ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

24.3.2011 - (2010/2303 (INI))

Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Ashley Fox
Συντάκτρια γνωμοδότησης:(*) : Alexandra Thein, Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
(*) Συνδεδεμένη επιτροπή – Άρθρο 50 του Κανονισμού


Διαδικασία : 2010/2303(INI)
Διαδρομή στην ολομέλεια
Διαδρομή του εγγράφου :  
A7-0074/2011
Κείμενα που κατατέθηκαν :
A7-0074/2011
Συζήτηση :
Κείμενα που εγκρίθηκαν :

ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ

σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

(2010/2303 (INI))

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,

–   έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,

   έχοντας υπόψη την οδηγία 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, και τον εποπτικό έλεγχο των μισθολογικών πολιτικών[1],

–   έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0074/2011),

Προσέγγιση

1.  χαιρετίζει την Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής και την ευκαιρία για βελτίωση των δομών εταιρικής διακυβέρνησης σε ολόκληρη την ΕΕ·

2.  τονίζει ότι η σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξαρτάται από τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, σε συνάρτηση με αυτήν, από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ευρωπαίοι πολίτες και καταναλωτές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές· διαπιστώνει ότι τα υφιστάμενα καθεστώτα αποδοχών έχουν οδηγήσει σε ακατάλληλες δομές.

3.  γνωρίζει ότι, ως επακόλουθο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατέστη προφανές ότι η ποιότητα της προστασίας των καταναλωτών και των διασφαλίσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών απαιτεί απτή και αποτελεσματική βελτίωση, ιδίως όσον αφορά τις πτυχές της παρακολούθησης και της εποπτείας·

4.  πιστεύει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, να συμβάλλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και να επιδεικνύει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ευθύνη·

5.  σημειώνει ότι, κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ανά τον κόσμο χρεοκόπησαν, με μεγάλο κόστος για τους φορολογουμένους· πιστεύει ότι η Επιτροπή ορθώς εξετάζει κάθε πιθανή αιτία της χρεοκοπίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να αποτρέψει την εμφάνιση νέας κρίσης·

6.  επισημαίνει μια έλλειψη αξιών και δεοντολογίας στη συμπεριφορά ορισμένων παραγόντων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα· υπογραμμίζει ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει, ως μέρος της εταιρικής τους κοινωνικής ευθύνης, να λαμβάνουν υπόψη τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων, συμπεριλαμβανομένων των πελατών, των μετόχων και των υπαλλήλων·

7.  επισημαίνει ότι ο νόμος Sarbanes-Oxley των ΗΠΑ αποδείχθηκε αναποτελεσματικός όσον αφορά την προστασία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των ΗΠΑ κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ ταυτόχρονα αύξησε το κόστος συμμόρφωσης για όλες τις εισηγμένες εταιρείες, και ειδικότερα τις ΜΜΕ, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητά και παρεμποδίζοντας τη σύσταση νέων εισηγμένων εταιρειών· επισημαίνει ότι οι παρούσες οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για ανάπτυξη καθιστούν επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί ένα φαινόμενο ‘Sarbanes-Oxley’ στην ΕΕ·

8.  επισημαίνει την ποικιλία δομών εταιρικής διακυβέρνησης που παρατηρείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ποικιλία προσεγγίσεων που υιοθετούν τα κράτη μέλη όσον αφορά τη ρύθμιση των δομών αυτών· αναγνωρίζει ότι η ενιαία προσέγγιση θα ήταν αδόκιμη και βλαπτική για την ανταγωνιστικότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· επισημαίνει ότι οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν επίγνωση των διαφορετικών αυτών προσεγγίσεων και σε πολλές περιπτώσεις είναι οι πλέον κατάλληλες για να λάβουν αποφάσεις με βάση τις αρχές της ΕΕ· τονίζει ωστόσο ότι είναι απαραίτητο να καθοριστούν ισχυρά ελάχιστα πρότυπα προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής διακυβέρνηση σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα στην ΕΕ·

9.  αναγνωρίζει ότι ο τομέας της εταιρικής διακυβέρνησης εξελίσσεται συνεχώς· πιστεύει ότι ενδείκνυται μια ισορροπημένη προσέγγιση, η οποία να περιλαμβάνει, σε ισότιμη βάση, στοχευμένους κανονισμούς θεμελιωμένους σε αρχές και ευέλικτους κώδικες βέλτιστης πρακτικής του τύπου «συμμορφώσου ή εξήγησε»· τονίζει ότι η προσέγγιση αυτή πρέπει να συμπληρώνεται από τακτική εξωτερική αξιολόγηση και κατάλληλη ρυθμιστική εποπτεία·

10. πιστεύει ότι σε άλλους τομείς μια ενισχυμένη διαδικασία της μορφής «συμμορφώσου ή εξήγησε» με έλεγχο μπορεί να είναι καταλληλότερη, με συγκεκριμένες νομοθετικές προϋποθέσεις και πιο διεισδυτικούς ελέγχους όσον αφορά τη συμμόρφωση ή τις αποκλίσεις, και ότι απαιτείται μια ποιοτική αλλά και ποσοτική αξιολόγηση ούτως ώστε η συμμόρφωση να μην εκφυλίζεται σε μια άσκηση «τσεκαρίσματος»·

11. ζητεί από την Επιτροπή να υποβάλει οιαδήποτε πρόταση θεωρεί ότι βελτιώνει την εταιρική διακυβέρνηση σε εκτίμηση αντικτύπου όσον αφορά τη σχέση κόστους-ωφέλειας, η οποία να εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης της ισχύος, της σταθερότητας και της ανταγωνιστικότητας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου αυτά να συμβάλλουν στην επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης, συνεκτιμώντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο τις απουσίας κανονιστικών ρυθμίσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και στην πραγματική οικονομία·

Κίνδυνος

12. σημειώνει ότι στη χρηματοπιστωτική κρίση συνέβαλε η αδυναμία ορισμένων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτικών αρχών να εκτιμήσουν τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των αναληφθέντων κινδύνων· πιστεύει ότι η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου αποτελεί μια μείζονα ουσιώδη συνιστώσα της αποτροπής μελλοντικών κρίσεων·

13. ζητεί την καθιέρωση, σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενός αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης, με επαρκή διαχείριση του κινδύνου, με λειτουργίες συμμόρφωσης και εσωτερικού ελέγχου (και στην περίπτωση των ασφαλιστικών εταιρειών αναλογιστικές λειτουργίες), στρατηγικές και πολιτικές, μεθόδους και διαδικασίες·

14. τονίζει ότι ο κίνδυνος είναι εγγενής και αναγκαίος στον χρηματοπιστωτικό τομέα προκειμένου να παρέχει ρευστότητα, να προωθεί την ανταγωνιστικότητα και να συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας· είναι απολύτως ζωτικής σημασίας τα διοικητικά συμβούλια να κατανοούν και να εκτιμούν πλήρως τον κίνδυνο, ώστε να αποφευχθεί μια μελλοντική χρηματοπιστωτική κρίση·

15. ζητεί τη σύσταση υποχρεωτικών επιτροπών κινδύνων ή ανάλογες ρυθμίσεις σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου για όλα τα οικονομικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου της μητρικής εταιρείας για όλους τους οικονομικώς σημαντικούς χρηματοπιστωτικούς ομίλους· οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές πρέπει, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, να καταρτίσουν κριτήρια και διαδικασίες επιλογής κατάλληλων προσώπων (‘fit and proper persons’) προς εφαρμογή από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για τα ανώτερα στελέχη και τα στελέχη που εμπλέκονται στην ανάληψη σημαντικών κινδύνων, ενώ οι εθνικές αρχές πρέπει να εξασφαλίσουν τη συμμόρφωση προς τα κριτήρια αυτά·

