ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την αίτηση υπεράσπισης της ασυλίας και των προνομίων που υπέβαλε ο Viktor Uspaskich
25.11.2011 - (2011/2162(IMM))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: Bernhard Rapkay
ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την αίτηση υπεράσπισης των προνομίων και ασυλιών που υπέβαλε ο Viktor Uspaskich
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την αίτηση του Viktor Uspaskich για την υπεράσπιση της ασυλίας του που υπέβαλε στις 5 Απριλίου 2011, και η οποία ανακοινώθηκε σε συνεδρίαση της ολομέλειας στις 9 Μαΐου 2011, και την αίτηση που υπέβαλε στις 11 Απριλίου 2011, και η οποία ανακοινώθηκε σε συνεδρίαση της ολομέλειας στις 4 Ιουλίου 2011, σχετικά με την αναθεώρηση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 να άρει την ασυλία του[1],
– αφού άκουσε τον Viktor Uspaskich στις 10 Οκτωβρίου 2011, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 7 και 9 του Πρωτοκόλλου της 8ης Απριλίου 1965 περί των προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 6 παράγραφος 2 της Πράξης της 20ής Σεπτεμβρίου 1976 περί της εκλογής των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με άμεση και καθολική ψηφοφορία,
– έχοντας υπόψη τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 12ης Μαΐου 1964, της 10ης Ιουλίου 1986, της 15ης και της 21ης Οκτωβρίου 2008 και της 19ης Μαρτίου 2010[2],
– έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 62 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας,
– έχοντας υπόψη την απόφαση του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 να άρει την ασυλία του Viktor Uspaskich[3],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 6, παράγραφος 3 και το άρθρο 7 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων (A7-0411/2011),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι σκόπιμο να συνεξετασθούν οι αιτήσεις που υπέβαλε ο Viktor Uspaskich στις 5 και 11 Απριλίου 2011 δεδομένου ότι σχετίζονται με τις ίδιες νομικές διαδικασίες,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι εις βάρος του Viktor Uspaskich, βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, ο οποίος είναι κατηγορούμενος σε δίκη που εκκρεμεί στο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών αδικημάτων του Βίλνιους σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 222, παράγραφος 1 και 220, παράγραφος 1, το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 220, παράγραφος 1 και 205, παράγραφος 1 και το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 205, παράγραφος 1 του λιθουανικού ποινικού κώδικα,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου περί Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του «απολαύουν εντός της επικρατείας των κρατών τους των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους», ενώ «επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του»,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, το μέλος του εθνικού κοινοβουλίου (Seimas) δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ποινικό αδίκημα, να συλληφθεί ή να υποστεί με άλλο τρόπο περιορισμό της ελευθερίας του χωρίς την έγκριση του Seimas,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 62 ορίζει επίσης ότι ένα μέλος του Seimas δεν μπορεί να διωχθεί για την ψήφο που έδωσε ή τις αγορεύσεις του στο Seimas, αν και μπορεί να διωχθεί σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για εξύβριση ή συκοφαντική δυσφήμιση,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Viktor Uspaskich κατηγορείται κατά βάση για το αδίκημα της κατάρτισης ψευδούς ισολογισμού σε σχέση με τη χρηματοδότηση ενός πολιτικού κόμματος κατά το διάστημα πριν από την εκλογή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 7 Σεπτεμβρίου 2010 το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία του Viktor Uspaskich, θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η δίωξη ασκείται με σκοπό να παρακωλυθεί η πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή («fumus persecutionis ») και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κ. Uspaskich ουδόλως σχετίζονται με τις δραστηριότητές του ως βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι στις 28 Οκτωβρίου 2010 ο Viktor Uspaskich άσκησε προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο για την ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 για να την αποσύρει τον Ιούλιο του 2011,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στην επιστολή του της 5ης Απριλίου 2011 με την οποία ζητούσε την υπεράσπιση της ασυλίας του ο Viktor Uspaskich ισχυρίζεται ότι οι ποινικές διαδικασίες που έχουν κινηθεί από τις αρχές της Λιθουανίας εμποδίζουν αυτόν να ασκήσει, ή δυσχεραίνουν αυτόν να ασκήσει τα κοινοβουλευτικά του καθήκοντα περιορίζοντας την ελευθερία μετακινήσεών του κατά παράβαση του άρθρου 7 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου αποσκοπεί στην προστασία των βουλευτών έναντι περιορισμών της ελευθερίας μετακινήσεώς τους, πλην των δικαστικών περιορισμών, και συνεπώς περιέχει προνόμιο και όχι ασυλία, και δεν προστατεύει έναντι δικαστικών περιορισμών την ελευθερία μετακίνησης των βουλευτών[4],
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να δεχθεί το Κοινοβούλιο την αίτηση του Viktor Uspaskich της 5ης Απριλίου 2011 για την υπεράσπιση της ασυλίας του με βάση το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι στην επιστολή του της 11ης Απριλίου 2011 ο Viktor Uspaskich ζητεί να αναθεωρηθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 λόγω υποτιθέμενων νέων γεγονότων τα οποία δημοσιοποίησε το WikiLeaks, τα οποία όπως διατείνεται, αποδεικνύουν ότι υπήρξε θύμα fumus persecutionis,
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί δεδομένου ότι δεν έχει διαπιστωθεί επαρκής αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των υποτιθεμένων νέων γεγονότων και της κίνησης διαδικασιών κατά του Viktor Uspaskich για κατάρτιση ψευδούς ισολογισμού,
ΙΔ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, επιπροσθέτως – και αυτό ισχύει επίσης για τον ισχυρισμό του Viktor Uspaskich ότι με την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 παραβιάστηκαν το θεμελιώδες δικαίωμα υπεράσπισής του και ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – το αίτημα για την αναθεώρηση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 δεν συνιστά αίτηση για την υπεράσπιση της ασυλίας και των προνομίων του κατά την έννοια των άρθρων 6 και 7,
1. αποφασίζει να μην υπερασπίσει την ασυλία και τα προνόμια του Viktor Uspaskich·
2. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει αμέσως την παρούσα απόφαση και την έκθεση της αρμόδιας επιτροπής στην αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.
