ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων
30.5.2012 - (COM(2011)0453 – C7-0210/2011 – 2011/0203(COD)) - ***I
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Othmar Karas
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων
(COM(2011)0453 – C7‑0210/2011 – 2011/0203(COD))
(Συνήθης νομοθετική διαδικασία: πρώτη ανάγνωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2011)0453),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υπεβλήθη η πρόταση από την Επιτροπή (C7‑0210/2011),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη την αιτιολογημένη γνώμη που υπεβλήθη, στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου (αριθ. 2) σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και αναλογικότητας, από το σουηδικό Κοινοβούλιο, στην οποία υποστηρίζεται ότι το σχέδιο νομοθετικής πράξης δεν συνάδει προς την αρχή της επικουρικότητας,
– έχοντας υπόψη το άρθρο 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής (A7-0170/2012),
1. εγκρίνει τη θέση του σε πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω·
2. ζητεί από την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, στην Επιτροπή και στα εθνικά κοινοβούλια.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ[1]*
στην πρόταση της Επιτροπής για
---------------------------------------------------------
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[2],
Έχοντας υπόψη τη γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων[3],
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006[4] σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006[5] για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων («ιδρύματα») έχουν κατ’ επανάληψη υποστεί εκτεταμένες τροποποιήσεις. Πολλές από τις διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ τυγχάνουν εφαρμογής τόσο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και επί των επιχειρήσεων επενδύσεων. Χάριν σαφήνειας και προς τον σκοπό της διασφάλισης της συνεπούς εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων, θα ήταν σκόπιμη η συγκέντρωση των εν λόγω διατάξεων σε νέα νομοθεσία που θα τυγχάνει εφαρμογής τόσο επί των πιστωτικών ιδρυμάτων όσο και επί των επιχειρήσεων επενδύσεων. Προκειμένου να καταστούν πιο προσιτές, οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα των ανωτέρω οδηγιών θα πρέπει να ενσωματωθούν στο διατακτικό της νέας αυτής νομοθεσίας.
(2) Η νέα νομοθεσία πρέπει να αποτελείται από δύο ξεχωριστές νομικές πράξεις. Η παρούσα οδηγία πρέπει να περιέχει τις διατάξεις που αφορούν την παροχή άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης εγκατάστασης και του δικαιώματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τις εξουσίες εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής σχετικά με αυτό το ζήτημα και τις διατάξεις που διέπουν το αρχικό κεφάλαιο και τον εποπτικό έλεγχο των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ο πρωταρχικός στόχος και το αντικείμενο της παρούσας οδηγίας είναι να συντονίσει τις εθνικές διατάξεις που αφορούν την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, τα κοινά χαρακτηριστικά της διακυβέρνησής τους και το εποπτικό τους πλαίσιο. Εκτός από αυτές τις διατάξεις, οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ περιείχαν και απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να προβλέπονται σε κανονισμό που να θεσπίζει ενιαίες και άμεσα εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, με δεδομένο ότι οι απαιτήσεις αυτές έχουν άμεση σχέση με τη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών όσων αφορά μια σειρά από περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στην κατοχή πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει, συνεπώς, να συνδυάζεται με τον εν λόγω κανονισμό. Οι δύο αυτές νομικές πράξεις θα πρέπει να συγκροτούν από κοινού το νομικό πλαίσιο που θα διέπει τις τραπεζικές δραστηριότητες και τους κανόνες προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.
(3) Οι γενικές απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που προβλέπονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] συμπληρώνονται από εξατομικευμένες ρυθμίσεις που θεσπίζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές βάσει του εκ μέρους τους συνεχούς εποπτικού ελέγχου κάθε επιμέρους πιστωτικού ιδρύματος και επιχείρησης επενδύσεων. Η έκταση των εν λόγω εποπτικών ρυθμίσεων προβλέπεται να ρυθμίζεται στην οδηγία και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τη δυνατότητα άσκησης της διακριτικής ευχέρειάς τους ως προς τις ρυθμίσεις που θα αποφασίζουν να θεσπίσουν. Σε ό,τι αφορά τις εν λόγω εξατομικευμένες ρυθμίσεις σχετικά με τη ρευστότητα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη ρευστότητα που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας.
(3α) Εκτός από μια αξιόπιστη εκτίμηση του κόστους και των ωφελειών εσωτερικής ρευστότητας, έχει ουσιαστική σημασία να παρέχονται κίνητρα στα ιδρύματα για να μειώσουν το εξωτερικό κόστος που οφείλεται σε δυσχέρεια ή σε αδυναμία τους. Για να επιτευχθεί τούτο η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε μελλοντική νομοθεσία που θα απαιτεί τη συμβολή των ιδρυμάτων στα ταμεία εξυγίανσης και σε άλλα ταμεία με στόχο τον περιορισμό του ύψους του εξωτερικού κόστους που μετακυλίεται στους πελάτες και τους φορολογούμενους, λαμβάνει πλήρως υπόψη το προφίλ κινδύνου ρευστότητας των συμμετεχόντων ιδρυμάτων. Ειδικότερα, τα ιδρύματα που δεν συμμορφώνονται πλήρως προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] όσον αφορά τον κίνδυνο ρευστότητας, πρέπει να υποχρεούνται να συμβάλλουν αναλογικά περισσότερο από εκείνα που συμμορφώνονται.
(4) Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Απριλίου 2004 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων[6] επιτρέπει στις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τους και υπόκεινται στην εποπτεία των αρχών αυτών να ιδρύουν υποκαταστήματα και να παρέχουν υπηρεσίες ελεύθερα σε άλλα κράτη μέλη. Η ανωτέρω οδηγία προβλέπει το συντονισμό των κανόνων που διέπουν την παροχή άδειας λειτουργίας και την άσκηση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων. Ωστόσο, δεν καθορίζει τα ποσά του αρχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων αυτών ή ένα κοινό πλαίσιο για την παρακολούθηση των κινδύνων στους οποίους υπόκεινται οι επιχειρήσεις αυτές, στοιχεία που θα πρέπει να προβλεφθούν στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.
(5) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αποτελεί το κύριο μέσο για την εγκαθίδρυση της εσωτερικής αγοράς, τόσο όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
(6) Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία καθώς και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών.
(7) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών)[7], συνέστησε την ΕΑΤ. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το ρόλο και τη λειτουργία της ΕΑΤ όπως ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό, καθώς και τις διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά την εκχώρηση καθηκόντων στην ΕΑΤ.
(7α) Με δεδομένη την αναπόφευκτη επέκταση των εξουσιών και καθηκόντων της ΕΑΤ που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, η Επιτροπή, το Συμβούλιο και το ΕΚ πρέπει να μεριμνήσουν ώστε να διατεθούν χωρίς καθυστέρηση επαρκείς ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι.
(8) Τα μέτρα για το συντονισμό της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων θα πρέπει, τόσο για την προστασία της αποταμιεύσεως όσο και για τη δημιουργία ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ αυτών των ιδρυμάτων, να ισχύουν για όλα τα εν λόγω ιδρύματα. Θα πρέπει πάντως να ληφθούν δεόντως υπόψη οι αντικειμενικές διαφορές που υφίστανται μεταξύ των καταστατικών τους και της ιδιαίτερης αποστολής τους όπως αυτή προβλέπεται στις εθνικές νομοθεσίες.
(8α) Προκειμένου να εξασφαλισθεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, χρειάζονται διαφανείς, προβλέψιμες και εναρμονισμένες εποπτικές πρακτικές και αποφάσεις για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δράσης και την καθοδήγηση διασυνοριακών ομάδων πιστωτικών ιδρυμάτων. Η ΕΑΤ θα πρέπει επομένως να ενισχύσει την εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών των εποπτικών αρχών του κράτους καταγωγής και του κράτους υποδοχής. Οι εποπτικές διεργασίες και αποφάσεις θα πρέπει να ενσωματώνουν την αρχή της εσωτερικής αγοράς όσον αφορά την ελεύθερη ροή κεφαλαίων. Τα εποπτικά σώματα θα πρέπει να εξασφαλίζουν κοινό και ευθυγραμμισμένο πρόγραμμα εργασίας καθώς και εναρμονισμένες εποπτικές αποφάσεις. Οι αποφάσεις των εποπτικών σωμάτων θα πρέπει να είναι δεσμευτικές για όλα τα μέλη της ομάδας καθώς και για τις εποπτικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής. Η συνεργασία μεταξύ εποπτικών αρχών του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής πρέπει να ενισχυθεί μέσω υψηλότερου βαθμού διαφάνειας και ανταλλαγής πληροφοριών.
(9) Είναι, συνεπώς, απαραίτητο το πεδίο εφαρμογής των μέτρων να είναι όσο το δυνατόν ευρύτερο και να καλύπτει όλα τα ιδρύματα των οποίων η δραστηριότητα συνίσταται στη συγκέντρωση από το κοινό επιστρεπτέων κεφαλαίων, τόσο υπό τη μορφή καταθέσεων, όσο και υπό άλλες μορφές, όπως είναι η διαρκής έκδοση ομολόγων και άλλων παρόμοιων τίτλων, καθώς και στη χορήγηση πιστώσεων για ίδιο λογαριασμό. Θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία δεν εφαρμόζεται η παρούσα οδηγία. Η παρούσα οδηγία δεν θα ισχύει για ιδρύματα άλλα από εκείνα που ορίζονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν πρέπει να επηρεάζουν την εφαρμογή εθνικών νομοθεσιών, όταν αυτές προβλέπουν ειδικές συμπληρωματικές άδειες με τις οποίες επιτρέπεται στα πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν ειδικές δραστηριότητες ή να εκτελούν ορισμένης μορφής εργασίες.
(10) Είναι σκόπιμο να επέλθει η επί της ουσίας εναρμόνιση που είναι αναγκαία και ικανή για την εξασφάλιση της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών λειτουργίας και των συστημάτων προληπτικού ελέγχου, ώστε να καταστεί δυνατή η εφ’ άπαξ έκδοση άδειας λειτουργίας που να ισχύει σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και η εφαρμογή της αρχής του ελέγχου από το κράτος μέλος καταγωγής.
(11) Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και του ελέγχου τον οποίο ασκεί το κράτος μέλος καταγωγής απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μην χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας, εάν στοιχεία όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, ο τόπος άσκησης των δραστηριοτήτων ή οι πράγματι ασκούμενες δραστηριότητες δείχνουν σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα προτίμησε να υπαχθεί στο νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους για να αποφύγει την υπαγωγή του σε αυστηρότερους κανόνες ισχύοντες σε άλλο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ασκεί ή προτίθεται να ασκήσει το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων του. Εφόσον δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις περί τούτου και η πλειοψηφία των συνολικών στοιχείων ενεργητικού των οντοτήτων ορισμένου τραπεζικού ομίλου βρίσκεται σε άλλο κράτος μέλος, του οποίου οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες για να ασκούν την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, η αρμοδιότητα για την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση θα πρέπει να τροποποιηθεί μόνο με τη συναίνεση των προαναφερθεισών αρμόδιων αρχών.
(12) Οι αρμόδιες αρχές δεν θα πρέπει να χορηγούν ούτε να διατηρούν σε ισχύ άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, εάν οι στενοί δεσμοί που το συνδέουν με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα είναι ικανοί να παρεμποδίσουν την σωστή άσκηση των εποπτικών τους καθηκόντων. Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία έχει ήδη χορηγηθεί άδεια λειτουργίας οφείλουν επίσης να παρέχουν εξασφάλιση στις αρμόδιες αρχές για τους εν λόγω στενούς δεσμούς.
(12α) Η χρηματοπιστωτική κρίση απέδειξε ότι υπάρχει σχέση μεταξύ του τραπεζικού τομέα και του αποκαλούμενου «σκιώδους τραπεζικού τομέα». Κάποιο σκιώδες τραπεζικό σύστημα ορθώς κρατά τον κίνδυνο χωριστά από τον τραπεζικό τομέα και ως εκ τούτου μακριά από τον δυνητικό αντίκτυπο στον φορολογούμενο ή στο ίδιο το σύστημα. Παρόλα αυτά η πληρέστερη κατανόηση των σκιωδών τραπεζικών δραστηριοτήτων, της σύνδεσής τους με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και των ρυθμίσεων για να εξασφαλισθεί διαφάνεια, μείωση του συστημικού κινδύνου και εξάλειψη οιωνδήποτε αθέμιτων πρακτικών αποτελεί απαραίτητο μέρος της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Τούτο μπορεί ως ένα βαθμό να επιτευχθεί με την πρόσθετη υποβολή πληροφοριών από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά θα χρειασθεί επίσης ειδική νέα κανονιστική ρύθμιση.
(12β) Για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, η Ένωση θα πρέπει να ξεκινήσει να απαιτεί από τα νομικά πρόσωπα να υποβάλουν εκθέσεις για κάθε χώρα χωριστά· επομένως, ένα πιστωτικό ίδρυμα που δεν παρέχει εκθέσεις για κάθε χώρα χωριστά δεν πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας.
(13) Στην ορθή εκπλήρωση της αποστολής των ελεγκτικών αρχών στον τομέα της εποπτείας περιλαμβάνεται η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση που θα πρέπει να ασκείται επί πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων όταν αυτό το είδος εποπτείας προβλέπεται από τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρχές από τις οποίες ζητείται η άδεια λειτουργίας θα πρέπει να μπορούν να εξακριβώνουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος ή της συγκεκριμένης επιχείρησης επενδύσεων.
(14) Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής θα πρέπει να μπορούν να ασκούν, σε ολόκληρη την Ένωση, το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας, μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών.
(15) Θεωρείται σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης στις δραστηριότητες που περιέχονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας, εφόσον ασκούνται από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική ενός πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θυγατρική συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση και πληροί αυστηρές προϋποθέσεις.
(16) Το κράτος μέλος υποδοχής θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, για την άσκηση του δικαιώματος εγκατάστασης και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, να επιβάλλει την τήρηση των ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από τις εθνικές, νομοθετικές και κανονιστικές, ρυθμίσεις του στα ιδρύματα τα οποία δεν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος καταγωγής ή στις δραστηριότητες που δεν περιλαμβάνονται στο κατάλογο του Παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας, εφόσον, αφενός, οι διατάξεις αυτές δεν καλύπτονται ήδη από τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], συμβιβάζονται με το ενωσιακό δίκαιο και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, εφόσον αυτά τα ιδρύματα ή αυτές οι δραστηριότητες δεν υπόκεινται σε ισοδύναμους κανόνες σύμφωνα με τις νομοθετικές ή κανονιστικές ρυθμίσεις του κράτους μέλους καταγωγής.
(17) Επικουρικά στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], ο οποίος θεσπίζει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες επενδύσεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε να μην προσκρούουν σε κανένα εμπόδιο οι δραστηριότητες που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης και να μπορούν να ασκούνται με τον ίδιο τρόπο όπως στο κράτος μέλος καταγωγής, εφόσον δεν αντίκεινται σε νομοθετικές διατάξεις γενικού συμφέροντος του κράτους μέλους υποδοχής.
(18) Το καθεστώς που εφαρμόζεται στα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Ένωσης θα πρέπει να είναι ανάλογο σ' όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό να προβλεφθεί ότι το καθεστώς αυτό δεν δύναται να είναι ευνοϊκότερο από το καθεστώς των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων των άλλων κρατών μελών. Η Ένωση θα πρέπει να μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τρίτες χώρες περί εφαρμογής διατάξεων που παρέχουν στα υποκαταστήματα αυτά την αυτή μεταχείριση εφ' όλης της επικρατείας της. Τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία έχουν την έδρα τους εκτός της Ένωσης δεν θα πρέπει να υπάγονται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ούτε στην ελευθερία εγκαταστάσεως σε κράτη μέλη εκτός εκείνου στο οποίο είναι εγκατεστημένα.
(19) Θα πρέπει να συναφθούν συμφωνίες μεταξύ της Ένωσης και τρίτων χωρών προκειμένου να επιτευχθεί η πραγματική άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση σε ένα όσο το δυνατό ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο.
(20) Η ευθύνη για την εποπτεία της οικονομικής ευρωστίας ενός πιστωτικού ιδρύματος, και ιδίως της φερεγγυότητάς του, θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής αυτού του ιδρύματος. Η εποπτεία του κινδύνου της αγοράς θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο στενής συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής.
(21) Οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής θα πρέπει να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις εκτελούμενες στο έδαφός τους δραστηριότητες. Τα μέτρα εποπτείας θα πρέπει να λαμβάνονται από τις αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, εκτός εάν οι αρχές του κράτους υποδοχής χρειάζεται να λάβουν επείγοντα προληπτικά μέτρα.
(22) Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής τραπεζικής αγοράς, απαιτείται, πέρα από τους νομικούς κανόνες, στενή και τακτική συνεργασία καθώς και σημαντικά ενισχυμένη σύγκλιση όσον αφορά τις κανονιστικές και εποπτικές πρακτικές, μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών. Προς τούτο, θα πρέπει να πραγματοποιούνται εξέταση των προβλημάτων που αφορούν μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα και αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών στο πλαίσιο της EAT. Παρ' όλα αυτά, η διαδικασία αυτή αμοιβαίας ενημέρωσης δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αντικαθιστά τη διμερή συνεργασία. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, με δική τους πρωτοβουλία ή με πρωτοβουλία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, αν η δραστηριότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος στο έδαφός της είναι σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία, τις αρχές της καλής διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης και του επαρκούς εσωτερικού ελέγχου.
(22α) Τα σχέδια εξυγίανσης («διατάξεις τελευταίας βούλησης») είναι σημαντικό εργαλείο για τη διευκόλυνση της πραγματικής εξυγίανσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Σε περίπτωση αποτυχίας αναμένεται ότι θα συμβάλουν στον περιορισμό του αρνητικού αντικτύπου επί της πραγματικής οικονομίας και ότι θα αποφευχθεί η ανάγκη να επέμβουν οι φορολογούμενοι. Θα έχουν ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά τα συστημικά ιδρύματα και για την εξυγίανση διασυνοριακών περιπτώσεων. Έχοντας δεόντως υπόψη το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 που ορίζει ότι "η Αρχή συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης", τα κράτη μέλη πρέπει να απαιτούν από τα ιδρύματα και τους ομίλους να καταρτίζουν και να διατηρούν σχέδια εξυγίανσης σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, και να τα υποβάλλουν στις αρχές εξυγίανσης προς έγκριση με πλήρη συμμετοχή και συντονισμό της ΕΑΤ.
(23) Θα πρέπει να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή οργανισμών που, ως εκ των καθηκόντων τους, συμβάλλουν στην ενίσχυση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Για να διαφυλαχθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών που διαβιβάζονται, ο κατάλογος των αποδεκτών τους θα πρέπει να παραμένει αυστηρά περιοριστικός.
(24) Ορισμένες συμπεριφορές, όπως απάτες και αδικήματα των προσώπων που είναι κάτοχοι εμπιστευτικών πληροφοριών, είναι ικανές να επηρεάσουν τη σταθερότητα και το αδιάβλητο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Είναι αναγκαίο να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών σε τέτοιες περιπτώσεις.
(25) Οσάκις προβλέπεται ότι οι πληροφορίες δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών, οι αρχές αυτές θα πρέπει να μπορούν να εξαρτήσουν τη συγκατάθεσή τους από την τήρηση αυστηρών όρων.
(26) Θα πρέπει επίσης να επιτραπεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ, αφενός, των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών με ανάλογη αποστολή, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, κατά περίπτωση δε, και άλλων δημοσίων αρχών επιφορτισμένων με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και τμημάτων των οργανισμών κεντρικής διακυβέρνησης.
(27) Για την ενίσχυση της προληπτικής εποπτείας των ιδρυμάτων καθώς και για την προστασία των πελατών των πιστωτικών ιδρυμάτων, οι ελεγκτές θα πρέπει να υπέχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν ταχέως τις αρμόδιες αρχές όταν λάβουν γνώση, κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους, ορισμένων γεγονότων, τα οποία είναι ικανά να επηρεάσουν σοβαρά τη χρηματοπιστωτική κατάσταση ή τη διοικητική και λογιστική οργάνωση του ιδρύματος. Για τον ίδιο λόγο, τα κράτη μέλη θα πρέπει, επίσης, να προβλέψουν ότι η υποχρέωση αυτή ισχύει σε κάθε περίπτωση οσάκις τα γεγονότα αυτά διαπιστώνονται από έναν ελεγκτή κατά την εκπλήρωση της αποστολής του σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με πιστωτικό ίδρυμα. Το καθήκον των ελεγκτών να ανακοινώνουν, κατά περίπτωση, στις αρμόδιες αρχές, ορισμένα δεδομένα ή αποφάσεις σχετικά με ένα ίδρυμα που διαπίστωσαν κατά την εκπλήρωση της αποστολής τους σε μη πιστωτικό ίδρυμα, δεν θα πρέπει να μεταβάλλει αφεαυτό το χαρακτήρα της αποστολής τους στο εν λόγω ίδρυμα, ούτε τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους έναντι του ιδρύματος αυτού. Εάν δεν έχουν επιτακτικούς λόγους να μην το πράξουν, οι ελεγκτές πρέπει να γνωστοποιούν ταυτόχρονα στο σχετικό διοικητικό συμβούλιο όλα τα θέματα που έχουν γνωστοποιηθεί στις αρμόδιες αρχές.
(28) Προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωση των ιδρυμάτων, των οργάνων διοίκησης αυτών και των μελών των διοικητικών οργάνων των ιδρυμάτων προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και να εξασφαλίζεται ότι τα ιδρύματα θα τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης σε ολόκληρη την Ένωση, θα πρέπει να απαιτείται από τα κράτη μέλη να θεσπίσουν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Συνεπώς, οι διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που θα θεσπιστούν από τα κράτη μέλη θα πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιώδεις απαιτήσεις σε σχέση με τα πρόσωπα προς τα οποία θα απευθύνονται, τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιβολή ορισμένης κύρωσης ή μέτρου, τη δημοσίευση των επιβληθεισών κυρώσεων ή μέτρων, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα των διοικητικών χρηματικών προστίμων.
(29) Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν την εξουσία να επιβάλλουν χρηματικά πρόστιμα που να είναι αρκετά υψηλά ώστε να αντισταθμίζουν τα αναμενόμενα οφέλη και να λειτουργούν αποτρεπτικά ακόμα και για τα μεγαλύτερα ιδρύματα και τους διευθυντές αυτών.
(30) Για τη διασφάλιση της εφαρμογής των κυρώσεων με συνέπεια σε όλα τα κράτη μέλη όσον αφορά τον καθορισμό του είδους διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες.
(31) Για να διασφαλιστεί η αποτρεπτική αξία των κυρώσεων στο ευρύτερο κοινό, οι κυρώσεις πρέπει υπό φυσιολογικές συνθήκες να δημοσιοποιούνται, εκτός από κάποιες σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις.
(32) Για τον εντοπισμό ενδεχόμενων παραβάσεων, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να έχουν τις απαραίτητες ερευνητικές εξουσίες και να θεσπίσουν μηχανισμούς που να ενθαρρύνουν την καταγγελία ενδεχόμενων ή υπαρχουσών παραβάσεων. Οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με την επιφύλαξη επαρκών μέτρων διασφάλισης των κατηγορουμένων.
(33) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναφέρεται τόσο στις διοικητικές κυρώσεις όσο και στα διοικητικά μέτρα, ώστε να καλύπτει όλες τις ενέργειες που θα πραγματοποιούνται μετά τη συντέλεση κάποιας παράβασης και που θα αποσκοπούν στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κυρώσεων ή ως μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου.
(34) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με ποινικές κυρώσεις.
(35) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν εσωτερικά κεφάλαια τα οποία επαρκούν από πλευράς ποσότητας, ποιότητας και κατανομής για τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων διαθέτουν στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση της επάρκειας των εσωτερικών τους κεφαλαίων.
(36) Στις αρμόδιες αρχές θα πρέπει να ανατεθεί η αρμοδιότητα της διασφάλισης της καλής οργάνωσης και της επάρκειας των ιδίων κεφαλαίων των ιδρυμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδεχομένως να αναλάβουν τα ιδρύματα. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορούν επίσης να λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένο μέρος των ισολογισμών των ιδρυμάτων, προκειμένου να προσδιορίζουν το ύψος των επαρκών ιδίων κεφαλαίων.
(37) Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα που αναπτύσσουν δραστηριότητα σε περισσότερα κράτη μέλη δεν φέρουν δυσανάλογα βάρη λόγω του ότι οι αρμόδιες αρχές των μεμονωμένων κρατών μελών συνεχίζουν να είναι υπεύθυνες για την άδεια λειτουργίας και την εποπτεία, είναι σημαντικό να δοθεί ώθηση στη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος του φορέα ενοποιημένης εποπτείας που είναι αρμόδιος για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση. Η ΕΑΤ θα πρέπει να υποστηρίξει και να ενισχύσει τη συνεργασία αυτή.
(38) Για να διασφαλιστεί η ολοκληρωμένη πειθαρχία της αγοράς σε ολόκληρη την Ένωση, οι αρμόδιες αρχές είναι σκόπιμο να εκδώσουν στοιχεία σχετικά με τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων. Τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να είναι αρκετά ώστε να επιτρέπουν τη σύγκριση των προσεγγίσεων των διαφόρων αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και να συμπληρώνουν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στον κανονισμό σχετικά με την δημοσιοποίηση τεχνικών στοιχείων εκ μέρους των ιδρυμάτων.
(39) Η εποπτεία των ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων των καταθετών και των επενδυτών των ιδρυμάτων και στην εξασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος. Η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, προκειμένου να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει συνεπώς να εφαρμόζεται σε όλους τους τραπεζικούς ομίλους, ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η μητρική επιχείρηση δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση επενδύσεων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές τα απαραίτητα νομικά μέσα για την άσκηση της εν λόγω εποπτείας.
(40) Όσον αφορά τους ομίλους με ποικίλες δραστηριότητες η μητρική επιχείρηση των οποίων ελέγχει τουλάχιστον μία θυγατρική, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να είναι σε θέση να εκτιμούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων στο πλαίσιο αυτών των ομίλων. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει τουλάχιστον να διαθέτουν τα μέσα για να λαμβάνουν από όλες τις επιχειρήσεις του ομίλου τις αναγκαίες προς εκτέλεση της αποστολής τους πληροφορίες. Οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των διαφόρων χρηματοπιστωτικών τομέων θα πρέπει να συνεργάζονται όταν πρόκειται για επιχειρηματικούς ομίλους που ασκούν ποικίλες χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες.
(41) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αρνηθούν τη χορήγηση ή να αποσύρουν την άδεια λειτουργίας τραπεζών από ορισμένες μορφές ομίλων επιχειρήσεων τις οποίες θεωρούν ακατάλληλες για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων, επειδή δεν είναι δυνατόν να ασκείται κατά τρόπο ικανοποιητικό η εποπτεία των εν λόγω δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαθέτουν τις απαραίτητες εξουσίες προκειμένου να διασφαλιστεί η υγιής και συνετή διαχείριση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Για να εξασφαλισθεί βιώσιμη και ποικίλη τραπεζική νοοτροπία στην ΕΕ που θα εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον των ανθρώπων, θα πρέπει να ενθαρρύνονται μικρής κλίμακας τραπεζικές δραστηριότητες, όπως εκείνες των πιστωτικών ομίλων και των συνεταιριστικών τραπεζών.
(42) Οι εντολές των αρμόδιων αρχών θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ενωσιακή διάσταση. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει συνεπώς να λαμβάνουν υπόψη την επίδραση των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών. Υπό την επιφύλαξη της εθνικής νομοθεσίας, η αρχή αυτή θα πρέπει να συμβάλλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και δεν θα πρέπει να δεσμεύει νομικά τις αρμόδιες αρχές να επιτύχουν κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
(43) Αδυναμίες σε επίπεδο εταιρικής διακυβέρνησης σε σειρά ιδρυμάτων έχουν συμβάλει στην υπερβολική και αλόγιστη ανάληψη κινδύνων στον τραπεζικό τομέα, γεγονός που οδήγησε στη χρεοκοπία μεμονωμένων ιδρυμάτων και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και παγκοσμίως. Ο πολύ γενικός χαρακτήρας των διατάξεων περί εταιρικής διακυβέρνησης των ιδρυμάτων και η μη δεσμευτική φύση ουσιαστικού μέρους του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, το οποίο στηρίζεται βασικά σε εθελοντικούς κώδικες δεοντολογίας, δεν διευκόλυναν την αποτελεσματική εφαρμογή ορθών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης από τα ιδρύματα. Η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων και εξισορροπήσεων εντός των ιδρυμάτων οδήγησε στην έλλειψη αποτελεσματικής εποπτείας των διοικητικών αποφάσεών τους, γεγονός που ενίσχυσε τις βραχυπρόθεσμου ορίζοντα και υπερβολικά επικίνδυνες στρατηγικές διοίκησής τους. Ο ασαφής ρόλος των αρμόδιων αρχών αναφορικά με τον έλεγχο των συστημάτων εταιρικής διακυβέρνησης στα ιδρύματα δεν επέτρεψε τον επαρκή έλεγχο της αποτελεσματικότητας των εσωτερικών διαδικασιών διακυβέρνησης.
(44) Προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των κακοσχεδιασμένων ρυθμίσεων εταιρικής διακυβέρνησης στην ορθή διαχείριση των κινδύνων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να θεσπίσουν αρχές και κανόνες που να διασφαλίζουν τον αποτελεσματικό έλεγχο εκ μέρους των οργάνων διοίκησης, να προάγουν μια ορθή νοοτροπία αντιμετώπισης των κινδύνων σε όλα τα επίπεδα των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων καθώς και να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να παρακολουθούν την επάρκεια των εσωτερικών ρυθμίσεων διακυβέρνησης. Οι εν λόγω αρχές και κανόνες θα πρέπει να ισχύουν λαμβανομένων υπόψη της φύσης, της έκτασης και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων των ιδρυμάτων.
(44α) Τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν διάφορες δομές διακυβέρνησης, τις περισσότερες δε φορές πρόκειται για δομή ενιαίου ή/και διπλού συμβουλίου. Στο πλαίσιο της δομής διπλού συμβουλίου, το εποπτικό συμβούλιο ασκεί τις αρμοδιότητές του εποπτείας και ελέγχου της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση και το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις διοικητικές του αρμοδιότητες. Στο πλαίσιο της δομής ενιαίου συμβουλίου, ένα μοναδικό όργανο ασκεί και τις δύο αρμοδιότητες. Οι ορισμοί της παρούσας οδηγίας αποσκοπούν να καλύψουν όλες τις υφιστάμενες δομές χωρίς να προτείνουν κάποια συγκεκριμένη δομή. Είναι καθαρά λειτουργικές με στόχο τη διατύπωση κανόνων που αποσκοπούν σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα ανεξαρτήτως του εθνικού εταιρικού δικαίου που εφαρμόζεται στα ιδρύματα εκάστου κράτους μέλους. Ως εκ τούτου οι ορισμοί δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στη γενική κατανομή αρμοδιοτήτων δυνάμει του εθνικού εταιρικού δικαίου.
(44β) Το ‘διοικητικό όργανο’ πρέπει να νοείται ότι έχει εκτελεστικά και εποπτικά καθήκοντα. Η αρμοδιότητα και η δομή των διοικητικών οργάνων διαφέρουν μεταξύ κρατών μελών. Στα κράτη μέλη στα οποία τα διοικητικά όργανα έχουν μονιστική δομή το διοικητικό συμβούλιο ασκεί καθήκοντα διαχείρισης. Στα κράτη μέλη με δυαδικό σύστημα, η εποπτική λειτουργία του διοικητικού συμβουλίου ασκείται από χωριστό εποπτικό συμβούλιο το οποίο δεν έχει εκτελεστικά καθήκοντα και το εκτελεστικό καθήκον ασκείται από χωριστό διοικητικό συμβούλιο το οποίο είναι υπεύθυνο και λογοδοτεί για την καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης. Συνεπώς, χωριστά καθήκοντα ανατίθενται στις διάφορες οντότητες εντός του διοικητικού συμβουλίου.
(45) Για την αποτελεσματική παρακολούθηση των δράσεων διαχείρισης και των αποφάσεων, το διοικητικό όργανο ενός ιδρύματος θα πρέπει να αφιερώνει επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων του και να είναι σε θέση να κατανοεί την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος, τους βασικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένο, τις επιπτώσεις της εν λόγω δραστηριότητας και τη στρατηγική κινδύνου. Η ταυτόχρονη κατοχή ενός τόσο μεγάλου αριθμού θέσεων σε διοικητικά συμβούλια θα εμπόδιζε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου να διαθέσει επαρκή χρόνο για την εκπλήρωση του εν λόγω εποπτικού ρόλου. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να περιοριστεί ο αριθμός των εντολών που μπορούν να ανατίθενται ταυτόχρονα σε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος σε διαφορετικές οντότητες.
(46) Η έλλειψη παρακολούθησης των αποφάσεων της διοίκησης από τα διοικητικά συμβούλια οφείλεται εν μέρει στο φαινόμενο της συναινετικής ομαδικής σκέψης (groupthink). Ένα από τα αίτια αυτού του φαινομένου είναι η ομοιομορφία στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων. Για την αποφυγή αυτής της «ομαδικής σκέψης» και την προαγωγή του κριτικού ελέγχου, τα διοικητικά όργανα των ιδρυμάτων θα πρέπει επομένως να εμφανίζουν επαρκή ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά την ηλικία, το φύλο, την γεωγραφική καταγωγή και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των μελών τους, ώστε να συμπεριλαμβάνουν ποικιλία απόψεων και εμπειριών. Η ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να αντανακλάται επαρκώς ο πληθυσμός. Η εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά όργανα πρέπει επίσης, με την προσθήκη μιας βασικής προοπτικής και μιας πραγματικής γνώσης των εσωτερικών εργασιών των ιδρυμάτων, να θεωρείται θετικός τρόπος αύξησης της ποικιλότητας. Η μεγαλύτερη ποικιλομορφία των συμβουλίων εξασφαλίζει αποτελεσματικότερη παρακολούθηση της διαχείρισης και, συνεπώς, συμβάλλει στη βελτίωση της εποπτείας των κινδύνων και την ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, η ποικιλομορφία θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα κριτήρια για τη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων.
(46α) Για να ενισχύσουν τη συμμόρφωση προς τις κείμενες διατάξεις και την εταιρική διακυβέρνηση, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς που να ενθαρρύνουν την καταγγελία στις αρμόδιες αρχές δυνητικών ή υπαρχουσών παραβάσεων των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] και των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι εργαζόμενοι που θα καταγγέλλουν παραβάσεις οι οποίες διαπράττονται εντός των ιδρυμάτων τους πρέπει να προστατεύονται καλά και να διατηρούν πλήρως την ανωνυμία τους.
(47) Οι πολιτικές αποδοχών που ενθαρρύνουν την υπερβολική ανάληψη κινδύνων μπορούν να υπονομεύσουν την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Η Ομάδα των Είκοσι (G-20) δεσμεύθηκε να εφαρμόσει τις αρχές για την ορθή εφαρμογή των πολιτικών αποδοχών και τα εκτελεστικά πρότυπα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (αρχές και πρότυπα ΣΧΣ), που αντιμετωπίζουν τις δυνητικά επιζήμιες συνέπειες των ελλιπώς καθορισμένων πολιτικών αποδοχών στην ορθή διαχείριση των κινδύνων και ελέγχουν τις συμπεριφορές ανάληψης κινδύνων από άτομα. Η παρούσα οδηγία στοχεύει στην εφαρμογή διεθνών αρχών και προτύπων στο ευρωπαϊκό επίπεδο, δια της θέσπισης ρητής υποχρέωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων να καταρτίζουν και να διατηρούν, για κατηγορίες προσωπικού του οποίου οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο επί του προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές μιας αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων.
(48) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων ακολουθούν ορθές πολιτικές αποδοχών, προσήκει να καθοριστούν σαφείς αρχές περί της διακυβέρνησης και περί της δομής των πολιτικών αποδοχών τους. Ιδίως, οι πολιτικές αποδοχών θα πρέπει να εναρμονίζονται με τη διάθεση για ανάληψη κινδύνων, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων. Προς τον σκοπό αυτόν, η αξιολόγηση των συνδεδεμένων με τις επιδόσεις συνιστωσών των αποδοχών θα πρέπει να βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και να λαμβάνει υπόψη τους υφιστάμενους κινδύνους που σχετίζονται με τις επιδόσεις. Εν πάση περιπτώσει, προκειμένου να αποφεύγεται η υπέρμετρη ανάληψη κινδύνων, το μεταβλητό μέρος των αποδοχών δεν πρέπει να υπερβαίνει το σταθερό εισόδημα. Το σταθερό εισόδημα θα πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο που σε περίπτωση ανάκτησης, θα εξακολουθεί να είναι αρκετό για να εξασφαλίζει κατάλληλες αποδοχές στον υπάλληλο. Προκειμένου να διασφαλισθεί η ενσωμάτωση του σχεδιασμού των πολιτικών αποδοχών στη διαχείριση των κινδύνων του πιστωτικού ιδρύματος ή της επιχείρησης επενδύσεων, το διοικητικό όργανο κάθε πιστωτικού ιδρύματος ή επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, να υιοθετεί και, περιοδικά, να αναθεωρεί τις εφαρμοζόμενες πολιτικές. Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές περιλαμβάνουν διαφορές μεταξύ διαφορετικών ειδών πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων κατ' αναλογία, σύμφωνα με το μέγεθος, την εσωτερική τους οργάνωση καθώς και με τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους, ιδίως καθώς μπορεί να μην είναι αναλογική η συμμόρφωση ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων προς όλες τις αρχές.
(49) Καθώς οι κακοσχεδιασμένες πολιτικές αποδοχών και τα μη ενδεδειγμένα συστήματα κινήτρων μπορούν να αυξήσουν σε αδικαιολόγητο βαθμό τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων, θα πρέπει να αναλαμβάνονται αμελλητί δράσεις αντιμετώπισης της κατάστασης και, εφόσον απαιτείται, διορθωτικά μέτρα. Συνεπώς, χρειάζεται να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εξουσία να επιβάλλουν επί των σχετικών οντοτήτων ποιοτικά και ποσοτικά μέτρα τα οποία θα είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο ώστε να αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που θα έχουν εντοπισθεί κατά τον εποπτικό έλεγχό τους σε σχέση με τις πολιτικές αποδοχών.
(50) Οι διατάξεις που αφορούν τις αποδοχές δεν πρέπει να θίγουν την πλήρη άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από το άρθρο 153 παράγραφος 5 της ΣΛΕΕ, τις γενικές αρχές του εθνικού δικαίου περί συμβάσεων και εργατικού δικαίου, τη νομοθεσία για τα δικαιώματα και τη συμμετοχή των μετόχων και τις γενικές αρμοδιότητες των διοικητικών οργάνων του υπόψη ιδρύματος, καθώς και τα δικαιώματα, όπου ενδείκνυται, των κοινωνικών εταίρων να συνάπτουν και να εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, σύμφωνα με τα εθνικά δίκαια και πρακτικές.
(51) Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς θα πρέπει να βασίζονται σε εξωτερικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας μόνο στον βαθμό που αυτό θα είναι αναγκαίο. Στην περίπτωση που ο πιστωτικός κίνδυνος είναι ουσιώδης, τα ιδρύματα θα πρέπει, συνεπώς, να επιδιώκουν γενικώς να εφαρμόζουν προσεγγίσεις που θα στηρίζονται σε εσωτερικές αξιολογήσεις ή εσωτερικά μοντέλα. Ωστόσο, συνήθεις προσεγγίσεις που στηρίζονται σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται στις περιπτώσεις που ο πιστωτικός κίνδυνος είναι λιγότερο ουσιώδης, περίπτωση που συνήθως συντρέχει για τα λιγότερο πολυσύνθετα ιδρύματα, για τις μη ουσιώδεις κλάσεις ανοιγμάτων και οσάκις η χρήση εσωτερικών μεθόδων θα ήταν υπερβολικά επαχθής.
(51α) Το πλαίσιο της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (ΟΚΑ), που αποτελεί έναν από τους πυλώνες στους οποίους οικοδομήθηκε η υπέρμετρη στήριξη σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας, πρέπει να λάβει υπόψη τα συμπεράσματα της ομάδας των G20, τις αρχές του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) και τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που τροποποιούν τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας και την οδηγία 2009/65/ΕΚ για τον συντονισμό των νομοθετικών κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) και την οδηγία 2011/61/ΕΕ σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, όσον αφορά την υπέρμετρη στήριξη σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Ως εκ τούτου πρέπει να ενθαρρυνθούν οι τράπεζες να χρησιμοποιούν εσωτερικές παρά εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας ακόμη και για τους σκοπούς του υπολογισμού των ρυθμιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων.
(51β) Η υπέρμετρη στήριξη σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας πρέπει να μειωθεί και όλα τα αυτόματα αποτελέσματα που απορρέουν από τις αξιολογήσεις πρέπει σταδιακά να εξαλειφθούν. Η κανονιστική ρύθμιση πρέπει επομένως να απαιτήσει από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτείται να εγκαθιδρύσουν ισχυρά κριτήρια χορήγησης πιστώσεων και διαδικασίες λήψης αποφάσεων επί ζητημάτων χορήγησης πιστώσεων. Οι εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας μπορούν να χρησιμοποιούνται στην εν λόγω διαδικασία ως ένας μεταξύ περισσότερων παραγόντων αλλά δεν πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις και δεν πρέπει να υπερισχύουν.
(51γ) Η αναγνώριση ενός οργανισμού αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως εξωτερικού οργανισμού πιστοληπτικής αξιολόγησης (ECAI) δεν πρέπει να αυξάνει τον αποκλεισμό μιας αγοράς που κυριαρχείται ήδη από τρεις κύριες επιχειρήσεις. Η ΕΑΤ και οι κεντρικές τράπεζες, χωρίς να κάνουν ευκολότερη τη διεργασία ή λιγότερο απαιτητική, πρέπει να προβλέπουν την αναγνώριση περισσότερων οργανισμών αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ως ECAI ως τρόπο για να ανοίξει η αγορά και σε άλλες επιχειρήσεις.
(52) Ως προς την εποπτεία της ρευστότητας, η ευθύνη θα πρέπει να εναπόκειται στο κράτος μέλος καταγωγής από τη στιγμή που θα ισχύουν λεπτομερή κριτήρια για τις απαιτήσεις κάλυψης της ρευστότητας. Είναι επομένως απαραίτητη η επίτευξη του συντονισμού εποπτείας σε αυτόν το τομέα για να τεθεί σε λειτουργία εποπτεία από το κράτος μέλος καταγωγής μέχρι τότε. Προκειμένου να διασφαλιστεί αποτελεσματική εποπτεία, οι αρχές του κράτους καταγωγής και του κράτους υποδοχής θα πρέπει να συνεργάζονται περαιτέρω στον τομέα της ρευστότητας.
(53) Αν σε έναν όμιλο τα ρευστά διαθέσιμα ορισμένου ιδρύματος διατεθούν, υπό ακραίες συνθήκες, για την κάλυψη των αναγκών ρευστότητας κάποιου άλλου μέλους του ίδιου ομίλου, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να εξαιρούν το ίδρυμα από τις απαιτήσεις κάλυψης ρευστότητας και θα πρέπει, αντ’ αυτού, να εφαρμόζουν τις εν λόγω απαιτήσεις σε ενοποιημένη βάση.
(54) Τυχόν μέτρα που θα έχουν ληφθεί σύμφωνα με την οδηγία 2001/24/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Απριλίου 2001, για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων[8], δεν θα πρέπει να συγκρούονται με μέτρα ληφθέντα στη βάση της παρούσας οδηγίας. Τα μέτρα εποπτείας δεν θα πρέπει να οδηγούν σε διακριτική μεταχείριση μεταξύ πιστωτών από διαφορετικά κράτη μέλη.
(54α) Η Επιτροπή πρέπει να έχει την εξουσία να εγκρίνει, με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση, και σε απάντηση σε συστάσεις του ΕΣΣΚ, τροποποιήσεις σε συντελεστές στάθμισης κινδύνου ή άλλα προληπτικά μέτρα προκειμένου να ανταποκριθεί στις εξελίξεις της αγοράς που δημιουργούν μακροπροληπτικούς κινδύνους. Η ΕΑΤ σε συνεργασία με το ΕΣΣΚ πρέπει επίσης να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για μακροπροληπτική παρέμβαση από τους επόπτες σε επίπεδο μεμονωμένου κράτους μέλους, να επανεξετάζει όλα αυτά τα μέτρα και κατά περίπτωση να συμβουλεύει την Επιτροπή εάν τα λαμβανόμενα μέτρα είναι αδικαιολόγητα. Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί να ανακαλούνται τα αδικαιολόγητα μέτρα.
(55) Εν όψει της οικονομικής κρίσης και των φιλοκυκλικών μηχανισμών που συνέβαλαν στο ξέσπασμά της και επιδείνωσαν τις συνέπειές της, το FSB, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (Basel Committee on Banking Supervision – BCBS) και οι G20 έχουν υποβάλει συστάσεις για τη μείωση των φιλοκυκλικών επιπτώσεων των χρηματοπιστωτικών κανονισμών. Το Δεκέμβριο του 2010 η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία εξέδωσε νέα παγκόσμια κανονιστικά πρότυπα για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων και κανόνων που απαιτούν την τήρηση της διατήρησης κεφαλαίου και των αντικυκλικών κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας.