16. πιστεύει ότι η επιτροπή κινδύνων, ή άλλο ισοδύναμο όργανο, πρέπει να έχει την ευθύνη να εποπτεύει και να συμβουλεύει το διοικητικό συμβούλιο σχετικά με την τρέχουσα έκθεση σε κινδύνους και να παρέχει συμβουλές σχετικά με τη μελλοντική στρατηγική κινδύνου, όπου συμπεριλαμβάνεται και η στρατηγική διαχείρισης κεφαλαίων και ρευστότητας, συνεκτιμώντας τις αξιολογήσεις χρηματοπιστωτικής σταθερότητας που εκπονούν οι εποπτικές αρχές και οι εθνικές τράπεζες·

17. επισημαίνει ότι η τελική ευθύνη της διαχείρισης κινδύνου εναπόκειται στο διοικητικό συμβούλιο, το οποίο πρέπει επίσης να αναλαμβάνει την ευθύνη να καταδεικνύει τη συμμόρφωση και τη διατύπωση σχεδίων ανάκαμψης·

18. τονίζει ότι η υποχρέωση επαγγελματικής πίστης των μελών του διοικητικού συμβουλίου στο ίδρυμα αποτελεί μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη επιχειρηματική στρατηγική, η οποία δεν πρέπει να επιτρέπει την ανάληψη δυσανάλογων κινδύνων·

19. πιστεύει ότι οι επιχειρήσεις πρέπει να θεσπίσουν εσωτερική διαδικασία, υπό τον έλεγχο της εποπτικής αρχής, για την επίλυση συγκρούσεων ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ της μονάδας διαχείρισης κινδύνου και των επιχειρησιακών μονάδων· επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να οφείλει να ενημερώνει τις εποπτικές αρχές για κάθε σημαντικό κίνδυνο τον οποίο γνωρίζει·

20. τάσσεται υπέρ της δημιουργίας διαύλων διοχέτευσης πληροφοριών σχετικά με εσωτερικές συγκρούσεις ή ακατάλληλες πρακτικές εντός της επιχείρησης προς την επιτροπή κινδύνων ή προς εξωτερικά εποπτικά όργανα, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ενίοτε οι πρακτικές διαφέρουν από τις πολιτικές και ότι η διεύθυνση δεν έχει πάντοτε επίγνωση των πραγματικών πρακτικών·

21. επισημαίνει ότι το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων για τη διαχείριση κινδύνου και του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να βελτιωθεί με την καθιέρωση μιας διαδικασίας παραπομπής των συγκρούσεων/ προβλημάτων στην ιεραρχία προς επίλυση·

22. τονίζει ότι ο προϊστάμενος διαχείρισης κινδύνου πρέπει να έχει άμεση πρόσβαση στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας· προκειμένου να διασφαλιστεί η ανεξαρτησία του και να μην απειληθεί η αντικειμενικότητά του, ο διορισμός και η παύση του αποφασίζεται από το σύνολο του διοικητικού συμβουλίου·

23. προτείνει επίσης να θεσπιστούν διαδικασίες καταγραφής των περιπτώσεων παράκαμψης των υποδείξεων της επιτροπής κινδύνων και τα πρακτικά να διαβιβάζονται στα ελεγκτικά όργανα και στις εποπτικές αρχές·

24. σημειώνει την οδηγία για τη διαφάνεια, που απαιτεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να κοινοποιούν τους βασικούς κινδύνους στην επιχειρηματική τους ανασκόπηση, καθώς και την τέταρτη οδηγία για την εταιρική νομοθεσία, η οποία απαιτεί από τους οργανισμούς να περιγράφουν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου τους που αφορούν τους κινδύνους πλημμελούς γνωστοποίησης χρηματοοικονομικών στοιχείων· επισημαίνει ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να υποχρεούνται να κοινοποιούν τα σχέδια ανάκαμψης και τις σχετικές εποπτικές εκθέσεις·

25. θεωρεί ότι θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό να υποβάλλουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ετησίως έκθεση –με τη λιγότερη δυνατή γραφειοκρατική επιβάρυνση– σχετικά με την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου τους, την οποία θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο· θεωρεί επίσης ότι πρέπει να απαιτείται μία αντίστοιχη εκτίμηση στην ετήσια έκθεση ελέγχου των εξωτερικών ελεγκτών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος· τονίζει ωστόσο ότι θα πρέπει να αποτραπεί η εκδήλωση «φαινομένου Sarbanes-Oxley» στην ΕΕ·

26. υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή μέτρων στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για μεγαλύτερη επίγνωση των κινδύνων, καθώς η ενίσχυση της επίγνωσης των κινδύνων σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης –ακόμη και στους εργαζομένους– είναι καθοριστικής σημασίας για μια καλύτερη διαχείριση κινδύνου·

27. συμφωνεί ότι είναι αναγκαία σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ενίσχυση των μέτρων για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η αντικειμενικότητα και η ανεξαρτησία της κρίσης των διοικητικών συμβουλίων στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα κινητών αξιών και στον ασφαλιστικό τομέα·

Διοικητικά συμβούλια

28. καλεί τις ενωσιακές εποπτικές αρχές, σε διαβούλευση με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, να καταρτίσουν κριτήρια επάρκειας για μια δοκιμασία επιλογής κατάλληλων προσώπων (‘fit and proper person’ test) που θα αξιολογεί την καταλληλότητα των ατόμων για ελεγχόμενες λειτουργίες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την πολυπλοκότητα και το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος· οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να πραγματοποιούν τη διαδικασία αξιολόγησης και έγκρισης εγκαίρως και αποτελεσματικά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την κρίση για τις ρυθμιζόμενες εταιρείες· για τα μεγάλα και συστημικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οι εποπτικές αρχές πρέπει να διενεργούν διεισδυτικούς ελέγχους όσον αφορά την καταλληλότητα, την εμπειρογνωμοσύνη και το φάσμα προσόντων των διευθυντών τόσο ατομικά όσο και συλλογικά, καθώς και την καταλληλότητά τους για διορισμό, ενώ για τους διευθυντές την ευρύτερη σύνθεση του διευθυντικού οργάνου και τη χρονική διαθεσιμότητά τους, λαμβάνοντας υπόψη και τις λοιπές δραστηριότητές τους·

29. καλεί την Επιτροπή να προωθήσει νομοθεσία που θα υποχρεώνει τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να υποβάλλουν τα διοικητικά τους συμβούλια σε τακτικές εξωτερικές αξιολογήσεις που θα αποσκοπούν στο να διασφαλίζουν όχι απλώς υψηλές προδιαγραφές συμβολής των διευθυντών ατομικά, αλλά ότι και το διοικητικό συμβούλιο συνολικά και οι επιτροπές του είναι σε θέση να ανταποκριθούν στους στρατηγικούς στόχους του οργανισμού και στη διαχείριση κινδύνου· θεωρεί ότι τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να επιβεβαιώνουν στις ετήσιες εκθέσεις τους τη διενέργεια τέτοιας αξιολόγησης, να αναφέρουν το όνομα του εξωτερικού αξιολογητή και περιγραφή του πεδίου αναφοράς της αξιολόγησης, και να δηλώνουν ότι ενήργησαν με βάση τις συστάσεις της αξιολόγησης· καλεί την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑ) να εκπονήσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το πεδίο αναφοράς των αξιολογήσεων αυτών, σε συνεργασία με τον κλάδο, τους μετόχους και τους ρυθμιστικούς φορείς·

30. προτείνει να δοθεί στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η δυνατότητα να αποφασίζουν σε εθελούσια βάση να προβαίνουν σε αξιολόγηση της λειτουργίας του διοικητικού συμβουλίου από εξωτερικό φορέα αξιολόγησης·

