ΕΚΘΕΣΗ σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (αναδιατύπωση)
5.10.2012 - (COM(2011)0656 – C7‑0382/2011 – 2011/0298(COD)) - ***I
Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής
Εισηγητής: Markus Ferber
(Αναδιατύπωση – άρθρο 87 του Κανονισμού)
- ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
- ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Ανάπτυξης
- ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ της Επιτροπής Βιομηχανίας, Ερευνας και Ενέργειας
- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ
σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/39/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (αναδιατύπωση)
(COM(2011)0656 – C7‑0382/2011 – 2011/0298(COD))
(Συνήθης νομοθετική διαδικασία – αναδιατύπωση)
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο (COM(2011)0656),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 2 και το άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τα οποία του υποβλήθηκε η πρόταση από την Επιτροπή (C7-0382/2011),
– έχοντας υπόψη το άρθρο 294 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που εκδόθηκε στις 22 Μαρτίου 2012[1],
– έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, που εκδόθηκε στις 25 Απριλίου 2012[2],
– έχοντας υπόψη τη Διοργανική Συμφωνία, της 28ης Νοεμβρίου 2001, για μια πλέον συστηματοποιημένη χρήση της τεχνικής της αναδιατύπωσης των νομικών πράξεων[3],
– έχοντας υπόψη την επιστολή της 1ης Μαρτίου 2012 της Επιτροπής Νομικών Θεμάτων προς την Επιτροπή Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής, σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 3, του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη τα άρθρα 87 και 55 του Κανονισμού του,
– έχοντας υπόψη την έκθεση της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Ππολιτικής και τις γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Ανάπτυξης και της Επιτροπής Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας (A7-0306/2012),
Α. εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τη συμβουλευτική ομάδα των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, η εν λόγω πρόταση δεν περιέχει καμία ουσιαστική τροποποίηση πλην εκείνων που προσδιορίζονται ως τοιαύτες στην ως άνω πρόταση και ότι, όσον αφορά την κωδικοποίηση των αμετάβλητων διατάξεων των προηγούμενων πράξεων μαζί με τις τροποποιήσεις αυτές, η πρόταση περιορίζεται απλώς και μόνο σε κωδικοποίηση των υφισταμένων πράξεων, χωρίς τροποποίηση της ουσίας τους,
1. εγκρίνει τη θέση κατά την πρώτη ανάγνωση όπως παρατίθεται κατωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις της συμβουλευτικής ομάδας των νομικών υπηρεσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής·
2. καλεί την Επιτροπή να του υποβάλει εκ νέου την πρόταση, αν προτίθεται να της επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις ή να την αντικαταστήσει με νέο κείμενο·
3. αναθέτει στον Πρόεδρό του να διαβιβάσει τη θέση του Κοινοβουλίου στο Συμβούλιο, την Επιτροπή και τα εθνικά κοινοβούλια.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ[4]*
στην πρόταση της Επιτροπής
---------------------------------------------------------
ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την κατάργηση της οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου
(Αναδιατύπωση)
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 53 παράγραφος 1,
Έχοντας υπόψη την πρόταση της Επιτροπής,
μετά τη διαβίβαση του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας[5],
Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[6],
Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία[7],
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Η οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων έχει τροποποιηθεί επανειλημμένα και ουσιωδώς. Δεδομένου ότι πρέπει να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις, είναι σκόπιμο να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας και ορθολογισμού.
(2) Η οδηγία 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 1993, σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών[8], σκοπούσε να καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους επιχειρήσεις επενδύσεων και τράπεζες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας μπορούν να παρέχουν συγκεκριμένες υπηρεσίες ή να εγκαθιστούν υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη βάσει άδειας λειτουργίας χορηγούμενης από τη χώρα καταγωγής τους και υπό την εποπτεία της. Προς το σκοπό αυτό, η οδηγία επεδίωκε να εναρμονίσει τους αρχικούς όρους για τη χορήγηση άδειας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων, περιλαμβανομένων των κανόνων όσον αφορά τον κώδικα δεοντολογίας τους. Προέβλεπε επίσης την εναρμόνιση ορισμένων όρων λειτουργίας των ρυθμιζόμενων αγορών.
(3) Ο αριθμός των επενδυτών που συμμετέχουν ενεργά στις χρηματοπιστωτικές αγορές αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και το φάσμα των υπηρεσιών και των μέσων που τους προσφέρονται διευρύνθηκε και έγινε πιο πολυσύνθετο. Ενόψει των εξελίξεων αυτών, το νομοθετικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να καλύψει όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων που απευθύνονται στους επενδυτές. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να εξασφαλιστεί ο απαιτούμενος βαθμός εναρμόνισης που απαιτείται για να προσφερθεί στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας και να επιτραπεί στις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ως εσωτερική αγορά, βάσει της εποπτείας της χώρας καταγωγής. Για τους λόγους αυτούς, η οδηγία 93/22/ΕΟΚ αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2004/39/EK.
(4) Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει αποκαλύψει τις αδυναμίες όσον αφορά τη λειτουργία και τη διαφάνεια των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η εξέλιξη των χρηματοπιστωτικών αγορών έχει καταδείξει την ανάγκη ενίσχυσης του πλαισίου για τη ρύθμιση των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών στις αγορές αυτές, με σκοπό την αύξηση της διαφάνειας, την καλύτερη προστασία των επενδυτών, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, την αντιμετώπιση των μη ρυθμιζόμενων τομέων και τη διασφάλιση της εκχώρησης επαρκών εξουσιών στους εποπτικούς φορείς για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους.
(5) Τα ρυθμιστικά όργανα σε διεθνές επίπεδο συμφωνούν ότι οι αδυναμίες της εταιρικής διακυβέρνησης σε ορισμένους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, καθώς επίσης η απουσία ασφαλιστικών δικλείδων, έχουν αποτελέσει παράγοντα ο οποίος έχει συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική κρίση. Η υπέρμετρη και απερίσκεπτη ανάληψη κινδύνων μπορεί να οδηγήσει στην χρεοκοπία μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών οργανισμών και σε συστημικά προβλήματα τόσο στα κράτη μέλη, όσο και παγκοσμίως. Η λανθασμένη διαχείριση των επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες μπορεί να αποβεί επιζήμια για τον επενδυτή και να οδηγήσει σε απώλεια της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι δυνητικά επιζήμιες επιπτώσεις αυτών των αδυναμιών στις διευθετήσεις εταιρικής διακυβέρνησης, οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας πρέπει να συμπληρωθούν με λεπτομερέστερες αρχές και ελάχιστα πρότυπα. Οι εν λόγω αρχές και τα πρότυπα πρέπει να εφαρμόζονται λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων. Με την επιφύλαξη της ευθύνης των μετόχων να διασφαλίζουν ότι τα συμβούλια εκτελούν τα καθήκοντά τους με τον προσήκοντα τρόπο, στα σχετικά μέτρα πρέπει να περιλαμβάνεται η οριοθέτηση του αριθμού των διοικητικών συμβουλίων χρηματοπιστωτικών οργανισμών στα οποία μπορεί να είναι κάποιος μέλος. Τα μέτρα αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπον ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις για αποτελεσματική διαχείριση των οργανισμών αυτών, ενώ παράλληλα θα επιτρέπεται, κατά περίπτωση, στα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών να συνεχίζουν ειδικότερα να ασκούν καθήκοντα μέλους διοικητικού συμβουλίου μη κερδοσκοπικού οργανισμού σύμφωνα με τις αρχές της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης.
(6) Η Ομάδα υψηλού επιπέδου για την εποπτεία του χρηματοοικονομικού τομέα στην ΕΕ κάλεσε την Ευρωπαϊκή Ένωση να αναπτύξει ένα πιο εναρμονισμένο σύνολο χρηματοπιστωτικών κανονισμών. Στο πλαίσιο της μελλοντικής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής όσον αφορά την εποπτεία, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 18ης και 19ης Ιουνίου 2009 τόνισε επίσης την ανάγκη καθιέρωσης ενός ευρωπαϊκού ενιαίου εγχειριδίου κανόνων που θα ισχύει για όλους τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς της Ενιαίας Αγοράς.
(7) Βάσει των παραπάνω, η οδηγία 2004/39/ΕΚ εν μέρει αναδιατυπώνεται με την παρούσα νέα οδηγία και εν μέρει αντικαθίσταται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… (MiFIR). Οι δύο αυτές νομικές πράξεις πρέπει να αποτελέσουν από κοινού το νομικό πλαίσιο που διέπει τις απαιτήσεις οι οποίες ισχύουν για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία πρέπει να νοείται σε συνάρτηση με τον κανονισμό. Η παρούσα οδηγία πρέπει να περιέχει τις διατάξεις που διέπουν τη χορήγηση άδειας λειτουργίας επιχείρησης, την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης και της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών, τους όρους λειτουργίας για τις επιχειρήσεις επενδύσεων ώστε να εξασφαλίζεται η προστασία των επενδυτών, τις εξουσίες των εποπτικών αρχών των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής και το καθεστώς κυρώσεων. Δεδομένου ότι ο κύριος στόχος και το θεματικό πεδίο της παρούσας πρότασης είναι η εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τους αναφερθέντες τομείς, η πρόταση πρέπει να στηρίζεται στο άρθρο 53 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Η οδηγία αποτελεί κατάλληλο μέσο για να διευκολυνθεί η προσαρμογή των εκτελεστικών διατάξεων στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, στις υφιστάμενες ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αγοράς και στο νομικό σύστημα κάθε κράτους μέλους.
(8) Είναι σκόπιμο να περιληφθούν στον κατάλογο των χρηματοπιστωτικών μέσων ▌παράγωγα επί εμπορευμάτων και άλλα παράγωγα, ο τρόπος διάρθρωσης και διαπραγμάτευσης των οποίων εγείρει ζητήματα ρυθμιστικής προσέγγισης παρόμοια με τα ανακύπτοντα από παραδοσιακά χρηματοπιστωτικά μέσα. Οι ασφαλιστικές συμβάσεις όσον αφορά δραστηριότητες των κατηγοριών που ορίζονται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα ΙΙ)[9], εάν συνάπτονται με ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, δεν αποτελούν παράγωγα ή συμβάσεις παραγώγων για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας.
(9) Στις δευτερεύουσες αγορές άμεσης παράδοσης δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ (EUA) έχουν παρουσιαστεί διάφορες δόλιες πρακτικές που ενδέχεται να υπονομεύσουν την εμπιστοσύνη στα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής θερμοκηπιακών αερίων, όπως ορίζονται στην οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003[10] σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και λαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση του συστήματος μητρώων δικαιωμάτων εκπομπών και των όρων για το άνοιγμα λογαριασμού για την εμπορία δικαιωμάτων εκπομπών. Προκειμένου να ενισχυθεί η ακεραιότητα και να διασφαλιστεί η αποτελεσματική λειτουργία των αγορών αυτών, συμπεριλαμβανομένης της συνολικής εποπτείας της διαπραγματευτικής δραστηριότητας, ενδείκνυται η συμπλήρωση των μέτρων που λαμβάνονται βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ με την πλήρη ένταξη των δικαιωμάτων εκπομπών στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/…[κανονισμός κατάχρησης αγοράς] ▌. Αντίθετα, κρίνεται σκόπιμο να διευκρινιστεί ότι οι συναλλαγές στις αγορές άμεσης παράδοσης συναλλάγματος δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, μολονότι περιλαμβάνονται τα παράγωγα συναλλάγματος.
(10) Η παρούσα οδηγία σκοπεί να καλύψει τις επιχειρήσεις των οποίων η συνήθης επιχειρηματική απασχόληση είναι η παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Το πεδίο εφαρμογής της δεν θα πρέπει να καλύπτει συνεπώς πρόσωπα με άλλη επαγγελματική δραστηριότητα.
(11) Είναι αναγκαίο να θεσπιστεί ένα συνολικό ρυθμιστικό καθεστώς που να διέπει την εκτέλεση των συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων, ανεξάρτητα από τις μεθόδους διαπραγμάτευσης που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό, ώστε να εξασφαλισθεί η υψηλή ποιότητα στην εκτέλεση των συναλλαγών των επενδυτών και να διασφαλισθεί η ακεραιότητα και η αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του. Θα πρέπει να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο συνεκτικό και ικανό να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο, το οποίο θα ρυθμίζει τους κυριότερους τρόπους εκτέλεσης εντολών που χρησιμοποιούνται σήμερα στην ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά. Είναι απαραίτητο να αναγνωριστεί η εμφάνιση, παράλληλα με τις ρυθμιζόμενες αγορές, μιας νέας γενεάς οργανωμένων συστημάτων διαπραγμάτευσης, τα οποία θα πρέπει να υπαχθούν σε υποχρεώσεις που να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών και να κατοχυρώνουν ότι τα οργανωμένα αυτά συστήματα διαπραγμάτευσης δεν επωφελούνται από κανονιστικά κενά.
(12) Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης, δηλαδή οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι πολυμερείς μηχανισμοί διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) και οι οργανωμένοι μηχανισμοί διαπραγμάτευσης (ΟΜΔ) πρέπει να ορίζουν διαφανείς κανόνες που θα διέπουν την πρόσβαση στο μηχανισμό. Ωστόσο, μολονότι οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι ΠΜΔ πρέπει να εξακολουθήσουν να υπόκεινται σε παρόμοιες απαιτήσεις ▌σχετικά με τα πρόσωπα τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως μέλη ή συμμετέχοντες, οι ΟΜΔ πρέπει να μπορούν να καθορίζουν και να περιορίζουν την πρόσβαση βάσει, μεταξύ άλλων, του ρόλου που διαδραματίζουν και των υποχρεώσεων που έχουν έναντι των πελατών τους. ▌Οι τόποι διαπραγμάτευσης πρέπει να μπορούν να παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να ορίζουν τον τύπο ροής εντολών με τις οποίες οι εντολές τους αλληλεπιδρούν, προτού οι εντολές τους εισέλθουν στο σύστημα, υπό τον όρο ότι αυτό επιτυγχάνεται με τρόπο ανοιχτό και διαφανή και δεν συνεπάγεται διακρίσεις από τον διαχειριστή της πλατφόρμας
(13) Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές πρέπει να ορίζονται ως επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες, κατά τρόπο οργανωμένο, τακτικά και συστηματικά, συναλλάσσονται για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΟΜΔ σε ένα διμερές σύστημα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο στόχος και η αποτελεσματική εφαρμογή του ορισμού αυτού στις επιχειρήσεις επενδύσεων, κάθε διμερής διαπραγμάτευση που διεξάγεται με τους πελάτες πρέπει να είναι σχετική και τα ποσοτικά κριτήρια πρέπει να συμπληρώνουν τα ποιοτικά κριτήρια για τον προσδιορισμό των επιχειρήσεων επενδύσεων που οφείλουν να καταχωρηθούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές, όπως ορίζεται στο άρθρο 21 του κανονισμού αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις υποχρεώσεις τήρησης αρχείων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη γνωστοποίηση συναλλαγών, τη διαφάνεια της αγοράς, την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της οδηγίας αυτής[11]. Ενώ οι τόποι διαπραγμάτευσης είναι μηχανισμοί όπου υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ συμφερόντων τρίτων για αγοραπωλησίες, ένας συστηματικός εσωτερικοποιητής δεν πρέπει να επιτρέπεται να συγκεράζει συμφέροντα τρίτων για αγοραπωλησίες με τρόπο ίδιο από λειτουργική άποψη με εκείνον του τόπου διαπραγμάτευσης.
(14) Τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα ατομικά τους περιουσιακά στοιχεία και οι επιχειρήσεις που δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες πλην των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, δεν πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας εκτός εάν είναι ειδικοί διαπραγματευτές , μέλη ή συμμετέχοντες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή εάν εκτελούν παραγγελίες πελατών διενεργώντας πράξεις για ίδιο λογαριασμό . Κατ' εξαίρεση, τα πρόσωπα που διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό χρηματοπιστωτικά μέσα ως μέλη ή συμμετέχοντες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, καθώς επίσης ως ειδικοί διαπραγματευτές σε σχέση με τα παράγωγα επί εμπορευμάτων, δικαιώματα εκπομπών ή παράγωγα αυτών, ως δραστηριότητα παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους, η οποία σε επίπεδο ομίλου δεν είναι ούτε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών βάσει της έννοιας της παρούσας οδηγίας, ούτε οι τραπεζικές υπηρεσίες βάσει της έννοιας της οδηγίας 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων[12], δεν πρέπει να καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Όταν μια δραστηριότητα είναι παρεπόμενη της κύριας, τότε τα τεχνικά κριτήρια πρέπει να διασαφηνίζονται σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, όπου λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και που πρέπει να περιλαμβάνουν την κλίμακα δραστηριοτήτων και τον βαθμό στον οποίο περιορίζει τους κινδύνους που απορρέουν από την κύρια δραστηριότητα. Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών πρέπει να περιλαμβάνει επιχειρήσεις που εκτελούν εντολές διαφορετικών πελατών αντιστοιχίζοντάς τους σε μια αντιστοιχισμένη κύρια βάση (συμπίπτουσες διαπραγματεύσεις), οι οποίες πρέπει να θεωρείται ότι ενεργούν ως εντολείς και πρέπει να υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, οι οποίες καλύπτουν την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών και τη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό. Η εκτέλεση των εντολών σε χρηματοπιστωτικά μέσα ως παρεπόμενη δραστηριότητα μεταξύ δύο προσώπων των οποίων η κύρια δραστηριότητα, σε επίπεδο ομίλου, δεν είναι ούτε η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, ούτε οι τραπεζικές υπηρεσίες κατά την έννοια της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, δεν πρέπει να θεωρείται ως διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό μέσω της εκτέλεσης εντολών πελατών.
(15) Όπου γίνεται λόγος στο κείμενο για πρόσωπα, θα πρέπει να νοούνται τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα.
(16) Θα πρέπει να εξαιρεθούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι δραστηριότητες των οποίων υπόκεινται σε κατάλληλο έλεγχο από τις αρμόδιες αρχές προληπτικής εποπτείας και οι οποίες διέπονται από την οδηγία 2009/138/ΕΚ, πλην ορισμένων διατάξεων που αφορούν ασφαλιστικά προϊόντα που χρησιμοποιούνται ως επενδυτικά μέσα. Οι επενδύσεις συχνά πωλούνται σε πελάτες υπό τη μορφή ασφαλιστήριων συμβολαίων ως εναλλακτική διευθέτηση ή υποκατάστατο χρηματοπιστωτικών μέσων που ρυθμίζονται στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας. Προκειμένου να διασφαλίζεται συνεπής προστασία των ιδιωτών πελατών, είναι σημαντικό οι επενδύσεις που γίνονται στο πλαίσιο ασφαλιστηρίων συμβολαίων να υπόκεινται στα ίδια πρότυπα επαγγελματικής δεοντολογίας, ιδίως εκείνα που αφορούν τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, περιορισμούς στις αντιπαροχές και κανόνες για την εξασφάλιση της καταλληλότητας των συμβουλών ή της συμβατότητας πωλήσεων χωρίς παροχή συμβουλών. Οι απαιτήσεις για την προστασία του επενδυτή και τις συγκρούσεις συμφερόντων στην παρούσα οδηγία πρέπει επομένως να εφαρμόζονται εξίσου στις επενδύσεις που εμπεριέχονται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια, ενώ θα πρέπει να εξασφαλίζεται ο συντονισμός μεταξύ της παρούσας οδηγίας και άλλων συναφών νομοθετημάτων, περιλαμβανομένης της οδηγίας 2002/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση[13].
(17) Τα πρόσωπα που δεν παρέχουν υπηρεσίες σε τρίτους, αλλά έχουν ως δραστηριότητα την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών μόνο στις μητρικές τους επιχειρήσεις, τις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές των μητρικών τους επιχειρήσεων, δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
(18) Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες μόνο περιστασιακά κατά την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας θα πρέπει επίσης να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή υπόκειται σε ρυθμίσεις και ότι οι σχετικοί κανόνες δεν απαγορεύουν την παροχή, σε περιστασιακή βάση, επενδυτικών υπηρεσιών.
(19) Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνιστάμενες αποκλειστικά στη διαχείριση καθεστώτων συμμετοχής των εργαζομένων και τα οποία συνεπώς δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
(20) Θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι κεντρικές τράπεζες και οι λοιποί φορείς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, καθώς και οι δημόσιοι φορείς που είναι επιφορτισμένοι με ή που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, έννοια που καλύπτει και τις επενδύσεις που γίνονται στο πλαίσιο της διαχείρισης αυτής, εκτός από τους ημικρατικούς ή κρατικούς φορείς με ρόλο εμπορικό ή συνδεόμενο με την απόκτηση συμμετοχών.
(21) Προκειμένου να διασαφηνιστεί το καθεστώς των εξαιρέσεων για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ), άλλα εθνικά όργανα που εκτελούν παρόμοιες λειτουργίες και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, συνιστάται ο περιορισμός των εξαιρέσεων αυτών στα όργανα και τους φορείς που εκτελούν τις λειτουργίες τους σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους μέλους ή σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στα διεθνή όργανα των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι μέλη.
(22) Είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και τα συνταξιοδοτικά ταμεία, ανεξαρτήτως του αν συντονίζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και οι θεματοφύλακες και οι διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων, εφόσον υπόκεινται σε ειδικούς κανόνες άμεσα προσαρμοσμένους στις δραστηριότητές τους.
(22α) Για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και την επιτέλεση των καθηκόντων των διαχειριστών συστημάτων μεταφοράς (ΔΣΜ) σύμφωνα με την οδηγία 2009/72/ΕΚ[14], την οδηγία 2009/73/ΕΚ[15], τον κανονισμό (ΕΚ) 714/2009[16], τον κανονισμό (ΕΚ) 715/2009[17] ή τους κώδικες δικτύων και τις κατευθυντήριες γραμμές που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τους κανονισμούς αυτούς, πρέπει οι ΔΣΜ να εξαιρούνται κατά την έκδοση δικαιωμάτων μεταφοράς σε μορφή είτε φυσικών δικαιωμάτων μεταφοράς είτε οικονομικών δικαιωμάτων μεταφοράς, καθώς και κατά την παροχή πλατφόρμας για διαπραγμάτευση σε δευτερογενή αγορά.
(23) Για να επωφεληθεί των εξαιρέσεων, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα πρέπει να πληροί διαρκώς τις οικείες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, αν ένα πρόσωπο που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες εξαιρείται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας διότι οι εν λόγω υπηρεσίες ή δραστηριότητες είναι παρεπόμενες σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική του δραστηριότητα, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, το πρόσωπο αυτό πρέπει να παύσει να καλύπτεται από τη σχετική με τις παρεπόμενες υπηρεσίες εξαίρεση αν η παροχή/άσκηση των εν λόγω υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων παύσει να είναι παρεπόμενη σε σχέση με την κύρια επιχειρηματική του δραστηριότητα.
(24) Τα πρόσωπα που παρέχουν/ασκούν τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία θα πρέπει να έχουν λάβει άδεια από το κράτος μέλος καταγωγής τους προκειμένου να προστατεύονται οι επενδυτές και να διασφαλίζεται η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
(25) Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ δεν χρήζουν άλλης άδειας στα πλαίσια της παρούσας οδηγίας για να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή για να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες. Οι αρμόδιες αρχές, πριν χορηγήσουν άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα που αποφασίζει να παράσχει/ασκήσει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, θα πρέπει να επαληθεύουν ότι το εν λόγω ίδρυμα συμμορφώνεται προς τις οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
(26) Οι δομημένες καταθέσεις έχουν προκύψει ως μορφή επενδυτικού προϊόντος αλλά δεν καλύπτονται από κάποια νομοθετική πράξη για την προστασία των επενδυτών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ άλλες δομημένες επενδύσεις καλύπτονται από παρόμοια νομοθετική πράξη. Κατά συνέπεια, ενδείκνυται η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και η μεγαλύτερη ενοποίηση της ρυθμιστικής αντιμετώπισης ως προς τη διανομή διαφορετικών δεσμών επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές προκειμένου να διασφαλίζεται ένα επαρκές επίπεδο προστασίας των επενδυτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Για τον λόγο αυτό, συνιστάται η συμπερίληψη των δομημένων καταθέσεων στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Στο πνεύμα αυτό, απαιτείται να διασαφηνιστεί ότι εφόσον οι δομημένες καταθέσεις αποτελούν μια μορφή επενδυτικού προϊόντος, δεν περιλαμβάνουν απλές καταθέσεις που σχετίζονται αποκλειστικά με επιτόκια, όπως το Euribor ή το Libor, ανεξαρτήτως του αν τα επιτόκια αυτά είναι προκαθορισμένα, σταθερά, μεταβλητά, ή όχι. Κατά συνέπεια, οι απλές αυτές καταθέσεις δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(27) Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενδείκνυται ο περιορισμός των όρων υπό τους οποίους τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρέσουν την εφαρμογή της οδηγίας αυτής σε πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες οι οποίοι, ως αποτέλεσμα, δεν προστατεύονται δυνάμει της οδηγίας. Ειδικότερα, ενδείκνυται να υποχρεώνονται τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν απαιτήσεις τουλάχιστον ανάλογες με αυτές που ορίζονται στην παρούσα οδηγία στα εν λόγω πρόσωπα, ιδίως στη φάση της χορήγησης άδειας λειτουργίας, κατά την αξιολόγηση της εντιμότητας και της εμπειρίας τους και της καταλληλότητας των τυχόν μετόχων, κατά την αναθεώρηση των προϋποθέσεων αρχικής χορήγησης άδειας λειτουργίας και τη συνεχή εποπτεία καθώς και στις υποχρεώσεις όσον αφορά τον κώδικα δεοντολογίας.
(28) Όταν επιχείρηση επενδύσεων παρέχει σε μη τακτική βάση μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί σε μη τακτική βάση μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες που δεν καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της, δεν χρειάζεται επιπλέον άδεια βάσει της παρούσας οδηγίας.
(29) Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η δραστηριότητα της λήψης και της διαβίβασης εντολών θα πρέπει να περιλαμβάνει και την προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων επενδυτών, η οποία καταλήγει σε συναλλαγή μεταξύ των εν λόγω επενδυτών.
(30) Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα που διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία εκδίδουν τα ίδια πρέπει να υπόκεινται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας όταν παρέχουν επενδυτικές συμβουλές στους πελάτες τους. Προκειμένου να περιοριστεί η αβεβαιότητα και να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, συνιστάται η πρόβλεψη της εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όταν, στην πρωτογενή αγορά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και τα πιστωτικά ιδρύματα διανέμουν χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται από αυτά χωρίς την παροχή συμβουλών. Για τον σκοπό αυτόν, ο ορισμός της υπηρεσίας εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό των πελατών πρέπει να επεκταθεί.
(31) Οι αρχές της αμοιβαίας αναγνώρισης και της εποπτείας από το κράτος μέλος καταγωγής απαιτούν οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να μην χορηγούν ή να ανακαλούν την άδεια λειτουργίας εάν παράγοντες όπως το περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, η γεωγραφική κατανομή ή το είδος των πραγματικά ασκούμενων δραστηριοτήτων καταδεικνύουν σαφώς ότι επιχείρηση επενδύσεων έχει επιλέξει το νομικό σύστημα κράτους μέλους με μόνο σκοπό να αποφύγει τη συμμόρφωση προς αυστηρότερα πρότυπα ισχύοντα σε άλλο κράτος μέλος στην επικράτεια του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή ασκεί πραγματικά το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων της. Επιχείρηση επενδύσεων διαθέτουσα νομική προσωπικότητα θα πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος όπου διατηρεί την καταστατική της έδρα. Επιχείρηση επενδύσεων άνευ νομικής προσωπικότητας πρέπει να λαμβάνει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία. Επιπρόσθετα, τα κράτη μέλη θα πρέπει να απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων να έχουν πάντα τα κεντρικά τους γραφεία στο κράτος μέλος καταγωγής και να ασκούν πράγματι δραστηριότητες στο κράτος αυτό.
(32) Η οδηγία 2007/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Σεπτεμβρίου 2007 σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια αξιολόγησης για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης συμμετοχών στο μετοχικό κεφάλαιο οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα[18] παρέχει λεπτομερή κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση των προτεινόμενων αποκτήσεων σε μια επιχείρηση επενδύσεων και μια διαδικασία για την εφαρμογή τους. Προκειμένου να εξασφαλιστεί ασφάλεια δικαίου, σαφήνεια και προβλεψιμότητα όσον αφορά την διαδικασία αξιολόγησης, καθώς και όσον αφορά το αποτέλεσμά της, ενδείκνυται η επανεπιβεβαίωση των κριτηρίων και της διαδικασίας της προληπτικής αξιολόγησης που καθορίζεται στην οδηγία 2007/44/ΕΚ. Συγκεκριμένα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να κρίνουν την καταλληλότητα του πιθανού αγοραστή και την οικονομική ευρωστία της προτεινόμενης απόκτησης βάσει όλων των ακόλουθων κριτηρίων: την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή· την εντιμότητα και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων· την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή· εάν η επιχείρηση επενδύσεων θα μπορεί να εκπληρώσει τις προληπτικές απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας και άλλων οδηγιών, ιδίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ[19] και 2006/49/ΕΚ[20]· εάν η απόκτηση θα αυξήσει τις συγκρούσεις συμφερόντων· το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ[21], ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.
(33) Επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος καταγωγής της θα πρέπει να δικαιούται να παρέχει/ασκεί επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς να οφείλει να ζητήσει χωριστή άδεια από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου επιθυμεί να παρέχει/ασκεί τις εν λόγω υπηρεσίες ή δραστηριότητες.
(34) Δεδομένου ότι ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων απαλλάσσονται από ορισμένες υποχρεώσεις που επιβάλλει η οδηγία 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να υποχρεούνται να διατηρούν ελάχιστο κεφάλαιο ή να συνάπτουν ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης ή να συνδυάζουν τα δύο. Κατά την προσαρμογή των ποσών της εν λόγω ασφάλισης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές που γίνονται στο πλαίσιο της οδηγίας 2002/92/ΕΚ. Η ειδική αυτή μεταχείριση για λόγους κεφαλαιακής επάρκειας δεν θα πρέπει να προδικάζει ενδεχόμενες αποφάσεις ως προς την κατάλληλη μεταχείριση των εν λόγω επιχειρήσεων κατά τις μελλοντικές τροποποιήσεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων.
(35) Δεδομένου ότι το πεδίο των ρυθμίσεων προληπτικής εποπτείας θα πρέπει να περιορίζεται στις οντότητες που διατηρούν χαρτοφυλάκιο συναλλαγών σε επαγγελματική βάση και αποτελούν για το λόγο αυτό πηγή κινδύνου αντισυμβαλλομένου για τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά, οι οντότητες που διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό χρηματοπιστωτικά μέσα, περιλαμβανομένων των παραγώγων επί εμπορευμάτων που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, καθώς και εκείνες που παρέχουν στους πελάτες της κύριας δραστηριότητάς τους επενδυτικές υπηρεσίες σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων παρεμπιπτόντως ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
(36) Προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα κυριότητας και άλλα παρεμφερή δικαιώματα των επενδυτών επί των τίτλων, καθώς και τα δικαιώματά τους επί των κεφαλαίων που εμπιστεύονται σε επιχείρηση, τα δικαιώματα αυτά θα πρέπει ιδίως να διακρίνονται από τα δικαιώματα της επιχείρησης. Ωστόσο, η αρχή αυτή δεν θα πρέπει να εμποδίζει την επιχείρηση να ασκεί δραστηριότητες στο όνομά της αλλά για λογαριασμό του επενδυτή, εφόσον η ίδια η φύση της συναλλαγής το απαιτεί και ο επενδυτής συναινεί, για παράδειγμα κατά τις πράξεις δανεισμού τίτλων.
(37) Οι απαιτήσεις σχετικά με την προστασία των περιουσιακών στοιχείων των πελατών είναι ένα σημαντικό εργαλείο για την προστασία των πελατών κατά την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Οι απαιτήσεις αυτές μπορούν να εξαιρεθούν όταν η πλήρης κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων και κεφαλαίων μεταβιβάζεται σε επιχείρηση επενδύσεων για την κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, υφιστάμενων, εξαρτώμενων από αβέβαια περιστατικά ή αναμενόμενων υποχρεώσεων. Αυτή η ευρεία δυνατότητα μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα και να διακυβεύσει την αποτελεσματικότητα των απαιτήσεων σχετικά με τη διασφάλιση των περιουσιακών στοιχείων των πελατών. Επομένως, τουλάχιστον όταν εμπλέκονται περιουσιακά στοιχεία πελατών, ενδείκνυται ο περιορισμός της δυνατότητας των επιχειρήσεων επενδύσεων να συνάπτουν διμερείς χρηματοπιστωτικές συμφωνίες μεταφοράς τίτλων όπως ορίζεται στην οδηγία 2002/47/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουνίου 2002, για τις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας[22], με σκοπό τη διασφάλιση ή την κάλυψη των υποχρεώσεών τους.
(38) Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί ο ρόλος των διοικητικών οργάνων των επιχειρήσεων επενδύσεων προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση των εν λόγω επιχειρήσεων, η ενίσχυση της ακεραιότητας της αγοράς και το συμφέρον των επενδυτών. Προκειμένου να υπάρξει μια συνεκτική προσέγγιση ως προς την εταιρική διακυβέρνηση, οι απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων καλό θα είναι να ευθυγραμμιστούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό με αυτές που περιλαμβάνονται στην οδηγία … /…/ΕΕ [CRD IV] και να διασφαλιστεί ότι είναι ανάλογες με τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους. Με στόχο την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, το εκτελεστικό μέλος του διοικητικού οργάνου επιχειρήσεων επενδύσεων δεν πρέπει να είναι επίσης εκτελεστικό μέλος του διοικητικού οργάνου τόπου διαπραγμάτευσης αλλά θα μπορούσε να είναι μη εκτελεστικό μέλος ενός τέτοιου διοικητικού οργάνου, π.χ. για την εξασφάλιση της συμμετοχής των χρηστών στη λήψη αποφάσεων. Το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων θα πρέπει πάντοτε να αφιερώνει επαρκή χρόνο και να διαθέτει επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί την επιχειρηματική δραστηριότητα της επιχείρησης επενδύσεων και τους βασικούς κινδύνους. Για την αποφυγή της «ομαδικής σκέψης» και την προαγωγή του κριτικού ελέγχου, τα διοικητικά συμβούλια των επιχειρήσεων επενδύσεων θα πρέπει να εμφανίζουν επαρκή ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά την ηλικία, το φύλο, τη γεωγραφική καταγωγή, και το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο των μελών τους, ώστε να συμπεριλαμβάνουν ποικιλία απόψεων και εμπειριών. Η ισόρροπη συμμετοχή των δύο φύλων είναι ιδιαίτερα σημαντική, ώστε να αντανακλάται επαρκώς η δημογραφική πραγματικότητα. Οσάκις γίνεται χρήση, η εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο πρέπει επίσης να θεωρείται θετικός τρόπος αύξησης της ποικιλότητας, με την προσθήκη μιας σημαντικής οπτικής γωνίας καθώς και πραγματικής γνώσης της εσωτερικής λειτουργίας της επιχείρησης. Επιπλέον, απαιτούνται μηχανισμοί προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα μέλη διοικητικών οργάνων μπορούν να λογοδοτούν σε περίπτωση σοβαρής κακοδιαχείρισης.
(39) Προκειμένου να επιτυγχάνεται αποτελεσματική εποπτεία και έλεγχος όσον αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων, το διοικητικό όργανο θα πρέπει να είναι υπεύθυνο και να λογοδοτεί για τη συνολική στρατηγική της επιχείρησης επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη των χαρακτηριστικών δραστηριότητας και κινδύνου της επιχείρησης επενδύσεων. Το διοικητικό όργανο πρέπει να αναλαμβάνει σαφείς ευθύνες για ολόκληρο τον κύκλο της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης επενδύσεων, στους τομείς του προσδιορισμού και του καθορισμού των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης, της έγκρισης της εσωτερικής της οργάνωσης, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων για την επιλογή και την εκπαίδευση του προσωπικού, τον ορισμό των συνολικών πολιτικών που διέπουν την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής του προσωπικού πωλήσεων και της έγκρισης των νέων προϊόντων προς διανομή στους πελάτες. Η περιοδική παρακολούθηση και αξιολόγηση των στρατηγικών στόχων των επιχειρήσεων επενδύσεων, της εσωτερικής τους οργάνωσης και των πολιτικών για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων πρέπει να διασφαλίζει διαρκώς την ικανότητα τους για ορθή και συνετή διαχείριση, προς όφελος της ακεραιότητας των αγορών και της προστασίας των επενδυτών.
(40) Το διευρυνόμενο φάσμα δραστηριοτήτων που πολλές επιχειρήσεις επενδύσεων ασκούν ταυτόχρονα αυξάνει την πιθανότητα συγκρούσεων μεταξύ των συμφερόντων που σχετίζονται με τις διάφορες αυτές δραστηριότητες και των συμφερόντων των πελατών τους. Είναι επομένως αναγκαίο να θεσπιστούν κανόνες για να εξασφαλιστεί οι εν λόγω συγκρούσεις δεν επηρεάζουν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών τους.
▌
(42) Η οδηγία 2006/73/ΕΚ της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2006, για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, όσον αφορά τις οργανωτικές απαιτήσεις και τους όρους λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, καθώς και τους ορισμούς που ισχύουν για τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας[23] επιτρέπει στα κράτη μέλη να απαιτούν, στο πλαίσιο των οργανωτικών απαιτήσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, την καταγραφή των συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών. Η καταγραφή των συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών είναι συμβατή με το Χάρτη των Θεμελιωδών Ελευθεριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δικαιολογείται προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, να βελτιωθεί η εποπτεία της αγοράς και να ενισχυθεί η ασφάλεια δικαίου προς το συμφέρον των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πελατών τους. Η σημασία των καταγραφών αυτών αναφέρεται επίσης στην τεχνική γνωμοδότηση προς την Επιτροπή, την οποία εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ρυθμιστικών Αρχών των Αγορών Κινητών Αξιών στις 29 Ιουλίου 2010. Για τους λόγους αυτούς, ενδείκνυται να προβλεφθούν στην παρούσα οδηγία οι αρχές ενός γενικού καθεστώτος σχετικά με την καταγραφή των συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών. Όσον αφορά την επικοινωνία ανάμεσα στους ιδιώτες πελάτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενδείκνυται να επιτραπεί αντ’ αυτού στα κράτη μέλη να αναγνωρίσουν κατάλληλα γραπτά αρχεία αυτών των επικοινωνιών για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν έδρα και για υποκαταστήματα που είναι εγκατεστημένα εντός της επικράτειάς τους.
(43) Τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν την τήρηση του δικαιώματος προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[24] και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών[25], που διέπουν την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Η προστασία αυτή πρέπει να επεκταθεί κυρίως στην τηλεφωνική και ηλεκτρονική καταγραφή. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) (ΕΑΚΑΑ) που ιδρύθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου[26] κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[27].
(44) Η χρήση της τεχνολογίας συναλλαγών έχει εξελιχθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Πολλοί συμμετέχοντες στην αγορά χρησιμοποιούν πλέον αλγοριθμικές συναλλαγές, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα τις πτυχές μιας εντολής με ελάχιστη ή καθόλου ανθρώπινη επέμβαση. Ένα συγκεκριμένο υποσύνολο αλγοριθμικών συναλλαγών είναι οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας όπου ένα σύστημα διαπραγμάτευσης αναλύει δεδομένα ή σήματα από την αγορά με υψηλή ταχύτητα, συνήθως σε χιλιοστά ή εκατομμυριοστά του δευτερολέπτου, και, στη συνέχεια, αποστέλλει ή επικαιροποιεί μεγάλους αριθμούς εντολών εντός πολύ σύντομου χρονικού διαστήματος με βάση την εν λόγω ανάλυση. Κατά κανόνα οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας πραγματοποιούνται από τους διαπραγματευτές χρησιμοποιώντας δικά τους κεφάλαια και, χωρίς να αποτελούν στρατηγική αφ' εαυτές, μπορούν συχνά να εμπεριέχουν τη χρήση υψηλής τεχνολογίας για την εφαρμογή πιο παραδοσιακών στρατηγικών διαπραγμάτευσης, όπως η ειδική διαπραγμάτευση ή η διαμεσολάβηση (αρμπιτράζ).
(45) Σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Συμβουλίου για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής εποπτείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση του Ιουνίου 2009 και προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση ενός ενιαίου εγχειριδίου κανόνων για τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να προωθήσει περαιτέρω την ανάπτυξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τα κράτη μέλη και τους συμμετέχοντες στην αγορά, να ενισχύσει την προστασία των επενδυτών και να βελτιώσει την εποπτεία και την εφαρμογή, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί να ελαχιστοποιήσει, όπου απαιτείται, την διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στα κράτη μέλη βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Εκτός από την εισαγωγή στην παρούσα οδηγία ενός κοινού καθεστώτος για την καταγραφή των τηλεφωνικών συνομιλιών ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που αφορούν εντολές πελατών, ενδείκνυται ο περιορισμός της δυνατότητας των αρμόδιων αρχών να αναθέτουν εποπτικά καθήκοντα σε ορισμένες περιπτώσεις, ο περιορισμός της διακριτικής ευχέρειας ως προς τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την υποβολή αναφορών από υποκαταστήματα. Ωστόσο, ενώ οι αρμόδιες αρχές είναι υπεύθυνες βάσει της παρούσας οδηγίας για την κατοχύρωση της προστασίας των επενδυτών, καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ορίσουν άλλες αρχές, επιπλέον των αρμόδιων αρχών, που θα παρέχουν πρόσθετη παρακολούθηση των αγορών με στόχο τη βελτίωση της προστασίας των ιδιωτών επενδυτών.
(46) Οι τεχνολογικές πρόοδοι έχουν καταστήσει εφικτές τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας και την εξέλιξη των επιχειρηματικών μοντέλων. Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας διευκολύνονται από τον συντοπισμό των εγκαταστάσεων των συμμετεχόντων στην αγορά σε μικρή φυσική απόσταση από τη μηχανή αντιστοίχισης του τόπου διαπραγμάτευσης. Προκειμένου να διασφαλιστούν εύρυθμες και δίκαιες συνθήκες συναλλαγών είναι καίριας σημασίας να υποχρεωθούν οι τόποι διαπραγμάτευσης να παρέχουν τις υπηρεσίες συντοπισμού κατά τρόπο αμερόληπτο, δίκαιο και διαφανή. Η χρήση της τεχνολογίας συναλλαγών υψηλής συχνότητας έχει αυξήσει την ταχύτητα, την ικανότητα και την πολυπλοκότητα του τρόπου διαπραγμάτευσης των επενδυτών. Έχει επίσης επιτρέψει στους συμμετέχοντες στην αγορά να διευκολύνουν την άμεση πρόσβαση από τους πελάτες τους στις αγορές μέσω της χρήσης των μηχανισμών διαπραγμάτευσης, άμεσης πρόσβασης στην αγορά ή πρόσβασης με χορηγό. Από την τεχνολογία συναλλαγών έχουν προκύψει οφέλη για την αγορά και τους συμμετέχοντες στην αγορά εν γένει, όπως ευρύτερη συμμετοχή στις αγορές, αυξημένη, όπως υποστηρίζεται, ρευστότητα, μολονότι εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες ως προς το πραγματικό βάθος της παρεχόμενης ρευστότητας, πιο περιορισμένα ανοίγματα τιμών, μειωμένη βραχυπρόθεσμη μεταβλητότητα και τα μέσα για την επίτευξη καλύτερης διαμόρφωσης των τιμών και εκτέλεσης εντολών για τους πελάτες. Εντούτοις, η τεχνολογία συναλλαγών υψηλής συχνότητας ενέχει επίσης ορισμένους πιθανούς κινδύνους, όπως αυξημένος κίνδυνος υπερφόρτωσης των συστημάτων των τόπων διαπραγμάτευσης λόγω των μεγάλων όγκων των εντολών, κίνδυνος οι αλγοριθμικές συναλλαγές να οδηγήσουν σε διπλές ή εσφαλμένες εντολές ή άλλου είδους δυσλειτουργία ούτως ώστε να ενδέχεται να δημιουργηθεί μια μη εύρυθμη αγορά. Επιπροσθέτως, ενυπάρχει ο κίνδυνος τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών να υπεραντιδράσουν σε άλλα συμβάντα της αγοράς γεγονός που μπορεί να επιδεινώσει τη μεταβλητότητα εάν στην αγορά προϋπάρχει κάποιο πρόβλημα. Οι αλγοριθμικές συναλλαγές ή οι υψηλής συχνότητας συναλλαγές, όπως και κάθε άλλη μορφή συναλλαγών, μπορούν εάν δεν χρησιμοποιηθούν σωστά να καταστήσουν δυνατές κάποιες μορφές καταχρηστικής συμπεριφοράς οι οποίες θα πρέπει να απαγορεύονται βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. ../…. [νέος κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς]. Οι συναλλαγές υψηλής συχνότητας ενδέχεται επίσης, λόγω του ενημερωτικού πλεονεκτήματος που παρέχεται στους διαπραγματευτές υψηλής συχνότητας, να παρακινήσουν τους επενδυτές να επιλέξουν να πραγματοποιήσουν συναλλαγές σε τόπους διαπραγμάτευσης όπου μπορούν να αποφύγουν την αλληλεπίδραση με διαπραγματευτές υψηλής συχνότητας. Καλό θα είναι οι στρατηγικές για τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας που βασίζονται σε συγκεκριμένα καθορισμένα χαρακτηριστικά να υπόκεινται σε ιδιαίτερο κανονιστικό έλεγχο. Μολονότι πρόκειται κατά κύριο λόγο για στρατηγικές που βασίζονται στη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, ο έλεγχος αυτός θα πρέπει να εφαρμόζεται επίσης όταν η εκτέλεση της στρατηγικής συναλλαγών είναι διαρθρωμένη κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η εκτέλεση εντολών για ίδιο λογαριασμό.