- [1] Κείμενα που εγκρίθηκαν Ρ7_ΤΑ(2010)0296.
- [2] Υπόθεση 101/63 Wagner κατά Fohrmann και Krier, [1964] Συλλογή σ. 195· Υπόθεση 149/85 Wybot κατά Faure και άλλων, Συλλογή [1986] σ. 2391· Υπόθεση T- 345/05, Mote κατά Κοινοβουλίου [2008] Συλλογή II-2849· Κοινές υποθέσεις C-200/07 και C-201/07 Marra κατά De Gregorio και Clemente [2008] Συλλογή I-7929· Υπόθεση T-42/06 Gollnisch κατά Κοινοβουλίου.
- [3] Κείμενα που εγκρίθηκαν Ρ7_ΤΑ(2010)0296.
- [4] Υπόθεση T–345/05 Mote κατά Κοινοβουλίου [2008] Συλλογή II-2849, παράγραφοι 48-52.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Γεγονότα
Στις 14 Ιουλίου 2009 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας της Λιθουανίας ζήτησε την άρση της βουλευτικής ασυλίας του Viktor Uspaskich.
Κατά τη συνεδρίαση της 7ης Οκτωβρίου 2009 ο Πρόεδρος ανακοίνωσε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού, ότι έχει λάβει επιστολή των λιθουανικών δικαστικών αρχών με ημερομηνία 14 Ιουλίου 2009 με την οποία ζητείται η άρση της βουλευτικής ασυλίας του κ. Uspaskich.
Ο Πρόεδρος παρέπεμψε την αίτηση στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού.
Με απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου του Βίλνιους της 29ης Ιουνίου 2009 ανατέθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας να ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να άρει την ασυλία του ΒΕΚ Viktor Uspaskich, εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη στην υπόθεση αριθ. 1-38/2009, προκειμένου να δοθεί συνέχεια στην ποινική διαδικασία που έχει κινηθεί εις βάρος του και να καταστεί δυνατή η εκτέλεση της απόφασης περί εγγυοδοσίας που επέβαλε εις βάρος του το δικαστήριο ως προληπτικό μέτρο.
Ο Viktor Uspaskich είναι κατηγορούμενος σε δίκη που εκκρεμεί στο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών αδικημάτων του Βίλνιους σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 222, παράγραφος 1 και 220, παράγραφος 1, το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 220, παράγραφος 1 και 205, παράγραφος 1 και το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 205, παράγραφος 1 του λιθουανικού ποινικού κώδικα.
Ο Viktor Uspaskich κατηγορείται ότι στο Βίλνιους, μεταξύ της 13ης Ιουλίου 2004 και της 17ης Μαΐου 2006, ως πρόεδρος του Εργατικού Κόμματος, ενεργώντας από κοινού με άλλους για τους σκοπούς α) της απόπειρας παράνομης χρηματοδότησης ενός πολιτικού κόμματος - δηλαδή του Εργατικού Κόμματος - και β) της αποφυγής του ενδεδειγμένου ελέγχου της χρηματοδότησης του κόμματος και των πολιτικών δραστηριοτήτων του, διηύθυνε μια οργανωμένη ομάδα την οποία συνέστησαν προκειμένου να διαπράξουν μία σειρά ποινικών αδικημάτων. Για το σκοπό αυτό, στο Βίλνιους, από το 2004 έως το 2006 ώθησε το προσωπικό να καταρτίζει, παράνομα, ψευδείς ισολογισμούς για το Εργατικό Κόμμα με αποτέλεσμα να είναι αδύνατο να διαπιστωθεί πλήρως η έκταση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού του κόμματος ή η δομή του κόμματος κατά τη διάρκεια των ετών 2004, 2005 και 2006.
Ο Viktor Uspaskich - ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 21 του νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί κατάρτισης ισολογισμών ήταν υπεύθυνος για την τήρηση των ισολογισμών του κόμματος και ενεργούσε προς όφελος και για τα συμφέροντα του Εργατικού Κόμματος ως νομικού προσώπου - κατηγορείται από τις λιθουανικές αρχές ότι έδωσε εντολή την άνοιξη του 2004 σε ένα πρόσωπο να τηρεί "διπλά" λογιστικά βιβλία για το Εργατικό Κόμμα. Εξάλλου, εικάζεται ότι σύμφωνα με τις εντολές του οι συναλλαγές και οι επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες ήταν υποχρεωτικό να καταχωρούνται στους λογαριασμούς καθώς και η ανεπίσημη παραλαβή και διάθεση χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων σε συνάρτηση με τις δραστηριότητες του Εργατικού Κόμματος έπρεπε να καταχωρούνται σε ανεπίσημα λογιστικά βιβλία. Κατηγορείται επίσης ότι έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες σύμφωνα με τις οποίες ορισμένες εμπορικές και χρηματοδοτικές πράξεις έπρεπε να διενεργούνται χωρίς να εμφαίνονται στους λογαριασμούς του κόμματος.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2008, το Κοινοβούλιο της Λιθουανίας (Seimas) αποφάσισε να άρει την ασυλία του κ. Uspaskich σε σχέση με την ως άνω διαδικασία. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο κ. Uspaskich δεν ήταν βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά το διάστημα που φέρεται ότι διέπραξε τα σχετικά αδικήματα.