31. πιστεύει ότι ο ρόλος του διευθύνοντος συμβούλου πρέπει να είναι διακριτός από αυτόν του προέδρου, αλλά σημειώνει ότι, υπό ορισμένες συνθήκες, θα μπορούσε να είναι βραχυπρόθεσμα αναγκαίος ο συνδυασμός των ρόλων τους· τονίζει επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και της πολιτικής αποδοχών, πρέπει να τηρούνται και να προωθούνται οι αρχές της ισότητας των αμοιβών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, οι οποίες κατοχυρώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και οδηγίες·

32. πιστεύει ότι όλα τα μέλη των ενιαίων ή των εποπτικών συμβουλίων πρέπει να έχουν πρόσφατα και συναφή επαγγελματικά προσόντα, γνώσεις και εμπειρία, μεταξύ άλλων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, για την από κοινού χάραξη της πορείας της χρηματοπιστωτικής εταιρείας· ζητεί όλα τα οικονομικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν μη εκτελεστικά μέλη διοικητικών συμβουλίων· πιστεύει ωστόσο ότι κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαθέτει διοικητικό συμβούλιο με ποικιλία εμπειρίας, τεχνογνωσίας και χαρακτήρα, ούτως ώστε να παρέχει υγιή και σώφρονα διαχείριση, και ότι οι διορισμοί πρέπει να γίνονται αξιοκρατικά·

33. υπογραμμίζει ότι η αυξημένη διαφοροποίηση μεταξύ των μελών των διοικητικών συμβουλίων μειώνει την πιθανότητα κρίσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και συμβάλλει στην οικονομική σταθερότητα· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ένα σχέδιο για τη σταδιακή ενίσχυση της διαφοροποίησης από τη σκοπιά του φύλου, με στόχο την εκπροσώπηση κάθε φύλου στα διοικητικά συμβούλια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε ποσοστό τουλάχιστον 40%, να διασφαλίσει ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον και να εξετάσει τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της διαφοροποίησης με κριτήρια το επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο·

34. υπογραμμίζει ότι η αυξημένη διαφοροποίηση των μελών των διοικητικών συμβουλίων είναι πιθανό να βελτιώσει την ποιότητα των συζητήσεων και της λήψης αποφάσεων·

35. επισημαίνει τη σημασία του ρόλου των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο, ιδίως λόγω του μακροπρόθεσμου συμφέροντός τους για βιώσιμη διοίκηση του οργανισμού και λόγω της πείρας τους και των γνώσεών τους όσον αφορά τις εσωτερικές δομές του·

36. πιστεύει ότι τα δημόσιας ιδιοκτησίας χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ανοικτές και ανεξάρτητες διαδικασίες διορισμού·

37. τονίζει ότι οι διευθυντές πρέπει να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, με βάση κατευθυντήριες γραμμές που θα πρέπει να καθοριστούν από τα ενωσιακά εποπτικά όργανα, και με παρακολούθηση από το διοικητικό συμβούλιο και τα εθνικά εποπτικά όργανα·

38. πιστεύει ότι πρέπει να αποθαρρύνεται η συμμετοχή οποιουδήποτε προσώπου σε υπερβολικά πολλά διοικητικά συμβούλια διαφορετικών χρηματοπιστωτικών ομίλων·

39. ζητεί να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι κανόνες που αφορούν τη διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων, κανόνες που επιλέγονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/86/ΕΚ για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας·

40. είναι της άποψης ότι τόσο τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη όσο και το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να είναι έμπρακτα και προσωπικά υπόλογοι και υπεύθυνοι για την καθιέρωση και την εφαρμογή των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της εταιρείας/ επιχείρησης·

41. θεωρεί απαραίτητο ένα σαφές ευρωπαϊκό ελάχιστο πρότυπο σχετικά με τη λογοδοσία των μελών διοικητικών συμβουλίων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

42. επισημαίνει ότι οι διοικητές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων και των κεντρικών τραπεζών όλων των κρατών μελών είναι άνδρες· σημειώνει ότι ελάχιστες μόνο γυναίκες καταλαμβάνουν επί του παρόντος διευθυντικές θέσεις στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών και στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

43. πιστεύει ότι οι διευθυντές πρέπει να έχουν ένα γενικό καθήκον μέριμνας και να υποχρεούνται να αναφέρουν τους σημαντικούς κινδύνους στις εποπτικές αρχές·

44. καλεί την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να λάβουν μέτρα για την εξισορρόπηση της εκπροσώπησης των φύλων όσον αφορά τον ορισμό διοικητών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

45. παροτρύνει την Επιτροπή να προωθήσει πολιτικές που θα μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρείες του χρηματοπιστωτικού κλάδου στην παρούσα οικονομική συγκυρία να εκτιμήσουν και να ασκήσουν μια πιο ισόρροπη εκπροσώπηση των δύο φύλων στα όργανα λήψης αποφάσεων·

46. τονίζει ότι, στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και της πολιτικής αποδοχών, πρέπει να τηρούνται και να προωθούνται οι αρχές της ισότητας των αμοιβών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, οι οποίες κατοχυρώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και οδηγίες·

Αμοιβές

47. πιστεύει ότι οι πολιτικές αμοιβών πρέπει να βασίζονται στη μακροχρόνια επίδοση του ατόμου και της εταιρείας του, ώστε να μην ενθαρρύνουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων, και ότι οι πολιτικές αμοιβών και οι πληρωμές δεν πρέπει ποτέ να υπονομεύουν τη σταθερότητα της εταιρείας·

48. επικροτεί τις αλλαγές στην πολιτική αμοιβών που έχουν ήδη δρομολογηθεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις οποίες τα μπόνους συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική επιτυχία και καταβάλλονται το νωρίτερο μετά από τρία έτη· επικροτεί επιπλέον το ότι είναι δυνατή η απαίτηση επιστροφής των μπόνους σε περίπτωση μη επίτευξης των οικονομικών στόχων·

49. τονίζει ότι όλα τα δικαιώματα προαίρεσης σε μετοχές πρέπει να δημοσιοποιούνται δεόντως και να έχουν τουλάχιστον τριετή περίοδο θεμελίωσης του δικαιώματος· πιστεύει ότι πρέπει να γίνεται μεγαλύτερη προσφυγή σε υπό αίρεση μετατρέψιμους τίτλους και όχι σε απευθείας έκδοση μετοχών, καθόσον έτσι ανακύπτει σε μικρότερο βαθμό η σύγκρουση συμφερόντων που χαρακτηρίζει την υπέρμετρη εστίαση στα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα·

50. σημειώνει ότι το θέμα των αμοιβών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτέλεσε αντικείμενο της τρίτης οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων·

51. υπογραμμίζει τη σημασία μιας αυστηρής πολιτικής αμοιβών, όπως προβλέπεται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD III) και στην οδηγία Φερεγγυότητα II· αναμένει ότι αυτό και άλλα ήδη ληφθέντα νομοθετικά μέτρα θα εφαρμοστούν ταχέως από τον Ιανουάριο του 2011· καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει μία έκθεση αξιολόγησης το 2014·

52. αναγνωρίζει ότι οι διαρθρωτικές προσεγγίσεις διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών· ενθαρρύνει τις πρακτικές ενδυνάμωσης της εταιρικής διακυβέρνησης ανάλογα με τη νομική μορφή, το μέγεθος, τη φύση, την πολυπλοκότητα και το επιχειρησιακό μοντέλο του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος·

53. παρατηρεί ότι η εφαρμογή των υφισταμένων προτάσεων περί αμοιβών των διευθυντών εισηγμένων εταιρειών δεν είναι ούτε ομοιόμορφη ούτε ικανοποιητική· καλεί ως εκ τούτου την Επιτροπή να καταθέσει νομοθετικές προτάσεις σε επίπεδο ΕΕ σχετικά με τις αμοιβές των διευθυντών εισηγμένων εταιρειών, με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η δομή των αμοιβών στις εισηγμένες εταιρίες δεν θα ενθαρρύνουν την υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων και ότι ο ανταγωνισμός στην ΕΕ θα υφίσταται επί ίσοις όροις·

