούσας Συνθήκης, θεωρείται ότι χορηγήθηκε και εφαρμόζονται οι διατάξεις περί ενισχυμένης συνεργασίας.

Οι αρμόδιες επιτροπές προτείνουν την προσθήκη της ακόλουθης διάταξης ως συμπληρωματική νομική βάση.

Άρθρο 79

1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή μεταναστευτική πολιτική, η οποία έχει ως στόχο να εξασφαλίζει, σε όλα τα στάδια, την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, τη δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη μέλη καθώς και την πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας ανθρώπων και την ενισχυμένη καταπολέμησή της.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, λαμβάνουν μέτρα σχετικά με τους ακόλουθους τομείς:

α) προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής, καθώς και κανόνες για τη χορήγηση από τα κράτη μέλη θεωρήσεων και αδειών διαμονής μακράς διαρκείας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αποσκοπούν στην επανένωση οικογενειών,

β) καθορισμός των δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα σε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων των όρων που διέπουν την ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στα άλλα κράτη μέλη,

γ) λαθρομετανάστευση και παράνομη διαμονή, καθώς και απομάκρυνση και επαναπατρισμός των παρανόμως διαμενόντων,

δ) καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών.

3. ...

4. ...

5. ...

ΙΙΙ. Νομολογία και νομική βάση[4]

Όταν ένα μέτρο έχει διττή στόχευση ή δύο συνιστώσες και η μία εξ αυτών αναγνωρίζεται ως η κύρια ή κυρίαρχη στόχευση ή συνιστώσα, η νομική βάση πρέπει να καθορίζεται βάσει του άρθρου της Συνθήκης που ανταποκρίνεται στην κύρια στόχευση ή την κύρια συνιστώσα της πράξης. Όταν, για παράδειγμα, η εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας έχει απλώς δευτερεύουσα σημασία για το μέτρο το οποίο επιδιώκει πρωτίστως έναν άλλο στόχο, τότε το μέτρο πρέπει να εγκρίνεται αποκλειστικά βάσει του συγκεκριμένου άρθρου της Συνθήκης, το οποίο ανταποκρίνεται στην κύρια ή στην πρωταρχική στόχευση ή συνιστώσα[5]. Το κριτήριο αυτό χαρακτηρίζεται συχνά ως κριτήριο "κέντρου βάρους".

Αντιστρόφως, ένα γενικό άρθρο της Συνθήκης αποτελεί επαρκή νομική βάση όταν το μέτρο αποσκοπεί στην εναρμόνιση εθνικών μέτρων, ακόμη και όταν το μέτρο επιδιώκει, δευτερευόντως, την επίτευξη ενός στόχου που προβλέπουν ειδικά άρθρα της Συνθήκης[6]. Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η επιλογή της νομικής βάσης για ένα κοινοτικό μέτρο πρέπει να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες επιδεκτικούς δικαστικού ελέγχου, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται ειδικότερα ο στόχος και το περιεχόμενο του μέτρου[7].

Κατ' αρχήν, ένα μέτρο πρέπει να στηρίζεται σε μια μόνο νομική βάση. Εάν από την εξέταση του στόχου και του περιεχομένου ενός κοινοτικού μέτρου προκύπτει ότι αυτό επιδιώκει ένα διττό στόχο ή ότι έχει μια διπλή συνιστώσα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής διαφόρων νομικών βάσεων και εφόσον ένας στόχος αναγνωρίζεται ως η κύρια ή πρωταρχική στόχευση ή συνιστώσα, ενώ ο άλλος είναι απλώς επικουρικός, το μέτρο πρέπει να βασιστεί σε μία και μόνο νομική βάση, δηλαδή τη νομική βάση που απαιτεί η κύρια ή η πρωταρχική στόχευση ή συνιστώσα[8].

Μόνο εάν, κατ' εξαίρεση, διαπιστώνεται ότι το μέτρο επιδιώκει συγχρόνως μια σειρά στόχων ή έχει διάφορες συνιστώσες που είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, χωρίς η μία εξ αυτών να είναι δευτερεύουσα και έμμεση σε σχέση με την άλλη, θα πρέπει το μέτρο να στηριχθεί σε διάφορες αντίστοιχες νομικές βάσεις, εφόσον οι σχετικές διαδικασίες είναι συμβατές μεταξύ τους[9].

