ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής
12.1.2012 - (2011/2089(INI))
Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
Εισηγητής: Klaus-Heiner Lehne
ΠΡΟΤΑΣΗ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής της 4ης Φεβρουαρίου 2011 – δημόσια διαβούλευση «Πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής» (SEC(2011)0173),
– έχοντας υπόψη το δημοσιευθέν από την Επιτροπή τον Ιούνιο 2011 σχέδιο εγγράφου καθοδήγησης με τίτλο "Ποσοτικοποίηση της βλάβης σε αγωγές αποζημίωσης που στηρίζονται σε παράβαση των άρθρων 101 και 102",
– έχοντας υπόψη την Οδηγία 2009/22/ΕΚ περί των αγωγών επί παραλείψει στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών[1],
– έχοντας υπόψη το δημοσιευθέν από την Επιτροπή το 2009 έγγραφο διαβούλευσης για τη συζήτηση επί της συνέχειας που δόθηκε στην Πράσινη Βίβλο σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών,
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 26ης Μαρτίου 2009 σχετικά με τη Λευκή Βίβλο για τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ[2],
– έχοντας υπόψη το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών (CΟΜ(2008)0794),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 20ής Ιανουαρίου 2011 σχετικά με την έκθεση επί της πολιτικής ανταγωνισμού 2009[3],
– έχοντας υπόψη τη Λευκή Βίβλο της Επιτροπής της 2ας Απριλίου 2008 σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας της ΕΚ (COM(2008)0165),
– έχοντας υπόψη την έκθεση Monti της 9ης Μαΐου 2010 με τίτλο «Μια νέα στρατηγική για την ενιαία αγορά»·
– έχοντας υπόψη την ανακοίνωση της Επιτροπής της 13ης Μαρτίου 2007 με τίτλο «Στρατηγική της ΕΕ για την πολιτική καταναλωτών 2007-2013: Ενδυνάμωση των καταναλωτών, προώθηση της ευημερίας τους και αποτελεσματική προστασία τους» (COM(2007)0099),
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 25ης Οκτωβρίου 2011 σχετικά με εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών σε θέματα αστικού, εμπορικού και οικογενειακού δικαίου[4],
– έχοντας υπόψη το ψήφισμά του της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 σχετικά με την εφαρμογή στα κράτη μέλη της οδηγίας για τη διαμεσολάβηση, τις συνέπειές της στη διαμεσολάβηση και την επίκλησή της από τα δικαστήρια[5],
– έχοντας υπόψη το άρθρο 48 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας και της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (A7-0012/2012),
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης οι πολίτες και οι εταιρείες πρέπει όχι μόνο να έχουν δικαιώματα, αλλά και να μπορούν να τα ασκούν αποτελεσματικά και αποδοτικά,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι η προσφάτως εγκριθείσα νομοθεσία της ΕΕ αποσκοπεί να επιτρέπει στους διαδίκους σε διασυνοριακές υποθέσεις είτε να ασκούν τα δικαιώματά τους αποτελεσματικά[6] είτε να αναζητούν εξωδικαστική διευθέτηση μέσω διαμεσολάβησης,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι τα οφέλη της μεθόδου της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών είναι αναμφισβήτητα κι ότι η δίκαιη πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να συνεχίσει να είναι διαθέσιμη για όλους τους πολίτες της ΕΕ,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το Flash Ευρωβαρόμετρο σχετικά με την "Στάση του καταναλωτή έναντι του διασυνοριακού εμπορίου και προστασία του καταναλωτή" του Μαρτίου 2011, το 79% των ευρωπαίων καταναλωτών δηλώνουν ότι θα ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους δικαστικά εάν μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια συλλογική αγωγή,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές που πλήττονται από κάποια παραβίαση του νόμου και επιθυμούν να ακολουθήσουν τη δικαστική οδό για να επιτύχουν επανόρθωση της κατάστασης σε ατομική βάση αντιμετωπίζουν συχνά σημαντικά κωλύματα από άποψη πρόσβασης, αποτελεσματικότητας και οικονομικής δυνατότητας ενίοτε λόγω των υψηλών δικαστικών εξόδων, του πιθανού ψυχολογικού κόστους, των περίπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών και της έλλειψης πληροφόρησης σχετικά με τα διαθέσιμα ένδικα μέσα,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην περίπτωση που μεγάλη ομάδα πολιτών είναι θύματα της ίδιας παράβασης, η ατομική αγωγή δεν αποτελεί ίσως αποτελεσματικό μέσο για τον τερματισμό των αθέμιτων πρακτικών ή για την επιδίκαση αποζημίωσης για τη βλάβη που προκάλεσαν οι πρακτικές αυτές, ιδίως αν η προσωπική βλάβη είναι μικρή σε σύγκριση με τα έξοδα,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη η συνολική απόδοση των υφιστάμενων μέσων προσφυγής των καταναλωτών και εκτέλεσης σε επίπεδο ΕΕ δεν κρίνεται ικανοποιητική, ή ότι παρόμοιοι μηχανισμοί δεν είναι επαρκώς γνωστοί, με αποτέλεσμα την περιορισμένη χρήση τους,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ενοποίηση των ευρωπαϊκών αγορών και η επακόλουθη αύξηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων υπογραμμίζουν την ανάγκη μιας συνεκτικής πανευρωπαϊκής προσέγγισης για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι καταναλωτές "αφήνονται με άδεια χέρια", καθώς οι διαδικασίες συλλογικής αξίωσης αποζημίωσης που έχουν θεσπιστεί σε πολλά κράτη μέλη δεν παρέχουν διασυνοριακές λύσεις,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εθνικές και οι ευρωπαϊκές αρχές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στην εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ, και ότι η επιβολή του από ιδιωτικούς φορείς πρέπει να λειτουργεί μόνο συμπληρωματικά σε σχέση με την επιβολή του από δημόσιους φορείς, και δεν μπορεί να την υποκαθιστά,
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η δημόσια ενέργεια για τον τερματισμό των παραβιάσεων και την επιβολή προστίμων δεν παρέχει καθαυτή τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αποζημιωθούν για τη βλάβη που υπέστησαν,
ΙΑ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκέντρωση των αξιώσεων σε μία ενιαία διαδικασία συλλογικής προσφυγής, ή η δυνατότητα έγερσης μιας τέτοιου είδους αξίωσης από έναν αντιπροσωπευτικό φορέα ή οργανισμό που ενεργεί υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, θα μπορούσε να απλουστεύσει τη διαδικασία και να μειώσει τα έξοδα των εμπλεκομένων μερών,
ΙΒ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα σύστημα βασιζόμενο σε συλλογικές νομικές προσφυγές μπορεί να συμπληρώσει επωφελώς, όχι όμως και να υποκαταστήσει, την ατομική νομική προστασία·
ΙΓ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η Επιτροπή οφείλει να τηρεί τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας για οποιαδήποτε πρόταση που δεν εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης,
1. επικροτεί την προαναφερθείσα οριζόντια διαβούλευση και τονίζει ότι τα θύματα αθέμιτων πρακτικών –πολίτες και εταιρείες εξίσου– πρέπει να μπορούν να διεκδικήσουν αποζημίωση για την προσωπική απώλεια ή βλάβη που υπέστησαν, ιδίως στην περίπτωση διάσπαρτων και μεμονωμένων βλαβών, όπου ο οικονομικός κίνδυνος μπορεί να μην είναι ανάλογος των βλαβών που προκλήθηκαν·
2. σημειώνει τις προσπάθειες που καταβάλλει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ για να περιορίσει τις δίκες για επιπόλαιη αιτία και την κατάχρηση του αμερικανικού συστήματος συλλογικών αγωγών[7], και τονίζει ότι η Ευρώπη πρέπει να αποφύγει τη θέσπιση ενός συστήματος συλλογικών αγωγών κατά τα πρότυπα των ΗΠΑ ή οποιουδήποτε συστήματος που δεν θα σέβεται τις ευρωπαϊκές νομικές παραδόσεις·
3. επικροτεί τις προσπάθειες των κρατών μελών να ενισχύσουν τα δικαιώματα των θυμάτων έκνομης συμπεριφοράς θεσπίζοντας ή προτιθέμενα να θεσπίσουν νομοθεσία που θα διευκολύνει την άσκηση αγωγής και παράλληλα θα αποθαρρύνει την δικομανή νοοτροπία, αλλά επίσης αναγνωρίζει ότι οι εθνικοί μηχανισμοί συλλογικών αγωγών διαφέρουν μεγάλως μεταξύ τους, ιδίως ως προς το πεδίο και τα δικονομικά στοιχεία, κάτι που θα μπορούσε να υπονομεύσει για τους πολίτες την άσκηση των δικαιωμάτων τους·
4. επικροτεί το έργο της Επιτροπής για μια συνεκτική ευρωπαϊκή αντίληψη στο θέμα των συλλογικών αγωγών και της ζητεί να αποδείξει στη μελέτη επιπτώσεων ότι, βάσει της αρχής της επικουρικότητας, απαιτείται δράση σε επίπεδο ΕΕ για να βελτιωθεί το σημερινό ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο και να μπορούν τα θύματα παραβάσεων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας να αποζημιώνονται για τη βλάβη που υφίστανται, πράγμα που θα συμβάλει στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και στην ομαλότερη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς·
5. υπογραμμίζει τα πιθανά πλεονεκτήματα των συλλογικών δικαστικών προσφυγών από πλευράς κόστους και ασφάλειας δικαίου τόσο για τους ενάγοντες και τους εναγόμενους όσο και για το δικαστικό σύστημα, καθώς αποφεύγονται οι παράλληλες δίκες για παρόμοιες αξιώσεις·
6. θεωρεί, όσον αφορά τον τομέα του ανταγωνισμού, ότι η επιβολή του νόμου με δημόσια πρωτοβουλία έχει ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών, για την ολοκληρωμένη υλοποίηση των στόχων της ΕΕ και για την εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού από την Επιτροπή και από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού·
7. υπενθυμίζει ότι σήμερα τα κράτη μέλη έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να νομοθετούν επί των εφαρμοστέων κανόνων για τον ποσοτικό προσδιορισμό της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικαστεί· σημειώνει ακόμη ότι η επιβολή της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να αποβεί εις βάρος της ομοιόμορφης εφαρμογής του ευρωπαϊκού δικαίου·
8. ζητεί από την Επιτροπή να εξετάσει ενδελεχώς ποια είναι η κατάλληλη νομική βάση για οποιοδήποτε μέτρο στο πεδίο των συλλογικών αγωγών·
9. επισημαίνει ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα σήμερα στοιχεία και ειδικότερα μια μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΓΔ SANCO το 2008 με τίτλο "Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και απόδοσης των μηχανισμών συλλογικής προσφυγής στην ΕΕ", οι υφιστάμενοι στην ΕΕ μηχανισμοί συλλογικής προσφυγής δεν είχαν δυσανάλογες οικονομικές συνέπειες·
Υφιστάμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία και ασφαλιστικά μέτρα