(56) Επομένως, θα ήταν σκόπιμο να απαιτείται από τα πιστωτικά ιδρύματα και τις σχετικές επιχειρήσεις επενδύσεων να τηρούν, επιπρόσθετα στις άλλες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου και αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων συγκεντρώνουν επαρκή κεφαλαιακή βάση σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης για να αντέχουν ζημίες σε περιόδους κινδύνου. Το Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας θα συγκεντρώνεται όταν η συνολική επέκταση σε πίστη και άλλες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού με σημαντικό αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων κρίνονται ότι συνδέονται με τη συγκέντρωση συστημικού κινδύνου, και θα αντλείται σε περιόδους κρίσης.
(57) Για να διασφαλιστεί ότι τα αντικυκλικά αποθέματα ασφαλείας αντικατοπτρίζουν σωστά τον κίνδυνο αυξημένης πιστωτικής επέκτασης που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος τα πιστωτικά ιδρύματα και οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να υπολογίζουν τα αποθέματα ασφαλείας ειδικά για το ίδρυμά τους ως σταθμισμένο μέσο των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας που ισχύουν για τις χώρες στις οποίες βρίσκεται η έκθεσή τους σε πιστωτικό κίνδυνο. Επομένως, κάθε κράτος μέλος πρέπει να ορίζει μια αρχή που θα είναι υπεύθυνη για τον καθορισμό σε τριμηνιαία βάση του επιπέδου του ποσοστού Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος ασφαλείας για εκθέσεις σε κίνδυνο εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους. Το εν λόγω ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να βασίζεται στην καθοδήγηση αποθέματος ασφαλείας του ΕΣΣΚ. Η καθοδήγηση αποθέματος ασφαλείας του ΕΣΣΚ θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάπτυξη των επιπέδων πίστωσης και τυχόν αλλαγές στη σχέση της πίστωσης προς το ΑΕΠ στα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ πρέπει να προσδιορίσει τους κοινούς κανόνες για την εκτέλεση του Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος ασφαλείας. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει επίσης να παρέχει καθοδήγηση σχετικά με το ποιες άλλες μεταβλητές θα μπορούσαν δυνητικά να έχουν σημασία για τον καθορισμό των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας ή οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι σχετικοί δείκτες για την χρηματοοικονομική σταθερότητα σε ένα ή περισσότερα κράτη, βάσει συζητήσεων με τις εντεταλμένες αρχές και ίδιες αναλύσεις.
(58) Για την προώθηση της διεθνούς συνέπειας στον καθορισμό ποσοστών Αντικυκλικών Κεφαλαιακών Αποθεμάτων Ασφαλείας, η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία (BCBS) έχει αναπτύξει μεθοδολογία βάσει της σχέσης των πιστώσεων προς το ΑΕΠ. Αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως κοινό σημείο εκκίνησης για τις αποφάσεις παροχής καθοδήγησης αποθεμάτων ασφαλείας από το ΕΣΣΚ, αλλά δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε αυτόματο καθορισμό του αποθέματος ή να δεσμεύει το ΕΣΣΚ. Συγκεκριμένα, το ΕΣΣΚ θα μπορούσε επίσης να λαμβάνει υπόψη διαρθρωτικές μεταβλητές και την έκθεση του τραπεζικού τομέα σε οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
(59) Για να επιτευχθεί η συνοχή στην εφαρμογή και να διασφαλιστεί η μακροπροληπτική εποπτεία σε ολόκληρη την Ένωση, κρίνεται σκόπιμο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB) να αναπτύξει αρχές προσαρμοσμένες στην οικονομία της Ένωσης και να έχει την ευθύνη παρακολούθησης της εφαρμογής της. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κίνδυνου να προβαίνει σε ενέργειες τις οποίες κρίνει απαραίτητες βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου[9].
(59α) Το δημόσιο χρέος σε μια νομισματική ένωση έχει άλλη δυναμική απ’ ό,τι στην περίπτωση ανεξάρτητων νομισμάτων. Η διατήρηση του εκ του νόμου συντελεστή στάθμισης κινδύνου 0 % του δημόσιου χρέους όλων των κρατών μελών πρέπει επομένως να επανεξεταστεί και, εάν διαπιστωθεί μη συμμόρφωση προς το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1466/97 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1467/97, να περιορίζεται ή να αποσύρεται, ως πειθαρχικό μέτρο για την αντιμετώπιση υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών και για την τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
(60) Κρίνεται σκόπιμο οι αποφάσεις των κρατών μελών για τα ποσοστά των αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας να είναι όσο το δυνατόν περισσότερο συντονισμένες. Επ’ αυτού, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου θα μπορούσε να διευκολύνει τις διαβουλεύσεις μεταξύ των εθνικών αρχών σχετικά με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις αποθεμάτων ασφαλείας, αν οι εθνικές αρχές του το ζητήσουν. Για να επιτευχθεί μια συνεκτική προσέγγιση των παραγόντων βάσει των οποίων οι εντεταλμένες αρχές λαμβάνουν αυτές τις αποφάσεις και για να διασφαλιστεί ότι ο καθορισμός των ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας συνάδει προς τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς, οι εντεταλμένες αρχές οφείλουν επίσης να ενημερώνουν σχετικώς το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ όποτε λαμβάνουν υπόψη άλλες μεταβλητές πέραν της απόκλισης της σχέσης της πίστωσης προς το ΑΕΠ από τη μακροπρόθεσμη τάση της και της σχετικής καθοδήγησης του ΕΣΣΚ και, κατά συνέπεια, καθορίζουν ένα υψηλότερο ποσοστό αποθέματος ασφαλείας από εκείνο που θα καθόριζαν εάν δεν λάμβαναν υπόψη τις εν λόγω μεταβλητές. Σκοπός της εν λόγω κοινοποίησης είναι η αξιολόγηση από μέρους του ΕΣΣΚ και της ΕΑΤ της φύσης των συγκεκριμένων μεταβλητών και της συνέπειας του καθορισμού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας προς τις αρχές της εσωτερικής αγοράς.
(60α) Τα συστημικά ιδρύματα και ο συστημικός κίνδυνος που συνδέεται με τα ιδρύματα αυτά πρέπει να εξετάζεται με συνέπεια στην ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και όχι σε τμήματα αυτής της αγοράς. Επ’ αυτού η ΕΑΤ θα πρέπει κατόπιν διαβουλεύσεων με το ΕΣΣΚ και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια του ΣΧΣ και τον κατάλογο των παγκόσμιων συστημικών ιδρυμάτων, να προσδιορίσει τα συστημικά ιδρύματα σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο που ασκούν δραστηριότητα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανάλογα με το μέγεθός τους, την πολυπλοκότητα, τη δυνατότητα υποκατάστασης καθώς και με άλλους παράγοντες που δημιουργούν συνάφεια με το σύστημα, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να απαιτούν από τα συστημικά ιδρύματα που περιλαμβάνονται σε κατάλογο που καταρτίζει η ΕΑΤ να διατηρούν κατάλληλο συστημικό απόθεμα ασφαλείας μεταξύ 1% και 3,0%, ή σε εξαιρετικές περιστάσεις μέχρι 10,0% του συνολικού ποσού ανάληψης κινδύνων. Όταν ένα συστημικό ίδρυμα δεν ικανοποιεί πλήρως την απαίτηση για συστημικό απόθεμα ασφαλείας, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να περιορίζουν τις διανομές κερδών αναφορικά με το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, να περιορίζουν τις πληρωμές σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 και να περιορίζουν την παροχή κυμαινόμενης αμοιβής και προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών. Το ΕΣΣΚ θα πρέπει να επανεξετάσει τα κριτήρια και τη διεργασία προσδιορισμού των συστημικών ιδρυμάτων καθώς και τον καθορισμό συστημικού αποθέματος ασφαλείας και να εκδώσει συστάσεις με βάση την εμπειρία του και την εξέλιξη των διεθνών προτύπων και διεργασιών. Η Επιτροπή θα πρέπει κατόπιν διαβουλεύσεων με την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ να εξουσιοδοτηθεί να επανεξετάσει τις διατάξεις για τον προσδιορισμό των συστημικών ιδρυμάτων και τον καθορισμό των ποσοστών συστημικού αποθέματος ασφαλείας. Η ΕΑΤ θα πρέπει για όλα τα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα να εξασφαλίζει συνέπεια στη συνεργασία μεταξύ αρμοδίων αρχών τρίτων χωρών και αρμοδίων αρχών χώρας υποδοχής.
(61) Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια επιχείρηση επενδύσεων δεν ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις Αποθέματος Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου και οποιουδήποτε πρόσθετου αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα που να διασφαλίζουν ότι θα ανακτήσει εγκαίρως το κατάλληλο επίπεδο ιδίων κεφαλαίων. Για τη διατήρηση κεφαλαίου, είναι σκόπιμο να επιβάλλονται αναλογικοί περιορισμοί στην προαιρετική διανομή κερδών, συμπεριλαμβανομένης της καταβολής μερισμάτων και κυμαινόμενων αμοιβών. Για να διασφαλιστεί ότι αυτά τα ιδρύματα ή αυτές οι επιχειρήσεις έχουν αξιόπιστη στρατηγική για την ανάκτηση του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων, θα πρέπει να υποχρεούνται να καταρτίσουν και να συμφωνήσουν με τις αρμόδιες αρχές σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου το οποίο να περιγράφει πώς θα εφαρμοστούν οι περιορισμοί διανομής και άλλα μέτρα που το ίδρυμα ή η επιχείρηση σκοπεύει να λάβει για να διασφαλίσει τη συμμόρφωσή του/της με τις πλήρεις απαιτήσεις αποθεμάτων ασφαλείας.
(62) Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν τη συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ένωση. Ως φορέας με υψηλό βαθμό εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, θα πρέπει να είναι να αποδοτικός και κατάλληλος για να εμπιστευθεί στην ΕΑΤ την ανάπτυξη των σχεδίων κανονιστικών τεχνικών προτύπων και των σχεδίων εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν ενέχουν επιλογές πολιτικής, τα οποία θα κατατεθούν στην Επιτροπή. Η ΕΑΤ πρέπει να εξασφαλίζει αποτελεσματικές διοικητικές διεργασίες υποβολής πληροφοριών όταν καταρτίζει κανονιστικά τεχνικά πρότυπα.
(63) Η Επιτροπή θα πρέπει να υιοθετήσει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που ανέπτυξε η ΕΑΤ στους τομείς της παροχής άδειας λειτουργίας και της απόκτησης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, της άσκησης των δικαιωμάτων ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, της εποπτικής συνεργασίας, της διακυβέρνησης, των πολιτικών αποδοχών και μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, της εποπτείας εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και της εποπτικής εξέτασης με τη μορφή πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Η ΕΑΤ και η Επιτροπή θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι τα εν λόγω πρότυπα και οι απαιτήσεις μπορούν να εφαρμόζονται από το σύνολο των σχετικών ιδρυμάτων κατά τρόπο ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των ιδρυμάτων αυτών και των δραστηριοτήτων τους.
(64) Επίσης, πρέπει να δοθεί η εξουσία στην Επιτροπή να υιοθετεί εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα στους τομείς της παροχής άδειας λειτουργίας και της απόκτησης ειδικών συμμετοχών σε πιστωτικά ιδρύματα, της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών, της εποπτικής συνεργασίας, ειδικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και της δημοσιοποίησης πληροφοριών από εποπτικές αρχές μέσω εκτελεστικών πράξεων βάσει του άρθρου 291 ΣΛΕΕ και του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Στην ΕΑΤ πρέπει να ανατεθεί η κατάρτιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων τα οποία θα υποβληθούν στην Επιτροπή.
(65) Για τη διασφάλιση ενιαίων συνθηκών για την υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να μεταβιβαστούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[10].
(66) Προκειμένου να διευκρινιστούν οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, πρέπει να ανατεθεί κατ’ εξουσιοδότηση στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ, η εξουσία έκδοσης πράξεων για την αποσαφήνιση των ορισμών και της ορολογίας που χρησιμοποιούνται στην παρούσα οδηγία, τη διεύρυνση του καταλόγου δραστηριοτήτων του Παραρτήματος που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης, τη βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων, και την προσαρμογή των διατάξεων που αφορούν το εσωτερικό πλαίσιο, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς αυτών. Έχει ιδιαίτερη σημασία, κατά το προπαρασκευαστικό της έργο, η Επιτροπή να διενεργήσει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, συμπεριλαμβανομένων διαβουλεύσεων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων.
(67) Η Επιτροπή, κατά την επεξεργασία και κατάρτιση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
(68) Η οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)[11] είναι σχετική όταν αποκτάται ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα.
(68α) Αναφορικά με το άρθρο 345 της ΣΛΕΕ, που ορίζει ότι οι Συνθήκες δεν πρέπει να προδικάζουν με κανένα τρόπο το καθεστώς της ιδιοκτησίας στα κράτη μέλη, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν ευνοούν ούτε εισάγουν διακρίσεις για τύπους ιδιοκτησίας που περιλαμβάνονται στο πεδίο της παρούσας οδηγίας.
(69) Οι αναφορές σε ισχύοντες εθνικούς νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις στις οδηγίες που καταργούνται με την παρούσα οδηγία νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία.
(70) Η οδηγία 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ, 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ, και την κατάργηση της οδηγίας 97/5/ΕΚ[12], η οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)[13], η οδηγία 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, την τροποποίηση των οδηγιών 2005/60/ΕΚ και 2006/48/ΕΚ και την κατάργηση της οδηγίας 2000/46/ΕΚ[14], η οδηγία 2002/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων επενδύσεων χρηματοπιστωτικού ομίλου ετερογενών δραστηριοτήτων[15] και η οδηγία [ΔΟΕΕ] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους Διαχειριστές Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ αναφέρονται στις διατάξεις των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ που αφορούν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και πλέον προβλέπονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Συνεπώς, οι αναφορές στις εν λόγω οδηγίες που περιέχονται στις οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ νοούνται ως αναφορές στις διατάξεις που διέπουν τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του συγκεκριμένου κανονισμού.
(71) Για να καταστεί δυνατή η ανάπτυξη τεχνικών προτύπων και να διασφαλιστεί έτσι ότι τα ιδρύματα που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων εφαρμόζουν τις κατάλληλες υπολογιστικές μεθόδους για τον καθορισμό του απαιτούμενου κεφαλαίου σε ενοποιημένη βάση, η οδηγία 2002/87/ΕΚ πρέπει να τροποποιηθεί αναλόγως.
(72) Προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα η εσωτερική τραπεζική αγορά και να υπάρχει επαρκής διαφάνεια για τους πολίτες της Ένωσης, είναι αναγκαίο οι αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν, κατά τρόπο που να επιτρέπει αξιόπιστες συγκρίσεις, τον τρόπο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(73) Ως προς την εποπτεία της ρευστότητας, θα πρέπει να προβλέπεται ένα χρονικό διάστημα για τη μετάβαση των κρατών μελών στο κανονιστικό καθεστώς στο πλαίσιο του οποίου θα ισχύουν λεπτομερή κριτήρια για τις απαιτήσεις κάλυψης της ρευστότητας.
(74) Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[16] και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[17], θα πρέπει να ισχύουν πλήρως για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.
(75) Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, ήτοι η θέσπιση κανόνων σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων, καθώς και η προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη και μπορούν συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της προτεινόμενης δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής Ένωση), η Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας του ίδιου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών.
(76) Η υποχρέωση ενσωμάτωσης της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο θα πρέπει να περιοριστεί στις διατάξεις που αντιπροσωπεύουν ουσιώδη μεταβολή σε σχέση με τις προγενέστερες οδηγίες.
(77) Η οδηγία 2006/48/ΕΚ σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και η οδηγία 2006/49/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, θα πρέπει συνεπώς να καταργηθούν.
Τίτλος I
Αντικείμενο, πεδίο εφαρμογής και ορισμοί
Άρθρο 1
Αντικείμενο
Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που απαιτούν από τα κράτη μέλη την επίτευξη κοινών αποτελεσμάτων σχετικά με:
α) την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (στο εξής «ιδρύματα»),
β) εποπτικές αρμοδιότητες και εργαλεία για την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων από αρμόδιες αρχές,
γ) την προληπτική εποπτεία των ιδρυμάτων από αρμόδιες αρχές κατά τρόπο συμβατό προς τους κανόνες που προβλέπονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
δ) απαιτήσεις δημοσιοποίησης για αρμόδιες αρχές όσον αφορά την προληπτική ρύθμιση και εποπτεία ιδρυμάτων.
Άρθρο 2
Πεδίο εφαρμογής
1. Το άρθρο 34 και ο Τίτλος VII, Κεφάλαιο 3, εφαρμόζονται στις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, στις εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και στις εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων που έχουν την έδρα τους στην Ένωση.
2. Τα ιδρύματα για τα οποία η παρούσα οδηγία δεν ισχύει σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, εκτός ωστόσο των κεντρικών τραπεζών, αντιμετωπίζονται ως χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εφαρμογή του άρθρου 34 και του Τίτλου VII, Κεφάλαιο 3.
3. Η παρούσα οδηγία δεν έχει εφαρμογή ως προς:
(1) την πρόσβαση στη δραστηριότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων στο βαθμό που ρυθμίζεται από την οδηγία 2004/39/ΕΚ,
(2) τις κεντρικές τράπεζες,
(3) τα γραφεία ταχυδρομικών επιταγών,
(4) στο Βέλγιο, το «Institut de Réescompte et de Garantie/Herdiscontering- en Waarborginstituut»,
(5) στη Δανία, το «Dansk Eksportfinansieringsfond», το «Danmarks Skibskredit A/S» και το «KommuneKredit»,
(6) στη Γερμανία, την «Kreditanstalt für Wiederaufbau», τους οργανισμούς οι οποίοι αναγνωρίζονται, στο πλαίσιο του «Wohnungsgemeinnützigkeitsgesetz», ως όργανα της εθνικής πολιτικής στον στεγαστικό τομέα και οι τραπεζικές εργασίες των οποίων δεν συνιστούν την κύρια δραστηριότητα, καθώς και τους οργανισμούς οι οποίοι, δυνάμει του νόμου αυτού, αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς στεγαστικοί οργανισμοί,
(7) στην Ελλάδα, το «Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων»,
(8) στην Ισπανία, το «Instituto de Crédito Oficial»,
(9) στη Γαλλία, την «Caisse des dépôts et consignations»,
(10) στην Ιρλανδία, τις «credit unions» και τις «friendly societies»,
(11) στην Ιταλία, την «Cassa depositi e prestiti»,
(12) στη Λετονία, τους «krājaizdevu sabiedrības», επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται βάσει του «krājaizdevu sabiedrību likums» ως συνεταιριστικές επιχειρήσεις που παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μόνον στα μέλη τους,
(13) στη Λιθουανία, τους «kredito unijos» πέραν της «Centrinė kredito unija»,
(14) στην Ουγγαρία, τη «Magyar Fejlesztési Bank Rt.» και τη «Magyar Export-Import Bank Rt.»,
(15) στις Κάτω Χώρες, τη «Nederlandse Investeringsbank voor Ontwikkelingslanden NV», τη «NV Noordelijke Ontwikkelingsmaatschappij», τη «NV Industriebank Limburgs Instituut voor Ontwikkeling en Financiering» και την «Overijsselse Ontwikkelingsmaatschappij NV»,
(16) στην Αυστρία, τις επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως κοινωφελείς οικοδομικοί συνεταιρισμοί και την «Österreichische Kontrollbank AG»,
(17) στην Πολωνία, τη «Spółdzielcze Kasy Oszczędnościowo — Kreditowe» και την «Bank Gospodarstwa Krajowego»,
(18) στην Πορτογαλία, τις «Caixas Económicas» που υφίστανται από την 1η Ιανουαρίου 1986, με εξαίρεση εκείνες που έχουν τη μορφή ανωνύμων εταιρειών καθώς και την «Caixa Económica Montepio Geral»,
(19) στη Φινλανδία, την «Teollisen yhteistyön rahasto Oy/Fonden för industriellt samarbete AB» και την «Finnvera Oyj/Finnvera Abp»,
(20) στη Σουηδία, τη «Svenska Skeppshypotekskassan»,
(21) στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη «National Savings Bank», την «Commonwealth Development Finance Company Ltd», την «Agricultural Mortgage Corporation Ltd», τη «Scottish Agricultural Securities Corporation Ltd», τους «Crown Agents for overseas governments and administrations», τις «credit unions» και τις «municipal banks»,
(22) στη Σλοβενία, τη «SID-Slovenska izvozna in razvojna banka, d.d. Ljubljana».
3α. Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει περαιτέρω τα κριτήρια για την ένταξη ιδρύματος στον κατάλογο της παραγράφου 3 και για τους τύπους των περιπτώσεων που μπορούν να καλύπτονται από την εθνική νομοθεσία όπως εμφαίνεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 3
Απαγόρευση σε επιχειρήσεις εκτός των πιστωτικών ιδρυμάτων της δραστηριότητας αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό
1. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν είναι πιστωτικά ιδρύματα να ασκούν, κατ' επάγγελμα, τη δραστηριότητα της αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό.
2. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για την αποδοχή καταθέσεων ή άλλων κεφαλαίων επιστρεπτέων από ένα κράτος μέλος, από τις περιφερειακές ή τοπικές αρχές ενός κράτους μέλους, ή από δημόσιους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους είναι μέλη ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, καθώς και για τις περιπτώσεις που αναφέρονται ρητά από τις εθνικές ή κοινοτικές νομοθεσίες, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες αυτές υπόκεινται σε κανόνες και ελέγχους που αφορούν την προστασία των καταθετών και των επενδυτών και εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αυτές.
Άρθρο 4
Ορισμοί
1. Ισχύουν οι ορισμοί που αναφέρονται στο άρθρο 4 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
2. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν επίσης οι κάτωθι ορισμοί:
α) «Επιχείρηση παροχής επικουρικών υπηρεσιών»: επιχείρηση της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην κατοχή ή διαχείριση ακινήτων, στην διαχείριση υπηρεσιών πληροφορικής, ή σε κάθε άλλη παρεμφερή δραστηριότητα βοηθητικού χαρακτήρα σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων.
β) «Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης»: ο κίνδυνος που απορρέει από το ευάλωτο ορισμένου ιδρύματος λόγω μόχλευσης ή ενδεχόμενης μόχλευσης που ενδέχεται να απαιτεί ακούσια διορθωτικά μέτρα στο επιχειρηματικό σχέδιό του, περιλαμβανομένης της υπό πίεση πώλησης στοιχείων ενεργητικού που μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή σε αναπροσαρμογές της αξίας των λοιπών στοιχείων του ενεργητικού του.
γ) «Εσωτερικές μέθοδοι»: οι μέθοδοι που αναφέρονται στα άρθρα 138 παράγραφος 1, 216, 220, 301 παράγραφος 2, 277, 352 και 254 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
γα) «Συστημικό ίδρυμα»: το ίδρυμα το οποίο, σε περίπτωση παράλειψης ή δυσλειτουργίας, μπορεί να προκαλέσει συστημικό κίνδυνο σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό ή εγχώριο επίπεδο.
γβ) «Συστημικός κίνδυνος»: ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία.
γγ) «Διοικητικό όργανο»: το όργανο ή τα όργανα διοίκησης ενός ιδρύματος τα οποία ορίζονται δυνάμει του εθνικού δικαίου και τα οποία εξουσιοδοτούνται να καθορίζουν τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση και επιβλέπουν και ελέγχουν τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση. Σε αυτό συμμετέχουν πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος.
Ειδικότερα, οι παραπομπές στο διοικητικό όργανο περιλαμβάνουν τόσο τις διοικητικές όσο και τις εποπτικές αρμοδιότητες του οργάνου ή οργάνων που εμφαίνονται στο πρώτο εδάφιο. Όταν, σύμφωνα προς το εθνικό δίκαιο, οι διοικητικές και εποπτικές αρμοδιότητες του διοικητικού οργάνου ανατίθενται σε διαφορετικά όργανα ή διαφορετικά μέλη του ιδίου οργάνου, το κράτος μέλος κάνει διάκριση μεταξύ των υπευθύνων οργάνων ή μελών του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με το εθνικό του δίκαιο, εκτός εάν ορίζεται άλλως από την οδηγία. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας "διοικητική αρμοδιότητα" σημαίνει καθορισμό της στρατηγικής, των στόχων και της γενικής κατεύθυνσης του ιδρύματος και "εποπτική αρμοδιότητα" σημαίνει εποπτεία και έλεγχο της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση.
γδ) «Κίνδυνος υποδείγματος»: η δυνητική ζημία που μπορεί να υποστεί ένα ίδρυμα ως συνέπεια των αποφάσεων που βασίσθηκαν στα αποτελέσματα εσωτερικών υποδειγμάτων, λόγω σφαλμάτων στον προσδιορισμό ή τη διαμόρφωση αυτών των υποδειγμάτων που καταλήγουν στη μη ενσωμάτωση σχετικών μεταβλητών ή στην υποτίμηση ή υπερτίμηση των ποσοτήτων που αντικατοπτρίζονται στις σχετικές μεταβλητές. Ο κίνδυνος υποδείγματος μπορεί να εκφράζεται χρησιμοποιώντας ποιοτικές ή ποσοτικές εκφράσεις της αξιοπιστίας των υποδειγμάτων, την ευαισθησία των αποτελεσμάτων στις μεταβλητές που εισάγονται στο υπόδειγμα και τις δυνητικές απώλειες που θα μπορούσαν να ανακύψουν εάν οι υποθέσεις στις οποίες βασίζεται το υπόδειγμα αποδειχθούν λανθασμένες.
Τίτλος II
Αρμόδιες αρχές
Άρθρο 5
Ορισμός και εξουσίες των αρμόδιων αρχών
1. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν δε σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις δραστηριότητες των ιδρυμάτων, και κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των μικτών εταιρειών συμμετοχών, ούτως ώστε να αξιολογούν τη συμμόρφωσή τους προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων].
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι θα θεσπιστούν μέτρα που να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν τις πληροφορίες που χρειάζονται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ιδρυμάτων και, κατά περίπτωση, των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, με τις απαιτήσεις που εμφαίνονται στην παράγραφο 2 και να ερευνούν τις πιθανές παραβιάσεις των εν λόγω απαιτήσεων.
4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν την εμπειρογνωμοσύνη, τους πόρους, την επιχειρησιακή ικανότητα και την ανεξαρτησία που απαιτούνται για την επιτέλεση των εποπτικών και ανακριτικών καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους.
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να παρέχουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής τους όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσής τους με τους κανόνες που υιοθετούνται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Επίσης, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου και οι διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες των ιδρυμάτων επιτρέπουν πάντοτε την επαλήθευση της συμμόρφωσής τους με αυτούς τους κανόνες.
6. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα καταγράφουν όλες τις συναλλαγές τους και τα συστήματα και τις διαδικασίες εγγράφων που σχετίζονται με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], ούτως ώστε οι αρμόδιες αρχές να μπορούν να ελέγξουν τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] ανά πάσα στιγμή.
6α. Τα κράτη μέλη ορίζουν μία ή περισσότερες αρχές εξυγίανσης για την εποπτεία και έγκριση σχεδίων εξυγίανσης όπως αναφέρεται στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]. Ενημερώνουν δε σχετικά την Επιτροπή και την ΕΑΤ, αναφέροντας κάθε ενδεχόμενο καταμερισμό καθηκόντων.
6β. Όταν η αρχή εξυγίανσης διαφέρει από την αρμόδια αρχή της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι αυτές οι αρχές συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία των σχεδίων εξυγίανσης.
Άρθρο 6
Συντονισμός εντός των κρατών μελών
Όταν κράτη μέλη διαθέτουν πλείονες αρμόδιες αρχές για την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για τον μεταξύ τους συντονισμό.
Άρθρο 7
Συνεργασία με την ΕΑΤ και εξουσίες μεσολάβησης αυτής και συνεργασία εντός του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ)
Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τη σύγκλιση όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα εποπτικά εργαλεία και τις εποπτικές πρακτικές κατά την εφαρμογή των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών απαιτήσεων που θεσπίζονται με βάση την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι:
-α) οι αρμόδιες αρχές, ως μέρη του ΕΣΧΕ, συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η μεταξύ τους αλλά και με άλλα μέρη του ΕΣΧΕ ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης ΕΕ·
α) οι αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις δραστηριότητες της ΕΑΤ και, κατά περίπτωση, στα σώματα εποπτών·
β) οι αρμόδιες αρχές καταβάλλουν κάθε προσπάθεια ώστε να ακολουθούν τις κατευθυντήριες γραμμές και συστάσεις που εκδίδονται από την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και τις προειδοποιήσεις και συστάσεις που εκδίδει το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010·
γ) οι εθνικοί όροι εντολής των αρμόδιων αρχών δεν τις εμποδίζουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως μέλη της ΕΑΤ, του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση ή βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
γα) οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά με το ΕΣΣΚ·
Σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 81 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 επανεξέταση που απαιτείται έως την 2α Ιανουαρίου 2014 και έχοντας υπόψη τις παραλλαγές που μπορεί να εφαρμόσουν οι αρμόδιες αρχές στις εποπτικές διαδικασίες η ΕΑΤ εκτός από την παρακολούθηση στις περιπτώσεις όπου γίνεται ειδική μνεία στην παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] καταρτίζει χαρτοφυλάκια και τεχνικές αναφοράς για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών.
Για τους σκοπούς της επίλυσης διαφορών μεταξύ αρμοδίων αρχών σε διασυνοριακές καταστάσεις το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 εφαρμόζεται σε όλη την παρούσα οδηγία.
Με δεδομένη την αναπόφευκτη επέκταση των εξουσιών και καθηκόντων της ΕΑΤ που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία, η ΕΑΤ πρέπει χωρίς καθυστέρηση να υποβάλει αναθεωρημένο αίτημα όσον αφορά τους ετήσιους και πολυετείς προϋπολογισμούς της.
Άρθρο 8
Ευρωπαϊκή διάσταση της εποπτείας
Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.
Τίτλος III
Όροι για την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων
Kεφάλαιο 1
Γενικές απαιτήσεις πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων
Άρθρο 9
Άδεια λειτουργίας
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει άδεια λειτουργίας προ της ενάρξεως των δραστηριοτήτων τους. Με την επιφύλαξη των άρθρων 10 έως 14, καθορίζουν τις απαιτήσεις για αυτήν την άδεια και ενημερώνουν την ΕΑΤ.
2. Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τα εξής:
α) διευκρίνιση των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων που προβλέπεται στο άρθρο 10·
β) διευκρίνιση των όρων συμμόρφωσης προς την απαίτηση του άρθρου 13·
γ) διευκρίνιση των απαιτήσεων που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές·
δ) διευκρίνιση των εμποδίων που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, όπως προβλέπει το άρθρο 14.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την παροχή αυτών των πληροφοριών.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
4. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 10
Πρόγραμμα δραστηριότητας και οργανωτική διάρθρωση
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αίτηση αδείας λειτουργίας πρέπει να συνοδεύεται από πρόγραμμα δραστηριότητος το οποίο θα περιλαμβάνει το είδος των σχεδιαζόμενων πράξεων και την οργανωτική διάρθρωση του πιστωτικού ιδρύματος.
Άρθρο 11
Οικονομικές ανάγκες
Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν να εξετάζεται η αίτηση αδείας λειτουργίας βάσει των οικονομικών αναγκών της αγοράς.
Άρθρο 12
Αρχικό κεφάλαιο
1. Χωρίς να θίγονται οι άλλες γενικές διατάξεις που απαιτούνται από τις εθνικές νομοθεσίες, οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει χωριστά ίδια κεφάλαια ή όταν το αρχικό κεφάλαιο είναι μικρότερο από 5 εκατομμύρια ευρώ.
2. Το αρχικό κεφάλαιο περιλαμβάνει το κεφάλαιο και τα αποθεματικά κατά την έννοια του άρθρου 24 στοιχεία α) έως ε) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
3. Τα κράτη μέλη δύνανται να αποφασίζουν τη συνέχιση λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία δεν πληρούν τον όρο για τα χωριστά ίδια κεφάλαια και υφίσταντο την 15η Δεκεμβρίου 1979. Δύναται να απαλλάσσουν αυτά τα πιστωτικά ιδρύματα από τη συμμόρφωση με τον όρο που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο.
4. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις, να χορηγούν άδεια λειτουργίας σε ειδικές κατηγορίες πιστωτικών ιδρυμάτων το αρχικό κεφάλαιο των οποίων είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1:
α) το αρχικό κεφάλαιο δεν είναι μικρότερο από 1 εκατομμύριο ευρώ και
β) τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τους λόγους για τους οποίους κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής.
Άρθρο 13
Πραγματική διοίκηση της επιχείρησης και έδρα της κεντρικής διοίκησης
1. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν άδεια λειτουργίας στο πιστωτικό ίδρυμα μόνο με την προϋπόθεση ότι δύο τουλάχιστον πρόσωπα καθορίζουν αποτελεσματικά τον προσανατολισμό της δραστηριότητος του πιστωτικού ιδρύματος.
Δεν παρέχουν την άδεια λειτουργίας, όταν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους ή επαρκή γνώση, ικανότητες και πείρα για την άσκηση των καθηκόντων αυτών.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν:
α) από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι νομικά πρόσωπα και έχουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, καταστατική έδρα, να βρίσκεται η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης στο ίδιο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική τους έδρα, και
β) από τα άλλα πιστωτικά ιδρύματα, να βρίσκεται η έδρα της κεντρικής τους διοίκησης στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε την άδεια λειτουργίας τους και στο οποίο ασκούν πράγματι δραστηριότητα.
Άρθρο 14
Μέτοχοι και εταίροι
1. Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας που επιτρέπει την έναρξη δραστηριότητας, σε πιστωτικό ίδρυμα εκτός εάν τους έχει προηγουμένως γνωστοποιηθεί η ταυτότητα των μετόχων ή εταίρων, φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι κατέχουν άμεσα ή έμμεσα ειδική συμμετοχή καθώς και το ποσοστό αυτής της συμμετοχής.
Για τον προσδιορισμό του εάν πληρούνται τα κριτήρια για ειδική συμμετοχή, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου των άρθρων 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/EΚ, καθώς και οι όροι για την άθροιση αυτών που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.
Τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες τυχόν κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι, τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
2. Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν άδεια λειτουργίας εάν, ενόψει της ανάγκης να εξασφαλισθεί η υγιής και συνετή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή εταίρων.
3. Όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι αρμόδιες αρχές χορηγούν την άδεια λειτουργίας μόνον εάν οι δεσμοί αυτοί δεν παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.
Οι αρμόδιες αρχές δεν χορηγούν την άδεια εάν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή των υπόψη νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων, παρεμποδίζουν την σωστή εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής τους.
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα πιστωτικά ιδρύματα να τους παρέχουν τις πληροφορίες που ζητούν, ώστε να μπορούν οι αρχές να παρακολουθούν σε συνεχή βάση τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.
Άρθρο 15
Άρνηση χορήγησης άδειας
Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή αποφασίσει να μην χορηγήσει την άδεια λειτουργίας, ενημερώνει τον αιτούντα για την απόφασή της αυτή και τους λόγους της εντός εξαμήνου από της λήψεως της αιτήσεως ή, εάν αυτή δεν είναι πλήρης, εντός εξαμήνου από της διαβιβάσεως υπό του αιτούντος των απαραιτήτων πληροφοριών για την απόφαση.
Απόφαση πάντως εκδίδεται εντός 12 μηνών από της λήψεως της αιτήσεως.
Άρθρο 16
Προηγούμενη διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών
1. Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές του άλλου ενεχόμενου κράτους μέλους, στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,
β) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος, ή
γ) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
2. Η αρμόδια αρχή, προτού χορηγήσει άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα, συμβουλεύεται την αρμόδια αρχή του ενεχομένου κράτους μέλους η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή επιχειρήσεων επενδύσεων στις εξής περιπτώσεις:
α) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρική ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση,
β) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση, ή
γ) όταν το υπόψη πιστωτικό ίδρυμα ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ένωση.
3. Οι σχετικές αρμόδιες αρχές των παραγράφων 1 και 2 διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητα των μετόχων καθώς και την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης οντότητας του ίδιου ομίλου. Οι εν λόγω αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την ποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την εμπειρία των μελών του διοικητικού οργάνου που είναι σχετική για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας καθώς και για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.
Άρθρο 17
Υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος
Τα κράτη μέλη υποδοχής δεν μπορούν να απαιτούν άδεια λειτουργίας και προικώο κεφάλαιο για υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη. Η εγκατάσταση και η εποπτεία των υποκαταστημάτων αυτών διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 35, 36 παράγραφοι 1 έως 3, 37, 40 έως 46 και 49, 73 και 74.
Άρθρο 18
Ανάκληση της άδειας λειτουργίας
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνον στις ακόλουθες περιπτώσεις, ήτοι όταν το ίδρυμα:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έτους, παραιτείται ρητώς απ' αυτήν ή έπαυσε να ασκεί τη δραστηριότητά του για περίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές, η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
δ) δεν έχει πλέον επαρκή ίδια κεφάλαια ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι δύναται να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδίως δεν εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί,
ε) υπάγεται σε μια από τις λοιπές περιπτώσεις ανακλήσεως που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις, ή
στ) διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.
Άρθρο 19
Επωνυμία των πιστωτικών ιδρυμάτων
Για τους σκοπούς της άσκησης των δραστηριοτήτων τους, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιούν σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης την ίδια επωνυμία που χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος της έδρας τους, ανεξαρτήτως των διατάξεων του κράτους μέλους υποδοχής που αφορούν τη χρήση των λέξεων «τράπεζα», «ταμιευτήριο» ή άλλων παρομοίων τραπεζικών επωνυμιών. Σε περίπτωση κινδύνου συγχύσεως, τα κράτη μέλη υποδοχής δύνανται να απαιτούν, για διευκρινιστικούς λόγους, την προσθήκη επεξηγήσεως στην επωνυμία.
Άρθρο 20
Γνωστοποίηση των χορηγήσεων και των ανακλήσεων άδειας λειτουργίας στην ΕΑΤ
1. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγούν σύμφωνα με το άρθρο 9.
2. Κατάλογος που θα περιέχει την επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΑΤ και ενημερώνεται τακτικά.
3. Η αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία αρχή θα παρέχει στις ενεχόμενες αρμόδιες αρχές και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες σχετικά με τον όμιλο ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 14 παράγραφος 3, 73 παράγραφος 1 και 104 παράγραφος 2, ιδίως σχετικά με τη νομική και οργανωτική διάρθρωση του ομίλου και τη διακυβέρνησή του.
4. Η επωνυμία κάθε πιστωτικού ιδρύματος που δεν διαθέτει το κεφάλαιο που καθορίζεται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 ακολουθείται στον κατάλογο από σχετική σημείωση.
5. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΤ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας μαζί με τους λόγους της απόφασης.
Άρθρο 21
Εξαιρέσεις για πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό
-1. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους δύνανται να εξαιρούν πλήρως ή μερικώς ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα που υφίστανται στο ίδιο κράτος μέλος και τα οποία συνδέονται κατά τρόπο μόνιμο με κεντρικό οργανισμό, ο οποίος τα εποπτεύει και είναι εγκατεστημένος στο ίδιο κράτος μέλος, από τις απαιτήσεις της παραγράφου 1, αν στο εθνικό δίκαιο προβλέπεται ότι:
α) ότι οι υποχρεώσεις του κεντρικού οργανισμού και των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτόν αποτελούν αλληλέγγυες υποχρεώσεις ή ότι οι υποχρεώσεις των ιδρυμάτων που συνδέονται μ' αυτό τον κεντρικό οργανισμό καλύπτονται πλήρως από εγγυήσεις του κεντρικού οργανισμού αυτού·
β) ότι η φερεγγυότητα και η ρευστότητα του κεντρικού οργανισμού και όλων των ιδρυμάτων που συνδέονται με αυτόν υπόκεινται στο σύνολό τους σε εποπτεία βάσει ενοποιημένων λογαριασμών των εν λόγω ιδρυμάτων· και
γ) ότι η διοίκηση του κεντρικού οργανισμού έχει τη δυνατότητα να παρέχει οδηγίες στα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.
1. Ένα πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δύναται να εξαιρεθεί από τις διατάξεις των άρθρων 10, 12 και 13 παράγραφος 1 και του Τίτλου VII Κεφάλαιο 4 της παρούσας οδηγίας και από τις διατάξεις των Μερών 2 έως 4 και 6 έως 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] υπό τον όρο ότι, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων στον κεντρικό οργανισμό, το αποτελούμενο από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν σύνολο υπόκειται στις εν λόγω διατάξεις σε ενοποιημένη βάση.
2. Σε περίπτωση εξαίρεσης χορηγηθείσας ▐ σύμφωνα με το παρόν άρθρο ▐ , τα άρθρα 17, 33, 34, 35, 36 παράγραφοι 1 έως 3, και τα άρθρα 39 έως 46 της παρούσας οδηγίας εφαρμόζονται στο σύνολο που αποτελείται από τον κεντρικό οργανισμό και τα ιδρύματα που συνδέονται με αυτόν.
Kεφάλαιο 2
Ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα
Άρθρο 22
Κοινοποίηση και αξιολόγηση προτεινόμενων αποκτήσεων
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής») το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50%, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), καταρχήν απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά το άρθρο 23 παράγραφος 4. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30% όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.
2. Οι αρμόδιες αρχές, αμελλητί και σε κάθε περίπτωση εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 3, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.
Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπει το άρθρο 23 παράγραφος 4 (στο εξής «περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 (στο εξής «αξιολόγηση»).
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
3. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητούν περαιτέρω πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και καθορίζονται τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν πρέπει να υπερβαίνει τις είκοσι εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
4. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 3 δεύτερο εδάφιο έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι εγκατεστημένος ή υπόκειται σε κανονιστικό πλαίσιο εκτός της Ένωσης, ή είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή δυνάμει των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, ή 2004/39/ΕΚ.
5. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Αυτό δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
6. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
7. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
8. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.
▐
10. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει κοινές διαδικασίες, έντυπα και υποδείγματα για τη διαδικασία διαβούλευσης μεταξύ των ενεχόμενων αρμόδιων υπηρεσιών κατά το άρθρο 24.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
11. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 23
Κριτήρια αξιολόγησης
1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης του άρθρου 22 παράγραφος 1 και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να εξασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στο πιστωτικό ίδρυμα, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή·
β) την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·
δ) την ικανότητα του πιστωτικού ιδρύματος να συμμορφώνεται και να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], και κατά περίπτωση βάσει άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 2009/110/ΕΚ και 2002/87/ΕΚ, ιδίως δε το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει δομή που καθιστά δυνατή τη διενέργεια αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ τους·
ε) το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ[18], ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.
3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.
5. Παρά το άρθρο 22 παράγραφοι 2, 3 και 4, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.
Άρθρο 24
Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών
1. Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση της απόκτησης συμμετοχής διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, εφόσον ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο β της οδηγίας 2009/65/ΕΚ (στο εξής «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»), με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·
β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος στις άλλες αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος για το οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται οι τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.
Άρθρο 25
Κοινοποίηση σε περίπτωση εκχώρησης
Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχάς γραπτώς στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να απευθύνει κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, προκειμένου η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το κατώτατα όρια του 20, 30 ή 50% ή προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει να είναι θυγατρική του. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30% όταν, βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.
Άρθρο 26
Υποχρεώσεις ενημέρωσης και κυρώσεις
1. Τα πιστωτικά ιδρύματα, μόλις πληροφορηθούν, αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα κατώτατα όρια του άρθρου 22 παράγραφος 1 και του άρθρου 25, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές.
Τα πιστωτικά ιδρύματα των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά του καταλόγου που πρόκειται να δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, τα ονόματα των μετόχων ή εταίρων που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως, από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή εταίρων ή από τις πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει των υποχρεώσεων που υπέχουν οι εταιρείες οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο.
2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση που η επιρροή των προσώπων στα οποία αναφέρεται το άρθρο 22 παράγραφος 1 είναι δυνατόν να αποβεί εις βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να τερματισθεί αυτή ή κατάσταση. Στα εν λόγω μέτρα είναι δυνατό να περιλαμβάνονται διαταγές, κυρώσεις, στο πλαίσιο των άρθρων 65 έως 69, κατά των μελών του διοικητικού οργάνου και των διευθυνόντων ή αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδα που κατέχουν οι μέτοχοι ή οι εταίροι του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.
Παρόμοια μέτρα εφαρμόζονται κατά των φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την υποχρέωση να ενημερώνουν προηγουμένως τις αρχές όπως ορίζεται στο άρθρο 22 παράγραφος 1 και υπό την επιφύλαξη των άρθρων 65 έως 69.
Σε περίπτωση που αποκτηθεί συμμετοχή παρά την αντίθεση των αρμοδίων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορούν να θεσπίσουν, ορίζουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου, είτε την ακυρότητα ή δυνατότητα ακύρωσης των σχετικών ψήφων.