Κατ' αρχήν, η προσφυγή σε μια διπλή νομική βάση δεν είναι δυνατή όταν οι διαδικασίες που θεσπίζονται για κάθε νομική βάση είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους[10].

IV. Επιλογή της νομικής βάσης από την Επιτροπή

Η Επιτροπή δικαιολογεί ως ακολούθως την προσφυγή της σε μια διπλή νομική βάση:

Στο πλαίσιο της καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων είναι αναγκαία η προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα του ποινικού δικαίου ώστε να βελτιωθεί η συνεργασία στις ποινικές υποθέσεις. Προς το σκοπό αυτό, η Συνθήκη προβλέπει ειδικά την έκδοση μόνο οδηγιών.

....

Η πρόταση θα επιτύχει την προσέγγιση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου των κρατών μελών, καθώς και των δικονομικών κανόνων, σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι η σημερινή απόφαση πλαίσιο, γεγονός που θα έχει θετικό αντίκτυπο στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και τη δικαστική συνεργασία, καθώς και στην παροχή προστασίας και συνδρομής στα θύματα.

...

V. Ανάλυση του σκοπού και του περιεχομένου της πρότασης οδηγίας

Προκειμένου να διαπιστωθεί ο σκοπός και το περιεχόμενο της πρότασης οδηγίας, πρέπει να εξετασθούν οι διατάξεις της.

Το άρθρο 1 ορίζει ότι η οδηγία αποβλέπει στη θέσπιση ελάχιστων κανόνων σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον τομέα της εμπορίας ανθρώπων. Αποβλέπει επίσης στη θέσπιση ορισμένων κοινών διατάξεων που θα ενισχύσουν την πρόληψη του εγκλήματος και την προστασία των θυμάτων.

Το άρθρο 2 ορίζει ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι ορισμένες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις τιμωρούνται ως αδικήματα σχετικά με την εμπορία ανθρώπων.

Το άρθρο 3 αφορά την ηθική αυτουργία, υποβοήθηση, συνεργία και απόπειρα.

Το άρθρο 4 περιέχει διατάξεις σχετικά με τις ποινές.

Τα άρθρα 5 και 6 αφορούν την ευθύνη των νομικών προσώπων και τις κυρώσεις εις βάρος τους.

Το άρθρο 7 αφορά την απουσία δίωξης ή επιβολής κυρώσεων στο θύμα.

Το άρθρο 8 περιέχει διατάξεις σχετικά με την ποινική έρευνα και δίωξη.

Το άρθρο 9 ρυθμίζει τη διεθνή δικαιοδοσία.

Το άρθρο 10 ρυθμίζει την παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα εμπορίας ανθρώπων.

Το άρθρο 11 περιέχει διατάξεις σχετικά με την προστασία των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας.

Το άρθρο 12 θεσπίζει γενικές διατάξεις για τα μέτρα συνδρομής, στήριξης και προστασίας των παιδιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων.

Το άρθρο 13 προβλέπει την παροχή συνδρομής και στήριξης σε παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων και το άρθρο 14 προβλέπει την προστασία των παιδιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων στο πλαίσιο ποινικής έρευνας και διαδικασίας.

Το άρθρο 15 περιέχει διατάξεις για την πρόληψη, δηλαδή ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την αποθάρρυνση της ζήτησης που ευνοεί όλες τις μορφές εκμετάλλευσης που συνδέονται με την εμπορία ανθρώπων και ότι προβαίνουν σε κατάλληλες ενέργειες, όπως ενημερωτικές εκστρατείες και εκστρατείες ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης, προγράμματα έρευνας και εκπαίδευσης και προώθηση της τακτικής επιμόρφωσης των λειτουργών που ενδέχεται να έλθουν σε επαφή με θύματα και δυνητικά θύματα, με σκοπό να τους δοθεί η δυνατότητα να εντοπίζουν και να αναλαμβάνουν τα θύματα και τα δυνητικά θύματα της εμπορίας ανθρώπων. Ορίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη εξετάζουν το ενδεχόμενο λήψης μέτρων για την ποινικοποίηση της χρήσης υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο της εκμετάλλευσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 εφόσον ο χρήστης γνωρίζει ότι το πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες είναι θύμα ενός εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