10. επισημαίνει ότι ορισμένοι εκτελεστικοί μηχανισμοί για ατομικές περιπτώσεις, όπως η Οδηγία 2008/52/EΚ για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 805/2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις, ήδη υπάρχουν σε επίπεδο ΕΕ και εκτιμά πως ειδικότερα ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για τη θέσπιση μιας ευρωπαϊκής διαδικασίας επίλυσης μικροδιαφορών παρέχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη επειδή απλοποιεί τις διασυνοριακές δικαστικές διαφορές και μειώνει το κόστος σε περιπτώσεις καταγγελιών που αφορούν ποσά μικρότερα των 2.000 ευρώ, όμως τονίζει ότι η νομοθεσία αυτή δεν προορίζεται να παρέχει αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε περιπτώσεις όπου μεγάλος αριθμός θυμάτων έχει υποστεί συναφείς βλάβες·
11. εκφράζει την άποψη ότι τα ασφαλιστικά μέτρα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες και οι εταιρείες απολαμβάνουν δυνάμει του δικαίου της ΕΕ και πιστεύει ότι οι μηχανισμοί που θεσπίστηκαν βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών, καθώς και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών[8], μπορούν να βελτιωθούν σημαντικά ώστε να ενισχυθεί η συνεργασία και η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων σε διασυνοριακές υποθέσεις·
12. είναι της άποψης ότι η ανάγκη βελτίωσης της δικαστικής προστασίας με ασφαλιστικά μέτρα είναι ιδιαίτερα έντονη στον περιβαλλοντικό τομέα· ζητεί από την Επιτροπή να διερευνήσει τρόπους επέκτασης των ασφαλιστικών μέτρων και σε αυτό τον τομέα·
13. θεωρεί ότι τα ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να επικεντρώνονται στην προστασία του ατομικού και όχι του δημόσιου συμφέροντος, και ζητεί να γίνει προσεκτικά η διεύρυνση της πρόσβασης και οργανισμών στη δικαιοσύνη, καθώς οι οργανισμοί δεν πρέπει να έχουν ευκολότερη πρόσβαση στη δικαιοσύνη από ό,τι τα άτομα·
14. καλεί ως εκ τούτου την Επιτροπή να ενισχύσει περαιτέρω και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μηχανισμών, όπως η οδηγία 98/27/ΕΚ περί αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή του νόμου σε σχέση με την προστασία του καταναλωτή, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δέουσα δημόσια προστασία των δικαιωμάτων του καταναλωτή στην ΕΕ· επιμένει ωστόσο ότι ούτε η οδηγία 98/27/ΕΚ ούτε ο Κανονισμός (ΕΚ) 2006/2004 επιτρέπουν την αποζημίωση των καταναλωτών για τη ζημία που υπέστησαν·
Νομικά δεσμευτικό οριζόντιο πλαίσιο και μέτρα διασφάλισης
15. εκτιμά πως η πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέσω συλλογικών προσφυγών εντάσσεται στη σφαίρα της δικονομίας και ανησυχεί μήπως τυχόν ασυντόνιστες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες στο πεδίο των συλλογικών προσφυγών οδηγήσουν σε κατακερματισμό των εθνικών δικονομικών δικαίων και των εθνικών δικαίων για τις αποζημιώσεις που θα αποδυναμώσει αντί να ενισχύσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός της ΕΕ· ζητεί, σε περίπτωση που μετά από λεπτομερή ανάλυση αποφασισθεί ότι είναι απαραίτητο και επιθυμητό ένα ευρωπαϊκό σύστημα συλλογικών προσφυγών, κάθε πρόταση στο πεδίο των συλλογικών προσφυγών να έχει τη μορφή οριζοντίου πλαισίου που θα περιλαμβάνει μια κοινή δέσμη βασικών αρχών και θα προσφέρει ομοιόμορφη πρόσβαση στη δικαιοσύνη μέσω συλλογικών προσφυγών εντός της ΕΕ και θα καλύπτει ειδικότερα αλλά όχι αποκλειστικά τις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των καταναλωτών·
16. τονίζει ότι πρέπει να συνεκτιμηθούν δεόντως η νομική παράδοση και η έννομη τάξη του κάθε κράτους μέλους κι ότι πρέπει να ενισχυθεί ο συντονισμός των βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών, ενώ εκτιμά πως η επεξεργασία ενός ευρωπαϊκού συστήματος που θα προωθεί την αποτελεσματική υποστήριξη τόσο των καταναλωτών όσο και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν θα πρέπει να προκαλέσει καθυστέρηση στην έγκριση του οριζοντίου πλαισίου·
17. τονίζει ότι οποιοδήποτε νομικά δεσμευτικό οριζόντιο πλαίσιο πρέπει να καλύπτει τις βασικές πτυχές των συλλογικών αγωγών επί αποζημιώσει· τονίζει ακόμη ότι ειδικότερα τα ζητήματα δικονομικού δικαίου και διεθνούς ιδιωτικού δικαίου πρέπει να ισχύουν εν γένει και για τις συλλογικές αγωγές, ανεξαρτήτως τομέως, ενώ ένας μικρός αριθμός κανόνων απαραίτητων για την προστασία των καταναλωτών ή για το δίκαιο του ανταγωνισμού, και σχετικών με θέματα όπως τα πιθανά δεσμευτικά αποτελέσματα αποφάσεων εγκρινομένων από εθνικές αρχές αρμόδιες για τον ανταγωνισμό, θα μπορούσε να περιληφθεί π.χ. σε χωριστά άρθρα ή κεφάλαια του ίδιου του οριζόντιου κειμένου ή σε χωριστά νομικά κείμενα, παράλληλα με την έγκριση του οριζόντιου κειμένου ή μεταγενέστερα αυτής·
18. πιστεύει ότι η προσωπική ζημία ή απώλεια που προκαλείται διαδραματίζει καίριο ρόλο όταν λαμβάνεται απόφαση να κατατεθεί αγωγή καθώς αυτές συγκρίνονται αναπόφευκτα με το ενδεχόμενο κόστος της κίνησης δικαστικής διαδικασίας· υπενθυμίζει κατά συνέπεια στην Επιτροπή την ανάγκη ενός οριζόντιου πλαισίου για τις συλλογικές προσφυγές ως αποτελεσματικού και φθηνού μηχανισμού για όλους τους εμπλεκομένους και εκτιμά πως οι εθνικές δικονομικές διατάξεις των κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 περί θέσπισης μιας ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών ως σημείο αναφοράς για συλλογικές προσφυγές όταν το ύψος της αξίωσης δεν υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού·
19. θεωρεί ότι η συλλογική αγωγή βάσει ενός οριζόντιου πλαισίου θα αποβαίνει ιδιαίτερα επωφελής όταν ο εναγόμενος και τα θύματα που εκπροσωπούνται δεν έχουν την κατοικία τους στο ίδιο κράτος μέλος (διασυνοριακή διάσταση) και όταν τα δικαιώματα που εικάζεται ότι έχουν παραβιαστεί απορρέουν από τη νομοθεσία της ΕΕ (παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ)· ζητεί να εξετασθεί περαιτέρω με ποιόν τρόπο θα βελτιωθούν οι προσφυγές σε περιπτώσεις παραβίασης της εθνικής νομοθεσίας που μπορεί να έχει μεγάλες, διασυνοριακές επιπτώσεις·
20. επαναλαμβάνει ότι πρέπει στο οριζόντιο κείμενο να προβλέπονται διασφαλίσεις για την αποφυγή αβάσιμων αξιώσεων και κακής χρήσης των συλλογικών προσφυγών, ώστε να διασφαλίζονται δίκαιες δικαστικές διαδικασίες, και τονίζει ότι αυτές οι διασφαλίσεις πρέπει να καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής σημεία:
Νομικές προϋποθέσεις
– για να γίνει παραδεκτή μια συλλογική αγωγή, πρέπει να υπάρχει μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα και η αναγνώριση της ταυτότητας των μελών της ομάδας πρέπει να έχει γίνει πριν από την κατάθεση της προσφυγής·
– η ευρωπαϊκής αντίληψη για τη συλλογική προσφυγή πρέπει να θεμελιώνεται στην αρχή της θετικής επιλογής (opt-in), βάσει της οποίας τα θύματα δίνουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους και συμμετέχουν στη διαδικασία μόνον εάν εκφράσουν ρητά ότι το επιθυμούν, προκειμένου να αποφεύγονται πιθανές καταχρήσεις· υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα υφιστάμενα εθνικά συστήματα βάσει της αρχής της επικουρικότητας· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει ένα σύστημα το οποίο θα παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες σε όλους τους πιθανούς καταναλωτές που εμπλέκονται, θα αυξάνει την αντιπροσωπευτικότητα των συλλογικών δράσεων, θα επιτρέπει στο μεγαλύτερο αριθμό των θυμάτων να αξιώσει αποζημίωση και θα εξασφαλίζει απλή, φθηνή και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τους πολίτες της ΕΕ, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό υπερβολικές δικαστικές διαδικασίες και ως εκ τούτου περιττές ατομικές ή συλλογικές αγωγές για την ίδια παράβαση· καλεί τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικούς μηχανισμούς που θα διασφαλίσουν την ενημέρωση του μέγιστου δυνατού αριθμού θυμάτων, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, κυρίως όταν τα θύματα διαμένουν σε πολλά κράτη μέλη, ενώ θα αποφεύγεται η περιττή βλάβη της υπόληψης του εμπλεκόμενου μέρους, ώστε να γίνεται σεβαστή η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας·
– πρέπει να αποκλεισθεί ένα σύστημα συλλογικών αγωγών όπου η ταυτότητα των θυμάτων δεν θα δηλώνεται πριν από την έκδοση της απόφασης, διότι αντιβαίνει στις έννομες τάξεις πολλών κρατών μελών και παραβιάζει τα δικαιώματα οποιουδήποτε θύματος που ενδέχεται να συμμετέχει στη διαδικασία εν αγνοία του και παρ’ όλα αυτά θα δεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου·
– τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνήσουν ώστε ο δικαστής ή οποιοδήποτε ανάλογο όργανο να συνεχίσει να διαθέτει διακριτική εξουσία υπό τη μορφή προκαταρκτικού ελέγχου παραδεκτού για οποιαδήποτε πιθανή συλλογική αγωγή, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις κι ότι η αγωγή μπορεί να εκδικασθεί·
– τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίζουν τις οργανώσεις που δικαιούνται να ασκούν συλλογικές αγωγές, τα δε ευρωπαϊκά κριτήρια θα ήταν χρήσιμα για τον σαφή προσδιορισμό αυτών των εγκεκριμένων φορέων · τα κριτήρια αυτά θα μπορούσαν να βασιστούν στο άρθρο 3 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, αλλά πρέπει να συγκεκριμενοποιηθούν περαιτέρω ώστε να αποφευχθούν οι καταχρηστικές αγωγές και να κατοχυρωθεί η πρόσβαση στη δικαιοσύνη· αυτά τα κριτήρια πρέπει να καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους που πρέπει να διαθέτουν οι οργανώσεις για να πληρούν τις προϋποθέσεις·
– τα θύματα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ελεύθερα να επιλέξουν την εναλλακτική λύση της άσκησης ατομικής αγωγής αποζημίωσης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου·
Πλήρης αποζημίωση για πραγματική βλάβη
– το οριζόντιο πλαίσιο θα πρέπει να καλύπτει την αποζημίωση μόνο για την προκληθείσα πραγματική βλάβη, η δε επιδίκαση παραδειγματικής αποζημίωσης πρέπει να απαγορευθεί· βάσει της αρχής της αντιστάθμισης, οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται πρέπει να κατανέμονται στα θύματα κατ’ αναλογία προς τη βλάβη που το καθένα υπέστη ατομικά· γενικά, η έννοια της αμοιβής του δικηγόρου με ποσοστό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης είναι άγνωστη στην Ευρώπη και δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στο υποχρεωτικό οριζόντιο πλαίσιο·
Πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία.