Άρθρο 27
Κριτήρια ειδικής συμμετοχής
Προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής στο πλαίσιο των άρθρων 22, 25 και 26, λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου που προβλέπουν τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ, καθώς και οι όροι για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5 της εν λόγω οδηγίας.
Όταν καθορίζουν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 26, τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν επιχειρήσεις επενδύσεων ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του τμήματος Α του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, εφόσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
Τίτλος IV
Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων
Άρθρο 28
Αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων
1. Το αρχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων επενδύσεων θα αποτελείται μόνο από τα στοιχεία που αναφέρονται στα στοιχεία α) έως ε) του άρθρου 24 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
2. Όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, πέραν αυτών που προβλέπονται στα άρθρα 29 έως 31, έχουν αρχικό κεφάλαιο 730.000 ευρώ.
Άρθρο 29
Αρχικό κεφάλαιο ιδιαίτερων τύπων επιχειρήσεων επενδύσεων
1. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες δεν προβαίνουν σε αγοραπωλησίες χρηματοπιστωτικών μέσων για ίδιο λογαριασμό ούτε αναλαμβάνουν αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεως χρηματοπιστωτικών μέσων, αλλά που κατέχουν ρευστά ή/και τίτλους πελατών και οι οποίες προσφέρουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες υπηρεσίες, οφείλουν να έχουν αρχικό κεφάλαιο 125.000 ευρώ:
α) λήψη και διαβίβαση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα·
β) εκτέλεση εντολών των πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα· ή
γ) διαχείριση ατομικών χαρτοφυλακίων επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να επιτρέπουν σε επιχειρήσεις επενδύσεων που εκτελούν εντολές πελατών για χρηματοπιστωτικά μέσα να τα κατέχουν για ίδιο λογαριασμό, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) η λήψη τέτοιων θέσεων οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η επιχείρηση επενδύσεων δεν είναι ικανή να εξασφαλίσει την επακριβή κάλυψη των εντολών των επενδυτών·
β) η συνολική αγοραία αξία αυτών των θέσεων δεν υπερβαίνει το 15% του αρχικού κεφαλαίου της επιχείρησης·
γ) η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις που καθορίζονται στα άρθρα 87 έως 90 και στο Πέμπτο Μέρος του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
δ) οι θέσεις αυτές έχουν συμπτωματικό και προσωρινό χαρακτήρα και είναι αυστηρά περιορισμένες στο διάστημα που απαιτείται για τη διεκπεραίωση της εν λόγω συναλλαγής.
3. Τα κράτη μέλη δύνανται να μειώσουν το προβλεπόμενο στην παράγραφο 1 ποσό σε 50.000 ευρώ εφόσον η επιχείρηση δεν έχει άδεια να κατέχει ρευστά ή τίτλους των πελατών, ούτε να αγοράζει και να πωλεί για ίδιο λογαριασμό, ούτε να αναλαμβάνει αμετάκλητα την αναδοχή εκδόσεων.
4. Η κατοχή θέσεων εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα για την επένδυση ιδίων κεφαλαίων δεν θεωρείται αγοραπωλησία ως προς τις υπηρεσίες της παραγράφου 1 ή για τους σκοπούς της παραγράφου 3.
Άρθρο 30
Αρχικό κεφάλαιο τοπικών επιχειρήσεων
Οι τοπικές επιχειρήσεις έχουν αρχικό κεφάλαιο 50.000 ευρώ κατά τον βαθμό που απολαύουν της ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 31 ή 32 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
Άρθρο 31
Επιχειρήσεις που δεν κατέχουν ρευστά ή τίτλους των πελατών τους
1. Η κάλυψη των επιχειρήσεων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του άρθρου 4 παράγραφος 8 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] λαμβάνει τις εξής μορφές:
α) αρχικό κεφάλαιο 50.000 ευρώ,
β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 1.000.000 ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά 1.500.000 ευρώ κατ' έτος για όλες τις απαιτήσεις, ή
γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).
Τα ποσά που εμφαίνονται στο πρώτο εδάφιο αναθεωρούνται περιοδικά από την Επιτροπή προκειμένου να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του ευρωπαϊκού δείκτη τιμών καταναλωτή που δημοσιεύει η Eurostat, κατ' αναλογία και ταυτόχρονα με τις προσαρμογές που γίνονται βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 7 της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση[19].
2. Όταν επιχείρηση επενδύσεων που αναφέρεται στο στοιχείο γ) του άρθρου 4 παράγραφος 8 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] είναι επίσης εγγεγραμμένη βάσει της οδηγίας 2002/92/ΕΚ[20], οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3 της εν λόγω οδηγίας, επιπλέον δε να διαθέτει ως κάλυψη:
α) αρχικό κεφάλαιο 25.000 ευρώ,
β) ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης καλύπτουσα ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης ή ισοδύναμη εγγύηση κατά της ευθύνης από επαγγελματική αμέλεια, για ποσό 500.000 ευρώ τουλάχιστον ανά απαίτηση και συνολικά 750.000 ευρώ κατ' έτος για όλες τις απαιτήσεις, ή
γ) συνδυασμό αρχικού κεφαλαίου και ασφάλισης επαγγελματικής ευθύνης υπό μορφή που να οδηγεί σε επίπεδο κάλυψης αντίστοιχο με το εξασφαλιζόμενο με τα στοιχεία α) ή β).
Άρθρο 32
Ρήτρα κεκτημένων δικαιωμάτων
1. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 28 παράγραφος 2, 29 παράγραφοι 1 και 3, και 30, τα κράτη μέλη μπορούν να παρατείνουν την άδεια λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων και επιχειρήσεων που καλύπτονται από το άρθρο 30 που ήδη λειτουργούσαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1995 και των οποίων τα ίδια κεφάλαια είναι κατώτερα από τα επίπεδα αρχικού κεφαλαίου που ορίζονται γι' αυτές στα άρθρα 28 παράγραφος 2, 29 παράγραφοι 1 και 3, και 30.
Τα ίδια κεφάλαια όλων αυτών των επιχειρήσεων δεν μπορούν να είναι κατώτερα από το υψηλότερο επίπεδο αναφοράς στο οποίο έχουν φθάσει μετά την 23η Μαρτίου 1993. Το επίπεδο αναφοράς είναι ο μέσος όρος του ημερήσιου ύψους των ιδίων κεφαλαίων, υπολογιζόμενος επί του εξαμήνου που προηγείται της ημερομηνίας υπολογισμού. Το εν λόγω επίπεδο αναφοράς υπολογίζεται ανά εξάμηνο επί της αντίστοιχης προηγηθείσης περιόδου.
2. Σε περίπτωση που ο έλεγχος μιας επιχείρησης επενδύσεων που καλύπτεται από την παράγραφο 1 περιέλθει σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο διαφορετικό από εκείνο που ασκούσε τον έλεγχο αυτό προηγουμένως, τα ίδια κεφάλαια της εν λόγω επιχείρησης ανέρχονται τουλάχιστον στο επίπεδο που προβλέπεται γι' αυτήν στα άρθρα 28 παράγραφος 2, 29 παράγραφοι 1 και 3, και 30, εκτός από την περίπτωση πρώτης κληρονομικής μεταβίβασης μετά τις 31 Δεκεμβρίου 1995 με την έγκριση των αρμόδιων αρχών και επί διάστημα δέκα το πολύ ετών από την εν λόγω μεταβίβαση.
Τίτλος V
Διατάξεις σχετικές με την ελεύθερη εγκατάσταση και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών
Kεφάλαιο 1
Γενικές Αρχές
Άρθρο 33
Πιστωτικά ιδρύματα
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35, 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, 39 παράγραφοι 1 και 2, και 40 έως 46, τόσο με την εγκατάσταση υποκαταστήματος όσο και με την παροχή υπηρεσιών, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους, εφόσον οι δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας.
Άρθρο 34
Χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος I της παρούσας οδηγίας μπορούν να ασκούνται στο έδαφός τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35, 36 παράγραφοι 1, 2 και 3, 39 παράγραφοι 1 και 2, και 40 έως 46, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος ή με την παροχή υπηρεσιών, από κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα άλλου κράτους μέλους, θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή θυγατρική ενός ή περισσοτέρων πιστωτικών ιδρυμάτων, του οποίου το καταστατικό επιτρέπει την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων και το οποίο συγκεντρώνει τις παρακάτω προϋποθέσεις:
α) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο κράτος μέλος στο δίκαιο του οποίου υπάγεται το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα,
β) οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται πράγματι στο ίδιο κράτος μέλος,
γ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις κατέχουν το 90% τουλάχιστον των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από την κατοχή μεριδίων ή μετοχών του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος,
δ) η μητρική επιχείρηση ή οι μητρικές επιχειρήσεις αποδεικνύουν στις αρμόδιες αρχές ότι η διαχείριση του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ασκείται με σύνεση και, εφόσον συγκατατίθενται οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, δηλώνουν ότι ευθύνονται εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, και
ε) το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα περιλαμβάνεται πράγματι, ιδίως ως προς τις εν λόγω δραστηριότητες, στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται η μητρική του επιχείρηση ή καθεμία από τις μητρικές του επιχειρήσεις, σύμφωνα με τον Τίτλο VΙΙ Κεφάλαιο 3 της παρούσας οδηγίας και το Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] (προληπτική ενοποίηση), ιδίως σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που ορίζονται στο άρθρο 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], για τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων που προβλέπεται στο Τέταρτο Μέρος του εν λόγω κανονισμού και για τον περιορισμό των συμμετοχών που προβλέπεται στα άρθρα 84 και 85 του εν λόγω κανονισμού.
Η εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών επαληθεύεται από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, οι οποίες χορηγούν στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σχετικό πιστοποιητικό που επισυνάπτεται στις γνωστοποιήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 35 και 39.
2. Εάν το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1, παύσει να πληροί μια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το κράτος μέλος καταγωγής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, και η δραστηριότητα που ασκεί το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής υπόκειται πλέον στη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται κατ' αναλογία στις θυγατρικές ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, όπως περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1.
Kεφάλαιο 2
Το δικαίωμα εγκατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων
Άρθρο 35
Απαίτηση γνωστοποίησης και συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών
1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα εντός του εδάφους άλλου κράτους μέλους, προβαίνει σε σχετική γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από το πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, να συνοδεύει τη γνωστοποίηση που προβλέπει η παράγραφος 1 με όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα,
β) το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή,
γ) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να του ζητούνται τα έγγραφα, και
δ) τα ονόματα των μελλοντικών υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.
3. Πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνοντας υπόψη της το εν λόγω σχέδιο δραστηριοτήτων, έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, η εν λόγω αρχή μέσα σε τρεις μήνες αφότου περιέλθουν εις γνώσιν της οι πληροφορίες της παραγράφου 2, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το οικείο πιστωτικό ίδρυμα.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει, επίσης, το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων και το άθροισμα των κεφαλαιακών απαιτήσεων του πιστωτικού ιδρύματος δυνάμει του άρθρου 87 του κανονισμού. [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Κατά παρέκκλιση του δευτέρου εδαφίου, στην περίπτωση που ορίζεται στο άρθρο 34, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνει επίσης το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος και το σύνολο των δυνάμει του άρθρου 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] συνολικών ποσών κινδύνου μη εξόφλησης του πιστωτικού ιδρύματος που είναι η μητρική του επιχείρηση.
4. Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνείται να κοινοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 2 στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
Η άρνηση αυτή ή η παράλειψη απάντησης αποτελεί λόγο προσφυγής στη δικαιοσύνη του κράτους μέλους καταγωγής.
4α. Οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που εμφαίνονται στο παρόν άρθρο περιλαμβάνουν επίσης τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές πληροφορίες του πιστωτικού ιδρύματος ή, σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα είναι θυγατρικό μητρικού ιδρύματος στο επίπεδο της ΕΕ, τις ενοποιημένες χρηματοοικονομικές πληροφορίες του εν λόγω μητρικού ιδρύματος.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
7. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 36
Έναρξη δραστηριοτήτων
1. Πριν το υποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή της ανακοίνωσης του άρθρου 35 προκειμένου να οργανώσει την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το Κεφάλαιο 4 και να γνωστοποιήσει, αν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες πρέπει να ασκούνται μέσα στο κράτος υποδοχής.
2. Το υποκατάστημα, μόλις λάβει ανακοίνωση εκ μέρους της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους της, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να εγκατασταθεί και μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
3. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία β), γ) και δ) του άρθρου 35 παράγραφος 2, το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτή τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να μπορέσει να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 35 και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής να αποφασίσει σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
4. Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του κράτους μέλους υποδοχής, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 35 και στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 33, του άρθρου 53 καθώς και του Κεφαλαίου 4.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
7. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 37
Πληροφορίες σχετικά με απορριπτικές αποφάσεις
Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή και την ΕΑΤ για τον αριθμό και το είδος των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξαν απορριπτικές αποφάσεις σύμφωνα με το άρθρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφοι 1, 2 και 3.
Άρθρο 38
Ενοποίηση υποκαταστημάτων
Περισσότερες της μιας έδρες εκμετάλλευσης που έχει εγκαταστήσει στο ίδιο κράτος μέλος ένα πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ένα μόνο υποκατάστημα.
Kεφάλαιο 3
Άσκηση της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών
Άρθρο 39
Διαδικασία γνωστοποίησης
1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εκείνες από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του Παραρτήματος Ι της παρούσας οδηγίας, τις οποίες σκοπεύει να ασκήσει.
2. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της.
3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα τα οποία έχουν κτηθεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993.
4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την κοινοποίηση αυτών των πληροφοριών.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 4 και 5 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Kεφάλαιο 4
Εξουσίες των αρμοδίων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής
Άρθρο 40
Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να απαιτούν, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να τους αποστέλλει περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.
Οι εκθέσεις αυτές μπορούν να απαιτούνται αποκλειστικά για σκοπούς πληροφόρησης ή στατιστικής και για την εφαρμογή του άρθρου 52 παράγραφος 1 και υπόκεινται σε αυστηρό επιχειρηματικό απόρρητο.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν ιδίως να απαιτούν πληροφορίες από τα πιστωτικά ιδρύματα του πρώτου εδαφίου προκειμένου να μπορούν να εκτιμήσουν το εάν ορισμένο υποκατάστημα είναι σημαντικό σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1. Τα κράτη μέλη υποδοχής μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτούν από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 41
Μέτρα λαμβανόμενα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής
1. Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν βάσει πληροφοριών που λαμβάνουν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δυνάμει του άρθρου 51 ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, πληροί κάποιον από τους ακόλουθους όρους σε σχέση με τις δραστηριότητές του στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής:
α) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται προς τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων],
β) Το πιστωτικό ίδρυμα αναμένεται να μην συμμορφωθεί προς τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή προς τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν, αμελλητί, όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση ή να λάβει μέτρα αποτροπής του κινδύνου μη συμμόρφωσης. Τα μέτρα αυτά ανακοινώνονται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
2. Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποστηρίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν εκπλήρωσαν ή δεν θα εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους από την παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΤ δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το προαναφερθέν άρθρο. Η ΕΑΤ λαμβάνει κάθε απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 εντός 24 ωρών.
Άρθρο 42
Αιτιολόγηση
Κάθε μέτρο που λαμβάνεται κατ' εφαρμογή των άρθρων 41 παράγραφος 1, 43 ή 44 και επιβάλλει κυρώσεις ή περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών ή στην ελεύθερη εγκατάσταση, είναι δεόντως αιτιολογημένο και ανακοινώνεται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.
Άρθρο 43
Προληπτικά μέτρα
1. Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 41, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, ενόσω εκκρεμεί η λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ή μέτρων εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 2 της οδηγίας 2001/24/ΕΚ, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής.
2. Τα προληπτικά μέτρα θα είναι αναλογικά προς τον σκοπό τους, ο οποίος είναι η παροχή προληπτικής προστασίας έναντι αρνητικών συνεπειών επί των συλλογικών συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών και των πελατών στο κράτος μέλος υποδοχής. Στα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνεται η αναστολή πληρωμών. Τα εν λόγω μέτρα δεν θα οδηγούν σε προνομιακή μεταχείριση των πιστωτών του πιστωτικού ιδρύματος στο κράτος μέλος υποδοχής έναντι των πιστωτών του σε άλλα κράτη μέλη.
3. Τα προληπτικά μέτρα μπορούν να λαμβάνονται μόνο εφόσον δεν έχουν ακόμη ληφθεί μέτρα εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24/EΚ. Τα τυχόν ληφθέντα προληπτικά μέτρα παύουν να ισχύουν μόλις οι διοικητικές ή δικαστικές αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λάβουν μέτρα εξυγίανσης κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2001/24/EΚ.
4. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αίρουν τα προληπτικά μέτρα μόλις αυτά καταστούν άνευ αντικειμένου βάσει του άρθρου 41, πλην εάν παύσουν να ισχύουν σύμφωνα με την παράγραφο 3.
5. Η Επιτροπή, η ΕΑΤ και οι αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών ενημερώνονται αμελλητί για τα προληπτικά μέτρα.
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής έχουν αντιρρήσεις νομικής φύσεως δυνάμει της ενωσιακής νομοθεσίας ως προς τα μέτρα που λήφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής και έχουν θεσπίσει άλλα μέτρα για να εξασφαλίσουν το ίδιο επίπεδο προστασίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσουν τη συνδρομή της σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΤ δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το προαναφερθέν άρθρο. Όποτε ενεργεί, η ΕΑΤ λαμβάνει κάθε απόφαση δυνάμει του άρθρου 19 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 εντός 24 ωρών.
6. Η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών και της ΕΑΤ, να αποφασίσει ότι το υπόψη κράτος μέλος μπορεί να διατηρήσει ή πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα προληπτικά μέτρα.
Άρθρο 44
Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής
Τα κράτη μέλη υποδοχής δικαιούνται, χωρίς να επηρεάζονται από τα άρθρα 40 και 41, να ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται βάσει της παρούσας οδηγίας και να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την πρόληψη ή την καταστολή των πράξεων που διενεργούνται στο έδαφός του κατά παράβαση των διατάξεων που έχουν θεσπίσει σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή για λόγους γενικότερου συμφέροντος. Αυτό περιλαμβάνει τη δυνατότητα να εμποδίζει τα παρατυπούντα πιστωτικά ιδρύματα να προβαίνουν σε νέες πράξεις στο έδαφός του.
Άρθρο 45
Μέτρα μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας
Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνονται και λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να εμποδίσουν το παρατυπούν πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός τους και να διασφαλίσουν τα συμφέροντα των καταθετών.
Άρθρο 46
Διαφήμιση
Το παρόν Κεφάλαιο δεν κωλύει τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία εδρεύουν σε άλλο κράτος μέλος να διαφημίζουν τις υπηρεσίες τις οποίες παρέχουν με όλα τα μέσα επικοινωνίας που υπάρχουν στο κράτος υποδοχής, τηρουμένων των κανόνων που ενδεχομένως διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης και έχουν θεσπιστεί για λόγους γενικού συμφέροντος.
Τίτλος VI
Σχέσεις με τρίτες χώρες
Άρθρο 47
Γνωστοποίηση σε σχέση με τα υποκαταστήματα τρίτων χωρών και τους όρους πρόσβασης σε αυτές για πιστωτικά ιδρύματα στα οποία ανήκουν τα υποκαταστήματα
1. Τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν επί των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εκτός της Ένωσης, όταν αυτά αναλαμβάνουν και ασκούν τη δραστηριότητά τους, διατάξεις που οδηγούν σε ευνοϊκότερο καθεστώς από εκείνο στο οποίο υπόκεινται τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα τους εντός της Ένωσης.
2. Οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην Επιτροπή, την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών όλες τις άδειες λειτουργίας υποκαταστημάτων που χορηγούνται στα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους σε τρίτη χώρα.
3. Η Ένωση δύναται να συνάπτει συμφωνίες με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες και να συμφωνεί την εφαρμογή διατάξεων με τις οποίες παρέχεται στα υποκαταστήματα ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του εκτός της Ένωσης, το ίδιο καθεστώς στο σύνολο του εδάφους της Ένωσης.
Άρθρο 48
Συνεργασία στον τομέα της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση με τις αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών
1. Η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει προτάσεις στο Συμβούλιο, είτε κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους, είτε με δική της πρωτοβουλία, για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μια ή περισσότερες τρίτες χώρες, με σκοπό τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής της αρχής της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση ως προς:
α) τα ιδρύματα η μητρική επιχείρηση των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα, ή
β) τα ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα σε τρίτη χώρα και η μητρική επιχείρηση των οποίων είναι πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που εδρεύει στην Ένωση.
2. Οι συμφωνίες της παραγράφου 1 αποσκοπούν ιδίως στην εξασφάλιση όλων των παρακάτω:
α) ότι οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών θα μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, πιστωτικού ιδρύματος, χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εγκατεστημένων στην Ένωση, που έχει ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που βρίσκεται εκτός Ένωσης, ή κατέχει συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,
β) ότι οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών θα μπορούν να συγκεντρώνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εποπτεία μητρικών επιχειρήσεων που εδρεύουν στο έδαφός τους και έχουν ως θυγατρική πιστωτικό ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια ιδρύματα,
γ) ότι η ΕΑΤ θα μπορεί να λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών τις πληροφορίες που θα έχουν λάβει αυτές από αρμόδιες αρχές των τρίτων χωρών σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Με την επιφύλαξη του άρθρου 218 της Συνθήκης, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών, εξετάζει τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και την κατάσταση που προκύπτει από αυτές.
Η ΕΑΤ συνδράμει την Επιτροπή για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Τίτλος VII
Προληπτική εποπτεία
Kεφάλαιο 1
Αρχές προληπτικής εποπτείας
Τμήμα I
Αρμοδιότητες του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής
Άρθρο 49
Αρμοδιότητες ελέγχου τού κράτους μέλους καταγωγής
1. Την προληπτική εποπτεία επί των ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
2. Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση.
Άρθρο 50
Αρμοδιότητες του κράτους μέλους υποδοχής
Τα μέτρα που λαμβάνονται από το κράτος μέλος υποδοχής δεν επιτρέπεται να προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
Άρθρο 51
Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία
1. Για την εποπτεία της δραστηριότητας των ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν η μία στην άλλη καθώς και στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των ιδρυμάτων που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισής τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, άλλους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον συστημικό κίνδυνο που προέρχεται από το ίδρυμα, τις διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής παρέχουν αμέσως στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής καθώς και στην ΕΑΤ κάθε πληροφορία ή εύρημα που αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, σύμφωνα με το Έκτο Μέρος του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και τον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 3 της παρούσας οδηγίας, των δραστηριοτήτων που αναπτύσσει το ίδρυμα μέσω του υποκαταστήματος, στο βαθμό που η εν λόγω πληροφορία είναι σημαντική για την προστασία των καταθετών ή των επενδυτών και των φορολογουμένων στο κράτος μέλος υποδοχής.
3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές όλων των κρατών μελών υποδοχής καθώς και την ΕΑΤ εάν επέλθει ή είναι εύλογο να αναμένεται ότι θα επέλθει κρίση ρευστότητας. Η ως άνω πληροφόρηση περιλαμβάνει επίσης λεπτομέρειες σχετικά με τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός σχεδίου ανάκαμψης καθώς και με τυχόν προληπτικά μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο.
4. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής ανακοινώνουν και εξηγούν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όταν αυτές το ζητούν, πώς έχουν ληφθεί υπόψη οι πληροφορίες και τα ευρήματα που παρέχουν οι τελευταίες. Όταν, μετά την κοινοποίηση πληροφοριών και ευρημάτων, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής υποστηρίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λάβει κατάλληλα μέτρα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΤ δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το προαναφερθέν άρθρο. Όποτε ενεργεί, η ΕΑΤ λαμβάνει κάθε απόφαση εντός ενός μηνός.
5. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ καταστάσεις στις οποίες ένα αίτημα συνεργασίας και ιδίως ένα αίτημα για ανταλλαγή πληροφοριών έχει απορριφθεί ή δεν έχει διεκπεραιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της Συνθήκης, σε αυτές τις καταστάσεις η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν άρθρο.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
7. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τις απαιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών, που μπορεί να διευκολύνουν την παρακολούθηση των ιδρυμάτων.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
8. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Άρθρο 52
Σημαντικά υποκαταστήματα
1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να υποβάλλουν αίτημα προς τον φορέα ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να θεωρηθεί σημαντικό ένα υποκατάστημα ιδρύματος που δεν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 90 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει το υποκατάστημα να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:
α) εάν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ενός ιδρύματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το 2% στο κράτος μέλος υποδοχής,
β) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,
γ) στο μέγεθος και στη σημασία του υποκαταστήματος ως προς το πλήθος των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής καθώς και ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 108, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.
Εάν κατά τη λήξη της αρχικής δίμηνης προθεσμίας κάποια ενδιαφερόμενη αρμόδια αρχή έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αναβάλλουν την έκδοση απόφασης αναμένοντας την απόφαση που μπορεί να λάβει η ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ως άνω κανονισμού. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής εκδίδουν την απόφασή τους σε συμμόρφωση με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος των δύο μηνών θεωρείται ότι συνιστά τη φάση συμβιβασμού με την έννοια του άρθρου 19 του ως άνω κανονισμού. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν μπορεί να παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά την παρέλευση της αρχικής δίμηνης προθεσμίας ή μετά την επίτευξη κοινής απόφασης.
Οι αποφάσεις του τρίτου εδαφίου δημοσιεύονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζεται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και είναι δεσμευτικές για τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.
2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός ιδρύματος, κατά το άρθρο 109 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στην τέταρτη παράγραφο των άρθρων 59 παράγραφος 4 και 60.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα τα αποτελέσματα των αξιολογήσεων κινδύνων των ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα του άρθρου 92 και, όπου συντρέχει περίπτωση, του άρθρου 108 παράγραφος 2 στοιχείο α). Επίσης διαβιβάζουν τις αποφάσεις των άρθρων 64, 98 και 99, στο βαθμό που οι εν λόγω αξιολογήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής συμβουλεύονται τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει του άρθρου 84 παράγραφος 10, όταν τούτο είναι κρίσιμο αναφορικά με κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής.
Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχουν συμβουλευτεί τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ή εάν δεν επαρκούν τα επιχειρησιακά μέτρα του άρθρου REV 84 παράγραφος 10 που λήφθηκαν από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να παραπέμψουν το ζήτημα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010. Σε αυτήν την περίπτωση, η ΕΑΤ δύναται να ενεργήσει σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχει το προαναφερθέν άρθρο.
3. Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 111, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 51. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που θα καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8, και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
4. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν εξουσία να διεξάγουν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους και να απαιτούν πληροφόρηση από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τον έλεγχο, προηγείται διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Μετά τον έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που ελήφθησαν και τα ευρήματα που είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση των κινδύνων του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες και τα ευρήματα κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 96, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
4α. Η ΕΑΤ έχει την εξουσία να διεξάγει κατά περίπτωση προαναγγελλόμενους ή αιφνιδιαστικούς επιτόπιους ελέγχους.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις γενικές προϋποθέσεις λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
6. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ρυθμίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει αυτά τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
7. Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στις παραγράφους 5 και 6 στην Επιτροπή το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 52α
Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση των υποκαταστημάτων
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν εξουσία να διεξάγουν, κατά περίπτωση, επιτόπιους ελέγχους των δραστηριοτήτων που αναπτύσσουν τα υποκαταστήματα ιδρυμάτων στο έδαφός τους και να απαιτούν πληροφορίες από το εκάστοτε υποκατάστημα σχετικά με τις δραστηριότητές του. Πριν από τον έλεγχο, προηγείται διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής. Μετά τον έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής τις πληροφορίες που ελήφθησαν και τα ευρήματα που είναι κρίσιμα για την αξιολόγηση των κινδύνων του ιδρύματος ή για τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εν λόγω πληροφορίες και τα ευρήματα κατά τον προσδιορισμό του προγράμματος εποπτικής εξέτασης του άρθρου 96, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
Άρθρο 53
Επιτόπιος έλεγχος και επιθεώρηση υποκαταστημάτων εγκαταστημένων σε άλλο κράτος μέλος
1. Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, στον επιτόπιο έλεγχο και την επιθεώρηση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 51.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για την επαλήθευση των στοιχείων των υποκαταστημάτων, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 116.
Τμημα II
Ανταλλαγή πληροφοριών και επαγγελματικό απόρρητο
Άρθρο 54
Επαγγελματικό απόρρητο
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμοδίων αρχών καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου.
Καμία από τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των επαγγελματικών τους καθηκόντων δεν επιτρέπεται να γνωστοποιείται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυτότητα του συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.
Εντούτοις, οσάκις πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή του οποίου διατάχθηκε αναγκαστική εκκαθάριση με δικαστική απόφαση, όσες εμπιστευτικές πληροφορίες δεν αφορούν τους τρίτους που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσής του, επιτρέπεται να ανακοινωθούν στο πλαίσιο διαδικασιών του αστικού ή του εμπορικού δικαίου.
2. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν πληροφορίες προς την ΕΑΤ, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], και άλλες οδηγίες που διέπουν τα πιστωτικά ιδρύματα καθώς και με τα άρθρα 31, 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010. Οι εν λόγω πληροφορίες υπάγονται στους όρους επαγγελματικού απορρήτου της παραγράφου 1.
3. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει της αρμόδιες αρχές να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 97 ή το άρθρο 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και να μεταδίδουν τα αποτελέσματα προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων στην ΕΑΤ για τους σκοπούς της δημοσίευσης των αποτελεσμάτων πανευρωπαϊκών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων από την ΕΑΤ.
Άρθρο 55
Χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών
Οι αρμόδιες αρχές οι οποίες δέχονται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με το άρθρο 54, μπορούν να τις χρησιμοποιούν μόνον κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μόνον για οποιονδήποτε από τους κάτωθι σκοπούς:
α) για την εξέταση των όρων πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος και για τη διευκόλυνση του ελέγχου, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση, των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ιδίως όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, της φερεγγυότητας, των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων καθώς και τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,
β) για την επιβολή κυρώσεων,
γ) στο πλαίσιο προσφυγής εναντίον απόφασης της αρμόδιας αρχής, συμπεριλαμβανομένων δικαστικών προσφυγών δυνάμει του άρθρου 71,
δ) στο πλαίσιο δικαστικών προσφυγών που έχουν κινηθεί δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης που θεσπίζεται στον τομέα των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Άρθρο 56
Συμφωνίες συνεργασίας
Τα κράτη μέλη και η ΕΑΤ, βάσει του άρθρου 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας, που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, καθώς και με αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στα άρθρα 57 και 58 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας, μόνο αν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 54 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.
Εάν συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, κοινοποιείται μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.
Άρθρο 57
Ανταλλαγή πληροφοριών εντός κράτους μέλους
Τα άρθρα 54 παράγραφος 1, και 55 δεν εμποδίζουν τη μεταξύ αρμοδίων αρχών ανταλλαγή πληροφοριών εντός του ιδίου κράτους μέλους, εφόσον υπάρχουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, ή μεταξύ διαφορετικών κρατών μελών, μεταξύ αρμοδίων αρχών και των κάτωθι, για την εκπλήρωση της εποπτικής τους αποστολής:
α) των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και των αρχών που έχουν την ευθύνη της εποπτείας των χρηματοδοτικών αγορών,
αα) των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 2 και 3 της οδηγίας 2012/…[περί συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων]·
β) των οργάνων που συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,
γ) των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον εκ του νόμου έλεγχο των λογαριασμών του πιστωτικού ιδρύματος και των άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
Τα άρθρα 54 παράγραφος 1, και 55 δεν εμποδίζουν τη διαβίβαση, σε οργανισμούς αρμόδιους για τη διαχείριση συστημάτων εγγύησης καταθέσεων, πληροφοριών που είναι απαραίτητες για την εκπλήρωση της αποστολής τους.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις οι λαμβανόμενες από αυτές τις αρχές, οργανισμούς και πρόσωπα πληροφορίες υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απόρρητου του άρθρου 54 παράγραφος 1.
Άρθρο 58
Ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικά όργανα
1. Παρά τις διατάξεις των άρθρων 54 και 56, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των κάτωθι:
α) των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των οργάνων τα οποία συμμετέχουν στην εκκαθάριση και την πτώχευση των πιστωτικών ιδρυμάτων και σε άλλες παρεμφερείς διαδικασίες,
αα) των συμβατικών ή θεσμικών συστημάτων προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 της οδηγίας 2012/… [περί συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων]·
β) των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί η εποπτεία των προσώπων τα οποία είναι επιφορτισμένα με τον νόμιμο έλεγχο των λογαριασμών των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.
2. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:
α) οι πληροφορίες πρέπει να προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής της παραγράφου 1,
β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που ορίζει το άρθρο 54 παράγραφος 1,
γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΤ τα ονόματα των αρχών που μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 και παρέχει στην ΕΑΤ κατόπιν αιτήσεώς της τις εν λόγω πληροφορίες.
3. Παρά τις διατάξεις των άρθρων 54 έως 56, τα κράτη μέλη, προς επίρρωση της σταθερότητας και του αδιάβλητου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μπορούν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων αρχών και των αρχών ή των οργάνων που είναι εκ του νόμου αρμόδια για τον εντοπισμό των παραβιάσεων του δικαίου των εταιρειών και για την διερεύνηση των παραβιάσεων αυτών.
Στις περιπτώσεις αυτές τα κράτη μέλη απαιτούν να πληρούνται τουλάχιστον οι εξής προϋποθέσεις:
α) οι πληροφορίες προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο,
β) οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που ορίζει το άρθρο 54 παράγραφος 1,
γ) όταν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν διαβιβάζονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προέρχονται οι εν λόγω πληροφορίες, και, στην περίπτωση αυτή, μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
4. Εάν, σε ένα κράτος μέλος, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προβαίνουν στον εντοπισμό ή την διερεύνηση παραβάσεων χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του πρώτου εδαφίου δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών μπορεί να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στο δεύτερο εδάφιο.
5 Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην ΕΑΤ την ταυτότητα των αρχών ή οργάνων τα οποία μπορούν να λαμβάνουν τις πληροφορίες δυνάμει του παρόντος άρθρου.
6. Για την εφαρμογή της παραγράφου 4, οι αρχές ή τα όργανα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ανακοινώνουν στις δημόσιες αρχές, από τις οποίες προέρχονται οι πληροφορίες, την ταυτότητα και τα ακριβή καθήκοντα των προσώπων στα οποία θα διαβιβασθούν οι εν λόγω πληροφορίες.
Άρθρο 59
Διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν νομισματικά θέματα, θέματα προστασίας των καταθέσεων, συστημικά θέματα και θέματα πληρωμών.
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα μέτρα για την άρση των εμποδίων που εμποδίζουν τις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν, στο πλαίσιο της άσκησης των αντίστοιχων καθηκόντων τους, πληροφορίες προς τους εξής φορείς:
α) στις κεντρικές τράπεζες και σε άλλους οργανισμούς με παρόμοια αποστολή όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα νομισματικής αρχής, όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος,
αα) τα συμβατικά ή θεσμικά συστήματα προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της οδηγίας 2012/… [περί συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων]·
β) ενδεχομένως, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμής,
γ) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ), στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) και στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων) (ΕΑΑΕΣ), όταν οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΕ) αριθ. 1092/2010[21], (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1094/2010.
2. Καμία διάταξη του παρόντος Κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρχές ή τους οργανισμούς του πρώτου εδαφίου να ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που αυτές χρειάζονται για τους σκοπούς του άρθρου 55.
3. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται σε αυτό το πλαίσιο υπάγονται στο επαγγελματικό απόρρητο που ορίζει το άρθρο 54 παράγραφος 1.
4. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να διαβιβάζουν αμελλητί πληροφορίες στις κεντρικές τράπεζες, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών τους, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης νομισματικής πολιτικής και της συναφούς παροχής ρευστότητας, της εποπτείας συστημάτων πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και της διαφύλαξης της σταθερότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος και στο ΕΣΣΚ, όταν αυτές οι πληροφορίες είναι σημαντικές για την άσκηση των εκ του νόμου αποστολών του.
Άρθρο 60
Διαβίβαση πληροφοριών σε άλλες οντότητες
1. Παρά τις διατάξεις των άρθρων 54 παράγραφος 1, και 55, τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν, νομοθετικώς, τη γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τη νομοθεσία περί εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των υπηρεσιών επενδύσεων και των ασφαλιστικών εταιρειών καθώς και στους επιθεωρητές τους εντεταλμένους από τις εν λόγω υπηρεσίες.
Αυτές οι γνωστοποιήσεις πληροφοριών επιτρέπονται όμως μόνον όταν αυτό είναι αναγκαίο για λόγους προληπτικού ελέγχου.
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως προβλέπεται στο άρθρο 109 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να γνωστοποιούν πληροφορίες συναφείς με τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο του παρόντος άρθρου σε όλα τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη.
2. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την κοινοποίηση συγκεκριμένων πληροφοριών που αφορούν την προληπτική εποπτεία ιδρυμάτων προς κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές, ελεγκτικά συνέδρια και άλλες παρόμοιες οντότητες ενός κράτους μέλους, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
α) αυτές οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή που ορίζεται από το εθνικό δίκαιο να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση της νομοθεσίας που διέπει αυτή την εποπτεία,
β) οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση της εντολής που αναφέρεται στο στοιχείο α),
γ) τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπάγονται σε απαιτήσεις μυστικότητας βάσει του εθνικού δικαίου, οι οποίες διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες δεν γνωστοποιούνται σε κανέναν που δεν είναι μέλος ή εργαζόμενος των εν λόγω οντοτήτων,
δ) εάν συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμοδίων αρχών που τη διαβίβασαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.
Στο μέτρο που η κοινοποίηση πληροφοριών που αφορά την προληπτική εποπτεία περιλαμβάνει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, οποιαδήποτε επεξεργασία από τις ανωτέρω οντότητες θα τηρεί τους ισχύοντες εθνικούς νόμους για την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Άρθρο 61
Πληροφορίες που αποκτώνται από επιτόπιους ελέγχους
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται βάσει των άρθρων 52 παράγραφος 4, 54 παράγραφος 2 και 57, καθώς και οι πληροφορίες που αποκτώνται κατά τους επιτόπιους ελέγχους του άρθρου 53 παράγραφοι 1 και 2, δεν επιτρέπεται να αποτελούν αντικείμενο των γνωστοποιήσεων που προβλέπει το άρθρο 60, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που ανακοίνωσε τις πληροφορίες ή της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους όπου διενεργήθηκε ο επιτόπιος έλεγχος.
Άρθρο 62
Πληροφορίες που αφορούν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού
1. Καμία διάταξη του παρόντος Κεφαλαίου δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους να ανακοινώνουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στα άρθρα 54 έως 56, σε οίκο διακανονισμού και εκκαθάρισης ή άλλο παρόμοιο οργανισμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης ή διακανονισμού σε αγορά του κράτους μέλους, εάν θεωρούν την ανακοίνωση αυτή αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των οργανισμών αυτών σε σχέση με αθετήσεις, έστω και δυνητικές, παρεμβαινόντων στην αγορά αυτή. Οι πληροφορίες οι λαμβανόμενες στο πλαίσιο αυτό καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο όπως ορίζει το άρθρο 54 παράγραφος 1.
2. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι βάσει του άρθρου 54 παράγραφος 2, λαμβανόμενες πληροφορίες να μην ανακοινώνονται, στην περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, χωρίς την ρητή συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών από τις οποίες προήλθαν οι πληροφορίες.
Τμήμα III
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετησίων λογαριασμών και των ενοποιημένων λογαριασμών
Άρθρο 63
Υποχρεώσεις των προσώπων που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των ετησίων λογαριασμών και των ενοποιημένων λογαριασμών
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΟΚ[22] το οποίο ασκεί σε ίδρυμα την αποστολή που περιγράφεται στο άρθρο 51 της οδηγίας 78/660/ΕΟΚ[23], στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ[24] ή στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ, ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, υποχρεούται να γνωστοποιεί ταχέως στις αρμόδιες αρχές κάθε απόφαση ή γεγονός που αφορά το εν λόγω ίδρυμα, των οποίων το συγκεκριμένο πρόσωπο έλαβε γνώση κατά την άσκηση της αποστολής αυτής, και η οποία ή το οποίο είναι δυνατόν:
α) να αποτελέσει ουσιαστική παραβίαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζουν τις προϋποθέσεις άδειας λειτουργίας ή διέπουν, ειδικά, την άσκηση της δραστηριότητας των ιδρυμάτων,
β) να θίξει τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του ιδρύματος,
γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση των επιφυλάξεων.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι η ίδια υποχρέωση ισχύει για το αυτό πρόσωπο όσον αφορά τα γεγονότα ή τις αποφάσεις των οποίων έλαβε γνώση στο πλαίσιο αποστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την εν λόγω αποστολή.
2. Η καλή τη πίστη κοινολόγηση στις αρμόδιες αρχές, γεγονότων ή αποφάσεων της παραγράφου 1, από πρόσωπα στα οποία έχει χορηγηθεί άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 2006/43/ΕΟΚ, δεν αποτελεί παραβίαση τυχόν περιορισμού κοινολόγησης πληροφοριών που επιβάλλεται συμβατικώς ή από νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά. Αυτή η κοινολόγηση πρέπει επίσης να διενεργείται ταυτόχρονα στο διοικητικό όργανο του ιδρύματος εφόσον δεν υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι για το αντίθετο.
Τμήμα IV
Εποπτικές εξουσίες, Επιβολή κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής
Άρθρο 64
Εποπτικές εξουσίες
Για τους σκοπούς του άρθρου 99 και της εφαρμογής του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές έχουν τουλάχιστον τις κατωτέρω εξουσίες:
α) να απαιτούν από τα ιδρύματα να διατηρούν συγκεκριμένα ποσά ιδίων κεφαλαίων σε σχέση με στοιχεία κινδύνων και κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], όπως οι αρμόδιες αρχές τα καθορίζουν βάσει του άρθρου 98·
β) να απαιτούν την ενίσχυση των ρυθμίσεων, διαδικασιών, μηχανισμών και στρατηγικών που τέθηκαν σε εφαρμογή για τη συμμόρφωση με τα άρθρα 72 και 74·
γ) να υποχρεώνουν τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεων ή μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού από την άποψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων·
δ) να θέτουν περιορισμούς ή όρια στις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το επιχειρηματικό φάσμα ή το δίκτυο των ιδρυμάτων ή να ζητούν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την αρτιότητα ενός ιδρύματος·
ε) να απαιτούν τη μείωση του κινδύνου τον οποίον ενέχουν οι δραστηριότητες, τα προϊόντα και τα συστήματα των ιδρυμάτων·
στ) να απαιτούν από τα ιδρύματα να περιορίζουν τις μεταβλητές αποδοχές ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης·
ζ) να απαιτούν από τα ιδρύματα να χρησιμοποιούν τα καθαρά κέρδη για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων, συμπεριλαμβανομένου του περιορισμού ή της απαγόρευσης διανομής κερδών στους μετόχους ή στα μέλη του ιδρύματος·
η) να επιβάλλουν απαιτήσεις για πρόσθετες ή συχνότερες υποβολές αναφορών, συμπεριλαμβανομένων των αναφορών σχετικά με το κεφάλαιο και την ταμειακή κατάσταση·
θ) να επιβάλλουν περιορισμούς σε ασυμφωνίες λήξης μεταξύ ενεργητικού και παθητικού·
ι) να απαγορεύουν την καταβολή ή διανομή μερίσματος ή τόκων σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1·
ια) να απομακρύνουν ένα ή περισσότερα μέλη του διοικητικού οργάνου, όταν αυτά δεν πληρούν τις απαιτήσεις που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 87.
Άρθρο 65
Κυρώσεις
1. Σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεων του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] ή των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη προβαίνουν σε επιβολή διοικητικών κυρώσεων και μέτρων και σε περίπτωση που η παραβίαση αυτών των διατάξεων, εκτός από εκείνες που εμφαίνονται στα άρθρα 66 παράγραφος 1 και 67 παράγραφος1, δεν υπόκειται στο εθνικό ποινικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις εφαρμόζονται. Οι κυρώσεις και τα μέτρα είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όπου ισχύουν υποχρεώσεις των ιδρυμάτων, χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρειών συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ▌ κυρώσεις μπορούν να επιβάλλονται τουλάχιστον σε αυτές τις εταιρείες ▌ .
3. Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι ανακριτικές εξουσίες που είναι αναγκαίες για την επιτέλεση των καθηκόντων τους. Κατά την άσκηση των εξουσιών τους για την επιβολή κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά ώστε να διασφαλίζουν ότι οι κυρώσεις ή τα μέτρα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα και συντονίζουν τη δράση τους όταν ασχολούνται με διασυνοριακές υποθέσεις.