Στις 27 Ιανουαρίου 2010 ο κ. Uspaskich έγινε δεκτός σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κανονισμού του Κοινοβουλίου.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ακρόασης, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου στις 2 Φεβρουαρίου 2010 με την οποία τον καλούσε να διευκρινίσει τα ακόλουθα ζητήματα με τις λιθουανικές αρχές:
● Φαίνεται ότι η απόφαση του περιφερειακού δικαστηρίου του Βίλνιους της 29ης Ιουνίου 2009, που ανέθετε στον Γενικό Εισαγγελέα της Λιθουανίας να ζητήσει την άρση της ασυλίας, εγκρίθηκε από ένα και μόνο δικαστή. Συνάδει αυτό με τη λιθουανική νομοθεσία;
● Στις 29 Απριλίου 2008, το περιφερειακό δικαστήριο του Βίλνιους διέταξε τον Viktor Uspaskich να καταβάλει εγγύηση που ανερχόταν σε 1.500.000 LTL (περίπου 436.000 ευρώ) ως προληπτικό μέτρο. Ο Viktor Uspaskich ισχυρίστηκε ενώπιον της επιτροπής ότι η κύρωση που θα του επιβαλλόταν σε περίπτωση δικαστικής του ήττας θα ήταν ένα πρόστιμο μόνο 14.000 ευρώ. Υποστήριξε ότι η εγγύηση ήταν δυσανάλογη και παράνομη σύμφωνα με τη λιθουανική νομοθεσία.
Οι λιθουανικές αρχές απάντησαν λεπτομερώς στις 27 Απριλίου 2010.
Στις 2 Σεπτεμβρίου 2009, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων άκουσε τον κ. Uspaskich για δεύτερη φορά.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2010, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε να άρει την ασυλία του Viktor Uspaskich (P7-TA (2010)0296) για τους ακόλουθους λόγους:
«Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του Viktor Uspaskich, βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο οποίος είναι κατηγορούμενος σε δίκη που εκκρεμεί στο περιφερειακό δικαστήριο ποινικών αδικημάτων του Βίλνιους σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 222, παράγραφος 1 και 220, παράγραφος 1, το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με τα άρθρα 220, παράγραφος 1 και 205, παράγραφος 1 και το άρθρο 24, παράγραφος 4 σε συνδυασμό με το άρθρο 205, παράγραφος 1 του λιθουανικού ποινικού κώδικα,
Β. Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 του πρωτοκόλλου περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά τη διάρκεια των συνόδων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τα μέλη του απολαύουν εντός της επικρατείας των κρατών τους, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του κοινοβουλίου της χώρας τους, ενώ επίκληση της ασυλίας δεν δύναται να γίνει στην περίπτωση αυτοφώρου εγκλήματος και ούτε δύναται να εμποδίσει την άσκηση του δικαιώματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία ενός από τα μέλη του,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί εις βάρος του κυρίου Uspaskich δεν αφορούν γνώμη που διατύπωσε ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με το άρθρο 62 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, το μέλος του εθνικού κοινοβουλίου (Seimas) δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ποινικό αδίκημα, να συλληφθεί ή να υποστεί με άλλο τρόπο περιορισμό της ελευθερίας του χωρίς την έγκριση του Κοινοβουλίου,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι το άρθρο 62 ορίζει επίσης ότι ένα μέλος του Seimas δεν μπορεί να διωχθεί για την ψήφο που έδωσε ή τις αγορεύσεις του στο Seimas, αν και μπορεί να διωχθεί σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις για εξύβριση ή συκοφαντική δυσφήμιση,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κύριος Uspaskich κατηγορείται κατά βάση για τα αδικήματα της κατάρτισης ψευδούς ισολογισμού σε σχέση με τη χρηματοδότηση ενός πολιτικού κόμματος κατά το διάστημα πριν από την εκλογή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπάρχουν βάσιμα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η δίωξη ασκείται με σκοπό να παρακωλυθεί η πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή («fumus persecutionis ») και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κύριος Uspaskich ουδόλως σχετίζονται με τις δραστηριότητές του ως βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».
Συνεπώς, κατά τη σύνοδο ολομελείας της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, το Κοινοβούλιο απεφάνθη ότι η αίτηση που υπέβαλε ο κ. Uspaskich για την υπεράσπιση της ασυλίας του ήταν άνευ αντικειμένου δεδομένου ότι η αίτηση σχετιζόταν με τις ίδιες ποινικές διαδικασίες για τις οποίες είχε αρθεί η ασυλία. Ο κ. Uspaskich ενημερώθηκε με επιστολή της 20ής Σεπτεμβρίου 2010.