– οι ενάγοντες σε συλλογική αγωγή δεν πρέπει να βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους μεμονωμένους ενάγοντες σε σχέση με την πρόσβαση του εναγόμενου στις αποδείξεις, και κάθε ενάγων πρέπει να παρέχει αποδείξεις για την αξίωσή του· η υποχρέωση δημοσιοποίησης των εγγράφων στους ενάγοντες (υποχρεωτική επίδειξη εγγράφων) είναι κατά μεγάλο μέρος άγνωστη στην Ευρώπη και δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στο οριζόντιο πλαίσιο·
Αρχή «ο χαμένος πληρώνει»:
– δεν μπορεί να υπάρξει αγωγή χωρίς οικονομικό κίνδυνο και τα κράτη μέλη πρέπει να ορίζουν τους δικούς τους κανόνες για την κατανομή των δαπανών, βάσει των οποίων η ηττημένη πλευρά οφείλει να πληρώνει τις δαπάνες της άλλης πλευράς, ώστε να αποτραπεί ο πολλαπλασιασμός των αστήρικτων καταγγελιών στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού μηχανισμού συλλογικών προσφυγών·
Δεν επιτρέπεται η χρηματοδότηση από τρίτα μέρη:
– η Επιτροπή δεν πρέπει να καθορίσει όρους ή κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρηματοδότηση των αγωγών αποζημίωσης, καθώς η πρακτική της αναζήτησης χρηματοδότησης από τρίτα μέρη, για παράδειγμα με την προσφορά ενός ποσοστού της επιδικαζόμενης αποζημίωσης, είναι εν πολλοίς άγνωστη στα νομικά συστήματα των κρατών μελών· τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη από του να ορίσουν προϋποθέσεις ή κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των αγωγών αποζημίωσης·
21. ζητεί, σε περίπτωση που υποβάλει η Επιτροπή πρόταση για ένα οριζόντιο πλαίσιο που θα διέπει τις συλλογικές προσφυγές, να υιοθετηθεί, όπου χρειάζεται, ως αρχή, η αγωγή στο πλαίσιο δεδικασμένου (follow-on action), βάσει της οποίας θα μπορεί να προβληθεί ατομική αξίωση δυνάμει προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής ή μιας αρμόδιας σε θέματα ανταγωνισμού εθνικής αρχής για την επιδίκαση αποζημίωσης επί παραβάσει στο πλαίσιο μιας συλλογικής προσφυγής· επισημαίνει ότι η θέσπιση της αρχής της αγωγής στο πλαίσιο δεδικασμένου (follow-on action) δεν εμποδίζει εν γένει τη δυνατότητα ταυτόχρονα αυτόνομης αγωγής (stand-alone action) και αγωγής στο πλαίσιο δεδικασμένου (follow-on action)·
22. καλεί την Επιτροπή να εξετάσει τρόπους βελτιωμένης ενημέρωσης των καταναλωτών σχετικά με την ύπαρξη μηχανισμών συλλογικής προσφυγής και διευκόλυνσης της συνεργασίας μεταξύ των φορέων που είναι εξουσιοδοτημένες να ασκούν συλλογικές προσφυγές· τονίζει τον κεντρικό ρόλο τον οποίο μπορούν να παίξουν οι οργανώσεις καταναλωτών και το δίκτυο ευρωπαϊκών κέντρων καταναλωτών (ΕΚΚ=ECC-Net) για τη μετάδοση των πληροφοριών σε όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα παραβιάσεων του ευρωπαϊκού δικαίου·
23. τονίζει ότι πολλές από τις παραβιάσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας τις οποίες η Επιτροπή έχει εντοπίσει στον τομέα των ευρωπαϊκών μέτρων για την προστασία των καταναλωτών απαιτούν την ενίσχυση των ασφαλιστικών μέτρων[9], αν και αναγνωρίζει ότι τα ασφαλιστικά μέτρα δεν επαρκούν όταν τα θύματα έχουν υποστεί ζημία και έχουν δικαίωμα αποζημίωσης· ζητεί από την Επιτροπή να εντοπίσει την ευρωπαϊκή νομοθεσία που δυσχεραίνει την επιδίκαση αποζημίωσης·
24. θεωρεί ότι τούτο πρέπει να γίνει προκειμένου να προσδιοριστούν οι τομείς όπου το οριζόντιο πλαίσιο θα μπορεί να προβλέπει συλλογική αποζημίωση για παραβίαση της συγκεκριμένης νομοθεσίας, καθώς και για παραβίαση της ευρωπαϊκής αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας· ζητεί η σχετική νομοθεσία της ΕΕ να προσαρτηθεί σε παράρτημα στην οριζόντια νομοθετική πράξη·
Εναλλακτική επίλυση διαφορών (ΕΕΔ)
25. θεωρεί ότι οι μηχανισμοί της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών εξαρτώνται συχνά από την προθυμία του επιχειρηματία να συνεργαστεί και ότι η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος προσφυγών θα λειτουργούσε ως ισχυρό κίνητρο για να δέχονται οι διάδικοι μια εξωδικαστική διευθέτηση, πράγμα που θα μπορούσε σε πολλές να αποτρέψει την κίνηση πολλών διαδικασιών· ενθαρρύνει τη δημιουργία συστημάτων εναλλακτικής επίλυσης διαφορών σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ούτως ώστε να καταστεί η ταχεία και φθηνή επίλυση των διαφορών ελκυστικότερη επιλογή αντί των δικαστικών διαδικασιών, και εκτιμά ότι οι δικαστικές αρχές που διενεργούν τον προκαταρκτικό έλεγχο του παραδεκτού μιας συλλογικής αγωγής πρέπει επίσης να έχουν την εξουσία να υποχρεώνουν τα εμπλεκόμενα μέρη να αναζητούν πρώτα συλλογική συναινετική λύση πριν από την κίνηση συλλογικών δικαστικών διαδικασιών· πιστεύει ότι τα κριτήρια που έχει επεξεργαστεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο[10] πρέπει να αποτελέσουν το σημείο εκκίνησης για τη θέσπιση αυτής της εξουσίας· τονίζει εντούτοις ότι οι μηχανισμοί αυτοί πρέπει να παραμείνουν, σύμφωνα εξάλλου και με το όνομά τους, απλώς μια εναλλακτική λύση αντί της δικαστικής προσφυγής και όχι προϋπόθεσή της·
Δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο
26. τονίζει ότι ένα οριζόντιο πλαίσιο θα πρέπει και το ίδιο να ορίζει κανόνες για την αποτροπή μιας "εφόδου" στα δικαστήρια (‘forum shopping’) και ταυτόχρονα να μην υπονομεύει την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ενώ ο Κανονισμός "Βρυξέλλες Ι" θα πρέπει να ληφθεί ως αφετηρία για τον προσδιορισμό των δικαστηρίων που έχουν δικαιοδοσία·
27. ζητεί να εξεταστεί περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίο μπορούν να τροποποιηθούν οι κανόνες σύγκρουσης νόμων· πιστεύει ότι μία λύση θα μπορούσε να είναι η εφαρμογή της νομοθεσίας της χώρας όπου κατοικεί η πλειονότητα των θυμάτων, έχοντας κατά νου ότι τα μεμονωμένα θύματα πρέπει να εξακολουθούν να είναι ελεύθερα να μην συμμετέχουν στη συλλογική αγωγή, αλλά αντιθέτως να μπορούν να ασκήσουν ατομική προσφυγή σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζονται στους κανονισμούς «Βρυξέλλες Ι», «Ρώμη Ι» και «Ρώμη ΙΙ»·
28. τονίζει ότι βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση C-360/09, Pfleiderer, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά ώστε οι συλλογικές προσφυγές να μη υποσκάπτουν την αποτελεσματικότητα τόσο του συστήματος επιεικούς μεταχείρισης της νομοθεσίας του ανταγωνισμού όσο και της διαδικασίας επίλυσης διαφορών·
Συνήθης νομοθετική διαδικασία
29. τονίζει ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να συμμετέχει, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, σε κάθε νομοθετική πρωτοβουλία στον τομέα των συλλογικών προσφυγών και ότι κάθε πρόταση πρέπει να βασίζεται σε εμπεριστατωμένη εκτίμηση επιπτώσεων·
30. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει το παρόν ψήφισμα στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή, στις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των κρατών μελών και στους κοινωνικούς εταίρους σε επίπεδο ΕΕ.
- [1] OJ L 110, 1.5.2009, p.30.
- [2] ΕΕ C 117 E, 6.5.2010, σ.161.
- [3] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0023.
- [4] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0449.
- [5] Κείμενα που εγκρίθηκαν, P7_TA(2011)0361.
- [6] Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών (ΕΕ L 199, της 31.07.2007, σ. 1)· Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1896/2006 για διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ L 399 της 30.12.2006, σ. 1)· Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 805/2004 για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις (ΕΕ L 143 της 30.04. 2004, σ. 15).
- [7] Wal-Mart Stores Inc. κατά Dukes et al. 564 U. S. xxx (2011).
- [8] ΕΕ L 364, της 9.12.2004, σ. 1.
- [9] Μελέτη σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταναλωτές όσον αφορά τη λήψη αποζημίωσης για παραβιάσεις της νομοθεσίας που αφορά την προστασία των καταναλωτών, και τις οικονομικές συνέπειες αυτών των προβλημάτων, μέρος I, βασική έκθεση, 26 Αυγούστου 2008, σ. 21 και εξής.
- [10] Απόφαση 18ης Μαρτίου 2010 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-317/08, C-318/08, C-319/08 και C-320/08, Alassini, μη ακόμη συμπεριληφθείσα στη Συλλογή Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΈΚΘΕΣΗ
Ο εισηγητής επικροτεί την οριζόντια διαβούλευση της Επιτροπής, το ανοικτό πνεύμα της προς μια ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής και τη δέσμευσή της για ισχυρές διασφαλίσεις έναντι των καταχρηστικών αντιδικιών. Η πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ σε μια συλλογική αγωγή για μεροληψία[1] δείχνει για ακόμη μία φορά ότι το ίδιο το νομικό σύστημα των ΗΠΑ μάχεται κατά των καταχρηστικών και αβάσιμων συλλογικών αγωγών που προκύπτουν από υπερβολές του συστήματος των ΗΠΑ οι οποίες σίγουρα δεν αναμένονταν όταν θεσπίστηκε το συγκεκριμένο είδος αγωγών πριν από δεκαετίες. Η Ευρώπη πρέπει να υιοθετεί σθεναρή στάση έναντι οποιασδήποτε πρόθεσης να αλλάξουν οι νομικές παραδόσεις της ΕΕ μέσω της ενσωμάτωσης ξενόφερτων διαδικαστικών στοιχείων που επιτρέπουν καταχρηστικές συλλογικές αγωγές.
Ο εισηγητής αναγνωρίζει ότι η νομική παράδοση της ΕΕ είναι προσανατολισμένη στην επίλυση διαφορών μεταξύ προσώπων και όχι διαμέσου συλλογικής οντότητας. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί, αφενός, να είναι προς το συμφέρον των θυμάτων μιας παράνομης συμπεριφοράς να συνδυάσουν τις αξιώσεις τους, τις οποίες διαφορετικά δεν επρόκειτο να υποβάλουν σε ατομικό επίπεδο και, αφετέρου, μπορεί να είναι προς το συμφέρον των εταιρειών να υπάρχει ένας μόνο διακανονισμός ή μία προσφυγή στη δικαιοσύνη προσδίδοντας ασφάλεια δικαίου στην υπόθεση. Στον βαθμό αυτόν, τα τελευταία έτη πολλά κράτη μέλη θέσπισαν συλλογικά μέσα που επιτρέπουν ένα είδος συλλογικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Τα μέσα αυτά ποικίλλουν σημαντικά, λαμβάνοντας, για παράδειγμα, τη μορφή αντιπροσωπευτικής αγωγής, ομαδικής αγωγής ή πιλοτικής αγωγής (test case). Δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν εκτενείς πληροφορίες για τη σχετική εθνική νομοθεσία και συγκεκριμένα για την εφαρμογή και τη λειτουργικότητά της, καθώς αρκετά κράτη μέλη θέσπισαν μόλις πρόσφατα αυτούς τους μηχανισμούς και δεν υπάρχουν πάντα διαθέσιμες αξιόπιστες πληροφορίες. Κατά συνέπεια, δεν εκπλήσσει τον εισηγητή το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έχει καταδείξει μέχρι στιγμής την ανάγκη για ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ. Το ζήτημα του άρθρου της ΣΛΕΕ που μπορεί να αποτελέσει τη νομική βάση για μια οριζόντια νομοθετική πράξη εξακολουθεί να πρέπει να εξεταστεί λεπτομερώς. Οπωσδήποτε, η απόρριψη της δράσης της ΕΕ από τις εθνικές κυβερνήσεις πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη[2].
Εντούτοις, ο εισηγητής πιστεύει ότι στον ευρωπαϊκό χώρο δικαιοσύνης οι πολίτες και οι εταιρείες πρέπει να μπορούν να ασκούν αποτελεσματικά και αποδοτικά τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη νομοθεσία της ΕΕ. Στην περίπτωση συλλογικών ή μεμονωμένων ζημιών, τα θύματα παράνομης συμπεριφοράς μπορεί πράγματι να μην διεκδικήσουν αποζημίωση, καθώς το κόστος της ατομικής προσφυγής μπορεί να είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με την προκληθείσα ζημία. Ωστόσο, η επιβολή της νομοθεσίας της ΕΕ από τις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές πρέπει να εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα, καθώς αυτές οι αρχές έχουν στη διάθεσή τους διερευνητικά μέσα δημοσίου δικαίου που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε ιδιωτικούς φορείς· συνεπώς, η επιβολή της νομοθεσίας από ιδιωτικούς φορείς συνεχίζει να λειτουργεί συμπληρωματικά.
Υφιστάμενη νομοθεσία της ΕΕ και ασφαλιστικά μέτρα
Τα τελευταία έτη, η ΕΕ επεδίωξε ενεργά να βελτιώσει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, ο κανονισμός αριθ. 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών επιτρέπει την αποδοτική και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη απλοποιώντας τη διασυνοριακή εκδίκαση διαφορών για ποσά μικρότερα των 2.000 ευρώ. Απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση του κανονισμού προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον υλοποιήθηκαν οι προθέσεις του νομοθέτη της ΕΕ.
Ο εισηγητής αναγνωρίζει τη σημασία των ασφαλιστικών μέτρων. Σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην παραπλανητική διαφήμιση, την έλλειψη διαφάνειας στις συμβάσεις κ.λπ., μπορεί να μην προκύψουν αποζημιώσεις και πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στην αποτροπή τυχόν περαιτέρω παράνομης συμπεριφοράς. Η ίδια η Επιτροπή έχει επισημάνει πώς ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 για τη συνεργασία όσον αφορά την προστασία των καταναλωτών[3] και η οδηγία 2009/22/ΕΚ περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών (οδηγία περί των αγωγών παραλείψεως)[4] μπορούν να βελτιωθούν ώστε να ενισχυθεί η συνεργασία και η διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων[5].
Ωστόσο, ο εισηγητής εκφράζει ανησυχίες για την ευρεία ερμηνεία των εθνικών διαδικαστικών κανόνων οι οποίοι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, «δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί σε σχέση με αυτούς που αφορούν παρόμοια ένδικα βοηθήματα του εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας)».[6] Ο εισηγητής πιστεύει ότι, τηρώντας ταυτόχρονα αυτές τις αρχές, οι οργανώσεις δεν πρέπει να απολαμβάνουν προνομιακή πρόσβαση στη δικαιοσύνη και ότι η νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να επικεντρώνεται στην προστασία και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μεμονωμένων προσώπων και όχι των συμφερόντων του ευρέως κοινού.
Οριζόντια νομοθετική πράξη και διασφαλίσεις
Έχοντας κατά νου τις διαφορές των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο εισηγητής πιστεύει ότι κάθε πρωτοβουλία στον τομέα της συλλογικής προσφυγής θα οδηγήσει σε κατακερματισμό των νομοθεσιών περί αποζημιώσεων και των δικονομικών νομοθεσιών των κρατών μελών. Μια ευρωπαϊκή προσέγγιση δεν μπορεί να περιορίζεται στον συντονισμό των διαφόρων πρωτοβουλιών της Επιτροπής, καθώς ο συντονισμός δεν αποτρέπει τις διαφορετικές εκβάσεις των νομοθετικών διαδικασιών.
Εξάλλου, κάθε πρωτοβουλία στον τομέα της συλλογικής προσφυγής θα αντιμετωπίζει τα ίδια δικονομικά ζητήματα και ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Για παράδειγμα, ίδιες ισχυρές διασφαλίσεις, σχετικά με πτυχές όπως η νομική κατάσταση ενός φορέα εκπροσώπησης και τα κριτήρια έγκρισης, η πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία ή η εφαρμογή της αρχής «ο ηττώμενος πληρώνει», είναι απαραίτητες ανεξάρτητα από τον τομέα τον οποίον αφορούν. Αυτά τα ζητήματα εγείρονται όχι μόνο στην τρέχουσα οριζόντια διαβούλευση, αλλά και στη Λευκή και Πράσινη Βίβλο που προηγήθηκαν.