Άρθρο 66
Απαιτήσεις παροχής άδειας λειτουργίας και απαιτήσεις για αποκτήσεις ειδικών συμμετοχών
1. Το παρόν άρθρο ισχύει για τα εξής:
α) δραστηριότητα αποδοχής καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό χωρίς ο αποδέκτης να είναι πιστωτικό ίδρυμα, κατά παράβαση του άρθρου 3·
β) έναρξη δραστηριότητας ως πιστωτικό ίδρυμα χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 9·
γ) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20%, του 30% ή του 50%, ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), χωρίς να απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή ή να την αυξήσει, κατά παράβαση του άρθρου 22 παράγραφος 1·
δ) Παύση κατοχής, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μείωση της ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να είναι μικρότερη από 20%, 30% ή 50% ή ώστε το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει αν είναι θυγατρική επιχείρηση, χωρίς να απευθύνει κοινοποίηση εγγράφως στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του άρθρου 25.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης,
β) διαταγή προς το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση· σε περίπτωση επιχείρησης που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών θα είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση·
δ) Σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5.000.000 ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο έγκρισης της παρούσας οδηγίας.
ε) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος είναι μετρήσιμο.
Άρθρο 67
Λοιπές διατάξεις
1. Το παρόν άρθρο ισχύει σε όλες τις παρακάτω περιπτώσεις:
α) ένα ίδρυμα απέκτησε άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 18 στοιχείο β)·
β) ένα ίδρυμα, αφού πληροφορήθηκε για αγορές ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο κεφάλαιό τους οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια του άρθρου 22 παράγραφος 1 και του άρθρου 25, δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές σχετικά με αυτές τις αγορές ή εκχωρήσεις, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο·
γ) ένα ίδρυμα εισηγμένο σε ρυθμιζόμενη αγορά του καταλόγου που πρόκειται να δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με το άρθρο 47 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον μια φορά ανά έτος, στις αρμόδιες αρχές τα ονόματα των μετόχων ή μελών που έχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του άρθρου 26 παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο·
δ) ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία για την υλοποίηση του άρθρου 73·
ε) ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες σχετικά με την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] στις αρμόδιες αρχές, όπως απαιτείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 95 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού·
στ) ένα ίδρυμα δεν αναφέρει στις αρμόδιες αρχές τα στοιχεία των απαιτήσεων κεφαλαίων του άρθρου 96α του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ζ) ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με μια μεγάλη έκθεση σε κίνδυνο, όπως όφειλε βάσει του άρθρου 383 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
η) ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη ρευστότητά του, όπως όφειλε βάσει του άρθρου 403 παράγραφος 1 και 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
θ) ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη μόχλευση, όπως όφειλε βάσει του άρθρου 417 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ι) ένα ίδρυμα δεν διατηρεί ανά πάσα στιγμή ρευστά διαθέσιμα όπως απαιτείται από το άρθρο 401 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ια) ένα ίδρυμα παρουσιάζει έκθεση σε κίνδυνο πέραν των ορίων που θέτει το άρθρο 384 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ιβ) ένα ίδρυμα είναι εκτεθειμένο στον πιστωτικό κίνδυνο μια θέσης τιτλοποίησης και δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 394 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ιγ) ένα ίδρυμα δεν παρέχει πληροφορίες βάσει των άρθρων 418 παράγραφοι 1 έως 3 ή 436 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
ιγα) ένα ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβιάσεις των εθνικών διατάξεων που εγκρίθηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
2. Με την επιφύλαξη των εποπτικών εξουσιών των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με το άρθρο 64, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που μπορεί να επιβληθούν περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης,
β) διαταγή προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και παράλειψής της στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση ιδρύματος, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος κατά το άρθρο 18,
δ) προσωρινή απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου του ιδρύματος να ασκεί καθήκοντα σε ιδρύματα,
ε) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 10% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του εν λόγω νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη χρήση· σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών θα είναι ο συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών που προκύπτει από τις ενοποιημένες καταστάσεις της ανώτατης μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη χρήση·
στ) Σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 5.000.000 ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, η αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας οδηγίας.
ζ) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορεί να προσδιοριστούν.
Άρθρο 68
Δημοσιοποίηση κυρώσεων
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση οποιαδήποτε κύρωση ή οποιοδήποτε μέτρο επιβάλλεται λόγω παράβασης των διατάξεων του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] ή των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για την υλοποίηση της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων που αφορούν το είδος και τη φύση της παράβασης και το όνομα των υπεύθυνων προσώπων, εκτός αν αυτή η δημοσιοποίηση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών. ▌
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ χωρίς καθυστέρηση και λεπτομερώς για όλες τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε ιδρύματα ή σε άτομα βάσει της εποπτείας τους.
Άρθρο 68α
Ανταλλαγή πληροφοριών για κυρώσεις
Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή κράτους μέλους επιβάλλει διοικητική κύρωση δυνάμει του άρθρου 66 παράγραφος 2 και 67 παράγραφος 2 σε νομικό πρόσωπο, γνωστοποιεί στην ΕΑΤ την εν λόγω κύρωση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες επεβλήθη.
Η ΕΑΤ παρακολουθεί και διατηρεί κατάλογο φυσικών προσώπων στα οποία έχει επιβληθεί κύρωση, για το χρονικό διάστημα που είναι εφαρμοστέα η κύρωση.
Όταν μια αρμόδια αρχή αξιολογεί την καλή φήμη των προσώπων που εμφαίνονται στα άρθρα 13 παράγραφος 1, 87 παράγραφος 1 και 115, ελέγχει πληροφορίες σε σχέση με κυρώσεις απευθυνόμενη στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ ενημερώνει την αρμόδια αρχή εάν τα εν λόγω πρόσωπα είναι καταχωρημένα στον κατάλογό της.
Η ΕΑΤ συνεργάζεται σε οιαδήποτε εξέλιξη διεθνών καταλόγων.
Άρθρο 69
Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και επιβολή κυρώσεων από αρμόδιες αρχές
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,
γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου,
δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν,
ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν,
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή,
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
2. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σχετικά με τους τύπους διοικητικών μέτρων και κυρώσεων και το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων.
Άρθρο 70
Καταγγελίες παραβάσεων
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για την ενθάρρυνση των καταγγελιών προς τις αρμόδιες αρχές για δυνητικές ή υπάρχουσες παραβάσεις των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] και των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
2. Οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
α) ειδικές διαδικασίες για τη λήψη και την παρακολούθηση καταγγελιών για παραβάσεις,
β) κατάλληλη προστασία, περιλαμβανομένης της πλήρους ανωνυμίας, για εργαζομένους ιδρυμάτων που καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του ιδρύματος,
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ·
γα) σαφείς κανόνες που απαγορεύουν στα ιδρύματα να διερευνούν την ταυτότητα ατόμου που καταγγέλλει παράβαση.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες για να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού διαύλου. Οι διαδικασίες αυτές μπορούν να εισαχθούν μέσω συλλογικών συμφωνιών ή άλλων ρυθμίσεων που προβλέπονται από τους κοινωνικούς εταίρους. Ισχύει η ίδια προστασία με εκείνη που εμφαίνεται στην παράγραφο 2, στοιχεία β), γ) και γα).
Άρθρο 71
Δικαίωμα προσφυγής
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κατά των αποφάσεων και μέτρων που λαμβάνονται κατ’ εφαρμογή νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] δύναται να ασκηθεί δικαστική προσφυγή. Το αυτό ισχύει σε περίπτωση, που δεν λαμβάνουν απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση αίτησης έγκρισης, η οποία περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τις ισχύουσες διατάξεις στοιχεία.
Κεφάλαιο 2
Διαδικασίες ελέγχου
Τμήμα I
Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας
Άρθρο 72
Εσωτερικό κεφάλαιο
Τα ιδρύματα διαθέτουν αξιόπιστες, αποτελεσματικές και πλήρεις στρατηγικές και διαδικασίες για την αξιολόγηση και τη διατήρηση σε διαρκή βάση του ύψους, της σύνθεσης και της κατανομής των εσωτερικών κεφαλαίων που θεωρούν κατάλληλα για την κάλυψη της φύσης και του επιπέδου των κινδύνων τους οποίους έχουν αναλάβει ή τους οποίους ενδέχεται να αναλάβουν.
Οι εν λόγω στρατηγικές και διαδικασίες υπόκεινται σε τακτική εσωτερική επανεξέταση ώστε να εξασφαλιστεί ότι παραμένουν πλήρεις και αναλογικές προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
Τμημα II
Πλαίσιο, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων
Υποτμήμα 1
Γενικές αρχές
Άρθρο 73
Διαδικασίες και μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου
1. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από κάθε ίδρυμα να έχει θεσπίσει άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο να περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ή ενδέχεται να αναλάβει, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων·
2. Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 πρέπει να είναι εκτενείς και αναλογικοί προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχει το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα υποτμήματα 2 και 3 λαμβάνονται υπόψη.
3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τις ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τηρώντας τις αρχές της αναλογικότητας, της επικουρικότητας και πληρότητας που καθορίζονται στην παράγραφο 2.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
3α. Οι αρμόδιες αρχές εξασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο των ιδρυμάτων εγκρίνει εκτενή σχέδια εξυγίανσης («διατάξεις τελευταίας βούλησης»), με τα οποία εξασφαλίζεται αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος σε περίπτωση παράλειψης και περιορίζεται ο αρνητικός αντίκτυπος σε άλλα ιδρύματα και στην ευρύτερη οικονομία.
Στην περίπτωση συστημικών ιδρυμάτων και ομίλων που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 132α το διοικητικό όργανο αναπτύσσει αυτά τα εκτενή σχέδια εξυγίανσης («διατάξεις τελευταίας βούλησης») σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο εντός ενός έτους από την ένταξη στον κατάλογο συστημικών ιδρυμάτων της ΕΑΤ. Επικαιροποιούνται σε σταθερή βάση. Εάν το συστημικό ίδρυμα ή ο όμιλος δεν παράσχει βιώσιμο σχέδιο εξυγίανσης, οι αρμόδιες αρχές, σε συνεννόηση με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και τις σχετικές αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής, εξουσιοδοτούνται να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να καταρτίσουν αξιόπιστο σχέδιο εξυγίανσης. Στο σχέδιο αυτό ενδέχεται να περιλαμβάνεται αίτηση για αλλαγές στη νομική δομή του ομίλου.
Σύμφωνα με το άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 για την ΕΑΤ, η ΕΑΤ συμβάλλει και μετέχει ενεργώς στην ανάπτυξη και τον συντονισμό αποτελεσματικών και συνεκτικών σχεδίων διάσωσης και εξυγίανσης. Η ΕΑΤ επανεξετάζει οιεσδήποτε γενικευμένες προϋποθέσεις επιβάλλουν τα κράτη μέλη στα σχέδια ανάκτησης. Ειδικότερα οι γενικευμένες απαιτήσεις πρέπει να σέβονται την ενιαία αγορά και να μην δημιουργούν αρνητικά αποτελέσματα σε άλλα κράτη μέλη. Η ΕΑΤ ενημερώνεται τακτικά για τα σχέδια εξυγίανσης των συστημικών ιδρυμάτων.
Τα σχέδια εξυγίανσης πρέπει να περιλαμβάνουν διατάξεις, μεταξύ άλλων συμβατικές και νομικές συμφωνίες ανάλογα με τις ανάγκες, για να εξασφαλίζεται η εξυγίανση των ιδρυμάτων κατά τρόπο που ελαχιστοποιεί τις ανεπιθύμητες συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ή την ανάγκη για δημόσια χρηματοδότηση, εξετάζει τις διασυνοριακές καταστάσεις με υποκαταστήματα και θυγατρικές εταιρείες, περιλαμβανομένης της εμπιστευτικότητας και της ανταλλαγής πληροφοριών, και εξασφαλίζει τη συνέχεια των βασικών υπηρεσιών.
Άρθρο 74
Εποπτεία πολιτικών αποδοχών
1. Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 435 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] για τη συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών των πολιτικών αποδοχών. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ.
2. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ορθές πολιτικές αποδοχών οι οποίες συνάδουν με τις αρχές που προβλέπονται στα άρθρα 88 έως 91. Οι κατευθυντήριες γραμμές λαμβάνουν επίσης υπόψη τις αρχές περί ορθών πολιτικών αποδοχών που ορίζονται στη Σύσταση της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2009, σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών[25].
Η ΕΑΚΑΑ συνεργάζεται στενά με την ΕΑΤ για την ανάπτυξη κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών για τις κατηγορίες υπαλλήλων που ασχολούνται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριότητες κατά την έννοια του σημείου 2 του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που λαμβάνει από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 3 για να προβαίνει σε συγκριτική αξιολόγηση των τάσεων και των πρακτικών αποδοχών σε επίπεδο Ένωσης.
3. Οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν πληροφορίες για τον αριθμό, τα ονόματα, τους τίτλους και τις αρμοδιότητες της θέσης απασχόλησης των ατόμων ανά ίδρυμα με αποδοχές ύψους ενός εκατομμυρίου ευρώ ή περισσότερο ανά οικονομικό έτος, συμπεριλαμβανομένων του σχετικού επιχειρηματικού τομέα και των βασικών στοιχείων μισθού, πρόσθετων αμοιβών, μακροπρόθεσμων επιβραβεύσεων και συνταξιοδοτικών εισφορών. Αυτές οι πληροφορίες διαβιβάζονται στην ΕΑΤ, η οποία τις δημοσιεύει συνολικά στη βάση κράτους μέλους καταγωγής σε κοινό μορφότυπο διαβίβασης στοιχείων. Η ΕΑΤ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκολύνει την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου και να διασφαλίζει τη συνέπεια των πληροφοριών που συγκεντρώνονται.
Υποτμήμα 2
Τεχνικά κριτήρια για την οργάνωση και την αντιμετώπιση των κινδύνων
Άρθρο 75
Αντιμετώπιση κινδύνων
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά τις στρατηγικές και τις πολιτικές για την ανάληψη, τη διαχείριση, τον έλεγχο και τη μείωση των κινδύνων στους οποίους είναι ή θα μπορούσε να είναι εκτεθειμένο το ίδρυμα, περιλαμβανομένων εκείνων που προκαλούνται από το μακροοικονομικό περιβάλλον στο οποίο ασκεί τις δραστηριότητές του, λαμβανομένης υπόψη της φάσης του οικονομικού κύκλου.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ▌ αφιερώνει αρκετό χρόνο στην εκτίμηση των θεμάτων κινδύνου. Συμμετέχει ενεργά και διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι για τη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων που εξετάζονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, τη χρήση εξωτερικών διαβαθμίσεων και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Το ίδρυμα πρέπει να εισαγάγει διαύλους αναφοράς στο διοικητικό όργανο που καλύπτουν όλους τους σημαντικούς κινδύνους και τις πολιτικές διαχείρισης κινδύνων και τις αλλαγές αυτών.
3. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή κινδύνου ή ισοδύναμο όργανο αποτελούμενο από μέλη του διοικητικού οργάνου ▌. Επίσης, ενδεδειγμένος αριθμός μελών της επιτροπής είναι ανεξάρτητα. Τα μέλη της επιτροπής κινδύνου ή ισοδύναμου οργάνου θα έχουν κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εξειδίκευση ώστε να αντιλαμβάνονται πλήρως και να παρακολουθούν τη στρατηγική κινδύνου και την πολιτική ανάληψης κινδύνων του ιδρύματος.
Η επιτροπή κινδύνου ή ισοδύναμο όργανο συμβουλεύει το διοικητικό όργανο ▌ σχετικά με τη συνολική παρούσα και μελλοντική ανάληψη κινδύνων και στρατηγική κινδύνου του ιδρύματος και το βοηθά ▌ στην επίβλεψη της υλοποίησης αυτής της στρατηγικής.
Η επιτροπή κινδύνου διασφαλίζει ότι οι κίνδυνοι ανακλώνται πλήρως στις τιμές παθητικού και ενεργητικού με τρόπο που συνάδει προς το γενικό πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου και της δημοσιοποίησης του κινδύνου στο πλαίσιο της εποπτικής λειτουργίας και στο κοινό. Σε περίπτωση που οι τιμές δεν ανακλούν τους κινδύνους με τον ανωτέρω τρόπο, η επιτροπή κινδύνου υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο διορθωτικό σχέδιο.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέψουν σε ένα ίδρυμα να συστήσει είτε κοινή επιτροπή κινδύνου και ελέγχου [πρβ. οδηγία ..., άρθρο ...] ή ισοδύναμο όργανο προς την επιτροπή κινδύνου ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος. Τα μέλη της κοινής επιτροπής πρέπει να κατέχουν τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρογνωμοσύνη που απαιτείται για την επιτροπή κινδύνου καθώς και για την επιτροπή ελέγχου.
4. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το ▌ διοικητικό όργανο και, μετά τη σύσταση της επιτροπής κινδύνου ή ισοδύναμου οργάνου, η εν λόγω επιτροπή ή ισοδύναμο όργανο έχει επαρκή πρόσβαση σε πληροφορίες ▌ ως προς την κατάσταση κινδύνου του ιδρύματος και, εάν απαιτείται και κρίνεται σκόπιμο, ▌ στη λειτουργία διαχείρισης κινδύνου και σε ειδικούς εξωτερικούς συμβούλους.
Το διοικητικό όργανο και, μετά τη σύσταση της επιτροπής κινδύνου ή ισοδύναμου οργάνου, η εν λόγω επιτροπή ή ισοδύναμο όργανο καθορίζει το είδος, την ποσότητα, τη μορφή και τη συχνότητα των πληροφοριών που λαμβάνει από τα ανώτερα διοικητικά στελέχη σχετικά με θέματα κινδύνου. Η επιτροπή κινδύνου, ή το ισοδύναμο όργανο, για να συμβάλει στις ορθές πολιτικές και πρακτικές αποδοχών, αποδεικνύει ότι τα κίνητρα που παρέχει το σύστημα αποδοχών συνεκτιμούν τον κίνδυνο, το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και την πιθανότητα και το χρονοδιάγραμμα κερδών.
5. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν τμήμα διαχείρισης κινδύνου που έχει επαρκή ανεξαρτησία από τις επιχειρησιακές ▌ λειτουργίες και έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος και πόρους δυνάμει του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 2006/73/EΚ.
Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου διασφαλίζει τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη δέουσα αναφορά όλων των σημαντικών κινδύνων. Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, όποτε αυτό απαιτείται, ανεξάρτητα από τα ανώτερα στελέχη, και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το όργανο αυτό, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και/ή της διοικητικής του αρμοδιότητας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων].
Το τμήμα διαχείρισης κινδύνου μπορεί να αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, όποτε αυτό απαιτείται, ανεξάρτητα από τα ανώτερα στελέχη, και να εγείρει ανησυχίες και να προειδοποιεί το όργανο αυτό, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περίπτωση εξελίξεων ειδικού κινδύνου που πλήττουν ή ενδέχεται να πλήξουν το ίδρυμα, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και/ή της διοικητικής του αρμοδιότητας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων].
Ο ή η επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου θα είναι ανεξάρτητο ανώτερο στέλεχος με διακριτή αρμοδιότητα στο τμήμα διαχείρισης κινδύνου. Όπου η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος δε δικαιολογούν το διορισμό ειδικού ατόμου, οι αρμοδιότητες μπορούν να αναλαμβάνονται από άλλο ανώτερο στέλεχος του ιδρύματος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.
Ο/η επικεφαλής του τμήματος διαχείρισης κινδύνου δεν θα απαλλάσσεται από τα καθήκοντά του/της χωρίς την προηγούμενη έγκριση του διοικητικού οργάνου, κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας, και θα έχει απευθείας πρόσβαση στο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας όποτε αυτό απαιτείται.
Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2006/73/ΕΚ στις επιχειρήσεις επενδύσεων.
Άρθρο 76
Εσωτερικές Προσεγγίσεις για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα προβαίνουν στις κατάλληλες ενέργειες για την ανάπτυξη μεθόδων εσωτερικών διαβαθμίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σχετικά με τον πιστωτικό κίνδυνο όπου οι εκθέσεις τους είναι σημαντικές σε απόλυτες τιμές και όπου έχουν ταυτόχρονα πολλές σημαντικούς αντισυμβαλλόμενους.
1α. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι εσωτερικές διαβαθμίσεις που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα δεν βασίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και ότι αυτές δεν υπερισχύουν της εσωτερικής αξιολόγησης.
2. Οι αρμόδιες αρχές υποστηρίζουν, σε ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, τις εσωτερικές ικανότητες για την αξιολόγηση του ειδικού κινδύνου και την αυξημένη χρήση εσωτερικών μοντέλων υπολογισμού των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο υπερημερίας και τον κίνδυνο μετατόπισης πιστοληπτικού κινδύνου όπου η έκθεση σε συγκεκριμένο κίνδυνο είναι σημαντική σε απόλυτες τιμές και όπου έχουν πολλές καθαρές θέσεις σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών. Προς το σκοπό αυτό, οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν ορθές εσωτερικές πολιτικές για τον ειδικό κίνδυνο καθώς και για τους κινδύνους υπερημερίας και μετατόπισης πιστοληπτικού κινδύνου.
2α. Οι αρμόδιες αρχές, σε συνεργασία με την ΕΑΤ, αναλύουν και αξιολογούν τις επιδόσεις των εσωτερικών ικανοτήτων αξιολόγησης στα ιδρύματα.
3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για την περαιτέρω συγκεκριμενοποίηση της έννοιας των εκθέσεων σε ειδικό κίνδυνο που είναι σημαντικές σε απόλυτες τιμές της παραγράφου ▌2 και των ορίων των μεγάλων αριθμών σημαντικών αντισυμβαλλομένων και των θέσεων σε χρεόγραφα διαφορετικών εκδοτών. Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία θέσπισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 76α
Εποπτική συγκριτική αξιολόγηση των εσωτερικών προσεγγίσεων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων
1. Οι αρμόδιες αρχές ορίζουν ένα υποθετικό χαρτοφυλάκιο μέσων που αντιπροσωπεύουν το πλήρες φάσμα των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένα τα ιδρύματα και για τους οποίους μπορούν να κάνουν χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι επιτρέπεται στα ιδρύματα να χρησιμοποιούν εσωτερικές μεθόδους για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για κάθε άνοιγμα στο χαρτοφυλάκιο και υποβάλλουν στην αρμόδια αρχή τα αποτελέσματα των υπολογισμών μαζί με επεξήγηση της μεθοδολογίας που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους με την κατάλληλη συχνότητα, και τουλάχιστον άπαξ ετησίως.
3. Οι αρμόδιες αρχές, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλουν τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 2, παρακολουθούν το φάσμα των υπολογισμών ιδίων κεφαλαίων που προκύπτουν από τις εσωτερικές μεθόδους των εν λόγω ιδρυμάτων και, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, αξιολογούν την ποιότητα των εν λόγω μεθόδων, επιδεικνύοντας ιδιαίτερη προσοχή στις μεθόδους που παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για το ίδιο άνοιγμα και στην αξιολόγηση του ποιες μέθοδοι συνιστούν βέλτιστη πρακτική.
4. Όταν συγκεκριμένα ιδρύματα παρουσιάζουν σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των ομολόγων τους ή υπάρχει μικρή ομοιότητα στις προσεγγίσεις που οδηγεί σε μεγάλη διακύμανση των αποτελεσμάτων, οι αρμόδιες αρχές ερευνούν τα αίτια και λαμβάνουν τα διορθωτικά μέτρα που απαιτούνται για να διασφαλιστεί η τήρηση της βέλτιστης πρακτικής και η αποφυγή της υποεκτίμησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων.
5. Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικές διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών και των αξιολογήσεων που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 μεταξύ τους και με την ΕΑΤ, προκειμένου να προάγεται η συνέπεια στην εποπτεία των εσωτερικών μεθόδων σε όλα τα κράτη μέλη.
6. Η ΕΑΤ μπορεί να προβαίνει σε συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 όπου το κρίνει σκόπιμο με βάση τις πληροφορίες και τις αξιολογήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5, για να βελτιώσει τις εποπτικές πρακτικές όσον αφορά τις εσωτερικές μεθόδους ή αδυναμίες που εντοπίζονται στις συνήθεις μεθόδους για τους υπολογισμούς των ιδίων κεφαλαίων.
7. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για να προσδιορίσει περαιτέρω τα ελάχιστα πρότυπα για τον ορισμό υποθετικού χαρτοφυλακίου όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, τα ελάχιστα πρότυπα για το περιεχόμενο των στοιχείων που υποβάλλουν τα ιδρύματα σύμφωνα με την παράγραφο 2 και τα ελάχιστα πρότυπα για τις αξιολογήσεις που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία θέσπισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 77
Πιστωτικός κίνδυνος και κίνδυνος αντισυμβαλλομένων
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν τα εξής:
α) Η χορήγηση πίστωσης βασίζεται σε ορθά και σαφώς καθορισμένα κριτήρια. Η διαδικασία έγκρισης, τροποποίησης, ανανέωσης και αναχρηματοδότησης των πιστώσεων ορίζεται με σαφήνεια.
β) Τα ιδρύματα έχουν εσωτερικές μεθόδους που τους επιτρέπουν να εκτιμούν τον πιστωτικό κίνδυνο της έκθεσης σε μεμονωμένους δανειολήπτες, σε χρεόγραφα ή σε αντισυμβαλλόμενους, καθώς και τον πιστωτικό κίνδυνο σε επίπεδο χαρτοφυλακίου. Ιδίως, οι εσωτερικές μέθοδοι δεν στηρίζονται αποκλειστικά ή μηχανιστικά σε εξωτερικές αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Όπου οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων βασίζονται σε διαβάθμιση από εξωτερικό οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας (ECAI) ή στο γεγονός ότι μια έκθεση είναι αδιαβάθμιστη, τα ιδρύματα χρησιμοποιούν τις δικές τους μεθόδους για να εκτιμήσουν την καταλληλότητα της κατάταξης που εμπεριέχεται σε αυτές τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων λαμβάνουν υπόψη το αποτέλεσμα κατά την κατανομή του εσωτερικού κεφαλαίου.
γ) Η διαρκής διαχείριση και παρακολούθηση των διαφόρων χαρτοφυλακίων και εκθέσεων που ενέχουν πιστωτικό κίνδυνο των ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων του εντοπισμού και της διαχείρισης προβληματικών πιστώσεων της διενέργειας επαρκών προσαρμογών και προβλέψεων αξίας, γίνεται μέσω αποτελεσματικών συστημάτων.
δ) Η διαφοροποίηση των πιστωτικών χαρτοφυλακίων είναι επαρκής σύμφωνα με τις αγορές-στόχους και τη συνολική στρατηγική πιστώσεων του ιδρύματος·
δα) Η ανάπτυξη του δανεισμού με βάση την υφιστάμενη σχέση, όπου οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο μιας συνεχούς επιχειρηματικής σχέσης με τον πελάτη χρησιμοποιούνται για την καλύτερη ποιότητα της δέουσας επιμέλειας και της αξιολόγησης κινδύνου από αυτή που διατίθεται με βάση τις τυποποιημένες πληροφορίες, και ενθαρρύνονται οι βαθμοί πιστοληπτικής ικανότητας.
Άρθρο 78
Υπολειπόμενος Κίνδυνος
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος οι αναγνωρισμένες τεχνικές μείωσης του πιστωτικού κινδύνου που χρησιμοποιούν τα ιδρύματα να αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από ό,τι αναμενόταν αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.
Άρθρο 79
Κίνδυνος Συγκέντρωσης
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι ο κίνδυνος συγκέντρωσης από ανοίγματα έναντι κυρίαρχων κρατών, περιφερειακών κυβερνήσεων και τοπικών αρχών, μεμονωμένων αντισυμβαλλόμενων, ομάδων συνδεδεμένων αντισυμβαλλομένων και αντισυμβαλλόμενων στον ίδιο οικονομικό τομέα ή γεωγραφική περιοχή, ή από την ίδια δραστηριότητα ή βασικό εμπόρευμα, ή από την εφαρμογή τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου, και ιδίως ο κίνδυνος που συνδέεται με μεγάλα έμμεσα πιστωτικά ανοίγματα, όπως ενός μόνο εκδότη εξασφαλίσεων, αντιμετωπίζεται και ελέγχεται με γραπτώς τεκμηριωμένες πολιτικές και διαδικασίες.
Άρθρο 80
Κίνδυνος Τιτλοποίησης
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι οι κίνδυνοι από συναλλαγές τιτλοποίησης στις οποίες το πιστωτικό ίδρυμα είναι επενδυτής, μεταβιβάζων ή χρηματοδότης, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων φήμης, όπως προκύπτουν σε σχέση με πολύπλοκες δομές ή προϊόντα, αξιολογούνται και αντιμετωπίζονται με κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες ώστε να διασφαλίζεται ότι η οικονομική σημασία της συναλλαγής λαμβάνεται πλήρως υπόψη στις αποφάσεις αξιολόγησης και διαχείρισης των κινδύνων.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι εάν το ίδρυμα είναι το μεταβιβάζον ίδρυμα ανακυκλούμενων συναλλαγών τιτλοποίησης με ρήτρα πρόωρης εξόφλησης, θα υφίσταται σχεδιασμός σχετικά με τη ρευστότητα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων τόσο των προγραμματισμένων όσο και των πρόωρων εξοφλήσεων.
Άρθρο 81
Κίνδυνος της αγοράς
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται πολιτικές και διαδικασίες για τη μέτρηση και τη διαχείριση όλων των σημαντικών πηγών και επιπτώσεων των κινδύνων της αγοράς.
2. Όταν η θέση short καθίσταται ληξιπρόθεσμη πριν από τη θέση long, οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι και τα ιδρύματα λαμβάνουν μέτρα κατά του κινδύνου ανεπαρκούς ρευστότητας.
3. Το εσωτερικό κεφάλαιο είναι επαρκές για σημαντικούς κινδύνους της αγοράς που δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων.
Τα ιδρύματα που κατά τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για τον κίνδυνο θέσης, σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], έχουν συμψηφίσει τις θέσεις που έχουν σε µία ή περισσότερες από τις μετοχές που συναποτελούν έναν δείκτη μετοχών µε θέση ή θέσεις στο συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών ή σε άλλο προϊόν συνδεδεμένο με δείκτη μετοχών, έχουν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια ώστε να καλύπτουν τον κίνδυνο βάσης για ζημία που γεννάται από το ενδεχόμενο να μην ακολουθεί πλήρως η τιμή του συμβολαίου μελλοντικής εκπλήρωσης ή του άλλου προϊόντος τις τιμές των μετοχών που το συναποτελούν. Το αυτό ισχύει για τα ιδρύματα όταν κατέχουν αντίθετες θέσεις σε συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης σε δείκτη μετοχών των οποίων η λήξη προθεσμίας και/ή η σύνθεση δεν είναι πανομοιότυπες.
Όταν χρησιμοποιούν τη μεταχείριση του άρθρου 334 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τα ιδρύματα διασφαλίζουν ότι κρατούν επαρκή εσωτερικά κεφάλαια για την κάλυψη του κινδύνου ζημίας που υφίσταται μεταξύ του χρόνου της αρχικής δέσμευσης και της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
Άρθρο 82
Κίνδυνος επιτοκίου από δραστηριότητες εκτός χαρτοφυλακίου
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν συστήματα για την εκτίμηση και τη διαχείριση του κινδύνου από δυνητικές μεταβολές επιτοκίων κατά το μέτρο επηρεάζουν τις δραστηριότητες του ιδρύματος που δεν σχετίζονται με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών.
Άρθρο 83
Λειτουργικός κίνδυνος
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εφαρμόζουν πολιτικές και διαδικασίες για την εκτίμηση και τη διαχείριση της έκθεσης σε λειτουργικό κίνδυνο, περιλαμβανομένου του κινδύνου υποδείγματος, και οι οποίες καλύπτουν τον κίνδυνο που απορρέει από γεγονότα με χαμηλή συχνότητα και σοβαρές επιπτώσεις. Τα ιδρύματα διατυπώνουν με σαφήνεια τι συνιστά λειτουργικό κίνδυνο για τους σκοπούς αυτών των πολιτικών και διαδικασιών.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι καταρτίζονται σχέδια αντιμετώπισης επειγουσών καταστάσεων και συνέχισης της λειτουργίας που διασφαλίζουν την ικανότητα του ιδρύματος να συνεχίζει τη λειτουργία του και να περιορίζει τις ζημίες σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της δραστηριότητάς του.
Άρθρο 84
Κίνδυνος Ρευστότητας
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διαθέτουν άρτιες στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και άρτια συστήματα για τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση του κινδύνου ρευστότητας εντός κατάλληλου συνόλου χρονικών οριζόντων, μεταξύ άλλων εντός της ίδιας ημέρας, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα ιδρύματα διατηρούν επαρκή επίπεδα αποθεμάτων ρευστότητας. Αυτές οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα θα είναι σχεδιασμένα με βάση τους επιχειρηματικούς τομείς, τα νομίσματα, τους κλάδους και τις νομικές οντότητες και θα περιλαμβάνουν επαρκείς μηχανισμούς κατανομής κόστους ρευστότητας, ωφελειών και κινδύνων.
2. Οι στρατηγικές, πολιτικές, διαδικασίες και τα συστήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι αναλογικά προς την πολυπλοκότητα, το προφίλ κινδύνου, το πεδίο λειτουργίας των ιδρυμάτων και το επίπεδο ανοχής κινδύνου που έχει οριστεί από το διοικητικό όργανο και αντικατοπτρίζουν τη σημασία του ιδρύματος σε κάθε κράτος μέλος στο οποίο δραστηριοποιείται επιχειρηματικά. Τα ιδρύματα θα κοινοποιούν την ανοχή κινδύνου σε όλους τους σχετικούς επιχειρηματικούς φορείς.
2α. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν χαρακτηριστικά κινδύνου ρευστότητας που συνάδουν, και δεν υπερβαίνουν, με τα απαιτούμενα για ένα εύρυθμο και άρτιο σύστημα.
Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν τις εξελίξεις, μεταξύ άλλων, ως προς τον σχεδιασμό προϊόντων και τον όγκο, τη διαχείριση κινδύνου, τις χρηματοδοτικές πολιτικές και τις συγκεντρώσεις χρηματοδότησης και λαμβάνουν μέτρα στις περιπτώσεις που οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν σε αστάθεια μεμονωμένου ιδρύματος ή σε συστημική αστάθεια.
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ σχετικά με τα μέτρα που εφαρμόζονται βάσει του δεύτερου εδαφίου και υποβάλλουν έκθεση στην ΕΑΤ τουλάχιστον άπαξ ετησίως σχετικά με τις εξελίξεις στα ζητήματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.
Η ΕΑΤ, με βάση τις εκθέσεις αυτές και όλα τα μέτρα που εφαρμόζουν οι βάσει του δεύτερου εδαφίου αρμόδιες αρχές αποφασίζει κατά πόσον απαιτείται η λήψη μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 3, ή το άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ δημοσιεύει επίσης, με βάση τις εκθέσεις αυτές, έκθεση που συνοψίζει τις εν λόγω εξελίξεις στα κράτη μέλη και προβαίνει σε συστάσεις όπου κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα αναπτύσσουν μεθόδους για τον προσδιορισμό, τη μέτρηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση χρηματοδοτικών θέσεων. Αυτές οι μέθοδοι περιλαμβάνουν τωρινές και προβλεπόμενες χρηματορροές που προκύπτουν από στοιχεία του ενεργητικού, του παθητικού, στοιχεία εκτός ισολογισμού, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων υποχρεώσεων και πιθανών επιπτώσεων του κινδύνου φήμης.
4. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα διακρίνουν μεταξύ δεσμευμένων και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού τα οποία είναι πάντοτε διαθέσιμα, ιδιαίτερα σε επείγουσες καταστάσεις. Λαμβάνουν επίσης υπόψη τη νομική οντότητα στην οποία ανήκουν τα στοιχεία του ενεργητικού, τη χώρα όπου τα στοιχεία είναι εγγεγραμμένα σε μητρώο ή σε λογαριασμό, καθώς και την επιλεξιμότητα και παρακολουθούν πώς τα στοιχεία του ενεργητικού μπορούν να κινητοποιούνται εγκαίρως.
5. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα έχουν επίσης υπόψη τους υφιστάμενους νομικούς, κανονιστικούς και λειτουργικούς περιορισμούς σε ενδεχόμενες μεταφορές ρευστότητας και μη βεβαρημένων στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ νομικών οντοτήτων, εντός και εκτός του ΕΟΧ.
6. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εξετάζουν διάφορα μέσα μείωσης κινδύνου ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ενός συστήματος ορίων και αποθεμάτων ρευστότητας και σταθερής μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, προκειμένου να είναι σε θέση να αντέξουν ποικίλες περιπτώσεις βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης πίεσης, που περιλαμβάνουν ένα φάσμα σεναρίων για μεγαλύτερη πίεση από ό, τι αυτά στα οποία παραπέμπουν εμμέσως οι διατάξεις για την αξιολόγηση της κάλυψης της ρευστότητας και οι απαιτήσεις σταθερής χρηματοδότησης στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] καθώς και επαρκώς διαφοροποιημένη χρηματοδοτική διάρθρωση και πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης. Αυτές οι ρυθμίσεις επανεξετάζονται τακτικά.
7. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια σχετικά με τις θέσεις ρευστότητας και τους παράγοντες μείωσης κινδύνου και αναθεωρούνται σε τακτική βάση οι παραδοχές στις οποίες στηρίζονται οι αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική θέση. Για τους σκοπούς αυτούς, τα εναλλακτικά σενάρια θα αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα τα στοιχεία εκτός ισολογισμού και άλλες ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οντοτήτων ειδικού σκοπού τιτλοποίησης (SSPE) ή άλλων οντοτήτων ειδικού σκοπού, όπως ορίζονται στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], σε σχέση με τις οποίες το ίδρυμα ενεργεί ως ανάδοχος ή παρέχει σημαντική υποστήριξη ρευστότητας.
8. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα εξετάζουν τις πιθανές επιπτώσεις συνδυασμένων εναλλακτικών σεναρίων ανάλογα με το ίδρυμα, σε όλο το εύρος της αγοράς και με συνδυασμένα εναλλακτικά σενάρια. Θα εξετάζονται διαφορετικοί χρονικοί ορίζοντες και διάφοροι βαθμοί συνθηκών πίεσης.
9. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα προσαρμόζουν τις στρατηγικές, τις εσωτερικές πολιτικές και τα όρια κινδύνου ρευστότητας και αναπτύσσουν αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης, λαμβάνοντας υπόψη το αποτέλεσμα των εναλλακτικών σεναρίων που αναφέρονται στην παράγραφο 7.
10. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα έχουν θεσπίσει σχέδια ανάκτησης ρευστότητας, τα οποία καθορίζουν επαρκείς στρατηγικές και κατάλληλα μέτρα εφαρμογής προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιθανά ελλείμματα ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ελλειμμάτων που αφορούν κλάδους σε άλλα κράτη μέλη. Αυτά τα σχέδια ελέγχονται σε τακτά διαστήματα, ενημερώνονται βάσει του αποτελέσματος των εναλλακτικών σεναρίων που ορίζονται στην παράγραφο 7, υποβάλλονται με τη μορφή έκθεσης στα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και θα λαμβάνουν την έγκρισή τους, ώστε οι εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες να μπορούν να προσαρμοστούν ανάλογα. Τα ιδρύματα προβαίνουν στις απαραίτητες λειτουργικές ενέργειες εκ των προτέρων για να διασφαλίσουν ότι τα σχέδια ανάκτησης ρευστότητας μπορούν να υλοποιηθούν άμεσα. Για τα πιστωτικά ιδρύματα, αυτές οι λειτουργικές ενέργειες περιλαμβάνουν την τήρηση ενεχύρων που είναι άμεσα διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας. Αυτό περιλαμβάνει την τήρηση ενεχύρων, όπου απαιτείται, στο νόμισμα άλλου κράτους μέλους ή στο νόμισμα τρίτης χώρας στην οποία είναι εκτεθειμένα τα πιστωτικά ιδρύματα και, όπου απαιτείται για λειτουργικούς λόγους, εντός της επικράτειας ενός κράτους μέλους υποδοχής ή τρίτης χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκτεθειμένα.
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα υιοθετούν τις κατευθυντήριες γραμμές της Βασιλείας ΙΙΙ όσον αφορά τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης και τα αποθέματα ρευστότητας από το 2015.
Άρθρο 85
Κίνδυνος υπερβολικής μόχλευσης
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το ίδρυμα έχει θεσπίσει πολιτικές και διαδικασίες για τον προσδιορισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης. Οι δείκτες κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης περιλαμβάνουν το δείκτη μόχλευσης που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 416 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και τις ασυμφωνίες μεταξύ του ενεργητικού και των υποχρεώσεων.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης με προνοητικό τρόπο λαμβάνοντας υπόψη τις δυνητικές αυξήσεις του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης λόγω μειώσεων των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος συνεπεία αναμενόμενων ή πραγματοποιηθεισών ζημιών, ανάλογα με τους ισχύοντες λογιστικούς κανόνες. Για αυτόν το σκοπό, τα ιδρύματα είναι ικανά να αντέξουν σε μια σειρά διαφορετικών περιπτώσεων πίεσης όσον αφορά τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης.
Υποτμήμα 3
Διακυβέρνηση
Άρθρο 86
Ρυθμίσεις Διακυβέρνησης
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο ορίζει ▌, επιβλέπει και λογοδοτεί για την υλοποίηση των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένου του διαχωρισμού αρμοδιοτήτων στον οργανισμό και την πρόληψη αντικρουόμενων συμφερόντων.
Οι ρυθμίσεις αυτές τηρούν τις εξής αρχές:
α) το διοικητικό όργανο έχει τη γενική ευθύνη του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένης της έγκρισης και επίβλεψης της υλοποίησης των στρατηγικών στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης του ιδρύματος,
αα) το διοικητικό όργανο διασφαλίζει την αρτιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικών εκθέσεων, περιλαμβανομένων του ανεξάρτητου λογιστικού ελέγχου, του χρηματοοικονομικού και επιχειρησιακού ελέγχου και της συμμόρφωσης με το νόμο και τα συναφή πρότυπα·
αβ) το διοικητικό όργανο επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποίησης και τις ανακοινώσεις·
β) το διοικητικό όργανο οφείλει να επιβλέπει αποτελεσματικά τα ανώτερα στελέχη,
γ) ο πρόεδρος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος που είναι αρμόδιος για την εποπτική λειτουργία δε θα ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στο ίδιο ίδρυμα εκτός εάν:
i) ο διευθύνων σύμβουλος είναι ο μόνος σύμβουλος που ανήκει στο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και ένας μη διευθύνων σύμβουλος του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του δραστηριότητας είναι υπεύθυνος για την εταιρική διακυβέρνηση· ή
ii) αυτό είναι δικαιολογημένο από το ίδρυμα και εγκεκριμένο από αρμόδιες αρχές.
Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και αξιολογεί κατά περιόδους την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης του ιδρύματος και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα θεσπίζουν επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία δεν έχουν οποιαδήποτε εκτελεστική λειτουργία στο αντίστοιχο ίδρυμα.
Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων πράττει τα εξής:
α) εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό όργανο ή προς έγκριση κατά τη γενική συνέλευση, επαρκώς ευρύ αριθμό υποψηφίων για τις κενές θέσεις του διοικητικού οργάνου με σκοπό να ασκούν οιαδήποτε εκτελεστική αρμοδιότητα για έγκριση από το διοικητικό όργανο. Για αυτό το σκοπό, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, δεξιοτήτων, ποικιλότητας και εμπειρίας του διοικητικού οργάνου έχοντας δεόντως υπόψη την πολιτική βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3 και καθιστώντας δυνατή την αναγνώριση ενός ευρέος φάσματος εμπειρίας ούτως ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει τον χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση·
β) αξιολογεί κατά περιόδους, και τουλάχιστον άπαξ ετησίως, τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εκτελεστικής του αρμοδιότητας και κάνει συστάσεις προς το διοικητικό όργανο ▌ σχετικά με τυχόν αλλαγές·
γ) αξιολογεί κατά περιόδους, και τουλάχιστον άπαξ ετησίως, τις γνώσεις, τις δεξιότητες και την εμπειρία μεμονωμένων μελών του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εκτελεστικής του αρμοδιότητας και του οργάνου ως σύνολο και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό όργανο ▌·
δ) επανεξετάζει κατά περιόδους την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εκτελεστικής του αρμοδιότητας για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις στο διοικητικό όργανο.
Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων δύναται να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μορφή πόρων κρίνει κατάλληλη, όπως προβλέπει το διοικητικό όργανο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και λαμβάνει κατάλληλη χρηματοδότηση από το ίδρυμα για αυτόν το σκοπό.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξουσιοδοτήσουν ένα ίδρυμα να μην καθιερώσει ξεχωριστή επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ενεργήσει τοιουτοτρόπως μόνον εφόσον κρίνει ότι η διαδικασία επιλογής του διοικητικού οργάνου πληροί απολύτως τα σημεία α) και δ) του δεύτερου εδαφίου.
Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.
2α. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να μην επιτρέπουν σε ένα άτομο ή σε μια μικρή ομάδα ατόμων να εξουσιάζει τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση και τούτο αξιολογείται, κατά περίπτωση, από την επιτροπή για την ανάδειξη υποψηφίων του άρθρου 86.