(47) Οι επιπτώσεις από τους εν λόγω δυνητικούς κινδύνους από την αυξημένη χρήση της τεχνολογίας μετριάζονται καλύτερα με ένα συνδυασμό συγκεκριμένων μέτρων ελέγχου κινδύνων που απευθύνονται σε επιχειρήσεις οι οποίες χρησιμοποιούν αλγοριθμικές ή υψηλής συχνότητας συναλλαγές και άλλα μέτρα προς τους διαχειριστές όλων των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους έχουν πρόσβαση τέτοιες επιχειρήσεις. Θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν και να έχουν ως βάση τις τεχνικές κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ που εκδόθηκαν τον Φεβρουάριο του 2012 σχετικά με τα συστήματα και τους μηχανισμούς ελέγχου σε περιβάλλον αυτοματοποιημένων συναλλαγών για χώρους διαπραγμάτευσης, επιχειρήσεις επενδύσεων και αρμόδιες αρχές (ESMA/2012/122), προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των αγορών δεδομένων των τεχνολογικών εξελίξεων. Συνιστάται να διασφαλίζεται η χορήγηση άδειας λειτουργίας σε όλες τις επιχειρήσεις υψηλής συχνότητας συναλλαγών όταν αποτελούν άμεσο μέλος ενός τόπου διαπραγμάτευσης. Με τον τρόπο αυτό πρέπει να διασφαλίζεται ότι υπόκεινται στις οργανωτικές απαιτήσεις της οδηγίας και ότι ελέγχονται καταλλήλως. Από αυτή την άποψη, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να παίξει σημαντικό συντονιστικό ρόλο ορίζοντας τις ενδεδειγμένες ελάχιστες μεταβολές τιμών προκειμένου να διασφαλίζονται εύρυθμες αγορές σε ενωσιακό επίπεδο. Επιπλέον, όλες οι εντολές πρέπει να υπόκεινται σε κατάλληλους ελέγχους κινδύνου στην πηγή. Είναι, επομένως, σκόπιμο να τερματιστεί η πρακτική της παραχωρούμενης και της ανέλεγκτης αυτοτελούς πρόσβασης, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος οι επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν επαρκείς ελέγχους να προκαλέσουν μη εύρυθμες συνθήκες αγοράς και να διασφαλιστεί ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά μπορούν να εντοπίζονται και να λογοδοτούν για τη ύπαρξη μη εύρυθμων συνθηκών για τις οποίες ευθύνονται. Είναι επίσης απαραίτητο να υπάρχει η δυνατότητα σαφούς εντοπισμού ροών εντολών που προέρχονται από συναλλαγές υψηλής συχνότητας. Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις στην τεχνολογία και στις μεθόδους πρόσβασης στους τόπους διαπραγμάτευσης και να εξακολουθήσει να επεξεργάζεται κατευθυντήριες γραμμές για να διασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας μπορούν να συνεχίσουν πράγματι να εφαρμόζονται όταν εμφανίζονται νέες πρακτικές.
(48) Τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και οι τόποι διαπραγμάτευσης πρέπει να διασφαλίζουν ότι έχουν θεσπιστεί ισχυρά μέτρα προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η υψηλής συχνότητας και αυτοματοποιημένη διαπραγμάτευση δεν δημιουργεί μη εύρυθμες αγορές και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά. Οι τόποι διαπραγμάτευσης διασφαλίζουν επίσης ότι τα συστήματα συναλλαγών είναι ευέλικτα και έχουν δοκιμαστεί σωστά για την αντιμετώπιση των αυξημένων ροών εντολών ή των πιέσεων της αγοράς και ότι χρησιμοποιούνται διακόπτες σε όλους τους τόπους διαπραγμάτευσης για την προσωρινή διακοπή των συναλλαγών σε περίπτωση αιφνίδιων μη αναμενόμενων μεταβολών των τιμών.
(48α) Είναι επίσης αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι διαρθρώσεις των αμοιβών των τόπων διαπραγμάτευσης είναι διαφανείς, αμερόληπτες και δίκαιες και δεν διαμορφώνονται κατά τρόπο που να προάγουν μη εύρυθμες συνθήκες αγοράς. Είναι επομένως σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι οι διαρθρώσεις των αμοιβών των τόπων διαπραγμάτευσης παρέχουν κίνητρα για μικρότερη αναλογία μηνυμάτων συστήματος σε σχέση με τις διενεργούμενες συναλλαγές, ενώ εφαρμόζονται υψηλότερες αμοιβές σε πρακτικές όπως η ακύρωση υψηλών όγκων ή ποσοστών εντολών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες αρρυθμίας και που απαιτούν να αυξήσουν οι τόποι διαπραγμάτευσης τις δυνατότητες της υποδομής χωρίς να επωφελούνται κατ’ ανάγκην άλλοι συμμετέχοντες στην αγορά.
(49) Εκτός των μέτρων που σχετίζονται με τις αλγοριθμικές και τις υψηλής συχνότητας συναλλαγές, ενδείκνυται να απαγορευθούν η παραχωρούμενη και η ανέλεγκτη αυτοτελής πρόσβαση και να συμπεριληφθούν έλεγχοι σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν στους πελάτες άμεση πρόσβαση στην αγορά ▌. Ενδείκνυται επίσης οι επιχειρήσεις που παρέχουν άμεση πρόσβαση στην αγορά να διασφαλίζουν ότι τα άτομα που χρησιμοποιούν την υπηρεσία αυτή έχουν τα κατάλληλα προσόντα και ότι επιβάλλονται έλεγχοι κινδύνων όσον αφορά τη χρήση της υπηρεσίας. Ενδείκνυται η αναλυτική περιγραφή σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις λεπτομερών οργανωτικών απαιτήσεων σχετικά με αυτές τις νέες μορφές συναλλαγών. Πέραν των αρμοδιοτήτων της ΕΑΚΑΑ να επεξεργάζεται επικαιροποιημένες κατευθυντήριες γραμμές για τις διάφορες μορφές πρόσβασης στην αγορά και τους συναφείς ελέγχους, με τον τρόπο αυτόν πρέπει να διασφαλίζεται η δυνατότητα τροποποίησης των απαιτήσεων, όπου απαιτείται, για την αντιμετώπιση των καινοτομιών και των εξελίξεων στον τομέα αυτό.
(50) Επί του παρόντος λειτουργούν πολλοί τόποι διαπραγμάτευσης στην Ένωση, ορισμένοι εκ των οποίων διαπραγματεύονται ταυτόσημα μέσα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πιθανοί κίνδυνοι για τα συμφέροντα των επενδυτών, είναι αναγκαία η επισημοποίηση και ο περαιτέρω συντονισμός των διαδικασιών σχετικά με τις συνέπειες για τη διαπραγμάτευση σε άλλους τόπους, αν ένας τόπος διαπραγμάτευσης αποφασίσει να αναστείλει ή να αποσύρει ένα χρηματοπιστωτικό μέσο από τη διαπραγμάτευση. Προς όφελος της ασφάλειας δικαίου και για την επαρκή αντιμετώπιση της σύγκρουσης συμφερόντων κατά την απόφαση αναστολής ή απόσυρσης μέσων από τη διαπραγμάτευση, πρέπει να διασφαλίζεται ότι αν μια ρυθμιζόμενη αγορά ή ένας ΠΜΔ σταματούν τη διαπραγμάτευση λόγω της μη αποκάλυψης πληροφοριών σχετικά με εκδότη ή χρηματοπιστωτικό μέσο, οι υπόλοιποι τηρούν την απόφαση αυτή. Επιπλέον, είναι αναγκαία η περαιτέρω επισημοποίηση και η βελτίωση της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας των τόπων διαπραγμάτευσης σε περιπτώσεις εξαιρετικών συνθηκών σε σχέση με κάποιο ιδιαίτερο μέσο που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε διάφορους τόπους. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να περιλαμβάνονται διευθετήσεις για την πρόληψη της χρήσης, από τόπους διαπραγμάτευσης, πληροφοριών που διαβιβάζονται σε περίπτωση αναστολής ή απόσυρσης από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου για εμπορικούς σκοπούς.
(51) Περισσότεροι επενδυτές έχουν δραστηριοποιηθεί στις χρηματοπιστωτικές αγορές και έχουν στη διάθεσή τους ένα πολυπλοκότερο και ευρύτερο σύνολο υπηρεσιών και μέσων και, εν όψει των εξελίξεων αυτών, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί κάποια εναρμόνιση προκειμένου να παρασχεθεί στους επενδυτές υψηλό επίπεδο προστασίας σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν εγκρίθηκε η οδηγία 2004/39/ΕΚ, η αυξανόμενη εξάρτηση των επενδυτών από προσωπικές συστάσεις κατέστησε αναγκαία τη συμπερίληψη της διάταξης για τις επενδυτικές συμβουλές ως επενδυτική υπηρεσία που θα υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας και σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις δεοντολογίας. Η συνεχής συνάφεια των προσωπικών συστάσεων για τους πελάτες και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα υπηρεσιών και μέσων απαιτούν τη βελτίωση των υποχρεώσεων κώδικα δεοντολογίας προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών.
(51α) Μολονότι απαιτείται ενίσχυση των υποχρεώσεων του κώδικα δεοντολογίας για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες, αυτό δεν αρκεί για τη διασφάλιση της κατάλληλης προστασίας των επενδυτών. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα επενδυτικά προϊόντα ή οι δομημένες καταθέσεις που διατίθενται προς πώληση σε επαγγελματίες ή ιδιώτες πελάτες σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων κατά τρόπο που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και στα χαρακτηριστικά προσδιορισμένης αγοράς-στόχου στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας πελατών. Εξάλλου, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει εύλογα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσει ότι το επενδυτικό προϊόν διατίθεται στην αγορά και διανέμεται στους πελάτες στο πλαίσιο της ομάδας-στόχου. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να αίρει την ευθύνη τρίτων διανομέων κατά την εμπορία ή τη διανομή του προϊόντος εκτός της ομάδας-στόχου χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση της επιχείρησης που έχει σχεδιάσει το προϊόν. Οι παραγωγοί θα πρέπει επίσης να εξετάζουν περιοδικά την απόδοση των προϊόντων τους, να αξιολογούν κατά πόσον τα προϊόντα είχαν απόδοση ανάλογη με τον σχεδιασμό τους και να προσδιορίζουν κατά πόσον η αγορά-στόχος για το προϊόν συνεχίζει να είναι ορθή. Οι επενδυτές χρειάζονται επίσης κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με τα προϊόντα και ειδικότερα συνεχή ενημέρωση σχετικά με τον σωρευτικό αντίκτυπο που έχουν τα διάφορα στρώματα αμοιβών στην απόδοση των επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του άρθρου 8 παράγραφος της οδηγίας 2006/48/EΚ.
(52) Προκειμένου να παρέχονται όλες οι σχετικές πληροφορίες στους επενδυτές, ενδείκνυται να απαιτηθεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές να διασαφηνίζουν τη βάση των παρεχόμενων συμβουλών, κυρίως το φάσμα προϊόντων τα οποία εξετάζουν όταν παρέχουν προσωπικές συστάσεις στους πελάτες, το κόστος παροχής συμβουλών ή, στις περιπτώσεις που το κόστος των αμοιβών και των αντιπαροχών δεν μπορεί να διαπιστωθεί πριν από την παροχή των συμβουλών, τον τρόπο με τον οποίο θα υπολογιστεί ο κόστος, εάν οι επενδυτικές συμβουλές παρέχονται σε συνδυασμό με την αποδοχή ή τη λήψη διαφόρων μορφών αντιπαροχών από τρίτους και εάν οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν στους πελάτες περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που τους προτείνουν. Ενδείκνυται επίσης, να απαιτείται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να επεξηγούν στους πελάτες τους λόγους για τους οποίους παρέχουν τις σχετικές συμβουλές. Για την ουσιαστική και συνεπή εφαρμογή των διατάξεων αυτών θα μπορούσαν να αποδειχθούν χρήσιμες οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΚΑΑ. Προκειμένου να καθοριστεί περαιτέρω το ρυθμιστικό πλαίσιο για την παροχή επενδυτικών συμβουλών, αφήνοντας ταυτόχρονα την επιλογή στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους πελάτες, ενδείκνυται να θεσπιστούν οι προϋποθέσεις για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, όταν οι επιχειρήσεις ενημερώνουν τους πελάτες ότι η συμβουλή παρέχεται σε συνδυασμό με την αποδοχή ή τη λήψη διαφόρων μορφών αντιπαροχών από τρίτους. Κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση, η επιχείρηση επενδύσεων οφείλει, πριν από τη σύναψη της συμφωνίας, να ενημερώσει τον πελάτη σχετικά με την αναμενόμενη κλίμακα αντιπαροχών, ενώ οι περιοδικές εκθέσεις πρέπει να δημοσιοποιούν όλες τις καταβληθείσες ή εισπραχθείσες αντιπαροχές. Λόγω της ανάγκης να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αντιπαροχές από τρίτους δεν εμποδίζουν την επιχείρηση επενδύσεων να ενεργεί προς το βέλτιστο συμφέρον του πελάτη, θα πρέπει επίσης να ληφθεί μέριμνα να επιτρέπεται, υπό όρους, η επιβολή απαγόρευσης λήψης αντιπαροχών ή να απαιτείται η μεταβίβασή τους στον πελάτη.
(52α) Για να προστατευτούν περαιτέρω οι καταναλωτές, καλό θα ήταν επίσης να διασφαλιστεί ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν αμείβουν ή αξιολογούν την απόδοση του δικού τους προσωπικού με τρόπο που δεν συνάδει με το καθήκον των επιχειρήσεων να ενεργούν προς το συμφέρον των πελατών τους. Η αμοιβή του προσωπικού που πωλεί επενδύσεις ή παρέχει σχετικές συμβουλές δεν θα πρέπει, κατά συνέπεια, να εξαρτάται αποκλειστικά από τους στόχους πωλήσεων ή από το κέρδος για την επιχείρηση από ένα συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, δεδομένου ότι τούτο θα δημιουργούσε κίνητρα ώστε να μη δίνονται έντιμες, σαφείς και μη παραπλανητικές πληροφορίες και να γίνονται συστάσεις που δεν είναι προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών.
(52β)Δεδομένης της πολυπλοκότητας των επενδυτικών προϊόντων και της συνεχούς καινοτομίας στον σχεδιασμό τους, είναι επίσης σημαντικό να διασφαλίζεται ότι το προσωπικό που παρέχει συμβουλές σχετικά με επενδυτικά προϊόντα ή πωλεί επενδυτικά προϊόντα σε ιδιώτες πελάτες κατέχει ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων και επάρκειας σε σχέση με τα προσφερόμενα προϊόντα. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει να διαθέτουν επαρκή χρόνο και πόρους στο προσωπικό τους ώστε να κατακτήσει το επίπεδο αυτό γνώσεων και επάρκειας και να το χρησιμοποιεί κατά την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες.
(53) Οι επιχειρήσεις επενδύσεων επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στην εκτέλεση ή/και στην παραλαβή και διαβίβαση εντολών πελατών, χωρίς την ανάγκη απόκτησης πληροφοριών σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη προκειμένου να αξιολογείται η καταλληλότητα της υπηρεσίας ή του μέσου για τον πελάτη. Καθώς οι υπηρεσίες αυτές ενέχουν μια σχετική μείωση της προστασίας των πελατών, συνιστάται η βελτίωση των όρων για την παροχή τους. Ειδικότερα, ενδείκνυται η εξαίρεση της δυνατότητας παροχής των υπηρεσιών αυτών σε συνδυασμό με την παρεπόμενη υπηρεσία που συνίσταται στη χορήγηση πιστώσεων ή δανείων στους επενδυτές προκειμένου να τους επιτρέπεται η διεξαγωγή μιας συναλλαγής στην οποία εμπλέκεται η επιχείρηση επενδύσεων, καθώς αυτό αυξάνει την πολυπλοκότητα της συναλλαγής και καθιστά δυσκολότερη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου. Ενδείκνυται επίσης ο καλύτερος καθορισμός των κριτηρίων για την επιλογή των χρηματοπιστωτικών μέσων με τα οποία πρέπει να σχετίζονται οι εν λόγω υπηρεσίες ώστε να εξαιρούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που περιλαμβάνουν ένα παράγωγο εκτός εάν το παράγωγο δεν αυξάνει τον κίνδυνο για τον πελάτη, ή έχουν δομή η οποία καθιστά δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του συναφούς κινδύνου.
(54) Οι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων αποτελούν συνήθη στρατηγική των παρόχων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών λιανικής σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορούν μεν να αποφέρουν οφέλη σε ιδιώτες πελάτες, αλλά μπορούν να συνδέονται και με πρακτικές όπου το συμφέρον του πελάτη δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη. Παραδείγματος χάριν, ορισμένες μορφές διασταυρούμενων πρακτικών, δηλαδή οι πρακτικές δέσμευσης όπου δύο ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πωλούνται ως δέσμη και τουλάχιστον μία εκ των υπηρεσιών αυτών δεν διατίθεται χωριστά, μπορούν να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν αρνητικά την κινητικότητα των πελατών και την ικανότητα τους να κάνουν τεκμηριωμένες επιλογές. Ένα παράδειγμα πρακτικών δέσμευσης αποτελεί το άνοιγμα τρεχόντων λογαριασμών στο πλαίσιο της παροχής επενδυτικής υπηρεσίας σε ιδιώτη πελάτη. Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικές δεσμοποίησης, όπου δύο ή περισσότερες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες πωλούνται μεν ως δέσμη, αλλά κάθε υπηρεσία μπορεί επίσης να αγοραστεί χωριστά, παρόλο που μπορούν επίσης να προκαλέσουν στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν αρνητικά την κινητικότητα των πελατών και την ικανότητα τους να κάνουν τεκμηριωμένες επιλογές, τουλάχιστον παρέχουν στον πελάτη δυνατότητα επιλογής και ως εκ τούτου συνεπάγονται μικρότερο κίνδυνο όσον αφορά τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας οδηγίας. Η χρήση των πρακτικών αυτών θα πρέπει να αξιολογείται με προσοχή προκειμένου να προωθείται ο ανταγωνισμός και οι επιλογές των καταναλωτών.
(55) Μια υπηρεσία θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχεται με πρωτοβουλία του πελάτη, εκτός εάν ο πελάτης τη ζητήσει κατόπιν εξατομικευμένης ανακοίνωσης της επιχείρησης ή εκ μέρους της επιχείρησης προς το συγκεκριμένο πελάτη, η οποία καλεί, ή σκοπεί να επηρεάσει, τον πελάτη ως προς συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο ή συγκεκριμένη συναλλαγή. Μια υπηρεσία μπορεί να θεωρείται ότι παρέχεται με πρωτοβουλία του πελάτη έστω και αν ο πελάτης τη ζητά βασιζόμενος σε ανακοινώσεις που περιέχουν διαφήμιση ή προσφορά χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον αυτές γίνονται με μέσο εκ φύσεως γενικό, που απευθύνεται στο κοινό ή σε ευρύτερη ομάδα ή κατηγορία πελατών ή δυνητικών πελατών.
(56) Ένας από τους στόχους της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία των επενδυτών. Τα μέτρα προστασίας των επενδυτών θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στις ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις διάφορες κατηγορίες επενδυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι). Ωστόσο, για να ενισχυθεί το κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στην παροχή υπηρεσιών ανεξάρτητα από τις κατηγορίες των ενδιαφερόμενων πελατών, ενδείκνυται να αποσαφηνιστεί το γεγονός ότι οι αρχές βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις πρέπει να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο, καθώς και η υποχρέωση να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές, ισχύουν για τις σχέσεις με όλους τους πελάτες.
(57) Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίο η χώρα καταγωγής χορηγεί άδεια λειτουργίας, ασκεί εποπτεία και ελέγχει την τήρηση των υποχρεώσεων των σχετικών με τη λειτουργία υποκαταστημάτων, είναι σκόπιμο να αναλάβει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής την ευθύνη της τήρησης ορισμένων υποχρεώσεων που θεσπίζει η παρούσα οδηγία σχετικών με τις δραστηριότητες που ασκούνται μέσω υποκαταστήματος εντός του εδάφους όπου βρίσκεται το εν λόγω υποκατάστημα, δεδομένου ότι η αρχή αυτή βρίσκεται πλησιέστερα στο υποκατάστημα και μπορεί καλύτερα να εντοπίσει παραβάσεις των κανόνων που διέπουν τις πράξεις του υποκαταστήματος και να παρέμβει.
(58) Είναι αναγκαίο να επιβληθεί αποτελεσματική υποχρέωση «βέλτιστης εκτέλεσης» για να διασφαλιστεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών με τους πλέον ευνοϊκούς γι' αυτούς όρους. Η υποχρέωση αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται στην επιχείρηση που έχει έναντι του πελάτη συμβατικές ή πρακτορικές υποχρεώσεις.
(58α) Με στόχο να συμβάλει σε μια ευρύτερη βάση μετόχων σε ολόκληρη την Ένωση, το πλαίσιο βέλτιστης εκτέλεσης θα πρέπει να ενισχυθεί για τους ιδιώτες επενδυτές, ούτως ώστε αυτοί να δύνανται να έχουν πρόσβαση στο ευρύτερο φάσμα των τόπων εκτέλεσης που διατίθενται σήμερα σε ολόκληρη την Ένωση. Κατά την εφαρμογή του πλαισίου βέλτιστης εκτέλεσης θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι εξελίξεις στην τεχνολογία παρακολούθησης της βέλτιστης εκτέλεσης.
(59) Προκειμένου να βελτιωθούν οι όροι υπό τους οποίους οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με την υποχρέωσή τους για την εκτέλεση εντολών με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους πελάτες τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενδείκνυται να απαιτείται από τους τόπους εκτέλεσης η διάθεση στο κοινό δεδομένων σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών σε κάθε τόπο.
(60) Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στους πελάτες σχετικά με τις πολιτικές εκτέλεσης εντολών, είναι συχνά γενικές και τυποποιημένες και δεν επιτρέπουν στους πελάτες να κατανοήσουν πώς μια εντολή θα εκτελεστεί και να επιβεβαιώνουν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων με την υποχρέωσή τους για εκτέλεση των εντολών με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους πελάτες τους. Προκειμένου να ενισχυθεί η προστασία των επενδυτών, ενδείκνυται να προσδιοριστούν οι αρχές που πρέπει να διέπουν την παροχή πληροφοριών από τις επιχειρήσεις επενδύσεων στους πελάτες τους σχετικά με τις πολιτικές εκτέλεσης εντολών και να απαιτηθεί από τις επιχειρήσεις να δημοσιεύουν, σε τριμηνιαία βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε κορυφαίους τόπους στους οποίους εκτελέστηκαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος και να λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες αυτές καθώς και τις πληροφορίες που δημοσιεύονται από τους τόπους διαπραγμάτευσης σχετικά με την ποιότητα της εκτέλεσης στις πολιτικές τους όσον αφορά τη βέλτιστη εκτέλεση.
▌
(62) Τα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες για λογαριασμό δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων επενδύσεων, όταν εμπίπτουν στον ορισμό της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να θεωρούνται συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι, αλλά επιχειρήσεις επενδύσεων πλην ορισμένων προσώπων που μπορούν να εξαιρούνται.
(63) Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει το δικαίωμα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων να ασκούν δραστηριότητες διεπόμενες από άλλες οδηγίες και άλλες συναφείς δραστηριότητες σχετιζόμενες με χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες ή προϊόντα μη καλυπτόμενα από την παρούσα οδηγία, περιλαμβανομένων των ασκουμένων για λογαριασμό μελών του ιδίου χρηματοπιστωτικού ομίλου.
(64) Οι προϋποθέσεις για την άσκηση δραστηριοτήτων εκτός του χώρου της επιχείρησης επενδύσεων (κατ' οίκον πωλήσεις) δεν θα πρέπει να καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
(65) Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δεν θα πρέπει να εγγράφουν στο μητρώο ή θα πρέπει να διαγράφουν από αυτό συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, εφόσον από τις πράγματι ασκηθείσες δραστηριότητές του διαφαίνεται σαφώς ότι έχει επιλέξει το νομικό σύστημα ενός κράτους μέλους προκειμένου να αποφύγει τους αυστηρότερους κανόνες που ισχύουν σε άλλο κράτος μέλος, στην επικράτεια του οποίου προτίθεται να ασκήσει ή όντως ασκεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων του.
(66) Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να θεωρείται ότι ενεργούν ως πελάτες.
(67) Η χρηματοπιστωτική κρίση έχει καταδείξει ότι η ικανότητα των μη ιδιωτών πελατών να κατανοούν τον κίνδυνο των επενδύσεών τους είναι πεπερασμένη. Ενώ πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι κανόνες κώδικα δεοντολογίας πρέπει να επιβληθούν όσον αφορά τους επενδυτές που χρήζουν μεγαλύτερης προστασίας, ενδείκνυται να διαμορφωθούν καλύτερα οι απαιτήσεις που πρέπει να ισχύουν για τις διάφορες κατηγορίες πελατών. Προς τούτο, ενδείκνυται η επέκταση ορισμένων απαιτήσεων πληροφόρησης και αναφοράς στη σχέση με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους. Ειδικότερα, οι σχετικές απαιτήσεις πρέπει να σχετίζονται με τη διασφάλιση των χρηματοπιστωτικών μέσων των πελατών και των ποσών καθώς και με τις απαιτήσεις πληροφόρησης και αναφοράς σχετικά με τα πιο σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα και συναλλαγές. Προκειμένου να ασκούνται καλύτερα οι λειτουργίες των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίες δεν θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποκόμιση οφελών από κερδοσκοπικά μέσα, ενδείκνυται η σαφής εξαίρεσή τους από τον κατάλογο των επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων και των πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες, επιτρέποντας παράλληλα στους πελάτες αυτούς να ζητήσουν να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες πελάτες, σε περίπτωση που πληρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις που επιβάλλουν τα κράτη μέλη.
(68) Όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ επιλέξιμων αντισυμβαλλομένων, η υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακών εντολών πελατών θα πρέπει να ισχύει μόνο στην περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενος στέλνει ρητώς στην επιχείρηση επενδύσεων οριακή εντολή προς εκτέλεση.
▌
(70) Οι επιχειρήσεις επενδύσεων θα πρέπει να έχουν τις ίδιες δυνατότητες συμμετοχής ή πρόσβασης στις ρυθμιζόμενες αγορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ανεξάρτητα από το πώς ρυθμίζονται επί του παρόντος οι συναλλαγές στα κράτη μέλη, έχει ουσιώδη σημασία να καταργηθούν οι τεχνικοί και νομικοί περιορισμοί στην πρόσβαση στις ρυθμιζόμενες αγορές.
(71) Για να διευκολυνθεί η οριστικοποίηση των διασυνοριακών συναλλαγών, είναι επίσης σκόπιμο να διασφαλιστεί η πρόσβαση όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στα συστήματα εκκαθάρισης (clearing) και διακανονισμού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανεξάρτητα από το εάν οι συναλλαγές διενεργήθηκαν σε ρυθμιζόμενες αγορές του οικείου κράτους μέλους. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που επιθυμούν να συμμετέχουν άμεσα στα συστήματα διακανονισμού άλλων κρατών μελών θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις οικείες λειτουργικές και εμπορικές προϋποθέσεις για την απόκτηση ιδιότητας μέλους και με τα μέτρα προληπτικής εποπτείας που σκοπούν στη διασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών.
(72) Η παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκειται στα εθνικά καθεστώτα και απαιτήσεις. Τα καθεστώτα αυτά διαφέρουν κατά πολύ και οι επιχειρήσεις στις οποίες έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με αυτά δεν απολαύουν της ελευθερίας παροχής υπηρεσιών και του δικαιώματος εγκατάστασης σε κράτος μέλος πλην του κράτους εγκατάστασής τους. Ενδείκνυται η εισαγωγή ενός κοινού ρυθμιστικού πλαισίου σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων τόσο των επιχειρήσεων επενδύσεων όσο και των διαχειριστών αγοράς. Προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι επιχειρήσεις τρίτων χωρών θα επωφελούνται από διαβατήριο που θα τους δίδει τη δυνατότητα να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και να διεξάγουν επενδυτικές δραστηριότητες σε ολόκληρη την ΕΕ, το καθεστώς πρέπει να εναρμονίζει το υφιστάμενο κατακερματισμένο πλαίσιο, να διασφαλίζει ασφάλεια δικαίου και ομοιόμορφη αντιμετώπιση των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγορών τρίτων χωρών που έχουν πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να εξασφαλίζει ότι η Επιτροπή έχει πραγματοποιήσει μία αποτελεσματική αξιολόγηση της ισοδυναμίας του κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου των τρίτων χωρών, δίνοντας προτεραιότητα στην αξιολόγηση των μεγαλύτερων συναλλακτικών εταίρων της ΕΕ και ορισμένων περιοχών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του προγράμματος του G20, και πρέπει να εξασφαλίζει συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας για τους επενδυτές στην ΕΕ στους οποίους παρέχονται υπηρεσίες από επιχειρήσεις τρίτων χωρών.
(73) Η παροχή υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες ή σε πελάτες που έχουν επιλέξει να παραιτηθούν από ορισμένα μέσα προστασίας ώστε να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες πελάτες πρέπει να προϋποθέτει πάντα την εγκατάσταση ενός υποκαταστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η εγκατάσταση του υποκαταστήματος υπόκειται στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και στην εποπτεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ της εμπλεκόμενης αρμόδιας αρχής και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας πρέπει να συναφθούν κατάλληλες συμφωνίες συνεργασίας. Στη διάθεση του υποκαταστήματος πρέπει να διατεθεί επαρκές αρχικό κεφάλαιο. Μετά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, το υποκατάστημα πρέπει να υπόκειται στην εποπτεία του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο. Η επιχείρηση της τρίτης χώρας πρέπει να μπορεί να παρέχει υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη μέσω του υποκαταστήματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται, σύμφωνα με διαδικασία γνωστοποίησης. Η παροχή υπηρεσιών εντός της Ένωσης χωρίς υποκατάστημα πρέπει να περιορίζεται σε επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους και σε επαγγελματίες πελάτες εκτός από εκείνους που έχουν παραιτηθεί από ορισμένα μέσα προστασίας ώστε να αντιμετωπίζονται ως επαγγελματίες πελάτες. Με εξαίρεση τις υπηρεσίες που παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη, η παροχή υπηρεσιών πρέπει να υπόκειται σε καταχώρηση στην ΕΑΚΑΑ και σε εποπτεία στην τρίτη χώρα. Μεταξύ της ΕΑΚΑΑ και της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας πρέπει να συναφθούν κατάλληλες διευθετήσεις συνεργασίας.
(74) Η πρόβλεψη της παρούσας οδηγίας για τη ρύθμιση της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών δεν πρέπει να επηρεάζει τη δυνατότητα των προσώπων που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση να λαμβάνουν επενδυτικές υπηρεσίες από επιχείρηση τρίτης χώρας με δική τους αποκλειστική πρωτοβουλία. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση τρίτης χώρας παρέχει υπηρεσίες με αποκλειστική πρωτοβουλία προσώπου εγκατεστημένου στην Ένωση, οι υπηρεσίες δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι παρέχονται στο έδαφος της Ένωσης. Σε περίπτωση που μια επιχείρηση τρίτης χώρας ενεργεί για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών στην Ένωση ή προωθεί ή διαφημίζει επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες από κοινού με παρεπόμενες υπηρεσίες στην Ένωση, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι οι υπηρεσίες παρέχονται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.
(75) Η άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να καλύπτει όλες τις δραστηριότητες που σχετίζονται άμεσα με την αναγραφή, την επεξεργασία, την εκτέλεση, την επιβεβαίωση και την κοινοποίηση των εντολών από τη λήψη τους από τη ρυθμιζόμενη αγορά έως τη διαβίβασή τους για μετέπειτα οριστικοποίηση, καθώς και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση. Θα πρέπει επίσης να καλύπτονται οι συναλλαγές που διενεργούνται μέσω ειδικών διαπραγματευτών διορισμένων από τη ρυθμιζόμενη αγορά, στα πλαίσια των συστημάτων της και σύμφωνα με τους κανόνες που τα διέπουν. Δεδομένης της σημασίας των ειδικών διαπραγματευτών για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των αγορών, οι τόποι διαπραγμάτευσης θα πρέπει να συνάπτουν γραπτές συμφωνίες με τους ειδικούς διαπραγματευτές με τις οποίες θα διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις τους και θα εξασφαλίζεται ότι σε όλες τις περιπτώσεις πλην εξαιρετικών περιστάσεων τηρούν τη δέσμευσή τους να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά. Δεν θεωρούνται διενεργούμενες στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ όλες οι συναλλαγές μελών ή συμμετεχόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ . Οι συναλλαγές, που διενεργούνται μεταξύ μελών ή συμμετεχόντων σε διμερή βάση και οι οποίες δεν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που έχουν θεσπιστεί για τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ ή του ΟΜΔ βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να θεωρούνται ως συναλλαγές διενεργούμενες εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή του ΟΜΔ για τους σκοπούς του ορισμού των συστηματικών εσωτερικοποιητών (systematic internalisers). Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση των εταιρειών επενδύσεων να ανακοινώνουν δημόσια τα δεσμευτικά ζεύγη εντολών θα πρέπει να εφαρμόζεται, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιβάλλει η παρούσα οδηγία.
(76) Η παροχή βασικών υπηρεσιών δεδομένων της αγοράς που είναι καίριας σημασίας προκειμένου οι πελάτες να μπορούν να έχουν την επιθυμητή γενική εικόνα της δραστηριότητας συναλλαγών στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν ακριβείς και αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις συναλλαγές, πρέπει να υπόκειται στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και σε νομοθετική ρύθμιση για τη διασφάλιση του αναγκαίου επιπέδου ποιότητας.
(77) Η εισαγωγή εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης πρέπει να βελτιώσει την ποιότητα των πληροφοριών διαφάνειας για τις συναλλαγές που δημοσιεύονται στον εξωχρηματιστηριακό χώρο και να συμβάλει σημαντικά στη διασφάλιση της δημοσίευσης των εν λόγω δεδομένων κατά τρόπο που διευκολύνει την ενοποίησή τους με δεδομένα τα οποία έχουν δημοσιεύσει οι τόποι διαπραγμάτευσης.
(78) Τώρα που υπάρχει μια δομή αγοράς που προβλέπει τον ανταγωνισμό μεταξύ πολλαπλών τόπων διαπραγμάτευσης, έχει καίρια σημασία να ενεργοποιηθεί το συντομότερο δυνατό ένα αποτελεσματικό και αναλυτικό ενοποιημένο δελτίο παρακολούθησης. Η εισαγωγή εμπορικής λύσης για ενοποιημένο δελτίο παρακολούθησης για τις μετοχές και τα παρόμοια με αυτές μέσα πρέπει να συμβάλει στη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής αγοράς και να διευκολύνει για τους συμμετέχοντες στην αγορά την απόκτηση πρόσβασης σε μια ενοποιημένη άποψη των διαθέσιμων πληροφοριών διαφάνειας για τις συναλλαγές. Η προβλεπόμενη λύση βασίζεται στην αδειοδότηση, με βάση προκαθορισμένες και εποπτευόμενες παραμέτρους για να εξασφαλιστεί η διάθεση δεδομένων για την αγορά με συνεπή και ακριβή τρόπο, των παρόχων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους προκειμένου να παρασχεθούν τεχνικά εξαιρετικά πολύπλοκες και καινοτόμες λύσεις, προς όφελος της αγοράς στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Προκειμένου να διευκολυνθεί η έγκαιρη ανάπτυξη ενός βιώσιμου ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης, η Επιτροπή θα πρέπει να εκδώσει το συντομότερο δυνατό πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση που θα διευκρινίζουν ορισμένες λεπτομέρειες σχετικά με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που βαρύνει τους παρόχους ενοποιημένων δελτίων παρακολούθησης (ΠΕΔ). Αν απαιτηθεί από όλους τους ΠΕΔ να ενοποιούν όλα τα δεδομένα ΕΜΔ, θα εξασφαλιστεί ότι ο διαγωνισμός θα διεξαχθεί με βάση την ποιότητα των υπηρεσιών προς τους πελάτες και όχι το εύρος των καλυπτόμενων δεδομένων. Ωστόσο θα πρέπει τώρα να ληφθεί μέριμνα για μια δημόσια λύση που θα εφαρμοστεί σε περίπτωση που η εμπορική λύση δεν έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού και αναλυτικού ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης.
(79) Η αναθεώρηση της οδηγίας 2006/49/ΕΚ θα πρέπει να καθορίζει τις ελάχιστες προϋποθέσεις κεφαλαίου που οφείλουν να πληρούν οι ρυθμιζόμενες αγορές προκειμένου να τους δοθεί άδεια λειτουργίας, και κατά τον καθορισμό αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κινδύνων που ενέχουν αυτές οι αγορές.
(80) Οι διαχειριστές ρυθμιζόμενης αγοράς θα πρέπει να έχουν επίσης τη δυνατότητα να διαχειρίζονται ΠΜΔ σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
(81) Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας που διέπουν την εισαγωγή μέσων προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων που εφαρμόζει η ρυθμιζόμενη αγορά δεν θα πρέπει να θίγουν την εφαρμογή της οδηγίας 2001/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Μαΐου 2001 σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται[28]. Η ρυθμιζόμενη αγορά δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να επιβάλλει αυστηρότερες προϋποθέσεις από τις προβλεπόμενες με την παρούσα οδηγία στους εκδότες των κινητών αξιών ή των μέσων που εισάγει προς διαπραγμάτευση.
(82) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναθέτουν σε διάφορες αρμόδιες αρχές τον έλεγχο της εφαρμογής των εκτεταμένων υποχρεώσεων που προβλέπονται με την παρούσα οδηγία. Οι αρχές αυτές θα πρέπει να έχουν δημόσιο χαρακτήρα που να διασφαλίζει την ανεξαρτησία τους έναντι των οικονομικών φορέων και που να επιτρέπει να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν κατάλληλη χρηματοδότηση της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο. Ο διορισμός των δημόσιων αρχών δεν θα πρέπει να αποκλείει τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων υπό την ευθύνη της αρμόδιας αρχής.
(83) Στη σύνοδο του G20 στο Πίτσμπουργκ στις 25 Σεπτεμβρίου 2009 συμφωνήθηκε η βελτίωση της ρύθμισης, της λειτουργίας και της διαφάνειας των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών εμπορευμάτων προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υπερβολική μεταβλητότητα των τιμών των εμπορευμάτων. Οι ανακοινώσεις της Επιτροπής της 28ης Οκτωβρίου 2009 για τη βελτίωση της λειτουργίας της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων στην Ευρώπη και της 2ας Φεβρουαρίου 2011 για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αφορούν τις αγορές βασικών εμπορευμάτων και τις πρώτες ύλες ορίζουν τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν στο πλαίσιο της αναθεώρησης της οδηγίας 2004/39/ΕΚ. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Διεθνής Οργάνωση Επιτροπών Εποπτείας Χρηματιστηρίων δημοσίευσε τις Αρχές για τη ρύθμιση και την εποπτεία των αγορών παραγώγων επί βασικών προϊόντων. Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν από τη διάσκεψη κορυφής G20 στις Κάννες, στις 4 Νοεμβρίου 2011, όπου ζητήθηκε να διαθέτουν οι ρυθμιστικές αρχές της αγοράς επίσημες εξουσίες διαχείρισης θέσης, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας εκ των προτέρων καθορισμού ορίων θέσης, ανάλογα με την περίπτωση.
(84) Οι αρμοδιότητες που έχουν εκχωρηθεί στις αρμόδιες αρχές πρέπει να συμπληρωθούν με ρητές εξουσίες για την απαίτηση απόκτησης πληροφοριών από κάθε πρόσωπο σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό μιας θέσης σε συμβάσεις παραγώγων επί με εμπορευμάτων, και την απαίτηση το πρόσωπο να προχωρήσει στη μείωση του μεγέθους της θέσης στις συμβάσεις παραγώγων.
(85) Πρέπει να εκχωρούνται ρητές εξουσίες στους τόπους διαπραγμάτευσης και στις αρμόδιες αρχές για τον περιορισμό της ικανότητας ενός προσώπου ή μιας κατηγορίας προσώπων να συνάπτουν ή να διατηρούν σύμβαση παραγώγων σε σχέση με ένα εμπόρευμα, βάσει τεχνικών προτύπων που θα καθορίζει η ΕΑΚΑΑ, και για την κατά τα λοιπά διαχείριση θέσεων κατά τρόπον ώστε να προάγεται η ακεραιότητα της αγοράς παραγώγων και των υποκείμενων εμπορευμάτων χωρίς να περιορίζεται αδικαιολόγητα η ρευστότητα. Η εφαρμογή ενός ορίου πρέπει να είναι δυνατή, τόσο στην περίπτωση μεμονωμένων συναλλαγών, όσο και θέσεων που διαμορφώνονται με την πάροδο του χρόνου. Στη δεύτερη περίπτωση ειδικότερα, η αρμόδια αρχή πρέπει να διασφαλίζει ότι τα εν λόγω όρια θέσεων δεν ενέχουν διακριτική μεταχείριση, περιγράφονται με σαφήνεια, λαμβάνουν δεόντως υπόψη την ιδιαιτερότητα της σχετικής αγοράς και είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς. Τα όρια αυτά δεν πρέπει να εφαρμόζονται σε θέσεις που αντικειμενικά περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες σε σχέση με το εμπόρευμα. Για να αποφευχθούν ακούσιες επιπτώσεις στις αγορές υποκείμενου εμπορεύματος λόγω της ρύθμισης των παραγώγων, κρίνεται επίσης σκόπιμο να γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ σύμβασης για άμεση παράδοση και σύμβασης για μελλοντική παράδοση.