Στις 28 Οκτωβρίου 2010, ο κ. Uspaskich άσκησε προσφυγή στο Γενικό Δικαστήριο για ακύρωση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 και καταβολή αποζημίωσης ύψους 10.000 ευρώ προς αποκατάσταση ηθικής βλάβης, η οποία εγγράφηκε στο πινάκιο συνεδριάσεων ως Υπόθεση T-507/10[1]. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, στις 17 Δεκεμβρίου 2010, ο Πρό του Γενικού Δικαστηρίου απέρριψε την αίτηση προσωρινών μέτρων (ήτοι την αναστολή της εφαρμογής της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010)[2]. Ο κ. Uspaskich προσέβαλε τη διάταξη του Προέδρου (Υπόθεση C-66/11 P (R)).
Κατά τη συνεδρίαση της 9ης Μαΐου 2011 ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου ανακοίνωσε, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του Κανονισμού, ότι έλαβε από τον κ. Viktor Uspaskich, στις 5 Απριλίου 2011, αίτηση για την υπεράσπιση της ασυλίας και των προνομίων του σύμφωνα με το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών (εφεξής «η αίτηση της 5ης Απριλίου 2011»).
Ο Πρόεδρος παρέπεμψε την αίτηση στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού, με επιστολή της 27ης Μαΐου 2011.
Κατά συνέπεια, την 1η Ιουνίου 2011, ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου διαβίβασε στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων μία δεύτερη επιστολή του κ. Mr Uspaskich, της 11ης Απριλίου σχετικά με την αναθεώρηση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 (P7_TA 2010/0296) με την οποία ήρθη η ασυλία του. Ο Πρόεδρος κάλεσε την επιτροπή «να εξετάσει το ζήτημα αυτό το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να με ενημερώσει σχετικά με την έκβαση των συζητήσεων στην Επιτροπή Νομικών Θεμάτων».
Κατά τη συνεδρίαση των συντονιστών της 20ής Ιουνίου 2011, ο κ. Rapkay γνωστοποίησε ότι είχε λάβει μήνυμα του κ. Uspaskich με το οποίο τον ενημέρωνε ότι είχε αποφασίσει να αποσύρει την προσφυγή του κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Γενικό Δικαστήριο για τον ακόλουθο λόγο:
Είχε «ζητήσει από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήτοι από τους συντονιστές της JURI να επανεξετάσουν την απόφαση περί άρσεως της ασυλίας μου. Στις 9 Απριλίου 2011 το WikiLeaks δημοσιοποίησε απόρρητη διακοίνωση της Πρεσβείας των ΗΠΑ στο Βίλνιους, στην οποία αναφέρεται ότι υφυπουργός της Κυβέρνησης της Λιθουανίας είχε ενημερώσει αμερικανούς διπλωμάτες ότι η Κυβέρνηση της Λιθουανίας σχεδίαζε να με απομακρύνει από τη Λιθουανία λόγω της εθνοτικής μου καταγωγής (άτομο ρωσικής εθνικότητας σημαίνει ρώσος κατάσκοπος).
Από σήμερα, δεν κινώ πλέον διαδικασίες κατά του Κοινοβουλίου, και τίποτα δεν εμποδίζει το Κοινοβούλιο να εξετάσει το ζήτημα για άλλη μία φορά.
Επισυνάπτονται δύο έγγραφα: η επιστολή μου προς τον Πρόεδρο του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ με την οποία αποσύρω την αίτηση μου, και η επιβεβαίωση του ταχυδρομείου ότι η επιστολή αυτή όντως έχει σταλεί .»
Κατόπιν τούτου, οι συντονιστές της επιτροπής αποφάσισαν να ζητήσουν από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να προβεί στις αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε το θέμα να ανακοινωθεί στο Κοινοβούλιο και να παραπεμφθεί στην επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του Κανονισμού. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου προέβη στη δέουσα ανακοίνωση στις 4 Ιουλίου 2011 (εφεξής "η αίτηση της 11ης Απριλίου 2011").
Τη ίδια ημέρα, το Δικαστήριο γνωστοποίησε στη Νομική Υπηρεσία την απόσυρση της αίτησης του κ. Uspaskich (που αυτή τη φορά υποβλήθηκε κατά τον δέοντα τρόπο, στα λιθουανικά (τη γλώσσα της υπόθεσης) και από το δικηγόρο του). Η υπόθεση διεγράφη με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Αυγούστου 2011. Συνεπώς, η προσφυγή κατά της διάταξης με την οποία απορριπτόταν η αίτηση λήψης προσωρινών μέτρων του κ. Uspaskich είναι άνευ αντικειμένου.
Ο κ. Uspaskich έγινε δεκτός σε ακρόαση, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του Κανονισμού στις 10 Οκτωβρίου 2011.
Οι αιτήσεις για υπεράσπιση της ασυλίας
(α) Η αίτηση της 5ης Απριλίου 2011
Στην αίτησή του της 5ης Απριλίου 2011, ο κ. Uspaskich ζητεί την υπεράσπιση της ασυλίας του, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του Κανονισμού.
Κατηγορεί τη Δημοκρατία της Λιθουανίας για συντονισμένη επίθεση εναντίον του και κατά του λιθουανικού Εργατικού Κόμματος. Ισχυρίζεται ότι η επίθεση αυτή είχε ως αποτέλεσμα «την παραβίαση μιας πτυχής της ασυλίας μου ως βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: το προνόμιο της ελευθερίας μετακίνησης, το οποίο διασφαλίζεται με τo άρθρo 7 τoυ Πρωτoκόλλoυ περί Πρoνoμίων και Ασυλιών».
Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το χρονοδιάγραμμα των ακροάσεων που έχει εγκριθεί από το περιφερειακό δικαστήριο του Βίλνιους εμποδίζει τη συμμετοχή του στις συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «για παράδειγμα τη Δευτέρα το πρωί» (στην πραγματικότητα προκύπτει σαφώς από περαιτέρω έγγραφα που υπέβαλε ο κ. Uspaskich ότι διατείνεται ότι οι ακροάσεις έχουν προγραμματισθεί να διεξάγονται κάθε Πέμπτη, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να παρευρίσκεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τις εργάσιμες ημέρες της Τετάρτης, της Πέμπτης και της Παρασκευής. Θα προτιμούσε οι ακροάσεις να έχουν προγραμματισθεί για τη Δευτέρα το πρωί κάθε εβδομάδας).
Ο κ. Uspaskich, επικαλούμενος τη διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2007 στην Υπόθεση T-345/05 R V. κατά Κοινοβουλίου[3], υποστηρίζει ότι το δικαστήριο της Λιθουανίας κατά τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος των ακροάσεων παραβιάζει το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου.
Ο κ. Uspaskich ισχυρίζεται περαιτέρω ότι δεν είχε ουσιαστικά τη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του προτού το Κοινοβούλιο εγκρίνει την απόφαση περί άρσης της ασυλίας του. Υποστηρίζει ότι αυτό συνιστά παραβίαση του άρθρου 41 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων[4] καθώς και παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματός του υπεράσπισης. Παραπονείται ότι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων δεν του έδωσε την ευκαιρία να λάβει γνώση του σχεδίου απόφασης ή να υποβάλει παρατηρήσεις σε αυτό προτού εγκριθεί και ότι απεστάλησαν ερωτήματα στο Γενικό Εισαγγελέα της Λιθουανίας εν αγνοία του.
Αναλυτικότερα, ο κ. Uspaskich παραπονείται ότι το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία του έχοντας την εσφαλμένη εντύπωση ότι σύμφωνα με τη νομοθεσία της Λιθουανίας η ασυλία έπρεπε να αρθεί επειδή τα εικαζόμενα αδικήματα τελέστηκαν πριν από την εκλογή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και δεν συνδέονται με τις δραστηριότητές του ως ΒΕΚ. Παραπονείται επίσης επειδή το Κοινοβούλιο αγνόησε τους ισχυρισμούς του περί πολιτικής δίωξης και δεν εφάρμοσε στην περίπτωσή του fumus persecutionis.
(β) Η αίτηση της 11ης Απριλίου 2011
Στην δεύτερη επιστολή του της 11ης Απριλίου 2011, ο κ. Uspaskich αναφέρει ότι στις 9 Απριλίου το WikiLeaks δημοσιοποίησε διπλωματική διακοίνωση του Οκτωβρίου 2006 της Πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βίλνιους η οποία απευθυνόταν στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ και στην οποία αναφερόταν ότι ο υφυπουργός στο Υπουργείο Εξωτερικών Υποθέσεων της Λιθουανίας επιβεβαίωσε ότι η δίωξη του Εργατικού Κόμματος της Λιθουανίας είχε οργανωθεί από τη λιθουανική Κυβέρνηση λόγω της υποψίας ότι ο κ. Uspaskich διατηρούσε σχέσεις με την Υπηρεσία Εξωτερικών Πληροφοριών της Ρωσίας. Ο κ. Uspaskich ισχυρίζεται ότι η διακοίνωση αυτή αποδεικνύει ότι είναι θύμα πολιτικής δίωξης και ότι, αίροντας την ασυλία του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εσφαλμένα δεν εφάρμοσε το fumus persecutionis.
Για τους λόγους αυτούς, ο Viktor Uspaskich ζητεί να αναθεωρηθεί η απόφαση του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού[5] ή, διαζευτικά, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3[6].
Νομική ανάλυση
(α) Η αίτηση της 5ης Απριλίου 2011
Όσον αφορά την αίτηση υπεράσπισης της ασυλίας του που περιέχεται στην επιστολή του της 5ης Απριλίου 2011 με την αιτιολογία ότι οι ποινικές διαδικασίες που έχουν κινήσει οι λιθουανικές αρχές εμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την εκτέλεση των βουλευτικών του καθηκόντων, και περιορίζουν την ελευθερία μετακίνησής του όπως διασφαλίζεται στο άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης[7] θα πρέπει να γίνει αναφορά στην απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008 στην Υπόθεση T345/05 Mote κατά Κοινοβουλίου[8].
Αξίζει να αναφερθούν εν εκτάσει η παράγραφος 48 και επόμενες:
«Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου έχει ως συνέπεια να απαγορεύει στα κράτη μέλη να επιβάλλουν, ιδίως με την ακολουθούμενη από αυτά πρακτική στον τομέα της φορολογίας, διοικητικούς περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των μελών του Κοινοβουλίου (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1981, 208/80, Bruce of Donington, Συλλογή 1981, σ. 2205, σκέψη 14). Όπως διευκρινίζεται με την ίδια διάταξη, με το προνόμιο αυτό σκοπείται να διασφαλίζεται η εκ μέρους των μελών του Κοινοβουλίου άσκηση της ελευθερίας τους να μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου και να επιστρέφουν από αυτόν.