Άρθρο 86α
Υποβολή εκθέσεων ανά χώρα
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που δεν υπόκεινται στη Σύσταση 2003/361/ΕΚ, να ετοιμάζουν, να έχουν ελέγξει λογιστικά και να δημοσιοποιούν ως μέρος των ετήσιων οικονομικών καταστάσεών τους έκθεση σχετικά με τις πληρωμές που έγιναν στις κυβερνήσεις.
2. Η έκθεση αναφέρει τα ακόλουθα:
α) το συνολικό ποσό των πληρωμών, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών σε είδος, που καταβλήθηκαν σε κάθε κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους,
β) το συνολικό ποσό ανά τύπο πληρωμής που καταβλήθηκε σε κάθε κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους·
3. Αναφέρονται οι ακόλουθοι τύποι πληρωμών ή ποσών:
α) κέρδος προ φόρου,
β) φόροι επί των κερδών,
γ) δικαιώματα,
δ) μερίσματα,
ε) πριμ υπογραφής, εντοπισμού και παραγωγικότητας,
στ) κύκλος εργασιών, τόσο τρίτων όσο και στο εσωτερικό του ομίλου, των συνιστωσών επιχειρήσεων που ενδέχεται να οδηγήσει σε οφειλόμενες πληρωμές,
ζ) συνολικός αριθμός απασχολούμενων ατόμων και οι συνολικές αποδοχές τους,
η) δαπάνες για επενδύσεις παγίου ενεργητικού κατά τη συγκεκριμένη περίοδο.
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτήσουν από οιοδήποτε ίδρυμα να εκπονήσει ενοποιημένη έκθεση σχετικά με τις πληρωμές στις κυβερνήσεις.
5. Η εν λόγω έκθεση και η ενοποιημένη έκθεση για τις πληρωμές προς κυβερνήσεις δημοσιεύονται όπως προβλέπεται στην εθνική νομοθεσία κάθε κράτους μέλους, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2 της οδηγίας 2009/101/ΕΚ.
Άρθρο 86 β
Δημοσιοποίηση της απόδοσης των στοιχείων του ενεργητικού
Τα ιδρύματα στην ετήσια έκθεσή τους μεταξύ των βασικών δεικτών δημοσιοποιούν την απόδοση των στοιχείων του ενεργητικού, υπολογιζόμενη ως το καθαρό κέρδος τους διαιρούμενο με το συνολικό ισολογισμό τους.
Άρθρο 87
Διοικητικό Όργανο
-1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ως μη εκτελεστικός διευθυντής ορίζεται:
Μη εκτελεστικός διευθυντής ή εξωτερικός διευθυντής είναι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας που δεν ανήκει στην ομάδα εκτελεστικής διαχείρισης. Δεν είναι υπάλληλος της εταιρείας ούτε συνδέεται με αυτή με οιονδήποτε άλλο τρόπο. Διαφέρει από τους εσωτερικούς διευθυντές οι οποίοι είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου που υπηρετούν επίσης ή υπηρέτησαν στο παρελθόν ως διευθυντικά στελέχη της εταιρείας.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει να έχουν αρμοδιότητες στους ακόλουθους τομείς:
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει να ελέγχουν εποικοδομητικά και να συμβάλλουν στη διαμόρφωση στρατηγικής·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει να ελέγχουν την απόδοση της διοίκησης ως προς την επίτευξη συμφωνημένων στόχων και την παρακολούθηση, και όπου είναι απαραίτητο την απομάκρυνση, των ανώτερων διοικητικών στελεχών, και το σχεδιασμό διαδοχής·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι οικονομικές πληροφορίες είναι ακριβείς και ότι οι οικονομικοί έλεγχοι και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου είναι εύρωστα και αξιόπιστα·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει να είναι αρμόδιοι για τον καθορισμό των ενδεδειγμένων αποδοχών για τους εκτελεστικούς διευθυντές και να έχουν πρωταρχικό ρόλο στον διορισμό και, όπου είναι απαραίτητο, στην απομάκρυνση, των ανώτερων διοικητικών στελεχών, και στο σχεδιασμό διαδοχής.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές θα πρέπει επίσης να έχουν ανεξάρτητη άποψη για :
- τους πόρους·
- τους διορισμούς·
- τα πρότυπα συμπεριφοράς.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές είναι θεματοφύλακες της διαδικασίας διακυβέρνησης. Δεν συμμετέχουν στην καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης αλλά παρακολουθούν την εκτελεστική δραστηριότητα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση στρατηγικής.
1. Θεμελιώδης αρμοδιότητα των μετόχων είναι να διασφαλίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού συμβουλίου διαθέτουν τις απαραίτητες γνώσεις, τα προσόντα και τις δεξιότητες για να κατοχυρώσουν την ορθή και συνετή διαχείριση του ιδρύματος. Η αναφαίρετη αυτή αρμοδιότητα ασκείται και εκδηλώνεται μέσω διαφανών και ανοικτών διαδικασιών πρόσληψης, ιδίως για τα μέλη του διοικητικού οργάνου και του διοικητικού συμβουλίου.
▌ Τα μέλη του διοικητικού οργάνου, κατά την άσκηση της διαχειριστικής όσο και της εποπτικής τους δραστηριότητας, έχουν πάντοτε καλή φήμη, να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία και να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, καθιστώντας δυνατή την αναγνώριση ενός ευρέος φάσματος εμπειρίας ούτως ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, τα μέλη του διοικητικού οργάνου οφείλουν τα τηρούν τα εξής:
α) Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου πρέπει να αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο ίδρυμα. Στον αριθμό των θέσεων μέλους ΔΣ που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου ιδρυμάτων τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους δεν κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων:
i) μία θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ,
ii) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ.
Οι θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ
i) εντός του ίδιου ομίλου:
ii) εντός ιδρυμάτων τα οποία:
α) είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 108 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων],
β) έχουν καθιερωμένους δεσμούς σύμφωνα με το άρθρο 108 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] ή
(iii) εντός επιχειρήσεων (περιλαμβανομένων των μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) στις οποίες το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή,
υπολογίζονται ως μία θέση.
Το στοιχείο α) περιλαμβάνει:
i) επιχειρήσεις και μη χρηματοπιστωτικές οντότητες:
α) στις οποίες υπάρχει ειδική συμμετοχή σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων],
β) στις οποίες υπάρχουν συμμετοχές σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] ή
γ) οι οποίες έχουν στενούς δεσμούς σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 72 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] με ορισμένα μη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
ii) μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 65, 66 και 67 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]που ελέγχει περιφερειακό ή κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε ΘΣΠ.
▌
β) Το διοικητικό όργανο θα κατέχει συνολικά επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων.
γ) Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί και να αμφισβητεί τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί η λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση.
γα) Τα μέλη του διοικητικού οργάνου κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
2. Τα ιδρύματα ▐ αφιερώνουν επαρκές προσωπικό και οικονομικούς πόρους για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου.
3. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στα διοικητικά τους όργανα.
i) Τα ιδρύματα εφαρμόζουν μια πολιτική που προωθεί τον επαγγελματισμό, την ευθύνη και τη δέσμευση ως κατευθυντήρια κριτήρια για την πρόσληψη ανώτερων στελεχών, κατοχυρώνοντας ότι οι διοριζόμενοι είναι αδιαμφισβήτητα πιστοί στα συμφέροντα του ιδρύματος.
ii) Τα ιδρύματα λαμβάνουν επίσης συγκεκριμένα μέτρα για μια πιο ισόρροπη εκπροσώπηση στα συμβούλια, όπως η εκπαίδευση των επιτροπών ανάδειξης υποψηφίων, η δημιουργία καταλόγων ικανών υποψηφίων και η καθιέρωση διαδικασίας ανάδειξης υποψηφίων στην οποία υπάρχει ένας τουλάχιστον υποψήφιος από κάθε φύλο.
iii) Οσάκις γίνεται χρήση, η εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο πρέπει επίσης, με την προσθήκη μιας βασικής προοπτικής και μιας πραγματικής γνώσης των εσωτερικών εργασιών του ιδρύματος, να θεωρείται θετικός τρόπος αύξησης της ποικιλότητας.
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να έχουν θέσει σε εφαρμογή ποσόστωση φύλου του 1/3 το αργότερο δύο χρόνια μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας.
4. Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια για δημοσιοποίηση που ορίζονται στο άρθρο 422 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΤ. Η ΕΑΤ χρησιμοποιεί αυτές τις πληροφορίες για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ποικιλότητας σε επίπεδο Ένωσης.
5. Η ΕΑΤ αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές για να διευκρινίσει με ποιο τρόπο η εταιρεία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) την έννοια της αφιέρωσης επαρκούς χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος τα οποία οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν δίνουν άδεια σε ένα μέλος του διοικητικού οργάνου ενός ιδρύματος να κατέχει ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις σε διοικητικά συμβούλια από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α)·
β) την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, δεξιοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β)·
γ) τις έννοιες της ειλικρίνειας, ακεραιότητας και ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο γ)·
δ) την έννοια του επαρκούς προσωπικού και των επαρκών χρηματικών πόρων που αφιερώνονται για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 2·
ε) την έννοια της ποικιλότητας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου, σύμφωνα με την παράγραφο 3.
▌
Η ΕΑΤ εγκρίνει τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές έως τις 31 Δεκεμβρίου 2015.
5α. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική.
Άρθρο 88
Πολιτικές Αποδοχών
1. Η εφαρμογή των άρθρων 88 παράγραφος 2 έως 91 διασφαλίζεται από αρμόδιες αρχές για ιδρύματα σε επίπεδο ομίλου, μητρικής εταιρείας και θυγατρικών, συμπεριλαμβανομένων όσων εδρεύουν σε υπεράκτια (offshore) οικονομικά κέντρα.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή του συνόλου των πολιτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και των προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, για τις κατηγορίες υπαλλήλων που περιλαμβάνουν ανώτερα διοικητικά στελέχη, πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου, καθώς και κάθε εργαζόμενο οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους, των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου τους, τα ιδρύματα συμμορφώνονται προς τις ακόλουθες αρχές κατά τρόπο και σε βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους:
α) η πολιτική αποδοχών συνάδει με και προωθεί την ορθή και αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων και δεν ενθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων εκ μέρους του ιδρύματος·
β) η πολιτική αποδοχών είναι σύμφωνη προς την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος και ενσωματώνει μέτρα για την αποφυγή αντικρουόμενων συμφερόντων·
γ) το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας, υιοθετεί και περιοδικά αναθεωρεί τις γενικές αρχές της πολιτικής αποδοχών και είναι υπεύθυνο για την υλοποίησή της·
δ) η υλοποίηση της πολιτικής αποδοχών υπόκειται, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, σε κεντρική και ανεξάρτητη εσωτερική επανεξέταση όσον αφορά τη συμμόρφωσή της προς τις πολιτικές και διαδικασίες αποδοχών που υιοθετούνται από το διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής αρμοδιότητάς του·
ε) τα μέλη προσωπικού που έχουν επιφορτισθεί με καθήκοντα ελέγχου είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες τις οποίες εποπτεύουν, έχουν τις κατάλληλες εξουσίες και αμείβονται με βάση την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τα καθήκοντά τους, ανεξαρτήτως των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν·
στ) οι αποδοχές των ανωτέρων στελεχών στις λειτουργίες διαχείρισης του κινδύνου και της κανονιστικής συμμόρφωσης εποπτεύονται άμεσα από την επιτροπή αποδοχών του άρθρου 91 ή, εφόσον δεν έχει συσταθεί η ανωτέρω επιτροπή, από το διοικητικό όργανο υπό την εποπτική του αρμοδιότητα.
στα) στην πολιτική αποδοχών γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των κριτηρίων όσον αφορά τον καθορισμό:
- των σταθερών βασικών αποδοχών, που πρέπει να αναλογούν κυρίως στη συναφή επαγγελματική εμπειρία και την ευθύνη της διαχείρισης όπως ορίζεται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης,
- των μεταβλητών αποδοχών, που πρέπει να ανακλούν τις επιδόσεις που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες για την εκπλήρωση των καθηκόντων που περιλαμβάνονται στην περιγραφή καθηκόντων του υπαλλήλου ως μέρος των όρων της σύμβασης,
- οιωνδήποτε άλλων παροχών προς τον υπάλληλο που υπερβαίνουν τις απαιτούμενες από το νόμο.
Έως την 1η Ιανουαρίου 2014 η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδιο ρυθμιστικού προτύπου που ορίζει τα ποιοτικά και τα ενδεδειγμένα ποσοτικά κριτήρια για τον εντοπισμό κατηγοριών προσωπικού που θεωρούνται ως πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει το κανονιστικό τεχνικό πρότυπο που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 89
Ιδρύματα που επωφελούνται από κυβερνητική παρέμβαση
Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από κατ' εξαίρεση κυβερνητική παρέμβαση, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές του άρθρου 88 παράγραφος 2:
α) οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί των καθαρών εσόδων, όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική στήριξη,
β) οι σχετικές αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να αναδιαρθρώνουν τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένης, όπου συντρέχει περίπτωση, της θέσπισης ορίων στις αποδοχές των προσώπων που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1 της παρούσας οδηγίας ή του άρθρου 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ,
γ) δεν πρέπει να καταβάλλεται μεταβλητή αμοιβή στα πρόσωπα που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 13 παράγραφος 1, εκτός εάν τούτο είναι δικαιολογημένο.
Άρθρο 89α
Ιδρύματα που επωφελούνται από μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ
Στην περίπτωση ιδρυμάτων που επωφελούνται από οιεσδήποτε μακροπρόθεσμες πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα σε αυτές του άρθρου 88 παράγραφος 2:
α) Δημοσιοποίηση του κέρδους από τη μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση της ΕΚΤ μέσω πράξεων αρμπιτράζ επιτοκίων (carry trade)·
β) Οιοδήποτε κέρδος από τις πράξεις αρμπιτράζ επιτοκίων (carry trade) δεν λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό των αποδοχών και των αποθεματικών πρόσθετων αμοιβών.
Άρθρο 90
Μεταβλητά στοιχεία αποδοχών
1 Στην περίπτωση μεταβλητών στοιχείων αποδοχών, οι εξής αρχές ισχύουν επιπρόσθετα και βάσει των ιδίων προϋποθέσεων με αυτές του άρθρου 88 παράγραφος 2:
α) στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, το συνολικό ποσό των αποδοχών βασίζεται σε ένα συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της σχετικής επιχειρηματικής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του ιδρύματος, και, κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων, λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια·
β) η αξιολόγηση των επιδόσεων εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, ώστε να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία της αξιολόγησης βασίζεται σε πιο μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε μια περίοδο που λαμβάνει υπόψη τον υποκείμενο κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος και τους επιχειρηματικούς του κινδύνους·
γ) το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν περιορίζει τη δυνατότητα των ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή βάση τους·
γα) οι εγγυημένες πρόσθετες αμοιβές δεν συνάδουν με την υγιή διαχείριση κινδύνου ή την αρχή της αμοιβής βάσει επιδόσεων και δεν περιλαμβάνονται στα μελλοντικά σχέδια αποδοχών·
δ) οι εγγυημένες μεταβλητές αποδοχές αποτελούν εξαίρεση και παρέχονται μόνο όταν προσλαμβάνεται νέο προσωπικό και μόνο για το πρώτο έτος απασχόλησης, υπό τον όρο ότι το ίδρυμα διαθέτει υγιή και ισχυρή κεφαλαιακή βάση·
ε) οι σταθερές και οι μεταβλητές συνιστώσες των συνολικών αποδοχών εξισορροπούνται κατάλληλα και η σταθερή συνιστώσα αντιπροσωπεύει ένα αρκετά υψηλό μερίδιο των συνολικών αποδοχών ώστε να καθιστά εφικτή την εφαρμογή μιας πλήρως ευέλικτης πολιτικής σχετικά με τις συνιστώσες για τις μεταβλητές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας μη καταβολής μεταβλητών συνιστωσών αποδοχών.
στ) τα ιδρύματα ορίζουν τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών βάσει του υπολογισμού ότι η μεταβλητή συνιστώσα δεν υπερβαίνει τη σταθερή συνιστώσα του συνόλου των αποδοχών·
ζ) οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι σχεδιασμένες ούτως ώστε να μην ανταμείβεται η αποτυχία·
ζα) τα πακέτα αποδοχών που αφορούν αποζημίωση ή εξαγορά από συμβάσεις σε προηγούμενη απασχόληση δεν είναι δυσανάλογα, δεν παρέχουν ενωρίτερη ή μεγαλύτερη πληρωμή σε σχέση με αυτή της προηγούμενης απασχόλησης και πρέπει επίσης να ευθυγραμμίζονται με το μακροπρόθεσμο συμφέρον του ιδρύματος, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων περί επίσχεσης, αναστολής, επιδόσεων και ανάκτησης·
η) η μέτρηση των επιδόσεων που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές ή των ομαδοποιημένων συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές περιλαμβάνει προσαρμογή προς κάθε είδους τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων και λαμβάνει υπόψη το κόστος κεφαλαίου και τη ρευστότητα που απαιτείται·
θ) η κατανομή των συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές εντός του πιστωτικού ιδρύματος λαμβάνει επίσης υπόψη το πλήρες φάσμα των τρεχόντων και μελλοντικών κινδύνων·
ι) σημαντικό μέρος, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 50% οιωνδήποτε μεταβλητών αποδοχών, αποτελείται από την αναλογία των παρακάτω:
i) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική δομή του σχετικού ιδρύματος ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα μέσα, σε περίπτωση μη εισηγμένων ιδρυμάτων,
ii) άλλα μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 49 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], που αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης.
Τα μέσα που αναφέρονται στο παρόν στοιχείο υπόκεινται σε ενδεδειγμένη πολιτική διακράτησης με σκοπό την ευθυγράμμιση των κινήτρων με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Τα κράτη μέλη ή οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να θέτουν περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύουν ορισμένα μέσα όπως αρμόζει. Το παρόν σημείο εφαρμόζεται τόσο στο μέρος του υπό αναβολή μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών σύμφωνα με το στοιχείο (ια) όσο και στο μέρος του μεταβλητού στοιχείου των αποδοχών που δεν τελεί υπό αναβολή·
ια) η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον 60% της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών, αναβάλλεται για περίοδο η οποία δεν είναι μικρότερη από τρία έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση της επιχείρησης, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες του εν λόγω μέλους του προσωπικού.
Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις περί αναβολής κατοχυρώνονται το πολύ κατ’ αναλογία του χρόνου. Σε περίπτωση μεταβλητής συνιστώσας αποδοχών ιδιαίτερα υψηλού ποσού, άνω των 100.000 ευρώ, αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά το 60% του ποσού. Η διάρκεια της περιόδου αναβολής ορίζεται σύμφωνα με τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους της και τις δραστηριότητες των εν λόγω μελών του προσωπικού·
ιβ) η μεταβλητή αμοιβή, συμπεριλαμβανομένου του μέρους υπό αναβολή, καταβάλλεται ή κατοχυρώνεται μόνον εφόσον είναι βιώσιμη βάσει της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος συνολικά και δικαιολογημένη βάσει των επιδόσεων του ιδρύματος, της εν λόγω επιχειρησιακής μονάδας και του εν λόγω ατόμου.
Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών θα συρρικνώνεται γενικά σημαντικά όταν το ίδρυμα παρουσιάζει υποτονικές ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις τρέχουσες αμοιβές όσο και τις μειώσεις σε αμοιβές που είχαν προηγουμένως εισπραχθεί, συμπεριλαμβανομένων μέσω ρυθμίσεων malus ή ρυθμίσεων περί επιστροφής αμοιβών·
ιγ) η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του πιστωτικού ιδρύματος·
Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από το ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από το ίδρυμα για διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο (ι). Στη περίπτωση υπαλλήλου που φθάνει στη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται στον υπάλληλο με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στο στοιχείο (ι), με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης·
ιδ) τα μέλη του προσωπικού υποχρεούνται να μην χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με αποδοχές ή ευθύνη για να καταστρατηγούνται οι περιλαμβανόμενοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο·
ιε) η μεταβλητή αμοιβή δεν καταβάλλεται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που διευκολύνουν τη μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
2. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τα κριτήρια που καθορίζουν τις κατάλληλες αναλογίες μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών που αναφέρονται στο σημείο (ε) και για τον ορισμό των κατηγοριών μέσων που πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο σημείο (ι) (ii).
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία υιοθέτησης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
2α. Έως το τέλος του 2012, η Επιτροπή υποβάλλει νομοθετική πρόταση που καθορίζει εφαρμόσιμη σταθερή αναλογία μεταξύ των σταθερών και των μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Άρθρο 91
Επιτροπή Αποδοχών
1. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι τα ιδρύματα τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους θεσπίζουν επιτροπή αποδοχών. Η επιτροπή αποδοχών συγκροτείται ούτως ώστε να εκφέρει αρμοδίως και ανεξαρτήτως γνώμη για τις πολιτικές και τις πρακτικές αποδοχών καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται για τη διαχείριση του κινδύνου, του κεφαλαίου και της ρευστότητας.
2. Οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν ότι η επιτροπή αποδοχών είναι υπεύθυνη για την προετοιμασία των αποφάσεων σχετικά με τις αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων όσων έχουν επιπτώσεις στους κινδύνους και τη διαχείριση των κινδύνων του συγκεκριμένου ▌ ιδρύματος και οι οποίες λαμβάνονται από το διοικητικό όργανο ▌. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής αποδοχών είναι μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία που δεν ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα στο συγκεκριμένο ▌ ίδρυμα. Η επιτροπή αποδοχών περιλαμβάνει εκπροσώπους των εργαζομένων και διασφαλίζει ότι οι κανόνες της επιτρέπουν στους μετόχους να ενεργούν σε συνεννόηση. Κατά την προπαρασκευή παρόμοιων αποφάσεων, η επιτροπή αποδοχών λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων στο ίδρυμα και το δημόσιο συμφέρον.
Άρθρο 91α
Τήρηση ιστοσελίδας σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση και τις αποδοχές
Τα ιδρύματα τηρούν ιστοσελίδα στην οποία εξηγείται με ποιο τρόπο συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις των άρθρων 86 έως 91.
Τμήμα III
Διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης
Άρθρο 92
Εποπτική εξέταση και αξιολόγηση
1. Λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 94, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζουν τα ιδρύματα προκειμένου να συμμορφωθούν προς την παρούσα οδηγία και αξιολογούν τους κινδύνους τους οποίους τα ιδρύματα έχουν αναλάβει ή ενδέχεται να αναλάβουν και τους κινδύνους που ενέχει ένα ίδρυμα για το χρηματοοικονομικό σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη τον εντοπισμό και τη μέτρηση του συστημικού κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
2. Το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης και της αξιολόγησης της παραγράφου 1 θα καλύπτει όλες τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.
3. Βάσει της εξέτασης και της αξιολόγησης που προβλέπονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους, εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων τους.
4. Οι αρμόδιες αρχές καθορίζουν την συχνότητα και την ένταση της εξέτασης και της αξιολόγησης της παραγράφου 1 λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, την συστημική σπουδαιότητα, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του συγκεκριμένου ιδρύματος, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση και αξιολόγηση επικαιροποιούνται τουλάχιστον σε ετήσια βάση.
4α. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όποτε από την αξιολόγηση προκύπτει ότι ένα ίδρυμα ενδέχεται να ενέχει συστημικό κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2010/103, η αρμόδια αρχή ενημερώνει πάραυτα την ΕΑΤ σχετικά με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης.
4β. Οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν σχέδια παρέμβασης με κατάλληλα όρια ενεργοποίησης και με τα απαιτούμενα μέσα έγκαιρης παρέμβασης προκειμένου να αποφεύγεται η επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των ιδρυμάτων και να διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξει σε καμία περίπτωση επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά.
Η ΕΑΤ παρακολουθεί το εύρος των πρακτικών στον συγκεκριμένο τομέα και εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 93
Επίβλεψη εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών
1. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις τόσο στην παρούσα οδηγία όσο και στη οδηγία 2002/87/EΚ, ειδικότερα όσον αφορά την επίβλεψη βάσει κινδύνου, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας δύναται, μετά από διαβουλεύσεις με τις λοιπές αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την επίβλεψη θυγατρικών, να εφαρμόσει στο επίπεδο της εν λόγω εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνο τη διάταξη της οδηγίας 2002/87/EΚ.
2. Σε περίπτωση που εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών υπόκειται σε ισοδύναμες διατάξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας και δυνάμει της οδηγίας 2009/138/EΚ, ειδικότερα όσον αφορά την επίβλεψη βάσει κινδύνου, ο φορέας ενοποιημένης επίβλεψης δύναται, κατόπιν συμφωνίας με τον επιβλέποντα ομάδας στον κλάδο ασφάλισης, να εφαρμόσει στη συγκεκριμένη εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών μόνον τη διάταξη της οδηγίας σχετικά με τον πλέον σημαντικό χρηματοοικονομικό τομέα, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 2 της οδηγίας 2002/87/EΚ.
3. Ο φορέας ενοποιημένης επίβλεψης ενημερώνει την ΕΑΤ και την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ) που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1094/2010[26] σχετικά με τις αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1 και 2.
4. Η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω της Κοινής Επιτροπή του άρθρου 54 αυτών των οδηγιών, αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές για τη σύγκλιση των εποπτικών πρακτικών και, εντός τριετίας από την υιοθέτηση των κατευθυντήριων γραμμών, θα καταρτίσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία υιοθέτησης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων του πρώτου εδαφίου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010[27].
Άρθρο 94
Τεχνικά κριτήρια για την εποπτική εξέταση και αξιολόγηση
1. Επιπρόσθετα στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο, η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τις αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 92 καλύπτει όλα τα παρακάτω:
α) τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που εφαρμόζουν τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων·
β) το βαθμό έκθεσης των ιδρυμάτων σε κίνδυνο συγκέντρωσης καθώς και τη διαχείριση των κινδύνων αυτών, περιλαμβανομένης της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις του Τέταρτου Μέρους του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και του άρθρου 79 της παρούσας οδηγίας·
γ) την αρτιότητα, την καταλληλότητα και τον τρόπο εφαρμογής των πολιτικών και διαδικασιών των ιδρυμάτων για τη διαχείριση του υπολειπόμενου κινδύνου που συνδέεται με τη χρήση αναγνωρισμένων τεχνικών μείωσης του πιστωτικού κινδύνου·
δ) το βαθμό στον οποίο είναι επαρκή τα ίδια κεφάλαια που διατηρεί ένα ίδρυμα σε σχέση με στοιχεία ενεργητικού που έχει τιτλοποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής σημασίας της συναλλαγής και του επιτευχθέντος βαθμού μεταφοράς κινδύνου·
ε) την έκθεση σε κίνδυνο ρευστότητας που αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και τη μέτρηση και διαχείριση αυτού, συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης αναλύσεων εναλλακτικών σεναρίων, της διαχείρισης παραγόντων που μειώνουν τον κίνδυνο (ειδικά το επίπεδο, τη σύνθεση και την ποιότητα των αποθεμάτων ρευστότητας) και αποτελεσματικών σχεδίων έκτακτης ανάγκης)·
στ) τις επιπτώσεις της διαφοροποίησης και τον τρόπο με τον οποίο οι επιπτώσεις αυτές παραμετροποιούνται στο σύστημα μέτρησης κινδύνων·
ζ) τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που πραγματοποιούν τα ιδρύματα που χρησιμοποιούν εσωτερικό υπόδειγμα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για κίνδυνο αγοράς βάσει του Τρίτου Μέρους, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
η) τη γεωγραφική θέση των εκθέσεων των ιδρυμάτων·
θ) το επιχειρηματικό μοντέλο του ιδρύματος.
2. Για τους σκοπούς του στοιχείου ε) της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές θα διεξάγουν σε τακτά διαστήματα συνολική εκτίμηση της γενικής διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας από τα ιδρύματα και θα προάγουν την ανάπτυξη αξιόπιστων εσωτερικών μεθόδων. Κατά τη διεξαγωγή αυτών των εκτιμήσεων, οι αρμόδιες αρχές θα έχουν υπόψη τους το ρόλο που διαδραματίζουν τα ιδρύματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους θα έχουν επίσης υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όλων των άλλων κρατών μελών.
3. Οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσο ένα ίδρυμα έχει παράσχει έμμεση υποστήριξη σε μια τιτλοποίηση. Αν διαπιστωθεί ότι το ίδρυμα έχει παράσχει πάνω από μία φορά έμμεση υποστήριξη, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα που αντικατοπτρίζουν την αυξημένη προσδοκία ότι το ίδρυμα θα παράσχει μελλοντικά υποστήριξη στις τιτλοποιήσεις του και δεν θα μπορέσει να επιτύχει μια ουσιαστική μεταφορά κινδύνου.
4. Για τους σκοπούς της αξιολόγησης που πρέπει να γίνει βάσει του άρθρου 92 παράγραφος 3 της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν εάν οι αναπροσαρμογές της αξίας που έχουν πραγματοποιηθεί για θέσεις/χαρτοφυλάκια στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, σύμφωνα με το άρθρο 100 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], επιτρέπουν στο ίδρυμα να πωλήσει ή να αντισταθμίσει τις θέσεις του σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς σημαντικές ζημίες υπό κανονικές συνθήκες αγοράς.
5. Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τον κίνδυνο επιτοκίου τον οποίο αναλαμβάνουν τα ιδρύματα και οποίος απορρέει από τις μη σχετιζόμενες με το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών δραστηριότητές τους. Μέτρα θα απαιτηθούν στην περίπτωση ιδρυμάτων των οποίων η οικονομική αξία μειώνεται κατά περισσότερο από 20% των ιδίων κεφαλαίων τους ως αποτέλεσμα αιφνίδιας και αναπάντεχης μεταβολής των επιτοκίων το μέγεθος της οποίας καθορίζεται από τις αρμόδιες αρχές και παραμένει το ίδιο για όλα τα ιδρύματα.
6. Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν την έκθεση των ιδρυμάτων στον κίνδυνο επίμονης μόχλευσης που καθορίζεται από τους δείκτες επίμονης μόχλευσης, συμπεριλαμβανομένου του δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με το άρθρο 416 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Για τον καθορισμό της επάρκειας του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων και των ρυθμίσεων, στρατηγικών, διαδικασιών και μηχανικών που εφαρμόζουν τα ιδρύματα για τη διαχείριση του κινδύνου επίμονης μόχλευσης, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να λαμβάνουν υπόψη το επιχειρηματικό μοντέλο αυτών των ιδρυμάτων.
7. Η εξέταση και αξιολόγηση που πραγματοποιούν οι αρμόδιες αρχές περιλαμβάνουν τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης των ιδρυμάτων, την εταιρική τους κουλτούρα, τις εταιρικές τους αξίες και την ικανότητα των μελών του διοικητικού οργάνου να εκτελούν τα καθήκοντά τους. Κατά την εξέταση και αξιολόγηση οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν τουλάχιστον τα θέματα προς συζήτηση και τα δικαιολογητικά έγγραφα των συνεδριάσεων του διοικητικού οργάνου και των επιτροπών αυτού και τα αποτελέσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιολόγησης επιδόσεων του διοικητικού οργάνου.
Άρθρο 95
Εφαρμογή εποπτικών μέτρων σε ένα είδος ιδρυμάτων
, σε όλα τα ιδρύματα και διασυνοριακά μέτρα (αμοιβαιότητα)
1. Όπου οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν βάσει του άρθρου 92 ότι ένα συγκεκριμένο είδος ιδρύματος, όλα τα ιδρύματα ή, σε περίπτωση διασυνοριακών ιδρυμάτων, η ΕΑΤ είναι ή ενδέχεται να είναι εκτεθειμένη σε παρόμοιους κινδύνους ή μπορεί να ενέχει παρόμοιους κινδύνους για το χρηματοοικονομικό σύστημα, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εφαρμόζουν τα άρθρα 98 και 99 με παρόμοιο τρόπο σε αυτό το είδος ιδρύματος, σε όλα τα ιδρύματα ή σε διασυνοριακό επίπεδο (αμοιβαιότητα).
Το είδος των ιδρυμάτων μπορεί ειδικότερα να καθορίζεται βάσει των κριτηρίων του άρθρου 94 παράγραφος 1, στοιχεία η) και θ).
2. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ όταν θέτουν σε εφαρμογή την παράγραφο 1. Η ΕΑΤ παρακολουθεί τις εποπτικές πρακτικές και παρέχει κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο αξιολόγησης παρόμοιων κινδύνων. Αυτές οι κατευθυντήριες γραμμές υιοθετούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 96
Πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης
1. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης τουλάχιστον μία φορά το χρόνο για τα ιδρύματα που επιβλέπουν. Το πρόγραμμα αυτό λαμβάνει υπόψη τη διαδικασία εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης σύμφωνα με το άρθρο 92. Περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
α) Μια ένδειξη του πώς οι αρμόδιες αρχές σκοπεύουν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους και να κατανείμουν τους πόρους τους.
β) Μια ένδειξη του ποια ιδρύματα θα τεθούν σε βελτιωμένη επίβλεψη και πρόβλεψη για αυτήν την επίβλεψη σύμφωνα με την παράγραφο 3.
γ) Σχέδιο για επιτόπου επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων και θυγατρικών αυτού που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα άρθρα 53, 114 και 116, με την επιφύλαξη του άρθρου 53, παράγραφος 3.
2. Τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης περιλαμβάνουν τα ακόλουθα ιδρύματα:
α) Ιδρύματα για τα οποία τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων του σημείου ζ) του άρθρου 94 παράγραφος 1 και του άρθρου 97, ή το αποτέλεσμα της εποπτικής εξέτασης και αξιολόγησης βάσει του άρθρου 92 δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών κινδύνων σημαντικών κινδύνων για τη συνεχή χρηματοοικονομική τους αρτιότητα ή μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
β) Ιδρύματα που ενέχουν συστημικό κίνδυνο για το χρηματοοικονομικό σύστημα·
γ) Οποιαδήποτε άλλα ιδρύματα για τα οποία οι αρμόδιες αρχές το θεωρούν αναγκαίο.
3. Όποτε αυτό κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το άρθρο 92, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα θα λαμβάνονται αν είναι απαραίτητο:
α) αύξηση του αριθμού ή της συχνότητας των επιτόπου επιθεωρήσεων του ιδρύματος·
β) μόνιμη παρουσία της αρμόδιας αρχής στο ίδρυμα·
γ) υποβολή πρόσθετων ή συχνότερων αναφορών από το ίδρυμα·
δ) πρόσθετες ή συχνότερες εξετάσεις του λειτουργικού, στρατηγικού ή επιχειρηματικού σχεδίου του ιδρύματος·
ε) θεματικές εξετάσεις που παρακολουθούν συγκεκριμένους κινδύνους που ενδέχεται να εμφανιστούν.
Άρθρο 97
Εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων
1. Οι αρμόδιες αρχές διενεργούν ετήσιες εποπτικές προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στα ιδρύματα που επιβλέπουν, όπου η διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 92 δείχνει ότι αυτές οι προσομοιώσεις χρειάζονται και ότι οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων βάσει του άρθρου 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 δεν επαρκούν σύμφωνα με το αποτέλεσμα της διαδικασίας του άρθρου 92.
2. Η ΕΑΤ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, για να διασφαλίσει τη χρήση κοινών μεθόδων από τις αρμόδιες αρχές κατά τη διενέργεια ετήσιων εποπτικών προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων.
Άρθρο 98
Διαρκής εξέταση της άδειας χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων
1. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν σε διαρκή βάση ή επανεκτιμούν τουλάχιστον μια φορά κάθε 3 χρόνια τη συμμόρφωση των ιδρυμάτων με εσωτερικές προσεγγίσεις. Δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε αλλαγές στην επιχειρηματική δραστηριότητα του ιδρύματος και στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων σε νέα προϊόντα.
2. Για ιδρύματα στα οποία έχει δοθεί άδεια για τη χρήση εσωτερικών προσεγγίσεων, οι αρμόδιες αρχές ειδικότερα εξετάζουν και αξιολογούν κατά πόσο το ίδρυμα χρησιμοποιεί άρτια αναπτυγμένες και επικαιροποιημένες τεχνικές και πρακτικές.
3. Αν σε εσωτερικό μοντέλο κινδύνου αγοράς, πληθώρα υπερβάσεων όπως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 355 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] δείχνουν ότι το μοντέλο δεν είναι αρκετά ακριβές, οι αρμόδιες αρχές ανακαλούν την άδεια χρήσης του εσωτερικού μοντέλου ή επιβάλουν κατάλληλα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το μοντέλο θα βελτιωθεί άμεσα.
4. Αν σε ένα ίδρυμα έχει επιτραπεί η χρήση εσωτερικής προσέγγισης, αλλά η οποία προσέγγιση δεν τηρεί πλέον τις ισχύουσες απαιτήσεις, οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από το ίδρυμα να υποβάλει σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις και να ορίσει προθεσμία για την υλοποίησή του. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν να γίνουν βελτιώσεις στο σχέδιο αν αυτό δεν αναμένεται να φέρει πλήρη συμμόρφωση ή αν η προθεσμία είναι ακατάλληλη. Αν το ίδρυμα δεν αναμένεται να μπορέσει να επαναφέρει τη συμμόρφωση εντός κατάλληλης προθεσμίας, η άδεια χρήσης της εσωτερικής προσέγγισης ανακαλείται ή περιορίζεται στα συμμορφούμενα τμήματα ή στα τμήματα στα οποία η συμμόρφωση είναι εφικτή εντός κατάλληλης προθεσμίας. Αν είναι πιθανό η μη συμμόρφωση να οδηγήσει σε ανεπάρκεια ίδιων κεφαλαίων, οι αρμόδιες αρχές ζητούν εγκαίρως ανάλογη ποσότητα πρόσθετων ιδίων κεφαλαίων. Οι αρμόδιες αρχές παρακολουθούν την υλοποίηση του σχεδίου και επιβάλλουν κατάλληλες ποινές σύμφωνα με το άρθρο 64 αν το ίδρυμα καθυστερεί σημαντικά στην υλοποίηση του σχεδίου του.
5. Για την προώθηση της συνεπούς αρτιότητας των εσωτερικών προσεγγίσεων σε επίπεδο Ένωσης, η ΕΑΤ αναλύει εσωτερικές προσεγγίσεις διαφόρων ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της συνέπειας στην υλοποίηση του ορισμού του κινδύνου αθέτησης και του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα ιδρύματα παρόμοιους κινδύνους ή έκθεση σε κίνδυνο.
Η ΕΑΤ αναπτύσσει κατευθυντήριες γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι οποίες περιέχουν συγκριτικά κριτήρια βάσει αυτής της ανάλυσης.
Οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν αυτήν την ανάλυση και τα συγκριτικά κριτήρια υπόψη για την εξέταση των αδειών χρήσης εσωτερικών προσεγγίσεων τις οποίες παρέχουν σε ιδρύματα.
Τμήμα IV
Εποπτικά Μέτρα
Άρθρο 99
Εποπτικά Μέτρα
1. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από οποιοδήποτε ίδρυμα να λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα σε πρώιμο στάδιο για να αντιμετωπίσει σχετικά προβλήματα στις εξής καταστάσεις:
α) Το ίδρυμα δεν τηρεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας·
β) ένα ίδρυμα είναι πιθανό να παραβεί τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές έχουν τις ακόλουθες που αναφέρονται στο άρθρο 64.
Άρθρο 100
Συγκεκριμένες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων
1. Οι αρμόδιες αρχές επιβάλλουν ειδική κεφαλαιακή απαίτηση όσον αφορά τους κινδύνους που δεν καλύπτονται από το άρθρο 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τουλάχιστον στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στα άρθρα 72 έως 74 και το άρθρο 382 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] ή για τα οποία υπάρχουν αρνητικές διαπιστώσεις ως προς τα προβλεπόμενα στο άρθρο 92 παράγραφος 3, εφόσον μόνη της η εφαρμογή άλλων μέτρων δεν είναι πιθανό να βελτιώσει επαρκώς εντός του κατάλληλου χρονικού πλαισίου τις ρυθμίσεις, διαδικασίες, μηχανισμούς και στρατηγικές.
2. Για τον σκοπό του καθορισμού του κατάλληλου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων με βάση τον έλεγχο και την αξιολόγηση που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92, οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν κατά πόσον είναι αναγκαία οποιαδήποτε επιβολή ειδικής απαίτησης ιδίων κεφαλαίων, πέραν της κεφαλαιακής απαίτησης, για την αποτύπωση των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί ένα ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α) τις ποσοτικές και ποιοτικές πτυχές της διαδικασίας αξιολόγησης των ιδρυμάτων που αναφέρεται στο άρθρο 72·
β) τις ρυθμίσεις, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς του ιδρύματος που αναφέρονται στα άρθρα 73 και 74·
γ) το αποτέλεσμα του ελέγχου και της αξιολόγησης που διενεργούνται σύμφωνα με το άρθρο 92.
3. Όταν ένα ίδρυμα αναφέρει στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 367 παράγραφος 5 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] ότι τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων που αναφέρονται σε εκείνο το άρθρο υπερβαίνουν κατά πολύ τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων του για το χαρτοφυλάκιο συσχετικών συναλλαγών, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν μια εξειδικευμένη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων για το χαρτοφυλάκιο συσχετικών συναλλαγών ώστε να καλυφθεί αυτό το πλεόνασμα.
Άρθρο 101
Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσίευσης
1. Τα κράτη μέλη δίνουν την εξουσία στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τα ιδρύματα:
α) να δημοσιοποιούν στοιχεία τα οποία αναφέρονται στο Όγδοο Μέρος του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] περισσότερες από μία φορές το χρόνο και να θέτουν προθεσμίες δημοσίευσης·
β) να χρησιμοποιούν συγκεκριμένα μέσα και τοποθεσίες για δημοσιεύματα εκτός των οικονομικών καταστάσεων· τα κράτη μέλη δίνουν την εξουσία στις αρμόδιες αρχές να απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις να δημοσιοποιούν σε ετήσια βάση είτε ως πλήρες κείμενο ή με αναφορές σε αντίστοιχα στοιχεία, μια περιγραφή της νομικής δομής και διακυβέρνησης και της οργανωτικής δομής του ομίλου ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 14 παράγραφος 3, 73 παράγραφος 1 και 104 παράγραφος 2.
Άρθρο 102
Συνέπεια των εποπτικών εξετάσεων, αξιολογήσεων και εποπτικών μέτρων
1. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΤ για τα εξής:
α) τη λειτουργία του συστήματος εξέτασης και αξιολόγησης του άρθρου 92·
β) τη μεθοδολογία που ακολουθούν για τη λήψη αποφάσεων σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 3 και τα άρθρα 97, 98 και 99 σχετικά με τα συστήματα του στοιχείου α).
βα) τις αποφάσεις μαζί με τους λόγους που τις οδήγησαν σε αυτές σύμφωνα με το άρθρο 94 (3) και τα άρθρα 97, 98 και 99· και
ββ) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες σχετικά με τη βέλτιστη πρακτική στον τομέα των εποπτικών επισκοπήσεων, αξιολογήσεων και μέτρων.
Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΤ τις αποφάσεις που έλαβαν σύμφωνα με το άρθρο 94 παράγραφος 3 και τα άρθρα 97, 98 και 99, μαζί με τους λόγους που τις οδήγησαν σε αυτές.
2. Η ΕΑΤ υποβάλλει ετήσια αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο σχετικά με τις εξελίξεις στη βέλτιστη εποπτική πρακτική και το βαθμό σύγκλισης της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου μεταξύ των κρατών μελών.
Με σκοπό την εξάπλωση της βέλτιστης πρακτικής και την περαιτέρω σύγκλιση, η ΕΑΤ διενεργεί αξιολογήσεις ομοτίμων σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος, τη διάρθρωση, την εσωτερική οργάνωση των ιδρυμάτων και τη φύση και το πεδίο των δραστηριοτήτων, για να διευκρινίσει περαιτέρω τα εξής:
α) την κοινή διαδικασία και μέθοδο για τα συστήματα εξέτασης και αξιολόγησης που αναφέρεται στο άρθρο 92 παράγραφος 1,
β) τα κριτήρια που αφορούν την οργάνωση και αντιμετώπιση των κινδύνων που αναφέρονται στα άρθρα 75 έως 85 και τα κριτήρια της εξέτασης και αξιολόγησης από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 92.
4. Μεταβιβάζονται στην Επιτροπή εξουσίες για να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο α) το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015 και τα σχέδια τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 στοιχείο β) το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016.
Τμήμα V
Επίπεδο εφαρμογής
Άρθρο 103
Εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας
1. Οι αρμόδιες υπηρεσίες απαιτούν από κάθε ίδρυμα που δεν είναι ούτε θυγατρική στο κράτος μέλος στο οποίο έχει αδειοδοτηθεί και είναι υπό εποπτεία, ούτε μητρική επιχείρηση, και κάθε ίδρυμα που δεν περιλαμβάνεται στην ενοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] να τηρεί τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο άρθρο 72 σε ατομική βάση.
Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να απαλλάξουν ένα ίδρυμα που πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] από το άρθρο 72.
Αν οι αρμόδιες αρχές ακυρώσουν την ισχύ των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση όπως προβλέπονται στο άρθρο 14 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι απαιτήσεις του άρθρου 72 ισχύουν σε ατομική βάση.