(86) Πέρα από τις αρμοδιότητες που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές, όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης που παρέχουν συναλλαγές σε παράγωγα επί εμπορευμάτων πρέπει να έχουν καθορίσει κατάλληλα όρια και άλλες κατάλληλες διευθετήσεις διαχείρισης θέσης που είναι αναγκαίες για την υποστήριξη της ρευστότητας, την αποφυγή της κατάχρησης της αγοράς και τη διασφάλιση των ορθών όρων τιμολόγησης και διακανονισμού. Οι εν λόγω διευθετήσεις μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, ταυτοποίηση του σχηματισμού μεγάλων συγκεντρώσεων θέσης, ειδικά κοντά στον διακανονισμό, όρια θέσεων, όρια μεταβολής τιμών, εντολές ρευστοποίησης ή μεταβίβασης ανοιχτών θέσεων, αναστολή των συναλλαγών, τροποποίηση των όρων ή των συνθηκών παράδοσης, ακύρωση συναλλαγών και απαίτηση προθέσεων παράδοσης. Η ΕΑΚΑΑ πρέπει να διατηρεί και να δημοσιεύει κατάλογο με τις περιλήψεις όλων των σχετικών μέτρων που είναι σε ισχύ. Η εφαρμογή των ορίων πρέπει να γίνεται με συνεπή τρόπο και με συνεκτίμηση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της υπόψη αγοράς. Πρέπει να διατυπώνονται σαφώς το πεδίο εφαρμογής τους και οι ενδεχόμενες εξαιρέσεις, καθώς και τα συναφή ποσοτικά ανώτατα όρια που ενδέχεται να ενεργοποιούν άλλες υποχρεώσεις. Δεδομένου ότι κανένας τόπος διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να δει τις συνολικές θέσεις των μελών του ή των συμμετεχόντων στο σύνολο της αγοράς, θα πρέπει επίσης να προβλέπεται εξειδίκευση των ελέγχων με βάση ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα με τα οποία θα αποφεύγονται επίσης και τυχόν αποκλίνουσες επιπτώσεις στα όρια που ισχύουν σε συγκρίσιμες συμβάσεις σε διαφορετικούς τόπους.
(87) Οι τόποι όπου τα περισσότερα ρευστά παράγωγα επί εμπορευμάτων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πρέπει να δημοσιεύουν λεπτομερή συγκεντρωτικά στοιχεία σε εβδομαδιαία βάση για τις θέσεις που κατέχουν διάφοροι τύποι συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των πελατών εκείνων που δεν διεξάγουν διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό. Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής, θα πρέπει να της κοινοποιείται μια αναλυτική και λεπτομερής περιγραφή τόσο του τύπου, όσο και της ταυτότητας των συμμετεχόντων στην αγορά, λαμβανομένων υπόψη, ανάλογα με την περίπτωση, των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που έχουν ήδη επιβληθεί δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στην ενεργειακή αγορά χονδρικής[29].
▌
(89) Ενδείκνυται η διευκόλυνση της πρόσβασης στο κεφάλαιο για μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και η διευκόλυνση της περαιτέρω ανάπτυξης των εξειδικευμένων αγορών που έχουν ως στόχο την κάλυψη των αναγκών των μικρομεσαίων εκδοτών. Οι εν λόγω αγορές που λειτουργούν συνήθως βάσει της παρούσας οδηγίας ως ΠΜΔ είναι κοινά γνωστές ως αγορές ΜΜΕ, αγορές ανάπτυξης ή παράλληλες αγορές. Η δημιουργία εντός της κατηγορίας ΠΜΔ μιας νέας υποκατηγορίας αγοράς ανάπτυξης ΜΜΕ και η καταγραφή των αγορών αυτών πρέπει να αυξήσει τη διαφάνεια και τα χαρακτηριστικά τους και να συμβάλλει στην ανάπτυξη κοινών πανευρωπαϊκών ρυθμιστικών προτύπων για τις αγορές αυτές. Προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην εξασφάλιση μελλοντικής νομοθεσίας για την περαιτέρω ενίσχυση και προώθηση της χρήσης αυτής της αγοράς ως μιας νέας κατηγορίας περιουσιακών στοιχείων που θα προσελκύσει τους επενδυτές. Όλο το υπόλοιπο ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ για την αγορά θα πρέπει να επικαιροποιηθεί, ώστε να εξασφαλιστεί μείωση του διοικητικού φόρτου και να δοθούν περαιτέρω κίνητρα για εισαγωγή ΜΜΕ στις αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ.
(90) Οι απαιτήσεις που ισχύουν για τη νέα αυτή κατηγορία αγορών πρέπει να παρέχουν επαρκή ευελιξία ώστε να μπορούν να λαμβάνονται υπόψη όλα τα επιτυχημένα μοντέλα αγοράς που υφίστανται αυτή τη στιγμή ανά την Ευρώπη. Ακόμη, απαιτείται η εξεύρεση της σωστής ισορροπίας μεταξύ της διατήρησης υψηλών επιπέδων προστασίας των επενδυτών, η οποία είναι αναγκαία για την προώθηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στους εκδότες στις εν λόγω αγορές, με ταυτόχρονη μείωση του περιττού διοικητικού βάρους για τους εκδότες στις αγορές αυτές. Προτείνεται η συμπερίληψη στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις ή στα τεχνικά πρότυπα περισσότερων λεπτομερειών σχετικά με τις απαιτήσεις των αγορών ΜΜΕ, όπως αυτών που σχετίζονται με τα κριτήρια με βάση τα οποία επιτρέπεται η διαπραγμάτευση σε μια τέτοια αγορά.
(91) Δεδομένου ότι είναι σημαντικό να μην επηρεαστούν αρνητικά υφιστάμενες επιτυχημένες αγορές, πρέπει να διατηρηθεί η δυνατότητα των διαχειριστών αγορών που απευθύνονται σε μικρομεσαίους εκδότες, να συνεχίσουν τη λειτουργία μιας τέτοιας αγοράς σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας, χωρίς να επιζητήσουν την καταχώρησή της ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.
(92) Οι τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που το σημείο επικοινωνίας κράτους μέλους λαμβάνει από το σημείο επικοινωνίας άλλου κράτους μέλους δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως αμιγώς εσωτερικής φύσεως.
(93) Είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η σύγκλιση των εξουσιών που παραχωρούνται στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ισοδύναμη εφαρμογή των διατάξεων εντός της ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς. Η αποτελεσματικότητα της εποπτείας μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω ελάχιστου κοινού συνόλου εξουσιών σε συνδυασμό με επαρκή μέσα.
(94) Λόγω των σημαντικών επιπτώσεων και του μεριδίου της αγοράς που κατέχουν διάφοροι ΠΜΔ, συνιστάται η διασφάλιση επαρκών συμφωνιών συνεργασίας μεταξύ της αρμόδιας αρχής του ΠΜΔ και της αρμόδιας αρχής της περιοχής δικαιοδοσίας στην οποία ο ΠΜΔ παρέχει τις υπηρεσίες του. Προκειμένου να προβλεφθούν παρόμοιες εξελίξεις, η πρόβλεψη αυτή πρέπει να επεκταθεί στους ΟΜΔ.
(95) Χάριν της συμμόρφωσης από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις ρυθμιζόμενες αγορές, όσοι ελέγχουν αποτελεσματικά την επιχείρησή τους και τα μέλη του διοικητικού οργάνου των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ρυθμιζόμενων αγορών με βάση τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παρούσα οδηγία και από τον κανονισμό [εισαγωγή από Υπηρεσία Εκδόσεων] και προκειμένου να διασφαλιστεί ότι υπόκεινται σε παρόμοια μεταχείριση σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη μέλη πρέπει να υποχρεωθούν να προβλέψουν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που θα είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά. Κατά συνέπεια, οι διοικητικές κυρώσεις και τα μέτρα που ορίζονται από τα κράτη μέλη πρέπει να πληρούν ορισμένες ουσιαστικές απαιτήσεις σχετικά με τους αποδέκτες, τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή μιας κύρωσης ή ενός μέτρου, τη δημοσίευση, τις βασικές εξουσίες επιβολής κυρώσεων και τα επίπεδα διοικητικών χρηματικών προστίμων.
(96) Ειδικότερα, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να έχουν την εξουσία επιβολής χρηματικών προστίμων που να είναι επαρκώς υψηλά για την αντιστάθμιση των ωφελειών που μπορούν να αναμένονται και αποτρεπτικά ακόμα και για μεγαλύτερους οργανισμούς και τη διοίκησή τους.
(97) Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κυρώσεων σε όλα τα κράτη μέλη, κατά τον καθορισμό του τύπου των διοικητικών κυρώσεων ή των μέτρων και του επιπέδου των διοικητικών χρηματικών προστίμων, τα κράτη μέλη πρέπει να υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι κατά τον καθορισμό του τύπου των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του επιπέδου των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις.
(98) Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι κυρώσεις έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο ευρύ κοινό, πρέπει κατά κανόνα να δημοσιεύονται, εκτός από σαφώς καθορισμένες περιπτώσεις.
(99) Προκειμένου να εντοπίζονται πιθανές παραβιάσεις, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαθέτουν τις αναγκαίες εξουσίες διερεύνησης και να μπορούν να συστήσουν αποτελεσματικούς και αξιόπιστους μηχανισμούς για να ενθαρρύνουν την καταγγελία πιθανών ή πραγματικών παραβιάσεων, περιλαμβανομένης της προστασίας των εργαζομένων που καταγγέλλουν παραβιάσεις εντός των ιδρυμάτων τους. Οι μηχανισμοί αυτοί δεν πρέπει να θίγουν την ύπαρξη επαρκών διασφαλίσεων για τους κατηγορούμενους. Πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίζεται το δικαίωμα του προσώπου για το οποίο έχει υποβληθεί καταγγελία για υπεράσπιση και ακρόαση πριν την έκδοση τελικής απόφασης που τον αφορά, καθώς και το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου κατά της απόφασης που τον αφορά.
(100) Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να αναφέρεται τόσο στις διοικητικές κυρώσεις όσο και στα διοικητικά μέτρα, ώστε να καλύπτει όλες τις ενέργειες που θα πραγματοποιούνται μετά τη συντέλεση κάποιας παράβασης και που θα αποσκοπούν στην αποτροπή περαιτέρω παραβάσεων, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως κυρώσεων ή ως μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου.
(101) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων του δικαίου των κρατών μελών σχετικά με ποινικές κυρώσεις. Με την επιφύλαξη των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι, σε περίπτωση που εικάζεται ότι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς παρέβη τις διατάξεις ή διέπραξε αδίκημα που αφορά ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) αριθ. …/…. [MiFIR], θα μπορεί να διώκεται ατομικώς ενώπιον ποινικών ή αστικών δικαστηρίων.
(102) Ενόψει της προστασίας των πελατών και με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους ένδικης προστασίας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη σύσταση δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, τη συνεργασία για την επίλυση των διασυνοριακών διαφορών, λαμβάνοντας υπόψη τη σύσταση 98/257/ΕΚ της Επιτροπής της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών κατανάλωσης[30] και τη σύσταση της Επιτροπής, 2001/310/ΕΚ, περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων για τις καταγγελίες και τις διαδικασίες εξωδικαστικού διακανονισμού των διαφορών, τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν τους υφιστάμενους μηχανισμούς διασυνοριακής συνεργασίας, και ιδίως το δίκτυο προσφυγής για χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες (FIN-Net).
(103) Οποιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων αρχών, άλλων αρχών, οργάνων ή προσώπων θα πρέπει να συνάδει προς τους κανόνες μεταφοράς δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς τρίτες χώρες, όπως αυτοί ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ. Οιαδήποτε ανταλλαγή ή διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από την ΕΑΚΑΑ σε τρίτες χώρες πρέπει να συνάδει με τους κανόνες για τις διαβιβάσεις προσωπικών δεδομένων που καθορίζονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 .
(104) Είναι αναγκαίο να ενισχυθούν οι διατάξεις περί ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ αρμόδιων εθνικών αρχών και οι υποχρεώσεις συνδρομής και συνεργασίας μεταξύ των αρχών αυτών. Λόγω της αυξανόμενης διασυνοριακής δραστηριότητας, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να ανταλλάσσουν τις αναγκαίες πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους κατά τρόπο που να διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ακόμα και σε καταστάσεις στις οποίες παραβάσεις ή πιθανολογούμενες παραβάσεις μπορούν να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών. Κατά την ανταλλαγή των πληροφοριών απαιτείται η τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου ώστε να εξασφαλίζεται η ομαλή διαβίβαση των πληροφοριών και η προστασία ορισμένων δικαιωμάτων.
▌
(106) Η Επιτροπή πρέπει να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 290 της ΣΛΕΕ σχετικά με τις λεπτομέρειες που αφορούν εξαιρέσεις, την εξειδίκευση μερικών ορισμών, τα κριτήρια για την αξιολόγηση των προτάσεων απόκτησης συμμετοχών μιας επιχείρησης επενδύσεων, τις οργανωτικές απαιτήσεις για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων, τις υποχρεώσεις του κώδικα δεοντολογίας για την παροχή υπηρεσιών επενδύσεων, την εκτέλεση των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς όρους για τον πελάτη, τη διαχείριση των εντολών πελατών, τις συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, τις αγορές ανάπτυξης των ΜΜΕ, τους όρους για την αξιολόγηση του αρχικού κεφαλαίου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών, τα μέτρα που αφορούν την προσαρμοστικότητα του συστήματος, τα μέτρα διακοπής συναλλαγών και τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, την αποδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση, τα όρια για την αναφορά της θέσης που κατέχουν ορισμένες κατηγορίες διαπραγματευτών, την αποσαφήνιση του τι αποτελεί αποδεκτή εμπορική βάση προκειμένου ένας ΕΜΔ να δημοσιοποιεί τις πληροφορίες, ένας ΠΕΔ να παρέχει πρόσβαση σε ροές δεδομένων και ένας Εγκεκριμένος Μηχανισμός Αναφοράς (ΕΜΑ) να αναφέρει πληροφορίες, την αποσαφήνιση των λεπτομερειών σχετικά με την υποχρέωση παροχής πληροφοριών που βαρύνει τους ΠΕΔ, τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Έχει ιδιαίτερη σημασία η Επιτροπή να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις στο πλαίσιο των οικείων προπαρασκευαστικών εργασιών, συμπεριλαμβανομένων και των εργασιών σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Η Επιτροπή, κατά την προετοιμασία και σύνταξη κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, πρέπει να διασφαλίζει την ταυτόχρονη, έγκαιρη και κατάλληλη διαβίβαση των σχετικών εγγράφων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
(107). Για την εξασφάλιση ενιαίων όρων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να σχετίζονται με την έκδοση της απόφασης πραγματικής ισοδυναμίας για το νομικό και εποπτικό πλαίσιο τρίτων χωρών όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών και την υποβολή αναφορών θέσης από κατηγορίες διαπραγματευτών στην ΕΑΚΑΑ και θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[31].
(108) Τα τεχνικά πρότυπα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες θα πρέπει να διασφαλίζουν συνεπή εναρμόνιση και επαρκή προστασία των καταθετών, των επενδυτών και των καταναλωτών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως όργανο με πολύ εξειδικευμένη εμπειρογνωσία, η ανάθεση στην ΕΑΚΑΑ της σύνταξης σχεδίων κανονιστικών και εκτελεστικών τεχνικών προτύπων που δεν θα περιλαμβάνουν πολιτικές επιλογές, προς υποβολή στην Επιτροπή, θα ήταν μια αποτελεσματική και ορθή επιλογή. Για να διασφαλίζεται συνεπής προστασία των επενδυτών και των καταναλωτών σε όλους τους τομείς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να εκτελεί τα καθήκοντά της, στο μέτρο του δυνατού, σε στενή συνεργασία με τις άλλες δύο Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές στο πλαίσιο της Μικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών.
(109) Η Επιτροπή πρέπει να εκδώσει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ διευκρινίζοντας τα κριτήρια καθορισμού μιας δραστηριότητας ως παρεπόμενης μιας κύριας δραστηριότητας, σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης των αιτήσεων άδειας λειτουργίας των επιχειρήσεων επενδύσεων, σχετικά με τις απαιτήσεις για τα διοικητικά όργανα, σχετικά με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, σχετικά με την υποχρέωση εκτέλεσης εντολών με τους ευνοϊκότερους δυνατούς όρους για τους πελάτες, σχετικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών, σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και δραστηριοτήτων επενδύσεων, σχετικά με την ίδρυση υποκαταστήματος, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών από εταιρείες τρίτων χωρών, σχετικά με τα όρια της κατοχής ορισμένων παραγώγων επί εμπορευμάτων και διευκρινίζοντας περαιτέρω τους ελέγχους θέσης που εφαρμόζονται σε άλλα παράγωγα επί εμπορευμάτων, σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων αδειοδότησης παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, σχετικά με τις οργανωτικές απαιτήσεις για εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ) και παρόχους ενοποιημένων δελτίων (ΠΕΔ) και σχετικά με την συνεργασία αρμοδίων αρχών. Η Επιτροπή πρέπει να εγκρίνει τα εν λόγω ρυθμιστικά τεχνικά ν πρότυπα με κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις του άρθρου 290 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
(110). Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζει η ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης των αιτήσεων άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων, σχετικά με την απόκτηση ειδικής συμμετοχής, σχετικά με τη διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίησης των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΟΜΔ, σχετικά με την αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση, σχετικά με την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και δραστηριοτήτων επενδύσεων, σχετικά με την ίδρυση υποκαταστήματος, σχετικά με την παροχή υπηρεσιών από εταιρείες τρίτων χωρών, σχετικά με την αναφορά της θέσης που κατέχουν ορισμένες κατηγορίες διαπραγματευτών, σχετικά με την υποβολή πληροφοριών στην ΕΑΚΑΑ, σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας, σχετικά με την συνεργασία αρμοδίων αρχών, σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών και σχετικά με τις διαβουλεύσεις πριν την αδειοδότηση. Η Επιτροπή πρέπει να εκδίδει τα εν λόγω εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα με εκτελεστικές πράξεις με βάση το άρθρο 291 της ΣΛΕΕ και σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
(111) Η Επιτροπή πρέπει να υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο αξιολογώντας τη λειτουργία των οργανωμένων μηχανισμών διαπραγμάτευσης, τη λειτουργία του καθεστώτος για τις αγορές ανάπτυξης των ΜΜΕ, τις επιπτώσεις των απαιτήσεων σχετικά με τις αυτοματοποιημένες και υψηλής συχνότητας συναλλαγές, την εμπειρία με το μηχανισμό απαγόρευσης ορισμένων προϊόντων ή πρακτικών και τις επιπτώσεις των μέτρων σχετικά με τις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων.
(112) Δεδομένου ότι ο στόχος της παρούσας οδηγίας, και συγκεκριμένα η δημιουργία ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς στην οποία οι επενδυτές προστατεύονται επαρκώς, ενώ διασφαλίζεται παράλληλα η αποτελεσματικότητα και η ακεραιότητα του συνόλου της αγοράς, απαιτεί τη θέσπιση κοινών κανονιστικών προϋποθέσεων για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, όπου και αν έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και για τη λειτουργία των ρυθμιζόμενων αγορών και των άλλων συστημάτων συναλλαγών κατά τρόπο ώστε η έλλειψη διαφάνειας σε συγκεκριμένη αγορά ή η δυσλειτουργία της να μη θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματική λειτουργία του συνόλου του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος και μπορεί, συνεπώς, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της παρούσας οδηγίας, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση θα πρέπει να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 5 της συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία ορίζεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(113) Η θέσπιση ενοποιημένου δελτίου για εξωχρηματιστηριακά μέσα θεωρείται ότι θα αντιμετωπίσει περισσότερες δυσκολίες εφαρμογής σε σχέση με το ενοποιημένο δελτίο των μετοχών και οι δυνητικοί πάροχοι πρέπει να έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν εμπειρία με τα υπόψη μέσα πριν να το δημιουργήσουν. Προκειμένου να διευκολυνθεί η σωστή θέσπιση του ενοποιημένου δελτίου για εξωχρηματιστηριακά χρηματοπιστωτικά μέσα, ενδείκνυται κατά συνέπεια να προβλεφθεί παράταση της προθεσμίας εφαρμογής των εθνικών μέτρων ενσωμάτωσης της σχετικής διάταξης. Ωστόσο θα πρέπει τώρα να ληφθεί μέριμνα για τη συγκρότηση μιας δημόσιας λύσης που θα εφαρμοστεί σε περίπτωση που η εμπορική λύση δεν έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη εξασφάλιση ενός αποτελεσματικού και αναλυτικού ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης.
(113α) Προκειμένου να αναπτυχθεί περαιτέρω το ενωσιακό πλαίσιο που διέπει τις κινητές αξίες, η Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει πρόταση κανονισμού για το νόμο περί κινητών αξιών που θα διευκρινίζει τον ορισμό της φύλαξης και της διαχείρισης χρηματοπιστωτικών μέσων, και θα πρέπει επίσης, από κοινού με την ΕΑΚΑΑ, την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου να προωθήσουν τις εργασίες για την τυποποίηση των αναγνωριστικών και της αποστολής μηνυμάτων, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η σχεδόν σε πραγματικό χρόνο ανάλυση συναλλαγής και ο εντοπισμός πολύπλοκων δομών προϊόντων, όπως αυτών που περιέχουν παράγωγα ή ρέπος.
(114) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις αρχές που αναγνωρίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως το δικαίωμα προστασίας προσωπικών δεδομένων, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην προστασία του καταναλωτή, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και αμερόληπτου δικαστηρίου, το δικαίωμα του προσώπου να μη δικάζεται ή να μην τιμωρείται ποινικά δύο φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη και πρέπει να εφαρμοστεί σύμφωνα με τα εν λόγω δικαιώματα και αρχές.
(114α). Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων,
ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
ΤΙΤΛΟΣ I
ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, στις ρυθμιζόμενες αγορές, στους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, και στις εταιρείες τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει απαιτήσεις ως προς τα ακόλουθα:
α) όροι για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων,
β) παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος,
γ) χορήγηση άδειας λειτουργίας και λειτουργία ρυθμιζόμενων αγορών,
δ) χορήγηση άδειας λειτουργίας και λειτουργία παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, και
ε) εποπτεία, συνεργασία και εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές.
3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν/ασκούν μία ή πλείονες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες και σε πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων όταν πωλούν ή συμβουλεύουν πελάτες σχετικά με καταθέσεις πλην εκείνων των οποίων η απόδοση καθορίζεται σε συνάρτηση με επιτόκιο (δομημένες καταθέσεις).
▌
3α. Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται επίσης σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις και ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, συμπεριλαμβανομένων των συνδεδεμένων ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή καταχωριστεί δυνάμει, αντίστοιχα, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Νοεμβρίου 2002 σχετικά με την ασφάλιση ζωής[32], της οδηγίας 2002/92/ΕΚ ή της οδηγίας 2009/138/ΕΚ, κατά την πώληση προϊόντων ή την παροχή συμβουλών σε πελάτες σχετικά με επενδύσεις βάσει ασφάλισης:
- το άρθρο 16 παράγραφος 3·
- τα άρθρα 23 έως 26· και
- τα άρθρα 69 έως 80 και 83 έως 91 όποτε είναι απαραίτητο ώστε να είναι σε θέση οι αρμόδιες αρχές να εφαρμόζουν τα άρθρα που αναφέρονται στην πρώτη και δεύτερη περίπτωση σε σχέση με επενδύσεις βάσει ασφάλισης.
Άρθρο 2
Εξαιρέσεις
1. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται :
α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ, με την επιφύλαξη του άρθρου 1 παράγραφος 3α·
β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ▌·
δ) στα πρόσωπα που δεν παρέχουν/ασκούν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες/ δραστηριότητες πλην της διενέργειας πράξεων για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν:
(i) είναι ειδικοί διαπραγματευτές (market makers)·
(ii) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ ή έχουν άμεση πρόσβαση στην αγορά σε τόπο διαπραγμάτευσης·
(iiα) χρησιμοποιούν αλγοριθμικές συναλλαγές·
(iiβ) λόγω της κλίμακας των συναλλακτικών τους δραστηριοτήτων, κρίνεται από την αρμόδια αρχή ότι διατηρούν σημαντική παρουσία στην αγορά· ή
(iii) διενεργούν πράξεις για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών.
Πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει του σημείου (i) δεν χρειάζεται να πληρούν επίσης τις προϋποθέσεις του παρόντος σημείου για να εξαιρεθούν.
Η εξαίρεση αυτή ισχύει για πρόσωπα τα οποία, κατά τη διαπραγμάτευση δικαιωμάτων εκπομπών, δεν παρέχουν λοιπές επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, πέρα από τις πράξεις που διενεργούν για ίδιο λογαριασμό και δεν εκτελούν εντολές πελατών, και τα οποία είναι κάτοχοι ή άμεσοι διαχειριστές εγκαταστάσεων δυνάμει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ·
ε) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
ζ) στα μέλη του ΕΣΚΤ και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διεθνείς φορείς των οποίων συμβαλλόμενα μέρη είναι τρία ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του δημόσιου χρέους ή παρεμβαίνουν σε αυτή·
η) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε ενωσιακό επίπεδο είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων,
θ) στα πρόσωπα τα οποία:
(i) διενεργούν πράξεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα για ίδιο λογαριασμό εξαιρουμένων των προσώπων που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών ▌,
(ii) παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων , χωρίς να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, αποκλειστικά για τις μητρικές τους επιχειρήσεις, για τις οικείες θυγατρικές ή για άλλες θυγατρικές των μητρικών τους επιχειρήσεων, ή
(iii) παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων, χωρίς να διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε συμβάσεις παραγώγων, που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι, τμήμα Γ σημείο 10, ή σε δικαιώματα εκπομπών ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες της κύριας δραστηριότητάς τους,
υπό τον όρο ότι σε όλες τις περιπτώσεις:
– αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ενοποιημένου ή μη ενοποιημένου ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ούτε η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών βάσει της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, ούτε η δραστηριοποίηση υπό την ιδιότητα του ειδικού διαπραγματευτή σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων,
– αναφέρουν κάθε έτος στην οικεία αρμόδια αρχή σε ποια βάση θεωρούν ότι η δραστηριότητά τους σύμφωνα με τα σημεία(i),(ii) και (iii) είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους.
ι) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών ▌·
ιβ) στις ενώσεις που συγκροτούνται από δανικά και φινλανδικά συνταξιοδοτικά ταμεία με μοναδικό σκοπό τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων που είναι μέλη τους·
ιγ) στους «agenti di cambio» των οποίων οι δραστηριότητες και τα καθήκοντα διέπονται από το άρθρο 201 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 58 της 24ης Φεβρουαρίου 1998·
ιδ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς όπως ορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/72/ΕΚ ή στο άρθρο 2 παράγραφος 4 της οδηγίας 2009/73/ΕΚ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των εν λόγω οδηγιών ή βάσει του κανονισμού (ΕΚ) 714/2009 ή του κανονισμού (ΕΚ) 715/2009 ή των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω κανονισμών.
2. Τα δικαιώματα που απορρέουν από την παρούσα οδηγία δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του ΕΣΚΤ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη ΣΛΕΕ και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων στο πλαίσιο εθνικών κοινοβουλίων.
3. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει πράξεις κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 94 όσον αφορά μέτρα ως προς την εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ), προκειμένου να αποσαφηνίσει πότε μια δραστηριότητα ασκείται παρεμπιπτόντως.
▌
3α. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την διευκρίνιση των κριτηρίων καθορισμού μιας δραστηριότητας ως παρεπόμενης σε σχέση με την κύρια δραστηριότητα, συνεκτιμώντας τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) κατά πόσον η δραστηριότητα μετρούμενη αντικειμενικά μπορεί να μειώσει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης της επιχείρησης·
β) την ανάγκη να αποτελούν οι παρεπόμενες δραστηριότητες μικρό μέρος των δραστηριοτήτων σε επίπεδο ομίλου ή μονάδας εκτός εάν οι υπηρεσίες παρέχονται μόνο στα λοιπά μέλη του ιδίου ομίλου·
γ) το μέγεθος της δραστηριότητας που αφορά τις κύριες δραστηριότητες και τη σημασία της δραστηριότητας στις σχετικές αγορές·
δ) την επιθυμία περιορισμού των καθαρών ανοιγμάτων πιστωτικού κινδύνου σε συστημικώς μη σημαντικά επίπεδα·
ε) την κλίμακα του κινδύνου της αγοράς που σχετίζεται με τη δραστηριότητα σε σχέση με τον κίνδυνο της αγοράς που απορρέει από την κύρια δραστηριότητα·
στ) τη συστημική σημασία του αθροίσματος των καθαρών θέσεων και ανοιγμάτων ενός μη χρηματοπιστωτικού αντισυμβαλλομένου όπως ορίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2021 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών[33].
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [...].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 3
Προαιρετικές εξαιρέσεις
1. Ένα κράτος μέλος μπορεί να αποφασίσει να μην εφαρμόσει την παρούσα οδηγία σε πρόσωπα των οποίων είναι το κράτος μέλος καταγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι οι δραστηριότητες των προσώπων αυτών έχουν αδειοδοτηθεί και υπόκεινται σε ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, και τα οποία:
α) δεν επιτρέπεται να διατηρούν στην κατοχή τους χρήματα ή κινητές αξίες πελατών και ως εκ τούτου δεν επιτρέπεται σε καμία στιγμή να είναι οφειλέτες των πελατών τους·
β) δεν επιτρέπεται να παρέχουν καμία επενδυτική υπηρεσία, εκτός από την παροχή επενδυτικών συμβουλών, σε συνδυασμό ή όχι με τη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, και τη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη· και
γ) κατά την παροχή της υπηρεσίας αυτής επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές μόνο σε:
(i) επιχειρήσεις επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·
(ii) πιστωτικά ιδρύματα με άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ·
(iii) υποκαταστήματα επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας σε τρίτη χώρα, υποκείμενα σε και συμμορφούμενα με κανόνες προληπτικής εποπτείας που κατά την κρίση των αρμόδιων αρχών είναι τουλάχιστον εξίσου αυστηροί με τους οριζόμενους στην παρούσα οδηγία, στην οδηγία 2006/48/ΕΚ ή στην οδηγία 2006/49/ΕΚ,
(iv) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων εξουσιοδοτημένους βάσει του εθνικού δικαίου κράτους μέλους να διαθέτουν μερίδια στο κοινό, και διαχειριστές τέτοιων οργανισμών·
(v) επιχειρήσεις επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου, κατά την έννοια του άρθρου 15 παράγραφος 4 της δεύτερης οδηγίας 77/91/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1976, περί συντονισμού των εγγυήσεων που απαιτούνται στα κράτη μέλη εκ μέρους των εταιρειών, κατά την έννοια του άρθρου 58 δεύτερη παράγραφος της συνθήκης, για την προστασία των συμφερόντων των εταίρων και των τρίτων με σκοπό να καταστούν οι εγγυήσεις αυτές ισοδύναμες[34] όσον αφορά τη σύσταση της ανωνύμου εταιρείας και τη διατήρηση και τις μεταβολές του κεφαλαίου της, τα αξιόγραφα των οποίων είναι εισηγμένα ή αγοράζονται/πωλούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους,
1α. Οι απαιτήσεις που επιβάλλονται από τα κράτη μέλη στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρέπει να είναι τουλάχιστον ανάλογες με τις ακόλουθες απαιτήσεις βάσει της παρούσας οδηγίας λαμβανομένων υπόψη του μεγέθους, των χαρακτηριστικών κινδύνου και του νομικού τους χαρακτήρα:
α) όροι και διαδικασίες αδειοδότησης και συνεχούς εποπτείας βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, και στα άρθρα 7, 8, 9, 10, 21, 22 και 23, καθώς και στα αντίστοιχα εκτελεστικά μέτρα που εγκρίνονται από την Επιτροπή με πράξεις κατ’ εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 94·
β) υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας που καθορίζονται στο άρθρο 24 παράγραφοι 1, 2, 3 και 5 και στο άρθρο 25 παράγραφοι 1, 4 και 5 καθώς και στα αντίστοιχα μέτρα εφαρμογής της οδηγίας 2006/73/ΕΚ.
γ) οργανωτικές απαιτήσεις βάσει των προβλεπόμενων στο άρθρο 16 παράγραφος 3 και των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που εγκρίνονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 94.
1β. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τα πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1 να καλύπτονται από σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών αναγνωρισμένο σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών[35] ή από σύστημα που εξασφαλίζει ισοδύναμη προστασία των πελατών τους. Τα κράτη μέλη δύνανται να επιτρέψουν ασφαλίσεις επαγγελματικής ευθύνης ως εναλλακτικό μέσο κάλυψης, όπου ενδείκνυται και είναι ανάλογο λόγω του μεγέθους, των χαρακτηριστικών κινδύνου και του νομικού χαρακτήρα των προσώπων που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας βάσει της παραγράφου 1 και τα οποία πωλούν χρηματοπιστωτικά μέσα σε ιδιώτες πελάτες ή παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή διαχείριση χαρτοφυλακίου σε ιδιώτες πελάτες, οφείλουν να τηρούν τους κανόνες για την προστασία των καταναλωτών που είναι ισοδύναμοι με τις διατάξεις του άρθρου 16 παράγραφοι 6 και 7 και των άρθρων 24 και 25. .
2. Τα πρόσωπα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας δυνάμει της παραγράφου 1 δεν απολαύουν της προβλεπόμενης στα άρθρα 36 και 37 αντιστοίχως ελευθερίας παροχής υπηρεσιών/άσκησης δραστηριοτήτων και ίδρυσης υποκαταστημάτων.
3. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ την εφαρμογή των προαιρετικών εξαιρέσεων του παρόντος άρθρου και εξασφαλίζουν ότι κάθε άδεια που χορηγούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 αναφέρει ότι χορηγείται σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.
4. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ τις διατάξεις του εθνικού δικαίου που είναι ανάλογες προς τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας και αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Άρθρο 4
Ορισμοί
1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ορισμοί του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [κανονισμός MiFIR].
2. Ισχύουν επίσης οι ακόλουθοι ορισμοί:
(1) «επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του τμήματος Α του παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι,
Η Επιτροπή εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 που διευκρινίζουν:
- τις παράγωγες συμβάσεις που αναφέρονται στο τμήμα Γ, σημείο 7 του Παραρτήματος Ι και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων
- τις παράγωγες συμβάσεις που αναφέρονται στο τμήμα Γ, σημείο 10 του Παραρτήματος Ι και έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμες σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΣΠ, υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων·
(2) «παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο τμήμα Β του Παραρτήματος Ι,
(3) «επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα·
(4) «εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, Η εκτέλεση εντολών περιλαμβάνει την σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από πιστωτικά ιδρύματα ή επιχείρηση επενδύσεων κατά την στιγμή της έκδοσής τους ·
(5) «διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση βάσει ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην ολοκλήρωση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
(6) «ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση, και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων ▌,
(7) «διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα,
(8) «πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες,
(9) «επαγγελματίας πελάτης»: πελάτης που πληροί τα κριτήρια και τις διαδικασίες που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙ,
(10) «ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι πελάτης επαγγελματίας,
(11) «αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ»: ένας ΠΜΔ που έχει καταγραφεί ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 35,
(12) «μικρομεσαία επιχείρηση»: εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση αγοράς μικρότερη από 200.000.000 ευρώ,
(13) «οριακή εντολή» (limit order): εντολή αγοράς ή πώλησης συγκεκριμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένο μέγεθος·
(14) «χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο τμήμα Γ του Παραρτήματος Ι,
(15) «μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που αποτελούν αντικείμενα συνήθους διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, τίτλοι παρακαταθήκης και εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής·
(16) «κράτος μέλος καταγωγής»,
α) της επιχείρησης επενδύσεων:
(i) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
(ii) εάν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική έδρα του,
(iii) εάν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία.
β) της ρυθμιζόμενης αγοράς: το κράτος μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή εάν, βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
(17) «κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ή/και ασκεί δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση μελών εξ αποστάσεως ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές,
(18) «αρμόδια αρχή»: η αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος καταγωγής σύμφωνα με το άρθρο 69, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στην παρούσα οδηγία,
(19) «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της οδηγίας 2006/48/ΕΚ·
(20) «εταιρία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ»: η εταιρία διαχείρισης κατά την έννοια της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)[36],
(21) «συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μιας και μόνης επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, διαφημίζει τις επενδυτικές ή/και παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα, ή/και παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες·
(22) «υποκατάστημα»:τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος μέλος από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·
(23) «ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10 % τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας 2004/109/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 2004, για την εναρμόνιση των προϋποθέσεων διαφάνειας αναφορικά με την πληροφόρηση σχετικά με εκδότες των οποίων οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά[37], λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στο άρθρο 12 παράγραφοι 4 και 5, της εν λόγω οδηγίας ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·
(24) «μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της έβδομης οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 1983, για τους ενοποιημένους λογαριασμούς[38],
(25) "θυγατρική επιχείρηση": η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·
(26) «στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) «συμμετοχή», δηλαδή την κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης·
β) «δεσμό ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης· κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·
γ) η κατάσταση στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου·
(27) «διοικητικό όργανο»: το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης ή παρόχου υπηρεσιών δεδομένων, που αναλαμβάνει τα καθήκοντα εποπτείας και διαχείρισης, το οποίο έχει την απόλυτη εξουσία λήψης αποφάσεων και την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της επιχείρησης ή του παρόχου υπηρεσιών δεδομένων. Το διοικητικό όργανο περιλαμβάνει πρόσωπα που διευθύνουν ουσιαστικά τις δραστηριότητες της επιχείρησης·
(28) «διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας»: το διοικητικό όργανο που ενεργεί υπό την εποπτική του αρμοδιότητα της εποπτείας και του ελέγχου της λήψης αποφάσεων από τη διοίκηση·
(29) «ανώτερα στελέχη»: τα άτομα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες σε μια επιχείρηση και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα για την καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διανομή υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της,
(30) «αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όταν ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα μεμονωμένες παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. σχετικά με την έναρξη της εντολής, τον χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την υποβολή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, ή για την επιβεβαίωση εντολών, ή για την εκτέλεση εντολών πελατών ή την εκπλήρωση νομικών υποχρεώσεων μέσω του καθορισμού μιας παραμέτρου της εντολής· ή για την επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελούνται·
(30α) «συναλλαγές υψηλής συχνότητας»: οι αλγοριθμικές συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα με ταχύτητες στις οποίες ο φυσικός χρόνος απόκρισης του μηχανισμού διαβίβασης, ακύρωσης ή τροποποίησης των εντολών καθίσταται ο καθοριστικός παράγοντας του χρόνου που απαιτείται για τη κοινοποίηση της οδηγίας στο τόπο διαπραγμάτευσης ή για την εκτέλεση της συναλλαγής·
(30β) «στρατηγική συναλλαγών υψηλής συχνότητας»: συναλλακτική στρατηγική σε χρηματοπιστωτικά μέσα για τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, η οποία εμπεριέχει συναλλαγές υψηλής συχνότητας και διαθέτει τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
(i) χρησιμοποιεί διευκολύνσεις συντοπισμού, άμεσης πρόσβασης στην αγορά ή φιλοξενίας εγγύτητας (proximity hosting)·
(ii) αφορά ημερήσια κίνηση χαρτοφυλακίου ύψους τουλάχιστον 50%·
(iii) το ποσοστό των εντολών που ακυρώνονται (συμπεριλαμβανομένων των μερικών ακυρώσεων) υπερβαίνει το 20%·
(iv) οι περισσότερες θέσεις που λαμβάνονται διακανονίζονται εντός της ίδιας ημέρας·
(v) άνω του 50% των εντολών ή των συναλλαγών πραγματοποιούνται σε τόπους διαπραγμάτευσης οι οποίοι προσφέρουν εκπτώσεις ή μειώσεις σε εντολές που παρέχουν ρευστότητα και είναι επιλέξιμες για τέτοιες εκπτώσεις·
(31α) «άμεση πρόσβαση στην αγορά»: διευθέτηση στο πλαίσιο της οποίας ένα μέλος ή συμμετέχων ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του, έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές στα εσωτερικά ηλεκτρονικά συστήματα συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων για αυτόματη διαβίβαση με τον κωδικό διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης·
(31β) «παραχωρούμενη και ανέλεγκτη αυτοτελής πρόσβαση» (sponsored and naked market access): διευθέτηση στο πλαίσιο της οποίας ένα μέλος ή συμμετέχων ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του, έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές με τον κωδικό διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης χωρίς να δρομολογούνται οι εντολές μέσω των εσωτερικών ηλεκτρονικών συστημάτων συναλλαγών της επιχείρησης επενδύσεων·
▌(33) «πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων»: η παροχή μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος δέσμης ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή δέσμη.
(33α) «επένδυση βάσει ασφάλισης»: ασφαλιστήριο συμβόλαιο στο οποίο το καταβλητέο ποσό στον πελάτη είναι εκτεθειμένο στην αγοραία αξία ενός στοιχείου ενεργητικού ή στην απόδοση από περιουσιακό στοιχείο ή αξία αναφοράς, και στο οποίο ο πελάτης δεν κατέχει απευθείας το περιουσιακό στοιχείο·
(33β) «επενδυτικό προϊόν»: προϊόν στο οποίο το καταβλητέο ποσό στον πελάτη καθορίζεται σε σχέση με την αξία των χρηματοπιστωτικών μέσων ή το προϊόν είναι δομημένη κατάθεση ή το προϊόν είναι επένδυση βάσει ασφάλισης ή το προϊόν είναι δέσμη επενδυτικών προϊόντων για ιδιώτες επενδυτές όπως ορίζεται στο άρθρο … της οδηγίας ..../..../ΕΕ [PRIPS]·
(33γ) «διαχείριση χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση»: διαχείριση χαρτοφυλακίου όταν η εντολή του πελάτη παρέχει στο διαχειριστή χαρτοφυλακίου διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή προϊόντων ή χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία επενδύονται τα κεφάλαια του πελάτη·
(33δ) «επιχείρηση τρίτης χώρας»: η επιχείρηση που θα ήταν επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης.
3. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα για τον προσδιορισμό ή την τροποποίηση ορισμένων τεχνικών στοιχείων των ορισμών του παρόντος άρθρου, παράγραφος 2, στοιχεία (3), (11), (12) και (27) έως (33δ), εφόσον κρίνεται σκόπιμο, για να ληφθούν υπόψη τα εξής:
α) οι τεχνικές εξελίξεις στις χρηματαγορές·
β) ο κατάλογος των καταχρηστικών πρακτικών όπως αναφέρονται στο άρθρο 34β στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MAR], ιδίως όσον αφορά τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας και συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών της παραποίησης δεδομένων (spoofing), της τεχνητής σώρευσης εντολών (quote stuffing) και της τεχνητής κατάτμησης (layering), χωρίς να περιορίζονται σε αυτές.
ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ
ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Άρθρο 5
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας
1. Κάθε κράτος μέλος εξαρτά την παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ως τακτική ενασχόληση ή επιτήδευμα σε επαγγελματική βάση από προηγούμενη άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 69.
2. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε κάθε διαχειριστή αγοράς να εκμεταλλεύεται ΠΜΔ ή οργανωμένο οργανισμό διαπραγμάτευσης (OMΔ) , υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου, .
3. Τα κράτη μέλη εγγράφουν σε μητρώο όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων επενδύσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες κάθε επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.
Όταν αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 8, στοιχεία β) έως δ), η εν λόγω ανάκληση δημοσιεύεται στον κατάλογο επί πέντε έτη.
4. Κάθε κράτος μέλος απαιτεί από τις επιχειρήσεις επενδύσεων:
- εάν είναι νομικά πρόσωπα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο ίδιο κράτος μέλος όπου έχουν και την καταστατική τους έδρα,
- εάν δεν είναι νομικά πρόσωπα ή εάν είναι μεν νομικά πρόσωπα, αλλά βάσει του εθνικού τους δικαίου δεν έχουν καταστατική έδρα, να έχουν τα κεντρικά τους γραφεία στο κράτος μέλος όπου όντως ασκούν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Άρθρο 6
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας
1. Το κράτος μέλος καταγωγής μεριμνά ώστε η άδεια λειτουργίας να προσδιορίζει τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει η επιχείρηση επενδύσεων. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Τμήμα Β του Παραρτήματος Ι. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.
2. Επιχείρηση επενδύσεων που ζητά τη χορήγηση άδειας για να επεκτείνει τις δραστηριότητές της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορηγήσεως της αρχικής άδειας πρέπει να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της.
3. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιτρέπει στην επιχείρηση επενδύσεων να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Άρθρο 7
Διαδικασίες για τη χορήγηση της άδειας και για την απόρριψη αίτησης χορήγησης άδειας
1. Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
2. Η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο περιλαμβάνει ιδίως τα είδη των σκοπουμένων δραστηριοτήτων και την οργανωτική διάρθρωση της επιχείρησης, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι η επιχείρηση επενδύσεων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.