Το άρθρο 16 προβλέπει εθνικούς εισηγητές ή ανάλογους μηχανισμούς για τη διεξαγωγή εκτιμήσεων σχετικά με τις τάσεις ως προς την εμπορία ανθρώπων, τη στάθμιση των αποτελεσμάτων των ενεργειών κατά της εμπορίας καθώς και την τακτική υποβολή αναφορών στις αντίστοιχες εθνικές υπηρεσίες.

Το άρθρο 17 καταργεί την απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου. Το άρθρο 18 ρυθμίζει τη μεταφορά, το άρθρο 19 αφορά την υποβολή εκθέσεων και το άρθρο 20 ρυθμίζει την έναρξη ισχύος.

VI. Εκτίμηση

Από την προηγηθείσα ανάλυση του περιεχομένου της πρότασης οδηγίας προκύπτει ότι αυτή αφορά, στην πράξη, αποκλειστικά ζητήματα που εμπίπτουν στα άρθρα 82 και 83 ΣΛΕΕ, και ιδίως τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και κυρώσεων στους τομείς των ιδιαιτέρως σοβαρών εγκλημάτων με διασυνοριακή διάσταση όπως η εμπορία ανθρώπων που είναι αποτέλεσμα της φύσης ή των επιπτώσεων των αξιόποινων αυτών πράξεων ή της ιδιαίτερης ανάγκης καταπολέμησής τους σε μια κοινή βάση. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από τις τροπολογίες που έχουν κατατεθεί στις δύο αρμόδιες επιτροπές.

Κατά συνέπεια, και λαμβάνοντας υπόψη τη στενή ερμηνεία του Δικαστηρίου, η πρόταση οδηγίας πρέπει να βασιστεί στις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν το ποινικό δίκαιο και δεν υπάρχει λόγος να γίνεται αναφορά στο άρθρο για τη μεταναστευτική πολιτική.

V. Συμπέρασμα και σύσταση

Υπό το φως της προηγηθείσας ανάλυσης, εκτιμάται ότι δεν δικαιολογείται η προσθήκη του άρθρου 79, παράγραφος 2 ΣΛΕΕ ως νομική βάση.

Κατά τη συνεδρίαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2010 η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων αποφάσισε, συνεπώς, με μία αποχή[11] να σας απευθύνει την ακόλουθη σύσταση: η πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και για την προστασία των θυμάτων, με την οποία καταργείται η απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ, πρέπει να βασιστεί στη νομική βάση των άρθρων 82, παράγραφος 2 και 83, παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Με εκτίμηση,