54. επισημαίνει ειδικότερα την ανησυχία ότι οι μέτοχοι δεν μπορούν και δεν ασκούν σήμερα τον απαραίτητο έλεγχο όσον αφορά τις πολιτικές αμοιβών στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα·

55. επιμένει ότι απαιτείται πλήρης διαφάνεια προκειμένου να είναι οι μέτοχοι σε θέση να ασκούν τη δέουσα εποπτεία στις πολιτικές αμοιβών, και ζητεί ειδικότερα να δημοσιοποιείται ο αριθμός των μισθωτών σε κάθε οργανισμό των οποίων οι συνολικές αποδοχές υπερβαίνουν τις 500.000 ευρώ, ομαδοποιημένων ανά μισθολογικές κατηγορίες εύρους 500.000 ευρώ τουλάχιστον·

56. συντάσσεται με την άποψη ότι οι μέτοχοι οφείλουν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση βιώσιμων πολιτικών για τις αμοιβές και πρέπει να έχουν την δυνατότητα να εκφράζουν τις απόψεις τους για τις πολιτικές αμοιβών, με δικαίωμα να απορρίπτουν στις γενικές συνελεύσεις την πολιτική αμοιβών που ορίζεται από την επιτροπή αμοιβών·

Εποπτικές αρχές, ελεγκτές και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

57. πιστεύει ότι με έναν ενισχυμένο τριμερή διάλογο μεταξύ εποπτικών αρχών, ελεγκτών (τόσο εσωτερικών όσο και εξωτερικών) και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα αυξανόταν η πιθανότητα εντοπισμού των ουσιωδών ή συστημικών κινδύνων σε πρώιμο στάδιο· ενθαρρύνει τις εποπτικές αρχές, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, τους ελεγκτές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ξεκινήσουν ανοιχτές συζητήσεις και να αυξήσουν τη συχνότητα των συναντήσεων προκειμένου να διευκολυνθεί η προληπτική εποπτεία· προτείνει επίσης να πραγματοποιούνται διμερείς συναντήσεις μεταξύ των ελεγκτών και των αρχών εποπτείας των κυριότερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων· πιστεύει ότι αποτελεί ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου και του εσωτερικού ελεγκτή να διασφαλίζουν ότι υφίστανται οι αναγκαίοι εσωτερικοί έλεγχοι για τον εντοπισμό των συστημικών κινδύνων και τον καθορισμό της ακολουθητέας διαδικασίας για την ενημέρωση του συμβουλίου και των εποπτικών αρχών ως προς τους κινδύνους αυτούς, προκειμένου να αποφεύγονται οι αρνητικές επιπτώσεις·

58. επισημαίνει ότι η ο πρωταρχικός ρόλος των ελεγκτών δεν πρέπει να παρεμποδίζεται υπέρμετρα από το βάρος επιπλέον καθηκόντων, όπως η εξέταση και η αξιολόγηση μη ελεγκτικής φύσεως πληροφοριών που δεν εμπίπτουν στο δικό τους πεδίο εμπειρογνωσίας· πιστεύει ότι οι ελεγκτές πρέπει να ενημερώνουν απευθείας τις εποπτικές αρχές όταν αντιλαμβάνονται κάτι ουσιώδες από άποψη εποπτείας και πρέπει επίσης να συμμετέχουν σε αξιολογήσεις συγκεκριμένων ελέγχων με συμμετοχή ολόκληρου του κλάδου·

59. επιμένει ότι οι δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών (ESA) και των εθνικών εποπτικών αρχών, πρέπει να τηρούν υψηλά πρότυπα ανεξαρτησίας και πρότυπα ισοδύναμα προς εκείνα της εταιρικής διακυβέρνησης·

Μέτοχοι και ετήσια γενική συνέλευση (ΕΓΣ)

60. παροτρύνει τους θεσμικούς μετόχους να αναλάβουν πιο ενεργό ρόλο σχετικά με έναν κατάλληλο έλεγχο του διοικητικού συμβουλίου και της στρατηγικής του και να απηχούν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των δικαιούχων τους·

61. ζητεί να εγκριθεί νομοθεσία που θα επιβάλλει σε όλους όσους είναι εξουσιοδοτημένοι να διαχειρίζονται επενδύσεις εκ μέρους τρίτων στην ΕΕ να δηλώνουν δημοσίως κατά πόσο τηρούν έναν κώδικα απόδοσης λογαριασμού και προβαίνουν στις προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις· εάν αυτό συμβαίνει, ποιος είναι ο συγκεκριμένος κώδικας και για ποιους λόγους επελέγη και, εάν όχι, γιατί όχι·

62. πιστεύει ότι οι σημαντικές συναλλαγές, που υπερβαίνουν ένα καθορισμένο και αναλογικό μέγεθος, πρέπει να προϋποθέτουν ειδική έγκριση από πλευράς μετόχων ή να υπόκεινται στην υποχρέωση ενημέρωσης των μετόχων πριν από την πραγματοποίησή τους, υπό τον όρο ότι η συμμετοχή των μετόχων είναι εφικτή, ότι η αρχή της εμπιστευτικότητας τηρείται και ότι η τρέχουσα λειτουργία του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος δεν διαταράσσεται· η ΕΑΚΑ δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το καταλληλότερο σημείο αναφοράς, σε συνεννόηση με τις σχετικές εθνικές αρχές·

63. αναγνωρίζει ότι η διαφάνεια είναι αναγκαία όσον αφορά τις συναλλαγές με συνδεδεμένο μέρος και ότι οι σημαντικές συναλλαγές που εμπλέκουν συνδεδεμένο μέρος πρέπει να κοινοποιούνται στην χρηματιστηριακή αρχή και να συνοδεύονται από επιστολή ανεξάρτητου συμβούλου που να επιβεβαιώνει ότι η εν λόγω συναλλαγή είναι δίκαιη και εύλογη, ή να τίθεται σε ψηφοφορία από τους μετόχους χωρίς συμμετοχή του συνδεδεμένου μέρους· η ΕΑΚΑ δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το καταλληλότερο σημείο αναφοράς, σε συνεννόηση με τις σχετικές εθνικές αρχές·

64. ζητεί τη υποχρεωτική διενέργεια ετήσιων εκλογών για την ανάδειξη κάθε μέλους του διοικητικού συμβουλίου και υποχρεωτικές ετήσιες αιτήσεις έγκρισης της πολιτικής του διοικητικού συμβουλίου ή χορήγηση απαλλαγής σε αυτό από την ΕΓΣ, ούτως ώστε να αυξηθεί η λογοδοσία του διοικητικού συμβουλίου και να ενθαρρυνθεί η νοοτροπία αυξημένης υπευθυνότητας·

65. ζητεί να διερευνηθεί η παρεμπόδιση των αποτελεσματικών ελέγχων των μετόχων και να καταργηθούν οποιαδήποτε ρυθμιστικά κωλύματα στην εύλογη συνεργασία·

66. ζητεί να καθιερωθεί ηλεκτρονική ψηφοφορία για να ενθαρρύνονται οι μέτοχοι να συμμετέχουν στην εταιρική διακυβέρνηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων·

67. θεωρεί ότι όλες οι εταιρίες που έχουν το στοιχείο της περιορισμένης ευθύνης πρέπει να μπορούν να ορίζουν στο καταστατικό τους αν οι εταίροι τους θα αναφέρονται ανώνυμα ή επώνυμα και ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο νόμος πρέπει να εξασφαλίζει τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους·

68. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

  • [1]  ΕΕ L 329, 14.12.2010, σ. 3.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (1.3.2011)

προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
(2010/2303 (INI))

Συντάκτρια γνωμοδότησης(*): Alexandra Thein

(*) Συνδεδεμένη επιτροπή – Άρθρο 50 του Κανονισμού

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ

Ιστορικό

Η παρούσα Πράσινη Βίβλος έχει ως στόχο την αποκόμιση διδαγμάτων από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που ξεκίνησε με την πτώχευση της τράπεζας Lehman Brothers το φθινόπωρο του 2008 συνεπεία της ανάρμοστης τιτλοποίησης των χρεών των αμερικανικών ενυπόθηκων δανείων «subprime». Η ευρωστία των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνολικά και η ρύθμιση και εποπτεία τους εξετάζονται με κριτικό πνεύμα ενόψει νέων χρηματοπιστωτικών μέσων σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο προκειμένου να αποτραπεί η επανάληψη μιας τέτοιας κατάστασης στο μέλλον. Η ενίσχυση της εταιρικής διακυβέρνησης θεωρείται από την Επιτροπή επίκεντρο του προγράμματός της για τη μεταρρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την πρόληψη των κρίσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η Επιτροπή διαπιστώνει ιδίως ότι στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η εταιρική διακυβέρνηση πρέπει να συνυπολογίζει εξίσου τα συμφέροντα άλλων ενδιαφερόμενων μερών (καταθετών, αποταμιευτών, κατόχων συμβολαίων ασφάλισης ζωής, κλπ.) καθώς και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εξαιτίας του συστημικού χαρακτήρα πολλών παραγόντων.

Οι επιλογές που εξετάζονται στην Πράσινη Βίβλο έχουν σκοπό να συνοδεύσουν και να συμπληρώσουν τις νομοθετικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί ή σχεδιάζονται για την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδίως στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του ευρωπαϊκού πλαισίου εποπτείας, της οδηγίας για τις «εκ του νόμου κεφαλαιακές απαιτήσεις» (ΟΚΑ III), της οδηγίας Φερεγγυότητα II για τις ασφαλιστικές εταιρίες, της μεταρρύθμισης του καθεστώτος των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και της ρύθμισης των διαχειριστών οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΔΟΕΕ). Η παρούσα Πράσινη Βίβλος επικεντρώνεται σε έναν περιοριστικό ορισμό της εταιρικής διακυβέρνησης που συμπεριλαμβάνει τους εξωτερικούς ελεγκτές. Σημαντικά ευρύτερα ζητήματα της θεματικής της διακυβέρνησης, όπως για παράδειγμα η διάκριση μεταξύ των διαφόρων καθηκόντων εντός των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, η λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου και η λογιστική αυτοτέλεια, δεν εξετάζονται στην παρούσα Πράσινη Βίβλο.

Θέσεις της συντάκτριας

Η ανάληψη οικονομικών κινδύνων είναι ουσιαστικό χαρακτηριστικό του χρηματοπιστωτικού κλάδου και απαραίτητο για την επιχειρηματική του επιτυχία, καθώς και για την άσκηση των λειτουργιών του για την οικονομία γενικότερα. Είναι προς το συμφέρον των πολιτών της Ευρώπης να μην παρεμποδίζονται αυτές οι λειτουργίες περισσότερο από όσο απαιτεί η εξασφάλιση του γενικού συμφέροντος για την πρόληψη συστημικών κρίσεων. Τη διασαφήνιση αυτού του πλαισίου εξυπηρετεί και η διαπίστωση ότι πρέπει να είναι δυνατή μια ελεγχόμενη χρεοκοπία χρηματοπιστωτικών οργανισμών, εφόσον αυτό δεν εγκυμονεί συστημικό κίνδυνο και δεν θα οδηγούσε σε αποτέλεσμα ντόμινο λόγω των διασυνδέσεων των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Η συντάκτρια θεωρεί θεμελιώδες και ουσιαστικό καθήκον να δημιουργηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό από προηγουμένως ένα καθεστώς και μία κουλτούρα διαχείρισης κινδύνων που θα είναι βιώσιμη και θα ανταποκρίνεται ευρέως στην υποχρέωση εποπτείας των κινδύνων στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.

Αυτή η τόσο σημαντική όσο και πολύπλοκη πρόκληση μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια δέσμη μέτρων με άμεση ή έμμεση δράση. Πολλά τέτοια μέτρα ελήφθησαν ήδη τον περασμένο χρόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σε επίπεδο κρατών μελών, ιδίως στον τομέα των αμοιβών των διευθυντικών στελεχών. Επιπλέον, επιστημονικές μελέτες παρουσιάζουν ως εύλογες και ικανές να επιφέρουν βελτιώσεις δράσεις με στόχο να στελεχωθούν τα διοικητικά συμβούλια από επαγγελματίες με πλούσιο και διαφοροποιημένο βιογραφικό. Η διαμόρφωση των αρμοδιοτήτων και της ευθύνης των μελών των διοικητικών συμβουλίων πρέπει αφενός να είναι σαφώς προσδιορισμένη και αφετέρου να γίνεται με προσεκτική εκτίμηση, προκειμένου να μην διακυβεύεται η επιθυμητή αξιοποίηση των επιχειρηματικών ευκαιριών εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή η ποιότητα του προσωπικού.

Η συντάκτρια θεωρεί ότι άλλο ένα κεντρικό καθήκον είναι η εξάλειψη, ή τουλάχιστον ο περιορισμός των επιπτώσεων που είναι αποτέλεσμα σύγκρουσης συμφερόντων.

Όσον αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ πιστωτικής και επενδυτικής τραπεζικής δραστηριότητας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ένας υποχρεωτικός νομικός κανόνας ότι οι επιμέρους χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί πρέπει να δραστηριοποιούνται μόνο σε έναν από αυτούς τους δύο τομείς αξίζει να εξεταστεί, αλλά δεν θα ήταν εφικτός στην πράξη εξαιτίας της πιθανής απώλειας αποτελεσματικότητας και της ανάγκης διατήρησης της παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα. Ωστόσο, φαίνεται επιβεβλημένη η λήψη δραστικών μέτρων για τον αποκλεισμό συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τα πρόσωπα που έχουν καίριο ρόλο στην εποπτεία κινδύνων, δηλαδή τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων.

Ο κώδικας Stewardship Code του Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να θεωρηθεί κατάλληλο πρότυπο για έναν ενιαίο κώδικα της ΕΕ για τους θεσμικούς επενδυτές.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων καλεί την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  θεωρεί ότι ο αριθμός των αρμοδιοτήτων που μπορούν να ασκούν ταυτόχρονα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς πρέπει να περιοριστεί σε τρεις, ενώ οι περισσότερες της μίας αρμοδιότητες εντός του ίδιου χρηματοπιστωτικού οργανισμού θα πρέπει να θεωρούνται μία· φρονεί ότι ο περιορισμός αυτό δεν πρέπει να ισχύει για ένα μέλος το οποίο κατέχει τουλάχιστον το ένα πέμπτο του μετοχικού κεφαλαίου του χρηματοπιστωτικού οργανισμού·

2.  υπογραμμίζει ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στα διοικητικά συμβούλια μειώνει την πιθανότητα κρίσεων και συμβάλλει στην οικονομική σταθερότητα· καλεί την Επιτροπή να υποβάλει ένα σχέδιο για τη σταδιακή ενίσχυση της διαφοροποίησης με βάση το φύλο με στόχο την εκπροσώπηση κάθε φύλου στα διοικητικά συμβούλια των χρηματοπιστωτικών οργανισμών σε ποσοστό τουλάχιστον 40%, να διασφαλίσει ότι ο στόχος αυτός θα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον και να εξετάσει τη λήψη μέτρων για την ενίσχυση της διαφοροποίησης με κριτήρια το επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο·