Ο εισηγητής υποθέτει ότι η Επιτροπή κινείται ήδη προς την κατεύθυνση μιας οριζόντιας προσέγγισης. Στην Πράσινη Βίβλο της Επιτροπής σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών αναφέρεται ότι το συγκεκριμένο μέσο πρόκειται να εφαρμοστεί σε διάφορους τομείς, π.χ. χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τηλεπικοινωνίες κ.λπ.[7]. Συνεπώς, ο συνδετικός παράγοντας δεν είναι πλέον ο τομέας, αλλά μόνον ο ενάγων, δηλαδή ο καταναλωτής. Αυτό καταδεικνύει σαφώς ότι μια οριζόντια νομοθετική πράξη αποτελεί τον βέλτιστο τρόπο να αποφευχθεί η θέσπιση διαφορετικής τομεακής νομοθεσίας που θα οδηγούσε σε κατακερματισμένες εθνικές δικονομικές νομοθεσίες.
Ο κατακερματισμός των εθνικών νομοθεσιών όχι μόνο θα διατάρασσε τη λειτουργία των δικαστικών συστημάτων, αλλά επίσης θα αύξανε τη νομική αβεβαιότητα, κάτι που θα ερχόταν σε αντίθεση με τον στόχο της βελτίωσης της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Το δικονομικό δίκαιο καθορίζει τους κανόνες που εφαρμόζονται σε διαδικασίες εντός των ίδιων των δικαστηρίων και επιδιώκει να προωθεί την πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Γενικά, αυτοί οι κανόνες δεν κάνουν διάκριση μεταξύ διαφορετικών βιομηχανικών κλάδων και διαφορετικών τομέων του δικαίου. Κατά συνέπεια, μια ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής δεν πρέπει να εισάγει διακρίσεις αυτού του είδους, αλλά να είναι οριζόντιου χαρακτήρα. Στον βαθμό που χρειάζονται ειδικοί ανά τομέα κανόνες, αυτοί μπορούν να ορίζονται στην ίδια την οριζόντια νομοθετική πράξη, για παράδειγμα σε ξεχωριστό κεφάλαιο.
Ο εισηγητής πιστεύει ότι η συλλογική προσφυγή πρέπει να είναι δυνατή στην περίπτωση που ένα μεμονωμένο θύμα δεν διεκδικεί αποζημίωση επειδή θεωρεί ότι η ζημία που υπέστη δεν είναι ανάλογη του κόστους που συνεπάγεται η δικαστική διαδικασία. Μελέτες αναφέρουν ως οικονομικά όρια τα ποσά από 101 έως 2.500 ευρώ[8]. Ο περιορισμός της συλλογικής προσφυγής σε ατομικές απώλειες ύψους έως 2.000 ευρώ θα ευθυγράμμιζε την οριζόντια νομοθετική πράξη με τον κανονισμό αριθ. 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών και θα διασφάλιζε τη συνεκτικότητα της νομοθεσίας της ΕΕ. Ο εισηγητής θα ήθελε να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσον θα ήταν καταλληλότερο ένα χαμηλότερο κατώτατο όριο.
Ο εισηγητής θεωρεί ότι πρέπει να είναι διαθέσιμη μια οριζόντια νομοθετική πράξη σε διασυνοριακές υποθέσεις που αφορούν παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ. Το διασυνοριακό στοιχείο θα υφίσταται όταν το θύμα και ο εναγόμενος δεν διαμένουν στο ίδιο κράτος μέλος. Η οριζόντια νομοθετική πράξη ενδέχεται επίσης να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου τα θύματα δεν διαμένουν στο ίδιο κράτος μέλος.
Τυχόν οριζόντια νομοθετική πράξη πρέπει να βασίζεται στην αρχή ότι όλοι όσοι έχουν υποστεί ζημίες πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λάβουν αποζημίωση, αλλά όσοι ασκούν συλλογικές προσφυγές δεν πρέπει να βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους μεμονωμένους ενάγοντες. Αυτή η αρχή συνεπάγεται τη συμπερίληψη αρκετών διασφαλίσεων σε οποιαδήποτε οριζόντια νομοθετική πράξη.
Ο εισηγητής ζητεί να ανατεθούν σε νομιμοποιούμενα νομικά πρόσωπα οι αντιπροσωπευτικές αγωγές. Πρέπει να αναπτυχθούν ευρωπαϊκά κριτήρια σύμφωνα με τα οποία τα κράτη μέλη μπορούν να εξουσιοδοτούν νομιμοποιούμενα νομικά πρόσωπα να υποβάλλουν αγωγή. Το άρθρο 3 της οδηγίας 2009/22/ΕΚ περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη των κριτηρίων αυτών, τα οποία πρέπει να είναι το πρώτο εμπόδιο για την αποφυγή της κακής χρήσης μιας οριζόντιας νομοθετικής πράξης. Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα κριτήρια, εξουσιοδότηση θα μπορούσε να δοθεί σε οργανώσεις καταναλωτών, διαμεσολαβητές κ.λπ. Ωστόσο, λόγω της νομικής πολυπλοκότητας των συλλογικών προσφυγών, είναι απαραίτητη η εκπροσώπηση από δικηγόρο. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει ανάγκη για ομαδικές αγωγές στο πλαίσιο των οποίων τα θύματα μπορούν να συνδυάσουν τις αξιώσεις τους σε μία ενιαία αξίωση. Η εξουσιοδότηση των νομιμοποιούμενων νομικών προσώπων θα παράσχει στα κράτη μέλη έναν μηχανισμό που θα εξασφαλίζει έναν ορισμένο βαθμό ελέγχου του οργανισμού εκπροσώπησης και, κατά συνέπεια, της οριζόντιας νομοθετικής πράξης έναντι της κατάχρησης, ένας έλεγχος που δεν θα υπήρχε στην περίπτωση ομαδικής αγωγής.
Ο εισηγητής ζητεί να είναι δυνατή η συμμετοχή σε αντιπροσωπευτικές αγωγές μόνο μιας σαφώς καθορισμένης ομάδας προσώπων, η εξακρίβωση της ταυτότητας των οποίων πρέπει να έχει ολοκληρωθεί πριν από την υποβολή της προσφυγής. Τα συντάγματα αρκετών κρατών μελών απαγορεύουν αγωγές με διαδικασία εξαίρεσης όταν η προσφυγή υποβάλλεται εξ ονόματος άγνωστων θυμάτων, καθώς τα θύματα δεν θα ήταν ελεύθερα να μην καταθέσουν αγωγή. Μια αγωγή με διαδικασία εξαίρεσης θα ήταν επίσης προβληματική υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ECHR).
Αποζημίωση μπορεί να επιδικάζεται μόνο για ζημίες που έχουν προκληθεί πραγματικά και μόνο στα θύματα παραβιάσεων του δικαίου της ΕΕ. Αυτό συνεπάγεται επίσης ότι κανένα μέρος της αποζημίωσης δεν πρέπει να μένει στην κατοχή του οργανισμού εκπροσώπησης, καθώς αυτό όχι μόνο θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της αποζημίωσης, αλλά θα αύξανε επίσης σημαντικά τα οικονομικά κίνητρα για την άσκηση αβάσιμων αγωγών.
Ο εισηγητής ζητεί την απαγόρευση παραδειγματικών αποζημιώσεων ώστε να αποφευχθεί συγκεκριμένα η πρακτική του «forum shopping», δηλαδή της αναζήτησης ευνοϊκότερης δικαιοδοσίας. Είναι αλήθεια ότι στην υπόθεση Manfredi το Δικαστήριο αναγνώρισε το παραδεκτό των εθνικών διατάξεων για την επιδίκαση παραδειγματικής αποζημίωσης, όμως αυτή η αναγνώριση ισχύει μόνον ελλείψει σχετικών κοινοτικών διατάξεων[9]. Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης πρέπει να εξαιρέσει την καταβολή παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Ο εισηγητής επιθυμεί να διατηρηθεί η αρχή ότι η πλευρά που ισχυρίζεται ότι έχει διαπραχθεί παραβίαση πρέπει να το αποδείξει· συνεπώς, δεν μπορεί να καλείται ο εναγόμενος να παρέχει στοιχεία για λογαριασμό του ενάγοντα. Έχει καθοριστική σημασία οι ενάγοντες σε συλλογική προσφυγή να μην βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τους μεμονωμένους ενάγοντες όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία. Αντί να καθιερωθούν ξενόφερτες υποχρεώσεις γνωστοποίησης, θα ήταν σκόπιμο τα κράτη μέλη να αποφασίζουν σχετικά με την πρόσβαση σε αποδεικτικά στοιχεία βάσει του δικονομικού δικαίου τους. Οι απαιτήσεις γνωστοποίησης αυξάνουν χωρίς λόγο το κόστος της διαδικασίας και ενθαρρύνουν τις αβάσιμες αγωγές· ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο εισηγητής θα ήθελε να διατηρηθούν οι εθνικοί κανόνες σχετικά με την κατανομή των εξόδων, καθώς η πάγια αρχή που ισχύει στα κράτη μέλη ότι «ο ηττώμενος πληρώνει» αποτελεί διασφάλιση έναντι των αδικαιολόγητων αγωγών. Ούτε η Επιτροπή πρέπει να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να προσαρμόζουν τις περί κόστους διατάξεις μέσω μη δεσμευτικών νομοθετικών πράξεων.
Ο εισηγητής απορρίπτει την ιδέα της χρηματοδότησης των συλλογικών προσφυγών. Πρόκειται για μηχανισμούς που όχι μόνον είναι άγνωστοι στα περισσότερα κράτη μέλη, αλλά επίσης μετατρέπουν μια αγωγή σε εμπορεύσιμο αγαθό. Η Ένωση πρέπει να αποτρέψει το ενδεχόμενο να επιτρέπεται σε μηχανισμούς της αγοράς να αποφασίζουν πότε μπορεί να κατατίθεται αγωγή και πότε όχι. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι πολλές ενώσεις καταναλωτών και συναφείς φορείς λαμβάνουν δημόσια χρηματοδότηση και ότι πρέπει να εξεταστεί πιο προσεκτικά το κατά πόσον και σε ποιον βαθμό πρέπει να αυξηθεί η δημόσια χρηματοδότηση προκειμένου να ενισχυθούν οι αντιπροσωπευτικές αγωγές.
Λόγω περιορισμών που σχετίζονται με τη σύνταξη του παρόντος εγγράφου, ο εισηγητής δεν θα μπορούσε να θίξει πολλά άλλα σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με τις διασφαλίσεις, για παράδειγμα ποιος θα είναι ο χειρισμός των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή των δημόσιων αρχών. Λαμβάνοντας υπόψη ότι, σε τομείς όπως η νομοθεσία περί ανταγωνισμού, οι ιδιωτικές αγωγές αποζημίωσης ασκούνται κατά πάσα πιθανότητα αφού η αρχή ανταγωνισμού τεκμηριώσει την παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ, πρέπει να δοθεί περαιτέρω προσοχή στο ζήτημα της πρόσβασης στα έγγραφα. Ο εισηγητής πιστεύει ότι πρέπει να παρέχεται πρόσβαση στα έγγραφα στο πλαίσιο δημόσιων ερευνών, αλλά πρέπει να αναπτυχθούν ειδικά κριτήρια προκειμένου να προσδιορίζεται πότε μπορεί να απαγορεύεται η πρόσβαση στα έγγραφα ώστε να προστατεύονται τα έννομα συμφέροντα του εναγόμενου ή τρίτου μέρους και τυχόν άλλα υπερισχύοντα συμφέροντα. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι, όσον αφορά τις ιδιωτικές αγωγές αποζημίωσης στον τομέα του ανταγωνισμού και την αλληλεπίδραση με το πρόγραμμα επιείκειας, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πρόσφατα ότι «εναπόκειται στα δικαστήρια των κρατών μελών να καθορίσουν, βάσει του εθνικού τους δικαίου, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτραπεί ή όχι μια τέτοια πρόσβαση, σταθμίζοντας τα συμφέροντα που προστατεύει το δίκαιο της Ένωσης»[10].
Επιπλέον, θα μπορούσε επίσης να εξεταστεί το ενδεχόμενο να επιτρέπεται η υποβολή αντιπροσωπευτικής αγωγής μόνον αφού τεκμηριωθεί η παραβίαση της νομοθεσίας της ΕΕ από την αρμόδια εθνική ή ευρωπαϊκή αρχή ή δικαστήριο, των οποίων οι αποφάσεις δεν μπορούν να προσβληθούν με ένδικο μέσο δυνάμει του εθνικού δικαίου.
Στο πλαίσιο αυτό, αλλά όχι με την οριζόντια νομοθετική πράξη, χρειάζεται να αναπτυχθούν ειδικά κριτήρια τα οποία να επιτρέπουν την αφαίρεση προστίμων ή άλλων δημόσιων ποινών μετά την επιδίκαση της αποζημίωσης προκειμένου να αποτρέπονται δυσανάλογες οικονομικές επιβαρύνσεις για τον εναγόμενο. Στον τομέα της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης[11] θα πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.