3. Ο αιτών ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να διευκρινίζει:
α) τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,
β) τα καθήκοντα των επιτροπών ανάδειξης υποψηφίων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 2,
γ) τις απαιτήσεις που ισχύουν για τη διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 8, και τις πληροφορίες για τις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 5,
δ) τις απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη με ειδικές συμμετοχές, καθώς και τα εμπόδια που ενδέχεται να παρακωλύσουν την ουσιαστική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής, βάσει του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις […]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
5. H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 2 και στο άρθρο 9 παράγραφος 5 .
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις […]*.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως την […]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 8
Ανάκληση της άδειας
Η αρμόδια αρχή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας επιχείρησης επενδύσεων εάν η επιχείρηση:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως ιδίως η συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει η οδηγία 2006/49/ΕΚ ·
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας,
ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας , προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 9
Διοικητικό όργανο
-1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ο μη εκτελεστικός διευθυντής ορίζεται ως εξής:
Ο μη εκτελεστικός διευθυντής ή εξωτερικός διευθυντής είναι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας εταιρείας που δεν ανήκει στο εκτελεστικό επιτελείο. Δεν είναι υπάλληλος της εταιρείας ούτε συνδέεται με αυτή με οιονδήποτε άλλο τρόπο. Διαφέρει από τους εσωτερικούς διευθυντές οι οποίοι είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου που υπηρετούν επίσης ή υπηρέτησαν στο παρελθόν ως διευθυντικά στελέχη της εταιρείας.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές έχουν αρμοδιότητες στους ακόλουθους τομείς:
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές ελέγχουν εποικοδομητικά και συμβάλλουν στη διαμόρφωση στρατηγικής·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές ελέγχουν την απόδοση της διοίκησης στην επίτευξη συμφωνημένων στόχων και στην παρακολούθηση και - όταν είναι απαραίτητο στην απομάκρυνση - ανώτερων διοικητικών στελεχών και στο σχεδιασμό της διαδοχής·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές διασφαλίζουν ότι οι οικονομικές πληροφορίες είναι ακριβείς και ότι οι οικονομικοί έλεγχοι και τα συστήματα διαχείρισης κινδύνου είναι ισχυρά και αξιόπιστα·
- Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές είναι αρμόδιοι για τον καθορισμό των ενδεδειγμένων αποδοχών για τους εκτελεστικούς διευθυντές και έχουν πρωταρχικό ρόλο στον διορισμό και - όταν είναι απαραίτητο - στην απομάκρυνση των ανώτερων διοικητικών στελεχών και στον σχεδιασμό της διαδοχής.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές έχουν επίσης ανεξάρτητη άποψη για :
- τους πόρους
- τους διορισμούς
- τα πρότυπα συμπεριφοράς.
Οι μη εκτελεστικοί διευθυντές είναι θεματοφύλακες της διαδικασίας διακυβέρνησης. Δεν συμμετέχουν στην καθημερινή διαχείριση της επιχείρησης αλλά παρακολουθούν την εκτελεστική δραστηριότητα και συμβάλλουν στη διαμόρφωση στρατηγικής.
1. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου οιασδήποτε επιχείρησης επενδύσεων έχουν πάντοτε καλή φήμη, διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία και αφιερώνουν ικανό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, εξασφαλίζοντας την αναγνώριση ενός ευρέος φάσματος εμπειρίας ούτως ώστε να μην υπάρχουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου τηρούν συγκεκριμένα, τις εξής απαιτήσεις:
α) Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου αφιερώνουν ικανό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην επιχείρηση επενδύσεων. Στον αριθμό των θέσεων μέλους ΔΣ που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου ιδρυμάτων τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους δεν κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων:
(i) μία θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ,
(ii) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ.
Οι θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ
(i) εντός του ίδιου ομίλου·
(ii) εντός ιδρυμάτων τα οποία:
– είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 108 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]·
– έχουν δεσμούς σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]· ή
(iii) εντός επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) όπου το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή,
υπολογίζονται ως μία θέση.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου δεν συνδυάζουν ταυτόχρονα τη θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ σε μια επιχείρηση επενδύσεων με τη θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΟΜΔ, ακόμη και εντός του ίδιου ομίλου.
Το στοιχείο α) περιλαμβάνει:
(i) επιχειρήσεις και μη χρηματοπιστωτικές οντότητες:
– στις οποίες υπάρχει ειδική συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]·
– στις οποίες υπάρχει συμμετοχή κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 49 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]· ή
– οι οποίες έχουν στενούς δεσμούς κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 72 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] με ορισμένα μη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
(ii) μητρικές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 65, 66 και 67 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων] που ελέγχει περιφερειακό ή κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε ΘΣΠ.
β) Το διοικητικό όργανο κατέχει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες της επιχείρησης επενδύσεων, ειδικότερα τους κυριότερους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω δραστηριότητες.
γ) Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί και να αμφισβητεί τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών και να επιβλέπει αποτελεσματικά και να παρακολουθεί η λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση.
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων αφιερώνουν επαρκείς πόρους για την υποδοχή και την εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου.
Όταν ο διαχειριστής αγοράς που ζητεί άδεια λειτουργίας για ΠΜΔ ή ΟΜΔ και τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ συμπίπτουν με τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, εφόσον κρίνεται σκόπιμο και ανάλογο προς τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητάς τους, τη θέσπιση επιτροπής ανάδειξης υποψηφίων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την πρώτη παράγραφο και την υποβολή συστάσεων, εφόσον απαιτείται, βάσει της αξιολόγησής τους. Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελείται από μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στο αντίστοιχο ίδρυμα. Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας διορισμού των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στα διοικητικά τους όργανα. Ειδικότερα:
α) Οι επιχειρήσεις επενδύσεων εφαρμόζουν μια πολιτική που προωθεί τον επαγγελματισμό, την ευθύνη και τη δέσμευση ως κατευθυντήρια κριτήρια για την πρόσληψη ανώτερων στελεχών, κατοχυρώνοντας ότι οι διοριζόμενοι είναι αδιαμφισβήτητα πιστοί στα συμφέροντα του ιδρύματος.
β) Οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης συγκεκριμένα μέτρα για μια πιο ισόρροπη εκπροσώπηση στα συμβούλια, όπως η εκπαίδευση των επιτροπών ανάδειξης υποψηφίων, η δημιουργία καταλόγων ικανών υποψηφίων και η καθιέρωση διαδικασίας ανάδειξης υποψηφίων στην οποία υπάρχει ένας τουλάχιστον υποψήφιος από κάθε φύλο.
γ) Οσάκις γίνεται χρήση, η εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο θεωρείται επίσης, με την προσθήκη μιας σημαντικής οπτικής γωνίας και μιας πραγματικής γνώσης της εσωτερικής λειτουργίας της επιχείρησης, θετικός τρόπος ενίσχυσης της ποικιλότητας.
Οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εφαρμόζουν ποσόστωση φύλου 1/3 έως τις … [39]*.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών προτύπων για να διευκρινίσει με ποιον τρόπο το ίδρυμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) την έννοια της αφιέρωσης ικανού χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της επιχείρησης επενδύσεων, τα οποία οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν επιτρέπουν σε ένα μέλος διοικητικού οργάνου να κατέχει ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις σε διοικητικά συμβούλια από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α),
β) την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, ικανοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β),
γ) τις έννοιες της ειλικρίνειας, ακεραιότητας και ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο β),
δ) την έννοια των επαρκών ανθρώπινων και χρηματικών πόρων που διατίθενται για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου,
ε) την έννοια της ποικιλομορφίας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή έως την [...][40]**.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
▌
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή όλα τα μέλη του διοικητικού της οργάνου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η επιχείρηση πληροί τις απαιτήσεις των παραγράφων 1, 2 και 3.
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων να διασφαλίζει την ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και προς το συμφέρον των πελατών της. Για τον σκοπό αυτό, το διοικητικό όργανο:
α) ορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει τους στρατηγικούς στόχους της επιχείρησης,
β) ορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει την οργάνωση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρογνωσίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις διευθετήσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την επιχείρηση, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της οικείας επιχείρησής και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η επιχείρηση,
γ) ορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται από την επιχείρηση σύμφωνα με την αντοχή της επιχείρησης ως προς τους κινδύνους και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται,
γα) ορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει τις αποδοχές του προσωπικού πωλήσεων της επιχείρησης, οι οποίες θα πρέπει να είναι σχεδιασμένες για την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επιχειρηματικής συμπεριφοράς και της δίκαιης μεταχείρισης των καταναλωτών και για την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων, και γνωστοποιεί στους πελάτες τη διάρθρωση των αποδοχών, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, όπως σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η διαχείριση ή αποφυγή πιθανών συγκρούσεων συμφερόντων, με την επιφύλαξη του άρθρου 24,
δ) επιβλέπει αποτελεσματικά τα ανώτερα στελέχη,
δα) ακολουθεί στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης.
Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης της επιχείρησης επενδύσεων και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου όταν αυτό ενεργεί στο πλαίσιο των εποπτικών του καθηκόντων έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
7. Η αρμόδια αρχή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί για την εντιμότητα και την πείρα των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση επενδύσεων, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο της εταιρείας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική ορθή και συνετή διαχείρισή της και την επαρκή συνεκτίμηση των συμφερόντων των πελατών της και της ακεραιότητας της αγοράς .
8. Τα κράτη μέλη απαιτούν να ασκείται η διοίκηση των επιχειρήσεων επενδύσεων από τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της παραγράφου 1.
Κατά παρέκκλιση από το πρώτο εδάφιο, τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν άδεια σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι φυσικά πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις επενδύσεων που είναι νομικά πρόσωπα διευθυνόμενα, σύμφωνα με το καταστατικό τους και την εθνική νομοθεσία, από ένα και μόνο φυσικό πρόσωπο. Ωστόσο, τα κράτη μέλη απαιτούν:
α) την ύπαρξη εναλλακτικών ρυθμίσεων που να εξασφαλίζουν την ορθή και συνετή διαχείριση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων και την επαρκή συνεκτίμηση των συμφερόντων των πελατών της και της ακεραιότητας της αγοράς,
β) τα ενδιαφερόμενα φυσικά πρόσωπα παρέχουν τα εχέγγυα ήθους, διαθέτουν ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων και επάρκειας ▌και έχουν στη διάθεσή τους ικανό χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την επικαιροποίηση και πιστοποίηση των γνώσεων και των ικανοτήτων τους.
8α. Με την επιφύλαξη των νομικών συστημάτων των κρατών μελών, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που εικάζεται ότι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου παρέβη τις διατάξεις ή διέπραξε αδίκημα που αφορά ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) αριθ. …/…. [MiFIR], θα μπορεί να διώκεται ατομικώς ενώπιον ποινικών ή αστικών δικαστηρίων.
8β. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία ή πρακτική.
Άρθρο 10
Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές
1. Οι αρμόδιες αρχές δεν επιτρέπουν την παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις επενδύσεων μέχρις ότου πληροφορηθούν την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για φυσικά ή για νομικά πρόσωπα που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.
Οι αρμόδιες αρχές αρνούνται να χορηγήσουν άδεια λειτουργίας εφόσον, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων, δεν έχουν πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.
Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της επιχείρησης επενδύσεων και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η αρμόδια αρχή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της αρμόδιας αρχής.
2. Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.
3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διαχείρισης της επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση.
Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών εντολών ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και διαχειριστών, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή μερίδια που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή εταίροι.
Άρθρο 11
Κοινοποίηση προτεινομένων αποκτήσεων συμμετοχής
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (στο εξής «υποψήφιος αγοραστής»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, την ειδική αυτή συμμετοχή, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20, του 30 ή του 50% ή ώστε η ΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει κοινοποίηση, κατ’ αρχή, ’εγγράφως στις αρμόδιες αρχές της ΕΠΕΥ, στην οποία επιδιώκει είτε να αποκτήσει ειδική συμμετοχή είτε να την αυξήσει, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής, καθώς και τις σχετικές πληροφορίες κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 13 παράγραφος 4.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων, να απευθύνει κοινοποίηση, καταρχήν γραπτώς στις αρμόδιες αρχές, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το πρόσωπο αυτό ενημερώνει επίσης τις αρμόδιες αρχές για την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, ούτως ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 % ή ώστε η επιχείρηση επενδύσεων να παύσει να είναι θυγατρική του.
Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του 30 %, όταν βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 3 στοιχείο α) της οδηγίας 2004/109/ΕΚ εφαρμόζουν το ελάχιστο όριο του ενός τρίτου.
Όταν καθορίζουν εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 10 και του παρόντος άρθρου , τα κράτη μέλη δεν λαμβάνουν υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου τις οποίες κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής και/ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Τμήματος Α του Παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/EΚ, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, εφ’ όσον μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.
2. Οι οικείες αρμόδιες αρχές, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 ( στο εξής «αξιολόγηση»), διαβουλεύονται εκτενώς μεταξύ τους, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αγοραστής είναι:
α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρεία διαχείρισης στο εξής «εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ», με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·
β) η μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, επιχείρησης επενδύσεων ή εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής· ή
γ) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, επιχείρηση επενδύσεων ή εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής.
Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εκατέρωθεν, κάθε ουσιαστική ή σχετική πληροφορία για την αξιολόγηση της απόκτησης. Στο πλαίσιο αυτό, οι αρμόδιες αρχές διαβιβάζουν, εκατέρωθεν, κατόπιν αιτήματος στις άλλες αρμόδιες αρχές, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιούν, με δική τους πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες. Στην απόφαση της αρμόδιας αρχής που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ΕΠΕΥ στην οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να επισημαίνονται τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή, η οποία είναι υπεύθυνη για την εποπτεία του υποψήφιου αγοραστή.
3. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, εάν επιχείρηση επενδύσεων λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή πέφτουν κάτω από οποιοδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο, ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή σχετικά.
Τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος, οι επιχειρήσεις επενδύσεων γνωστοποιούν στην αρμόδια αρχή τα ονόματα των μετόχων και εταίρων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και εταίρων ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.
4. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν μέτρα παρόμοια με τα αναφερόμενα στο άρθρο 10 παράγραφος 3 κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση των αρμόδιων αρχών, τα κράτη μέλη, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβάλλουν, προβλέπουν είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακυρότητα ή την ακυρωσία των αντίστοιχων ψήφων.
Άρθρο 12
Περίοδος αξιολόγησης
1. Οι αρμόδιες αρχές, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της κοινοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο, καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, γνωστοποιούν εγγράφως στον υποψήφιο αγοραστή ότι τις παρέλαβαν.
Οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν μέγιστη προθεσμία εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της κοινοποίησης και όλων των εγγράφων που τα κράτη μέλη απαιτούν να επισυνάπτονται στην κοινοποίηση βάσει του καταλόγου που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 4 (στο εξής «περίοδος αξιολόγησης»), προκειμένου να διενεργήσουν την αξιολόγηση.
Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν τον υποψήφιο αγοραστή, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα αυτής, να ζητήσουν περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται εγγράφως και διευκρινίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.
Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία ζητήθηκαν οι πληροφορίες από τις αρμόδιες αρχές και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αγοραστή, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Οι αρμόδιες αρχές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να υποβάλλουν περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή τη διευκρίνιση των πληροφοριών, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.
3. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να παρατείνουν τη διακοπή της παραγράφου 2, δεύτερο εδάφιο, έως τριάντα εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αγοραστής είναι ένα από τα ακόλουθα :
α) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή που υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ή των οδηγιών 2009/65/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ ή 2006/48/ΕΚ.
4. Εάν οι αρμόδιες αρχές, μόλις ολοκληρώσουν την αξιολόγησή τους, αποφασίσουν να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, πρέπει να ενημερώνουν εγγράφως τον υποψήφιο αγοραστή, εντός δύο εργασίμων ημερών, και χωρίς να υπερβαίνουν την περίοδο αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου, η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης μπορεί να δημοσιοποιείται κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή. Τούτο δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επιτρέπουν στην αρμόδια αρχή να προβαίνει στην εν λόγω δημοσιοποίηση άνευ αιτήματος του υποψήφιου αγοραστή.
5. Εάν οι αρμόδιες αρχές δεν αντιταχθούν εγγράφως στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, εντός της περιόδου αξιολόγησης, τότε η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
6. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ορίζουν μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνουν την προθεσμία αυτή, οσάκις ενδείκνυται.
7. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επιβάλλουν απαιτήσεις για την κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές και την έγκριση από αυτές άμεσης ή έμμεσης απόκτησης δικαιωμάτων ψήφου ή κεφαλαίου αυστηρότερες από τις προβλεπόμενες στην παρούσα οδηγία.
8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καταρτίσει εξαντλητικό κατάλογο των προβλεπόμενων στην παράγραφο 4 πληροφοριών που οι υποψήφιοι αγοραστές μεριδίων συμμετοχής οφείλουν να συμπεριλάβουν στην κοινοποίησή τους, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
8α. H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τους όρους της διαδικασίας διαβούλευσης μεταξύ των σχετικών αρμοδίων αρχών κατά το άρθρο11 παράγραφος 2).
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως την 1η Ιανουαρίου 2014.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 13
Αξιολόγηση
1. Κατά την αξιολόγηση της κοινοποίησης που προβλέπεται του άρθρου 11 παράγραφος 1, και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 2, οι αρμόδιες αρχές, προκειμένου να διασφαλίσουν την ορθή και συνετή διοίκηση της ΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αγοραστή στην ΕΠΕΥ, αξιολογούν την καταλληλότητα του υποψήφιου αγοραστή και την ορθότητα της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής, από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:
α) την εντιμότητα του υποψήφιου αγοραστή·
β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΕΠΕΥ κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής·
γ) τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, ιδίως ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΕΠΕΥ, για την οποία προτείνεται η απόκτηση συμμετοχής·
δ) την ικανότητα της ΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει της παρούσας οδηγίας, και ανάλογα με την περίπτωση άλλων οδηγιών, κυρίως των οδηγιών 2002/87/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, ιδίως το κατά πόσον ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ αυτών·
δα) κατά πόσον η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής αυξάνει τον κίνδυνο συγκρούσεων συμφερόντων·
ε) το κατά πόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/60/ΕΚ, ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής είναι δυνατόν να αυξήσει αυτό τον κίνδυνο.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 με τις οποίες αναπροσαρμόζονται τα κριτήρια που καθορίζονται στο πρώτο εδάφιο τής παρούσας παραγράφου.
2. Οι αρμόδιες αρχές δύνανται να αντιταχθούν στην προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι γι’ αυτό, με βάση τα κριτήρια της παραγράφου 1 ή εάν οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αγοραστή δεν είναι πλήρεις.
3. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές τους να εξετάζουν την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.
4. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στις αρμόδιες αρχές κατά τη στιγμή της κοινοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 11 παράγραφος 1. Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αγοραστή και της προτεινόμενης απόκτησης συμμετοχής. Τα κράτη μέλη δεν απαιτούν πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.
5. Παρά το άρθρο 12, παράγραφοι 1, 2 και 3, εάν κοινοποιηθούν στην αρμόδια αρχή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΕΠΕΥ, η αρμόδια αρχή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αγοραστές αμερόληπτα.
Άρθρο 14
Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών
Η αρμόδια αρχή εξακριβώνει ότι κάθε οντότητα που ζητά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που υπέχει, κατά το χρόνο της αδειοδότησής της, από την οδηγία 97/9/ΕΚ.
Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε δομημένες καταθέσεις που εκδίδονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι μέλη ενός συστήματος εγγύησης των καταθέσεων το οποίο αναγνωρίζεται βάσει της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1994 σχετικά με τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων[41].
Άρθρο 15
Αρχικό κεφάλαιο
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να χορηγούν άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον η επιχείρηση επενδύσεων έχει επαρκή αρχικά κεφάλαια σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2006/49/ΕΚ , λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή δραστηριότητας.
Άρθρο 16
Οργανωτικές προϋποθέσεις
1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί να συμμορφώνονται οι επιχειρήσεις επενδύσεων με τις οργανωτικές απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 8 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 17.
2. Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.
3. Η επιχείρηση επενδύσεων καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να ενεργεί όλα τα ευλόγως πρακτέα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 23. Οι ρυθμίσεις αυτές περιλαμβάνουν μια πολιτική και άλλα μέτρα προκειμένου να αξιολογείται η συμβατότητα του επενδυτικού προϊόντος με τις ανάγκες των πελατών για τους οποίους προορίζεται και να διασφαλίζεται ότι τα επενδυτικά προϊόντα ή οι δομημένες καταθέσεις που σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις προς πώληση σε επαγγελματίες ή ιδιώτες πελάτες ανταποκρίνονται στις ανάγκες προσδιορισμένης αγοράς στόχου και ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που εμπορεύεται επενδυτικά προϊόντα διασφαλίζει ότι το προς εμπορία προϊόν παρέχεται σε πελάτες που ανήκουν στην ομάδα στόχο. Τυχόν στόχοι πωλήσεων και εσωτερικά συστήματα αντιπαροχών δεν παρέχουν κίνητρα για την πώληση προϊόντων εκτός της ομάδας στόχου. Ειδικότερα, μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία σχεδιάζει επενδυτικά προϊόντα, δομημένες καταθέσεις ή χρηματοπιστωτικά μέσα εφαρμόζει διαδικασία έγκρισης προϊόντων και λαμβάνει όλα τα απαραίτητα λειτουργικά και διαδικαστικά μέτρα για την εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας έγκρισης προϊόντων. Πριν από την τοποθέτηση ή τη διανομή στην αγορά επενδυτικών προϊόντων και χρηματοπιστωτικών μέσων, για τα εν λόγω προϊόντα και μέσα απαιτείται έγκριση σύμφωνα με τη διαδικασία έγκρισης προϊόντων. Πρέπει να αξιολογούνται προσεκτικά όλοι οι συναφείς κίνδυνοι και να τοποθετούνται ή να διανέμονται προϊόντα και μέσα μόνον εφόσον είναι προς όφελος της ομάδας πελατών-στόχου. Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων εξασφαλίζει ότι τα υφιστάμενα προϊόντα ελέγχονται τακτικά προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το προϊόν εξακολουθεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου. Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων επανεξετάζεται ετησίως. Μια επιχείρηση επενδύσεων πρέπει να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να παρέχει στη σχετική αρμόδια αρχή επικαιροποιημένη και εμπεριστατωμένη περιγραφή της φύσης και των λεπτομερειών της διαδικασίας έγκρισης προϊόντων που εφαρμόζει.
4. Η επιχείρηση επενδύσεων ενεργεί τα ευλόγως πρακτέα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική εκτέλεση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων, χρησιμοποιεί δε προς τούτο κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.
5. Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την εκτέλεση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού της ελέγχου ούτε την ικανότητα των εποπτικών φορέων να εποπτεύουν τη συμμόρφωση της επιχείρησης με όλες τις υποχρεώσεις της.
Η επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.
6. Η επιχείρηση επενδύσεων μεριμνά ώστε να καταγράφονται όλες οι υπηρεσίες που παρέχει και οι συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην αρμόδια αρχή να ελέγχει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, και ιδίως τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με όλες τις υποχρεώσεις της έναντι των πελατών ή των δυνητικών πελατών της.
7. Οι καταγραφές περιλαμβάνουν τις συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που αφορούν, τουλάχιστον, συναλλαγές διενεργούμενες για ίδιο λογαριασμό και εντολές πελατών, όταν παρέχονται υπηρεσίες παραλαβής και διαβίβασης εντολών και εκτέλεσης εντολών για λογαριασμό πελατών.
Τα κράτη μέλη μπορούν να αίρουν την υποχρέωση καταγραφής των συνδιαλέξεων όταν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει ως κύρια δραστηριότητα τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών και την εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.
Όσον αφορά τις επικοινωνίες μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ιδιωτών πελατών, τα κράτη μέλη δύνανται, αντί της καταγραφής των συνδιαλέξεων που αναφέρεται στην παράγραφο 1, να αναγνωρίζουν την κατάλληλη τεκμηρίωση του περιεχομένου των συνδιαλέξεων αυτών με τη μορφή πρακτικών εφόσον τα εν λόγω πρακτικά φέρουν την υπογραφή του πελάτη.
Οι καταγραφές των συνδιαλέξεων ή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών που καταγράφονται σύμφωνα με το εδάφιο 1 ή τα πρακτικά που έχουν συνταχθεί σύμφωνα με το εδάφιο 2 παρέχονται στους εμπλεκόμενους πελάτες κατόπιν αιτήματος. Τα κράτη μέλη απαιτούν να φυλάσσονται οι καταγραφές αυτές έως την παρέλευση ενός έτους από τη λήξη της επένδυσης.
Τα αρμόδια πρόσωπα της επιχείρησης επενδύσεων μπορούν να καταγράφουν τις συνδιαλέξεις και επικοινωνίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο χρησιμοποιώντας αποκλειστικά εξοπλισμό που παρέχεται από την επιχείρηση επενδύσεων και τηρώντας τα σχετικά αρχεία.
8. Εάν κατέχει χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της επιχείρησης επενδύσεων και να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.
9. Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να προστατεύσει τα συμφέροντα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να αποτρέψει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.
10. Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν συνάπτει διμερείς συμφωνίες μεταφοράς τίτλων με ιδιώτες πελάτες με σκοπό τη διασφάλιση ή την κάλυψη των υφιστάμενων ή μελλοντικών, πραγματικών, ενδεχόμενων ή πιθανών υποχρεώσεων πελατών.
11. Σε περίπτωση υποκαταστήματος επιχείρησης επενδύσεων, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα εφαρμόζει την υποχρέωση των παραγράφων 6 και 7 στις συναλλαγές που εκτελεί το υποκατάστημα, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής να έχει άμεση πρόσβαση στις σχετικές καταχωρήσεις.
12. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα ▌ για τον καθορισμό των συγκεκριμένων οργανωτικών προϋποθέσεων οι οποίες καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 9 του παρόντος άρθρου που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων, και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια σύμφωνα με το άρθρο 43 να παρέχουν/ασκούν τις διάφορες επενδυτικές υπηρεσίες/δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμούς υπηρεσιών .
Άρθρο 17
Αλγοριθμικές και υψηλής συχνότητας συναλλαγές
1. Μια επιχείρηση επενδύσεων που υιοθετεί τις αλγοριθμικές συναλλαγές χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου κατάλληλους για τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα συναλλαγών της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή δυναμικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια συναλλαγών και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία του συστήματος κατά τρόπο που ενδέχεται να δημιουργήσει ή να συμβάλλει στην μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια επιχείρηση χρησιμοποιεί επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/... [MAR] ή στους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο συνδέονται. Η επιχείρηση επενδύσεων έχει καθιερώσει αποτελεσματικές διευθετήσεις επιχειρηματικής συνέχειας για την αντιμετώπιση κάθε απρόβλεπτης αστοχίας στα συστήματα συναλλαγών της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται ορθώς ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
2. Μια επιχείρηση επενδύσεων που υιοθετεί αλγοριθμικές συναλλαγές, παρέχει στην αρμόδια αρχή καταγωγής, τουλάχιστον ετησίως με δική της πρωτοβουλία και ανά πάσα στιγμή μετά από σχετική αίτηση, λεπτομερή περιγραφή της φύσης των στρατηγικών των αλγοριθμικών συναλλαγών της, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους συναλλαγών ή τα όρια στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων της παραγράφου 1 και τέλος λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Μια επιχείρηση επενδύσεων, μετά από αίτηση αρμόδιας αρχής, υποβάλλει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις αλγοριθμικές συναλλαγές της και τα συστήματα που χρησιμοποιούνται για τις σχετικές διαπραγματεύσεις.
2α. Μια επιχείρηση επενδύσεων που υιοθετεί στρατηγική συναλλαγών υψηλής συχνότητας αποθηκεύει, σε εγκεκριμένη μορφή, τη βασική αναφορά κινήσεων σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα ορισμού τιμής και διαπραγμάτευσης στις οποίες προέβη σε οποιονδήποτε τόπο διαπραγμάτευσης και την καθιστά διαθέσιμη στην εθνική αρμόδια αρχή κατόπιν αιτήσεως.
3. Μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί ειδική διαπραγμάτευση, συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής της σε σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης το οποίο προσφέρει ένας τόπος διαπραγμάτευσης, συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης σχετικά με τις ουσιώδεις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή στο σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης και τηρεί τους όρους και τις προϋποθέσεις της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής ρευστότητας. Η επιχείρηση επενδύσεων εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι πληροί τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας ανά πάσα στιγμή. Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων υιοθετεί στρατηγική αλγοριθμικών συναλλαγών προκειμένου να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της ως ειδικού διαπραγματευτή, διασφαλίζει ότι ο αλγόριθμος λειτουργεί συνεχώς κατά τις ώρες συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο αποστέλλει τις εντολές ή μέσω των συστημάτων με τα οποία εκτελεί συναλλαγές και ότι οι παράμετροι ή τα όρια συναλλαγών του αλγορίθμου διασφαλίζουν ότι η επιχείρηση επενδύσεων υποβάλλει σταθερές προσφορές σε ανταγωνιστικές τιμές με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συνεχή βάση στους εν λόγω τόπους διαπραγμάτευσης για ένα ελάχιστο ποσοστό συνεχών ωρών συναλλαγών, λαμβάνοντας υπόψη τις ισχύουσες συνθήκες στις αγορές, εκτός εάν προβλέπεται άλλως στις διατάξεις της γραπτής συμφωνίας.
4. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν προσφέρουν παραχωρούμενη και ανέλεγκτη αυτοτελή πρόσβαση στην αγορά σε τόπο διαπραγμάτευσης. Μια επιχείρηση επενδύσεων που παρέχει άμεση πρόσβαση στην αγορά σε τόπο διαπραγμάτευσης χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και αναθεώρηση της καταλληλότητας των προσώπων που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι τα πρόσωπα που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται να υπερβούν προκαθορισμένα διαπραγματευτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πρόσωπα που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την επιχείρηση επενδύσεων ή που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ή να συμβάλλουν σε μια μη εύρυθμη αγορά, ή να έρθουν σε αντίθεση με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. [MAR] ή τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ανακύπτουν από την παροχή της υπηρεσίας και ότι βάσει της συμφωνίας η επιχείρηση φέρει την ευθύνη της διασφάλισης της συμμόρφωσης των συναλλαγών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία αυτή με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../... [MAR] και των κανόνων του τόπου διαπραγμάτευσης.
5. Μια επιχείρηση επενδύσεων που ενεργεί ως εν γένει γραφείο εκκαθάρισης για άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιεί αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την επιχείρηση και την αγορά. Η επιχείρηση επενδύσεων διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της επιχείρησης και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.
6. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό των λεπτομερών οργανωτικών απαιτήσεων που ορίζονται στους παραγράφους 1 έως 5 που πρέπει να εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις επενδύσεων, οι οποίες εκτελούν διάφορες επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες ή συνδυασμό αυτών.
Άρθρο 18
Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΟΜΔ
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 16, θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και ομαλής διαπραγμάτευσης και καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών. Διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικούς με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων, η διαπραγμάτευση των οποίων επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες, ή να βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του να μορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και με τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να καταρτίζουν, να δημοσιεύουν και να διατηρούν διαφανείς και άνευ διακρίσεων κανόνες, βασισμένους σε αντικειμενικά κριτήρια, οι οποίοι να διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.
3α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να έχουν θεσπίσει διευθετήσεις για τον σαφή προσδιορισμό οποιασδήποτε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ, των ιδιοκτητών του ή του διαχειριστή του και της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ, και να διαχειρίζονται τις δυνητικά δυσμενείς, για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ ή για τα μέλη τους, συνέπειες που προκύπτουν από συγκρούσεις συμφερόντων αυτού του είδους.
4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να ενημερώνουν σαφώς τους χρήστες του για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ένα ΠΜΔ ή ΟΜΔ να έχουν δημιουργήσει τους αναγκαίους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ.
4α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον ΠΜΔ ή ΟΜΔ να έχει τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.
5. Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση έναντι του ΠΜΔ ως προς την αρχική, τη συνεχή και την κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον ΠΜΔ ή τον ΟΜΔ .
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της αρμόδιας γι' αυτές αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1, για την αναστολή ή τον τερματισμό της διαπραγμάτευσης συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου.
7. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να παρέχουν στην αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ, περιλαμβανομένων οιωνδήποτε δεσμών με ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΟΜΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή της αγοράς, ή της συμμετοχής αυτών, καθώς και κατάλογο των μελών και/ή χρηστών τους. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστή της αγοράς ως ΠΜΔ ή ΟΜΔ γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους ΠΜΔ και ΟΜΔ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες που παρέχει ένας ΠΜΔ ή ΟΜΔ και περιλαμβάνει τον μοναδικό κωδικό ταυτοποίησης του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ προς χρήση σε εκθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3 και τα άρθρα 5 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR]. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.
8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου και της μορφής της περιγραφής και της γνωστοποίησης που αναφέρονται στην παράγραφο 8.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις [...][42]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095./2010.
Άρθρο 19
Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων ή οι διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ, πέραν της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 16 και 18, θεσπίζουν και εφαρμόζουν διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν τη συμμόρφωση των κανόνων που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφος 4 και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ με τους όρους του άρθρου 55 παράγραφος 3.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ να ορίζουν διευθετήσεις ώστε:
α) να διαθέτουν κατάλληλο εξοπλισμό που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
β) να προσδιορίζουν με σαφήνεια και να διαχειρίζονται πιθανές αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή των συμμετεχόντων του οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των συμφερόντων του ΠΜΔ, των ιδιοκτητών του ή του διαχειριστή του και της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ·
γ) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που θα επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων τους, και
δ) να διαθέτουν, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας τους όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται.
4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους ΠΜΔ να συμμορφώνονται προς τα άρθρα 51 και 51α και να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις προς τούτο.
5. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 δεν έχουν εφαρμογή στις συναλλαγές που συνάπτονται μεταξύ μελών ενός ΠΜΔ ή συμμετεχόντων σ' αυτόν ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σ' αυτόν σε σχέση με τη χρησιμοποίησή του, στο πλαίσιο των κανόνων που τον διέπουν. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σ' αυτό συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 24, 25, 27 και 28 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.
Άρθρο 20
Ειδικές απαιτήσεις για τους ΟΜΔ
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους ΟΜΔ να ορίζουν διευθετήσεις που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε έναν ΟΜΔ βάσει του ίδιου κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων ή του διαχειριστή της αγοράς που εκμεταλλεύεται τον ΟΜΔ ή από οποιαδήποτε οντότητα αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εταιρειών και/ή νομική οντότητα όπως η επιχείρηση επενδύσεων και/ή ο διαχειριστής αγοράς.
Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς ή μία οντότητα που αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου εταιρειών και/ή νομικό πρόσωπο όπως η επιχείρηση επενδύσεων και/ή ο διαχειριστής αγοράς δεν ενεργεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής σε ΟΜΔ που διαχειρίζεται η ίδια και ο ΟΜΔ δεν συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή κατά τρόπο ο οποίος επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε έναν ΟΜΔ και εντολών ή προσφορών σε έναν συστηματικό εσωτερικοποιητή. Ένας ΟΜΔ δεν συνδέεται με άλλον ΟΜΔ κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΟΜΔ.
1α. Τα κράτη μέλη απαιτούν, σε περίπτωση που ομόλογο, δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν ή δικαίωμα εκπομπής αερίων θερμοκηπίου γίνεται δεκτό για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ, οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΟΜΔ, να επιτρέπουν να εκτελούνται στον ΟΜΔ μόνο οι εντολές των οποίων ο όγκος είναι μεγάλος.
1β. Επιχειρήσεις επενδύσεων ή διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΟΜΔ διαθέτουν διακριτική ευχέρεια στην εκμετάλλευση του ΟΜΔ μόνο σε σχέση με:
α) τον τρόπο εκτέλεσης της συναλλαγής· και
β) τον αλληλεπίδρασης των πελατών.
2. Το αίτημα χορήγησης άδειας λειτουργίας ως ΟΜΔ περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ως ΠΜΔ ή ως συστηματικός εσωτερικοποιητής. Μετά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, ο διαχειριστής ΟΜΔ υποβάλλει ετησίως έκθεση στην αρμόδια αρχή, όπου παρέχει εξηγήσεις βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων.
2α. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΟΜΔ να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να προσδιορίζουν και να διαχειρίζονται συγκρούσεις συμφερόντων που προκύπτουν από την εποπτεία και τη λειτουργία του ΟΜΔ και οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα μέλη ή τους συμμετέχοντες στον ΟΜΔ
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα άρθρα 24, 25, 27 και 28 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διεξάγονται σε έναν ΟΜΔ.
4. Τα κράτη μέλη απαιτούν ▌ οι ΟΜΔ να συμμορφώνονται με τα άρθρα 51 και 51α και να διαθέτουν αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις για να το πράξουν αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΟΡΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Τμήμα 1
Γενικές διατάξεις
Άρθρο 21
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της αρχικής άδειας
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν άδεια λειτουργίας στο έδαφός τους να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο κεφάλαιο I του παρόντος τίτλου για τη χορήγηση της αρχικής άδειας.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να καταρτίσουν κατάλληλες μεθόδους για να παρακολουθούν κατά πόσον οι επιχειρήσεις επενδύσεων συμμορφώνονται με την κατά την παράγραφο 1 υποχρέωσή τους. Από τις επιχειρήσεις επενδύσεων απαιτείται να γνωστοποιούν στις αρμόδιες αρχές κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της αρχικής άδειας.
Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις μεθόδους επίβλεψης που προβλέπει η παρούσα παράγραφος.
Άρθρο 22
Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία
▌ Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές εποπτεύουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων επενδύσεων με τρόπο που τους επιτρέπει να εκτιμούν τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν τη λήψη των κατάλληλων μέτρων προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να είναι σε θέση να λαμβάνουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμούν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με αυτές τις υποχρεώσεις.
Άρθρο 23
Συγκρούσεις συμφερόντων
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για τον εντοπισμό όλων των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αυτών των ιδίων, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων τους αντιπροσώπων και κάθε προσώπου που συνδέεται μαζί τους άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και των πελατών τους, ή μεταξύ δύο πελατών τους, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στην παραλαβή αντιπαροχών από τρίτους ή στις ίδιες τις αποδοχές του προσωπικού της εταιρείας και σε άλλες δομές παροχής κινήτρων.
2. Εάν οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει κατά το άρθρο 16 παράγραφος 3 η επιχείρηση επενδύσεων για την πρόληψη ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η πρόληψη των κίνδυνων να επηρεαστούν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί σαφώς τη γενική φύση και/ή τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων στον πελάτη προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.
3. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 με σκοπό:
α) τον καθορισμό των μέτρων που εύλογα μπορεί να αναμένεται ότι θα λάβουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να διαχειρίζονται και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των διαφόρων επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών ή συνδυασμών αυτών των υπηρεσιών·
β) τον καθορισμό κατάλληλων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της επιχείρησης επενδύσεων.
Τμήμα 2
Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών
Άρθρο 24
Γενικές αρχές και ενημέρωση των πελατών
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε επιχείρηση επενδύσεων να ενεργεί κατά την παροχή επενδυτικών ή, κατά περίπτωση, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της, και να συμμορφώνεται ιδίως με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 25.
1α. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα επενδυτικά προϊόντα ή οι δομημένες καταθέσεις που διατίθενται προς πώληση σε επαγγελματίες ή ιδιώτες πελάτες σχεδιάζονται από τις επιχειρήσεις επενδύσεων κατά τρόπο που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες προσδιορισμένης αγοράς στόχου στο πλαίσιο της σχετικής κατηγορίας πελατών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι το επενδυτικό προϊόν πωλείται και διανέμεται στους πελάτες στο πλαίσιο της ομάδας-στόχου και ότι οι στόχοι πωλήσεων, εσωτερικά συστήματα επιβράβευσης ή αντιπαροχών δεν παρέχουν κίνητρα για την εμπορία ή τη διανομή του επενδυτικού προϊόντος εκτός της ομάδας-στόχου. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες σχεδιάζουν επενδυτικά προϊόντα ή δομημένες καταθέσεις που διατίθενται προς πώληση σε επαγγελματίες ή ιδιώτες πελάτες, να παρέχουν ενημέρωση σε τρίτο διανομέα στην αγορά-στόχο για την οποία προορίζεται το προϊόν.
1β. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο τρόπος με τον οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων αμείβει το προσωπικό της, τους ορισθέντες αντιπροσώπους ή άλλες επιχειρήσεις επενδύσεων δεν εμποδίζει την εκπλήρωση της υποχρέωσής της να ενεργεί προς το συμφέρον των πελατών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις που το προσωπικό παρέχει συμβουλές σχετικά με, εμπορεύεται ή πωλεί επενδυτικά προϊόντα ή χρηματοπιστωτικά μέσα σε ιδιώτες πελάτες, οι δομές αμοιβής τού εμπλεκόμενου προσωπικού δεν επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητά του να παρέχει αντικειμενικές συστάσεις, όπου χρειάζεται, ή να παρέχει πληροφορίες κατά τρόπο δίκαιο, σαφή και μη παραπλανητικό, σύμφωνα με την παράγραφο 2 και δεν προκαλούν αδικαιολόγητες συγκρούσεις συμφερόντων.
Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:
α) η αμοιβή δεν εξαρτάται κατά μέγα μέρος από στόχους πώλησης ή αποδοτικότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων
β) η αμοιβή ή άλλες διευθετήσεις, περιλαμβανομένης της αξιολόγησης της απόδοσης, δεν παρέχουν κίνητρο ώστε το προσωπικό να συνιστά ένα συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν ή χρηματοπιστωτικό μέσο σε έναν ιδιώτη πελάτη όταν η επιχείρηση θα μπορούσε να προσφέρει άλλο επενδυτικό προϊόν ή χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο θα ανταποκρινόταν καλύτερα στους στόχους του πελάτη.
1γ. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων δεν θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 23 ή της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου, όταν, ειδικότερα, πληρώνουν οιοδήποτε πρόσωπο εκτός από τον πελάτη ή λαμβάνουν οιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οιοδήποτε μη χρηματικό όφελος σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη, πλην των περιπτώσεων όπου η καταβολή αμοιβής ή προμήθειας ή η παροχή μη χρηματικού οφέλους:
α) μεταβιβάζεται στον επενδυτή συνοδευόμενη από τεκμηρίωση που αναφέρει λεπτομερώς όλες τις υπηρεσίες και τις με αυτή συνδεόμενες αμοιβές ή προμήθειες·
β) επιτρέπει, ή είναι αναγκαία για, την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και οι οποίες δεν μπορούν από τη φύση τους να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων με την υποχρέωση της επιχείρησης να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της· ή
γ) όταν η ύπαρξη, η φύση και το ποσό ή, όταν δεν είναι δυνατόν να διακριβωθεί το ποσό, η μέθοδος υπολογισμού του ποσού αυτού είναι στοιχεία γνωστά στον πελάτη πριν από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι απαιτήσεις του στοιχείου α) πληρούνται μόνον όταν η αξία της αμοιβής, προμήθειας ή του μη χρηματικού οφέλους μεταβιβάζεται στον πελάτη.
2. Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, που απευθύνονται από επιχείρηση επενδύσεων σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.
3. Στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες παρέχεται κατάλληλη πληροφόρηση σε εύθετο χρόνο σχετικά με:
- την επιχείρηση επενδύσεων και τις υπηρεσίες της· σε περίπτωση παροχής επενδυτικών συμβουλών, πρέπει να διευκρινίζεται το πεδίο των προϊόντων που καλύπτουν οι συμβουλές,
- τις δομές προϊόντων και την κατηγοριοποίηση των πελατών της επιδιωκόμενης αγοράς στόχου, τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές· εδώ θα πρέπει να περιλαμβάνονται κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στις εν λόγω δομές προϊόντων, τα χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών,
- τους τόπους εκτέλεσης,
- το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις που αφορούν τόσο τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες όσο και οιοδήποτε επενδυτικό προϊόν, δομημένη κατάθεση ή χρηματοπιστωτικό μέσο που συνιστώνται ή πωλούνται στους πελάτες.
Για όλα τα επενδυτικά προϊόντα, η πληροφόρηση στην οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο περιλαμβάνει το συνολικό επενδυτικό κόστος μέσω τυποποιημένης απεικόνισης του σωρευτικού αποτελέσματος στις αποδόσεις όλων των κρατήσεων, συμπεριλαμβανομένων των αμοιβών και των δαπανών, που δεν προκαλούνται από την εμφάνιση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, με βάση τυποποιημένη προβολή υπό μορφή μετρητών πριν από την επένδυση και τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος για κάθε πραγματική επένδυση.