3.  επισημαίνει τη σημασία του ρόλου των εκπροσώπων των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο, ιδίως λόγω του μακροπρόθεσμου συμφέροντός τους για βιώσιμη εταιρική διακυβέρνηση και λόγω της πείρας τους και των γνώσεών τους όσον αφορά τις εσωτερικές δομές της επιχείρησης·

4.  υπογραμμίζει ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση των μελών των οργάνων αυτών μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των διαβουλεύσεων και των διαδικασιών λήψης απόφασης·

5.  τονίζει ότι στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς τα καθήκοντα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου δεν θα πρέπει να συμπίπτουν με αυτά του γενικού διευθυντή, παρόλο που υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο συνδυασμός των καθηκόντων αυτών χρειάζεται ως βραχυπρόθεσμο μέτρο·

6.  προτείνει να δοθεί στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς η δυνατότητα να αποφασίζουν σε εθελούσια βάση να προβαίνουν σε μία αξιολόγηση του έργου του διοικητικού συμβουλίου από έναν εξωτερικό φορέα αξιολόγησης·

7.  πιστεύει ότι η υποχρέωση συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων μελών της ελεγκτικής επιτροπής στην επιτροπή κινδύνου και αντιστρόφως θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση των αρμοδιοτήτων και σε έλλειψη εστίασης σ' ένα συγκεκριμένο καθήκον·

8.  τονίζει ότι η υποχρέωση πίστης των μελών του διοικητικού συμβουλίου στο ίδρυμα αποτελεί μια μακροπρόθεσμη και βιώσιμη εμπορική στρατηγική, η οποία στοχεύει στην αποφυγή της ανάληψης δυσανάλογων κινδύνων·

9.  επισημαίνει ότι ο πρόεδρος της επιτροπής κινδύνου θα πρέπει να λογοδοτεί στη γενική συνέλευση, διαφορετικά σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να απαλλάσσεται των καθηκόντων του από το Γενικό Διευθυντή ή από το διοικητικό συμβούλιο·

10. θεωρεί ότι θα πρέπει να καταστεί υποχρεωτικό να υποβάλλουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί ετησίως έκθεση –με τη λιγότερη δυνατή γραφειοκρατική επιβάρυνση– σχετικά με την καταλληλότητα και την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, την οποία θα εγκρίνει το διοικητικό συμβούλιο· θεωρεί επίσης ότι πρέπει να απαιτείται μία αντίστοιχη εκτίμηση στην ετήσια έκθεση ελέγχου των εξωτερικών ελεγκτών· πιστεύει ωστόσο ότι θα πρέπει να αποτραπεί η εκδήλωση «του φαινομένου Sarbanes-Oxley» στην ΕΕ·

11. θεωρεί σημαντική την ύπαρξη μιας αποδοτικής υποδομής τεχνολογίας πληροφοριών για τη διασφάλιση μιας ταχείας ροής πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους, η οποία να φτάνει σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου· θεωρεί ότι η απόφαση σχετικά με τα τεχνικά μέτρα για την αύξηση της ποιότητας και της ταχύτητας της διαβίβασης πληροφοριών προς το διοικητικό συμβούλιο θα πρέπει να λαμβάνεται από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, και συνεπώς από το ίδιο το διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου να καθίστανται δυνατές ρυθμίσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες κάθε επιχείρησης·

12. υποστηρίζει ότι θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην εφαρμογή μέτρων στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τα οποία θα ενισχύουν τη συνειδητοποίηση των κινδύνων, καθώς η ενίσχυση της συνειδητοποίησης των κινδύνων σε όλα τα επίπεδα της επιχείρησης –ακόμη και στους εργαζομένους– είναι καθοριστικής σημασίας για την καλύτερη διαχείριση των κινδύνων·

13. τάσσεται υπέρ της δημιουργίας διαύλων διοχέτευσης πληροφοριών σχετικά με εσωτερικές συγκρούσεις ή ακατάλληλες πρακτικές εντός της επιχείρησης προς την επιτροπή κινδύνου ή προς εξωτερικούς επόπτες, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι ενίοτε οι πρακτικές διαφέρουν από τις πολιτικές και ότι η διαχείριση δεν έχει πάντοτε επίγνωση των πραγματικών πρακτικών·

14. φρονεί ότι τα αρμόδια για τη διαχείριση του κινδύνου στελέχη θα πρέπει να κατέχουν ισότιμη θέση στην ιεραρχία με αυτή των αρμοδίων για τα χρηματοπιστωτικά θέματα διευθυντών και να έχουν το δικαίωμα να ενημερώνουν άμεσα το διοικητικό συμβούλιο· πιστεύει ότι πρέπει να συσταθεί επιτροπή κινδύνου σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, που θα ασχολείται με ζητήματα που σχετίζονται με κίνδυνο και θα παρακολουθεί την ορθή εφαρμογή της στρατηγικής στον τομέα του κινδύνου στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού οργανισμού· ζητεί την εκπόνηση ευρωπαϊκών προτύπων για τα προσόντα των διευθυντών κινδύνων και τα μέλη της επιτροπής κινδύνων, ούτως ώστε να ενισχυθεί η θέση τους στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

15. τονίζει ότι το σύστημα επικοινωνίας μεταξύ των αρμοδίων για τη διαχείριση των κινδύνων και του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να βελτιωθεί με τη δημιουργία διαδικασίας παραπομπής στην ιεραρχία προς επίλυση των συγκρούσεων και των προβλημάτων που ανακύπτουν·

16. θεωρεί ότι όταν οι εξωτερικοί ελεγκτές των χρηματοπιστωτικών οργανισμών αντιλαμβάνονται κατά τον έλεγχο γεγονότα που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την ύπαρξη του οργανισμού ή να βλάψουν σημαντικά την ανάπτυξή του ή που συνιστούν σημαντική παραβίαση των προϋποθέσεων αδειοδότησης ή των διατάξεων που διέπουν την άσκηση δραστηριότητας, θα πρέπει να είναι υποχρεωμένοι να ενημερώνουν άμεσα το διοικητικό συμβούλιο και τις αρμόδιες εποπτικές αρχές·

17. δεν θεωρεί σκόπιμο να υποχρεούνται οι επενδυτές να δημοσιοποιούν στοιχεία για τις πραγματικές ή υποτιθέμενες πολιτικές ψηφοφορίας στις γενικές συνελεύσεις·

18. θεωρεί ότι οι θεσμικοί επενδυτές θα πρέπει να υποχρεούνται να εξηγούν επίσημα και δημόσια κάθε απόκλιση από τους κανόνες ενός ενιαίου κώδικα της ΕΕ για τους θεσμικούς επενδυτές («comply or explain»), πράγμα το οποίο πρέπει να θεσπιστεί· επισημαίνει, ωστόσο, ότι συχνά οι παρεκκλίσεις εξηγούνται ανεπαρκώς ή και καθόλου και ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η συμμόρφωση θα πρέπει να επιβάλλεται μέσω κυρώσεων·

19. διατυπώνει την άποψη ότι πρέπει να διευκολύνεται η αναγνώριση της ταυτότητας των μετόχων, ώστε να προωθείται ο διάλογος μεταξύ των εταιριών και των μετόχων τους και να περιορίζονται οι κίνδυνοι κατάχρησης που σχετίζονται με την πρακτική της «κενής ψήφου» ("empty voting")·

20. ζητεί την καθιέρωση της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας προκειμένου να ενθαρρύνονται οι μέτοχοι να συμμετέχουν στην εταιρική διακυβέρνηση του χρηματοπιστωτικού οργανισμού·