Τέλος, ο εισηγητής πιστεύει ότι η συλλογική προσφυγή δεν πρέπει να είναι δυνατή σε περίπτωση γενικής παραβίασης του δικαίου της ΕΕ, ιδίως της νομοθεσίας της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών, καθώς μια ασαφής ρήτρα αυτού του είδους θα αύξανε τη νομική αβεβαιότητα: θα έπρεπε να καθορίζεται σε κάθε περίπτωση εάν τα δικαιώματα που παραβιάζονται απορρέουν από το δίκαιο της ΕΕ ή από την εθνική νομοθεσία. Δεν θα ήταν επίσης επαρκές να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι τομείς, όπως οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή οι τηλεπικοινωνίες[12], αφού δεν θα ήταν σαφές ποια αναγνωρισμένα βάσει του δικαίου της ΕΕ δικαιώματα διακυβεύονται. Αντιθέτως, η ασφάλεια δικαίου θα αυξηθεί προσδιορίζοντας τις ακριβείς νομοθετικές πράξεις της ΕΕ στις οποίες υπάρχουν προβλήματα σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων των θυμάτων. Μετά τον προσδιορισμό αυτόν, η οριζόντια νομοθετική πράξη πρέπει να εφαρμόζεται σε αγωγές αποζημίωσης σε περίπτωση παραβίασης της σχετικής νομοθεσίας που προσδιορίζεται καθώς και των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ. Όπως στην οδηγία περί των αγωγών παραλείψεως, η σχετική νομοθεσία της ΕΕ πρέπει να παρατίθεται σε παράρτημα στην οριζόντια νομοθετική πράξη ώστε να επιτρέπεται ο ορθός προσδιορισμός των παραβιάσεων έναντι των οποίων διατίθεται η συλλογική προσφυγή βάσει της οριζόντιας νομοθετικής πράξης.
Εναλλακτική επίλυση διαφορών (ΕΕΔ)
Η ΕΕΔ προσφέρει γενικά ταχεία και δίκαιη διευθέτηση και πρέπει να αποτελεί ελκυστικότερη λύση για την επίλυση μιας διαφοράς έναντι των δικαστικών διαδικασιών. Κατά συνέπεια, πρέπει να είναι υποχρεωτικό να αναζητούνται εξωδικαστικές διευθετήσεις πριν από την άσκηση συλλογικής αγωγής. Η θέσπιση νομικής υποχρέωσης για υποχρεωτική διαδικασία διευθέτησης πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα κριτήρια που έχουν αναπτυχθεί από το Δικαστήριο προκειμένου να είναι συμβατή με το δικαίωμα στην αποτελεσματική δικαστική προστασία[13]. Το φθινόπωρο του 2011 αναμένεται πρόταση της Επιτροπής σχετικά με την ΕΕΔ, η οποία πρέπει να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης για την ανάπτυξη ενός μηχανισμού αυτού του είδους.
Δικαιοδοσία και εφαρμοστέο δίκαιο
Ο εισηγητής πιστεύει ότι τα ζητήματα της δικαιοδοσίας και του εφαρμοστέου δίκαιου είναι ύψιστης σημασίας για την αποτροπή του «forum shopping». Κατά συνέπεια, απαιτούνται σαφείς και αυστηροί κανόνες, για την αποφυγή μιας "εφόδου" στα δικαστήρια. Οι κανόνες σχετικά με τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο σε διασυνοριακές υποθέσεις ευνοούν το πιο αδύναμο μέρος, π.χ. τον καταναλωτή. Ωστόσο, όταν πρόκειται για συλλογική προσφυγή, τα θύματα δεν προβάλλουν μία μεμονωμένη αξίωση, αλλά μια συλλογική αξίωση. Κατά συνέπεια, η ανάγκη για την προστασία του πιο αδύναμου μέρους δεν είναι πλέον απόλυτη, κάτι που επιτρέπει την εισαγωγή ειδικών κανόνων για τη δικαιοδοσία και το εφαρμοστέο δίκαιο στην ίδια την οριζόντια νομοθετική πράξη αντί για την αλλαγή των σχετικών κανόνων της ΕΕ.
Όσον αφορά τη δικαιοδοσία, μια ειδική ρήτρα στην οριζόντια νομοθετική πράξη πρέπει να προβλέπει ότι τα δικαστήρια του τόπου όπου διαμένει ο εναγόμενος πρέπει να είναι αρμόδια για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ο εισηγητής θεωρεί ότι οποιαδήποτε άλλη λύση δεν θα ήταν πρακτική. Το να έχουν δικαιοδοσία τα δικαστήρια του τόπου όπου προκλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζημίας θα μπορούσε να είναι προβληματικό, καθώς σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθοριστεί πού προκλήθηκε το μεγαλύτερο μέρος της ζημίας. Επιπλέον, το να έχουν δικαιοδοσία τα δικαστήρια του τόπου στον οποίο διαμένει η πλειονότητα των θυμάτων μπορεί αρχικά να φαίνεται εύκολο σε μια αγωγή με διαδικασία συμμετοχής, καθώς η ταυτότητα των θυμάτων πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς. Ωστόσο, αυτή η ρήτρα θα άφηνε περιθώρια για «forum shopping», καθώς δεν θα υπήρχε κανένας τρόπος να αποφευχθούν καταστάσεις όπου ενθαρρύνεται να συμμετέχει στην αγωγή μια κρίσιμη μάζα θυμάτων από δικαιοδοσίες όπου το δικονομικό δίκαιο θεωρείται φιλικότερο προς τον ενάγοντα.
Ο εισηγητής πιστεύει επίσης ότι χρειάζονται σαφείς, αυστηροί κανόνες σχετικά με το εφαρμοστέο δίκιο, αλλά κατανοεί ότι αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Κατά συνέπεια, απαιτείται περαιτέρω εξέταση για να αξιολογηθεί κατά πόσον μπορεί να είναι δυνατή η εφαρμογή της νομοθεσίας του τόπου όπου κατοικεί η πλειονότητα των θυμάτων. Εναλλακτικά, ο εισηγητής θεωρεί ότι το εφαρμοστέο δίκαιο θα μπορούσε επίσης να ευθυγραμμιστεί με τους κανόνες περί δικαιοδοσίας, δηλαδή εφαρμοστέο δίκαιο θα μπορούσε να είναι το δίκαιο του τόπου όπου διαμένει ο εναγόμενος. Αυτό θα είχε το πλεονέκτημα ότι το δικαστήριο θα εξέδιδε την απόφαση βάσει ενός δικαίου με το οποίο είναι εξοικειωμένο.
Ελλείψει πλήρους εναρμόνισης στους περισσότερους τομείς του εθνικού δικαίου, αυτός ο κανόνας δεν θα μπορούσε να αποκλείσει καταστάσεις όπου το εφαρμοστέο δίκαιο εκχωρεί λιγότερα δικαιώματα από το ουσιαστικό δίκαιο άλλων κρατών μελών όπου διαμένουν ορισμένα θύματα που συμμετέχουν στη διαδικασία. Ωστόσο, το θύμα θα εξακολουθούσε να είναι ελεύθερο να μην συμμετέχει σε συλλογική προσφυγή και να ασκήσει ατομική προσφυγή στο κράτος μέλος του.
Σε περίπτωση που δεν αντιμετωπιστεί το ζήτημα του εφαρμοστέου δικαίου, το δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει την απόφασή του βάσει διαφορετικών εθνικών νομοθεσιών. Μία λύση θα μπορούσε να είναι να σχηματίζονται υποομάδες θυμάτων ανάλογα με τα διαφορετικά ουσιαστικά δίκαια που πρέπει να εφαρμοστούν. Αυτό ενδεχομένως να μείωνε την πολυπλοκότητα της αξίωσης, αλλά θα απαιτούσε από το αρμόδιο δικαστήριο να εφαρμόσει ακόμη και 28 διαφορετικές νομοθεσίες.
Συνήθης νομοθετική διαδικασία
Ο εισηγητής επιμένει σθεναρά ότι το Κοινοβούλιο πρέπει να συμμετέχει, στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, σε οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία. Η προηγούμενη εμπειρία καταδεικνύει ότι το Κοινοβούλιο δεν πρόκειται να δεχτεί καμία πρόταση που δεν σέβεται το συγκεκριμένο δικαίωμα.
- [1] Wal-Mart Stores Inc. κατά Dukes et al. 564 U. S. xxx (2011).
- [2] Βλ., για παράδειγμα, τις αρνητικές απαντήσεις των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας στη διαβούλευση που διατίθενται στις διευθύνσεις http://ec.europa.eu/competition/consultations/2011_collective_redress/french_authorities_fr.pdf και http://ec.europa.eu/competition/consultations/2011_collective_redress/germany_ministry_of_justice_de.pdf αντίστοιχα.
- [3] Όπως παραπάνω.
- [4] Όπως παραπάνω.
- [5] Βλ. διετή έκθεση 2009, COM (2009) 336, και την έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 98/27/ΕΚ, COM (2008) 756.
- [6] Βλ., για παράδειγμα, την απόφαση της 12ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση C-115/09, Trianel Kohlekraftwerk Lünen (δεν έχει περιληφθεί ακόμη στη συλλογή νομολογίας).
- [7] Πράσινη Βίβλος της 27ης Νοεμβρίου 2008 σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών (COM(2008) 794 τελικό), σ. 4.
- [8] Βλ. Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 342, Απρίλιος 2011, σ. 45· βλ. επίσης το έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής με τίτλο «Ενίσχυση της θέσης των καταναλωτών στην ΕΕ», SEC (2011) 469, Βρυξέλλες, 07.04.2011, σ. 5: 1.000 ευρώ.
- [9] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-295/04 έως C-298/04 Manfredi [2006] Συλλογή I-6619, σκέψη 92.
- [10] Απόφαση της 14ης Ιουνίου 2011 στην υπόθεση C-360/09 Pleiderer (δεν έχει περιληφθεί ακόμη στη συλλογή νομολογίας).
- [11] ΕΕ L 1 της 4.1.2003, σ. 1.