3α. Όταν παρέχονται επενδυτικές συμβουλές ή διαχείριση χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση, πριν να δοθούν οι επενδυτικές συμβουλές παρέχεται η κατάλληλη πληροφόρηση που προβλέπεται στην παράγραφο 3, όπου περιλαμβάνονται τα εξής:
α) το φάσμα των επενδυτικών προϊόντων και χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία θα βασίζεται η σύσταση και, συγκεκριμένα, κατά πόσον το φάσμα περιορίζεται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από οντότητες που συνδέονται στενά με την επιχείρηση επενδύσεων,
β) κατά πόσον ο καταναλωτής καλείται να καταβάλει αμοιβή για τις συμβουλές και, εάν ναι, η αμοιβή ή η βάση υπολογισμού της,
γ) κατά πόσον η επιχείρηση λαμβάνει αμοιβές, προμήθειες, χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη ή άλλες αντιπαροχές από τρίτο για την παροχή των επενδυτικών συμβουλών και, κατά περίπτωση, οι μηχανισμοί μεταβίβασης των αντιπαροχών στον πελάτη,
δ) κατά πόσον η επιχείρηση επενδύσεων θα παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοπιστωτικών μέσων που προτείνονται στους πελάτες.
Οι πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο και στην παράγραφο 1γ στοιχείο γ) παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν τεκμηριωμένες επενδυτικές αποφάσεις. Τα κράτη μέλη μπορεί να ζητήσουν οι πληροφορίες αυτές ▌ να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.
4. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της ενωσιακής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση των πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με τις παραγράφους 2, 3 και 3α υποχρεώσεις.
5. Τα κράτη μέλη μπορούν επιπρόσθετα να απαγορεύουν ή να περιορίζουν περαιτέρω την προσφορά ή την αποδοχή αμοιβών, προμηθειών ή μη χρηματικών οφελών για την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση. Σε αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται οιεσδήποτε τέτοιου είδους αμοιβές, προμήθειες ή μη χρηματικά οφέλη που πρέπει να επιστρέφονται στον πελάτη ή να αντισταθμίζουν αμοιβές που έχει καταβάλει ο πελάτης.
Τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν επιπλέον, σε περίπτωση που ένας σύμβουλος ενημερώνει τον πελάτη ότι οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση, να αξιολογεί ο σύμβουλος έναν επαρκώς μεγάλο αριθμό επενδυτικών προϊόντων ή χρηματοπιστωτικών μέσων που διατίθενται στην αγορά διαφοροποιούνται αρκετά ως προς τον τύπο και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι ανταποκρίνονται δεόντως στους επενδυτικούς στόχους του πελάτη και δεν περιορίζονται σε χρηματοπιστωτικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από οντότητες που συνδέονται στενά με την επιχείρηση επενδύσεων.
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση, να γνωστοποιούν σε περιοδική έκθεση όλες τις καταβληθείσες ή εισπραχθείσες αντιπαροχές που συνδέονται με τη διαχείριση χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση κατά την προηγούμενη περίοδο. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι πολιτικές αμοιβής μιας επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με τους υπαλλήλους, τους αντιπροσώπους ή άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις επενδύσεων δεν επηρεάζουν αρνητικά την ικανότητά της να ενεργεί προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών.
7. Εάν μια υπηρεσία επενδύσεων προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη σε συνδυασμό με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος δέσμης ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή δέσμη, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει τον πελάτη για τη δυνατότητα αγοράς των διάφορων στοιχείων ανεξάρτητα και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.
Η ΕΑΚΑΑ, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών) και την Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), μέσω της Μικτής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών, καταρτίζει το αργότερο μέχρι τις […][43]* και επικαιροποιεί περιοδικά κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση και την εποπτεία των διασταυρούμενων πωλήσεων, στις οποίες αναφέρονται συγκεκριμένα καταστάσεις στις οποίες οι πρακτικές των διασταυρούμενων πωλήσεων δεν συνάδουν με τις υποχρεώσεις της παραγράφου 1.
8. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα εφαρμογής για τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές του παρόντος άρθρου κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Οι εν λόγω κατ' εξουσιοδότηση πράξεις λαμβάνουν υπόψη:
α) τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στο δυνητικό πελάτη, λαμβανομένων υπόψη του είδους, του αντικειμένου, του όγκου και της συχνότητας των συναλλαγών,
β) τη φύση των επενδυτικών προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται συμπεριλαμβανομένων των αναφερόμενων στο άρθρο 1 παράγραφος 2 χρηματοπιστωτικών μέσων και καταθέσεων διαφορετικών τύπων,
γ) το είδος του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη (ιδιώτης ή επαγγελματίας επενδυτής) ή, στην περίπτωση της παραγράφου 3, την ταξινόμησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων,
γα) τις παραμέτρους των τυποποιημένων απεικονίσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
Άρθρο 25
Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και των γνωστοποιήσεων προς πελάτες
-1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να διασφαλίζουν ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση σχετικά με επενδυτικά προϊόντα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και επάρκεια για να φέρουν εις πέρας τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 24 και του παρόντος άρθρου και να δημοσιεύουν τα κριτήρια στα οποία βασίζεται η αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας.
1. Όταν η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με τον συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητάς του να υποστεί ζημίες, την αντοχή του ως προς τους κινδύνους και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορεί να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ειδικότερα, συνάδουν με την αντοχή του ως προς τους κινδύνους και την ικανότητά του να υποστεί ζημίες.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές συμβουλές στο πλαίσιο των οποίων συνιστάται δέσμη ομαδοποιημένων υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7, τόσο κάθε επιμέρους συνιστώσα όσο και η συνολική ομαδοποιημένη δέσμη ενδείκνυνται για τον πελάτη.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι επιχειρήσεις επενδύσεων παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των μνημονευόμενων στην παράγραφο 1, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα του στον επενδυτικό τομέα σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή ζητούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η επιχείρηση επενδύσεων να εκτιμήσει κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι κατάλληλο για τον πελάτη. Όταν πρόκειται για δέσμη ομαδοποιημένων υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 7, στην αξιολόγηση θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον κάθε επιμέρους συνιστώσα καθώς και η συνολική ομαδοποιημένη δέσμη είναι ενδεδειγμένες.
Εάν η επιχείρηση επενδύσεων κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει περί τούτου. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
Εάν οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες δεν παράσχουν τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την πείρα τους, ή αν παράσχουν ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η επιχείρηση επενδύσεων οφείλει να τους προειδοποιήσει ότι η επιχείρηση δεν είναι σε θέση να κρίνει κατά πόσον η σκοπούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το σκοπούμενο επενδυτικό προϊόν είναι κατάλληλα γι' αυτούς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
3. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων, όταν αυτές παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποτελούμενες αποκλειστικά και μόνο από την εκτέλεση εντολών του πελάτη ή τη λήψη και διαβίβασή τους με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες , εξαιρουμένης της παρεπόμενης υπηρεσίας που καθορίζεται στο τμήμα Β παράγραφος 1 του παραρτήματος 1, να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες των χωρίς να έχουν αναγκαστικά λάβει τις πληροφορίες και καταλήξει στην κρίση που προβλέπονται στην παράγραφο 2, εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α) οι υπηρεσίες σχετίζονται με οιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοπιστωτικά μέσα:
(i) μετοχές εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών και εξαιρουμένων μετοχών σε επιχειρήσεις συλλογικών επενδύσεων μη ΟΣΕΚΑ και μετοχών στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα εκτός εάν τα παράγωγα δεν αυξάνουν τον κίνδυνο για τον επενδυτή·
(ii) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, ή σε ΠΜΔ, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες έχουν ενσωματωθεί παράγωγα ή στις οποίες έχουν ενσωματωθεί μέσα που θα καθιστούσαν δύσκολη την κατανόηση από την πλευρά ενός πελάτη του κινδύνου που εγκυμονούν εκτός εάν τα παράγωγα δεν αυξάνουν τον κίνδυνο για τον επενδυτή·
(iii) μέσα χρηματαγοράς, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία ενσωματώνονται παράγωγα ή στα οποία έχουν ενσωματωθεί μέσα που θα καθιστούσαν δύσκολη την κατανόηση από την πλευρά ενός πελάτη του κινδύνου που εγκυμονούν εκτός εάν τα παράγωγα δεν αυξάνουν τον κίνδυνο για τον επενδυτή·
(iv) μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕΚΑ ▌·
(v) άλλα μη περίπλοκα χρηματοπιστωτικά μέσα για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου .
Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου εάν πληρούνται οι απαιτήσεις και η διαδικασία που καθορίζονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 εδάφια 3 και 4 της οδηγίας 2003/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Νοεμβρίου 2003 σχετικά με σχετικά με το ενημερωτικό δελτίο που πρέπει να δημοσιεύεται κατά τη δημόσια προσφορά κινητών αξιών ή την εισαγωγή τους προς διαπραγμάτευση[44], μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά.
β) η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη,
γ) ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας η επιχείρηση επενδύσεων δεν υποχρεούται να αξιολογήσει την καταλληλότητα ή της συμβατότητας του μέσου ή της υπηρεσίας που προσφέρονται ή παρέχονται και ότι επομένως ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των οικείων κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή,
δ) η επιχείρηση επενδύσεων συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 23 υποχρεώσεις της.
4. Η επιχείρηση επενδύσεων τηρεί αρχείο όπου περιλαμβάνονται το ή τα έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του πελάτη και της επιχείρησης και που αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους άλλους όρους υπό τους οποίους η επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.
5. Ο πελάτης πρέπει να λαμβάνει από την επιχείρηση επενδύσεων επαρκείς αναφορές σε σταθερό μέσο σχετικά με τις υπηρεσίες που του παρέχει. Στις αναφορές αυτές περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου του λογαριασμού και της πολυπλοκότητας των συναφών χρηματοπιστωτικών μέσων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη και περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει η περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του. Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ιδιώτες πελάτες, η επιχείρηση επενδύσεων παρέχει στον πελάτη μια καταγραφή, σε σταθερό μέσο, όπου προσδιορίζονται κατ’ ελάχιστο όριο οι στόχοι του πελάτη, η σύσταση και ο τρόπος με τον οποίο οι παρεχόμενες συμβουλές ανταποκρίνονται στα προσωπικά χαρακτηριστικά και τους στόχους του πελάτη. Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει διαχείριση χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση και όταν μια επιχείρηση επενδύσεων η οποία παρέχει επενδυτικές συμβουλές πληροφορήσει τον πελάτη ότι θα παρέχει αξιολόγηση της καταλληλότητας σε περιοδική βάση σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφοι 3α) και δ), ενημερώνει τον πελάτη σχετικά με τη συχνότητα της αξιολόγησης και τη σχετική ανακοίνωση και η έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την απόδοση των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων και, σε περίπτωση παροχής επενδυτικών συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου σε διακριτική βάση, επικαιροποιημένη αξιολόγηση της καταλληλότητας των εν λόγω επενδυτικών προϊόντων.
6. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση των επιχειρήσεων επενδύσεων με τις αρχές που ορίζονται στις παραγράφους 1 έως 5 κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών στους πελάτες τους. Οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις καθορίζουν ειδικότερα τα κριτήρια για την αξιολόγηση των γνώσεων και της επάρκειας που απαιτούνται δυνάμει της παραγράφου 1 και λαμβάνουν υπόψη:
α) τη φύση της υπηρεσίας ή των υπηρεσιών που προσφέρονται ή παρέχονται στον πελάτη ή στο δυνητικό πελάτη, λαμβανομένων υπόψη του είδους, του αντικειμένου, του όγκου και της συχνότητας των συναλλαγών,
β) τη φύση των προϊόντων που προσφέρονται ή προτείνονται , συμπεριλαμβανομένων των χρηματοπιστωτικών μέσων και τραπεζικών καταθέσεων διάφορων τύπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 ·
γ) το είδος του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη ή στην περίπτωση της παραγράφου 5, την ταξινόμησή τους ως επιλέξιμων αντισυμβαλλόμενων.
7. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει το αργότερο μέχρι τις […][45]* και επικαιροποιεί περιοδικά κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση χρηματοπιστωτικών μέσων στα οποία έχουν ενσωματωθεί μέσα που καθιστούν δύσκολη την κατανόηση από την πλευρά του πελάτη του εγκυμονούντος κινδύνου σύμφωνα με την παράγραφο 3 στοιχείο α).
Άρθρο 26
Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης επιχείρησης επενδύσεων
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στην επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει με τη μεσολάβηση άλλης επιχείρησης επενδύσεων οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η μεσολαβούσα επιχείρηση. Η μεσολαβούσα επιχείρηση επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.
Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει με τον τρόπο αυτό οδηγίες να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη πρέπει επίσης να μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από άλλη επιχείρηση επενδύσεων σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή. Η μεσολαβούσα επιχείρηση επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.
Η επιχείρηση επενδύσεων που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη με τη μεσολάβηση άλλης επιχείρησης επενδύσεων παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του παρόντος Τίτλου.
Άρθρο 27
Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ενεργούν όλα τα αναγκαία ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Μολαταύτα, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.
Όταν μια επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται σε όρους συνολικού τιμήματος, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή του χρηματοπιστωτικού μέσου και το κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση, που περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα τέλη που εισπράττει ο τόπος εκτέλεσης, τα τέλη εκκαθάρισης και διακανονισμού και όλες οι λοιπές αμοιβές που καταβάλλονται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.
1α. Μια επιχείρηση επενδύσεων δεν λαμβάνει αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικά οφέλη για να κατευθύνει εντολές σε συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή τόπο εκτέλεσης.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από κάθε τόπο εκτέλεσης να διαθέτει στο κοινό, ατελώς, δεδομένα που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στον συγκεκριμένο τόπο σε τουλάχιστον τριμηνιαία βάση και, μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό ενός πελάτη, η επιχείρηση επενδύσεων καθιστά διαθέσιμες, κατόπιν αιτήσεως, πληροφορίες σχετικά με τον τόπο στον οποίο εκτελέστηκε η εντολή. Οι περιοδικές εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τις τιμές, την ταχύτητα εκτέλεσης και την πιθανότητα εκτέλεσης ατομικών χρηματοπιστωτικών μέσων.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με την παράγραφο 1. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
4. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών θα πρέπει να περιέχει, για κάθε κατηγορία μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η επιχείρηση επενδύσεων εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την εκλογή τόπου εκτέλεσης, να περιλαμβάνει δε τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι εν λόγω πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με εύκολα κατανοητό από τους πελάτες τρόπο, τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία θα εκτελέσει τις εντολές για λογαριασμό του πελάτη. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να λαμβάνουν την προηγούμενη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική εκτέλεσης εντολών.
Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών εκτός ρυθμιζόμενων αγορών ΠΜΔ ή ΟΜΔ, τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων, να ενημερώνουν σχετικά τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενων αγορών ΠΜΔ ή ΟΜΔ . Οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.
4α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να συνοψίζουν και να δημοσιοποιούν σε τριμηνιαία βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, τους πέντε κορυφαίους τόπους εκτέλεσης από άποψη αποσταλέντων όγκων συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσαν εντολές πελατών κατά το προηγούμενο τρίμηνο καθώς και στοιχεία για την ποιότητα εκτέλεσης.
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και – όπου αρμόζει – να θεραπεύουν τυχόν ελλείψεις. Ειδικότερα, οι επιχειρήσεις επενδύσεων οφείλουν να εξετάζουν τακτικά κατά πόσον οι τόποι εκτέλεσης που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για τους πελάτες τους ή μήπως χρειάζεται να επιφέρουν αλλαγές στις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Η αξιολόγηση αυτή εξετάζει επίσης ποιες αλλαγές πολιτικής θα πρέπει, ενδεχομένως, να γίνουν υπό το πρίσμα των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται βάσει των παραγράφων 2 και 4α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ειδοποιούν τους πελάτες για κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών.
▌
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να είναι σε θέση να αποδείξουν στους πελάτες τους, αν αυτοί το ζητήσουν, ότι έχουν εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν και σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
7. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με :
α) τα κριτήρια προσδιορισμού της σχετικής σπουδαιότητας των διάφορων παραγόντων που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη κατ' εφαρμογή της παραγράφου 1 για τον προσδιορισμό του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος για τον όγκο και το είδος της εντολής και την κατηγορία (ιδιώτης ή επαγγελματίας) του πελάτη,
β) τους παράγοντες που μπορεί να συνεκτιμά μια επιχείρηση επενδύσεων όταν επανεξετάζει τις ρυθμίσεις εκτέλεσης που ακολουθεί, και τις περιστάσεις όπου ενδέχεται να ενδείκνυται τροποποίηση των ρυθμίσεων αυτών, ειδικότερα δε τους παράγοντες προσδιορισμού των τόπων που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να εξασφαλίζουν συστηματικά το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών,
γ) τη φύση και την έκταση των κατ' εφαρμογή της παραγράφου 4 παρασχετέων στους πελάτες πληροφοριών σχετικά με τις πολιτικές εκτέλεσης εντολών.
8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:
α) το συγκεκριμένο περιεχόμενο, τη μορφή και την περιοδικότητα των δεδομένων που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης τα οποία πρέπει να δημοσιεύονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, λαμβάνοντας υπόψη τον τύπο του τόπου εκτέλεσης και τον τύπο του σχετικού χρηματοπιστωτικού μέσου·
β) το περιεχόμενο και τη μορφή των πληροφοριών που πρέπει να δημοσιεύουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων σύμφωνα με την παράγραφο 5 δεύτερο εδάφιο.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις [...][46]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 28
Κανόνες εκτελέσεως των εντολών πελατών
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που εγγυώνται την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές των άλλων πελατών ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της επιχείρησης επενδύσεων.
Οι εν λόγω διαδικασίες ή μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση κατά τα άλλα συγκρίσιμων εντολών πελατών σύμφωνα με το χρόνο λήψης τους από την επιχείρηση επενδύσεων.
2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι, σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες σε ρυθμιζόμενη αγορά και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, οι επιχειρήσεις επενδύσεων πρέπει, εκτός εάν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβουν μέτρα για να διευκολύνουν την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανακοινώνοντας αμέσως δημόσια την οριακή εντολή του πελάτη με τρόπο ευπρόσιτο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αυτή διαβιβάζοντας την εντολή του πελάτη σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να αίρει την υποχρέωση δημοσιοποίησης οριακής εντολής της οποίας ο όγκος είναι μεγάλος σε σύγκριση με το συνήθη όγκο των συναλλαγών στην αγορά σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
3. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα που καθορίζουν:
α) τους όρους και τη φύση των διαδικασιών και μηχανισμών που επιτρέπουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών, καθώς και τις καταστάσεις στις οποίες, ή τα είδη συναλλαγών για τα οποία, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν εύλογα να αποκλίνουν από την άμεση εκτέλεση προκειμένου να επιτύχουν πιο ευνοϊκούς όρους για τους πελάτες,
β) τις διάφορες μεθόδους με τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να ανακοινώσει στην αγορά τις μη έμμεσες εκτελέσιμες οριακές εντολές πελατών της.
Άρθρο 29
Υποχρεώσεις των επιχειρήσεων επενδύσεων όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους
1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους για την προώθηση των υπηρεσιών τους, για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών ή τη λήψη εντολών από πελάτες και δυνητικούς πελάτες και τη διαβίβασή τους, για την τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και υπηρεσίες που προσφέρει η εν λόγω επιχείρηση επενδύσεων.
2. Όταν επιχείρηση επενδύσεων αποφασίζει να ορίσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, τα κράτη μέλη απαιτούν να εξακολουθεί αυτή να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου αντιπροσώπου όταν αυτός ενεργεί για λογαριασμό της. Τα κράτη μέλη απαιτούν από την επιχείρηση επενδύσεων να εξασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος γνωστοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την επιχείρηση την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού έρθει σε συναλλαγές μαζί του.
Τα κράτη μέλη απαγορεύουν στους εγγεγραμμένους στην επικράτεια τους συνδεδεμένους αντιπροσώπους να χειρίζονται χρήματα ή/και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ελέγχουν τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους, ώστε να εξασφαλίζουν ότι εξακολουθούν να συμμορφώνονται με την παρούσα οδηγία και όταν ενεργούν μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
3. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένοι. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της παραπομπές ή υπερσυνδέσμους προς τα δημόσια μητρώα που έχουν δημιουργηθεί δυνάμει του παρόντος άρθρου από τα κράτη μέλη που αποφασίζουν να επιτρέψουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και επάρκεια που τους επιτρέπουν να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.
Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι, κάτω από κατάλληλο έλεγχο, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να ελέγχουν, αντί των αρμόδιων αρχών, κατά πόσον οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που έχουν ορίσει έχουν αρκετά καλή φήμη και διαθέτουν τις γνώσεις που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο.
Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Η πρόσβαση του κοινού σε αυτό είναι ελεύθερη.
4. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στην παρούσα οδηγία δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό της επιχείρησης επενδύσεων.
Τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές να συνεργάζονται με επιχειρήσεις επενδύσεων και πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε μητρώα και την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τις απαιτήσεις της παραγράφου 3. Ειδικότερα, η εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων μπορεί να γίνεται από επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, ενώσεις τέτοιων οντοτήτων και άλλους φορείς υπό την εποπτεία της αρμόδιας αρχής.
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να ορίζουν μόνο συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγγεγραμμένους στα δημόσια μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
5α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων να παρέχουν στους συνδεδεμένους αντιπροσώπους τους οποίους ορίζουν επίκαιρη πληροφόρηση σχετικά με το επενδυτικό προϊόν και την αγορά στόχο όπως καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 1 και να διασφαλίζουν ότι οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι παρέχουν στην πελάτη την πληροφόρηση που απαιτείται βάσει του άρθρου 24 παράγραφος 3.
6. Τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν προϋποθέσεις αυστηρότερες από τις οριζόμενες στο παρόν άρθρο ή να προσθέτουν και άλλες προϋποθέσεις για τους εγγεγραμμένους εντός του χώρου δικαιοδοσίας των συνδεδεμένους αντιπροσώπους.
Άρθρο 30
Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό, ή/και να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές μπορούν να κανονίζουν ή να διενεργούν συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24 (εξαιρουμένης της παραγράφου 3) 25 (εξαιρουμένης της παραγράφου 5) και 27 και του άρθρου 28 παράγραφος 1 όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι στις συναλλαγές τους με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους οι επιχειρήσεις επενδύσεων ενεργούν με εντιμότητα, δικαιοσύνη και επαγγελματισμό και επικοινωνούν με τρόπο που είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.
2. Τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου τις επιχειρήσεις επενδύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα, τις ασφαλιστικές εταιρίες, τους ΟΣΕΚΑ και τις εταιρίες διαχείρισής τους, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις εταιρίες διαχείρισής τους, τους άλλους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που έχουν άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις ενωσιακού δικαίου ή εθνικού δικαίου κράτους μέλους, τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας κατά το άρθρο 2 παράγραφος 1, στοιχείο ια) , τις εθνικές κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα γραφεία τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο , τις κεντρικές τράπεζες και τους υπερεθνικούς οργανισμούς.
Η ταξινόμηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει του πρώτου εδαφίου δεν θίγει το δικαίωμα των επιχειρήσεων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την επιχείρηση επενδύσεων υπόκειται στις διατάξεις των άρθρων 24, 25, 27 και 28.
3. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους άλλες επιχειρήσεις που πληρούν προκαθορισμένες ανάλογες απαιτήσεις, περιλαμβανομένων και ποσοτικών ορίων. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία οι δυνητικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικές χώρες, η επιχείρηση επενδύσεων αποδέχεται το καθεστώς της άλλης επιχείρησης όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία ή τις πράξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης της εταιρείας αυτής.
Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η επιχείρηση επενδύσεων, όταν διενεργεί συναλλαγές με τέτοιες επιχειρήσεις σύμφωνα με την παράγραφο 1, να λαμβάνει από το δυνητικό της αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν να λαμβάνεται η επιβεβαίωση αυτή είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.
4. Τα κράτη μέλη μπορούν να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους οντότητες τρίτων χωρών ισοδύναμες με τις κατηγορίες οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2.
Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να αναγνωρίζουν ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους επιχειρήσεις τρίτων χωρών όπως εκείνες της παραγράφου 3 υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.
5. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό:
α) των διαδικασιών αίτησης μεταχείρισης ως πελατών σύμφωνα με την παράγραφο 2,
β) των διαδικασιών λήψης της ρητής επιβεβαίωσης από τους δυνητικούς αντισυμβαλλομένους σύμφωνα με την παράγραφο 3,
γ) των προκαθορισμένων αναλογικών προϋποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των ποσοτικών ορίων, που επιτρέπουν την αντιμετώπιση μιας επιχείρησης ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με την παράγραφο 3.
Τμήμα 3
Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς
Άρθρο 31
Έλεγχος της συμμόρφωσης με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ και με άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να δημιουργούν και να εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΟΜΔ για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των χρηστών του ή των πελατών με τους κανόνες τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ παρακολουθούν τις εντολές που δίνουν και ακυρώνουν και τις συναλλαγές που επιχειρούν οι χρήστες ή οι πελάτες τους μέσω των συστημάτων τους προκειμένου να εντοπίζονται οι παραβάσεις των κανόνων αυτών, οι ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης ή οι μορφές συμπεριφοράς που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς και διαθέτουν τους κατάλληλους πόρους για να διασφαλίσουν ότι η εν λόγω παρακολούθηση είναι αποτελεσματική.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να αναφέρουν στην αρμόδια αρχή τις σημαντικές παραβάσεις των κανόνων του, τις ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης ή τις μορφές συμπεριφοράς που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς. Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ να διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση τις σχετικές πληροφορίες στην αρχή την αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων της αγοράς και να της παρέχουν αμέριστη βοήθεια στη διερεύνηση και δίωξη των καταχρήσεων της αγοράς που έχουν επιχειρηθεί στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.
Άρθρο 32
Αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ
1. Με την επιφύλαξη του, κατά το άρθρο 72 στοιχεία δ) και ε), δικαιώματος της αρμόδιας αρχής να απαιτεί την αναστολή ή την απόσυρση από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ο διαχειριστής ΠΜΔ ή ΟΜΔ μπορεί να αναστείλει ή να αποσύρει από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν συνάδει πλέον με τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ, εκτός εάν το μέτρο αυτό ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ, οι οποίοι αναστέλλουν ή αποσύρουν από τη διαπραγμάτευση ένα χρηματοπιστωτικό μέσο να δημοσιοποιούν την απόφαση αυτή, να την κοινοποιούν στις ρυθμιζόμενες αγορές, σε άλλους ΠΜΔ και ΟΜΔ που διαπραγματεύονται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο, και να κοινοποιούν σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή. Η εν λόγω αρμόδια αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Όταν η αναστολή ή απόσυρση οφείλεται στη μη κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο, η οικεία αρμόδια αρχή, κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής, απαιτεί από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ και οιοδήποτε άλλο πλαίσιο συναλλαγών που διαπραγματεύεται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο να αναστέλλουν ή να αποσύρουν επίσης το χρηματοπιστωτικό αυτό μέσο από τη διαπραγμάτευση το συντομότερο δυνατόν. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ να κοινοποιήσουν την απόφασή τους στις αρμόδιες αρχές τους και σε όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ που διαπραγματεύονται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο, συμπεριλαμβανομένης και εξήγησης σε περίπτωση απόφασης για την μη αναστολή ή τερματισμού της διαπραγμάτευσης του χρηματοπιστωτικού μέσου.
2. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής και του χρόνου των κοινοποιήσεων και της δημοσίευσης, που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως την [...][47]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
▌
3. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με τον καθορισμό των ειδικών συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών, όσον αφορά:
α) την αποσαφήνιση της έννοιας «συντομότερο δυνατόν» και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2·
β) τον καθορισμό θεμάτων όσον αφορά τη μη κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαίας διαδικασίας για την άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
▌
Άρθρο 34
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών για τους ΠΜΔ και τους ΟΜΔ
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται έναν ΠΜΔ ή έναν ΟΜΔ να ενημερώνουν άμεσα τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς άλλων ΠΜΔ, ΟΜΔ και ρυθμιζόμενων αγορών για τα εξής:
α) μη εύρυθμες συνθήκες διαπραγμάτευσης, ▌ και
γ) δυσλειτουργίες των συστημάτων·
σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο.
1α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που εκμεταλλεύονται ΠΜΔ ή ΟΜΔ, οι οποίοι εντοπίζουν συμπεριφορά που δύναται να υποδεικνύει καταχρηστική συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MAR], να ενημερώνουν αμέσως τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού ή ένα φορέα στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να διευκολύνεται η λειτουργία επιτήρησης μεταξύ των αγορών σε πραγματικό χρόνο.
2. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των συγκεκριμένων συνθηκών που υπαγορεύουν μια απαίτηση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις ... [48]*.
Η Επιτροπή η εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Τμήμα 4
Αγορές ΜΜΕ
Άρθρο 35
Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ μπορεί να υποβάλλει στην αρμόδια αρχή καταγωγής αίτηση καταχώρησης του ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.
2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να καταχωρίσει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ αν η αρμόδια αρχή λάβει την αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και θεωρήσει ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις της παραγράφου 3.
3. Ο ΠΜΔ υπόκειται σε αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι υπάρχει συμμόρφωση με τα εξής:
α) η πλειοψηφία των εκδοτών των οποίων τα χρηματοπιστωτικά μέσα εισέρχονται σε διαπραγμάτευση στην αγορά είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ),
β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική και συνεχή είσοδο σε διαπραγμάτευση των χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά,
γ) κατά την αρχική είσοδο σε διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων των εκδοτών στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες προς διευκόλυνση των επενδυτών προκειμένου να τεκμηριωθεί η επένδυση ή μη στα μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο έγγραφο εισόδου είτε ενημερωτικό δελτίο εφόσον ισχύουν οι απαιτήσεις της οδηγίας 2003/71/ΕΚ σχετικά με δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την είσοδο σε διαπραγμάτευση,
δ) υπάρχει κατάλληλη συνεχής περιοδική χρηματοπιστωτική έκθεση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, π.χ. ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις,
ε) εκδότες στην αγορά και πρόσωπα που εκτελούν διαχειριστικές ευθύνες στον εκδότη, καθώς και πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτά, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που ισχύουν για αυτούς βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς],
στ) την φύλαξη και την δημόσια διάδοση ρυθμιστικών πληροφοριών σχετικά με τους εκδότες και την αγορά,
ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την πρόληψη και τον εντοπισμό κατάχρησης αγοράς για την συγκεκριμένη αγορά, όπως απαιτείται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [κανονισμός για την κατάχρηση αγοράς].
4. Τα κριτήρια της παραγράφου 3 δεν θίγουν την συμμόρφωση του διαχειριστή του ΠΜΔ με άλλες υποχρεώσεις βάσει της παρούσας οδηγίας σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Επίσης, δεν αποτρέπουν τον διαχειριστή του ΠΜΔ από την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων εκτός των καθοριζόμενων στην εν λόγω παράγραφο.
5. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή καταγωγής μπορεί να διαγράψει από το μητρώο έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:
α) ο διαχειριστής της αγοράς αιτείται τη διαγραφή του,
β) οι απαιτήσεις της παραγράφου 3 δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ.
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν στην περίπτωση που μια αρμόδια αρχή καταγωγής καταχωρήσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ βάσει του παρόντος άρθρου, να ενημερώνει όσο το δυνατόν συντομότερα την ΕΑΚΑΑ σχετικά με την εν λόγω εγγραφή. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει στον ιστότοπό της κατάλογο των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, τον οποίο και επικαιροποιεί.
7. Τα κράτη μέλη απαιτούν στην περίπτωση που ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ενός εκδότη εισέρχεται σε διαπραγμάτευση σε μία αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, το χρηματοπιστωτικό μέσο να μπορεί επίσης να τεθεί σε διαπραγμάτευση σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ μόνο με τη ρητή συναίνεση του εκδότη. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, συνεχιζόμενη ή κατά περίπτωση δημοσιοποίηση ως προς την εν λόγω αγορά ΜΜΕ.
8. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με την περαιτέρω εξειδίκευση των απαιτήσεων της παραγράφου 3. Τα μέτρα λαμβάνουν υπ' όψιν την ανάγκη διατήρησης υψηλού επιπέδου προστασίας των επενδυτών για την προώθηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών στις εν λόγω αγορές, ελαχιστοποιώντας παράλληλα τον διοικητικό φόρτο για τους εκδότες στην αγορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Άρθρο 36
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ή, προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οδηγία 2006/48/ΕΚ , μπορεί να παρέχει/ασκεί ελεύθερα επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός τους, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και δραστηριότητα.
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν συμπληρωματικές απαιτήσεις στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή στα πιστωτικά ιδρύματα για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
2. Κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες ή δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που παρέχει με τον τρόπο αυτό, ανακοινώνει τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων το οποίο αναφέρει ιδίως τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες που σκοπεύει να παράσχει/ασκήσει, καθώς και το αν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους στο έδαφος των κρατών μελών στα οποία προτίθεται να παράσχει υπηρεσίες. Εάν επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, η επιχείρηση επενδύσεων κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.
Εάν η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων κοινοποιεί, εντός μηνός από την παραλαβή της πληροφορίας, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επαφής σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η επιχείρηση επενδύσεων σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
3. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1. Η επιχείρηση επενδύσεων μπορεί να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής.
4. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τις μεταβολές αυτές.
5. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες, καθώς επίσης παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.
Εάν το πιστωτικό ίδρυμα σκοπεύει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος γνωστοποιεί, εντός ενός μήνα από την παραλαβή της πληροφορίας, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους οποίους σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το πιστωτικό ίδρυμα για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος. Το κράτος μέλος υποδοχής δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες.
6. Χωρίς άλλη νομοθετική ή διοικητική απαίτηση, τα κράτη μέλη επιτρέπουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων και στους διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ και ΟΜΔ να εγκαθιστούν στο έδαφός τους κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη χρήση των συστημάτων τους από εξ αποστάσεως χρήστες ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.
7. Η επιχείρηση επενδύσεων ή ο διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει την υποδομή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος όπου ο ΠΜΔ σκοπεύει να εγκαταστήσει την υποδομή.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ γνωστοποιεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ των εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος μέλος.
8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 7.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][49]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
9. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες διαβίβασης των πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3, 4 και 7.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις [31 Δεκεμβρίου 2016].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 37
Εγκατάσταση υποκαταστήματος
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχονται στο έδαφός τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και την οδηγία 2006/48/ΕΚ με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην επιχείρηση επενδύσεων ή στο πιστωτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος καταγωγής. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και δραστηριότητα.
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν συμπληρωματικές προϋποθέσεις, εκτός από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 8, στην οργάνωση και τη λειτουργία των υποκαταστημάτων για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι κάθε επιχείρηση επενδύσεων που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους πρέπει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα,
β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται και η οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι και η ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων ·
γ) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να του ζητούνται τα έγγραφα, και
δ) τα ονόματα των υπεύθυνων διαχείρισης του υποκαταστήματος.
Εάν η επιχείρηση επενδύσεων χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο του κράτους καταγωγής της, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται προς υποκατάστημα και υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
3. Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης επιχείρησης επενδύσεων, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση επενδύσεων.
4. Εκτός από τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής παρέχει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής διευκρινίσεις σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η επιχείρηση επενδύσεων είναι μέλος σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
5. Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
6. Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, το υποκατάστημα μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του.
7. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο με έδρα σε κράτος μέλος εκτός του κράτους μέλους καταγωγής για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων, καθώς και παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
Αν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής δεν έχει λόγους να αμφιβάλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, εντός τριών μηνών αφότου λάβει όλες αυτές τις πληροφορίες, τις ανακοινώνει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1 και ενημερώνει σχετικά το πιστωτικό ίδρυμα.
Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής αρνηθεί να ανακοινώσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.
Μόλις λάβει ανακοίνωση από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας ανακοίνωσης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας οδηγίας σχετικά με τα υποκαταστήματα.
8. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα αναλαμβάνει την ευθύνη να διασφαλίσει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα εντός του εδάφους της χώρας της συνάδουν με τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25, 27, 28, της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 13 έως 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και στα κατ' εφαρμογή αυτών θεσπιζόμενα μέτρα.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου βρίσκεται το υποκατάστημα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων των άρθρων 24, 25, 27, 28 της παρούσας οδηγίας και των άρθρων 13 και 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και στα κατ' εφαρμογή αυτών θεσπιζόμενα μέτρα όσον αφορά τις υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχει εντός του εδάφους του το υποκατάστημα.
9. Κάθε κράτος μέλος προβλέπει ότι, εάν επιχείρηση επενδύσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα στο έδαφός του, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της επιχείρησης επενδύσεων μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτό.
10. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, η επιχείρηση επενδύσεων ενημερώνει γραπτώς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τις μεταβολές αυτές.
11. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να κοινοποιούνται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 4 και 10.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][50]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
12. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβίβαση πληροφοριών σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 10.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις [31 Δεκεμβρίου 2016].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 38
Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις επιχειρήσεις επενδύσεων άλλων κρατών μελών οι οποίες έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές πελατών ή να διενεργούν πράξεις για ίδιο λογαριασμό να έχουν το δικαίωμα να γίνουν μέλη των ρυθμιζόμενων αγορών που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους ή να έχουν πρόσβαση σε αυτές, με κάποιον από τους ακόλουθους τρόπους:
α) άμεσα, με την ίδρυση υποκαταστημάτων στα κράτη μέλη υποδοχής·
β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς ή εξ αποστάσεως πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης στο κράτος μέλος καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, εάν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς αυτής δεν απαιτούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.
2. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν το δικαίωμα της παραγράφου 1 συμπληρωματικές κανονιστικές ή διοικητικές προϋποθέσεις όσον αφορά τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 39
Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος εκκαθάρισης
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι επιχειρήσεις επενδύσεων από άλλα κράτη μέλη να έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στο έδαφός τους για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
Τα κράτη μέλη απαιτούν η πρόσβαση αυτών των επιχειρήσεων επενδύσεων στα συστήματα αυτά να υπόκειται στα ίδια διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια χωρίς διακρίσεις όπως τα εφαρμοζόμενα στα τοπικά μέλη τους. Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν τη χρήση των συστημάτων αυτών κατά την εκκαθάριση και τον διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ στο έδαφός τους.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι ρυθμιζόμενες αγορές στο έδαφός τους να προσφέρουν σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντες το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
α) υπάρχουν όσοι σύνδεσμοι και συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής είναι αναγκαίες για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής,
β) η αρμόδια αρχή που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία της ρυθμιζόμενης αγοράς αναγνωρίζει ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για τον διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Η εκτίμηση αυτή της αρμόδιας αρχής της ρυθμιζόμενης αγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή των άλλων εποπτικών αρχών αυτών των συστημάτων. Η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην επαναλαμβάνονται αναιτίως οι έλεγχοι.
Άρθρο 40
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ
1. Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις επιχειρήσεις επενδύσεων και τους διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στα πλαίσια των συστημάτων τους.
2. Η αρμόδια αρχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των διαχειριστών αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 39 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για να μην υπάρχει περιττή επικάλυψη των ελέγχων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και την επιτήρηση του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι σχετικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
Παροχή υπηρεσιών από επιχειρήσεις τρίτων χωρών
Τμήμα 1
Παροχή υπηρεσιών ή δραστηριότήτεσ με εγκατάσταση υποκαταστήματος
Άρθρο 41
Εγκατάσταση υποκαταστήματος
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να προχωρήσει στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την παροχή επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφός τους μέσω υποκαταστήματος να λάβει προηγούμενη άδεια λειτουργίας από τις αρμόδιες αρχές των εν λόγω κρατών μελών, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α) η Επιτροπή έχει εκδώσει απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 3,
β) η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητεί άδεια λειτουργίας υπόκειται στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και στην εποπτεία στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας. Η τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας δεν έχει συμπεριληφθεί στις μη συνεργάσιμες χώρες και εδάφη από την ειδική ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
γ) έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των αρμόδιων αρχών των εν λόγω κρατών μελών στα οποία πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα και των αρμόδιων εποπτικών αρχών των τρίτων χωρών όπου εγκαθίσταται η επιχείρηση ρυθμίσεις συνεργασίας, που περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών για τον σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών,
δ) στο υποκατάστημα διατίθεται ελεύθερα επαρκές αρχικό κεφάλαιο,
ε) ορίζονται και συμμορφώνονται με την απαίτηση που ορίζεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 ένα ή περισσότερα πρόσωπα υπεύθυνα για τη διαχείριση του υποκαταστήματος,
στ) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με το κράτος μέλος στο οποίο πρόκειται να εγκατασταθεί το υποκατάστημα, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του υποδείγματος φορολογικής σύμβασης του ΟΟΣΑ σχετικά με το εισόδημα και το κεφάλαιο και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών·
ζ) η επιχείρηση ανήκει στο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει λάβει άδεια ή αναγνώριση σύμφωνα με την οδηγία 97/9/ΕΚ, κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες μαζί με κάθε παρεπόμενη υπηρεσία προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Τμήματος ΙΙ του παραρτήματος ΙΙ, στο έδαφος των εν λόγω κρατών μελών, να εγκαταστήσει ένα υποκατάστημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Η Επιτροπή εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης του άρθρου 95 παράγραφος 2 όσον αφορά τρίτη χώρα, στην οποία δηλώνεται εάν οι νομικές και εποπτικές διευθετήσεις της εν λόγω τρίτης χώρας διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των επιχειρήσεων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην εν λόγω τρίτη χώρα, με τις νομικά δεσμευτικές απαιτήσεις οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και της οδηγίας 2006/49/ΕΚ και τα εκτελεστικά τους μέτρα και ότι το νομικό πλαίσιο της εν λόγω τρίτης χώρας προβλέπει ουσιαστική ισοδύναμη και αμοιβαία αναγνώριση του προληπτικού πλαισίου που ισχύει για επιχειρήσεις επενδύσεων οι οποίες έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
Το προληπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ισοδύναμο αποτέλεσμα εφόσον το εν λόγω πλαίσιο πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) οι επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται στη χορήγηση άδειας λειτουργίας και στην αποτελεσματική εποπτεία και εφαρμογή του νόμου σε συνεχή βάση,
β) οι επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στην εν λόγω τρίτη χώρα υπόκεινται σε επαρκείς απαιτήσεις κεφαλαίων και σε κατάλληλες απαιτήσεις που ισχύουν για τους μετόχους και τα μέλη του διοικητικού τους οργάνου,
γ) οι επιχειρήσεις που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες υπόκεινται σε επαρκείς οργανωτικές απαιτήσεις στον τομέα των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου,
δ) διασφαλίζει τη διαφάνεια και την ακεραιότητα αποτρέποντας την κατάχρηση της αγοράς με τη μορφή πράξεων προσώπων που κατέχουν εμπιστευτικές πληροφορίες και πράξεων χειραγώγησης της αγοράς.
Η Επιτροπή μπορεί να περιορίζει την, βάσει της ανωτέρω παραγράφου, απόφασή της στις επιχειρήσεις επενδύσεων ή τους διαχειριστές αγοράς που παρέχουν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
Μια επιχείρηση τρίτης χώρας μπορεί να λάβει άδεια για τους σκοπούς της παραγράφου 1 εφόσον εμπίπτει σε κατηγορία που καλύπτεται από την απόφαση της Επιτροπής.
4. Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 υποβάλλει την αίτησή της στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο σκοπεύει να εγκαταστήσει υποκατάστημα, αφού η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση που καθορίζει ότι το νομικό και εποπτικό πλαίσιο της τρίτης χώρας στην οποία έχει λάβει άδειας λειτουργίας η επιχείρηση τρίτης χώρας, ισοδυναμεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3.