Klaus-Heiner Lehne

  • [1]  Απόφαση πλαίσιο 2002/629/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002 σχετικά με την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων (ΕΕ L 203, 1.8.2002, σ. 1).
  • [2]  Οδηγία 2004/81/ΕΚ της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με τον τίτλο παραμονής που χορηγείται στους υπηκόους τρίτων χωρών θύματα εμπορίας ανθρώπων ή συνέργειας στη λαθρομετανάστευση, οι οποίοι συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές (ΕΕ L 261, 6.8.2004, σ. 19).
  • [3]  Υπογράμμιση του συντάκτη γνωμοδότησης.
  • [4]  Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στο Constitutional Law of the European Union, Lenaerts και Van Nuffel, Sweet & Maxwell, Λονδίνο. Η υπογράμμιση του συντάκτη γνωμοδότησης.
  • [5] Υπόθεση 68/86 Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1988] , σ. 855, παράγρ. 14-16· Υπόθεση C-70/88 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1991], σ. I-4529, παράγρ. 16-18· ΔΕΚ, Υπόθεση C-155/91 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1993], σ. I-939, παράγρ. 18-20· Υπόθεση C-187/93 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1994], σ. I-2857, παράγρ. 23-26· Υπόθεση C-426/93 Γερμανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1995], σ. I-3723, παράγρ. 33· Υπόθεση C-271/94 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1996], σ. I-1689, παράγρ. 28-32· Υπόθεση C-84/94 Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1996], σ. I-5755, παράγρ. 11-12 και 22· Joined Υπόθεση C-164-165/97 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή [1999], σ. I-1339, παράγρ. 16· Υπόθεση C-36/98 Ισπανία κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2001], σ. I-779, παράγρ. 59· Υπόθεση C-281/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2002], σ. I-12649, παράγρ. 33-49· Υπόθεση C-338/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2004], σ. I-4829, παράγρ. 55.
  • [6]  Υπόθεση C-377/98 Κάτω Χώρες κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή [2001], σ. I-7079, παράγρ. 27-28· Υπόθεση C-491/01 British American Tobacco (Investments) and Imperial Tobacco, Συλλογή [2002], σ. I-11453, παράγρ. 93-94.
  • [7]  Υπόθεση C-440/05 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2007], σ. I-9097.
  • [8]  Υπόθεση C-91/05 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2008], σ. I-3651.
  • [9]  Υπόθεση C-338/01 Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή [2004], σ. I-4829.
  • [10]  Υπόθεση C-178/03 Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή [2006], σ. I-107.
  • [11]  Ήταν παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία οι βουλευτές: Klaus-Heiner Lehne (Πρόεδρος), Luigi Berlinguer (Αντιπρόεδρος), Raffaele Baldassarre (Αντιπρόεδρος), Evelyn Regner (Αντιπρόεδρος), Sebastian Valentin Bodu (Αντιπρόεδρος), Eva Lichtenberger (εισηγήτρια), Françoise Castex, Marielle Gallo, Kurt Lechner, Francesco Enrico Speroni, Dimitar Stoyanov, József Szájer, Alexandra Thein, Cecilia Wikström και Tadeusz Zwiefka.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Τίτλος

Καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων

Έγγραφα αναφοράς

COM(2010)0095 – C7-0087/2010 – 2010/0065(COD)

Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ

29.3.2010

Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας

  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

LIBE-FEMM (Συναντήσεις της Μικτής Επιτροπής - Άρθρο 51)

21.4.2010

Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες)

  Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια

 

 

 

 

Εισηγητής(ές)

  Ημερομηνία ορισμού

Anna Hedh

27.4.2010

Edit Bauer

27.4.2010

 

Αμφισβήτηση της νομικής βάσης

  Ημερομ. γνωμοδότησης JURI

JURI

20.9.2010

 

 

 

Εξέταση στην επιτροπή

27.4.2010

13.7.2010

25.11.2010

29.11.2010

Ημερομηνία έγκρισης

29.11.2010

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

51

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Jan Philipp Albrecht, Regina Bastos, Emine Bozkurt, Simon Busuttil, Andrea Češková, Carlos Coelho, Marije Cornelissen, Silvia Costa, Tadeusz Cymański, Cornelia Ernst, Edite Estrela, Iratxe García Pérez, Ágnes Hankiss, Anna Hedh, Salvatore Iacolino, Sophia in ‘t Veld, Lívia Járóka, Teresa Jiménez-Becerril Barrio, Philippe Juvin, Ρόδη Κράτσα-Τσαγκαροπούλου, Juan Fernando López Aguilar, Astrid Lulling, Claude Moraes, Elisabeth Morin-Chartier, Γεώργιος Παπανικολάου, Carmen Romero López, Raül Romeva i Rueda, Judith Sargentini, Nicole Sinclaire, Birgit Sippel, Joanna Katarzyna Skrzydlewska, Eva-Britt Svensson, Britta Thomsen, Wim van de Camp, Axel Voss, Renate Weber, Marina Yannakoudakis, Anna Záborská

Αναπληρωτής(ές) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Izaskun Bilbao Barandica, Ioan Enciu, Ana Gomes, Franziska Keller, Kartika Tamara Liotard, Rovana Plumb, Κυριάκος Τριανταφυλλίδης, Cecilia Wikström, Glenis Willmott

Αναπληρωτής(ές) (άρθρο 187, παρ. 2) παρών(όντες) κατά την τελική ψηφοφορία

Arlene McCarthy, Judith A. Merkies, Peter Skinner, Jutta Steinruck