21. θεωρεί ότι όλες οι ετερόρρυθμες εταιρίες πρέπει να μπορούν να ορίζουν στο καταστατικό τους αν οι εταίροι τους θα αναφέρονται ανώνυμα ή επώνυμα και ότι, στη δεύτερη περίπτωση, ο νόμος πρέπει να εξασφαλίζει τη δημοσιοποίηση της ταυτότητάς τους·

22. θεωρεί απαραίτητο ένα σαφές ευρωπαϊκό ελάχιστο πρότυπο σχετικά με τη λογοδοσία των μελών διοικητικών συμβουλίων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών·

23. επισημαίνει, αναφορικά με τις αποδοχές και τις πολιτικές αποδοχών στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, τις νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει και ιδίως την οδηγία της ΕΕ για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΟΚΑ III) που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011 καθώς και την οδηγία σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)· καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν τη νομοθεσία αυτή υπό τον έλεγχο της Επιτροπής και των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών και συστήνει ότι το επόμενο βήμα πρέπει να αποτελεί η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους· υποστηρίζει ότι το ύψος και η σύνθεση των παραγόντων των αποδοχών πρέπει να συνδέονται με τη βιώσιμη και μακροπρόθεσμη εμπορική επιτυχία·

24. σημειώνει ότι, κατά τις συζητήσεις για την τρίτη οδηγία περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, η Επιτροπή και το Συμβούλιο συμφώνησαν ότι οποιεσδήποτε περαιτέρω προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για την εταιρική διακυβέρνηση και τονίζει ειδικότερα την ανησυχία του Κοινοβουλίου ότι οι μέτοχοι δεν μπορούν και δεν ασκούν σήμερα τον απαραίτητο έλεγχο όσον αφορά τις πολιτικές αποδοχών στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς·

25. επιμένει ότι απαιτείται πλήρης διαφάνεια προκειμένου να είναι οι μέτοχοι σε θέση να ασκούν την δέουσα εποπτεία των πολιτικών για τις αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης της δημοσίευσης του αριθμού των στελεχών των οποίων οι αποδοχές υπερβαίνουν τις 500°000°ευρώ, ομαδοποιημένων σε μισθολογικές κατηγορίες τουλάχιστον 500°000°ευρώ·

26. θεωρεί ότι για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να ισχύει αυστηρή απαγόρευση συμμετοχής σε εμπορικές συμφωνίες, ιδίως δραστηριοτήτων παροχής συμβουλών, με τον εκάστοτε χρηματοπιστωτικό οργανισμό· θεωρεί ότι για τους εξωτερικούς ελεγκτές πρέπει να ισχύει απαγόρευση όσον αφορά την αποδοχή πληρωμής - εκτός των αμοιβών για τον έλεγχο που εκτελούν - εκ μέρους του χρηματοπιστωτικού οργανισμού για οιαδήποτε υπηρεσία που θα μπορούσε να συνιστά παράβαση της επιβαλλόμενης ανεξαρτησίας ή άλλων ηθικής φύσεως απαιτήσεων·

27. θεωρεί ότι πρέπει να επιβληθεί ως υποχρεωτικό στοιχείο της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μια αναλυτική παρουσίαση της πολιτικής σύγκρουσης συμφερόντων αναφορικά με τους διάφορους τομείς τραπεζικής δραστηριότητας και ζητεί για τον λόγο αυτόν να εξεταστεί η εκπόνηση ενός κώδικα της ΕΕ·

28. πιστεύει ότι αν και ισχύουν διαφορετικά νομικά και οικονομικά πρότυπα, επιβάλλεται η εναρμόνιση του περιεχομένου και των ρυθμίσεων των κοινοτικών κανόνων που διέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι διάφοροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υπόκεινται σε παρόμοιους κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους οφείλουν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, της οδηγίας περί κεφαλαιακών απαιτήσεων, της οδηγίας ΟΣΕΚΑ ή της οδηγίας Φερεγγυότητα II.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

28.2.2011

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

19

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Raffaele Baldassarre, Sebastian Valentin Bodu, Françoise Castex, Christian Engström, Marielle Gallo, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Klaus-Heiner Lehne, Alajos Mészáros, Bernhard Rapkay, Evelyn Regner, Francesco Enrico Speroni, Alexandra Thein, Diana Wallis, Cecilia Wikström, Zbigniew Ziobro, Tadeusz Zwiefka

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Piotr Borys, Sergio Gaetano Cofferati, Sajjad Karim, Eva Lichtenberger, Toine Manders

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (1.3.2011)

προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής

σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς
(2010/2303 (INI))

Συντάκτης γνωμοδότησης: Othmar Karas

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών καλεί την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:

1.  τονίζει ότι η σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξαρτάται από τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος και, σε συνάρτηση με αυτήν, από την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι ευρωπαίοι πολίτες και καταναλωτές στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και συναλλαγές· διαπιστώνει ότι τα υφιστάμενα καθεστώτα αποδοχών έχουν οδηγήσει σε ακατάλληλες δομές.

2.  αναγνωρίζει ότι η χρηματοπιστωτική κρίση κατέδειξε την έλλειψη αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων αρχών εταιρικής διακυβέρνησης με βάση την προσέγγιση της «συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης»· πιστεύει ότι απαιτούνται εφαρμόσιμες, νομικά δεσμευτικές διατάξεις για την εταιρική διακυβέρνηση·

3.  γνωρίζει ότι, ως επακόλουθο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, κατέστη προφανές ότι η ποιότητα της προστασίας των καταναλωτών και των διασφαλίσεων στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών απαιτεί απτή και αποτελεσματική βελτίωση, ιδίως όσον αφορά τις πτυχές της παρακολούθησης και της εποπτείας·

4.  τονίζει ότι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας, λόγω της ειδικής λειτουργίας που επιτελεί για την οικονομία και της συνολικής κοινωνικής του ευθύνης, έχει επίσης ιδιαίτερη ευθύνη να χαράξει σοβαρές, βιώσιμες εταιρικές στρατηγικές και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει και οι αποδοχές να διαμορφώνονται ανάλογα· ότι η καταβολή μπόνους πρέπει να ενθαρρύνει την μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα και να αποθαρρύνει τον βραχυπρόθεσμο προβληματισμό προκειμένου να αποφεύγονται οι επικίνδυνες επιχειρηματικές πρακτικές·

5.  πιστεύει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας, να συμβάλλει στην προώθηση της αειφόρου ανάπτυξης και να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική ευθύνη·

6.  στηρίζει τον στόχο της Επιτροπής για την τροποποίηση της πολιτικής αποδοχών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου να περιοριστεί η υπερβολική διάθεση για ανάληψη κινδύνων·

7.  αναγνωρίζει ότι οι διαρθρωτικές προσεγγίσεις διαφέρουν μεταξύ των κρατών μελών· ενθαρρύνει πρακτικές ενδυνάμωσης της εταιρικής διακυβέρνησης σύμφωνα με τη νομική μορφή, το μέγεθος, τη φύση, την πολυπλοκότητα και το επιχειρησιακό μοντέλο του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος·

8.  υπογραμμίζει ότι μια καλά διοικούμενη εταιρεία πρέπει να είναι υπόλογη και διαφανής απέναντι στους υπαλλήλους της, στους μετόχους της και τους άλλους μεριδιούχους· επαναλαμβάνει ότι οι διευθυντές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος, καθώς επίσης των καταναλωτών και των υπαλλήλων, κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων προκειμένου να περιορίζονται οι κίνδυνοι στο ελάχιστο· αυτό μπορεί να επιτευχθεί θεσπίζοντας την απαίτηση κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε ρύθμιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση να περιγράφει το επιχειρησιακό του μοντέλο στην ετήσια έκθεσή του και να αιτιολογεί την τάση ανάληψης κινδύνου του διοικητικού συμβουλίου και την κατανόηση του κινδύνου που ενυπάρχει στην εφαρμογή του επιχειρησιακού μοντέλου· η έκθεση θα πρέπει επίσης να περιγράφει τα μέτρα που έχει λάβει το διοικητικό συμβούλιο, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εν λόγω κίνδυνοι θα υπόκεινται σε εποπτεία και διαχείριση, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο η πολιτική αποδοχών ευθυγραμμίζεται με την απόδοση του επιχειρησιακού μοντέλου και τη διαχείριση του σχετικού κινδύνου από τα διοικητικά στελέχη·