49 Πάντως, προέχει η υπόμνηση ότι, μολονότι δεν απαριθμούνται εξαντλητικώς στο άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, το οποίο αναφέρεται στους περιορισμούς διοικητικής ή «άλλης» φύσεως, οι εν λόγω περιορισμοί δεν περιλαμβάνουν τους αναφερόμενους σε δικαστικές διώξεις, καθόσον οι τελευταίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, το οποίο προσδιορίζει το νομικό καθεστώς των ασυλιών, πλην του συγκεκριμένου πεδίου σε περίπτωση γνώμης ή ψήφου δοθείσας κατά την άσκηση των καθηκόντων των βουλευτών, όπως προβλέπει το άρθρο 9. Πράγματι, οι δικαστικές διώξεις αναφέρονται ρητώς στο άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, στοιχείο β΄, του Πρωτοκόλλου μεταξύ εκείνων από τις οποίες εξαιρείται το μέλος του Κοινοβουλίου εντός της επικρατείας οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους εκτός του δικού του, καθ’ όλη τη διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου. Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 10, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του Πρωτοκόλλου, το μέλος του Κοινοβουλίου απολαύει, κατά το αυτό χρονικό διάστημα, εντός της επικρατείας της χώρας του, των ασυλιών που αναγνωρίζονται στα μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους, ορισμένες από τις οποίες προστατεύουν τους εθνικούς βουλευτές από ποινικές διώξεις των οποίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο. Τέλος, το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, προβλέπει ότι η ασυλία καλύπτει τα μέλη του Κοινοβουλίου και όταν αυτά μεταβαίνουν στον τόπο συνεδριάσεως του Κοινοβουλίου ή επιστρέφουν από αυτόν. Το ότι υφίσταται η ανωτέρω διάταξη, η οποία, όπως το άρθρο 8, πρώτο εδάφιο, του Πρωτοκόλλου, προστατεύει τα μέλη του Κοινοβουλίου από τις προσβολές κατά της ελευθερίας τους να μετακινούνται, επιβεβαιώνει ότι οι παρατιθέμενοι με την ως άνω διάταξη περιορισμοί δεν περιλαμβάνουν το σύνολο των πιθανών προσβολών της ελευθερίας μετακινήσεως των μελών του Κοινοβουλίου και ότι, όπως προκύπτει από τις προεξετασθείσες διατάξεις του άρθρου 10, οι δικαστικές διώξεις πρέπει να λογίζονται ως εμπίπτουσες στο νομικό καθεστώς που εγκαθιδρύει το άρθρο αυτό.
50 Έτσι, το άρθρο 10 του Πρωτοκόλλου σκοπεί στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των μελών του Κοινοβουλίου, αποτρέποντας το ενδεχόμενο να ασκούνται πιέσεις, συνιστάμενες σε απειλές συλλήψεως ή σε δικαστικές διώξεις, κατά των βουλευτών κατά τη διάρκεια των συνόδων του Κοινοβουλίου (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2000, T–17/00 R, Rothley κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II-2085, σκέψη 90).
51 Το άρθρο 8 του Πρωτοκόλλου έχει ως αποστολή την προστασία των μελών του Κοινοβουλίου κατά των περιορισμών, πλην των δικαστικών, της ελευθερίας τους να μετακινούνται.
52 Καθ’ ο μέτρο δεν υποστήριξε ότι οι κίνδυνοι παρακωλύσεως της εκ μέρους του A. N. Mote ασκήσεως των καθηκόντων του ως βουλευτή συνίσταντο σε περιορισμούς άλλης φύσεως από τους απορρέοντες από διώξεις ασκηθείσες εκ μέρους των δικαστικών αρχών του κράτους προελεύσεώς του, διαπιστώνεται ότι το Κοινοβούλιο σε ουδεμία πλάνη περί το δίκαιο υπέπεσε αποφασίζοντας να άρει την ασυλία του A. N. Mote, χωρίς να αποφανθεί επί του προνομίου που του είχε παραχωρηθεί εκ της ιδιότητάς του ως μέλους του Κοινοβουλίου, αλλ’ ούτε και να αποφασίσει ότι εν προκειμένω συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 8.»[9]
Πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Μαρτίου 2007 στην Υπόθεση T-345/05 R V. κατά Κοινοβουλίου[10], την οποία επικαλέστηκε ο κ. Uspaskich, εκδόθηκε στην ίδια διαδικασία. Στις παραγράφους που επικαλείται ο κ. Uspaskich το Γενικό Δικαστήριο απλά παρατηρεί ως πραγματικό γεγονός ότι η δίκη του κ. Μοte έτσι όπως προγραμματίζεται δεν παρεμβάλλεται σε περίοδο συνόδου του Κοινοβουλίου.
Στην υπόθεση Mote κατά Κοινοβουλίου, το Γενικό Δικαστήριο απεφάνθη σαφώς ότι το άρθρο 7 του Πρωτοκόλλου περιέχει προνόμιο και όχι ασυλία και δεν προστατεύει έναντι δικαστικών περιορισμών της ελευθερίας μετακίνησης των βουλευτών.
Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να δεχθεί το Κοινοβούλιο την αίτηση του κ. Uspaskich της 5ης Απριλίου 2011 για υπεράσπιση της ασυλίας του βάσει του άρθρου 7 του Πρωτοκόλλου.