2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές υποχρεώσεις σε ένα κράτος μέλος, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 16 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72 στη βάση της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής τους κατάστασης.
3. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα που είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε κράτος μέλος, στο μέτρο και με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο 16 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 72 στη βάση της ενοποιημένης χρηματοοικονομικής κατάστασης αυτής της μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Όπου περισσότερα από ένα ιδρύματα είναι υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε κράτος μέλος, το πρώτο εδάφιο ισχύει μόνο για το ίδρυμα για το οποίο η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 106.
4. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα θυγατρικά ιδρύματα να εφαρμόζουν τις απαιτήσεις του άρθρου 72 σε υποενοποιημένη βάση αν αυτά τα ιδρύματα ή η μητρική επιχείρηση, αν αυτή είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, έχουν ίδρυμα ή χρηματοοικονομικό ίδρυμα ή εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2002/87/ΕΚ ως θυγατρική τους σε τρίτη χώρα ή κατέχουν συμμετοχή σε τέτοια επιχείρηση.
5. Η ενοποιημένη οικονομική κατάσταση θα καθορίζεται σύμφωνα με το Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2, Τμήματα 2 και 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Άρθρο 104
Ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμοί των ιδρυμάτων
1. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Τμήμα II σε ατομική βάση, εκτός αν οι αρμόδιες αρχές κάνουν χρήση της παρέκκλισης του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων].
2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις μητρικές επιχειρήσεις και τις θυγατρικές για τις οποίες ισχύει η παρούσα οδηγία να τηρούν τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Τμήμα II του παρόντος Κεφαλαίου σε ενοποιημένη και υποενοποιημένη βάση, να διασφαλίζουν ότι οι ρυθμίσεις, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που απαιτούνται από αυτές τις διατάξεις είναι συνεπείς και καλά ενσωματωμένες και ότι οποιαδήποτε δεδομένα και στοιχεία που σχετίζονται με το σκοπό της εποπτείας μπορούν να παρασχεθούν. Ιδιαίτερα, να διασφαλίζουν ότι οι θυγατρικές για τις οποίες δεν ισχύει η παρούσα οδηγία θεσπίζουν ρυθμίσεις, διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν τη συμμόρφωση με αυτές τις διατάξεις.
3. Οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από το Τμήμα II του παρόντος Κεφαλαίου σχετικά με θυγατρικές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν υπόκεινται οι ίδιες στην παρούσα οδηγία, δεν ισχύουν αν το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ΕΕ ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπό τον έλεγχο μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εντός της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εντός της ΕΕ μπορεί/μπορούν να αποδείξουν στις αρμόδιες αρχές ότι η εφαρμογή του Τμήματος II είναι παράνομη σύμφωνα με τη νομοθεσία της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η θυγατρική.
Άρθρο 105
Εξέταση και αξιολόγηση και εποπτικά μέτρα
1. Οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του Τμήματος III και τα εποπτικά μέτρα του Τμήματος IV σύμφωνα με το βαθμό εφαρμογής των απαιτήσεων του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος I αυτού του κανονισμού.
2. Αν οι αρμόδιες αρχές έχουν ανακαλέσει την εφαρμογή των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με το άρθρο 14 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι απαιτήσεις του άρθρου 92 της παρούσας οδηγίας ισχύει για την εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων σε ατομική βάση.
Κεφάλαιο 3
Εποπτεία σε ενοποιημένη βάση
Τμήμα I
Αρχές για την άσκηση εποπτείασ σε ενοποιημένη βάση
Άρθρο 106
Καθορισμός της αρχής ενοποιημένης εποπτείας
1. Όταν η μητρική επιχείρηση είναι μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος ή μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας.
2. Όταν η μητρική επιχείρηση ενός ιδρύματος είναι μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη σε ένα κράτος μέλος ή μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν στο εν λόγω ίδρυμα την άδεια λειτουργίας.
3. Στην περίπτωση κατά την οποία ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή την ίδια μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από τις αρμόδιες αρχές του ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο συστάθηκε η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Όταν πρόκειται για μητρικές επιχειρήσεις ιδρυμάτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, οι οποίες περιλαμβάνουν περισσότερες της μιας χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών ή εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών με κεντρικά γραφεία σε διαφορετικά κράτη μέλη και εφόσον υπάρχει πιστωτικό ίδρυμα σε καθένα από τα εν λόγω κράτη μέλη, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή του πιστωτικού ιδρύματος με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού.
4. Όταν πρόκειται για περισσότερα ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα και έχουν ως μητρική επιχείρηση την ίδια χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και όταν κανένα από τα εν λόγω ιδρύματα δεν έχει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο έχει την καταστατική της έδρα η χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η εποπτεία σε ενοποιημένη βάση ασκείται από την αρμόδια αρχή που χορήγησε την άδεια λειτουργίας στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού, το οποίο, για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρείται ως το ίδρυμα το ελεγχόμενο από μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών στην ΕΕ ή μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών στην ΕΕ.
5. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές δύνανται, κοινή συναινέσει, να παρεκκλίνουν από τα κριτήρια που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 εάν η εφαρμογή τους αντενδείκνυται, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδρύματα και τη σχετική σπουδαιότητα των δραστηριοτήτων τους στις διάφορες χώρες, και να αναθέσουν σε άλλη αρμόδια αρχή την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Στις περιπτώσεις αυτές, προτού λάβουν τέτοια απόφαση, οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στο εγκατεστημένο στην ΕΕ μητρικό ίδρυμα, ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή στην εγκατεστημένη στην ΕΕ μητρική εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή στο ίδρυμα με το μεγαλύτερο σύνολο ισολογισμού τη δυνατότητα να εκφέρει γνώμη σχετικά με την απόφαση αυτή.
6. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ τις συμφωνίες που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 5.
Άρθρο 107
Συντονισμός εποπτικών δραστηριοτήτων από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας
1. Επιπρόσθετα στις υποχρεώσεις που ορίζουν οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], η αρχή ενοποιημένης εποπτείας θα εκτελεί τα εξής καθήκοντα:
α) συντονισμό της συγκέντρωσης και διάδοσης των χρήσιμων ή ουσιωδών πληροφοριών κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων καθώς και σε επείγουσες καταστάσεις·
β) προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων, κατά τη συνήθη πορεία των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες που αναφέρονται στον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 3, σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές·
γ) τον προγραμματισμό και συντονισμό των εποπτικών δραστηριοτήτων σε συνεργασία με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές και, εφόσον απαιτείται, με τις κεντρικές τράπεζες, κατά την προετοιμασία και κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένων των αρνητικών εξελίξεων σε ιδρύματα ή σε χρηματοοικονομικές αγορές χρησιμοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας για τη διευκόλυνση της διαχείρισης κρίσεων.
2. Εάν η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντα κατά το πρώτο εδάφιο ή εάν οι αρμόδιες αρχές δεν συνεργάζονται με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας στο βαθμό που απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ, η οποία μπορεί να ενεργήσει βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Ο προγραμματισμός και συντονισμός των εποπτικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) περιλαμβάνει ειδικά μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχείο δ) και παράγραφος 4 στοιχείο β), τη διεξαγωγή κοινών αξιολογήσεων, την εφαρμογή σχεδίων έκτακτης ανάγκης και την ενημέρωση του κοινού.
Άρθρο 108
Κοινές αποφάσεις για τις ελάχιστες προληπτικές απαιτήσεις
1. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και οι αρμόδιες αρχές σε ένα κράτος μέλος που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ, ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ σε κράτος μέλος, θα κάνουν ό,τι είναι δυνατό προκειμένου να καταλήξουν σε κοινή απόφαση όσον αφορά τα εξής:
α) την εφαρμογή των άρθρων 64 στοιχείο α), 72, 92 και 100 για να καθοριστεί η επάρκεια του ενοποιημένου επιπέδου ιδίων κεφαλαίων που βρίσκονται στην κατοχή του ομίλου ιδρυμάτων όσον αφορά την οικονομική κατάστασή του και το προφίλ κινδύνου και συνεπώς το απαιτούμενο ύψος κεφαλαίων για την εφαρμογή του άρθρου 98 σε κάθε οντότητα στο πλαίσιο του ομίλου και σε ενοποιημένη βάση·
β) μέτρα για την αντιμετώπιση ουσιωδών ζητημάτων και σημαντικών ευρημάτων που αφορούν την εποπτεία ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν την επάρκεια του οργανισμού και την αντιμετώπιση κινδύνων όπως απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 84 και όσων αφορούν την ανάγκη παραμέτρων ειδικά για το συγκεκριμένο ίδρυμα, διαφορετικών από εκείνες που ορίζονται στο Έκτο Μέρος του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] σύμφωνα με το άρθρο 99 της παρούσας οδηγίας·
βα) σχετικά με τον ορισμό ενός τραπεζικού ομίλου ή επιμέρους θυγατρικών ενός τραπεζικού ομίλου ως σημαντικά από συστημική άποψη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (SIFI) σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό ή εγχώριο επίπεδο.
2. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 λαμβάνεται:
α) για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), εντός τεσσάρων μηνών από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας προς τις άλλες σχετικές αρμόδιες αρχές, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με τα άρθρα 64 στοιχείο α), 72, 92 και 100.
β) για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο β), εντός ενός μηνός από την υποβολή έκθεσης εκ μέρους της αρχής ενοποιημένης εποπτείας, η οποία περιλαμβάνει την αξιολόγηση του προφίλ κινδύνου ρευστότητας του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 84.
Η κοινή απόφαση λαμβάνει επίσης υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου των θυγατρικών που διενεργείται από τις σχετικές αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 64 στοιχείο α), 72, 92 και 100.
Η κοινή απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση που θα δοθεί στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Σε περίπτωση διαφωνίας, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συμβουλεύεται την ΕΑΤ αν αυτό ζητηθεί από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας μπορεί επίσης να συμβουλευτεί την ΕΑΤ αυτεπάγγελτα.
3. Εάν δεν ληφθεί κοινή απόφαση από τις αρμόδιες αρχές εντός της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 2, η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 64 στοιχείο α), 72, 84, 92, 98, 99 και 100 λαμβάνεται σε ενοποιημένη βάση από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας έπειτα από τη δέουσα συνεκτίμηση της αξιολόγησης κινδύνου που έχουν πραγματοποιήσει για τις θυγατρικές οι σχετικές αρμόδιες αρχές. Αν στο τέλος της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της και περιμένει την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνει απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του τετραμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού. Η ΕΑΤ δύναται να αρχίσει διαδικασία διαμεσολάβησης επίσης με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, εδάφιο 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 64 στοιχείο α), 72, 84, 92, 98, 99 και 100 λαμβάνεται από τις αντίστοιχες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ σε ατομική ή υποενοποιημένη βάση έπειτα από δέουσα εξέταση των απόψεων και επιφυλάξεων που έχει εκφράσει η αρχή ενοποιημένης εποπτείας. Αν η ΕΑΤ άρχισε διαδικασία διαμεσολάβησης με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή αν στο τέλος της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο 2, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει στο θέμα στην ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, οι αρμόδιες αρχές αναβάλλουν την απόφασή τους και περιμένουν την απόφαση της ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού, και στη συνέχεια λαμβάνουν απόφαση που συνάδει με την απόφαση της ΕΑΤ. Η περίοδος που αναφέρεται στην παράγραφο 2 θεωρείται ως περίοδος συμβιβασμού, υπό την έννοια που αποδίδεται στον όρο στον κανονισμό. Η ΕΑΤ λαμβάνει την απόφασή της εντός ενός μηνός. Το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά το πέρας του τετραμήνου ή αφού ληφθεί απόφαση από κοινού.
Οι αποφάσεις παρουσιάζονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και λαμβάνει υπόψη την αξιολόγηση κινδύνου, τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμόδιων αρχών, όπως αυτές εκφράστηκαν κατά την περίοδο που προβλέπεται στην παράγραφο 2. Το έγγραφο υποβάλλεται από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας σε όλες τις αρμόδιες αρχές και στο μητρικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ.
Αν έχει ληφθεί η γνώμη της ΕΑΤ, όλες οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις της και αιτιολογούν τυχόν ουσιώδη απόκλιση από αυτές.
4. Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 είναι δεσμευτικές για τις αρμόδιες αρχές του σχετικού κράτους μέλους.
Η κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3 προσαρμόζονται στα πρόσφατα δεδομένα σε ετήσια βάση ή, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία των θυγατρικών εταιρειών μητρικού ιδρύματος της ΕΕ ή μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ υποβάλλει γραπτή και πλήρως αιτιολογημένη αίτηση προς την αρχή ενοποιημένης εποπτείας προκειμένου να προσαρμόσει στα πρόσφατα δεδομένα την απόφαση για την εφαρμογή των άρθρων 98 και 99. Στην τελευταία περίπτωση, η προσαρμογή στα πρόσφατα δεδομένα μπορεί να αντιμετωπίζεται σε διμερή βάση μεταξύ της αρχής ενοποιημένης εποπτείας και της αιτούσας αρμόδιας αρχής.
5. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να διασφαλίσει ομοιόμορφες συνθήκες εφαρμογής της διαδικασίας κοινής απόφασης στην οποία αναφέρεται το παρόν άρθρο, όσον αφορά την υποβολή αιτήσεων κατά τα άρθρα 64 στοιχείο α), 72, 84, 92, 98, 99 και 100, με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης κοινών αποφάσεων.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ θα αναπτύξει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να τα υποβάλει στην Επιτροπή μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.
Άρθρο 109
Απαιτούμενες πληροφορίες σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης
1. Όταν προκύπτει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συμπεριλαμβανομένων των καταστάσεων που ορίζονται στο άρθρο 18 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 ή κατάσταση με αρνητικές εξελίξεις σε χρηματοοικονομικές αγορές, η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη ρευστότητα της αγοράς και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος σε οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη όπου οντότητες του ομίλου έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα κατά το άρθρο 52, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, σύμφωνα και με το κεφάλαιο 1, τμήμα 2 και με τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όπου αυτά ισχύουν, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρχές που μνημονεύονται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 και στο άρθρο 60 και διαβιβάζει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των εργασιών τους. Αυτές οι υποχρεώσεις ισχύουν για όλες τις αρμόδιες αρχές. Εάν η αρχή που μνημονεύεται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 αντιληφθεί μια κατάσταση που περιγράφεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, ειδοποιεί το συντομότερο δυνατό τις αρμόδιες αρχές που προβλέπει το άρθρο 107 και την ΕΑΤ.
Στο μέτρο του δυνατού, η αρμόδια αρχή και η αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 59 παράγραφος 4 χρησιμοποιούν υπάρχοντες καθορισμένους διαύλους επικοινωνίας.
2. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, όταν χρειάζεται πληροφορίες που έχουν ήδη παρασχεθεί σε άλλη αρμόδια αρχή, επικοινωνεί με αυτήν, στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή υποβολή πληροφοριών στις διάφορες αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία.
Άρθρο 110
Ρυθμίσεις συντονισμού και συνεργασίας
1. Προκειμένου να διευκολυνθεί και να καταστεί αποτελεσματική η εποπτεία, η αρμόδια αρχή που είναι επιφορτισμένη με την άσκηση εποπτείας σε ενοποιημένη βάση και οι άλλες αρμόδιες αρχές θεσπίζουν γραπτές ρυθμίσεις σε θέματα συντονισμού και συνεργασίας.
Βάσει των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ανατεθούν πρόσθετα καθήκοντα στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας ή στην ΕΑΤ και να προσδιοριστούν διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και τη συνεργασία με άλλες αρμόδιες αρχές.
2. Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στη θυγατρική μιας μητρικής επιχείρησης η οποία αποτελεί ίδρυμα μπορούν, με διμερή συμφωνία και σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, να εκχωρήσουν την εποπτική τους αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές που χορήγησαν την άδεια λειτουργίας και εποπτεύουν τη μητρική επιχείρηση με σκοπό οι τελευταίες αρχές να αναλάβουν την εποπτεία της θυγατρικής, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Η ΕΑΤ πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών. Η ΕΑΤ διαβιβάζει τα πληροφοριακά αυτά στοιχεία στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών.
Άρθρο 111
Σώματα εποπτών
1. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 107 έως 109 παράγραφος 1 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου και σε πλαίσιο συμβατότητας με την κοινοτική νομοθεσία, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
Η ΕΑΤ συμβάλλει στην προώθηση και παρακολούθηση της αποδοτικής, αποτελεσματικής και συνεπούς λειτουργίας των σωμάτων εποπτών τους παρόντος άρθρου σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αρ. 1093/2010. Με αυτόν το στόχο, η ΕΑΤ συμμετέχει κατά την κρίση της και θεωρείται αρμόδια αρχή για το συγκεκριμένο σκοπό.
Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
α) ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το άρθρο 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·
β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·
γ) καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 94 που βασίζονται σε αξιολόγηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 92·
δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στα άρθρα 109 και 112 παράγραφος 2·
ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου ιδρυμάτων, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο κοινοτικό δίκαιο εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·
στ) εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1 στοιχείο γ), λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτόν.
2. Οι αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και η ΕΑΤ συνεργάζονται στενά. Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας βάσει του κεφαλαίου 1 τμήμα ΙΙ και των άρθρων 54 και 58 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών. Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
3. Η σύσταση και η λειτουργία των σωμάτων βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 110 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
4. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις γενικές προϋποθέσεις λειτουργίας των σωμάτων εποπτών.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013.
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
5. Η ΕΑΤ δύναται να καταρτίσει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να ρυθμίσει την επιχειρησιακή λειτουργία των σωμάτων εποπτών.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία έγκρισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως την 31η Δεκεμβρίου 2013.
6. Στα σώματα εποπτών επιτρέπεται να συμμετέχουν οι αρμόδιες αρχές που ευθύνονται για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού πιστωτικού ιδρύματος της ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών της ΕΕ ή μιας μητρικής εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών της ΕΕ, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής όπου έχουν ιδρυθεί σημαντικά υποκαταστήματα όπως αναφέρονται στο άρθρο 52, οι κεντρικές τράπεζες κατά περίπτωση, καθώς και αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά το κεφάλαιο 1 τμήμα ΙΙ και, όπου συντρέχει περίπτωση, τα άρθρα 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
7. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος. Ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Επίσης, ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας ενημερώνει εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
8. Στην απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 8, και οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 52 παράγραφος 2.
9. Η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει του κεφαλαίου 1 τμήματος ΙΙ και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
Άρθρο 112
Υποχρεώσεις συνεργασίας
1. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται στενά μεταξύ τους. Διαβιβάζουν μεταξύ τους όλες τις πληροφορίες που είναι ουσιώδεις ή σχετικές με την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων που αναλαμβάνουν οι άλλες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Από την άποψη αυτή, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν κατόπιν αιτήσεως όλες τις σχετικές πληροφορίες και διαβιβάζουν ιδία πρωτοβουλία όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες.
Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΤ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο που έχει βάσει της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, σύμφωνα με το άρθρο 35 του εν λόγω κανονισμού.
Οι πληροφορίες για τις οποίες γίνεται λόγος στο πρώτο εδάφιο θεωρούνται τουλάχιστον ουσιώδεις αν μπορούν να επηρεάσουν ουσιαστικά την εκτίμηση της χρηματοοικονομικής υγείας ενός ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος μέλος.
Συγκεκριμένα, οι αρχές ενοποιημένης εποπτείας μητρικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένων στην ΕΕ και ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ ή μητρικές εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών εγκατεστημένες στην ΕΕ παρέχουν κάθε σχετική πληροφορία στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών που ασκούν εποπτεία επί θυγατρικών των εν λόγω μητρικών επιχειρήσεων. Κατά τον προσδιορισμό της έκτασης των σχετικών πληροφοριών, λαμβάνεται υπόψη η σπουδαιότητα των εν λόγω θυγατρικών για το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών μελών αυτών.
Οι ουσιώδεις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τα εξής:
α) τον προσδιορισμό της νομικής δομής, διακυβέρνησης και οργανωτικής δομής του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων όλων των ρυθμιζόμενων και μη ρυθμιζόμενων νομικών προσώπων, μη ρυθμιζόμενων θυγατρικών και σημαντικών υποκαταστημάτων που ανήκουν στον όμιλο, των μητρικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 14 παράγραφος 3, 73 παράγραφος 1 και 104 παράγραφος 2, καθώς και των αρμόδιων αρχών των ρυθμιζόμενων νομικών προσώπων του ομίλου·
β) διαδικασίες συλλογής πληροφοριών από τα ιδρύματα ενός ομίλου και επαλήθευση αυτών των πληροφοριών·
γ) αρνητικές εξελίξεις σε ιδρύματα ή άλλα νομικά πρόσωπα ενός ομίλου που δύνανται να επηρεάσουν σοβαρά τα ιδρύματα,
δ) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής ειδικής κεφαλαιακής απαίτησης βάσει του άρθρου 100 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 301 παράγραφος 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
2. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παραπέμπουν στην ΕΑΤ οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) μια αρμόδια αρχή δεν έχει διαβιβάσει απαραίτητες πληροφορίες·
β) ένα αίτημα συνεργασίας, ιδιαίτερα για την ανταλλαγή σχετικών πληροφοριών, απορρίφθηκε ή δεν απαντήθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
Με την επιφύλαξη του άρθρου 258 της ΣΛΕΕ, η ΕΑΤ μπορεί να ενεργεί με δική της πρωτοβουλία σύμφωνα με τις εξουσίες που της παρέχονται με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
3. Οι αρμόδιες αρχές οι επιφορτισμένες με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ελεγχόμενων από μητρικό πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ επικοινωνούν όποτε είναι δυνατόν με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας όταν έχουν ανάγκη πληροφοριών όσον αφορά την εφαρμογή των προσεγγίσεων και μεθοδολογιών που περιλαμβάνονται στην παρούσα οδηγία και στον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τις οποίες ενδέχεται να έχει ήδη στη διάθεσή της η εν λόγω αρχή.
4. Προτού λάβουν απόφαση, οι εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται μεταξύ τους όσον αφορά τα θέματα που ακολουθούν, όταν η απόφαση έχει συνέπειες για τα εποπτικά καθήκοντα άλλων αρμόδιων αρχών:
α) μεταβολές στη μετοχική, οργανωτική ή διαχειριστική διάρθρωση των πιστωτικών ιδρυμάτων ενός ομίλου που απαιτούν την έγκριση ή την άδεια των αρμοδίων αρχών, και
β) σημαντικές κυρώσεις και έκτακτα μέτρα που έλαβαν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένης της επιβολής πρόσθετης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 99 και της επιβολής οποιουδήποτε ορίου όσον αφορά τη χρήση της Εξελιγμένης Μεθόδου Μέτρησης για τον υπολογισμό των απαιτήσεων σε ίδια κεφάλαια βάσει του άρθρου 301 παράγραφος 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Για τους σκοπούς του στοιχείου β), ζητείται πάντοτε η γνώμη της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
Ωστόσο, μια αρμόδια αρχή δύναται να αποφασίσει να μην συμβουλευθεί κανέναν σε επείγουσες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις που αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων. Στην περίπτωση αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει να ενημερώνει, αμελλητί, τις άλλες αρμόδιες αρχές.
Άρθρο 113
Επαλήθευση στοιχείων σχετικά με οντότητες σε άλλα κράτη μέλη
Όταν, στο πλαίσιο της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους επιθυμούν, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσουν πληροφορίες σχετικά με ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοδοτικό ίδρυμα, επιχείρηση παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 119 ή θυγατρική που αναφέρεται στο άρθρο 114 παράγραφος 3, τα οποία είναι εγκατεστημένα σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους μέλους τη διενέργεια του ελέγχου αυτού. Οι αρχές οι οποίες έλαβαν την αίτηση, οφείλουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους να δώσουν συνέχεια είτε διενεργώντας οι ίδιες τον έλεγχο αυτόν, είτε επιτρέποντας στις αρχές που υπέβαλαν την αίτηση να διενεργήσουν εκείνες τον έλεγχο, είτε επιτρέποντας τη διενέργειά του από εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή. Όταν η αρμόδια αρχή που υπέβαλε το αίτημα δεν πραγματοποιεί η ίδια την επιβεβαίωση, μπορεί, εάν το επιθυμεί, να συμμετέχει στην επιβεβαίωση.
Τμημα II
Χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών και εταιρείεσ χρηματοπιστωτικών συμμετοχών
Άρθρο 114
Ένταξη εταιρειών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που ενδεχομένως απαιτούνται, κατά περίπτωση, για την υπαγωγή των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών και των εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών σε ενοποιημένη εποπτεία. Με την επιφύλαξη του άρθρου 115, η ενοποίηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών δεν συνεπάγεται κατ' ουδένα τρόπο την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να ασκούν εποπτεία σε ατομική βάση επί της χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, εκτός αν απαιτείται η εφαρμογή του Κεφαλαίου 3.
2. Όταν οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους δεν υπάγουν ένα θυγατρικό πιστωτικό ίδρυμα στην ενοποιημένη εποπτεία κατ' εφαρμογή μιας των περιπτώσεων των στοιχείων α) και β) του άρθρου 13 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το πιστωτικό ίδρυμα αυτό μπορούν να ζητούν από τη μητρική του επιχείρηση πληροφορίες που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας του.
3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες εθνικές τους αρχές που έχουν αναλάβει την ενοποιημένη εποπτεία μπορούν να ζητήσουν από τις θυγατρικές ενός πιστωτικού ιδρύματος, μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μιας εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που δεν υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία τις πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 116. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες διαβίβασης και επαλήθευσης των πληροφοριών.
Άρθρο 115
Επάρκεια διευθυντικών στελεχών
Τα κράτη μέλη απαιτούν τα πρόσωπα που όντως διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα ήθους και την αναγκαία πείρα για την άσκηση των καθηκόντων τους.
Άρθρο 116
Αιτήματα για πληροφορίες και επιθεωρήσεις
1. Εν αναμονή μελλοντικού συντονισμού των μεθόδων ενοποίησης, τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, όταν η μητρική ενός ή πλειόνων ιδρυμάτων είναι εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων, οι αρχές οι αρμόδιες για τη χορήγηση αδείας και την εποπτεία των ιδρυμάτων αυτών απαιτούν από την εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων και τις θυγατρικές της, είτε απευθείας είτε μέσω των θυγατρικών ιδρυμάτων, την ανακοίνωση κάθε χρήσιμης πληροφορίας για την άσκηση της εποπτείας των θυγατρικών ιδρυμάτων.
2. Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους μπορούν να προβούν οι ίδιες ή να αναθέσουν σε εξωτερικούς ελεγκτές την επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριακών στοιχείων που απέστειλαν οι εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων και οι θυγατρικές τους. Αν η εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή μία εκ των θυγατρικών της είναι ασφαλιστική επιχείρηση, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και η διαδικασία του άρθρου 119. Αν μια εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή μια εκ των θυγατρικών της βρίσκεται σε κράτος μέλος άλλο από αυτό του θυγατρικού ιδρύματος, η επιτόπια επαλήθευση των στοιχείων γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 113.
Άρθρο 117
Εποπτεία
1. Με την επιφύλαξη του Μέρους V του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν μια μητρική επιχείρηση ενός ή περισσοτέρων ιδρυμάτων είναι εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων, οι αρμόδιες αρχές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων ασκούν γενική εποπτεία στις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μεταξύ του ιδρύματος και της εταιρείας συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων και των θυγατρικών της.
2. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα ιδρύματα να διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων και μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανόμενων των ορθών διαδικασιών δημοσίευσης στοιχείων και λογιστικής, ώστε να μπορούν να εντοπίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγχουν κατάλληλα τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται με την εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων η οποία είναι η μητρική τους και τις θυγατρικές της. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν την γνωστοποίηση από τα ιδρύματα οποιασδήποτε σημαντικής συναλλαγής πραγματοποιείται με τις οντότητες αυτές, με την εξαίρεση της συναλλαγής που προβλέπεται στο άρθρο 383 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Οι διαδικασίες αυτές και οι σημαντικές συναλλαγές αποτελούν αντικείμενο ελέγχου από την πλευρά των αρμόδιων αρχών.
Όταν οι προαναφερθείσες εντός ομίλου συναλλαγές απειλούν τη χρηματοοικονομική κατάσταση ενός ιδρύματος, η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του ιδρύματος λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.
Άρθρο 118
Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να μην υπάρχει κανένα νομικό εμπόδιο που να μην επιτρέπει στις επιχειρήσεις που περιλαμβάνονται στην ενοποιημένη εποπτεία, τις εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων και τις θυγατρικές τους ή τις θυγατρικές όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 114 να ανταλλάσσουν πληροφορίες χρήσιμες για την άσκηση της εποπτείας σύμφωνα με το Κεφάλαιο 3, τα άρθρα 105 έως 114 και το παρόν άρθρο.
2. Όταν η μητρική επιχείρηση και το ή τα ιδρύματα που είναι θυγατρικές της επιχείρησης αυτής είναι εγκατεστημένα σε διαφορετικά κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους κοινοποιούν μεταξύ τους όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να επιτρέψουν ή να διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.
Όταν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η μητρική επιχείρηση δεν ασκούν οι ίδιες την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106, μπορούν να κληθούν από τις αρμόδιες προς άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας αρχές να ζητήσουν από τη μητρική πληροφορίες που αφορούν την άσκηση της ενοποιημένης εποπτείας και να τις διαβιβάσουν στις αρχές αυτές.
3. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών τους, των στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 υπό τον όρο ότι, στην περίπτωση χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, χρηματοδοτικών ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών, η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριών δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές δεν υποχρεούνται να ασκούν σε ατομική βάση την εποπτεία αυτών των ιδρυμάτων ή επιχειρήσεων.
Επίσης τα κράτη μέλη επιτρέπουν την ανταλλαγή, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 116 υπό τον όρο ότι η συλλογή ή η κατοχή πληροφοριακών στοιχείων δεν συνεπάγεται κατά κανένα τρόπο ότι οι αρμόδιες αρχές ασκούν εποπτεία στη εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων και τις θυγατρικές της που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, ή στις θυγατρικές που αναφέρονται στο άρθρο 114 παράγραφος 3.
Άρθρο 119
Συνεργασία
1. Όταν ίδρυμα, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών, εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών ή εταιρεία συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ελέγχει μία ή περισσότερες θυγατρικές που είναι ασφαλιστικές εταιρείες ή άλλου είδους επιχειρήσεις που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες υποκείμενες σε καθεστώς παροχής άδειας, οι αρμόδιες αρχές και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των ασφαλιστικών εταιρειών ή των εν λόγω άλλων επιχειρήσεων που προσφέρουν επενδυτικές υπηρεσίες συνεργάζονται στενά. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, οι αρχές αυτές ανακοινώνουν αμοιβαία όλα τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούν να διευκολύνουν την εκπλήρωση της αποστολής τους και να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της δραστηριότητας και της χρηματοοικονομικής κατάστασης του συνόλου των επιχειρήσεων που ευρίσκονται υπό την εποπτεία τους.
2. Οι πληροφορίες που συλλέγονται στο πλαίσιο της εποπτείας σε ενοποιημένη βάση, και ιδιαίτερα η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων αρχών που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως ορίζεται στο Κεφάλαιο 1, Τμήμα 2 για πιστωτικά ιδρύματα ή στην οδηγία 2004/39/ΕΚ για εταιρείες επενδύσεων.
3. Οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την ενοποιημένη εποπτεία καταρτίζουν καταλόγους των χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή εταιρειών χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που αναφέρονται στο άρθρο 10 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]. Οι κατάλογοι αυτοί κοινοποιούνται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.
Άρθρο 120
Κυρώσεις
Σύμφωνα με τον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 1, Τμήμα IV, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κυρώσεις ή μέτρα που σκοπεύουν στην παύση διαπιστωμένων παραβάσεων ή των αιτίων αυτών των παραβάσεων μπορούν να επιβληθούν σε χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, εταιρείες χρηματοπιστωτικών συμμετοχών και εταιρείες συμμετοχής μεικτών δραστηριοτήτων ή στα υπεύθυνα στελέχη τους που έχουν παραβεί νόμους, κανονισμούς ή διοικητικές διατάξεις θεσπισθείσες για την υλοποίηση του Κεφαλαίου 3.
Άρθρο 121
Αξιολόγηση της ισοδυναμίας τρίτων χωρών στην ενοποιημένη εποπτεία
1. Σε περίπτωση ιδρύματος, η μητρική επιχείρηση του οποίου είναι ίδρυμα ή χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή εταιρεία χρηματοπιστωτικών συμμετοχών, η έδρα της οποίας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και δεν υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 106, οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν κατά πόσον το ίδρυμα υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία από αρμόδια αρχή τρίτης χώρας η οποία είναι ισοδύναμη προς αυτή και υπόκειται στις αρχές της παρούσας οδηγίας και τις απαιτήσεις που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
Ο σχετικός έλεγχος πραγματοποιείται από την αρμόδια αρχή που θα ήταν υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία αν ίσχυε η παράγραφος 3, κατόπιν αιτήματος της μητρικής επιχείρησης ή μιας από τις ρυθμιζόμενες οντότητες με άδεια λειτουργίας στην Κοινότητα, ή με δική της πρωτοβουλία. Η εν λόγω αρμόδια αρχή συμβουλεύεται τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
2. Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών να εκφράζει γενικές εκτιμήσεις ως προς το κατά πόσον τα καθεστώτα ενοποιημένης εποπτείας των αρμόδιων αρχών τρίτων χωρών είναι σε θέση να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας που καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο σε σχέση με τα ιδρύματα η μητρική εταιρεία των οποίων εδρεύει σε τρίτη χώρα. Η επιτροπή αναθεωρεί τις εν λόγω εκτιμήσεις της και λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες μεταβολές των καθεστώτων ενοποιημένης εποπτείας που εφαρμόζονται από τις συγκεκριμένες αρμόδιες αρχές. Η ΕΑΤ συνδράμει την Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών στην εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, συμπεριλαμβανομένου τους θέματος κατά πόσο αυτές οι εκτιμήσεις χρειάζεται να επικαιροποιηθούν.
Η αρμόδια αρχή που ασκεί τον έλεγχο που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 λαμβάνει υπόψη της τις τυχόν γενικές εκτιμήσεις. Για τον σκοπό αυτό, η αρμόδια αρχή συμβουλεύεται την ΕΑΤ προτού λάβει απόφαση.
3. Ελλείψει ισοδύναμης εποπτείας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν κατ' αναλογία στο ίδρυμα τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] στο ίδρυμα κατ' αναλογία ή επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εφαρμόσουν άλλες κατάλληλες εποπτικές τεχνικές που επιτυγχάνουν τους στόχους της εποπτείας ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση.
Οι εν λόγω εποπτικές τεχνικές συμφωνούνται από την αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την ενοποιημένη εποπτεία, μετά από διαβούλευση με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν ιδίως να ζητούν τη δημιουργία χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών που να έχει την έδρα της στην Κοινότητα, και να εφαρμόζουν τις διατάξεις για την ενοποιημένη εποπτεία στην ενοποιημένη θέση της εν λόγω χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή στην ενοποιημένη θέση των ιδρυμάτων της εν λόγω εταιρείας χρηματοπιστωτικών συμμετοχών.
Οι εποπτικές τεχνικές είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιτυγχάνουν τους στόχους της ενοποιημένης εποπτείας, όπως καθορίζονται στο παρόν κεφάλαιο, και κοινοποιούνται στις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, στην ΕΑΤ και στην Επιτροπή.
Κεφάλαιο 3α
Συστημικοί κίνδυνοι
Άρθρο 121α
Ορισμός της μακροπροληπτικής αρχής
Τα κράτη μέλη δύνανται να ορίζουν αρχή υπεύθυνη για την αντιμετώπιση του συστημικού κινδύνου εντός της επικράτειάς τους και γνωστοποιούν στο ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και την Επιτροπή οποιοδήποτε τέτοιο ορισμό.
Άρθρο 121 β
Μέτρα τα οποία δύναται να λαμβάνει η εντεταλμένη αρχή
Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου, ως «Συστημικός κίνδυνος» νοείται ο κίνδυνος αποδιοργάνωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος με εν δυνάμει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την εσωτερική αγορά και την πραγματική οικονομία·
1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 121ε η εντεταλμένη αρχή μπορεί να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα βάσει του εθνικού δικαίου θεωρεί απαραίτητα για την πρόληψη ή το μετριασμό του συστημικού κινδύνου ή μπορεί να απαιτεί από την αρμόδια αρχή τη λήψη τέτοιων μέτρων.
2. Τα μέτρα μπορεί να περιλαμβάνουν την θέσπιση απαιτήσεων, ιδίως όσον αφορά:
- εποπτική ενοποίηση,
- προληπτικά φίλτρα,
- απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων,
- αφαιρέσεις,
- συντελεστές στάθμισης κινδύνου,
- μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα,
- ρευστότητα,
- δείκτη μόχλευσης,
- κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας,
- δημοσιοποίηση.
Ωστόσο, τέτοια μέτρα δεν πρέπει να οδηγούν στην εφαρμογή λιγότερο αυστηρών απαιτήσεων από αυτές που προβλέπονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] σε σχέση με τα ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής εκείνου του Κανονισμού.
3. Τα μέτρα δύνανται να εφαρμόζονται σε όλα τα θεσμικά όργανα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από την αρμόδια αρχή βάσει της παρούσας οδηγίας τα οποία λειτουργούν στην επικράτεια του κράτους μέλους, ή σε μια κατηγορία παρόμοιων οργάνων.
4. Όταν η εντεταλμένη αρχή απαιτεί από την αρμόδια αρχή να λάβει τέτοια μέτρα χρησιμοποιώντας τις εποπτικές εξουσίες της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, η δε αρμόδια αρχή εφαρμόζει το μέτρο σε ίδρυμα που υπόκειται σε ενοποιημένη εποπτεία, ενημερώνει τα μέλη του σώματος πριν το μέτρο τεθεί σε εφαρμογή, εκτός εάν κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών η θα απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων των εμπλεκόμενων μερών. Στην τελευταία περίπτωση, η αρμόδια αρχή ενημερώνει τα μέλη του σώματος αμέσως μόλις αυτό είναι εφικτό μετά την θέση σε ισχύ του μέτρου.
Άρθρο 121 γ
Επανεξέταση των μέτρων
Η αρμόδια αρχή επανεξετάζει τα μέτρα σε κατάλληλα διαστήματα και πραγματοποιεί τις τροποποιήσεις που κρίνει ενδεδειγμένες. Εξασφαλίζει ότι τα μέτρα παύουν να έχουν ισχύ όταν δεν θεωρούνται πλέον απαραίτητα.
Άρθρο 121δ
Κοινοποίηση των μέτρων
1. Η εντεταλμένη αρχή ενημερώνει το ΕΣΣΚ εκ των προτέρων για οποιαδήποτε σημαντικά μέτρα προτίθεται να λάβει.
2. Η εντεταλμένη αρχή ενημερώνει το ΕΣΣΚ, την ΕΑΤ και την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε μέτρα λαμβάνει, ή σχετικά με οποιαδήποτε απόφαση τερματισμού παρόμοιων μέτρων, χωρίς περιττή καθυστέρηση/εντός 2 εργάσιμων ημερών και δημοσιεύει τις εν λόγω αποφάσεις εκτός εάν τούτο θα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών ή θα απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων των εμπλεκόμενων μερών.
Άρθρο 121ε
Εκτιμήσεις, προειδοποιήσεις και συστάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ)
1. Όταν το ΕΣΣΚ αποφασίσει ότι παύουν να υπάρχουν οι προσδιορισθέντες μακροπροληπτικοί κίνδυνοι στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι οποίοι είχαν οδηγήσει σε αυστηρότερες προληπτικές απαιτήσεις, οι εθνικές αρχές καταργούν τις αυστηρότερες απαιτήσεις και έχουν εφαρμογή οι αρχικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Εάν τούτο δεν συμβεί, το ΕΣΣΚ εκδίδει σύσταση προς την Επιτροπή να λάβει μέτρα εναντίον κράτους μέλους όταν το εν λόγω κράτος μέλος δεν ενεργεί κατάλληλα από τη σκοπιά του συστημικού κινδύνου.
2. Το ΕΣΣΚ δύναται να εκτιμήσει την ύπαρξη συστημικών κινδύνων που αντιμετωπίζονται με τα μέτρα που έχουν θεσπισθεί από την εντεταλμένη αρχή, και να κρίνει κατά πόσον αυτά επηρεάζουν άλλα κράτη μέλη ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ένωσης συνολικά. Το ΕΣΣΚ διενεργεί εκτίμηση όταν τούτο του ζητηθεί από την Επιτροπή ή από τρία τουλάχιστον κράτη μέλη.
3. Το ΕΣΣΚ δύναται να εκδώσει προειδοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού 1092/2010 εάν εντοπίσει σημαντικούς συστημικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης οι οποίοι ανακύπτουν από τις εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
4. Όταν εντοπίζονται τέτοιοι κίνδυνοι, το ΕΣΣΚ δύναται επίσης να εκδώσει σύσταση σύμφωνα με το άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 για επανορθωτικά μέτρα τα οποία θεωρεί ότι θα έπρεπε να λάβει μια εντεταλμένη αρχή βάσει του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] σχετικά με τους κινδύνους που εντοπίστηκαν.
Κεφάλαιο 4
Κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας
Τμήμα IΔιατήρηση Κεφαλαίου και Αντικυκλικά Κεφαλαιακά Αποθέματα Ασφαλείας
και Πρόσθετα Αποθέματα Ασφαλείας για Συστημικα Ιδρύματα
Άρθρο 122
Ορισμοί
Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου ισχύουν οι κάτωθι ορισμοί:
(1) Το «Απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου» είναι τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 123.
(2) «Συνδυασμένη Απαίτηση Αποθεμάτων Ασφαλείας» είναι το συνολικό Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που απαιτείται για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Αποθέματος Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου, αυξημένου κατά το Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα εάν το τελευταίο υπερβαίνει το 0% του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού συν το ποσό που έχει οριστεί για συστημικά ιδρύματα.
(2α) «Συστημικό απόθεμα ασφαλείας» είναι το πρόσθετο κεφαλαιακό απόθεμα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που απαιτείται να διατηρεί σύμφωνα με [άρθρο] συστημικό ίδρυμα το οποίο έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 132α.
(3) «Ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας» είναι το ποσοστό που πρέπει να εφαρμόσουν τα ιδρύματα για να υπολογίσουν το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, όπως ορίζεται βάσει των άρθρων 126 και 127 ή από σχετική αρχή τρίτης χώρας (κατά περίπτωση).
(4) «Ίδρυμα με εγχώρια άδεια» είναι ένα ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος για το οποίο ευθύνεται μια συγκεκριμένη εντεταλμένη αρχή.
(5) Το «αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα» είναι τα ίδια κεφάλαια που ένα ίδρυμα οφείλει να τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 124.
(5α) «Οδηγός αποθέματος ασφαλείας» είναι το σημείο αναφοράς του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας υπολογιζόμενο σύμφωνα με τον εναρμονισμένο τύπο της καθοδήγησης που εμφαίνεται στο άρθρο 125,
Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων που δεν διαθέτουν άδεια για την παροχή των υπηρεσιών οι οποίες απαριθμούνται στα σημεία 3 και 6 του Παραρτήματος I, τμήμα A της οδηγίας 2004/39/ΕΚ.
Άρθρο 122α
Ως εργαλείο για την πρόληψη της υπέρμετρης απομόχλευσης και για ενθάρρυνση του δανεισμού στην πραγματική οικονομία σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ώστε να υπάρξει μακροπροληπτικό όφελος, η ΕΑΤ πρέπει να ορίσει κριτήρια που θα δίνουν τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιβάλλουν «περιχαράκωση» (ring-fencing) ώστε να ορίζουν ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις που έχουν εφαρμογή σε χαρτοφυλάκια δανείων ΜΜΕ, χρηματοδότηση του εμπορίου, ή άλλες συγκεκριμένες δανειοδοτικές δραστηριότητες κρίσιμης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη.
Οποιεσδήποτε τέτοιες ελάχιστες κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν είναι κανονικά μικρότερες από εκείνες που θα απαιτούνταν για το τρέχον επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας.
Άρθρο 123 Απαιτήσεις τήρησης Αποθέματος Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν, επιπρόσθετα στο Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που διατηρείται για τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που θεσπίζει το άρθρο 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], Απόθεμα Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ίσο με το 2,5% της συνολικής τους έκθεσης σε κίνδυνο σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού σε εξατομικευμένη και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το Πρώτο Μέρος, Τίτλος II του ανωτέρω κανονισμού.
2. Τα ιδρύματα δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρούν για τους σκοπούς της παραγράφου 1 για να ικανοποιήσουν οποιεσδήποτε απαιτήσεις που πηγάζουν από το άρθρο 100.
3. Αν κάποιο ίδρυμα δεν ικανοποιεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1, θα του επιβάλλονται περιορισμοί στη διανομή που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 131.