- [12] Πράσινη Βίβλος σχετικά με τα μέσα συλλογικής έννομης προστασίας των καταναλωτών, COM(2008) 794, σ 4
- [13] Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑317/08, C‑318/08, C‑319/08 και C‑320/08, Alassini, σκέψη 48 και εξής.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (20.10.2011)
προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
σχετικά με την πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση των συλλογικών προσφυγών
(2011/2089(INI))
Συντάκτης: Andreas Schwab
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, ως την αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
1. εκφράζει την ικανοποίησή του για το έργο της Επιτροπής προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση για τις συλλογικές προσφυγές, υπενθυμίζει το ψήφισμά του, της 26ης Μαρτίου 2009, για την Λευκή Βίβλο σχετικά με τις αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας και εκτιμά ότι οποιαδήποτε νέα πρωτοβουλία στο πεδίο των συλλογικών προσφυγών για θέματα της πολιτικής ανταγωνισμού πρέπει να συνάδει με το περιεχόμενο τόσο του παρόντος ψηφίσματος, όσο και εκείνου του 2009·
2. θεωρεί, όσον αφορά τον τομέα του ανταγωνισμού, ότι η επιβολή του νόμου με δημόσια πρωτοβουλία έχει ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή των διατάξεων των Συνθηκών, για την ολοκληρωμένη υλοποίηση των στόχων της ΕΕ και για την εφαρμογή των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού από την Επιτροπή και από τις εθνικές αρχές ανταγωνισμού·
3. αναγνωρίζει εντούτοις ότι σε μια όλο και πιο ενοποιημένη ενιαία αγορά, και με ταχέως αυξανόμενες διαδικτυακές εμπορικές συναλλαγές, χρειάζεται μια ενωσιακής κλίμακας προσέγγιση στο πεδίο των συλλογικών προσφυγών·
4. σημειώνει ότι η επιβολή με ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω συλλογικής προσφυγής, θα μπορούσε να διευκολύνει την αποζημίωση σε επίπεδο ΕΕ για ζημίες σε καταναλωτές και επιχειρήσεις και να βοηθήσει ώστε να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού·
5. επισημαίνει ότι μορφές επιβολής του νόμου με ιδιωτική πρωτοβουλία υφίστανται ήδη σε πολλά κράτη μέλη αλλά ότι τα εθνικά συστήματα διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, καθώς επίσης και ότι πολλά κράτη μέλη δεν έχουν θεσπίσει σαφείς και συγκεκριμένους κανόνες περί συλλογικών προσφυγών, περιλαμβανομένων των δικαστικών προσφυγών·
6. τονίζει ότι, στην προοπτική της ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς, πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη ομοιομορφία στα δικαιώματα των καταναλωτών σε όλη την Ένωση· επισημαίνει ότι ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα για τις συλλογικές προσφυγές μπορεί να συνεισφέρει στην οικοδόμηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και άρα στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και των διαδικτυακών εμπορικών συναλλαγών, δίνοντας έτσι ώθηση στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας·
7. επισημαίνει επίσης ότι ασκούνται σχετικά λίγες αγωγές αποζημίωσης ιδιωτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων·
8. υπογραμμίζει, συνεπώς, την ανάγκη να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα τόσο του δικαιώματος προσφυγής στην δικαιοσύνη όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου περί ανταγωνισμού, διότι οι αγωγές των ιδιωτών δεν είναι πάντοτε επαρκείς και αποτελεσματικές·
9. υπενθυμίζει ότι σήμερα τα κράτη μέλη έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να νομοθετούν επί των εφαρμοστέων κανόνων για τον ποσοτικό προσδιορισμό της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικαστεί· σημειώνει ακόμη ότι η επιβολή της εθνικής νομοθεσίας δεν πρέπει να αποβεί εις βάρος της ομοιομορφίας στην εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου·
10. προσθέτει ότι το ενωσιακό σύστημα συλλογικών προσφυγών θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις βέλτιστες εθνικές πρακτικές στο πεδίο των συλλογικών προσφυγών·
11. τονίζει ακόμη ότι οποιαδήποτε οριζόντια νομοθετική πράξη της ΕΕ για τις συλλογικές προσφυγές πρέπει να προσδιορίζει κοινές ελάχιστες προϋποθέσεις για την άσκηση συλλογικής αγωγής αποζημίωσης, που θα είναι συμβατές προς τις αρχές της επικουρικότητας, της ειδικότητας και της αναλογικότητας περιλαμβάνοντας, ίσως, ζητήματα του δικονομικού δικαίου και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου·
12. πιστεύει ότι πρέπει να ληφθούν κατάλληλα υπόψη τα συγκεκριμένα θέματα που ανακύπτουν, όσον αφορά το πεδίο του ανταγωνισμού, και ότι κάθε μέσο που θα έχει εφαρμογή στις συλλογικές προσφυγές πρέπει να λαμβάνει πλήρως και κατάλληλα υπόψη τις ιδιαιτερότητες του αντιμονοπωλιακού τομέα·
13. υπενθυμίζει ότι στα συγκεκριμένα αυτά θέματα περιλαμβάνεται η πολιτική επιεικούς μεταχείρισης, η οποία αποτελεί βασικό μέσο για την αποκάλυψη των καρτέλ· τονίζει ότι η συλλογική προσφυγή δεν πρέπει να απειλεί την αποτελεσματικότητα του συστήματος επιεικούς μεταχείρισης του δικαίου περί ανταγωνισμού, ούτε την διαδικασία διευθέτησης·
14. επισημαίνει, ακόμη, ότι οι αγωγές αποζημίωσης για παραβίαση του ενωσιακού δικαίου περί ανταγωνισμού έχουν ειδικά χαρακτηριστικά που τις ξεχωρίζουν από άλλες αγωγές αποζημίωσης διότι μπορεί να αφορούν αρμοδιότητες που ανατίθενται βάσει των Συνθηκών σε δημόσιες αρχές με στόχο τον εντοπισμό παραβιάσεων και την επιβολή κυρώσεων και, από την άλλη πλευρά, αναφέρονται σε συμπεριφορές που στρεβλώνουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και έχουν ενδεχομένως επιπτώσεις σε διάφορα επίπεδα των σχέσεων μεταξύ εταιριών και καταναλωτών·
15. τονίζει ότι υφίστανται προηγούμενα προς σύγκριση και αξιολόγηση και πλούσια βιβλιογραφία που μπορούν να αξιοποιηθούν για την επίλυση των πολλών εξειδικευμένων και σημαντικών ζητημάτων που δεν υφίστανται σε άλλους τομείς·
16. επισημαίνει ότι η εμπειρία που έχουν αποκομίσει μέχρι τώρα εκείνα τα κράτη μέλη στα οποία λειτουργούν ήδη παρόμοιοι μηχανισμοί συλλογικής αποζημίωσης δεν παραπέμπει σε καταχρηστική συμπεριφορά ή εκκαθάριση επιχειρήσεων·
17. επαναλαμβάνει ότι, όσον αφορά τις συλλογικές προσφυγές στο πεδίο του ανταγωνισμού, πρέπει να προβλέπονται διασφαλίσεις για την αποφυγή ενός συστήματος που θα επιτρέπει αβάσιμες αξιώσεις και υπερβολική προσφυγή στα δικαστήρια και την εξασφάλιση της ισότητας των μέσων σε δικαστικές διαδικασίες, και τονίζει ότι αυτές οι διασφαλίσεις πρέπει να καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τα εξής σημεία:
– η ομάδα των προσφευγόντων πρέπει να είναι σαφώς προσδιορισμένη ομάδα πριν από την κατάθεση της προσφυγής, για διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν μόνο όσοι θιγόμενοι δηλώσουν ρητά ότι επιθυμούν να συμμετάσχουν («διαδικασία opt-in»)·
– δημόσιες αρχές όπως οι διαμεσολαβητές ή οι εισαγγελείς, καθώς επίσης και αντιπροσωπευτικοί φορείς, μπορούν να καταθέσουν προσφυγή εξ ονόματος μιας σαφώς προσδιορισμένης ομάδας,
– τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των αντιπροσωπευτικών φορέων που νομιμοποιούνται να ασκούν αντιπροσωπευτικές αγωγές πρέπει να έχουν καθοριστεί σε επίπεδο ΕΕ·
– ένα σύστημα συλλογικών αγωγών τύπου “class actions” πρέπει να απορριφθεί, διότι θα ενεθάρρυνε υπερβολικό αριθμό αντιδικιών, διότι αντιβαίνει ενδεχομένως στα συντάγματα ορισμένων κρατών μελών και διότι μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα δικαιώματα οποιουδήποτε θύματος συμμετέχει ενδεχομένως στη διαδικασία εν αγνοία του και εντούτοις δεσμεύεται από την απόφαση του δικαστηρίου·
α) επιτρέπονται οι αγωγές των ιδιωτών:
– οι προσφεύγοντες πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ελεύθεροι να επιλέξουν την εναλλακτική λύση της άσκησης ατομικής αγωγής αποζημίωσης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου·
– οι συλλογικά προσφεύγοντες δεν πρέπει να είναι σε ευνοϊκότερη θέση από ό,τι οι μεμονωμένοι προσφεύγοντες·
β) αποζημίωση για μικρές και διάχυτες ζημίες:
– οι προσφεύγοντες για μικρές και διάχυτες ζημίες πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα μέσα προσφυγής στη δικαιοσύνη με συλλογικές προσφυγές και να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν δίκαιη αποζημίωση·
γ) αποζημίωση μόνο για την πραγματική προκληθείσα ζημία:
– μπορεί να επιδικάζεται αποζημίωση μόνο για την πραγματική προκληθείσα ζημία: οποιεσδήποτε αποζημιώσεις με χαρακτήρα ποινής και αθέμιτος πλουτισμός πρέπει να απαγορεύονται·
– κάθε ενάγων πρέπει να αποδεικνύει την αξίωσή του·
– οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται πρέπει να κατανέμονται στα μεμονωμένα θύματα αναλογικά προς τη βλάβη την οποία υπέστησαν ο καθένας προσωπικά·
– γενικά, η έννοια της αμοιβής του δικηγόρου με ποσοστό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης είναι άγνωστη στην Ευρώπη και πρέπει να απορριφθεί·
δ) αρχή «ο χαμένος πληρώνει»:
– δεν νοείται αγωγή όταν ο ενάγων δεν μπορεί να υπερασπιστεί το δίκαιό του λόγω έλλειψης οικονομικών μέσων· ακόμη, τα δικαστικά έξοδα και άρα ο κίνδυνος που ενέχει η αγωγή πρέπει να βαρύνουν την πλευρά που θα χάσει την υπόθεση· η αρμοδιότητα καθορισμού των κανόνων κατανομής των δικαστικών εξόδων σε αυτό το πλαίσιο ανήκει στα κράτη μέλη·
ε) δεν επιτρέπεται η χρηματοδότηση από τρίτα μέρη:
– οι διαδικασίες δεν πρέπει να προχρηματοδοτούνται από τρίτους, όπως σε περίπτωση λ.χ. εναγόντων που συμφωνούν να εκχωρήσουν σε τρίτους ενδεχόμενα μελλοντικά δικαιώματα αποζημίωσης·
18. καλεί την Επιτροπή να αναλύσει διεξοδικά και αντικειμενικά εάν αυτές οι διασφαλίσεις μπορούν πράγματι να ισχύσουν σε ένα σύστημα συλλογικών προσφυγών·
19. καλεί την Επιτροπή να ορίσει σαφώς τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτρέπεται μια συλλογική προσφυγή και να προβλέπει ότι κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οποιαδήποτε ενδεχόμενη συλλογική προσφυγή να υποβάλεται σε προκαταρκτική εξακρίβωση του παραδεκτού της, προκειμένου να επιβεβαιώνεται η συμμόρφωση με τα κριτήρια επιλεξιμότητας και η καταλληλότητα της προσφυγής προς εκδίκαση·
20. επισημαίνει ότι οποιοδήποτε οριζόντιο πλαίσιο πρέπει να διασφαλίζει δύο βασικές αρχές:
– τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν πιο περιοριστικούς όρους σε υποθέσεις συλλογικών προσφυγών που ανακύπτουν από παραβίαση του ενωσιακού δικαίου σε σύγκριση με εκείνους τους όρους που ισχύουν σε υποθέσεις συλλογικών προσφυγών που ανακύπτουν από παραβίαση του δικαίου ενός κράτους μέλους·
– καμία αρχή από τις οριζόμενες στο οριζόντιο πλαίσιο δεν απαγορεύει την έγκριση περαιτέρω μέτρων για την επίτευξη της πλήρους αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού δικαίου·
21. προτείνει, όταν η Επιτροπή υποβάλει μια πρόταση για ένα νομοθετικό μέσο που θα διέπει τις συλλογικές προσφυγές στο πεδίο του ανταγωνισμού, να εγκριθεί μια αρχή της δράσης «δευτέρου βαθμού», σύμφωνα με την οποία να είναι δυνατή η επιβολή του νόμου με ιδιωτική πρωτοβουλία, μέσω συλλογικής προσφυγής, εφόσον έχει προηγουμένως εκδοθεί απόφαση παράβασης από την Επιτροπής ή την εθνική αρχή ανταγωνισμού, ώστε να προστατευθεί το σύστημα επιεικούς μεταχείρισης και να εξασφαλισθεί ότι η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού είναι σε θέση να δρουν αποτελεσματικά για την εφαρμογή της νομοθεσίας της ΕΕ για τον ανταγωνισμό·
22. σημειώνει ότι η θέσπιση της αρχής της δράσης «δευτέρου βαθμού» δεν αποκλείει τη δυνατότητα να προβλέπονται τόσο μια μεμονωμένη δράση όσο και μια δράση «δευτέρου βαθμού», στο πεδίο του ανταγωνισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο, σε κάθε νομικό μέσο· τονίζει ότι, στην περίπτωση της μεμονωμένης δράσης, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί πως οποιαδήποτε ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να παγώσει μέχρι να εγκριθεί από την αρμόδια σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο αρχή η δημόσια απόφαση επιβολής του νόμου σχετικά με την παράβαση·
23. υποστηρίζει την ανάπτυξη ισχυρών ενωσιακής εμβέλειας μηχανισμών εναλλακτικής επίλυσης διαφορών υπό τη μορφή εθελοντικών, γρήγορων και χαμηλού κόστους εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών, καθώς και αυτορρυθμιστικών μέσω όπως οι κώδικες δεοντολογίας· τονίζει εντούτοις ότι τα μέσα αυτά πρέπει να παραμείνουν, σύμφωνα εξάλλου με το όνομά τους, μια εναλλακτική λύση στην δικαστική προσφυγή και όχι προϋπόθεσή της·
24. πιστεύει ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα συλλογικών προσφυγών θα μπορούσε να προωθήσει την ανάπτυξη εναλλακτικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, δημιουργώντας ένα κίνητρο για τα μέρη ώστε να επιλύουν τις διαφορές τους γρήγορα και εκτός δικαστηρίων·
25. πιστεύει ότι η κάθε προσωπική ζημία ή απώλεια παίζει καθοριστικό ρόλο κατά την λήψη απόφασης κατάθεσης αγωγής, και εκφράζει την άποψη ότι οι εθνικές δικονομικές διατάξεις των κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 861/2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών[1] ως σημείο αναφοράς για συλλογικές προσφυγές όταν το ύψος της αξίωσης δεν υπερβαίνει το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού·
26. τονίζει ότι όποιο νομικό μέσο προταθεί από την Επιτροπή σχετικά με τις συλλογικές προσφυγές στο πεδίο του ανταγωνισμού πρέπει να εγκριθεί χωρίς περιττή καθυστέρηση και μόνο στο πλαίσιο της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας·
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία της έγκρισης |
17.10.2011 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
33 1 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Burkhard Balz, Udo Bullmann, Pascal Canfin, George Sabin Cutaş, Leonardo Domenici, Derk Jan Eppink, Diogo Feio, Ildikó Gáll-Pelcz, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Gunnar Hökmark, Wolf Klinz, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Werner Langen, Astrid Lulling, Arlene McCarthy, Alfredo Pallone, Άννυ Ποδηματά, Antolín Sánchez Presedo, Peter Simon, Peter Skinner, Ivo Strejček, Kay Swinburne, Marianne Thyssen, Νικόλαος Χουντής |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Sophie Auconie, Philippe De Backer, Saïd El Khadraoui, Olle Ludvigsson, Thomas Mann, Andreas Schwab, Θεόδωρος Σκυλακάκης |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Diana Wallis |
||||
- [1] ΕΕ L 199, 31.7.2007, σ. 1.