Σε κάθε περίπτωση, το άμεσο αίτιο της εικαζόμενης αδυναμίας του κ. Uspaskich να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Κοινοβουλίου την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή δεν είναι το γεγονός ότι το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία του, αλλά η απόφαση του δικαστηρίου της Λιθουανίας. Ο κατάλληλος χώρος προσβολής της απόφασης αυτής είναι δικαστήριο στη Λιθουανία ή στο Λουξεμβούργο. Παρά ταύτα, ο εισηγητής προτείνει να ζητηθεί από τον Πρόεδρο του Κοινοβουλίου να απευθύνει επιστολή στις αρχές της Λιθουανίας με την οποία να ζητεί από αυτές να διασφαλίσουν ότι η δίκη του κ. Uspaskich θα οργανωθεί στο μέτρο του δυνατού κατά τρόπο που δεν θα παρεμποδίζει τις εργασίες του ως βουλευτή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο κ. Uspaskich ισχυρίζεται περαιτέρω ότι, εγκρίνοντας την απόφαση αριθ. P7_TA(2010)0296, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων παραβίασε « το δικαίωμα υπεράσπισής του – το δικαίωμα να εκθέσει την άποψή του προτού ληφθεί απόφαση που τον αφορά και που μπορεί να του προκαλέσει ζημία». Στη συνέχεια παραπονείται ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να λάβει γνώση του σχεδίου απόφασης ή να υποβάλει παρατηρήσεις σε αυτό και ότι απεστάλησαν ερωτήματα στο Γενικό Εισαγγελέα της Λιθουανίας εν αγνοία του. Συνεπώς, δεν είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σε αυτά. Διατείνεται ότι το γεγονός ότι δεν του επετράπη να λάβει γνώση του σχεδίου απόφασης όχι μόνο συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματός του υπεράσπισης και του άρθρου 41 παράγραφος 1 και το άρθρου 2 στοιχεία α) και β)[11] του Ευρωπαϊκού Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, αλλά επίσης είχε ως αποτέλεσμα τη μη συμμόρφωση του Κοινοβουλίου με την ουσία Συντάγματος της Λιθουανίας.
Όλα αυτά αποτελούν επιχειρήματα που περιστρέφονται γύρω από τη νομιμότητα της απόφασης του Κοινοβουλίου να άρει την ασυλία του κ. Uspaskich και τελικά γύρω από τη νομιμότητα του Κανονισμού του Κοινοβουλίου, ο οποίος δεν προβλέπει την ενημέρωσή του και τον εκ μέρους του σχολιασμό όσον αφορά το σχέδιο έκθεσης της αρμόδιας επιτροπής. Ο κατάλληλος χώρος για την υποβολή αυτών των θεμάτων είναι το Δικαστήριο, όχι η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, η οποία δεν έχει καμία αρμοδιότητα σύμφωνα με τον Κανονισμό να αναθεωρεί τις δικές της αποφάσεις.
Ο εισηγητής παρατηρεί ότι από την ακρόαση του κ. Uspaskich στις 10 Οκτωβρίου 2011 δεν προέκυψαν κάποια νέα σχετικά περιστατικά.
(β) Η αίτηση της 11ης Απριλίου 2011
Με αυτή την αίτηση, ο κ. Uspaskich ζητεί την αναθεώρηση της απόφασης του Κοινοβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2010 σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού[12] ή, διαζευτικά, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 3 του Κανονισμού[13] λόγω των εικαζόμενων νέων γεγονότων που δημοσιοποίησε το WikiLeaks, και τα οποία, όπως ισχυρίζεται αποδεικνύουν ότι υπήρξε θύμα fumus persecutionis.
Ο λόγος για τον οποίο ζητεί την αναθεώρηση είναι ότι στις 9 Απριλίου 2011 το WikiLeaks δημοσιοποίησε διπλωματική διακοίνωση του Οκτωβρίου 2006 της Πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο Βίλνιους η οποία απευθυνόταν στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, και στην οποία αναφερόταν ότι ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Λιθουανίας Albinas Januska «ισχυρίστηκε ότι [η Κυβέρνηση της Λιθουανίας] (και, κατ’ επέκταση ο ίδιος), σχεδίασαν την αποχώρηση από τη Λιθουανία του κινητήριου μοχλού του Εργατικού Κόμματος Viktor Uspaskich λόγω των δεσμών του με τη ρωσική ΥΕΠ [Υπηρεσία Εξωτερικών Πληροφοριών].»
Κατ' αρχάς δεν υπάρχει σχέση μεταξύ της δήλωσης στην οποία δήθεν προέβη πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Εξωτερικών της Λιθουανίας μετά την παραίτησή του το 2006 και των νομικών διαδικασιών που κινήθηκαν το 2009 ούτως ώστε να δικαιολογείται ο ισχυρισμός ότι υφίσταται fumus persecutionis. Ακόμη και αν υπήρχαν αποδείξεις, που δεν υπάρχουν, ότι η Κυβέρνηση της Λιθουανίας και ο Albinas Januska είχαν σχεδιάσει την απομάκρυνση από τη Λιθουανία του Viktor Uspaskich λόγω των δεσμών του με τη ρωσική ΥΕΠ, δεν θα υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του γεγονότος αυτού και την κίνηση διαδικασιών κατά του κ. Uspaskich για κατάρτιση ψευδούς ισολογισμού.