Άρθρο 42
Υποχρέωση ενημέρωσης
Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την εκτέλεση επενδυτικών δραστηριοτήτων με παρεπόμενες υπηρεσίες στο έδαφος ενός κράτους μέλους, παρέχει στην αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους, τα εξής:
α) το όνομα της αρμόδιας για την εποπτεία αρχής στην αντίστοιχη τρίτη χώρα. Όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, παρέχονται λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων,
β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, έδρα και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, σχετικοί μέτοχοι) και επιχειρησιακό πρόγραμμα με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες, που θα παρέχονται και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής οιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών,
γ) τα ονόματα των υπευθύνων διαχείρισης του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα από τα οποία προκύπτει η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 παράγραφος 1,
δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο στην ελεύθερη διάθεση του υποκαταστήματος.
Άρθρο 43
Χορήγηση της άδειας λειτουργίας
1. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει εγκαταστήσει ή σκοπεύει να εγκαταστήσει το υποκατάστημά της χορηγεί την άδεια λειτουργίας μόνο όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:
α) η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι πληρούνται οι όροι του άρθρου 41,
β) η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας θα μπορεί να συμμορφώνεται με τις διατάξεις της παραγράφου 2·
βα) η αρμόδια αρχή θεωρεί ότι η επιχείρηση τρίτης χώρας προτίθεται να παράσχει σημαντικό μέρος των επενδυτικών της υπηρεσιών ή να ασκήσει σημαντικό μέρος των επενδυτικών της δραστηριοτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κράτος μέλος στο οποίο επιδιώκει να εγκαταστήσει το υποκατάστημα.
Η αρμόδια αρχή ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, εάν της έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας ή όχι.
2. Το υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στα άρθρα 16, 17, 18, 19, 20, 23, 24, 25 και 27, στο άρθρο 28 παράγραφος 1, και στα άρθρα 30, 31, 32, και 34 της παρούσας οδηγίας και στα άρθρα 3 έως 23 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [MiFIR] και στα κατ' εφαρμογή αυτών θεσπιζόμενα μέτρα και υπόκειται στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής στο κράτος μέλος όπου χορηγείται η άδεια λειτουργίας.
Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν συμπληρωματικές απαιτήσεις σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του υποκαταστήματος για τα θέματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 44
Παροχή υπηρεσιών και δραστηριότητες σε άλλα κράτη μέλη
1. Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 43 μπορεί να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες βάσει της άδειας λειτουργίας σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς την εγκατάσταση νέων υποκαταστημάτων. Για τον σκοπό αυτόν, γνωστοποιεί τις ακόλουθες πληροφορίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα:
α) το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητες,
β) πρόγραμμα των δραστηριοτήτων, στο οποίο αναφέρονται συγκεκριμένα οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που σκοπεύει να εκτελέσει στο εν λόγω κράτος μέλος.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών αυτών, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το άρθρο 83 παράγραφος 1. Η επιχείρηση τρίτης χώρας μπορεί στη συνέχεια να αρχίσει να παρέχει την ή τις σχετικές υπηρεσίες στο κράτος μέλος υποδοχής.
Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο, η επιχείρηση τρίτης χώρας γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα, ένα μήνα τουλάχιστον πριν εφαρμόσει τη μεταβολή. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα, ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τις εν λόγω μεταβολές.
Η επιχείρηση εξακολουθεί να υπόκειται στην εποπτεία του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα σύμφωνα με το άρθρο 43.
2. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:
α) το ελάχιστο περιεχόμενο των συμφωνιών συνεργασίας που αναφέρονται στο άρθρο 41 παράγραφος 1 στοιχείο γ), προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που χορηγούν άδεια λειτουργίας σε επιχείρηση τρίτης χώρας μπορούν να ασκήσουν όλες τις εποπτικές τους εξουσίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας,
β) το λεπτομερές περιεχόμενο του προγράμματος δραστηριοτήτων, όπως απαιτείται στο άρθρο 42 στοιχείο β),
γ) το περιεχόμενο των εγγράφων σχετικά με τη διαχείριση του υποκαταστήματος, όπως απαιτείται στο άρθρο 42 στοιχείο γ),
δ) το λεπτομερές περιεχόμενο των πληροφοριών σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο στην ελεύθερη διάθεση του υποκαταστήματος, όπως απαιτείται στο άρθρο 42 στοιχείο δ).
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][51]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, τα υποδείγματα και τις διαδικασίες υποβολής των πληροφοριών και της κοινοποίησης που προβλέπονται στις εν λόγω παραγράφους.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων το αργότερο έως τις [...]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
4. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα που καθορίζουν τους όρους αξιολόγησης της επάρκειας του αρχικού κεφαλαίου στην ελεύθερη διάθεση του υποκαταστήματος, λαμβάνοντας υπόψη τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες που παρέχονται από το υποκατάστημα και τον τύπο των πελατών προς τους οποίους πρέπει να παρέχονται,
Τμήμα 2
Εγγραφή στο μητρώο και ανάκληση αδειών λειτουργίας
Άρθρο 45
Εγγραφή στο μητρώο
Τα κράτη μέλη τηρούν μητρώο των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 41. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Η ΕΑΚΑΑ συντάσσει κατάλογο όλων των επιχειρήσεων τρίτων χωρών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο εν λόγω κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας έχει λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τον κατάλογο αυτόν στον ιστότοπό της και τον ενημερώνει.
Άρθρο 46
Ανάκληση αδειών
Η αρμόδια αρχή η οποία χορήγησε άδεια λειτουργίας βάσει του άρθρου 43, μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που έχει δοθεί σε επιχείρηση τρίτης χώρας εάν η επιχείρηση:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,
δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των επιχειρήσεων επενδύσεων διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας και ισχύουν για τις επιχειρήσεις τρίτων χωρών,
ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες το εθνικό δίκαιο με το οποίο ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας , προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Η ανάκληση δημοσιεύεται στον κατάλογο που ορίζεται στο άρθρο 45 για μια περίοδο 5 ετών.
ΤΙΤΛΟΣ III
ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ
Άρθρο 47
Άδεια λειτουργίας και εφαρμοστέο δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη χορηγούν άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς μόνο σε συστήματα που συνάδουν με τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου.
Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς χορηγείται μόνον εφόσον η αρμόδια αρχή έχει πεισθεί ότι τόσο ο διαχειριστής όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς πληρούν τουλάχιστον τις προϋποθέσεις του παρόντος Τίτλου.
Προκειμένου περί ρυθμιζόμενης αγοράς που αποτελεί νομικό πρόσωπο και που τη διαχειρίζεται ή την εκμεταλλεύεται άλλος διαχειριστής αγοράς διάφορος της ίδιας της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα κράτη μέλη ορίζουν το πώς οι διάφορες υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα οδηγία στο διαχειριστή αγοράς επιμερίζονται μεταξύ ρυθμιζόμενης αγοράς και φορέα λειτουργίας της.
Ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων όπου εκτίθενται μεταξύ άλλων οι μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας που σχεδιάζονται και η οργανωτική δομή, τις οποίες χρειάζεται η αρμόδια αρχή για να βεβαιωθεί ότι η ρυθμιζόμενη αγορά περιλαμβάνει, κατά την αρχική χορήγηση της άδειας λειτουργίας της, όλες τις ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς να ασκεί τα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της καθήκοντά του υπό την εποπτεία και ευθύνη της αρμόδιας αρχής. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν τακτικά τη συμμόρφωση των ρυθμιζόμενων αγορών προς τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου, καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές ελέγχουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές πληρούν ανά πάσα στιγμή τις οριζόμενες στον παρόντα Τίτλο προϋποθέσεις για την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας.
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο διαχειριστής αγοράς είναι υπεύθυνος να διασφαλίζει ότι η ρυθμιζόμενη αγορά την οποία διαχειρίζεται πληροί όλες τις προϋποθέσεις του παρόντος Τίτλου.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν επίσης ότι ο διαχειριστής αγοράς δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στη ρυθμιζόμενη αγορά που διαχειρίζεται βάσει της παρούσας οδηγίας.
4. Με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων της οδηγίας 2003/6/ΕΚ, το δημόσιο δίκαιο που διέπει τις συναλλαγές που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς είναι το σύστημα του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς.
5. Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά εάν η δικαιούχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ' αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,
δ) έχει διαπράξει σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται βάσει της παρούσας οδηγίας,
ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η εθνική νομοθεσία προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
6. Κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Άρθρο 48
Προϋποθέσεις για τη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς
1. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου κάθε διαχειριστή αγοράς διαθέτουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Όλα τα μέλη του διοικητικού οργάνου τηρούν συγκεκριμένα, τις εξής απαιτήσεις:
α) Αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους. Στον αριθμό των θέσεων μέλους ΔΣ που μπορεί να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού οργάνου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ιδρύματος.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου διαχειριστών αγοράς τα οποία είναι σημαντικά από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και της φύσεως, του πεδίου εφαρμογής και της πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους δεν κατέχουν ταυτόχρονα περισσότερες της μιας εκ του ακόλουθου συνδυασμού θέσεων:
(i) μία θέση εκτελεστικού μέλους ΔΣ · ή
(ii) δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ.
Οι θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους ΔΣ:
(i) εντός του ίδιου ομίλου·
(ii) εντός ιδρυμάτων τα οποία:
– είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 108 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της …[σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων],
– έχουν δεσμούς σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της … [σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων]· ή
(iii) εντός επιχειρήσεων (συμπεριλαμβανομένων μη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) όπου το ίδρυμα κατέχει ειδική συμμετοχή,
υπολογίζονται ως μία θέση.
▌
β) Κατέχουν συνολικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορούν να κατανοήσουν τις δραστηριότητες της ρυθμιζόμενης αγοράς, ειδικότερα τους κυριότερους κινδύνους που ενέχουν οι εν λόγω δραστηριότητες.
γ) Ενεργούν με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογούν και να αμφισβητούν αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών και να επιβλέπουν αποτελεσματικά και να παρακολουθούν τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση.
Οι διαχειριστές αγοράς αφιερώνουν επαρκείς πόρους για την υποδοχή και την εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου.
γα) Εξασφαλίζουν τη λειτουργία αποτελεσματικών συστημάτων για τον εντοπισμό και τη διαχείριση συγκρούσεων μεταξύ του διαχειριστή αγοράς και της ρυθμιζόμενης αγοράς ή των μελών της και για την εφαρμογή και διατήρηση κατάλληλων διευθετήσεων διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές μιας ρυθμιζόμενης αγοράς τη σύσταση μιας επιτροπής ανάδειξης υποψηφίων για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με την πρώτη παράγραφο και την διατύπωση συστάσεων, εφόσον απαιτείται, βάσει της αξιολόγησής τους. Η επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων αποτελείται από μέλη του διοικητικού οργάνου τα οποία δεν έχουν καμία εκτελεστική λειτουργία στον αντίστοιχο διαχειριστή αγοράς.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να εξουσιοδοτήσουν έναν διαχειριστή αγοράς να μην συστήσει χωριστή επιτροπή ανάδειξης υποψηφίων ανάλογα με τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή της αγοράς, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει ένας ευλόγως συγκρίσιμος εναλλακτικός μηχανισμός.
Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του εθνικού δικαίου, το διοικητικό όργανο δεν έχει καμία αρμοδιότητα επί της διαδικασίας διορισμού των μελών του, η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές αγοράς και τις αντίστοιχες επιτροπές ανάδειξης υποψηφίων να εξασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και δεξιοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στα διοικητικά τους όργανα.
Ειδικότερα:
α) οι διαχειριστές αγοράς εφαρμόζουν μια πολιτική που προωθεί τον επαγγελματισμό, την ευθύνη και τη δέσμευση ως κατευθυντήρια κριτήρια για την πρόσληψη ανώτερων στελεχών, κατοχυρώνοντας ότι οι διοριζόμενοι είναι αδιαμφισβήτητα πιστοί στα συμφέροντα του ιδρύματος·
β) οι επιχειρήσεις επενδύσεων λαμβάνουν επίσης συγκεκριμένα μέτρα για μια πιο ισόρροπη εκπροσώπηση στα συμβούλια, όπως η εκπαίδευση των επιτροπών ανάδειξης υποψηφίων, η δημιουργία καταλόγων ικανών υποψηφίων και η καθιέρωση διαδικασίας ανάδειξης υποψηφίων στην οποία υπάρχει ένας τουλάχιστον υποψήφιος από κάθε φύλο.
γ) οσάκις γίνεται χρήση, η εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό όργανο πρέπει επίσης, με την προσθήκη μιας σημαντικής οπτικής γωνίας και μιας πραγματικής γνώσης της εσωτερικής λειτουργίας της επιχείρησης, να θεωρείται θετικός τρόπος αύξησης της ποικιλότητας.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών προτύπων για να διευκρινίσει με ποιον τρόπο ο διαχειριστής αγοράς θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:
α) την έννοια της αφιέρωσης ικανού χρόνου από ένα μέλος του διοικητικού οργάνου για την άσκηση των καθηκόντων του, σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες και τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς, τα οποία οι αρμόδιες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όταν επιτρέπουν σε ένα μέλος διοικητικού οργάνου να κατέχει ταυτόχρονα περισσότερες θέσεις σε διοικητικά συμβούλια από όσες επιτρέπονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο α),
β) την έννοια των επαρκών συλλογικών γνώσεων, ικανοτήτων και εμπειριών σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο β),
γ) τις έννοιες της ειλικρίνειας, ακεραιότητας και ανεξάρτητης βούλησης ενός μέλους του διοικητικού οργάνου σύμφωνα με την παράγραφο 1 στοιχείο γ), λαμβανομένης υπόψη της πιθανότητας συγκρούσεων συμφερόντων·
δ) την έννοια των επαρκών ανθρώπινων και χρηματικών πόρων που διατίθενται για την υποδοχή και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού οργάνου,
ε) την έννοια της ποικιλομορφίας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή των μελών του διοικητικού οργάνου.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][52]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
5. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού οργάνου του και κάθε μεταβολή στα μέλη αυτού, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της επιχείρησης με τις παραγράφους 1, 2 και 3.
▌
7. Η αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί για την εντιμότητα και την πείρα των προσώπων που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα ρυθμιζόμενης αγοράς, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό όργανο του διαχειριστή αγοράς μπορεί να αποτελέσει απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διαχείριση και την ακεραιότητα της αγοράς.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας σε ρυθμιζόμενη αγορά, το ή τα πρόσωπα που πράγματι διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας τεκμαίρεται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1.
7α. Το διοικητικό όργανο ενός διαχειριστή αγοράς μπορεί να διασφαλίζει την υγιή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς κατά τρόπο προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς.
Το διοικητικό όργανο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης της ρυθμιζόμενης αγοράς και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.
Τα μέλη του διοικητικού οργάνου όταν αυτό ενεργεί στο πλαίσιο των εποπτικών του καθηκόντων έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.
Το διοικητικό όργανο καταρτίζει, ενημερώνει και δημοσιεύει δήλωση για τις πολιτικές και τις πρακτικές στις οποίες βασίζεται προκειμένου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
7β. Με την επιφύλαξη της εσωτερικής έννομης τάξης τους, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που εικάζεται ότι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου παρέβη τις διατάξεις ή διέπραξε αδίκημα που αφορά ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) αριθ. …/…. [MiFIR], το μέλος αυτό μπορεί να διώκεται ατομικώς ενώπιον ποινικών ή αστικών δικαστηρίων.
Άρθρο 49
Προϋποθέσεις σχετικές με τα πρόσωπα που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς
1. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν προϋποθέσεις καταλληλότητας στα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστική επιρροή στη διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς:
α) να παρέχει στην αρμόδια αρχή και στο κοινό πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή/και του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διαχείρισή της,
β) να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή και στο κοινό κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς.
3. Η αρμόδια αρχή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες μεταβολές στα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο στη ρυθμιζόμενη αγορά ή/και στον διαχειριστή της εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι οι μεταβολές αυτές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση της ρυθμιζόμενης αγοράς.
Άρθρο 50
Οργανωτικές προϋποθέσεις
Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά:
α) να έχει μηχανισμούς που να επιτρέπουν το σαφή εντοπισμό και τον έλεγχο των δυνητικά δυσμενών συνεπειών, για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς ή για τα μέλη της, κάθε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς, των ιδιοκτητών ή του διαχειριστή της και της υγιούς λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, ιδίως εάν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την εκπλήρωση λειτουργιών που η αρμόδια αρχή έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά,
β) να έχει κατάλληλο εξοπλισμό που να της επιτρέπει να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία της κινδύνων και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
γ) να έχει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
δ) να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει διατυπώσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
ε) να έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της,
στ) να διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορηγήσεως της άδειας λειτουργίας της όσο και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη.
Άρθρο 51
Ανθεκτικότητα του συστήματος, μέτρα διακοπής συναλλαγών και ηλεκτρονικές συναλλαγές
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις που σχεδιάζονται προκειμένου να διασφαλίζεται η ανθεκτικότητα των συστημάτων συναλλαγών, η επαρκής ικανότητα αντιμετώπισης μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, η δυνατότητα διασφάλισης εύρυθμων συναλλαγών υπό συνθήκες πίεσης της αγοράς, ο πλήρης έλεγχος για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των συνθηκών αυτών ακόμα και σε περιόδους έντονης αστάθειας της αγοράς και η υπαγωγή σε αποτελεσματικές διευθετήσεις επιχειρηματικής συνέχειας για τη διασφάλιση της συνέχισης των υπηρεσιών σε περίπτωση απρόβλεπτης βλάβης των συστημάτων συναλλαγών.
1α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη ρυθμιζόμενη αγορά να έχει θεσπίσει συμφωνίες για τον τρόπο ενεργείας των ειδικών διαπραγματευτών και να διασφαλίζει ότι στις συμφωνίες αυτές συμμετέχει επαρκής αριθμός επιχειρήσεων επενδύσεων, οι οποίες δημοσιεύουν δεσμευτικές και ανταγωνιστικές τιμές με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συνεχή βάση για ένα ελάχιστο όριο συνεχών ωρών συναλλαγών, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά, των κανόνων και των κανονισμών, εκτός εάν η εν λόγω απαίτηση δεν είναι κατάλληλη για τη φύση και το μέγεθος των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά. Τα κράτη μέλη απαιτούν να συνάπτεται δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς και της επιχείρησης επενδύσεων σε σχέση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή σε ένα τέτοιο σύστημα, συμπεριλαμβανομένης, ενδεικτικά, της παροχής ρευστότητας. Η ρυθμιζόμενη αγορά παρακολουθεί και εξασφαλίζει τη συμμόρφωση της επιχείρησης επενδύσεων με τις απαιτήσεις των εν λόγω δεσμευτικών γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά ενημερώνει την αρμόδια αρχή σχετικά με το περιεχόμενο της δεσμευτικής γραπτής συμφωνίας και αποδεικνύει στην αρμόδια αρχή τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις της παρούσας παραγράφου.
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες μια επιχείρηση επενδύσεων θα υποχρεούται να συνάψει τη συμφωνία ειδικής διαπραγμάτευσης που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο και μπορεί να καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το περιεχόμενο των εν λόγω συμφωνιών.
1β. Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς προκειμένου να διασφαλίζεται ότι όλες οι εντολές που εισάγονται στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα ισχύουν για διάστημα τουλάχιστον 500 χιλιοστών του δευτερολέπτου, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν μπορούν να ακυρωθούν ή να διαφοροποιηθούν.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις για την απόρριψη εντολών που υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών ή είναι σαφώς εσφαλμένες ▌.
2α. Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να είναι σε θέση να προβεί σε προσωρινή διακοπή των συναλλαγών εάν υπάρξει σημαντική μεταβολή της τιμής ενός χρηματοπιστωτικού μέσου στην αγορά αυτή ή, σε περίπτωση που ενημερώνεται από τον οικείο διαχειριστή αγοράς, σε συναφή αγορά για σύντομο χρονικό διάστημα, καθώς και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, διαφοροποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να διασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών στοιχείων ενεργητικού, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τους τύπους χρηστών και επαρκεί για την αποσόβηση σημαντικών διαταραχών της ευταξίας των συναλλαγών.
Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί τις παραμέτρους για τη διακοπή των συναλλαγών και οιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους στην αρμόδια αρχή με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο, και ότι η αρμόδια αρχή, με τη σειρά της, ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις παραμέτρους στον ιστότοπό της. Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία είναι ουσιώδης από πλευράς ρευστότητας στο εν λόγω προϊόν, όταν διακόπτει τις συναλλαγές σε οιοδήποτε κράτος μέλος, οι λοιποί τόποι διαπραγμάτευσης να διαθέτουν τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες για να διασφαλίζεται ότι θα ενημερώσουν τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να συντονιστεί η αντιμετώπιση σε όλο το εύρος της αγοράς και να προσδιοριστεί κατά πόσον ενδείκνυται οι λοιποί τόποι που διαπραγματεύονται το προϊόν να διακόψουν τις συναλλαγές μέχρι να επαναληφθούν οι συναλλαγές στην αρχική αγορά.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν μια ρυθμιζόμενη αγορά να διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η απαίτηση από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες να διεξάγουν τις ενδεδειγμένες δοκιμές αλγορίθμων και να παρέχουν περιβάλλοντα για τη διευκόλυνση των δοκιμών αυτών, και να διασφαλίζεται ότι τα αλγοριθμικά συστήματα συναλλαγών ή τα συστήματα συναλλαγών υψηλής συχνότητας δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν σε μη εύρυθμες συνθήκες συναλλαγών στην αγορά και να διαχειρίζονται οιεσδήποτε μη εύρυθμες συνθήκες συναλλαγών που ανακύπτουν από τα εν λόγω αλγοριθμικά συστήματα ή συστήματα συναλλαγών υψηλής συχνότητας, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον εντοπισμό όλων τ ων εντολών μέσω συστημάτων συναλλαγών υψηλής συχνότητας, για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών σε σχέση με τις συναλλαγές που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα, για την επιβράδυνση της ροής των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος και για τον περιορισμό και την επιβολή της ελάχιστης μεταβολής τιμών που μπορεί να εκτελεστεί στην αγορά.
4. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές απαγορεύουν σε μέλη ή συμμετέχοντες να προσφέρουν παραχωρούμενη και ανέλεγκτη αυτοτελή πρόσβαση στην αγορά. Τα κράτη μέλη απαιτούν ότι μια ρυθμιζόμενη αγορά που επιτρέπει την άμεση πρόσβαση στην αγορά διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και διευθετήσεις προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν τέτοιου είδους υπηρεσίες μόνο αν ανήκουν σε επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας βάσει της παρούσας οδηγίας, ότι ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί πρόσβαση και ότι το μέλος ή ο συμμετέχων φέρουν την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται με την υπηρεσία αυτή.
Τα κράτη μέλη προβλέπουν επίσης ότι η ρυθμιζόμενη αγορά ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους και τα όρια για τους κινδύνους κατά τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης αυτής και δύναται να διακρίνει και, εφόσον είναι αναγκαίο, να διακόψει τις εντολές ή τις συναλλαγές από πρόσωπο που χρησιμοποιεί άμεση πρόσβαση στην αγορά ξεχωριστά από τις εντολές ή τις συναλλαγές από το μέλος ή τον συμμετέχοντα. Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να διασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συντοπισμού ▌ είναι διαφανείς, δίκαιοι και δεν εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση.
5α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από μια ρυθμιζόμενη αγορά να εξασφαλίζει ότι οι διαρθρώσεις προμηθειών της, συμπεριλαμβανομένων των προμηθειών εκτέλεσης, παρεπόμενων προμηθειών και τυχόν εκπτώσεων, είναι διαφανείς και δίκαιες και δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, και ότι δεν δημιουργούν κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για την εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε δυσλειτουργικές συνθήκες συναλλαγών ή σε κατάχρηση αγοράς. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη απαιτούν από τη ρυθμιζόμενη αγορά να επιβάλλει υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης στις επιμέρους μετοχές ή σε κατάλληλη δέσμη μετοχών σε αντάλλαγμα τυχόν εκπτώσεων που παρέχονται, να χρεώνει υψηλότερα τέλη για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται παρά για εντολή που εκτελείται, καθώς επίσης υψηλότερα τέλη σε συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωμένων εντολών προς εκτελεσμένες εντολές και προς εκείνους που εφαρμόζουν στρατηγική συναλλαγών υψηλής συχνότητας, ώστε να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση της χωρητικότητας του συστήματος.
Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στη ρυθμιζόμενη αγορά να προσαρμόζει τα τέλη για ακυρωμένες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα διατήρησης της εντολής και να διαμορφώνει τα τέλη για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο στο οποίο εφαρμόζονται.
6. Τα κράτη μέλη απαιτούν, κατόπιν αιτήματος από την αρμόδια αρχή μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά να παρέχει στην αρμόδια αρχή δεδομένα σχετικά με το βιβλίο εντολών ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.
7. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 όσον αφορά μέτρα σχετικά με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο και συγκεκριμένα:
α) τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της επαρκούς χωρητικότητας των συστημάτων συναλλαγών των ρυθμιζόμενων αγορών,
▌
γ) τον ορισμό της μέγιστης ▌ αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών σε σχέση με τις συναλλαγές που δύνανται να εγκριθούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές, λαμβανομένης υπόψη της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου·
δ) τον προσδιορισμό των περιστάσεων υπό τις οποίες θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμη η επιβράδυνση της ροής των εντολών,
ε) τη διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες συντοπισμού και οι διαρθρώσεις προμηθειών είναι διαφανείς, δίκαιες και δεν εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση και ότι οι διαρθρώσεις προμηθειών δεν δημιουργούν κίνητρα για μη εύρυθμες συνθήκες συναλλαγών ή κατάχρηση αγοράς·
εα) τον καθορισμό των περιπτώσεων στις οποίες μια ρυθμιζόμενη αγορά είναι κρίσιμη από πλευράς ρευστότητας στο συγκεκριμένο μέσο·
εβ) τη διασφάλιση ότι τα συστήματα ειδικής διαπραγμάτευσης είναι δίκαια και δεν εισάγουν διακρίσεις και τη θέσπιση ελάχιστων υποχρεώσεων ειδικής διαπραγμάτευσης τις οποίες πρέπει να επιβάλλουν οι ρυθμιζόμενες αγορές όταν σχεδιάζουν ένα σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης και τους όρους βάσει των οποίων οι απαιτήσεις που πρέπει να διαθέτει ένα σύστημα ειδικής διαπραγμάτευσης δεν είναι οι ενδεδειγμένες·
εγ) να εξασφαλίζουν τις ενδεδειγμένες δοκιμές αλγορίθμων ώστε να διασφαλίζεται ότι τα αλγοριθμικά συστήματα συναλλαγών ή τα συστήματα συναλλαγών υψηλής συχνότητας δεν μπορούν να προκαλέσουν ή να συμβάλουν σε μη εύρυθμες συνθήκες συναλλαγών στην αγορά.
Άρθρο 51α
Μεγέθη μεταβολής τιμών
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να θεσπίσουν καθεστώτα μεγέθους μεταβολής τιμών σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα καθώς και άλλα παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα για τα οποία καταρτίζονται σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων σύμφωνα με την παράγραφο 4.
2. Τα καθεστώτα μεγέθους μεταβολής τιμών που αναφέρονται στην παράγραφο 1:
α) διαμορφώνονται για να αντικατοπτρίζουν το προφίλ ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς-ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη τη σκοπιμότητα της δυνατότητας ύπαρξης ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να είναι αδικαιολόγητα υποχρεωτικός περαιτέρω περιορισμός των ανοιγμάτων τιμών·
β) προσαρμόζουν τα μεγέθη μεταβολής τιμών για κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο
3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ελάχιστων μεγεθών μεταβολής τιμών ή των καθεστώτων μεγέθους μεταβολής τιμών για συγκεκριμένες μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και λοιπά παρόμοια χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία κρίνεται απαραίτητο να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των αγορών, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της παρεχόμενης ρευστότητας των μέσων.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τις […].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ελάχιστων μεγεθών μεταβολής τιμών ή των καθεστώτων μεγέθους μεταβολής των τιμών για συγκεκριμένα χρηματοπιστωτικά μέσα εκτός εκείνων που απαριθμούνται στην παράγραφο 3, στα οποία κρίνεται απαραίτητο να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των αγορών, σύμφωνα με τους παράγοντες της παραγράφου 2 και τις τιμές, τα ανοίγματα τιμών και το βάθος της παρεχόμενης ρευστότητας των μέσων.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 52
Εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων στη διαπραγμάτευση
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές να εφαρμόζουν σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.
Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά επιδέχεται δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης και, προκειμένου, περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμο.
2. Στην περίπτωση των παράγωγων προϊόντων, οι κανόνες διασφαλίζουν ιδίως ότι οι όροι του συμβολαίου του παράγωγου προϊόντος επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.
3. Εκτός από τις υποχρεώσεις των παραγράφων 1 και 2, τα κράτη μέλη απαιτούν η ρυθμιζόμενη αγορά να εισάγει και να διατηρεί αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν να εξακριβωθεί εάν οι εκδότες των εισαγόμενων προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αρχική, συνεχή και κατά περίπτωση δημοσιοποίηση των πληροφοριών.
Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά εισάγει μηχανισμούς που διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται βάσει της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η ρυθμιζόμενη αγορά έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για τον τακτικό έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους εισαγωγής των χρηματοπιστωτικών μέσων που δέχεται προς διαπραγμάτευση.
5. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των οικείων διατάξεων της οδηγίας 2003/71/ΕΚ. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά για το γεγονός ότι οι τίτλοι του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τους τίτλους του χωρίς τη συγκατάθεσή του.
6. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94, σχετικά με μέτρα τα οποία:
α) καθορίζουν τα χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών μέσων τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη από τη ρυθμιζόμενη αγορά όταν αυτή εκτιμά εάν ένα μέσο εκδίδεται με τρόπο σύμφωνο με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση στις διάφορες επιμέρους αγορές της,
β) αποσαφηνίζουν τους μηχανισμούς που πρέπει να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά για να θεωρηθεί ότι έχει τηρήσει την υποχρέωσή της να εξακριβώσει εάν ο εκδότης κινητής αξίας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την αρχική, συνεχή και κατά περίπτωση δημοσιοποίηση των πληροφοριών·
γ) αποσαφηνίζουν τους μηχανισμούς που πρέπει να εισαγάγει η ρυθμιζόμενη αγορά κατ' εφαρμογή της παραγράφου 3 για να διευκολύνει την πρόσβαση των μελών ή των συμμετεχόντων στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 53
Αναστολή και απόσυρση χρηματοπιστωτικών μέσων από τη διαπραγμάτευση
1. Με την επιφύλαξη του κατά το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε) δικαιώματος της αρμόδιας αρχής να απαιτεί την αναστολή ή την απόσυρση από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου, ο διαχειριστής ρυθμιζόμενης αγοράς μπορεί να αναστείλει ή να αποσύρει από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν συνάδει πλέον με τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς, εκτός εάν το μέτρο αυτό ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή ρυθμιζόμενης αγοράς, ο οποίος αναστέλλει ή αποσύρει από τη διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικό μέσο, να δημοσιοποιεί την απόφασή του αυτή να την κοινοποιεί σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ που διαπραγματεύονται το ίδιο χρηματοπιστωτικό μέσο και να κοινοποιεί τις σχετικές πληροφορίες στην αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών σχετικά .
Οι σχετικές αρμόδιες αρχές κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006 της Επιτροπής απαιτούν, για το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο, αναστολή ή τερματισμό της διαπραγμάτευσής του στις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ και τους ΟΜΔ που λειτουργούν υπό την εποπτεία τους το συντομότερο δυνατόν και απαιτούν επίσης την αναστολή ή τον τερματισμό σύμφωνα με την παράγραφο 2 σε περίπτωση που η αναστολή ή ο τερματισμός οφείλεται στη μη κοινοποίηση πληροφοριών περί του εκδότη ή του χρηματοπιστωτικού μέσου.
2. Η αρμόδια αρχή που ζητά την αναστολή ή την απόσυρση χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε μία ή σε περισσότερες ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ ή ΟΜΔ σύμφωνα με την παράγραφο 1, δημοσιοποιεί αμέσως την απόφασή της και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Πλην της περιπτώσεως όπου ενδέχεται να προκληθεί σημαντική ζημία στα συμφέροντα των επενδυτών ή στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών απαιτούν την αναστολή ή την απόσυρση του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση στις ρυθμιζόμενες αγορές και από τους ΠΜΔ και ΟΜΔ που λειτουργούν υπό την εποπτεία τους.
3. H ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τη μορφή και τον χρόνο των κοινοποιήσεων και των δημοσιεύσεων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [...][53]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
▌
4. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με τον καθορισμό των ειδικών συνθηκών που συνιστούν σημαντική ζημία για τα συμφέροντα των επενδυτών, την αποσαφήνιση της έννοιας «συντομότερο δυνατόν» και της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, και για τον καθορισμό θεμάτων όσον αφορά τη μη κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, συμπεριλαμβανομένης της αναγκαίας διαδικασίας για την άρση της αναστολής διαπραγμάτευσης ενός χρηματοπιστωτικού μέσου.
Άρθρο 54
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών για τις ρυθμιζόμενες αγορές
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν ότι, σε σχέση με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο, ένας διαχειριστής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς ενημερώνει αμέσως τους διαχειριστές άλλων ρυθμιζόμενων αγορών, ΠΜΔ και ΟΜΔ σχετικά με τα εξής:
α) μη εύρυθμες συνθήκες διαπραγμάτευσης,
▌ και
γ) δυσλειτουργίες των συστημάτων.
1α. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον διαχειριστή ρυθμιζόμενης αγοράς ο οποίος εντοπίζει συμπεριφορά που δύναται να υποδεικνύει καταχρηστική συμπεριφορά που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MAR], να ενημερώνει αμέσως τις αρμόδιες αρχές του άρθρου 16 του εν λόγω κανονισμού ή ένα φορέα στον οποίο έχουν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το άρθρο 17 του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να διευκολύνεται η λειτουργία επιτήρησης μεταξύ των αγορών σε πραγματικό χρόνο.
2. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των συγκεκριμένων συνθηκών που υπαγορεύουν μια απαίτηση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει αυτά τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][54]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 55
Πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τη ρυθμιζόμενη αγορά να θεσπίσει, να εφαρμόζει και να διατηρεί διαφανείς και άνευ διακρίσεων κανόνες, βασιζόμενους σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.
2. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν οι οποίες απορρέουν από:
α) τις συστατικές και διοικητικές πράξεις της ρυθμιζόμενης αγοράς,
β) τους κανόνες που διέπουν τη διενέργεια των συναλλαγών στη ρυθμιζόμενη αγορά,
γ) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά,
δ) τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 για τα πλην των επιχειρήσεων επενδύσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων μέλη ή συμμετέχοντες,
ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.
3. Οι ρυθμιζόμενες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ή συμμετέχοντες επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα με άδεια κατ' εφαρμογή της οδηγίας 2006/48/ΕΚ και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
α) τα απαραίτητα εχέγγυα ήθους ·
β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, επάρκειας και πείρας ·
γ) όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις,
δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως επιβάλει η ρυθμιζόμενη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.
4. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, προκειμένου περί συναλλαγών που διενεργούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά, τα μέλη και οι συμμετέχοντες δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 24, 25 27 και 28. Τα μέλη όμως της ρυθμιζόμενης αγοράς, ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, τηρούν τις προβλεπόμενες στα εν λόγω άρθρα υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.
5. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων.
6. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν, άνευ άλλης νομοθετικής ή διοικητικής προϋπόθεσης, στις ρυθμιζόμενες αγορές άλλων κρατών μελών να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στο έδαφός τους για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφός τους.
Η ρυθμιζόμενη αγορά γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δημιουργήσει τα συστήματα. H αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά σκοπεύει να δημιουργήσει τα συστήματα. Η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ζητήσει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες δυνάμει της διαδικασίας και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς γνωστοποιεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατόπιν αιτήσεως της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στη ρυθμιζόμενη αγορά των εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος μέλος.
7. Τα κράτη μέλη απαιτούν από το φορέα λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς να ανακοινώνει τακτικά στην αρμόδια γι' αυτήν αρχή τον κατάλογο των μελών και των συμμετεχόντων της.
Άρθρο 56
Έλεγχος της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς και προς άλλες νόμιμες υποχρεώσεις
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν οι ρυθμιζόμενες αγορές να δημιουργούν και να διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών τους και των συμμετεχόντων με τους κανόνες τους. Οι ρυθμιζόμενες αγορές παρακολουθούν τις εντολές που δίνουν και ακυρώνουν και τις συναλλαγές ▌που διενεργούν τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτές με τα συστήματά τους, προκειμένου να εντοπίσουν τις παραβάσεις των κανόνων αυτών, τους αντικανονικούς όρους συναλλαγών που μπορούν να διαταράξουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή τις μορφές συμπεριφοράς που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση αγοράς και διαθέτουν τους κατάλληλους πόρους για να διασφαλίσουν ότι η εν λόγω παρακολούθηση είναι αποτελεσματική.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους διαχειριστές των ρυθμιζόμενων αγορών να αναφέρουν στην αρμόδια για τη ρυθμιζόμενη αγορά αρχή κάθε σημαντική παράβαση των κανόνων τους και κάθε περίπτωση ανώμαλων συνθηκών συναλλαγών που μπορούν να διαταράξουν την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ή συμπεριφοράς που ενδέχεται να συνιστά κατάχρηση αγοράς. Τα κράτη μέλη απαιτούν επίσης από το διαχειριστή της ρυθμιζόμενης αγοράς να γνωστοποιεί αμελλητί στην αρχή που είναι αρμόδια για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς στη ρυθμιζόμενη αγορά όλες τις σχετικές πληροφορίες και να της παρέχει κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνηση και τη δίωξη των καταχρήσεων αγοράς που διαπράττονται στα ή μέσω των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς.
Άρθρο 57
Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού
1. Τα κράτη μέλη δεν εμποδίζουν τις ρυθμιζόμενες αγορές να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στα πλαίσια των συστημάτων τους.
2. Η αρμόδια αρχή ρυθμιζόμενης αγοράς δεν μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 39 παράγραφος 2 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.
Για να μην υπάρχει περιττή επικάλυψη των ελέγχων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.
Άρθρο 58
Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών
Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει τον κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών των οποίων είναι κράτος μέλος καταγωγής και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Παρόμοια ανακοίνωση πραγματοποιείται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των ρυθμιζόμενων αγορών.
ΤΙΤΛΟΣ IV
ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ, ΕΛΕΓΧΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ
Άρθρο 59
Όρια θέσεων και έλεγχοι
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ που θέτουν σε διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων, εφαρμόζουν όρια στο ποσό των συμβάσεων ή των θέσεων που κάθε μέλος ή συμμετέχων στην αγορά μπορεί να εισαγάγει ή να κατέχει στη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου ▌, με στόχο την:
α) υποστήριξη της ρευστότητας,
β) αποφυγή της κατάχρησης της αγοράς,
γ) υποστήριξη ορθών όρων τιμολόγησης και διακανονισμού·
γα) προαγωγή της σύγκλισης μεταξύ των τιμών των παραγώγων κατά τον μήνα παράδοσης και των τρεχουσών τιμών (σποτ) για το υποκείμενο εμπόρευμα, με την επιφύλαξη της διαπίστωσης τιμών στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος·
γβ) αποτροπή της σώρευσης θέσεων που προκαλούν στρέβλωση της αγοράς.
Τα όρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο εφαρμόζονται τόσο σε συμβάσεις με υλική παράδοση όσο και σε συμβάσεις με χρηματικό διακανονισμό, είναι διαφανή και δεν εμπεριέχουν διακριτική μεταχείριση, καθορίζουν τα πρόσωπα για τα οποία ισχύουν και τυχόν εξαιρέσεις και λαμβάνουν υπ’ όψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση των συμβάσεων συναλλαγών. Καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια, όπως τη μέγιστη καθαρή θέση η οποία μπορεί να ισχύει για ένα πρόσωπο ή την οποία αυτό μπορεί να κατέχει στη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς παραγώγων, συμπεριλαμβανομένης της ρευστότητας, και της υποκείμενης αγοράς εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένων των προτύπων παραγωγής, κατανάλωσης και μεταφορών στην αγορά. Τα όρια αυτά δεν εφαρμόζονται σε θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες.
1α. Για θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες εφαρμόζεται σύστημα ελέγχου θέσεων. Οι εν λόγω έλεγχοι θέσεων διεξάγονται από τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ ως εξής:
α) τα μέλη και οι συμμετέχοντες των ρυθμιζόμενων αγορών, των ΠΜΔ και των ΟΜΔ υποχρεούνται να αναφέρουν στον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 60 παράγραφος 2·
β) οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ μπορούν να απαιτούν από τα μέλη και τους συμμετέχοντες πληροφορίες και κάθε σχετική τεκμηρίωση όσον αφορά το μέγεθος ή τον σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παραγώγου επί εμπορευμάτων·
γ) με βάση την ανάλυση των πληροφοριών που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ μπορούν να απαιτούν τη λήψη μέτρων από τα εμπλεκόμενα μέλη ή συμμετέχοντες, ή να λαμβάνουν οι ίδιοι τα μέτρα αυτά, για τη μείωση του μεγέθους ή τον μηδενισμό της θέσης ή του ανοίγματος σε παράγωγα επί εμπορευμάτων, όταν αυτό είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της ακεραιότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των επηρεαζόμενων αγορών·
δ) με βάση την ανάλυση των πληροφοριών που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β), οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ μπορούν, εφόσον δεν επαρκούν τα μέτρα του στοιχείου γ), να περιορίσουν την ικανότητα των μελών ή των συμμετεχόντων στην αγορά να αποκτούν θέσεις σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης πρόσθετων ορίων που δεν εισάγουν διακρίσεις ως προς τις θέσεις που κάθε μέλος ή συμμετέχων στην αγορά μπορεί να συνάψει στη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου, όταν απαιτείται να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων της παραγράφου 1 ή η ακεραιότητα και η εύρυθμη λειτουργία των επηρεαζόμενων αγορών·
ε) οι ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ και ΟΜΔ ενημερώνουν, σύμφωνα με την παράγραφο 2, τις αρμόδιες αρχές για τις λεπτομέρειες των πληροφοριών και των μέτρων που έχουν λάβει σύμφωνα με τα στοιχεία β) έως δ)·
στ) οι αρμόδιες αρχές συγκεντρώνουν τα στοιχεία που έχουν λάβει από διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης και, εφόσον χρειάζεται, απαιτούν από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες της αγοράς να μειώσουν τη συνολική θέση σύμφωνα με την παράγραφο 3.
1β. Οι ρυθμιζόμενες αγορές και οι διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ που δέχονται προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων μπορούν να επιβάλλουν πρόσθετες διευθετήσεις σε σχέση με τις συμβάσεις και θέσεις για τις οποίες έχουν εφαρμοστεί όρια σύμφωνα με την παράγραφο 1, οι οποίες είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εύρυθμη λειτουργία των επηρεαζόμενων αγορών. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να απαιτούν από τις ρυθμιζόμενες αγορές και τους διαχειριστές ΠΜΔ και ΟΜΔ που δέχονται προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων, να επιβάλλουν πρόσθετες διευθετήσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εύρυθμη λειτουργία των αγορών.
2. Οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι ΠΜΔ και οι ΟΜΔ κοινοποιούν στην οικεία αρμόδια αρχή τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων ή των ελέγχων. Η αρμόδια αρχή κοινοποιεί τις ίδιες πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ η οποία δημοσιεύει και διατηρεί στον ιστότοπό της βάση δεδομένων με συνόψεις των ορίων θέσεων ▌ που ισχύουν.
2α. Η ΕΑΚΑΑ εξετάζει περιοδικά τα στοιχεία που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου και το άρθρο 60 παράγραφοι 1 και 1α και αξιολογεί κατά πόσον απαιτούνται ενδεχομένως μέτρα για θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες, επιπροσθέτως αυτών που προβλέπονται στην παράγραφο 1α του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ακεραιότητα και η εύρυθμη λειτουργία των αγορών.
Εάν κρίνει ότι τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση στην οποία περιγράφει τα προτεινόμενα μέτρα και εξηγεί για ποιο λόγο χρειάζονται και διαβιβάζει την έκθεση αμελλητί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.