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών (12.10.2011)
προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων
σχετικά με την πορεία προς μια συνεκτική ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής
(2011/2089(INI))
Συντάκτρια γνωμοδότησης: Συλβάνα Ράπτη
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Η Επιτροπή Εσωτερικής Αγοράς και Προστασίας των Καταναλωτών καλεί την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων, που είναι αρμόδια επί της ουσίας, να συμπεριλάβει στην πρόταση ψηφίσματός της τις ακόλουθες προτάσεις:
Α. λαμβάνοντας υπόψη ότι οι καταναλωτές που πλήττονται από κάποια παραβίαση του νόμου και επιθυμούν να ακολουθήσουν τη δικαστική οδό για να επιτύχουν επανόρθωση της κατάστασης σε ατομική βάση αντιμετωπίζουν συχνά σημαντικά κωλύματα από άποψη πρόσβασης, αποτελεσματικότητας και οικονομικής προσιτότητας ενίοτε λόγω των υψηλών δικαστικών εξόδων, πιθανού ψυχολογικού κόστους, των περίπλοκων και χρονοβόρων διαδικασιών και της έλλειψης πληροφόρησης σχετικά με τα διαθέσιμα ένδικα μέσα,
Β. λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην περίπτωση που μεγάλη ομάδα πολιτών είναι θύματα της ίδιας παράβασης, η ατομική αγωγή δεν αποτελεί ίσως αποτελεσματικό μέσο αντιμετώπισης των αθέμιτων πρακτικών ή λήψης αποζημίωσης για τη ζημία που προκάλεσαν οι πρακτικές αυτές, ιδίως αν η προσωπική ζημία είναι μικρή σε σύγκριση με τα έξοδα,
Γ. λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με την Ειδική Έρευνα του Ευρωβαρομέτρου, της 15ης Οκτωβρίου 2004, που διεξήχθη στα κράτη μέλη της ΕΕ-15 για τους πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, ένας στους πέντε καταναλωτές και ένας στους δύο καταναλωτές δεν θα προσφύγουν στη δικαιοσύνη για αντιδικίες που αφορούν ποσά μικρότερα των 1.000 ευρώ και 200 ευρώ αντιστοίχως,
Δ. λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με το Flash Ευρωβαρόμετρο σχετικά με την "Στάση του καταναλωτή έναντι του διασυνοριακού εμπορίου και της προστασίας του καταναλωτή" του Μαρτίου 2011, το 79% των ευρωπαίων καταναλωτών δηλώνουν ότι θα ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους δικαστικά εάν μπορούσαν να συμμετέχουν σε μια συλλογική αγωγή, επειδή η μέθοδος αυτή θα ήταν ωφέλιμη από απόψεως κόστους και αποτελεσματικότητας,
Ε. λαμβάνοντας υπόψη ότι σε ορισμένα κράτη μέλη η συνολική απόδοση των υφιστάμενων εργαλείων προσφυγής και επιβολής για τους καταναλωτές σε επίπεδο ΕΕ δεν κρίνεται ικανοποιητική, ή ότι παρόμοιοι μηχανισμοί δεν είναι επαρκώς γνωστοί, με αποτέλεσμα την περιορισμένη χρήση τους,
ΣΤ. λαμβάνοντας υπόψη ότι η επιβολή του νόμου μέσω της παύσης των παραβιάσεων και της επιβολής προστίμων δεν παρέχει καθαυτή τη δυνατότητα στους καταναλωτές να αποζημιωθούν για τη βλάβη που υπέστησαν,
Ζ. λαμβάνοντας υπόψη ότι δεκαέξι κράτη μέλη έχουν μέχρι σήμερα καθιερώσει μηχανισμούς συλλογικής προσφυγής στο νομικό τους σύστημα, με μεγάλες διαφορές από πλευράς πεδίου εφαρμογής, διαδικαστικών χαρακτηριστικών (νομικό καθεστώς, κατηγορίες θυμάτων, τύπος διαδικασίας (opt-in/opt-out), χρηματοδότησης ή ρόλου που διαδραματίζουν οι μηχανισμοί εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών παράλληλα με τη δικαστική προσφυγή) και αποτελεσματικότητας δημιουργώντας ένα πραγματικό νομικό συνονθύλευμα σε επίπεδο ΕΕ,
Η. λαμβάνοντας υπόψη ότι η συγκέντρωση των αξιώσεων σε μία ενιαία διαδικασία συλλογικής προσφυγής, ή η δυνατότητα έγερσης μιας τέτοιου είδους αξίωσης από έναν αντιπροσωπευτικό φορέα ή οργανισμό που ενεργεί υπέρ του δημόσιου συμφέροντος, θα μπορούσε να απλουστεύσει τη διαδικασία και να μειώσει τα έξοδα των εμπλεκομένων μερών,
Θ. λαμβάνοντας υπόψη ότι ένα σύστημα βασιζόμενο σε συλλογικές νομικές προσφυγές μπορεί να συμπληρώσει επωφελώς, όχι όμως και να υποκαταστήσει, την ατομική νομική προστασία·
Ι. λαμβάνοντας υπόψη ότι η ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών και η επακόλουθη αύξηση των διασυνοριακών δραστηριοτήτων υπογραμμίζουν την ανάγκη ύπαρξης μιας συνεκτικής πανευρωπαϊκής προσέγγισης για την αντιμετώπιση περιπτώσεων στις οποίες οι καταναλωτές "αφήνονται με άδεια χέρια", καθώς οι διαδικασίες συλλογικής αξίωσης αποζημίωσης που έχουν θεσπιστεί σε πολλά κράτη μέλη δεν παρέχουν διασυνοριακές λύσεις,
Η ανάγκη για ένα πλαίσιο της ΕΕ
1. τονίζει ότι, λόγω των αδυναμιών του ισχύοντος πλαισίου προσφυγής και επιβολής στην ΕΕ καθώς και της έλλειψης ενημέρωσης, σημαντικό ποσοστό καταναλωτών και ΜΜΕ που έχουν υποστεί ζημία δεν υπερασπίζονται το δικαίωμά τους για αποζημίωση και η συνέχιση των παράνομων πρακτικών προκαλεί σημαντική συνολική ζημιά στην κοινωνία
2. καλεί ως εκ τούτου την Επιτροπή να ενισχύσει περαιτέρω και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μέτρων, όπως η οδηγία 98/27/ΕΚ περί αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή του νόμου σε σχέση με την προστασία του καταναλωτή, προκειμένου να εξασφαλισθεί η δέουσα δημόσια προστασία των δικαιωμάτων του καταναλωτή στην ΕΕ· επιμένει ωστόσο ότι ούτε η οδηγία 98/27/ΕΚ ούτε ο Κανονισμός (ΕΚ) 2006/2004 επιτρέπουν την αποζημίωση των καταναλωτών για τη ζημία που υπέστησαν·
3. υπενθυμίζει περαιτέρω ότι ο Κανονισμός (EΚ) αριθ. 861/2007 σχετικά με τη θέσπιση Ευρωπαϊκής Διαδικασίας Μικροδιαφορών, η Οδηγία 2008/52/ΕΚ σχετικά με ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις και ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 805/2004 σχετικά με τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις έχουν σχεδιαστεί για να βελτιώσουν την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, να απλουστεύσουν τις μικροδιαφορές σε διασυνοριακό επίπεδο και να μειώσουν τις δαπάνες, αλλά δεν έχουν μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί επαρκώς λόγω έλλειψης ενημέρωσης· επισημαίνει, όμως, ότι τα εν λόγω μέσα αντιμετωπίζουν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις·
4. υπογραμμίζει ότι η τρέχουσα κατάσταση δεν είναι απλώς επιζήμια για τους καταναλωτές που αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο στις εμπορικές συναλλαγές, αλλά επιβάλλει επίσης άνισες συνθήκες αγοράς για τις επιχειρήσεις που συμμορφώνονται με τους κανόνες ως αποτέλεσμα του αθέμιτου ανταγωνισμού· υπογραμμίζει επί πλέον ότι δεν υφίσταται σήμερα νομικό σύστημα που διέπει την καταβολή αποζημίωσης για ζημίες που προκλήθηκαν από παραβάσεις του δικαίου περί ανταγωνισμού σε μεμονωμένα άτομα στις περισσότερες χώρες της ΕΕ· σημειώνει ότι οι αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές τιμωρούν τις παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού και τα σχετικά πρόστιμα καταβάλλονται στο κράτος, ενώ οι καταναλωτές που θίγονται άμεσα από παρόμοιες παραβάσεις δεν αποζημιώνονται
5. σημειώνει με ανησυχία του ότι η τρέχουσα έλλειψη αποζημίωσης συνιστά σημαντικότατο κενό του νομικού συστήματος, καθιστώντας δυνατή την παράνομη κερδοφορία για τους εμπόρους·
6. επισημαίνει ότι, δεδομένης της ποικιλομορφίας των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων, η έλλειψη ασφάλειας δικαίου και συνεκτικής προσέγγισης στον τομέα της συλλογικής προσφυγής σε επίπεδο ΕΕ είναι δυνατό να υπονομεύσει την άσκηση δικαιωμάτων από πολίτες και να προκαλέσει άνιση επιβολή παρόμοιων δικαιωμάτων·
7. τονίζει ότι η κατάσταση αυτή οδηγεί σε σημαντική εισαγωγή διακρίσεων όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε βάρος της εσωτερικής αγοράς, καθώς οι καταναλωτές τυγχάνουν διαφορετικής μεταχείρισης ανάλογα με τον τόπο όπου είναι εγκατεστημένοι·
8. επισημαίνει ότι σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό της ΓΔ SANCO το 2008 ("Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών συλλογικής προσφυγής στην ΕΕ"), κανένας από τους υφιστάμενους μηχανισμούς συλλογικής προσφυγής στην ΕΕ δεν δημιούργησε δυσανάλογες οικονομικές συνέπειες στις ενεχόμενες επιχειρήσεις·
9. διαπιστώνει ότι διαβουλεύσεις κατέστησαν σαφές ότι υφίστανται κενά στο σημερινό ρυθμιστικό πλαίσιο· τονίζει, ως εκ τούτου, την προστιθέμενη αξία μιας συνεκτικής δράσης της ΕΕ για τη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου στον στον τομέα των συλλογικών προσφυγών ώστε να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις και η αναποτελεσματικότητα των υφισταμένων νομικών μέσων της ΕΕ, η διαφοροποίηση των καταστάσεων σε εθνικό επίπεδο, η πιθανή εξέλιξη και οι μεταρρυθμίσεις των υφισταμένων εθνικών συλλογικών συστημάτων προσφυγών ή η εισαγωγή αντίστοιχων συστημάτων στα κράτη μέλη όπου παρόμοια μέσα δεν υφίστανται ακόμη·
10. καλεί, συνεπώς, την Επιτροπή να υποβάλει μέτρα, περιλαμβανομένης πιθανώς μιας νομοθετικής προτάσεως που θα δημιουργεί έναν συνεκτικό μηχανισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τις συλλογικές προσφυγές στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, που θα εφαρμόζεται σε διασυνοριακές περιπτώσεις, στη βάση κοινών αρχών και ρητρών που θα εμπνέονται από τη νομική παράδοση της ΕΕ και τις έννομες τάξεις των 27 κρατών μελών και σε συμφωνία με τις αρχές της επικουρικότητας και αναλογικότητας που κατοχυρώνονται στο άρθρο 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση·
11. προτείνει να περιληφθούν σε αυτή την πρόταση μέτρα ενίσχυσης του συντονισμού και ανταλλαγής ορθών πρακτικών μεταξύ των κρατών μελών· τονίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι υπάρχουσες εθνικές εμπειρίες στον τομέα των συλλογικών προσφυγών αποκάλυψαν τα προς αποφυγή λάθη με σκοπό τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού μηχανισμού συλλογικής προσφυγής σε ευρωπαϊκό επίπεδο·
12. τονίζει ότι έχει δημιουργηθεί δυναμική για μία συνεπή δράση σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά τη δημιουργία κοινού πλαισίου στον τομέα της συλλογικής προσφυγής διότι ορισμένα κράτη μέλη εξετάζουν επί του παρόντος δυνατότητες για την εισαγωγή ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων όσον αφορά το σύστημά τους συλλογικής προσφυγής, ενώ άλλα εξετάζουν επί του παρόντος την εισαγωγή παρόμοιων συστημάτων·
Γενικές αρχές – ισχυρές διασφαλίσεις κατά των καταχρηστικών αντιδικιών
13. τονίζει ότι μια ευρωπαϊκή προσέγγιση της συλλογικής προσφυγής δεν πρέπει να παρέχει οικονομικά κίνητρα για την έγερση καταχρηστικών συλλογικών αγωγών και θα πρέπει να προβλέπει ισχυρές και αποτελεσματικές διασφαλίσεις για την αποφυγή αβάσιμων αγωγών και δυσανάλογων εξόδων για τις επιχειρήσεις, ιδίως σε αυτή την περίοδο χρηματοπιστωτικής κρίσης·
14. υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να ενθαρρυνθεί θερμά, όπου αυτό είναι δυνατό, η έγκαιρη επίλυση διαφορών μέσω διαλόγου μεταξύ των ενεχόμενων μερών, και ότι η προσφυγή στα δικαστήρια θα πρέπει να εξετάζεται ως έσχατη λύση· καλεί τον επιχειρηματικό κόσμο να αναγνωρίσει ότι είναι προς το καλύτερο συμφέρον του να αναλαμβάνει εθελοντικές πρωτοβουλίες ώστε να αποζημιώνονται αποτελεσματικά οι καταναλωτές με σκοπό να αποφεύγονται οι δικαστικές διαδικασίες· υπογραμμίζει ότι οι μηχανισμοί εναλλακτικών τρόπων επίλυσης διαφορών (ADR) μπορούν να παράσχουν στα εμπλεκόμενα μέρη μία λιγότερο δαπανηρή και ταχύτερη λύση και να διαδραματίσουν συμπληρωματικό ρόλο, που δεν αποκλείει τη δικαστική προσφυγή· επισημαίνει, ωστόσο, ότι υφίστανται επί του παρόντος σημαντικές ελλείψεις - από απόψεως γεωγραφικής καθώς και ειδικής όσον αφορά τον εν λόγω τομέα - στα υφιστάμενα συστήματα ADR στην ΕΕ·