Άρθρο 124 Απαίτηση τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να τηρούν Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, ίσο με το συνολικό ποσό έκθεσής τους σε κίνδυνο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και πολλαπλασιαζόμενο με τον σταθμισμένο μέσο όρο των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας υπολογισμένο σύμφωνα με το άρθρο 130 σε εξατομικευμένη και ενοποιημένη βάση, όπως εφαρμόζεται σύμφωνα με το Πρώτο Μέρος, Τίτλος II του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
2. Τα ιδρύματα οφείλουν να ικανοποιούν την απαίτηση της παραγράφου 1 χρησιμοποιώντας Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα είναι επιπρόσθετο σε τυχόν Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τους σκοπούς της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], της απαίτησης τήρησης Αποθέματος Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου του άρθρου 123 και οποιασδήποτε απαίτησης βάσει του άρθρου 100.
3. Αν κάποιο ίδρυμα δεν ικανοποιεί πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1, θα του επιβάλλονται περιορισμοί στη διανομή που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 131.
Τμημα IIΚαθορισμός και υπολογισμός Αντικυκλικών Κεφαλαιακών Αποθεμάτων Ασφαλείας
Άρθρο 125
Καθοδήγηση του ΕΣΣΚ για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας
1. Το ΕΣΣΚ παρέχει καθοδήγηση, με τη μορφή συστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, στις εντεταλμένες αρχές των κρατών μελών βάσει του άρθρου 126 παράγραφος 1 για τον καθορισμό ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, μεταξύ άλλων:
α) αρχές για την καθοδήγηση εντεταλμένων αρχών όταν εκείνες χρησιμοποιούν την κρίση τους για το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας, διασφαλίζοντας ότι οι αρχές υιοθετούν μια υγιή προσέγγιση των σχετικών μακροοικονομικών κύκλων και ότι ενθαρρύνεται η λήψη ορθών και συνεπών αποφάσεων σε διάφορες περιοχές δικαιοδοσίας·
β) καθοδήγηση σχετικά με:
(i) τη μέτρηση και τον υπολογισμό της απόκλισης από τις μακροπρόθεσμες τάσεις των σχέσεων της πίστωσης προς το ΑΕγχΠ·
(ii) τον υπολογισμό οδηγών αποθεμάτων ασφαλείας, όπως προβλέπει το άρθρο 126 παράγραφος 2·
γ) καθοδήγηση σχετικά με μεταβλητές που▐ αποτελούν ένδειξη συγκέντρωσης συστημικού κινδύνου που συνδέεται με περιόδους υπέρμετρης πιστωτικής επέκτασης σε ένα χρηματοοικονομικό σύστημα, ιδίως η προκείμενη σχέση πίστωσης προς ΑΕγχΠ και η απόκλιση από τη μακροπρόθεσμη τάση της, και σχετικά με άλλους σχετικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης οικονομικών εξελίξεων εντός επιμέρους τομέων της οικονομίας, που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν οι εντεταλμένες αρχές αποφασίζουν το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας βάσει του άρθρου 126·
δ) καθοδήγηση σχετικά με τις μεταβλητές, συμπεριλαμβανομένων ποιοτικών κριτηρίων, που αποτελούν ένδειξη ότι το απόθεμα θα πρέπει να διατηρηθεί, να μειωθεί ή να αποδεσμευτεί πλήρως.
2. Αν έχει εκδώσει σύσταση βάσει της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ θα την τηρεί υπό εξέταση και θα την επικαιροποιεί όποτε αυτό απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία καθορισμού αποθεμάτων ασφαλείας βάσει της παρούσας οδηγίας ή εξελίξεις στις διεθνώς συμφωνημένες πρακτικές.
2α. Όταν εκδίδει σύσταση βάσει της παραγράφου 1, το ΕΣΣΚ λαμβάνει δεόντως υπόψη τις διαφορές μεταξύ κρατών μελών και ιδίως τις ιδιομορφίες των κρατών μελών με μικρές και ανοικτές οικονομίες.
Άρθρο 126Καθορισμός ποσοστών αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας
1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια δημόσια αρχή ή φορέα (εφεξής «εντεταλμένη αρχή») ως υπεύθυνη για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας για αυτό το κράτος μέλος.
2. Κάθε εντεταλμένη αρχή υπολογίζει για κάθε τρίμηνο έναν οδηγό αποθέματος ως σημείο αναφοράς που καθοδηγεί την κρίση της για τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 3. Ο οδηγός αποθέματος βασίζεται στην καθοδήγηση του ΕΣΣΚ όπως εμφαίνεται στο άρθρο 125 στοιχείο β) σημείο (ii).
▐
3. Κάθε εντεταλμένη αρχή θα αξιολογεί και θα ορίζει το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για το δικό της κράτος μέλος ανά τρίμηνο, λαμβάνοντας υπόψη:
α) τον οδηγό αποθέματος σύμφωνα με την παράγραφο 2,
β) τυχόν υπάρχουσα καθοδήγηση που τηρεί το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 1, στοιχεία α), γ) και δ) και τυχόν συστάσεις του ΕΣΣΚ σύμφωνα με την παράγραφό 9 και
▐
4. Στις μεταβλητές που αναφέρονται στο άρθρο 125 παράγραφος 1 στοιχείο γ) μπορούν να περιλαμβάνονται διαρθρωτικές μεταβλητές και η έκθεση του τραπεζικού τομέα σε συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου, ή σε οποιουσδήποτε άλλους παράγοντες που αφορούν κινδύνους για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα που συζητιούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μεταγενέστερα περιλαμβάνονται στην καθοδήγηση από το ΕΣΣΚ σύμφωνα με το άρθρο 125 παράγραφος 2.
Στις περιπτώσεις όπου, κατά τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, η εντεταλμένη αρχή λαμβάνει υπόψη μεταβλητές που αναφέρονται στην καθοδήγηση από το ΕΣΣΚ στο άρθρο 125 παράγραφος 1 στοιχείο γ), και ο καθορισμός του εν λόγω ποσοστού αποθέματος ασφαλείας θα ήταν κατώτερος εάν δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι μεταβλητές αυτές, η εντεταλμένη αρχή ενημερώνει την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ αξιολογούν, κατά πόσο το να ακολουθηθεί η καθοδήγηση στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να ενέχει τον κίνδυνο αρνητικών επιπτώσεων από τη σκοπιά της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ή για τη σωστή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως αντικατοπτρίζεται στη νομοθεσία της Ένωσης περί χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
▐
5. Το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο όπως αυτό αναφέρεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένα σε πιστωτικό κίνδυνο σε αυτό το κράτος μέλος, πρέπει να είναι μεταξύ 0% και 2,5%, βαθμονομημένο σε βήματα 0,25% ή πολλαπλάσια του 0,25%. Όπου αυτό δικαιολογείται σύμφωνα με το σκεπτικό της παραγράφου 3, μια εντεταλμένη αρχή δύναται να ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
6. Όπου εντεταλμένη αρχή ορίζει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του μηδενός για πρώτη φορά ή όπου, μετά την πρώτη φορά, εντεταλμένη αρχή αυξάνει την τιμή του επικρατούντος ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, η αρχή αποφασίζει επίσης την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν το αυξημένο απόθεμα για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα. Η ημερομηνία αυτή πρέπει να είναι εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 8. Αν η ημερομηνία είναι λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης της αυξημένης τιμής αποθέματος ασφαλείας, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής θα δικαιολογείται λόγω εξαιρετικών συνθηκών.
7. Αν εντεταλμένη αρχή μειώσει το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, άσχετα από το αν μειωθεί στο μηδέν ή όχι, η αρχή ορίζει και ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του αποθέματος ασφαλείας. Ωστόσο, αυτή η ενδεικτική περίοδος δεν δεσμεύει την εντεταλμένη αρχή.
8. Κάθε εντεταλμένη αρχή ανακοινώνει την τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας δημοσιεύοντάς την στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
β) το σχετικό λόγο πίστωσης προς το ΑΕγχΠ και την απόκλισή του από τη μακροπρόθεσμη τάση,
γ) τον οδηγό αποθέματος σύμφωνα με την παράγραφο 2,
δ) αιτιολογία αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης αναφοράς σε τυχόν μεταβλητές εκτός από αυτές που καλύπτονται από τον οδηγό αποθέματος τον οποίο η εντεταλμένη αρχή έλαβε υπόψη σύμφωνα με το σημείο γ) της παραγράφου 3 κατά τον καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
ε) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, η ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
στ) όπου η ημερομηνία του σημείου ε) είναι λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής,
ζ) όπου το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας μειώνεται, την ενδεικτική περίοδο κατά την οποία δεν αναμένεται αύξηση του ποσοστού αποθέματος, καθώς και αιτιολογία αυτής της περιόδου,
η) όπου η εντεταλμένη αρχή έλαβε υπόψη μεταβλητές που αναφέρονται στο σημείο γ) της παραγράφου 3, ένδειξη του ύψους του ποσοστού αποθέματος που σχετίζεται με τις εν λόγω μεταβλητές.
Οι εντεταλμένες αρχές προβαίνουν σε όλες τις εύλογες ενέργειες ώστε να συντονιστεί ο χρόνος αυτής της ανακοίνωσης.
Οι εντεταλμένες αρχές κοινοποιούν στο ΕΣΣΚ κάθε τριμηνιαία τιμή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, μαζί με τα στοιχεία των σημείων α) έως ζ). Το ΕΣΣΚ δημοσιεύει στον ιστότοπό του όλα αυτά τα ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας και τις σχετικές πληροφορίες που του κοινοποιούνται.
9. Το ΕΣΣΚ δύναται να εκδίδει συστάσεις σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) 1092/2010 σχετικά με τον τριμηνιαίο καθορισμό του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος ή, όπου συντρέχει περίπτωση, σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη.
Άρθρο 126α
Αποθέματα κινδύνου ειδικά για κράτη μέλη
Τα κράτη μέλη που έχουν τραπεζικά συστήματα μεγαλύτερα από το μέσο όρο ή που έχουν πραγματοποιήσει ρυθμιστικές επιλογές σχετικά με τους αποδεκτούς κινδύνους για τους φορολογουμένους οι οποίες είναι πιο συντηρητικές από αυτές με τις οποίες ενδέχεται να αισθάνονται άνετα άλλα κράτη μέλη, επιτρέπεται, με την έγκριση του ΕΣΣΚ και χρησιμοποιώντας τη μεθοδολογία συστημικού κινδύνου που χρησιμοποιείται για την εκτίμηση των απαιτήσεων των άρθρων 125 και 126, να έχουν υψηλότερες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ιδρύματα αδειοδοτημένα στη χώρα. Τα κεφάλαια αυτά δεν επιτρέπεται να έχουν μορφή καθαρά μετοχική, οι δε αποδεκτές μορφές προσδιορίζονται από τις αρχές της χώρας υποδοχής με την επιφύλαξη της έγκρισης από το ΕΣΣΚ και την ΕΑΤ, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπερβαίνουν το διπλάσιο του ελάχιστου επιπέδου κεφαλαίου που απαιτείται βάσει της συμφωνίας Βασιλεία III, συμπεριλαμβανομένων των αποθεμάτων ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου.
Άρθρο 127
Αναγνώριση των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5%
1. Όπου εντεταλμένη αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 5, ή σχετική αρχή τρίτης χώρας έχει καθορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι άλλες εντεταλμένες αρχές δύνανται να αναγνωρίσουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια.
2. Όπου εντεταλμένη αρχή αναγνωρίζει ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του άρθρου 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] σύμφωνα με την παράγραφο 1, ανακοινώνει αυτήν την αναγνώριση δημοσιεύοντάς την στον ιστότοπό της. Η ανακοίνωση περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) το ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας,
β) το κράτος μέλος ή την τρίτη χώρα για το οποίο/την οποία ισχύει,
γ) στις περιπτώσεις αύξησης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, η ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος της εντεταλμένης αρχής πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
δ) όπου η ημερομηνία του σημείου γ) είναι λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.
2α. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ εξασφαλίζουν την εποπτική σύγκλιση στις διάφορες περιοχές δικαιοδοσίας όσον αφορά την εφαρμογή της μεθοδολογίας υπολογισμού για τις απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.
2β. Όταν μια εντεταλμένη αρχή ή μια σχετική αρχή τρίτης χώρας έχει ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που αναφέρεται στο άρθρο 127 παράγραφος 1, το ΕΣΣΚ πρέπει να αξιολογήσει αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας και δύναται να εκδώσει σύσταση προς τις εντεταλμένες αρχές σχετικά με το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για εκθέσεις σε κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 128 παράγραφος 3.
Άρθρο 128
Σύσταση από το ΕΣΣΚ για τα ποσοστά αντικυκλικών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας
Το ΕΣΣΚ δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010, να παρέχει συστάσεις σε εντεταλμένες αρχές σχετικά με το κατάλληλο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για εκθέσεις σε κίνδυνο σε αυτήν την τρίτη χώρα όπου:
α) δεν έχει καθοριστεί και δημοσιευτεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή της τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα (εφεξής «σχετική αρχή τρίτης χώρας») στην οποία τουλάχιστον ένα ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ένωση είναι εκτεθειμένο σε πιστωτικό κίνδυνο·
β) το ΕΣΣΚ θεωρεί ότι ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει καθοριστεί και δημοσιευτεί από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα της Ένωσης από τους κινδύνους αυξημένης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα ή μια εντεταλμένη αρχή ενημερώνει το ΕΣΣΚ ότι θεωρεί το ποσοστό αποθεμάτων ασφαλείας ανεπαρκές για το σκοπό αυτό.
Άρθρο 129
Απόφαση εντεταλμένων αρχών σχετικά με ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας τρίτης χώρας
1. Το παρόν άρθρο ισχύει ανεξάρτητα από το αν το ΕΣΣΚ έχει εκδώσει σύσταση σε εντεταλμένες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 128.
2. Στις συνθήκες που περιγράφονται στο σημείο α) του άρθρου 128, οι εντεταλμένες αρχές δύνανται να ορίσουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας το οποίο τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια πρέπει να εφαρμόσουν για να υπολογίσουν το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα.
3. Όπου έχει καθοριστεί και δημοσιευτεί ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας από τη σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα, μια εντεταλμένη αρχή δύναται να ορίσει διαφορετικό ποσοστό αποθέματος ασφαλείας για την εν λόγω τρίτη χώρα για τους σκοπούς υπολογισμού Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα από τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια, αν η εντεταλμένη αρχή κρίνει ευλόγως ότι το ποσοστό που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας δεν επαρκεί για να προστατεύει κατάλληλα τα ιδρύματα αυτά από τους κινδύνους αυξημένης πιστωτικής επέκτασης στην εν λόγω χώρα.
Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας βάσει του πρώτου εδαφίου, η εντεταλμένη αρχή δεν επιτρέπεται να ορίσει ποσοστό αντικυκλικού περιθωρίου ασφαλείας χαμηλότερο από εκείνο που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας, εκτός αν το τελευταίο υπερβαίνει το 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του άρθρου 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] των ιδρυμάτων που είναι εκτεθειμένες σε πιστωτικό κίνδυνο στην εν λόγω τρίτη χώρα. Η ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ εξασφαλίζουν τη συνέπεια των ποσοστών αποθεμάτων ασφαλείας τρίτων χωρών σε όλες τις αρχές δικαιοδοσίας.
4. Όπου η σχετική αρχή τρίτης χώρας ορίζει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 αυξάνοντας το υπάρχον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας, οι εντεταλμένες αρχές αποφασίζουν και την ημερομηνία κατά την οποία τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το ποσοστό για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα. Η ημερομηνία αυτή είναι εντός 12 μηνών από την ημερομηνία ανακοίνωσης του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με την παράγραφο 5. Αν η εν λόγω ημερομηνία είναι λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία ανακοίνωσης, η συντομότερη προθεσμία εφαρμογής θα πρέπει να δικαιολογείται λόγω εξαιρετικών συνθηκών.
5. Οι εντεταλμένες αρχές δημοσιοποιούν στους ιστοτόπους τους κάθε καθορισμό ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τρίτης χώρας σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3, μαζί με τα εξής στοιχεία:
α) το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας και την τρίτη χώρα για την οποία ισχύει,
β) αιτιολογία αυτού του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας,
γ) στις περιπτώσεις που το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας είτε ορίζεται άνω του μηδενός για πρώτη φορά, είτε αυξάνεται, την ημερομηνία από την οποία τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόσουν αυτό το αυξημένο ποσοστό αποθέματος για τους σκοπούς υπολογισμού του αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα,
δ) όπου η ημερομηνία του σημείου γ) είναι λιγότερο από 12 μήνες από την ημερομηνία της ανακοίνωσης της παρούσας παραγράφου, αναφορά στις εξαιρετικές συνθήκες που δικαιολογούν τη συντομότερη προθεσμία εφαρμογής.
Άρθρο 130
Υπολογισμός του ποσοστού αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα
1. Το ποσοστό Αντικυκλικού Κεφαλαιακού Αποθέματος Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα είναι ο σταθμισμένος μέσος όρος των ποσοστών αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που ισχύουν στα κράτη μέλη όπου οι σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο του εν λόγω ιδρύματος βρίσκονται ή ισχύουν για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δυνάμει του άρθρου 129 παράγραφος 2 ή 3.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα, για τον υπολογισμό κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα, να εφαρμόζουν σε κάθε ισχύον ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο, υπολογισμένες σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, Τίτλος ΙΙ του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που αφορά τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο στην αντίστοιχη περιοχή, διαιρεμένο δια τις απαιτήσεις συνολικών ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο που αφορούν όλες τις σχετικές εκθέσεις του ιδρύματος σε πιστωτικό κίνδυνο.
2. Αν, σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 5, μια εντεταλμένη αρχή ορίσει ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του άρθρου 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός του κράτους μέλους της αντίστοιχης εντεταλμένης αρχής (εφεξής «κράτος μέλος Α») για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:
α) τα ιδρύματα με εγχώρια άδεια θα εφαρμόζουν αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο·
β) τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο αν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1·
γ) τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος Α αν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 127·
3. Αν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που έχει ορίσει η σχετική αρχή τρίτης χώρας για μια τρίτη χώρα είναι άνω του 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο του άρθρου 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα κάτωθι ποσοστά αποθέματος ασφαλείας ισχύουν για τις σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο εντός αυτής της τρίτης χώρας για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται από την παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένου, όπου συντρέχει περίπτωση, του υπολογισμού του στοιχείου του ενοποιημένου κεφαλαίου που αφορά το εν λόγω ίδρυμα:
α) Τα ιδρύματα εφαρμόζουν ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας 2,5% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο αν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δεν έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας άνω του 2,5% σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 1·
β) τα ιδρύματα εφαρμόζουν το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας που όρισε η σχετική αρχή τρίτης χώρας αν η εντεταλμένη αρχή στο κράτος μέλος στο οποίο έχουν λάβει άδεια λειτουργίας έχει αναγνωρίσει το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας σύμφωνα με το άρθρο 127.
4. Οι σχετικές εκθέσεις σε πιστωτικό κίνδυνο περιλαμβάνουν όλες εκείνες τις κατηγορίες έκθεσης, εκτός από όσες αναφέρονται στα σημεία α), β), γ), δ), ε) και στ) του άρθρου 107 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], που υπόκεινται:
α) στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για πιστωτικό κίνδυνο βάσει του Τρίτου Μέρους, Τίτλος II του εν λόγω κανονισμού,
β) Όπου η έκθεση τηρείται στο χαρτοφυλάκιο συναλλαγών, στις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων για ειδικούς κινδύνους βάσει του Τρίτου Μέρους, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 2 του εν λόγω κανονισμού ή των αυξημένων κινδύνων αθέτησης και μεταβολής της διαβάθμισης βάσει του Τρίτου Μέρους, Τίτλος IV, Κεφάλαιο 5 του ανωτέρω κανονισμού,
γ) Όπου η έκθεση σε κίνδυνο είναι τιτλοποίηση, οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το Τρίτο Μέρος, Τίτλος II, Κεφάλαιο 5β του εν λόγω κανονισμού.
5. Τα ιδρύματα εξακριβώνουν τη γεωγραφική θέση μιας σχετικής έκθεσης σε πιστωτικό κίνδυνο σύμφωνα με τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που έχουν υιοθετηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 6.
6. Για τους σκοπούς του υπολογισμού που απαιτείται βάσει της παραγράφου 1:
α) ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για ένα κράτος μέλος θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 126 παράγραφος 8, σημείο δ) ή 127 παράγραφος 2, σημείο γ) αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας·
β) Με την επιφύλαξη του σημείου γ), ένα ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα ισχύει 12 μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική αρχή τρίτης χώρας ανακοίνωσε αλλαγή του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας, ανεξάρτητα από το αν η αρχή αυτή απαιτεί από τα ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί στην εν λόγω τρίτη χώρα να θέσουν σε ισχύ την αλλαγή εντός συντομότερης προθεσμίας, αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας·
γ) αν η εντεταλμένη αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ιδρύματος ορίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 2 ή 3 η αναγνωρίσει το ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 127, αυτό το ποσοστό αποθέματος ασφαλείας θα ισχύει από την ημερομηνία που ορίζεται στις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με το άρθρο 129 παράγραφος 5, στοιχείο γ) ή το άρθρο 127 παράγραφος 2, στοιχείο γ), αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η αύξηση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας·
δ) το ποσοστό του αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας θα πρέπει να τίθεται αμέσως σε ισχύ αν το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης είναι η μείωση του ποσοστού αποθέματος ασφαλείας.
Για τους σκοπούς του σημείου β) ανωτέρω, τυχόν αλλαγή του ποσοστού αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας για τρίτη χώρα θα θεωρείται ότι ανακοινώθηκε την ημερομηνία δημοσίευσής της από τη σχετική αρχή τρίτης ώρας σύμφωνα με τους ισχύοντες εθνικούς κανονισμούς.
7. Η ΕΑΤ αναπτύσσει σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μεθόδου εξακρίβωσης της γεωγραφικής θέσης των σχετικών εκθέσεων σε πιστωτικό κίνδυνο της παραγράφου 5.
Μεταβιβάζονται στην Επιτροπή εξουσίες έγκρισης των κανονιστικών τεχνικών προτύπων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Η ΕΑΤ υποβάλλει τα σχέδια κανονιστικών προτύπων στην Επιτροπή το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014.
Τμήμα IIIΜέτρα διατήρησης κεφαλαίου
Άρθρο 131
Περιορισμοί διανομών κερδών
1. Τα κράτη μέλη απαγορεύουν σε όλα τα ιδρύματα που ικανοποιούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να προβαίνουν σε διανομή κερδών όσον αφορά το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, στο βαθμό που μια τέτοια διανομή θα μείωνε το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών τους της Κατηγορίας 1 σε τέτοιο επίπεδο ώστε η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας δεν θα ικανοποιούνταν πλέον.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα που δεν ικανοποιούν τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας να υπολογίζουν το Μέγιστο Διανεμητέο Ποσό («ΜΔΠ») σύμφωνα με την παράγραφο 4.
Όπου ισχύει το πρώτο εδάφιο ανωτέρω, το κράτος μέλος απαγορεύει σε οποιοδήποτε τέτοιο ίδρυμα να προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις κάτωθι ενέργειες πριν υπολογίσει το ΜΔΠ:
α) να προβαίνει σε διανομή κερδών όσον αφορά το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1,
β) να δημιουργεί μια υποχρέωση καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή να καταβάλλει κυμαινόμενη αμοιβή αν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε ενώ το ίδρυμα δεν ικανοποιούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας,
γ) να προβαίνει σε πληρωμές με πληρωμές σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1.
3. Ενόσω ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή δεν υπερβαίνει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας του, τα κράτη μέλη θα του απαγορεύουν να διανέμει περισσότερο από το ΜΔΠ που έχει υπολογιστεί σύμφωνα με την παράγραφο 4 μέσω κάθε ενέργειας που αναφέρεται στα σημεία α) έως γ) της παραγράφου 2.
4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα ιδρύματα να υπολογίζουν το ΜΔΠ πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίστηκε βάσει του σημείου α) με το συντελεστή που ορίζεται βάσει του σημείου β). Το ΜΔΠ μειώνεται από οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρονται στα σημεία α), β) και γ) της παραγράφου 2.
α) Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί περιλαμβάνει:
(i) προσωρινά κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στις Κοινές Μετοχές της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που σημειώθηκαν από την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή από οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρονται στα σημεία α), β) και γ) της παραγράφου 2·
συν
(ii) τα κέρδη στο τέλος της χρήσης που δεν έχουν συμπεριληφθεί στις Κοινές Μετοχές της Κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 4 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που σημειώθηκαν από την πιο πρόσφατη απόφαση σχετικά με τη διανομή των κερδών ή από οποιαδήποτε εκ των ενεργειών που αναφέρονται στα σημεία α), β) και γ) της παραγράφου 2·
μείον
(iii) ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος αν τα στοιχεία των εδαφίων (i) και (ii) διατηρούνταν.
β) Ο συντελεστής καθορίζεται ως εξής:
(i) όπου το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και που δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο με την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0·
(ii) όπου το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και που δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο με την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού είναι εντός του δεύτερου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,2·
(iii) όπου το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και που δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο με την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού είναι εντός του τρίτου τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,4·
(iv) όπου το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα και που δεν χρησιμοποιείται για την απαίτηση ιδίων κεφαλαίων βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο με την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 3 του ανωτέρω κανονισμού είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής θα είναι 0,6.
Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημόριου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:
Κατώτατο όριο τεταρτημόριου
Ανώτατο όριο τεταρτημόριου
όπου «ΑΚΑΑΣΙ» σημαίνει «Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας του Συγκεκριμένου Ιδρύματος» και Qn είναι ο αριθμός του σχετικού τεταρτημόριου.
5. Οι περιορισμοί που επιβάλλει το παρόν άρθρο ισχύουν μόνο για πληρωμές που προκαλούν μείωση του κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 ή μείωση των κερδών και όπου η παύση πληρωμών ή η μη πληρωμή δεν αποτελεί γεγονός αθέτησης ή προϋπόθεση για την έναρξη διαδικασιών πτώχευσης βάσει του καθεστώτος που ισχύει για το ίδρυμα.
6. Όπου ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας και σκοπεύει να προβεί σε διανομή οποιωνδήποτε διανεμητέων κερδών του ή σε κάποια ενέργεια από αυτές που περιγράφονται στα σημεία α) έως γ) της παραγράφου 2, οφείλει να ειδοποιήσει την αρμόδια αρχή και να υποβάλει τα εξής στοιχεία:
α) Το ποσό του κεφαλαίου που τηρεί το ίδρυμα, χωρισμένο ως εξής:
(i) Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1,
(ii) Πρόσθετο Κεφάλαιο της Κατηγορίας 1,
(iii) Κεφάλαιο της Κατηγορίας 2,
β) το ποσό των προσωρινών κερδών του και των κερδών του στο τέλος της χρήσης,
γ) Το ΜΔΠ που υπολογίστηκε σύμφωνα με την παράγραφο 4,
δ) το ποσό των διανεμητέων κερδών που σκοπεύει να μοιράσει στα εξής:
(i) πληρωμή μερισμάτων,
(ii) εξαγορές ιδίων μετοχών,
(iii) πληρωμές σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1,
(iv) καταβολή κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών, είτε με τη δημιουργία νέας υποχρέωσης καταβολής ή βάσει υποχρέωσης καταβολής που δημιουργήθηκε ενώ το ίδρυμα δεν ικανοποιούσε τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας.
7. Τα ιδρύματα πρέπει να εφαρμόζουν ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζουν ότι το ποσό των διανεμητέων κερδών και το ΜΔΠ υπολογίζονται με ακρίβεια και να μπορούν να αποδείξουν αυτήν την ακρίβεια στην αρμόδια αρχή αν τους ζητηθεί.
8. Για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2, η διανομή κερδών όσον αφορά το Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
α) καταβολή μερισμάτων σε μετρητά,
β) διανομή πλήρως ή μερικώς πληρωθέντων μετοχών που διανέμονται δωρεάν ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων],
γ) εξαργύρωση ή αγορά από ένα ίδρυμα ίδιων μετοχών του ή άλλων κεφαλαιακών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,
δ) ανάκτηση ποσών που καταβλήθηκαν για κεφαλαιακά μέσα που αναφέρονται στο άρθρο 24 παράγραφος 1 στοιχείο α) του εν λόγω κανονισμού,
ε) διανομή στοιχείων που αναφέρονται στα σημεία β) έως ε) του άρθρου 24 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού.
Άρθρο 132
Σχέδιο Διατήρησης Κεφαλαίου
1. Όπου ένα ίδρυμα δεν ικανοποιεί τη Συνδυασμένη Απαίτηση Αποθέματος Ασφαλείας, πρέπει να καταρτίζει σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και να το υποβάλει στην αρμόδια αρχή εντός 5 εργάσιμων ημερών από τότε που διαπίστωσε ότι δεν ικανοποιεί την ανωτέρω απαίτηση, εκτός αν η αρμόδια αρχή εγκρίνει μεγαλύτερη προθεσμία.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να δώσουν τέτοιες άδειες μόνο βάσει της συγκεκριμένης περίπτωσης ενός ιδρύματος και λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
2. Το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου περιλαμβάνει τουλάχιστον τις εξής πληροφορίες:
α) εκτιμήσεις των εσόδων και των εξόδων και πιθανή ταμειακή κατάσταση,
β) Μέτρα για την αύξηση των δεικτών κεφαλαίων του ιδρύματος,
γ) σχέδιο και χρονοδιάγραμμα για την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων με στόχο την πλήρη συμμόρφωση με τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας,
δ) Οποιαδήποτε άλλη πληροφορία την οποία η αρμόδια αρχή κρίνει απαραίτητη για να προβεί στην αξιολόγηση βάσει της παραγράφου 3.
3. Η αρμόδια αρχή αξιολογεί το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και το εγκρίνει μόνο αν κρίνει πως το σχέδιο, αν εφαρμοστεί, έχει ευλόγως αυξημένες πιθανότητες να επιτύχει τη συντήρηση ή αύξηση επαρκών κεφαλαίων ώστε το ίδρυμα να ικανοποιεί τις συνδυασμένες απαιτήσεις αποθέματος ασφαλείας εντός μια χρονικής περιόδου που η αρμόδια αρχή θεωρεί κατάλληλη.
4. Αν η αρμόδια αρχή δεν εγκρίνει το σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου σύμφωνα με την παράγραφο 3, επιβάλλει ένα από τα ακόλουθα μέτρα ή και τα δύο:
α) απαιτεί από το ίδρυμα να αυξήσει τα ίδια κεφάλαιά του σε συγκεκριμένα επίπεδα εντός συγκεκριμένης προθεσμίας·
β) ασκεί την εξουσία της δυνάμει του άρθρου 99 για την επιβολή αυστηρότερων περιορισμών στη διανομή από αυτούς που απαιτούνται βάσει του άρθρου 131.
Τμήμα ΙΙΙa
Προσδιορισμός Συστημικών Ιδρυμάτων και Καθορισμός της Εφαρμόσιμης Απαίτησης για Πρόσθετο Συστημικό Απόθεμα Ασφαλείας
Άρθρο 132α
Προσδιορισμός συστημικών ιδρυμάτων
1. Οι αρμόδιες αρχές υποδεικνύουν στην ΕΑΤ τα συστημικά ιδρύματα εντός της περιοχής δικαιοδοσίας τους. Στην περίπτωση τραπεζικών ομίλων ή επιμέρους θυγατρικών τραπεζικού ομίλου, ο ορισμός αυτός βασίζεται σε κοινή απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 108 από την αρχή ενοποιημένης εποπτείας και τις αρμόδιες αρχές των εμπλεκόμενων θυγατρικών. Συστημικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μπορεί επίσης να προσδιορίζονται από το ΕΣΣΚ. Ο προσδιορισμός βασίζεται σε ποσοτική και ποιοτική ανάλυση σε παγκόσμιο, ενωσιακό ή εγχώριο επίπεδο, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα εξής χαρακτηριστικά τους:
α) δραστηριότητα σε περισσότερες από μια περιοχές δικαιοδοσίας εντός της εσωτερικής αγοράς και σε τρίτες χώρες·
β) μέγεθος·
γ) διασύνδεση του ιδρύματος με το χρηματοπιστωτικό σύστημα·
δ) δυνατότητα υποκατάστασης των υπηρεσιών ή της χρηματοπιστωτικής υποδομής που παρέχεται από το ίδρυμα·
ε) πολύπλοκο χαρακτήρα·
στ) ισολογισμό·
ζ) μέγεθος χαρτοφυλακίου συναλλαγών·
η) θέσεις παραγώγων.
2. Κατά τον προσδιορισμό των εγχώριων συστημικών ιδρυμάτων, οι αρμόδιες αρχές εξετάζουν ιδιαίτερα τον ενδεχόμενο συστημικό κίνδυνο που δημιουργείται εντός του κράτους μέλους τους από τις εγχώριες δραστηριότητες και από οποιαδήποτε από τις διασυνοριακές δραστηριότητες για τις οποίες είναι σε τελική ανάλυση υπεύθυνο το συστημικό ίδρυμα.
3. Όταν ασκούν την κρίση τους βάσει των παραγράφων 1, 2 και 3, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τις συστάσεις που εκδίδονται και τηρούνται από το ΕΣΣΚ βάσει της παραγράφου 5.
4. Η ΕΑΤ καταρτίζει κατάλογο των συστημικά σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε παγκόσμιο, ενωσιακό και εγχώριο επίπεδο. Ο κατάλογος των συστημικά σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές, το ΕΣΣΚ και την Επιτροπή.
5. Το ΕΣΣΚ επανεξετάζει τα κριτήρια και τη διαδικασία προσδιορισμού συστημικών ιδρυμάτων στις παραγράφους 1 και 2. Εκδίδει συστάσεις που περιλαμβάνουν:
α) τον προσδιορισμό συστημικών ιδρυμάτων σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εγχώριο επίπεδο και αρχών για την καθοδήγηση των αρμόδιων αρχών όταν ασκούν την κρίση τους ως προς τον προσδιορισμό των συστημικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 132α·
β) τις αρχές που διέπουν τον κατάλληλο προσδιορισμό του ποσοστού συστημικού αποθέματος ασφαλείας.
Το ΕΣΣΚ επανεξετάζει τη σύστασή του και την επικαιροποιεί όποτε αυτό απαιτείται, με γνώμονα την εμπειρία του προσδιορισμού παγκόσμιων ή εγχώριων συστημικών ιδρυμάτων ή του καθορισμού αποθεμάτων ασφαλείας βάσει της παρούσας οδηγίας ή με γνώμονα τις εξελίξεις στα διεθνώς συμφωνημένα πρότυπα ή πρακτικές.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να προσαρμόζει αναλόγως τα κριτήρια για τον προσδιορισμό συστημικών ιδρυμάτων και τον καθορισμό αποθεμάτων ασφαλείας.
Άρθρο 132β
Απαίτηση διατήρησης συστημικού αποθέματος ασφαλείας
1. Με βάση τα κριτήρια που εκτίθενται στο άρθρο 132α, στα συστημικά ιδρύματα σε παγκόσμιο ή ενωσιακό επίπεδο, καθώς και στα εγχώρια συστημικά ιδρύματα αποδίδεται μια από πέντε κατηγορίες συστημικής βαρύτητας, ως προς τη βαρύτητά τους για την ευρωπαϊκή ή τη μεμονωμένη εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά αντίστοιχα. Στην κατώτερη κατηγορία, τα συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διατηρούν συμπληρωματικό απόθεμα ασφαλείας κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με 1,0% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο όπως υπολογίζεται βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], αυξανόμενο κατά 0,5% σε κάθε μια από τις ακόλουθες κατηγορίες.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δύνανται να απαιτούν από συστημικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της ανώτατης κατηγορίας συστημικής βαρύτητας να διατηρούν συμπληρωματικό απόθεμα ασφαλείας κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ίσο με 10% του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο όπως υπολογίζεται βάσει του άρθρου 87(3) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] εάν τούτο δικαιολογείται από εξαιρετικές περιστάσεις όπως το μέγεθος του εν λόγω τραπεζικού ομίλου σε σχέση με την οικονομία της χώρας υποδοχής ή το βαθμό συγκέντρωσης στην εγχώρια χρηματοπιστωτική αγορά.
3. Τα συστημικά ιδρύματα οφείλουν να ικανοποιούν την απαίτηση της παραγράφου 1 χρησιμοποιώντας Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, το οποίο θα είναι συμπληρωματικό σε τυχόν Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 που τηρείται για τους σκοπούς της απαίτησης ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 87 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της… [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], της απαίτησης τήρησης Αποθέματος Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου του άρθρου 123, της απαίτησης τήρησης αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα βάσει του άρθρου 124 και οποιασδήποτε απαίτησης βάσει του άρθρου 100.
4. Το συστημικό απόθεμα ασφαλείας τραπεζικών ομίλων που εντοπίζονται ως συστημικά σημαντικοί σε παγκόσμιο ή ευρωπαϊκό επίπεδο διατηρείται σε ενοποιημένο ή υπο-ενοποιημένο επίπεδο εντός της ενιαίας αγοράς, έστω και αν θυγατρικές του εν λόγω ομίλου έχουν εντοπισθεί ως συστημικά σημαντικές σε εγχώριο επίπεδο σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη.
5. Το συστημικό απόθεμα ασφαλείας για φορείς που έχουν εντοπισθεί ως συστημικώς σημαντικοί σε ένα μόνο κράτος μέλος διατηρείται σε έναν μόνο φορέα ή σε υπο-ενοποιημένο επίπεδο εντός αυτού του κράτους μέλους.
6. Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο 4, το συστημικό απόθεμα ασφαλείας μπορεί επίσης να διατηρείται σε επίπεδο ενός φορέα ή σε υπο-ενοποιημένο επίπεδο εντός κράτους μέλους, εάν η αρμόδια αρχή αποδείξει στην ΕΑΤ ότι σε κατάσταση κρίσης θα υπήρχαν ουσιαστικά νομικά ή πρακτικά εμπόδια στην ελεύθερη ροή κεφαλαίου εντός του ομίλου. Η ΕΑΤ ενημερώνει και εκδίδει συστάσεις προς την Επιτροπή ώστε να εξασφαλίζεται αποτελεσματική διασυνοριακή διαχείριση και διευθέτηση κρίσεων εντός της ενιαίας αγοράς.
7. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιλέγουν να δημοσιοποιούν το συστημικό αποθεματικό που απαιτείται δυνάμει της παραγράφου 1.
8. Όταν τα συστημικά ιδρύματα δεν ικανοποιούν πλήρως την απαίτηση της παραγράφου 1, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να περιορίζουν τις διανομές κερδών αναφορικά με το Βασικό Κεφάλαιο Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1, να περιορίζουν τις πληρωμές σε Πρόσθετα κεφαλαιακά μέσα της Κατηγορίας 1 και να περιορίζουν την παροχή κυμαινόμενης αμοιβής και προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών.
9. Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τα συστημικά ιδρύματα να εκπονούν και να υποβάλουν σχέδιο επίλυσης σύμφωνα προς τις κατευθυντήριες γραμμές που προβλέπονται από το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για τις σημαντικές από συστημικής άποψης τράπεζες παγκοσμίως.
Τίτλος VIII
Δημοσιοποίηση πληροφοριών από τις αρμόδιες αρχές
Άρθρο 133
Γενικές υποχρεώσεις
1. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κείμενα νόμων, κανονισμών, διοικητικών κανόνων και γενικής καθοδήγησης που εκδίδονται στο οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τον τομέα της εποπτικής ρύθμισης,
β) τον τρόπο άσκησης των δικαιωμάτων και των διακριτικών ευχερειών που παρέχει η ενωσιακή νομοθεσία,
γ) τα γενικά κριτήρια και μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν για την εξέταση και την αξιολόγηση που αναφέρεται στο άρθρο 92, και
δ) με την επιφύλαξη των διατάξεων του Τίτλου VII, Κεφάλαιο 1, Τμήμα II της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 54 και 58 της οδηγίας 2004/39/EK, συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία για τα καίρια σημεία της υλοποίησης του πλαισίου προληπτικής εποπτείας σε κάθε κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού και της φύσης των εποπτικών μέτρων που λήφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 99.
δα) τον χαρακτήρα οποιουδήποτε εποπτικού μέτρου λαμβάνεται ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του άρθρου 95, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων των ιδρυμάτων στα οποία έχουν εφαρμογή οποιαδήποτε τέτοια μέτρα.
2. Οι δημοσιοποιούμενες πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να επαρκούν για την αξιόπιστη σύγκριση των μεθόδων που εφαρμόζουν οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών. Οι πληροφορίες δημοσιεύονται σύμφωνα με κοινό μορφότυπο και ενημερώνονται τακτικά. Είναι προσπελάσιμες μέσω μιας και μόνης ηλεκτρονικής τοποθεσίας.
3. Η ΕΑΤ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει το μορφότυπο, τη δομή, τον κατάλογο περιεχομένων και την ημερομηνία ετήσιας δημοσιοποίησης των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2014.
Εκχωρείται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
Άρθρο 134
Συγκεκριμένες απαιτήσεις δημοσιοποίησης
1. Για τους σκοπούς του Έκτου Μέρους του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], οι αρμόδιες αρχές δημοσιοποιούν τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα γενικά κριτήρια και μεθοδολογίες που υιοθετήθηκαν για τον έλεγχο της συμμόρφωσης προς το άρθρο 394 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
β) χωρίς να θίγονται οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στον Τίτλο VII Κεφάλαιο 1 Τμήμα II, μια συνοπτική περιγραφή του αποτελέσματος της εποπτικής αξιολόγησης και περιγραφή των μέτρων που επιβάλλονται σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης προς το άρθρο 394 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που εντοπίστηκαν σε ετήσια βάση.
2. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] δημοσιοποιούν όλες τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων κεφαλαίων ή την κάλυψη υποχρεώσεων·
β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα·
γ) συνολικά για το κράτος μέλος:
(i) το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, τα οποία διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες·
(ii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του εν λόγω κανονισμού, που αντιπροσωπεύουν ίδια κεφάλαια που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα· και
(iii) το ποσοστό ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου του άρθρου 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων].
3. Οι αρμόδιες αρχές που κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] δημοσιοποιούν όλες τις παρακάτω πληροφορίες:
α) τα κριτήρια με βάση τα οποία προσδιορίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε προβλέπεται να υπάρξει ουσιαστικό πρακτικό ή νομικό κώλυμα για την άμεση μεταφορά ιδίων πόρων ή την κάλυψη υποχρεώσεων·
β) τον αριθμό των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], καθώς και εκείνων που διαθέτουν θυγατρικές σε τρίτη χώρα·
γ) συνολικά για το κράτος μέλος:
(i) το συνολικό ποσό των ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], τα οποία διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες·
(ii) το ποσοστό των συνολικών ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών ιδίων κεφαλαίων των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
(iii) το ποσοστό ιδίων κεφαλαίων που διατηρούνται στις θυγατρικές σε τρίτες χώρες, επί των συνολικών απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων, βάσει του άρθρου 87 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων], των μητρικών ιδρυμάτων που ωφελούνται από την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού.
Άρθρο 134α
Πρόσθετες απαιτήσεις δημοσιοποίησης για τα ιδρύματα
Για το σκοπό της ενίσχυσης της πειθαρχίας της αγοράς και εξασφάλισης της επαρκούς παροχής πληροφοριών στην αγορά έτσι ώστε να μειώνεται η αβεβαιότητα, οι αρμόδιες αρχές μπορεί να απαιτούν από τα ιδρύματα ή από ορισμένους τύπους ιδρυμάτων να δημοσιοποιούν, είτε σε ad hoc είτε σε τακτική βάση, οποιεσδήποτε από τις ακόλουθες πληροφορίες επιπλέον από εκείνες που εκτίθενται στο μέρος οκτώ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]:
α) πληροφορίες που διαβιβάζονται στην αρμόδια αρχή σύμφωνα με τα άρθρα 95 έως 96 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ…/2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]·
β) δεδομένα που προσδιορίζονται σχετικά με στοιχεία των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο α), όπως μέγιστες, ελάχιστες και μέσες μετρήσεις για την περίοδο μεταξύ των ημερομηνιών διαβίβασης·
γ) αξία των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού με ανάλυση ανά συγκεκριμένες κατηγορίες όπως χώρα, τύπος στοιχείου ενεργητικού και, όπου αρμόζει, τους βασικούς παράγοντες του κινδύνου, όπως ο λόγος δανείου προς έσοδα ή δανείου προς αξία·
δ) λεπτομερείς εξηγήσεις σχετικά με τις ουσιαστικές αλλαγές και τάσεις στις σχέσεις κεφαλαίου και σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού και
ε) κεφαλαιακές απαιτήσεις με βάση τα κατώτατα όρια της Βασιλείας Ι (δηλαδή σταθμίσεις κινδύνου της Βασιλείας Ι) έτσι ώστε να είναι δυνατές οι συγκρίσεις των ανοιγμάτων μεταξύ επιχειρήσεων με βάση ένα πρότυπο μέτρο.
Τίτλος IX
Κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικές πράξεις
Άρθρο 135
Πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση
Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις δυνάμει του άρθρου 138 αναφορικά με τα ακόλουθα στοιχεία:
α) την αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 4 και του άρθρου 122 για να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας,
β) την αποσαφήνιση των ορισμών του άρθρου 4 και του άρθρου 122 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
βα) την προσαρμογή των κριτηρίων για τον προσδιορισμό συστημικών ιδρυμάτων και τον καθορισμό αποθεμάτων ασφαλείας όπως ορίζεται στο άρθρο 132α και 132 βμε βάση συστάσεις του ΕΣΣΚ.