9.  τονίζει επιπλέον ότι, στο πλαίσιο της εταιρικής διακυβέρνησης και της πολιτικής αποδοχών πρέπει να τηρούνται και να προωθούνται οι αρχές της ισότητας των αμοιβών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, οι οποίες κατοχυρώνονται στις ευρωπαϊκές συνθήκες και οδηγίες·

10. συμφωνεί ότι είναι αναγκαία σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ενδυνάμωση των μέτρων για την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων ούτως ώστε να διαφυλάσσεται η αντικειμενικότητα και η ανεξαρτησία της κρίσης των διοικητικών συμβουλίων στον τραπεζικό τομέα, τον τομέα κινητών αξιών και τον ασφαλιστικό τομέα·

11. είναι της άποψης ότι οι ανώτεροι υπάλληλοι και το διοικητικό συμβούλιο, από κοινού, πρέπει να είναι πραγματικά και προσωπικά υπόλογοι και υπεύθυνοι για την καθιέρωση και την εφαρμογή των αρχών εταιρικής διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της εταιρίας/επιχείρησης·

12. τονίζει ότι ο κίνδυνος είναι εγγενής και αναγκαίος στον χρηματοπιστωτικό τομέα προκειμένου να παρέχει ρευστότητα, να προωθεί την ανταγωνιστικότητα και να συμβάλλει στην οικονομική μεγέθυνση και τη δημιουργία θέσεων εργασίας· είναι απολύτως ζωτικής σημασίας το διοικητικό συμβούλιο να κατανοεί και να εκτιμά πλήρως τον κίνδυνο, ώστε να αποφευχθεί μια μελλοντική χρηματοπιστωτική κρίση·

13. επικροτεί τις αλλαγές στην πολιτική αποδοχών που έχουν ήδη δρομολογηθεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τις οποίες τα μπόνους συνδέονται με τη μακροπρόθεσμη επιχειρηματική επιτυχία και καταβάλλονται το νωρίτερο μετά από τρία έτη· επικροτεί επιπλέον το ότι είναι δυνατή η απαίτηση επιστροφής μπόνους σε περίπτωση μη επίτευξης των οικονομικών στόχων·

14. καλεί την Επιτροπή να προτείνει νομοθεσία σχετικά με υποχρεωτικές επιτροπές κινδύνου ή ανάλογες ρυθμίσεις και κανόνες για τη σύνθεση και λειτουργία τους· είναι της άποψης ότι τα μέλη των επιτροπών κινδύνου θα πρέπει να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στα καθήκοντά τους ώστε να είναι σε θέση να εκτιμήσουν πραγματικά τους κινδύνους που συνδέονται με τα σύνθετα χρηματοοικονομικά μέσα·

15. προτρέπει την Επιτροπή να προτείνει τροποποιήσεις προσαρμοσμένες κατά τομέα σε σχέση με τη νομοθεσία των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, ώστε να διασφαλίσει τη συνεκτικότητα μεταξύ τραπεζικών και μη τραπεζικών ιδρυμάτων ως προς την πολιτική αποδοχών· επιπλέον, καλεί την Επιτροπή να καταθέσει νομοθετικές προτάσεις στον χώρο του εταιρικού δικαίου για να συμβάλει ώστε να αντιμετωπιστούν ζητήματα εταιρικής διακυβέρνησης και να διασφαλιστεί συνεκτικότητα στην πολιτική αποδοχών για όλους τους τύπους εταιρειών·

16. ενθαρρύνει τους μετόχους των ιδρυμάτων να συμμετέχουν σε διάλογο με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τη βελτίωση της εταιρικής διακυβέρνησης και τη διαχείριση κινδύνου με στόχο τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος· πιστεύει ότι οι προσεγγίσεις «συμμόρφωσης ή αιτιολόγησης» με τη μορφή κατευθυντήριων γραμμών δεν αποτέλεσαν χρήσιμο μέσο για να αποφευχθεί η χρηματοπιστωτική κρίση και αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, και ότι στον πυρήνα της ρύθμισης της εταιρικής διαχείρισης πρέπει να υπάρχουν δεσμευτικοί κανόνες που να συνοδεύονται από μη υποχρεωτικούς κανόνες όπως ένα διεθνή κώδικα ορθής πρακτικής·

17. υπογραμμίζει τη σημασία μιας αυστηρής πολιτικής αποδοχών όπως προβλέπεται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD III)[1] και στην οδηγία Φερεγγυότητα II· και αναμένει αυτό και άλλα ήδη ληφθέντα νομοθετικά μέτρα να εφαρμοστούν ταχέως από τον Ιανουάριο του 2011· καλεί την Επιτροπή να δημοσιεύσει μία έκθεση αξιολόγησης το 2014.

18. καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ειδικές πρωτοβουλίες, προκειμένου να διασφαλίσουν την καλύτερη εκπροσώπηση των γυναικών στα διοικητικά συμβούλια·

19. ζητεί να εφαρμόζονται αποτελεσματικά οι κανόνες που αφορούν τη διαβούλευση και συμμετοχή των εργαζομένων, κανόνες που επιλέγονται σύμφωνα με την οδηγία 2001/86/ΕΚ[2] για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας·

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

28.2.2011

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

30

0

0

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Pablo Arias Echeverría, Cristian Silviu Buşoi, Anna Maria Corazza Bildt, António Fernando Correia De Campos, Jürgen Creutzmann, Christian Engström, Louis Grech, Małgorzata Handzlik, Philippe Juvin, Eija-Riitta Korhola, Mitro Repo, Robert Rochefort, Zuzana Roithová, Heide Rühle, Christel Schaldemose, Andreas Schwab, Catherine Stihler, Kyriacos Triantaphyllides, Bernadette Vergnaud, Barbara Weiler

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Damien Abad, Cornelis de Jong, María Irigoyen Pérez, Constance Le Grip, Emma McClarkin, Antonyia Parvanova, Konstantinos Poupakis, Sylvana Rapti, Olga Sehnalová, Wim van de Camp

  • [1]  Οδηγία 2010/76/EΕ, ΕΕ L 329, 14.12.2010, σ. 3.
  • [2]  ΕΕ L 294, 10.11.2001, σ. 22

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ημερομηνία έγκρισης

16.3.2011

 

 

 

Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας

+:

–:

0:

37

3

2

Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Burkhard Balz, Sharon Bowles, Udo Bullmann, Pascal Canfin, Nikolaos Chountis, George Sabin Cutaş, Rachida Dati, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Diogo Feio, Vicky Ford, Ildikó Gáll-Pelcz, José Manuel García-Margallo y Marfil, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Wolf Klinz, Philippe Lamberts, Astrid Lulling, Hans-Peter Martin, Íñigo Méndez de Vigo, Ivari Padar, Antolín Sánchez Presedo, Olle Schmidt, Edward Scicluna, Peter Simon, Peter Skinner, Theodor Dumitru Stolojan, Ivo Strejček, Marianne Thyssen, Corien Wortmann-Kool

Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

Sophie Auconie, Elena Băsescu, Saïd El Khadraoui, Ashley Fox, Danuta Jazłowiecka, Olle Ludvigsson, Thomas Mann, Miguel Portas, Catherine Stihler

Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ.2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία

David Campbell Bannerman