15. αναγνωρίζει την ανάγκη αποφυγής ορισμένων καταχρήσεων ή δόλιας χρήσης των μηχανισμών συλλογικής προσφυγής που σημειώθηκαν σε μη ευρωπαϊκές χώρες και ειδικότερα στις ΗΠΑ με το σύστημα των "συλλογικών αγωγών" που ισχύει εκεί·
16. υπογραμμίζει ότι ένα αποτελεσματικό σύστημα συλλογικής προσφυγής θα πρέπει να είναι σε θέση να παράγει νομικά ασφαλή, δίκαια και επαρκή αποτελέσματα σε εύλογο χρονικό διάστημα, σεβόμενο παράλληλα τα δικαιώματα όλων των εμπλεκόμενων μερών· θεωρεί ότι η προσέγγιση της ΕΕ στις συλλογικές προσφυγές θα έπρεπε να περιλαμβάνει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης του δικαστηρίου εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος·
17. τονίζει ότι χαρακτηριστικά που ενθαρρύνουν μια φιλοσοφία προσφυγής στα δικαστήρια, όπως οι αποζημιώσεις, οι αμοιβές ανάλογα με την έκβαση της δίκης, η χρηματοδότηση εκ μέρους τρίτων μερών, η έλλειψη ελέγχου στις αντιπροσωπευτικές οντότητες που παρίστανται στο δικαστήριο, η δυνατότητα για τους δικηγόρους να προσεγγίζουν τα δυνητικά θύματα και η ανακριτική διαδικασία προσαγωγής στοιχείων στο δικαστήριο - με την επιφύλαξη των εξουσιών που ανατίθενται στα δικαστήρια και στις εθνικές αρχές σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο - δεν συνάδουν με την ευρωπαϊκή νομική παράδοση και πρέπει να απορρίπτονται· τονίζει ότι θα πρέπει να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαγορευθεί η αναζήτηση της πλέον ευνοϊκής νομοθεσίας σε άλλο κράτος μέλος (forum shopping)·
18. επιμένει στην ανάγκη οικοδόμησης ευρωπαϊκής προσέγγισης στη συλλογική προσφυγή πάνω στην αρχή της θετικής επιλογής (opt-in), δια της οποίας τα θύματα εντοπίζονται σαφώς και λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία μόνον εάν εκφράσουν ρητά ότι το επιθυμούν, προκειμένου να αποφεύγονται δυνητικές καταχρήσεις· υπογραμμίζει την ανάγκη να γίνουν σεβαστά τα υφιστάμενα ευρωπαϊκά συστήματα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας· καλεί την Επιτροπή να εξετάσει ένα σύστημα το οποίο θα παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες σε όλους τους πιθανούς καταναλωτές που εμπλέκονται, θα αυξάνει την αντιπροσωπευτικότητα των συλλογικών δράσεων και θα εξασφαλίζει απλή, προσιτή και αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη για τους πολίτες της ΕΕ, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό υπερβολικές διαδικασίες διαιτησίας και ως εκ τούτου περιττές μεμονωμένες ή συλλογικές δράσεις σχετικά με την ίδια παράβαση·
19. καλεί τα κράτη μέλη να θέσουν σε εφαρμογή αποτελεσματικούς μηχανισμούς διασφαλίζοντας την ενημέρωση του μέγιστου δυνατού αριθμού θυμάτων, ιδίως όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, κυρίως όταν τα θύματα διαμένουν σε πολλά κράτη μέλη, αποφεύγοντας να βλάπτουν κατά τρόπο αδικαιολόγητο την υπόληψη του εμπλεκόμενου μέρους, με στόχο την αυστηρή τήρηση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας·
20. τονίζει ότι προκειμένου να εξασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του συστήματος σχετικά με τις συλλογικές προσφυγές και να αποφεύγονται πιθανές καταχρήσεις, η προσέγγιση της ΕΕ στη συλλογική προσφυγή θα έπρεπε να περιλαμβάνει μόνο συλλογική αγωγή από νομικά πρόσωπα δεόντως αναγνωρισμένα σε εθνικό επίπεδο (δημόσιες αρχές όπως οι Διαμεσολαβητές ή οργανώσεις καταναλωτών)· καλεί την Επιτροπή, σε διαβούλευση με τα κράτη μέλη, να καθορίσει μια κοινή σειρά κριτηρίων που πρέπει να πληρούν οι οργανώσεις καταναλωτών προκειμένου να είναι σε θέση να παρίστανται στο δικαστήριο· υπογραμμίζει ότι οι εθνικές αρμόδιες αρχές πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη διερεύνηση του εάν οι οργανώσεις καταναλωτών πληρούν τα κριτήρια αυτά·
21. τονίζει ότι, στην περίπτωση διασυνοριακών αντιδικιών, ο αντιπροσωπευτικός φορέας (δημόσια αρχή ή εξουσιοδοτημένη οργάνωση καταναλωτών) πρέπει να είναι σε θέση να εκπροσωπεί τα θύματα από άλλα κράτη μέλη που προσχώρησαν στη διαδικασία συλλογικής προσφυγής σε οιοδήποτε άλλο κράτος μέλος·
Ο ρόλος του δικαστηρίου και η σημασία της πληροφόρησης
22. υποστηρίζει ότι το δικαστήριο διαδραματίζει καίριο ρόλο όσον αφορά την απόφαση επί του παραδεκτού της αξίωσης και της εκπροσώπησης του προσφεύγοντος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι εξετάζονται μόνον οι βάσιμες αγωγές και να κατοχυρωθεί μια σωστή ισορροπία μεταξύ της πρόληψης των καταχρηστικών προσφυγών και της προστασίας του δικαιώματος για πραγματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τόσο για τους πολίτες όσο και για τις επιχειρήσεις της Ένωσης·
23. θεωρεί ότι το δικαστήριο πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι η αποζημίωση κατανέμεται δίκαια και να ελέγχει, εάν είναι δίκαιοι οι διακανονισμοί χρηματοδότησης· τονίζει ότι μηχανισμοί ελέγχου του δικαστηρίου και απαιτήσεις αναλογικότητας θα πρέπει να προστατεύουν τους εναγόμενους από καταχρήσεις του συστήματος·
24. επιμένει στην ανάγκη σεβασμού της αρχής βάσει της οποίας ο "ηττημένος πληρώνει", σύμφωνα με την οποία ο ηττηθείς διάδικος καταβάλλει τα δικαστικά έξοδα προκειμένου να αποφεύγονται οι διάσπαρτες αβάσιμες αγωγές ενός μηχανισμού συλλογικής προσφυγής σε επίπεδο ΕΕ, επιτρέποντας στο δικαστή να έχει τη διακριτική ευχέρεια να μειώνει τα δικαστικά έξοδα που καταβάλει ο ηττηθείς διάδικος, ή στο κράτος να παράσχει νομική βοήθεια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και σεβόμενο την αρχή της επικουρικότητας·
25. επισημαίνει ότι η διάταξη για την ενημέρωση σχετικά με τις συλλογικές αγωγές διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη δυνατότητα πρόσβασης και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας, καθώς οι καταναλωτές πρέπει να γνωρίζουν ότι έχουν πέσει θύματα της ίδιας αθέμιτης πρακτικής και ότι έχει εγερθεί σχετική συλλογική αγωγή, μεταξύ άλλων και σε άλλο κράτος μέλος· τονίζει τον αποφασιστικό ρόλο τον οποίο μπορούν να διαδραματίσουν οι οργανώσεις καταναλωτών και το δίκτυο ευρωπαϊκών κέντρων καταναλωτών (ΕΚΚ) στη μετάδοση της πληροφορίας σε όσο το δυνατόν περισσότερα άτομα, ιδίως δε στους πιο ευάλωτους καταναλωτές·
26. προτείνει, προκειμένου να διευκολύνεται η συνεργασία μεταξύ των εγκεκριμένων φορέων να προβαίνουν σε συλλογικές αγωγές, ιδίως σε διασυνοριακές υποθέσεις, να δημιουργηθεί ένα σε απευθείας σύνδεση (on line) μητρώο σε επίπεδο ΕΕ σε σχέση με τις υπάρχουσες και εν εξελίξει υποθέσεις· τονίζει ότι ένα τέτοιο ενιαίο ευρωπαϊκό παράθυρο θα αποτελέσει χρήσιμο μέσον για τους εγκεκριμένους φορείς οι οποίοι σχεδιάζουν να προβούν σε συλλογική προσφυγή εις τρόπον ώστε να εντοπίζουν εάν έχει κινηθεί παρόμοια διαδικασία σε άλλο κράτος μέλος· τονίζει τη σημασία της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών και την εφαρμογή των καλύτερων διαθέσιμων τεχνολογιών προκειμένου να διευκολύνεται η ανταλλαγή πληροφοριών, η ταξινόμηση και η ομαδοποίηση των υποθέσεων·
Χρηματοδότηση των συλλογικών προσφυγών
27. επιβεβαιώνει ότι, προκειμένου να καταστούν πρακτικά δυνατές οι συλλογικές αγωγές, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίσουν τη διάθεση επαρκών μηχανισμών χρηματοδότησης, σύμφωνα με τις εθνικές διευθετήσεις, οι οποίοι θα πρέπει να έχουν σχεδιαστεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε, αφενός, να μην ενθαρρύνουν την κατάθεση αβάσιμων προσφυγών και, αφετέρου, να μην στερούν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ιδίως τις ΜΜΕ, από την πρόσβαση στη δικαιοσύνη λόγω ανεπαρκών οικονομικών πόρων·
28. έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ορισμένες αντιπροσωπευτικές οντότητες ενδέχεται να μην είναι σε θέση να κινήσουν συλλογικές αγωγές και ότι ελλείψει πόρων μόνο ένας περιορισμένος αριθμός περιπτώσεων μπορεί να αναδειχθεί· καλεί την Επιτροπή, ως εκ τούτου, να εξετάσει σε βάθος τη δυνατότητα δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού ταμείου που θα χρηματοδοτείται από ένα τμήμα των προστίμων που επιβάλλονται για να τιμωρηθούν οι εταιρείες που παραβιάζουν το δίκαιο περί ανταγωνισμού της ΕΕ· προτείνει το ταμείο αυτό να χρησιμοποιηθεί για να καλύψει το κόστος των διασυνοριακών συλλογικών προσφυγών που έχουν ευρωπαϊκή διάσταση, υπό την προϋπόθεση ότι η αντιπροσωπευτική οντότητα θα αποδεικνύει ότι οι πόροι θα χρησιμοποιηθούν για το σκοπό αυτό· τονίζει ότι μια παρόμοια επιλογή θα παράσχει πρόσθετους πόρους για την καταπολέμηση της παράνομης συμπεριφοράς, αλλά και θα αποτελέσει έναν δίκαιο τρόπο χρηματοδότησης των συλλογικών προσφυγών εκ μέρους των καταναλωτών δεδομένου ότι μέρος των προστίμων θα επιστρέφει έμμεσα στα θύματα· θεωρεί ότι σε κάθε περίπτωση, οι αποζημιώσεις δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση διαδικασιών συλλογικής προσφυγής επειδή πρέπει να αποζημιώνεται μόνο η βλάβη που πράγματι υπέστη ο προσφεύγων· επιμένει, τέλος, στην ανάγκη αποφυγής χρηματοδότησης από τρίτους με σκοπό να προλαμβάνονται οι καταχρήσεις και η δημιουργία μιας "αγοράς αντιδικιών"·
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
6.10.2011 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
30 2 1 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Adam Bielan, Lara Comi, António Fernando Correia De Campos, Jürgen Creutzmann, Christian Engström, Evelyne Gebhardt, Louis Grech, Małgorzata Handzlik, Iliana Ivanova, Edvard Kožušník, Kurt Lechner, Toine Manders, Hans-Peter Mayer, Phil Prendergast, Mitro Repo, Robert Rochefort, Zuzana Roithová, Christel Schaldemose, Andreas Schwab, Emilie Turunen, Bernadette Vergnaud, Barbara Weiler |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Marielle Gallo, Anna Hedh, Constance Le Grip, Emma McClarkin, Συλβάνα Ράπτη, Oreste Rossi, Wim van de Camp |
||||
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Alexander Alvaro, Monika Hohlmeier, Axel Voss, Pablo Zalba Bidegain |
||||
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ ΤΕΛΙΚΗΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
Ημερομηνία έγκρισης |
20.12.2011 |
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
21 0 0 |
|||
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Raffaele Baldassarre, Luigi Berlinguer, Sebastian Valentin Bodu, Françoise Castex, Christian Engström, Marielle Gallo, Lidia Joanna Geringer de Oedenberg, Klaus-Heiner Lehne, Antonio López-Istúriz White, Antonio Masip Hidalgo, Alajos Mészáros, Bernhard Rapkay, Evelyn Regner, Francesco Enrico Speroni, Alexandra Thein, Diana Wallis, Cecilia Wikström, Tadeusz Zwiefka |
||||
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Jan Philipp Albrecht, Jean-Marie Cavada, Luis de Grandes Pascual, Kurt Lechner, Eva Lichtenberger |
||||