Κατά δεύτερον, πέρα από το γεγονός ότι ο Κανονισμός δεν προβλέπει αναθεώρηση από την αρμόδια επιτροπή αποφάσεων που έλαβε το Κοινοβούλιο – εντέλει για αυτό υπάρχει το Δικαστήριο – αφ’ ης στιγμής το Κοινοβούλιο ήρε την ασυλία βουλευτή σε ορισμένη υπόθεση ο βουλευτής δεν διαθέτει πλέον ασυλία προς υπεράσπιση. Λόγοι ασφάλειας δικαίου επιβάλλουν ότι εκτός απολύτως εξαιρετικών περιστάσεων, αφ’ ης στιγμής ληφθεί απόφαση από την Ολομέλεια θα πρέπει να διατηρείται. Παρά ταύτα στην παρούσα περίπτωση μόλις η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων πληροφορήθηκε την απόφαση του κ. Uspaskich να αποσύρει την αίτησή του ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματοποίησε εμπεριστατωμένη νομική και ουσιαστική αξιολόγηση των ισχυρισμών του βουλευτή και δέχθηκε αυτόν σε ακρόαση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον δικαιολογείται υπεράσπιση της ασυλίας του.
Επισημαίνεται περαιτέρω ότι οι λιθουανικές αρχές ζήτησαν την άρση της ασυλίας του κ. Uspaskich τον Ιούλιο του 2009 και ότι απαιτήθηκαν περισσότερο από δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί η εξέταση της αίτησης. Ο κ. Uspaskich είχε τη δυνατότητα να προσβάλει την απόφαση του Κοινοβουλίου ενώπιον του Δικαστηρίου. Απέσυρε την αίτησή του. Έχει τώρα τη δυνατότητα να κινήσει διαδικασία επί της ουσίας ενώπιον των δικαστηρίων της Λιθουανίας, με όλα τα πιθανά ένδικα μέσα που διαθέτει – συμπεριλαμβανομένων αιτήσεων για έκδοση προδικαστικής απόφασης στο Λουξεμβούργο και προσφυγών στο Στρασβούργο.
Ο εισηγητής παρατηρεί ότι από την ακρόαση του κ. Uspaskich στις 10 Οκτωβρίου 2011 δεν προέκυψαν κάποια νέα σχετικά περιστατικά.
Συμπέρασμα
Βάσει των ανωτέρω εκτιμήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του Κανονισμού, και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν προέκυψε κανένα νεότερο κατά την ακρόαση του βουλευτή στις 10 Οκτωβρίου 2011, η Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, αφού εξέτασε τους λόγους υπέρ και κατά της υπεράσπισης της ασυλίας του βουλευτή, συνιστά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να μην υπερασπίσει την ασυλία του Viktor Uspaskich.
- [1] ΕΕ C 13, 15. 01.2011, σ.28, Διορθωτικό στην ΕΕ C 72, 05.03.2011, σ.38.
- [2] ΕΕ C 55, 19.02.2011, σ. 24.
- [3] [2007] Συλλογή II-25, παράγραφοι 87 και 88.
- [4] 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.
2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:
(α) το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,
(β) το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου,
(γ) την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. - [5] 2. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή ανακοινώνεται σε συνεδρίαση Ολομέλειας και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
- [6] 3. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση της ασυλίας και των προνομίων ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
- [7] Το άρθρο 7 προβλέπει ότι «Κανένας διοικητικός ή άλλου είδους περιορισμός δεν επιβάλλεται στην ελεύθερη διακίνηση μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ταξιδεύουν από και προς τον τόπο συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».
Σε ό,τι αφορά τελωνειακούς ελέγχους και ελέγχους συναλλάγματος, στα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου παρέχονται:
(α) από τις δικές τους κυβερνήσεις, οι αυτές διευκολύνσεις που παρέχονται στους ανωτέρους υπαλλήλους οι οποίοι μεταβαίνουν στο εξωτερικό για επίσημη πρόσκαιρη αποστολή· (β) οι κυβερνήσεις των άλλων κρατών μελών τους αναγνωρίζουν τις αυτές διευκoλύνσεις πoυ παρέχoνται στoυς αντιπρoσώπoυς αλλoδαπών κυβερνήσεων, οι οπoίοι ευρίσκoνται σε επίσημη πρόσκαιρη απoστoλή. - [8] [2008] Συλλογή II-2849.
- [9] Η υπογράμμιση του συντάκτη γνωμοδότησης.
- [10] [2007] Συλλογή ΙΙ-25, παράγραφοι 87 και 88.
- [11] 1. 'Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης'.
2. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει ιδίως:
α) το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του,
β) το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει πρόσβαση στον φάκελό του, τηρουμένων των νομίμων συμφερόντων της εμπιστευτικότητας και του επαγγελματικού και επιχειρηματικού απορρήτου,
την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της. ... - [12] 2. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από αρμόδια αρχή κράτους μέλους με σκοπό την άρση της ασυλίας ενός βουλευτή ανακοινώνεται σε συνεδρίαση Ολομέλειας και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
- [13] 3. Κάθε αίτηση η οποία απευθύνεται στον Πρόεδρο από βουλευτή ή πρώην βουλευτή με σκοπό την προάσπιση της ασυλίας και των προνομίων ανακοινώνεται στην Ολομέλεια και παραπέμπεται στην αρμόδια επιτροπή.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
21.11.2011 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
9 5 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Raffaele Baldassarre, Luigi Berlinguer, Françoise Castex, Klaus-Heiner Lehne, Alajos Mészáros, Bernhard Rapkay, Alexandra Thein, Diana Wallis, Cecilia Wikström, Zbigniew Ziobro |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Kurt Lechner, Eva Lichtenberger, Dagmar Roth-Behrendt |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jaroslav Paška |
||||