γ) την ευθυγράμμιση της ορολογίας και τη διατύπωση των ορισμών του άρθρου 4 σύμφωνα με εκείνες των μεταγενέστερων πράξεων στον τομέα των ιδρυμάτων και συναφών θεμάτων,
δ) τη διεύρυνση του περιεχομένου του καταλόγου ο οποίος μνημονεύεται στα άρθρα 33 και 34 και περιέχεται στο Παράρτημα I της παρούσας οδηγίας ή την προσαρμογή της ορολογίας του καταλόγου προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
ε) τους τομείς στους οποίους οι αρμόδιες αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες, όπως απαριθμούνται στο άρθρο 51,
στ) τις προσαρμογές στα άρθρα 75 έως 86 και στο άρθρο 94, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδίως τα νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) ή οι εξελίξεις στα λογιστικά πρότυπα ή στις απαιτήσεις που λαμβάνουν υπόψη τη νομοθεσία της Ένωσης, ή λόγω της σύγκλισης των εποπτικών πρακτικών,
ζ) τις προσαρμογές στα κριτήρια που προβλέπονται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές εξελίξεις και να διασφαλιστεί η ενιαία εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 136
Εκτελεστικές Πράξεις
Τα ακόλουθα μέτρα θα υιοθετηθούν ως εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 137 παράγραφος 2:
α) τεχνικές προσαρμογές στον κατάλογο του άρθρου 2,
β) τροποποίηση του ποσού του αρχικού κεφαλαίου το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 12 και στον Τίτλο IV προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και νομισματικές εξελίξεις.
Άρθρο 137
Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών
1. Για τη θέσπιση των εκτελεστικών πράξεων, η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τραπεζών που συστάθηκε με την απόφαση 2004/10/EΚ της Επιτροπής. Η εν λόγω επιτροπή θα αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
2. Οσάκις γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.
Άρθρο 138
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1. Η εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τους όρους που θεσπίζονται στο παρόν άρθρο.
2. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 135 ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 153.
3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 135 μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που καθορίζεται στην απόφαση αυτή. Παράγει αποτελέσματα από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση. Δεν θίγει το κύρος οποιασδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση πράξης που έχει τεθεί ήδη σε ισχύ.
4. Μόλις η Επιτροπή εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
5. Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 135 τίθεται σε ισχύ μόνο αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός περιόδου 3 μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ή αν πριν από την εκπνοή αυτής της περιόδου τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η περίοδος παρατείνεται κατά 3 μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
Τίτλος X
Τροποποιήσεις της οδηγίας 2002/87/ΕΚ
Άρθρο 139
Τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ
1. Στο άρθρο 21α παράγραφος 2, το στοιχείο α) διαγράφεται.
2. Η ακόλουθη παράγραφος προστίθεται μετά το άρθρο 21α παράγραφος 2α:
"(3) Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εναρμόνιση των μεθόδων υπολογισμού που απαριθμούνται στο παράρτημα I μέρος II σε συνδυασμό με το άρθρο 45 παράγραφος 2 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και με το άρθρο 228 παράγραφος 1 της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, αλλά με την επιφύλαξη του άρθρου 6 παράγραφος 4, η ΕΑΤ, η ΕΑΑΕΣ και η ΕΑΚΑΑ, μέσω κοινής Επιτροπής, αναπτύσσουν σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με το άρθρο 6 παράγραφος 2.
Η ΕΑΤ θα υποβάλει αυτά τα σχέδια κανονιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2013.
Μεταβιβάζεται στην Επιτροπή η εξουσία να εγκρίνει τα κανονιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στην τρίτη παράγραφο σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.»
Τίτλος XI
Μεταβατικές και τελικές διατάξεις
Κεφάλαιο 1
Μεταβατικές διατάξεις περί εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων που ασκούν τα δικαιώματα ελεύθερης εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών
Άρθρο 140
Πεδίο εφαρμογής
1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου θα ισχύουν αντί για τα άρθρα 40, 41, 43, 51 και 52 μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2015, ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή εξέδωσε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 2 για πρόσθετη περίοδο έως 2 ετών.
2. Για να διασφαλιστεί ότι η σταδιακή εφαρμογή των εποπτικών ρυθμίσεων ρευστότητας είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με την ανάπτυξη ενιαίων κανόνων ρευστότητας, η Επιτροπή έχει την εξουσία να υιοθετεί πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 135, μεταθέτοντας την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1 μέχρι και 2 χρόνια αργότερα, αν δεν έχουν θεσπιστεί ενιαίοι κανόνες ρευστότητας στην Ένωση επειδή τα διεθνή πρότυπα εποπτείας ρευστότητας δεν έχουν ακόμη συμφωνηθεί κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Άρθρο 141
Απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων
Το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί, για στατιστικούς σκοπούς, από κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο έχει υποκατάστημα στο έδαφός του, να αποστέλλει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής περιοδική έκθεση για τις πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφός του.
Για την άσκηση των καθηκόντων που του ανατίθεται βάσει του άρθρου 145 της παρούσας οδηγίας, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που κατάγονται από άλλα κράτη μέλη, τις ίδιες πληροφορίες με εκείνες που απαιτεί γι' αυτό το σκοπό από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 142
Μέτρα λαμβανόμενα από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες στο κράτος μέλος υποδοχής
1. Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο διαθέτει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες στο έδαφός του, δεν τηρεί τις διατάξεις που έχει θεσπίσει το εν λόγω κράτος μέλος κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση.
2. Εάν το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα δεν πράξει τα απαραίτητα, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνουν σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνουν, αμελλητί, όλα τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να παύσει την αντικανονική αυτή κατάσταση. Η φύση αυτών των μέτρων ανακοινώνεται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
4. Εάν, παρά τη λήψη των μέτρων από το κράτος μέλος καταγωγής ή λόγω της ακαταλληλότητάς τους ή επειδή δεν ελήφθησαν μέτρα στο κράτος αυτό, το πιστωτικό ίδρυμα συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις της παραγράφου 1 οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, το εν λόγω κράτος δικαιούται, αφού ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα ενδεικνυόμενα μέτρα προκειμένου να προληφθούν ή να κατασταλούν νέες παρατυπίες και, εφόσον είναι απαραίτητο, μπορεί να εμποδίσει το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα να προβεί σε νέες πράξεις στο έδαφός του. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε τα έγγραφα που είναι απαραίτητα για τη λήψη παρόμοιων μέτρων να μπορούν να κοινοποιηθούν, μέσα στο έδαφός τους, στα πιστωτικά ιδρύματα.
Άρθρο 143
Προληπτικά μέτρα
Προτού ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 142, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής μπορούν, σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, να λαμβάνουν τα αναγκαία προληπτικά μέτρα για την προστασία των συμφερόντων των καταθετών, των επενδυτών ή των άλλων προσώπων στα οποία παρέχονται οι υπηρεσίες. Η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των λοιπών κρατών μελών ενημερώνονται το συντομότερο για τα εν λόγω μέτρα.
Η Επιτροπή μπορεί, αφού ζητήσει τη γνώμη των αρμοδίων αρχών των ενδιαφερομένων κρατών μελών, να αποφασίσει ότι το υπόψη κράτος μέλος πρέπει να τροποποιήσει ή να καταργήσει τα εν λόγω μέτρα.
Άρθρο 144
Ευθύνη
1. Την προληπτική εποπτεία επί των πιστωτικών ιδρυμάτων, η οποία καλύπτει και τις βάσει των άρθρων 33 και 34 δραστηριότητές τους, ασκούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας οδηγίας που απονέμουν αρμοδιότητα στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.
2. Η παράγραφος 1 δεν θίγει την εποπτεία σε ενοποιημένη βάση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
3. Κατά την άσκηση των γενικών καθηκόντων τους, οι αρμόδιες αρχές κάθε κράτους μέλους εκτιμούν δεόντως τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποφάσεών τους στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος όλων των άλλων εμπλεκομένων κρατών μελών και, ιδίως, σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, βάσει των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες τη δεδομένη στιγμή.
Άρθρο 145
Εποπτεία ρευστότητας
Μέχρις ότου υπάρξει μεταγενέστερος συντονισμός, το κράτος μέλος υποδοχής, σε συνεργασία με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εξακολουθεί να έχει την ευθύνη της εποπτείας της ρευστότητας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων.
Με την επιφύλαξη των μέτρων που απαιτούνται για την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, το κράτος μέλος υποδοχής διατηρεί όλη την ευθύνη των μέτρων που προκύπτουν από την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής του.
Τα μέτρα δεν επιτρέπεται να προβλέπουν άνιση ή περιοριστική μεταχείριση, λόγω του γεγονότος ότι το ίδρυμα έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.
Άρθρο 146
Συνεργασία αναφορικά με την εποπτεία
Για την εποπτεία της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν, ιδίως μέσω υποκαταστήματος, σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη, εκτός του κράτους στο οποίο έχουν την έδρα τους, οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερομένων κρατών μελών συνεργάζονται στενά. Ανακοινώνουν ή μία στην άλλη όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την ιδιοκτησία αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων που δύνανται να διευκολύνουν την εποπτεία τους και την εξέταση των όρων έγκρισής τους, καθώς και όλες τις πληροφορίες που μπορούν να διευκολύνουν τον έλεγχο των ιδρυμάτων, ιδίως όσον αφορά τη ρευστότητα, τη φερεγγυότητα, την εγγύηση των καταθέσεων, τον περιορισμό των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.
Άρθρο 147
Σημαντικά υποκαταστήματα
1. Οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους υποδοχής μπορούν να υποβάλουν αίτημα προς το φορέα ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1, ή προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, για να θεωρηθεί σημαντικό ένα υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος.
2. Σε αυτό το αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει το υποκατάστημα να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:
α) εάν το μερίδιο αγοράς του υποκαταστήματος ενός πιστωτικού ιδρύματος ως προς τις καταθέσεις υπερβαίνει το 2% στο κράτος μέλος υποδοχής,
β) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη συστημική ρευστότητα και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στο κράτος μέλος υποδοχής,
γ) στο μέγεθος και στη σημασία του υποκαταστήματος ως προς το πλήθος των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού και χρηματοοικονομικού συστήματος του κράτους μέλους υποδοχής.
Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και του κράτους μέλους υποδοχής καθώς και ο φορέας ενοποιημένης εποπτείας, όταν χωρεί εφαρμογή του άρθρου 107 παράγραφος 1, καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξουν σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
Εάν δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο μηνών από τη λήψη του αιτήματος του πρώτου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο μηνών σχετικά με το εάν το υποκατάστημα είναι σημαντικό. Κατά τη λήψη της απόφασής τους οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις του φορέα ενοποιημένης εποπτείας ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής.
Οι αποφάσεις του τρίτου και του τέταρτου εδαφίου δημοσιεύονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και διαβιβάζεται στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές και αναγνωρίζονται ως δεσμευτικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών.
Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας.
3. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 112 παράγραφος 1 στοιχεία γ) και δ) και εκτελούν τις εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 107 παράγραφος 1 στοιχείο γ) σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
4. Εάν αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης εντός πιστωτικού ιδρύματος κατά το άρθρο 109 παράγραφος 1, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 59 και στο άρθρο 60.
5. Στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 111, οι αρμόδιες αρχές που εποπτεύουν ένα πιστωτικό ίδρυμα με σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη συστήνουν σώμα εποπτών υπό την προεδρία τους, προκειμένου να διευκολύνουν τη συνεργασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 61. Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που καθορίζονται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, έπειτα από διαβούλευση με τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αποφασίζει για το ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
6. Για την απόφαση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπεται στο άρθρο 144 παράγραφος 3, και οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
7. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
Άρθρο 148
Επιτόπια επαλήθευση
1. Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ασκεί τη δραστηριότητά του μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής μπορούν, αφού ενημερώσουν προηγουμένως τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν, οι ίδιες ή μέσω εντεταλμένου προς τούτο προσώπου, σε επιτόπια επαλήθευση των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 52.
2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, μπορούν επίσης να προσφεύγουν, για την επαλήθευση των στοιχείων των υποκαταστημάτων, σε μια από τις άλλες διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 113.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής να διενεργούν, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας, επιτόπιες επαληθεύσεις στοιχείων των υποκαταστημάτων που βρίσκονται στο έδαφός τους.
Κεφάλαιο 2
Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας
Άρθρο 149
Μεταβατικές διατάξεις περί κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας
1. Τα παρόν άρθρο τροποποιεί της απαιτήσεις των άρθρων 122 και 123 για μεταβατική περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018.
2. Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016:
α) το Απόθεμα Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου θα αποτελείται από Κοινές Μετοχές της Κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 0,625% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
β) το Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν θα υπερβαίνει το 0,625% αυτού του συνόλου και επομένως η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας θα είναι μεταξύ 0,625% και 1,25% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος.
3. Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2017 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017:
α) το Απόθεμα Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου θα αποτελείται από Κοινές Μετοχές της Κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1,25% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
β) το Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν θα υπερβαίνει το 1,25% αυτού του συνόλου και επομένως η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας θα είναι μεταξύ 1,25% και 2,50% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος.
4. Για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2018 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018:
α) το Απόθεμα Ασφαλείας Διατήρησης Κεφαλαίου θα αποτελείται από Κοινές Μετοχές της Κατηγορίας 1 αξίας ίσης με το 1.875% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος, υπολογισμένων σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3 του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων]·
β) το Αντικυκλικό Κεφαλαιακό Απόθεμα Ασφαλείας ειδικά για το κάθε ίδρυμα δεν θα υπερβαίνει το 1,875% αυτού του συνόλου και επομένως η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας θα είναι μεταξύ 1,875% και 3,750% του συνόλου των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ποσών έκθεσης του ιδρύματος.
5. Η απαίτηση για σχέδιο διατήρησης κεφαλαίου και οι περιορισμοί διανομής κερδών σύμφωνα με το άρθρο 131 και το άρθρο 132 ισχύουν κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την 1η Ιανουαρίου 2016 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018 για τα ιδρύματα που δεν ικανοποιούν τις τροποποιημένες απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4.
6. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιβάλουν συντομότερη μεταβατική περίοδο από αυτήν που προβλέπεται στην παράγραφο 1, όπου αυτό δικαιολογείται λόγω αυξημένης πιστωτικής επέκτασης ή αύξησης άλλης κατηγορίας στοιχείων ενεργητικού οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αν ένα κράτος μέλος το πράξει αυτό, η συντομότερη περίοδος μπορεί να αναγνωρίζεται από άλλα κράτη μέλη.
Kεφάλαιο 3
Τελικές διατάξεις
Άρθρο 150
Επανεξέταση
1. Έως την 1η Απριλίου 2014, η Επιτροπή θα εξετάσει και θα υποβάλει έκθεση σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] που αφορούν τις αποδοχές, με ιδιαίτερη έμφαση στην αποδοτικότητά τους, την εφαρμογή τους και την επιβολή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις. Αυτή η επανεξέταση εντοπίζει οποιαδήποτε κενά απορρέουν από την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στις εν λόγω διατάξεις. Η Επιτροπή υποβάλει την έκθεσή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και, όπου κρίνεται σκόπιμο, μια νομοθετική πρόταση.
Η περιοδική αξιολόγηση από την Επιτροπή της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας διασφαλίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται δεν καταλήγει σε διακρίσεις μεταξύ ιδρυμάτων βάσει της νομικής δομής τους ή του μοντέλου ιδιοκτησίας τους.
2. Από το 2014 και μετά, η ΕΑΤ, σε συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ, θα εκδίδει ανά διετία έκθεση σχετικά με το βαθμό στον οποίο η νομοθεσία των κρατών μελών αναφέρεται σε εξωτερικές αξιολογήσεις και σχετικά με μέτρα που έχουν λάβει τα κράτη μέλη για τη μείωση τέτοιων αναφορών. Αυτή η έκθεση θα περιγράφει επίσης πώς οι αρμόδιες αρχές τηρούν τις υποχρεώσεις τους που προβλέπονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1 και 2 και στο άρθρο 77 παράγραφος 1, στοιχείο β). Ακόμη, η έκθεση θα αναφέρει το βαθμό εποπτικής σύγκλισης επ' αυτού του θέματος.
Η ΕΑΤ σε συνεργασία με την ΕΑΑΕΣ και την ΕΑΚΑΑ εξασφαλίζουν ουσιαστική μείωση της εξάρτησης από εξωτερικές αξιολογήσεις και σταδιακά προβλέπουν την εξάλειψη όλων των μηχανιστικών και αυτόματων επιπτώσεων μιας εξωτερικής αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας που ακόμη υφίσταται στο δίκαιο της Ένωσης.
3. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 103 και 104, υποβάλλει δε την έκθεσή της αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και όπου κρίνεται σκόπιμο, μια νομοθετική πρόταση.
4. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2016, η Επιτροπή εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 4, περιλαμβανομένου σχετικά με την καταλληλότητα της συγκριτικής αξιολόγησης ποικιλόμορφων πρακτικών, υποβάλλει δε την έκθεσή της αυτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο και όπου κρίνεται σκόπιμο, μια νομοθετική πρόταση.
4α. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή διαβουλεύεται με τις ΕΕΑ, το ΕΣΚΤ, το ΕΣΣΚ και άλλα σχετικά μέρη, προκειμένου να επανεξετάσει την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων μερισμού πληροφοριών βάσει της παρούσας οδηγίας και ιδίως βάσει του τίτλου VII, κεφάλαιο 1, ενότητα 2 και διατυπώνει προτάσεις, όπως αρμόζει, για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτών των διατάξεων και/ή ρυθμίσεων, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις σημαντικές συνεργίες μερισμού πληροφοριών μεταξύ των λειτουργιών κεντρικής τραπεζικής και προληπτικής εποπτείας, τόσο υπό ομαλές συνθήκες όσο και σε περιόδους έντασης.
4β. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η Επιτροπή πρέπει, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΤ και το ΕΣΣΚ, να επανεξετάσει το άρθρο 130α σχετικά με τον καθορισμό των ποσοστών συστημικού αποθέματος ασφαλείας, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνώς συμφωνηθέντα πρότυπα για τα συστημικά ιδρύματα και, ενδεχομένως, θα υποβάλει νομοθετική πρόταση προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
4γ. Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, η ΕΑΤ εξετάζει και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας οδηγίας και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων], σχετικά με τη συνεργασία της Ένωσης και των κρατών μελών με τρίτες χώρες. Η εξέταση αυτή εντοπίζει οποιαδήποτε κενά και εκτιμά τους τομείς που απαιτούν περαιτέρω ανάπτυξη όσον αφορά τη συνεργασία, το μερισμό πληροφοριών και τις ρυθμίσεις αμοιβαιότητας, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής των εποπτικών κανόνων σε τρίτες χώρες.
Η ΕΑΤ εκτιμά επίσης την ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη των συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της ΕΑΤ αφενός και διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών ή φορέων όπως το ΔΝΤ ή το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας αφετέρου.
4δ. Με τη λήψη εντολής από την Επιτροπή, η ΕΑΤ εξετάζει κατά πόσον φορείς του χρηματοπιστωτικού τομέα που δηλώνουν ότι εκτελούν τις δραστηριότητές τους σύμφωνα με τις αρχές της ισλαμικής τραπεζικής καλύπτονται επαρκώς από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../2012 της ... [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων].
Η Επιτροπή υποβάλλει την έκθεση που έχει συνταχθεί από την ΕΑΤ και, όπου κρίνεται σκόπιμο, μια νομοθετική πρόταση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
Άρθρο 151
Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο
1. Έως την 31η Δεκεμβρίου 2013, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ανακοινώνουν πάραυτα στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ των εν λόγω διατάξεων και της παρούσας οδηγίας
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές από την 1η Ιανουαρίου 2014.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, ο Τίτλος VII, Κεφάλαιο 4 θα ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2016.
3. Κατά τη θέσπισή τους από τα κράτη μέλη, οι διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 πρέπει να περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή να συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Περιέχουν επίσης δήλωση σύμφωνα με την οποία οι αναφορές σε ισχύοντες νόμους, κανονισμούς και διοικητικές διατάξεις, που περιλαμβάνονται στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.
4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΤ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 152
Κατάργηση
Οι οδηγίες 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ με τις διαδοχικές τροποποιήσεις τους καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2013.
Οι αναφορές στις καταργούμενες οδηγίες νοούνται ως αναφορές στην παρούσα οδηγία και διαβάζονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που εμφαίνεται στο παράρτημα II.
Άρθρο 153
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 154
Αποδέκτης
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.
Παράρτημα I
Κατάλογος δραστηριοτήτων που απολαμβάνουν αμοιβαίας αναγνώρισης
1. Αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.
2. Χορήγηση πιστώσεων, στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων: η καταναλωτική πίστη, συμβάσεις πίστωσης για ακίνητα, οι πράξεις αναδόχου εισπράξεως απαιτήσεων (factoring) με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η χρηματοδότηση εμπορικών συναλλαγών (συμπεριλαμβανομένου του forfeiting).
3. Χρηματοδοτική μίσθωση (leasing).
4. Υπηρεσίες πληρωμών, όπως ορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της οδηγίας 2007/64/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Νοεμβρίου 2007, σχετικά με τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά[28].
5. Έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμών (π.χ. ταξιδιωτικές και τραπεζικές επιταγές) στο βαθμό που η δραστηριότητα αυτή δεν καλύπτεται από το σημείο 4.
6. Εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων.
7. Συναλλαγές για λογαριασμό του ιδίου του ιδρύματος ή της πελατείας του σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) μέσα της χρηματαγοράς (επιταγές, γραμμάτια, ομόλογα καταθέσεων κ.λπ.),
β) αγορές συναλλάγματος,
γ) χρηματοπιστωτικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (financial futures) ή δικαιώματα προαίρεσης (options),
δ) μέσα σχετικά με συνάλλαγμα και επιτόκια,
ε) κινητές αξίες.
8. Συμμετοχές σε εκδόσεις τίτλων και παροχή συναφών υπηρεσιών.
9. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον αφορά τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών και υπηρεσιών στον τομέα της συγχώνευσης και της εξαγοράς επιχειρήσεων.
10. Μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές.
11. Διαχείριση χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση χαρτοφυλακίου.
12. Φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών.
13. Εμπορικές πληροφορίες.
14. Εκμίσθωση θυρίδων.
15. Έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
Οι υπηρεσίες και δραστηριότητες που προβλέπονται στα Τμήματα Α και Β του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων[29], όταν γίνεται αναφορά σε χρηματοπιστωτικά μέσα που προβλέπονται στο Τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι της εν λόγω οδηγίας υπόκεινται σε αμοιβαία αναγνώριση σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
¶Παράρτημα II
Πίνακας αντιστοιχίας
|
Παρούσα οδηγία |
Οδηγία 2006/48/ΕΚ |
Οδηγία 2006/49/ΕΚ |
|
|
Άρθρο 1 |
Άρθρο 1 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 1 |
Άρθρο 1 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 2 |
Άρθρο 1 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 2 παράγραφος 3 |
Άρθρο 2 |
|
|
|
Άρθρο 3 |
Άρθρο 5 |
|
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 2 στοιχείο α) |
Άρθρο 4 παράγραφος 20 |
|
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 2 σημείο β) |
|
|
|
|
Άρθρο 4 παράγραφος 2 σημείο γ) |
|
|
|
|
Άρθρο 5 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 5 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 36 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 5 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 5 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 6 |
Άρθρο 128 |
|
|
|
Άρθρο 7 |
Άρθρο 42β παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 8 |
Άρθρο 40 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 9 παράγραφος 1 |
Άρθρο 6 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
Άρθρο 6 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 9 παράγραφος 3 |
Άρθρο 6 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 9 παράγραφος 4 |
Άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 10 |
Άρθρο 7 |
|
|
|
Άρθρο 11 |
Άρθρο 8 |
|
|
|
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
Άρθρο 9 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 12 παράγραφος 4 |
Άρθρο 9 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 13 παράγραφος 1 |
Άρθρο 11 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 13 παράγραφος 2 |
Άρθρο 11 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 14 παράγραφος 1 |
Άρθρο 12 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 14 παράγραφος 2 |
Άρθρο 12 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 14 παράγραφος 3 |
Άρθρο 12 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 15 |
Άρθρο 13 |
|
|
|
Άρθρο 16 παράγραφος 1 |
Άρθρο 15 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 16 παράγραφος 2 |
Άρθρο 15 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 16 παράγραφος 3 |
Άρθρο 15 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 17 |
Άρθρο 16 |
|
|
|
Άρθρο 18 |
Άρθρο 17 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 19 |
Άρθρο 18 |
|
|
|
Άρθρο 20 |
Άρθρο 14, άρθρο 9 παράγραφος 4 στοιχείο γ) και άρθρο 17 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 21 |
|
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 3 |
Άρθρο 19 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 4 |
Άρθρο 19 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 5 |
Άρθρο 19 παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 6 |
Άρθρο 19 παράγραφος 6 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 7 |
Άρθρο 19 παράγραφος 7 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 8 |
Άρθρο 19 παράγραφος 8 |
|
|
|
Άρθρο 22 παράγραφος 9 |
Άρθρο 19 παράγραφος 9 |
|
|
|
Άρθρο 23 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19α παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 23 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19α παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 23 παράγραφος 3 |
Άρθρο 19α παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 23 παράγραφος 4 |
Άρθρο 19α παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 23 παράγραφος 5 |
Άρθρο 19α παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 24 παράγραφος 1 |
Άρθρο 19β παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 24 παράγραφος 2 |
Άρθρο 19β παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 25 |
Άρθρο 20 |
|
|
|
Άρθρο 26 παράγραφος 1 |
Άρθρο 21 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 26 παράγραφος 2 |
Άρθρο 21 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 27 |
Άρθρο 21 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 28 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 4 |
|
|
Άρθρο 28 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 9 |
|
|
Άρθρο 29 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 29 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 29 παράγραφος 3 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 3 |
|
|
Άρθρο 29 παράγραφος 4 |
|
Άρθρο 5 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 30 |
|
Άρθρο 6 |
|
|
Άρθρο 31 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 7 |
|
|
Άρθρο 31 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 8 |
|
|
Άρθρο 32 παράγραφος 1 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 1 |
|
|
Άρθρο 32 παράγραφος 2 |
|
Άρθρο 10 παράγραφος 2 |
|
|
Άρθρο 33 |
Άρθρο 23 |
|
|
|
Άρθρο 34 παράγραφος 1 |
Άρθρο 24 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 34 παράγραφος 2 |
Άρθρο 24 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 34 παράγραφος 3 |
Άρθρο 24 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 35 παράγραφος 1 |
Άρθρο 25 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 35 παράγραφος 2 |
Άρθρο 25 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 35 παράγραφος 3 |
Άρθρο 25 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 35 παράγραφος 4 |
Άρθρο 25 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 35 παράγραφος 5 |
Άρθρο 25 παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 36 παράγραφος 1 |
Άρθρο 26 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 36 παράγραφος 2 |
Άρθρο 26 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 36 παράγραφος 3 |
Άρθρο 26 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 36 παράγραφος 4 |
Άρθρο 26 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 36 παράγραφος 5 |
Άρθρο 26 παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 37 |
Άρθρο 36 |
|
|
|
Άρθρο 38 |
Άρθρο 27 |
|
|
|
Άρθρο 39 παράγραφος 1 |
Άρθρο 28 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 39 παράγραφος 2 |
Άρθρο 28 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 39 παράγραφος 3 |
Άρθρο 28 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 39 παράγραφος 4 |
Άρθρο 28 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 40 |
Άρθρο 29 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 41 παράγραφος 1 |
Άρθρο 30 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 41 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 42 |
Άρθρο 32 |
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 1 |
Άρθρο 33 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 43 παράγραφος 6 |
Άρθρο 33 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 44 παράγραφος 1 |
Άρθρο 34 |
|
|
|
Άρθρο 44 παράγραφος 2 |
Άρθρο 31 |
|
|
|
Άρθρο 45 |
Άρθρο 35 |
|
|
|
Άρθρο 46 |
Άρθρο 37 |
|
|
|
Άρθρο 47 παράγραφος 1 |
Άρθρο 38 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 47 παράγραφος 2 |
Άρθρο 38 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 47 παράγραφος 3 |
Άρθρο 38 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 48 παράγραφος 1 |
Άρθρο 39 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 48 παράγραφος 2 |
Άρθρο 39 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 48 παράγραφος 3 |
Άρθρο 39 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 48 παράγραφος 4 |
Άρθρο 39 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 49 παράγραφος 1 |
Άρθρο 40 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 49 παράγραφος 2 |
Άρθρο 40 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 50 |
Άρθρο 41 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 1 |
Άρθρο 42 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 5 |
Άρθρο 42 παράγραφοι 2 και 3 |
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 6 |
Άρθρο 42 παράγραφοι 4 και 5 |
|
|
|
Άρθρο 51 παράγραφος 7 |
Άρθρο 42 παράγραφοι 6 και 7 |
|
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 1 |
Άρθρο 42α παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 2 |
Άρθρο 42α παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 3 |
Άρθρο 42α παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 52 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 53 παράγραφος 1 |
Άρθρο 43 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 53 παράγραφος 2 |
Άρθρο 43 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 54 παράγραφος 1 |
Άρθρο 44 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 54 παράγραφος 2 |
Άρθρο 44 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 54 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 55 |
Άρθρο 45 |
|
|
|
Άρθρο 56 |
Άρθρο 46 |
|
|
|
Άρθρο 57 |
Άρθρο 47 |
|
|
|
Άρθρο 58 παράγραφος 1 |
Άρθρο 48 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 58 παράγραφος 2 |
Άρθρο 48 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 58 παράγραφος 3 |
Άρθρο 48 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 59 |
Άρθρο 49 |
|
|
|
Άρθρο 60 παράγραφος 1 |
Άρθρο 50 |
|
|
|
Άρθρο 60 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 61 |
Άρθρο 51 |
|
|
|
Άρθρο 62 |
Άρθρο 52 |
|
|
|
Άρθρο 63 παράγραφος 1 |
Άρθρο 53 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 63 παράγραφος 2 |
Άρθρο 53 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 64 |
Άρθρο 136 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 64 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 65 |
|
|
|
|
Άρθρο 66 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 66 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 67 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 67 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 68 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 68 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 69 |
|
|
|
|
Άρθρο 70 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 70 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 70 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 71 |
Άρθρο 55 |
|
|
|
Άρθρο 72 παράγραφος 1 |
Άρθρο 123 |
|
|
|
Άρθρο 72 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 72 παράγραφος 3 |
|
Παράρτημα Ι σημείο 38 |
|
|
Άρθρο 73 παράγραφος 1 |
Άρθρο 22 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 73 παράγραφος 2 |
Άρθρο 22 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 73 παράγραφος 3 |
Άρθρο 22 παράγραφος 3 (2010/78) |
|
|
|
Άρθρο 74 παράγραφος 1 |
Άρθρο 22 παράγραφος 3 (2010/76) |
|
|
|
Άρθρο 74 παράγραφος 2 |
Άρθρο 22 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 74 παράγραφος 3 |
Άρθρο 22 παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 2 |
|
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 75 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 76 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 77 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 3 |
|
|
|
Άρθρο 77 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 4 |
|
|
|
Άρθρο 77 παράγραφος 3 |
Παράρτημα V σημείο 5 |
|
|
|
Άρθρο 78 |
Παράρτημα V σημείο 6 |
|
|
|
Άρθρο 79 |
Παράρτημα V σημείο 7 |
|
|
|
Άρθρο 80 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 8 |
|
|
|
Άρθρο 80 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 9 |
|
|
|
Άρθρο 81 |
Παράρτημα V σημείο 10 |
Παράρτημα IV σημείο 5 |
|
|
Άρθρο 82 |
Παράρτημα V σημείο 11 |
|
|
|
Άρθρο 83 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 12 |
|
|
|
Άρθρο 83 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 13 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 14 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 14α |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 3 |
Παράρτημα V σημείο 15 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 4 |
Παράρτημα V σημείο 16 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 5 |
Παράρτημα V σημείο 17 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 6 |
Παράρτημα V σημείο 18 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 7 |
Παράρτημα V σημείο 19 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 8 |
Παράρτημα V σημείο 20 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 9 |
Παράρτημα V σημείο 21 |
|
|
|
Άρθρο 84 παράγραφος 10 |
Παράρτημα V σημείο 22 |
|
|
|
Άρθρο 85 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 85 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 86 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 86 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 87 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 87 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 87 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 87 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 87 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 88 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 23, τελευταίο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 88 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημεία 23α έως στ και πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 89 |
Παράρτημα V σημείο 23ια |
|
|
|
Άρθρο 90 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημεία 23ζ έως κ |
|
|
|
Άρθρο 90 παράγραφος 2 |
Άρθρο 150 παράγραφος 3 στοιχείο β) |
|
|
|
Άρθρο 91 παράγραφος 1 |
Παράρτημα V σημείο 24 |
|
|
|
Άρθρο 91 παράγραφος 2 |
Παράρτημα V σημείο 24 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 1 |
Άρθρο 124 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 2 |
Άρθρο 124 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 3 |
Άρθρο 124 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 4 |
Άρθρο 124 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 5 |
Άρθρο 124 παράγραφος 5 |
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 6 |
|
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 7 |
|
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 8 |
|
|
|
|
Άρθρο 92 παράγραφος 9 |
|
|
|
|
Άρθρο 93 |
|
|
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 1 |
Παράρτημα XI σημείο 1 |
|
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 2 |
Παράρτημα XI σημείο 1α |
|
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 3 |
Παράρτημα XI σημείο 2 |
|
|
|
Άρθρο 94 παράγραφος 4 |
Παράρτημα XI σημείο 3 |
|
|
|
Άρθρο 95 |
|
|
|
|
Άρθρο 96 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 96 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 96 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 97 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 97 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 1 |
|
|
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 4 |
|
|
|
|
Άρθρο 98 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 99 παράγραφος 1 |
Άρθρο 136 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 99 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 100 παράγραφος 1 |
Άρθρο 136 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 100 παράγραφος 2 |
Άρθρο 136 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 101 |
Άρθρο 149 |
|
|
|
Άρθρο 102 |
|
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 1 |
Άρθρο 68 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 1 |
Άρθρο 3 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 1 |
Άρθρο 123 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 2 |
Άρθρο 71 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 3 |
Άρθρο 71 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 4 |
Άρθρο 73 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 103 παράγραφος 5 |
|
|
|
|
Άρθρο 104 παράγραφος 1 |
Άρθρο 68 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 104 παράγραφος 2 |
Άρθρο 73 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 104 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 105 παράγραφος 1 |
Άρθρο 124 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 105 παράγραφος 2 |
Άρθρο 23 |
|
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 1 |
Άρθρο 125 παράγραφος 1 |
Άρθρο 2 |
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 2 |
Άρθρο 125 παράγραφος 2 |
Άρθρο 2 |
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 3 |
Άρθρο 126 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 4 |
Άρθρο 126 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 5 |
Άρθρο 126 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 106 παράγραφος 6 |
Άρθρο 126 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 107 παράγραφος 1 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 107 παράγραφος 2 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 107 παράγραφος 3 |
Άρθρο 129 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 1 στοιχείο α |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 1 στοιχείο β) |
|
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 2 στοιχείο α |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 2 στοιχείο β) |
|
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 3 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 4.-7. εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 4 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 όγδοο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 5 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 ένατο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 108 παράγραφος 6 |
Άρθρο 129 παράγραφος 3 δέκατο εδάφιο |
|
|
|
Άρθρο 109 παράγραφος 1 |
Άρθρο 130 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 109 παράγραφος 2 |
Άρθρο 130 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 110 |
Άρθρο 131 |
|
|
|
Άρθρο 111 παράγραφος 1 |
Άρθρο 131α παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 111 παράγραφος 2 |
Άρθρο 131α παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 112 παράγραφος 1 |
Άρθρο 132 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 112 παράγραφος 2 |
Άρθρο 132 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 112 παράγραφος 3 |
Άρθρο 132 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 112 παράγραφος 4 |
??? |
|
|
|
Άρθρο 113 |
Άρθρο 141 |
|
|
|
Άρθρο 114 παράγραφος 1 |
Άρθρο 127 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 114 παράγραφος 2 |
Άρθρο 127 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 114 παράγραφος 3 |
Άρθρο 127 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 115 |
Άρθρο 135 |
|
|
|
Άρθρο 116 παράγραφος 1 |
Άρθρο 137 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 116 παράγραφος 2 |
Άρθρο 137 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 117 παράγραφος 1 |
Άρθρο 138 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 117 παράγραφος 2 |
Άρθρο 138 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 118 παράγραφος 1 |
Άρθρο 139 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 118 παράγραφος 2 |
Άρθρο 139 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 118 παράγραφος 3 |
Άρθρο 139 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 119 παράγραφος 1 |
Άρθρο 140 παράγραφος 1 |
Άρθρο 2 |
|
|
Άρθρο 119 παράγραφος 2 |
Άρθρο 140 παράγραφος 2 |
Άρθρο 2 |
|
|
Άρθρο 119 παράγραφος 3 |
Άρθρο 140 παράγραφος 3 |
Άρθρο 2 |
|
|
Άρθρο 120 |
Άρθρο 142 |
|
|
|
Άρθρο 121 παράγραφος 1 |
Άρθρο 143 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 121 παράγραφος 2 |
Άρθρο 143 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 121 παράγραφος 3 |
Άρθρο 143 παράγραφος 3 |
|
|
|
Άρθρο 122 |
|
|
|
|
Άρθρο 123 |
|
|
|
|
Άρθρο 124 |
|
|
|
|
Άρθρο 125 |
|
|
|
|
Άρθρο 126 |
|
|
|
|
Άρθρο 127 |
|
|
|
|
Άρθρο 128 |
|
|
|
|
Άρθρο 129 |
|
|
|
|
Άρθρο 130 |
|
|
|
|
Άρθρο 131 |
|
|
|
|
Άρθρο 133 παράγραφος 1 |
Άρθρο 144 |
|
|
|
Άρθρο 133 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 133 παράγραφος 3 |
|
|
|
|
Άρθρο 134 παράγραφος 1 |
Άρθρο 122α.9 |
|
|
|
Άρθρο 134 παράγραφος 2 |
Άρθρο 69 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 134 παράγραφος 3 |
Άρθρο 70 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 135 |
Άρθρο 150 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 136 παράγραφος 1 |
Άρθρο 150 παράγραφος 1 στοιχείο α) |
|
|
|
Άρθρο 136 παράγραφος 2 |
Άρθρο 150 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 137 παράγραφος 1 |
Άρθρο 151 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 137 παράγραφος 2 |
Άρθρο 151 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 138 παράγραφος 1 |
Άρθρα 151α,β,γ |
|
|
|
Άρθρο 138 παράγραφος 2 |
Άρθρα 151α,β,γ |
|
|
|
Άρθρο 138 παράγραφος 3 |
Άρθρα 151α,β,γ |
|
|
|
Άρθρο 138 παράγραφος 4 |
Άρθρα 151α,β,γ |
|
|
|
Άρθρο 138 παράγραφος 5 |
Άρθρα 151α,β,γ |
|
|
|
Άρθρο 139 |
|
|
|
|
Άρθρο 140 |
|
|
|
|
Άρθρο 141 |
Άρθρο 29 |
|
|
|
Άρθρο 142 |
Άρθρο 30 |
|
|
|
Άρθρο 143 |
Άρθρο 33 |
|
|
|
Άρθρο 144 |
Άρθρο 40 |
|
|
|
Άρθρο 145 |
Άρθρο 41 |
|
|
|
Άρθρο 146 |
Άρθρο 42 |
|
|
|
Άρθρο 147 |
Άρθρο 42α |
|
|
|
Άρθρο 148 |
Άρθρο 43 |
|
|
|
Άρθρο 149 |
|
|
|
|
Άρθρο 150 παράγραφος 1 |
Άρθρο 156 παράγραφος 4 |
|
|
|
Άρθρο 150 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 151 παράγραφος 1 |
Άρθρο 157 παράγραφος 1 |
|
|
|
Άρθρο 151 παράγραφος 2 |
|
|
|
|
Άρθρο 151 παράγραφος 3 |
Άρθρο 157 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 151 παράγραφος 4 |
Άρθρο 157 παράγραφος 2 |
|
|
|
Άρθρο 152 |
Άρθρο 158 |
|
|
|
Άρθρο 153 |
Άρθρο 159 |
|
|
|
Άρθρο 154 |
Άρθρο 160 |
|
|
|
Παράρτημα I |
Παράρτημα I |
|
|
- [1] * Τροπολογίες: το νέο κείμενο και η αντικατάσταση κειμένου σημειώνονται με έντονους πλάγιους χαρακτήρες και η διαγραφή με το σύμβολο ▌.
- [2] ΕΕ C , …, σ. …
- [3] ΕΕ C , …, σ. …
- [4] ΕΕ L 177, 30.06.2006, σ. 1.
- [5] ΕΕ L 177, 30.06.2006, σ. 201.
- [6] ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.
- [7] ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 12.
- [8] ΕΕ L 125, 05.05.2001, σ. 15.
- [9] ΕΕ L 331, 15.12.2010, σ. 1.
- [10] ΕΕ L 55, 28.02.2011, σ. 13.
- [11] ΕΕ L 335, 17.12.2009, σ. 1.
- [12] ΕΕ L 319, 05.12.2007, σ. 1.
- [13] ΕΕ L 302, 17.11.2009, σ. 32.
- [14] ΕΕ L 267, 10.10.2009, σ. 7.
- [15] ΕΕ L 35, 11.02.2003, σ. 1.
- [16] ΕΕ L 281, 23.11.1995, σ. 31.
- [17] ΕΕ L 8, 12.01.2001, σ. 1.
- [18] Οδηγία 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Οκτωβρίου 2005 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 309 της 25.11.2005, σ. 15).
- [19] ΕΕ L 9, 15.01.2003, σ. 3.
- [20] Οδηγία 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, ΕΕ L 9, 15.1.2003, σ. 3.
- [21] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 1).
- [22] Οδηγία 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 2006 για τους υποχρεωτικούς ελέγχους των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών (ΕΕ L 157, 9.6.2006, σ. 87).
- [23] Τετάρτη οδηγία 78/660/EOK του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978 βασιζομένη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών (ΕΕ L 222, 14.8.1978, σ. 11).
- [24] Έβδομη οδηγία 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς (ΕΕ L 193, 18.7.1983, σ. 1).
- [25] C(2009) 3159.
- [26] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής, ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48.
- [27] Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ, ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84.
- [28] ΕΕ L 319 της 5.12.2007, σ. 1
- [29] ΕΕ L 145, 30.4.2004, σ. 1.
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
|
Τίτλος |
Πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ) |
||||
|
Έγγραφα αναφοράς |
COM(2011)0453 – C7-0210/2011 – 2011/0203(COD) |
||||
|
Ημερομηνία υποβολής στο ΕΚ |
20.7.2011 |
|
|
|
|
|
Επιτροπή αρμόδια επί της ουσίας Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
ECON 13.9.2011 |
|
|
|
|
|
Γνωμοδοτική(ές) επιτροπή(ες) Ημερομ. αναγγελίας στην ολομέλεια |
JURI 13.9.2011 |
|
|
|
|
|
Αποφάσισε να μη γνωμοδοτήσει Ημερομηνία της απόφασης |
JURI 21.11.2011 |
|
|
|
|
|
Εισηγητής(ές) Ημερομηνία ορισμού |
Othmar Karas 20.10.2009 |
|
|
|
|
|
Εξέταση στην επιτροπή |
26.9.2011 |
4.10.2011 |
24.1.2012 |
13.2.2012 |
|
|
|
27.3.2012 |
12.4.2012 |
|
|
|
|
Ημερομηνία έγκρισης |
14.5.2012 |
|
|
|
|
|
Αποτέλεσμα της τελικής ψηφοφορίας |
+: –: 0: |
43 1 0 |
|||
|
Βουλευτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Burkhard Balz, Elena Băsescu, Sharon Bowles, Udo Bullmann, Pascal Canfin, Rachida Dati, Leonardo Domenici, Diogo Feio, Markus Ferber, Elisa Ferreira, Ildikó Gáll-Pelcz, Jean-Paul Gauzès, Sven Giegold, Sylvie Goulard, Liem Hoang Ngoc, Gunnar Hökmark, Syed Kamall, Othmar Karas, Jürgen Klute, Philippe Lamberts, Werner Langen, Astrid Lulling, Hans-Peter Martin, Sławomir Witold Nitras, Ivari Padar, Alfredo Pallone, Antolín Sánchez Presedo, Olle Schmidt, Edward Scicluna, Peter Simon, Marianne Thyssen, Ramon Tremosa i Balcells, Corien Wortmann-Kool, Pablo Zalba Bidegain |
||||
|
Αναπληρωτές παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Vicky Ford, Roberto Gualtieri, Carl Haglund, Mario Mauro, Gianni Pittella, Andreas Schwab, Catherine Stihler |
||||
|
Αναπληρωτές (άρθρο 187, παρ. 2) παρόντες κατά την τελική ψηφοφορία |
Martin Callanan, Timothy Kirkhope, Marisa Matias, Jutta Steinruck |
||||
|
Ημερομηνία κατάθεσης |
30.5.2012 |
||||