3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των ορίων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και για να διευκρινίσει περαιτέρω τον έλεγχο θέσης που προβλέπεται στην παράγραφο 1α, ιδίως δε τα όρια στο ποσό των συμβάσεων ή την καθαρή θέση που μπορεί να συνάψει ή να κατέχει ένα πρόσωπο στη διάρκεια μιας καθορισμένης χρονικής περιόδου, τις μεθόδους υπολογισμού των θέσεων που κατέχουν τα πρόσωπα άμεσα ή έμμεσα, τις λεπτομέρειες εφαρμογής των ορίων αυτών, περιλαμβανομένης της συνολικής θέσης στους τόπους διαπραγμάτευσης, και τα κριτήρια βάσει των οποίων καθορίζεται κατά πόσον η θέση μπορεί να θεωρηθεί ότι μειώνει τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με τις εμπορικές δραστηριότητες.
Τα όρια, στα οποία γίνεται επίσης διάκριση μεταξύ κατηγοριών συμμετεχόντων στην αγορά, και ο έλεγχος θέσης λαμβάνουν υπόψη τους όρους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 1α και τους κανόνες που έχουν οριστεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ και τους ΟΜΔ.
Η ΕΑΚΑΑ, αφού διεξαγάγει προηγουμένως ανοικτή δημόσια διαβούλευση, υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων έως τις [...][55]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα στα οποία αναφέρεται το πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Τα όρια και ο έλεγχος θέσης που καθορίζονται στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα προηγούνται επίσης κάθε μέτρου που επιβάλλεται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) της παρούσας οδηγίας.
4. Οι αρμόδιες αρχές δεν επιβάλλουν όρια ▌ τα οποία είναι πιο περιοριστικά από αυτά που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 εκτός ειδικών περιπτώσεων, όπου αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπ' όψη τη ρευστότητα της συγκεκριμένης αγοράς και την εύρυθμη λειτουργίας της αγοράς. Οι περιορισμοί ισχύουν για μια αρχική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στον ιστότοπο της σχετικής αρμόδιας αρχής. Ο περιορισμός αυτός δύναται να ανανεωθεί για περισσότερες περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες κάθε φορά, αν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι για τον περιορισμό. Αν ο περιορισμός δεν ανανεωθεί μετά την πάροδο αυτών των έξι μηνών, λήγει αυτόματα.
Κατά την έγκριση πιο περιοριστικών ορίων σε σχέση με αυτά που εγκρίνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια. Η ΕΑΚΑΑ εντός 24 ωρών εκδίδει γνωμοδότηση σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη του μέτρου για την αντιμετώπιση της ειδικής περίπτωσης. Η γνωμοδότηση δημοσιεύεται στον ιστότοπο της ΕΑΚΑΑ.
Όταν μια αρμόδια αρχή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με την γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει άμεσα στον ιστότοπό της ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.
Άρθρο 60
Αναφορά θέσης ανά κατηγορία διαπραγματευτή
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ρυθμιζόμενες αγορές, οι ΠΜΔ και οι ΟΜΔ που δέχονται προς διαπραγμάτευση ή διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπών ή παράγωγα αυτών:
α) δημοσιεύουν εβδομαδιαία έκθεση με τις συνολικές θέσεις ανά κατηγορία διαπραγματευτή για τα διάφορα χρηματοπιστωτικά μέσα υπό διαπραγμάτευση στις πλατφόρμες τους σύμφωνα με την παράγραφο 3 και κοινοποιούν την έκθεση αυτή στην αρμόδια αρχή και στην ΕΑΚΑΑ·
β) παρέχουν στην αρμόδια αρχή πλήρη ανάλυση των θέσεων μερικών ή όλων των μελών ή των συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων που τηρούνται για λογαριασμό πελατών τους, κατόπιν αιτήματος.
Η υποχρέωση που ορίζεται στο στοιχείο α) δεν ισχύει όταν τόσο ο αριθμός των διαπραγματευτών, όσο και οι ανοικτές θέσεις τους σε δεδομένο χρηματοπιστωτικό μέσο υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια.
1α. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων που διαπραγματεύονται παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπών ή παράγωγά τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης παρέχουν στην αρμόδια αρχή, κατόπιν αιτήσεως, πλήρη ανάλυση των θέσεών τους σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../... [MiFIR], και, κατά περίπτωση, το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 [REMIT].
2. Προκειμένου να διευκολυνθεί η δημοσίευση που αναφέρεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1, τα κράτη μέλη απαιτούν από τα μέλη και τους συμμετέχοντες των ρυθμιζόμενων αγορών, των ΠΜΔ και των ΟΜΔ να αναφέρουν στον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τους σε πραγματικό χρόνο, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων που κατέχουν για λογαριασμό των πελατών τους.
3. Τα μέλη, οι συμμετέχοντες και οι πελάτες τους ταξινομούνται από τη ρυθμιζόμενη αγορά, τον ΠΜΔ ή τον ΟΜΔ ως διαπραγματευτές, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπ' όψη κάθε ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως είτε:
α) επιχειρήσεις επενδύσεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2004/39/ΕΚ ή πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην οδηγία 2006/48/ΕΚ,
β) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/65/ΕΚ, ή ως εναλλακτικός διαχειριστής επενδυτικών κεφαλαίων όπως ορίζεται στην οδηγία 2011/61/ΕΚ,
γ) άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών οργανισμών και οργανισμών αντασφάλισης όπως ορίζεται στην οδηγία 2009/138/ΕΚ και ιδρύματα παροχής επαγγελματικών συντάξεων όπως ορίζεται στην οδηγία 2003/41/ΕΚ,
δ) εμπορικές επιχειρήσεις,
ε) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπών ή παραγώγων αυτών, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 καθορίζουν τον αριθμό των θετικών (long) και αρνητικών (short) θέσεων ανά κατηγορία διαπραγματευτή, τις μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών συμβολαίων ανά κατηγορία και τον αριθμό των διαπραγματευτών σε κάθε κατηγορία.
Οι εκθέσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 και στην παράγραφο 1α πρέπει να διακρίνονται επίσης σε:
α) θέσεις που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, περιορίζουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες· και
β) λοιπές θέσεις.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό της μορφής των αναφορών του στοιχείου α) της παραγράφου 1 και της παραγράφου 1α και του περιεχομένου των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με την παράγραφο 2.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει αυτά τα σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][56]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπών ή παραγώγων αυτών, η αναφορά δεν θίγει τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της οδηγίας 2003/87/ΕΚ.
4α. Η Επιτροπή καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με μέτρα τα οποία επιβάλλουν την αποστολή όλων των εκθέσεων του στοιχείου α) της παραγράφου 1 στην ΕΑΚΑΑ σε προκαθορισμένο χρόνο της εβδομάδας για την κεντρική τους δημοσίευση από την ΕΑΚΑΑ.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων μέχρι τις [...]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
5. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό των ορίων που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 και τη βελτίωση των κατηγοριών των μελών, των συμμετεχόντων ή των πελατών που αναφέρονται στην παράγραφο 3.
▌
5α. Η Επιτροπή καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό των μέτρων τα οποία επιβάλλουν την αποστολή όλων των εκθέσεων του στοιχείου α) της παραγράφου 1 στην ΕΑΚΑΑ σε προκαθορισμένο χρόνο της εβδομάδας για την κεντρική τους δημοσίευση από την ΕΑΚΑΑ.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [...]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Τίτλος V
Υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων
Τμήμα 1
Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
Άρθρο 61
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας
1. Τα κράτη μέλη απαιτούν η παροχή υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που αναφέρεται στο παράρτημα Ι, Τμήμα Δ ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, να υπόκειται σε προηγούμενη χορήγηση άδειας σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας ενότητας. Η εν λόγω άδεια χορηγείται από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 69.
2. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη επιτρέπουν σε κάθε διαχειριστή αγοράς να εκτελεί τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων ενός εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης (ΕΜΔ), ενός παρόχου ενοποιημένου δελτίου (ΠΕΔ) ή ενός εγκεκριμένου μηχανισμού αναφορών (ΕΜΑ), υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης επαλήθευσης της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου. Η υπηρεσία αυτή περιλαμβάνεται στην άδεια λειτουργίας τους.
3. Τα κράτη μέλη εγγράφουν στο μητρώο όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά. Κάθε άδεια λειτουργίας γνωστοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.
Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο με όλους τους παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο κατάλογος περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες για τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ενημερώνεται τακτικά. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και τηρεί επικαιροποιημένο τον εν λόγω κατάλογο στον ιστότοπό της.
Όταν μια αρμόδια αρχή ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 64, η ανάκληση αυτή δημοσιεύεται στον κατάλογο επί περίοδο 5 ετών.
Άρθρο 62
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας
1. Το κράτος μέλος καταγωγής εξασφαλίζει ότι η άδεια λειτουργίας προσδιορίζει τις υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων τις οποίες επιτρέπεται να παρέχει ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων που επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές του σε επιπλέον υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων υποβάλλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας του.
2. Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιτρέπει στον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να παρέχει τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει λάβει άδεια σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Άρθρο 63
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αιτήσεων χορήγησης άδειας
1. Η αρμόδια αρχή δεν χορηγεί άδεια εάν δεν έχει πεισθεί πλήρως ότι ο αιτών πληροί όλες τις απαιτήσεις βάσει των διατάξεων που θεσπίζονται σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.
2. Ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων παρέχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο καθορίζονται μεταξύ άλλων τα είδη των σκοπουμένων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή, για να μπορέσει η αρμόδια αρχή να πεισθεί ότι ο πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχει λάβει, κατά τη στιγμή της αρχικής αδειοδότησης, όλα τα αναγκαία μέτρα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει με βάση τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.
3. Ο αιτών ενημερώνεται, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για να διευκρινίσει τα εξής:
α) τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στις αρμόδιες αρχές βάσει της παραγράφου 2, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος δραστηριοτήτων,
β) τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στις κοινοποιήσεις βάσει του άρθρου 65 παράγραφος 4.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [...].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
5. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες κοινοποίησης ή υποβολής των πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και στο άρθρο 65 παράγραφος 4.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως τις [...][57]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 64
Ανάκληση αδείας
Η αρμόδια αρχή μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων εάν ο πάροχος:
α) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός 12 μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει υπηρεσίες αναφοράς δεδομένων κατά τους προηγούμενους έξι μήνες, εκτός εάν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος προβλέπει ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει,
β) έλαβε άδεια βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο·
γ) δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων χορηγήθηκε η άδεια,
δ) έχει παραβεί σοβαρά ή συστηματικά τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.
Άρθρο 65
Απαιτήσεις για το διοικητικό όργανο παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
1. Τα μέλη του διοικητικού οργάνου των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν αρκετό χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το διοικητικό όργανο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων. Κάθε μέλος του διοικητικού οργάνου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί και να αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών.
Όταν ένας διαχειριστής αγοράς ζητεί άδεια λειτουργίας για ΕΜΔ, ΠΕΔ ή ΕΜΑ και τα μέλη του διοικητικού οργάνου του ΕΜΔ, του ΠΕΔ ή του ΕΜΑ συμπίπτουν με τα μέλη του διοικητικού οργάνου της ρυθμιζόμενης αγοράς, τα πρόσωπα αυτά τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του πρώτου εδαφίου.
2. Έως τις [...][58]*, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατευθυντήριες γραμμές για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού οργάνου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, λαμβάνοντας υπ' όψη τους διαφορετικούς ρόλους και καθήκοντα των εν λόγω μελών και την ανάγκη αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων ανάμεσα στα μέλη του διοικητικού οργάνου και τους χρήστες του ΕΜΔ, ΠΕΔ ή ΕΜΑ.
2α. Με την επιφύλαξη της εσωτερικής έννομης τάξης τους, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που εικάζεται ότι ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου παρέβη τις διατάξεις ή διέπραξε αδίκημα που αφορά ζητήματα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (ΕΕ) αριθ. …/…. [MiFIR], το μέλος αυτό μπορεί να διώκεται ατομικώς ενώπιον ποινικών ή αστικών δικαστηρίων.
3. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τον πάροχο υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων να γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή όλα τα μέλη του οικείου διοικητικού οργάνου και κάθε μεταβολή στα μέλη αυτού, καθώς και τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης της οντότητας με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
4. Το διοικητικό όργανο ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων είναι σε θέση να διασφαλίζει την ορθή και συνετή διαχείριση της οντότητας, κατά τρόπο που να προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και τα συμφέροντα των πελατών.
5. Η αρμόδια αρχή αρνείται την χορήγηση άδειας λειτουργίας εάν δεν έχει πεισθεί ότι το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων κατέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα εντιμότητας, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι οι προτεινόμενες αλλαγές στη διαχείριση του παρόχου δύναται να αποτελέσουν απειλή για την ορθή και συνετή διαχείριση, το συμφέρον των πελατών και την ακεραιότητα της αγοράς.
Τμήμα 2
Οροι για τους εγκεκριμένους μηχανισμούς δημοσίευσης (ΕΜΔ)
Άρθρο 66
Οργανωτικές απαιτήσεις
1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους ΕΜΔ να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διευθετήσεις για τη δημοσίευση των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει των άρθρων 19 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [MiFIR] όσο το δυνατόν περισσότερο σε πραγματικό χρόνο, όσο είναι τεχνικά εφικτό, σε εύλογη εμπορική βάση. Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευση μιας συναλλαγής. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους ΕΜΔ να είναι σε θέση να διαδίδουν αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε μορφότυπο που ενισχύει την ενοποίηση των πληροφοριών αυτών με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές.
1α. Οι πληροφορίες που δημοσιεύονται από έναν ΕΜΔ σύμφωνα με την παράγραφο 1 περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
α) το αναγνωριστικό ή τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) την χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) την χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) τις επεξηγήσεις που συνοδεύουν την τιμή της συναλλαγής,
ζ) τον τόπο διαπραγμάτευσης όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή ή τον συστηματικό εσωτερικοποιητή στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC» (εξωχρηματιστηριακή),
η) αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
2. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΔ να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές διευθετήσεις, σχεδιασμένες για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες. Ειδικότερα, ο ΕΜΔ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις και εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλες διευθετήσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
3. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΔ να διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών πριν τη δημοσίευση. Οι ΕΜΔ διατηρούν επαρκείς πόρους και διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να διατηρούν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή.
4. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΔ να διαθέτουν συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
5. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική εναρμόνιση της παραγράφου 1, η ΕΑΚΑΑ συντάσσει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό κοινών μορφότυπων, προτύπων και τεχνικών διευθετήσεων που να διευκολύνουν την ενοποίηση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις [...][59]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
6. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 για την αποσαφήνιση της έννοιας της εύλογης εμπορικής βάσης για τη δημοσίευση των πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.
7. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με :
α) τα μέσα με τα οποία οι ΕΜΔ δύνανται να συμμορφώνονται με την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1,
β) το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει της παραγράφου 1.
Τμήμα 3
Οροι για τους παρόχους ενοποιημένων δελτίων (ΠΕΔ)
Άρθρο 67
Οργανωτικές απαιτήσεις
1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους ΠΕΔ να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διευθετήσεις για τη συγκέντρωση των δημοσιευμένων πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/... [MiFIR], να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν περισσότερο σε πραγματικό χρόνο, με βάση τις τεχνικές δυνατότητες, σε εύλογη εμπορική βάση, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακόλουθων λεπτομερειών:
α) το αναγνωριστικό ή τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) την χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) την χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον τόπο διαπραγμάτευσης όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή ή τον συστηματικό εσωτερικοποιητή στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC» (εξωχρηματιστηριακή),
ζα) όπου κρίνεται σκόπιμο, το σύστημα αυτοματοποιημένων συναλλαγών που δρομολόγησε τη συναλλαγή,
η) αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευση μιας συναλλαγής. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο ΠΕΔ να είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
2. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους ΠΕΔ να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διευθετήσεις για τη συγκέντρωση των δημοσιευμένων πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/... [MiFIR], να τις ενοποιούν σε μια συνεχή ροή ηλεκτρονικών δεδομένων και τις καθιστούν διαθέσιμες στο κοινό όσο το δυνατόν περισσότερο σε πραγματικό χρόνο, με βάση τις τεχνικές δυνατότητες, σε εύλογη εμπορική βάση, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των ακόλουθων λεπτομερειών:
α) το αναγνωριστικό ή τα χαρακτηριστικά αναγνώρισης του χρηματοπιστωτικού μέσου,
β) την τιμή στην οποία πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή,
γ) τον όγκο της συναλλαγής,
δ) την χρονική στιγμή της συναλλαγής,
ε) την χρονική στιγμή αναφοράς της συναλλαγής,
στ) την ένδειξη συμβόλου τιμής της συναλλαγής,
ζ) τον τόπο διαπραγμάτευσης όπου εκτελέστηκε η συναλλαγή ή τον συστηματικό εσωτερικοποιητή στον οποίο εκτελέστηκε η συναλλαγή ή διαφορετικά τον κωδικό «OTC» (εξωχρηματιστηριακή),
η) αν συντρέχει περίπτωση, μια ένδειξη ότι η συναλλαγή υπόκειται σε συγκεκριμένους όρους.
Οι πληροφορίες διατίθενται δωρεάν 15 λεπτά μετά τη δημοσίευση μιας συναλλαγής. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο ΠΕΔ να είναι σε θέση να διαδίδει αποτελεσματικά και με συνέπεια τις πληροφορίες αυτές, κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η ταχεία πρόσβαση στις πληροφορίες, χωρίς διακριτική μεταχείριση και σε γενικά αποδεκτούς μορφότυπους που είναι διαλειτουργικοί, εύκολα προσβάσιμοι και εύχρηστοι για τους συμμετέχοντες στην αγορά.
3. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο ΠΕΔ να διασφαλίζει ότι τα παρεχόμενα δεδομένα ενοποιούνται από όλες τις ρυθμιζόμενες αγορές, τους ΠΜΔ, τους ΟΜΔ και τους ΕΜΔ και για τα χρηματοπιστωτικά μέσα που καθορίζονται από τις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις βάσει της παραγράφου 8 στοιχείο γ).
4. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΠΕΔ να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές διευθετήσεις, σχεδιασμένες για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων. Ειδικότερα, ο διαχειριστής αγοράς ή ο ΕΜΔ, που διαχειρίζεται παράλληλα και ενοποιημένο δελτίο, επεξεργάζεται όλες τις συγκεντρωμένες πληροφορίες με τρόπο που να μην εισάγει διακρίσεις και θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικές διευθετήσεις για τον διαχωρισμό των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
5. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο ΠΕΔ να διαθέτει ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών και την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί ο ΠΕΔ να διατηρεί επαρκείς πόρους και να διαθέτει εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχει και να διατηρεί τις υπηρεσίες του ανά πάσα στιγμή.
6. Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεκτική εναρμόνιση των παραγράφων 1 και 2, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για τον καθορισμό προτύπων δεδομένων και μορφοτύπων για τις πληροφορίες προς δημοσίευση σύμφωνα με τα άρθρα 5, 9, 19 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], συμπεριλαμβανομένου του αναγνωριστικού του μέσου, της τιμής, της ποσότητας, της χρονικής στιγμής, της ένδειξης συμβόλου τιμής, του αναγνωριστικού του τόπου και δεικτών για τους συγκεκριμένους όρους στους οποίους υπόκεινται οι συναλλαγές, καθώς επίσης τεχνικές διευθετήσεις προώθησης της αποτελεσματικής και συνεκτικής διάδοσης των πληροφοριών με τρόπο που να διασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση και χρήση για τους συμμετέχοντες στην αγορά, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού πρόσθετων υπηρεσιών τις οποίες ο ΠΕΔ θα μπορούσε να εκτελέσει, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα της αγοράς.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει το σχέδιο ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο στην Επιτροπή μέχρι τις [...][60]* ως προς τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και μέχρι τις [...][61]** ως προς τις πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εκδίδει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
7. Η Επιτροπή ▌ εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με την αποσαφήνιση της έννοιας της εύλογης εμπορικής βάσης για την παροχή πρόσβασης σε ροές δεδομένων, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.
8. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται για την έκδοση πράξεων κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα που καθορίζουν:
α) τα μέσα με τα οποία οι ΠΕΔ δύνανται να συμμορφώνονται με την υποχρέωση πληροφόρησης, όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2,
β) το περιεχόμενο των πληροφοριών που δημοσιεύονται βάσει των παραγράφων 1 και 2,
γ) ▌ τα δεδομένα χρηματοπιστωτικών μέσων που πρέπει να παρέχονται στη ροή δεδομένων,
δ) άλλα μέσα για τη διασφάλιση της συνέπειας των δεδομένων που δημοσιεύονται από διαφορετικούς ΠΕΔ, και της δυνατότητας διεξοδικής αντιστοίχισης και διασταύρωσης με παρόμοια δεδομένα από άλλες πηγές καθώς και άθροισης σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 67α
Ενιαία ενοποιημένη βάση δεδομένων
1. Έως τις […][62]*, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με τη διαθεσιμότητα υψηλής ποιότητας μετασυναλλακτικών πληροφοριών που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../... [MiFIR] σε ενοποιημένο μορφότυπο που να καλύπτει όλη την αγορά σύμφωνα με φιλικά προς τον χρήστη πρότυπα και σε εύλογο κόστος.
2. Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι μετασυναλλακτικές πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19 δεν είναι διαθέσιμες ή υψηλής ποιότητας ή δεν καλύπτουν όλη την αγορά, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει αρνητική γνωμοδότηση.
3. Εντός τριών μηνών από τη λήψη της αρνητικής γνωμοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 2, η Επιτροπή εγκρίνει πράξη κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 94, σχετικά με τα μέτρα που καθορίζουν τη θέσπιση ενιαίας οντότητας που θα διαχειρίζεται ένα ενοποιημένο δελτίο για μετασυναλλακτικές πληροφορίες οι οποίες δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 19.
4. Έως τις […][63]**, η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή γνωμοδότηση σχετικά με τη διαθεσιμότητα μετασυναλλακτικών πληροφοριών υψηλής ποιότητας οι οποίες δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. .../... [MiFIR] σε ενοποιημένο μορφότυπο που καλύπτει όλη την αγορά σύμφωνα με φιλικά προς τον χρήστη πρότυπα και σε εύλογο κόστος.
5. Όταν η ΕΑΚΑΑ θεωρεί ότι οι μετασυναλλακτικές πληροφορίες που δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20 δεν είναι διαθέσιμες ή υψηλής ποιότητας ή δεν καλύπτουν όλη την αγορά, η ΕΑΚΑΑ εκδίδει αρνητική γνωμοδότηση.
6. Εντός τριών μηνών από τη λήψη της αρνητικής γνωμοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο 5, η Επιτροπή εγκρίνει πράξη κατ' εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 94, σχετικά με τα μέτρα που καθορίζουν τη θέσπιση ενιαίας οντότητας που θα διαχειρίζεται ένα ενοποιημένο δελτίο για μετασυναλλακτικές πληροφορίες οι οποίες δημοσιεύονται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 20.
Τμήμα 4
Οροι για τους ΕΜΑ
Άρθρο 68
Οργανωτικές απαιτήσεις
1. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί από τους ΕΜΑ να διαθέτουν κατάλληλες πολιτικές και διευθετήσεις για την αναφορά των πληροφοριών που απαιτούνται βάσει του άρθρου 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] το ταχύτερο δυνατόν και όχι αργότερα από το τέλος της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Οι πληροφορίες αυτές αναφέρονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] σε εύλογη εμπορική βάση.
2. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΑ να θεσπίσουν και να διατηρούν αποτελεσματικές διοικητικές διευθετήσεις, σχεδιασμένες για την αποφυγή της σύγκρουσης συμφερόντων με τους πελάτες τους. Ειδικότερα, ο ΕΜΑ που είναι επίσης διαχειριστής αγοράς ή η επιχείρηση επενδύσεων χειρίζεται όλες τις συλλεγόμενες πληροφορίες κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, και εφαρμόζει και διατηρεί κατάλληλες διευθετήσεις διαχωρισμού των διαφορετικών επιχειρηματικών λειτουργιών.
3. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΔ να διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς ασφαλείας σχεδιασμένους για τη διασφάλιση των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών ▌. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΑ να διατηρούν επαρκείς πόρους και να διαθέτουν εφεδρικές εγκαταστάσεις προκειμένου να παρέχουν και να διατηρούν τις υπηρεσίες τους ανά πάσα στιγμή.
4. Το κράτος μέλος καταγωγής απαιτεί οι ΕΜΑ να διαθέτουν συστήματα που να μπορούν να ελέγχουν αποτελεσματικά αν οι αναφορές συναλλαγών είναι πλήρεις, να εντοπίζουν παραλείψεις και εμφανή σφάλματα και να ζητούν την εκ νέου διαβίβαση τυχόν εσφαλμένων αναφορών.
5. Η Επιτροπή εγκρίνει, μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 94, μέτρα που καθορίζουν τι συνιστά μια εύλογη εμπορική βάση για την αναφορά πληροφοριών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1.
ΤΙΤΛΟΣ VI
Αρμόδιες αρχές
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι
ΟΡΙΣΜΟΣ, ΕΞΟΥΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Άρθρο 69
Ορισμός των αρμόδιων αρχών
1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει τις αρμόδιες αρχές που θα ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διάφορες διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την ταυτότητα των αρμοδίων αρχών που είναι υπεύθυνες για την άσκηση ενός εκάστου από τα καθήκοντα αυτά, καθώς και τυχόν κατανομή των εν λόγω καθηκόντων.
2. Οι αρμόδιες αρχές της παραγράφου 1 είναι δημόσιες αρχές, με την επιφύλαξη της μεταβίβασης των καθηκόντων τους σε άλλες οντότητες στις περιπτώσεις στις οποίες αυτό προβλέπεται ρητά στο άρθρο 29 παράγραφος 4.
Κάθε ανάθεση καθηκόντων σε οντότητες πλην των αρχών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν πρέπει να συνεπάγεται ούτε την άσκηση δημόσιας εξουσίας, ούτε τη χρήση διακριτικής ευχέρειας εκτίμησης. Τα κράτη μέλη απαιτούν, πριν από τη μεταβίβαση, οι αρμόδιες αρχές να λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα ώστε να εξασφαλίζουν ότι η οντότητα στην οποία θα ανατεθούν τα καθήκοντα έχει τις αναγκαίες ικανότητες και μέσα για την αποτελεσματική εκπλήρωση όλων των καθηκόντων της και ότι η ανάθεση χωρεί μόνον εφόσον έχει θεσπιστεί ένα σαφώς ορισμένο και τεκμηριωμένο πλαίσιο για την άσκηση των μεταβιβαζόμενων καθηκόντων, το οποίο ορίζει τα καθήκοντα που πρέπει να αναληφθούν και τους όρους υπό τους οποίους πρόκειται να εκπληρωθούν. Στους εν λόγω όρους περιλαμβάνεται ρήτρα με την οποία η οντότητα αυτή υποχρεούται να ενεργεί και να οργανώνεται κατά τρόπον ώστε να αποφεύγεται η σύγκρουση συμφερόντων και οι πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την εκπλήρωση των μεταβιβαζόμενων καθηκόντων να μην χρησιμοποιούνται κατά τρόπο αθέμιτο ή παρεμποδίζοντα τον ανταγωνισμό. Την τελική ευθύνη για την επίβλεψη της συμμόρφωσης προς την παρούσα οδηγία και τα μέτρα της εφαρμογής, φέρει η αρμόδια αρχή ή οι αρχές που ορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή, την ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών για κάθε ρύθμιση που αφορά την ανάθεση καθηκόντων, καθώς και τους ακριβείς όρους που διέπουν την εν λόγω ανάθεση.
3. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο των αρμοδίων αρχών περί των οποίων οι παράγραφοι 1 και 2.
Άρθρο 70
Συνεργασία μεταξύ αρχών στο ίδιο κράτος μέλος
Εάν κράτος μέλος αναθέτει σε περισσότερες της μιας αρμόδιες αρχές την εφαρμογή μιας διάταξης της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], οι αντίστοιχοι ρόλοι των αρχών αυτών προσδιορίζονται σαφώς και αυτές συνεργάζονται στενά.
Κάθε κράτος μέλος απαιτεί να υπάρχει επίσης στενή συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και των αρμόδιων αρχών που ευθύνονται σε αυτό το κράτος μέλος για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και των λοιπών χρηματοπιστωτικών οργανισμών, των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ΟΣΕΚΑ, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των λειτουργιών και των καθηκόντων τους.
Άρθρο 71
Εξουσίες των αρμόδιων αρχών
1. Στις αρμόδιες αρχές παρέχονται όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι αναγκαίες για την άσκηση των καθηκόντων τους. Εντός των ορίων που θέτουν τα εθνικά τους νομικά πλαίσια, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις εξουσίες αυτές:
α) άμεσα ή σε συνεργασία με άλλες αρχές·
β) υπό την ευθύνη τους αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί αρμοδιότητες βάσει του άρθρου 69 παράγραφος 2· ή
γ) κατόπιν αιτήσεως στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
2. Οι εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα δικαιώματα:
α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, συμπεριλαμβανομένων των καταγραφών του άρθρου 16 παράγραφος 7, ενδέχεται να σχετίζεται με την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων, υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του·
β) να απαιτούν την παροχή πληροφοριών από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες·
γ) διενέργεια επιτόπιων ελέγχων·
γα) διεξαγωγή δραστηριοτήτων ψευδοπελάτη·
δ) να απαιτούν κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων ή τα αντίστοιχα αρχεία που προβλέπονται στο άρθρο 16 παράγραφος 7 που κατέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι τα εν λόγω σχετιζόμενα με το αντικείμενο της επιθεώρησης αρχεία μπορεί να σχετίζονται με την απόδειξη παραβίασης από την πλευρά της επιχείρησης επενδύσεων των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει βάσει της παρούσας οδηγίας· τα εν λόγω αρχεία αφορούν ωστόσο μόνο το περιεχόμενο των ανακοινώσεων με τις οποίες σχετίζονται εφόσον η αποδέσμευση των στοιχείων αυτών είναι συμβατή με τις διασφαλίσεις προστασίας προσωπικών δεδομένων που ισχύουν βάσει της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας·
δα) να απαιτούν τη δέσμευση και/ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων
ε) να ζητούν την προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·
στ) να απαιτούν πληροφορίες από τους ελεγκτές λογαριασμών των επιχειρήσεων επενδύσεων και των ρυθμιζόμενων αγορών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας·
ζ) να ζητούν την άσκηση ποινικής δίωξης,
η) να επιτρέπουν σε ορκωτούς λογιστές ή εμπειρογνώμονες να διενεργούν εξακριβώσεις ή έρευνες·
θ) να απαιτούν την παροχή πληροφοριών συμπεριλαμβανομένης και κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από οιονδήποτε σχετικά με το μέγεθος και τον σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παράγωγου επί εμπορευμάτων, και για κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά.
3. Εάν για μια αίτηση αρχείων τηλεφωνικών κλήσεων ή διαβίβασης δεδομένων, υπό μορφή αναφερόμενη στο άρθρο 16 παράγραφος 7, που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο δ) του παρόντος άρθρου απαιτείται άδεια δικαστικής αρχής σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες, ζητείται η άδεια αυτή. Η εν λόγω άδεια μπορεί επίσης να ζητείται ως προληπτικό μέτρο.
4. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κατά την άσκηση των εξουσιών εποπτείας και έρευνας δυνάμει του παρόντος άρθρου διεξάγεται σύμφωνα με την οδηγία 95/46/EΚ.
Άρθρο 72
Διορθωτικά μέτρα στη διάθεση των αρμόδιων αρχών
Στις αρμόδιες αρχές παρέχεται η δυνατότητα να λάβουν όλα τα διορθωτικά μέτρα εποπτείας που είναι αναγκαία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Εντός των ορίων που θέτουν τα εθνικά τους νομικά πλαίσια, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες που μπορούν να ασκούνται κατά τους τρόπους που καθορίζονται στο άρθρο 71 παράγραφος 1:
α) να απαιτήσουν τη διακοπή κάθε πρακτικής ή συμπεριφοράς που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και την παύση επανάληψης της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς.
β) να απαιτήσουν τη δέσμευση ή/και την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων,
γ) να λάβουν κάθε είδους μέτρο για να εξασφαλίσουν ότι οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι ρυθμιζόμενες αγορές συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις εκ του νόμου απαιτήσεις,
δ) να ζητήσουν την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικού μέσου,
ε) να ζητήσουν την απόσυρση ενός χρηματοπιστωτικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιοδήποτε άλλο πλαίσιο συναλλαγών,
στ) να ζητήσουν από κάθε πρόσωπο που έχει παράσχει πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 71 παράγραφος 2 σημείο (i) να λάβει στη συνέχεια μέτρα για τη μείωση του μεγέθους της θέσης ή του ανοίγματος,
ζ) να περιορίσουν την ικανότητα οιοδήποτε προσώπου ή κατηγορίας προσώπων να εισέρχονται σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων που δεν εισάγουν διακρίσεις ως προς τις θέσεις ή τον αριθμό των εν λόγω συμβάσεων παραγώγων που κάθε δεδομένη κατηγορία προσώπων μπορεί να συνάψει για καθορισμένη χρονική περίοδο, όταν απαιτείται η διασφάλιση της ακεραιότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των επηρεαζόμενων αγορών,
η) να εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις.
ηα) να απαιτήσουν την καταβολή αποζημίωσης ή τη λήψη άλλων διορθωτικών μέτρων προκειμένου να αναπληρωθεί οιαδήποτε χρηματοοικονομική ζημία ή άλλη βλάβη που υφίσταται ένας επενδυτής λόγω οιασδήποτε πρακτικής ή συμπεριφοράς που αντίκειται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. .../... [MiFIR]·
ηβ) να αναστείλουν την εμπορία ή την πώληση επενδυτικών προϊόντων εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 [MiFIR] ή η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει μια ουσιαστική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή εάν καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο δεν συμμορφώθηκε προς το άρθρο 16 παράγραφος 3·
ηγ) να απαιτήσουν την απόσυρση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο επιχείρησης επενδύσεων ή διαχειριστή αγοράς.
Άρθρο 73
Διοικητικές κυρώσεις
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι οικείες αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… (MiFIR) ή τις εθνικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, και εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα μέτρα αυτά είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι διαχειριστές αγοράς είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα στα μέλη του διοικητικού οργάνου της επιχείρησης επενδύσεων και του διαχειριστή αγοράς και οιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ευθύνεται για την παράβαση βάσει της εθνικής νομοθεσίας.
3. Τα κράτη μέλη παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τις εν λόγω πληροφορίες σε ετήσια έκθεση.
4. Οσάκις η αρμόδια αρχή ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις, το παραπέμπει ταυτόχρονα στην ΕΑΚΑΑ.
5. Εάν μια δημοσιοποιηθείσα κύρωση αφορά επιχείρηση επενδύσεων αδειοδοτημένη βάσει της παρούσας οδηγίας, η ΕΑΚΑΑ προσθέτει μνεία της δημοσιοποιημένης κύρωσης στο μητρώο των επιχειρήσεων επενδύσεων που έχει δημιουργηθεί βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 3.
5α. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων σχετικά με τις διαδικασίες και τις μορφές υποβολής των πληροφοριών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλλει στην Επιτροπή τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων έως την [...][64]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 74
Δημοσιοποίηση κυρώσεων
Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση οποιαδήποτε κύρωση ή μέτρο επιβάλλεται λόγω παράβασης των διατάξεων του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …./… (MiFIR) ή των εθνικών διατάξεων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που αφορούν το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπεύθυνων προσώπων, εκτός αν αυτή η δημοσιοποίηση θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών. Εάν η δημοσίευση θα προξενούσε δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη, οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν τις κυρώσεις ανώνυμα.
Άρθρο 75
Παράβαση της απαίτησης για άδεια λειτουργίας και άλλες παραβάσεις
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η νομοθεσία, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές τους διατάξεις προβλέπουν κυρώσεις τουλάχιστον για τις εξής περιπτώσεις:
α) εκτέλεση επενδυτικών υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων ως τακτική απασχόληση ή επιχειρηματική δραστηριότητα σε επαγγελματική βάση χωρίς να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας κατά παράβαση του άρθρου 5,
β) απόκτηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε επιχείρηση επενδύσεων, ή περαιτέρω αύξηση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε επιχείρηση επενδύσεων, ούτως ώστε η αναλογία των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου ή μεριδίων κεφαλαίου να φθάνει ή να υπερβαίνει το 20%, 30% ή 50%, ή η επιχείρηση επενδύσεων να καθίσταται θυγατρική επιχείρηση (στο εξής «προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής»), χωρίς έγγραφη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία επιδιώκεται η απόκτηση ή η αύξηση ειδικής συμμετοχής, κατά παράβαση του πρώτου εδαφίου του άρθρου 11 παράγραφος 1,
γ) διάθεση, άμεσα ή έμμεσα, ειδικής συμμετοχής σε επιχείρηση επενδύσεων ή μείωση ειδικής συμμετοχής ούτως ώστε η αναλογία των κατεχόμενων δικαιωμάτων ψήφου ή μεριδίων κεφαλαίου να είναι μικρότερη από 20%, 30% ή 50% ή η επιχείρηση επενδύσεων να παύει να αποτελεί θυγατρική επιχείρηση, χωρίς έγγραφη κοινοποίηση στις αρμόδιες αρχές, κατά παράβαση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 11 παράγραφος 1,
δ) επιχείρηση επενδύσεων που απέκτησε άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 8 στοιχείο β),
ε) επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που ισχύουν για το διοικητικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1,
στ) το διοικητικό όργανο μιας επιχείρησης επενδύσεων δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 6,
ζ) επιχείρηση επενδύσεων η οποία, αφού πληροφορήθηκε την απόκτηση ή τη διάθεση συμμετοχών στο κεφάλαιό της οι οποίες αυξάνουν ή μειώνουν τα ποσοστά συμμετοχής πάνω ή κάτω από ένα από τα όρια του άρθρου 11 παράγραφος 1, δεν ενημέρωσε τις αρμόδιες αρχές σχετικά με αυτές τις πράξεις απόκτησης ή διάθεσης συμμετοχών, κατά παράβαση του άρθρου 11 παράγραφος 3,
η) επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν κοινοποιεί, τουλάχιστον μια φορά ετησίως, στις αρμόδιες αρχές τα ονόματα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές καθώς και τα ποσοστά των συμμετοχών αυτών, κατά παράβαση του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 11 παράγραφος 3,
θ) επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν διαθέτει οργανωτική απαίτηση σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 16 και 17,
ι) επιχείρηση επενδύσεων η οποία δεν προσδιορίζει, δεν αποτρέπει, δεν διαχειρίζεται και δεν αποκαλύπτει συγκρούσεις συμφερόντων σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 23,
ια) ΠΜΔ ή ΟΜΔ που δεν έχει θεσπίσει κανόνες, διαδικασίες και διευθετήσεις ή δεν συμμορφώνεται με τις οδηγίες σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 18, 19 και 20,
ιβ) επιχείρηση επενδύσεων που ▌ δεν παρέχει πληροφορίες ή αναφορές σε πελάτες και δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις για την αξιολόγηση της καταλληλότητας ή της συμβατότητας σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 24 και 25,
ιγ) επιχείρηση επενδύσεων που αποδέχεται ή λαμβάνει αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά οφέλη κατά παράβαση των εθνικών διατάξεων εφαρμογής των άρθρων 19 παράγραφοι 5 και 6,
ιδ) επιχείρηση επενδύσεων που ▌ δεν επιτυγχάνει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες κατά την εκτέλεση εντολών ή δεν θεσπίζει διευθετήσεις σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής των άρθρων 27 και 28,
ιε) εκμετάλλευση ρυθμιζόμενης αγοράς χωρίς άδεια λειτουργίας, κατά παράβαση του άρθρου 47,
ιστ) το διοικητικό όργανο διαχειριστή αγοράς δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 6,
ιζ) ρυθμιζόμενη αγορά ή διαχειριστής αγοράς που δεν διαθέτει διευθετήσεις, συστήματα, κανόνες και διαδικασίες ούτε επαρκείς οικονομικούς πόρους σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 50,
ιη) ρυθμιζόμενη αγορά ή διαχειριστής αγοράς που δεν διαθέτει συστήματα, διαδικασίες, διευθετήσεις και κανόνες ή δεν παρέχει πρόσβαση στα δεδομένα σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 51 ή δεν εφαρμόζει το καθεστώς της ελάχιστης μεταβολής τιμών που απαιτείται βάσει του άρθρου 51α,
ιη α) το διοικητικό όργανο παρόχου υπηρεσιών δεδομένων δεν εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το άρθρο 65·
ιη β) ΕΜΔ, ΠΕΔ ή ΕΜΑ που δεν ανταποκρίνεται στις οργανωτικές απαιτήσεις των άρθρων 66, 67 ή 68·
ιθ) ρυθμιζόμενη αγορά, διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων που ▌ δεν δημοσιεύει πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 3, 5, 7 ή 9 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [MiFIR],
κ) επιχείρηση επενδύσεων που ▌ δεν δημοσιεύει πληροφορίες σύμφωνα με τα άρθρα 13, 17, 19 και 20 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [MiFIR],
κα) επιχείρηση επενδύσεων που ▌ δεν αναφέρει συναλλαγές στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 23 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [MiFIR],
κβ) χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος και μη χρηματοοικονομικός αντισυμβαλλόμενος που ▌ δεν διαπραγματεύεται παράγωγα σε τόπους διαπραγμάτευσης σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR],
κγ) κεντρικός αντισυμβαλλόμενος που ▌ δεν παρέχει πρόσβαση στις υπηρεσίες συμψηφισμού σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR],
κδ) ρυθμιζόμενη αγορά, διαχειριστής αγοράς ή επιχείρηση επενδύσεων που δεν παρέχει πρόσβαση σε πληροφορίες συναλλαγών σύμφωνα με το άρθρο 29 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR],
κε) πρόσωπο με ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί κριτηρίων αναφοράς, το οποίο δεν παρέχει πρόσβαση σε ένα κριτήριο αναφοράς σύμφωνα με το άρθρο 30 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR],
κστ) μια επιχείρηση επενδύσεων που προωθεί, διανέμει ή πωλεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή πραγματοποιεί έναν τύπο χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας ή υιοθετεί πρακτική κατά παράβαση των απαγορεύσεων ή των περιορισμών που επιβάλλονται βάσει των άρθρων 31 ή 32 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR],
κστ α) φυσικό πρόσωπο που είναι μέλος του διοικητικού οργάνου διαχειριστή αγοράς ή επιχείρησης επενδύσεων το οποίο λαμβάνει γνώση οιωνδήποτε παραβιάσεων αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο και αποφασίζει να μην τις καταγγείλει στην αρμόδια αρχή.
2. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, η νομοθεσία, οι κανονισμοί ή οι διοικητικές τους διατάξεις προβλέπουν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον των εξής:
α) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης,
β) διαταγή προς το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και μη επανάληψή της στο μέλλον,
γ) σε περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων, ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 8,
δ) προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού οργάνου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου της επιχείρησης επενδύσεων που ασκεί καθήκοντα διαχείρισης σε επιχειρήσεις επενδύσεων,
δα) προσωρινή απαγόρευση μιας επιχείρησης επενδύσεων να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ και ΟΜΔ·
ε) σε περίπτωση νομικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και 15% του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του νομικού προσώπου κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο· σε περίπτωση νομικού προσώπου που είναι θυγατρική μητρικής επιχείρησης, ο σχετικός συνολικός ετήσιος κύκλος εργασιών αντιστοιχεί στον συνολικό ετήσιο κύκλο εργασιών που προκύπτει από τους ενοποιημένους λογαριασμούς της τελικής μητρικής επιχείρησης κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο,
στ) σε περίπτωση φυσικού προσώπου, διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι το ποσό των 10.000.000 ευρώ ή, στα κράτη μέλη όπου το ευρώ δεν είναι το επίσημο νόμισμα, αντίστοιχη αξία στο εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος της παρούσας οδηγίας,
ζ) διοικητικά χρηματικά πρόστιμα μέχρι και το δεκαπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, εφόσον το όφελος μπορεί να προσδιοριστεί.
▌
2α. Τα κράτη μέλη δύνανται να εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν κυρώσεις άλλης φύσεως ή να επιβάλλουν κυρώσεις που υπερβαίνουν τα ποσά που αναφέρονται στα στοιχεία ε), στ) και ζ) της παραγράφου 2, εφόσον οι κυρώσεις αυτές είναι συμβατές με το άρθρο 76.
2β. Τα κράτη μέλη εξουσιοδοτούν τις αρμόδιες αρχές να επιβάλλουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για παραβιάσεις της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού ΕΕ αριθ. .../... [MiFIR], οι οποίες δεν αναφέρονται στην παράγραφο 1.
Άρθρο 76
Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,
β) ο βαθμός ευθύνης του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου,
γ) η οικονομική ισχύς του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του υπαίτιου φυσικού προσώπου,
δ) η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
ε) οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν,
στ) ο βαθμός συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την αρμόδια αρχή,
ζ) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.
2. Η ΕΑΚΑΑ εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές έως τις […][65]* που απευθύνονται στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, σχετικά με τους τύπους διοικητικών μέτρων και κυρώσεων και το ύψος των διοικητικών χρηματικών προστίμων
2α. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις αρμοδιότητες των αρμόδιων αρχών να κινούν ποινικές διαδικασίες ή να επιβάλλουν ποινικές κυρώσεις όταν εξουσιοδοτούνται από την εθνική νομοθεσία να ενεργήσουν με αυτόν τον τρόπο. Κάθε ποινική κύρωση που επιβάλλεται λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της φύσης και του επιπέδου οιασδήποτε διοικητικής κύρωσης επιβληθεί επιπροσθέτως.
Άρθρο 77
Καταγγελίες παραβάσεων
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές θεσπίζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για την ενθάρρυνση της καταγγελίας ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των διατάξεων του κανονισμού …/… (MiFIR) και των εθνικών διατάξεων εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.
Οι εν λόγω μηχανισμοί περιλαμβάνουν τουλάχιστον:
α) ειδικές διαδικασίες για τη παραλαβή και την περαιτέρω παρακολούθηση των καταγγελιών,
β) κατάλληλη προστασία για εργαζομένους χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι καταγγέλλουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, συμπεριλαμβανομένης της ανωνυμίας, όπου απαιτείται·
γ) προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τόσο του προσώπου που καταγγέλλει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται ότι διέπραξε παράβαση, σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ.
2. Τα κράτη μέλη απαιτούν από τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να θεσπίζουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να μπορούν οι εργαζόμενοί τους να καταγγέλλουν παραβάσεις εσωτερικά, μέσω ειδικού διαύλου.
2α. Οι κανόνες εμπιστευτικότητας δεν αποτελούν αποτρεπτικό παράγοντα για έναν εργαζόμενο όσον αφορά την καταγγελία παραβιάσεων που έχουν διαπραχθεί εντός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού. Οιαδήποτε πληροφορία συμβάλλει στην απόδειξη των παραβιάσεων που διαπράχθηκαν εντός του χρηματοπιστωτικού οργανισμού παύει να θεωρείται εμπιστευτική, και η καλόπιστη αποκάλυψη της εν λόγω πληροφορίας δεν θεμελιώνει κανενός είδους ευθύνη των προσώπων που την αποκάλυψαν.
▌
Άρθρο 79
Δικαίωμα προσφυγής
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε κάθε απόφαση που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… (MiFIR) ή με τις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να υπόκειται σε δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου ισχύει επίσης εάν δεν ληφθεί απόφαση, σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.
2. Τα κράτη μέλη προβλέπουν ότι ένας ή περισσότεροι από τους ακόλουθους φορείς, όπως ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, μπορούν, προς το συμφέρον των καταναλωτών και σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να προσφύγουν επίσης στα δικαστήρια ή στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς προκειμένου να εξασφαλίσουν την τήρηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και των εθνικών διατάξεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας
α) δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους,
β) οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον στην προστασία των καταναλωτών,
γ) επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για την προστασία των μελών τους.
Άρθρο 80
Εξωδικαστική επίλυση των διαφορών των επενδυτών
1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν για τη θέσπιση αποτελεσματικών διαδικασιών υποβολής καταγγελιών και προσφυγής για την εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών που αφορούν την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών από επιχειρήσεις επενδύσεων, με τη χρησιμοποίηση υφιστάμενων φορέων όταν συντρέχει η περίπτωση. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων προσχωρούν σε έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω φορείς που εφαρμόζουν τις εν λόγω διαδικασίες υποβολής καταγγελιών και προσφυγής.
2. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω φορείς συνεργάζονται ενεργά με τους ομολόγους τους σε άλλα κράτη μέλη για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.
3. Οι αρμόδιες αρχές κοινοποιούν στην ΕΑΚΑΑ την καταγγελία και τις διαδικασίες επανόρθωσης κατά την παράγραφο 1 που είναι διαθέσιμες υπό τη δικαιοδοσία της.
Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο όλων των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών.
Άρθρο 81
Επαγγελματικό απόρρητο
1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό των αρμόδιων αρχών ή των φορέων στους οποίους έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα βάσει του άρθρου 69 παράγραφος 2, καθώς και οι εντεταλμένοι από τις αρμόδιες αρχές ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων επιχειρήσεων επενδύσεων, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που εμπίπτουν στο εθνικό ποινικό δίκαιο ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
2. Όταν πρόκειται για επιχείρηση επενδύσεων, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να κοινολογούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.
3. Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλει το εθνικό ποινικό δίκαιο, οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα εκτός των αρμοδίων αρχών που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί των αρμόδιων αρχών, εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για το σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι υπόψη πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η αρμόδια αρχή ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.
4. Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και με άλλες οδηγίες ή κανονισμούς που εφαρμόζονται σε επιχειρήσεις επενδύσεων, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές εταιρείες, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, ή διαφορετικά με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.
5. Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές να ανταλλάσσουν ή να διαβιβάζουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμοδία αρχή άλλου κράτους μέλους.
Άρθρο 82
Σχέσεις με ελεγκτές
1. Τα κράτη μέλη προβλέπουν τουλάχιστον ότι κάθε πρόσωπο που έχει λάβει άδεια κατά την έννοια της όγδοης οδηγίας 84/253/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1984, για τη χορήγηση άδειας στους υπεύθυνους για τον νόμιμο έλεγχο των λογιστικών εγγράφων[66], το οποίο εκτελεί σε επιχείρηση επενδύσεων τα καθήκοντα του άρθρου 51 της τέταρτης οδηγίας 78/660/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Ιουλίου 1978, περί των ετησίων λογαριασμών εταιρειών ορισμένων μορφών[67], στο άρθρο 37 της οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή στο άρθρο 73 της οδηγίας 2009/65/ΕΚ ή οποιαδήποτε άλλη εκ του νόμου προβλεπόμενη αποστολή, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στις αρμόδιες αρχές κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με την εν λόγω επιχείρηση της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και η οποία ενδέχεται να:
α) συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορηγήσεως άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων·
β) θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων·
γ) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση των επιφυλάξεων.
Το πρόσωπο αυτό υποχρεούται επίσης να αναφέρει κάθε γεγονός ή απόφαση της οποίας έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του πρώτου εδαφίου σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με επιχείρηση επενδύσεων στην οποία επιτελεί επίσης ελεγκτική αποστολή.
2. Η καλόπιστη αναφορά στις αρμόδιες αρχές, από τα πρόσωπα που έχουν λάβει άδεια κατά την έννοια της οδηγίας 84/253/ΕΟΚ, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΑΚΑΑ
Άρθρο 83
Υποχρέωση συνεργασίας
1. Οι αρμόδιες αρχές των διαφόρων κρατών μελών συνεργάζονται μεταξύ τους, όποτε είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] είτε στην εθνική νομοθεσία.
Οι αρμόδιες αρχές επικουρούν τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.
Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ιδίως της ανταλλαγής πληροφοριών τα κράτη μέλη καθορίζουν μία μόνο αρμόδια αρχή ως σημείο επικοινωνίας για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR]. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή, στην ΕΑΚΑΑ και στα άλλα κράτη μέλη τα ονόματα των αρχών που έχουν οριστεί να παραλαμβάνουν αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας βάσει της παρούσας παραγράφου. Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει και ενημερώνει συνεχώς στον ιστότοπό της κατάλογο αυτών των αρχών.
2. Στην περίπτωση όπου, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς ΠΜΔ ή ΟΜΔ η οποία έχει δημιουργήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών καταγωγής και υποδοχής της ρυθμιζόμενης αγοράς συνάπτουν ανάλογες ρυθμίσεις συνεργασίας.
3. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνουν τη συνδρομή που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ασκούν τις εξουσίες τους για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν σε αυτό το κράτος μέλος.
4. Εάν αρμόδια αρχή έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς την παρούσα οδηγία ή τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το κοινοποιεί με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ. Η αρμόδια αρχή που λαμβάνει την κοινοποίηση προβαίνει στις δέουσες ενέργειες. Ενημερώνει την αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις. Η παρούσα παράγραφος δεν θίγει τις αρμοδιότητες της κοινοποιούσας αρμόδιας αρχής.
5. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 4, οι αρμόδιες αρχές γνωστοποιούν στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές τις λεπτομέρειες των εξής:
α) τυχόν αιτημάτων για τον περιορισμό του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο στ),
β) τυχόν ορίων της ικανότητας προσώπων να εισέλθουν σε ένα μέσο σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο ζ).
Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες του αιτήματος σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο στ) συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς και το εύρος των ορίων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο ζ) συμπεριλαμβανομένων του προσώπου ή της κατηγορίας των εμπλεκόμενων προσώπων, των εφαρμοστέων χρηματοπιστωτικών μέσων, τυχόν ποσοτικών μέτρων ή ανώτατων ορίων όπως ο μέγιστος αριθμός των συμβάσεων ή οι ανοιχτές θέσεις που μπορούν να συνάπτουν τα πρόσωπα πριν την υπέρβαση ενός ορίου, τυχόν εξαιρέσεις και τους λόγους αυτών.
Οι γνωστοποιήσεις πραγματοποιούνται τουλάχιστον 24 ώρες πριν την προβλεπόμενη εφαρμογή των δράσεων ή των μέτρων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι αρμόδιες αρχές μπορούν να προβούν σε γνωστοποίηση λιγότερο από 24 ώρες πριν την προβλεπόμενη εφαρμογή του μέτρου όταν δεν είναι δυνατή η γνωστοποίηση 24 ώρες πριν.
Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους που λαμβάνει γνωστοποίηση βάσει της παρούσας παραγράφου μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 72 παράγραφος 1 στοιχείο στ) ή ζ) εάν πληρούται η προϋπόθεση ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η αρμόδια αρχή προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο όταν προτείνει τη λήψη μέτρων.
Εάν μια δράση βάσει των στοιχείων α) ή β) σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η αρμόδια αρχή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας ο οποίος έχει συσταθεί βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.
6. Όσον αφορά τα δικαιώματα εκπομπών, οι αρμόδιες αρχές πρέπει να συνεργάζονται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την επιτήρηση της συμμόρφωσης με την οδηγία 2003/87/ΕΚ ώστε να εξασφαλιστεί ότι αποκτούν ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπών.
7. Η Επιτροπή, μετά από διαβούλευση με την ΕΑΚΑΑ, εξουσιοδοτείται να εκδίδει κατ' εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 94 σχετικά με μέτρα για τον καθορισμό των κριτηρίων βάσει των οποίων η λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς σε κράτος μέλος υποδοχής μπορεί να θεωρηθεί ουσιώδους σημασίας για τη λειτουργία των αγορών κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.
8. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες των μηχανισμών συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις […][68]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 84
Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε δραστηριότητες εποπτείας, επιτόπιες εξακριβώσεις ή έρευνες
1 Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σε δραστηριότητα εποπτείας ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση επιχειρήσεων επενδύσεων που αποτελούν εξ αποστάσεως μέλη ρυθμιζόμενης αγοράς, η αρμόδια αρχή δύναται να επιλέξει να απευθυνθεί απευθείας σε αυτά, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμοδία αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους.
Όταν υποβάλλεται σε αρμόδια αρχή αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, η εν λόγω αρχή, ενεργώντας στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της:
α) προβαίνει η ίδια στη ζητούμενη εξακρίβωση ή έρευνα· επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα·
β) επιτρέπει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση ή έρευνα.
2. Με σκοπό τη σύγκλιση των μεθόδων εποπτείας, το προσωπικό της ΕΑΚΑΑ μπορεί να συμμετέχει στις δραστηριότητες των εποπτικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των επιτοπίων εξακριβώσεων ή ερευνών, που διενεργούνται από κοινού από δυο ή περισσότερες αρμόδιες αρχές δυνάμει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
3. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τις πληροφορίες που πρέπει να ανταλλάσσονται μεταξύ αρμοδίων αρχών όταν αυτές συνεργάζονται στο πλαίσιο των εποπτικών τους δραστηριοτήτων, επιτόπιων ελέγχων και ερευνών.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][69]*. Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με ▌ τα άρθρα 10 έως 14 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τα τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, επιτόπιους ελέγχους και έρευνες.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...].
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 85
Ανταλλαγή πληροφοριών
1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οι οποίες έχουν ορισθεί ως σημεία επαφής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] βάσει του άρθρου 83 παράγραφος 1 ανταλλάσσουν αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών που έχουν ορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 69 παράγραφος 1, τα οποία προβλέπονται από τις διατάξεις που θεσπίζονται κατ' εφαρμογή της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
Οι αρμόδιες αρχές που ανταλλάσσουν πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] μπορούν να ορίζουν κατά την ανταλλαγή ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλυφθούν χωρίς τη ρητή συμφωνία τους, και στην περίπτωση αυτή οι πληροφορίες ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους οι εν λόγω αρχές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους.
2. Η αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επαφής μπορεί να διαβιβάζει στις αρχές του άρθρου 74 τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 και τα άρθρα 82 και 92. Οι αρχές αυτές διαβιβάζουν τις πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα μόνο με τη ρητή συναίνεση των αρμόδιων αρχών που τις κοινοποίησαν και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτές έχουν συναινέσει, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, το σημείο επικοινωνίας ενημερώνει αμέσως το σημείο επικοινωνίας που έστειλε τις πληροφορίες.
3. Οι αρχές του άρθρου 74 και οι άλλοι φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 82 και 92 μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
α) για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας επιχείρησης επενδύσεων και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις επάρκειας κεφαλαίων που επιβάλλει η οδηγία 93/6/ΕΟΚ, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·
β) για να ελέγξουν την καλή λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης·
γ) για την επιβολή κυρώσεων,
δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής·
ε) στα πλαίσια δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί βάσει του άρθρου 79·
στ) στο μηχανισμό εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 80.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για την ανταλλαγή πληροφοριών..
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][70]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
5. Ούτε το παρόν άρθρο, ούτε τα άρθρα 81 ή 92 εμποδίζουν την αρμόδια αρχή να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (στο εξής «ΕΣΣΚ»), στις κεντρικές τράπεζες, στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της Νομισματικής Αρχής και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Ομοίως οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει η παρούσα οδηγία ή ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
Άρθρο 86
Δεσμευτική διαμεσολάβηση
1. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να αναφέρουν στην ΕΑΚΑΑ καταστάσεις κατά τις οποίες αίτηση σχετική με τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:
-α) για συνεργασία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 83,
α) για ανάληψη εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 84·
β) ανταλλαγής πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 85.
1α. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να παραπέμπουν στην ΕΑΚΑΑ καταστάσεις όπου μια η αρμόδια αρχή διαφωνεί όσον αφορά τη διαδικασία ή το περιεχόμενο μιας ενέργειας ή παράλειψης ενέργειας εκ μέρους μιας αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σχετικά με οιαδήποτε διάταξη της παρούσας οδηγίας ή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR].
2. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η ΕΑΚΑΑ μπορεί να ενεργεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της να αρνηθεί να ενεργήσει μετά από αίτηση για πληροφόρηση προβλεπόμενη στο άρθρο 87 και με την επιφύλαξη της δυνατότητας της ΕΑΚΑΑ να ενεργήσει βάσει του άρθρου 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 87
Άρνηση συνεργασίας
Μια αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί να ενεργήσει κατόπιν αιτήσεως για συνεργασία σε μια έρευνα, επιτόπου εξακρίβωση ή δραστηριότητα εποπτείας του άρθρου 88 ή για ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 85 μόνον εάν:
-α) η έρευνα, η επιτόπια εξακρίβωση, η δραστηριότητα εποπτείας ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλουν την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η σχετική αίτηση,
α) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τις ίδιες ενέργειες και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των αρχών του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση,
β) έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση αναφορικά με τα ίδια άτομα και τις ίδιες ενέργειες.
Σε περίπτωση άρνησης, η αρμόδια αρχή ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.
Άρθρο 88
Διαβουλεύσεις πριν από τη χορήγηση άδειας
1. Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων η οποία εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
α) είναι θυγατρική επιχείρησης επενδύσεων ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας επιχείρησης επενδύσεων ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος,
γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν μια επιχείρηση επενδύσεων ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος μέλος.
2. Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε επιχείρηση επενδύσεων η οποία:
α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση·
γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
3. Οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διαβουλεύονται ιδίως μεταξύ τους κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της εντιμότητας και της πείρας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου. Ανταλλάσσουν επίσης όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και την εντιμότητα και πείρα των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για το συνεχή έλεγχο της συμμόρφωσης με τους όρους λειτουργίας.
4. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων προκειμένου να καθορίσει τυποποιημένα έντυπα, υποδείγματα και διαδικασίες για τη διαβούλευση με τις άλλες αρμόδιες αρχές προτού χορηγήσει οποιαδήποτε άδεια.
Η ΕΑΚΑΑ υποβάλει τα εν λόγω σχέδια εκτελεστικών τεχνικών προτύπων στην Επιτροπή μέχρι τις [...][71]*.
Η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να εγκρίνει τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
Άρθρο 89
Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής
1. Τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν, για στατιστικούς λόγους, να απαιτούν από όλες τις επιχειρήσεις επενδύσεων που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στο έδαφός τους, την υποβολή περιοδικών εκθέσεων στις αρμόδιες αρχές τους σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων τους.
2. Στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων που τους παρέχει η παρούσα οδηγία, τα κράτη μέλη υποδοχής προβλέπουν ότι οι αρμόδιες αρχές μπορούν να απαιτούν από τα υποκαταστήματα των επιχειρήσεων επενδύσεων να παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα εφαρμοζόμενα σε αυτά τα υποκαταστήματα πρότυπα που καθορίζει το κράτος μέλος υποδοχής στις περιπτώσει που προβλέπονται στο άρθρο 37 παράγραφος 8. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν μπορούν να είναι πιο αυστηρές από τις προϋποθέσεις που τα ίδια κράτη μέλη επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στο έδαφός τους για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τα πρότυπα αυτά.
Άρθρο 90
Εξουσίες των κρατών μελών υποδοχής για τη λήψη προληπτικών μέτρων
1. Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια επιχείρηση επενδύσεων που ασκεί δραστηριότητες στο έδαφός του υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή ότι μία επιχείρηση επενδύσεων που έχει υποκατάστημα στην επικράτειά της παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που έχουν θεσπισθεί δυνάμει της παρούσας οδηγίας οι οποίες δεν παρέχουν εξουσίες στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ακατάλληλα, η επιχείρηση επενδύσεων εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, ισχύουν τα κάτωθι:
α) αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις παραβάτιδες εταιρείες επενδύσεων να αρχίζουν οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή εντός της επικρατείας τους. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση, και
β) η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1095/2010.
2. Εάν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους υποδοχής διαπιστώσουν ότι εταιρεία επενδύσεων η οποία διατηρεί υποκατάστημα εντός της επικρατείας της παραβαίνει τις νομικές ή ρυθμιστικές διατάξεις που έχουν θεσπισθεί στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει των διατάξεων της παρούσας οδηγίας οι οποίες παρέχουν εξουσίες στις αρμόδιες αρχές του κράτους υποδοχής, οι εν λόγω αρχές απαιτούν από την εταιρεία επενδύσεων να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.
Εάν η εν λόγω εταιρεία επενδύσεων δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής λαμβάνουν όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι η εν λόγω εταιρεία επενδύσεων θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής.
Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος μέλος υποδοχής, η επιχείρηση επενδύσεων εξακολουθεί να παραβιάζει τις νομικές ή κανονιστικές διατάξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, οι οποίες ισχύουν στο κράτος μέλος υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση.
Επιπροσθέτως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
3. Εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μίας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΟΜΔ έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΟΜΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΟΜΔ.
Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ακατάλληλα, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο ΠΜΔ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών του κράτους μέλους υποδοχής, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στους ΠΜΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο κράτος μέλος υποδοχής. Η Επιτροπή και η ΕΑΚΑΑ ενημερώνονται για τα μέτρα αυτά χωρίς καθυστέρηση.
Επιπροσθέτως, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ, η οποία μπορεί να ενεργεί στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που της έχουν εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
4. Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των παραγράφων 1, 2 ή 3 τα οποία συνεπάγονται ποινές ή περιορισμό των δραστηριοτήτων επιχείρησης επενδύσεων ή ρυθμιζόμενης αγοράς αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση επενδύσεων ή ρυθμιζόμενη αγορά.
Άρθρο 91
Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Χρηματοπιστωτικής Εποπτείας (ΕΣΧΕ) και με το ΕΣΚΤ
-1α. Οι αρμόδιες αρχές, ως μέλη του ΕΣΧΕ, συνεργάζονται με εμπιστοσύνη και πλήρη αμοιβαίο σεβασμό, ιδίως προκειμένου να εξασφαλίζεται η ροή κατάλληλων και αξιόπιστων πληροφοριών μεταξύ αυτών και άλλων μελών του ΕΣΧΕ, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που διατυπώνεται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
1. Οι αρμόδιες αρχές συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.
2. Οι αρμόδιες αρχές παρέχουν χωρίς καθυστέρηση στην ΕΑΚΑΑ όλες τις πληροφορίες που της είναι απαραίτητες για να επιτελέσει το έργο της δυνάμει της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. [MiFIR] και δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και σύμφωνα με ▌ τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και, κατά περίπτωση, παρέχουν στις κεντρικές τράπεζες του ΕΣΚΤ όλες τις πληροφορίες που είναι σχετικές με την εκπλήρωση της αποστολής τους.
Άρθρο 91α
Προστασία δεδομένων
Όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], οι αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας 95/46/ΕΚ και τους εθνικούς κανόνες εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας. Όσον αφορά την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΑΚΑΑ στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR], η ΕΑΚΑΑ συμμορφώνεται προς τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
Άρθρο 91β
Συμβουλευτική επιτροπή της ΕΑΚΑΑ για τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας
Έως τις 30 Ιουνίου 2014, η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί συμβουλευτική επιτροπή εθνικών εμπειρογνωμόνων για τον προσδιορισμό, όσον αφορά τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας, εξελίξεων οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς, με σκοπό:
α) τη βελτίωση των γνώσεων της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας· και
β) την κατάρτιση καταλόγου καταχρηστικών πρακτικών όσον αφορά τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας, όπου περιλαμβάνεται η παραποίηση δεδομένων, η τεχνητή σώρευση εντολών και η τεχνητή κατάτμηση, για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1a του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. …/… [MAR].
Άρθρο 91γ
Συμβουλευτική επιτροπή της ΕΑΚΑΑ σχετικά με την τεχνολογία στις χρηματοπιστωτικές αγορές
Έως τις 30 Ιουνίου 2014, η ΕΑΚΑΑ συγκροτεί συμβουλευτική επιτροπή η οποία απαρτίζεται από εθνικούς εμπειρογνώμονες με σκοπό τον προσδιορισμό των τεχνολογικών εξελίξεων στις αγορές οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να συνιστούν χειραγώγηση της αγοράς, με σκοπό:
α) τη βελτίωση των γνώσεων της ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις συναφείς στρατηγικές διαπραγμάτευσης και τις δυνατότητες κατάχρησης που προσφέρουν,
β) τον εμπλουτισμό του καταλόγου καταχρηστικών πρακτικών που έχουν ήδη εντοπιστεί και σχετίζονται ειδικά με στρατηγικές συναλλαγών υψηλής συχνότητας· και
γ) την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των προσεγγίσεων των διαφόρων τόπων διαπραγμάτευσης όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που σχετίζονται με κάθε νέα πρακτική διαπραγμάτευσης.
Μετά την αξιολόγηση που αναφέρεται στο στοιχείο γ) της πρώτης παραγράφου, η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει συμπληρωματικές κατευθυντήριες γραμμές για τις βέλτιστες πρακτικές στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Ένωσης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΡΙΤΕΣ ΧΩΡΕΣ
Άρθρο 92
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες
1. Τα κράτη μέλη και, σύμφωνα με το άρθρο 33 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, η ΕΑΚΑΑ, μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 81. Η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να στοχεύει στην εκτέλεση των καθηκόντων των ανωτέρω αρμόδιων αρχών.
Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα κράτη μέλη σε τρίτη χώρα πραγματοποιείται σύμφωνα με το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ.
Η διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από την ΕΚΑΑΑ σε τρίτη χώρα πραγματοποιείται σύμφωνα με το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 45/2001.
Τα κράτη μέλη και η ΕΑΚΑΑ μπορούν επίσης να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:
α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,
β) την εκκαθάριση και πτώχευση επιχειρήσεων επενδύσεων και παρόμοιες διαδικασίες,
γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
δ) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης επιχειρήσεων επενδύσεων και σε παρόμοιες διαδικασίες,
ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών επιχειρήσεων ασφαλίσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων επιχειρήσεων επενδύσεων και άλλων χρηματοπιστωτικών οργανισμών,
στ) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπών με στόχο την εξασφάλιση ενοποιημένης εικόνας των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.
Οι συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπει το τρίτο εδάφιο μπορούν να συνάπτονται μόνο εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 81. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος, εφαρμόζεται το κεφάλαιο IV της οδηγίας 95/46/ΕΚ και εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ εφαρμόζεται ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.
2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, μπορούν να κοινοποιηθούν μόνο μετά από ρητή συμφωνία των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Η ίδια διάταξη εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
ΤΙΤΛΟΣ VII
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΡΑΞΕΙΣ
▌ Άρθρο 94
Άσκηση της εξουσιοδότησης
1. Η εξουσία για την έκδοση πράξεων κατ’ εξουσιοδότηση ανατίθεται στην Επιτροπή υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο.
2. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 παράγραφος 2 σημεία (1), (3), (11), (12) και (27) έως (33δ), στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 23 παράγραφος 3, στο άρθρο 24 παράγραφος 8, στο άρθρο 25 παράγραφος 6, στο άρθρο 27 παράγραφος 7, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 32 παράγραφος 3, στο άρθρο 35 παράγραφος 8, στο άρθρο 44 παράγραφος 4, στο άρθρο 51 παράγραφος 7, στο άρθρο 52 παράγραφος 6, στο άρθρο 53 παράγραφος 4, στο άρθρο 60 παράγραφος 5, στο άρθρο 66 παράγραφοι 6 και 7, στο άρθρο 67 παράγραφοι 7 και 8, στο άρθρο 67α παράγραφοι 3 και 6, στο άρθρο 68 παράγραφος 5 και στο άρθρο 83 παράγραφος 7, ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την ...[72]* .
3. Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 3, στο άρθρο 4 σημεία (1), (3), (11), (12) και (27) έως (33δ), στο άρθρο 13 παράγραφος 1, στο άρθρο 16 παράγραφος 12, στο άρθρο 17 παράγραφος 6, στο άρθρο 23 παράγραφος 3, στο άρθρο 24 παράγραφος 8, στο άρθρο 25 παράγραφος 6, στο άρθρο 27 παράγραφος 7, στο άρθρο 28 παράγραφος 3, στο άρθρο 30 παράγραφος 5, στο άρθρο 32 παράγραφος 3, στο άρθρο 35 παράγραφος 8, στο άρθρο 44 παράγραφος 4, στο άρθρο 51 παράγραφος 7, στο άρθρο 52 παράγραφος 6, στο άρθρο 53 παράγραφος 4, στο άρθρο 60 παράγραφος 5, στο άρθρο 66 παράγραφοι 6 και 7, στο άρθρο 67 παράγραφοι 7 και 8, στο άρθρο 67α παράγραφοι 3 και 6, στο άρθρο 68 παράγραφος 5 ή στο άρθρο 83 παράγραφος 7, μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης επιφέρει τη λήξη της εξουσιοδότησης που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να εφαρμόζεται την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζει η απόφαση. Δεν επηρεάζει την εγκυρότητα κατ' εξουσιοδότηση πράξεων που έχουν ήδη τεθεί σε ισχύ.
4. Μόλις εκδώσει μια κατ' εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.
5. Μια κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3, το άρθρο 4 σημεία (1), (3), (11), (12) και (27) έως (33δ), το άρθρο 13 παράγραφος 1, το άρθρο 16 παράγραφος 12, το άρθρο 17 παράγραφος 6, το άρθρο 23 παράγραφος 3, το άρθρο 24 παράγραφος 8, το άρθρο 25 παράγραφος 6, το άρθρο 27 παράγραφος 7, το άρθρο 28 παράγραφος 3, το άρθρο 30 παράγραφος 5, το άρθρο 32 παράγραφος 3, το άρθρο 35 παράγραφος 8, το άρθρο 44 παράγραφος 4, το άρθρο 51 παράγραφος 7, το άρθρο 52 παράγραφος 6, το άρθρο 53 παράγραφος 4, το άρθρο 60 παράγραφος 5, το άρθρο 66 παράγραφοι 6 και 7, το άρθρο 67 παράγραφοι 7 και 8, το άρθρο 67α παράγραφοι 3 και 6, το άρθρο 68 παράγραφος 5 ή το άρθρο 83 παράγραφος 7 τίθεται σε ισχύ μόνο αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο δεν εκφράσει αντιρρήσεις εντός περιόδου τριών μηνών από την κοινοποίηση της πράξης αυτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο, ή αν πριν από την εκπνοή αυτής της περιόδου τόσο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όσο και το Συμβούλιο έχουν ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν θα εκφράσουν αντιρρήσεις. Η ανωτέρω προθεσμία παρατείνεται κατά τρεις μήνες με πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Εκτελεστικές Πράξεις
Άρθρο 95
Διαδικασία επιτροπής
1. Η Επιτροπή επικουρείται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Κινητών Αξιών που συστάθηκε με την απόφαση 2001/528/EΚ της Επιτροπής[73]. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011[74].
2. Όπου γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011 ▌.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
TEΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 96
Εκθέσεις και εκ νέου εξέταση
1. Πριν από την παρέλευση […] η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σχετικά με:
α) την λειτουργία των οργανωμένων μηχανισμών διαπραγμάτευσης, λαμβανομένης υπόψη της εποπτικής εμπειρίας των αρμόδιων αρχών, τον αριθμό των ΟΜΔ που έχουν άδεια στην ΕΕ και το μερίδιο της αγοράς που κατέχουν και ειδικότερα εξετάζοντας κατά πόσον χρειάζονται προσαρμογές στον ορισμό ενός ΟΜΔ και εάν το φάσμα των μέσων που καλύπτει η κατηγορία των ΟΔΜ εξακολουθεί να είναι το ενδεδειγμένο,
β) τη λειτουργία του καθεστώτος των αγορών ανάπτυξης ΜΜΕ, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των ΠΜΔ που έχουν καταχωριστεί ως αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ, του αριθμού των εκδοτών που είναι παρόντες στις εν λόγω αγορές και τους συναφείς όγκους συναλλαγών,
γ) τις επιπτώσεις των απαιτήσεων σχετικά με τις αυτόματες συναλλαγές και τις συναλλαγές υψηλής συχνότητας,
δ) την εμπειρία που έχει αποκτηθεί από τον μηχανισμό απαγόρευσης ορισμένων προϊόντων ή πρακτικών λαμβάνοντας υπόψη πόσες φορές ενεργοποιήθηκαν οι υπόψη μηχανισμοί και ποια ήταν τα αποτελέσματα,
ε) τις επιπτώσεις από την εφαρμογή ορίων και ελέγχων θέσης στη ρευστότητα, την κατάχρηση της αγοράς, την ομαλή διαμόρφωση των τιμών και στους όρους διακανονισμού στις αγορές παραγώγων επί εμπορευμάτων,
στ) τη λειτουργία του ενοποιημένου δελτίου παρακολούθησης που θεσπίστηκε βάσει του Τίτλου V, ιδίως τη διαθεσιμότητα υψηλής ποιότητας μετα-διαπραγματευτικών πληροφοριών υπό ενοποιημένη μορφή που να καλύπτουν όλη την αγορά σε όλες τις κατηγορίες ενεργητικού σύμφωνα με φιλικά προς τον χρήστη πρότυπα και σε εύλογο κόστος,
(στ α) τον αντίκτυπο της διαφάνειας ως προς τις αμοιβές, τις προμήθειες και τα μη χρηματικά οφέλη και τις απαιτήσεις μεταβίβασης των οφελών στους πελάτες, τόσο εντός των κρατών μελών όσο και στις διασυνοριακές συναλλαγές.
Άρθρο 96α
Προσωπικό και πόροι της ΕΑΚΑΑ
Έως την […]*, η ΕΑΚΑΑ προβαίνει σε αποτίμηση των αναγκών σε προσωπικό και πόρους που απορρέουν από την ανάληψη των εξουσιών και των καθηκόντων της σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.
Άρθρο 97
Μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο
1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, πριν από τις […][75]**, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς τα άρθρα 1 έως 5, 7, 9, 10, 13 έως 25, 27 έως 32, 34 έως 37, 39, 41 έως 46, 48, 51 έως 54, 59 έως 69α, 71 έως 77, 79, 80, 83, 84, 85, 87 έως 90, 92 έως 99 και τα παραρτήματα I και II [απαρίθμηση όλων των άρθρων που έχουν υποστεί ουσιαστικές αλλαγές σε σύγκριση με την οδηγία 2004/39/ΕΚ]. Ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων καθώς και πίνακα αντιστοιχίας μεταξύ αυτών των διατάξεων και της παρούσας οδηγίας.
Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις εν λόγω διατάξεις, περιλαμβάνουν σε αυτές αναφορά στην παρούσα οδηγία ή τις συνοδεύουν από παρόμοια αναφορά κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η εν λόγω αναφορά. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση με την οποία διευκρινίζεται ότι οι παραπομπές στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία, οι οποίες περιέχονται στις ισχύουσες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Ο τρόπος της αναφοράς και η διατύπωση της δήλωσης αποφασίζονται από τα κράτη μέλη.
Τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις εν λόγω διατάξεις από τις […][76]* εκτός των διατάξεων περί μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο του άρθρου 67 παράγραφος 2 που εφαρμόζονται από […][77]**.
2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εσωτερικού δικαίου τις οποίες θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.
Άρθρο 98
Καταργούμενες διατάξεις
Η οδηγία 2004/39/ΕΚ, όπως τροποποιείται με τις πράξεις που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙα, καταργείται με ισχύ από τις [...]*, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο της οδηγίας 2004/39/ΕΚ που ορίζονται στο μέρος Β του παραρτήματός της.
Οι παραπομπές στην οδηγία 2004/39/ΕΚ ή στην οδηγία 93/22/ΕΟΚ λογίζονται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία ή στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. …/… [MiFIR] και διαβάζονται σύμφωνα με τους πίνακες αντιστοιχίας του παραρτήματος ΙΙβ, Μέρη Α και Β.
Οι παραπομπές σε ορισμούς της οδηγίας 2004/39/ΕΚ ή της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ ή σε άρθρα τους λογίζονται ως παραπομπές σε αντίστοιχο ορισμό της παρούσας οδηγίας ή σε άρθρο της.
Άρθρο 98α
Τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ
Η οδηγία 98/26/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:
Στο άρθρο 1, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα δικαιώματα εκπομπών που συνίστανται σε οποιεσδήποτε μονάδες αναγνωρίζονται για σκοπούς συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας+.
______________
+ ΕΕ L 275, 25.10.2003, σ. 32.»
Άρθρο 99
Μεταβατικές διατάξεις
Οι επιχειρήσεις επενδύσεων τρίτων χωρών μπορούν ▌ να παρέχουν υπηρεσίες και να δραστηριοποιούνται μέσω υποκαταστημάτων στα κράτη μέλη, σύμφωνα με τα εθνικά καθεστώτα, μέχρι ένα έτος μετά την έκδοση από την Επιτροπή απόφασης για την εκάστοτε τρίτη χώρα, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 3.
▌
Άρθρο 100
Έναρξη ισχύος
Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άρθρο 101
Αποδέκτες
Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη µέλη.
Έγινε στ ….,
Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο
H Πρόεδρος H Πρόεδρος
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ
Τμήμα Α
Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες
(1) Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα·
(2) Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών·
(3) Διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό·
(4) Διαχείριση χαρτοφυλακίων·
(5) Επενδυτικές συμβουλές·
(6) Αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων και/ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης·
(7) Τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης·
(8) Λειτουργία πολυμερούς διευκόλυνσης συναλλαγών·
▌
(10) Λειτουργία Οργανωμένων Μηχανισμών Διαπραγμάτευσης.
Τμήμα B
Παρεπόμενες υπηρεσίες
(-1α) Φύλαξη και διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων εξασφαλίσεων·
(1) Παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία εμπλέκεται η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο
(2) Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, τη κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων
(3) Υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών
(4) Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα
(5) Υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή
(6) Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο τμήμα Α ή Β του Παραρτήματος Ι σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στο τμήμα Γ σημεία (5), (6), (7) και (10) εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.
Τμήμα Γ
Χρηματοπιστωτικά μέσα
(1) Μεταβιβάσιμες κινητές αξίες
(2) Μέσα χρηματαγοράς
(3) Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων
(4) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, ▌ ή άλλα μέσα παραγώγων, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα.
(5) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης.
(6) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που δεν προορίζονται για εκκαθάριση με φυσική παράδοση, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΟΔΜ ή ΠΜΔ.
(6α) Ασφαλιστικές συμβάσεις που συνδέονται με μέσα επενδυτικού χαρακτήρα·
(7) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που επιδέχονται εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο τμήμα Γ.6 και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.
(8) Παράγωγα μέσα για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου
(9) Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences).
(10) Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, δικαιώματα εκπομπών ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ' επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν τμήμα, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε ρυθμιζόμενη αγορά , ΟΜΔ, ή ΠΜΔ, υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.
(11) Δικαιώματα εκπομπών τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της οδηγίας 2003/87/ΕΚ (Σύστημα εμπορίας εκπομπών).
(11α) Πρόσθετες προδιαγραφές όσον αφορά τα σημεία (7) και (10).
1. Για τους σκοπούς του σημείου 7, μια σύμβαση που δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση κατά την έννοια της παραγράφου 2 και δεν εμπίπτει στην παράγραφο 4 θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων και δεν συνάπτεται για εμπορικούς σκοπούς εφόσον πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) πληροί ένα από τα ακόλουθα σύνολα κριτηρίων:
(i) αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας ο οποίος επιτελεί λειτουργία όμοια με τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΟΜΔ·
(ii) δηλώνεται ρητά ότι αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΟΔΜ ή παρόμοιο μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας, ή ότι υπόκειται στους αντίστοιχους κανόνες τους·
(iii) δηλώνεται ρητά ότι είναι ισοδύναμη με σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ, ΟΔΜ ή παρόμοιο μηχανισμό διαπραγμάτευσης τρίτης χώρας·
β) εκκαθαρίζεται από γραφείο συμψηφισμού ή άλλη οντότητα που επιτελεί την ίδια λειτουργία με έναν κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, ή υπάρχουν ρυθμίσεις για την καταβολή ή σύσταση περιθωρίου σε σχέση με τη σύμβαση·
γ) είναι τυποποιημένη κατά τρόπο ώστε ιδίως η τιμή, η μονάδα διαπραγμάτευσης, η ημερομηνία παράδοσης ή άλλοι όροι προσδιορίζονται πρωτίστως κατ' αναφορά προς τακτικά δημοσιευόμενες τιμές, συνήθεις μονάδες διαπραγμάτευσης ή συνήθεις ημερομηνίες παράδοσης.
2. Ως σύμβαση για άμεση παράδοση (spot contract) για τους σκοπούς της παραγράφου 1 νοείται μια σύμβαση πώλησης εμπορεύματος, περιουσιακού στοιχείου ή δικαιώματος, βάσει της οποίας η παράδοση προβλέπεται να πραγματοποιηθεί εντός του μακρότερου από τα εξής δύο χρονικά διαστήματα:
α) δύο ημέρες διαπραγμάτευσης·
β) χρονικό διάστημα που γίνεται γενικά δεκτό στην αγορά ως συνήθης προθεσμία παράδοσης για το σχετικό εμπόρευμα, περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα.
Ωστόσο, μια σύμβαση δεν είναι σύμβαση για άμεση παράδοση εάν, ανεξαρτήτως των ρητών της όρων, τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους ότι η σχετική παράδοση θα αναβληθεί και δεν θα πραγματοποιηθεί εντός της περιόδου που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
3. Για τους σκοπούς του σημείου 10, μια σύμβαση παραγώγου που σχετίζεται με ένα από τα υποκείμενα μέσα που αναφέρονται στο παρόν τμήμα θεωρείται ότι έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) υπόκειται σε χρηματικό διακανονισμό ή μπορεί να υπαχθεί σε χρηματικό διακανονισμό κατ' επιλογή ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων μερών, για λόγους διαφορετικούς από την αθέτηση υποχρέωσης ή άλλο γεγονός που λύει τη σύμβαση·
β) η σύμβαση αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, σε ΠΜΔ ή σε ΟΔΜ·
γ) οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 1 πληρούνται σε σχέση με τη συγκεκριμένη σύμβαση.
4. Μια σύμβαση θεωρείται ότι έχει συναφθεί για εμπορικούς σκοπούς κατά την έννοια του σημείου 7 και ότι δεν έχει τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια των σημείων 7 και 10, εφόσον συνάπτεται με ή από φορέα εκμετάλλευσης ή διαχείρισης δικτύου μεταφοράς ενέργειας, μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου αγωγών και είναι αναγκαία για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας σε δεδομένη χρονική στιγμή.
5. Επιπροσθέτως προς τις συμβάσεις παραγώγων των ειδών που αναφέρονται στο σημείο 10, μια σύμβαση παραγώγου που αφορά οποιοδήποτε από τα ακόλουθα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 19, εφόσον πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο σημείο (10) και στην παράγραφο 3:
α) εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών·
β) ικανότητα αποθήκευσης εμπορευμάτων·
γ) ικανότητα μεταγωγής ή μεταφοράς που αφορά εμπορεύματα, με καλώδιο ή αγωγό ή άλλο μέσο·
δ) επιχορήγηση, πίστωση, άδεια, δικαίωμα ή παρόμοιο περιουσιακό στοιχείο που συνδέεται άμεσα με την παροχή, διανομή ή κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές·
ε) γεωλογική, περιβαλλοντική ή άλλη φυσική μεταβλητή·
στ) οποιοδήποτε άλλο αντικαταστατό περιουσιακό στοιχείο ή δικαίωμα που μπορεί να μεταβιβαστεί, εκτός των δικαιωμάτων λήψης υπηρεσίας·
ζ) δείκτης ή μετρικό μέγεθος σχετιζόμενο με την τιμή ή αξία ή με τον όγκο των συναλλαγών σε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, δικαίωμα, υπηρεσία ή υποχρέωση.
Τμημα Δ
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
(1) Διαχείριση εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης (ΕΜΔ)
(2) Διαχείριση παρόχου ενοποιημένων δελτίων παρακολούθησης
(3) Διαχείριση εγκεκριμένου μηχανισμού καταγγελίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την πείρα, τις γνώσεις και την εμπειρογνωμοσύνη ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να ανταποκρίνεται στα ακόλουθα κριτήρια:
I. Κατηγορίες πελατών που θεωρούνται επαγγελματίες
Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα:
(1) Οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Ο κατωτέρω κατάλογος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές για τις αναφερόμενες οντότητες δραστηριότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή οδηγίας, οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
α) Πιστωτικά ιδρύματα·
β) Επιχειρήσεις επενδύσεων·
γ) Άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις·
δ) Ασφαλιστικές εταιρείες·
ε) Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισής τους·
στ) Συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους·
ζ) Διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια βασικών εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων·
η) Τοπικές επιχειρήσεις·